Οι εξελίξεις στο ΠΑΣΟΚ/ΚΙΝΑΛ στο φόντο του πρόσφατου συνεδρίου του


της Ιδεολογικής Επιτροπής της ΚΕ του ΚΚΕ

Το ΠΑΣΟΚ/ΚΙΝΑΛ συνεχίζει να βρίσκεται σε μια μακρόχρονη πορεία προσδιορισμού του πολιτικού του στίγματος, η οποία περιοδικά σημαδεύεται από όξυνση των εσωκομματικών αντιπαραθέσεων. Αυτή η ενδοσκόπηση επηρεάζει και επηρεάζεται και από τις υπόλοιπες εξελίξεις στο αστικό πολιτικό σύστημα, ενώ σε αυτήν επιδρούν και μια σειρά από διεθνείς εξελίξεις.

Το Έκτακτο Συνέδριο του ΠΑΣΟΚ που έλαβε χώρα στις 23-24 Νοέμβρη 2019 στο Στάδιο Ειρήνης και Φιλίας1 αποτύπωσε την κατάσταση στο κόμμα, ενώ με τις αποφάσεις του προσδιόρισε το πλαίσιο μέσα στο οποίο θα κινηθεί το επόμενο διάστημα.

Το κείμενο που ακολουθεί περιλαμβάνει τρία μέρη: Το πρώτο μέρος κωδικοποιεί τις εξελίξεις γύρω από το πρόσφατο συνέδριο του ΠΑΣΟΚ. Το δεύτερο μέρος περιγράφει την επίδραση που έχει στις εξελίξεις στο ΠΑΣΟΚ ο ανταγωνισμός του με το ΣΥΡΙΖΑ εντός του ελληνικού σοσιαλδημοκρατικού χώρου. Το τρίτο μέρος προχωρά σε μια σύνοψη κάποιων βασικών τάσεων στη διεθνή σοσιαλδημοκρατία, με στόχο να εντοπίσει με ποιον τρόπο αυτές επηρεάζουν ή ενδέχεται να επηρεάσουν το ΠΑΣΟΚ.

Υπενθυμίζεται ότι για τις θέσεις του οικονομικού προγράμματος του ΚΙΝΑΛ έχουμε ήδη αναφερθεί αναλυτικά με σχετικό κείμενο (ΚΟΜΕΠ, τεύχ. 6/2018).

 

ΤΟ ΣΥΝΕΔΡΙΟ ΤΟΥ ΠΑΣΟΚ

Το Συνέδριο που έλαβε χώρα τον περασμένο Νοέμβρη είχε κηρυχτεί από τη Φ. Γεννηματά στα τέλη Οκτώβρη με σκοπό το ξεκαθάρισμα της εσωτερικής κατάστασης στο κόμμα και την αντιστροφή της «εσωστρέφειας». Το προηγούμενο διάστημα είχε οξυνθεί ιδιαίτερα η κριτική απέναντι σε επιλογές της Φ. Γεννηματά και κυρίως στη βασική επιλογή της για διατήρηση πιο διακριτών αποστάσεων τόσο από ΝΔ όσο και από 
ΣΥΡΙΖΑ. Αυτή η αμφισβήτηση των επιλογών της ηγεσίας εκφραζόταν τόσο στην ανοιχτή εκδήλωση ενδιαφέροντος για διεκδίκηση της ηγεσίας από τον Π. Γερουλάνο όσο και στη δημιουργία ομαδοποιήσεων που ανοιχτά συγκρούονται με τις επιλογές της ηγεσίας του ΠΑΣΟΚ, όπως η ίδρυση της «Κίνησης για το Δημοκρατικό Σοσιαλισμό της Κεντροαριστεράς» (γνωστής και ως «Κίνηση 81») υπό τον Στ. Μαλέλη2.

Το Συνέδριο πήρε σημαντικές καταστατικές αποφάσεις που σχετίζονται κυρίως με τις σχέσεις ΠΑΣΟΚ/ΚΙΝΑΛ.3 Ακριβώς λόγω του χαρακτήρα των αποφάσεων αυτών, απαιτείται καταρχάς –πριν τη «χαρτογράφηση» του ίδιου του συνεδρίου και την παρουσίαση των αποφάσεών του– μια σύντομη υπενθύμιση της ιστορίας του ίδιου του ΚΙΝΑΛ.

Το ΚΙΝΑΛ αποτελεί προϊόν της προσπάθειας προσαρμογής του 
ΠΑΣΟΚ στο πλαίσιο των νέων δεδομένων που δημιουργήθηκαν μετά από την πολύ μεγάλη φθορά του από την αντιλαϊκή διαχείριση της καπιταλιστικής κρίσης. Από αυτήν την οπτική γωνία –και παρά τις διαφορές– αποτελεί συνέχεια του πρώτου σχετικού εγχειρήματος, της δημιουργίας της εκλογικής συμμαχίας της «Δημοκρατικής Συμπαράταξης» (με πρωταγωνιστές τους Βενιζέλο, Βούλγαρη, Μουζέλη), η οποία είχε δημιουργηθεί για τις εκλογές του 2015 με βασικά κόμματα το ΠΑΣΟΚ και τη 
ΔΗΜΑΡ.4 Τον Ιούλη του 2017, η Φ. Γεννηματά ανακοίνωσε τη δημιουργία νέου φορέα της «Κεντροαριστεράς», ενώ το Ιδρυτικό Συνέδριο του ΚΙΝΑΛ έλαβε χώρα το Μάρτη του 2018. Εκτός από το ΠΑΣΟΚ και τη 
ΔΗΜΑΡ, το καλοκαίρι του 2017 προσχωρεί στη Δημοκρατική Συμπαράταξη –και κατ’ επέκταση στο μετέπειτα ΚΙΝΑΛ– και το «ΠΟΤΑΜΙ», ενώ σε αυτά συμμετείχαν και κάποια μικρότερα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα και κινήσεις. Από τα μέσα του 2018 αρχίζει η πορεία αποσύνθεσης του ΚΙΝΑΛ, με τη διαδοχική αποχώρηση μιας σειράς συνιστωσών του. Αρχικά, τον Ιούλη του 2018 αποχώρησε το ΠΟΤΑΜΙ και στις αρχές του 2019 αποχώρησε η ΔΗΜΑΡ5. Σήμερα, το μοναδικό κόμμα που συμμετέχει στο ΚΙΝΑΛ με κάποια εκλογική επιρροή είναι το ΠΑΣΟΚ (οι υπόλοιπες σοσιαλδημοκρατικές ομάδες δεν έχουν καμία ουσιαστική επιρροή ή οργανωτική δομή6), γεγονός που έπαιξε το δικό του ρόλο στις αποφάσεις του συνεδρίου.

Στις εσωκομματικές εκλογές του Νοέμβρη του 2017 είχαν συμμετάσχει πάνω από 210.000 ψηφοφόροι. Ωστόσο, αμέσως μετά από το συνέδριο, άρχισε η πορεία αποσύνθεσής του, η οποία αποτέλεσε και την επισφράγιση της εδραίωσης του ΣΥΡΙΖΑ ως βασικού φορέα της σοσιαλδημοκρατίας στην Ελλάδα, κάτι που από ορισμένους χρεώνεται στη Φ. Γεννηματά και τους χειρισμούς της.

Επιστρέφοντας στο συνέδριο του ΠΑΣΟΚ, θα αναφερθούμε αρχικά στη σύνθεσή του. Σε αυτό συμμετείχαν κυρίως υποστηρικτές της ηγετικής ομάδας, ενώ από την εσωκομματική αντιπολίτευση συμμετείχαν μόνο κάποια κεντρικά στελέχη, τη στιγμή που πολλά από τα αντιπολιτευόμενα στελέχη στα υψηλότερα και πιο ενδιάμεσα κομματικά όργανα αρνήθηκαν να συμμετάσχουν σε αυτό, παρά το ότι είχαν δικαίωμα συμμετοχής (όπως διαφαίνεται από τα στοιχεία της συμμετοχής που παρουσιάζονται στη συνέχεια). Επίσης, από τους τρεις πρώην προέδρους του 
ΠΑΣΟΚ που περιλάμβανε το ανοιχτό προσκλητήριο που απηύθυνε η Φώφη Γεννηματά –και συγκεκριμένα τους Κώστα Σημίτη, Γιώργο Παπανδρέου και Ευάγγελο Βενιζέλο– στο συνέδριο εμφανίστηκε μόνο ο πρώτος, ο οποίος είναι άλλωστε και ο μόνος ο οποίος δεν έχει αποχωρήσει ή διαγραφεί από το κόμμα. Ο Γ. Παπανδρέου απουσίασε λόγω παρουσίας του τις ίδιες μέρες σε συνάντηση πρώην ΥΠΕΞ στις Βρυξέλλες, ενώ ο Ευ. Βενιζέλος απάντησε αρνητικά στην πρόσκληση.

Όσον αφορά τα αντιμαχόμενα «στρατόπεδα» στο συνέδριο, επιβεβαιώθηκαν οι ομαδοποιήσεις της προηγούμενης περιόδου: Από τη μία, η Φώφη Γεννηματά μαζί με στελέχη όπως ο Χρ. Πρωτόπαπας, ο Κ. Σκανδαλίδης, ο Α. Λοβέρδος, και από την άλλη ο ευρωβουλευτής Νίκος Ανδρουλάκης και ο Παύλος Γερουλάνος.

Το κύριο ζήτημα που απασχολεί τις διεργασίες στο εσωτερικό του ΚΙΝΑΛ είναι ο ανταγωνισμός με το ΣΥΡΙΖΑ για την ηγεμονία στο χώρο της σοσιαλδημοκρατίας και το ενδεχόμενο πολιτικής συνεργασίας των δύο κομμάτων. Οι διεργασίες εντάθηκαν, καθώς προχωρά η μετάγγιση στελεχών του ΠΑΣΟΚ στο ΣΥΡΙΖΑ. Ωστόσο αυτή η αντιπαράθεση δεν εκφράστηκε με καθαρό τρόπο στο συνέδριο, όπου κυριάρχησε το οργανωτικό ζήτημα που σχετίζεται βέβαια με το μελλοντικό ρόλο του ΚΙΝΑΛ.

Η βασική απόφαση του συνεδρίου είναι η τροποποίηση του καταστατικού του, σύμφωνα με την οποία το ΠΑΣΟΚ και το ΚΙΝΑΛ συγχωνεύουν τις διάφορες πλευρές της λειτουργίας τους (όργανα, επιτροπές, μέλη), με το ΚΙΝΑΛ να είναι αυτό που θα αποτελεί από εδώ και πέρα τον επίσημο εκφραστή της «κεντροαριστερής παράταξης». Πλευρά αυτής της απόφασης είναι ότι ο πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ και ο πρόεδρος του ΚΙΝΑΛ ταυτίζονται, κάτι που πρακτικά σημαίνει ότι η ηγεσία της Φ. Γεννηματά επεκτείνεται αυτόματα μέχρι το 2021, οπότε και λήγει η θητεία της ως προέδρου του ΚΙΝΑΛ. Με αυτόν τον τρόπο κλείνει μέχρι τότε η συζήτηση περί αλλαγής ηγεσίας στο ΠΑΣΟΚ, την οποία έχει ζητήσει ο Π. Γερουλάνος δηλώνοντας ταυτόχρονα ανοιχτά τη διάθεσή του να την διεκδικήσει.

Στο επίκεντρο των τοποθετήσεων και των δύο «στρατοπέδων» ήταν το μέλλον του ΠΑΣΟΚ ως κόμματος μετά από την παραπάνω απόφαση, παρά το γεγονός ότι τυπικά το ΠΑΣΟΚ θα συνεχίσει την ύπαρξή του διατηρώντας τα σύμβολά του.

Η Φ. Γεννηματά σημείωσε ότι «το ΠΑΣΟΚ δεν πεθαίνει, θα συνεχίσει δυνατό μέσα από το Κίνημα Αλλαγής». Από την πλευρά του, ο Κ. Σκανδαλίδης σχολίασε, σε ένα άρθρο εκλαΐκευσης-στήριξης της απόφασης του συνεδρίου, τη νέα σχέση ΠΑΣΟΚ/ΚΙΝΑΛ ως εξής:

«Το ΠΑΣΟΚ, όντας ο βασικός κορμός του Κινήματος Αλλαγής, λειτουργεί με τα στελέχη του μέσα από τα όργανα του νέου φορέα, ο οποίος στο επόμενο χρονικό διάστημα θα ολοκληρώσει την οργανωτική και πολιτική του δομή. Το ΠΑΣΟΚ παραμένει ενεργό θεσμικά και οργανικά μέσα από τον πρόεδρο και το Εθνικό του Συμβούλιο, καθώς και την καταστατική του οργάνωση. Ούτε διαλύεται, ούτε καταργείται.»

Από την άλλη πλευρά, τώρα, ο Π. Γερουλάνος επιβεβαίωσε με τη στάση του στο συνέδριο ότι αποτελεί το τελευταίο διάστημα τον πιο φανερό αντίπαλο της Φ. Γεννηματά και της σημερινής πολιτικής κατεύθυνσης του ΠΑΣΟΚ. Το βασικό στοιχείο για το οποίο κατηγορεί την ηγεσία είναι ότι πορεύεται με βασικό στόχο την πλήρη –αν και σταδιακή, για να αμβλυνθούν οι αντιδράσεις– διάχυση του ΠΑΣΟΚ στο ΚΙΝΑΛ, με απώτερο στόχο την τυπική διάλυσή του. Στην ίδια κατεύθυνση, κατηγορεί την ηγεσία του ΠΑΣΟΚ ότι επιδιώκει το παραπάνω εγχείρημα με αντικαταστατικούς τρόπους, αμφισβητώντας ανοιχτά την απαρτία και την ισχύ των αποφάσεων του συνεδρίου, επικαλούμενος το γεγονός ότι ο αριθμός των συνέδρων που παρέλαβαν την κάρτα τους και συμμετείχαν στο συνέδριο ήταν 1.230, ενώ η απαρτία προϋπέθετε τουλάχιστον το 50% των 4.200 που είχαν δικαίωμα συμμετοχής σε αυτό. Επίσης, παρουσίασε ένα ψήφισμα το οποίο, σύμφωνα με τον ίδιο, περιλαμβάνει «2.000 φωνές που λένε “φτάνει πια”». Στην τοποθέτησή του ανέφερε χαρακτηριστικά:

«Μας ζητούν να θάψουμε το ΠΑΣΟΚ. Όχι στο χώμα. Σα μικρή σφραγίδα στο συρτάρι ενός λογιστή. Όχι σ’ ένα μεγάλο, τακτικό, ανοιχτό, δημοκρατικό συνέδριο. Με εκλεγμένους συνέδρους. Με προσυνεδριακό διάλογο. Με πραγματικό συνεδριακό διάλογο. Με απαρτία και νομιμοποίηση. Αλλά σε ένα συνέδριο “παρωδία” (...) Ποτέ στη ζωή σας, πουθενά στον κόσμο, δε θα αντιμετωπίσετε μεγαλύτερο χάσμα μεταξύ κομματικής ηγεσίας και κοινωνίας από αυτό που βλέπετε εδώ σήμερα. Και όταν υπάρχει τέτοιο χάσμα μεταξύ ηγεσίας και κοινωνίας, η σφραγιδοποίηση είναι το πρώτο βήμα για το οριστικό κλείσιμο. Χωρίς το ΠΑΣΟΚ, το Κίνημα Αλλαγής μπαίνει με σιγουριά στις όχθες που χάραξε το ΠΟΤΑΜΙ. Γι’ αυτό, το πέμπτο που χρειάζεται να κάνουμε, αν θέλουμε να κλείσουμε το χάσμα, είναι να αλλάξουμε ηγεσία.»

Ο Π. Γερουλάνος συμπύκνωσε προς τους συνέδρους ως εξής το δίλημμα της ψήφου τους στο συνέδριο:

«(...) σήμερα σας ζητούν να θάψετε το ΠΑΣΟΚ. Ψηφίστε ό,τι θέλετε. Άλλωστε δεν έχετε απαρτία. Άλλωστε ό,τι και να θάψετε εδώ μέσα σήμερα θα αναστηθεί εκεί έξω αύριο. Δεν ξέρω πώς θα λέγεται, δεν ξέρω πώς θα μοιάζει. Ξέρω όμως ότι ΠΑΣΟΚ θα είναι. Και αυτό το ΠΑΣΟΚ θα μιλήσει σε χιλιάδες. Απλά εσείς σήμερα επιλέγετε από ποια μεριά της Ιστορίας θα είστε. Με αυτούς που το έθαψαν ή με αυτούς που το αναγέννησαν.»

Αξίζει να σημειωθεί ότι η παραπάνω δήλωση ερμηνεύτηκε από πολλούς ως προαναγγελία νέας πολιτικής κίνησης από τον Π. Γερουλάνο ή τουλάχιστον ως ανοιχτή έκφραση απειλής για τη δημιουργία μιας τέτοιας κίνησης.

Στην ίδια κατεύθυνση με τον Π. Γερουλάνο κινήθηκε και η παρέμβαση του Ν. Ανδρουλάκη, ο οποίος άσκησε κριτική στη Φ. Γεννηματά, ενώ έκανε λόγο και για συνέδριο «fast track, χωρίς συμμετοχή της βάσης, αντάξιο της ιστορίας του». Ο πιο ήπιος τρόπος με τον οποίο επέλεξε να εμφανιστεί στο συνέδριο ο Ν. Ανδρουλάκης δεν πρέπει να κρύψει το ενδεχόμενο αυτός να αποτελεί το βασικό στέλεχος του πόλου που αντιπολιτεύεται τη Φ. Γεννηματά, δεδομένου ότι αποτελεί από παλιά σταθερό αντίπαλό της7 και έχει πολύ μεγαλύτερη διαδρομή κι επιρροή στον κομματικό μηχανισμό από τον Π. Γερουλάνο.

Πάντως, η Φ. Γεννηματά εξέφρασε την αποφασιστικότητά της να επιβάλει το επόμενο διάστημα την ενιαία κατεύθυνση του κόμματος στη βάση των αποφάσεων του συνεδρίου, δηλώνοντας: «Ξεκαθαρίζω μια και καλή ότι από Δευτέρα θα έχουμε μηδενική ανοχή σε εσωστρέφεια και υπονομεύσεις.» Δήλωση που από πολλούς εκλήφθηκε ως προειδοποίηση διαγραφών σε όποιους συνεχίσουν να την αμφισβητούν.8 Παράλληλα, εκδήλωσε την αποφασιστικότητά της για διεκδίκηση της ηγεσίας σε ΠΑΣΟΚ και ΚΙΝΑΛ το 2021, σημειώνοντας δηκτικά προς τους εσωκομματικούς της αντιπάλους: «Όποιος έχει θεμιτές φιλοδοξίες και θέλει να βάλει υποψηφιότητα, το συνέδριό μας θα γίνει το 2021, θα είμαι εκεί, θα τον περιμένω.»

Τέλος, ένα ιδιαίτερο στοιχείο που προβλήθηκε από τα αστικά ΜΜΕ ως βασικός παράγοντας που συντέλεσε στην απόφαση του συνεδρίου είναι τα συσσωρευμένα οικονομικά χρέη του κόμματος. Ο Γ. Πρετεντέρης, για παράδειγμα, αναφέρει χαρακτηριστικά στα Νέα9 ότι το ΠΑΣΟΚ «είναι το πρώτο κόμμα παγκοσμίως που κλείνει για φορολογικούς λόγους». Στο ίδιο μήκος κύματος, η Εφημερίδα των Συντακτών σημειώνει:

«Ουσιαστικά, το ΠΑΣΟΚ αδρανοποιείται και μένει ως ένα κέλυφος εντός του ΚΙΝΑΛ. Καθοριστικό ρόλο έπαιξε φυσικά και το δεδομένο ότι το ιστορικό κόμμα έχει συσσωρευμένα χρέη, τα οποία θα ήταν αδύνατο να αποπληρώσει, αν δε βρισκόταν το διάδοχο σχήμα να ενσωματωθεί και να επιβιώσει...»10

Μετά από τη λήξη του συνεδρίου, ξεκίνησε η εσωκομματική αναδιοργάνωση του κόμματος με την αναδόμηση της κεντρικής του δομής, που περιλάμβανε την ανακοίνωση των τομεαρχών και τον ορισμό των οργάνων πιστοποίησης, διαφάνειας και ελέγχου. Ανακοινώθηκε η συμμετοχή στα όργανα του κόμματος 1.300 στελεχών από διάφορες τάσεις, κάτι που θεωρήθηκε ως μήνυμα ότι το κόμμα προχωρά μεν στη νέα στέρεα βάση των αποφάσεων, χωρίς όμως να είναι «κλειστό» κόμμα, όπως σημείωναν στο συνέδριο στελέχη της εσωκομματικής αντιπολίτευσης. Η οργανωτική ανασυγκρότηση του ΚΙΝΑΛ θα ολοκληρωθεί, ωστόσο, μετά από την Εθνική Συνδιάσκεψη του κόμματος στα μέσα Μάρτη, οπότε και θα εκλεγούν οι Νομαρχιακές Επιτροπές, ενώ αμέσως μετά θα ακολουθήσει και το συνέδριο της Νεολαίας.11

 

Ο ΑΝΤΑΓΩΝΙΣΜΟΣ ΜΕ ΤΟ ΣΥΡΙΖΑ ΓΙΑ ΤΟ ΧΩΡΟ ΤΗΣ ΣΟΣΙΑΛΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ

Οι παραπάνω διεργασίες στο ΠΑΣΟΚ σχετίζονται τόσο με την εδραίωση του ΣΥΡΙΖΑ ως βασικού σοσιαλδημοκρατικού πόλου στην Ελλάδα όσο και με τις γενικότερες τάσεις που καταγράφονται στην ευρωπαϊκή –και γενικότερα τη διεθνή– σοσιαλδημοκρατία.

Είναι προφανές ότι βασικό στοιχείο πίεσης στο εσωτερικό του ΚΙΝΑΛ είναι η κρίση του ΠΑΣΟΚ ως αποτέλεσμα της εκδήλωσης της μεγάλης οικονομικής κρίσης, της συνδιαχείρισής της με τη ΝΔ στο πλαίσιο αυστηρών περιοριστικών δημοσιονομικών προγραμμάτων υπό τον έλεγχο του Γιούρογκρουπ και του ΔΝΤ.

Σε αυτές τις συνθήκες, δυνάμεις του μετακινήθηκαν στο ΣΥΡΙΖΑ και τον ανέδειξαν σε κυβερνητικό κόμμα. Ωστόσο, η μετάγγιση στελεχών από το ΠΑΣΟΚ στο ΣΥΡΙΖΑ, η οποία εκφράζει και την πίεση συμπόρευσης των δύο κομμάτων, μεγάλωσε στη συνέχεια και συνεχίζεται μέχρι σήμερα έχοντας γίνει σε πολλά «κύματα», ενώ ενδέχεται να ακολουθήσουν κι άλλα. Το πρώτο «κύμα» αποτελείται απ’ όσα πρώην στελέχη του 
ΠΑΣΟΚ προσχώρησαν στο ΣΥΡΙΖΑ ενόψει των εκλογών του 2012 (Κουρουμπλής, Σακοράφα, Μητρόπουλος, Κοτσακάς) στο πλαίσιο του «Ενωτικού Κοινωνικού Μετώπου»12. Το δεύτερο «κύμα» περιλαμβάνει τα στελέχη που προσεταιρίστηκε ο ΣΥΡΙΖΑ μέσω του οχήματος της προεκλογικής «Προοδευτικής Συμμαχίας» (Μ. Ξενογιαννακοπούλου, Γ. Ραγκούσης, Θ. Μωραΐτης, Θ. Τζάκρη, Α. Τόλκας κ.ά.). Τέλος, το τρίτο «κύμα» αποτελείται από τα στελέχη που εντάχτηκαν στην Κεντρική Επιτροπή Ανασυγκρότησης (Ρ. Βάρτζελη, Θ. Λιβάνης, Στ. Τζουμάκας κ.ά.). Αυτό το τελευταίο άλλωστε χαρακτηρίστηκε πρόσφατα από τον Αλ. Τσίπρα ως «τρίτη διεύρυνση» του ΣΥΡΙΖΑ.13

Αυτή η μαζική εισροή πρώην στελεχών του ΠΑΣΟΚ στο ΣΥΡΙΖΑ αποτελεί άλλωστε και βασικό σημείο πυροδότησης της αντιπαράθεσης στο εσωτερικό του τελευταίου γύρω από «το βαθμό και την ταχύτητα της ΠΑΣΟΚοποίησής του», όπως πολλές φορές κωδικοποιείται από τα αστικά ΜΜΕ. Αυτή η συζήτηση συνοδεύεται πολλές φορές και από θεωρητικίζουσες συζητήσεις –κυρίως στα μέσα ενημέρωσης που πρόσκεινται στη σοσιαλδημοκρατία, όπως η Εφημερίδα των Συντακτών– για τη σχέση ανάμεσα στο ιδεολογικό στίγμα του ΣΥΡΙΖΑ και του ΠΑΣΟΚ ή, όπως τίθεται κάποιες φορές, της «ριζοσπαστικής Αριστεράς» και της «Κεντροαριστεράς».14

Ωστόσο, αξίζει να σημειωθεί από τώρα (αν και θα επανέλθουμε στη συνέχεια) ότι, παρά τις παραπάνω μετακινήσεις, το ΠΑΣΟΚ κράτησε κι ορισμένες δυνάμεις, κυρίως στο συνδικαλιστικό κίνημα, στην Τοπική και Περιφερειακή Διοίκηση. Πρόκειται άλλωστε για ένα κόμμα το οποίο συνδέθηκε στην ιστορική του πορεία με μια σειρά τμήματα του κεφαλαίου, εγχώρια και διεθνώς (ΗΠΑ-ΕΕ), καθώς και του αστικού κράτους. Δεν είναι τυχαίο ότι και οι δύο μορφές με τις οποίες εκφράζεται ο εργοδοτικός και κυβερνητικός συνδικαλισμός –τόσο η ανοιχτή στήριξη της εργοδοσίας και του κράτους όσο και η ενσωμάτωση μέσω του «αγωνιστικού» ρεφορμισμού– έχουν τη ρίζα τους στο ΠΑΣΟΚ. Το γεγονός αυτό από τη μία αυξάνει την αντοχή του σε συνθήκες έντονης πίεσης από το ΣΥΡΙΖΑ, ενώ από την άλλη αποτελεί πηγή διαρροών σε συνθήκες που ο ΣΥΡΙΖΑ αναπτύσσει –ως βασικός πόλος της αστικής διακυβέρνησης και αντιπολίτευσης– πιο στενή σχέση με αυτούς τους μηχανισμούς.

Γι’ αυτό –όπως προαναφέραμε– κεντρικό ρόλο στο επίπεδο της πολιτικής κατεύθυνσης αποτελεί το ζήτημα των σχέσεων του ΠΑΣΟΚ/
ΚΙΝΑΛ με το ΣΥΡΙΖΑ και τη ΝΔ και, πιο συγκεκριμένα, η στάση του κόμματος αναφορικά με το ενδεχόμενο (εκλογικής ή κυβερνητικής) συνεργασίας του με αυτά τα κόμματα.

Αρκεί να υπενθυμίσουμε ότι βασικό επίδικο της κόντρας Γεννηματά-Βενιζέλου ήταν οι πιέσεις του τελευταίου για συμπόρευση με τη ΝΔ, ενώ από την άλλη μέρος των αντιπολιτευόμενων στελεχών διαφημίζει ανοιχτά την ανάγκη μεγαλύτερης συμπόρευσης με το ΣΥΡΙΖΑ. Εξίσου ενδεικτική, προς την άλλη κατεύθυνση, είναι η παρέμβαση του Δ. Κρεμαστινού (ο οποίος αρνήθηκε να συμμετάσχει στο συνέδριο). Σε συνέντευξή του στην Εφημερίδα των Συντακτών (23-24 Σεπτέμβρη 2019) συνέδεσε την κριτική του στον τρόπο διεξαγωγής της προεκλογικής διαδικασίας και την αγωνία του για τον κίνδυνο διάλυσης του ΠΑΣΟΚ με το πρόταγμα του διαλόγου ανάμεσα στο ΣΥΡΙΖΑ και το ΠΑΣΟΚ:

«Η ιστορία αυτού του τόπου έχει δείξει ότι μόνο όταν υπήρξε διάλογος και συνεργασία μεταξύ των προοδευτικών κομμάτων, αυτά τα κόμματα κατάφεραν να κυβερνήσουν ... ένα είναι το βέβαιο: Όσο τα προοδευτικά κόμματα δε συζητούν κι επιτίθενται το ένα στο άλλο, τόσο θα διαιωνίζεται η κυβερνητική εξουσία των συντηρητικών κομμάτων.»

Για το ίδιο θέμα, η Φ. Γεννηματά σημείωνε πρόσφατα, απαντώντας σε ερώτηση αν αισθάνεται αγεφύρωτη την απόσταση που χωρίζει το ΚΙΝΑΛ από το ΣΥΡΙΖΑ (Νέα Σελίδα, 12.1.2020):

«Για το Κίνημα Αλλαγής είναι αγεφύρωτες οι ιδεολογικές, πολιτικές και προγραμματικές διαφορές με ό,τι δε σχετίζεται με μια πραγματικά προοδευτική και σύγχρονη ατζέντα. Και ο ΣΥΡΙΖΑ πήρε διαζύγιο από αυτό. Γι’ αυτό, εξάλλου, όταν οι Έλληνες... Podemos έψαχναν “συμπαίκτη” να κυβερνήσουν, επέλεξαν ότι νιώθουν πιο άνετα και ταιριάζουν καλύτερα με τον Καμένο και τους ΑΝΕΛ.»

Απ’ ό,τι φαίνεται, μετεκλογικά ο ΣΥΡΙΖΑ σκοπεύει να οξύνει την πίεση στο ΠΑΣΟΚ για «συμπόρευση των προοδευτικών δυνάμεων», με στόχο «να πέσει η κυβέρνηση της Δεξιάς». Η έμφαση που αποδίδει σε αυτόν το στόχο φαίνεται και από την προσωπική παρουσία του Αλ. Τσίπρα στην εκδήλωση της «Πρωτοβουλίας Πολιτών για την Ανασυγκρότηση της Δημοκρατικής Παράταξης» –η οποία αποτελείται από 120 πρώην στελέχη του ΠΑΣΟΚ– στο ξενοδοχείο «Caravel» στις 9 Δεκέμβρη 2019. Στην ομιλία του ο Αλ. Τσίπρας έκανε ιδιαίτερες αναφορές στον Ανδρέα Παπανδρέου και το ΠΑΣΟΚ, κάνοντας μάλιστα λόγο για «ριζοσπαστική και ορμητική δύναμη» που έφερε τη «μεγάλη προοδευτική αλλαγή του 1981». Επίσης, τα συνθήματα που ακούγονταν κατά την ομιλία του Αλ. Τσίπρα ήταν «ο λαός δεν ξεχνά τι σημαίνει Δεξιά», «Αλέξη, γερά, να πέσει η Δεξιά», «απ’ τα πανεπιστήμια μέχρι τη δουλειά ενώνουμε το μέτωπο να πέσει η Δεξιά» κλπ.15

Εδώ και αρκετό καιρό, άλλωστε, ο ΣΥΡΙΖΑ αξιοποιεί (σε ομιλίες στελεχών του, σε διαφημιστικά σποτάκια κλπ.) τέτοιου είδους αναφορές, με σκοπό τη συνεχή αύξηση της πίεσης απέναντι στο ΠΑΣΟΚ. Θα μπορούσαμε, ίσως, να πούμε ότι με τις συνεχείς επικλήσεις από το ΣΥΡΙΖΑ της «ενότητας των προοδευτικών δυνάμεων», με την τόνωση των «αντιδεξιών» συνδρόμων κλπ., το ΠΑΣΟΚ υφίσταται τις συνέπειες των πρακτικών που αξιοποιούσε το ίδιο για δεκαετίες έναντι άλλων σοσιαλδημοκρατικών και οπορτουνιστικών δυνάμεων.

Απέναντι σε αυτήν την πίεση, η ηγεσία του ΠΑΣΟΚ/ΚΙΝΑΛ αντιπαρατάσσει την –εξαιρετικά δύσκολη– προσπάθεια τόνωσης των διαχωριστικών γραμμών τόσο με το ΣΥΡΙΖΑ όσο και με τη ΝΔ. Αυτή η επιλογή της ηγεσίας του αποτελεί ζήτημα πολιτικής επιβίωσης, δεδομένου ότι σε συνθήκες διαμόρφωσης του νέου διπολισμού η εκλογική και γενικότερα η πολιτική πίεση των ΝΔ και ΣΥΡΙΖΑ δε θα του άφηνε πολύ χώρο. Αυτό, άλλωστε, το ομολογεί εμμέσως και η ίδια η Φ. Γεννηματά, η οποία σε πρόσφατη συνέντευξή της (Νέα Σελίδα, 12.1.2020) σημείωνε (απαντώντας σε ερώτηση περί «γενικότερης εντύπωσης πολιτικής σύμπλευσης με τη ΝΔ»):

«Η πραγματικότητα διαψεύδει τη μανιέρα περί σύμπλευσης με τη Δεξιά. Οι εμπνευστές και τα “παπαγαλάκια” αυτής της προπαγάνδας –ένθεν κακείθεν– φαντασιώνονται την εξαέρωση του Κινήματος Αλλαγής για να εδραιώσουν το δικομματισμό. Έχουμε χαράξει τη δική μας αυτόνομη πορεία. Σε καμία περίπτωση δεν ετεροπροσδιοριζόμαστε, ούτε έχουμε έγνοια να κρατάμε ίσες, μεγαλύτερες ή πιο κοντινές αποστάσεις από κανέναν.»

Σε αυτό το πνεύμα, το ΚΙΝΑΛ αυτοπαρουσιάζεται ως «προοδευτικός ρυθμιστής των εξελίξεων» σε διάφορα ζητήματα, προβάλλοντας ταυτόχρονα το πρόταγμα του «εναλλακτικού σχεδίου προοδευτικής διακυβέρνησης», που παρά το θολό του περιεχόμενο συμπυκνώνει την επιδίωξη του ΠΑΣΟΚ να διατηρηθεί ως δύναμη κυβερνητικής συνεργασίας με ένα ρόλο «μπαλαντέρ» ανάμεσα σε ΝΔ και ΣΥΡΙΖΑ. Αυτήν την επιδίωξη υπηρετεί άλλωστε και η τοποθέτησή του στο πρόσφατο ν/σ για τον εκλογικό νόμο, η οποία από τη μία συνέκλινε με την κυβερνητική πρόταση στο ζήτημα της ύπαρξης κλιμακωτού μπόνους βουλευτών ως προϋπόθεση για την κυβερνητική σταθερότητα, ενώ από την άλλη διαφοροποιούνταν από αυτή, θέτοντας χαμηλότερο ανώτατο όριο σε αυτό (35 αντί για 50), κάτι που άφηνε μεγαλύτερα περιθώρια σε συνεργασίες για το σχηματισμό κυβέρνησης και κατ’ επέκταση στο ρόλο του τρίτου κόμματος-ρυθμιστή. Αξίζει, επίσης, να σημειωθεί η αίτηση αντισυνταγματικότητας που κατέθεσε τόσο ο ΣΥΡΙΖΑ όσο και το ΚΙΝΑΛ σχετικά με τη διάταξη του νέου εκλογικού νόμου που δε δίνει «μπόνους» σε περίπτωση που έρθει πρώτος ένας συνασπισμός 2 κομμάτων.

Στην ουσία, η ηγεσία του ΠΑΣΟΚ προσπαθεί να διαχειριστεί την αντίφαση ανάμεσα στην επιδίωξη αναζωογόνησής του ως κύριου φορέα της σοσιαλδημοκρατίας και της εδραίωσής του ως ρυθμιστή ανάμεσα στο δίπολο ΣΥΡΙΖΑ-ΝΔ.

Η διαχείριση αυτής της αντίφασης κρύβεται πίσω από την αντικειμενική δυσκολία ακριβούς προσδιορισμού του πολιτικού του στίγματος και κατ’ επέκταση του μεγάλου εύρους κίνησης του εκκρεμούς της τακτικής του κόμματος. Προφανώς, η διαρκής αναζήτηση του ΚΙΝΑΛ προς όλες τις κατευθύνσεις επιτείνεται και από το γεγονός ότι οι επόμενες εκλογές θα γίνουν με ένα εκλογικό σύστημα που ευνοεί τις «προγραμματικές συγκλίσεις» για κυβερνητικές συνεργασίες.

Έτσι, ενώ μετά από την ανάληψη της διακυβέρνησης από τη ΝΔ μέχρι πριν λίγο καιρό το ΚΙΝΑΛ φαινόταν να έχει πολύ περισσότερα κοινά στοιχεία με τη ΝΔ τόσο σε επίπεδο προπαγάνδας (π.χ. για το κυβερνητικό δόγμα «νόμος και τάξη», για την οικονομία, την παιδεία, τη Novartis, για τα «εθνικά»16) όσο και σε επίπεδο στήριξης κυβερνητικών πρωτοβουλιών (π.χ. αθλητικό ν/σ, ν/σ για άσυλο, ν/σ του υπουργείου Παιδείας), το τελευταίο διάστημα υπάρχουν ενδείξεις μιας προσπάθειας όξυνσης της αντιπολίτευσης προς τη ΝΔ και διακριτικής αναζήτησης περιθωρίου συγκλίσεων με το ΣΥΡΙΖΑ. Στο κοινοβούλιο, αυτό εκφράστηκε με την καταψήφιση κυβερνητικών πρωτοβουλιών (π.χ. εκλογικός νόμος, Ασφαλιστικό), αλλά και με νομοθετικές πρωτοβουλίες που αντιστρατεύονται την κυβέρνηση και ενδέχεται να λειτουργήσουν ως «χαλί» κοινοβουλευτικών συμπράξεων ανάμεσα σε ΚΙΝΑΛ και ΣΥΡΙΖΑ (π.χ. πρωτοβουλίες για προστασία 1ης κατοικίας και για 13η σύνταξη).

Όσον αφορά το ενδεχόμενο γενικότερων συνεννοήσεων ανάμεσα σε ΚΙΝΑΛ και ΣΥΡΙΖΑ, η σχετική συζήτηση πυροδοτήθηκε από τη συνάντηση στις αρχές Φλεβάρη ανάμεσα στον Κ. Γείτονα και τον Αλ. Φλαμπουράρη, οι οποίοι ανήκουν στους πολύ στενούς συνεργάτες των Φ. Γεννηματά και Αλ. Τσίπρα αντίστοιχα. Λίγες μέρες μετά, ακολούθησε και η συμμετοχή του Ν. Μπίστη –που θεωρείται ότι παίζει βασικό ρόλο εκ μέρους του ΣΥΡΙΖΑ στην επιχείρηση «πολιορκίας» του ΚΙΝΑΛ– στην εκδήλωση της νεοσύστατης «Ανανεωτικής Αριστεράς» που συγκροτήθηκε το Φλεβάρη ως πολιτική κίνηση εντός του ΚΙΝΑΛ.

Οι παραπάνω κινήσεις και οι φημολογίες περί μυστικού «μορατόριουμ» ανάμεσα στο ΚΙΝΑΛ και το ΣΥΡΙΖΑ λειτούργησαν ως «αναδευτήρας» στις στάχτες της εσωκομματικής διαπάλης, η οποία μετά από το συνέδριο συνέχιζε να σιγοκαίει. Αυτήν τη φορά η εσωκομματική αντίδραση εκφράστηκε καταρχάς από την προφορική, αλλά και γραπτή «έκρηξη» της Ν. Γιαννακοπούλου εναντίον του ενδεχόμενου συνεννοήσεων με το ΣΥΡΙΖΑ, για να ακολουθήσουν στην ίδια γραμμή ο Α. Λοβέρδος, ο Οδ. Κωνσταντινόπουλος κ.ά. Από την άλλη, στελέχη όπως ο Οδ. Κωνσταντινόπουλος, ο Χ. Καστανίδης, ο Π. Βλάχος, ο Μ. Κατρίνης δηλώνουν πιο ανοιχτά σε –υπό προϋποθέσεις– αντιπολιτευτική συμπόρευση των δύο κομμάτων. Ωστόσο, μετά από τις έντονες αντιδράσεις, τόσο η Φ. Γεννηματά όσο και ο εκπρόσωπος Τύπου Π. Χρηστίδης έσπευσαν να αρνηθούν οποιοδήποτε σενάριο περί μορατόριουμ ΚΙΝΑΛ-ΣΥΡΙΖΑ, με τον τελευταίο να δηλώνει: «Είναι παραμύθια της Χαλιμάς η συμπόρευση είτε με το ΣΥΡΙΖΑ είτε με τη ΝΔ.» Αξίζει πάντως να σημειωθεί ότι, σε αυτήν τη φάση εσωκομματικής αντιπαράθεσης, ο Ν. Ανδρουλάκης και ο Π. Γερουλάνος δεν έχουν εκφραστεί ανοιχτά.

Παρά τη μεγάλη ρευστότητα στην κατεύθυνση των πολιτικών του κινήσεων, η επιχειρηματολογία και η τακτική του ΚΙΝΑΛ συνεχίζει να έχει αντικειμενικά περισσότερες συγκλίσεις με τη ΝΔ παρά με το ΣΥΡΙΖΑ. Σε αυτό πρέπει να συνυπολογίσουμε ότι αυτήν την περίοδο όλα τα αστικά κόμματα έχουν μια δυσκολία ουσιαστικού διαχωρισμού απέναντι στη ΝΔ, αφού –πέραν της στρατηγικής σύγκλισης και των μικρότερων περιθωρίων της αστικής διαχείρισης– αυτή έχει ενσωματώσει αρκετά έξυπνα στην επιχειρηματολογία της μια σειρά ζητήματα που θα μπορούσαν να αξιοποιηθούν για την ενίσχυση των πλαστών διαχωριστικών γραμμών (πράσινη ανάπτυξη, Εθνικό Σχέδιο για Ενέργεια και Κλιματική Αλλαγή, γυναίκα Πρόεδρος της Δημοκρατίας και μάλιστα από τον «προοδευτικό» χώρο κλπ.). Χαρακτηριστικό για τα παραπάνω είναι το γεγονός ότι ο ίδιος ο ΣΥΡΙΖΑ έχει πολύ μεγάλη δυσκολία άσκησης αντιπολίτευσης στην κυβέρνηση, περιορίζοντάς την σχεδόν κατ’ αποκλειστικότητα στο ζήτημα της καταστολής.

Παράλληλα, ως ιδιαίτερη γραμμή άμυνας απέναντι στο ΣΥΡΙΖΑ, το ΠΑΣΟΚ προσπαθεί να τονώσει τη συνέχεια από την ίδρυσή του μέχρι σήμερα ενεργοποιώντας φιλοΠΑΣΟΚικά αντανακλαστικά που ακόμα υπάρχουν σε κάποιο βαθμό στην ελληνική κοινωνία. Σε αυτήν την πορεία, δεν αποφεύγει να στηρίξει το έργο των προηγούμενων κυβερνήσεων ΠΑΣΟΚ, ακόμα και των κυβερνήσεων με πρωθυπουργούς στελέχη που έχουν αποχωρήσει από αυτό, όπως του Ευ. Βενιζέλου και του Γ. Παπανδρέου.

Όπως αναφέρθηκε, το ΠΑΣΟΚ διατηρεί σήμερα σημαντικά ερείσματα και εκλογική επιρροή στο εργατικό συνδικαλιστικό κίνημα, στην Τοπική Διοίκηση και στα Επιμελητήρια, τα οποία προσπαθεί να αξιοποιήσει ως όχημα περάσματος της πολιτικής του και ιδιοποίησης μέρους της δυσαρέσκειας από τη διακυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ.17 Σε αυτούς τους μηχανισμούς, άλλωστε, οφείλεται σε μεγάλο βαθμό η αξιοσημείωτη αντοχή του 
ΠΑΣΟΚ στις σημερινές συνθήκες. Αλλά και οι δυνάμεις του ΣΥΡΙΖΑ ασκούν πίεση απόσχισης σε δυνάμεις του ΠΑΣΟΚ, π.χ., στις πρόσφατες εκλογές του Οικονομικού Επιμελητήριου (ΟΕΕ), όπου πέντε στελέχη της παράταξης του ΠΑΣΟΚ (ΠΔΣΟ) αποχώρησαν κι έφτιαξαν μαζί με την πρώην παράταξη του ΣΥΡΙΖΑ (ΣΥΝΑΡΟΕ) μια καινούργια παράταξη με την επίσημη στήριξη του ΣΥΡΙΖΑ (Προοδευτικοί Οικονομολόγοι Ελλάδας)18, οι εκλεγμένοι της οποίας μάλιστα αποτελούνται κατά πλειοψηφία (24 από τους 32) από τα στελέχη της πρώην παράταξης του ΠΑΣΟΚ.

Ενδείξεις της πίεσης του ΣΥΡΙΖΑ προς το ΠΑΣΟΚ έχουμε και από τα πανεπιστήμια. Πρόσφατα είχαμε δύο προσχωρήσεις πρώην στελεχών –βαρύνουσας σημασίας– της ΠΑΣΠ της ΑΣΟΕΕ (Νικηφόρος Μιχάλης και Νικολόπουλος Κώστας) στην Επιτροπή Ανασυγκρότησης του ΣΥΡΙΖΑ19, και κέρδισμα εδάφους του ΣΥΡΙΖΑ μέσα σε μια σειρά ΠΑΣΠ (π.χ. Πολιτικού ΕΚΠΑ, ΠαΠει), ενώ όταν γράφονταν αυτές οι γραμμές συνεχίζονταν οι διαπραγματεύσεις για την προσχώρηση της ΠΑΣΠ ΑΣΟΕΕ στη Νεολαία του ΣΥΡΙΖΑ.

Τέλος, αξίζει να σημειωθεί ο σχεδιασμός συνεδρίου Νεολαίας του 
ΠΑΣΟΚ/ΚΙΝΑΛ την ίδια περίοδο που θα λαμβάνει χώρα το «συνέδριο μετασχηματισμού» του ΣΥΡΙΖΑ, το οποίο μάλλον θα διεξαχθεί μετά από το ερχόμενο Πάσχα. Αυτή η κίνηση έχει ως στόχο την ενίσχυση της παρέμβασης του κόμματος στη νεολαία, στην οποία υστερεί σύμφωνα με τις δημοσκοπήσεις σημαντικά –πολύ περισσότερο απ’ ό,τι σε εθνικό επίπεδο– των εκλογικών επιδόσεων του ΣΥΡΙΖΑ, γεγονός που δεν αλλάζει από το ότι σε οργανωτικό επίπεδο και συνδικαλιστική-εκλογική επιρροή, π.χ., σε μαθητές-φοιτητές, το ΠΑΣΟΚ είναι πιο ισχυρό από το ΣΥΡΙΖΑ.

 

Η ΕΠΙΔΡΑΣΗ ΤΗΣ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΣΟΣΙΑΛΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ

Στις εξελίξεις στο ΠΑΣΟΚ/ΚΙΝΑΛ επιδρούν και οι εξελίξεις στη διεθνή σοσιαλδημοκρατία, της οποίας άλλωστε αποτελεί και μέρος. Αυτή η επίδραση ασκείται τόσο μέσω του Ευρωπαϊκού Σοσιαλιστικού Κόμματος (ΕΣΚ) όσο και μέσω μακροχρόνιων διαύλων επικοινωνίας ανάμεσα στα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα, ιδιαίτερα της Ευρώπης η οποία αποτελεί άλλωστε και τη μήτρα της σοσιαλδημοκρατίας. Έτσι, έχει ιδιαίτερη σημασία να δούμε τις εξελίξεις στο ΠΑΣΟΚ και από την οπτική των σχετικών παρεμβάσεων του ΕΣΚ, αλλά και των προσαρμογών που επιχειρούνται αυτήν την περίοδο στη γραμμή της ευρωπαϊκής, κυρίως, σοσιαλδημοκρατίας.

Το τελευταίο διάστημα υπήρξαν σημαντικές προστριβές ανάμεσα στο ΠΑΣΟΚ από τη μία και το ΕΣΚ και κάποια βασικά σοσιαλδημοκρατικά κόμματα από την άλλη. Βασικό επίδικο αυτής της διαπάλης είναι η σχέση του ΣΥΡΙΖΑ (ο οποίος, ως γνωστό, δεν ανήκει στο ΕΣΚ, αλλά στην GUE/NGL) με τους διεθνείς φορείς της σοσιαλδημοκρατίας, αλλά και τα κελεύσματα των τελευταίων για μεγαλύτερη συνεργασία ανάμεσα σε ΠΑΣΟΚ και ΣΥΡΙΖΑ στην Ελλάδα. Σε αυτό συμβάλλει καθοριστικά το γεγονός ότι η εδραίωση του ΣΥΡΙΖΑ ως βασικού σοσιαλδημοκρατικού πόλου στην Ελλάδα ανοίγει αντικειμενικά μια σειρά διαύλους ανάμεσα σε αυτόν και τους φορείς-κόμματα της σοσιαλδημοκρατίας διεθνώς.

Αξίζει να δούμε κάποια συγκεκριμένα παραδείγματα: Ο πρώην επικεφαλής της ευρωομάδας του ΕΣΚ, Ου. Μπούλμαν, τοποθετήθηκε σε εκδήλωση στην Αθήνα –και μάλιστα κατά την προεκλογική περίοδο– υπέρ της σύγκλισης των «προοδευτικών δυνάμεων», κάτι που ερμηνεύτηκε από το ΠΑΣΟΚ ως κάλεσμα μετατροπής του σε «ουρά» του ΣΥΡΙΖΑ.20 Αντίστοιχα, ισχυρές τριβές ανάμεσα σε ΠΑΣΟΚ και ΕΣΚ προέκυψαν και από τη Συμφωνία των Πρεσπών, με τον Μπούλμαν αλλά και τον ίδιο τον πρόεδρο του ΕΣΚ Σ. Στάσινεφ, να καλούν ανοιχτά τη Φ. Γεννηματά να στηρίξει τη Συμφωνία και την τελευταία να απαντά «δε δεχόμαστε υποδείξεις».21

Την ίδια στιγμή, ο ΣΥΡΙΖΑ «επενδύει» πολλά στη στήριξη της διεθνούς σοσιαλδημοκρατίας και προχωρά σε μια σειρά στοχευμένες κινήσεις σε αυτήν την κατεύθυνση. Έτσι, ο ΣΥΡΙΖΑ είχε εκφράσει ανοιχτά την υποστήριξή του στον υποψήφιο του ΕΣΚ για την προεδρία στην Κομισιόν Φ. Τίμερμανς, ενώ ο Αλ. Τσίπρας συμμετείχε στο περσινό συνέδριο του Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος Γερμανίας (SPD).22 Τέλος, ο ΣΥΡΙΖΑ 
υιοθέτησε ενόψει ευρωεκλογών (όπως και το ΠΑΣΟΚ/ΚΙΝΑΛ) το βασικό πρόγραμμα του ΕΣΚ με τίτλο «Νέο Κοινωνικό Συμβόλαιο». Από τα παραπάνω είναι φανερό ότι υπάρχει ένα αμοιβαίο «κλείσιμο του ματιού» ανάμεσα στο ΣΥΡΙΖΑ και την ευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατία.

Η ανάδειξη της μάχης που δίνει ο ΣΥΡΙΖΑ στο εσωτερικό και το εξωτερικό για την πρωτοκαθεδρία στο χώρο της σοσιαλδημοκρατίας μπορεί να προστεθεί στο ιδεολογικοπολιτικό οπλοστάσιο του ΚΚΕ για την ανάδειξη του πραγματικού του χαρακτήρα, ο οποίος κρύβεται πολλές φορές πίσω από παραπλανητική φρασεολογία.

Με δεδομένα τα παραπάνω, αξίζει να δούμε –έστω και σύντομα– κάποιες τάσεις στην ευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατία, αλλά και σε τμήματα του Δημοκρατικού Κόμματος των ΗΠΑ23, οι οποίες αναδεικνύουν μια προσαρμογή σε σχέση με την προηγούμενη περίοδο. Οι εξελίξεις στη διεθνή σοσιαλδημοκρατία ξεδιπλώνονται στο έδαφος της σαφούς πτωτικής πορείας που καταγράφει τα τελευταία χρόνια σε εκλογικό και γενικότερα πολιτικό επίπεδο. Αυτή η πτωτική πορεία εκφράζεται τόσο στα περισσότερα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα όσο φυσικά και στο ΕΣΚ.

Σε κάθε περίπτωση, το γεγονός της μείωσης της επιρροής της σοσιαλδημοκρατίας προκαλεί ανησυχία στην αστική τάξη, αφού ο σοσιαλδημοκρατικός πόλος του αστικού πολιτικού συστήματος –ιδιαίτερα στην Ευρώπη– έχει αποδείξει ιστορικά τη συμβολή του στην απόσπαση της εργατικής-λαϊκής συναίνεσης στην αντιλαϊκή πολιτική. Ιδιαίτερα σε συνθήκες όπου η δυσαρέσκεια από την αντιλαϊκή πολιτική οξύνεται σε μια σειρά χώρες της ΕΕ και στις ΗΠΑ, οι προσαρμογές στη σοσιαλδημοκρατία είναι απαραίτητες για την αστική «υποδοχή» αυτών των στρωμάτων, ενώ η εκλογική και πολιτική αξιοποίησή τους αποτελεί βασική πηγή τροφοδότησης αυτών των προσαρμογών.

Παράλληλα, δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι ο πολυκομματισμός στον καπιταλισμό και συγκεκριμένα η πολιτική αντιπαράθεση ανάμεσα στα σοσιαλδημοκρατικά και τα φιλελεύθερα αστικά κόμματα εκφράζει, μεταξύ άλλων, και ενδοαστικές-ενδοϊμπεριαλιστικές αντιθέσεις. Έτσι, οι διεργασίες που θα αναφερθούν αντανακλούν –χωρίς να υπάρχει η δυνατότητα αναλυτικής συγκεκριμενοποίησης στο πλαίσιο αυτού του σημειώματος– και πιέσεις τμημάτων της αστικής τάξης για ενίσχυση νέων κλάδων (που συνδέονται, π.χ., με τη λεγόμενη πράσινη ανάπτυξη) ή για αναπροσαρμογή των διεθνών συμμαχιών του κάθε αστικού κράτους (π.χ. πιο φιλοαμερικανικές ή φιλογερμανικές τάσεις). Αυτή η ενδοαστική πολιτική αντιπαράθεση τροφοδοτείται και από τα εναλλακτικά σενάρια για τους τρόπους αντιμετώπισης της οικονομικής επιβράδυνσης που παρατηρείται στην ΕΕ, αλλά και των πιο μεσοπρόθεσμων διαφαινόμενων κινδύνων απώλειας θέσεων στον ανταγωνισμό με Κίνα-ΗΠΑ.

Σε αυτό το πλαίσιο, τα τελευταία χρόνια ξεδιπλώθηκαν σημαντικές διεργασίες αναμόρφωσης της σοσιαλδημοκρατίας. Για λόγους διευκόλυνσης της καταγραφής θα μπορούσαμε να διακρίνουμε τα ευρωπαϊκά καταρχάς κόμματα σε τρεις ομάδες.24 Ωστόσο ο διαχωρισμός που ακολουθεί είναι σχηματικός και δεν αναδεικνύει τις ιδιαίτερες συνθήκες των χωρών, που επιδρούν στη μεταβολή της πολιτικής κάθε κόμματος.

Η πρώτη ομάδα αποτελείται από εκείνα τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα τα οποία, ενώ σημείωσαν σημαντικές απώλειες το διάστημα 2010-2015, στη συνέχεια ανάκαμψαν στον έναν ή τον άλλο βαθμό εκλογικά χωρίς ευρείας κλίμακας προσαρμογές. Εδώ ανήκουν κόμματα όπως το Σοσιαλιστικό Κόμμα Πορτογαλίας, το Ισπανικό Σοσιαλιστικό Εργατικό Κόμμα, το Δημοκρατικό Κόμμα Ιταλίας και το Εργατικό Κόμμα Ολλανδίας. Από τα παραπάνω κόμματα, μάλιστα, το ισπανικό και το πορτογαλικό αποτελούν τα βασικά κόμματα των αντίστοιχων κυβερνήσεων συνεργασίας (έχοντας μεταξύ άλλων τη στήριξη του ΚΚΙ και του ΚΚΠ αντίστοιχα), οι οποίες μάλιστα προβάλλονται διεθνώς από οπορτουνιστικά αλλά και αστικά κόμματα ως παραδείγματα «αριστερών» φιλολαϊκών κυβερνήσεων.

Η δεύτερη ομάδα αποτελείται από εκείνα τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα τα οποία υπέστησαν πολύ μεγάλη εκλογική και πολιτική φθορά αδυνατώντας ουσιαστικά να ανακάμψουν, αφήνοντας πολιτικό χώρο σε νέα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα. Η πιο χαρακτηριστική περίπτωση εδώ είναι το ΠΑΣΟΚ στην Ελλάδα25 και η ενίσχυση του ΣΥΡΙΖΑ. Ομοιότητες με το ΣΥΡΙΖΑ έχουν και οι Podemos στην Ισπανία, οι οποίοι «φούντωσαν» πολιτικά και εκλογικά την περίοδο που πιεζόταν το Ισπανικό Σοσιαλιστικό Εργατικό Κόμμα. Ωστόσο, η εξέλιξη των πραγμάτων ήταν διαφορετική, αφού το τελευταίο ανέκτησε δυνάμεις περιορίζοντας το χώρο των Podemos.

Η τρίτη ομάδα αποτελείται από εκείνα τα κόμματα τα οποία υφίστανται τελευταία σημαντική εκλογική και πολιτική πίεση προσπαθώντας να ανακάμψουν, επιχειρώντας μεταξύ άλλων την προσαρμογή του πολιτικού στίγματός τους. Σε αυτήν την ομάδα θα σταθούμε λίγο παραπάνω γιατί αγγίζει κάποια από τα πιο ιστορικά και μεγάλα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα της Ευρώπης που «δίνουν τον τόνο» σε όλο το σοσιαλδημοκρατικό ρεύμα, όπως το Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα Γερμανίας (SPD) και το βρετανικό Εργατικό Κόμμα. Βασικό σημείο αυτής της προσαρμογής αποτελεί αυτήν την περίοδο –χωρίς να σημαίνει ότι αναγκαστικά θα διατηρηθεί στο μέλλον– μια τάση ενίσχυσης των σοσιαλδημοκρατικών αναφορών τους που χαρακτηρίζεται ως «στροφή προς τα αριστερά».

 

ΤΟ SPD

Όσον αφορά το SPD, η δημοσκοπική του καθίζηση τροφοδότησε την αντιπαράθεση στο εσωτερικό του κόμματος, η οποία επικεντρώθηκε γύρω από το ζήτημα της συνέχισης της στήριξης ή της απόσυρσης από την κυβέρνηση του «μεγάλου συνασπισμού» στην οποία το SPD συγκυβερνά με το Χριστιανοδημοκρατικό Κόμμα Γερμανίας (CDU) από το 2013. Η λεγόμενη «στροφή» εκφράστηκε και στην αλλαγή ηγεσίας, με τον Ν. Βάλτερ-Μπόργιανς και την Σ. Έσκεν να επικρατούν έναντι των υποψηφιοτήτων του –θεωρούμενου ως πιο νεοφιλελεύθερου– υπουργού Οικονομικών Όλαφ Σολτς και του μέλους του Προεδρείου του κόμματος Κ. Γκάιβιτς. Το συνέδριο έφτασε μέχρι και να αποστασιοποιηθεί από τις λεγόμενες «μεταρρυθμίσεις Χαρτς» που είχαν πραγματοποιηθεί από την κυβέρνηση του σοσιαλδημοκράτη καγκελάριου Γκ. Σρέντερ και αποτέλεσαν μια συνολική επίθεση στα εργασιακά-ασφαλιστικά δικαιώματα της γερμανικής εργατικής τάξης.

Όσον αφορά τη συγκυβέρνηση, το συνέδριο δεν αποφάσισε τελικά την έξοδο από το «μεγάλο συνασπισμό», αλλά κάποιες συγκεκριμένες προτάσεις, οι οποίες συζητήθηκαν περαιτέρω στις διαπραγματεύσεις που έγιναν πριν τα Χριστούγεννα σχετικά με το μέλλον του «μεγάλου συνασπισμού». Αυτές οι προτάσεις αφορούν την επαναφορά του φόρου 1% σε περιουσίες άνω των 2 εκ. ευρώ, τη φορολόγηση των μεγάλων περιουσιών, την αύξηση του κατώτατου ημερομισθίου, την αύξηση των δαπανών σε παιδεία και κοινωνική ασφάλεια κλπ. Επίσης, την έντονη αντίδραση του CDU προκάλεσε το γεγονός ότι η απόφαση του συνεδρίου του SPD κρατά αποστάσεις από την πρόταση να συμπεριληφθεί στο Σύνταγμα της χώρας η υποχρέωση (εκτός ελάχιστων εξαιρέσεων έκτακτης ανάγκης) ισοσκελισμένων προϋπολογισμών, ερχόμενη έτσι σε αντίθεση με την πολιτική του ίδιου του υπουργού Οικονομικών και αντικαγκελάριου Όλαφ Σολτς, που προέρχεται από το SPD. Όπως δήλωσε η νέα συμπρόεδρος του κόμματος Σ. Έσκεν:

«Ήμουν και είμαι επιφυλακτική σχετικά με το μέλλον αυτού του μεγάλου συνασπισμού. Ωστόσο, με αυτήν την απόφαση, δίνουμε στο συνασπισμό μια ρεαλιστική πιθανότητα να συνεχίσει να υπάρχει –τίποτε περισσότερο και τίποτε λιγότερο από αυτό.»

Αυτή η «στροφή» αντανακλά μεταξύ άλλων και αντιθέσεις εντός της γερμανικής αστικής τάξης, με πιο χαρακτηριστική ίσως τη σύγκλιση ανάμεσα στη νέα ηγεσία του SPD και την Ένωση Γερμανών Βιομηχάνων (BDI) για διεκδίκηση –από το επιμένον στη σφιχτή δημοσιονομική πολιτική CDU– πιο χαλαρής δημοσιονομικής πολιτικής, δηλαδή για αύξηση των κρατικών επενδύσεων χρηματοδοτούμενη από τα σταθερά μεγάλα δημοσιονομικά πλεονάσματα (κατεύθυνση προς την οποία πιέζουν και ΕΚΤ-ΔΝΤ), ως μέσο αντιμετώπισης της στασιμότητας της γερμανικής οικονομίας και της μεσοπρόθεσμης πίεσης σε σημαντικούς οικονομικούς κλάδους της από Κίνα και ΗΠΑ.

Σε κάθε περίπτωση, ακόμα κι αν ο «μεγάλος συνασπισμός» επιβιώσει στη συγκεκριμένη συγκυρία, πολλοί αναλυτές θεωρούν ότι η νέα πολιτική κατεύθυνση του συνεδρίου αποτελεί προαναγγελία διάλυσής του στις επόμενες εκλογές, που είναι προγραμματισμένες για το 2021.

 

ΤΟ ΒΡΕΤΑΝΙΚΟ ΕΡΓΑΤΙΚΟ ΚΟΜΜΑ

Ακόμα πιο διακριτή «αριστερή στροφή» απέδιδαν –μέχρι την πρόσφατη ήττα των Εργατικών και την παραίτηση Κόρμπιν– τα αστικά επιτελεία και στο βρετανικό Εργατικό Κόμμα, μετά από την επικράτηση το Σεπτέμβρη του 2015 του εκπροσώπου της «αριστερής» πτέρυγας του κόμματος, Τζ. Κόρμπιν, έναντι τριών υποψηφίων που όλοι τους ανήκαν στην «κεντρώα» πτέρυγα. Η επικράτηση του Κόρμπιν –ο οποίος χαρακτηρίζεται ως ριζοσπάστης, ακραίος αριστερός, ορκισμένος σοσιαλιστής και αθεράπευτος μαρξιστής (!)– ήρθε στο συνέδριο που ακολούθησε αμέσως μετά από την ήττα του κόμματος στις εκλογές του Μάη του 2015.

Ο Κόρμπιν και άλλα στελέχη του κόμματος που πρόσκεινται σε αυτόν έκαναν συχνές αναφορές στα δικαιώματα των εργαζόμενων και των προσφύγων, ενώ προβάλλουν την ανάγκη εθνικοποιήσεων επιχειρήσεων στους στρατηγικούς τομείς της οικονομίας, αύξησης της φορολογίας των μεγάλων επιχειρήσεων, επιβολής φόρου χρηματιστηριακών συναλλαγών, καθώς και... παραχώρησης μέρους του κεφαλαίου μεγάλων επιχειρήσεων στους εργαζόμενούς τους. Αντίστοιχα, στο κυβερνητικό του πρόγραμμα ενόψει των εκλογών της 12ης Δεκέμβρη 2019 περιλαμβάνονταν προτάσεις όπως η εθνικοποίηση των υποδομών, η ενίσχυση των κοινωνικών παροχών και του κράτους πρόνοιας.

Φυσικά, πέρα από τη νεκρανάσταση –σε διαφορετικές εποχές– παλιών σοσιαλδημοκρατικών φληναφημάτων, η στάση του Κόρμπιν συνδέεται και με ζητήματα που σχετίζονται και με το ενδοαστικό σχίσμα της βρετανικής αστικής τάξης, το οποίο έτσι κι αλλιώς παίζει το τελευταίο διάστημα καθοριστικό ρόλο σε εξελίξεις όπως το Brexit και τα αντίστοιχα εκλογικά αποτελέσματα. Ο Κόρμπιν έχει ταχτεί, λοιπόν, ενάντια στη συμμετοχή της Μ. Βρετανίας στο ΝΑΤΟ, έχει χαρακτηρίσει την ΕΕ ως «φρούριο» απέναντι στους μετανάστες κατηγορώντας την ότι δημιουργεί «αποικίες χρέους», ενώ για το Brexit έχει δεσμευτεί να επαναδιαπραγματευτεί μια νέα συμφωνία, την οποία θα θέσει σε δημοψήφισμα όπου θα δίνεται και η δυνατότητα ψήφου υπέρ της παραμονής στην ΕΕ, ενώ ο ίδιος έχει υποσχεθεί ότι θα παραμείνει ουδέτερος. Εν ολίγοις, στο πεδίο των ενδοαστικών αντιθέσεων, ο Κόρμπιν υποστήριζε άρρητα μια πιο στενή σχέση της Βρετανίας με την ΕΕ (σε αντιδιαστολή με τις ΗΠΑ), σε συνδυασμό με αναφορές για την ανάγκη σημαντικών αλλαγών στην ΕΕ, κάτι που συνεπάγεται άμεση αμφισβήτηση της γερμανικής ηγεμονίας σε αυτήν.

Όσον αφορά τη σχέση των Εργατικών με ΠΑΣΟΚ και ΣΥΡΙΖΑ, αξίζει να σημειωθεί ότι –όπως και στο συνέδριο του SPD την ίδια περίοδο– στο συνέδριο του κόμματος το Σεπτέμβρη του 2018 καλέστηκε ο ΣΥΡΙΖΑ (και όχι το ΠΑΣΟΚ), για να μεταφέρει την εμπειρία του στη διακυβέρνηση έτσι ώστε να διδαχτούν από το «εγχείρημά» του. Και αυτά, τη στιγμή που το Εργατικό Κόμμα ανήκει μαζί με το ΠΑΣΟΚ στο ΕΣΚ. Επίσης, την περίοδο πριν την ανάδειξή του στην ηγεσία του κόμματος, οι εσωκομματικοί του αντίπαλοι σημείωναν ότι, αν εκλεγεί, θα μετατρέψει το κόμμα σε «βρετανικό ΣΥΡΙΖΑ», ενώ και ο ίδιος ο Κόρμπιν χαρακτηριζόταν ως ο «Άγγλος Τσίπρας».

Τέλος, τον Ιούλη του 2019 ο Κόρμπιν σύναψε μαζί με το ΜΕΡΑ25 του Γ. Βαρουφάκη και το σκιώδη υπουργό Οικονομικών του Εργατικού Κόμματος Τζ. Μακντόνελ σύμφωνο για την προώθηση «κοινής ατζέντας» στην Ευρώπη, με πυλώνες την εναντίωση στη χρήση ορυκτών καυσίμων και την καταπολέμηση των εφαρμοζόμενων πολιτικών λιτότητας.

 

ΟΙ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΚΟΙ ΤΩΝ ΗΠΑ

Τέλος, τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα της Ευρώπης διατηρούν παραδοσιακά δεσμούς με το Δημοκρατικό Κόμμα των ΗΠΑ, με αποτέλεσμα την ύπαρξη διαύλων αμοιβαίας αλληλεπίδρασης. Έτσι, η λεγόμενη «στροφή προς τ’ αριστερά» που παρατηρείται σε κάποια βασικά σοσιαλδημοκρατικά κόμματα της Ευρώπης βρίσκει το ανάλογό της –τηρουμένων των αναλογιών– στην ενίσχυση της λεγόμενης αριστερής πτέρυγας των Δημοκρατικών. Η ενίσχυση αυτή φαίνεται και στη μετατόπιση «προς τ’ αριστερά» της κούρσας για το χρίσμα των Δημοκρατικών, ο νικητής της οποίας θα αντιμετωπίσει τον Ντ. Τραμπ στις εκλογές του 2020. Σε αυτήν την αντιπαράθεση εμφανίζονται υποψήφιοι οι οποίοι χρησιμοποιούν «ριζοσπαστική» επιχειρηματολογία και ορολογία που είναι πρωτοφανής για την πολιτική σκηνή των ΗΠΑ τις τελευταίες δεκαετίες, κάτι που από τη μία αποτελεί έκφραση αντιθέσεων στο εσωτερικό της αμερικανικής αστικής τάξης και του κράτους της, ενώ από την άλλη δείχνει τη στόχευση να «πιαστεί» έγκαιρα και να «καναλιζαριστεί» μια πιο έντονη δυσαρέσκεια «από τα κάτω».

Την ώρα που γράφονταν αυτές οι γραμμές26, την πιο ισχυρή δυναμική είχαν ο Μπ. Σάντερς και ο Τζ. Μπάιντεν, ενώ ήδη είχαν αποσυρθεί από την «κούρσα» η Ελ. Γουόρεν (χωρίς να δηλώσει ακόμα την υποστήριξή της σε κάποιον από τους δύο βασικούς υποψηφίους), ο Μάικλ Μπλούμπεργκ (ο οποίος δήλωσε την υποστήριξή του στον Μπάιντεν) και ο ο Πιτ Μπούτιτζετζ (ο οποίος και αυτός έχει δηλώσει τη στήριξή του στον Μπάιντεν). Οι αναφορές, ωστόσο, αρκετών από τους υποψηφίους για το χρίσμα αναδεικνύουν σαφείς ομοιότητες με τάσεις στη διεθνή σοσιαλδημοκρατία στις οποίες αναφερθήκαμε προηγουμένως.

Η πιο ενδεικτική περίπτωση είναι ο 78χρονος Μπ. Σάντερς, ο σταθερός υποψήφιος της «αριστερής» πτέρυγας των ΗΠΑ, ο οποίος αυτοπροσδιορίζεται ως «δημοκρατικός σοσιαλιστής». Ο Σάντερς κάνει πολύ συχνές αναφορές στην «εργατική τάξη και τη συρρικνούμενη μεσαία τάξη των ΗΠΑ», στην «ταξική πολιτική», ακόμα και στο «σοσιαλισμό» (λέξη που στις ΗΠΑ είναι πολύ δύσκολο να ξεστομιστεί). Σημαντική ενίσχυση αποτέλεσε για τον Σάντερς η συστράτευση μαζί του τριών «βαριών» ονομάτων της «αριστερής» πτέρυγας των Δημοκρατικών, της πολύ δημοφιλούς Alexandria Ocasio-Cortez, της Ilhan Omar, που είναι η πρώτη μουσουλμάνα μαύρη γυναίκα που εκλέχτηκε στο Κογκρέσο, και της Αμερικανοπαλαιστίνιας Rashida Tlaib.

Αξίζει να παραθέσουμε ένα μικρό απόσπασμα που περιλαμβάνει τα αιτήματά του, αλλά και αυτούς που στοχοποιεί φραστικά:

«Νομίζω ότι όλοι σας καταλαβαίνετε πως, όταν μιλάμε για ιατροφαρμακευτική περίθαλψη για όλους, όταν μιλάμε για αύξηση του κατώτατου μισθού, όταν μιλάμε για καταπολέμηση της κλιματικής αλλαγής, τα βάζουμε με τεράστια πανίσχυρα ιδιαίτερα συμφέροντα, γνωρίζετε ποια είναι. Μιλάμε για τη Γουόλ Στριτ, για τη βιομηχανία της υγείας, για τη βιομηχανία των ορυκτών καυσίμων, για τις φαρμακευτικές εταιρίες, για το στρατιωτικοβιομηχανικό σύμπλεγμα, για τη βιομηχανία των ιδιωτικών φυλακών. Αυτοί είναι πανίσχυροι τύποι, διαθέτουν απεριόριστα χρηματικά ποσά, μεγάλη πολιτική ισχύ στην Ουάσιγκτον.»27

Το επιτελείο του Σάντερς προβάλλει, μάλιστα, ιδιαίτερα το γεγονός ότι ο ίδιος ο Σάντερς έχει δηλώσει ότι αποκλείει από τη χρηματοδότησή του (η οποία παίζει καθοριστικό ρόλο στις ΗΠΑ) τις μεγάλες εταιρίες και τους δισεκατομμυριούχους, ενώ με βάση τα στοιχεία η μεγάλη πλειοψηφία της χρηματοδότησής του προέρχεται από δωρεές μικρότερες των 200 δολαρίων, που προέρχονται από μια πλατιά βάση χαμηλόμισθων μισθωτών.

Παρά την παραίτησή της από την «κούρσα», αξίζει να αναφέρουμε και το ιδεολογικό στίγμα της 70χρονης Ελ. Γουόρεν, η οποία επίσης θεωρείται ότι ανήκει στην «αριστερή» πτέρυγα του κόμματος. Η Γουόρεν προβάλλει ένα λίγο πιο «πραγματιστικό αριστερό» πρόγραμμα από τον Σάντερς, σηκώνει τη σημαία της μάχης απέναντι στις ανισότητες, της προστασίας του περιβάλλοντος, του σπασίματος των μονοπωλίων, της διαγραφής μέρους των φοιτητικών χρεών κλπ. Ταυτόχρονα διακηρύσσει ότι «το πολιτικό σύστημά μας λειτουργεί για τους πλούσιους και τους ισχυρούς και αφήνει όλους τους άλλους πίσω». Ωστόσο, σύμφωνα με προηγούμενες δημοσκοπήσεις, η Γουόρεν εξέφραζε ένα αρκετά πιο συντηρητικό πολιτικά και ευκατάστατο οικονομικά τμήμα των ψηφοφόρων των Δημοκρατικών.

Όσον αφορά τον εκπρόσωπο του «Κέντρου» των Δημοκρατικών με τη μεγαλύτερη δυναμική, τον Τζ. Μπάιντεν, «σηκώνει» θέματα «δημοκρατικών αξιών» και «πράσινης οικονομίας», επιτίθεται ανοιχτά στα «λόμπι της βιομηχανίας ορυκτών καυσίμων», τα οποία κατηγορεί ότι καταπνίγουν την ανάπτυξη της εγχώριας αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας, ενώ υπόσχεται πακτωλό κρατικής χρηματοδότησης προς το φωτοβολταϊκό κλάδο. Αξίζει επίσης να αναφερθεί ότι ο παραιτηθείς πλέον Μπούτιτζετζ προειδοποιούσε πριν λίγο καιρό για τον κίνδυνο της εκλογής ενός «σοσιαλιστή», όπως ο Σάντερς, ο οποίος θεωρεί ότι... ο καπιταλισμός «είναι η αιτία όλων των κακών», ενώ παράλληλα δήλωνε ότι «ο γερουσιαστής Σάντερς πιστεύει σε μια ιδεολογική επανάσταση η οποία ξεχνά τους περισσότερους Δημοκρατικούς»28.

 

ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΙΚΑ

Μπορούμε να πούμε ότι στα παραπάνω κόμματα ενισχύεται μια τάση διαφοροποίησης από το «φιλελευθερισμό», διανθισμένη με κάποιες σοσιαλδημοκρατικές ιδεολογικές αναφορές που εστιάζουν στην αναβάθμιση της κοινωνικής πολιτικής του αστικού κράτους. Φυσικά, αυτή η τάση είναι επιρρεπής στην αντιστροφή, ιδιαίτερα κάτω από την πίεση συγκεκριμένων εκλογικών αποτελεσμάτων. Χαρακτηριστική είναι εδώ η ενίσχυση των «φωνών» για ανατροπή της «αριστερής στροφής» των Εργατικών, την οποία κατηγορούν για την πρόσφατη βαριά ήττα. Αντίστοιχες προειδοποιήσεις δυναμώνουν και στους Δημοκρατικούς στις ΗΠΑ, με βασικό επιχείρημα ότι η «αριστερή» στροφή που ενδέχεται να προκύψει, αν κυριαρχήσει στο κόμμα ένας από τους δύο υποψηφίους της «αριστερής» πτέρυγας, θα οδηγήσει το Δημοκρατικό Κόμμα σε εκλογική πίεση. Οι ίδιες «φωνές» ισχυρίζονται ότι ο πιο ασφαλής τρόπος για να υπάρχει εκλογική δυναμική των Δημοκρατικών στην αναμέτρηση με τον Τραμπ στις εκλογές του 2020 είναι η εκλογή ενός πιο συντηρητικού υποψηφίου. Χαρακτηριστική είναι εδώ η παρέμβαση του Ομπάμα ο οποίος –χωρίς να υποστηρίζει επίσημα κανέναν υποψήφιο– προειδοποίησε ότι το Δημοκρατικό Κόμμα ρισκάρει να αποξενώσει τους ψηφοφόρους του αν μετακινηθεί προς τα «αριστερά» αφού, όπως είπε, «οι περισσότεροι ψηφοφόροι δε θέλουν να γκρεμίσουν το σύστημα».

Φυσικά, με το «γκρέμισμα του συστήματος», ο Ομπάμα δεν εννοεί εδώ το «γκρέμισμα» του καπιταλισμού, αλλά κάποια περιορισμένα μέτρα σοσιαλδημοκρατικής κοπής τα οποία στις ΗΠΑ έχουν –ακόμη και αυτά– μικρή ιδεολογική αποδοχή σε ευρύτερα λαϊκά στρώματα.

 

Η ΕΠΟΜΕΝΗ ΜΕΡΑ ΓΙΑ ΤΟ ΚΙΝΑΛ

Η συνεχιζόμενη προσπάθεια του ΣΥΡΙΖΑ να εδραιωθεί ως βασικός εκφραστής της σοσιαλδημοκρατίας στην Ελλάδα (π.χ. πρόταση αλλαγής τίτλου του κόμματος και σχετικές οργανωτικές αλλαγές στο επόμενο συνέδριό του) αφενός μειώνει τα περιθώρια του ΚΙΝΑΛ να εμφανίζει ένα διακριτό πολιτικό στίγμα και αφετέρου αυξάνει την πίεση στην ηγεσία του ΚΙΝΑΛ για πολιτική συνεργασία με το ΣΥΡΙΖΑ.

Το προϊόν της ισορροπίας στις παραπάνω πιέσεις φαίνεται να είναι σήμερα το εξής: Το ΠΑΣΟΚ/ΚΙΝΑΛ προσπαθεί να τονώσει το προφίλ ενός σοβαρού κεντροαριστερού κόμματος το οποίο τάχα ισορροπεί ανάμεσα στο «λαϊκισμό» του ΣΥΡΙΖΑ από τη μία, ο οποίος δε σταματά, όπως λένε, ούτε μπροστά στη συνεργασία με τους ακροδεξιούς ΑΝΕΛ, και τον «επιθετικό» συντηρητισμό-νεοφιλελευθερισμό της ΝΔ από την άλλη.29 Για να υπηρετήσει αυτόν το στόχο, το ΚΙΝΑΛ υιοθετεί έναντι του ΣΥΡΙΖΑ έναν πιο συντηρητικό λόγο στα ζητήματα του εποικοδομήματος, ενώ έναντι της ΝΔ προτάσσει τα ζητήματα του «κοινωνικού κράτους».

Κινούμενο μέσα σε αυτόν το σχεδόν ασφυκτικό χώρο, το ΚΙΝΑΛ από τη μία προσπαθεί να αναβαθμίσει έστω και λίγο κάποιες σοσιαλδημοκρατικές αναφορές30 χωρίς να μπορεί να διαμορφώσει μια συνεκτική πολιτική πρόταση με πιο καθαρόαιμα σοσιαλδημοκρατικά χαρακτηριστικά (όπως επιχειρούν άλλα ευρωπαϊκά σοσιαλδημοκρατικά κόμματα), την ίδια στιγμή που από την άλλη υιοθετεί ανοιχτά φρασεολογία και θεματολογία που έχει αναφορές στα λεγόμενα φιλελεύθερα αστικά κόμματα.

Αυτή η προσπάθεια ιδεολογικοπολιτικού ακροβατισμού αποτυπώνεται και στους πέντε πυλώνες που ξεχωρίστηκαν στα κείμενα που αναρτήθηκαν πρόσφατα για ηλεκτρονική διαβούλευση ενόψει της προγραμματισμένης για το Μάρτη συνδιάσκεψης του ΚΙΝΑΛ: Επίσπευση ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης, ψηφιακή οικονομία και επενδύσεις, αναμόρφωση κοινωνικού κράτους, πολιτικός φιλελευθερισμός και «νέα πράσινη συμφωνία» για το περιβάλλον. Καθώς οι ίδιοι άξονες προβάλλονται γενικά τόσο από τη ΝΔ όσο και από το ΣΥΡΙΖΑ, το ΚΙΝΑΛ προβάλλει προπαγανδιστικά ότι διαθέτει πιο αποτελεσματικό σχέδιο για την υλοποίηση της ίδιας στρατηγικής.

Στα ίδια κείμενα σημειώνεται για το ρόλο του αστικού κράτους: «Δε θέλουμε ένα “κράτος-επιχειρηματία”, ούτε τη διαπλοκή του με επιχειρηματικά συμφέροντα. Χρειάζεται όμως ένα “κράτος-μάνατζερ”.»31 Το ΚΙΝΑΛ στηρίζει ενεργά τη γενική κατεύθυνση των ιδιωτικοποιήσεων και προσπαθεί να διαφοροποιηθεί από την κυβέρνηση σχετικά με τους όρους και το εκάστοτε τίμημα (π.χ. ΔΕΣΦΑ, ΕΛΠΕ, υπηρεσίες υγείας, λιμάνι Καβάλας), προβάλλοντας εναλλακτικές μορφές (π.χ. υποπαραχωρήσεις δραστηριοτήτων των οργανισμών λιμένων) που διασφαλίζουν τάχα καλύτερα το «δημόσιο συμφέρον». Σε άλλο άρθρο στην ΚΟΜΕΠ (τεύχ. 6/2018) περιλαμβάνεται αναλυτική κριτική του οικονομικού προγράμματος του ΚΙΝΑΛ, την οποία δε χρειάζεται να επαναλάβουμε εδώ.

Αντίστοιχα, το ΚΙΝΑΛ στηρίζει ανοιχτά την κυβερνητική πολιτική αναβάθμισης της κατασταλτικής λειτουργίας του αστικού κράτους (δόγμα «νόμος και τάξη»), κρατώντας αποστάσεις από ορισμένες επιλογές (π.χ. μεταφορά αρμοδιοτήτων του σωφρονιστικού συστήματος στο υπουργείο Προστασίας του Πολίτη από το υπουργείο Δικαιοσύνης).

Σε κάθε περίπτωση, το μέλλον και οι επιλογές του ΠΑΣΟΚ/ΚΙΝΑΛ θα κριθούν σε μια περίοδο κατά την οποία ενισχύεται η τάση επιστροφής σε έναν πιο καθαρόαιμο αστικό δικομματισμό, όπως τον γνωρίσαμε σε προηγούμενες δεκαετίες. Σ’ αυτό το πλαίσιο, η ηγεσία του ΚΙΝΑΛ θα συνεχίσει την προσπάθεια διαμόρφωσης του στίγματος ενός χρήσιμου κυβερνητικού εταίρου (τρίτου κόμματος-ρυθμιστή) για κυβερνήσεις συνεργασίας με κάποιον από τους δύο βασικούς πόλους (ΣΥΡΙΖΑ, ΝΔ) ή και τους δύο μαζί.

Το ποια συγκεκριμένη μορφή θα πάρει αυτό το στίγμα θα φανεί πιο καθαρά και στην Εθνική Συνδιάσκεψη του ΚΙΝΑΛ.

 

ΤΟ ΠΑΣΟΚ/ΚΙΝΑΛ ΩΣ ΔΙΑΧΡΟΝΙΚΟΣ ΠΥΛΩΝΑΣ ΤΗΣ ΑΣΤΙΚΗΣ ΕΞΟΥΣΙΑΣ

Οι παραπάνω προσαρμογές στο ΠΑΣΟΚ/ΚΙΝΑΛ αποτελούν προϊόν της προσπάθειας διατήρησης και ενίσχυσης του ρόλου του στο αστικό πολιτικό σύστημα σε συνθήκες πολύ διαφορετικές από τις προηγούμενες δεκαετίες.

Αξίζει εδώ να υπενθυμίσουμε ότι στα 46 χρόνια της λεγόμενης Μεταπολίτευσης (1974-2020) το ΠΑΣΟΚ ήταν στην αστική διακυβέρνηση (είτε μόνο του τα περισσότερα χρόνια είτε ως μέλος της συγκυβέρνησης την περίοδο 2012-2015) τα 25 χρόνια, στη θέση της αξιωματικής αντιπολίτευσης τα 14 χρόνια, ενώ μόλις τα τελευταία 5 χρόνια έχει απολέσει τους συγκεκριμένους ρόλους, τους οποίους έχει αναλάβει ο ΣΥΡΙΖΑ.

Για ένα αστικό κόμμα, και πολύ περισσότερο για ένα κόμμα που έχει παίξει τόσο πρωταγωνιστικό ρόλο στη διαχείριση του ελληνικού καπιταλισμού όπως το ΠΑΣΟΚ, η απότομη και μεγάλη απώλεια θέσεων στο αστικό κράτος και πολιτικής-εκλογικής επιρροής δεν μπορεί παρά να έχει καταλυτική επίδραση σε όλες τις πλευρές της λειτουργίας του. Αντίστοιχα, και ως άμεση επίδραση του προηγούμενου, τεράστιες είναι οι πιέσεις που δέχεται και από τη μείωση του πολιτικού «βάρους» του στο ευρωπαϊκό πολιτικό σύστημα. Πιο συγκεκριμένα, στο ΚΙΝΑΛ γνωρίζουν πολύ καλά ότι η απώλεια της πρωτοκαθεδρίας στο σοσιαλδημοκρατικό χώρο της Ελλάδας σε συνδυασμό με τη μείωση του πολιτικού «βάρους» στην ευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατία έχουν τη δική τους αρνητική δυναμική και μπορούν να δράσουν ως πραγματική ωρολογιακή βόμβα στα θεμέλια του κόμματος αν δεν αντιστραφεί η κατάσταση.

Οι σημερινές δυσκολίες επιτείνονται για το ΠΑΣΟΚ από το γεγονός ότι αυτή η εκλογική μείωση λαμβάνει χώρα σε συνθήκες όπου τα ίδια τα δεδομένα της ελληνικής καπιταλιστικής οικονομίας αλλά και οι επιδιώξεις της αστικής τάξης της χώρας στην ευρύτερη περιοχή μειώνουν δραστικά τα περιθώρια πολιτικών ελιγμών και ανάδειξης ενός ιδιαίτερου στίγματος σε διάκριση από τα υπόλοιπα αστικά κόμματα. Με λίγα λόγια, οι συνθήκες έντονης σύγκλισης ολόκληρου του αστικού πολιτικού κόσμου στα θεμελιώδη ζητήματα της εσωτερικής και εξωτερικής πολιτικής αποτελεί μέρος της δύσκολης «εξίσωσης» που πρέπει να λύσει το ΚΙΝΑΛ. Πρόβλημα του δημιουργεί και το ότι σήμερα έχει αντικειμενικά πολύ μικρότερη ικανότητα ενσωμάτωσης λαϊκών στρωμάτων έναντι του ΣΥΡΙΖΑ. Τέλος, η μεγάλη μείωση του βαθμού οργάνωσης στο συνδικαλιστικό κίνημα συνολικά επηρεάζει και τους «αγωγούς» μέσα από τους οποίους προσπαθεί το ΠΑΣΟΚ να περάσει την παρέμβασή του, μετατοπίζοντας σε κάποιο βαθμό το κέντρο βάρους σε θεσμούς όπως τα Επιμελητήρια. Ωστόσο, σε καμία περίπτωση δεν πρέπει να υποτιμηθεί το γεγονός ότι το ΠΑΣΟΚ διατηρεί τη στήριξη τμημάτων του κεφαλαίου, όπως δείχνει και η στάση αστικών ΜΜΕ απέναντί του.

Στριμωγμένο όπως είναι από τα παραπάνω δεδομένα, το ΠΑΣΟΚ/
ΚΙΝΑΛ προσπαθεί –κινούμενο αναγκαστικά σε «αχαρτογράφητα» γι’ αυτό «νερά»– να αυξήσει το ρόλο του ως υποψήφιου εταίρου σε επόμενες αστικές κυβερνήσεις συνεργασίας. Αυτό το εγχείρημα θα ήταν από την αρχή καταδικασμένο, χωρίς ευρείας κλίμακας προσαρμογές, που εκτείνονται από το όνομα του κόμματος και τη σύνθεση του στελεχικού δυναμικού του μέχρι την προσαρμογή του πολιτικού του στίγματος. Ταυτόχρονα, προσπαθεί από τη μία να δώσει άρρητα το σήμα της διαφοροποίησης σε σχέση με παρελθούσες περιόδους του κόμματος, ενώ από την άλλη να τονίσει τη συνέχεια –παρά τις αναγκαίες προσαρμογές– από τη «Διακήρυξη της 3ης Σεπτέμβρη» μέχρι σήμερα. Όσον αφορά το τελευταίο, η δυσκολία συνίσταται στο ότι το ΠΑΣΟΚ/ΚΙΝΑΛ πρέπει να «μεταβολίσει» ιδεολογικά και πολιτικά –και να μορφοποιήσει σε «όπλο» για το σήμερα– περιόδους που περιλαμβάνουν τελείως διαφορετικά δεδομένα και απλώνονται από την περίοδο της πιο καθαρόαιμης σοσιαλδημοκρατικής πολιτικής των αρχών της δεκαετίας του 1980 μέχρι την «εκσυγχρονιστική» περίοδο και την περίοδο της επιθετικά αντιλαϊκής πολιτικής διαχείρισης της βαθιάς καπιταλιστικής κρίσης προς όφελος της καπιταλιστικής κερδοφορίας.

Η κεντρική συνισταμένη αυτής της πορείας αυτήν την περίοδο δεν είναι άλλη από την προσπάθεια του ΠΑΣΟΚ/ΚΙΝΑΛ να παίξει το ρόλο του «κεντρώου μπαλαντέρ» που λοξοκοιτάει και είναι έτοιμο να προσφέρει τις υπηρεσίες του τόσο προς τα «δεξιά» όσο και προς τ’ «αριστερά». Με αυτό το στίγμα, συμβάλλει στο να κρατηθούν εντός των καπιταλιστικών «τειχών» στρώματα που δυσκολεύονται για μια σειρά λόγους να προσεγγίσουν τη ΝΔ και το ΣΥΡΙΖΑ, ενώ διατηρεί σε μάχιμη θέση και μια σειρά στελεχών που δε χωράνε στα δύο μεγαλύτερα αστικά κόμματα.

Η προσπάθεια του ΠΑΣΟΚ/ΚΙΝΑΛ στο πλαίσιο των παραπάνω δεδομένων δεν μπορεί παρά να περιλαμβάνει και σπασμωδικές κινήσεις, μεγάλο εύρος ταλαντεύσεων στις ιδεολογικές και πολιτικές αναφορές, επιστράτευση της μεθόδου δοκιμής και λάθους. Στο κείμενο αυτό προσπαθήσαμε να ιχνηλατήσουμε αυτήν την προσπάθεια, αναδεικνύοντας παράλληλα ότι πρόκειται για προσπάθεια που αντικειμενικά δημιουργεί εφεδρείες για το αστικό πολιτικό σύστημα, συμβάλλει στη σταθεροποίησή του και δημιουργεί νέα εμπόδια σε τμήματα των εργατικών-λαϊκών στρωμάτων.

Το ΚΚΕ παρακολουθεί στενά και αναδεικνύει κάθε προσπάθεια αναμόρφωσης και «μασκαρέματος» του αστικού πολιτικού συστήματος, κάθε προσπάθεια που κινείται στη λογική «ν’ αλλάξουν όλα για να μείνουν όλα ίδια». Μέσα από αυτήν την ανάδειξη, φωτίζει τον πραγματικό εχθρό, την εξουσία της αστικής τάξης, τη δικτατορία του κεφαλαίου που ανάλογα με τις εκάστοτε συνθήκες αλλάζει τις «μάσκες» με τις οποίες φανερώνεται στο λαό. Με την ιδεολογική και πολιτική παρέμβασή του βοηθά το λαό να επεξεργαστεί την πολύ πλούσια εμπειρία του και να βγάλει συμπεράσματα που ανταποκρίνονται στον αντικειμενικό χαρακτήρα του ρόλου των αστικών κομμάτων και συνολικά του αστικού πολιτικού συστήματος. Με αυτόν τον τρόπο συμβάλλει στη διεύρυνση των δυνάμεων που η σκέψη και η δράση τους στοχοποιούν τον πραγματικό αντίπαλο, την αστική τάξη και την εξουσία της, και βγαίνουν έξω από το ασφυκτικό πλαίσιο του συστήματος της καπιταλιστικής εκμετάλλευσης.

 


ΣημειώσειςΣημειώσεις

1. Υπενθυμίζεται ότι 8 μήνες πριν το συνέδριο αυτό, το Μάρτη του 2019, είχε λάβει χώρα το 2ο Συνέδριο του ΚΙΝΑΛ, στο οποίο είχε καθοριστεί και η τακτική του ενόψει των επερχόμενων εκλογών για το ελληνικό κι ευρωπαϊκό κοινοβούλιο, δηλαδή το «διμέτωπο» απέναντι σε ΝΔ και ΣΥΡΙΖΑ.

2. Η Κίνηση αυτή αποτελείται από 81 «άτομα, τα οποία προέρχονται από το παλιό ΠΑΣΟΚ και δυσαρεστημένους του ΚΙΝΑΛ» κι έχει ως διακηρυγμένο στόχο την «επανίδρυση της μεγάλης Δημοκρατικής Παράταξης και την επιστροφή των απογοητευμένων ψηφοφόρων της Κεντροαριστεράς σε αυτήν». Στο μανιφέστο της Κίνησης αναφέρεται μεταξύ άλλων: «Θέλουμε μια άλλη πολιτική που θα έχει έναν αντίπαλο: Τη Δεξιά και τις πολιτικές της απ’ οπουδήποτε κι εάν προέρχονται.» Ενώ σε άλλο σημείο δηλώνει ότι η καρδιά της Κίνησης «χτυπάει αριστερά». Χαρακτηριστικό για το στίγμα που θέλει να προβάλλει η νέα Κίνηση είναι το γεγονός ότι η δημιουργία της δημοσιεύτηκε στις 18 Οκτώβρη, δηλαδή την ημερομηνία της επικράτησης του ΠΑΣΟΚ στις εκλογές του 1981.

3. Τις σχετικές προτάσεις εισηγήθηκε στο συνέδριο ο γραμματέας της Κοινοβουλευτικής Ομάδας του ΚΙΝΑΛ, Β. Κεγκέρογλου.

4. Ένα χρόνο πριν, είχε δημιουργηθεί ενόψει των ευρωεκλογών και των τοπικών εκλογών ο συνασπισμός κομμάτων «ΕΛΙΑ - Δημοκρατική Συμπαράταξη».

5. Η αποχώρηση αυτή συνδέθηκε άμεσα με τη στάση της ΔΗΜΑΡ απέναντι στη Συμφωνία των Πρεσπών. Μετά από το «ΝΑΙ» της ΔΗΜΑΡ στη Συμφωνία των Πρεσπών, η Φ. Γεννηματά έθεσε το Γενάρη του 2019 εκτός της Κοινοβουλευτικής Ομάδας του ΚΙΝΑΛ τον πρόεδρό της Θ. Θεοχαρόπουλο, ενώ λίγο αργότερα, στις 6 Απρίλη, η ΚΕ της ΔΗΜΑΡ αποφάσισε τη συμπόρευση με το ΣΥΡΙΖΑ. Το Μάη του 2019, ο Θ. Θεοχαρόπουλος ανέλαβε υπουργός Τουρισμού της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ, ενώ τον Ιούλη του 2019 ορίστηκε διευθυντής της Κοινοβουλευτικής Ομάδας του ΣΥΡΙΖΑ.

6. Εκτός από το ΠΑΣΟΚ, σήμερα συμμετέχουν στο ΚΙΝΑΛ το «Κίνημα Δημοκρατών Σοσιαλιστών» του Γ. Παπανδρέου, η «Ανανέωση» του Γ. Καμίνη, οι «Κινήσεις Πολιτών για τη Σοσιαλδημοκρατία» του Μ. Χάλαρη, η «Ένωση Δημοκρατικής Εθνικής Μεταρρύθμισης» του Απ. Πόντα, η «Φωνή Δημοκρατίας» του Γ. Καρρά, το «Μπροστά» του Π. Βλάχου και η «Ανανεωτική Αριστερά» που διοικείται από μια Συντονιστική Επιτροπή.

7. Ο Ν. Ανδρουλάκης ήταν ο βασικός αντίπαλος της Φ. Γεννηματά και στις εκλογές που έλαβαν χώρα το Νοέμβρη του 2017 για την προεδρία του υπό διαμόρφωση νέου φορέα της «Κεντροαριστεράς», δηλαδή του ΚΙΝΑΛ.

8. Υπενθυμίζεται ότι η κόντρα Γεννηματά-Βενιζέλου έληξε με τη διαγραφή του τελευταίου, η οποία μάλιστα έλαβε χώρα στην περίοδο ανάμεσα στις ευρωεκλογές και τις εθνικές εκλογές.

9. Βλ. άρθρο με τίτλο «Ρέκβιεμ για ένα ΠΑΣΟΚ», Τα Νέα Σαββατοκύριακο, 23-24 Νοέμβρη 2019.

10. Βλ. άρθρο με το χαρακτηριστικό τίτλο «Καληνύχτα ήλιε, καληνύχτα...», Εφημερίδα των Συντακτών, Δευτέρα 25 Νοέμβρη 2019.

11. Βλ. άρθρο με τίτλο «Αποστάσεις... ασφαλείας από το ΣΥΡΙΖΑ παίρνει το ΚΙΝΑΛ», Το Βήμα της Κυριακής, 23 Φλεβάρη 2020.

12. Στις εκλογές του 2012 το ψηφοδέλτιό του έφερε τον τίτλο «ΣΥΡΙΖΑ - Ενωτικό Κοινωνικό Μέτωπο».

13. Επίσης, κατά τη διάρκεια της κυβερνητικής θητείας του ΣΥΡΙΖΑ, προσχώρησε σε αυτόν και η Λ. Κατσέλη.

14. Ενδεικτικά αναφέρουμε –χωρίς περαιτέρω σχολιασμό– ένα απόσπασμα από το άρθρο του πρώην βουλευτή του ΣΥΡΙΖΑ Κ. Δουζίνα με χαρακτηριστικό τίτλο «Ριζοσπαστική Αριστερά ή Κεντροαριστερά;» (Εφημερίδα των Συντακτών, 20.1.2020):«Σοσιαλδημοκρατικές πολιτικές, μακροοικονομικοί περιορισμοί και αριστερός κεϊνσιανισμός αποτελούν όλα συστατικά της ριζοσπαστικής Αριστεράς. Αυτό που την χωρίζει από τη σοσιαλδημοκρατία βρίσκεται στο είδος των μεταρρυθμίσεων. Οι σοσιαλδημοκράτες επιδίωκαν (...) τη συνεχή αύξηση του ΑΕΠ ανεξάρτητα από τους τρόπους που γίνεται αυτό ή από τα αποτελέσματα στο περιβάλλον για να πετύχουν μια περιορισμένη αναδιανομή (...) Η κλασική σοσιαλδημοκρατία αποδέχεται επομένως το αναπόδραστο του καπιταλισμού και στηρίζει τον προγραμματισμό της στη διαρκή κερδοφορία του κεφαλαίου (...) Ο σοσιαλισμός, αντίθετα, είναι μέρος της ιστορικής διαδικασίας απελευθέρωσης από τις εξαρτήσεις και τα εμπόδια που επιβάλλει ο καπιταλισμός, η σταδιακή υπέρβασή του. Οι αριστερές μεταρρυθμίσεις μεταφέρουν συνεχώς πόρους και ισχύ από το κεφάλαιο και το κράτος στους εργαζόμενους και τους πολίτες.»...

15. Αντίστοιχη εκδήλωση είχε γίνει και λίγες μέρες πριν στο ξενοδοχείο «Αμαλία» από περίπου 150 ΠΑΣΟΚογενείς του ΣΥΡΙΖΑ, που ανήκουν στις ομάδες Σοσιαλιστική Πρωτοβουλία, ΧΑΡΤΑ 19 και Ακτιβιστές Σοσιαλιστές, οι οποίοι συγκρότησαν τη Σοσιαλιστική Συμμαχία. Και σε αυτήν την εκδήλωση είχε προσκληθεί ο Αλ. Τσίπρας. Επίσης, πριν κάποιους μήνες είχε συγκροτηθεί η πολιτική κίνηση «Γέφυρα» (Ν. Μουζέλης, Ν. Μπίστης, Σ. Βαλντέν), με βασικό στόχο τη συνεργασία ΣΥΡΙΖΑ-ΚΙΝΑΛ.

16. Ιδιαίτερα στα «εθνικά» ζητήματα, τα οποία σαφώς ιεραρχεί, το ΚΙΝΑΛ εμφανίζεται πολλές φορές «βασιλικότερο του βασιλέως», επιδιώκοντας να εμφανιστεί ως ο βασικός σημαιοφόρος της «εθνικής ομοψυχίας». Χαρακτηριστικό είναι ότι καταψήφισε τον προϋπολογισμό του υπουργείου Εθνικής Άμυνας γιατί «είναι αδιανόητη, πραγματικά εκτός τόπου και χρόνου, η επιλογή της κυβέρνησης να προχωρά σε μείωση του προϋπολογισμού του υπουργείου Εθνικής Άμυνας, τη στιγμή που κυριαρχικά μας δικαιώματα παραβιάζονται προκλητικά» (Φώφη Γεννηματά στη Νέα Σελίδα, 12.1.2020).

17. Αξίζει να σημειωθεί ότι στο πρόσφατο 37ο Συνέδριο της ΑΔΕΔΥ η ΠΑΣΚΕ σημείωσε διακριτή άνοδο (από 16,96% στο 19%). Αντίστοιχη άνοδο παρουσίασε η ΠΑΣΚΕ και στο πρόσφατο συνέδριο-παρωδία της ΓΣΕΕ (από 32,34% στο 38,57%) διατηρώντας την πρώτη θέση, αν και τα ποσοστά αυτά δεν μπορούν να παρθούν «τοις μερητοίς» λόγω του ότι σε αυτό το συνέδριο ψήφισαν μια σειρά νόθοι αντιπρόσωποι κι εργοδότες. Πάντως, το Γενάρη η Φ. Γεννηματά σημείωνε σε συνέντευξή της στη Νέα Σελίδα (12.1.2019): «Είναι αλήθεια ότι η αυγή του νέου χρόνου μάς βρίσκει με μια αυξημένη δυναμική. Αυτό καταγράφεται και σε όλες τις εκλογικές αναμετρήσεις που έγιναν σε επιστημονικούς και συνδικαλιστικούς χώρους (...).»

18. Παρόλ’ αυτά, η παράταξη του ΠΑΣΟΚ στο ΟΕΕ ήρθε δεύτερη (με 23,8%), πίσω από την παράταξη της ΝΔ (παρά τη σχετική μείωσή της κατά περίπου 4%), αφήνοντας πολύ πίσω, στην τρίτη θέση, την ΠΟΕ του ΣΥΡΙΖΑ (με 16,28%). Στην ανακοίνωση, μάλιστα, που εξέδωσε η Χαρ. Τρικούπη για το αποτέλεσμα στο ΟΕΕ, ανέφερε ότι αποτελεί «επιβεβαίωση των ισχυρών δεσμών της παράταξης με την κοινωνία».

19. Γι’ αυτήν την προσχώρηση υπήρξε μάλιστα και δημόσια ανακοίνωση της Νεολαίας ΣΥΡΙΖΑ, που ασκούσε κριτική στο κόμμα του ΣΥΡΙΖΑ για την ένταξη στελεχών της ΠΑΣΠ ΑΣΟΕΕ στην Επιτροπή Ανασυγκρότησης.

20. Αξίζει να σημειωθεί ότι η εκδήλωση αυτή, η οποία έλαβε χώρα στις 4 Μάρτη 2019, διοργανώθηκε από την Προοδευτική Συμμαχία Σοσιαλιστών και Δημοκρατών (S&D), δηλαδή από την πολιτική ομάδα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου που εκπροσωπεί το Ευρωπαϊκό Σοσιαλιστικό Κόμμα και άλλα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα. Αυτό σημειώνεται γιατί στην εκδήλωση δε συμμετείχε το ΠΑΣΟΚ/ΚΙΝΑΛ, το οποίο αποτελεί μέλος της συγκεκριμένης πολιτικής ομάδας, ενώ συμμετείχε ο ΣΥΡΙΖΑ, ο οποίος είναι μέλος άλλης πολιτικής ομάδας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου (της GUE/NGL). Προσπαθώντας, μάλιστα, να απαξιώσει το συγκεκριμένο συνέδριο, ο εκπρόσωπος του ΠΑΣΟΚ χαρακτήρισε το συνέδριο ως «ιδιωτικό πάρτι», λέγοντας ότι ο επικεφαλής της S&D, Ου. Μπούλμαν, ήταν ένας «απερχόμενος επικεφαλής».

21. Μετά από αυτήν τη διαφωνία, έγινε προσπάθεια εξομάλυνσης των σχέσεων ενόψει και της μάχης των ευρωεκλογών, κατά την οποία ανταλλάχτηκαν μηνύματα ανάμεσα στο ΕΣΚ, το SPD και το ΚΙΝΑΛ.

22. Αξίζει να σημειωθεί ότι το SPD δεν απέστειλε για το περσινό του συνέδριο πρόσκληση στο «αδελφό» κόμμα του ΠΑΣΟΚ, αλλά στο ΣΥΡΙΖΑ. Ωστόσο, στο φετινό συνέδριο του SPD καλέστηκε το ΠΑΣΟΚ και το παρακολούθησε η Φ. Γεννηματά.

23. Το Δημοκρατικό Κόμμα των ΗΠΑ δεν είναι σοσιαλδημοκρατικό κόμμα με το ευρωπαϊκό περιεχόμενο του όρου, ωστόσο στις γραμμές του αποτυπώνονται κάποιες σοσιαλδημοκρατικές αναφορές. Επίσης, τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα της Ευρώπης έχουν παραδοσιακά διαύλους επικοινωνίας με τμήματα των Δημοκρατικών.

24. Στην κατηγοριοποίηση που ακολουθεί δεν περιλαμβάνεται το Σοσιαλιστικό Κόμμα Γαλλίας το οποίο αποτελεί ιδιαίτερη περίπτωση, αφού έχει κατακρημνιστεί εκλογικά πέφτοντας από το 40,9% το 2012 στο 5,9% το 2017. Η εκλογική βάση του κόμματος αλώθηκε στην ουσία από το κόμμα «Εμπρός» του Εμ. Μακρόν.

25. Είναι χαρακτηριστικό ότι μετά από την τεράστια εκλογική μείωση του ΠΑΣΟΚ εδραιώθηκε στη διεθνή αρθρογραφία ο όρος «ΠΑΣΟΚοποίηση» (PASOKification), για να περιγράψει το φαινόμενο της μεγάλης μείωσης της εκλογικής και της πολιτικής επιρροής ενός σοσιαλδημοκρατικού κόμματος στην Ευρώπη και γενικά στο «δυτικό» κόσμο. Για την πορεία της σοσιαλδημοκρατίας στην Ελλάδα και διεθνώς βλ.: «Σοσιαλδημοκρατία: Διαχρονικά επικίνδυνος εχθρός του εργατικού κινήματος» (α΄ και β΄ μέρος), ΚΟΜΕΠ, τεύχ. 4 και 5/2019.

26. Λίγες μέρες μετά από τη λεγόμενη «Σούπερ Τρίτη», δηλαδή την Τρίτη 4 Μάρτη, οπότε και έλαβαν χώρα οι εσωκομματικές διαδικασίες ταυτόχρονα σε πολλές Πολιτείες.

27. Βλ. άρθρο με τίτλο «Η υποψηφιότητα του Μπέρνι Σάντερς ξεσηκώνει τις ΗΠΑ» στην ιστοσελίδα TVXS.

28. Βλ. το άρθρο με τίτλο «ΗΠΑ - Νεβάδα: Με μεγάλη διαφορά ο Σάντερς για το χρίσμα των Δημοκρατικών» στην ιστοσελίδα της εφημερίδας Το Βήμα.

29. Όπως σημείωνε η Φ. Γεννηματά στην πρόσφατη συνέντευξή της στη Νέα Σελίδα (1.12.2020) για τη ΝΔ: «Να αναδεικνύουμε στην πράξη και όχι στα λόγια τις διαφορές μας με τις βαθιά συντηρητικές επιλογές που χαρακτηρίζουν την κυβέρνηση του κ. Μητσοτάκη.»

30. Π.χ. η Φ. Γεννηματά ανέφερε στο συνέδριο ότι «μόνο ένα ισχυρό Κίνημα Αλλαγής, μια πραγματική κυβερνώσα Αριστερά μπορεί να πετύχει την αναγέννηση της χώρας, που απαιτεί ένα πράσινο συμβόλαιο».

31. Βλ. άρθρο στην εφημερίδα Τα Νέα, 21.1.2020, με τίτλο «Στροφή στον πολιτικό φιλελευθερισμό».