Η ανατροπή του σοσιαλισμού στη Ρωσία αποτέλεσε μια πρωτόγνωρη ιστορική διαδικασία. Το 18ο Συνέδριο του ΚΚΕ προσδιόρισε τις βασικές αιτίες που οδήγησαν στην ανατροπή του σοσιαλισμού και αφορούσαν συνοπτικά την αποδυνάμωση του Κεντρικού Σχεδιασμού, την ενίσχυση των εμπορευματοχρηματικών σχέσεων και της δυνατότητας συσσώρευσης υπερπροϊόντος από κάθε παραγωγική μονάδα (σε αυτήν τη βάση ενισχύθηκαν δυνάμεις της ομαδικής ιδιοκτησίας), την αύξηση της απόστασης ανάμεσα στη διευθυντική και εκτελεστική εργασία και την υποχώρηση του ρόλου των Σοβιέτ. Ήταν μια μακρόχρονη πορεία υποχώρησης από τις νομοτέλειες οικοδόμησης της σοσιαλιστικής-κομμουνιστικής κοινωνίας, με ορόσημο οπορτουνιστικής στροφής το 20ό Συνέδριο του ΚΚΣΕ το 1956 (αν και ορισμένα στοιχεία ενίσχυσης του ατομικού πλουτισμού προϋπήρχαν) και κορύφωση της αντεπαναστατικής διαδικασίας με την πολιτική της περεστρόικα στα τέλη της δεκαετίας του 1980.2 Φυσικά η έρευνα δε σταματά σε ό,τι αφορά τα φαινόμενα που εξελίχτηκαν στην οικονομική βάση και στο εποικοδόμημα συγκεκριμένα αυτών των κοινωνιών.
Το 1985 ξεκίνησε πλέον η «ιδιωτικοποίηση» με την καταστροφική, όπως αποδείχτηκε, διαδικασία της «περεστρόικα», το οικονομικό περιεχόμενο της οποίας συνίστατο στην καταστροφή των σοσιαλιστικών σχέσεων παραγωγής, αλλά και των παραγωγικών δυνάμεων, που ήταν ο φορέας αυτών των σχέσεων.
Ο νόμος της 26 Μάη 1988, για τους συνεταιρισμούς, αποτέλεσε ορόσημο της επικράτησης εκείνων των ηγετικών δυνάμεων του Κόμματος και του κράτους, που εργάζονταν επί χρόνια για την παλινόρθωση του καπιταλισμού. Στα 54 άρθρα του, ανάμεσα στις τυπικές διαβεβαιώσεις για την πρωτοκαθεδρία των σοσιαλιστικών σχέσεων παραγωγής, διαβάζουμε τις εγγυήσεις που δεσμευόταν να παρέχει το σοβιετικό κράτος στους νέους συνεταιρισμούς, εγγυήσεις που αφορούσαν την ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής –εφόσον η συνεταιριστική ιδιοκτησία ανακηρυσσόταν λαθεμένα ως σοσιαλιστική και ισότιμη με την κρατική ιδιοκτησία. Επισημαίνουμε ότι και η προηγούμενη νομοθεσία κατοχύρωνε στο συνεταιρισμό (παραγωγικό ή καταναλωτικό) κατοχή μέσων παραγωγής, αν και μέχρι τότε δεν επιτρεπόταν τα κολχόζ να μισθώνουν εργατική δύναμη, που όμως αλλάζει με το νόμο του 1988. Για την εργατική δύναμη (άρθρο 25), αξίζει να σημειωθεί ότι ο νόμος προέβλεπε πως οι όροι αμοιβής και εργασίας καθορίζονταν από την εκάστοτε σύμβαση που υπέγραφαν τα δυο μέρη, ατομικά, χωρίς την οποιαδήποτε αναφορά σε συλλογικές συμβάσεις, καθιστώντας τον ένα συμβαλλόμενο ιδιοκτήτη των όρων εργασίας και τον άλλον κάτοχο του εμπορεύματος εργατική δύναμη.
Το 1989, ακολούθησε η επίσημη κατάργηση του κρατικού μονοπωλίου στο εξωτερικό εμπόριο, ένα μέτρο που θεσμοθέτησε την ήδη εφαρμοζόμενη, από το 1986 για ορισμένες επιχειρήσεις, πρακτική, επέτρεψε τη συσσώρευση χρήματος (ρουβλιού και συναλλάγματος) στο ταμείο εξαγωγικών επιχειρήσεων, κυρίως πρώτων υλών, και την περαιτέρω διαφοροποίηση, με όρους καπιταλιστικού ανταγωνισμού, των σοβιετικών επιχειρήσεων, που πλέον μόνο κατ’ όνομα παρέμεναν στην ιδιοκτησία της κοινωνίας.
Για την περίοδο αυτή, ο Γιεγκόρ Γκαϊντάρ, ένας από τους βασικούς θεωρητικούς και πολιτικούς ηγέτες της καπιταλιστικής παλινόρθωσης, έχει δηλώσει: «Στην πράξη, από το 1988, ένα μεγάλο και συνεχώς αυξανόμενο μέρος της κρατικής οικονομίας θα μπορούσε να θεωρείται πλήρως “ψευδοκρατική μορφή ύπαρξης του ιδιωτικού κεφαλαίου”. Και έπειτα από μερικά χρόνια αυτή η μορφή έγινε η κυρίαρχη.»3
Η νομοθετική κατοχύρωση των καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής συνοδεύτηκε από το «πρόγραμμα των 500 ημερών», ένα σχέδιο μετάβασης στον καπιταλισμό («οικονομία της αγοράς», σύμφωνα με την επίσημη ορολογία), που συντάχτηκε με εντολή του Γκορμπατσόφ και του Γιέλτσιν, τότε προέδρου του Ανώτατου Σοβιέτ της ΣΟΣΔΡ, από ειδική επιτροπή, με επικεφαλής τον ακαδημαϊκό Σ. Σατάλιν και το συντονιστή Οικονομίας του υπουργικού συμβουλίου της ΕΣΣΔ Γ. Γιαβλίνσκι. Το έργο ανατέθηκε τον Ιούλη του 1990, παραδόθηκε τον Αύγουστο (!) και το Σεπτέμβρη του ίδιου χρόνου εγκρίθηκε μόνο από το Ανώτατο Σοβιέτ της ΣΟΣΔΡ, επειδή σε πανενωσιακό επίπεδο υπήρξαν διαφωνίες, όχι ως προς την κατεύθυνση της μετάβασης, αλλά ως προς τις προθεσμίες.4
Το πρόγραμμα των 500 ημερών προέβλεπε 4 στάδια εφαρμογής: 1. Ιδιωτικοποίηση κατοικιών, γης, μικρών επιχειρήσεων, μετοχοποίηση μεγάλων επιχειρήσεων (100 μέρες). 2. Απελευθέρωση τιμών (150 μέρες). 3. Σταθεροποίηση τιμών (150 μέρες) και 4. Έναρξη οικονομικής ανόδου (100 μέρες). Ως ημερομηνία έναρξης της εφαρμογής του προγράμματος ορίστηκε η 1 Νοέμβρη του 1990 και ολοκλήρωσης η 13η Φλεβάρη του 1992. Οι καταιγιστικές εξελίξεις της διάλυσης του ενωσιακού κράτους ξεπέρασαν κατά πολύ τις προβλέψεις του προγράμματος, ωστόσο με τους δεκάδες εφαρμοστικούς νόμους που το συνόδευσαν ναρκοθέτησε τα θεμέλια του οικονομικού συστήματος. Κυριότερος από αυτούς ήταν ο νόμος «Για την ιδιωτικοποίηση των κρατικών και δημοτικών επιχειρήσεων στη ΣΟΣΔΡ» της 3.7.91, για τη δημιουργία μιας «αποτελεσματικής οικονομίας της αγοράς με κοινωνικό προσανατολισμό».
Αυτές οι σημαντικές, αν και ίσως ξεχασμένες σήμερα, διεργασίες εξελίσσονταν σε μια χώρα που, στα τέλη της δεκαετίας του 1980, αντιμετώπιζε σοβαρή οικονομική κρίση και όπου, σαράντα χρόνια μετά τη μεταπολεμική ανοικοδόμηση, είχε επανέλθει το δελτίο για βασικά καταναλωτικά είδη πρώτης ανάγκης.5
Η «περεστρόικα» οδήγησε σε απελευθέρωση των τιμών, της κίνησης των κεφαλαίων και του εμπορεύματος εργατική δύναμη, σε καταβαράθρωση των ρυθμών ανάπτυξης, που πλέον έγιναν αρνητικοί (1985 -2,3%, 1991 -11%). Η επίσημη ισοτιμία του δολαρίου, που πλέον είχε γίνει νόμισμα παράλληλης κυκλοφορίας, από 0,6 ρούβλια το 1985, έφτασε τα 90 ρούβλια το 1991.
Με τη νομιμοποίηση της «ατομικής εργασιακής δραστηριότητας», των καπιταλιστικών συνεταιρισμών και την παροχή πιστώσεων από τις αυτοτελείς πλέον τράπεζες, έγινε δυνατή η απόκτηση στοιχείων πάγιου κεφαλαίου, η κερδοσκοπία με το συνάλλαγμα, η συσσώρευση χρήματος έτοιμου να μετατραπεί σε κεφάλαιο.
Ωρίμαζαν οι αντικειμενικές και υποκειμενικές συνθήκες για τη μετατροπή της κατέχουσας και κυρίαρχης εργατικής τάξης σε προλεταριάτο και την επανεμφάνιση του κεφαλαίου. Από τη μια φτώχεια και από την άλλη νομοθετικά κατοχυρωμένη δυνατότητα μίσθωσης εργατικής δύναμης. Οι φωνές αντίστασης που ήχησαν στα κομματικά και σοβιετικά όργανα, παρόλο που εξέφραζαν τη γνήσια ανησυχία του λαού, έμοιαζαν σταγόνα στον ωκεανό και οι πολιτικά θολές προσπάθειες αναχαίτισης της πορείας προς τον καπιταλισμό, με τις μαζικές και μαχητικές λαϊκές κινητοποιήσεις που περιορίστηκαν σε λίγα αστικά κέντρα, κατεστάλησαν αποτελεσματικά.
Έτσι, η διάλυση της ΕΣΣΔ βρήκε την εργατική τάξη και τον εργαζόμενο λαό της χώρας εξαθλιωμένους και την κρατική, μέχρι χτες, ιδιοκτησία έτοιμη να παραδοθεί στους ιδιώτες καπιταλιστές με τη διαδικασία της ιδιωτικοποίησης.
Ωστόσο, στη σοβιετική οικονομία συνολικά, παρέμενε κυρίαρχος ο υψηλότατος βαθμός συγκέντρωσης των μέσων παραγωγής και το πολύπλοκο πλέγμα διασυνδέσεων των επιχειρήσεων είχαν φτάσει σε τέτοιες διαστάσεις και έκταση, που καθιστούσαν πολύ δύσκολο μετά τις ανατροπές το εγχείρημα κερδοφόρας αξιοποίησής τους για τα μέτρα της αναδυόμενης αστικής τάξης.
Με την πολιτική ανατροπή και την επίσημη παλινόρθωση του καπιταλισμού το 1991, ξεκίνησε ο τεμαχισμός, γεωγραφικός και παραγωγικός, των σοσιαλιστικών επιχειρήσεων και το βαθμιαίο πέρασμα της ιδιοκτησίας τους στους ιδιώτες. Ας σημειωθεί εδώ ότι, σ’ εκείνες τις περιπτώσεις που ο κατακερματισμός ήταν πολύ δύσκολος για οικονομικούς λόγους ή η στρατηγική σημασία του κλάδου είτε της επιχείρησης επέβαλλε την παραμονή της στην κρατική ιδιοκτησία, αυτά τα στοιχεία παρέμειναν στο κράτος, κάτι για το οποίο θα γίνει λόγος στη συνέχεια του άρθρου.
Την ίδια περίοδο, το 1993, το νέο Σύνταγμα της Ρωσικής Ομοσπονδίας αναγνώρισε πανηγυρικά το δικαίωμα της ατομικής ιδιοκτησίας στα μέσα παραγωγής και στη γη.
Η ιδιωτικοποίηση της κρατικής ιδιοκτησίας στη Ρωσία πραγματοποιήθηκε μέσω της απευθείας πώλησης των μικρών επιχειρήσεων και της δημοπράτησης των μετοχών των μεγαλύτερων επιχειρήσεων. Η διαδικασία αυτή, κατά ένα μεγάλο ποσοστό, ολοκληρώθηκε για τους κλάδους των υπηρεσιών μέχρι τα τέλη του 1994. Στη συνέχεια ακολούθησε η ιδιωτικοποίηση μεγάλων επιχειρήσεων.
Ας σημειωθεί ότι, παράλληλα με τις διαδικασίες ιδιωτικοποίησης, το Χρηματιστήριο της Μόσχας άρχισε να κάνει τα πρώτα δειλά βήματα το 1992, ως διατραπεζικό χρηματιστήριο συναλλάγματος, για να μετεξελιχτεί στη συνέχεια σε «πλήρες» χρηματιστήριο αξιών, όπου πλέον ετήσια πραγματοποιούνται συναλλαγές ύψους 1 τετράκις εκατομμυρίων ρουβλιών.6
Μια ακόμα ιστορική πρωτοτυπία της ιδιωτικοποίησης είναι ο τρόπος που «μοιράστηκε εξίσου» η πρώην κρατική ιδιοκτησία στους πολίτες της Ρωσίας. Το «πρόβλημα» λύθηκε ως εξής: Κάθε πολίτης της χώρας έλαβε από μια «επιταγή ιδιωτικοποίησης» - «βάουτσερ» (κουπόνι), ονομαστικής αξίας 10.000 ρουβλιών, ποσό που αντιστοιχούσε στην κατά κεφαλήν αξία των πάγιων κεφαλαίων του συνόλου των κρατικών επιχειρήσεων σε τιμές Γενάρη του 1992. Η διάθεση των «βάουτσερ» ξεκίνησε την 1η Οκτώβρη 1992, με τον πληθωρισμό να τρέχει με τετραψήφιους ρυθμούς. Ως αποτέλεσμα, οι πολίτες της Ρωσίας έφτασαν να κατέχουν, ως προσωπικό τους μερίδιο στον πλούτο της χώρας τους, από 5 έως 23 δολάρια ΗΠΑ, ανάλογα με το ύψος του πληθωρισμού και την τρέχουσα ισοτιμία του δολαρίου.7 Στην πραγματική ζωή, το κουπόνι μπορούσε να διατεθεί για την αγορά μετοχών για τις οποίες ο απλός Σοβιετικός πολίτης δε γνώριζε τίποτα, και σε αριθμό που εξαρτιόταν από την περιοχή και τη συγκυρία ή, συχνότερα, τροφίμων σε καθεστώς γενικευμένων ελλείψεων και ένδειας. (Για να γίνει αντιληπτό το μέγεθος της ληστείας που υπέστη ο λαός της Ρωσίας, αρκεί να ειπωθεί ότι το ποσό των 10.000 ρουβλιών ισοδυναμούσε με τριάντα έως σαράντα περίπου μέσους μηνιαίους μισθούς της σοβιετικής περιόδου.)8 Ενώ το 1990 η ψαλίδα ανάμεσα στο εισόδημα του 10% των πλουσιότερων και των φτωχότερων πολιτών της χώρας ήταν 4,4 φορές, το 1998 έφτασε στο 22,7.
Αποτέλεσμα αυτής της διανομής των μεριδίων του κοινωνικού πλούτου, καθώς και του εξανεμισμού των λαϊκών αποταμιεύσεων στο Ταμιευτήριο, ήταν η καταλήστευση του λαού και η μεταβίβαση των προϊόντων της επί εφτά δεκαετίες εργασίας εκατομμυρίων Σοβιετικών πολιτών στα χέρια μιας χούφτας μεγαλοκαπιταλιστών, που αναδείχτηκαν στη δεύτερη φάση της ιδιωτικοποίησης, αυτή των δημοπρασιών εγγυήσεων ή ενεχύρων (залоговые аукционы - loans for shares auctions), που ξεκίνησαν το 1995 και σηματοδότησαν το πέρασμα στην καπιταλιστική συγκεντροποίηση και τη δημιουργία μονοπωλίων.
Το νόημα αυτής της ρωσικής πρωτοτυπίας ήταν πως όποια τράπεζα πλειοδοτούσε, θα γινόταν κάτοχος του πακέτου των μετοχών καθεμίας από τις 12 δημοπρατούμενες μεγάλες κρατικές επιχειρήσεις, και στην περίπτωση που το κράτος δεν επέστρεφε το ποσό σε δεκαοχτώ μήνες, η τράπεζα θα γινόταν ιδιοκτήτης της επιχείρησης, όπως και συνέβη τελικά. Το μέτρο αυτό προκρίθηκε ως λύση ανάγκης για το χρεοκοπημένο κράτος, που δεν ήταν σε θέση να ανταποκριθεί στις στοιχειώδεις υποχρεώσεις του. Την περίοδο εκείνη έγιναν γνωστά τα ονόματα ορισμένων από τους γνωστότερους δισεκατομμυριούχους της Ρωσίας.9
Για παράδειγμα, το 1995, ο Ρ. Αμπράμοβιτς αγόρασε την εταιρία Σιμπνέφτ για 100 εκατ. δολάρια και το 2005 η εταιρία ξαναπουλήθηκε στο κράτος για 12 δισεκατομμύρια δολάρια.
Η γενική οικονομική και κοινωνικοπολιτική κρίση, που ξεκίνησε με την περεστρόικα το 1985 και σηματοδότησε την επιστροφή της Ρωσίας στον καπιταλισμό, κορυφώνεται με την τεχνική πτώχευση το 1998, που τελικά ξεπερνιέται με τη διαμόρφωση του σύγχρονου μονοπωλιακού καπιταλισμού της Ρωσίας.10 Η ιμπεριαλιστική διέξοδος από την κρίση περνούσε από την οριστική διάλυση του συγκεντροποιημένου, ουσιαστικά κυρίαρχου κρατικού μηχανισμού, της δημόσιας διοίκησης και των δημόσιων υπηρεσιών. Η ανάγκη διατήρησης κυρίαρχου αστικού κράτους απαιτούσε, εκτός από πολιτικές μεταρρυθμίσεις συγκεντροποίησης της εξουσίας, την εξασφάλιση πηγών χρηματοδότησης του κρατικού προϋπολογισμού. Η μοναδική διέξοδος ήταν η καπιταλιστική κρατικοποίηση και ισχυροποίηση των «φυσικών» μονοπωλίων ενέργειας και στρατηγικών πρώτων υλών, η ανάπτυξη του Στρατιωτικοβιομηχανικού Συμπλέγματος και η εξαγωγή όπλων, η χρηματιστική διείσδυση στις οικονομίες των πρώην Σοβιετικών Δημοκρατιών.
Η ιστορία και η σύγχρονη κατάσταση των μονοπωλιακών ενώσεων της Ρωσίας απεικονίζει αυτήν την εξέλιξη.