Η στρατηγική του ΚΚΕ αφορά το σήμερα, είναι ρεαλιστική και αναγκαία, θεμελιώνει ένα επεξεργασμένο πλαίσιο πάλης στο κίνημα που δίνει διέξοδο στις σύγχρονες ανάγκες. Οι επεξεργασίες του ΚΚΕ φωτίζουν τις μεγάλες αντιφάσεις του συστήματος και το ξεπέρασμά τους, τη λύση τους, την αναντιστοιχία του πώς ζούμε και του πώς θα μπορούσαμε να ζούμε σύμφωνα με την ανάπτυξη νέων δυνατοτήτων της επιστήμης, της τεχνολογίας και της παραγωγής, δείχνουν και το δρόμο που πρέπει να ακολουθήσει η εργατική τάξη και τα παιδιά της για να γίνουν αυτές οι δυνατότητες πραγματικότητα.
Στους φοιτητές αποκτά ακόμα μεγαλύτερη σημασία η αφομοίωση και παρέμβαση με τις προγραμματικές μας επεξεργασίες, αφού τα πανεπιστήμια είναι χώροι με ιδιαίτερο καταμερισμό στην παραγωγή και αναπαραγωγή της κυρίαρχης ιδεολογίας.
Για παράδειγμα, η θέση του Κόμματος για το πανεπιστήμιο των σύγχρονων αναγκών και δυνατοτήτων της εποχής μας,5 μας επιτρέπει να κατανοήσουμε την ουσία των συνεχιζόμενων αλλαγών στην Ανώτατη Εκπαίδευση, να δώσουμε με υπεροχή τη διαπάλη με τις άλλες πολιτικές δυνάμεις στις σχολές και να στηρίξουμε πολιτικά, αποδεικτικά το πλαίσιο πάλης που θέτουμε μέσα στο φοιτητικό κίνημα.
Ορισμένα παραδείγματα από τους χώρους των πανεπιστημίων:
Πρώτο παράδειγμα: Είναι δεδομένη η ανασφάλεια των νέων για το μέλλον τους, η ανησυχία για το «αν και με τι όρους θα βρω δουλειά». Άλλωστε η απασχόληση πτυχιούχων Τριτοβάθμιας Εκπαίδευσης ανέρχεται μόλις στο 76%,6 με 1 στους 3 να εργάζονται σε δουλειά κατώτερη των προσόντων τους7 και με το 65% των εργαζόμενων να αμείβεται με λιγότερα από 1.000 ευρώ το μήνα.8
Πώς γίνεται η κοινωνία να έχει ανάγκη τόσους ειδικευμένους επιστήμονες και αυτοί να μένουν στα αζήτητα; Τα παραδείγματα περισσεύουν. Η επάρκεια σε προσωπικό των νοσοκομείων, των κέντρων υγείας, της πρωτοβάθμιας φροντίδας υγείας, η ανάπτυξη της προληπτικής ιατρικής και της ασφάλειας στους χώρους εργασίας, η υγειονομική κάλυψη της νησιωτικής Ελλάδας, απαιτεί κι άλλους γιατρούς, σχολίατρους, γιατρούς εργασίας, νοσηλευτικό κι άλλο προσωπικό που σήμερα «περισσεύει». Η αξιοποίηση του ορυκτού και ενεργειακού πλούτου της χώρας απαιτεί να ιδρύσουμε και άλλες σχολές μεταλλειολόγων και όχι να συζητάμε την αλλαγή του αντικείμενου των σημερινών αποφοίτων τους. Γενικότερα, αν επιδιώκουμε την αξιοποίηση όλων των παραγωγικών δυνατοτήτων της χώρας μας για την κάλυψη των λαϊκών αναγκών, την ανάπτυξη της επιστημονικής έρευνας και διεπιστημονικής συνεργασίας για να προβλεφθούν και να καλυφθούν έγκαιρα και σε ανώτερο επίπεδο οι μελλοντικές ανάγκες, τη γενική μείωση του εργάσιμου χρόνου, χρειαζόμαστε περισσότερους και ολόπλευρα μορφωμένους ειδικευμένους τεχνικούς, επιστήμονες.
Είναι η αναντιστοιχία δεξιοτήτων το πρόβλημα; Δηλαδή υπάρχουν δουλειές για όλους, απλά δεν έχουν τα κατάλληλα προσόντα; Μπορεί αυτή η αναντιστοιχία να πάψει να αναπαράγεται στο έδαφος της αναρχίας της καπιταλιστικής παραγωγής, που δημιουργεί ή απαξιώνει θέσεις εργασίας, αναπτύσσει ή καταστρέφει ολόκληρους κλάδους στο κυνήγι του μέγιστου ποσοστού κέρδους; Είναι η έλλειψη κατάλληλων ειδικοτήτων και η υπερπληθώρα αποφοίτων σε άλλες; Δηλαδή αρκεί μια απλή αναδιανομή του αριθμού των εισακτέων στις διάφορες σχολές για να έχουν όλοι δουλειά; Είναι η έλλειψη σύνδεσης των ΑΕΙ με τις ανάγκες της αγοράς; Τότε γιατί οι απόφοιτοι των σχολών κατάρτισης που ιδρύονται κατά παραγγελία βιομηχάνων, επιμελητηρίων κλπ. αντιμετωπίζουν το ίδιο οξυμένο πρόβλημα ανεργίας;9 Τόσα χρόνια όλες οι κυβερνήσεις «συνδέουν τα πανεπιστήμια με την αγορά» και λύση στην ανεργία, την υποαπασχόληση, τους χαμηλούς μισθούς των αποφοίτων δε δόθηκε. Αντίθετα, το κεφάλαιο και οι κυβερνήσεις του αξιοποιούν αυτά τα προβλήματα κι επιδιώκουν να διαχειριστούν τις συνέπειές τους ενισχύοντας την αγορά προσόντων και το εμπόριο δεξιοτήτων.
Γιατί τελικά το πρόβλημα βρίσκεται στο με ποια οικονομία είναι συνδεδεμένη η Ανώτατη Εκπαίδευση. Η καπιταλιστική ιδιοκτησία, το μικρόβιο του κέρδους ακυρώνει τη δυνατότητα να ζήσουν όλοι οι εργαζόμενοι όπως ταιριάζει στην εποχή μας: Να έχουν όλοι δουλειά, να εργάζονται λιγότερες ώρες απολαμβάνοντας καλύτερο επίπεδο ζωής, με υψηλού επιπέδου αποκλειστικά δημόσια και δωρεάν Παιδεία και Υγεία. Αυτές τις δυνατότητες τις γεννά η εργατική τάξη με τη δουλειά της μέσα στον καπιταλισμό, τις διευρύνει η ανάπτυξη των επιστημών και της τεχνολογίας. Όμως σε μια κοινωνία όπου το αν, τι και πώς θα παραχθεί καθορίζεται με γνώμονα το καπιταλιστικό κέρδος, οι ανάγκες της εργατικής τάξης και των λαϊκών στρωμάτων συνθλίβονται. Η ουσία του προβλήματος βρίσκεται στο ότι άλλοι παράγουν και άλλοι αποφασίζουν για τους στόχους και την οργάνωση της παραγωγής και καρπώνονται τα αποτελέσματά της.
Το σύγχρονο και αναγκαίο είναι να αλλάξει το κίνητρο οργάνωσης της οικονομίας. Δηλαδή να πάψει η εργατική δύναμη να είναι εμπόρευμα και να ενταχθεί μέσα από τον επιστημονικό σχεδιασμό στην εξυπηρέτηση των αναγκών της κοινωνίας. Γιατί σε μια οικονομία που κριτήριο ανάπτυξης είναι η ικανοποίηση των κοινωνικών αναγκών, δεν υπάρχουν ούτε επιστήμονες που πλεονάζουν, ούτε επιστήμες περιττές.
Αυτή η ανάλυση μας επιτρέπει να θέτουμε σήμερα επιθετικά την ανάγκη για σύνδεση των σπουδών και των πτυχίων με την εργασία, για να είναι το πτυχίο η μοναδική προϋπόθεση για άσκηση του επαγγέλματος χωρίς το κυνήγι προσόντων και πιστοποιήσεων, να παλεύουμε για να δυναμώσει η διαπραγματευτική ισχύς της αυριανής επιστημονικά ειδικευμένης εργατικής δύναμης και τελικά να φωτίζουμε τους όρους και τις προϋποθέσεις για να έχει μόνιμη και σταθερή δουλειά με δικαιώματα χωρίς την αναρχία της αγοράς, δηλαδή προβάλλοντας την υπεροχή του επιστημονικού κεντρικού σχεδιασμού και της κοινωνικής ιδιοκτησίας στα μέσα παραγωγής.
Δεύτερο παράδειγμα: Πολλή συζήτηση έγινε με αφορμή το νόμο-πλαίσιο για τη δυνατότητα των φοιτητών να επιλέγουν μόνοι τους μαθήματα κι από άλλο Τμήμα ή ελληνικό πανεπιστήμιο (εσωτερικό Erasmus). Και με δεδομένο ότι «το πτυχίο δεν αρκεί για να βρεις δουλειά», προβλέπεται η δυνατότητα ο φοιτητής με 1 επιπλέον χρόνο να παίρνει minor, με δύο χρόνια διπλό πτυχίο, δίπλα σε μια μεγάλη αγορά μεταπτυχιακών και πιστοποιήσεων που ήδη λειτουργεί με τις ευλογίες της ΕΕ και όλων των κυβερνήσεων μέσω των ΚΕΔΙΒΙΜ.10
Προσπερνάμε τις αστειότητες ότι στόχος είναι να μπορούν οι φοιτητές «να παρακολουθήσουν μαθήματα μουσικής ή θεάτρου»11 ή «να γνωρίσουν γωνιές της πατρίδας μας»,12 όταν οι τέχνες εξοβελίζονται ακόμη κι από το σχολικό ωρολόγιο πρόγραμμα, όταν με τον ίδιο νόμο οι πανεπιστημιακές λέσχες (που μεταξύ άλλων λειτουργούν τις πολιτιστικές ομάδες των φοιτητών) καταργούνται, ενώ κάθε χρόνο 1 στους 2 Έλληνες δεν καταφέρνει να πάει ούτε λίγες μέρες διακοπές! Προσπερνάμε το πώς θα χρηματοδοτηθούν όλα αυτά τα προγράμματα («αυτοχρηματοδοτούμενα» απαντά η κυβέρνηση), πόσοι φοιτητές έχουν την οικονομική δυνατότητα να παρατείνουν κι άλλο τις σπουδές τους, σε ποιες υποδομές και με ποιους καθηγητές θα οργανωθούν, όταν δεν αρκούν για να λειτουργήσουν σωστά ούτε τα υφιστάμενα. Προσπερνάμε την επίκληση της διεπιστημονικότητας, αφού αυτή προϋποθέτει τη βαθύτερη γνώση των νόμων που διέπουν το αντικείμενο που εξετάζει κάθε επιστήμη και των μεταξύ τους αλληλοσυνδέσεων, επομένως δεν κατακτιέται με συρραφή σκόρπιων γνώσεων και μαθημάτων.
Η ουσία είναι ότι διευρύνεται μια απέραντη αγορά προσόντων, πτυχίων και τίτλων σπουδών διαφορετικών επιπέδων, που υπονομεύουν την ολοκληρωμένη επιστημονική επαγγελματική μόρφωση μέσα στο πτυχίο, άρα και τη δυνατότητα άσκησης του επαγγέλματος με αυτό. Η συνεκτικότητα, η συνέχεια, η επιστημονική υποδομή των Προγραμμάτων Σπουδών θυσιάζεται στο όνομα της συλλογής πρόσκαιρων δεξιοτήτων13 και «εμπειριών», που θα αποτιμώνται με όρους πιστωτικών μονάδων δίπλα σε αυτές που θα συλλέγονται από μεταπτυχιακά, σεμινάρια, πρακτική άσκηση, προγράμματα εθελοντισμού κ.ο.κ.
Αυτή είναι η επίσημη ευρωενωσιακή πολιτική της «διά βίου μάθησης», δηλαδή ευέλικτες μαθησιακές περιπλανήσεις για ευέλικτες εργασιακές περιπλανήσεις με ατομική ευθύνη και έξοδα. Αποσύνδεση του πτυχίου από το επάγγελμα και μετατροπή του σε ένα ακόμα «προσόν». Διευρύνονται δηλαδή οι ταξικές ανισότητες, ορθώνονται νέα εμπόδια στην ολόπλευρη επιστημονική και επαγγελματική ειδίκευση για όλους, γιατί στόχος της αστικής τάξης είναι η μεγαλύτερη εκπαιδευτική ταχύτητα στην απόκτηση των εκάστοτε αναγκαίων δεξιοτήτων και με το λιγότερο δυνατό «κόστος» για το αστικό κράτος.
Όσο για τη φενάκη της «ελεύθερης επιλογής», αυτή τελικά θα καθορίζεται από την επάρκεια καθηγητών, τις επιταγές της αγοράς και θα συνοδεύεται με την «ατομική ευθύνη» του αποφοίτου που «δεν τα κατάφερε» γιατί «δεν έκανε σωστές επιλογές»...
Όπως σημειώνεται στην έκδοση του Τμήματος Παιδείας και Έρευνας της ΚΕ: «Υπάρχει άλλος δρόμος. Η ολόπλευρη επιστημονική επαγγελματική εκπαίδευση είναι αναγκαιότητα και δυνατότητα της εποχής μας. Η απαίτηση για οργάνωση των σπουδών ώστε όλη η αναγκαία –για τη δεδομένη συγκυρία– επιστημονική γνώση για την εξάσκηση του επαγγέλματος να δίνεται μέσα στις προπτυχιακές σπουδές είναι ρεαλιστική (...).
Διεκδικούμε ανάλογο περιεχόμενο και οργάνωση των σπουδών με επίκεντρο την ανάγκη για ολόπλευρη επιστημονική μόρφωση, τη συνεχή επιμόρφωση των επιστημόνων με κρατικά οργανωμένο τρόπο μέσα στα ΑΕΙ (...).
Αυτό προϋποθέτει και αναπροσανατολισμό των σπουδών και προφανώς ρήξη με τις επιταγές των καπιταλιστών για ένταση της εκμετάλλευσης των αυριανών επιστημόνων εργαζόμενων.»
Τρίτο παράδειγμα: Η αναζήτηση φοιτητικής στέγης, με την έλλειψη φοιτητικών εστιών14 και τα πανάκριβα ενοίκια, έχει γίνει βραχνάς για χιλιάδες λαϊκές οικογένειες και ανυπέρβλητο εμπόδιο στις σπουδές των παιδιών τους, καθώς ήδη ματώνουν από την ακρίβεια.
Στη δημόσια συζήτηση, με τα δακρύβρεχτα αφιερώματα και τις αναλύσεις με τις τιμές ανά τ.μ., θεωρείται δεδομένο ότι η φοιτητική στέγη –και κατ’ επέκταση το δικαίωμα στις σπουδές– είναι εμπόρευμα που η τιμή του καθορίζεται από τους νόμους της αγοράς. Ότι θα υπάρχουν χιλιάδες κενά σπίτια και ταυτόχρονα φοιτητές χωρίς στέγη. Με αυτόν τον τρόπο όμως, τα όποια μέτρα παίρνονται, το μόνο που θα καταφέρνουν είναι να κουκουλώνουν προσωρινά και τελικά ν’ ανακυκλώνουν το πρόβλημα. Χαρακτηριστικό παράδειγμα η επιδότηση ενοικίου, η οποία στο πλαίσιο της αγοράς ενσωματώνεται με νέα αύξηση στα νοίκια.
Όλα τα σοσιαλδημοκρατικά, αντιπολιτευόμενα κόμματα επικεντρώνουν την κριτική τους στην «απουσία του κράτους». Η αλήθεια είναι ότι το αστικό κράτος και όλες οι κυβερνήσεις διαχρονικά παίρνουν μέτρα για την τόνωση της κερδοφορίας του κεφαλαίου στις κατασκευές, τον τουρισμό, το real estate, τις τράπεζες και για την ενίσχυση της επιχειρηματικής λειτουργίας των πανεπιστημίων που συμβάλλουν στην όξυνση του στεγαστικού προβλήματος.
Αρκεί να σκεφτούμε: Την πολύμορφη στήριξη του τουριστικού «θαύματος», που γίνεται εφιάλτης για όσους αναζητούν στέγη με τη μείωση των διαθέσιμων κατοικιών, την επέλαση των εταιριών βραχυχρόνιας μίσθωσης (Airbnb), την εκτίναξη των τιμών, το ξεσπίτωμα εκατοντάδων φοιτητών κάθε καλοκαίρι! Τη στρατηγική της «πράσινης μετάβασης» της ΕΕ, που μπουκώνει με δισ. ευρώ τις τράπεζες, τους κατασκευαστικούς ομίλους, για να επενδύσουν στην αγορά «πράσινων κατοικιών» και χρεώνει τους μικροϊδιοκτήτες με «πράσινους φόρους» και τεράστια έξοδα για την ενεργειακή αναβάθμιση διαμερισμάτων, οδηγώντας σε περαιτέρω αυξήσεις στις τιμές των ενοικίων. Την εμπορική αξιοποίηση της τεράστιας ακίνητης περιουσίας των Ιδρυμάτων, η οποία ενισχύεται με το νέο νόμο-πλαίσιο, αντί για την κατασκευή σύγχρονων, δημόσιων και δωρεάν εστιών. Τους χαμηλούς μισθούς και συντάξεις που ούτως ή άλλως δεν αρκούν για να βγάλει το μήνα μια λαϊκή οικογένεια.
Αυτήν την πολιτική υλοποιεί η κυβέρνηση της ΝΔ, συνεχίζοντας το έργο των προηγούμενων κυβερνήσεων του ΣΥΡΙΖΑ και του ΠΑΣΟΚ. Η κατασκευή εστιών μέσω συμπράξεων με ιδιώτες (ΣΔΙΤ), που σχεδίασε ο ΣΥΡΙΖΑ και επεκτείνει η ΝΔ, οδηγεί στην κατάργηση της όποιας δωρεάν στέγασης υπάρχει, σε ακόμα μεγαλύτερη υποβάθμιση, όπως αποδεικνύει η σημερινή παράδοση της λειτουργίας τους σε εργολαβικές εταιρίες. Αυτό μάλλον εννοούσε ο πρωθυπουργός κατά τη διάρκεια της συζήτησης του νέου νόμου-πλαισίου στη Βουλή, λέγοντας πως «οι νέοι με στενό οικογενειακό προϋπολογισμό, βρίσκονται στον πυρήνα του νομοσχεδίου που φιλοδοξεί να κάνει πράξη το ίσο δικαίωμα στην ευκαιρία» (!), δηλαδή το δικαίωμα στην ευκαιρία να πληρώνουν και αυτοί ενοίκιο! Στην ίδια ρότα ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ, που διατρανώνει πως «η κατοικία είναι δικαίωμα» –παραμένοντας όμως εμπόρευμα– αφού προτείνει το κράτος ν’ αναλάβει το ρόλο μεσίτη για την ενοικίαση αδιάθετων κατοικιών ή εγκαταλελειμμένων κτηρίων, ανοίγοντας νέα πεδία κερδοφορίας για το κεφάλαιο ή προτείνει ακόμα και το ξεσπίτωμα των φοιτητών κάθε καλοκαιρινή σεζόν για τη μετατροπή των διαμερισμάτων σε airbnb!
Λύση στο πρόβλημα μπορούν να δώσουν μόνο οι θέσεις του ΚΚΕ, γιατί αντιμετωπίζουν τη φοιτητική στέγη και συνολικά την κατοικία ως δικαίωμα που πρέπει να εξασφαλίζεται καθολικά από το κράτος και να παρέχεται δωρεάν. Αν ο σοσιαλισμός που οικοδομήθηκε τον προηγούμενο αιώνα κατόρθωσε να παρέχει δωρεάν στέγη σε φοιτητικές εστίες για το σύνολο των φοιτητών, ο λαός σήμερα με τη δική του εξουσία μπορεί να βγάλει από τη μέση το επιχειρηματικό κέρδος, με κεντρικό επιστημονικό σχεδιασμό και κοινωνική ιδιοκτησία στα μέσα παραγωγής να αξιοποιήσει την ανάπτυξη της τεχνολογίας, τους εργαζόμενους στις κατασκευές, τις πρώτες ύλες, για να εξασφαλίσει σύγχρονη, δωρεάν, ασφαλή, υψηλής ποιότητας, φοιτητική στέγη για όλους, να προβλέψει έγκαιρα και σωστά μελλοντικές ανάγκες στη στέγαση και να κατευθύνει τους ανάλογους πόρους. Η έρευνα, προσανατολισμένη στην κάλυψη των λαϊκών αναγκών να εξασφαλίζει την αντισεισμική θωράκιση, τη συνδυασμένη κάλυψη της στέγης με υποδομές άθλησης, ψυχαγωγίας, πολιτισμού.
Από αυτήν τη σκοπιά θέτουμε σήμερα επιθετικά στο κίνημα την ανάγκη και τη δυνατότητα για δωρεάν φοιτητική στέγη, μαζί με ένα πλέγμα μέτρων ανακούφισης, οργανώνουμε τη γνήσια λαϊκή αλληλεγγύη για να μην παρατήσει κανένας φοιτητής τις σπουδές του και τελικά φωτίζουμε τους όρους και τις προϋποθέσεις ώστε να πάψει η στέγαση και συνολικά οι κοινωνικές ανάγκες ν’ αποτελούν εμπόρευμα.
Εν κατακλείδι, το «δικό μας γήπεδο» είναι η απάντηση στις αγωνίες των νέων από εργατικές-λαϊκές οικογένειες σήμερα, στα εμπόδια που συναντούν σε κάθε τους βήμα στην προσπάθεια να σπουδάσουν, να βρουν δουλειά, να ζήσουν αξιοπρεπώς. Πάνω στο έδαφος του καθημερινού αγώνα για τα οξυμένα λαϊκά προβλήματα οι δυνάμεις της ΚΝΕ είναι κρίσιμο ν’ αποκτάμε την ικανότητα να προβάλλουμε συγκεκριμένα τις επεξεργασίες μας, το Πρόγραμμά μας για το σοσιαλισμό-κομμουνισμό.