Η συμμετοχή των πολιτών στα «κοινά», στη διευθέτηση και διεύθυνση των κοινωνικών και πολιτικών υποθέσεων, είναι μια αντίληψη που προωθείται εδώ και αρκετά χρόνια από τους πολιτικούς εκπροσώπους των μονοπωλίων και μάλιστα όχι μόνο ιδεολογικά, αλλά και πρακτικά και νομοθετικά. Ιδιαίτερα έντονα προωθείται εδώ και δεκαετίες η ιδέα και πρακτική της «συμμετοχής των εργαζομένων» στη διοίκηση των επιχειρήσεων, ακόμα και με νόμους (η νομοθέτηση της δήθεν συμμετοχής των εργαζομένων στις διοικήσεις των επιχειρήσεων αποτελούν ένα όχι ασήμαντο κομμάτι της εργατικής νομοθεσίας και θεσμών εδώ και τριάντα χρόνια).
Σαν ιδεολογία, η συμμετοχή των εργαζομένων κατάγεται από τον αστικό ρεφορμισμό (βλ. λ.χ. την αντίληψη του αγγλικού «συντεχνιακού σοσιαλισμού» του Κόουλ στις αρχές του 20ού αιώνα). Αποτελούσε και αποτελεί μια προσπάθεια υπονόμευσης, παράκαμψης και ενσωμάτωσης του ανεξάρτητου ταξικού εργατικού κινήματος (συνδικαλιστικού και πολιτικού) και του περάσματός του στη λογική της από κοινού συμβιβαστικής επίλυσης των εργατικών ζητημάτων μαζί με το κράτος και τους καπιταλιστές, δηλαδή στη λογική της υποταγής του στην αστική ιδεολογία και πολιτική. Παλιότερα, στις δεκαετίες του 1970 και 1980, προβαλλόταν παράλληλα με τις αντιλήψεις της λεγόμενης «αυτοδιαχείρισης», σαν ρεφορμιστική εναλλακτική στην απαίτηση για εργατική εξουσία στο σύνολο της κοινωνικής παραγωγής. Τότε εκθειαζόταν το παράδειγμα της Γιουγκοσλαβίας, διάφορες περιθωριακές «αυτοδιαχειριζόμενες κοινότητες» ανά τον κόσμο (που σήμερα δεν υπάρχουν πλέον), ακόμα και τα κοινοβιακά «κιμπούτς» του Ισραήλ.
Ταυτόχρονα, η αντίληψη του «συμμετοχικού μάνατζμεντ», δηλαδή της «συμμετοχικής διοίκησης των επιχειρήσεων» είχε ήδη κάνει από καιρό την εμφάνισή της στις μεγάλες μονοπωλιακές επιχειρήσεις και ομίλους επιχειρήσεων.4 Η «συμμετοχή των εργαζομένων στη διοίκηση των επιχειρήσεων» υπήρχε ήδη από δεκαετίες πριν από τη νομοθέτησή της και αφορούσε οργανικές ανάγκες, παραγωγικές και διοικητικές-«ιδεολογικές» (ενσωμάτωσης και υπονόμευσης του ανεξάρτητου ταξικού συνδικαλισμού) των ίδιων των μονοπωλιακών Ομίλων Επιχειρήσεων.
Μετά την αντεπανάσταση στην ΕΣΣΔ και τα κράτη της Ανατολικής Ευρώπης, όταν ήδη είχε επιτευχθεί ο στρατηγικός στόχος και η σοσιαλδημοκρατία δε χρειαζόταν πια τόσο πολύ τη ρεφορμιστική «αριστεροσύνη» και «σοσιαλισμό» για την υπερφαλάγγιση του κομμουνιστικού κινήματος, το ζήτημα της «συμμετοχής» των εργαζομένων ή των «πολιτών» σε ζητήματα διοίκησης της παραγωγής ή της κοινωνίας μπήκε σε μια βάση πιο καθαρόαιμα αστική. Η προσπάθεια «συμμετοχής των εργαζομένων» άρχισε σταδιακά να αντικαθίσταται από την έννοια της «συμμετοχής των πολιτών» γενικά. Αυτό είναι πιο κοντά στον πυρήνα των αντιλήψεων των κεφαλαιοκρατών και της οργανικής ιδεολογίας τους, της αντίληψής τους για την κοινωνία με βάση τη δική τους θέση σε αυτή και την ουσία της δραστηριότητάς τους.
Ενα βασικό χαρακτηριστικό της μονοπωλιακής φάσης ανάπτυξης του καπιταλισμού είναι η ύπαρξη και η κυριαρχία της μετοχικής εταιρίας, μιας συλλογικότητας κεφαλαιοκρατών-ιδιοκτητών μέσων παραγωγής στην οποία μετέχουν ανισομερώς διάφορα άτομα, τα οποία μπορεί να υποβλέπουν το ένα το άλλο και να ανταγωνίζονται διαρκώς μεταξύ τους για τον προσπορισμό μεγαλύτερου μεριδίου εταιρικού κέρδους, αλλά ταυτόχρονα μετέχουν από κοινού στην ιδιοποίηση του αποτελέσματος της εργασίας των παραγωγών του πλούτου στο δοσμένο όμιλο επιχειρήσεων. Γι’ αυτούς τους ανθρώπους η καπιταλιστική «εταιρία» και η «μετοχικότητα» ή «συμμετοχή» είναι το πιο φυσικό πράγμα στον κόσμο, ο αέρας τους, το νερό μέσα στο οποίο κολυμπούν, όπως εξάλλου και οι «μετοχές», τα «μερίσματα» κ.ο.κ. Αν αυτή είναι η παράσταση που έχουν για μια σύγχρονη επιχείρηση ή όμιλο επιχειρήσεων κοινωνικοποιημένης παραγωγικής διαδικασίας, ανάλογη είναι και η εικόνα που αντικειμενικά μπορούν να σχηματίσουν για το σύνολο της οικονομίας, αλλά και της κοινωνίας και του κράτους. Δηλαδή, όπως η επιχείρηση είναι μια εταιρία ανταγωνιζόμενων μεταξύ τους ατόμων, αλλά από κοινού ιδιοκτητών, το ίδιο μπορεί να ειπωθεί, κατά μια έννοια και για τον κλάδο, την περιοχή και την κοινωνία ολόκληρη, με το κράτος της μαζί.
Οι άνθρωποι γενικώς είναι «αυτόνομα» άτομα που επιβιώνουν ο καθένας όπως μπορεί, πουλώντας ό,τι διαθέτει προς πώληση και αγοράζοντας πάλι ο ίδιος ό,τι μπορεί με βάση το όφελος ή το «κέρδος» που προσπορίστηκε από τις πωλήσεις που μπόρεσε να κάνει. Φυσικά υπάρχουν ανισότητες στην κοινωνία, αλλά αυτές δεν είναι «ταξικές», δηλαδή σταθερές και μόνιμες, καθοριζόμενες από τις σχέσεις παραγωγής, απλά είναι ανισότητες που βασίζονται στη διαφορετικότητα των ικανοτήτων των ατόμων και στην τύχη. Χωρίς αυτές εξάλλου δε θα υπήρχαν οικονομικές διαφορές, αλλά ομοιομορφία και έλλειψη επιχειρηματικής ελευθερίας και πρωτοβουλίας που -ως γνωστόν- εξαλείφει το κίνητρο για άνοδο, για παραγωγή και γενική πρόοδο και ευημερία. Αλλωστε κανείς δεν εμποδίζει κανέναν, οσοδήποτε φτωχός και να είναι ο τελευταίος, να γίνει «μέτοχος», δηλαδή συνιδιοκτήτης, σε οποιαδήποτε μεγάλη καπιταλιστική εταιρία (έστω και με μία μετοχή). Το τελευταίο ονομάστηκε κάποτε και «λαϊκός καπιταλισμός», αλλά σήμερα μετά από τις τελευταίες εξελίξεις στην καπιταλιστική οικονομία, με την απαξίωση του εισηγμένου στο χρηματιστήριο κεφαλαίου, επομένως και της κάθε μετοχής, αναφέρεται όλο και λιγότερο.
Η παραπάνω είναι μια βασική αστική-καπιταλιστική αντίληψη που απηχεί τη θέση που αυτή η τάξη έχει στην κοινωνία και τη σκοπιά από την οποία αντικειμενικά βλέπει τα πράγματα και τις κοινωνικές σχέσεις, ένα κεντρικό στοιχείο της αστικής ιδεολογίας. Η αστική ιδεολογία όμως δεν αφορά μόνο τους ίδιους τους καπιταλιστές. Συνιστά την κυρίαρχη ιδεολογία στην κοινωνία, οι ιδέες της κυρίαρχης τάξης είναι και κυρίαρχες στην κοινωνία συνολικά, με βάση αυτές τις ιδέες και πεποιθήσεις πορεύεται η κοινωνία που ζούμε.
Το ιδεατό αστικό πρότυπο λοιπόν για την κοινωνία είναι η καπιταλιστική μετοχική εταιρία. Αυτή είναι η αφετηρία της αντίληψης της «συμμετοχικής δημοκρατίας» που -αν θέλουμε να είμαστε απόλυτα πιστοί στο πνεύμα των εμπνευστών της- θα έπρεπε να την ονομάζουμε «μετοχική δημοκρατία», δηλαδή μια κοινωνία μετόχων, μια κοινωνία άνισων μεταξύ τους ιδιοκτητών που όλοι τους βλέπουν την κοινωνία ακριβώς ως ιδιοκτήτες, ακόμα κι αν οι ίδιοι δεν κατέχουν την παραμικρή ιδιοκτησία (σ’ αυτή την -πολύ διαδεδομένη- περίπτωση η «ιδιοκτησία» μπορεί να ταυτίζεται με τα «προσόντα», τις «δεξιότητες» και «ικανότητες», δηλαδή με το δυνητικό εμπόρευμα που ο καθένας διαθέτει - την εργατική του δύναμη).
Η βασική λοιπόν πραγματικότητα της κοινωνίας, σύμφωνα με την αστική ιδεολογία, είναι τα άτομα («δεν υπάρχει κοινωνία, υπάρχουν μόνο άτομα» έλεγε η Μ. Θάτσερ). Τα άτομα μπορούν να ομαδοποιούνται σε κάθε είδους ενώσεις με βάση το επάγγελμα, το συμφέρον, τα ενδιαφέροντα, το χόμπι, τις πολιτικές απόψεις, το θρήσκευμα, τον τόπο διαμονής κ.ο.κ. Ολες αυτές οι ομαδοποιήσεις μπορούν να θεσμοθετηθούν και να αποτελέσουν το υλικό, τις μαζικές ταυτότητες και ομάδες που συγκροτούν την κοινωνία-«εταιρία», μέσω της «συμμετοχικής δημοκρατίας». Εκείνο που πρέπει να εκδιωχθεί, να αποκλειστεί όσο το δυνατό περισσότερο από την επίσημη πολιτική δομή (γιατί από την κοινωνική δεν μπορεί να λείψει) και κυρίως από τη συνείδηση των εργαζομένων είναι η ταξική ενότητα και ταυτότητα, η ένωση των ατόμων με βάση την κοινωνική τάξη στην οποία ανήκουν, γιατί αυτή η μορφή συνένωσης και συνειδητοποίησης διαλύει όλο το «αρμονικό» «κοινωνικο-εταιρικό» οικοδόμημα.
Στην αστική θεωρητική σκέψη άλλωστε ιδιαίτερα μετά την αντεπανάσταση, είχαν ευρεία διάδοση αντιλήψεις που υποστήριζαν ότι στο σύγχρονο κόσμο οι τάξεις έχουν αντικατασταθεί από «σφαίρες ζωής» (π.χ. οι θεωρίες του φιλελεύθερου Ραλφ Ντάρεντροφ). Ενα σύνολο ανθρώπων μπορεί να έχει κοινά συμφέροντα σε μια «σφαίρα ζωής» και αντίθετα σε μια άλλη, ανεξάρτητα από την ταξική τους ένταξη. Αυτή η διάκριση σε «σφαίρες ζωής» θεωρούνταν βάση για τη διαμόρφωση των «κοινωνικών κινημάτων», αλλά και την αλλαγή των θεσμών του αστικού πολιτικού συστήματος.
Αυτό είναι που στην πραγματικότητα προωθείται μέσω των «συμμετοχικών» ιδεών και πρακτικών. Η διοίκηση της κοινωνίας διέπεται από δοσμένους από παλιά κανόνες που ελέγχονται και διασφαλίζονται από ολόκληρο τον «καταμερισμό των εξουσιών» και το «κράτος δικαίου». Οι κανόνες που διέπουν την εταιρική πρακτική στην οικονομία είναι επίσης δεδομένοι και αδιασάλευτοι. Αυτό που προβάλλουν σήμερα και μέσω της «συμμετοχικής δημοκρατίας» είναι ο περίφημος «κοινωνικός εταιρισμός» σ’ όλα τα επίπεδα. Πρέπει οι εργαζόμενοι, ιδιαίτερα δε οι μισθωτοί εργάτες, να βλέπουν τον εαυτό τους με τα «αστικά ταξικά ματογυάλια», μέσα από την αστική ιδεολογία. Πρέπει να ετεροκαθορίζονται όσον αφορά την ταξική και πολιτική τους συνείδηση.
Η παράσταση της κοινωνίας ως «εταιρία», όπως αναφέρθηκε παραπάνω, μπορεί να έχει διάφορα ονόματα και εκδοχές: έθνος, πατρίδα, δημοκρατία (λ.χ. η «δημοκρατία μας», το «κράτος μας», ο «νομικός μας πολιτισμός» - λες και είναι ολωνών…), λαός (νοούμενος με την αστική έννοια, ως ενότητα ατόμων, με αφαίρεση των ταξικών χαρακτηριστικών) και βέβαια οι «πολίτες», ως σύνολο. Ετσι δεν αυτοπροσδιορίζονται οι διάφοροι «αμεσοδημοκράτες» και αυτόκλητοι εκπρόσωποι του λαού στις πλατείες; Και ποιες είναι οι «διαμεσολαβήσεις» που καταγγέλλονται ως υπεύθυνες για τα σημερινά προβλήματα; Τα κόμματα, τα συνδικάτα, οι βουλευτές, οι «κλέφτες και ανίκανοι πολιτικοί». Ποτέ όμως οι καπιταλιστές, οι πραγματικοί κυρίαρχοι της κοινωνίας, ποτέ οι πολιτικοί τους εκπρόσωποι σαν τέτοιοι στη Βουλή, στα συνδικάτα ή στα αστικά κόμματα.
Είναι φανερό ότι όλα αυτά συνιστούν μια προετοιμασία του εδάφους για αλλαγές στο υπάρχον πολιτικό σύστημα. Τι προβλέπει γι’ αυτούς τους θεσμούς και στοιχεία του πολιτικού συστήματος η συμμετοχική δημοκρατία;
Οσον αφορά τα αστικά κόμματα, επιδιώκεται η μεγαλύτερη προσομοίωσή τους με εταιρίες, όσον αφορά τις σοβαρές και σημαντικές για το καπιταλιστικό σύστημα λειτουργίες τους, η ακόμα μεγαλύτερη στεγανοποίηση της ηγεσίας τους από την όποια επιρροή της βάσης των μελών τους, που μετατρέπονται έτσι σε οπαδούς-ακολουθητές. Το πώς μπορεί να συνδυαστεί αυτή η αντιδημοκρατική -ακόμα και στο πλαίσιο της αστικής δημοκρατίας- αλλαγή με το ιδεολόγημα της «συμμετοχής όλων στη λήψη των αποφάσεων» μάς το δείχνουν οι δυο απανωτές εκλογές Προέδρου στο ΠΑΣΟΚ και η τελευταία εκλογή Προέδρου της ΝΔ. Οι επιλογές που είχαν οι ψηφοφόροι και στις δυο αυτές διαδικασίες είχαν καθοριστεί από πριν, από πολύ στενούς ηγετικούς κομματικούς και καπιταλιστικούς κύκλους, ενώ η «κομματική βάση» δεν είχε κανένα λόγο πάνω σ’ αυτό. Το θέμα δηλαδή είχε λυθεί πριν την ψηφοφορία και ο όποιος ανταγωνισμός αφορούσε μερίδες του κεφαλαίου και όχι βέβαια τις μάζες των μελών και οπαδών των δύο κομμάτων.5
Στην πραγματικότητα, τα αστικά κόμματα γίνονται κόμματα-λέσχες, κόμματα-πολιτικές εταιρίες, που περιλαμβάνουν ένα στενό πυρήνα αστικών στελεχών και μια μάζα πελατών που αποκαλούνται μέλη. Βεβαίως αυτό έχει γίνει σε μεγάλο βαθμό στην πράξη εδώ και καιρό, αλλά τώρα θα θεσμοθετηθεί κιόλας. Η εσωτερική τους λειτουργία θα καθορίζεται από κρατικούς νόμους και θα παρακολουθείται από το «κράτος δικαίου». Η λειτουργία τους θα περιλαμβάνει δυο μέρη: το ένα θα αφορά τα σοβαρά θέματα και θα είναι αρμοδιότητα της ηγεσίας (θα αφορά δηλαδή μόνο την αστική τάξη) και το άλλο θα έχει να κάνει με τις λεγόμενες «ανοιχτές» διαδικασίες, την προπαγάνδα, το διαδίκτυο κτλ. Φυσικά η θεσμοθέτηση τέτοιων διαδικασιών για να αναγνωριστεί ένα πολιτικό κόμμα, να συμμετάσχει στις εκλογές ή να επιχορηγηθεί θα επιδιωχθεί να αποτελέσει μοχλό πίεσης για το Κομμουνιστικό Κόμμα, να το χτυπήσει και να το περιορίσει, να παρεμποδίσει την ανάπτυξή του.
Οσον αφορά τα εργατικά συνδικάτα, τις πρωτογενείς ταξικές εργατικές οργανώσεις, η αντίληψη της λεγόμενης «συμμετοχικής δημοκρατίας» τα κατατάσσει στις «ομάδες πίεσης» ή «ομάδες συμφερόντων» και τους επιφυλάσσει ανάλογο ρόλο. Υπόδειγμα του πώς αντιλαμβάνεται τα συνδικάτα αυτή η αντίληψη και πρακτική είναι ο ρόλος της Ευρωπαϊκής Συνομοσπονδίας Συνδικάτων στο πλαίσιο των μηχανισμών της ΕΕ (καθώς και ο ρόλος και η θέση της ΓΣΕΕ μέσα στην ελληνική Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή). Θα επιδιωχθεί να θεσμοθετηθεί αυστηρά η αρχή της μη κομματικοποίησης, ακόμα και μη πολιτικοποίησης της δραστηριότητας των συνδικάτων, της μη εκφοράς πολιτικού λόγου από τους εκπροσώπους τους (ώστε να ακούγεται αποκλειστικά ο κυρίαρχος αστικός πολιτικός λόγος), θα ορίζεται ότι δε θα μπορούν να έχουν άλλα αιτήματα ή να θέτουν θέματα εκτός από τα στενώς εννοούμενα οικονομικά, καθώς και ότι θα αποκλείουν μορφές πάλης που δεν προβλέπονται από το γενικό πλαίσιο διατήρησης της ευνομίας και της «κοινωνικής συνοχής». Ολοι καταλαβαίνουμε τι σημαίνει αυτό το τελευταίο.
Στη συμμετοχική αντίληψη της δημοκρατίας εξέχουσα θέση και ρόλος προβλέπεται για τις διάφορες Μη Κυβερνητικές Οργανώσεις (ΜΚΟ) που θα απλώνονται σε κάθε τομέα και σφαίρα της κοινωνικής ζωής, ιδιαίτερα δε εκεί όπου πριν υπήρχαν οι κρατικές υπηρεσίες παιδείας, υγείας και πρόνοιας και οι οποίες, σε συνεργασία με τους δήμους και κρατικά όργανα, θα προωθούν συστηματικά την ιδιωτικοποίηση αυτών των τομέων.
Κοντά σε όλα αυτά (και σε πολλά άλλα ακόμη, εδώ οι αναφορές είναι απλώς ενδεικτικές, το πεδίο της συμμετοχικής ή «μετοχικής δημοκρατίας» είναι πραγματικά απέραντο) προβλέπεται μια πληθώρα «ανοιχτών συμμετοχικών διαδικασιών», όπως διαβουλεύσεις κάθε είδους (εντός και εκτός διαδικτύου), διαδικασίες «κοινωνικών διαλόγων», δημοψηφίσματα (το νομοσχέδιο που έχει κατατεθεί κάνει λόγο για πανεθνικά δημοψηφίσματα, στην πορεία μπορεί να προβλέπονται και τοπικά ίσως) για «σημαντικά κοινωνικά ή εθνικά θέματα», όπου όμως η ατζέντα των θεμάτων και των ερωτημάτων σε αυτές τις διαδικασίες και η συνολική μεθόδευση των τελευταίων θα είναι καθορισμένη από πριν με κάθε λεπτομέρεια και από πολύ «ψηλά».
Με λίγα λόγια, η πολιτική ουσία και της «συμμετοχικής δημοκρατίας» συνίσταται όχι σε ένα «άνοιγμα των δημοκρατικών διαδικασιών για όλους τους πολίτες», όπως υποστηρίζουν οι θιασώτες της, αλλά ακριβώς στο αντίθετο, δηλαδή στο «κλείσιμο» ή στην απαγόρευση τοποθέτησης των πολιτικών και κοινωνικών υποθέσεων από εργατική ταξική σκοπιά, στη στεγανοποίηση της πολιτικής δράσης από την όποια επίδραση και βάρος του εργατικού και κομμουνιστικού κινήματος. Η ελκυστική «συμμετοχική» ή «αμεσοδημοκρατική» γλώσσα με την οποία προωθούνται οι αλλαγές στο πολιτικό σύστημα δεν πρέπει να ξενίζει. Σε μια εποχή όπου το άγχος και η ανασφάλεια των εργαζομένων ονοματίζεται «κοινωνία της διακινδύνευσης» ή του «ρίσκου» και τα εργατικά και λαϊκά δικαιώματα αντικαθίστανται από τις «ευκαιρίες», όπου η σταθερή πλήρης απασχόληση καταγγέλλεται ως «προνόμιο» και η χρήση ναρκωτικών χαρακτηρίζεται «δικαίωμα αυτοδιάθεσης» ή «ελευθερία», είναι λογικό και η επιβολή, η απαγόρευση ή ο ουσιαστικός αποκλεισμός της αυτοτελούς δράσης των εργαζομένων από την πολιτική ζωή να βαφτίζεται «συμμετοχή» σε αυτή.