Οι εξελίξεις στην πολεμική βιομηχανία και οι θέσεις του ΚΚΕ


του Γρηγόρη Λιονή

Η ΕΓΧΩΡΙΑ ΠΟΛΕΜΙΚΗ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΑ ΞΑΝΑ ΣΤΟ ΠΡΟΣΚΗΝΙΟ

Η εκδήλωση που διοργανώνει ο Τομέας Μετάλλου γίνεται σε μια περίοδο που η συζήτηση για την εγχώρια πολεμική βιομηχανία επανέρχεται δυναμικά στο προσκήνιο.

Ανακοινώνονται πολλαπλές επενδύσεις σε μεγάλες επιχειρήσεις του κλάδου, αλλά και μια σειρά από μεγάλες συμφωνίες παραγωγής νέου εξοπλισμού. 

Την ίδια στιγμή ο κλάδος αναπτύσσεται, αυξάνεται σημαντικά ο αριθμός των επιχειρήσεων και των απασχολούμενων. Το τελευταίο διάστημα τα στοιχεία του ΣΕΚΠΥ, του αρμόδιου Συνδέσμου δηλαδή, είναι χαρακτηριστικά: Κάνει λόγο για πάνω από 190 ελληνικές αμυντικές βιομηχανίες - μέλη του συνδέσμου, που απασχολούν πάνω από 15.000 άτομα. Πρόκειται για μια εξέλιξη που συνδέεται και με τις αλλαγές στην τεχνολογία του πολέμου, αφού με την ηλεκτρονικοποίηση-ψηφιοποίηση του πολέμου εντάσσονται στον κλάδο της πολεμικής βιομηχανίας και πολλές επιχειρήσεις παραγωγής ηλεκτρονικών.

 

ΕΞΕΛΙΞΕΙΣ ΣΤΟΥΣ ΟΜΙΛΟΥΣ

Θα στρέψουμε την προσοχή μας πάνω απ’ όλα στους μεγάλους ομίλους της πολεμικής βιομηχανίας, στις πρώην κρατικές επιχειρήσεις παραγωγής ειδών πολεμικού εξοπλισμού και σε ορισμένες μεγάλες ιδιωτικές εταιρίες που παίζουν καθοριστικό ρόλο.

Η ΕΑΣ - πρώην ΠΥΡΚΑΛ είναι η περισσότερο καθαυτό πολεμική βιομηχανία. Οι σχετικές εξελίξεις αφορούν αφενός τη μετεγκατάσταση από τις εγκαταστάσεις στον Υμηττό, αλλά και μια διαδικασία απαξίωσης της παραγωγής στο Αίγιο. Οι αλλαγές αυτές αφορούν τόσο τη δομή της παραγωγής στην ίδια την ΠΥΡΚΑΛ, με πολλούς παράγοντές της να κάνουν λόγο για αποδυνάμωση της επιχείρησης, αλλά συνδέονται και με τις γενικότερες εξελίξεις στο κέντρο της Αθήνας, με την τουριστικοποίηση, αφού η μετακίνηση της ΠΥΡΚΑΛ συνδέεται και με την ανάγκη του τουριστικού κεφαλαίου να αξιοποιήσει ακίνητα υψηλής τουριστικής εμβέλειας στα οποία στεγάζονται τα διάφορα υπουργεία που βρίσκονται στο κέντρο της Αθήνας.

Δεύτερο σημείο είναι οι αλλαγές στην ΕΛΒΟ. Μετά την προηγούμενη συμφωνία διάσωσης το 2020, υπάρχει νέα συζήτηση για νέο πακέτο διάσωσης, ενώ εμφανίζονται νέα κεφάλαια από το Ισραήλ που επιδιώκουν να τοποθετηθούν στην ΕΛΒΟ. Οι εξελίξεις στην ΕΛΒΟ συνδέονται και με μια διεθνή συζήτηση που υπάρχει για το πώς θα υποστηριχτεί η πολεμική εμπλοκή του ΝΑΤΟ με τη Ρωσία που εξελίσσεται στην Ουκρανία. Πιο συγκεκριμένα, η ΕΛΒΟ έχει δυνατότητες παραγωγής του κύτους του άρματος μάχης και αυτές οι παραγωγικές ικανότητες μπορεί να είναι σημαντικές. Η ΕΑΒ, η μεγαλύτερη εταιρία νέων τεχνολογιών στον κλάδο της πολεμικής βιομηχανίας και μία από τις μεγαλύτερες γενικά, κινείται σε γραμμή αναζήτησης στρατηγικού επενδύτη, προωθείται δηλαδή η πλήρης ιδιωτικοποίησή της.

Φυσικά, πυρήνας της συζήτησης δεν μπορεί παρά να είναι οι μεγάλες εξελίξεις στα Ναυπηγεία, που αποτελούν κύρια παραγωγική δομή της χώρας στην πολεμική βιομηχανία, αλλά και γενικότερα πολύ σημαντικό πυλώνα μεταποιητικής παραγωγής. Η σημαντικότερη σχετική εξέλιξη είναι από τη μεγάλη συνδυασμένη επένδυση σε Ελευσίνα / Νεώριο της ΟΝΕΧ. Πρόκειται για έναν αμερικανικό όμιλο με επερχόμενες επενδύσεις πολλών εκατοντάδων εκατομμυρίων ευρώ, με κεντρικό στόχο τη θωράκιση της παρουσίας του ΝΑΤΟ στην ευρύτερη περιοχή.

Οι Αμερικανοί προώθησαν με διαδοχικές εξαγορές μια μεγάλης κλίμακας επένδυση στα εγχώρια ναυπηγεία.

Η επένδυση της ΟΝΕΧ ξεκίνησε από τα Ναυπηγεία της Σύρου. Το καλοκαίρι του 2017 υπήρξε έντονο ενδιαφέρον και κινητικότητα από διάφορα επιχειρηματικά σχήματα για την εξαγορά και επαναλειτουργία του Ναυπηγείου. Πρόθεση εξαγοράς εκδήλωσε αρχικά ο κορεατικός όμιλος DAEWOO, ο κινεζικός όμιλος COSCO, όμιλος ρωσικών συμφερόντων και ομάδα εφοπλιστών, ενώ στη συνέχεια κατέθεσαν επίσημες προτάσεις ο όμιλος ONEX Shipyards & Technologies και η Postlane Partners, αμερικανικές εταιρίες και οι δύο. Τελικά τα Ναυπηγεία της Σύρου τα αγόρασε ο όμιλος ΟΝΕΧ.

Στη συνέχεια, ξεκινώντας από το 2019, ο όμιλος ΟΝΕΧ απέκτησε και τα Ναυπηγεία της Ελευσίνας και προχωρά σ’ ένα σχέδιο «εξυγίανσης» των Ναυπηγείων, ενώ διασφάλισε και άμεση επένδυση από το αμερικανικό κράτος ύψους 125 εκατομμυρίων δολαρίων. Υπενθυμίζεται επίσης η συνενοχή ΝΔ και ΣΥΡΙΖΑ που ψήφισαν μαζί στη Βουλή τη μετατροπή των Ναυπηγείων Ελευσίνας σε «ειδική οικονομική ζώνη», ώστε ο εργοδότης να απολαμβάνει πλήρη «ασυλία» για να τσακίζει τους εργαζόμενους. Παράλληλα, ο όμιλος ΟΝΕΧ έχει συνάψει στρατηγική συμφωνία με την ιταλική Fincantieri για παραγωγή κορβετών στο Ναυπηγείο της Ελευσίνας.

Η τοποθέτηση των Αμερικανών, μέσω του ομίλου ΟΝΕΧ, στο δεύτερο μεγαλύτερο ναυπηγείο της χώρας και στο στρατηγικά τοποθετημένο ναυπηγείο στη Σύρο έχει διπλό στόχο.

Αφενός στοχεύει στην «απόκρουση» αντίστοιχης κίνησης από ρωσικά και κινεζικά κεφάλαια που διαφαινόταν να επιδιώκουν να τοποθετηθούν στα Ναυπηγεία.

Κυρίως όμως, η επένδυση έχει αμιγώς στρατιωτικό χαρακτήρα. Σε περίπτωση πολεμικής αναμέτρησης στην ευρύτερη περιοχή, τα δύο Ναυπηγεία θα διαδραματίσουν κρίσιμο ρόλο στην επιμελητεία και σε διαδικασίες επιδιόρθωσης των ναυτικών δυνάμεων που δραστηριοποιούνται στην περιοχή. Στόχος των ΗΠΑ είναι να μετατραπεί η Ελευσίνα σε κεντρική βάση συντήρησης του 6ου Αμερικανικού Στόλου της Μεσογείου, και μοιραία μπαίνει στο στόχαστρο μιας άμεσης απάντησης από το στρατηγικό αντίπαλο των ΗΠΑ, τη Ρωσία, μαζί με τη Σούδα, το Στρατηγείο της Λάρισας και το λιμάνι της Αλεξανδρούπολης.

Παράλληλα, προωθήθηκε το τελευταίο διάστημα η επένδυση του εφοπλιστικού κεφαλαίου στο Σκαραμαγκά, με διακηρυγμένο στόχο και τις εξοπλιστικές δαπάνες, ενώ και η μεγάλη επένδυση της COSCO επιδρά στη ναυπηγοεπισκευαστική ζώνη (ΝΕΖ) και σχετίζεται με τα Ναυπηγεία, όπως σημασία έχει και ο γεωπολιτικός ρόλος του λιμανιού για την Κίνα και τις ένοπλες δυνάμεις της. Η COSCO επιδίωκε να προχωρήσει στην ανάπτυξη ενός ναυπηγείου, με πολύ μεγάλες αντιδράσεις τόσο από επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται στη ΝΕΖ όσο και γενικότερα. Η δυνατότητα αξιοποίησης ενός ναυπηγείου της Cosco ως βάση υποστήριξης κινεζικών ενόπλων δυνάμεων έπαιξε ρόλο στις σχετικές αντιδράσεις.

Σημαντικές είναι και οι ταχύτατες εξελίξεις στην Ιντρακόμ Ντεφένς. Μια πρώτη αλλαγή αφορούσε την απόφαση του Ομίλου για μετεξέλιξή του σε χρηματοπιστωτικό όμιλο. Στη συνέχεια, προχώρησε η πώληση της Ντεφένς, μιας εταιρίας με σημαντική τεχνογνωσία, σε ισραηλινά κεφάλαια.

 

ΜΕΓΑΛΗ ΕΠΙΤΑΧΥΝΣΗ ΤΩΝ ΕΞΕΛΙΞΕΩΝ

Αξίζει να αναφερθούμε στο γενικό πλαίσιο μέσα στο οποίο ξετυλίγονται οι αλλαγές στην πολεμική βιομηχανία, προκειμένου να γίνουν καλύτερα κατανοητές.

Στη διεθνή οικονομία, τα πρόδρομα φαινόμενα μιας βαθιάς οικονομικής κρίσης γίνονται όλο και περισσότερο ορατά, ως επιβράδυνση των μεγάλων οικονομιών, μεγάλη διόγκωση του κρατικού και ιδιωτικού χρέους, μια νομισματική πολιτική που οδήγησε σε ένα στασιμοπληθωρισμό διεθνώς, και τώρα γίνονται βήματα αλλαγής της. Γενικότερα, εμφανίζεται μια μεγάλης κλίμακας υπερσυσσώρευση κεφαλαίου που τελικά παράγει όλα αυτά τα φαινόμενα. Η πράσινη μετάβαση, ως κεντρικός μοχλός εκτόνωσης της υπεσυσσώρευσης, δείχνει μάλλον όχι αρκετή για να αντιμετωπίσει το πρόβλημα.

Παράλληλα, η διαπάλη για την παγκόσμια πρωτοκαθεδρία κλιμακώνεται, ενώ στη διαπάλη αυτή επιδρά και η καπιταλιστική κρίση. Ως αποτέλεσμα, οι σχέσεις των δύο μεγάλων στρατοπέδων, του στρατοπέδου ΝΑΤΟ - ΗΠΑ - ΕΕ και του στρατοπέδου Κίνας - Ρωσίας οξύνονται, με τον πόλεμο ΝΑΤΟ-Ρωσίας να είναι αυτήν τη στιγμή το επίκεντρο.

Διεθνώς ο τομέας της πολεμικής βιομηχανίας τροφοδοτείται από την κατάσταση αυτή, και τροφοδοτείται διπλά. Τροφοδοτείται άμεσα, αφού η κλιμάκωση της αντιπαράθεσης οδηγεί σε αύξηση των πολεμικών εξοπλισμών. Τα σχετικά στοιχεία του SIPRI για τις παγκόσμιες στρατιωτικές δαπάνες κάνουν λόγο για χρονιά ρεκόρ το 2022, με 2,25 τρισ. δολάρια ΗΠΑ, με μια συνεχή αύξηση από το 2015. Παράλληλα, ο τομέας της πολεμικής βιομηχανίας αποτέλεσε ιστορικά, και αποτελεί και σήμερα, σημαντικό πυλώνα εκτόνωσης της κρίσης υπερσυσσώρευσης, αφού συνιστά και μια μεγάλη δεξαμενή κρατικών δαπανών που μπορούν να σταθεροποιήσουν την κερδοφορία του κεφαλαίου σε αρκετούς κλάδους. Ωστόσο, αξίζει να σημειώσουμε πως η εκτόνωση της υπερσυσσώρευσης μέσα από κρατικές δαπάνες σε όπλα αυξάνει την ανάγκη χρησιμοποίησης των όπλων, γιατί αλλιώς δεν υπάρχει «καταστροφή κεφαλαίου». Με άλλα λόγια, το επενδυμένο κεφάλαιο σε όπλα και οπλικά συστήματα, τελικά, πρέπει να χρησιμοποιηθεί για να έχει –για το σύνολο της καπιταλιστικής οικονομίας– συγκεκριμένο οικονομικό αποτέλεσμα. Η συσσώρευση όπλων αυξάνει και την οικονομική πίεση να γίνει πόλεμος, ώστε να υπάρχει ένα θετικό οικονομικό αποτέλεσμα.

Οι εξελίξεις στην πολεμική βιομηχανία εντάσσονται μέσα σε αυτό το γενικό πλαίσιο.

Κεντρική πλευρά είναι η ενεργή, και ολοένα αυξανόμενη, εμπλοκή της χώρας στους σχεδιασμούς του ΝΑΤΟ στην ευρύτερη περιοχή με στόχο τη γεωπολιτική αναβάθμιση. Η εμπλοκή αυτή αφορά το ρόλο των λιμανιών ως στρατιωτικών εγκαταστάσεων, τις υποδομές μεταφορών-logistics κ.ά. Δεύτερη πλευρά είναι η πίεση από μερίδα της αστικής τάξης για αξιοποίηση της πολεμικής βιομηχανίας ως επένδυση, που εκφράζεται με ορισμένες πιέσεις για «περισσότερο εγχώρια παραγωγή.

Αυτές οι γενικές αλλαγές εξηγούν γιατί μέσα σε 3-4 χρόνια ο κλάδος σημείωσε μια μεγάλη κινητικότητα, με αλλαγές και διεργασίες που δεν τις είχαμε δει για σχεδόν πάνω από μία δεκαετία.

Γίνονται μεγάλες επενδύσεις, από αμερικανικά, ισραηλινά και άλλα κεφάλαια, ενώ την ίδια στιγμή ξεδιπλώνεται μια συζήτηση που αφορά και το εσωτερικό της αστικής τάξης, για το πώς πρέπει να προχωρήσουν οι αλλαγές στην πολεμική βιομηχανία.

Η μεγάλη αύξηση της οικονομικής δραστηριότητας στην πολεμική βιομηχανία αντανακλά αφενός τα νέα μεγάλα εξοπλιστικά προγράμματα που ήδη τρέχουν, προγράμματα παγωμένα για σχεδόν μία δεκαετία, και αφετέρου τη γενικότερη όξυνση των αντιθέσεων, την κλιμάκωση της αντιπαράθεσης ΝΑΤΟ - Ρωσίας και τη σημασία υποδομών και στην Ελλάδα για τον πόλεμο.

Το ελληνικό κράτος συμμετέχει ενεργά στον πόλεμο, μεταφέροντας ένα κομμάτι εξοπλισμού και προμηθειών, για το οποίο δεν υπάρχει ακριβής καταγραφή, από εγχώριες αμυντικές θέσεις στην Ουκρανία. Πληροφορίες κάνουν λόγο για μεγάλο όγκο οχημάτων, μεγάλο όγκο αντιαεροπορικών συστημάτων και αδιευκρίνιστο αριθμό πυρομαχικών κι εξοπλισμού.

Όπως «παραπονιούνται» ακόμα και στρατιωτικοί, ο όγκος του υλικού αυτού αποτελεί σημαντικό πρόβλημα για τη μαχητική ικανότητα των δυνάμεων αυτών και για την περιβόητη «ικανότητα αποτροπής» σε περίπτωση εισβολής. Την ίδια στιγμή, η αναπλήρωσή του συνιστά πεδίο σημαντικής δυνητικής οικονομικής δραστηριότητας.

Παράλληλα, στις εσωτερικές διεργασίες στον κλάδο επιδρά επίσης μια «διπλή αναντιστοιχία» στον τομέα της πολεμικής βιομηχανίας:

Αφενός μια μεγάλη αναντιστοιχία στις ανάγκες των ενόπλων δυνάμεων με κριτήριο την περιβόητη αμυντική αποτροπή και στις παραγγελίες και στην όποια παραγωγή γίνεται. Πολλαπλές σχετικές πηγές εστιάζουν, με μεγάλη προσοχή, σε αυτήν την αναντιστοιχία.

Από το νέο τυφέκιο του στρατού ξηράς μέχρι τα drone, από τα υποβρύχια και τα τεθωρακισμένα, οι ανάγκες άμυνας διαχωρίζονται από τις αγορές στις οποίες προχωρούν οι εκάστοτε κυβερνήσεις.

Η συζήτηση για το εάν το νέο τυφέκιο του στρατού ξηράς θα παραμείνει στο διαμέτρημα των 7,62 χιλιοστών, όπως το πασίγνωστο G3, ή θα αλλάξει στο νέο διαμέτρημα 5,56 χιλιοστών δεν είναι απλά «τεχνική», είναι μια συζήτηση που αφορά το είδος χρήσης που θα κληθεί να υπηρετήσει το νέο τυφέκιο. Πολλοί ειδικοί αναφέρουν πως η αλλαγή από ένα «βαρύ» όπλο σε ένα ελαφρύτερο παραπέμπει σε αλλαγή δόγματος, σε ένα δόγμα όπου το πεζικό θα κληθεί να αποτελέσει στοιχείο πολέμου σε άλλα εδάφη ή μέσα σε πόλεις.

Τελικά αποδεικνύεται πως οι αγορές εξοπλισμού καθορίζονται από τους γενικότερους αστικούς σχεδιασμούς, από την ανάγκη συμμετοχής σε ΝΑΤΟϊκές αποστολές εκτός συνόρων, από την ανάγκη αξιοποίησης των ενόπλων δυνάμεων για χρήσεις εσωτερικής αστυνόμευσης και λιγότερο από τις ανάγκες διαφύλαξης συνόρων –υπεράσπισης κυριαρχίας– χωρίς εδώ ν’ ανοίγουμε επί της ουσίας το περιεχόμενο της κυριαρχίας, που φυσικά είναι διαφορετικό ανάλογα με την ταξική τοποθέτηση του καθενός.

Παράλληλα, οι αγορές εξοπλισμού αντανακλούν και τους γενικότερους ιμπεριαλιστικούς σχεδιασμούς, τη συμμετοχή στις ιμπεριαλιστικές συμμαχίες και μια σειρά ισορροπίες μέσα στις συμμαχίες αυτές. Έτσι, η συμμετοχή της αστικής τάξης στο ΝΑΤΟ και στην ΕΕ οδήγησε τόσο στο παρελθόν όσο και σήμερα σε μια κατάσταση πολυκερματισμού των προμηθειών, σχεδόν «παράλογη» ακόμα και με βάση «αστικούς σχεδιασμούς», που βασίστηκε σε αιμορραγία του λαού. Ο ρόλος των εξοπλισμών για τις ανάγκες του ΝΑΤΟ στη δυναμική του κρατικού χρέους είναι πολύ γνωστός.

Θυμίζουμε το περιβόητο φιάσκο της ταυτόχρονης αγοράς αεροσκαφών 3ης γενιάς από τις ΗΠΑ και τη Γαλλία τη δεκαετία του ’90. Η Πολεμική Αεροπορία προμηθεύτηκε και F16 και Mirage 2000 προκειμένου να ικανοποιήσει τους γεωπολιτικούς συσχετισμούς της περιόδου. Η εν λόγω αγορά είχε πολλαπλά αρνητικά αποτελέσματα, αφού πολλαπλασίασε το κόστος συντήρησης, επιμελητείας, εκπαίδευσης και αγοράς πυρομαχικών, ενώ το μέγεθος των δύο αγορών δεν επέτρεψε μια συμπαραγωγή με όρους αξιοπρεπείς, ακόμα και με αστικά επίπεδα.

Σήμερα προχωράει σε μια αντίστοιχη κίνηση, με παράλληλη αγορά μαχητικών 4ης γενιάς από τη Γαλλία και αναβάθμιση των αμερικανικών σε γενιά 3.5, μια κίνηση που διαιωνίζει όλα τα αρνητικά της πολυδιάσπασης.

Η δεύτερη μεγάλη αναντιστοιχία είναι η τεράστια διαφοροποίηση αγορών και εγχώριας παραγωγής.

Την τελευταία περίοδο το ελληνικό κράτος προχώρησε σε έναν τεράστιο όγκο νέων εξοπλιστικών προγραμμάτων και πολεμικών δαπανών, σημαντικό κομμάτι των οποίων αφορά δαπάνες για τους σχεδιασμούς του ΝΑΤΟ. Η Ελλάδα είναι πρωταγωνιστής στα εξοπλιστικά, υπερκαλύπτοντας το 2% του ΑΕΠ που έχει το ΝΑΤΟ και φτάνει στο 3,5% του ΑΕΠ. Παράλληλα, ένα πολύ μεγάλο κομμάτι των δαπανών για άμυνα, το 45%, αφορά εξοπλιστικά προγράμματα. Πρόκειται για μεγάλο όγκο εξοπλιστικών προγραμμάτων.

Η συμμετοχή της εγχώριας βιομηχανίας στην «πίτα» των εξοπλιστικών προγραμμάτων είναι πολύ μικρή. Πρόκειται για μια διαπίστωση που γίνεται πλέον από το σύνολο των εμπλεκόμενων. Μάλιστα, ένα τμήμα της αστικής τάξης βλέπει με αγωνία τη διαφοροποίηση της κατάστασης της εγχώριας πολεμικής βιομηχανίας σε σχέση με την ευθέως ανταγωνιστική αντίστοιχη στη γειτονική Τουρκία. Δύο ζητήματα που απασχολούν την αστική τάξη αφορούν τόσο την ανάγκη διασφάλισης ακόμα και πολεμικής ισχύος έναντι της γείτονος, όσο και τη θεώρηση που αντιλαμβάνεται τις πολεμικές δαπάνες ως μια μεγάλη κρατική αγορά που τώρα διαφεύγει εξολοκλήρου στο εξωτερικό.

Το δεδομένο είναι ότι η συμμετοχή είναι ισχνή.

Σε ένα από τα μεγαλύτερα προγράμματα, στο πρόγραμμα των γαλλικών φρεγατών, η εγχώρια συμμετοχή είναι ανάξια λόγου. Η κυβέρνηση διαφημίζει πολλούς υποκατασκευαστές που συμμετέχουν στο πρόγραμμα, αλλά πρόκειται για συμμετοχές με μικρή οικονομική, τεχνική και στρατιωτική σημασία. Το πρόγραμμα «παρέκαμψε» ακόμα και την παραδοσιακή, σχεδόν δεδομένη, από το παρελθόν λύση της κατασκευής τουλάχιστον του κύτους ορισμένων πλοίων από τα εγχώρια ναυπηγεία.

Το πρόγραμμα της αναβάθμισης των αμερικανικών μαχητικών αεροσκαφών είναι επίσης ενδεικτικό για το βαθμό συμμετοχής της εγχώριας βιομηχανίας στα μεγάλα εξοπλιστικά προγράμματα.

Για το συγκεκριμένο, είναι χαρακτηριστική η ίδια η δήλωση του αρμόδιου αντιπροέδρου της Lokheed Martin, με βάση την οποία: «Είναι χαρακτηριστικό ότι η εγχώρια αμυντική βιομηχανία πρόκειται να υλοποιήσει όλες τις φάσεις του προγράμματος στην Ελλάδα, πλην της σχεδίασης και ανάπτυξης, της προμήθειας των επιμέρους ηλεκτρονικών συσκευών και της ανάπτυξης του απαιτούμενου λογισμικού που θα πραγματοποιηθούν από την κατασκευάστρια εταιρία στις ΗΠΑ.»

Πρακτικά, ο ρόλος της ΕΑΒ εν προκειμένω περιορίζεται στην «εγκατάσταση» των συστημάτων αναβάθμισης των αεροσκαφών, χωρίς καμιά ουσιαστική συμμετοχή στην παραγωγή ή/και στο σχεδιασμό των συστημάτων και του λογισμικού τους. Δεν παραγνωρίζουμε φυσικά τη σημασία και το εύρος των εργασιών που θα εκπονήσει η ΕΑΒ στο πλαίσιο της αναβάθμισης, που μπορεί να αφορούν κι ένα πλέγμα δραστηριοτήτων όπως στο παρελθόν. Ωστόσο, σε επίπεδο τόσο αξιακής συμμετοχής της εγχώριας βιομηχανίας όσο και συμμετοχής στο σχεδιασμό και στην παραγωγή σύνθετων ηλεκτρονικών συστημάτων που συναπαρτίζουν ένα μαχητικό τελευταίας τεχνολογίας, η συμμετοχή της περιορίζεται στο πλαίσιο της εγκατάστασης.

 

ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΑΝΤΙΠΑΡΑΘΕΣΗ ΓΙΑ ΑΥΞΗΜΕΝΗ ΣΥΜΜΕΤΟΧΗ ΤΗΣ ΕΓΧΩΡΙΑΣ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΑΣ ΣΤΙΣ ΕΞΟΠΛΙΣΤΙΚΕΣ ΔΑΠΑΝΕΣ

Παρά το γεγονός πως η κατάσταση αυτή είναι διαχρονική και πως το σύνολο των αστικών πολιτικών δυνάμεων που κυβέρνησαν τη χώρα και στηρίζουν το δοσμένο προσανατολισμό της κατάστασης είναι απολύτως συνυπεύθυνες, δεν τις έχει εμποδίσει να αξιοποιήσουν τις προαναφερθείσες εξελίξεις ως στοιχείο της πολιτικής αντιπαράθεσης, κυρίως επιχειρώντας να αναδείξουν κυβερνητικές ευθύνες για τη μικρή συμμετοχή της χώρας στις δαπάνες.

Στην πραγματικότητα, ενώ συμφωνούν στις κατευθύνσεις, αλληλοκατηγορούνται για την έλλειψη σχεδιασμού, για προχειρότητες, για «διασπάθιση δημόσιου χρήματος».

Ήδη από τα τέλη του προηγούμενου χρόνου, ο ΣΥΡΙΖΑ κατήγγειλε την κυβέρνηση Μητσοτάκη, ενώ στο πλαίσιο συνάντησης με το ΣΕΚΠΥ ο ΣΥΡΙΖΑ δεσμεύτηκε για ίδρυση υφυπουργείου Αμυντικής Βιομηχανίας και για απορρόφηση πολύ μεγαλύτερου τμήματος της πίτας των εξοπλιστικών: «Η ελληνική δημόσια και ιδιωτική αμυντική βιομηχανία είναι στρατηγικοί εταίροι για την άμυνα και ασφάλεια της χώρας. Υπογράμμισαν δε έντονα ότι στα νέα πρόσφατα εξοπλιστικά προγράμματα δεν εξασφαλίστηκε η συμμετοχή της ελληνικής αμυντικής βιομηχανίας. Τέλος, τόνισαν πως η επόμενη κυβέρνηση πρέπει και οφείλει να καταθέσει άμεσα ένα συνολικό εθνικό σχέδιο για την αμυντική βιομηχανία, που να έχει ως βάση την τόνωση των εγχώριων δυνατοτήτων και τη σταδιακή απεξάρτηση από τις ξένες αγορές.»

Αντίστοιχα, το ΠΑΣΟΚ πριν τις τελευταίες εκλογές τοποθετήθηκε για την πολεμική βιομηχανία: «Η ΝΔ απαξίωσε την αμυντική βιομηχανία και τους εργαζόμενους σ’ αυτήν και δεν επέδειξε τη δέουσα σπουδή στην αξιοποίηση αναθέσεων προς επίτευξη βιομηχανικών επιστροφών. Η χώρα χρειάζεται ισχυρή αμυντική βιομηχανία. Απαιτούνται πολιτική βούληση, επιχειρησιακός σχεδιασμός, ανταποδοτική αξιοποίηση των δαπανών για εξοπλισμούς, νέο θεσμικό πλαίσιο για έρευνα-ανάπτυξη αμυντικών προγραμμάτων. Γι’ αυτό, ο Τομέας Άμυνας προτείνει: α) Ενίσχυση πολιτικής εποπτείας και λογοδοσίας σε επίπεδο υπουργείου, με σκοπό την ορθολογικότερη υλοποίηση των εξοπλιστικών προγραμμάτων, την έγκριση νέων ερευνητικών και αναπτυξιακών προγραμμάτων, την έγκριση των επιχειρησιακών και στρατηγικών σχεδίων, ειδικά των υπό δημόσιο έλεγχο αμυντικών βιομηχανιών κλπ. β) Ενίσχυση των κρατικών βιομηχανιών ΕΑΒ και ΕΑΣ. γ) Αξιοποίηση του προγράμματος ACEA για ενίσχυση των ΕΑΣ. δ) Έλεγχο και αντιμετώπιση φαινομένων αδιαφάνειας και κομματισμού. ε) Διασφάλιση υποκατασκευαστικού έργου σε κάθε σημαντική προμήθεια.

Σκοπεύουμε να αυξήσουμε την αποτρεπτική ικανότητα της χώρας και ταυτόχρονα να δομήσουμε μια άμυνα που θα αποτελέσει μοχλό ανάπτυξης και όχι τροχοπέδη στην εθνική οικονομία, επενδύοντας σε τεχνολογίες αιχμής μέσω της Εγχώριας Αμυντικής Βιομηχανίας

Το ΜέΡΑ25 εμφανίζεται «επιθετικότερο» προτείνοντας «α) τη μείωση των αμυντικών δαπανών. Τον εξορθολογισμό δαπανών με ταυτόχρονη κάλυψη πραγματικών αναγκών με στόχο τον εκσυγχρονισμό του στρατεύματος κι όχι την εξυπηρέτηση συμμαχιών, συμφερόντων και ενός αέναου αγώνα εξοπλισμών. β) Την ανάσχεση της πλήρους αμυντικής εξάρτησης από βιομηχανίες του εξωτερικού μέσω της ενίσχυσης/ανάπτυξης της εγχώριας αμυντικής βιομηχανίας, και της ανάπτυξης εγχώριας αμυντικής έρευνας. Η ανάπτυξη αυτή πρέπει να έχει κυρίως δημόσιο χαρακτήρα και όχι ιδιωτικό. γ) Την πλήρη εκμετάλλευση των δυνατοτήτων συμπαραγωγής και αξιοποίησης αντισταθμιστικών ωφελημάτων», ενώ αναφέρεται ρητά και στο νόμο του 1996 επί κυβερνήσεως ΠΑΣΟΚ σχετικά με τα αντισταθμιστικά ωφελήματα.

Αντίστοιχα οι διάφορες φωνές του «βαθιού γαλάζιου» υπερθεματίζουν για την ανάγκη προάσπισης της εγχώριας παραγωγής όπλων, ενώ ο ΣΕΚΠΥ σε πολλαπλές παρεμβάσεις του επίσης επισημαίνει την ανάγκη στροφής στην εγχώρια παραγωγή «αμυντικού» εξοπλισμού.

Οι αστικές πολιτικές δυνάμεις συγκλίνουν στην ανάγκη ενίσχυσης του μεριδίου εγχώριας παραγωγής οπλικών συστημάτων, ενώ μέσα σ’ αυτές το ΜέΡΑ25 κάνει λόγο για ανάγκη μείωσης των συνολικών πολεμικών δαπανών. Παράλληλα, εμφανίζεται μια τάση που προπαγανδίζει πως αρκεί η κρατική ιδιοκτησία στις πολεμικές βιομηχανίες για να λειτουργούν με όρους ευνοϊκότερους για τα εργατικά-λαϊκά στρώματα.

 

ΑΡΚΕΙ ΜΙΑ ΑΛΛΑΓΗ «ΛΟΓΙΚΗΣ» ΓΙΑ ΝΑ ΣΤΡΕΨΕΙ ΤΗΝ ΠΟΛΕΜΙΚΗ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΑ ΣΕ ΦΙΛΟΛΑΪΚΗ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗ;

Αρκεί λοιπόν μια κρατική πολεμική βιομηχανία, με αυξημένες κρατικές δαπάνες, για να στρέψει την πολεμική βιομηχανία σε φιλολαϊκή κατεύθυνση;

Η απάντηση στο ερώτημα αυτό δεν μπορεί παρά ξεκινήσει από το στρατηγικό χαρακτήρα που έχει η πολεμική βιομηχανία στον καπιταλισμό.

Πρώτα-πρώτα η πολεμική βιομηχανία παράγει τα όπλα, τα εργαλεία που χρησιμοποιεί το κράτος –ως τυπικό μονοπώλιο– για να ασκεί τη βία που απαιτεί η ίδια η αστική εξουσία. Ο στρατός και οι ένοπλες δυνάμεις έχουν ρόλο, χαρακτήρα και προσανατολισμό που καθορίζεται από την εξουσία την οποία υπηρετούν.

Ύστερα, η πολεμική βιομηχανία έχει μεγάλη οικονομική σημασία ως μεγάλη κρατική αγορά, ως βιομηχανία με σημασία στην παραγωγή νέων τεχνολογιών.

Τέλος, η πολιτική της πολεμικής βιομηχανίας υπηρετεί τη γενική αστική πολιτική. Ευθυγραμμίζεται με τις επιδιώξεις, τις ανάγκες και τους σχεδιασμούς της αστικής τάξης.

Οι γενικές αυτές διαπιστώσεις αρκούν για να φωτίσουν πως από τη φύση της η πολεμική βιομηχανία στον καπιταλισμό δεν μπορεί παρά να είναι αντιλαϊκή, αντιδραστική, να διαπνέεται, και μάλιστα άμεσα, από τις πιο εμφανείς εκφράσεις της αστικής εξουσίας, αφού συνδέεται με την καταστολή απ’ το κράτος του κεφαλαίου και τον ιμπεριαλιστικό πόλεμο. Σε τελευταία ανάλυση, ο χαρακτήρας του στρατού και της πολεμικής του βιομηχανίας αποτυπώνουν το σάπιο, αντιδραστικό χαρακτήρα της αστικής εξουσίας, με άμεσο και πιο αποκαλυπτικό τρόπο.

Γι’ αυτό, ο φιλολαϊκός χαρακτήρας της πολεμικής βιομηχανίας δε συνδέεται με το πόσο κρατική θα είναι ή με το πόσο εγχώριες θα είναι οι δαπάνες της. Συνδέεται με το ρόλο και την αποστολή του κράτους μέσα στο οποίο βρίσκεται.

Πέραν αυτού, η πραγματικότητα φωτίζει πως οι επιδιώξεις για περισσότερο εγχώρια και περισσότερο κρατική πολεμική βιομηχανία δεν συμβαδίζουν με τις στρατηγικές επιλογές της αστικής τάξης, με τις ανάγκες της εγχώριας καπιταλιστικής οικονομίας.

Η στρατηγικής σημασίας επιλογή της ΕΕ για την αστική τάξη, ήδη από τα γεννοφάσκια της, πρακτικά ισοδυναμούσε με αποδοχή των απαγορεύσεων και των περιορισμών, τις απαγορεύσεις σε κρατικές επενδύσεις στη βιομηχανία σιδήρου και χάλυβα.

Θυμίζουμε πως η ΛΑΡΚΟ πρακτικά οδηγήθηκε σε πτώχευση αξιοποιώντας αυτές τις ρυθμίσεις.

Οι επενδύσεις στην άμυνα αρχικά εξαιρούνταν από τις συγκεκριμένες κρατικές ρυθμίσεις, επιτρέποντας στα κράτη-μέλη της τώρα ΕΕ να προβαίνουν σε αγορές από εγχώριες επιχειρήσεις για λόγους άμυνας. Πρόκειται για το περιβόητο άρθρο 296 της Συνθήκης της Ένωσης.

Οι φωνές που στηρίζουν μια τάχα ισχυρή αμυντική βιομηχανία επικαλούνται ακριβώς αυτό το άρθρο.

Υποστηρίζουν ότι το άρθρο αυτό επιτρέπει στην Ελλάδα να χρηματοδοτεί έμμεσα την εγχώρια πολεμική βιομηχανία και πως μπορεί να χρησιμοποιηθεί σα μηχανισμός «υπέρβασης» των δεσμεύσεων της ΕΕ, αφού πρακτικά το άρθρο εισάγει εξαιρέσεις από την Κοινή Αγορά.

Θυμίζουμε φυσικά πως η εγχώρια συμμετοχή στις αμυντικές δαπάνες ήταν εξαιρετικά χαμηλή από το 1980 και μετά. Τα τεράστια ποσά που δαπάνησαν όλες οι αστικές κυβερνήσεις για εξοπλισμούς δε μεταφράστηκαν, παρά σε μικρό ποσοστό, σε σχετικά εγχώρια παραγωγή.

Την τελευταία 15ετία μάλιστα, η ΕΕ έχει «ανακρούσει» πρύμναν σε σχέση με το πεδίο εφαρμογής του άρθρου 296. Συγκριμένα, η ευρωπαϊκή πολιτική για την αμυντική βιομηχανία πρακτικά προσανατολίζει διαφορετικά. Βάζει σαν κεντρικό στόχο τη διαμόρφωση Ευρωπαίων πρωταθλητών στην παραγωγή πολεμικού υλικού, που να μπορούν να ανταγωνιστούν τους αντίστοιχους αμερικανικούς ομίλους και άλλους.

Ουσιαστικά, η ΕΕ προχώρησε στη δημιουργία μιας Κοινής Ευρωπαϊκής Αγοράς Άμυνας με μια σειρά από οδηγίες που σε νομοθετικό επίπεδο δεσμεύουν αποφασιστικά το πεδίο εφαρμογής της εν λόγω οδηγίας. Η ανάγκη αυτή έχει τόσο οικονομικά χαρακτηριστικά, αφού στη διεθνή αγορά απαιτείται μεγάλο μέγεθος, όσο και στρατιωτικά. Ειδικότερα, η ανάγκη της ΕΕ για διαμόρφωση αυτοτελούς πολιτικής άμυνας περνά μέσα από την ύπαρξη ισχυρής βιομηχανίας σε ευρωπαϊκό επίπεδο.

Έτσι, η πολιτική της ΕΕ προσανατολίζει διαφορετικά και δεσμεύει την πολιτική των κρατών-μελών. Ο σταδιακός τυπικός περιορισμός του πεδίου εφαρμογής του άρθρου 296 ουσιαστικά φωτίζει αυτήν την τάση.

Παράλληλα, η οργανική ένταξη της χώρας στο ΝΑΤΟ, πέραν της επίδρασής της στο είδος και στις ποσότητες του εξοπλισμού που προμηθεύονται οι ένοπλες δυνάμεις, επηρεάζει ουσιωδώς και τις εγχώριες δυνατότητες παραγωγής αμυντικού-πολεμικού υλικού.

Η ένταξη στο ΝΑΤΟ σημαίνει χρήση συγκεκριμένων οπλικών συστημάτων που πρέπει να λειτουργούν με έναν ενιαίο τρόπο, συγκεκριμένες προδιαγραφές στα πυρομαχικά, στα εφόδια, στους εξοπλισμούς. Από το χρώμα των οχημάτων και των στολών, μέχρι τις προδιαγραφές ηλεκτρονικού πολέμου των αεροπορικών ραντάρ, το πολεμικό υλικό οφείλει να ικανοποιεί συγκεκριμένες προδιαγραφές.

Προδιαγραφές που, ακόμα κι αν έχουν αυστηρά τεχνικό χαρακτήρα, υπάρχουν για να αντιμετωπίζουν τις ανάγκες χρήσης του εξοπλισμού σε όλο το φάσμα συνθηκών που απαιτεί το ΝΑΤΟ, ενώ ορισμένες φορές έχουν περισσότερο κανονιστικό παρά τεχνικό χαρακτήρα.

Ωστόσο, η ύπαρξή τους περιορίζει ακόμα περισσότερο τις δυνατότητες παραγωγής υλικού εγχώρια, αφού οι πιστοποιήσεις, η τεχνογνωσία, τα εμπορικά μυστικά έχουν μεγάλο κόστος, ενώ σε κάθε περίπτωση οδηγούν σε ένα καθεστώς υποκατασκευαστή, παρά παραγωγού, ενός μέρους μικρών τμημάτων.

Έτσι, τόσο η ΕΕ όσο και ο ΝΑΤΟϊκός προσανατολισμός των ενόπλων δυνάμεων αντικειμενικά περιορίζει σημαντικά τις δυνατότητες εγχώριας παραγωγής πολεμικού εξοπλισμού.

Για όλους αυτούς τους λόγους, ακόμα και το ζήτημα της εγχώριας παραγωγής πολεμικού εξοπλισμού δεν περιορίζεται στο ζήτημα της κρατικής ή ιδιωτικής ιδιοκτησίας της μίας ή της άλλης μονάδας παραγωγής. Αποτυπώνει τις γενικότερες δεσμεύσεις της χώρας, τις προτεραιότητες που προκρίνει το κεφάλαιο με βάση την κερδοφορία του, τη διαμόρφωση συγκεκριμένης παραγωγικής βάσης.

Τις προηγούμενες δεκαετίες, η συμμετοχή της εγχώριας βιομηχανίας στους πολεμικούς εξοπλισμούς συρρικνωνόταν ενώ η εγχώρια πολεμική βιομηχανία ήταν πρακτικά αποκλειστικά κρατική.

Η κρατική ΕΑΒ δεν οδήγησε σε τοπική συμπαραγωγή πολεμικών αεροσκαφών. Τα κρατικά ναυπηγεία πήραν σχετικά μικρό μερίδιο της παραγωγής πλοίων, που συρρικνώθηκε σταδιακά. Η κρατική ΠΥΡΚΑΛ πήρε μικρό μερίδιο της παραγωγής οπλικών συστημάτων, αν εξαιρέσει κανείς ορισμένα συστήματα σχετικά μικρής πολυπλοκότητας. Και αυτό συνέβη παρά τις μεγάλες τεχνικές δυνατότητες που είχαν και ως έναν βαθμό έχουν οι εν λόγω παραγωγικές μονάδες.

Η εξήγηση είναι λίγο-πολύ προφανής, με βάση τα παραπάνω.

Η ένταξη σε ΕΕ και ΝΑΤΟ και οι σκληρές δεσμεύσεις που φέρνουν, οι αγορές εξοπλισμού για χρήσεις που αφορούν τις ανάγκες του ΝΑΤΟ και απαιτούν αντίστοιχες παραγωγικές ικανότητες, η εμπορευματική λειτουργία του πολεμικού εξοπλισμού, η έντονη ανισομετρία στην καπιταλιστική παραγωγή και η σχετικά μικρότερη σε ένταση παραγωγή μέσων παραγωγής, είναι παράγοντες που στις σημερινές συνθήκες καθιστούν λίγο-πολύ αδύνατη την εγχώρια καθετοποιημένη παραγωγή πολεμικού εξοπλισμού, από κρατική είτε από ιδιωτική εταιρία.

Η Κοινή Πολιτική Άμυνας της ΕΕ θα οδηγήσει σε αντιδράσεις και πιθανώς σε πρόστιμα, αν μια ελληνική κυβέρνηση αποφάσιζε να πριμοδοτήσει ένα εγχώριο κρατικό ναυπηγείο, ενώ οι ΝΑΤΟϊκές δεσμεύσεις καθιστούν τον εγχώριο σχεδιασμό και την εγχώρια παραγωγή έως και αδύνατη.

Η διαπίστωση αυτή δεν είναι τίποτε άλλο, σε τελευταία ανάλυση, παρά συγκεκριμενοποίηση της γενικής διαπίστωσης για το ρόλο του αστικού κράτους στην καπιταλιστική ανάπτυξη.

Ρόλος του είναι να στηρίζει την καπιταλιστική κερδοφορία, να συμβάλλει στο να υλοποιείται ο αστικός σχεδιασμός για την καπιταλιστική ανάπτυξη, να ενισχύει τους κλάδους που το κεφάλαιο έχει οριοθετήσει ως κλάδους μεγάλου ενδιαφέροντος γιατί αποδίδουν μεγαλύτερο ποσοστό κέρδους.

Στις σημερινές συνθήκες, η αστική πολιτική ενδιαφέρεται περισσότερο για να πριμοδοτήσει το τρίπτυχο τουρισμός - κόμβος μεταφοράς ενέργειας & εμπορευμάτων - εξαγωγές αγροτικών προϊόντων, παρά την παραγωγή σύνθετων μέσων παραγωγής. Και αυτό εκφράζεται τελικά και στην παραγωγή πολεμικού υλικού, που από τη φύση του είναι σύνθετο και υψηλής τεχνογνωσίας.

Η κατάσταση αυτή τελικά παράγει και συγκεκριμένα αποτελέσματα διαπάλης σχετικά με τους πολεμικούς εξοπλισμούς.

Η διαπάλη ανάμεσα σε μερίδες του κεφαλαίου αφορά σε σημαντικό βαθμό διαπάλη για το είδος και τον προμηθευτή των οπλικών συστημάτων που θα αγοραστούν από τους μεγάλους κατασκευαστές του εξωτερικού, και συχνά συνδέεται ακόμα και με ταπεινά «κέρδη» των παραγόντων που εμπλέκονται.

Την ίδια στιγμή, φυσικά, ενυπάρχει και διαπάλη για το μέγεθος της πίτας που θα λάβει το εγχώριο κεφάλαιο. Οι θέσεις του ΣΕΚΠΥ αποτυπώνουν αυτούς τους προβληματισμούς.

Αυτή η πλευρά πρέπει να συνδεθεί με τη φάση της καπιταλιστικής παραγωγής και κυρίως της διαχείρισης που διανύουμε. Την τελευταία περίοδο, η Ελλάδα μαζί με την ΕΕ προχώρησε σε ένα μεγάλης κλίμακας πακέτο χρηματοδότησης της καπιταλιστικής ανάπτυξης, που ξεκίνησε ως πακέτο πράσινης μετάβασης, στη συνέχεια μπλέχτηκε και με τη λεγόμενη «πανδημική κρίση» και τροφοδοτήθηκε σε μεγάλο βαθμό από φθηνό ευρωπαϊκό χρήμα, δανεικό και πληθωριστικό.

Το άφθονο κρατικό χρήμα είναι άλλωστε και η βάση που επέτρεψε τη μεγάλη αύξηση των κρατικών δαπανών στον τομέα των πολεμικών εξοπλισμών. Παράγει όμως διαπάλη στο εσωτερικό της αστικής τάξης για την κατανομή του. Οι έντονες συζητήσεις για το ύψος και την κατανομή των πόρων που κατευθύνονται στις πολεμικές προμήθειες τελικά εκφράζει, έμμεσα και συγκαλυμμένα, διαπάλη για τους πόρους του ταμείου μετάβασης.

 

ΚΑΠΙΤΑΛΙΣΤΙΚΗ ΑΝΑΠΤΥΞΗ ΚΑΙ ΠΟΛΕΜΙΚΗ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΑ

Όλα τα παραπάνω μπορούν πλέον να εξηγήσουν την κατάσταση στην εγχώρια πολεμική βιομηχανία, και στους πολεμικούς εξοπλισμούς, ως απότοκο της καπιταλιστικής ανάπτυξης και της ένταξης της χώρας στην ΕΕ και στο ΝΑΤΟ.

Το είδος των εξοπλισμών που προμηθεύεται η χώρα δεν είναι τυχαίο, αλλά αντανακλά τις ανάγκες του ΝΑΤΟ και των σχεδιασμών του. Η πορεία της πολεμικής βιομηχανίας πρέπει να ιδωθεί σε συνάρτηση με την πολιτική της ΕΕ για την κοινή αγορά και στην άμυνα, με την ανισομετρία της καπιταλιστικής ανάπτυξης, με τις κλαδικές προτεραιότητες της αστικής τάξης. Οι επενδύσεις σε πολεμικές βιομηχανίες αντανακλούν επίσης ΝΑΤΟϊκούς σχεδιασμούς για ανάγκη βάσεων υποστήριξης. Παράλληλα, η διαπάλη μεταξύ των ομίλων για τις κρατικές προμήθειες είναι υπόβαθρο των τοποθετήσεων για περισσότερη εγχώρια συμμετοχή της πολεμικής βιομηχανίας στις σχετικές δαπάνες.

Η κατάσταση της εγχώριας πολεμικής βιομηχανίας, η υποαξιοποίηση των δυνατοτήτων, η αξιοποίησή της αποκλειστικά ως «υποκατασκευαστή» δεν οφείλεται σε έλλειψη συνεκτικού σχεδίου ή σε κακοδιαχείριση. Είναι το νομοτελειακό αποτέλεσμα της εγχώριας καπιταλιστικής ανάπτυξης, της συμμετοχής της χώρας σε ιμπεριαλιστικές συμμαχίες και των δεσμεύσεων που απορρέουν από αυτές.

Το ίδιο φαινόμενο είναι αυτό που εξηγεί και τις εργασιακές σχέσεις στον κλάδο της πολεμικής βιομηχανίας και την κατάσταση της εργατικής τάξης του κλάδου.

Εδώ διαπλέκονται πολλές επιμέρους επιδράσεις.

Από τη μία, η ανάγκη μεγαλύτερης κερδοφορίας οδηγεί σε επίθεση στα εργατικά δικαιώματα, σε κύματα απολύσεων, σε ελαστικές σχέσεις εργασίας. Πρόκειται για μια εξέλιξη που πραγματοποιείται με πολλούς διαφορετικούς τρόπος, ορισμένες φορές μετά από «πακέτα διάσωσης» των επιχειρήσεων, ή από εξαγορές. Το δεδομένο είναι πάντως πως η καπιταλιστική κερδοφορία απαιτεί μεγαλύτερη εκμετάλλευση.

Από την άλλη, η ειδική φύση του κλάδου έχει το ανάποδο αποτέλεσμα. Πρόκειται για έναν κλάδο με ειδικά χαρακτηριστικά μονοπώλησης, επιτρέποντας ορισμένες φορές υπερκέρδη που με τη σειρά τους οδηγούν σε μια κατάσταση εργατικής αριστοκρατίας. Αυτή η οικονομική βάση επιτρέπει σε τμήματα των εργαζόμενων στον κλάδο να μην ασχολούνται με το τελικό αντικείμενο της εργασίας τους, την παραγωγή όπλων, που στις συνθήκες του μονοπωλιακού καπιταλισμού χρησιμοποιούνται για υλοποίηση δολοφονικών σχεδιασμών.

Συχνά συνυπάρχουν και οι δύο πλευρές, δημιουργώντας έναν πολύπλοκο καμβά διαμόρφωσης της συνείδησης της εργατικής τάξης στον κλάδο.

 

Η ΑΜΥΝΤΙΚΗ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΑ ΤΟΥ ΣΟΣΙΑΛΙΣΜΟΥ

Στις σημερινές συνθήκες, οι μεγάλες δυνατότητες της εγχώριας βιομηχανίας και οι τεράστιες δυνητικές δυνατότητες υποαξιοποιούνται συστηματικά, συνθλίβονται κάτω από το βάρος της ανισόμετρης καπιταλιστικής ανάπτυξης, της συμμετοχής της χώρας στην ΕΕ και στο ΝΑΤΟ.

Αυτές οι τεράστιες δυνατότητες ανάπτυξης της εγχώριας αμυντικής βιομηχανίας μπορούν να γίνουν πραγματικότητα μόνο με το ριζικά διαφορετικό δρόμο ανάπτυξης της εργατικής εξουσίας, του σοσιαλισμού, στο δρόμο ανάπτυξης με το λαό στην εξουσία, με κοινωνικοποίηση του συνόλου των συγκεντρωμένων μέσων παραγωγής, στην οργάνωση παραγωγής με επιστημονικό κεντρικό σχεδιασμό, με εργατικό έλεγχο, για να διορθώνονται υποκειμενικές αδυναμίες και λάθη. Σε αυτές τις συνθήκες η δυνατότητα παραγωγής αμυντικού πλέον εξοπλισμού αποκτά πολύ μεγάλη σημασία και για οικονομικούς και για πολιτικούς λόγους.

Πρώτα και κύρια οι ένοπλες δυνάμεις και τα όπλα έχουν ριζικά διαφορετικό χαρακτήρα σε συνθήκες σοσιαλισμού, και αυτό μπορεί να ακούγεται περίεργο σε πρώτη ανάγνωση, ωστόσο αν το σκεφτεί κανείς με μεγαλύτερη ακρίβεια θα καταλάβει ότι τα όπλα στο σοσιαλισμό έχουν πλέον αμυντικό χαρακτήρα. Πόλος τους είναι η διασφάλιση της άμυνας του εργατικού κράτους, η διασφάλιση της κυριαρχίας των εργατών απέναντι στον εξωτερικό αλλά και στον εσωτερικό αντίπαλο. Πλέον, η αμυντική βιομηχανία έχει θετικό αποτύπωμα στην κοινωνία, ενώ η αμυντική βιομηχανία και η ανάπτυξή της παίζει καταλυτικό ρόλο στην ίδια την ανάπτυξη συνολικά της βιομηχανικής παραγωγής και της σοσιαλιστικής οικονομίας.

Πρώτα και κύρια σε επίπεδο σχεδιασμού έρευνας και ανάπτυξης. Τα σύνθετα μηχανήματα που απαρτίζουν τα οπλικά συστήματα απαιτούν μεγάλη επιστημονική εξειδίκευση, και εδώ η σύμπραξη της αμυντικής βιομηχανίας με τους φορείς της έρευνας με τα πανεπιστήμια και τα ερευνητικά ιδρύματα, μέσα από τον επιστημονικό κεντρικό σχεδιασμό, μπορεί να είναι αμοιβαία επωφελής και για τους δύο από τους πυλώνες.

Κυρίως όμως τα προϊόντα της αμυντικής βιομηχανίας από τη φύση τους έχουν διττό χαρακτήρα. Πολλά από τα οπλικά συστήματα έχουν και άλλες έμμεσες, συχνά και άμεσες πολιτικές χρήσεις: Οι μέθοδοι και οι γραμμές παραγωγής αρμάτων μάχης δεν απέχουν πολύ από τις μεθόδους και τις γραμμές παραγωγής βαρέων αγροτικών οχημάτων, τα φορτηγά του στρατού και τα φορτηγά πολιτικής χρήσης έχουν κοινές κατασκευαστικές αρχές. Τα ναυπηγεία παράγουν είτε πολεμικά πλοία είτε πλοία για εμπορικές χρήσεις, ενώ ακόμα και τα σύνθετα ηλεκτρονικά συστήματα μπορούν να αξιοποιηθούν για να λύσουμε ανάγκες της σύγχρονης κοινωνικής παραγωγής. Έτσι λοιπόν, η ανάπτυξη της αμυντικής βιομηχανίας μπορεί να συμβάλει, να αποτελέσει κεντρικό πυλώνα στην ανάπτυξη συνολικά της βιομηχανικής παραγωγής

Το παράδειγμα της Σοβιετικής Ένωσης για την ανάπτυξη της αμυντικής βιομηχανίας του σοσιαλισμού είναι χαρακτηριστικό. Εκεί φάνηκε και ο διττός χαρακτήρας του αμυντικού εξοπλισμού και ο καταλυτικός ρόλος στην ανάπτυξη της κοινωνικής παραγωγής στο σύνολό της. Θα ήταν αδύνατη η νίκη της Σοβιετικής Ένωσης στο Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, αν δεν είχε καταφέρει να αλλάξει τη βιομηχανική παραγωγή σε παραγωγή βαρέων στρατιωτικών μέσων, και την ίδια στιγμή η θεαματική ανάπτυξη της βιομηχανικής παραγωγής μετά τον πόλεμο σχετιζόταν και με τις μεγάλες επιτυχίες που είχε η βιομηχανική αμυντική παραγωγή την περίοδο 1935-45. Αν, δε, πάει κανείς το ρολόι της Ιστορίας λίγο πιο μετά, θα δει πώς, με πολύ μεγάλη ταχύτητα, ανακαλύψεις και εφευρέσεις που σχετίζονται με την αμυντική παραγωγή άλλαξαν ουσιωδώς τη ζωή των Σοβιετικών πολιτών τις επόμενες δεκαετίες, όπως τα αεριωθούμενα αεροσκάφη που προέκυψαν από την ανάπτυξη της στρατιωτικής έρευνας, η αξιοποίηση δορυφορικών υποδομών για πολιτικές επικοινωνίες, για μετεωρολογικές προβλέψεις κ.ά., τα νέα υλικά που αξιοποιήθηκαν στην παραγωγή στο σύνολό της, οι υπολογιστές –και τα παραδείγματα είναι πολλαπλά.

Αυτή είναι και η ουσιαστική πρόταση του ΚΚΕ για την ανάπτυξη της αμυντικής βιομηχανίας της σοσιαλιστικής Ελλάδας των επόμενων ετών. Αναδεικνύουμε ότι η σημερινή σημαντική υφιστάμενη παραγωγική βάση υποαξιοποιείται συστηματικά. Σήμερα, η υφιστάμενη πολεμική βιομηχανία έχει σημαντικές ικανότητες σύνθετων οπλικών συστημάτων. Η ενοποίηση όλων των παραγωγικών μονάδων κάτω από τον επιστημονικό κεντρικό σχεδιασμό της οικονομίας και η παραγωγική διασύνδεσή τους με την υπόλοιπη παραγωγική δομή που διαθέτει η ελληνική βιομηχανία θα πολλαπλασιάσει τις παραγωγικές ικανότητες της αμυντικής βιομηχανίας του σοσιαλιστικού μέλλοντος, δίνοντας επίσης τροφή στην ανάπτυξη της βιομηχανίας συνολικά. Η διασύνδεση με την παραγωγή ανοξείδωτου χάλυβα από τη ΛΑΡΚΟ, η ενίσχυση της καθετοποιημένης παραγωγής αλουμινίου, η περαιτέρω ανάπτυξη των βιομηχανικών μονάδων που υπάρχουν και παράγουν μια σειρά από μηχανολογικά αντικείμενα σήμερα, η διασύνδεση με τη βιομηχανία λογισμικού και παραγωγής ηλεκτρονικού εξοπλισμού, η ενοποίηση όλων αυτών με σύγχρονα πληροφοριακά μέσα και συστήματα αισθητήρων, δείχνουν πως η αμυντική βιομηχανία του σοσιαλισμού, του επιστημονικού κεντρικού σχεδιασμού, θα μπορούσε να παράγει έναν πολύ μεγάλο όγκο οπλικών συστημάτων.

Παράλληλα, οι μονάδες αυτές θα μπορούσαν να αξιοποιηθούν για την παραγωγή σύγχρονων αγροτικών μηχανημάτων, σύγχρονων μεταφορικών μέσων, συγχρόνων συστημάτων επικοινωνίας, καθιστώντας την αμυντική βιομηχανία ουσιαστικό πυλώνα για την περαιτέρω ανάπτυξη συνολικά της βιομηχανικής παραγωγής στη χώρα.

Σήμερα υπάρχει επιτακτική ανάγκη να αντιμετωπίσουμε τα ουσιαστικά προβλήματα που υπάρχουν μέσα στον κλάδο της πολεμικής βιομηχανίας. Πρώτα και κύρια να εντείνουμε την ιδεολογική διαπάλη. Να εξηγήσουμε ότι η σημερινή κατάσταση τέλματος δεν είναι μονόδρομος, αλλά αποτυπώνει το χαρακτήρα των καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής. Να εξηγήσουμε ότι η υπόκλιση στους στρατηγικούς σχεδιασμούς του ΝΑΤΟ, ακόμα και αν μπορεί να φαίνεται τουλάχιστον βραχυπρόθεσμα ότι έχει θετικό οικονομικό αντίκτυπο σε κάποιους εργαζόμενους, έχει δραστικά αρνητικές συνέπειες, τόσο γιατί εμπλέκει άμεσα τη χώρα και τις δομές αυτές στον πόλεμο, καθιστώντας τες άμεσο στόχο, όσο και γιατί, όταν σταματήσει να υπάρχει αυτή η ανάγκη των μονάδων αυτών για στρατιωτική χρήση, απλά θα απαξιωθούν με πολύ μεγάλη ταχύτητα. Η ιδεολογική διαπάλη σήμερα οφείλει να φωτίζει τις τεράστιες δυνατότητες της αμυντικής σοσιαλιστικής παραγωγής σε αντιδιαστολή με την αθλιότητα του καπιταλισμού.

Την ίδια στιγμή, οι εργαζόμενοι μέσα στους χώρους δουλειάς οφείλουν να κλιμακώσουν την πάλη τους με την εργοδοσία, την κυβέρνηση και το κράτος, να απαιτήσουν συλλογικές συμβάσεις εργασίας που να αποτυπώνουν τη δυσκολία και την επικινδυνότητα των σύνθετων εργασιών που γίνονται μέσα σε αυτούς τους κλάδους, να αντισταθούν στο νέο γύρο επίθεσης, μέσα από τις ιδιωτικοποιήσεις και τις αλλαγές στις συμβάσεις που ακολουθούν όλα τα προγράμματα διάσωσης.

Αυτοί οι αγώνες του σήμερα, η πολύπλοκη και σύνθετη ιδεολογική, πολιτική και οικονομική πάλη των εργαζόμενων σήμερα, με τους κομμουνιστές επικεφαλής, είναι μονόδρομος τόσο για να καθυστερήσει η επίθεση, όσο και για ν’ ανοίξει ο δρόμος της αντεπίθεσης.

 


ΣημειώσειςΣημειώσεις

* Κείμενο του Γρηγόρη Λιονή, μέλους της ΚΕ του ΚΚΕ και επικεφαλής του Τμήματος Οικονομίας, βασισμένο σε ομιλία του στην εκδήλωση που διοργάνωσε η Τομεακή Οργάνωση Μετάλλου της ΚΟ Αττικής του ΚΚΕ, στις 27.4.2023.