Αρκεί λοιπόν μια κρατική πολεμική βιομηχανία, με αυξημένες κρατικές δαπάνες, για να στρέψει την πολεμική βιομηχανία σε φιλολαϊκή κατεύθυνση;
Η απάντηση στο ερώτημα αυτό δεν μπορεί παρά ξεκινήσει από το στρατηγικό χαρακτήρα που έχει η πολεμική βιομηχανία στον καπιταλισμό.
Πρώτα-πρώτα η πολεμική βιομηχανία παράγει τα όπλα, τα εργαλεία που χρησιμοποιεί το κράτος –ως τυπικό μονοπώλιο– για να ασκεί τη βία που απαιτεί η ίδια η αστική εξουσία. Ο στρατός και οι ένοπλες δυνάμεις έχουν ρόλο, χαρακτήρα και προσανατολισμό που καθορίζεται από την εξουσία την οποία υπηρετούν.
Ύστερα, η πολεμική βιομηχανία έχει μεγάλη οικονομική σημασία ως μεγάλη κρατική αγορά, ως βιομηχανία με σημασία στην παραγωγή νέων τεχνολογιών.
Τέλος, η πολιτική της πολεμικής βιομηχανίας υπηρετεί τη γενική αστική πολιτική. Ευθυγραμμίζεται με τις επιδιώξεις, τις ανάγκες και τους σχεδιασμούς της αστικής τάξης.
Οι γενικές αυτές διαπιστώσεις αρκούν για να φωτίσουν πως από τη φύση της η πολεμική βιομηχανία στον καπιταλισμό δεν μπορεί παρά να είναι αντιλαϊκή, αντιδραστική, να διαπνέεται, και μάλιστα άμεσα, από τις πιο εμφανείς εκφράσεις της αστικής εξουσίας, αφού συνδέεται με την καταστολή απ’ το κράτος του κεφαλαίου και τον ιμπεριαλιστικό πόλεμο. Σε τελευταία ανάλυση, ο χαρακτήρας του στρατού και της πολεμικής του βιομηχανίας αποτυπώνουν το σάπιο, αντιδραστικό χαρακτήρα της αστικής εξουσίας, με άμεσο και πιο αποκαλυπτικό τρόπο.
Γι’ αυτό, ο φιλολαϊκός χαρακτήρας της πολεμικής βιομηχανίας δε συνδέεται με το πόσο κρατική θα είναι ή με το πόσο εγχώριες θα είναι οι δαπάνες της. Συνδέεται με το ρόλο και την αποστολή του κράτους μέσα στο οποίο βρίσκεται.
Πέραν αυτού, η πραγματικότητα φωτίζει πως οι επιδιώξεις για περισσότερο εγχώρια και περισσότερο κρατική πολεμική βιομηχανία δεν συμβαδίζουν με τις στρατηγικές επιλογές της αστικής τάξης, με τις ανάγκες της εγχώριας καπιταλιστικής οικονομίας.
Η στρατηγικής σημασίας επιλογή της ΕΕ για την αστική τάξη, ήδη από τα γεννοφάσκια της, πρακτικά ισοδυναμούσε με αποδοχή των απαγορεύσεων και των περιορισμών, τις απαγορεύσεις σε κρατικές επενδύσεις στη βιομηχανία σιδήρου και χάλυβα.
Θυμίζουμε πως η ΛΑΡΚΟ πρακτικά οδηγήθηκε σε πτώχευση αξιοποιώντας αυτές τις ρυθμίσεις.
Οι επενδύσεις στην άμυνα αρχικά εξαιρούνταν από τις συγκεκριμένες κρατικές ρυθμίσεις, επιτρέποντας στα κράτη-μέλη της τώρα ΕΕ να προβαίνουν σε αγορές από εγχώριες επιχειρήσεις για λόγους άμυνας. Πρόκειται για το περιβόητο άρθρο 296 της Συνθήκης της Ένωσης.
Οι φωνές που στηρίζουν μια τάχα ισχυρή αμυντική βιομηχανία επικαλούνται ακριβώς αυτό το άρθρο.
Υποστηρίζουν ότι το άρθρο αυτό επιτρέπει στην Ελλάδα να χρηματοδοτεί έμμεσα την εγχώρια πολεμική βιομηχανία και πως μπορεί να χρησιμοποιηθεί σα μηχανισμός «υπέρβασης» των δεσμεύσεων της ΕΕ, αφού πρακτικά το άρθρο εισάγει εξαιρέσεις από την Κοινή Αγορά.
Θυμίζουμε φυσικά πως η εγχώρια συμμετοχή στις αμυντικές δαπάνες ήταν εξαιρετικά χαμηλή από το 1980 και μετά. Τα τεράστια ποσά που δαπάνησαν όλες οι αστικές κυβερνήσεις για εξοπλισμούς δε μεταφράστηκαν, παρά σε μικρό ποσοστό, σε σχετικά εγχώρια παραγωγή.
Την τελευταία 15ετία μάλιστα, η ΕΕ έχει «ανακρούσει» πρύμναν σε σχέση με το πεδίο εφαρμογής του άρθρου 296. Συγκριμένα, η ευρωπαϊκή πολιτική για την αμυντική βιομηχανία πρακτικά προσανατολίζει διαφορετικά. Βάζει σαν κεντρικό στόχο τη διαμόρφωση Ευρωπαίων πρωταθλητών στην παραγωγή πολεμικού υλικού, που να μπορούν να ανταγωνιστούν τους αντίστοιχους αμερικανικούς ομίλους και άλλους.
Ουσιαστικά, η ΕΕ προχώρησε στη δημιουργία μιας Κοινής Ευρωπαϊκής Αγοράς Άμυνας με μια σειρά από οδηγίες που σε νομοθετικό επίπεδο δεσμεύουν αποφασιστικά το πεδίο εφαρμογής της εν λόγω οδηγίας. Η ανάγκη αυτή έχει τόσο οικονομικά χαρακτηριστικά, αφού στη διεθνή αγορά απαιτείται μεγάλο μέγεθος, όσο και στρατιωτικά. Ειδικότερα, η ανάγκη της ΕΕ για διαμόρφωση αυτοτελούς πολιτικής άμυνας περνά μέσα από την ύπαρξη ισχυρής βιομηχανίας σε ευρωπαϊκό επίπεδο.
Έτσι, η πολιτική της ΕΕ προσανατολίζει διαφορετικά και δεσμεύει την πολιτική των κρατών-μελών. Ο σταδιακός τυπικός περιορισμός του πεδίου εφαρμογής του άρθρου 296 ουσιαστικά φωτίζει αυτήν την τάση.
Παράλληλα, η οργανική ένταξη της χώρας στο ΝΑΤΟ, πέραν της επίδρασής της στο είδος και στις ποσότητες του εξοπλισμού που προμηθεύονται οι ένοπλες δυνάμεις, επηρεάζει ουσιωδώς και τις εγχώριες δυνατότητες παραγωγής αμυντικού-πολεμικού υλικού.
Η ένταξη στο ΝΑΤΟ σημαίνει χρήση συγκεκριμένων οπλικών συστημάτων που πρέπει να λειτουργούν με έναν ενιαίο τρόπο, συγκεκριμένες προδιαγραφές στα πυρομαχικά, στα εφόδια, στους εξοπλισμούς. Από το χρώμα των οχημάτων και των στολών, μέχρι τις προδιαγραφές ηλεκτρονικού πολέμου των αεροπορικών ραντάρ, το πολεμικό υλικό οφείλει να ικανοποιεί συγκεκριμένες προδιαγραφές.
Προδιαγραφές που, ακόμα κι αν έχουν αυστηρά τεχνικό χαρακτήρα, υπάρχουν για να αντιμετωπίζουν τις ανάγκες χρήσης του εξοπλισμού σε όλο το φάσμα συνθηκών που απαιτεί το ΝΑΤΟ, ενώ ορισμένες φορές έχουν περισσότερο κανονιστικό παρά τεχνικό χαρακτήρα.
Ωστόσο, η ύπαρξή τους περιορίζει ακόμα περισσότερο τις δυνατότητες παραγωγής υλικού εγχώρια, αφού οι πιστοποιήσεις, η τεχνογνωσία, τα εμπορικά μυστικά έχουν μεγάλο κόστος, ενώ σε κάθε περίπτωση οδηγούν σε ένα καθεστώς υποκατασκευαστή, παρά παραγωγού, ενός μέρους μικρών τμημάτων.
Έτσι, τόσο η ΕΕ όσο και ο ΝΑΤΟϊκός προσανατολισμός των ενόπλων δυνάμεων αντικειμενικά περιορίζει σημαντικά τις δυνατότητες εγχώριας παραγωγής πολεμικού εξοπλισμού.
Για όλους αυτούς τους λόγους, ακόμα και το ζήτημα της εγχώριας παραγωγής πολεμικού εξοπλισμού δεν περιορίζεται στο ζήτημα της κρατικής ή ιδιωτικής ιδιοκτησίας της μίας ή της άλλης μονάδας παραγωγής. Αποτυπώνει τις γενικότερες δεσμεύσεις της χώρας, τις προτεραιότητες που προκρίνει το κεφάλαιο με βάση την κερδοφορία του, τη διαμόρφωση συγκεκριμένης παραγωγικής βάσης.
Τις προηγούμενες δεκαετίες, η συμμετοχή της εγχώριας βιομηχανίας στους πολεμικούς εξοπλισμούς συρρικνωνόταν ενώ η εγχώρια πολεμική βιομηχανία ήταν πρακτικά αποκλειστικά κρατική.
Η κρατική ΕΑΒ δεν οδήγησε σε τοπική συμπαραγωγή πολεμικών αεροσκαφών. Τα κρατικά ναυπηγεία πήραν σχετικά μικρό μερίδιο της παραγωγής πλοίων, που συρρικνώθηκε σταδιακά. Η κρατική ΠΥΡΚΑΛ πήρε μικρό μερίδιο της παραγωγής οπλικών συστημάτων, αν εξαιρέσει κανείς ορισμένα συστήματα σχετικά μικρής πολυπλοκότητας. Και αυτό συνέβη παρά τις μεγάλες τεχνικές δυνατότητες που είχαν και ως έναν βαθμό έχουν οι εν λόγω παραγωγικές μονάδες.
Η εξήγηση είναι λίγο-πολύ προφανής, με βάση τα παραπάνω.
Η ένταξη σε ΕΕ και ΝΑΤΟ και οι σκληρές δεσμεύσεις που φέρνουν, οι αγορές εξοπλισμού για χρήσεις που αφορούν τις ανάγκες του ΝΑΤΟ και απαιτούν αντίστοιχες παραγωγικές ικανότητες, η εμπορευματική λειτουργία του πολεμικού εξοπλισμού, η έντονη ανισομετρία στην καπιταλιστική παραγωγή και η σχετικά μικρότερη σε ένταση παραγωγή μέσων παραγωγής, είναι παράγοντες που στις σημερινές συνθήκες καθιστούν λίγο-πολύ αδύνατη την εγχώρια καθετοποιημένη παραγωγή πολεμικού εξοπλισμού, από κρατική είτε από ιδιωτική εταιρία.
Η Κοινή Πολιτική Άμυνας της ΕΕ θα οδηγήσει σε αντιδράσεις και πιθανώς σε πρόστιμα, αν μια ελληνική κυβέρνηση αποφάσιζε να πριμοδοτήσει ένα εγχώριο κρατικό ναυπηγείο, ενώ οι ΝΑΤΟϊκές δεσμεύσεις καθιστούν τον εγχώριο σχεδιασμό και την εγχώρια παραγωγή έως και αδύνατη.
Η διαπίστωση αυτή δεν είναι τίποτε άλλο, σε τελευταία ανάλυση, παρά συγκεκριμενοποίηση της γενικής διαπίστωσης για το ρόλο του αστικού κράτους στην καπιταλιστική ανάπτυξη.
Ρόλος του είναι να στηρίζει την καπιταλιστική κερδοφορία, να συμβάλλει στο να υλοποιείται ο αστικός σχεδιασμός για την καπιταλιστική ανάπτυξη, να ενισχύει τους κλάδους που το κεφάλαιο έχει οριοθετήσει ως κλάδους μεγάλου ενδιαφέροντος γιατί αποδίδουν μεγαλύτερο ποσοστό κέρδους.
Στις σημερινές συνθήκες, η αστική πολιτική ενδιαφέρεται περισσότερο για να πριμοδοτήσει το τρίπτυχο τουρισμός - κόμβος μεταφοράς ενέργειας & εμπορευμάτων - εξαγωγές αγροτικών προϊόντων, παρά την παραγωγή σύνθετων μέσων παραγωγής. Και αυτό εκφράζεται τελικά και στην παραγωγή πολεμικού υλικού, που από τη φύση του είναι σύνθετο και υψηλής τεχνογνωσίας.
Η κατάσταση αυτή τελικά παράγει και συγκεκριμένα αποτελέσματα διαπάλης σχετικά με τους πολεμικούς εξοπλισμούς.
Η διαπάλη ανάμεσα σε μερίδες του κεφαλαίου αφορά σε σημαντικό βαθμό διαπάλη για το είδος και τον προμηθευτή των οπλικών συστημάτων που θα αγοραστούν από τους μεγάλους κατασκευαστές του εξωτερικού, και συχνά συνδέεται ακόμα και με ταπεινά «κέρδη» των παραγόντων που εμπλέκονται.
Την ίδια στιγμή, φυσικά, ενυπάρχει και διαπάλη για το μέγεθος της πίτας που θα λάβει το εγχώριο κεφάλαιο. Οι θέσεις του ΣΕΚΠΥ αποτυπώνουν αυτούς τους προβληματισμούς.
Αυτή η πλευρά πρέπει να συνδεθεί με τη φάση της καπιταλιστικής παραγωγής και κυρίως της διαχείρισης που διανύουμε. Την τελευταία περίοδο, η Ελλάδα μαζί με την ΕΕ προχώρησε σε ένα μεγάλης κλίμακας πακέτο χρηματοδότησης της καπιταλιστικής ανάπτυξης, που ξεκίνησε ως πακέτο πράσινης μετάβασης, στη συνέχεια μπλέχτηκε και με τη λεγόμενη «πανδημική κρίση» και τροφοδοτήθηκε σε μεγάλο βαθμό από φθηνό ευρωπαϊκό χρήμα, δανεικό και πληθωριστικό.
Το άφθονο κρατικό χρήμα είναι άλλωστε και η βάση που επέτρεψε τη μεγάλη αύξηση των κρατικών δαπανών στον τομέα των πολεμικών εξοπλισμών. Παράγει όμως διαπάλη στο εσωτερικό της αστικής τάξης για την κατανομή του. Οι έντονες συζητήσεις για το ύψος και την κατανομή των πόρων που κατευθύνονται στις πολεμικές προμήθειες τελικά εκφράζει, έμμεσα και συγκαλυμμένα, διαπάλη για τους πόρους του ταμείου μετάβασης.