Η τσαρική Ρωσία μπήκε στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο τον Αύγουστο του 1914, επιτιθέμενη στη Γερμανία, η οποία βρισκόταν σε συμμαχία με την Αυστροουγγαρία («κεντρικές δυνάμεις») και την Οθωμανική Αυτοκρατορία. Η τσαρική Ρωσία συμμετείχε μαζί με τη Γαλλία και την Αγγλία (Αντάντ1) στον πόλεμο με σκοπό την εξυπηρέτηση των συμφερόντων του ρωσικού μονοπωλιακού κεφαλαίου, που διαπλεκόταν με ισχυρούς δεσμούς με το αγγλικό και το γαλλικό κεφάλαιο, καθώς και των βλέψεων της τσαρικής απολυταρχίας να επωφεληθεί από το διαμελισμό της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Η συμμετοχή της τσαρικής Ρωσίας στον ιμπεριαλιστικό πόλεμο για το ξαναμοίρασμα των αγορών έγινε ενώ η Ρωσία βρισκόταν στο μεταίχμιο δύο εποχών, όπως χαρακτηριστικά έλεγε ο Λένιν. Ενώ δηλαδή κυριαρχούσαν οι καπιταλιστικές σχέσεις στο μονοπωλιακό στάδιο ανάπτυξής τους και ως αποτέλεσμα των άμεσων ξένων επενδύσεων γαλλικών και αγγλικών μονοπωλίων, εν τούτοις στο εποικοδόμημα συνέχιζαν να κυριαρχούν στοιχεία του παλιού απολυταρχικού κράτους με επικεφαλής τον τσάρο Νικόλαο Ρομανόφ που πολιτικά εξέφραζε σημαντικά τμήματα γαιοκτημόνων, αλλά και αριστοκρατών που ήταν ενταγμένοι στον κρατικό μηχανισμό και το στρατό.
Παρά το γεγονός ότι η δουλοπαροικία στη Ρωσία είχε καταργηθεί ήδη από το 1861, ωστόσο σημαντικά κατάλοιπα των φεουδαρχικών σχέσεων συνέχιζαν να κυριαρχούν στη ρωσική αγροτική παραγωγή. Μεγάλα τμήματα αγροτών νοίκιαζαν τη γη από μεγάλους γαιοκτήμονες, υποχρεώνονταν σε αγγαρείες ή να παραδίνουν τη μισή τους σοδιά (μισακάρηδες). Μέχρι το 1903 εφαρμόζονταν οι σωματικές ποινές στους αγρότες για τη μη καταβολή φόρων ή ενοικίων. Ταυτόχρονα η Ρωσική Αυτοκρατορία καταπίεζε μια σειρά εθνότητες, κυρίως στον Καύκασο και στην Κεντρική Ασία, οι οποίες βρίσκονταν σε πολύ καθυστερημένες κοινωνικές σχέσεις, στη φεουδαρχία, ακόμα και στο σύστημα των γενών. Η επανάσταση του 1905-1907 μπορεί να οδήγησε στη συγκρότηση Κρατικής Δούμας (1906-1917), δηλαδή μιας μορφής νομοθετικού αντιπροσωπευτικού θεσμού με πολύ περιορισμένα δικαιώματα, όμως σε καμία περίπτωση δε σήμαινε μετάβαση στο αστικό κοινοβουλευτικό σύστημα. Η πραγματική εξουσία παρέμενε ολοκληρωτικά στα χέρια της τσαρικής κυβέρνησης. Ετσι ο τσάρος δεν εμποδίστηκε να διαλύσει τη Δούμα 2-3 φορές εκείνο το διάστημα. Ο θεσμός της Δούμας εξέφραζε ένα συμβιβασμό ανάμεσα σε τμήματα της αστικής τάξης και τον τσάρο.
Το μεγαλύτερο τμήμα του πληθυσμού δεν είχε εκλογικό δικαίωμα. Οι εκλογές για τη Δούμα ήταν έμμεσες, διεξάγονταν με το λεγόμενο σύστημα των «κουριών» (μονάδες διοικητικής αντιπροσώπευσης). Δηλαδή οι εκλογείς είχαν χωριστεί σε 4 «κουρίες»: της γαιοκτησίας, της πόλης, των αγροτών και των εργατών. Η εκπροσώπηση ήταν άνιση: Το μέτρο εκλογής ήταν για την «κουρία» των γαιοκτημόνων ένας αντιπρόσωπος ανά 2.000 γαιοκτήμονες, για την «κουρία» της πόλης ένας αντιπρόσωπος ανά 4.000 αστούς, για την αγροτική «κουρία» ένας αντιπρόσωπος ανά 30.000 αγρότες και για την «κουρία» των εργατών ένας αντιπρόσωπος ανά 90.000 εργάτες. Ετσι στη σύνθεση της Δούμας κυριαρχούσαν εκπρόσωποι των γαιοκτημόνων.
Η είσοδος της Ρωσίας στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο όξυνε τις κοινωνικές της αντιθέσεις. Οι επανειλημμένες ήττες του ρωσικού στρατού στο μέτωπο, οι απώλειες εδαφών (π.χ. Πολωνία, Βαλτικές Χώρες) προκάλεσαν σημαντική δυσαρέσκεια όχι μόνο στους εργάτες και τους αγρότες που υπέφεραν από τις καταστροφές του πολέμου, αλλά και στην αστική τάξη της Ρωσίας, η οποία πείθονταν ότι η τσαρική εξουσία ήταν ανίκανη να διαχειριστεί τα συμφέροντά της σε μια τέτοια κρίσιμη περίοδο. Το γεγονός ότι οι κύκλοι του τσαρισμού άρχισαν να προσανατολίζονται προς τη Γερμανία και στο ενδεχόμενο της σύναψης ξεχωριστής ειρήνης με τις Κεντρικές Δυνάμεις, πυροδότησε την αντίδραση της αστικής τάξης, αντίδραση που υποβοηθήθηκε από την Αγγλία και τη Γαλλία και οδήγησε στην οργάνωση σχεδίων για την ανατροπή του τσάρου. Ταυτόχρονα το 1916 ξέσπασαν εξεγέρσεις διάφορων εθνοτήτων στον Καύκασο και την Κεντρική Ασία ενάντια στη Τσαρική Αυτοκρατορία.
Τα σχέδια της αστικής τάξης για ανατροπή του τσάρου συνδέθηκαν με μεγάλες λαϊκές κινητοποιήσεις και απεργίες που πραγματοποιήθηκαν το Φλεβάρη του 1917, ως αποτέλεσμα των ελλείψεων σε τρόφιμα, της μαζικής ανεργίας και της γενικότερης όξυνσης των κοινωνικών προβλημάτων. Η μαζική πολιτική δράση των εργατών, οργανωμένων στα Σοβιέτ, των αγροτών και της αστικής τάξης οδήγησε τελικά στην ανατροπή του τσάρου.
Ο Λένιν αναφέρει ότι ο τσαρισμός έπεσε ως αποτέλεσμα του ταυτόχρονου χτυπήματος από τη μια της αστικής τάξης και των πλούσιων κουλάκων με τη βοήθεια της Αγγλίας και της Γαλλίας και από την άλλη της εργατικής τάξης και των αγροτών.
Η αλλαγή που πραγματοποιήθηκε το Φλεβάρη του 1917 ήταν αλλαγή της τάξης που βρισκόταν στην εξουσία. Η εξουσία άλλαξε χέρια. Από τα χέρια των γαιοκτημόνων και των πριγκίπων, με τους οποίους ως τότε συμβιβαζόταν ένα τμήμα της αστικής τάξης, πέρασε στα χέρια της αστικής τάξης. Ο Λένιν χαρακτήριζε την επανάσταση του Φλεβάρη ως αστικοδημοκρατική επανάσταση: Η αστική τάξη, αφού η πολιτική δράση των μαζών ανέτρεψε την τσαρική εξουσία, διαμόρφωσε κυβέρνηση που αντιστοιχούσε πλήρως στα δικά της συμφέροντα συνεπικουρούμενη από τους οπορτουνιστές και τα μικροαστικά κόμματα που πλειοψηφούσαν στα Σοβιέτ. Η όξυνση των αντιθέσεων στις οποίες διαπλέχθηκαν οι εσωτερικές με τις διεθνείς εξελίξεις οδήγησαν την αστική τάξη να εγκαταλείψει το συμβιβασμό με τον τσαρισμό και την μέσω μεταρρυθμίσεων αργή αλλαγή του πολιτικού συστήματος της Ρωσίας. Αυτό το γεγονός σ’ ένα βαθμό αναίρεσε την εκτίμηση των μπολσεβίκων ότι η αστική τάξη δεν θα αξιοποιούσε την επαναστατική μαζική πάλη ενάντια στον τσαρισμό. Αυτή η πρόβλεψη στηριζόταν στη σωστή εκτίμηση ότι η αστική τάξη στην εποχή του ιμπεριαλισμού έχει γίνει αντιδραστική δύναμη, ότι δεν μπορούσε να διαδραματίσει επαναστατικό ρόλο στην κοινωνική εξέλιξη. Ωστόσο η θέση αυτή δεν έπαιρνε υπόψη της τη δυνατότητα όξυνσης των αντιθέσεων μεταξύ αστικής τάξης και τσαρισμού, αλλά και των αντιθέσεων των αντίστοιχων ξένων συμμάχων τους σε συνθήκες απότομης κρίσης και ιμπεριαλιστικού πολέμου. Σε τέτοιες συνθήκες τμήματα των αντιδραστικών κυρίαρχων τάξεων επιδιώκουν να «ηγηθούν» λαϊκών κινητοποιήσεων, να αξιοποιήσουν τη λαϊκή δυσαρέσκεια με σκοπό την εξυπηρέτηση των δικών τους συμφερόντων.
Μπορούμε άλλωστε και σήμερα να διακρίνουμε κινήσεις αστικών πολιτικών δυνάμεων, αλλά και διάφορων μηχανισμών της αστικής τάξης (π.χ. ΜΜΕ), με στόχο να επιδράσουν, να χειραγωγήσουν στους δικούς τους σκοπούς τη λαϊκή δυσαρέσκεια, αγανάκτηση και αντίδραση. Τέτοια παραδείγματα υπάρχουν στις λεγόμενες «αραβικές εξεγέρσεις», στα λεγόμενα «κινήματα του διαδικτύου» ή «των πλατειών», των λεγόμενων «αγανακτισμένων» κ.λπ.
Η Προσωρινή Δημοκρατική Κυβέρνηση συγκροτήθηκε από εκπρόσωπους των αστικών φιλελεύθερων κομμάτων της Ρωσίας και αποτέλεσε όργανο της αστικής εξουσίας. Ταυτόχρονα όμως η μαζική πολιτική πάλη των εργατών και των αγροτών έφερνε στην επιφάνεια την οργάνωση των ένοπλων μαζών που συμμετείχαν στην ανατροπή του τσάρου μέσω των Σοβιέτ (συμβουλίων). Τα Σοβιέτ, που και με την προτροπή των μπολσεβίκων πήραν πιο μαζικό χαρακτήρα σε σχέση με την επανάσταση του 1905, ήταν μια δύναμη που είτε θα αποτελούσε στήριγμα της αστικής εξουσίας με τη μορφή της Προσωρινής Δημοκρατικής Κυβέρνησης και στην προοπτική θα ενσωματωνόταν στο αστικό πολιτικό σύστημα είτε θα μεταβάλλονταν σε όργανα επαναστατικής πάλης για την ανατροπή της αστικής κυβέρνησης και θα εξελισσόταν σε φύτρα της νέας εξουσίας, της εργατικής, της δικτατορίας του προλεταριάτου. Αυτό το δίλημμα μπήκε αντικειμενικά μπροστά στα Σοβιέτ. Ομως εκείνη την περίοδο κυριαρχούσαν σε αυτά οι μενσεβίκοι και οι εσέροι («σοσιαλιστές επαναστάτες»), οι οποίοι έθεταν ως καθήκον τη στήριξη της Προσωρινής Δημοκρατικής Κυβέρνησης. Εμφανίστηκε λοιπόν μια κατάσταση που ο Λένιν χαρακτήρισε «δυαδική εξουσία», για να περιγράψει μια μεταβατική στιγμή της επαναστατικής διαδικασίας, όπου η αστική τάξη είχε μεν πάρει την εξουσία, όμως δεν ήταν τόσο ισχυρή για να διαλύσει την οργάνωση των λαϊκών μαζών που ήταν ένοπλη (π.χ. τα Σοβιέτ είχαν δικές τους φρουρές). Ο Λένιν ανέφερε ότι δεν ασκούνταν άμεσα βία απέναντι στην εργατική τάξη και ότι η αστική τάξη προσπαθούσε να την ενσωματώσει, αξιοποιώντας την «ασυνειδητότητά» της, που εκφραζόταν στο γεγονός ότι σε αυτές τις οργανώσεις πλειοψηφούσαν οι θέσεις και οι εκπρόσωποι των οπορτουνιστών, αυτοί που επιδίωκαν το συμβιβασμό με την αστική τάξη. Αυτή ήταν η κατάσταση όταν ο Λένιν έφτασε τον Απρίλη του 1917 στην Πετρούπολη.