Φίλες και φίλοι.
Σήμερα δύσκολα μπορούν πλέον να κρύψουν τους πραγματικούς στόχους της «πράσινης» καπιταλιστικής ανάπτυξης και τις ολέθριες συνέπειές της για το λαό.
Συνολικά το ευρωατλαντικό στρατόπεδο, οι ΗΠΑ, η ΕΕ και η Βρετανία, τα κράτη του ΝΑΤΟ αντιμετωπίζουν ένα μεγάλο πρόβλημα και διαμόρφωσαν μια κοινή στρατηγική για να το διαχειριστούν. Ποιο είναι αυτό το μεγάλο πρόβλημα; Η μεγάλη υπερσυσσώρευση κεφαλαίου που δε βρίσκει διεξόδους επένδυσης με ικανοποιητική κερδοφορία. Και ποια στρατηγική επέλεξαν για να το αντιμετωπίσουν; Την «Πράσινη» Μετάβαση, το περιβόητο Πράσινο New Deal, την Πράσινη Κοινωνική Συμφωνία.
Η «πράσινη μετάβαση» δημιουργεί νέες ευκαιρίες για μεγάλες καπιταλιστικές επενδύσεις (π.χ. μεγάλα αιολικά πάρκα) και ταυτόχρονα βοηθά στην ελεγχόμενη καταστροφή, απαξίωση ενός μέρους του υπάρχοντος κεφαλαίου (π.χ. κλείσιμο λιγνιτικών σταθμών ηλεκτροπαραγωγής). Αντίστοιχα ευεργετικά λειτουργεί για την καπιταλιστική κερδοφορία και ο ιμπεριαλιστικός πόλεμος. Τόσο η στρατιωτική καταστροφή υποδομών της Ουκρανίας όσο και η «ειρηνική» ματαίωση της λειτουργίας του ρωσογερμανικού αγωγού «Nord Stream II» για το κεφάλαιο μεταφράζονται σε πεδίο για νέες κερδοφόρες επενδύσεις.
Ήδη ο Ντράγκι και άλλοι κορυφαίοι αξιωματούχοι μιλούν για την ανάγκη ενός νέου σχεδίου Μάρσαλ που μπορεί να ξεπεράσει το 1 τρισ. ευρώ για την ανοικοδόμηση της Ουκρανίας. Ενώ η ΕΕ αποφάσισε ήδη να διαθέσει ένα μεγάλο πακέτο 300 δισ. ευρώ, τα περισσότερα ως νέα δάνεια σε κράτη-μέλη, για το νέο σχέδιο απεξάρτησης από τα ρωσικά καύσιμα, που αφορά επενδύσεις στις ΑΠΕ, στις υποδομές υδρογόνου, στην ενίσχυση των δικτύων μεταφοράς ηλεκτρικής ενέργειας κλπ. Ταυτόχρονα, με την επιβολή των μέτρων των κλιματικών νόμων σε όλα τα κράτη της ΕΕ θα ανοίξει υποχρεωτικά η αγορά ηλεκτρικών αυτοκινήτων, «πράσινου» οικιακού εξοπλισμού, αναβάθμισης κτηρίων, ανοίγοντας μια μεγάλη κερδοφόρα διέξοδο για τους επιχειρηματικούς ομίλους.
Έτσι, βλέπουμε στην ΕΕ τις ίδιες αστικές πολιτικές δυνάμεις, οι οποίες εγκρίνουν τα πολεμικά κονδύλια που θα προκαλέσουν τεράστια περιβαλλοντική καταστροφή, να εγκρίνουν επίσης άλλα κονδύλια για «πράσινες» επενδύσεις, που υποτίθεται ότι θα αναβαθμίσουν τα δασικά, γεωργικά και αστικά οικοσυστήματα.
Όμως μέσα σε αυτό το πλαίσιο κάθε ιμπεριαλιστικό κέντρο διαμορφώνει τους δικούς του στόχους και τις δικές του προτεραιότητες για να βελτιώσει τη θέση του στο διεθνή ανταγωνισμό. Οι ΗΠΑ είχαν θέσει ως στόχο πολύ πριν το ρωσο-ουκρανικό πόλεμο να μειώσουν την ενεργειακή εξάρτηση της ΕΕ από το ρωσικό φυσικό αέριο και ταυτόχρονα να αυξήσουν τις εξαγωγές αμερικανικού υγροποιημένου φυσικού αε-
ρίου (LNG).
Η ΕΕ από την πλευρά της δίνει βάρος στην «πράσινη μετάβαση» για να αξιοποιήσει την υπεροχή της στην παραγωγή και εξαγωγή εμπορευμάτων «πράσινης τεχνολογίας» στο διεθνή ανταγωνισμό και για να αντιμετωπίσει την έλλειψη δικών της κοιτασμάτων υδρογονανθράκων. Για να υλοποιήσει την πολιτική απανθρακοποίησης, είναι υποχρεωμένη να στηριχτεί στο φυσικό αέριο ως στρατηγικό καύσιμο πάνω από μία δεκαετία.
Εδώ αρχίζουν τα δύσκολα και ξεδιπλώνονται οι αντιθέσεις στο εσωτερικό της ΕΕ και με τα άλλα ιμπεριαλιστικά κέντρα. Μέχρι τις αρχές του 2022, η ΕΕ εισήγαγε το 40% του φυσικού αερίου και το 30% του πετρελαίου από τη Ρωσία, αποφέροντας στην τελευταία μεγάλα ετήσια κέρδη. Έτσι, η πίεση των ΗΠΑ και των ευρωπαϊκών δορυφόρων τους για γρήγορη απεξάρτηση της ΕΕ από το ρωσικό φυσικό αέριο με αφορμή την εισβολή στην Ουκρανία ανοίγει τον ασκό του Αιόλου των αντιθέσεων, αλλά και της ακρίβειας, όπως θα δούμε στη συνέχεια.
Στο βαθμό που γίνονται βήματα σ’ αυτήν την κατεύθυνση, κερδισμένες βγαίνουν προφανώς οι ΗΠΑ, που θα εξάγουν σε υψηλές τιμές στην ΕΕ περισσότερο αμερικανικό LNG, μειώνοντας ταυτόχρονα τους ρωσικούς μοχλούς πίεσης στην ΕΕ. Στους νικητές θα βρεθούν και οι Έλληνες εφοπλιστές, το βαρύ πυροβολικό της ελληνικής άρχουσας τάξης, που ελέγχουν ήδη το 22% της παγκόσμιας χωρητικότητας των πλοίων μεταφοράς LNG.
Για τη Γερμανία όμως και άλλα κράτη της ΕΕ, που εξαρτώνται σήμερα σημαντικά από το ρωσικό φυσικό αέριο, οι συνέπειες είναι ήδη αρνητικές και μπορούν να γίνουν καταστροφικές στην περίπτωση μιας απότομης διακοπής της ροής του ρωσικού φυσικού αερίου. Σκεφτείτε ότι μόνο τις 100 μέρες του πολέμου η ΕΕ πλήρωσε 60 δισ. ευρώ στη Ρωσία για την εισαγωγή φυσικού αερίου.
Ταυτόχρονα, η προσπάθεια κοινής αντιμετώπισης της Ρωσίας από την ΕΕ σκοντάφτει στην αντικειμενική απόκλιση συμφερόντων μεταξύ των κρατών-μελών της. Τα κράτη-μέλη της ΕΕ δεν έχουν όλα τον ίδιο βαθμό εξάρτησης από το φυσικό αέριο. Η Γαλλία στηρίζεται στην πυρηνική ενέργεια, ενώ η Γερμανία είχε αναπτύξει προνομιακές σχέσεις συνεργασίας με τη Ρωσία και τώρα πληρώνει το βαρύ τίμημα των κυρώσεων με την υποχώρηση της ανταγωνιστικότητάς της.
Αντίστοιχα σκληρά παζάρια μεταξύ των κρατών-μελών της ΕΕ γίνονται σήμερα σχετικά με το πώς θα τιμολογηθούν οι εκπομπές ρύπων CO2 στη ναυτιλία, στο πλαίσιο του Ευρωπαϊκού Συστήματος Εμπορίας Ρύπων της Κομισιόν, καθώς και στο Διεθνή Ναυτιλιακό Οργανισμό (ΙΜΟ). Σ’ αυτά πρωταγωνιστούν οι Έλληνες εφοπλιστές που εκπροσωπούν το 59% της ευρωπαϊκής ναυτιλίας.
Πού οδηγεί όμως η υλοποίηση όλων αυτών των κατευθύνσεων και η όξυνση του ανταγωνισμού ανάμεσα στα ιμπεριαλιστικά κέντρα; Σήμερα βλέπουμε πόσο απατηλές ήταν οι υποσχέσεις για επιστροφή στην κανονικότητα και στην ευημερία για όλους. Η μόνη κανονικότητα που μπορεί να προσφέρει το σημερινό σύστημα είναι αυτή που ζούμε. Μάλιστα, τώρα βρισκόμαστε μπροστά στην εκδήλωση μιας νέας κρίσης στην ΕΕ και διεθνώς, χωρίς πτώση των τιμών και με αυξημένη πιθανότητα παράτασης και επέκτασης του πολέμου.