Στην προσπάθειά του να διαφοροποιηθεί από τη ΝΔ, ο ΣΥΡΙΖΑ εστιάζει σε 3 άξονες στο νέο Πρόγραμμά του. Οι άξονες αυτοί θα αποτελέσουν το «κάδρο» μέσα στο οποίο ο ΣΥΡΙΖΑ από τη μία θα προβάλλει το πλαίσιο για τους στόχους ανάκαμψης του κεφαλαίου, ενώ ταυτόχρονα θα επενδύει στην προσπάθεια αναβάπτισης των αυταπατών για έναν πιο φιλολαϊκό καπιταλισμό.
α) Βασική προγραμματική κατεύθυνση του ΣΥΡΙΖΑ είναι η προώθηση της πολιτικής της λεγόμενης «πράσινης ανάπτυξης». Πρόκειται για εξειδίκευση στην Ελλάδα της κυρίαρχης διεθνώς, ειδικά μετά από τη νίκη Μπάιντεν, πολιτικής του «Πράσινου New Deal», δηλαδή της στροφής σε επενδύσεις σε νέες μορφές ενέργειας που εμφανίζονται ως πιο φιλικές στο περιβάλλον, στην αλλαγή των μέσων μεταφοράς, παραγωγής, με νέα, πιο «φιλικά στο περιβάλλον», με παράλληλη γρήγορη απόσυρση –δηλαδή απαξίωση– κεφαλαίου που έχει επενδυθεί (απόσυρση σταθμών ηλεκτροπαραγωγής, δικτύων και μέσων μεταφοράς κλπ.). Στην ουσία πρόκειται για μια πολιτική, βασικός στόχος της οποίας είναι να διασφαλιστεί μια ελεγχόμενη καταστροφή κεφαλαίου και ένας νέος γύρος κερδοφόρων επενδύσεων ως λύση στο μείζον πρόβλημα της υπερσυσσώρευσης κεφαλαίου που ταλανίζει τον καπιταλισμό την τελευταία περίοδο. Η πολιτική αυτή συνιστά τον πυρήνα της οικονομικής πολιτικής της ΕΕ για την επόμενη περίοδο, και δεν είναι τυχαίο ότι, ως εκ τούτου, αποτελεί κεντρικό άξονα και των προγραμμάτων του Ταμείου Ανάκαμψης. ΝΔ, ΣΥΡΙΖΑ και ΚΙΝΑΛ ευθυγραμμίζονται απόλυτα με τις κατευθύνσεις αυτές της «Ευρωπαϊκής Πράσινης Συμφωνίας».11
Φυσικά, το πρόγραμμα του ΣΥΡΙΖΑ δεν ταυτίζεται σε όλα τα σημεία με το πρόγραμμα της ΝΔ, αλλά διαφοροποιείται σε ορισμένες πλευρές, χωρίς φυσικά να αλλοιώνεται η απόλυτη στρατηγική τους σύγκλιση στην υπηρέτηση της διασφάλισης της καπιταλιστικής κερδοφορίας και εξουσίας.
Είναι χαρακτηριστικές, από αυτήν την άποψη, οι διαφοροποιήσεις του ΣΥΡΙΖΑ στο ζήτημα της «πράσινης ενέργειας». Η πρόταση του ΣΥΡΙΖΑ για την «πράσινη ενέργεια» όχι απλά δεν απομακρύνεται στρατηγικά από την αντίστοιχη της ΝΔ, αλλά στην πραγματικότητα διαγκωνίζεται με τη ΝΔ για το ποιος θα υλοποιήσει τη γραμμή της «πράσινης μετάβασης» με ταχύτερο και αποτελεσματικότερο τρόπο.
Ο ΣΥΡΙΖΑ κάνει λόγο για κοινωνικά «δίκαιη» μετάβαση, με αυξημένο ρόλο του κράτους στη χρηματοδότηση των επενδύσεων, ώστε να μην αφεθεί η «πράσινη ανάπτυξη στην ασυδοσία της αγοράς», να μη γίνει «νέο Ελ Ντοράντο των ιδιωτικών επιχειρήσεων». Αποδέχεται ως οδηγό τις κατευθύνσεις της ΕΕ και την «Ευρωπαϊκή Πράσινη Συμφωνία» με την οποία, όπως λέει, «η Ευρώπη κάνει ένα σημαντικό βήμα»12. Η περιβόητη «ενεργειακή δημοκρατία» που διαφημίζει ο ΣΥΡΙΖΑ μεταφράζεται κυρίως στη συμμετοχή ορισμένων μεσαίων επιχειρήσεων στα σχετικά επενδυτικά προγράμματα, μέσα από τις «ενεργειακές κοινότητες» για την υλοποίηση ορισμένων μικρότερων έργων.
Ουσιαστικά, ο ΣΥΡΙΖΑ προσπαθεί να εμφανίσει την «πράσινη μετάβαση» ως μια ευκαιρία για μια πιο «συμμετοχική» καπιταλιστική ανάπτυξη, για μια δυνατότητα καπιταλιστικής ανάπτυξης από την οποία όλοι θα βγουν κερδισμένοι.
Ο ΣΥΡΙΖΑ καταρχάς κρύβει ότι το κίνητρο με το οποίο ολόκληρος ο αστικός επιχειρηματικός και πολιτικός κόσμος προωθεί την «πράσινη μετάβαση» δεν είναι η προστασία του περιβάλλοντος, αλλά η διαμόρφωση ενός νέου πλαισίου που θα δώσει ώθηση στις επενδύσεις, θα δώσει διέξοδο σε υπερσυσσωρευμένα κεφάλαια.
Ο ΣΥΡΙΖΑ κρύβει επίσης ότι ούτως ή άλλως η μερίδα του λέοντος της κρατικής και κοινοτικής χρηματοδότησης θα συνεχίσει να κατευθύνεται προς τους μονοπωλιακούς ομίλους μέσα από ένα πλέγμα ρυθμίσεων (Νέος Αναπτυξιακός Νόμος, Αναπτυξιακή Επενδυτική Τράπεζα, φορολογικές μεταρρυθμίσεις κλπ.).
Συγκαλύπτει επίσης ότι η ενεργειακή δημοκρατία και οι ενεργειακές κοινότητες έχουν αρνητικό πρόσημο για το λαό. Η διείσδυση των ΑΠΕ στο ενεργειακό μίγμα αντικειμενικά αυξάνει το κόστος παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας, οδηγώντας σε εκτίναξη των τιμολογίων της ενέργειας που πληρώνουν τα λαϊκά στρώματα. Η «πράσινη ενέργεια» δε διασφαλίζει κέρδη από μόνη της, αλλά αφαιμάσσοντας το λαό με τους πράσινους έμμεσους φόρους, το πανάκριβο πράσινο ρεύμα, με τη νέα επιβάρυνση στη θέρμανση των σπιτιών, την πιο ακριβή μετακίνηση, με την επιβολή φθηνής εργατικής δύναμης, μαύρων ελαστικών εργασιακών σχέσεων, με τη διευθέτηση του χρόνου εργασίας. Έτσι, ανεξάρτητα από τον ιδιοκτήτη των νέων πράσινων επενδύσεων, ο λαός ζημιώνεται πολλαπλά. Πέραν αυτού, η συμμετοχή των τραπεζών, των μεγάλων κατασκευαστικών ομίλων ενεργειακών έργων και κυρίως των παραγωγών εξοπλισμού ΑΠΕ (κατά βάση γερμανικών ομίλων) είναι δεδομένη και στην περίπτωση της λεγόμενης «ενεργειακής δημοκρατίας». Ταυτόχρονα, το κλείσιμο των λιγνιτικών σταθμών οδηγεί σε γρήγορη απώλεια χιλιάδων θέσεων εργασίας που δεν αναπληρώνονται.
Το εμφανιζόμενο ενδιαφέρον για την προστασία του περιβάλλοντος είναι υποκριτικό και αξιοποιεί τα περιβαλλοντικά εγκλήματα της καπιταλιστικής ανάπτυξης, για να προωθήσει τα νέα σχέδια της ΕΕ και του κεφαλαίου. Έτσι, βαφτίζεται πράσινη η παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας από φυσικό αέριο, δηλαδή από ρυπογόνους υδρογονάνθρακες, η οποία οδηγεί σε σπατάλη και όχι εξοικονόμηση ενέργειας. Βαφτίζονται πράσινα τα μεγάλα εργοτάξια εισαγόμενων ανεμογεννητριών στα βουνά, που συνοδεύονται από καταστροφή δασών και περιοχών Natura και με σημαντική επιβάρυνση του υδροφόρου ορίζοντα και της βιοποικιλότητας. Βαφτίζεται πράσινη η πολιτική εμπορευματοποίησης της γης και των δασικών εκτάσεων, που αντικειμενικά υπονομεύει τη δυνατότητα ολοκληρωμένου σχεδίου προστασίας του δασικού πλούτου, όπως φάνηκε και στις πρόσφατες πυρκαγιές.
Συμπερασματικά, δεν μπορεί να υπάρξει «δίκαιη» για το λαό και φιλοπεριβαλλοντική ανάπτυξη στο πλαίσιο του καπιταλισμού, με τα κλειδιά της οικονομίας στα χέρια του κεφαλαίου.
β) Σε ό,τι αφορά τη «μείωση των ανισοτήτων», που αποτελεί και το δεύτερο άξονα του νέου προγράμματος, ο ΣΥΡΙΖΑ παρουσιάζει ως «φάρμακο» την περαιτέρω ώθηση της καπιταλιστικής ανάπτυξης, με άλλα λόγια παρουσιάζει τάχα ως λύση την ίδια την πηγή του προβλήματος.
«Οι μισθοί, τα εισοδήματα, η οικονομία είναι στο επίπεδο που ήταν 20 χρόνια πριν. Η Ελλάδα έχει ένα μεγάλο αναπτυξιακό πρόβλημα, και για το λόγο αυτό η παραγωγική ανασυγκρότηση αποτελούσε και αποτελεί τη βασική στρατηγική του ΣΥΡΙΖΑ. (...) Χρειαζόμαστε στροφή της οικονομίας στην παραγωγή και στην τεχνολογία. (...) Είναι δηλαδή αφορμή για να δώσουμε στην ελληνική οικονομία την προοπτική μιας βιώσιμης μακροχρόνιας εξόδου από το αναπτυξιακό της αδιέξοδο.»13
Ο ΣΥΡΙΖΑ δηλαδή παρουσιάζει ένα πλέγμα στόχων για τη διέξοδο και ανάπτυξη της κερδοφορίας του κεφαλαίου, υποστηρίζοντας τον παλιό καλό μύθο ότι από την «καπιταλιστική ανάπτυξη βγαίνουν όλοι κερδισμένοι», ότι μπορεί να βγαίνουν ταυτόχρονα κερδισμένοι και οι βιομήχανοι και οι εργαζόμενοί τους, και οι εφοπλιστές, και οι τραπεζίτες και τα φτωχά λαϊκά στρώματα, κρύβοντας ότι, όπως και την καπιταλιστική κρίση, έτσι και την καπιταλιστική ανάπτυξη, «την πληρώνει» πάντα ο λαός, με ένταση της εκμετάλλευσης και συμπίεση δικαιωμάτων. Από αυτήν την άποψη, η «συγκροτημένη εθνική βιομηχανική πολιτική»14 που διαφημίζει ο ΣΥΡΙΖΑ αποτελεί το πλαίσιο μέσα στο οποίο θα κινηθούν τα κίνητρα και η ανάλογη υποστήριξη για την κερδοφορία των βιομηχάνων.
Παράλληλα, στις προγραμματικές του θέσεις επαναλαμβάνονται γενικολογίες για αύξηση μισθών και ενίσχυση του ρόλου του «κοινωνικού κράτους», που θα διασφαλιστούν με την επεκτατική δημοσιονομική πολιτική στην Ελλάδα και στην Ευρώπη.
Όμως, όπως αποδεικνύεται, καμιά πολιτική διαχείρισης του καπιταλισμού δεν μπορεί να διασφαλίσει τη λαϊκή ευημερία. Η αύξηση του πληθωρισμού, το κύμα ακρίβειας, η βαριά έμμεση φορολογία που συνοδεύουν τη στροφή στην επεκτατική πολιτική υπογραμμίζουν σήμερα αυτό το συμπέρασμα.
Υπάρχει όμως κάτι βαθύτερο στην αγωνία του ΣΥΡΙΖΑ και των αστικών πολιτικών δυνάμεων γύρω από το ζήτημα της «μείωσης των ανισοτήτων». Και αυτό αφορά την ίδια την εξασφάλιση της καπιταλιστικής σταθερότητας. Όπως ανέφερε χαρακτηριστικά ο Α. Τσίπρας απευθυνόμενος προς το ΣΕΒ: «Ένας από τους πολύ σοβαρούς κινδύνους είναι το επόμενο διάστημα να βρεθούμε ξανά μπροστά σε κοινωνική ένταση, σε κοινωνική πόλωση (...) καμία οικονομία δεν μπορεί να προχωρήσει μπροστά όταν δεν υπάρχει κοινωνική ειρήνη, όταν υπάρχει μια διαρκής κοινωνική ένταση. Και η διάρρηξη της κοινωνικής συνοχής, που θα συντελεστεί με μεγάλη ταχύτητα το επόμενο διάστημα, (...) νομίζω ότι εγκυμονεί αυτόν τον πολύ μεγάλο κίνδυνο.»15
Άλλωστε, τις ίδιες ανησυχίες διατύπωσε και ο πρόεδρος του ΣΕΒ, λέγοντας ότι «οι κοινωνικές ανισότητες έχουν φτάσει σ’ ένα σημείο που δεν είναι υγιές για τις οικονομίες», συμφωνώντας στην ανάγκη για «καλύτερες αμοιβές» (με αύξηση της παραγωγικότητας, όπως συμπλήρωσε, δηλαδή ουσιαστικά άνοδο του βαθμού εκμετάλλευσης), ενώ ο Α. Τσίπρας ανταπέδωσε την αβρότητα λέγοντας πως από τη μεριά του είναι «ανοιχτός σε σοβαρές προτάσεις για τη μείωση του μη μισθολογικού κόστους».
Ουσιαστικά, η αγωνία του ΣΥΡΙΖΑ είναι να παρουσιάσει τον εαυτό του ως κατάλληλο να ξαναπαίξει το ρόλο ενσωμάτωσης της λαϊκής διαμαρτυρίας και αποφυγής «κοινωνικών εντάσεων». Ότι μπορεί εκείνος, αποτελεσματικότερα σε σχέση με τη ΝΔ, να προωθήσει ολόκληρη την αντιλαϊκή ατζέντα του κεφαλαίου, εξασφαλίζοντας κοινωνική συναίνεση και αποδοχή.
ΣΕΒ και ΣΥΡΙΖΑ, καπιταλιστές και αστικό πολιτικό προσωπικό θέλουν να κρύψουν ότι η πηγή των «ανισοτήτων» είναι η ταξική ανισότητα, η ταξική εκμετάλλευση και γι’ αυτόν το λόγο αυτές αποτελούν μόνιμο συνοδοιπόρο της καπιταλιστικής κοινωνίας. Τα όρια, άλλωστε, της διαχείρισης αυτών των ανισοτήτων από το αστικό κράτος δεν εξαρτώνται, όπως έχει φανεί πολλές φορές ιστορικά, από το ποιο κόμμα βρίσκεται στην αστική διακυβέρνηση, αλλά από τα εκάστοτε οικονομικά δεδομένα και τα περιθώρια που αφήνουν οι ανάγκες υποβοήθησης της καπιταλιστικής κερδοφορίας. Αυτό δε σημαίνει, φυσικά, ότι εντός αυτών των ορίων δεν μπορούν να υπάρξουν επιμέρους διαφοροποιήσεις με βάση τις διαφορές στις ιδεολογικές και πολιτικές αναφορές, στη στόχευση συγκεκριμένων κοινωνικών στρωμάτων κλπ. Σημαίνει όμως, πρώτον, ότι τα περιθώρια αυτών των διαφοροποιήσεων είναι εξαιρετικά περιορισμένα, δεύτερον, ότι έχουν το χαρακτήρα μιας αναδιανομής της φτώχειας μεταξύ των λαϊκών στρωμάτων, ενώ η κερδοφορία του κεφαλαίου μένει στο απυρόβλητο. Και τρίτον, ότι ακόμα και αυτές οι ίδιες οι δευτερεύουσες διαφοροποιήσεις συμβάλλουν στη σταθεροποίηση της αστικής πολιτικής στα πρωτεύοντα ζητήματα μέσω της επιδίωξης ενσωμάτωσης του λαού στον καπιταλιστικό μονόδρομο. Σε κάθε περίπτωση και εντός των εκάστοτε ορίων, επιδίωξη όλων των αστικών κυβερνήσεων (ιδιαίτερα σε συνθήκες που είναι ορατές συνέπειες όπως η σχετικά μακρόχρονη υψηλή ανεργία) είναι η αξιοποίηση διάφορων μέτρων περιορισμού των ακραίων συνεπειών της καπιταλιστικής εκμετάλλευσης (όπως το ελάχιστο εγγυημένο εισόδημα ή το «κοινωνικό δίχτυ ασφαλείας») προς όφελος του ελέγχου των κοινωνικών αντιδράσεων και της αποτροπής της στοχοποίησης του πραγματικού ενόχου, της καπιταλιστικής ιδιοκτησίας.
γ) Οι προτάσεις του ΣΥΡΙΖΑ για την ενίσχυση των «θεσμών» και της «δημοκρατίας» έχουν δύο σκέλη.
Στο ένα μέρος των διακηρύξεων περιλαμβάνονται μέτρα που αφορούν την ενίσχυση της αποτελεσματικότητας των διάφορων κρατικών λειτουργιών και θεσμών, ουσιαστικά εκσυγχρονισμών για τη διασφάλιση της εύρυθμης λειτουργίας του αστικού κράτους.
Σε αυτήν την κατεύθυνση, ο ΣΥΡΙΖΑ προβάλλει την ανάγκη «διαφάνειας», διοικητικής αποκέντρωσης, αποτελεσματικής δημόσιας διοίκησης. Εξάλλου, όπως έχουμε ήδη αναφέρει, ο ψηφιακός εκσυγχρονισμός του κράτους αποτελεί μια από τις βασικές κατευθύνσεις και ανάγκες της αστικής πολιτικής.
Ουσιαστικά, οι προτάσεις του ΣΥΡΙΖΑ, όπως και της ΝΔ, αφορούν αναγκαίους εκσυγχρονισμούς και προσαρμογές, ευρύτερη ενσωμάτωση των ψηφιακών και ηλεκτρονικών μέσων στη λειτουργία των κρατικών υπηρεσιών, της δημόσιας διοίκησης και των δημόσιων οργανισμών, την τεχνολογική επικαιροποίηση και αντικατάσταση απαρχαιωμένων υποδομών και τρόπων λειτουργίας. Βασική επιδίωξη αυτών των προσαρμογών είναι η αναβάθμιση και βελτιστοποίηση της ικανότητας του κρατικού μηχανισμού και η καταπολέμηση χρονοβόρων και κοστοβόρων για το κεφάλαιο διαδικασιών της δημόσιας διοίκησης.
Εξάλλου, τα σχεδιαζόμενα μεγάλα επενδυτικά προγράμματα στην πράσινη ανάπτυξη που απαιτούν κρατική υποστήριξη και χρηματοδότηση, οι συνολικότεροι επενδυτικοί σχεδιασμοί στους οποίους εμπλέκονται διεθνείς μονοπωλιακοί κολοσσοί και αφορούν θέματα όπως ο χωροταξικός σχεδιασμός, η αξιοποίηση λιμανιών, αεροδρομίων κ.ά., η διαχείριση σημαντικών πόρων όπως αυτών του Ταμείου Ανάκαμψης, οι διακρατικές συμφωνίες γύρω από σειρά ζητημάτων στρατηγικών επενδύσεων, διαμορφώνουν ένα απαιτητικό πλαίσιο για τους αστικούς θεσμούς και τις κρατικές λειτουργίες για να μπορέσουν αποτελεσματικά να υποστηρίξουν την καπιταλιστική κερδοφορία.
Συνολικότερα, ο αναβαθμισμένος ρόλος που καλείται να παίξει σε αυτήν τη φάση το αστικό κράτος στην υποβοήθηση της καπιταλιστικής κερδοφορίας απαιτεί έναν αναβαθμισμένο λειτουργικά κρατικό μηχανισμό.
Αυτό ουσιαστικά αναδεικνύει ο ΣΥΡΙΖΑ κάνοντας λόγο για το «ρυθμιστικό» και τον «αναπτυξιακό» ρόλο του κράτους, τονίζοντας ότι εκεί που «οι αγορές εμφανίζονται ευάλωτες και ανίκανες να προσφέρουν διεξόδους, το κράτος καλείται να ανακτήσει έναν πολυδιάστατο ρόλο».16
Παράλληλα, χρειάζεται να επισημάνουμε ότι η αξιοποίηση των ψηφιακών δυνατοτήτων από το αστικό κράτος δεν είναι ταξικά ουδέτερη, αφού πρόκειται για ένα κράτος αντιλαϊκό και εχθρικό προς την εργατική τάξη και το λαό. Η «ψηφιακή μετάβαση» ήδη συνδέεται με την αξιοποίηση για την ταχύτερη και πιο αποτελεσματική αντιμετώπιση των εργατικών-λαϊκών δυνάμεων, την ένταση του ελέγχου, διαμορφώνοντας υποδομές «προληπτικής καταστολής», την παρέμβαση στη λειτουργία των οργανώσεων του κινήματος με στόχο τον έλεγχο και την απονεύρωση της συλλογικότητάς τους (π.χ. ηλεκτρονικές ψηφοφορίες, μητρώο συνδικαλιστικών στελεχών κλπ.).
Από την άλλη, ο ΣΥΡΙΖΑ παρουσιάζει την αντίληψή του για τη «δημοκρατία» λέγοντας: «Τα δικαιώματα των προσφύγων, των μεταναστών, των ομόφυλων ζευγαριών, των παιδιών και της τεκνοθεσίας, των γυναικών, πρέπει να ευθυγραμμιστούν με ό,τι θεωρείται αυτονόητο στις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες.»17
Πέρα από το ότι ο ΣΥΡΙΖΑ παρουσιάζει ως υποδειγματική λύση την «ευθυγράμμιση» με τα όσα ισχύουν στις υπόλοιπες καπιταλιστικές χώρες της ΕΕ, εκεί δηλαδή που βασιλεύουν οι ίδιοι νόμοι της καπιταλιστικής βαρβαρότητας (η χυδαία εκμετάλλευση μεταναστών και προσφύγων για φθηνή εργατική δύναμη, η ανισοτιμία των γυναικών), το βασικό είναι ότι αναδεικνύει σε πυρήνα της αντίληψής του για τη «δημοκρατία» την προβολή ξεχωριστών και επιμέρους «δικαιωμάτων» (ομαδοποιώντας κάτω από αυτόν τον τίτλο πολύ διαφορετικές μεταξύ τους κοινωνικές ομάδες και ανάγκες) μέσα στο πλαίσιο του αστικού κράτους. Αποσπάει δηλαδή την πάλη για ικανοποίηση του συνόλου των κοινωνικών αναγκών από τον πυρήνα του προβλήματος, που βρίσκεται στις καπιταλιστικές εκμεταλλευτικές σχέσεις και στη βαθιά ταξική διαίρεση της κοινωνίας.
Η προβολή αυτού του «ατομικού δικαιωματισμού», που έχει αναδειχτεί σε «αιχμή του δόρατος» της αστικής πολιτικής απέναντι στην αντικαπιταλιστική διεκδίκηση και πάλη με βάση τις σύγχρονες ανάγκες, αφενός εγκλωβίζει τη διεκδίκηση σε περιορισμένα δικαιώματα στο πλαίσιο της δικτατορίας του κεφαλαίου, αφετέρου προωθεί και εδράζεται στην αντιδραστική ιδεαλιστική αντίληψη περί «ατομικού αυτοπροσδιορισμού» που αρνείται στην ουσία τη δυνατότητα επιστημονικού προσδιορισμού της αντικειμενικής αλήθειας.
Σε αυτήν τη βάση, συσκοτίζεται η ανάγκη πάλης για την ικανοποίηση όλων των σύγχρονων εργατικών-λαϊκών αναγκών, η αντικειμενική και ουσιαστική σύμπλεξη αυτών των διεκδικήσεων με το στόχο της κοινωνικής απελευθέρωσης, της πάλης για την απαλλαγή από την καπιταλιστική εκμετάλλευση. Συσκοτίζεται επίσης ο ταξικός χαρακτήρας του κράτους, ο εκμεταλλευτικός χαρακτήρας της καπιταλιστικής κοινωνίας, το γεγονός ότι δεν μπορεί να υπάρχει ουσιαστική και μόνιμη διεύρυνση δικαιωμάτων με βάση τις σύγχρονες ανάγκες για την εργατική τάξη και τα λαϊκά στρώματα στο πλαίσιο της δικτατορίας του κεφαλαίου.