Στις εξελίξεις στο ΠΑΣΟΚ/ΚΙΝΑΛ επιδρούν και οι εξελίξεις στη διεθνή σοσιαλδημοκρατία, της οποίας άλλωστε αποτελεί και μέρος. Αυτή η επίδραση ασκείται τόσο μέσω του Ευρωπαϊκού Σοσιαλιστικού Κόμματος (ΕΣΚ) όσο και μέσω μακροχρόνιων διαύλων επικοινωνίας ανάμεσα στα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα, ιδιαίτερα της Ευρώπης η οποία αποτελεί άλλωστε και τη μήτρα της σοσιαλδημοκρατίας. Έτσι, έχει ιδιαίτερη σημασία να δούμε τις εξελίξεις στο ΠΑΣΟΚ και από την οπτική των σχετικών παρεμβάσεων του ΕΣΚ, αλλά και των προσαρμογών που επιχειρούνται αυτήν την περίοδο στη γραμμή της ευρωπαϊκής, κυρίως, σοσιαλδημοκρατίας.
Το τελευταίο διάστημα υπήρξαν σημαντικές προστριβές ανάμεσα στο ΠΑΣΟΚ από τη μία και το ΕΣΚ και κάποια βασικά σοσιαλδημοκρατικά κόμματα από την άλλη. Βασικό επίδικο αυτής της διαπάλης είναι η σχέση του ΣΥΡΙΖΑ (ο οποίος, ως γνωστό, δεν ανήκει στο ΕΣΚ, αλλά στην GUE/NGL) με τους διεθνείς φορείς της σοσιαλδημοκρατίας, αλλά και τα κελεύσματα των τελευταίων για μεγαλύτερη συνεργασία ανάμεσα σε ΠΑΣΟΚ και ΣΥΡΙΖΑ στην Ελλάδα. Σε αυτό συμβάλλει καθοριστικά το γεγονός ότι η εδραίωση του ΣΥΡΙΖΑ ως βασικού σοσιαλδημοκρατικού πόλου στην Ελλάδα ανοίγει αντικειμενικά μια σειρά διαύλους ανάμεσα σε αυτόν και τους φορείς-κόμματα της σοσιαλδημοκρατίας διεθνώς.
Αξίζει να δούμε κάποια συγκεκριμένα παραδείγματα: Ο πρώην επικεφαλής της ευρωομάδας του ΕΣΚ, Ου. Μπούλμαν, τοποθετήθηκε σε εκδήλωση στην Αθήνα –και μάλιστα κατά την προεκλογική περίοδο– υπέρ της σύγκλισης των «προοδευτικών δυνάμεων», κάτι που ερμηνεύτηκε από το ΠΑΣΟΚ ως κάλεσμα μετατροπής του σε «ουρά» του ΣΥΡΙΖΑ.20 Αντίστοιχα, ισχυρές τριβές ανάμεσα σε ΠΑΣΟΚ και ΕΣΚ προέκυψαν και από τη Συμφωνία των Πρεσπών, με τον Μπούλμαν αλλά και τον ίδιο τον πρόεδρο του ΕΣΚ Σ. Στάσινεφ, να καλούν ανοιχτά τη Φ. Γεννηματά να στηρίξει τη Συμφωνία και την τελευταία να απαντά «δε δεχόμαστε υποδείξεις».21
Την ίδια στιγμή, ο ΣΥΡΙΖΑ «επενδύει» πολλά στη στήριξη της διεθνούς σοσιαλδημοκρατίας και προχωρά σε μια σειρά στοχευμένες κινήσεις σε αυτήν την κατεύθυνση. Έτσι, ο ΣΥΡΙΖΑ είχε εκφράσει ανοιχτά την υποστήριξή του στον υποψήφιο του ΕΣΚ για την προεδρία στην Κομισιόν Φ. Τίμερμανς, ενώ ο Αλ. Τσίπρας συμμετείχε στο περσινό συνέδριο του Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος Γερμανίας (SPD).22 Τέλος, ο ΣΥΡΙΖΑ
υιοθέτησε ενόψει ευρωεκλογών (όπως και το ΠΑΣΟΚ/ΚΙΝΑΛ) το βασικό πρόγραμμα του ΕΣΚ με τίτλο «Νέο Κοινωνικό Συμβόλαιο». Από τα παραπάνω είναι φανερό ότι υπάρχει ένα αμοιβαίο «κλείσιμο του ματιού» ανάμεσα στο ΣΥΡΙΖΑ και την ευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατία.
Η ανάδειξη της μάχης που δίνει ο ΣΥΡΙΖΑ στο εσωτερικό και το εξωτερικό για την πρωτοκαθεδρία στο χώρο της σοσιαλδημοκρατίας μπορεί να προστεθεί στο ιδεολογικοπολιτικό οπλοστάσιο του ΚΚΕ για την ανάδειξη του πραγματικού του χαρακτήρα, ο οποίος κρύβεται πολλές φορές πίσω από παραπλανητική φρασεολογία.
Με δεδομένα τα παραπάνω, αξίζει να δούμε –έστω και σύντομα– κάποιες τάσεις στην ευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατία, αλλά και σε τμήματα του Δημοκρατικού Κόμματος των ΗΠΑ23, οι οποίες αναδεικνύουν μια προσαρμογή σε σχέση με την προηγούμενη περίοδο. Οι εξελίξεις στη διεθνή σοσιαλδημοκρατία ξεδιπλώνονται στο έδαφος της σαφούς πτωτικής πορείας που καταγράφει τα τελευταία χρόνια σε εκλογικό και γενικότερα πολιτικό επίπεδο. Αυτή η πτωτική πορεία εκφράζεται τόσο στα περισσότερα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα όσο φυσικά και στο ΕΣΚ.
Σε κάθε περίπτωση, το γεγονός της μείωσης της επιρροής της σοσιαλδημοκρατίας προκαλεί ανησυχία στην αστική τάξη, αφού ο σοσιαλδημοκρατικός πόλος του αστικού πολιτικού συστήματος –ιδιαίτερα στην Ευρώπη– έχει αποδείξει ιστορικά τη συμβολή του στην απόσπαση της εργατικής-λαϊκής συναίνεσης στην αντιλαϊκή πολιτική. Ιδιαίτερα σε συνθήκες όπου η δυσαρέσκεια από την αντιλαϊκή πολιτική οξύνεται σε μια σειρά χώρες της ΕΕ και στις ΗΠΑ, οι προσαρμογές στη σοσιαλδημοκρατία είναι απαραίτητες για την αστική «υποδοχή» αυτών των στρωμάτων, ενώ η εκλογική και πολιτική αξιοποίησή τους αποτελεί βασική πηγή τροφοδότησης αυτών των προσαρμογών.
Παράλληλα, δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι ο πολυκομματισμός στον καπιταλισμό και συγκεκριμένα η πολιτική αντιπαράθεση ανάμεσα στα σοσιαλδημοκρατικά και τα φιλελεύθερα αστικά κόμματα εκφράζει, μεταξύ άλλων, και ενδοαστικές-ενδοϊμπεριαλιστικές αντιθέσεις. Έτσι, οι διεργασίες που θα αναφερθούν αντανακλούν –χωρίς να υπάρχει η δυνατότητα αναλυτικής συγκεκριμενοποίησης στο πλαίσιο αυτού του σημειώματος– και πιέσεις τμημάτων της αστικής τάξης για ενίσχυση νέων κλάδων (που συνδέονται, π.χ., με τη λεγόμενη πράσινη ανάπτυξη) ή για αναπροσαρμογή των διεθνών συμμαχιών του κάθε αστικού κράτους (π.χ. πιο φιλοαμερικανικές ή φιλογερμανικές τάσεις). Αυτή η ενδοαστική πολιτική αντιπαράθεση τροφοδοτείται και από τα εναλλακτικά σενάρια για τους τρόπους αντιμετώπισης της οικονομικής επιβράδυνσης που παρατηρείται στην ΕΕ, αλλά και των πιο μεσοπρόθεσμων διαφαινόμενων κινδύνων απώλειας θέσεων στον ανταγωνισμό με Κίνα-ΗΠΑ.
Σε αυτό το πλαίσιο, τα τελευταία χρόνια ξεδιπλώθηκαν σημαντικές διεργασίες αναμόρφωσης της σοσιαλδημοκρατίας. Για λόγους διευκόλυνσης της καταγραφής θα μπορούσαμε να διακρίνουμε τα ευρωπαϊκά καταρχάς κόμματα σε τρεις ομάδες.24 Ωστόσο ο διαχωρισμός που ακολουθεί είναι σχηματικός και δεν αναδεικνύει τις ιδιαίτερες συνθήκες των χωρών, που επιδρούν στη μεταβολή της πολιτικής κάθε κόμματος.
Η πρώτη ομάδα αποτελείται από εκείνα τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα τα οποία, ενώ σημείωσαν σημαντικές απώλειες το διάστημα 2010-2015, στη συνέχεια ανάκαμψαν στον έναν ή τον άλλο βαθμό εκλογικά χωρίς ευρείας κλίμακας προσαρμογές. Εδώ ανήκουν κόμματα όπως το Σοσιαλιστικό Κόμμα Πορτογαλίας, το Ισπανικό Σοσιαλιστικό Εργατικό Κόμμα, το Δημοκρατικό Κόμμα Ιταλίας και το Εργατικό Κόμμα Ολλανδίας. Από τα παραπάνω κόμματα, μάλιστα, το ισπανικό και το πορτογαλικό αποτελούν τα βασικά κόμματα των αντίστοιχων κυβερνήσεων συνεργασίας (έχοντας μεταξύ άλλων τη στήριξη του ΚΚΙ και του ΚΚΠ αντίστοιχα), οι οποίες μάλιστα προβάλλονται διεθνώς από οπορτουνιστικά αλλά και αστικά κόμματα ως παραδείγματα «αριστερών» φιλολαϊκών κυβερνήσεων.
Η δεύτερη ομάδα αποτελείται από εκείνα τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα τα οποία υπέστησαν πολύ μεγάλη εκλογική και πολιτική φθορά αδυνατώντας ουσιαστικά να ανακάμψουν, αφήνοντας πολιτικό χώρο σε νέα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα. Η πιο χαρακτηριστική περίπτωση εδώ είναι το ΠΑΣΟΚ στην Ελλάδα25 και η ενίσχυση του ΣΥΡΙΖΑ. Ομοιότητες με το ΣΥΡΙΖΑ έχουν και οι Podemos στην Ισπανία, οι οποίοι «φούντωσαν» πολιτικά και εκλογικά την περίοδο που πιεζόταν το Ισπανικό Σοσιαλιστικό Εργατικό Κόμμα. Ωστόσο, η εξέλιξη των πραγμάτων ήταν διαφορετική, αφού το τελευταίο ανέκτησε δυνάμεις περιορίζοντας το χώρο των Podemos.
Η τρίτη ομάδα αποτελείται από εκείνα τα κόμματα τα οποία υφίστανται τελευταία σημαντική εκλογική και πολιτική πίεση προσπαθώντας να ανακάμψουν, επιχειρώντας μεταξύ άλλων την προσαρμογή του πολιτικού στίγματός τους. Σε αυτήν την ομάδα θα σταθούμε λίγο παραπάνω γιατί αγγίζει κάποια από τα πιο ιστορικά και μεγάλα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα της Ευρώπης που «δίνουν τον τόνο» σε όλο το σοσιαλδημοκρατικό ρεύμα, όπως το Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα Γερμανίας (SPD) και το βρετανικό Εργατικό Κόμμα. Βασικό σημείο αυτής της προσαρμογής αποτελεί αυτήν την περίοδο –χωρίς να σημαίνει ότι αναγκαστικά θα διατηρηθεί στο μέλλον– μια τάση ενίσχυσης των σοσιαλδημοκρατικών αναφορών τους που χαρακτηρίζεται ως «στροφή προς τα αριστερά».
ΤΟ SPD
Όσον αφορά το SPD, η δημοσκοπική του καθίζηση τροφοδότησε την αντιπαράθεση στο εσωτερικό του κόμματος, η οποία επικεντρώθηκε γύρω από το ζήτημα της συνέχισης της στήριξης ή της απόσυρσης από την κυβέρνηση του «μεγάλου συνασπισμού» στην οποία το SPD συγκυβερνά με το Χριστιανοδημοκρατικό Κόμμα Γερμανίας (CDU) από το 2013. Η λεγόμενη «στροφή» εκφράστηκε και στην αλλαγή ηγεσίας, με τον Ν. Βάλτερ-Μπόργιανς και την Σ. Έσκεν να επικρατούν έναντι των υποψηφιοτήτων του –θεωρούμενου ως πιο νεοφιλελεύθερου– υπουργού Οικονομικών Όλαφ Σολτς και του μέλους του Προεδρείου του κόμματος Κ. Γκάιβιτς. Το συνέδριο έφτασε μέχρι και να αποστασιοποιηθεί από τις λεγόμενες «μεταρρυθμίσεις Χαρτς» που είχαν πραγματοποιηθεί από την κυβέρνηση του σοσιαλδημοκράτη καγκελάριου Γκ. Σρέντερ και αποτέλεσαν μια συνολική επίθεση στα εργασιακά-ασφαλιστικά δικαιώματα της γερμανικής εργατικής τάξης.
Όσον αφορά τη συγκυβέρνηση, το συνέδριο δεν αποφάσισε τελικά την έξοδο από το «μεγάλο συνασπισμό», αλλά κάποιες συγκεκριμένες προτάσεις, οι οποίες συζητήθηκαν περαιτέρω στις διαπραγματεύσεις που έγιναν πριν τα Χριστούγεννα σχετικά με το μέλλον του «μεγάλου συνασπισμού». Αυτές οι προτάσεις αφορούν την επαναφορά του φόρου 1% σε περιουσίες άνω των 2 εκ. ευρώ, τη φορολόγηση των μεγάλων περιουσιών, την αύξηση του κατώτατου ημερομισθίου, την αύξηση των δαπανών σε παιδεία και κοινωνική ασφάλεια κλπ. Επίσης, την έντονη αντίδραση του CDU προκάλεσε το γεγονός ότι η απόφαση του συνεδρίου του SPD κρατά αποστάσεις από την πρόταση να συμπεριληφθεί στο Σύνταγμα της χώρας η υποχρέωση (εκτός ελάχιστων εξαιρέσεων έκτακτης ανάγκης) ισοσκελισμένων προϋπολογισμών, ερχόμενη έτσι σε αντίθεση με την πολιτική του ίδιου του υπουργού Οικονομικών και αντικαγκελάριου Όλαφ Σολτς, που προέρχεται από το SPD. Όπως δήλωσε η νέα συμπρόεδρος του κόμματος Σ. Έσκεν:
«Ήμουν και είμαι επιφυλακτική σχετικά με το μέλλον αυτού του μεγάλου συνασπισμού. Ωστόσο, με αυτήν την απόφαση, δίνουμε στο συνασπισμό μια ρεαλιστική πιθανότητα να συνεχίσει να υπάρχει –τίποτε περισσότερο και τίποτε λιγότερο από αυτό.»
Αυτή η «στροφή» αντανακλά μεταξύ άλλων και αντιθέσεις εντός της γερμανικής αστικής τάξης, με πιο χαρακτηριστική ίσως τη σύγκλιση ανάμεσα στη νέα ηγεσία του SPD και την Ένωση Γερμανών Βιομηχάνων (BDI) για διεκδίκηση –από το επιμένον στη σφιχτή δημοσιονομική πολιτική CDU– πιο χαλαρής δημοσιονομικής πολιτικής, δηλαδή για αύξηση των κρατικών επενδύσεων χρηματοδοτούμενη από τα σταθερά μεγάλα δημοσιονομικά πλεονάσματα (κατεύθυνση προς την οποία πιέζουν και ΕΚΤ-ΔΝΤ), ως μέσο αντιμετώπισης της στασιμότητας της γερμανικής οικονομίας και της μεσοπρόθεσμης πίεσης σε σημαντικούς οικονομικούς κλάδους της από Κίνα και ΗΠΑ.
Σε κάθε περίπτωση, ακόμα κι αν ο «μεγάλος συνασπισμός» επιβιώσει στη συγκεκριμένη συγκυρία, πολλοί αναλυτές θεωρούν ότι η νέα πολιτική κατεύθυνση του συνεδρίου αποτελεί προαναγγελία διάλυσής του στις επόμενες εκλογές, που είναι προγραμματισμένες για το 2021.
ΤΟ ΒΡΕΤΑΝΙΚΟ ΕΡΓΑΤΙΚΟ ΚΟΜΜΑ
Ακόμα πιο διακριτή «αριστερή στροφή» απέδιδαν –μέχρι την πρόσφατη ήττα των Εργατικών και την παραίτηση Κόρμπιν– τα αστικά επιτελεία και στο βρετανικό Εργατικό Κόμμα, μετά από την επικράτηση το Σεπτέμβρη του 2015 του εκπροσώπου της «αριστερής» πτέρυγας του κόμματος, Τζ. Κόρμπιν, έναντι τριών υποψηφίων που όλοι τους ανήκαν στην «κεντρώα» πτέρυγα. Η επικράτηση του Κόρμπιν –ο οποίος χαρακτηρίζεται ως ριζοσπάστης, ακραίος αριστερός, ορκισμένος σοσιαλιστής και αθεράπευτος μαρξιστής (!)– ήρθε στο συνέδριο που ακολούθησε αμέσως μετά από την ήττα του κόμματος στις εκλογές του Μάη του 2015.
Ο Κόρμπιν και άλλα στελέχη του κόμματος που πρόσκεινται σε αυτόν έκαναν συχνές αναφορές στα δικαιώματα των εργαζόμενων και των προσφύγων, ενώ προβάλλουν την ανάγκη εθνικοποιήσεων επιχειρήσεων στους στρατηγικούς τομείς της οικονομίας, αύξησης της φορολογίας των μεγάλων επιχειρήσεων, επιβολής φόρου χρηματιστηριακών συναλλαγών, καθώς και... παραχώρησης μέρους του κεφαλαίου μεγάλων επιχειρήσεων στους εργαζόμενούς τους. Αντίστοιχα, στο κυβερνητικό του πρόγραμμα ενόψει των εκλογών της 12ης Δεκέμβρη 2019 περιλαμβάνονταν προτάσεις όπως η εθνικοποίηση των υποδομών, η ενίσχυση των κοινωνικών παροχών και του κράτους πρόνοιας.
Φυσικά, πέρα από τη νεκρανάσταση –σε διαφορετικές εποχές– παλιών σοσιαλδημοκρατικών φληναφημάτων, η στάση του Κόρμπιν συνδέεται και με ζητήματα που σχετίζονται και με το ενδοαστικό σχίσμα της βρετανικής αστικής τάξης, το οποίο έτσι κι αλλιώς παίζει το τελευταίο διάστημα καθοριστικό ρόλο σε εξελίξεις όπως το Brexit και τα αντίστοιχα εκλογικά αποτελέσματα. Ο Κόρμπιν έχει ταχτεί, λοιπόν, ενάντια στη συμμετοχή της Μ. Βρετανίας στο ΝΑΤΟ, έχει χαρακτηρίσει την ΕΕ ως «φρούριο» απέναντι στους μετανάστες κατηγορώντας την ότι δημιουργεί «αποικίες χρέους», ενώ για το Brexit έχει δεσμευτεί να επαναδιαπραγματευτεί μια νέα συμφωνία, την οποία θα θέσει σε δημοψήφισμα όπου θα δίνεται και η δυνατότητα ψήφου υπέρ της παραμονής στην ΕΕ, ενώ ο ίδιος έχει υποσχεθεί ότι θα παραμείνει ουδέτερος. Εν ολίγοις, στο πεδίο των ενδοαστικών αντιθέσεων, ο Κόρμπιν υποστήριζε άρρητα μια πιο στενή σχέση της Βρετανίας με την ΕΕ (σε αντιδιαστολή με τις ΗΠΑ), σε συνδυασμό με αναφορές για την ανάγκη σημαντικών αλλαγών στην ΕΕ, κάτι που συνεπάγεται άμεση αμφισβήτηση της γερμανικής ηγεμονίας σε αυτήν.
Όσον αφορά τη σχέση των Εργατικών με ΠΑΣΟΚ και ΣΥΡΙΖΑ, αξίζει να σημειωθεί ότι –όπως και στο συνέδριο του SPD την ίδια περίοδο– στο συνέδριο του κόμματος το Σεπτέμβρη του 2018 καλέστηκε ο ΣΥΡΙΖΑ (και όχι το ΠΑΣΟΚ), για να μεταφέρει την εμπειρία του στη διακυβέρνηση έτσι ώστε να διδαχτούν από το «εγχείρημά» του. Και αυτά, τη στιγμή που το Εργατικό Κόμμα ανήκει μαζί με το ΠΑΣΟΚ στο ΕΣΚ. Επίσης, την περίοδο πριν την ανάδειξή του στην ηγεσία του κόμματος, οι εσωκομματικοί του αντίπαλοι σημείωναν ότι, αν εκλεγεί, θα μετατρέψει το κόμμα σε «βρετανικό ΣΥΡΙΖΑ», ενώ και ο ίδιος ο Κόρμπιν χαρακτηριζόταν ως ο «Άγγλος Τσίπρας».
Τέλος, τον Ιούλη του 2019 ο Κόρμπιν σύναψε μαζί με το ΜΕΡΑ25 του Γ. Βαρουφάκη και το σκιώδη υπουργό Οικονομικών του Εργατικού Κόμματος Τζ. Μακντόνελ σύμφωνο για την προώθηση «κοινής ατζέντας» στην Ευρώπη, με πυλώνες την εναντίωση στη χρήση ορυκτών καυσίμων και την καταπολέμηση των εφαρμοζόμενων πολιτικών λιτότητας.
ΟΙ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΚΟΙ ΤΩΝ ΗΠΑ
Τέλος, τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα της Ευρώπης διατηρούν παραδοσιακά δεσμούς με το Δημοκρατικό Κόμμα των ΗΠΑ, με αποτέλεσμα την ύπαρξη διαύλων αμοιβαίας αλληλεπίδρασης. Έτσι, η λεγόμενη «στροφή προς τ’ αριστερά» που παρατηρείται σε κάποια βασικά σοσιαλδημοκρατικά κόμματα της Ευρώπης βρίσκει το ανάλογό της –τηρουμένων των αναλογιών– στην ενίσχυση της λεγόμενης αριστερής πτέρυγας των Δημοκρατικών. Η ενίσχυση αυτή φαίνεται και στη μετατόπιση «προς τ’ αριστερά» της κούρσας για το χρίσμα των Δημοκρατικών, ο νικητής της οποίας θα αντιμετωπίσει τον Ντ. Τραμπ στις εκλογές του 2020. Σε αυτήν την αντιπαράθεση εμφανίζονται υποψήφιοι οι οποίοι χρησιμοποιούν «ριζοσπαστική» επιχειρηματολογία και ορολογία που είναι πρωτοφανής για την πολιτική σκηνή των ΗΠΑ τις τελευταίες δεκαετίες, κάτι που από τη μία αποτελεί έκφραση αντιθέσεων στο εσωτερικό της αμερικανικής αστικής τάξης και του κράτους της, ενώ από την άλλη δείχνει τη στόχευση να «πιαστεί» έγκαιρα και να «καναλιζαριστεί» μια πιο έντονη δυσαρέσκεια «από τα κάτω».
Την ώρα που γράφονταν αυτές οι γραμμές26, την πιο ισχυρή δυναμική είχαν ο Μπ. Σάντερς και ο Τζ. Μπάιντεν, ενώ ήδη είχαν αποσυρθεί από την «κούρσα» η Ελ. Γουόρεν (χωρίς να δηλώσει ακόμα την υποστήριξή της σε κάποιον από τους δύο βασικούς υποψηφίους), ο Μάικλ Μπλούμπεργκ (ο οποίος δήλωσε την υποστήριξή του στον Μπάιντεν) και ο ο Πιτ Μπούτιτζετζ (ο οποίος και αυτός έχει δηλώσει τη στήριξή του στον Μπάιντεν). Οι αναφορές, ωστόσο, αρκετών από τους υποψηφίους για το χρίσμα αναδεικνύουν σαφείς ομοιότητες με τάσεις στη διεθνή σοσιαλδημοκρατία στις οποίες αναφερθήκαμε προηγουμένως.
Η πιο ενδεικτική περίπτωση είναι ο 78χρονος Μπ. Σάντερς, ο σταθερός υποψήφιος της «αριστερής» πτέρυγας των ΗΠΑ, ο οποίος αυτοπροσδιορίζεται ως «δημοκρατικός σοσιαλιστής». Ο Σάντερς κάνει πολύ συχνές αναφορές στην «εργατική τάξη και τη συρρικνούμενη μεσαία τάξη των ΗΠΑ», στην «ταξική πολιτική», ακόμα και στο «σοσιαλισμό» (λέξη που στις ΗΠΑ είναι πολύ δύσκολο να ξεστομιστεί). Σημαντική ενίσχυση αποτέλεσε για τον Σάντερς η συστράτευση μαζί του τριών «βαριών» ονομάτων της «αριστερής» πτέρυγας των Δημοκρατικών, της πολύ δημοφιλούς Alexandria Ocasio-Cortez, της Ilhan Omar, που είναι η πρώτη μουσουλμάνα μαύρη γυναίκα που εκλέχτηκε στο Κογκρέσο, και της Αμερικανοπαλαιστίνιας Rashida Tlaib.
Αξίζει να παραθέσουμε ένα μικρό απόσπασμα που περιλαμβάνει τα αιτήματά του, αλλά και αυτούς που στοχοποιεί φραστικά:
«Νομίζω ότι όλοι σας καταλαβαίνετε πως, όταν μιλάμε για ιατροφαρμακευτική περίθαλψη για όλους, όταν μιλάμε για αύξηση του κατώτατου μισθού, όταν μιλάμε για καταπολέμηση της κλιματικής αλλαγής, τα βάζουμε με τεράστια πανίσχυρα ιδιαίτερα συμφέροντα, γνωρίζετε ποια είναι. Μιλάμε για τη Γουόλ Στριτ, για τη βιομηχανία της υγείας, για τη βιομηχανία των ορυκτών καυσίμων, για τις φαρμακευτικές εταιρίες, για το στρατιωτικοβιομηχανικό σύμπλεγμα, για τη βιομηχανία των ιδιωτικών φυλακών. Αυτοί είναι πανίσχυροι τύποι, διαθέτουν απεριόριστα χρηματικά ποσά, μεγάλη πολιτική ισχύ στην Ουάσιγκτον.»27
Το επιτελείο του Σάντερς προβάλλει, μάλιστα, ιδιαίτερα το γεγονός ότι ο ίδιος ο Σάντερς έχει δηλώσει ότι αποκλείει από τη χρηματοδότησή του (η οποία παίζει καθοριστικό ρόλο στις ΗΠΑ) τις μεγάλες εταιρίες και τους δισεκατομμυριούχους, ενώ με βάση τα στοιχεία η μεγάλη πλειοψηφία της χρηματοδότησής του προέρχεται από δωρεές μικρότερες των 200 δολαρίων, που προέρχονται από μια πλατιά βάση χαμηλόμισθων μισθωτών.
Παρά την παραίτησή της από την «κούρσα», αξίζει να αναφέρουμε και το ιδεολογικό στίγμα της 70χρονης Ελ. Γουόρεν, η οποία επίσης θεωρείται ότι ανήκει στην «αριστερή» πτέρυγα του κόμματος. Η Γουόρεν προβάλλει ένα λίγο πιο «πραγματιστικό αριστερό» πρόγραμμα από τον Σάντερς, σηκώνει τη σημαία της μάχης απέναντι στις ανισότητες, της προστασίας του περιβάλλοντος, του σπασίματος των μονοπωλίων, της διαγραφής μέρους των φοιτητικών χρεών κλπ. Ταυτόχρονα διακηρύσσει ότι «το πολιτικό σύστημά μας λειτουργεί για τους πλούσιους και τους ισχυρούς και αφήνει όλους τους άλλους πίσω». Ωστόσο, σύμφωνα με προηγούμενες δημοσκοπήσεις, η Γουόρεν εξέφραζε ένα αρκετά πιο συντηρητικό πολιτικά και ευκατάστατο οικονομικά τμήμα των ψηφοφόρων των Δημοκρατικών.
Όσον αφορά τον εκπρόσωπο του «Κέντρου» των Δημοκρατικών με τη μεγαλύτερη δυναμική, τον Τζ. Μπάιντεν, «σηκώνει» θέματα «δημοκρατικών αξιών» και «πράσινης οικονομίας», επιτίθεται ανοιχτά στα «λόμπι της βιομηχανίας ορυκτών καυσίμων», τα οποία κατηγορεί ότι καταπνίγουν την ανάπτυξη της εγχώριας αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας, ενώ υπόσχεται πακτωλό κρατικής χρηματοδότησης προς το φωτοβολταϊκό κλάδο. Αξίζει επίσης να αναφερθεί ότι ο παραιτηθείς πλέον Μπούτιτζετζ προειδοποιούσε πριν λίγο καιρό για τον κίνδυνο της εκλογής ενός «σοσιαλιστή», όπως ο Σάντερς, ο οποίος θεωρεί ότι... ο καπιταλισμός «είναι η αιτία όλων των κακών», ενώ παράλληλα δήλωνε ότι «ο γερουσιαστής Σάντερς πιστεύει σε μια ιδεολογική επανάσταση η οποία ξεχνά τους περισσότερους Δημοκρατικούς»28.
ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΙΚΑ
Μπορούμε να πούμε ότι στα παραπάνω κόμματα ενισχύεται μια τάση διαφοροποίησης από το «φιλελευθερισμό», διανθισμένη με κάποιες σοσιαλδημοκρατικές ιδεολογικές αναφορές που εστιάζουν στην αναβάθμιση της κοινωνικής πολιτικής του αστικού κράτους. Φυσικά, αυτή η τάση είναι επιρρεπής στην αντιστροφή, ιδιαίτερα κάτω από την πίεση συγκεκριμένων εκλογικών αποτελεσμάτων. Χαρακτηριστική είναι εδώ η ενίσχυση των «φωνών» για ανατροπή της «αριστερής στροφής» των Εργατικών, την οποία κατηγορούν για την πρόσφατη βαριά ήττα. Αντίστοιχες προειδοποιήσεις δυναμώνουν και στους Δημοκρατικούς στις ΗΠΑ, με βασικό επιχείρημα ότι η «αριστερή» στροφή που ενδέχεται να προκύψει, αν κυριαρχήσει στο κόμμα ένας από τους δύο υποψηφίους της «αριστερής» πτέρυγας, θα οδηγήσει το Δημοκρατικό Κόμμα σε εκλογική πίεση. Οι ίδιες «φωνές» ισχυρίζονται ότι ο πιο ασφαλής τρόπος για να υπάρχει εκλογική δυναμική των Δημοκρατικών στην αναμέτρηση με τον Τραμπ στις εκλογές του 2020 είναι η εκλογή ενός πιο συντηρητικού υποψηφίου. Χαρακτηριστική είναι εδώ η παρέμβαση του Ομπάμα ο οποίος –χωρίς να υποστηρίζει επίσημα κανέναν υποψήφιο– προειδοποίησε ότι το Δημοκρατικό Κόμμα ρισκάρει να αποξενώσει τους ψηφοφόρους του αν μετακινηθεί προς τα «αριστερά» αφού, όπως είπε, «οι περισσότεροι ψηφοφόροι δε θέλουν να γκρεμίσουν το σύστημα».
Φυσικά, με το «γκρέμισμα του συστήματος», ο Ομπάμα δεν εννοεί εδώ το «γκρέμισμα» του καπιταλισμού, αλλά κάποια περιορισμένα μέτρα σοσιαλδημοκρατικής κοπής τα οποία στις ΗΠΑ έχουν –ακόμη και αυτά– μικρή ιδεολογική αποδοχή σε ευρύτερα λαϊκά στρώματα.