Η πολεμική οικονομία της ΕΣΣΔ θεμελιώθηκε πάνω στη σοσιαλιστική ιδιοκτησία στα μέσα παραγωγής. Η συγκέντρωση των βασικών μέσων παραγωγής στα χέρια του σοβιετικού κράτους κατέστησε εφικτή τη γρήγορη στροφή της οικονομίας προς τον πόλεμο. Στην προεπαναστατική Ρωσία, από την άλλη, η ιδιωτική ιδιοκτησία στα μέσα παραγωγής, το χαμηλό επίπεδο ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων και η εξάρτηση από το ξένο κεφάλαιο προκάλεσε ανυπέρβλητες δυσκολίες στη διεξαγωγή του πολέμου την περίοδο 1914-1917.
Η σοσιαλιστική επανάσταση απελευθέρωσε τη χώρα από την εξάρτηση από το ξένο κεφάλαιο και μετασχημάτισε δραστικά την ταξική σύνθεση του πληθυσμού στην ΕΣΣΔ. Ενώ το 1913, πριν την επανάσταση, οι εργάτες στην πόλη και την ύπαιθρο, μαζί με τους άλλους εργατοϋπαλλήλους, αποτελούσαν λιγότερο από το 17% του πληθυσμού της Ρωσίας, το 1939 έφταναν το 48%, με άλλα λόγια σχεδόν το μισό του συνολικού πληθυσμού της ΕΣΣΔ. Αποτελεί κοινή γνώση ότι πριν τη σοσιαλιστική επανάσταση του 1917 δεν υπήρχαν στη Ρωσία γεωργοί σε κολεκτίβες ή βιοτέχνες και τεχνίτες ενωμένοι σε συνεταιρισμούς. Στην ΕΣΣΔ του 1939 αυτοί αποτελούσαν το 46% του συνόλου των κατοίκων, δηλαδή το μεγαλύτερο μέρος του άλλου μισού του πληθυσμού της χώρας. Μεμονωμένοι αγρότες, τεχνίτες και βιοτέχνες εκτός συνεταιρισμών ήταν το 65% του πληθυσμού το 1913, ενώ στην ΕΣΣΔ του 1939 ήταν λιγότεροι από το 2,6%.
Οι γαιοκτήμονες, οι μεγάλοι και μικροί αστοί των πόλεων, οι έμποροι και οι κουλάκοι ήταν το 16% του συνολικού πληθυσμού της Ρωσίας το 1913. Στην ΕΣΣΔ, οι εκμεταλλεύτριες τάξεις –οι γαιοκτήμονες, οι αστοί των πόλεων, οι κουλάκοι– είχαν καταργηθεί πολύ πριν την έναρξη του Πατριωτικού Πολέμου. Αυτή η αλλαγή στην ταξική σύνθεση του πληθυσμού της ΕΣΣΔ σε σύγκριση με την προεπαναστατική Ρωσία διασφάλιζε την ηθική και πολιτική ενότητα των λαών της ΕΣΣΔ, τη σταθερή συμμαχία της εργατικής τάξης με την αγροτιά και την ακατάλυτη φιλία όλων των λαών που συγκροτούν τη μεγάλη Σοβιετική Ένωση.
Από τα 139 εκατομμύρια του πληθυσμού της Ρωσίας το 1913, τα 25 εκατομμύρια ζούσαν στις πόλεις και τα 114 στην ύπαιθρο. Η Ρωσία ήταν κυρίως μια χώρα με αγροτική οικονομία και με χαμηλή ανάπτυξη της βιομηχανίας. Στην πορεία των χρόνων της σοσιαλιστικής οικοδόμησης στην ΕΣΣΔ, τόσο οι πόλεις όσο και η ύπαιθρος αναπτύχθηκαν σε σημείο που έγιναν αγνώριστες. Σε πρακτικά παρθένα εδάφη, το σοβιετικό κράτος έχτισε 364 νέες πόλεις ως κέντρα της σοσιαλιστικής βιομηχανίας. Το 1940, στην επικράτεια της ΕΣΣΔ κατοικούσαν 193 εκατομμύρια άνθρωποι, με τον πληθυσμό των πόλεων να είναι 2,4 φορές περισσότερος σε σχέση με το 1913.
Το επίπεδο της βιομηχανικής παραγωγής των σοσιαλιστικών επιχειρήσεων της ΕΣΣΔ, τόσο πριν, όσο και κατά τη διάρκεια του πολέμου, ξεπέρασε εντυπωσιακά αυτό των προεπαναστατικών ιδιωτικών καπιταλιστικών επιχειρήσεων. Η αξία της ακαθάριστης παραγωγής της μεγάλης κλίμακας βιομηχανίας το 1913 ανερχόταν σε 11 δισεκατομμύρια ρούβλια. Το 1940, η αξία της παραγωγής της μεγάλης κλίμακας βιομηχανίας στην ΕΣΣΔ έφτανε τα 129,5 δισεκατομμύρια ρούβλια. Το 1943, η αξία της βιομηχανικής παραγωγής μόνο των ανατολικών περιοχών της ΕΣΣΔ ήταν 83 δισεκατομμύρια ρούβλια (σε συγκρίσιμες τιμές), δηλαδή 7,5 φορές πάνω από τη συνολική βιομηχανική παραγωγή στην προεπαναστατική Ρωσία.
Η ακαθάριστη παραγωγή της μεγάλης κλίμακας βιομηχανίας στην ΕΣΣΔ το 1940 ξεπερνούσε κατά 11,7 φορές τη βιομηχανική παραγωγή του 1913, ενώ η παραγωγή των μεγάλης κλίμακας βιομηχανιών μηχανολογικού εξοπλισμού και μεταλλουργίας ήταν 41 φορές μεγαλύτερη. Η παραγωγή μεταλλικών ελασμάτων υψηλής ποιότητας –η βάση της βιομηχανίας κατασκευής πολεμικών μηχανών– το 1940 ήταν κατά 80 φορές μεγαλύτερη από αυτήν του 1913. Η προεπανασταστική Ρωσία δεν παρήγαγε αυτοκίνητα, τρακτέρ, αλουμίνιο, μαγνήσιο, καουτσούκ.
Αντίθετα από τη βιομηχανία της προεπαναστατικής Ρωσίας, η σοσιαλιστική βιομηχανία της ΕΣΣΔ, χωρίς εξαρτήσεις από τις καπιταλιστικές χώρες, αποδείχτηκε κατά τη διάρκεια του Πατριωτικού Πολέμου ικανή να ανταποκριθεί στις πολεμικές ανάγκες της εγχώριας παραγωγής, παρά την προσωρινή απώλεια σημαντικών εκτάσεων. Το 1943, μόνο οι πιο ανατολικές περιοχές της ΕΣΣΔ, σε σύγκριση με ολόκληρη την έκταση της Ρωσίας το 1915, έδωσαν 2,3 φορές περισσότερο γαιάνθρακα, διπλάσιο ατσάλι, 1,7 φορές περισσότερα μεταλλικά ελάσματα και χάλυβα, 4,1 φορές περισσότερο χαλκό, 59 φορές περισσότερο μόλυβδο και 18,8 φορές περισσότερο ψευδάργυρο. Η παραγωγή πετρελαίου στην ΕΣΣΔ πριν τον πόλεμο ήταν 3,5 φορές μεγαλύτερη σε σχέση με την προεπαναστατική Ρωσία.
Η θεμελιακά διαφορετική ταξική διάρθρωση της κοινωνίας στην ΕΣΣΔ εξασφάλισε μια ουσιώδη αύξηση στην αγροτική παραγωγή, με το μεγαλύτερο μέρος του εμπορεύσιμου πλεονάσματος να συγκεντρώνεται στα χέρια του κράτους των εργατών και των αγροτών. Η μέγιστη συγκομιδή σιτηρών στην προεπαναστατική Ρωσία, τις παραμονές του Α΄ Παγκόσμιου Πολέμου έφτανε τα 80,3 εκατ. τόνους περίπου. Στη Σοβιετική Ένωση, τις παραμονές του Πατριωτικού Πολέμου, η ακαθάριστη συγκομιδή σιτηρών έφτασε τα 120 εκατ. τόνους. Το εμπορεύσιμο πλεόνασμα σιτηρών της ΕΣΣΔ τις παραμονές του Πατριωτικού Πολέμου ήταν σχεδόν διπλάσιο από αυτό της Ρωσίας τις παραμονές του Α΄ Παγκόσμιου Πολέμου.
Στην προεπαναστατική Ρωσία, το 22% του συνολικού εμπορεύσιμου πλεονάσματος σιτηρών ανήκε στους γαιοκτήμονες, το 50% στους κουλάκους και μόνο το 28% στο μεγαλύτερο μέρος της αγροτιάς, τους μεσαίους και φτωχούς αγρότες. Στην ΕΣΣΔ, τις παραμονές του πρόσφατου πολέμου, περίπου το 10% των εμπορεύσιμων σιτηρών παράγονταν από κρατικά αγροκτήματα και περίπου το 90% από κολεκτιβίστικα. Με άλλα λόγια, πρακτικά το σύνολο των εμπορεύσιμων σιτηρών της ΕΣΣΔ ήταν στα χέρια της κοινωνικής παραγωγής.
Από τα 367 εκατομμύρια εκτάρια αγροτικής γης στην τσαρική Ρωσία, πάνω από 80 εκατομμύρια ανήκαν σε κουλάκους και 152,5 εκατομμύρια σε μεγάλους γαιοκτήμονες. Στην ΕΣΣΔ, από το σύνολο των 422 εκατομμυρίων εκταρίων αγροτικής γης πριν τον πόλεμο, τα 371 εκατομμύρια ήταν στη διάθεση κολεκτιβοποιημένων αγροτών και αγροτών που εργάζονταν μόνοι τους και 51 εκατομμύρια στα κρατικά αγροκτήματα. Επομένως, δεν πρόκειται για θαύμα το γεγονός ότι τα εκατομμύρια του σοβιετικού λαού μάχονταν τόσο ηρωικά στον ιερό πόλεμο για τα εδάφη της πατρίδας τους, τις πόλεις και τα χωριά τους.