Η πρόταση του ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ συνίσταται στην προβολή ενός δήθεν πιο «ανθρώπινου» και «κοινωνικά δίκαιου» καπιταλισμού στον 21ο αιώνα, ακολουθώντας την ατζέντα της ευρωπαϊκής και διεθνούς σοσιαλδημοκρατίας. Δεν είναι εξάλλου λίγες οι αναφορές του «μοντέλου» και τα κυβερνητικά πεπραγμένα των σοσιαλδημοκρατικών κυβερνήσεων σε χώρες όπως η Ισπανία και η Πορτογαλία.
Το «σύγχρονο σοσιαλδημοκρατικό πρόγραμμα» που προβάλλει το ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ αποτελείται ουσιαστικά από μια δέσμη προτάσεων με γνώμονα την ενίσχυση της ανθεκτικότητας και της ανταγωνιστικότητας της καπιταλιστικής οικονομίας της χώρας. Βασικά του σημεία αποτελούν:
- Η εύστοχη αξιοποίηση των πόρων του Ταμείου Ανάκαμψης και άλλων κοινοτικών χρηματοδοτικών εργαλείων για την ανάπτυξη της κερδοφορίας των επιχειρηματικών ομίλων.
- Η ενίσχυση των λειτουργιών του αστικού κράτους, ώστε να αναβαθμιστεί η ικανότητά τους στη διασφάλιση και προώθηση των στρατηγικών συμφερόντων της αστικής τάξης.
- Οι κάλπικες διακηρύξεις για τη λεγόμενη «μείωση των ανισοτήτων».
- Η παρουσίαση της δική του εκδοχής μιας υποτιθέμενης «δίκαιης» πράσινης μετάβασης της καπιταλιστικής οικονομίας και παραγωγής.
ΣΤΟ ΕΠΙΚΕΝΤΡΟ Η ΑΞΙΟΠΟΙΗΣΗ ΚΟΙΝΟΤΙΚΩΝ ΠΟΡΩΝ ΓΙΑ ΤΗ ΣΤΗΡΙΞΗ ΤΩΝ ΕΠΙΧΕΙΡΗΜΑΤΙΚΩΝ ΟΜΙΛΩΝ
Κεντρικό ρόλο στις προτάσεις του ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ έχει η αξιοποίηση του Ταμείου Ανάκαμψης, δηλαδή του «υπερμνημονίου διαρκείας» που στραγγαλίζει το λαό με τα προαπαιτούμενα που θέτει για την εκταμίευση πακτωλού εκατομμυρίων από την υπερφορολόγησή του για τη στήριξη των μονοπωλιακών ομίλων, και του ΕΣΠΑ της Προγραμματικής Περιόδου 2021-2027, δηλαδή ενός βασικού χρηματοδοτικού εργαλείου για αναδιαρθρώσεις και επενδύσεις με γνώμονα τις ιεραρχήσεις των επιχειρηματικών ομίλων και του αστικού κράτους.
Όπως χαρακτηριστικά έχει αναφέρει ο πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ Ν. Ανδρουλάκης, «το Ταμείο Ανάκαμψης, μαζί με το νέο ΕΣΠΑ είναι η χρυσή ευκαιρία για να αλλάξει το παραγωγικό μοντέλο και να αυξηθεί η εθνική προστιθέμενη αξία»,9 με την κοινοβουλευτική εκπρόσωπο του ΠΑΣΟΚ-
ΚΙΝΑΛ Ν. Γιαννακοπούλου να προσθέτει ότι «[η] μείωση της ανεργίας, η εξασφάλιση εργασίας στους νέους, η κοινωνική στέγη και το δημογραφικό είναι κρίσιμα θέματα που συνδέονται και η επίλυσή τους απαιτεί πολιτική βούληση και μακροχρόνιο Εθνικό σχέδιο, με αξιοποίηση όλων των διαθέσιμων πόρων, του Ταμείου Ανάκαμψης, του νέου ΕΣΠΑ και των Εθνικών πόρων».
Συγκεκριμένα, το ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ προτείνει κοινές ευρωπαϊκές συμφωνίες, επιτάχυνση, επέκταση και τελικά μονιμοποίηση και ενίσχυση των στόχων του Ταμείου Ανάκαμψης. Επιδιώκει δηλαδή την πιο αποτελεσματική στήριξη των μονοπωλιακών ομίλων, που για τους εργαζόμενους και το λαό θα μεταφραστεί σε νέα βάρη για την αποπληρωμή των νέων κρατικών δανείων, σε μεγαλύτερη απώλεια του λαϊκού εισοδήματος, σε επέκταση των ελαστικών εργασιακών σχέσεων, σε ένταση της εκμετάλλευσης στους εργασιακούς χώρους, σε απώλεια δικαιωμάτων, που είναι εξάλλου και τα προαπαιτούμενα για την καπιταλιστική ανάπτυξη και την προσέλκυση επενδύσεων. Στην ουσία το ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ επιζητεί μια πιο αποτελεσματική εφαρμογή του μνημονίου διαρκείας, που είναι το Ταμείο Ανάκαμψης και οι κατευθύνσεις της ΕΕ, που θα πληρώνει με όλους τους τρόπους ο λαός και θα εξυπηρετεί τα συμφέροντα του κεφαλαίου.
Οι προτάσεις του ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ αναδεικνύουν το ρόλο που επιζητεί να επιτελέσει το αστικό κράτος, αξιοποιώντας κατάλληλα τους πόρους από το Ταμείο Ανάκαμψης και το νέο ΕΣΠΑ, για τη στήριξη των επιχειρηματικών ομίλων, για την ενίσχυση της ρευστότητας στην αγορά και τη διαμόρφωση μιας «στεφάνης» υποστήριξης της φυτοζωίας των φτωχών επαγγελματιών και αναδιανομή της ανέχειας των πολλών.
Παρά την προσπάθειά του να διαφοροποιηθεί από τις άλλες αστικές πολιτικές δυνάμεις σε ό,τι αφορά το σχέδιό του για την αξιοποίηση των πόρων του Ταμείου Ανάκαμψης, η σκληρή καπιταλιστική πραγματικότητα έρχεται να επιβεβαιώσει ότι τα περιθώρια διαφοροποιήσεων είναι τόσο στενά, που η μεταξύ τους διαπάλη αφορά μόνο το ποιο τμήμα της αστικής τάξης είναι αυτό που θα ενισχυθεί περισσότερο από τους ανταγωνιστές του και το με ποιο τρόπο μπορεί να αποσπαστεί καλύτερα η κοινωνική συναίνεση στην ούτως ή άλλως προδιαγεγραμμένα αντιδραστική πολιτική.
Είναι χαρακτηριστικό, για παράδειγμα, ότι βασική αιχμή της κριτικής που ασκεί το ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ στην κυβέρνηση της ΝΔ σε σχέση με την κατανομή των πόρων από το Ταμείο Ανάκαμψης είναι πως «με ευθύνη της κυβέρνησης τα ποσά που θα κατευθυνθούν για την “Πράσινη Μετάβαση” (37% επί του συνόλου) είναι αισθητά χαμηλότερα από τα απαιτούμενα, ιδίως αν συγκριθούν με τα ποσά άλλων, ήδη περιβαλλοντικά προηγμένων χωρών, όπως, π.χ., Γερμανία, Αυστρία και Δανία...».10
Με την αξιοποίηση των πόρων από το Ταμείο Ανάκαμψης και το νέο ΕΣΠΑ να αποτελούν τους βασικούς πυλώνες της προγραμματικής πρότασης του ΠΑΣΟΚ, θα δούμε και στη συνέχεια το πώς εντάσσονται και σε άλλες πλευρές της. Αυτό που ήδη βγάζει μάτι, όμως, είναι η πλήρης σύμπλευση με τη ΝΔ και το ΣΥΡΙΖΑ στο ότι αυτό αποτελεί το ήδη συμφωνημένο κοινό πρόγραμμα της επόμενης κυβέρνησης, με στόχο την τροφοδότηση των επιχειρηματικών ομίλων και των «πράσινων» και «ψηφιακών» επιχειρηματικών τους σχεδίων με νέο πακτωλό χρημάτων, με «αντάλλαγμα» σκληρά αντιλαϊκά μέτρα και καπιταλιστικές αναδιαρθρώσεις. Η μόνη διαφωνία τους αφορά το σε ποιους επιχειρηματικούς ομίλους θα κατευθυνθούν τα κονδύλια αυτά.
Το ταξικό πρόσημο της πολιτικής που προτείνει το ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ αναδεικνύεται και από την τοποθέτησή του σχετικά με ένα από τα πιο σοβαρά προβλήματα δημοσιονομικής διαχείρισης με τα οποία βρίσκεται αντιμέτωπη η κυβέρνηση της ΝΔ και το οποίο θα «φορτωθεί στις πλάτες» και της επόμενης αστικής κυβέρνησης της χώρας, στην οποία επιδιώκει να συμμετέχει το ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ. Πρόκειται για το ενδεχόμενο επιπτώσεων στο δημόσιο χρέος από το πρόγραμμα «Ηρακλής», δηλαδή την πώληση τιτλοποιημένων «κόκκινων» δανείων των τραπεζών στις αγορές, με εγγυήσεις του δημοσίου. Με το πρόγραμμα να λήγει τον Οκτώβρη του 2022, το θέμα εξακολουθεί να αποτελεί αντικείμενο σφοδρής ενδοαστικής διαπάλης, καθώς η EUROSTAT έχει ζητήσει να εγγραφεί το σύνολο των κρατικών εγγυήσεων (23 δισ. ευρώ) για τραπεζικό δανεισμό επιχειρηματικών ομίλων στο δημόσιο χρέος, με την κυβέρνηση της ΝΔ να διαπραγματεύεται με τα επιτελεία της ΕΕ για τον περιορισμό της επαπειλούμενης ετήσιας δημοσιονομικής επιβάρυνσης.
Το ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ επισημαίνει ότι το ποσό που ενδέχεται να προκύψει ως επιπρόσθετο δημοσιονομικό βάρος από τις κρατικές εγγυήσεις του «Ηρακλή» και θα εγγραφεί στο χρέος θα υπερκάλυπτε τη μείωση 2% των ασφαλιστικών εισφορών για το 2022 για τις επιχειρήσεις, ελαφρύνοντάς τες μετά την αύξηση του κατώτατου μισθού. Δηλαδή, όχι μόνο βλέπει την αύξηση-παρωδία του κατώτατου μισθού, που υπολείπεται ακόμα και της σωρευτικής επιβάρυνσης από την αύξηση του πληθωρισμού, ως πρόσθετο βάρος για τις μεγάλες επιχειρήσεις (που αντλούν κέρδη από την εκμετάλλευση της απλήρωτης εργασίας των εργαζομένων τους), αλλά επιζητεί και τη μεγαλύτερη μείωση των ασφαλιστικών εισφορών που αυτές καταβάλλουν, με το βάρος να μετατίθεται και πάλι στις τσέπες των εργαζόμενων, που ήδη πληρώνουν τις δικές τους εισφορές και –μέσω της φορολογίας– τη συμμετοχή του κράτους στα ασφαλιστικά ταμεία!
ΤΟ ΜΑΣΚΑΡΕΜΑ ΤΟΥ ΕΠΙΤΕΛΙΚΟΥ ΑΣΤΙΚΟΥ ΚΡΑΤΟΥΣ ΩΣ «ΚΟΙΝΩΝΙΚΟΥ»
Επιδιώκοντας να δώσει το στίγμα ότι δήθεν η σοσιαλδημοκρατία μπορεί να εγγυηθεί μια ισχυρή δημοκρατία με κοινωνικό πρόσωπο, στην ομιλία του για τη φετινή επέτειο της ίδρυσης του ΠΑΣΟΚ, ο πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ εστίασε στο προπαγανδιστικό σύνθημα ότι «δεν υπάρχει ισχυρή Δημοκρατία χωρίς ένα λαό που θα ζει με ευημερία και το αντίστροφο» και προχώρησε σε απαρίθμηση σημαντικών παρεμβάσεων προηγούμενων κυβερνήσεων του ΠΑΣΟΚ στη λειτουργία του αστικού κράτους.
Έτσι, μεταξύ άλλων, σημείωσε ότι το ΠΑΣΟΚ «προχώρησε στον θεσμικό εκσυγχρονισμό του κράτους μας (...). Είμαστε η Παράταξη που αγωνίστηκε να σπάσει τον συγκεντρωτισμό της εξουσίας, το πελατειακό κατεστημένο, με την αιρετή αυτοδιοίκηση και κατοχύρωσε στην πράξη την αξιοκρατία με το ΑΣΕΠ! Είμαστε η Παράταξη που θέσπισε τους θεσμούς ελέγχου της ασυδοσίας της εξουσίας, με τις Ανεξάρτητες Αρχές και τη ΔΙΑΥΓΕΙΑ!». Αυτή η πολιτική παρακαταθήκη έρχεται, σύμφωνα με τον πρόεδρο του ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ, σε αντιδιαστολή με τα πεπραγμένα της κυβέρνησης της ΝΔ και την αντίληψή της περί «επιτελικού κράτους», το οποίο δεν είναι τίποτε άλλο από «μία κλειστή κάστα συμφερόντων, που χρησιμοποιεί τους Υπουργούς ως εκτελεστικά πιόνια, χωρίς φωνή και χωρίς άποψη».11
Η στόχευση του ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ είναι διττή. Από τη μια πασχίζει να αφήσει στο απυρόβλητο τον πραγματικό αντίπαλο των δικαιωμάτων του λαού, το σημερινό κράτος της δικτατορίας του κεφαλαίου, το σύγχρονο αστικό κράτος, που όσοι εκσυγχρονισμοί λειτουργιών και διαδικασιών του κι αν προωθηθούν δεν παύει να είναι το κράτος που μόνο λόγο ύπαρξης έχει να υπηρετεί σταθερά και αποφασιστικά το δίκιο του ισχυρότερου, τα συμφέροντα των μονοπωλιακών ομίλων σε βάρος του λαού. Είναι το κράτος αυτό που η καλύτερη λειτουργία του σημαίνει ταχύτητα και αποτελεσματικότητα στην προώθηση της αντιλαϊκής πολιτικής. Όποιον προσδιορισμό και αν του βάλει κανείς (π.χ. «ψηφιακό», «κοινωνικά ευαίσθητο», «δίκαιο», «των πολλών κι όχι των λίγων», «κοντά στον πολίτη» κλπ., με το ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ και το ΣΥΡΙΖΑ να συναγωνίζονται μεταξύ τους και με τη ΝΔ για το ποιος θα βρει την πιο εύηχη ταμπέλα) δεν αλλάζει το γεγονός ότι είναι το κράτος που, σε όλη την ιστορική του διαδρομή, ανεξάρτητα από την εκάστοτε συγκεκριμένη δομή και διάρθρωσή του, ήταν και είναι το όργανο άσκησης της δικτατορίας του κεφαλαίου. Η επιλεκτικότητα του αστικού κράτους σημαίνει εξάλλου την απαραίτητη προσαρμογή του στις σύγχρονες ανάγκες του κεφαλαίου.12
Από την άλλη, το ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ πασχίζει να δείξει ότι αποτελεί τη διαχρονικά «αυθεντική» και αποτελεσματική μεταρρυθμιστική δύναμη, που, όπως έχει κάνει στο παρελθόν, μπορεί και πάλι ν’ αναμορφώσει την κρατική λειτουργία, ώστε να εξυπηρετεί τις ανάγκες της αστικής τάξης στις σημερινές συνθήκες, σε αντιδιαστολή με τη ΝΔ και το ΣΥΡΙΖΑ, που επιδιώκουν να «χειραγωγούν τους θεσμούς» και να «ελέγχουν τους “αρμούς” της εξουσίας».13 Κι αν με τον τρόπο αυτό απευθύνεται στην αστική τάξη της χώρας, δεν παύει ταυτόχρονα να επιδιώκει να πείσει το λαό ότι υπάρχει τρόπος, με αλλαγή στο επίπεδο της διακυβέρνησης, το αστικό κράτος να υπηρετεί το «δημόσιο συμφέρον», να συμβάλλει στην καταπολέμηση των κοινωνικών διακρίσεων και ανισοτήτων κι άλλα τέτοια που ακούγονται όμορφα στα λόγια, αλλά απέχουν παρασάγγας από την πραγματικότητα. Γιατί όλες οι λειτουργίες του αστικού κράτους, όποια κι αν είναι η δομή και η θεσμική οργάνωση και διάρθρωσή του, όποια κι αν είναι η σύνθεση της εκάστοτε αστικής κυβέρνησης, από κοινού και ενιαία υπηρετούν τα συμφέροντα του κεφαλαίου. Όλες οι μεταρρυθμίσεις κι αναδιαρθρώσεις που έχουν προωθηθεί τα τελευταία χρόνια σε ό,τι αφορά τον κρατικό μηχανισμό, στόχο έχουν να οργανώσουν πιο αποτελεσματικά τη δικτατορία του κεφαλαίου, με το αστικό κράτος να μπορεί να επιτελεί καλύτερα τον αντιδραστικό του ρόλο σε όλες τις πλευρές της οικονομικής και κοινωνικής δραστηριότητας.
Το ταξικό πρόσημο στην προσέγγιση από το ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ των ζητημάτων περί κράτους και δημόσιας διοίκησης αναδεικνύεται, μεταξύ άλλων, και από το πώς στέκεται σε σχέση με βασικά ζητήματα που απασχολούν τους εργαζομένους στο δημόσιο. Για παράδειγμα, ο μετασχηματισμός του αστικού κράτους, ώστε ν’ ανταποκρίνεται πιο επιτελικά και αποτελεσματικά στις απαιτήσεις της υποστήριξης των συμφερόντων των επιχειρηματικών ομίλων στις σημερινές συνθήκες, προϋποθέτει ανάμεσα σε άλλα και την επέκταση των ελαστικών σχέσεων σε μεγάλο μέρος των εργαζομένων στους κρατικούς φορείς. Το ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ όχι απλώς δε θέτει το συγκεκριμένο ζήτημα (πώς θα μπορούσε άλλωστε, αφού οι προηγούμενες κυβερνήσεις στις οποίες συμμετείχε πρωτοστάτησαν σε αυτήν την εξέλιξη), αλλά ταυτόχρονα «κλείνει το μάτι» σε πιθανή εκλογική «πελατεία», υποσχόμενο προσλήψεις σε μόνιμες θέσεις. Ακόμα και σε ό,τι αφορά τα μισθολογικά ζητήματα της κρατικής υπαλληλίας, δε θέτει καν ζήτημα περί του «ενιαίου μισθολογίου», αλλά αρκείται στο να παροτρύνει την κυβέρνηση «να αναζητήσει τον δημοσιονομικό χώρο, ώστε να εξεταστεί η επαναφορά των δώρων Χριστουγέννων, Πάσχα, άδειας στο Δημόσιο, όπως ακριβώς συμβαίνει και στον ιδιωτικό τομέα»,14 λες και το κόστος ζωής και οι ανάγκες των εργαζόμενων στο δημόσιο περιμένουν τη διαμόρφωση κατάλληλου δημοσιονομικού χώρου για να εμφανιστούν και να αυξηθούν.
ΟΙ ΚΑΛΠΙΚΕΣ ΔΙΑΚΗΡΥΞΕΙΣ ΠΕΡΊ «ΜΕΙΩΣΗΣ ΤΩΝ ΑΝΙΣΟΤΗΤΩΝ»
Στην προμετωπίδα των προτάσεων του ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ βρίσκεται το σύνθημα περί μείωσης των κοινωνικών ανισοτήτων. Ευαγγελίζεται μια κοινωνικά δίκαιη καπιταλιστική ανάπτυξη, την οποία ισχυρίζεται ότι μπορεί να εγγυηθεί ως κυβερνητική δύναμη, αξιοποιώντας τα περιθώρια ρυθμιστικής παρέμβασης του κράτους, το ευρωπαϊκό θεσμικό πλαίσιο και τις «βέλτιστες πρακτικές» άλλων σοσιαλδημοκρατικών κυβερνήσεων. Στην πραγματικότητα, όμως, η περαιτέρω ώθηση της καπιταλιστικής ανάπτυξης που παρουσιάζει ως «φάρμακο» δεν είναι παρά αυτό που προκαλεί τις «κοινωνικές ανισότητες». Με άλλα λόγια, παρουσιάζει τάχα ως λύση την ίδια την πηγή του προβλήματος.
Είναι χαρακτηριστικό ότι σε πρόσφατη ανακοίνωση του Τομέα Οικονομικών, για την άνοδο του πληθωρισμού που παγιώνεται, υπογραμμίζεται ότι «οι επιλεκτικές φοροελαφρύνσεις από τη συντηρητική κυβέρνηση της ΝΔ στο μεγάλο πλούτο, σε συνδυασμό με τις οριζόντιες παροχές με χρήματα από την υπεραπόδοση της έμμεσης φορολογίας και τον δημόσιο δανεισμό, έχουν ως αποτέλεσμα την περαιτέρω αύξηση των ανισοτήτων».15 Η αιτία, δηλαδή, της αύξησης των ανισοτήτων εντοπίζεται στον τρόπο με τον οποίο διαχειρίζεται την οικονομία η κυβέρνηση της ΝΔ κι όχι στο γεγονός ότι αυτή, όπως και κάθε άλλη διαχείριση, είναι δέσμια των νομοτελειών της καπιταλιστικής οικονομίας, που καθιστά αδύνατη για κάθε αστική κυβέρνηση τη λύση του γόρδιου δεσμού του συνδυασμού της ακρίβειας με την «εξέλιξη του ελλείμματος του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών που εκτός από προάγγελος μακροοικονομικών και δημοσιονομικών ανισορροπιών, υποκρύπτει και νέες πληθωριστικές πιέσεις για την εγχώρια οικονομία τους επόμενους μήνες», όπως εντοπίζεται στην ίδια ανακοίνωση. Εξ ου και η κριτική του για την οικονομική πολιτική της κυβέρνησης εξαντλείται στο ότι ασκεί «μια άδικη και αναποτελεσματική οικονομική διαχείριση που διαβρώνει την αγοραστική δύναμη των πολιτών, αυξάνει τις ανισότητες και εκτινάσσει το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών», με το ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ να την εγκαλεί γιατί δεν αξιοποιεί «την ευελιξία που της προσφέρει η παράταση της ενεργοποίησης της ρήτρας διαφυγής για ακόμη ένα έτος, ώστε να οχυρώσει τα δημόσια οικονομικά»,16 όπως τονίζεται σε ανακοίνωση του Τομέα Οικονομίας για τους κυβερνητικούς πανηγυρισμούς για την έξοδο της χώρας από τη λεγόμενη «ενισχυμένη εποπτεία».
Μια βασική στόχευση των προτάσεων του ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ, που υποτίθεται ότι θα συμβάλουν στη μείωση των κοινωνικών ανισοτήτων, είναι η διαχείριση της ακραίας φτώχειας και στήριξης των πολύ χαμηλών εισοδημάτων. Αυτό είναι το πραγματικό περιεχόμενο προτάσεων όπως η επέκταση των επιδομάτων ανεργίας σε περισσότερους δικαιούχους και για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα και η νέα μορφή ΕΚΑΣ για χαμηλοσυνταξιούχους, καθώς διαβλέπει ότι οι έντονες πληθωριστικές πιέσεις και η επαπειλούμενη νέα κρίση στην ευρωζώνη και την ΕΕ, σε συνθήκες επιβράδυνσης της διεθνούς καπιταλιστικής οικονομίας, θα γονατίσει ακόμα περισσότερους, για ακόμα μεγαλύτερο διάστημα. Ταυτόχρονα, όμως, το ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ διαβλέπει στους κινδύνους αυτούς και ευκαιρίες για τη στήριξη της επιχειρηματικής δραστηριότητας των μεγάλων ομίλων.
Για παράδειγμα, είναι χαρακτηριστικός ο τρόπος με τον οποίο αναδεικνύει το πρόβλημα του κόστους στέγης, προβάλλοντας μάλιστα ως παράδειγμα τις αντίστοιχες πολιτικές παρεμβάσεις σοσιαλδημοκρατικών κυβερνήσεων σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες (π.χ. Πορτογαλία, Ισπανία). Η πρόταση του ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ για το συγκεκριμένο θέμα αφορά την αξιοποίηση του Ταμείου Ανάκαμψης για την κατασκευή κατοικιών, που θα μπορούσαν να δοθούν για ενοικίαση σε χαμηλότερη τιμή με κοινωνικά κριτήρια. Έχοντας ανοίξει το ζήτημα αυτό προτού η ΝΔ και ο
ΣΥΡΙΖΑ το ανεβάσουν επίσης ψηλά στην ατζέντα τους, καταθέτοντας παραπλήσιες στη λογική τους προτάσεις, το ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ επιχειρεί να κρύψει την πραγματικότητα: Ποτέ και πουθενά μέσα από αυτό το δρόμο δεν αντιμετωπίστηκε το κόστος στέγης. Ακόμα και αν διατηρηθούν για μια περίοδο σχετικά χαμηλά τα ενοίκια εκεί, η σύγκριση θα γίνεται με την εκτόξευση των τιμών τους στο σύνολο των κατοικιών, ενώ η πείρα δείχνει ότι ακόμα και αυτό δεν είναι διασφαλισμένο. Πέραν αυτών, όμως, είναι ούτως ή άλλως δεδομένο ότι ο αριθμός των ωφελουμένων από τέτοια προγράμματα είναι πολύ μικρός σε σχέση με τις ανάγκες. Η άλλη όψη του νομίσματος αφορά το δεύτερο σκέλος της πρότασης του ΠΑΣΟΚ-
ΚΙΝΑΛ για την «κοινωνική κατοικία», αυτό που εξασφαλίζει στους ιδιοκτήτες που θα εντάξουν τα οικήματά τους στο προτεινόμενο «δημόσιο αποθεματικό δημόσιων κατοικιών» φοροελαφρύνσεις, χρηματοδοτήσεις για την ενεργειακή αναβάθμισή τους και υποστήριξη της μακροχρόνιας ενοικίασής τους. Δεν είναι διόλου τυχαίο ότι οι προτάσεις αυτές διατυπώνονται την ώρα που χιλιάδες λαϊκές κατοικίες βγαίνουν σε πλειστηριασμό και καταλήγουν στα χέρια των τραπεζών, πολλές εκ των οποίων αναπτύσσουν πλέον νέες δραστηριότητες στο real estate, ανταγωνιζόμενες άμεσα άλλους επιχειρηματικούς ομίλους σε έναν κλάδο που τα αστικά επιτελεία εκτιμούν ότι εμφανίζει σημαντικά περιθώρια ανάπτυξης τα επόμενα χρόνια.
Το τι πραγματικά εννοεί το ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ με τα περί «μείωσης των κοινωνικών ανισοτήτων» κλπ. που τόσο συχνά αναμασά στο δημόσιο λόγο του, είναι εμφανές και στον τρόπο με τον οποίο προσεγγίζει τα εργασιακά ζητήματα. Το ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ επιχειρεί να εμφανιστεί ως φιλολαϊκή-φιλεργατική δύναμη, ενώ στην πραγματικότητα η πολιτική πρόταση που έχει διαμορφώσει αποσκοπεί στην ανάπτυξη ενός σύγχρονου θεσμικού πλαισίου που θα διασφαλίζει την κοινωνική συνοχή, ενώ εντείνεται η καπιταλιστική εκμετάλλευση και προσαρμόζονται κατάλληλα οι σχέσεις εργασίας και οι όροι δουλειάς των εργαζόμενων.
Είναι χαρακτηριστικό το ακόλουθο απόσπασμα από ομιλία του Ν. Ανδρουλάκη: «Σε όλους τους δυναμικούς τομείς της οικονομίας, από τον τουρισμό ως τη μεταποίηση, λείπει εξειδικευμένο προσωπικό. Δεν υπάρχει τρόπος να καλυφθούν οι αναπτυξιακές δυνατότητες της χώρας και βέβαια δεν υπάρχουν έλεγχοι ώστε να υπάρχει σεβασμός του εργοδότη στα εργασιακά δικαιώματα. Όλα αυτά για εμάς είναι μια μεγάλη ουσιαστική και ιδεολογική προτεραιότητα, διότι η βιώσιμη ανάπτυξη πάει μαζί με το σεβασμό του κάθε εργαζόμενου.»17 Μέσα σε λίγες μόλις αράδες, κατορθώνει να συμπυκνώσει τη βασική στόχευση της αστικής τάξης για την αναμόρφωση της παραγωγικής βάσης της χώρας, συνδυασμένη με τον ιδιαίτερο ρόλο που μπορεί να επιτελέσει το ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ ως κυβερνητική δύναμη στην κατεύθυνση αυτή, διασφαλίζοντας την ενσωμάτωση του εργατικού-λαϊκού κινήματος. Επαναλαμβάνει το χιλιοειπωμένο ψέμα, ότι μπορεί να συμβαδίζει η καπιταλιστική ανάπτυξη με τη διασφάλιση και προώθηση των δικαιωμάτων και κατακτήσεων των εργαζόμενων. Προσπαθεί να πείσει ότι μπορεί να υπάρξει κοινωνικά δίκαιη ανάπτυξη της καπιταλιστικής οικονομίας, όταν προϋπόθεση για την ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας και της κερδοφορίας των επιχειρηματικών ομίλων είναι το ξεζούμισμα των εργαζομένων τους. Προσπαθεί να εμφανίσει το αστικό κράτος ως εγγυητή των εργασιακών δικαιωμάτων, όταν αυτό είναι που, ανεξαρτήτως των πολιτικών κομμάτων που βρίσκονται κάθε φορά στα κυβερνητικά έδρανα, θεσμοθετεί τρόπους έντασης της εκμετάλλευσής τους. Πρόκειται, άλλωστε, για το ίδιο κόμμα που τον Ιούνη του 2021, μαζί με το ΣΥΡΙΖΑ, ψήφισε πάνω από 50 άρθρα του αντεργατικού τερατουργήματος «νόμου Χατζηδάκη». Ενός νόμου που προβλέπει, μεταξύ άλλων, απλήρωτες υπερωρίες, 10ωρη δουλειά και παραπέρα «διευθέτηση» του εργάσιμου χρόνου, όπως βολεύει κάθε φορά τους καπιταλιστές, επιπλέον εμπόδια στη συνδικαλιστική οργάνωση και δράση κλπ.
Είναι σαφές, λοιπόν, ότι ο γνώμονας των τοποθετήσεων του ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ για τα εργασιακά δεν είναι άλλος από αυτόν της περαιτέρω θωράκισης του αντεργατικού οπλοστασίου που έχει διαμορφωθεί στο διάβα των χρόνων από τα νομοθετήματα όλων των κυβερνήσεων, στις οποίες συμμετείχαν το ΠΑΣΟΚ, η ΝΔ και ο ΣΥΡΙΖΑ.
Πέρα, όμως, από το χαρακτήρα των προτάσεων του ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ που ευαγγελίζονται περισσότερη κοινωνική δικαιοσύνη και μείωση των κοινωνικών ανισοτήτων, εξίσου –αν όχι και περισσότερο– σημαντική είναι και ιδεολογική αναμέτρηση με το επιχείρημα περί δυνατότητας εξομάλυνσής τους στο πλαίσιο μιας άλλου τύπου αστικής διαχείρισης. Ανεξάρτητα από το αν στη μια ή την άλλη φάση του κύκλου της καπιταλιστικής οικονομίας, στη μια ή την άλλη συγκυρία, προωθούνται μέτρα για βελτίωση μισθών, φοροαπαλλαγές για ευρύτερες κοινωνικές ομάδες ή και μέτρα επιδοματικού χαρακτήρα με παροδικό ή και πιο μόνιμο χαρακτήρα, η πραγματικότητα είναι ότι αντικειμενικά η μη αντιστρέψιμη τάση, όσο διατηρείται το καπιταλιστικό πλαίσιο, είναι αυτή της διεύρυνσης, έντασης και βαθέματος των κοινωνικών ανισοτήτων, παλιών και νέων. Κι αυτό γιατί η λειτουργία της καπιταλιστικής οικονομίας επιβάλλει νομοτελειακά τη σχετική μείωση του μεριδίου της πίτας στο οποίο έχει πρόσβαση η κοινωνική πλειοψηφία, παρότι η πίτα μπορεί να μεγαλώνει και παρά το γεγονός ότι διαμορφώνεται από τη δουλειά της εργατικής τάξης και των βιοπαλαιστών της πόλης και της υπαίθρου. Παράλληλα, δεν πρέπει να υποτιμάται ότι η αστική πολιτική διαχείριση διαχρονικά αξιοποιεί, ανάλογα και με τα κατά περίπτωση δημοσιονομικά περιθώρια, την επιδοματική πολιτική και διάφορες μικροπαροχές, ώστε να διασπά την ενότητα της εργατικής τάξης και του κινήματός της και να διαχειρίζεται τη λαϊκή αγανάκτηση.
Ο μόνος δρόμος για να καταλυθούν στην πράξη οι κοινωνικές ανισότητες είναι αυτός που οδηγεί στην κατάργηση της καπιταλιστικής ιδιοκτησίας, που είναι η ουσιώδης προϋπόθεση ώστε να καταστεί εφικτή η σχεδιοποιημένη και αναλογική πρόσβαση όλων με γνώμονα τις ανάγκες τους στον πλούτο που παράγεται από τη δουλειά των εργαζόμενων. Όταν το κριτήριο του κέρδους θα έχει βγει από τη μέση, η παραγωγή δε θα έχει εμπορευματικό χαρακτήρα και όλα τα αγαθά και οι υπηρεσίες δε θα αναπτύσσονται υπό τα δεσμά του καπιταλιστικού ανταγωνισμού και της κεφαλαιοκρατικής συσσώρευσης, τότε ο προσανατολισμός, το περιεχόμενο, οι ρυθμοί και η κατεύθυνση της ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων της κοινωνίας θα δίνεται από τις νέες, κομμουνιστικές σχέσεις παραγωγής, η ανάπτυξη των οποίων θα προωθείται αποφασιστικά από την εργατική εξουσία. Όσο δε γίνεται αυτό, τότε όλο και περισσότερα θα είναι αυτά στα οποία θα μπορούσαν και θα έπρεπε να έχουν πρόσβαση όλοι, όμως η κυριαρχία του κεφαλαίου σε όλες τις σφαίρες της κοινωνικής ζωής θα διαμορφώνει διαρκώς συνθήκες αποκλεισμού ή περιορισμένης πρόσβασης της λαϊκής πλειοψηφίας.
ΦΙΛΟΛΑΪΚΟ ΠΕΡΙΒΛΗΜΑ ΣΤΗΝ «ΠΡΑΣΙΝΗ» ΕΝΕΡΓΕΙΑΚΗ ΜΕΤΑΒΑΣΗ
Σε ό,τι αφορά τη διαπάλη για το κόστος ενέργειας και το μετασχηματισμό της ενεργειακής βάσης της καπιταλιστικής οικονομίας της χώρας, το ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ κατηγορεί την κυβέρνηση της ΝΔ για ενεργειακούς σχεδιασμούς «στο πόδι», για καθυστερημένη επικαιροποίηση του Εθνικού Σχεδιασμού για την Ενέργεια και το Κλίμα (ΕΣΕΚ), για μη στόχευση στην ενεργειακή ανεξαρτησία της χώρας, για απουσία πλαισίου χάραξης εθνικής ενεργειακής στρατηγικής. Η κριτική του προς τα κυβερνητικά μέτρα αντιμετώπισης του ενεργειακού κόστους για νοικοκυριά και επιχειρήσεις εξαντλείται στο ότι είναι περιορισμένης εμβέλειας και αποφασίστηκαν με μεγάλη καθυστέρηση, ενώ ταυτόχρονα επιχειρεί να νομιμοποιήσει στη συνείδηση του λαού την πρόσβαση στο αγαθό της ενέργειας με όρους καπιταλιστικής αγοράς, άρα και με όρους κερδοφορίας για τους επιχειρηματικούς ομίλους που δραστηριοποιούνται στον κλάδο. Με αυτά τα δεδομένα, όμως, τα όποια μέτρα «ανακούφισης» που προτείνονται και λαμβάνονται απ’ το αστικό κράτος είναι αναποτελεσματικά για τους εργαζόμενους, αφού δεν αντιμετωπίζουν ούτε την έκφραση του προβλήματος σε όλη την έκτασή της, ούτε και την αιτία της· στην ουσία στηρίζουν έμμεσα την καπιταλιστική κερδοφορία, τόσο στον κλάδο όσο και γενικότερα.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η πρόταση του ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ για την προσωρινή μείωση του Ειδικού Φόρου Κατανάλωσης και του ΦΠΑ στα καύσιμα, κατά τα πρότυπα της κυβέρνησης Σολτς στη Γερμανία. Η πρότασή του περιορίζεται τόσο χρονικά –μιλάει για προσωρινή μείωση– ενώ παράλληλα συνεχίζει να φορολογεί το λαό για την κατανάλωση στα καύσιμα διατηρώντας τον αντιλαϊκό ειδικό φόρο. Μάλιστα, συνδέει την εφαρμογή μιας τέτοιας πρότασης στην «υπεραπόδοση» των φορολογικών εσόδων του κράτους λόγω τουρισμού.
Άλλωστε, η πρόταση του ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ για την «αναμόρφωση» του ενεργειακού τοπίου στη χώρα είναι φτιαγμένη με τα ίδια υλικά που έχουν διαμορφώσει την υφιστάμενη κατάσταση, κινείται στην ίδια κατεύθυνση με την πολιτική της ΝΔ και του ΣΥΡΙΖΑ. Αφορά τους όρους προώθησης του «πράσινου New Deal» στις νέες συνθήκες που έχουν διαμορφωθεί μετά από τη σύγκρουση στην Ουκρανία και με πρωταγωνιστικό ρόλο της ΕΕ.
Το σχέδιο που προτείνει το ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ για την αντιμετώπιση του ενεργειακού προβλήματος της χώρας εμφανίζεται να έχει ως στόχο τη διασφάλιση της ενεργειακής ασφάλειας της χώρας και τη μείωση των τιμών ενέργειας μέσω της ενίσχυσης του μεριδίου των ΑΠΕ στο ενεργειακό μίγμα. Στην πραγματικότητα, είναι το σχέδιο της «πράσινης μετάβασης» ντυμένο με έναν δήθεν περισσότερο φιλολαϊκό μανδύα. Είναι σχέδιο που προωθεί τα συμφέροντα των «πράσινων» επιχειρηματικών ομίλων, εδράζεται πάνω στην απελευθέρωση των αγορών ενέργειας και αξιοποιεί για την υλοποίησή του τις κυρώσεις που έχουν επιβληθεί από την ΕΕ στη Ρωσία.
Ως «σύγχρονη σοσιαλδημοκρατική απάντηση» και «προοδευτική ενεργειακή πολιτική με κοινωνικό πρόσωπο» με «έμφαση στους απαραίτητους κοινωνικούς μετασχηματισμούς για να καταστήσει τα ενεργειακά συστήματα αποκεντρωμένα, ανθρωποκεντρικά και ανανεώσιμα», το ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ προβάλλει τη μετατροπή νοικοκυριών, επιχειρήσεων και αγροτών σε «αυτοπαραγωγούς καθαρής ενέργειας», οι οποίοι «θα συμμετέχουν ομότιμα στην ενεργειακή αγορά».18 Αν ξεσκονίσει κάποιος τους εύηχους όρους με τους οποίους προπαγανδίζει τις προτάσεις του, αυτό που μένει είναι η αναπαραγωγή της διόλου σύγχρονης θεώρησης που θέλει λαό κι επιχειρηματικούς ομίλους να μπορούν να είναι ταυτόχρονα κερδισμένοι από το μεγάλωμα της πίτας των επιχειρηματικών κερδών. Η προβολή της λεγόμενης «αυτοπαραγωγής» (δηλαδή παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας από ιδιόκτητους σταθμούς ΑΠΕ, που συμψηφίζεται μέρος της κατανάλωσης με την ενέργεια που παράγεται από συστήματα στην ιδιοκτησία του καταναλωτή, με την υπόλοιπη παραγωγή να διοχετεύεται στο δίκτυο) ως λύσης στο πρόβλημα του κόστους ενέργειας για όλους, συγκαλύπτει πως η παραγωγή ενέργειας σε μικρή κλίμακα που θέλει το σχήμα της αυτοπαραγωγής είναι πολυδάπανη και οδηγεί σε ακόμα μεγαλύτερη δαπάνη για τα εργατικά λαϊκά νοικοκυριά. Κερδισμένοι απ’ την αυτοπαραγωγή μπορούν να είναι μόνο μεγάλοι επιχειρηματικοί όμιλοι που μπορούν να διασφαλίσουν μεγαλύτερης κλίμακας παραγωγή ενέργειας. Παράλληλα, το σχήμα της αυτοπαραγωγής προωθεί τη χρεοκοπημένη λογική της «ατομικής ευθύνης» και για το ζήτημα της ενέργειας –αφού πλέον τόσο η ενέργεια όσο και η τιμή της γίνονται ατομική ευθύνη των εργαζόμενων, ενώ νομιμοποιεί στις λαϊκές συνειδήσεις τις ΑΠΕ ως πανάκεια, αφού η «αυτοπαραγωγή» ενέργειας δεν μπορεί να γίνει με άλλους τεχνικούς όρους, παρά με πανάκριβες ΑΠΕ.
Τα εύηχα λόγια περί «ενεργειακής δημοκρατίας» είναι υποκριτικά και στόχο έχουν την εξαπάτηση λαϊκών δυνάμεων. Οι λεγόμενες «ενεργειακές κοινότητες» δεν αποτελούν τίποτε άλλο παρά ένα νέο όχημα κερδοφόρων επενδύσεων με ακόμα πιο ευνοϊκούς όρους για τους επιχειρηματικούς ομίλους που επενδύουν στις ΑΠΕ, καθώς, μέσω της (συχνά έμμεσης, μέσω τρίτων εταιρειών που ελέγχουν ή αποκτούν άδειες παραγωγής) σύμπραξης με ΜΚΟ, άλλα συνεταιριστικά σχήματα και ΟΤΑ, απολαμβάνουν ευκολότερη αποδοχή απ’ τις τοπικές κοινότητες που αντιδρούν σε ολόκληρη τη χώρα σφόδρα στην επέλαση των ΑΠΕ στην ύπαιθρο, προνομιακές επιδοτήσεις, μακροχρόνιες φορολογικές ελαφρύνσεις, ευνοϊκότερες τιμές και εγγυήσεις για την πώληση της παραγόμενης ηλεκτρικής ενέργειας, πρόσβαση σε τραπεζικό δανεισμό και προνομιακή ένταξη σε ευνοϊκές ρυθμίσεις χρηματοδοτικών προγραμμάτων κ.ά. Η πείρα που έχει ήδη αρχίσει να συσσωρεύεται και στην Ελλάδα, απ’ όταν η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ θεσμοθέτησε τις «ενεργειακές κοινότητες», αλλά και από όλη την ΕΕ, όπου τέτοια σχήματα λειτουργούν εδώ και πολύ περισσότερα χρόνια, επιβεβαιώνει ότι στο πλαίσιο του μονοπωλιακού καπιταλισμού είναι αδύνατο να συνυπάρξουν ισότιμα μικροί συνεταιρισμοί και βιοπαλαιστές που ευελπιστούν πως βάζοντας κάποια χρήματα από το υστέρημά τους θα μπορέσουν να βελτιώσουν κάπως την κατάσταση που βιώνουν. Άλλωστε, η παραγωγή ενέργειας από ΑΠΕ είναι υψηλού κόστους, ανεξάρτητα απ’ το είδος ιδιοκτησίας του παραγωγού, και το κόστος αυτό επιβαρύνει τα εργατικά λαϊκά στρώματα. Με απλά λόγια, την πανάκριβη ηλεκτρική ενέργεια των ενεργειακών κοινοτήτων θα πληρώνουν οι ίδιοι, οι τάχα ωφελούμενοι, εργαζόμενοι και εργατικά λαϊκά στρώματα εν γένει. Παράλληλα, η κατασκευή των έργων των ενεργειακών κοινοτήτων θα γίνεται απ’ τους ενεργειακούς ομίλους που έχουν τη σχετική τεχνογνωσία, χρησιμοποιώντας κατά βάση εισαγόμενο εξοπλισμό απ’ τη Βόρεια Ευρώπη. Έτσι, το σχήμα των ενεργειακών κοινοτήτων δεν είναι τίποτα άλλο παρά μια προσπάθεια των ενεργειακών ομίλων και των παραγωγών εξοπλισμού ΑΠΕ να αυξήσουν τα έργα ΑΠΕ και τη διείσδυσή τους.
Οι βασικοί άξονες του ενεργειακού σχεδίου του ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ είναι:
α) Επενδύσεις στο ηλεκτρικό δίκτυο της χώρας, αξιοποιώντας πόρους του Ταμείου Ανάκαμψης, με στόχο την ενίσχυση της διασυνδεσιμότητας του δικτύου και την αύξηση της δυνατότητας παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας από ΑΠΕ. Δηλαδή, επενδύσεις για την τόνωση της κερδοφορίας των επιχειρηματικών ομίλων που δραστηριοποιούνται στην κατασκευή των δικτύων (όπου σημαντικό μερίδιο έχουν και ελληνικά μονοπώλια), αλλά και στην παραγωγή, προμήθεια και εμπορία ενέργειας στην Ελλάδα και το εξωτερικό, που θησαυρίζουν από την πώληση του ρεύματος μέσω των χρηματιστηρίων ενέργειας και τη διασυνοριακή του εμπορία. Η ανάκτηση του κόστους κατασκευής και συντήρησης των δικτύων καταλήγει, φυσικά, να πλήττει τις τσέπες της εργατικής τάξης και των βιοπαλαιστών της πόλης και της υπαίθρου.
β) Αλματώδης και γρήγορη αύξηση των ΑΠΕ στο ενεργειακό μίγμα της χώρας μας, μέσα από ένα νέο θεσμικό πλαίσιο για την ανάπτυξη ενεργειακών κοινοτήτων, με άξονα τις αρχές της κοινωνικής οικονομίας και την αναγκαία παροχή ρευστότητας μέσα από ευρείας κλίμακας προγράμματα προώθησης ανανεώσιμων πηγών και συστημάτων αποθήκευσης σε επίπεδο τελικής κατανάλωσης, με ταυτόχρονη εξοικονόμηση ενέργειας. Δηλαδή, ενίσχυση της πριμοδότησης του πανάκριβου για το λαό –αλλά χρυσοφόρου για τους επιχειρηματικούς ομίλους που το παράγουν και των ομίλων της Γερμανίας και της Β. Ευρώπης που παράγουν το σχετικό εξοπλισμό– «πράσινου» ρεύματος, με πριμοδότηση νέων επιχειρηματικών σχημάτων με σύμπραξη της τοπικής διοίκησης, ώστε να «γκρουπάρονται» άδειες παραγωγής για μονάδες ΑΠΕ προς εκμετάλλευση από μεγάλους ομίλους που συμμετέχουν άμεσα ή έμμεσα σε τέτοια σχήματα. Παράλληλα, διεύρυνση της αγοράς αποθήκευσης και εξοικονόμησης ενέργειας, προς όφελος των επιχειρηματικών ομίλων που δραστηριοποιούνται στους κλάδους αυτούς, με εγκλωβισμό των καταναλωτών στα δίχτυα των τραπεζών, οι οποίες διαχειρίζονται τη συγχρηματοδότηση των σχετικών προγραμμάτων και από δανεισμό, από τις οποίες προκύπτει το μέρος της συμμετοχής του καταναλωτή.
γ) Αύξηση των ροών LNG από τις ΗΠΑ, τη Μέση Ανατολή και την Αίγυπτο, με κατασκευή νέων σχετικών υποδομών, που μπορούν να πάρουν τη μορφή διευρωπαϊκών έργων. Δηλαδή, αξιοποίηση των συνθηκών που προκύπτουν από την αντιπαράθεση ΝΑΤΟ-Ρωσίας στο έδαφος της Ουκρανίας, ώστε να ενισχυθεί το μερίδιο άλλων μονοπωλιακών ομίλων έναντι των ρωσικών στην προμήθεια φυσικού αερίου, με παράλληλη ενίσχυση των Ελλήνων εφοπλιστών που κατέχουν και διαχειρίζονται το μεγάλο μέρος του στόλου πλοίων για τη μεταφορά LNG στον κόσμο. Αποκρύπτεται, βέβαια, ότι το κόστος των εισαγωγών LNG είναι ως και αρκετές φορές πολλαπλάσιο, με τη λυπητερή του λογαριασμού να πηγαίνει και πάλι στο λαό. Ας μην παραβλέψουμε, επίσης, το ψευδεπίγραφο της περιβαλλοντικής ανησυχίας όσων αποκρύπτουν τον περιβαλλοντικό αντίκτυπο της ανάπτυξης υποδομών LNG, της διακίνησής του και των μεθόδων απόληψής του. Άλλωστε, αυτό το οικονομικό αποτέλεσμα εξηγεί και τη στάση ενός μεγάλου τμήματος της εγχώριας αστικής τάξης απέναντι στον πόλεμο.
δ) Επιβολή πλαφόν στη λιανική τιμή της ενέργειας και τη ρήτρα αναπροσαρμογής, για να περιοριστούν οι συνέπειες στις αυξήσεις σε ηλεκτρικό ρεύμα και φυσικό αέριο και φορολόγηση των λεγόμενων «υπερκερδών» των παραγωγών ενέργειας, με την επιβολή ειδικής εισφοράς και προκαταβολής φόρου για να ενισχυθεί άμεσα η ρευστότητα. Δηλαδή, διασφάλιση ενός επιπέδου κερδοφορίας των επιχειρηματικών ομίλων που δραστηριοποιούνται στην προμήθεια ρεύματος, με μετακύλιση μέρους των βαρών στο λαό, μέσω της κρατικής χρηματοδοτικής στήριξής τους, για την απορρόφηση του κόστους που συνεπάγεται η υιοθέτηση τέτοιας λύσης. Αξίζει να επισημανθεί ότι με την πρόταση αυτή το
ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ παρεμβαίνει και στη διαπάλη που υπάρχει μεταξύ επιχειρηματικών ομίλων που δραστηριοποιούνται στην παραγωγή και προμήθεια ενέργειας, σε σχέση με το ποιος θα «φορτωθεί» στα οικονομικά του μεγέθη την επιβάρυνση από την αύξηση του κόστους καυσίμου που περνά και στις τιμές ηλεκτρικής ενέργειας. Οι προτάσεις του ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ φυσικά δεν ελαφραίνουν τα εργατικά λαϊκά στρώματα, απλά αλλάζουν το αν το υπέρογκο κόστος ενέργειας θα πληρωθεί ως λογαριασμός ρεύματος, ως φόρος για τον κρατικό προϋπολογισμό, ως πληθωρισμός που γεννιέται απ’ τη νομισματική χρηματοδότηση του ταμείου ανάπτυξης.
Ας σημειωθεί ότι οι συγκεκριμένες προτάσεις δεν αποτελούν τίποτε άλλο από παραλλαγή των μέτρων που έχουν ήδη υιοθετηθεί τόσο στην Ελλάδα, από την κυβέρνηση της ΝΔ, όσο και στις άλλες χώρες της ΕΕ, ό,τι απόχρωσης και σύνθεσης κυβέρνηση κι αν έχουν, χωρίς πουθενά να έχει ανακουφιστεί ο λαός από την κατακόρυφη αύξηση των τιμών ενέργειας, ως αποτέλεσμα της όξυνσης των ανταγωνισμών μεταξύ των μονοπωλίων και των διακρατικών τους συμμαχιών και της «πράσινης» ενεργειακής μετάβασης.19
Είναι σαφές ότι οι προτάσεις αυτές δεν αποτελούν λύσεις για την υπεράσπιση του εργατικού-λαϊκού εισοδήματος από την ακρίβεια και την ενεργειακή φτώχεια. Αντίθετα, είναι προτάσεις για την πιο αποδοτική για το κεφάλαιο λειτουργία του πλαισίου που τις προκαλεί. Η λύση για το ενεργειακό πρόβλημα βρίσκεται στην αντίθετη κατεύθυνση από αυτή στην οποία ομονοούν το ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ με τους άλλους πόλους του αστικού πολιτικού συστήματος, τη ΝΔ και το ΣΥΡΙΖΑ. Άμεσα, η αντιμετώπιση της ενεργειακής φτώχειας του λαού απαιτεί μεταξύ άλλων την επαναλειτουργία του συνόλου των λιγνιτικών μονάδων σε ρήξη με το πλαίσιο δεσμεύσεων της ΕΕ για το εμπόριο ρύπων και το «φόρο» διοξειδίου του άνθρακα, που παράλληλα στρώνει το δρόμο για την πραγματική, ουσιαστική λύση του ενεργειακού προβλήματος υπέρ του λαού, την αξιοποίηση του συνόλου των εγχώριων ενεργειακών πηγών (λιγνίτη, υδρογονανθράκων, γεωθερμίας, ΑΠΕ) με σκοπό τη συνδυασμένη ικανοποίηση του συνόλου των λαϊκών αναγκών, στο έδαφος της κοινωνικής ιδιοκτησίας και του κεντρικού σχεδιασμού, με την ενέργεια να μην αποτελεί πλέον εμπόρευμα. Αυτή είναι η μόνη ρεαλιστική και φιλολαϊκή λύση για τη μείωση ενεργειακής εξάρτησης, την εξάλειψη ενεργειακής φτώχειας και την ελαχιστοποίηση των επιδράσεων στο φυσικό περιβάλλον.