Οι βασικές διαφωνίες σε θέματα τακτικής στο σημερινό εργατικό κίνημα της Ευρώπης και της Αμερικής ανάγονται στον αγώνα ενάντια σε δυο μεγάλα ρεύματα που απομακρύνονται από το μαρξισμό, ο όποιος έχει γίνει στην πράξη η κυρίαρχη θεωρία στο κίνημα αυτό. Τα δυο αυτά ρεύματα είναι ο αναθεωρητισμός (οπορτουνισμός, ρεφορμισμός) και ο αναρχισμός (αναρχοσυνδικαλισμός, αναρχοσοσιαλισμός). Και οι δυο αυτές αποκλίσεις από τη μαρξιστική θεωρία και τη μαρξιστική τακτική (που κυριαρχούν στο εργατικό κίνημα) εκδηλώνονται στα πενήντα και πάνω χρόνια της ιστορίας του μαζικού εργατικού κινήματος με διάφορες μορφές και διάφορες αποχρώσεις σε όλες τις πολιτισμένες χώρες.
Και μόνο το γεγονός αυτό δείχνει πως δεν πρέπει να αποδίδουμε τις αποκλίσεις αυτές ούτε στο τυχαίο, ούτε στα λάθη ορισμένων προσώπων ή ομάδων, ούτε ακόμη και στην επίδραση των εθνικών ιδιομορφιών ή παραδόσεων κτλ. Δεν μπορεί παρά να υπάρχουν βασικές αιτίες που βρίσκονται στο οικονομικό καθεστώς και στο χαρακτήρα ανάπτυξης όλων των καπιταλιστικών χωρών και που γεννούν συνεχώς τις αποκλίσεις αυτές.
Το μικρό βιβλιαράκι του ολλανδού μαρξιστή Αντόν Πάννεκουκ: «Οι διαφωνίες σε θέματα τακτικής στο εργατικό κίνημα» (Anton Pannekoek. «Die taktischen Differenzen in der Arbeiterbewegung». Hamburg, Erdmann Dubber, 1909) που εκδόθηκε πέρσι, αποτελεί μια ενδιαφέρουσα προσπάθεια να μελετηθούν επιστημονικά τα αίτια αυτά. Παρακάτω θα εκθέσουμε στον αναγνώστη τα συμπεράσματα του Πάννεκουκ, που δεν μπορεί να μην τα παραδεχτεί κανείς σαν απόλυτα σωστά.
Μια από τις πιο βαθιές αιτίες που γεννούν περιοδικές διαφωνίες πάνω στην τακτική είναι το ίδιο το γεγονός της ανάπτυξης του εργατικού κινήματος. Αν δεν μετράει κανείς το κίνημα αυτό με το μέτρο κάποιου φανταστικού ιδανικού, αλλά το εξετάζει σαν πρακτικό κίνημα κοινών ανθρώπων, τότε θα φανεί καθαρά πως η στρατολογία νέων και νέων «νεοσυλλέκτων», το τράβηγμα νέων στρωμάτων των εργαζομένων μαζών δεν μπορεί παρά να συνοδεύεται αναπόφευκτα με ταλαντεύσεις στον τομέα της θεωρίας και της τακτικής, με την επανάληψη παλιών λαθών, με την προσωρινή επιστροφή σε παλιές αντιλήψεις και παλιές μεθόδους κτλ. Για την «εκπαίδευση» των νεοσυλλέκτων το εργατικό κίνημα κάθε χώρας ξοδεύει κατά περιόδους περισσότερα ή λιγότερα αποθέματα δραστηριότητας, προσοχής, χρόνου.
Παρακάτω. Η ταχύτητα ανάπτυξης του καπιταλισμού δεν είναι η ίδια στις διάφορες χώρες και στους διάφορους τομείς της εθνικής οικονομίας. Ο μαρξισμός αφομοιώνεται από την εργατική τάξη και από τους θεωρητικούς της πιο εύκολα, πιο γρήγορα, πιο ολοκληρωμένα και πιο σταθερά, σε συνθήκες πολύ μεγάλης ανάπτυξης της μεγάλης βιομηχανίας. Οι οικονομικές σχέσεις που είτε είναι καθυστερημένες, είτε καθυστερούν στην ανάπτυξή τους, προκαλούν συνεχώς την εμφάνιση τέτιων οπαδών του εργατικού κινήματος, που αφομοιώνουν μόνο μερικές πλευρές του μαρξισμού, μόνο ορισμένες πλευρές της νέας κοσμοαντίληψης ή ορισμένα συνθήματα και διεκδικήσεις, χωρίς να είναι σε θέση να ξεκόψουν αποφασιστικά από όλες τις παραδόσεις της αστικής κοσμοαντίληψης γενικά, της αστικοδημοκρατικής κοσμοαντίληψης ειδικά.
Ύστερα, μόνιμη πηγή των διαφωνιών είναι ο διαλεκτικός χαρακτήρας της κοινωνικής εξέλιξης, που προχωρεί ανάμεσα από αντιθέσεις και μέσω των αντιθέσεων. Ο καπιταλισμός είναι προοδευτικός, επειδή καταστρέφει τους παλιούς τρόπους παραγωγής και αναπτύσσει τις παραγωγικές δυνάμεις, μα ταυτόχρονα, σε ορισμένο βαθμό της εξέλιξης, φρενάρει την ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων. Αναπτύσσει, οργανώνει, βάζει σε πειθαρχία τους εργάτες, και ταυτόχρονα πνίγει, καταπιέζει, οδηγεί στον εκφυλισμό, στην εξαθλίωση κτλ. τον πληθυσμό. Ο καπιταλισμός μόνος του δημιουργεί το νεκροθάφτη του, μόνος του δημιουργεί τα στοιχεία του νέου συστήματος, ενώ ταυτόχρονα τα μεμονωμένα αυτά στοιχεία, χωρίς το «άλμα», δεν αλλάζουν τίποτε από τη γενική κατάσταση των πραγμάτων, δεν θίγουν την κυριαρχία του κεφαλαίου. Ο μαρξισμός, σαν θεωρία του διαλεκτικού υλισμού, ξέρει να βρίσκει τις αντιθέσεις αυτές της πραγματικής ζωής, της ζωντανής ιστορίας του καπιταλισμού και του εργατικού κινήματος. Είναι όμως αυτονόητο πως οι μάζες διδάσκονται από τη ζωή και όχι από τα βιβλία, και γι’ αυτό τα μεμονωμένα πρόσωπα ή ομάδες πάντα υπερβάλλουν, ανάγουν σε μονόπλευρη θεωρία, σε μονόπλευρο σύστημα τακτικής πότε το ένα και πότε το άλλο χαρακτηριστικό γνώρισμα της καπιταλιστικής ανάπτυξης, πότε το ένα και πότε το άλλο «δίδαγμα» της ανάπτυξης αυτής.
Οι αστοί θεωρητικοί, οι φιλελεύθεροι και οι δημοκράτες, επειδή δεν κατανοούν το μαρξισμό, επειδή δεν κατανοούν το σημερινό εργατικό κίνημα, μεταπηδούν διαρκώς από τη μια ανίσχυρη ακρότητα στην άλλη. Πότε εξηγούν όλο το ζήτημα με το ότι κακοί άνθρωποι «εξωθούν» τη μια τάξη ενάντια στην άλλη, πότε αυτοπαρηγορούνται με το ότι το εργατικό κόμμα είναι «ειρηνικό κόμμα μεταρυθμίσεων». Σαν άμεσο προϊόν αυτής της αστικής κοσμοαντίληψης και της επίδρασής της πρέπει να θεωρούμε και τον αναρχοσυνδικαλισμό και το ρεφορμισμό, που αρπάζονται από τη μια πλευρά του εργατικού κινήματος, ανάγουν τη μονομέρεια σε θεωρία, κηρύσσουν αλληλοαποκλειόμενες τις τάσεις ή τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα του κινήματος αυτού, που αποτελούν ειδική ιδιομορφία τούτης ή εκείνης της περιόδου, τούτων ή εκείνων των συνθηκών δράσης της εργατικής τάξης. Ενώ η πραγματική ζωή, η πραγματική ιστορία περιλαβαίνει μέσα της τις διαφορετικές αυτές τάσεις, όπως η ζωή και η ανάπτυξη στη φύση περιλαβαίνουν και την αργή εξέλιξη και τα γρήγορα άλματα, τις διακοπές του βαθμιαίου.
Οι αναθεωρητές θεωρούν λογοκοπία όλους τους συλλογισμούς σχετικά με τα «άλματα» και με την αντίθεση –από άποψη αρχών– του εργατικού κινήματος προς όλη την παλιά κοινωνία. Παίρνουν τις μεταρυθμίσεις για μερική πραγματοποίηση του σοσιαλισμού. Ο αναρχοσυνδικαλιστής αποκρούει την «ψιλοδουλιά», ιδιαίτερα τη χρησιμοποίηση του κοινοβουλευτικού βήματος. Στην πράξη η τελευταία αυτή τακτική καταλήγει στην αναμονή «μεγάλων ημερών», μια και δεν είναι σε θέση να συγκεντρώσει τις δυνάμεις που δημιουργούν τα μεγάλα γεγονότα. Και οι πρώτοι και οι δεύτεροι φρενάρουν το πιο βασικό, το πιο επείγον ζήτημα: τη συσπείρωση των εργατών σε οργανώσεις μεγάλες, ισχυρές, που να λειτουργούν καλά, και να είναι σε θέση να λειτουργούν καλά κάτω από οποιεσδήποτε συνθήκες, σε οργανώσεις διαποτισμένες από το πνεύμα της ταξικής πάλης, που να έχουν σαφή επίγνωση των σκοπών τους και να διαπαιδαγωγούνται με την πραγματική μαρξιστική κοσμοαντίληψη.
Στο σημείο αυτό ας μας επιτραπεί να κάνουμε μια μικρή παρέκβαση και να σημειώσουμε μέσα σε παρένθεση, για να αποφύγουμε ενδεχόμενες παρεξηγήσεις, πως ο Πάννεκουκ συνοδεύει την ανάλυσή του με παραστατικά παραδείγματα παρμένα αποκλειστικά από την ιστορία της Δυτικής Ευρώπης, ιδιαίτερα της Γερμανίας και της Γαλλίας, χωρίς να έχει διόλου υπόψη του τη Ρωσία. Αν κάπου φαίνεται πως υπονοεί τη Ρωσία, αυτό οφείλεται μόνο στο ότι οι βασικές τάσεις που γεννούν και τις ορισμένες αποκλίσεις από τη μαρξιστική τακτική παρουσιάζονται και σε μας, παρά τις τεράστιες πολιτιστικές, βιοτικές και ιστορικοοικονομικές διαφορές της Ρωσίας από τη Δύση.
Τέλος, εξαιρετικά σοβαρή αιτία που γεννάει τις διαφωνίες ανάμεσα σ’ αυτούς που παίρνουν μέρος στο εργατικό κίνημα, είναι οι αλλαγές στην τακτική που ακολουθούν οι ιθύνουσες τάξεις γενικά, η αστική τάξη ειδικά. Αν η τακτική της αστικής τάξης ήταν πάντα ομοιόμορφη ή έστω πάντα ομοιότυπη, η εργατική τάξη γρήγορα θα μάθαινε να απαντά με την ίδια ομοιόμορφη ή ομοιότυπη τακτική. Στην πράξη η αστική τάξη όλων των χωρών επεξεργάζεται αναπόφευκτα δυο συστήματα διοίκησης, δυο μεθόδους πάλης για να υπερασπίσει τα συμφέροντά της και την κυριαρχία της, και μάλιστα οι δυο αυτές μέθοδοι πότε αντικαθιστούν η μια την άλλη, πότε περιπλέκονται μεταξύ τους σε διάφορους συνδυασμούς. Πρώτο, είναι η μέθοδος της βίας, η μέθοδος της άρνησης κάθε παραχώρησης στο εργατικό κίνημα, η μέθοδος της υποστήριξης όλων των παλιών και ξεπερασμένων θεσμών, η μέθοδος της αδιάλλακτης άρνησης των μεταρυθμίσεων. Τέτια είναι η ουσία της συντηρητικής πολιτικής που στη Δυτική Ευρώπη όλο και περισσότερο παύει να είναι πολιτική των τάξεων των γαιοκτημόνων, και γίνεται όλο και περισσότερο μια από τις ποικιλομορφίες της γενικής πολιτικής της αστικής τάξης. Η δεύτερη μέθοδος είναι η μέθοδος του «φιλελευθερισμού», των βημάτων προς την πλευρά της ανάπτυξης των πολιτικών δικαιωμάτων, προς την πλευρά των μεταρυθμίσεων, των παραχωρήσεων κτλ.
Η αστική τάξη περνάει από τη μια μέθοδο στην άλλη όχι εξαιτίας των κακόβουλων προθέσεων ορισμένων προσώπων ή τυχαία, αλλά εξαιτίας της βαθιάς αντιφατικότητας της ίδιας της θέσης της. Μια ομαλή καπιταλιστική κοινωνία δεν μπορεί να αναπτύσσεται με επιτυχία, αν δεν έχει σταθεροποιημένο αντιπροσωπευτικό σύστημα, αν δεν υπάρχουν ορισμένα πολιτικά δικαιώματα για τον πληθυσμό, που δεν μπορεί παρά να τον διακρίνει κάποια σχετικά υψηλή απαιτητικότητα από «πολιτιστική» άποψη. Αυτή την απαιτητικότητα για ένα ορισμένο μίνιμουμ πολιτισμού, τη γεννάν οι συνθήκες του ίδιου του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής με την υψηλή τεχνική του, το πολυσύνθετο, την ευλυγισία, την ευκινησία του, την ταχύτητα ανάπτυξης του παγκόσμιου συναγωνισμού κτλ. Οι ταλαντεύσεις της τακτικής της αστικής τάξης, οι μεταπτώσεις από το σύστημα της βίας στο σύστημα των δήθεν παραχωρήσεων προσιδιάζουν γι’ αυτό το λόγο στην ιστορία όλων των ευρωπαϊκών χωρών κατά την τελευταία πεντηκονταετία· ταυτόχρονα οι διάφορες χώρες εφαρμόζουν κατά προτεραιότητα τη μια ή την άλλη μέθοδο για μια ορισμένη περίοδο. Λογουχάρη η Αγγλία στην εικοσαετία 1860-1880 ήταν η κλασική χώρα της «φιλελεύθερης» αστικής πολιτικής, η Γερμανία στην εικοσαετία 1870-1890 ακολούθησε τη μέθοδο της βίας κτλ.
Όταν στη Γερμανία κυριαρχούσε αυτή η μέθοδος, είχαμε σαν μονόπλευρη απήχηση του ενός από τα συστήματα αυτά της αστικής διακυβέρνησης την ανάπτυξη του αναρχοσυνδικαλισμού, ή, όπως τον έλεγαν τότε, του αναρχισμού στο εργατικό κίνημα (οι «νέοι» στις αρχές της δεκαετίας 1880-18902, ο Γιόχαν Μοστ στις αρχές της δεκαετίας 1880-1890). Όταν το 1890 άρχισε η στροφή προς τις «παραχωρήσεις», η στροφή αυτή, όπως πάντα, αποδείχτηκε ακόμη πιο επικίνδυνη για το εργατικό κίνημα και δημιούργησε μια εξίσου μονόπλευρη εκδήλωση του αστικού «μεταρυθμισμού»: τον οπορτουνισμό στο εργατικό κίνημα. «Ο πραγματικός, ο αντικειμενικός σκοπός της φιλελεύθερης πολιτικής της αστικής τάξης –λέει ο Πάννεκουκ– είναι να παραπλανήσει τούς εργάτες, να φέρει τη διάσπαση στις γραμμές τους, να μετατρέψει την πολιτική τους σε ανίσχυρο εξάρτημα του πάντα ανίσχυρου και εφήμερου δήθεν-μεταρυθμισμού».
Συχνά η αστική τάξη για ορισμένο χρονικό διάστημα πετυχαίνει τους σκοπούς της με τη «φιλελεύθερη» πολιτική που είναι, σύμφωνα με τη σωστή παρατήρηση του Πάννεκουκ, η «πιο πονηρή» πολιτική. Ένα μέρος των εργατών, ένα μέρος των εκπροσώπων τους κάπου-κάπου ξεγελιέται από τις φαινομενικές παραχωρήσεις. Οι αναθεωρητές διακηρύσσουν ότι η διδασκαλία για την ταξική πάλη «έχει παλιώσει», ή αρχίζουν να ακολουθούν μια πολιτική που ουσιαστικά αποτελεί άρνησή της. Τα ζιγκ-ζαγκ της αστικής τακτικής προκαλούν το δυνάμωμα του αναθεωρητισμού μέσα στο εργατικό κίνημα και συχνά κάνουν τις διαφωνίες μέσα σ’ αυτό να φτάσουν ως την ανοιχτή διάσπαση.
Όλες οι αιτίες αυτού του είδους προκαλούν διαφωνίες ως προς την τακτική μέσα στο εργατικό κίνημα, μέσα στο προλεταριακό περιβάλλον. Δεν υπάρχει όμως και δεν μπορεί να υπάρξει σινικό τείχος ανάμεσα στο προλεταριάτο και στα προσκείμενα σ’ αυτό στρώματα της μικροαστικής τάξης, μαζί και της αγροτιάς. Εννοείται ότι το πέρασμα ορισμένων προσώπων, ομάδων και στρωμάτων από τη μικροαστική τάξη στο προλεταριάτο δεν μπορεί παρά να προκαλέσει, από την πλευρά του προλεταριάτου, ταλαντεύσεις στην τακτική του.
Η πείρα του εργατικού κινήματος των διαφόρων χωρών βοηθάει να ξεκαθαριστεί πάνω σε συγκεκριμένα πρακτικά ζητήματα η ουσία της μαρξιστικής τακτικής, βοηθάει τις νεότερες χώρες να ξεχωρίζουν πιο καθαρά την πραγματική ταξική σημασία των αποκλίσεων από το μαρξισμό και να παλεύουν πιο πετυχημένα ενάντια στις αποκλίσεις αυτές.
«Ζβεζντά», αρ. φύλ. 1, 16 του Δεκέμβρη 1910
Υπογραφή: Β. Ιλίν
Δημοσιεύεται σύμφωνα με το κείμενο της εφημερίδας «Ζβεζντά»