Οι βάσεις της πολεμικής οικονομίας της ΕΣΣΔ


του Ν. Α. Βοζνεσένσκι*

Ο Πατριωτικός Πόλεμος απαιτούσε να τεθεί άμεσα η σοβιετική οικονομία σε πολεμικό βηματισμό. Από την έναρξη κιόλας του πολέμου, με αποφάσεις του Κομμουνιστικού Κόμματος της Σοβιετικής Ένωσης και της σοβιετικής κυβέρνησης, καθώς και οδηγίες του συντρόφου Στάλιν, ξεκίνησε το πρόγραμμα της μετάβασης από τη σοσιαλιστική οικονομία της περιόδου της ειρήνης, στη σοσιαλιστική οικονομία της περιόδου του πολέμου.

Ιδρύθηκε η Κρατική Επιτροπή Άμυνας, στην οποία η εκτελεστική και νομοθετική εξουσία των Σοβιέτ συνδυάστηκε με την ηγεσία του Κόμματος στη χώρα, εξασφαλίζοντας τη σχεδιασμένη διεύθυνση και ενότητα στη δράση για την κινητοποίηση όλων των πόρων της εθνικής οικονομίας για τις ανάγκες του Μεγάλου Πατριωτικού Πολέμου.

Μια σύγκριση της πολεμικής οικονομίας της προεπαναστατικής Ρωσίας της περιόδου 1914-’17 και της πολεμικής οικονομίας της ΕΣΣΔ την περίοδο 1941-1945 αποκαλύπτει την τεράστια υπεροχή της δεύτερης, που κατέστησε το σοβιετικό κράτος ικανό να προμηθεύει τις δυνάμεις του στο μέτωπο με εξοπλισμό και τροφή, παρά την προσωρινή απώλεια ενός πλήθους βιομηχανικών και αγροτικών περιοχών.

 

ΘΕΜΕΛΙΟ ΤΗΣ ΣΟΒΙΕΤΙΚΗΣ ΠΟΛΕΜΙΚΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ Η ΣΟΣΙΑΛΙΣΤΙΚΗ ΙΔΙΟΚΤΗΣΙΑ ΣΤΑ ΜΕΣΑ ΠΑΡΑΓΩΓΗΣ

Η πολεμική οικονομία της ΕΣΣΔ θεμελιώθηκε πάνω στη σοσιαλιστική ιδιοκτησία στα μέσα παραγωγής. Η συγκέντρωση των βασικών μέσων παραγωγής στα χέρια του σοβιετικού κράτους κατέστησε εφικτή τη γρήγορη στροφή της οικονομίας προς τον πόλεμο. Στην προεπαναστατική Ρωσία, από την άλλη, η ιδιωτική ιδιοκτησία στα μέσα παραγωγής, το χαμηλό επίπεδο ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων και η εξάρτηση από το ξένο κεφάλαιο προκάλεσε ανυπέρβλητες δυσκολίες στη διεξαγωγή του πολέμου την περίοδο 1914-1917.

Η σοσιαλιστική επανάσταση απελευθέρωσε τη χώρα από την εξάρτηση από το ξένο κεφάλαιο και μετασχημάτισε δραστικά την ταξική σύνθεση του πληθυσμού στην ΕΣΣΔ. Ενώ το 1913, πριν την επανάσταση, οι εργάτες στην πόλη και την ύπαιθρο, μαζί με τους άλλους εργατοϋπαλλήλους, αποτελούσαν λιγότερο από το 17% του πληθυσμού της Ρωσίας, το 1939 έφταναν το 48%, με άλλα λόγια σχεδόν το μισό του συνολικού πληθυσμού της ΕΣΣΔ. Αποτελεί κοινή γνώση ότι πριν τη σοσιαλιστική επανάσταση του 1917 δεν υπήρχαν στη Ρωσία γεωργοί σε κολεκτίβες ή βιοτέχνες και τεχνίτες ενωμένοι σε συνεταιρισμούς. Στην ΕΣΣΔ του 1939 αυτοί αποτελούσαν το 46% του συνόλου των κατοίκων, δηλαδή το μεγαλύτερο μέρος του άλλου μισού του πληθυσμού της χώρας. Μεμονωμένοι αγρότες, τεχνίτες και βιοτέχνες εκτός συνεταιρισμών ήταν το 65% του πληθυσμού το 1913, ενώ στην ΕΣΣΔ του 1939 ήταν λιγότεροι από το 2,6%.

Οι γαιοκτήμονες, οι μεγάλοι και μικροί αστοί των πόλεων, οι έμποροι και οι κουλάκοι ήταν το 16% του συνολικού πληθυσμού της Ρωσίας το 1913. Στην ΕΣΣΔ, οι εκμεταλλεύτριες τάξεις –οι γαιοκτήμονες, οι αστοί των πόλεων, οι κουλάκοι– είχαν καταργηθεί πολύ πριν την έναρξη του Πατριωτικού Πολέμου. Αυτή η αλλαγή στην ταξική σύνθεση του πληθυσμού της ΕΣΣΔ σε σύγκριση με την προεπαναστατική Ρωσία διασφάλιζε την ηθική και πολιτική ενότητα των λαών της ΕΣΣΔ, τη σταθερή συμμαχία της εργατικής τάξης με την αγροτιά και την ακατάλυτη φιλία όλων των λαών που συγκροτούν τη μεγάλη Σοβιετική Ένωση.

Από τα 139 εκατομμύρια του πληθυσμού της Ρωσίας το 1913, τα 25 εκατομμύρια ζούσαν στις πόλεις και τα 114 στην ύπαιθρο. Η Ρωσία ήταν κυρίως μια χώρα με αγροτική οικονομία και με χαμηλή ανάπτυξη της βιομηχανίας. Στην πορεία των χρόνων της σοσιαλιστικής οικοδόμησης στην ΕΣΣΔ, τόσο οι πόλεις όσο και η ύπαιθρος αναπτύχθηκαν σε σημείο που έγιναν αγνώριστες. Σε πρακτικά παρθένα εδάφη, το σοβιετικό κράτος έχτισε 364 νέες πόλεις ως κέντρα της σοσιαλιστικής βιομηχανίας. Το 1940, στην επικράτεια της ΕΣΣΔ κατοικούσαν 193 εκατομμύρια άνθρωποι, με τον πληθυσμό των πόλεων να είναι 2,4 φορές περισσότερος σε σχέση με το 1913.

Το επίπεδο της βιομηχανικής παραγωγής των σοσιαλιστικών επιχειρήσεων της ΕΣΣΔ, τόσο πριν, όσο και κατά τη διάρκεια του πολέμου, ξεπέρασε εντυπωσιακά αυτό των προεπαναστατικών ιδιωτικών καπιταλιστικών επιχειρήσεων. Η αξία της ακαθάριστης παραγωγής της μεγάλης κλίμακας βιομηχανίας το 1913 ανερχόταν σε 11 δισεκατομμύρια ρούβλια. Το 1940, η αξία της παραγωγής της μεγάλης κλίμακας βιομηχανίας στην ΕΣΣΔ έφτανε τα 129,5 δισεκατομμύρια ρούβλια. Το 1943, η αξία της βιομηχανικής παραγωγής μόνο των ανατολικών περιοχών της ΕΣΣΔ ήταν 83 δισεκατομμύρια ρούβλια (σε συγκρίσιμες τιμές), δηλαδή 7,5 φορές πάνω από τη συνολική βιομηχανική παραγωγή στην προεπαναστατική Ρωσία.

Η ακαθάριστη παραγωγή της μεγάλης κλίμακας βιομηχανίας στην ΕΣΣΔ το 1940 ξεπερνούσε κατά 11,7 φορές τη βιομηχανική παραγωγή του 1913, ενώ η παραγωγή των μεγάλης κλίμακας βιομηχανιών μηχανολογικού εξοπλισμού και μεταλλουργίας ήταν 41 φορές μεγαλύτερη. Η παραγωγή μεταλλικών ελασμάτων υψηλής ποιότητας –η βάση της βιομηχανίας κατασκευής πολεμικών μηχανών– το 1940 ήταν κατά 80 φορές μεγαλύτερη από αυτήν του 1913. Η προεπανασταστική Ρωσία δεν παρήγαγε αυτοκίνητα, τρακτέρ, αλουμίνιο, μαγνήσιο, καουτσούκ.

Αντίθετα από τη βιομηχανία της προεπαναστατικής Ρωσίας, η σοσιαλιστική βιομηχανία της ΕΣΣΔ, χωρίς εξαρτήσεις από τις καπιταλιστικές χώρες, αποδείχτηκε κατά τη διάρκεια του Πατριωτικού Πολέμου ικανή να ανταποκριθεί στις πολεμικές ανάγκες της εγχώριας παραγωγής, παρά την προσωρινή απώλεια σημαντικών εκτάσεων. Το 1943, μόνο οι πιο ανατολικές περιοχές της ΕΣΣΔ, σε σύγκριση με ολόκληρη την έκταση της Ρωσίας το 1915, έδωσαν 2,3 φορές περισσότερο γαιάνθρακα, διπλάσιο ατσάλι, 1,7 φορές περισσότερα μεταλλικά ελάσματα και χάλυβα, 4,1 φορές περισσότερο χαλκό, 59 φορές περισσότερο μόλυβδο και 18,8 φορές περισσότερο ψευδάργυρο. Η παραγωγή πετρελαίου στην ΕΣΣΔ πριν τον πόλεμο ήταν 3,5 φορές μεγαλύτερη σε σχέση με την προεπαναστατική Ρωσία.

Η θεμελιακά διαφορετική ταξική διάρθρωση της κοινωνίας στην ΕΣΣΔ εξασφάλισε μια ουσιώδη αύξηση στην αγροτική παραγωγή, με το μεγαλύτερο μέρος του εμπορεύσιμου πλεονάσματος να συγκεντρώνεται στα χέρια του κράτους των εργατών και των αγροτών. Η μέγιστη συγκομιδή σιτηρών στην προεπαναστατική Ρωσία, τις παραμονές του Α΄ Παγκόσμιου Πολέμου έφτανε τα 80,3 εκατ. τόνους περίπου. Στη Σοβιετική Ένωση, τις παραμονές του Πατριωτικού Πολέμου, η ακαθάριστη συγκομιδή σιτηρών έφτασε τα 120 εκατ. τόνους. Το εμπορεύσιμο πλεόνασμα σιτηρών της ΕΣΣΔ τις παραμονές του Πατριωτικού Πολέμου ήταν σχεδόν διπλάσιο από αυτό της Ρωσίας τις παραμονές του Α΄ Παγκόσμιου Πολέμου.

Στην προεπαναστατική Ρωσία, το 22% του συνολικού εμπορεύσιμου πλεονάσματος σιτηρών ανήκε στους γαιοκτήμονες, το 50% στους κουλάκους και μόνο το 28% στο μεγαλύτερο μέρος της αγροτιάς, τους μεσαίους και φτωχούς αγρότες. Στην ΕΣΣΔ, τις παραμονές του πρόσφατου πολέμου, περίπου το 10% των εμπορεύσιμων σιτηρών παράγονταν από κρατικά αγροκτήματα και περίπου το 90% από κολεκτιβίστικα. Με άλλα λόγια, πρακτικά το σύνολο των εμπορεύσιμων σιτηρών της ΕΣΣΔ ήταν στα χέρια της κοινωνικής παραγωγής.

Από τα 367 εκατομμύρια εκτάρια αγροτικής γης στην τσαρική Ρωσία, πάνω από 80 εκατομμύρια ανήκαν σε κουλάκους και 152,5 εκατομμύρια σε μεγάλους γαιοκτήμονες. Στην ΕΣΣΔ, από το σύνολο των 422 εκατομμυρίων εκταρίων αγροτικής γης πριν τον πόλεμο, τα 371 εκατομμύρια ήταν στη διάθεση κολεκτιβοποιημένων αγροτών και αγροτών που εργάζονταν μόνοι τους και 51 εκατομμύρια στα κρατικά αγροκτήματα. Επομένως, δεν πρόκειται για θαύμα το γεγονός ότι τα εκατομμύρια του σοβιετικού λαού μάχονταν τόσο ηρωικά στον ιερό πόλεμο για τα εδάφη της πατρίδας τους, τις πόλεις και τα χωριά τους.

 

Η ΕΠΙΔΡΑΣΗ ΤΗΣ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ ΚΑΙ ΕΜΒΑΘΥΝΣΗΣ ΤΩΝ ΚΟΜΜΟΥΝΙΣΤΙΚΩΝ ΣΧΕΣΕΩΝ

Μια σύγκριση μεταξύ της πολεμικής οικονομίας της ΕΣΣΔ την περίοδο 1941-1945 και της πολεμικής οικονομίας της Σοβιετικής Ρωσίας την περίοδο 1918-1921 δείχνει πόσο μεγάλη ήταν η πρόοδος που έκανε η σοβιετική εθνική οικονομία κατά τη διάρκεια των χρόνων μετά τη σοσιαλιστική επανάσταση. Οι παραγωγικές δυνάμεις αυξήθηκαν, οι σχέσεις παραγωγής και οι τάξεις άλλαξαν, ενώ πλήθυναν οι γραμμές της σοσιαλιστικής διανόησης.

Στις αρχές του 1918, ο συνολικός πληθυσμός στην επικράτεια της ΕΣΣΔ, συμπεριλαμβανομένων και των περιοχών που κατείχαν προσωρινά οι δυνάμεις της επέμβασης και οι λευκοφρουροί, ήταν 142,36 εκατομμύρια. Το Νοέμβρη του ίδιου χρόνου, όμως, όταν οι εκτάσεις στα χέρια των δυνάμεων της επέμβασης και των λευκοφρουρών ήταν μεγαλύτερες από κάθε άλλη περίοδο κατά της διάρκεια του εμφύλιου πολέμου, ο πληθυσμός της Σοβιετικής Ρωσίας έφτανε μόλις τα 60 εκατομμύρια. Το 1942, όταν η γερμανική κατοχή σοβιετικών εδαφών κατά τη διάρκεια του Πατριωτικού Πολέμου έφτασε το μέγιστό της, ο πληθυσμός της ΕΣΣΔ δεν έπεσε κάτω από 130 εκατομμύρια, που σημαίνει ότι ήταν παραπάνω από το διπλάσιο του πληθυσμού το 1918.

Το επίπεδο της βιομηχανικής παραγωγής την περίοδο της πολεμικής οικονομίας 1918-1921 στη Σοβιετική Ρωσία δεν αντέχει σε σύγκριση με αυτό της πολεμικής οικονομίας στην ΕΣΣΔ το 1941-1945. Η ακαθάριστη παραγωγή όλων των βιομηχανιών στην ΕΣΣΔ το 1940 ήταν 38 φορές μεγαλύτερη από το επίπεδο που είχε φτάσει η Σοβιετική Ρωσία το 1920, ενώ η παραγωγή των βιομηχανιών μηχανολογικού εξοπλισμού και μετάλλου ήταν έως και 512 φορές μεγαλύτερη.

Το 1943, κατά τη διάρκεια του Πατριωτικού Πολέμου, η ακαθάριστη παραγωγή της βιομηχανίας στις ανατολικές περιοχές της Σοβιετικής Ένωσης ήταν 20 φορές μεγαλύτερη από αυτήν ολόκληρης της Σοβιετικής Ρωσίας το 1920. Η παραγωγή γαιάνθρακα στις ανατολικές περιοχές το 1943 ήταν 60 φορές μεγαλύτερη από την παραγωγή σε ολόκληρη τη Σοβιετική Ρωσία το 1919 και 65 φορές η παραγωγή χυτοσίδηρου.

Το 1942, όταν είχαν λεηλατηθεί από τον εχθρό περισσότερα σοβιετικά εδάφη από οποιαδήποτε άλλη περίοδο στον πόλεμο και συνεπώς η καλλιεργημένη έκταση μειώθηκε στο ελάχιστο, η ακαθάριστη συγκομιδή σιτηρών της χώρας ήταν πολλές φορές μεγαλύτερη σε σχέση με αυτή σε ολόκληρη τη Σοβιετική Ρωσία το 1919. Πρέπει, επίσης, να υπενθυμίσουμε ότι τις παραμονές του Πατριωτικού Πολέμου η ΕΣΣΔ είχε σημαντικά κρατικά αποθέματα σιτηρών και άλλων τροφίμων, κάτι που, βεβαίως, δεν ίσχυε το 1918.

Το ποσοστό της σοσιαλιστικής παραγωγής στην ακαθάριστη βιομηχανική παραγωγή στην ΕΣΣΔ αυξήθηκε από 76% το 1923 σε 100% τις παραμονές του Πατριωτικού Πολέμου. Το μερίδιο της σοσιαλιστικής παραγωγής στην ακαθάριστη αγροτική παραγωγή αυξήθηκε την ίδια περίοδο από 4% σε 99,7%, ενώ τα σοσιαλιστικά εμπορικά ιδρύματα αύξησαν το μερίδιό τους στο συνολικό λιανικό εμπόριο από 43% σε 100%. Όλα αυτά σηματοδότησαν την πλήρη νίκη του σοσιαλισμού στην πόλη και την ύπαιθρο και δημιούργησαν τα προαπαιτούμενα για την περαιτέρω ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων της Σοβιετικής Ένωσης.

Ο αριθμός των ειδικευμένων εργατών –το θεμέλιο της βιομηχανικής ανάπτυξης της χώρας– αυξήθηκε ομοίως. Ενώ ο συνολικός πληθυσμός αυξήθηκε κατά 16% μεταξύ 1926 και 1939, ο αριθμός των ειδικευμένων εργατών αυξήθηκε πολλαπλάσια: Οι γεωτρυπανιστές για εξόρυξη πετρελαίου κατά 5,7 φορές, οι φρεζαδόροι κατά 13 φορές, οι τορναδόροι κατά 14 φορές, οι τεχνίτες εργαλειομηχανών κατά 12,3 φορές, οι χειριστές πρέσας κατά 9,5 φορές, οι μηχανικοί ατμομηχανών κατά 3,3 φορές, οι μηχανικοί πλοίων κατά 3,2 φορές, οι οδηγοί αυτοκινήτων και φορτηγών κατά 40 φορές και οι οδηγοί τρακτέρ κατά 215 φορές.

Αντίστοιχη αύξηση καταγράφεται και στις τάξεις της διανόησης της ΕΣΣΔ, που μετρούσε 11,8 εκατομμύρια το 1939, εξαιρουμένων των ειδικευμένων εργατών με δευτεροβάθμια εκπαίδευση. Ο αριθμός των διπλωματούχων μηχανικών μεταξύ 1926 και 1939 αυξήθηκε κατά 7,7 φορές, των αγρονόμων κατά 5 φορές, άλλων ειδικών του αγροτικού τομέα κατά 8,8 φορές, των εργατών σε επιστημονικά ιδρύματα κατά 7 φορές, των εκπαιδευτικών κατά 3,5 φορές, άλλων εργατών στους τομείς της εκπαίδευσης και του πολιτισμού κατά 8,4 φορές και των γιατρών κατά 2,3 φορές. Το υψηλότερο πολιτισμικό επίπεδο του πληθυσμού της ΕΣΣΔ και η αύξηση του ειδικευμένου προσωπικού στις πόλεις και στην ύπαιθρο άλλαξε τη σύνθεση του σοβιετικού στρατού και διασφάλισε τις ιστορικές του νίκες στον Πατριωτικό Πόλεμο.

 

ΚΡΙΣΙΜΟ ΖΗΤΗΜΑ Η ΔΙΕΥΡΥΜΕΝΗ ΣΟΣΙΑΛΙΣΤΙΚΗ ΑΝΑΠΑΡΑΓΩΓΗ

Για το χαρακτηρισμό της πολεμικής οικονομίας της Σοβιετικής Ένωσης την περίοδο του Πατριωτικού Πολέμου είναι επίσης ουσιώδες να συγκρίνουμε τις περιόδους της ειρηνικής και της πολεμικής οικονομίας στην ΕΣΣΔ. Η περίοδος της ειρηνικής οικονομίας στην ΕΣΣΔ σημαδεύτηκε από τη γενική διευρυμένη σοσιαλιστική αναπαραγωγή του κοινωνικού πλούτου σε όλα τα μέρη της χώρας. Η διευρυμένη σοσιαλιστική αναπαραγωγή συνεχίστηκε και την περίοδο του πολέμου, παρότι περιορίστηκε σε κάποιες μόνο από τις οικονομικές περιοχές της χώρας. Η διαδικασία συνεχίστηκε με ραγδαίο ρυθμό στις ανατολικές περιοχές. Αυτή η διευρυμένη σοσιαλιστική αναπαραγωγή κατά τη διάρκεια του πολέμου κατέστησε εφικτό, πρώτα και κύρια, να καλυφθούν οι απώλειες του κοινωνικού πλούτου που επέφερε η προσωρινή κατοχή ενός αριθμού περιοχών και οι καταστροφές που προκάλεσαν οι Γερμανοί βάρβαροι σε αυτά τα μέρη.

Μια ιδιαιτερότητα της διευρυμένης αναπαραγωγής κατά την περίοδο της στρατιωτικής οικονομίας της ΕΣΣΔ είναι η αλλαγή στην αναλογία και το μέγεθος της συσσώρευσης και της προσωπικής κατανάλωσης υπέρ της ειδικής στρατιωτικής κατανάλωσης. Ταυτόχρονα, ένα σημαντικό μερίδιο του κοινωνικού προϊόντος πηγαίνει στην παραγωγή στρατιωτικού εξοπλισμού, ο οποίος δεν αναπαράγει άμεσα τα πάγια περιουσιακά στοιχεία της χώρας. Ωστόσο, η ειδική στρατιωτική κατανάλωση, χωρίς την οποία η υπεράσπιση της πατρίδας είναι αδύνατη, αποτελεί όρο και προϋπόθεση για την ίδια την ύπαρξη και ανάπτυξη της διευρυμένης σοσιαλιστικής αναπαραγωγής.

Την περίοδο της πολεμικής οικονομίας, η αναλογία μεταξύ συσσώρευσης και κατανάλωσης άλλαξε και για κάποιο χρονικό διάστημα, στο πρώτο στάδιο της περιόδου, μειώθηκαν και τα απόλυτα μεγέθη τους. Σε σύγκριση με το 1940, τη χρονιά πριν την έναρξη του πολέμου, το 1942 καταγράφεται μια μείωση του συνολικού κοινωνικού προϊόντος της ΕΣΣΔ ως αποτέλεσμα της γερμανικής κατοχής σε ένα πλήθος βιομηχανικών περιοχών. Αντίστοιχα μειώθηκαν και τα απόλυτα μεγέθη της παραγωγικής κατανάλωσης, παρότι η μεταξύ τους σχετική αναλογία παρέμεινε αμετάβλητη. Επίσης, μειώθηκαν κάπως οι προμήθειες για την ατομική κατανάλωση του πληθυσμού. Οι αναλογίες και τα μεγέθη της συσσώρευσης μειώθηκαν, όμως η συσσώρευση συνεχίστηκε σε όλη την περίοδο της πολεμικής οικονομίας.

Το 1943 ήταν η χρονιά της αποφασιστικής στροφής στην ανάπτυξη της πολεμικής οικονομίας της Σοβιετικής Ένωσης. Σημαδεύτηκε από τις τεράστιες νίκες του σοβιετικού στρατού, τη σταθεροποίηση και περαιτέρω ανάπτυξη της πολεμικής οικονομίας, με τα ειδικά γνωρίσματα της διευρυμένης αναπαραγωγής να εκφράζονται με ένταση. Η κοινωνική παραγωγή συνολικά αυξήθηκε σημαντικά το 1942. Αύξηση καταγράφηκε στην παραγωγική κατανάλωση, στο εθνικό εισόδημα, στην ατομική κατανάλωση του εργαζόμενου λαού, τη συσσώρευση, το σταθερό και το κυκλοφορούν κεφάλαιο της εθνικής οικονομίας.

Το 1944 εκκαθαρίστηκε πλήρως η σοβιετική επικράτεια από τα χιτλερικά αποβράσματα. Κατά τη διάρκεια αυτής της χρονιάς οι διαδικασίες της διευρυμένης αναπαραγωγής συνέχισαν να δίνουν τον τόνο στη χώρα. Η αύξηση των πολεμικών εξόδων το 1943 και το 1944 συνοδεύτηκε από απόλυτη αύξηση τόσο της παραγωγικής, όσο και της ατομικής κατανάλωσης και της συσσώρευσης, και όχι από τη μείωσή τους, όπως συνέβη το 1942. Βλέπουμε εδώ τα ιδιαίτερα γνωρίσματα της διευρυμένης αναπαραγωγής στα διάφορα στάδια της περιόδου της πολεμικής οικονομίας.

 

ΟΙ ΘΕΜΕΛΙΩΔΕΙΣ ΔΙΑΦΟΡΕΣ ΜΕΤΑΞΥ ΣΟΣΙΑΛΙΣΤΙΚΗΣ ΚΑΙ ΚΑΠΙΤΑΛΙΣΤΙΚΗΣ ΠΟΛΕΜΙΚΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ

Η πολεμική οικονομία της Σοβιετικής Ένωσης διαφέρει θεμελιωδώς, επί της αρχής, από την πολεμική οικονομία των καπιταλιστικών κρατών, καθώς οι νόμοι της σοσιαλιστικής αναπαραγωγής διαφέρουν από τους νόμους της καπιταλιστικής αναπαραγωγής. Η διαφορά αυτή φαίνεται, για παράδειγμα, αν συγκρίνουμε τα βάθρα της πολεμικής οικονομίας της Σοβιετικής Ένωσης με αυτά της πολεμικής οικονομίας των ΗΠΑ.

 

1. Η πολεμική οικονομία της Σοβιετικής Ένωσης είναι σοσιαλιστική οικονομία που βασίζεται στην κοινωνική ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής. Στις ΗΠΑ, η πολεμική οικονομία είναι καπιταλιστική οικονομία, κι ακόμα περισσότερο καπιταλιστική οικονομία σε εκείνο το στάδιο ανάπτυξης που κυριαρχούν τα καπιταλιστικά μονοπώλια και το χρηματιστικό κεφάλαιο. Κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου, η κυριαρχία των καπιταλιστικών μονοπωλίων στις ΗΠΑ ενισχύθηκε ακόμα περισσότερο, στη βάση της περαιτέρω συγκέντρωσης και συγκεντροποίησης του κεφαλαίου. Μόνο οι βλάκες μπορούν να ξεγελαστούν από αυτά που λένε αφελείς άνθρωποι και, ακόμα συχνότερα, συνειδητοί ψεύτες για τη «λαϊκή» φύση του αμερικανικού καπιταλισμού. Αρκεί να πούμε ότι το 75% όλων των παραγγελιών πολεμικού υλικού στις ΗΠΑ το 1944 πήγαν σε 100 γιγάντια καπιταλιστικά μονοπώλια, ενώ το 49% αυτών σε 30 καπιταλιστικά υπερ-μονοπώλια. Αυτοί ήταν οι κυρίαρχοι στην πολεμική οικονομία των ΗΠΑ.

 

2. Η κινητήρια δύναμη της πολεμικής οικονομίας της Σοβιετικής Ένωσης ήταν το σοσιαλιστικό κράτος, με την υποστήριξη της ηθικής και πολιτικής ενότητας και του πατριωτισμού των λαών της Σοβιετικής Ένωσης. Στις ΗΠΑ, η κινητήρια δύναμη ήταν τα καπιταλιστικά μονοπώλια, για τα οποία ο πόλεμος είναι μια εξαιρετικά επικερδής συνθήκη και εργαλείο για να κατακτήσουν τις παγκόσμιες αγορές. Τα κέρδη των καπιταλιστικών μονοπωλίων στις ΗΠΑ αυξήθηκαν από 6,4 δισεκατομμύρια δολάρια το 1939 σε 24,5 δισεκατομμύρια δολάρια το 1943, ενώ αθροίζονται σε 87 δισεκατομμύρια δολάρια την τετραετία του πολέμου. Η επιχειρηματολογία που επιστρατεύουν κάποιοι θεωρητικοί που ισχυρίζονται ότι είναι μαρξιστές σχετικά με τον «αποφασιστικό ρόλο του κράτους στην πολεμική οικονομία των καπιταλιστικών κρατών» είναι μια σκέτη ανοησία στην οποία δεν αξίζει να δίνεται σημασία. Αυτοί οι δήθεν «μαρξιστές» φαντασιώνονται αφελώς ότι η αξιοποίηση του αμερικανικού κρατικού μηχανισμού από τα αρπακτικά μονοπώλια που θέλουν να αποσπάσουν υπερκέρδη καταμαρτυρεί τον αποφασιστικό ρόλο του κράτους στην οικονομική ζωή. Χαρακτηριστικό του αμερικανικού αστικού κράτους είναι η συνένωση της κρατικής μηχανής, πρώτα και κύρια στις κορυφές της, με τα αφεντικά και τα μεγαλοστελέχη των καπιταλιστικών μονοπωλίων και του χρηματιστικού κεφαλαίου. Η ισχύς των καπιταλιστικών μονοπωλίων στις ΗΠΑ συνίσταται, συμπτωματικά, στο ότι έχουν θέσει το κράτος στην υπηρεσία τους. Εξίσου αφελές είναι και το ότι το κράτος σχεδιάζει την πολεμική οικονομία των ΗΠΑ. Το γεγονός ότι τα καπιταλιστικά μονοπώλια σε αυτήν τη χώρα παίρνουν επικερδείς παραγγελίες από το κράτος δε σηματοδοτεί σε καμία περίπτωση το σχεδιασμό της εθνικής οικονομίας. Ακόμα και οι πιο ασθενικές προσπάθειες να «σχεδιαστεί» η οικονομική δραστηριότητα στις ΗΠΑ αποτυγχάνουν αμέσως μόλις ξεπερνούν το όριο της συμβολής στην κερδοφορία των μονοπωλίων.

 

3. Η ΕΣΣΔ υπέφερε από τεράστιες απώλειες κατά τη διάρκεια της περιόδου της πολεμικής οικονομίας λόγω των εξόδων του πολέμου και της προσωρινής γερμανικής κατοχής κάποιων σοβιετικών περιοχών. Αντίθετα, οι καπιταλιστικές ΗΠΑ κέρδισαν από τον πόλεμο, καθώς διέφυγαν από την οικονομική κρίση που διαφαινόταν προπολεμικά ότι έρχεται, και εξασφάλισαν για τα καπιταλιστικά μονοπώλια πρωτοφανή κέρδη και νέες διεθνείς αγορές. Τώρα, όμως, το υψηλό επίπεδο καπιταλιστικής συσσώρευσης, η παραγωγικότητα της εργασίας και η αποτελεσματικότητα της παραγωγής που πέτυχαν οι ΗΠΑ κατά τη διάρκεια του πολέμου επιδεινώνει τις εγγενείς αντιθέσεις του καπιταλισμού και στρώνει το έδαφος για νέα καταστροφική οικονομική κρίση και χρόνια ανεργία. Η ανισομετρία της ανάπτυξης των καπιταλιστικών χωρών, που εντάθηκε κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου, διαμορφώνει νέες αντιφάσεις και αντιπαραθέσεις και επιτείνει τη γενική κρίση του καπιταλισμού. Όλα αυτά δείχνουν ότι τα θεμέλια της πολεμικής οικονομίας της ΕΣΣΔ και των ΗΠΑ ήταν τόσο διαμετρικά αντίθετα ως προς το χαρακτήρα τους, όσο αντίθετο είναι το σοσιαλιστικό από το καπιταλιστικό σύστημα.

Επομένως, το οικονομικό θεμέλιο της πολεμικής οικονομίας της ΕΣΣΔ ήταν η σοσιαλιστική ιδιοκτησία στα μέσα παραγωγής, που εξασφάλιζε ότι όλες οι υλικές δυνάμεις της εθνικής οικονομίας της Σοβιετικής Ένωσης συγκεντρώνονταν για τη νικηφόρο διεξαγωγή του Πατριωτικού Πολέμου. Η μετατροπή της εθνικής οικονομίας σύμφωνα με τις απαιτήσεις του επικείμενου πολέμου, η μεταφορά παραγωγικών δυνάμεων και η αποκατάστασή τους στις ανατολικές περιοχές διαμόρφωσαν το έδαφος για τη γενική πρόοδο της πολεμικής οικονομίας της ΕΣΣΔ.

 


ΣημειώσειςΣημειώσεις

* Ο Νικολάι Αλεξέεβιτς Βοζνεσένσκι (1903-1950) ήταν επικεφαλής της GOSPLAN την περίοδο 1941-1945. Το κείμενο που δημοσιεύουμε είναι κεφάλαιο από το βιβλίο του Η πολεμική οικονομία της ΕΣΣΔ την περίοδο του Πατριωτικού Πολέμου (Военная экономика СССР в период Отечественной войны), που εκδόθηκε το 1948 στη Μόσχα, από τις εκδόσεις OGIZ. Οι μεσότιτλοι έχουν προστεθεί από την ΚΟΜΕΠ.