Η «αντιδεξιά» ρητορική –εμφανής ή συγκαλυμμένη– βρίσκεται σταθερά στο ρεπερτόριο των οπορτουνιστικών αναλύσεων, διακηρύξεων και συνθημάτων τα τελευταία δύο χρόνια.
Όπως ανέφερε στην ιδρυτική της διακήρυξη η «Αριστερή Πρωτοβουλία»: «Στη χώρα μας, η κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας, όπου μια ακροδεξιά νεοφιλελεύθερης τραμπικής έμπνευσης έχει πάρει την πρωτοβουλία από τις φιλελεύθερες τάσεις, αξιοποιεί κυνικά την πανδημία προκειμένου να εκμηδενίσει το ζωτικό πυρήνα των εργασιακών, κοινωνικών και δημοκρατικών κατακτήσεων της μεταπολίτευσης.»5
Χαρακτηριστικά είναι και τα συνθήματα που υιοθέτησε σε πρόσφατη ανακοίνωσή της η ΑΝΤΑΡΣΥΑ, ότι ήρθε η «ώρα μετωπικής σύγκρουσης με την κυβέρνηση!», καλώντας ταυτόχρονα σε «ανατροπή της κυβέρνησης των δολοφόνων».
Με αυτόν τον τρόπο οι διάφορες δυνάμεις του οπορτουνιστικού χώρου συσκοτίζουν τον πραγματικό αντίπαλο στα μάτια των εργαζόμενων και του λαού. Κρύβουν δηλαδή ότι ενάντια στην εργατική τάξη και το λαό δε βρίσκεται απλά και μόνο η «νεοφιλελεύθερη», «ακραία» και «ιδεοληπτική» –όπως λένε– πολιτική της κυβέρνησης της ΝΔ, αλλά οι νομοτέλειες της καπιταλιστικής οικονομίας, η στρατηγική της αστικής τάξης, το αστικό κράτος, οι κατευθύνσεις της ΕΕ που προωθούνται διαχρονικά απ’ όλες τις αστικές κυβερνήσεις και υιοθετούνται από το σύνολο των αστικών κομμάτων με παραλλαγές, είτε είναι στη θέση της κυβέρνησης είτε στη θέση της αντιπολίτευσης.
Όπως έγραψε χαρακτηριστικά το ΣΕΚ: «Από το ξεκίνημα της πανδημίας δημιουργήθηκαν δυο στρατόπεδα: Το κυβερνητικό, που υποστήριζε ότι η αντιμετώπιση της πανδημίας είναι ατομική ευθύνη του καθένα και της καθεμιάς, και από την άλλη το εργατικό, που έβαζε στο στόχαστρο τις ευθύνες της κυβέρνησης και αναδείκνυε τη συλλογική δράση σαν απάντηση.»
Kαι το ΝΑΡ υιοθετεί στην ουσία την «αντιδεξιά» λογική, παρότι επιχειρεί να την κρύψει πίσω από «αντικαπιταλιστική» φρασεολογία κενή περιεχομένου. Χαρακτηριστικό είναι ότι, σε πρόσφατη αρθρογραφία του για τις επιπτώσεις της κακοκαιρίας, κάτω από τον απατηλό τίτλο με αναφορές στον «καπιταλισμό» αναπτυσσόταν μια επιχειρηματολογία που απέδιδε πρακτικά τα όσα έζησε ο λαός αποκλειστικά στην κυβέρνηση της ΝΔ, η οποία «αδιαφορεί πλήρως για τις συνέπειες στους εργαζόμενους και τα πιο φτωχά λαϊκά στρώματα»6.
Είναι μια πολιτική γραμμή που θολώνει την πραγματική αιτία της αντιλαϊκής πολιτικής, αποδίδοντάς την αποκλειστικά στη ΝΔ, και έτσι αντικειμενικά δημιουργεί αυταπάτες ότι μπορεί να υπάρξει μια φιλολαϊκή διαχείριση του καπιταλισμού, τροφοδοτώντας τη σοσιαλδημοκρατική ατζέντα. Μια οπορτουνιστική γραμμή που έπαιρνε «σάρκα και οστά» με αφορμή κάθε πολιτική εξέλιξη και νομοσχέδιο της κυβέρνησης της ΝΔ:
- Η στρατηγική του κεφαλαίου για τις ανατροπές στις εργασιακές σχέσεις, την κατάργηση του 8ώρου και το χτύπημα της συνδικαλιστικής δράσης αποδίδεται μόνο στην πολιτική που προώθησε η ΝΔ κατά τη διάρκεια της πανδημίας (ΛΑΕ).7
- Οι επιλογές της αστικής τάξης στην παιδεία παρουσιάζονται ως πολιτική αποκλειστικά της «κυβέρνησης της ΝΔ και του κοινωνικοπολιτικού μπλοκ που εκφράζει»8 (ΑΡΑΣ), μιας «αλαζονικής», όπως έγραψαν, «κυβέρνησης που προχωρά εν μέσω πανδημίας και καραντίνας στην ψήφιση του χειρότερου νομοσχεδίου για την εκπαίδευση» (ιστοσελίδα «kommon»).
- Η ένταση της καταστολής του αστικού κράτους, σύμφωνα με τις δυνάμεις του οπορτουνισμού, είναι «η πολιτική ακραίου αυταρχισμού και καταστολής» (ΛΑΕ)9, «η επιχείρηση του νόμου και της τάξης της κυβέρνησης» (ΝΑΡ)10.
- Ο φασισμός δεν παρουσιάζεται ως γέννημα-θρέμμα του καπιταλιστικού συστήματος, αλλά ως φαινόμενο που εκτρέφεται από την κυβέρνηση (ΛΑΕ)11, ως το «ρατσιστικό, μισογυνικό και σκοταδιστικό ακροδεξιό και νεοφασιστικό φιδάκι που εξέθρεψε επί δεκαετίες με τόση φροντίδα στους κόλπους του ο ευρωπαϊκός νεοφιλελευθερισμός» (ιστοσελίδα «kommon»)12.
- Και μπροστά στις καταστροφικές πυρκαγιές, δυνάμεις που συμμετέχουν στην «Αριστερή Πρωτοβουλία» εντόπισαν τον υπαίτιο αποκλειστικά στη ΝΔ και όχι συνολικότερα στο καπιταλιστικό σύστημα και στις εγγενείς αντιφάσεις του αστικού κράτους, καλώντας σε «μαζικό αγώνα της κοινωνίας για να ανατραπούν τώρα οι μακάβριες πολιτικές λιτότητας της κυβέρνησης Μητσοτάκη που παραδίδει τη φύση στα καταστροφικά σχέδια κάθε λογής “επενδυτών”» (ΑΡΑΣ)13.
Δηλαδή με κάθε τρόπο και αφορμή αυτές οι δυνάμεις συνέβαλαν επί της ουσίας στην κεντρική προπαγάνδα του ΣΥΡΙΖΑ ότι το αντιλαϊκό έργο της ΝΔ οφείλεται στο ότι αυτή εξυπηρετεί λόγω «ιδεοληψίας» του συγκριμένου κόμματος το κεφάλαιο ή τους «λίγους» και όχι αντίστροφα, ότι το αντιλαϊκό πρόγραμμα της τωρινής και επόμενης κυβέρνησης καθορίζεται από τις νομοτέλειες της καπιταλιστικής οικονομίας και τις ιεραρχήσεις της αστικής τάξης.
Γίνεται φανερό επομένως ότι το σύνολο αυτών των θέσεων και διακηρύξεων του οπορτουνιστικού ρεύματος συμβάλλει τα μέγιστα στο να ενισχύεται η κάλπικη διαχωριστική γραμμή που προβάλλει ο ΣΥΡΙΖΑ αναφερόμενος στη ΝΔ, ότι «εσείς είσαστε με τα συμφέροντα των λίγων και μισείτε το κράτος, ενώ εμείς είμαστε με τα συμφέροντα των πολλών και πιστεύουμε σε ένα ισχυρό, αποτελεσματικό και ανθρώπινο κράτος»14.
ΚΡΥΒΟΝΤΑΣ ΤΟΝ ΤΑΞΙΚΟ ΡΟΛΟ ΤΟΥ ΑΣΤΙΚΟΥ ΚΡΑΤΟΥΣ
Χαρακτηριστικό της παραπάνω λογικής είναι και το παράδειγμα για το πώς αντιμετωπίζουν το αστικό κράτος και το ρόλο του. Θεωρούν δηλαδή ότι οι ανεπάρκειες του αστικού κράτους, οι εγγενείς του αντιφάσεις και ο βαθιά εχθρικός του χαρακτήρας για την εργατική τάξη και το λαό οφείλονται είτε στην «ανικανότητα του κράτους της ΝΔ», στην «ξεφτίλα του “επιτελικού κράτους” της κυβέρνησης Μητσοτάκη»15, όπως έγραψε το ΝΑΡ, είτε και στην «παραχώρηση αρμοδιοτήτων στους ιδιώτες» που «προτάσσει η νεοφιλελεύθερη αντίληψη», όπως ανέφεραν άλλες δυνάμεις, και όχι στον ταξικό του ρόλο για τη διασφάλιση της αστικής κυριαρχίας.
Όπως έγραψε η «Αριστερή Πρωτοβουλία»: «Η απραγία της λεγόμενης ιδιωτικής πρωτοβουλίας (Αττική οδός, ΤΡΑΙΝΟΣΕ, ενέργεια κτλ.) για την αντιμετώπιση της κακοκαιρίας, καθώς και η αδρανής στάση των ιδιωτικών κλινικών στο ζήτημα της αντιμετώπισης του κορονοϊού, γκρέμισαν σα χάρτινο πύργο το νεοφιλελεύθερο δόγμα της θεοποίησης της λεγόμενης ιδιωτικής πρωτοβουλίας. Είναι φανερό ότι το “λιγότερο κράτος” είναι μια πολιτική που ευνοεί τα κέρδη των μεγαλοεπιχειρηματιών, δεν μπορεί όμως με τίποτε να στηρίξει τους πολίτες τις κρίσιμες ώρες που το χρειάζονται, όπως οι πανδημίες, οι κακοκαιρίες, οι πυρκαγιές κτλ.»16
Με αυτόν τον τρόπο αντιπαραβάλλουν την καπιταλιστική αγορά στο καπιταλιστικό κράτος, το οποίο παρουσιάζουν στην ουσία ως πεδίο της διαπάλης του κεφαλαίου με τις δυνάμεις της εργασίας, ως μηχανισμό που μπορεί με αλλαγή της διαχείρισής του να διασφαλίσει τα λαϊκά συμφέροντα και ανάγκες. Κρύβουν ότι το αστικό κράτος είναι «αποτελεσματικό», «ικανό» και «ταχύτατο» στην υλοποίηση της στρατηγικής της αστικής τάξης και εχθρικό για τις σύγχρονες ανάγκες της εργατικής τάξης και του λαού, ανεξάρτητα από το ποιο αστικό κόμμα βρίσκεται στη διακυβέρνηση.
Συσκοτίζουν την αποστολή του αστικού κράτους για την επιβολή της δικτατορίας του κεφαλαίου. Εμφανίζουν το σημερινό «δημόσιο» ως φιλολαϊκή απάντηση στην ασυδοσία της αγοράς. Συγκαλύπτουν το ρόλο του σύγχρονου αστικού επιτελικού κράτους (τη συγκέντρωση στρατηγικών αποφάσεων στην κυβέρνηση και την ταυτόχρονη αποκέντρωση, μέσω των Περιφερειών, των δήμων, των Ρυθμιστικών Αρχών κλπ.), προβάλλοντας το ζήτημα ως προπαγανδιστικό αφήγημα της κυβέρνησης.17
Δεν είναι επομένως καθόλου τυχαία η σύμπτωση των τοποθετήσεών τους με εκείνες του ΣΥΡΙΖΑ, που διά στόματος του προέδρου του στη Βουλή ρωτούσε τη ΝΔ: «Πώς όμως θα μπορούσαμε να έχουμε αποτελεσματικό και επιτελικό κράτος όταν εσείς έχετε αλλεργία στο ίδιο το κράτος; Πώς να έχουμε πολιτική και κοινωνική προστασία όταν εσείς απεχθάνεστε οτιδήποτε δημόσιο και αγαπάτε μονάχα κάθε τι ιδιωτικό; Ιδιωτικοποιήσεις στην υγεία, ιδιωτικοποιήσεις στην παιδεία, ιδιωτικοποιήσεις στην ενέργεια, ιδιωτικοποιήσεις στις υποδομές, ιδιωτικοποιήσεις παντού.»18
Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η τοποθέτηση του οπορτουνιστικού χώρου για το λιμάνι του Πειραιά, όπου διακήρυσσαν το σύνθημα για «ένα δημόσιο και ανοιχτό λιμάνι με δημόσιο και λαϊκό έλεγχο»19. Πρόβαλλαν δηλαδή τη θέση ότι ένα «δημόσιο» λιμάνι, δηλαδή ένα λιμάνι στα χέρια του αστικού κράτους, θα μπορεί να είναι δήθεν προς όφελος των λαϊκών αναγκών και να συμβάλλει σε μια φιλολαϊκή ανάπτυξη στο έδαφος του καπιταλισμού. Στην πράξη, η γραμμή που πρότασσαν έμενε κατά βάση μόνο στην εναντίωση στο επιχειρηματικό πλάνο της Cosco.
Στον αντίποδα ήταν η παρέμβαση του ΚΚΕ, που πρόβαλλε το σύνθημα «για ένα λιμάνι που θα είναι περιουσία του λαού, για την ικανοποίηση των σύγχρονων αναγκών του» και αναδείκνυε ότι είναι αναγκαία η εναντίωση τόσο στα επιχειρηματικά σχέδια της Cosco όσο και στους σχεδιασμούς των ΗΠΑ, στην πολιτική της ΕΕ για την «απελευθέρωση» των λιμενικών υπηρεσιών και σε όλους τους επιχειρηματικούς σχεδιασμούς που επιβαρύνουν την περιοχή του Πειραιά.20
ΤΟ «ΑΝΤΙΔΕΞΙΟ ΜΕΤΩΠΟ» ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ΔΥΝΑΜΕΩΝ
Ως επιστέγασμα της «αντιδεξιάς» πολιτικής γραμμής του οπορτουνισμού έρχονται οι διακηρύξεις του για την ανάγκη συγκρότησης ενός μετώπου ενάντια στη «δεξιά» - «νεοφιλελεύθερη» πολιτική της ΝΔ.
Ένα τέτοιο «αντιδεξιό-αντικυβερνητικό μέτωπο» των «αριστερών δυνάμεων», που παρουσιάζεται είτε ως συνεργασία «κορυφών» είτε ως πολιτική συνεργασία μέσα στα σωματεία και «από τα κάτω», διαδραματίζει αντικειμενικά έναν ενεργό ρόλο προώθησης των επιδιώξεων του ΣΥΡΙΖΑ και της σοσιαλδημοκρατίας γενικότερα για αλλαγή στη σκυτάλη της αστικής διακυβέρνησης.
Όπως δήλωνε από το βήμα της Βουλής ο Αλ. Τσίπρας: «Σε αυτόν τον αγώνα για την απαλλαγή μας από το καθεστώς Μητσοτάκη καλούμε όλες τις πολιτικές και κοινωνικές δυνάμεις της προόδου, καλούμε κάθε δημοκράτη Έλληνα πολίτη, κάθε Ελληνίδα και κάθε Έλληνα να σταθεί στο πλευρό μας.»21
Πιο ανοιχτά θέτουν αυτό το ζήτημα οι δυνάμεις της «Αριστερής Πρωτοβουλίας», που στην κεντρική της διακήρυξη αναφέρει ότι: «Στη χώρα μας η ακραία νεοφιλελεύθερη αντικοινωνική πολιτική της κυβέρνησης της ΝΔ κάνει περισσότερο αναγκαία από ποτέ την κοινή δράση στους κοινωνικούς αγώνες».
Όπως σημειώνουν, επιδιώκουν μια συνεργασία «ανένταχτων αγωνιστών, αγωνιστριών και οργανωμένων δυνάμεων της ασυμβίβαστης, ριζοσπαστικής και ανατρεπτικής Αριστεράς», στην οποία θα συζητιούνται τα «μεγάλα στρατηγικά ζητήματα του αύριο» χωρίς να μπαίνουν εμπόδιο στην «κοινή δράση ενάντια στην κυβέρνηση».
Ενδεικτική είναι και η τοποθέτηση του «ΣΚ-Σχεδίου» ότι «η μαχόμενη και κομμουνιστική Αριστερά χρειάζεται να αφουγκραστεί τις νέες, δυναμικές διαθέσεις, να θέσει και να προετοιμάσει μεθοδικά τις προϋποθέσεις για “να φύγει αυτή η κυβέρνηση” με όλη τη δεξιά, μνημονιακή, νεοφιλελεύθερη και ακροδεξιά πολιτική»22.
Παρόμοια έχουν εκφραστεί και οι δυνάμεις της ΑΝΤΑΡΣΥΑ, προωθώντας κατά βάση τη λογική της πολιτικής συνεργασίας στο κίνημα. Χαρακτηριστική είναι η τοποθέτηση του ΝΑΡ ότι «θα ήταν καλύτερα τα πράγματα, τόσο για τον καυτό αυτό μήνα όσο και γενικά, εάν υπήρχε αντιπαράθεση με την κυβέρνηση εξαρχής, από το σύνολο των δυνάμεων της αντικαπιταλιστικής, εξωκοινοβουλευτικής, ριζοσπαστικής Αριστεράς, αλλά και ειδικά, λόγω δυνάμεων, του ΚΚΕ»23.
Καλλιεργούν την αντίληψη ότι η συζήτηση και η διαπάλη για τη στρατηγική διέξοδο, την ανατροπή του καπιταλισμού και το σοσιαλισμό, δεν αφορούν τον καθημερινό αγώνα, ούτε καθορίζουν το «τι κίνημα χρειάζεται σήμερα», ποιες είναι οι προϋποθέσεις για την οργάνωση της λαϊκής αντεπίθεσης.
Έτσι ενισχύεται η καταστροφική λογική του «μικρότερου κακού» και η αναζήτηση άμεσων κυβερνητικών λύσεων από τα πάνω, εναποθέτοντας τις ελπίδες του λαού και των εργαζόμενων στο παιχνίδι της κυβερνητικής εναλλαγής. Μια επικίνδυνη κατεύθυνση για το εργατικό-λαϊκό κίνημα, στην οποία συμβάλλουν όλες οι οπορτουνιστικές δυνάμεις, παρά τις όποιες φραστικές καταδίκες του ΣΥΡΙΖΑ στις ανακοινώσεις τους.
ΔΙΝΟΝΤΑΣ «ΑΦΕΣΗ ΑΜΑΡΤΙΩΝ» ΚΑΙ ΣΥΣΚΟΤΙΖΟΝΤΑΣ ΤΟ ΡΟΛΟ ΤΟΥ ΣΥΡΙΖΑ
Βασικός πυλώνας της προσπάθειας του ΣΥΡΙΖΑ για να αναζωπυρωθούν οι δυνατότητες επανόδου του στην αστική διακυβέρνηση, ήδη από την επομένη των εκλογών του 2019, ήταν και παραμένει η επιδίωξη της ανόδου του «αντι-ΝΔ» μετώπου και η πτώση του αντίστοιχου «αντι-ΣΥΡΙΖΑ» μετώπου. Σε αυτήν την κατεύθυνση, διακηρύσσει σε όλους τους τόνους ότι κάνει την αυτοκριτική του για τα πεπραγμένα του ως κυβέρνηση το 2015-2019, ότι έχει διδαχτεί από τα λάθη του, ότι είναι πιο έμπειρος να αναλάβει τη διακυβέρνηση.24
Εδώ για μία ακόμη φορά οι υπηρεσίες του οπορτουνισμού είναι πολύτιμες, τόσο στην ερμηνεία που δίνουν οι διάφορες δυνάμεις ως προς την αιτία για την οποία ο ΣΥΡΙΖΑ εφάρμοσε αντιλαϊκό έργο ως κυβέρνηση όσο και για το χαρακτήρα της τωρινής του αντιπολίτευσης.
Το βασικό μοτίβο που παρουσιάζεται είναι ότι ο ΣΥΡΙΖΑ αποτελούσε μια δυνητικά «προοδευτική», «ριζοσπαστική» δύναμη, που εν τέλει συμβιβάστηκε γιατί «πιέστηκε από το εξωτερικό» ή γιατί «η ηγεσία του πρόδωσε τη δυνατότητα μιας πραγματικά αριστερής διακυβέρνησης».
Οι δυνάμεις της ΛΑΕ θεωρούν, για παράδειγμα, ότι ο ΣΥΡΙΖΑ οδηγήθηκε στη «μνημονιακή μετάλλαξή» του από την προδοσία της «ηγεσίας» του25 και έτσι πλέον λόγω και «της έλλειψης εναλλακτικής πρότασής του» δεν μπορεί να «ασκεί πραγματική αντιπολίτευση»26. Τις θεωρίες περί «συμβιβασμού» του ΣΥΡΙΖΑ προβάλλει και ο «Εργατικός Αγώνας», λέγοντας ότι ήταν η «άτακτη υποχώρηση» που οδήγησε «στο 3ο και πιο επαχθές μνημόνιο»27. Ενώ και το ΣΕΚ, από τις βασικές δυνάμεις της ΑΝΤΑΡΣΥΑ, θεωρεί ότι πλέον ο ΣΥΡΙΖΑ έχει «μετακινηθεί πιο δεξιά» από το 2014 και το «πρόγραμμα της Θεσσαλονίκης», γιατί ακολούθησε μια τακτική «συμβιβασμών με τους δανειστές»28.
Στην ουσία, αυτή η ανάλυση του οπορτουνισμού συμβάλλει στο τωρινό αφήγημα του ΣΥΡΙΖΑ ότι δήθεν ήταν μια «δύναμη που αρχικά ήθελε να συγκρουστεί», ότι το λεγόμενο «πρόγραμμα της Θεσσαλονίκης» ήταν δήθεν σε φιλολαϊκή κατεύθυνση, όμως τελικά «πιέστηκε, συμβιβάστηκε και υλοποίησε ένα πρόγραμμα που δεν ήθελε».
Συσκοτίζουν έτσι το γεγονός ότι στην πραγματικότητα ο ΣΥΡΙΖΑ αποτέλεσε σε όλη την περίοδο των μνημονίων έως την εκλογική του νίκη το 2015 και κατά την περίοδο της διακυβέρνησής του τον πιο αποτελεσματικό εκφραστή των αστικών συμφερόντων, εγκλωβίζοντας τη λαϊκή δυσαρέσκεια «εντός των τειχών», εξασφαλίζοντας «ανάσες» στην αστική πολιτική εφαρμόζοντας όλο το αντιλαϊκό πρόγραμμα του κεφαλαίου, τις δεσμεύσεις σε ΗΠΑ - ΝΑΤΟ - ΕΕ, με το μανδύα μιας «φιλολαϊκής» δήθεν κυβέρνησης.29 Αποσιωπούν επίσης τη σχέση με την ευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατία και τον ενεργό ρόλο του στην προώθηση των κατευθύνσεων της ΕΕ, της οποίας την προεδρία διεκδίκησε ο Αλ. Τσίπρας.
Ακόμη περισσότερο κρύβουν το γεγονός ότι καμία κυβέρνηση στο έδαφος του καπιταλισμού δεν μπορεί να αναιρέσει τις νομοτέλειες της καπιταλιστικής οικονομίας.
Είναι κάλπικη η ανάλυση που κάνει ο οπορτουνισμός ότι δήθεν ένας ΣΥΡΙΖΑ με συγκρουσιακή διάθεση και πρόγραμμα, με διαφορετική κομματική δομή, με «άλλη ποιότητα ηγεσίας» και με άλλη «κοινωνική σύνθεση» θα ήταν ικανός και πρόθυμος να εφαρμόσει φιλολαϊκή πολιτική κόντρα στις κατευθύνσεις της ΕΕ και του κεφαλαίου.30
Αρκεί κανείς να αναρωτηθεί, πώς μπορεί μια κυβέρνηση να εξαλείψει την ανεργία, να αναιρέσει την καπιταλιστική εκμετάλλευση, με όλες τις συνέπειες στους όρους δουλειάς και διαβίωσης των εργαζόμενων, χωρίς να έχει ανατραπεί η καπιταλιστική ιδιοκτησία στα μέσα παραγωγής; Πώς είναι δυνατόν η ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων να γίνεται προς όφελος της εργατικής τάξης και του λαού, όταν η παραγωγή συνεχίζει να κινείται με κριτήριο τη μέγιστη δυνατή κερδοφορία των εκμεταλλευτών τους; Πώς μπορεί να σταματήσει η περιοδική εκδήλωση των καπιταλιστικών κρίσεων, η όξυνση των ανταγωνισμών και η εκδήλωση ιμπεριαλιστικών πολέμων χωρίς την ανατροπή της αστικής εξουσίας;
Δεν είναι λοιπόν ζήτημα προθέσεων, συμβιβασμού ή διάθεσης το τι πολιτική θα εφαρμοστεί, αλλά καθορίζεται από το ποια τάξη έχει την εξουσία, αν αναφερόμαστε στη δικτατορία του κεφαλαίου ή στην εργατική εξουσία, στην κοινωνία της καπιταλιστικής εκμετάλλευσης ή το σοσιαλισμό.
ΟΙ ΥΠΟΣΧΕΣΕΙΣ ΤΟΥ ΟΠΟΡΤΟΥΝΙΣΜΟΥ ΓΙΑ ΦΙΛΟΛΑΪΚΗ ΑΛΛΑΓΗ ΤΗΣ ΕΕ
Το βασικό μοτίβο που επαναλαμβάνει με παραλλαγές ο οπορτουνιστικός χώρος είναι ότι οι αντιλαϊκές κατευθύνσεις της ΕΕ είναι αποτέλεσμα της «φιλελεύθερης πολιτικής» που ακολουθείται και όχι άμεσο επακόλουθο του χαρακτήρα της ως ιμπεριαλιστικής διακρατικής ένωσης του κεφαλαίου, που έχει δεδομένο αντιλαϊκό χαρακτήρα ανεξαρτήτως του μίγματος της αστικής διαχείρισης.
Όπως χαρακτηριστικά αναφέρεται από δυνάμεις της ΑΝΤΑΡΣΥΑ, «το διαβόητο “ευρωπαϊκό κεκτημένο” δεν είναι τίποτα άλλο από έναν εξόφθαλμο, προκλητικό και χυδαίο νεοφιλελευθερισμό» και χαρακτηρίζουν το ευρώ ως το νόμισμα «μιας ακραία νεοφιλελεύθερης, ιμπεριαλιστικής και ρατσιστικής υπερδύναμης»31.
Σε αντίστοιχη κατεύθυνση, δυνάμεις της «Αριστερής Πρωτοβουλίας» γράφουν ότι το πρόβλημα είναι το «νεοφιλελεύθερο οικοδόμημα» στο οποίο στηρίζεται η ΕΕ, το οποίο δεν μπόρεσε να αμβλύνει τις συνέπειες της κρίσης και όσο περνάει ο καιρός γίνεται διαρκώς και σκληρότερο. Υποστηρίζουν δε ότι μπορεί να υπάρξει μια τακτική σταδιακού σοσιαλιστικού μετασχηματισμού της ΕΕ.32
Και σε αυτό το σημείο είναι εκπληκτική η σύμπτωση με την ανάλυση του ΣΥΡΙΖΑ, που στοχοποιεί το «νεοφιλελεύθερο πλαίσιο» άσκησης πολιτικής της ΕΕ ως την αιτία της αντιλαϊκής της πολιτικής και προτείνει ένα πρόγραμμα «θεσμικού» μετασχηματισμού της ΕΕ σε «δημοκρατική - οικολογική - προοδευτική» κατεύθυνση, με τη συνεργασία δυνάμεων της σοσιαλδημοκρατίας, της «Αριστεράς» και των «Πράσινων».33
Αυτό που συνειδητά κρύβει όμως η παραπάνω ανάλυση είναι ότι οι αντιλαϊκές κατευθύνσεις της ΕΕ για να γίνει φθηνότερη η εργατική δύναμη, για να προωθούνται τα επενδυτικά σχέδια του κεφαλαίου και η αύξηση των κερδών του, για να προχωρούν οι αναδιαρθρώσεις στην υγεία, την παιδεία και τον πολιτισμό δεν προέρχονται από τις εμμονές κάποιων νεοφιλελεύθερων πολιτικών. Αποτελούν στρατηγική στήριξης της ανταγωνιστικότητας των ευρωπαϊκών μονοπωλίων και στη φάση της κρίσης και στη φάση της ανάκαμψης. Η ΕΕ εκφράζει τα συμφέροντα του κεφαλαίου, των μεγάλων επιχειρηματικών ομίλων απέναντι στην εργατική τάξη, στους λαούς. Στηρίζει τους μονοπωλιακούς ομίλους των κρατών της ΕΕ στο διεθνή ανταγωνισμό με τους αντίστοιχους των ΗΠΑ, της Ιαπωνίας, της Κίνας, της Ρωσίας. Γι’ αυτό και οι κατευθύνσεις της εφαρμόζονται σήμερα απ’ όλες τις αστικές κυβερνήσεις, δεξιές, σοσιαλδημοκρατικές, συνεργασίας ή ευρωσκεπτικιστικές.34
Οι υποσχέσεις για φιλολαϊκή αλλαγή της ΕΕ συσκοτίζουν τον αντιδραστικό χαρακτήρα της. Εμφανίζουν την ΕΕ ως ένα ουδέτερο γήπεδο όπου αναμετρώνται οι δυνάμεις της προόδου και της συντήρησης, κρύβοντας ότι η ΕΕ αποτελεί από την ίδρυσή της μια αντιλαϊκή διακρατική ιμπεριαλιστική συμμαχία.
Κρύβουν ότι η παραμονή στην ΕΕ και στην Ευρωζώνη δεν είναι μονόδρομος. Η κοινωνία μπορεί να ζήσει χωρίς τους καπιταλιστές, να βάλει σε κίνηση την παραγωγή, τις υπηρεσίες, με άλλες κοινωνικές σχέσεις. Το εργατικό-λαϊκό κίνημα πρέπει και μπορεί τόσο στην Ελλάδα όσο και σ’ όλη την Ευρώπη να οργανώσει την αντεπίθεσή του. Να αξιοποιήσει τις φυγόκεντρες τάσεις της ΕΕ. Να συνδέσει την πάλη για αποδέσμευση από την ΕΕ με την πάλη για ανατροπή της εξουσίας του κεφαλαίου σε κάθε χώρα, για την κοινωνική ιδιοκτησία και τον κεντρικό σχεδιασμό, με την εργατική-λαϊκή συμμετοχή στα όργανα διεύθυνσης και εξουσίας.35