Οι νέες προγραμματικές θέσεις του ΣΥΡΙΖΑ: Στην υπηρεσία του κεφαλαίου με νέο περιτύλιγμα


της Ιδεολογικής Επιτροπής της ΚΕ του ΚΚΕ

Στις 2-4 Ιούλη πραγματοποιήθηκε η Προγραμματική Συνδιάσκεψη του ΣΥΡΙΖΑ - Προοδευτική Συμμαχία, όπου επικυρώθηκαν και παρουσιάστηκαν οι νέες προγραμματικές θέσεις του.

Η δύσκολη πραγματικότητα που ζει ο λαός, η αντιλαϊκή διαχείριση της πανδημίας, οι σημαντικές επιπτώσεις στα λαϊκά στρώματα από την καπιταλιστική κρίση, την ακρίβεια, οι μεγάλες καταστροφές και η λαϊκή οργή που προκάλεσαν οι πυρκαγιές του καλοκαιρού, το δύσκολο φθινόπωρο που συνολικά βλέπει ο λαός να απλώνεται μπροστά του, διαμορφώνουν ως ένα βαθμό ένα έδαφος φθοράς της αξιοπιστίας της ΝΔ.

Πλήττει την εικόνα που φιλοτεχνούσε για τον εαυτό της ως «ικανό» και αποτελεσματικό διαχειριστή, «πριονίζει» σταδιακά τους μεγάλους βαθμούς αποδοχής που απολάμβανε η κυβέρνηση σε προηγούμενες φάσεις.

Αντικειμενικά δηλαδή, μπαίνουμε σε μια νέα φάση της πολιτικής διαπάλης, που δίνει την ευκαιρία στο ΣΥΡΙΖΑ να «πατήσει γκάζι», να προβάλει με μεγαλύτερη ένταση σε λαϊκές δυνάμεις ξανά το μύθο της «προοδευτικής» διακυβέρνησης ως δήθεν πιο «ήπιας» καπιταλιστικής διαχείρισης ενάντια στον «ακραίο νεοφιλελευθερισμό της ΝΔ».

Όπως έχουμε τονίσει και στις εκτιμήσεις του 21ου Συνεδρίου του ΚΚΕ: «Υπάρχει αντικειμενική βάση για ενίσχυση ενός ρεύματος σοσιαλδημοκρατικής ανανέωσης, πατώντας πάνω στη δυσαρέσκεια και τη φθορά της κυβέρνησης, που είναι αναμενόμενο να ενταθεί το επόμενο διάστημα και στο έδαφος των πιο φανερών επιπτώσεων από την πανδημία

Επίσης, όπως όλα δείχνουν, ο ΣΥΡΙΖΑ θα προσπαθήσει να αξιοποιήσει στο έπακρο το γεγονός ότι οι επόμενες εκλογές θα γίνουν με αναλογικότερο εκλογικό σύστημα για να προβάλει την πρόταση για κυβερνητικές συνεργασίες στο όνομα της ανάδειξης μιας νέας «αριστερής κυβέρνησης». Εξάλλου, είτε η κυβέρνηση εξαντλήσει την τετραετία (όπως επανειλημμένα έχει διακηρύξει ο πρωθυπουργός) είτε όχι, η πολιτική αντιπαράθεση θα οξυνθεί και θα παίρνει όλο και περισσότερο άρωμα προεκλογικού χαρακτήρα, καθώς ούτως ή άλλως μικραίνει ο κυβερνητικός χρονικός ορίζοντας.

Σε αυτές τις συνθήκες, ανεβαίνουν οι απαιτήσεις της πολιτικής διαπάλης για να μην εγκλωβίζεται η λαϊκή δυσαρέσκεια. Άλλωστε, με τη δράση και τις παρεμβάσεις τους όλο το προηγούμενο διάστημα, οι δυνάμεις του ΚΚΕ αποκάλυψαν την πολιτική του ΣΥΡΙΖΑ και αντιπαρατέθηκαν (τόσο σε πολιτικό επίπεδο όσο και στο εργατικό-λαϊκό κίνημα) με την καλλιέργεια του θολού «αντιδεξιού» - «αντικυβερνητικού» μετώπου, με την επιδίωξη δηλαδή να μορφοποιείται και να οριοθετείται η λαϊκή δυσαρέσκεια σε ένα εκλογικό ρεύμα εναλλαγής ανάμεσα στα κόμματα της αστικής διαχείρισης.

Στο παρόν κείμενο θα παρουσιάσουμε συνοπτικά ορισμένες πλευρές του σχεδιασμού του ΣΥΡΙΖΑ στην προσπάθειά του να αναθερμάνει τις κυβερνητικές αυταπάτες, θα αναδείξουμε τις βασικές πλευρές των νέων προγραμματικών του θέσεων, με βάση την ανάγκη ενίσχυσης της στρατηγικής αντιπαράθεσης με τις σοσιαλδημοκρατικές αυταπάτες που μπαίνουν εμπόδιο στην πάλη για την ανασύνταξη του εργατικού-λαϊκού κινήματος και στην ανάδειξη του πραγματικού ταξικού αντιπάλου.

 

Η ΠΡΟΣΠΑΘΕΙΑ ΑΝΑΖΩΠΥΡΩΣΗΣ ΤΩΝ ΑΥΤΑΠΑΤΩΝ ΓΙΑ «ΠΡΟΟΔΕΥΤΙΚΗ ΔΙΑΚΥΒΕΡΝΗΣΗ»

Από το 2019 και μετά την ήττα του στις εκλογές, ο ΣΥΡΙΖΑ μπήκε σε μια περίοδο «μετασχηματισμού» –όπως ο ίδιος την χαρακτήριζε– η οποία τελικά αποδείχτηκε μακρά, καθώς ακόμη δεν έχουν αποκρυσταλλωθεί πλήρως όλες οι πλευρές που τέθηκαν προς συζήτηση (το ζήτημα των όρων της «διεύρυνσης» του ΣΥΡΙΖΑ και η σχέση του με τις υπόλοιπες σοσιαλδημοκρατικές δυνάμεις, το ζήτημα του «ψηφιακού μετασχηματισμού» του κόμματος και της ενίσχυσης των κομματικών του δυνάμεων κ.ά.). Βέβαια, οι διάφορες εσωκομματικές του διαδικασίες οδηγήθηκαν σε αλλεπάλληλες αναβολές εξαιτίας των περιορισμών που επέβαλε η πανδημία, όμως δε βρίσκεται εκεί η βασική αιτία των δυσχερειών του ΣΥΡΙΖΑ.

Η ουσία βρίσκεται στις δυσκολίες που συναντάει όλο αυτό το διάστημα ο ΣΥΡΙΖΑ να μορφοποιήσει μια πειστική αντιπολιτευτική αιχμή απέναντι στη ΝΔ, που θα του επιτρέπει να προβάλλει τον εαυτό του ως ικανότερο διαχειριστή των αστικών συμφερόντων, αλλά και ταυτόχρονα ως φορέα ενσωμάτωσης της λαϊκής δυσαρέσκειας. Εξάλλου αυτό είναι και το βασικό ζητούμενο της όλης συζήτησης γύρω από τους όρους του λεγόμενου «μετασχηματισμού»: Η βέλτιστη προσαρμογή του ΣΥΡΙΖΑ στις ανάγκες τις αστικής διαχείρισης, με αναβάθμιση της ικανότητας εγκλωβισμού εργατικών-λαϊκών δυνάμεων. Γι’ αυτό, όπως έχουμε επισημάνει, «η αντικειµενική δυσκολία του ΣΥΡΙΖΑ να εμφανιστεί ως η πιο αποτελεσµατική δύναµη αστικής διαχείρισης έναντι της ΝΔ οξύνει τις αντιφάσεις στην πολιτική του: Προσπαθεί, από τη µια, να εµφανιστεί ως υπεύθυνη αξιόπιστη λύση για την αστική διακυβέρνηση και, από την άλλη, προσπαθεί να οικειοποιηθεί αγωνιστικές και ριζοσπαστικές διαθέσεις».1

Σε προηγούμενα άρθρα της ΚΟΜΕΠ έχουμε καταγράψει τις πολιτικές διεργασίες στο ΣΥΡΙΖΑ το τελευταίο δίχρονο κι έχουμε αναδείξει το αντιλαϊκό περιεχόμενο των πολιτικών του διακηρύξεων.2

Παρά το γεγονός ότι, πιθανότατα, τα διάφορα «ανοιχτά θέματα» θα συνεχίσουν να αποτελούν σε ένα βαθμό αντικείμενο συζήτησης, είναι βασικό να συνειδητοποιηθεί ότι ο ΣΥΡΙΖΑ βρίσκεται εκ των πραγμάτων σε πιο ευνοϊκή θέση σε σχέση με το προηγούμενο διάστημα ώστε να εντείνει την προσπάθεια εγκλωβισμού λαϊκών δυνάμεων σπέρνοντας τις δικές του κυβερνητικές αυταπάτες.

«Αέρα στα πανιά» των διακηρύξεων του ΣΥΡΙΖΑ δίνει εξάλλου η διεθνής προσπάθεια των αστικών δυνάμεων, με πιο χαρακτηριστική τη διακυβέρνηση Μπάιντεν στις ΗΠΑ, να προβάλλουν την ατζέντα του «Πράσινου New Deal» ως «φιλολαϊκή» διαχείριση του καπιταλισμού («κλιματική κρίση», πράσινη ανάπτυξη, «δικαιωματισμός»), με το ΣΥΡΙΖΑ να προσπαθεί να εμφανιστεί ως ο πιο γνήσιος εκφραστής αυτής της πολιτικής στη χώρα μας. Αντίστοιχα, η διαφαινόμενη ενίσχυση του Γερμανικού Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος (μετά από χρόνια), αλλά και των Πρασίνων ενόψει των γερμανικών εκλογών στα τέλη του Σεπτέμβρη μπορεί να δώσει γενικότερη ώθηση στις σοσιαλδημοκρατικές δυνάμεις στην Ευρώπη.

Στοιχείο που θα παίξει καθοριστικό ρόλο στην πολιτική και εκλογική παρέμβαση του ΣΥΡΙΖΑ το επόμενο διάστημα θα αποτελέσει η πρόσκληση για πολιτικές και κυβερνητικές συμπράξεις, η επίκληση της ανάγκης αξιοποίησης του αναλογικότερου εκλογικού νόμου με τον οποίο θα γίνουν οι επόμενες εκλογές, προς όφελος του σχηματισμού ενός «προοδευτικού μετώπου», μιας νέας «αριστερής κυβέρνησης». Αυτό το στοιχείο θα αξιοποιηθεί τόσο για τον εγκλωβισμό λαϊκών δυνάμεων όσο και για την επιβολή αναδιατάξεων ανάμεσα στις σοσιαλδημοκρατικές και οπορτουνιστικές δυνάμεις υπό τη δική του πολιτική ηγεμονία.

«Οι προκλήσεις της νέας εποχής απαιτούν τη συμπαράταξη σύμπασας της Αριστεράς. Και όταν μιλάμε για σύμπασα την Αριστερά, αναφερόμαστε στην Αριστερά η οποία ξεκινά από τη ριζοσπαστική Αριστερά, την οικολογική Αριστερά, την κομμουνιστική Αριστερά και φτάνει μέχρι τις διάφορες εκδοχές της μεταρρυθμιστικής Αριστεράς, τη Σοσιαλδημοκρατία, τα παλιά και τα νέα κοινωνικά Κινήματα, τα Κινήματα αμφισβήτησης»3, ανέφερε χαρακτηριστικά σε ομιλία του ο Γ. Δραγασάκης, καλώντας το ΣΥΡΙΖΑ να αποτελέσει τον «κορμό ενός ευρύτερου προοδευτικού μετώπου», ενώ ο Ν. Φίλης με τη σειρά του ανέφερε ότι ο 
ΣΥΡΙΖΑ οφείλει να αποτελέσει τη «ραχοκοκαλιά της αριστερής-προοδευτικής διακυβέρνησης».4

Με τον πλέον εμφατικό τρόπο έθεσε το ζήτημα ο Α. Τσίπρας στην ομιλία του στην πρόσφατη Προγραμματική Συνδιάσκεψη, κάνοντας προσκλητήριο για «νίκη έστω και με μία ψήφο, για να φύγει η Δεξιά» στις επόμενες εκλογές, σηματοδοτώντας την πολιτική πίεση και τα εκβιαστικά ψευτοδιλήμματα που επιδιώκει να εντείνει ο ΣΥΡΙΖΑ. Επιπλέον, ανέφερε χαρακτηριστικά: «Τώρα πια είμαστε ωριμότεροι. Μάθαμε από τα λάθη μας και γιατί πλέον όχι μόνο θέλουμε, αλλά και ξέρουμε πώς να υλοποιήσουμε τα θέλω μας. Με ένα ριζοσπαστικό, αλλά ταυτόχρονα και υλοποιήσιμο πρόγραμμα.»5

Ουσιαστικά, με ψευδεπίγραφη «αυτοκριτική» θέλουν να κάνουν το λαό να ξεχάσει τα ψέματα και την κοροϊδία, να «ξεπλύνουν» το αντιλαϊκό έργο της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ, τους αντιλαϊκούς νόμους και το 3ο μνημόνιο, το ρόλο που αυτή έπαιξε στην αναβάθμιση της εμπλοκής της χώρας στους ιμπεριαλιστικούς σχεδιασμούς των ΗΠΑ - ΝΑΤΟ - ΕΕ –με λίγα λόγια επιδιώκουν να δοθεί συγχωροχάρτι στην αντιλαϊκή πολιτική του.

Εκεί αποσκοπεί όλη η προσπάθεια που συστηματικά έκανε ο ΣΥΡΙΖΑ όλο το προηγούμενα διάστημα γύρω από την «αποτίμηση» της κυβερνητικής του θητείας και η επιδίωξή του να προβάλει ότι δήθεν υποχρεώθηκε να εφαρμόσει ένα πρόγραμμα που δεν ήθελε, ότι το μνημόνιο δεν αποτελούσε «ιδιοκτησία του», ότι τη «δεύτερη φορά θα είναι διαφορετικά», όπως χαρακτηριστικά προπαγανδίζουν τα στελέχη του.

Επίσης, στο πλαίσιο του αναλογικότερου εκλογικού νόμου με βάση τον οποίο καθίσταται δυσκολότερος ο σχηματισμός κοινοβουλευτικών πλειοψηφιών, οι κυβερνητικές διακηρύξεις του ΣΥΡΙΖΑ θα αποτελέσουν βασικό μοχλό των διεργασιών με τις υπόλοιπες δυνάμεις του ευρύτερου σοσιαλδημοκρατικού τόξου (ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ, ΜΕΡΑ25) και πλαίσιο για ενδεχόμενη συμπόρευση.

Η σχέση του ΣΥΡΙΖΑ με αυτές τις δυνάμεις έχει αποτελέσει εξάλλου βασικό θέμα εκτεταμένων διεργασιών, όπως και γενικότερα η αναμόρφωση του σοσιαλδημοκρατικού πόλου μετά τις αλλαγές των τελευταίων χρόνων. Στην κατεύθυνση συνεργασίας ή και ένταξης στο ΣΥΡΙΖΑ και άλλων στελεχών από το ΠΑΣΟΚ, τη ΔΗΜΑΡ και άλλες σοσιαλδημοκρατικές δυνάμεις, κινήθηκε το προηγούμενο διάστημα και η λογική της «διεύρυνσης» του ΣΥΡΙΖΑ, ενώ με τη συγκρότηση της πολιτικής κίνησης «Γέφυρα» (Ν. Μπίστης, Σ. Δανέλης, Α. Λιάκος, Π. Παναγιώτου) εκφράστηκαν ανοιχτά και εκείνα τα στελέχη που εργάζονται δραστήρια προς την κατεύθυνση άμεσης συνεργασίας με το ΚΙΝΑΛ. Όπως χαρακτηριστικά αναφέρουν: «Η λογική των πραγμάτων και των αριθμών επιτάσσει στο ΣΥΡΙΖΑ - Προοδευτική Συμμαχία και στο ΚΙΝΑΛ να γυρίσουν γρήγορα και αποφασιστικά σελίδα στις μεταξύ τους σχέσεις.»

Το πολιτικό πλαίσιο για μια τέτοια πολιτική και εκλογική σύμπλευση είναι άλλωστε ήδη διαμορφωμένο και συμπυκνώνεται στις διακηρύξεις για το «νέο κοινωνικό συμβόλαιο», το οποίο αποτελεί και το πρόγραμμα της ευρωπαϊκής σοσιαλδημοκρατίας που στηρίζουν από κοινού ΣΥΡΙΖΑ και ΚΙΝΑΛ.6 Στο πλαίσιο αυτό, στην τελευταία συνάντηση του Ευρωπαϊκού Σοσιαλιστικού Κόμματος (Ιούνης 2021) στο Βερολίνο, παραβρέθηκαν τόσο ο Α. Τσίπρας όσο και η Φ. Γεννηματά, ενώ η δεύτερη, αναφερόμενη στην ανάγκη συμπόρευσης των «προοδευτικών δυνάμεων», σημείωνε χαρακτηριστικά στην ομιλία της ότι «οι Σοσιαλιστές πρέπει να αφήσουν πίσω τους συμβιβασμούς του παρελθόντος με συντηρητικές δυνάμεις που θόλωσαν το μήνυμά μας».

Ασφαλώς, ο τρόπος με τον οποίο θα κινηθούν αυτές οι διεργασίες δεν μπορεί εκ των προτέρων να προδιαγραφεί, καθώς εξαρτάται από μια σειρά παραγόντων, όπως οι ίδιες οι εξελίξεις στο χρόνο διενέργειας των εκλογών, ο γενικός πολιτικός συσχετισμός, ο συσχετισμός ανάμεσα στις σοσιαλδημοκρατικές πολιτικές δυνάμεις, ο αγώνας για την πρωτοκαθεδρία της μίας επί της άλλης κ.ά. Στο ΚΙΝΑΛ-ΠΑΣΟΚ εξάλλου διεξάγεται έντονη συζήτηση σχετικά με το αν είναι προτιμότερη η συμπόρευση με τη ΝΔ ή με το ΣΥΡΙΖΑ. Το σίγουρο είναι ότι οι ζυμώσεις περί ενός «προοδευτικού μετώπου», που θα συμπεριλάβει τις δυνάμεις της ευρύτερης σοσιαλδημοκρατίας και ενδεχομένως δυνάμεις από τον οπορτουνιστικό χώρο, θα αποτελέσει βασικό παράγοντα των εξελίξεων.

Δεν μπορεί να αποκλειστεί ούτε το ενδεχόμενο να δοκιμαστεί από τις αστικές δυνάμεις σε επόμενο χρόνο και η ώσμωση δυνάμεων του ΣΥΡΙΖΑ 
με δυνάμεις του ΚΙΝΑΛ στη διαμόρφωση νέου σχήματος που να επιταχύνει τη συνολικότερη αναμόρφωση του σοσιαλδημοκρατικού χώρου. Άλλωστε, με την ίδια θεματολογία και πολιτική κατεύθυνση μπορούν να συγκροτηθούν εναλλακτικά και συμπληρωματικά διάφορες ηγεσίες στα κόμματα της αστικής διαχείρισης. Για παράδειγμα, η «ατζέντα» των Δημοκρατικών μπορεί να προβληθεί τόσο από τον Α. Τσίπρα όσο και από τον Ευ. Τσακαλώτο και φυσικά και από τον Γ. Βαρουφάκη, για τον οποίο πρέπει να υπενθυμίσουμε τους άμεσους διαύλους του με τον Μπ. Σάντερς. Επίσης, ποτέ δεν αποκλείεται και η εναλλαγή προσώπων στην ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ με γνώμονα την καλύτερη εξυπηρέτηση των συμφερόντων της αστικής διαχείρισης.

Σε κάθε περίπτωση, για το ΣΥΡΙΖΑ είναι ξεκάθαρο ότι χρειάζεται να ενισχύσει την προσπάθεια διεκδίκησης ενός ακροατηρίου που προς το παρόν ακολουθεί το ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ. Όπως σημείωσε ο Α. Τσίπρας: «Ο ΣΥΡΙΖΑ για να κερδίσει δεν αρκεί να κερδίσει μόνο όσους πολίτες αυτοπροσδιορίζονται ως αριστεροί ή ριζοσπάστες. Πρέπει να κερδίσει αυτό που ονομάζουμε “μεσαίο χώρο”.»7

Επίσης, θέτοντας το ζήτημα της κυβερνητικής συνεργασίας με πρακτικό τρόπο, ο Ν. Μπίστης σημειώνει: «Το πρώτο, λοιπόν, προαπαιτούμενο είναι να προκύψει από την κάλπη ισχυρός –πρώτη δύναμη ή δεύτερη κοντά στην πρώτη– ο ΣΥΡΙΖΑ - Προοδευτική Συμμαχία, έχοντας ταυτοχρόνως την αριθμητική δυνατότητα σχηματισμού κυβέρνησης συνεργασίας με τις άλλες δυνάμεις. Αυτό, όπως όλα δείχνουν, είναι εφικτό και, προϊόντος του χρόνου και της φθοράς της κυβέρνησης, θα γίνεται ολοένα πιο ρεαλιστική προοπτική. Το δύσκολο είναι να διαμορφωθούν από τώρα οι πολιτικές προϋποθέσεις, να καλλιεργηθεί το έδαφος για μια τέτοια λύση.»8

Παράλληλα, όπως έχει διαπιστωθεί κατ’ επανάληψη στο παρελθόν, οι εσωκομματικές τάσεις και διεργασίες στο ΣΥΡΙΖΑ τελικά μπορούν να λειτουργήσουν προς όφελος της «πολυσυλλεκτικότητας» και του εγκλωβισμού ευρύτερης εμβέλειας δυνάμεων. Οι εσωκομματικές ομάδες των «53+» και της «Ομπρέλας» (στις οποίες έχουμε αναλυτικά αναφερθεί σε προηγούμενο άρθρο της ΚΟΜΕΠ9 ) άσκησαν ορισμένες επιμέρους κριτικές παρατηρήσεις σε ήπιους τόνους στην Προγραμματική Συνδιάσκεψη, χωρίς βέβαια να προβάλουν στρατηγικές διαφωνίες. Ενδεικτικά, ο Ευ. Τσακαλώτος ανέφερε ότι ο ΣΥΡΙΖΑ «δεν ξεχνάει την ψυχή του και την κινηματική του δράση», ενώ ο Ν. Φίλης άσκησε κριτική στην ψήφιση της αποζημίωσης στη Fraport και το νόμο της ΝΔ για το Ελληνικό (διευκρινίζοντας βέβαια ότι αυτές οι επενδύσεις πρέπει να γίνουν, αλλά όχι «δίχως προϋποθέσεις»): «Σαν κυβέρνηση ψηφίσαμε με τον εκβιασμό της τρόικας, τώρα τι κρατάμε από αυτά; Είμαστε υποχρεωμένοι να ψηφίζουμε τη Fraport, το Ελληνικό και τα Ραφάλ;»

Η συζήτηση μεταξύ των τάσεων του ΣΥΡΙΖΑ δεν είναι ασφαλώς πλασματική, αφορά τη συζήτηση σχετικά με τους όρους καλύτερης προσαρμογής του στις απαιτήσεις της αστικής διαχείρισης, αλλά και σχετικά με τη διατήρηση της ικανότητάς του να εγκλωβίζει δυνάμεις που συνεχίζουν να αυτοπροσδιορίζονται ως «ριζοσπαστικές» και «αγωνιστικές». Πρόκειται για πλευρές που μπορούν να αξιοποιηθούν συμπληρωματικά στον εγκλωβισμό λαϊκών δυνάμεων, ενώ οι δυνάμεις γύρω από τους «53+» και την «Ομπρέλα» επιδιώκουν να διατηρούν τη δυνατότητα διεισδυτικότερης παρέμβασης σε εργαζόμενους και λαϊκές δυνάμεις που παίρνουν μέρος σε αγωνιστικές κινητοποιήσεις, στο κίνημα, στη νεολαία.

Ο λαός πρέπει να θυμάται ότι ο ΣΥΡΙΖΑ δεν αποτέλεσε δύναμη που «αρχικά ήθελε τάχα να συγκρουστεί και τελικά συμβιβάστηκε και υλοποίησε ένα πρόγραμμα που δεν ήθελε». Αυτό το αφήγημα του ΣΥΡΙΖΑ αποτελεί το βασικό πυρήνα της προσπάθειας εξαγνισμού από την αντιλαϊκή πολιτική της περιόδου 2015-2019. Ίσα-ίσα αυτός ήταν ο ρόλος που αντικειμενικά του ανατέθηκε: Ο ΣΥΡΙΖΑ μπορούσε εκείνη την περίοδο να αποτελέσει τον καλύτερο εκφραστή των αστικών συμφερόντων, γιατί, σε μια περίοδο μεγάλων ανακατατάξεων στο αστικό πολιτικό σύστημα εξαιτίας των κλυδωνισμών της βαθιάς καπιταλιστικής κρίσης, μπόρεσε με τον καλύτερο δυνατό τρόπο να εγκλωβίσει τη λαϊκή δυσαρέσκεια «εντός των τειχών», να εξασφαλίσει «ανάσες» στην αστική πολιτική εφαρμόζοντας όλο το αντιλαϊκό πρόγραμμα του κεφαλαίου, τις δεσμεύσεις απέναντι σε ΗΠΑ - ΝΑΤΟ - ΕΕ, με το μανδύα μιας «φιλολαϊκής» δήθεν κυβέρνησης.

Το ίδιο επιδιώκει να κάνει και τώρα, στις νέες συνθήκες που διαμορφώνονται, προβάλλοντας το αφήγημα της νέας «προοδευτικής διακυβέρνησης».

 

ΤΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΤΗΣ ΕΠΟΜΕΝΗΣ ΚΥΒΕΡΝΗΣΗΣ ΕΙΝΑΙ ΗΔΗ ΓΝΩΣΤΟ ΚΑΙ ΚΟΙΝΟ ΓΙΑ ΤΑ ΚΟΜΜΑΤΑ ΤΟΥ ΚΕΦΑΛΑΙΟΥ

Η πραγματικότητα είναι όμως ότι το πρόγραμμα της επόμενης κυβέρνησης, όποια σύνθεση κι αν έχει, είναι δεδομένο στις βασικές κατευθύνσεις του και θα κινηθεί στις αντιλαϊκές ράγες των συμφερόντων του κεφαλαίου.

Είναι το κυβερνητικό πρόγραμμα που, σε κάθε του «απόχρωση», είτε με ΝΔ είτε με ΣΥΡΙΖΑ, θα στηρίζεται και θα υλοποιεί την «Ευρωπαϊκή Πράσινη Συμφωνία», τις Συμβάσεις του Ταμείου Ανάκαμψης της ΕΕ που ψήφισε η κυβέρνηση της ΝΔ μέσα στο κατακαλόκαιρο με την ανοχή του ΣΥΡΙΖΑ και του ΚΙΝΑΛ. Αυτό το σχέδιο νέας κρατικής στήριξης κερδοφόρων «πράσινων» επενδύσεων για λογαριασμό των επιχειρηματικών ομίλων έχει ήδη προσθέσει νέα βάρη στις πλάτες των μισθωτών εργαζόμενων και των λαϊκών στρωμάτων.

Γι’ αυτό και κοροϊδεύει ο ΣΥΡΙΖΑ όταν λέει ότι αύριο θα μπορεί να εφαρμόσει πλέον «ανεμπόδιστος το πρόγραμμά του» αφού δε δεσμεύεται από μνημόνια. Δεσμεύεται από το μνημόνιο των μνημονίων, τη στρατηγική της ΕΕ, τους στρατηγικούς σχεδιασμούς των μονοπωλίων. Από τη στρατηγική αναβαθμισμένης συμμετοχής της χώρας στους ιμπεριαλιστικούς οργανισμούς, στο ΝΑΤΟ, στις ιμπεριαλιστικές συμμαχίες με ΗΠΑ και ΕΕ, για την οποία προσηλωμένα εργάστηκαν οι κυβερνήσεις ΣΥΡΙΖΑ και ΝΔ διαδοχικά. Τόσο χτες ως κυβέρνηση όσο και σήμερα ως αντιπολίτευση υπηρέτησε κι εξακολουθεί να υπηρετεί με το πρόγραμμα και την πολιτική του την εξουσία του κεφαλαίου.

Εξάλλου η σημερινή πολιτική τόσο της κυβέρνησης όσο και της αντιπολίτευσης των αστικών κομμάτων δείχνει το βέβαιο αντιλαϊκό αύριο, ανεξάρτητα από το κόμμα που θα βρίσκεται στην αστική διακυβέρνηση. Από τη μια μεριά, η νέα αντιλαϊκή ατζέντα υλοποιείται με τα νομοσχέδια που ψηφίζει η κυβέρνηση το ένα πίσω από το άλλο, για τα εργασιακά, την εκπαίδευση, την κοινωνική ασφάλιση. Από την άλλη μεριά, ο 
ΣΥΡΙΖΑ και το ΚΙΝΑΛ, παρότι υποκριτικά διαμαρτύρονται για τους αντιλαϊκούς νόμους, αποδέχονται το στρατηγικό πλαίσιο πάνω στο οποίο αυτοί βασίζονται, ψηφίζοντας τη μεγάλη πλειοψηφία των άρθρων τους.

Σήμερα όλοι, ΝΔ, ΣΥΡΙΖΑ, ΚΙΝΑΛ, υπόσχονται ξανά καλύτερες μέρες με την εφαρμογή της πολιτικής της πράσινης μετάβασης, του «πράσινου New Deal» που εφαρμόζεται στην ΕΕ και στις ΗΠΑ. «Νερό στο μύλο» αυτού του παραμυθιού ρίχνουν και άλλες δυνάμεις (π.χ. ΜΕΡΑ25 κ.ά.) που μιλάνε για μια νέα «πράσινη κοινωνική συμφωνία», ενισχύοντας αυταπάτες και ψευδαισθήσεις για μια κοινωνική φιλολαϊκή εκδοχή του «πράσινου New Deal».

Όταν ο ΣΥΡΙΖΑ υποστηρίζει υποκριτικά ότι έχει «διδαχτεί από τα λάθη» του 2015-201910, κρύβει ότι η προηγούμενη διακυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ 
δεν αποτελούσε μια παρέκκλιση ή ένα «λάθος», αλλά αυτό ακριβώς που είχε ανάγκη η κερδοφορία του κεφαλαίου εκείνη την περίοδο. Γι’ αυτόν το λόγο το δικό του κυβερνητικό έργο προετοίμασε τη σημερινή νέα φάση της αντιλαϊκής επίθεσης, διατηρώντας κι ενισχύοντας το αντεργατικό-αντιλαϊκό πλαίσιο με διάφορα προσχήματα. Αντίστοιχα, στο σημερινό αντιλαϊκό έργο που υλοποιεί προς όφελος του κεφαλαίου η ΝΔ θα στηριχτεί το πρόγραμμα της «προοδευτικής διακυβέρνησης» που ευαγγελίζεται ο ΣΥΡΙΖΑ, αλλά και κάθε κυβέρνησης την επόμενη μέρα.

Επιπλέον, η προσπάθεια του ΣΥΡΙΖΑ, να εμφανίσει τη σημερινή αντιλαϊκή πολιτική ως μια ιδεοληπτική εμμονή της ΝΔ που δήθεν παρεκκλίνει από την «ευρωενωσιακή κανονικότητα», αποσιωπά το γεγονός ότι είναι ακριβώς η ίδια η στρατηγική της ΕΕ που εφαρμόζεται σε όλα τα κράτη-μέλη ανεξαρτήτως κυβερνητικής απόχρωσης.

Η ουσία βρίσκεται στο ότι βασικό μέλημα του ΣΥΡΙΖΑ, όπως και της ΝΔ και όλων των πολιτικών δυνάμεων του κεφαλαίου, είναι η προσπάθεια να ανταποκρίνονται με σταθερότητα, αλλά και ευελιξία στις απαιτήσεις της καπιταλιστικής αναπαραγωγής. Να διαμορφώνουν προϋποθέσεις για την ενίσχυση της καπιταλιστικής κερδοφορίας, να ανταποκρίνονται έγκαιρα στις μεταβαλλόμενες ανάγκες του κεφαλαίου, οι οποίες άλλωστε σχετίζονται με τις εξελίξεις στην οικονομία, με τη φάση στην οποία βρίσκεται ο καπιταλιστικός κύκλος, ενώ καθορίζονται από μακροπρόθεσμους στόχους και ιεραρχήσεις της ΕΕ και του εγχώριου κεφαλαίου, λαμβάνοντας υπόψη και το συσχετισμό ανάμεσα στα καπιταλιστικά κράτη και τις διεθνείς ιμπεριαλιστικές συμμαχίες. Με άλλα λόγια, τόσο ο ΣΥΡΙΖΑ όσο και η ΝΔ έχουν συγκεκριμένο οδηγό για τη διαμόρφωση της πολιτικής τους, που είναι κοινός και είναι η διασφάλιση και ενίσχυση της καπιταλιστικής κερδοφορίας.

Για παράδειγμα, όλους τους προηγούμενους μήνες, το σύνολο των αστικών πολιτικών δυνάμεων κινήθηκε με αξιοθαύμαστη «ομοψυχία» στην εκπόνηση και υλοποίηση μέτρων εκτεταμένης κρατικής παρέμβασης κι επεκτατικής δημοσιονομικής πολιτικής για τις ανάγκες του κεφαλαίου στην πανδημία. Την ίδια κατεύθυνση ακολούθησαν στην ΕΕ και σε ολόκληρο τον πλανήτη και οι φιλελεύθερες και οι σοσιαλδημοκρατικές, και οι λεγόμενες «συντηρητικές» και οι «πράσινες», όλες οι αστικές πολιτικές δυνάμεις. Αντίστοιχα, στη χώρα μας, ΝΔ και ΣΥΡΙΖΑ κάνουν διαγωνισμό για το ποιος είναι ο «γνήσιος» εκφραστής της μεγάλης κρατικής παρέμβασης και του κεϊνσιανισμού, ποιος θα είναι ο πιο αποτελεσματικός διαχειριστής των πόρων του Ταμείου Ανάκαμψης προς όφελος του κεφαλαίου.

Με τις δυσκολίες στην καπιταλιστική οικονομία να μην τελειώνουν εύκολα, τις συνθήκες που διαμορφώνουν οι ανάγκες της καπιταλιστικής ανάκαμψης, αλλά και με βάση τους μακροπρόθεσμους στόχους του κεφαλαίου, συγκροτείται ένας βασικός πυρήνας από κατευθύνσεις και ιεραρχήσεις της αστικής πολιτικής για το επόμενο διάστημα, που τις έχουμε επισημάνει στην Απόφαση του 21ου Συνεδρίου του ΚΚΕ και συνοπτικά είναι οι εξής:

Η στήριξη της ανάκαμψης της οικονομίας με βάση σχέδιο κρατικής παρέμβασης για την «πράσινη ανάπτυξη» (με ιδιαίτερη έμφαση στον τομέα της Ενέργειας), στο πλαίσιο του λεγόμενου «Πράσινου New Deal» και της «Πράσινης Ευρωπαϊκής Συμφωνίας».

Η προώθηση της λεγόμενης «ψηφιακής μετάβασης», δηλαδή η αξιοποίηση των ψηφιακών δυνατοτήτων στις δομές και τις υπηρεσίες του αστικού κράτους, με στόχο τη διευκόλυνση των επιχειρηματικών ομίλων, αλλά και την αποτελεσματικότερη αντιμετώπιση των εργατικών-λαϊκών δυνάμεων, την παρέμβαση στη λειτουργία των οργανώσεων του κινήματος.

Η προώθηση αλλαγών στις εργασιακές σχέσεις, με κύριο μοχλό τη διευθέτηση του εργάσιμου χρόνου σύμφωνα με τις ανάγκες του κεφαλαίου.

Η πολιτική της «ενεργής εξωτερικής πολιτικής» στο πλαίσιο του ΝΑΤΟ και της ΕΕ, της στρατηγικής συμμαχίας με τις ΗΠΑ.

Οι στόχοι αυτοί είναι που διαμορφώνουν, συνοπτικά, το κοινό έδαφος πάνω στο οποίο θα ξεδιπλώνεται η πολιτική όλων των πολιτικών δυνάμεων του κεφαλαίου. Από αυτήν την άποψη, όσο και να ψάξει κανείς, δε θα βρει ουσιαστικές μεγάλες διαφορές ανάμεσα στο σχέδιο «Ελλάδα 2.0» της κυβέρνησης της ΝΔ και το σχέδιο «Ελλάδα +» του 
ΣΥΡΙΖΑ.

Η πολιτική αντιπαράθεση που διεξάγεται ανάμεσα σε ΝΔ και ΣΥΡΙΖΑ αφορά ουσιαστικά την πιο αποτελεσματική υλοποίηση αυτών των στρατηγικών επιλογών, με το ΣΥΡΙΖΑ να αυτοπαρουσιάζεται ως ικανός να προωθήσει ένα σχετικά «πιο ήπιο» τρόπο υλοποίησης για την εργατική τάξη και τα λαϊκά στρώματα, που θα επιτρέψει την εξασφάλιση πιο ουσιαστικής κοινωνικής συνοχής και λαϊκής συναίνεσης, λιγότερες κοινωνικές εντάσεις.

Δεν είναι τυχαίο εξάλλου ότι γύρω από αυτήν τη δέσμη των στρατηγικών στόχων του κεφαλαίου κινήθηκαν στις ομιλίες τους στην τελευταία ετήσια Γενική Συνέλευση του ΣΕΒ, που πραγματοποιήθηκε τον περασμένο Ιούνη, τόσο ο Κ. Μητσοτάκης όσο και ο Α. Τσίπρας. Και ακόμη πιο χαρακτηριστικό είναι ότι ο Πρόεδρος του ΣΕΒ διαπίστωσε με ευχαρίστηση τη «συναντίληψη» που υπάρχει ανάμεσα στους βιομηχάνους και τα δύο κόμματα πάνω στα κομβικά ζητήματα της ανάγκης προσέλκυσης επενδύσεων, της εξωστρέφειας, του νέου «παραγωγικού μοντέλου», της ψηφιακής και πράσινης μετάβασης, που περικλείουν «μεγάλες ευκαιρίες, αλλά και κινδύνους που πρέπει να αντιμετωπίσουμε», όπως ανέφερε.

 

ΑΝΤΙΛΑΪΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΜΕ «ΠΡΑΣΙΝΟ» ΠΕΡΙΤΥΛΙΓΜΑ

Στην προσπάθειά του να διαφοροποιηθεί από τη ΝΔ, ο ΣΥΡΙΖΑ εστιάζει σε 3 άξονες στο νέο Πρόγραμμά του. Οι άξονες αυτοί θα αποτελέσουν το «κάδρο» μέσα στο οποίο ο ΣΥΡΙΖΑ από τη μία θα προβάλλει το πλαίσιο για τους στόχους ανάκαμψης του κεφαλαίου, ενώ ταυτόχρονα θα επενδύει στην προσπάθεια αναβάπτισης των αυταπατών για έναν πιο φιλολαϊκό καπιταλισμό.

α) Βασική προγραμματική κατεύθυνση του ΣΥΡΙΖΑ είναι η προώθηση της πολιτικής της λεγόμενης «πράσινης ανάπτυξης». Πρόκειται για εξειδίκευση στην Ελλάδα της κυρίαρχης διεθνώς, ειδικά μετά από τη νίκη Μπάιντεν, πολιτικής του «Πράσινου New Deal», δηλαδή της στροφής σε επενδύσεις σε νέες μορφές ενέργειας που εμφανίζονται ως πιο φιλικές στο περιβάλλον, στην αλλαγή των μέσων μεταφοράς, παραγωγής, με νέα, πιο «φιλικά στο περιβάλλον», με παράλληλη γρήγορη απόσυρση –δηλαδή απαξίωση– κεφαλαίου που έχει επενδυθεί (απόσυρση σταθμών ηλεκτροπαραγωγής, δικτύων και μέσων μεταφοράς κλπ.). Στην ουσία πρόκειται για μια πολιτική, βασικός στόχος της οποίας είναι να διασφαλιστεί μια ελεγχόμενη καταστροφή κεφαλαίου και ένας νέος γύρος κερδοφόρων επενδύσεων ως λύση στο μείζον πρόβλημα της υπερσυσσώρευσης κεφαλαίου που ταλανίζει τον καπιταλισμό την τελευταία περίοδο. Η πολιτική αυτή συνιστά τον πυρήνα της οικονομικής πολιτικής της ΕΕ για την επόμενη περίοδο, και δεν είναι τυχαίο ότι, ως εκ τούτου, αποτελεί κεντρικό άξονα και των προγραμμάτων του Ταμείου Ανάκαμψης. ΝΔ, ΣΥΡΙΖΑ και ΚΙΝΑΛ ευθυγραμμίζονται απόλυτα με τις κατευθύνσεις αυτές της «Ευρωπαϊκής Πράσινης Συμφωνίας».11

Φυσικά, το πρόγραμμα του ΣΥΡΙΖΑ δεν ταυτίζεται σε όλα τα σημεία με το πρόγραμμα της ΝΔ, αλλά διαφοροποιείται σε ορισμένες πλευρές, χωρίς φυσικά να αλλοιώνεται η απόλυτη στρατηγική τους σύγκλιση στην υπηρέτηση της διασφάλισης της καπιταλιστικής κερδοφορίας και εξουσίας.

Είναι χαρακτηριστικές, από αυτήν την άποψη, οι διαφοροποιήσεις του ΣΥΡΙΖΑ στο ζήτημα της «πράσινης ενέργειας». Η πρόταση του ΣΥΡΙΖΑ για την «πράσινη ενέργεια» όχι απλά δεν απομακρύνεται στρατηγικά από την αντίστοιχη της ΝΔ, αλλά στην πραγματικότητα διαγκωνίζεται με τη ΝΔ για το ποιος θα υλοποιήσει τη γραμμή της «πράσινης μετάβασης» με ταχύτερο και αποτελεσματικότερο τρόπο.

Ο ΣΥΡΙΖΑ κάνει λόγο για κοινωνικά «δίκαιη» μετάβαση, με αυξημένο ρόλο του κράτους στη χρηματοδότηση των επενδύσεων, ώστε να μην αφεθεί η «πράσινη ανάπτυξη στην ασυδοσία της αγοράς», να μη γίνει «νέο Ελ Ντοράντο των ιδιωτικών επιχειρήσεων». Αποδέχεται ως οδηγό τις κατευθύνσεις της ΕΕ και την «Ευρωπαϊκή Πράσινη Συμφωνία» με την οποία, όπως λέει, «η Ευρώπη κάνει ένα σημαντικό βήμα»12. Η περιβόητη «ενεργειακή δημοκρατία» που διαφημίζει ο ΣΥΡΙΖΑ μεταφράζεται κυρίως στη συμμετοχή ορισμένων μεσαίων επιχειρήσεων στα σχετικά επενδυτικά προγράμματα, μέσα από τις «ενεργειακές κοινότητες» για την υλοποίηση ορισμένων μικρότερων έργων.

Ουσιαστικά, ο ΣΥΡΙΖΑ προσπαθεί να εμφανίσει την «πράσινη μετάβαση» ως μια ευκαιρία για μια πιο «συμμετοχική» καπιταλιστική ανάπτυξη, για μια δυνατότητα καπιταλιστικής ανάπτυξης από την οποία όλοι θα βγουν κερδισμένοι.

Ο ΣΥΡΙΖΑ καταρχάς κρύβει ότι το κίνητρο με το οποίο ολόκληρος ο αστικός επιχειρηματικός και πολιτικός κόσμος προωθεί την «πράσινη μετάβαση» δεν είναι η προστασία του περιβάλλοντος, αλλά η διαμόρφωση ενός νέου πλαισίου που θα δώσει ώθηση στις επενδύσεις, θα δώσει διέξοδο σε υπερσυσσωρευμένα κεφάλαια.

Ο ΣΥΡΙΖΑ κρύβει επίσης ότι ούτως ή άλλως η μερίδα του λέοντος της κρατικής και κοινοτικής χρηματοδότησης θα συνεχίσει να κατευθύνεται προς τους μονοπωλιακούς ομίλους μέσα από ένα πλέγμα ρυθμίσεων (Νέος Αναπτυξιακός Νόμος, Αναπτυξιακή Επενδυτική Τράπεζα, φορολογικές μεταρρυθμίσεις κλπ.).

Συγκαλύπτει επίσης ότι η ενεργειακή δημοκρατία και οι ενεργειακές κοινότητες έχουν αρνητικό πρόσημο για το λαό. Η διείσδυση των ΑΠΕ στο ενεργειακό μίγμα αντικειμενικά αυξάνει το κόστος παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας, οδηγώντας σε εκτίναξη των τιμολογίων της ενέργειας που πληρώνουν τα λαϊκά στρώματα. Η «πράσινη ενέργεια» δε διασφαλίζει κέρδη από μόνη της, αλλά αφαιμάσσοντας το λαό με τους πράσινους έμμεσους φόρους, το πανάκριβο πράσινο ρεύμα, με τη νέα επιβάρυνση στη θέρμανση των σπιτιών, την πιο ακριβή μετακίνηση, με την επιβολή φθηνής εργατικής δύναμης, μαύρων ελαστικών εργασιακών σχέσεων, με τη διευθέτηση του χρόνου εργασίας. Έτσι, ανεξάρτητα από τον ιδιοκτήτη των νέων πράσινων επενδύσεων, ο λαός ζημιώνεται πολλαπλά. Πέραν αυτού, η συμμετοχή των τραπεζών, των μεγάλων κατασκευαστικών ομίλων ενεργειακών έργων και κυρίως των παραγωγών εξοπλισμού ΑΠΕ (κατά βάση γερμανικών ομίλων) είναι δεδομένη και στην περίπτωση της λεγόμενης «ενεργειακής δημοκρατίας». Ταυτόχρονα, το κλείσιμο των λιγνιτικών σταθμών οδηγεί σε γρήγορη απώλεια χιλιάδων θέσεων εργασίας που δεν αναπληρώνονται.

Το εμφανιζόμενο ενδιαφέρον για την προστασία του περιβάλλοντος είναι υποκριτικό και αξιοποιεί τα περιβαλλοντικά εγκλήματα της καπιταλιστικής ανάπτυξης, για να προωθήσει τα νέα σχέδια της ΕΕ και του κεφαλαίου. Έτσι, βαφτίζεται πράσινη η παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας από φυσικό αέριο, δηλαδή από ρυπογόνους υδρογονάνθρακες, η οποία οδηγεί σε σπατάλη και όχι εξοικονόμηση ενέργειας. Βαφτίζονται πράσινα τα μεγάλα εργοτάξια εισαγόμενων ανεμογεννητριών στα βουνά, που συνοδεύονται από καταστροφή δασών και περιοχών Natura και με σημαντική επιβάρυνση του υδροφόρου ορίζοντα και της βιοποικιλότητας. Βαφτίζεται πράσινη η πολιτική εμπορευματοποίησης της γης και των δασικών εκτάσεων, που αντικειμενικά υπονομεύει τη δυνατότητα ολοκληρωμένου σχεδίου προστασίας του δασικού πλούτου, όπως φάνηκε και στις πρόσφατες πυρκαγιές.

Συμπερασματικά, δεν μπορεί να υπάρξει «δίκαιη» για το λαό και φιλοπεριβαλλοντική ανάπτυξη στο πλαίσιο του καπιταλισμού, με τα κλειδιά της οικονομίας στα χέρια του κεφαλαίου.

β) Σε ό,τι αφορά τη «μείωση των ανισοτήτων», που αποτελεί και το δεύτερο άξονα του νέου προγράμματος, ο ΣΥΡΙΖΑ παρουσιάζει ως «φάρμακο» την περαιτέρω ώθηση της καπιταλιστικής ανάπτυξης, με άλλα λόγια παρουσιάζει τάχα ως λύση την ίδια την πηγή του προβλήματος.

«Οι μισθοί, τα εισοδήματα, η οικονομία είναι στο επίπεδο που ήταν 20 χρόνια πριν. Η Ελλάδα έχει ένα μεγάλο αναπτυξιακό πρόβλημα, και για το λόγο αυτό η παραγωγική ανασυγκρότηση αποτελούσε και αποτελεί τη βασική στρατηγική του ΣΥΡΙΖΑ. (...) Χρειαζόμαστε στροφή της οικονομίας στην παραγωγή και στην τεχνολογία. (...) Είναι δηλαδή αφορμή για να δώσουμε στην ελληνική οικονομία την προοπτική μιας βιώσιμης μακροχρόνιας εξόδου από το αναπτυξιακό της αδιέξοδο.»13

Ο ΣΥΡΙΖΑ δηλαδή παρουσιάζει ένα πλέγμα στόχων για τη διέξοδο και ανάπτυξη της κερδοφορίας του κεφαλαίου, υποστηρίζοντας τον παλιό καλό μύθο ότι από την «καπιταλιστική ανάπτυξη βγαίνουν όλοι κερδισμένοι», ότι μπορεί να βγαίνουν ταυτόχρονα κερδισμένοι και οι βιομήχανοι και οι εργαζόμενοί τους, και οι εφοπλιστές, και οι τραπεζίτες και τα φτωχά λαϊκά στρώματα, κρύβοντας ότι, όπως και την καπιταλιστική κρίση, έτσι και την καπιταλιστική ανάπτυξη, «την πληρώνει» πάντα ο λαός, με ένταση της εκμετάλλευσης και συμπίεση δικαιωμάτων. Από αυτήν την άποψη, η «συγκροτημένη εθνική βιομηχανική πολιτική»14 που διαφημίζει ο ΣΥΡΙΖΑ αποτελεί το πλαίσιο μέσα στο οποίο θα κινηθούν τα κίνητρα και η ανάλογη υποστήριξη για την κερδοφορία των βιομηχάνων.

Παράλληλα, στις προγραμματικές του θέσεις επαναλαμβάνονται γενικολογίες για αύξηση μισθών και ενίσχυση του ρόλου του «κοινωνικού κράτους», που θα διασφαλιστούν με την επεκτατική δημοσιονομική πολιτική στην Ελλάδα και στην Ευρώπη.

Όμως, όπως αποδεικνύεται, καμιά πολιτική διαχείρισης του καπιταλισμού δεν μπορεί να διασφαλίσει τη λαϊκή ευημερία. Η αύξηση του πληθωρισμού, το κύμα ακρίβειας, η βαριά έμμεση φορολογία που συνοδεύουν τη στροφή στην επεκτατική πολιτική υπογραμμίζουν σήμερα αυτό το συμπέρασμα.

Υπάρχει όμως κάτι βαθύτερο στην αγωνία του ΣΥΡΙΖΑ και των αστικών πολιτικών δυνάμεων γύρω από το ζήτημα της «μείωσης των ανισοτήτων». Και αυτό αφορά την ίδια την εξασφάλιση της καπιταλιστικής σταθερότητας. Όπως ανέφερε χαρακτηριστικά ο Α. Τσίπρας απευθυνόμενος προς το ΣΕΒ: «Ένας από τους πολύ σοβαρούς κινδύνους είναι το επόμενο διάστημα να βρεθούμε ξανά μπροστά σε κοινωνική ένταση, σε κοινωνική πόλωση (...) καμία οικονομία δεν μπορεί να προχωρήσει μπροστά όταν δεν υπάρχει κοινωνική ειρήνη, όταν υπάρχει μια διαρκής κοινωνική ένταση. Και η διάρρηξη της κοινωνικής συνοχής, που θα συντελεστεί με μεγάλη ταχύτητα το επόμενο διάστημα, (...) νομίζω ότι εγκυμονεί αυτόν τον πολύ μεγάλο κίνδυνο.»15

Άλλωστε, τις ίδιες ανησυχίες διατύπωσε και ο πρόεδρος του ΣΕΒ, λέγοντας ότι «οι κοινωνικές ανισότητες έχουν φτάσει σ’ ένα σημείο που δεν είναι υγιές για τις οικονομίες», συμφωνώντας στην ανάγκη για «καλύτερες αμοιβές» (με αύξηση της παραγωγικότητας, όπως συμπλήρωσε, δηλαδή ουσιαστικά άνοδο του βαθμού εκμετάλλευσης), ενώ ο Α. Τσίπρας ανταπέδωσε την αβρότητα λέγοντας πως από τη μεριά του είναι «ανοιχτός σε σοβαρές προτάσεις για τη μείωση του μη μισθολογικού κόστους».

Ουσιαστικά, η αγωνία του ΣΥΡΙΖΑ είναι να παρουσιάσει τον εαυτό του ως κατάλληλο να ξαναπαίξει το ρόλο ενσωμάτωσης της λαϊκής διαμαρτυρίας και αποφυγής «κοινωνικών εντάσεων». Ότι μπορεί εκείνος, αποτελεσματικότερα σε σχέση με τη ΝΔ, να προωθήσει ολόκληρη την αντιλαϊκή ατζέντα του κεφαλαίου, εξασφαλίζοντας κοινωνική συναίνεση και αποδοχή.

ΣΕΒ και ΣΥΡΙΖΑ, καπιταλιστές και αστικό πολιτικό προσωπικό θέλουν να κρύψουν ότι η πηγή των «ανισοτήτων» είναι η ταξική ανισότητα, η ταξική εκμετάλλευση και γι’ αυτόν το λόγο αυτές αποτελούν μόνιμο συνοδοιπόρο της καπιταλιστικής κοινωνίας. Τα όρια, άλλωστε, της διαχείρισης αυτών των ανισοτήτων από το αστικό κράτος δεν εξαρτώνται, όπως έχει φανεί πολλές φορές ιστορικά, από το ποιο κόμμα βρίσκεται στην αστική διακυβέρνηση, αλλά από τα εκάστοτε οικονομικά δεδομένα και τα περιθώρια που αφήνουν οι ανάγκες υποβοήθησης της καπιταλιστικής κερδοφορίας. Αυτό δε σημαίνει, φυσικά, ότι εντός αυτών των ορίων δεν μπορούν να υπάρξουν επιμέρους διαφοροποιήσεις με βάση τις διαφορές στις ιδεολογικές και πολιτικές αναφορές, στη στόχευση συγκεκριμένων κοινωνικών στρωμάτων κλπ. Σημαίνει όμως, πρώτον, ότι τα περιθώρια αυτών των διαφοροποιήσεων είναι εξαιρετικά περιορισμένα, δεύτερον, ότι έχουν το χαρακτήρα μιας αναδιανομής της φτώχειας μεταξύ των λαϊκών στρωμάτων, ενώ η κερδοφορία του κεφαλαίου μένει στο απυρόβλητο. Και τρίτον, ότι ακόμα και αυτές οι ίδιες οι δευτερεύουσες διαφοροποιήσεις συμβάλλουν στη σταθεροποίηση της αστικής πολιτικής στα πρωτεύοντα ζητήματα μέσω της επιδίωξης ενσωμάτωσης του λαού στον καπιταλιστικό μονόδρομο. Σε κάθε περίπτωση και εντός των εκάστοτε ορίων, επιδίωξη όλων των αστικών κυβερνήσεων (ιδιαίτερα σε συνθήκες που είναι ορατές συνέπειες όπως η σχετικά μακρόχρονη υψηλή ανεργία) είναι η αξιοποίηση διάφορων μέτρων περιορισμού των ακραίων συνεπειών της καπιταλιστικής εκμετάλλευσης (όπως το ελάχιστο εγγυημένο εισόδημα ή το «κοινωνικό δίχτυ ασφαλείας») προς όφελος του ελέγχου των κοινωνικών αντιδράσεων και της αποτροπής της στοχοποίησης του πραγματικού ενόχου, της καπιταλιστικής ιδιοκτησίας.

γ) Οι προτάσεις του ΣΥΡΙΖΑ για την ενίσχυση των «θεσμών» και της «δημοκρατίας» έχουν δύο σκέλη.

Στο ένα μέρος των διακηρύξεων περιλαμβάνονται μέτρα που αφορούν την ενίσχυση της αποτελεσματικότητας των διάφορων κρατικών λειτουργιών και θεσμών, ουσιαστικά εκσυγχρονισμών για τη διασφάλιση της εύρυθμης λειτουργίας του αστικού κράτους.

Σε αυτήν την κατεύθυνση, ο ΣΥΡΙΖΑ προβάλλει την ανάγκη «διαφάνειας», διοικητικής αποκέντρωσης, αποτελεσματικής δημόσιας διοίκησης. Εξάλλου, όπως έχουμε ήδη αναφέρει, ο ψηφιακός εκσυγχρονισμός του κράτους αποτελεί μια από τις βασικές κατευθύνσεις και ανάγκες της αστικής πολιτικής.

Ουσιαστικά, οι προτάσεις του ΣΥΡΙΖΑ, όπως και της ΝΔ, αφορούν αναγκαίους εκσυγχρονισμούς και προσαρμογές, ευρύτερη ενσωμάτωση των ψηφιακών και ηλεκτρονικών μέσων στη λειτουργία των κρατικών υπηρεσιών, της δημόσιας διοίκησης και των δημόσιων οργανισμών, την τεχνολογική επικαιροποίηση και αντικατάσταση απαρχαιωμένων υποδομών και τρόπων λειτουργίας. Βασική επιδίωξη αυτών των προσαρμογών είναι η αναβάθμιση και βελτιστοποίηση της ικανότητας του κρατικού μηχανισμού και η καταπολέμηση χρονοβόρων και κοστοβόρων για το κεφάλαιο διαδικασιών της δημόσιας διοίκησης.

Εξάλλου, τα σχεδιαζόμενα μεγάλα επενδυτικά προγράμματα στην πράσινη ανάπτυξη που απαιτούν κρατική υποστήριξη και χρηματοδότηση, οι συνολικότεροι επενδυτικοί σχεδιασμοί στους οποίους εμπλέκονται διεθνείς μονοπωλιακοί κολοσσοί και αφορούν θέματα όπως ο χωροταξικός σχεδιασμός, η αξιοποίηση λιμανιών, αεροδρομίων κ.ά., η διαχείριση σημαντικών πόρων όπως αυτών του Ταμείου Ανάκαμψης, οι διακρατικές συμφωνίες γύρω από σειρά ζητημάτων στρατηγικών επενδύσεων, διαμορφώνουν ένα απαιτητικό πλαίσιο για τους αστικούς θεσμούς και τις κρατικές λειτουργίες για να μπορέσουν αποτελεσματικά να υποστηρίξουν την καπιταλιστική κερδοφορία.

Συνολικότερα, ο αναβαθμισμένος ρόλος που καλείται να παίξει σε αυτήν τη φάση το αστικό κράτος στην υποβοήθηση της καπιταλιστικής κερδοφορίας απαιτεί έναν αναβαθμισμένο λειτουργικά κρατικό μηχανισμό.

Αυτό ουσιαστικά αναδεικνύει ο ΣΥΡΙΖΑ κάνοντας λόγο για το «ρυθμιστικό» και τον «αναπτυξιακό» ρόλο του κράτους, τονίζοντας ότι εκεί που «οι αγορές εμφανίζονται ευάλωτες και ανίκανες να προσφέρουν διεξόδους, το κράτος καλείται να ανακτήσει έναν πολυδιάστατο ρόλο».16

Παράλληλα, χρειάζεται να επισημάνουμε ότι η αξιοποίηση των ψηφιακών δυνατοτήτων από το αστικό κράτος δεν είναι ταξικά ουδέτερη, αφού πρόκειται για ένα κράτος αντιλαϊκό και εχθρικό προς την εργατική τάξη και το λαό. Η «ψηφιακή μετάβαση» ήδη συνδέεται με την αξιοποίηση για την ταχύτερη και πιο αποτελεσματική αντιμετώπιση των εργατικών-λαϊκών δυνάμεων, την ένταση του ελέγχου, διαμορφώνοντας υποδομές «προληπτικής καταστολής», την παρέμβαση στη λειτουργία των οργανώσεων του κινήματος με στόχο τον έλεγχο και την απονεύρωση της συλλογικότητάς τους (π.χ. ηλεκτρονικές ψηφοφορίες, μητρώο συνδικαλιστικών στελεχών κλπ.).

Από την άλλη, ο ΣΥΡΙΖΑ παρουσιάζει την αντίληψή του για τη «δημοκρατία» λέγοντας: «Τα δικαιώματα των προσφύγων, των μεταναστών, των ομόφυλων ζευγαριών, των παιδιών και της τεκνοθεσίας, των γυναικών, πρέπει να ευθυγραμμιστούν με ό,τι θεωρείται αυτονόητο στις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες.»17

Πέρα από το ότι ο ΣΥΡΙΖΑ παρουσιάζει ως υποδειγματική λύση την «ευθυγράμμιση» με τα όσα ισχύουν στις υπόλοιπες καπιταλιστικές χώρες της ΕΕ, εκεί δηλαδή που βασιλεύουν οι ίδιοι νόμοι της καπιταλιστικής βαρβαρότητας (η χυδαία εκμετάλλευση μεταναστών και προσφύγων για φθηνή εργατική δύναμη, η ανισοτιμία των γυναικών), το βασικό είναι ότι αναδεικνύει σε πυρήνα της αντίληψής του για τη «δημοκρατία» την προβολή ξεχωριστών και επιμέρους «δικαιωμάτων» (ομαδοποιώντας κάτω από αυτόν τον τίτλο πολύ διαφορετικές μεταξύ τους κοινωνικές ομάδες και ανάγκες) μέσα στο πλαίσιο του αστικού κράτους. Αποσπάει δηλαδή την πάλη για ικανοποίηση του συνόλου των κοινωνικών αναγκών από τον πυρήνα του προβλήματος, που βρίσκεται στις καπιταλιστικές εκμεταλλευτικές σχέσεις και στη βαθιά ταξική διαίρεση της κοινωνίας.

Η προβολή αυτού του «ατομικού δικαιωματισμού», που έχει αναδειχτεί σε «αιχμή του δόρατος» της αστικής πολιτικής απέναντι στην αντικαπιταλιστική διεκδίκηση και πάλη με βάση τις σύγχρονες ανάγκες, αφενός εγκλωβίζει τη διεκδίκηση σε περιορισμένα δικαιώματα στο πλαίσιο της δικτατορίας του κεφαλαίου, αφετέρου προωθεί και εδράζεται στην αντιδραστική ιδεαλιστική αντίληψη περί «ατομικού αυτοπροσδιορισμού» που αρνείται στην ουσία τη δυνατότητα επιστημονικού προσδιορισμού της αντικειμενικής αλήθειας.

Σε αυτήν τη βάση, συσκοτίζεται η ανάγκη πάλης για την ικανοποίηση όλων των σύγχρονων εργατικών-λαϊκών αναγκών, η αντικειμενική και ουσιαστική σύμπλεξη αυτών των διεκδικήσεων με το στόχο της κοινωνικής απελευθέρωσης, της πάλης για την απαλλαγή από την καπιταλιστική εκμετάλλευση. Συσκοτίζεται επίσης ο ταξικός χαρακτήρας του κράτους, ο εκμεταλλευτικός χαρακτήρας της καπιταλιστικής κοινωνίας, το γεγονός ότι δεν μπορεί να υπάρχει ουσιαστική και μόνιμη διεύρυνση δικαιωμάτων με βάση τις σύγχρονες ανάγκες για την εργατική τάξη και τα λαϊκά στρώματα στο πλαίσιο της δικτατορίας του κεφαλαίου.

 

Η ΤΡΕΧΟΥΣΑ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΠΕΙΡΑ

Παράλληλα με το επίπεδο των προγραμματικών διακηρύξεων, χρειάζεται βέβαια να εξετάσει κανείς και την τρέχουσα πρακτική πείρα, για να δει πόσο κάλπικα «φιλολαϊκή» είναι η πολιτική του ΣΥΡΙΖΑ. Ξεχωρίζουμε τρία πρόσφατα παραδείγματα που αναδεικνύουν με εμφατικό τρόπο βασικούς άξονες σύμπλευσης με τη ΝΔ:

Ο ΣΥΡΙΖΑ, που φραστικά «διερρήγνυε τα ιμάτιά του» για τον αντεργατικό οδοστρωτήρα της ΝΔ, ψήφισε τα μισά άρθρα του νομοσχεδίου Χατζηδάκη, με την αιτιολογία ότι ενσωματώνει τις διεθνείς συμβάσεις και τις ευρωπαϊκές οδηγίες που είναι «υποχρεώσεις της χώρας», όπως χαρακτηριστικά ανέφερε σε σχετική του ανακοίνωση.

Στη διάρκεια της πρόσφατης σχετικής συζήτησης στη Βουλή, όχι μόνο υπερψήφισε την αποζημίωση ύψους 177,8 εκατ. ευρώ προς τη «Fraport» (στην οποία με δική του υπογραφή πέρασαν τα 14 περιφερειακά αεροδρόμια), αλλά και υπερασπίστηκε την πολιτική των ιδιωτικοποιήσεων λέγοντας χαρακτηριστικά: «Υπερασπιζόμαστε την πολύ σοβαρή δουλειά που κάναμε στο θέμα και των αεροδρομίων και των λιμανιών και σε πολλούς άλλους τομείς (...) Θέλουμε να προχωρήσουμε και να ολοκληρώσουμε το έργο που ξεκινήσαμε, διότι ξέρουμε, όταν κάποια στιγμή η Νέα Δημοκρατία παραδώσει την εξουσία, τι θα παραλάβουμε και σε αυτόν τον τομέα και σε άλλους.»

Ο ΣΥΡΙΖΑ υπερψήφισε επίσης και το κυβερνητικό νομοσχέδιο για την επένδυση του Ελληνικού, παρά τις υποκριτικές διακηρύξεις του τα προηγούμενα έτη.

Συνοψίζοντας, με τις προγραμματικές του εξαγγελίες ο ΣΥΡΙΖΑ παρουσιάζει πλασματικά ως «προοδευτική πολιτική» την κυρίαρχη σημερινή κατεύθυνση της αστικής διαχείρισης σε ΗΠΑ και ΕΕ, δηλαδή την πολιτική της εκτεταμένης κρατικής παρέμβασης, της δημοσιονομικής επεκτατικής πολιτικής, της κρατικής στήριξης μεγάλων επενδυτικών προγραμμάτων για την «πράσινη ανάπτυξη» και τον ψηφιακό εκσυγχρονισμό της οικονομίας.

Στην ουσία, οι χρεοκοπημένες υποσχέσεις φιλολαϊκής διαχείρισης κι εξανθρωπισμού του καπιταλισμού επανέρχονται με νέο περιτύλιγμα, όπως απαιτούν οι τρέχουσες συνθήκες.

 

ΤΑ ΚΥΒΕΡΝΗΤΙΚΑ «ΠΡΟΣΚΛΗΤΗΡΙΑ» ΚΑΙ Η ΒΟΗΘΕΙΑ ΤΟΥ ΟΠΟΡΤΟΥΝΙΣΜΟΥ

Όπως ήδη αναφέρθηκε, βασικός μοχλός με τον οποίο ο ΣΥΡΙΖΑ θα επιδιώξει να τονώσει την προσπάθεια εγκλωβισμού λαϊκών δυνάμεων θα αποτελέσει το κάλεσμα σε ένα «ευρύ προοδευτικό μέτωπο», για τη συγκρότηση κυβερνητικού μπλοκ σε συνθήκες αναλογικότερου εκλογικού νόμου.

Προσπαθώντας να «ξηλώσει» αυτά τα «δίχτυα» εγκλωβισμού του λαού, η ανατρεπτική πολιτική και δράση του ΚΚΕ ξεσκεπάζει τις κυβερνητικές αυταπάτες φιλολαϊκής διαχείρισης του καπιταλισμού, παλεύει καθημερινά για να οργανώνεται η εργατική-λαϊκή πάλη σε κατεύθυνση σύγκρουσης με το κεφάλαιο.

Γι’ αυτό, το τελευταίο διάστημα υπήρξε μια μικρή «καταιγίδα» άρθρων και παρεμβάσεων που –είτε με μορφή πολεμικής είτε με μορφή «επίθεσης φιλίας»– επαναφέρουν μάταια το ζήτημα κυβερνητικής στήριξης του ΚΚΕ στο ΣΥΡΙΖΑ.

«Με δεδομένο ότι όλα τα κόμματα της προοδευτικής αντιπολίτευσης, ΣΥΡΙΖΑ - ΠΣ, ΚΙΝΑΛ, ΚΚΕ, ΜΕΡΑ25, θα διαθέτουν –μπορούν να διαθέτουν– ως άθροισμα την πλειοψηφία των εδρών στη νέα Βουλή, που θα προκύψει από τις προσεχείς εκλογές με την απλή αναλογική, γιατί να μην είναι δυνατό να συγκροτήσουν μια κυβέρνηση, πέστε την ειδικού σκοπού και συγκεκριμένης χρονικής δέσμευσης;», έγραψε ο Δ. Χατζησωκράτης.

Ενώ ο Ν. Μπίστης συμπληρώνει: «Η πρόταση έχει εφαρμοστεί στην πράξη στην Πορτογαλία, δεν αποτελεί θεωρητική κατασκευή. Στις 4 Οκτωβρίου 2015 η Δεξιά κατετάγη πρώτη στις εκλογές με ποσοστό 38,6% και το Σοσιαλιστικό Κόμμα δεύτερο με 32,3%. Ο Αντόνιο Κόστα μπόρεσε να σχηματίσει αριστερή κυβέρνηση συνεργασίας με το Αριστερό Μπλοκ και το Πορτογαλικό Κομμουνιστικό Κόμμα. Έκτοτε ο αριστερός Συνασπισμός κυβερνά τη χώρα με επιτυχία, ενισχύοντας μάλιστα τις δυνάμεις του στις ενδιάμεσες εκλογικές αναμετρήσεις. (...) Το ΚΚΕ πράγματι αποτελεί μια ιδιαίτερη περίπτωση, που στρατηγικά αποκλίνει από ένα τέτοιο σχέδιο, αλλά θα μπορούσε να βρεθεί η διέξοδος της ψήφου ανοχής.»

Παράλληλα, σε σχετική αρθρογραφία με αφορμή το 21ο Συνέδριο του Κόμματος, διαβάσαμε ότι το ΚΚΕ «αυτοεξαιρείται» από το να δώσει «άμεσες λύσεις» συμμετέχοντας σε κυβέρνηση, ότι «δεν έχει καταλάβει» τι έχει ανάγκη η κοινωνία. «Για να μην καταντήσει λοιπόν πλυντήριο αντιλαϊκών πολιτικών, το ΚΚΕ αρνείται τη συμμετοχή του σε κυβερνήσεις συνεργασίας με προοδευτικό πρόσημο (...) Για την ώρα πάντως, η Δεξιά κυβερνά απερίσπαστη», έγραφε η Εφημερίδα των Συντακτών.18

Είναι φανερό ότι η προγραμματική θέση του ΚΚΕ για άρνηση συμμετοχής ή στήριξης σε κυβέρνηση στο έδαφος του καπιταλισμού συνεχίζει να αποτελεί «καρφί στο μάτι» της αστικής τάξης, καθώς αποτελεί ακρογωνιαίο λίθο στη διαρκή πάλη για να μην μπορεί η αστική τάξη να βάλει το ΚΚΕ στο χέρι. Είναι εμπόδιο στην προσπάθεια εμπλοκής κι εγκλωβισμού του ΚΚΕ στα κατά περιόδους σενάρια αναμόρφωσης του αστικού πολιτικού συστήματος.

Μπορεί τα προηγούμενα χρόνια να είχε φανεί προσωρινά ότι η πολιτική πίεση γύρω από αυτό το ζήτημα είχε «καταλαγιάσει», όμως η νέα προσπάθεια κυβερνητικής ανόδου του ΣΥΡΙΖΑ θα φέρει πιο έντονα στο προσκήνιο το ζήτημα κυβερνητικής συνεργασίας των λεγόμενων «προοδευτικών δυνάμεων».

Άλλωστε, η αστική τάξη ποτέ δεν παραιτείται από την προσπάθεια χτυπήματος, υπονόμευσης και πίεσης με στόχο να εγκαταλείψει το ΚΚΕ την επαναστατική του στρατηγική. Θυμίζουμε ότι από το μακρινό 2008 ο Α. Τσίπρας δήλωνε σε συνέντευξή του: «Για να μπορέσει το ΚΚΕ να μπει σε μια τροχιά συζήτησης με την υπόλοιπη Αριστερά, θα πρέπει να αισθανθεί ότι ο δρόμος που ακολουθεί είναι αδιέξοδος. Με άλλα λόγια, για να αλλάξει το ΚΚΕ στρατηγική, πρέπει να ηττηθεί πολιτικά.»

Η στάση του ΚΚΕ το 2012-2015 αποτέλεσε σπουδαία παρακαταθήκη για το εργατικό-λαϊκό κίνημα στην Ελλάδα και διεθνώς. Διαμόρφωσε τις προϋποθέσεις ώστε να μην αφοπλιστεί το ταξικό εργατικό κίνημα, να μπορεί σήμερα να οργανώνεται η λαϊκή αντεπίθεση στα νέα αντεργατικά σχέδια του κεφαλαίου.

Το ΚΚΕ έχει βγάλει συμπεράσματα από την ιστορική του πείρα, όπως και από την πλούσια ιστορία του Διεθνούς Κομμουνιστικού Κινήματος. Έχει ενσωματώσει αυτά τα συμπεράσματα στο Πρόγραμμα και τις Συνεδριακές του Αποφάσεις, και είναι σήμερα «αδιάβροχο» απέναντι στις πολύμορφες πιέσεις της αστικής πολιτικής. Αυτό του δίνει τη δυνατότητα να οργανώνει την πάλη της εργατικής τάξης και των λαϊκών στρωμάτων, να πρωτοστατεί στον αγώνα και στις λαϊκές διεκδικήσεις, φωτίζοντας την πάλη για την ανατροπή, το δρόμο για την εργατική εξουσία.

Σε διαφορετικές ιστορικές περιόδους, σε διάφορες συνθήκες, σε διάφορες μορφές, ολόκληρο τον 20ό αλλά και τις πρώτες δεκαετίες του 21ου αιώνα, δοκιμάστηκε με πολλές παραλλαγές η στρατηγική των σταδίων, των μεταβατικών προγραμμάτων, η πολιτική συνεργασία με αστικές και οπορτουνιστικές πολιτικές δυνάμεις, η λογική δηλαδή ενός «ενδιάμεσου» κυβερνητικού στόχου, που όχι μόνο δεν άνοιξε το δρόμο για ριζικές αλλαγές, αλλά αποτέλεσε βασικό όχημα εγκλωβισμού και αφοπλισμού του εργατικού κινήματος.

Από το Μεσοπόλεμο και την πείρα της Κομμουνιστικής Διεθνούς, στις συνθήκες του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου και των απελευθερωτικών μετώπων, και από τη Χιλή μέχρι τον πλήρη εκφυλισμό των «ευρωκομμουνιστικών» κομμάτων, από τη στήριξη (από κυβερνητικές θέσεις) του Γαλλικού ΚΚ στους βομβαρδισμούς στη Γιουγκοσλαβία μέχρι και την πρόσφατη πείρα των λεγόμενων «κεντροαριστερών κυβερνήσεων» σε Ισπανία και Πορτογαλία, αναδεικνύεται με χαρακτήρα γενικού θεωρητικού συμπεράσματος ότι η συμμετοχή των κομμουνιστών σε κυβερνήσεις στο έδαφος του καπιταλισμού αποτελεί καταστροφική επιλογή, κρατάει καθηλωμένο το εργατικό-λαϊκό κίνημα, δίνει «φιλί ζωής» στην καπιταλιστική σταθερότητα, συμβάλλει στον εγκλωβισμό ριζοσπαστικών δυνάμεων στο σύστημα.

Ιδιαίτερα διδακτική είναι εξάλλου η εγχώρια κι ευρωπαϊκή πείρα της τελευταίας δεκαετίας.

Ο λαός μας πλήρωσε ακριβά τις αυταπάτες και την πολιτική εγκλωβισμού του ΣΥΡΙΖΑ, που υποσχόταν εύκολες και ανώδυνες λύσεις υπέρ του λαού, χωρίς σύγκρουση.

Η ανάδειξη του ΣΥΡΙΖΑ σε κυβέρνηση όχι μόνο δε βελτίωσε τη θέση του λαού, αλλά οδήγησε σε λήψη περισσότερων αντιλαϊκών μέτρων (3ο μνημόνιο, άνοιγμα του δρόμου για χτύπημα στην απεργία, διατήρηση κι επέκταση όλου του αντιλαϊκού οπλοστασίου), καθώς και σε μεγαλύτερη υποχώρηση του κινήματος. Η διάψευση ελπίδων οδήγησε σε απογοήτευση, σε αναδίπλωση, είχε βαθύτερες αρνητικές συνέπειες, φέρνοντας το λαό σε δυσχερέστερες θέσεις για να απαντήσει στη νέα επίθεση, στη σημερινή επέλαση του κεφαλαίου ενάντια στα λαϊκά συμφέροντα.

Παρόμοια είναι η πείρα από τις «κεντροαριστερές» κυβερνήσεις σε Ισπανία και Πορτογαλία, που στήριξαν το «μεταλλαγμένο» ΚΚ Ισπανίας και το Πορτογαλικό ΚΚ, την οποία επικαλείται ο ΣΥΡΙΖΑ.

Οι κυβερνήσεις αυτές, υπό την ηγεσία των σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων, πρωτοστάτησαν στον εγκλωβισμό της λαϊκής δυσαρέσκειας, κράτησαν σταθερό το τιμόνι της συμμετοχής και βαθύτερης εμπλοκής στους ιμπεριαλιστικούς οργανισμούς, στο ΝΑΤΟ και στην ΕΕ, εφάρμοσαν τον τελευταίο ενάμισι χρόνο τις ίδιες κατευθύνσεις στην αντιλαϊκή διαχείριση της καπιταλιστικής κρίσης και της πανδημίας με γνώμονα τις «αντοχές» της καπιταλιστικής οικονομίας.

Αναφερόμενος τόσο στη συμμετοχή του «μεταλλαγμένου» ΚΚ Ισπανίας στην κυβέρνηση Σάντσεθ όσο και στη μακροχρόνια επίδραση που έχουν οι σοσιαλδημοκρατικές και οπορτουνιστικές δυνάμεις στη διάβρωση του κινήματος, στέλεχος του ΚΚ Εργαζόμενων Ισπανίας (κόμμα που παλεύει σε δυσμενείς συσχετισμούς για τα συμφέροντα της εργατικής τάξης) σημείωνε σε πρόσφατο άρθρο: «Η εργατική τάξη έχει αφοπλιστεί ιδεολογικά και το εργατικό κίνημα σήμερα έχει μικρότερη ικανότητα να απαντήσει στις νέες επιθέσεις, έχει ανανεωθεί η εμπιστοσύνη των πλατιών μαζών στους αστικούς θεσμούς και σε μια υποτιθέμενη έντιμη, αξιοπρεπή και ευνοϊκή διαχείριση.»19

Χρειάζεται, τέλος, να επισημάνουμε τη φανερή ή αθέατη βοήθεια που προσφέρουν και θα προσφέρουν στην προσπάθεια για κυβερνητική επάνοδο του ΣΥΡΙΖΑ και δυνάμεις του οπορτουνιστικού ρεύματος.

Άλλωστε, όλο το προηγούμενο διάστημα, τέτοιες δυνάμεις πρόσφεραν ποικιλοτρόπως καύσιμα σε διάφορες κινήσεις του ΣΥΡΙΖΑ στην κατεύθυνση του «αντιδεξιού-αντικυβερνητικού μετώπου», βάζοντας στο στόχαστρο για μια σειρά ζητήματα μόνο την πολιτική της ΝΔ.

Μια σειρά τέτοιες δυνάμεις φαίνεται ότι δε βγάζουν συμπεράσματα από το πρόσφατο παρελθόν στο οποίο ακολούθησαν πολιτική ουράς στην κυβερνητική άνοδο του ΣΥΡΙΖΑ, χειροκροτώντας το ΣΥΡΙΖΑ και τον Γ. Βαρουφάκη στα λεγόμενα συλλαλητήρια υπέρ της διαπραγμάτευσης και το δημοψήφισμα του 2015.

Τα θολά αντιδεξιά και αντι-μητσοτακικά συνθήματα, την άμβλυνση του μετώπου με το ΣΥΡΙΖΑ και την πολιτική του, τις αντιδεξιές κορόνες, ο ΣΥΡΙΖΑ θα τα αξιοποιήσει ώστε να σπείρει αυταπάτες ιδιαίτερα μέσα σε δυνάμεις που δρουν στο εργατικό-λαϊκό κίνημα, να κεφαλαιοποιήσει αγωνιστικές διεκδικήσεις και διαμαρτυρίες προς όφελος της κυβερνητικής εναλλαγής.

Από αυτήν την άποψη έχει σημασία η παρακολούθηση ορισμένων νέων διεργασιών στο οπορτουνιστικό ρεύμα, όπως η πρόσφατη συγκρότηση της «Αριστερής Πρωτοβουλίας Διαλόγου και Δράσης», στην οποία συμμετέχουν πρώην στελέχη της ΛΑΕ (Ν. Χουντής, Δ. Στρατούλης, 
Κ. Ήσυχος), πρώην στελέχη της ΑΝΤΑΡΣΥΑ (Θ. Σκαμνάκης, Κ. Μάρκου), στελέχη από το «Σύλλογο Κορδάτος» (Δ. Καλτσώνης), δυνάμεις από την ΑΡΑΝ, την ΑΡΑΣ, στελέχη του ευρύτερου οπορτουνιστικού χώρου διάφορων αποχρώσεων όπως ο Κ. Λαπαβίτσας, Χρ. Κορτζίδης κ.ά. Στη σχετική της ανακοίνωση, η εν λόγω κίνηση χαρακτηρίζει τη ΝΔ ως «Ακροδεξιά νεοφιλελεύθερης τραμπικής έμπνευσης», ενώ παρουσιάζει προς συζήτηση ένα σύνολο σημείων μεταβατικού προγράμματος που αποκαλύπτει την προθυμία των δυνάμεων αυτών να επαναλάβουν το αποτυχημένο και θλιβερό έργο της πολιτικής γραμμής της ΛΑΕ και της ΑΝΤΡΑΣΥΑ του 2015.20

 

ΔΙΑΠΑΛΗ ΜΕ ΤΗ ΓΡΑΜΜΗ ΤΟΥ «ΑΝΤΙΚΥΒΕΡΝΗΤΙΚΟΥ ΜΕΤΩΠΟΥ» ΣΤΟ ΚΙΝΗΜΑ

Το επόμενο διάστημα θα ενισχυθεί η διαπάλη με τις κυβερνητικές-κοινοβουλευτικές αυταπάτες που θα προσπαθεί να σπέρνει ο 
ΣΥΡΙΖΑ μέσα στο εργατικό-λαϊκό κίνημα.

Ούτως ή άλλως, όλο το προηγούμενο διάστημα ο ΣΥΡΙΖΑ έκανε –με την έμμεση ή άμεση υποστήριξη οπορτουνιστικών δυνάμεων– πολλές προσπάθειες να εντείνει την παρέμβασή του, να προωθήσει τη λογική του «αντικυβερνητικού-αντιδεξιού» μετώπου. Με άλλα λόγια, στοχοποιώντας ως υπεύθυνη αποκλειστικά την πολιτική της ΝΔ, επιχειρεί να κρύβονται οι ευθύνες της δικής του κυβέρνησης και κυρίως να κρύβονται οι νομοτέλειες της καπιταλιστικής εκμετάλλευσης που και ο ίδιος υπηρετεί και αποτελούν την αιτία για την κατάσταση που ζει ο λαός.

Τα μεγάλα λαϊκά προβλήματα και τα αποτελέσματα της αντιλαϊκής κυβερνητικής πολιτικής που ασκείται υπέρ του κεφαλαίου θα τροφοδοτούν τη λαϊκή αγανάκτηση, θα διαμορφώνουν το έδαφος για ανάπτυξη αγώνων και διεκδικήσεων. Εξάλλου, η πρωτοπόρα δράση των κομμουνιστών μέσα στα όργανα του κινήματος βάζει στο επίκεντρο την προσπάθεια ανάπτυξης αγωνιστικών κινητοποιήσεων και διεκδικήσεων ενάντια στο κεφάλαιο και στην πολιτική του, την προσπάθεια ανασύνταξης του κινήματος σε ταξική κατεύθυνση.

Ο ΣΥΡΙΖΑ θα εντείνει την προσπάθεια παρέμβασης, προβάλλοντας τη λογική της «άμεσης λύσης» με την ανάδειξη «προοδευτικής κυβέρνησης».

Επιπλέον, οι δυνάμεις του ΣΥΡΙΖΑ με τη βοήθεια του οπορτουνισμού θα εντείνουν και τις επιθέσεις φιλίας, παρουσιάζοντας ότι στο κίνημα «δεν έχουν σημασία» οι στρατηγικές διαφορές, ότι αυτά αφορούν το «αύριο» και ότι σήμερα προέχει «να ηττηθεί η κυβέρνηση της ΝΔ».

Η λογική αυτή υποβοηθιέται αντικειμενικά και από τις γενικότερες αντιλήψεις που κυριαρχούν ευρύτερα σε λαϊκές δυνάμεις, για εύκολες και ανώδυνες λύσεις «από τα πάνω» χωρίς σύγκρουση, την προσδοκία ότι η λύση βρίσκεται σε μια κυβερνητική εναλλαγή που μπορεί να φέρει δήθεν «φιλολαϊκούς νόμους», τη δυσκολία που έχει η επιλογή του δρόμου του ταξικού αγώνα, της συνειδητοποίησης ότι στα όρια του συστήματος δεν επέρχονται ριζικές αλλαγές.

Οι αντιλήψεις αυτές έχουν βάθος, πηγάζουν από τις ίδιες τις εκμεταλλευτικές σχέσεις και διαμορφώνουν το υπόβαθρο για την επίδραση των ρεφορμιστικών αυταπατών σε εργαζόμενους που συχνά μάλιστα παίρνουν μέρος στον αγώνα, δίνοντας την ευκαιρία στο 
ΣΥΡΙΖΑ (και την εκάστοτε σοσιαλδημοκρατία) να προσπαθεί να κεφαλαιοποιήσει τους αγώνες προς όφελος της κυβερνητικής ανόδου.

Η ενίσχυση και το βάθεμα της διαπάλης σε αυτήν την κατεύθυνση θα συμβάλλει ώστε να κατανοείται από ευρύτερες δυνάμεις ότι το εργατικό-λαϊκό κίνημα θα οδηγείται από ήττα σε ήττα όσο δεν κάνει βήματα ανασύνταξης, όσο εξακολουθεί να υπηρετεί το στόχο της κυβερνητικής εναλλαγής στο πλαίσιο της δικτατορίας του κεφαλαίου.

Η διαπάλη με τις αυταπάτες σοσιαλδημοκρατικής «φιλολαϊκής» διαχείρισης πρέπει να ενταθεί, ανεξάρτητα από το αν στη μία ή την άλλη φάση ο ΣΥΡΙΖΑ κατορθώνει να διαμορφώνει κοινοβουλευτικά πλειοψηφικό ρεύμα ή όχι. Υπάρχει εξάλλου πείρα για το πώς η πολιτική του επιδρά σε ευρύτερες εργατικές-λαϊκές δυνάμεις, σε εργαζόμενους που συμμετέχουν σε αγωνιστικές διεργασίες, επιδρά στην αντίληψη για το ρόλο και τον προσανατολισμό των αγώνων, βάζει εμπόδια στον απεγκλωβισμό δυνάμεων.

Απαραίτητη προϋπόθεση σήμερα είναι η ταυτόχρονη ενίσχυση της μαζικότητας και του προσανατολισμού των αγώνων. Η πάλη για την απόσπαση κατακτήσεων, η πάλη για την καθυστέρηση αντιλαϊκών μέτρων, η πάλη για επιθετική προβολή του συνόλου των αναγκών της εργατικής πάλης περνάει μέσα από την άνοδο της οργάνωσης του εργατικού-συνδικαλιστικού κινήματος, από την άνοδο και τη μαζικοποίηση των αγωνιστικών διεκδικήσεων σε κατεύθυνση σύγκρουσης με το κεφάλαιο, από το πύκνωμα σε κάθε χώρο πρωτοπόρων εστιών αντίστασης και διεκδίκησης, από τη διεύρυνση των δυνάμεων που βάζουν στο στόχαστρο τον πραγματικό ταξικό αντίπαλο.

Από τα βήματα δηλαδή στην ανασύνταξη του εργατικού κινήματος και την προώθηση της κοινωνικής συμμαχίας με τους αυτοαπασχολούμενους της πόλης και τους βιοπαλαιστές αγρότες σε αυτήν την κατεύθυνση, τα οποία, στο βαθμό που προχωράνε, αντικειμενικά θα βάζουν και φρένο στην προσπάθεια του ΣΥΡΙΖΑ να μετατρέπει το κίνημα σε μοχλό της κυβερνητικής εναλλαγής.

Θα συμβάλλουν στο βάθεμα του ταξικού κριτηρίου. Στη συνείδηση ότι για ριζικές αλλαγές απαιτείται πολιτική ανατροπή, ότι όσο η καπιταλιστική ιδιοκτησία και εξουσία μένουν ακλόνητες στα βάθρα τους δεν μπορεί να υπάρχει διέξοδος προς όφελος των λαϊκών συμφερόντων.

 

ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΝΑΓΚΗ ΕΝΙΣΧΥΣΗΣ ΤΗΣ ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΗΣ ΑΝΤΙΠΑΡΑΘΕΣΗΣ ΜΕ ΤΟ ΣΥΡΙΖΑ

Με βάση τις παραπάνω πλευρές, γίνεται φανερό ότι, για να ενισχυθεί η διαπάλη με το ΣΥΡΙΖΑ με όρους ιδεολογικής και πολιτικής αντεπίθεσης, χρειάζεται ισχυροποίηση και αναβάθμιση της ικανότητας συνολικής στρατηγικής αντιπαράθεσης με τις σοσιαλδημοκρατικές αυταπάτες, συνολικά με τις πολιτικές αστικής διαχείρισης, ώστε να αναδεικνύεται σε ευρύτερες εργατικές-λαϊκές δυνάμεις πειστικότερα η πολιτική πρόταση του ΚΚΕ.

Έχουμε εξάλλου διαπιστώσει σε διάφορες φάσεις και περιόδους την ανθεκτικότητα και το βάθος που έχουν αυτές οι αυταπάτες, την επίπονη και ολόπλευρη πολιτική και ιδεολογική προσπάθεια που χρειάζεται μέσα στο κίνημα για να απαγκιστρώνονται δυνάμεις από την επιρροή της σοσιαλδημοκρατίας.

Είναι διαπιστωμένο ότι δεν αρκεί απλά να υπενθυμίζουμε το αντιλαϊκό έργο της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ. Είναι ασφαλώς αναγκαίο, αλλά αυτό δεν αρκεί από μόνο του. Πρέπει να υπενθυμίζουμε όχι μόνο τι έκανε ως κυβέρνηση, αλλά γιατί το έκανε: Γιατί ανέλαβε να παίξει το ρόλο προώθησης των σχεδίων του κεφαλαίου, ανέλαβε να συγκρατήσει τη λαϊκή δυσαρέσκεια, γιατί η καπιταλιστική διαχείριση δεν μπορεί να γίνει φιλολαϊκή. Αυτό είναι απαραίτητη προϋπόθεση για να μπορεί να βαθαίνει το πολιτικό κριτήριο, να μην παρασέρνονται λαϊκές δυνάμεις στη λογική του «μικρότερου κακού» ή στην προσπάθεια του ΣΥΡΙΖΑ να πείσει ότι «αυτήν τη φορά θα είναι διαφορετικά», για να αναγνωρίζεται ότι ο πραγματικός ένοχος για τα δεινά του λαού κρύβεται πίσω από τους εναλλασσόμενους πολιτικούς διαχειριστές, και δεν είναι άλλος από τον καπιταλιστικό τρόπο οργάνωσης της οικονομίας και της κοινωνίας.

Για την αποδόμηση του προγράμματος του ΣΥΡΙΖΑ έχει επίσης σημασία, αλλά δεν αρκεί να αναδεικνύουμε πως ό,τι παρουσιάζει ως δήθεν φιλολαϊκό (π.χ. η «πράσινη μετάβαση») υπηρετεί τις ανάγκες ανάκαμψης του κεφαλαίου. Το κύριο είναι να τεκμηριώσουμε στο έδαφος των οξυμένων λαϊκών προβλημάτων ότι ο καπιταλισμός δεν εξανθρωπίζεται, ότι η καπιταλιστική οικονομία έχει τις δικές της νομοτέλειες που δεν μπορεί να παρακάμψει καμία πολιτική διαχείριση, ότι δε γίνεται να υπάρξουν φιλολαϊκές λύσεις με την καπιταλιστική ιδιοκτησία να βασιλεύει (π.χ. την απαίτηση του κεφαλαίου για φθηνή εργατική δύναμη). Οι απαιτήσεις αυξάνονται σε αυτό το ζήτημα, καθώς οι διεθνείς τάσεις της αστικής διαχείρισης, και των σοσιαλδημοκρατικών και των φιλελεύθερων πολιτικών δυνάμεων, έχουν φέρει στο προσκήνιο το υποκριτικό ενδιαφέρον για μέτρα περιορισμού ακραίων συνεπειών της καπιταλιστικής βαρβαρότητας, ενώ, με προεξάρχουσα τη διακυβέρνηση Μπάιντεν, παρουσιάζεται το μοντέλο ενός πράσινου, έξυπνου, ψηφιακού καπιταλισμού των «δικαιωμάτων» που θα μπορεί να εξομαλύνει τις κοινωνικές αντιθέσεις.

Οι δυνάμεις του ΚΚΕ, εξοπλισμένες με τις προγραμματικές επεξεργασίες και τις πρόσφατες συνεδριακές μας Αποφάσεις, με την ακούραστη δράση μέσα στο λαό, εντείνουν την προσπάθεια για να βγάζουν οι εργαζόμενοι πολιτικά συμπεράσματα, να ισχυροποιείται ο αγώνας και η πάλη ενάντια στον πραγματικό ταξικό αντίπαλο, να μην εγκλωβίζεται ο λαός σε παλιές και νέες αυταπάτες. Αυτό άλλωστε είναι και το «σύγχρονο» και «προοδευτικό».

Το ΚΚΕ έχει επεξεργασμένη και ανατρεπτική πρόταση διεξόδου, την οποία προβάλλει καθημερινά μέσα στο κίνημα της εργατικής τάξης και των σύμμαχων λαϊκών στρωμάτων. Δίνει την επίμονη μάχη για την ανασύνταξη του κινήματος σε ταξική κατεύθυνση, για να δυναμώνει ο αντικαπιταλιστικός αντιμονοπωλιακός προσανατολισμός. Μόνο έτσι μπορούν να δυναμώσουν οι αγώνες, οι διεκδικήσεις, η πάλη των εργαζόμενων και των άλλων σύμμαχών τους κοινωνικών δυνάμεων, αλλά και να ωριμάζει σε πάλη για το σοσιαλισμό-κομμουνισμό, για τη μοναδική διέξοδο προς όφελος της κοινωνικής πλειοψηφίας. Στο δυνάμωμα αυτού του αγώνα της εργατικής τάξης και των συμμάχων της ωριμάζουν οι μεγάλες αλλαγές, όχι στα «πλυντήρια» της σοσιαλδημοκρατίας, στις αυταπάτες για κοινοβουλευτικές και κυβερνητικές φιλολαϊκές λύσεις εντός του συστήματος.

Όπως αναφέρεται στην Πολιτική Απόφαση του 21ου Συνεδρίου: «Το ΚΚΕ µε τη στρατηγική του, τις επεξεργασίες και τη δράση του συµβάλλει στον απεγκλωβισµό εργατικών-λαϊκών δυνάµεων από τις ψευδαισθήσεις για τη δυνατότητα φιλολαϊκής πολιτικής από κυβέρνηση “αριστερών” ή “προοδευτικών” δυνάμεων που µε τη συμμετοχή, μάλιστα, των κομμουνιστών μπορεί να φέρει το λαό πιο κοντά στη ριζική αλλαγή. Απαντά στο ιδεολόγημα ότι το ΚΚΕ µε τη στρατηγική του για την ανατροπή του καπιταλιστικού συστήματος και την κατάκτηση της εργατικής εξουσίας δεν προσφέρει, δήθεν, “άµεση πολιτική λύση” υπέρ του λαού.

Αναδεικνύει τις ιστορικές, αλλά και πρόσφατες αρνητικές εµπειρίες από την υιοθέτηση αυτής της πολιτικής σε όλο τον 20ό αιώνα και στις πρώτες δεκαετίες του 21ου. Αντίθετα, η γραµµή της “άµεσης πολιτικής λύσης” το µόνο που πέτυχε ήταν η παρεµπόδιση της ριζοσπαστικοποίησης εργατικών-λαϊκών δυνάµεων, το σµπαράλιασµα του κινήµατος, η ενσωµάτωση ΚΚ στο σύστηµα, η απώλεια της ευκαιρίας της αποφασιστικής σύγκρουσης σε δοσµένες συνθήκες.

Το ΚΚΕ απαντά στις ανάγκες και στα προβλήµατα του λαού µε τη θέση και τη δράση του για την αναζωογόνηση της ταξικής πάλης, την ανασυγκρότηση του εργατικού κινήµατος, την κοινωνική συµµαχία που παλεύει να αποσπάσει κατακτήσεις, συγκεντρώνει και µαζικοποιεί δυνάµεις, ώστε να ενισχύεται ο αγώνας για την πραγµατική ανατροπή, την εργατική εξουσία.»21

 


ΣημειώσειςΣημειώσεις

  1. Θέσεις της ΚΕ του ΚΚΕ για το 21ο Συνέδριο, 2ο Κείμενο.
  2. Βλ ενδεικτικά: ΙΕ της ΚΕ του ΚΚΕ, «Για το προσεχές Συνέδριο και το νέο Πρόγραμμα του ΣΥΡΙΖΑ», ΚΟΜΕΠ, τεύχ. 1/2021, ΙΕ της ΚΕ του ΚΚΕ, «Για την Πολιτική Διακήρυξη του ΣΥΡΙΖΑ», ΚΟΜΕΠ, τεύχ. 6/2019.
  3. Γ. Δραγασάκης, Ομιλία στην Προγραμματική Συνδιάσκεψη του ΣΥΡΙΖΑ, 5.7.2021.
  4. Ν. Φίλης, Ομιλία στην Προγραμματική Συνδιάσκεψη του ΣΥΡΙΖΑ, 4.7.2021.
  5. Α. Τσίπρας, Ομιλία στο κλείσιμο της Προγραμματικής Συνδιάσκεψης του ΣΥΡΙΖΑ, 5.7.2021.
  6. Υπενθυμίζουμε χαρακτηριστικά ότι, στις ευρωεκλογές του 2019, ΣΥΡΙΖΑ και ΚΙΝΑΛ πρόβαλαν ως κοινό επί της ουσίας σύνθημα και προγραμματική κατεύθυνση το «Νέο Κοινωνικό Συμβόλαιο», που αποτελούσε και την προγραμματική αιχμή του ΕΣΚ.
  7. Α. Τσίπρας, Ομιλία στο κλείσιμο της Προγραμματικής Συνδιάσκεψης του ΣΥΡΙΖΑ, 5.7.2021.
  8. Ν. Μπίστης, «ΣΥΡΙΖΑ - Προοδευτική Συμμαχία, ΚΙΝΑΛ, ΜΕΡΑ25, ΚΚΕ. Αθροίζονται;», ιστοσελίδα tvxs.gr, 30.6.2021.
  9. Βλ. ΙΕ της ΚΕ του ΚΚΕ, «Για το προσεχές Συνέδριο και το νέο Πρόγραμμα του 
ΣΥΡΙΖΑ», ΚΟΜΕΠ, τεύχ. 1/2021.
  10. Συνέντευξη του Α. Τσίπρα στην Εφ.Συν., 28.8.2021.
  11. Αναλυτική κριτική παρουσιάζεται στη νέα έκδοση της Σύγχρονης Εποχής Οι θέσεις του ΚΚΕ για την προστασία του περιβάλλοντος στον αντίποδα της πολιτικής του «Πράσινου New Deal» (επιμ.: Τμήμα Περιβάλλοντος της ΚΕ του ΚΚΕ) και στο άρθρο «Μπροστά στη νέα οικονομική κρίση: “Πράσινο New Deal” ή σοσιαλισμός;», ΚΟΜΕΠ, τεύχ. 4-5/2020.
  12. «Σχέδιο προγραμματικών θέσεων του ΣΥΡΙΖΑ - Προοδευτική Συμμαχία».
  13. Γ. Σταθάκης, Ομιλία (ως υπεύθυνος της Επιτροπής Προγράμματος) στην Προγραμματική Συνδιάσκεψη του ΣΥΡΙΖΑ, 2.7.2021.
  14. «Σχέδιο προγραμματικών θέσεων του ΣΥΡΙΖΑ - Προοδευτική Συμμαχία».
  15. Α. Τσίπρας, «Χαιρετισμός στην ετήσια Γενική Συνέλευση του ΣΕΒ», 29.6.2021.
  16. «Σχέδιο προγραμματικών θέσεων του ΣΥΡΙΖΑ - Προοδευτική Συμμαχία».
  17. Γ. Σταθάκης, Ομιλία (ως υπεύθυνος της Επιτροπής Προγράμματος) στην Προγραμματική Συνδιάσκεψη του ΣΥΡΙΖΑ, 2.7.2021.
  18. «Για να μη γίνει πλυντήριο, αυτοεξαιρείται», Εφημερίδα των Συντακτών, 26-27.6.2021.
  19. Α.Σ. Κολόμο (μέλος της ΚΕ του ΚΚ Εργαζόμενων Ισπανίας), «Η πολιτική κατάσταση στην Ισπανία μετά από τις περιφερειακές εκλογές στη Μαδρίτη», Ριζοσπάστης, 15-16.5.2021.
  20. Περιοριζόμαστε σε μια σύντομη αναφορά σε σχέση με το οπορτουνιστικό ρεύμα, καθώς θα επανέλθουμε σε επόμενη αρθρογραφία αναλυτικότερα σε σχέση με τις τελευταίες διεργασίες κι εξελίξεις.
  21. Πολιτική Απόφαση του 21ου Συνεδρίου του ΚΚΕ.