ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ: Νέα σοσιαλδημοκρατικά «δόκανα» εγκλωβισμού του λαού στα αδιέξοδα της αστικής διαχείρισης


της Ιδεολογικής Επιτροπής της ΚΕ του ΚΚΕ

Τον τελευταίο χρόνο, με αφορμή διάφορα γεγονότα, οι «προβολείς» των πολιτικών εξελίξεων στράφηκαν αρκετές φορές προς το ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ, κάνοντας ολοφάνερο ότι επιχειρεί να αποκτήσει και πάλι βασικό ρόλο στο αστικό πολιτικό σύστημα, έπειτα από σειρά ετών κατά τα οποία είχε απολέσει την «πρωτιά» του στο σοσιαλδημοκρατικό χώρο από το ΣΥΡΙΖΑ.

Οι εξελίξεις αυτές δεν είναι ένα τυχαίο γεγονός και εντάσσονται στο πλαίσιο των συνολικότερων διεργασιών στο αστικό πολιτικό σύστημα, που εκτυλίσσονται στο έδαφος σύνθετων εξελίξεων και οξυμένων ιμπεριαλιστικών ανταγωνισμών.

Τα βασικά διακυβεύματα της περιόδου για τα διάφορα τμήματα της αστικής τάξης της χώρας και τα κόμματα που την υποστηρίζουν αφορούν το βαθμό εμπλοκής στο ευρωατλαντικό στρατόπεδο στην αντιπαράθεση που βρίσκεται σε εξέλιξη με Ρωσία και Κίνα, τις εξελίξεις σε σχέση με τα ελληνοτουρκικά, τις προτεραιότητες σε σχέση με τη διαχείριση των κονδυλίων από το Ταμείο Ανάκαμψης, τη διαχείριση της νέας κρίσης και του πληθωρισμού και τη στάση σε σχέση με το επικείμενο κυβερνητικό σχήμα, σε συνθήκες που και στην Ελλάδα φαίνεται πλέον να εξασθενούν οι προοπτικές μονοκομματικών κυβερνήσεων.

Φυσικά, το πού θα «κάτσει η μπίλια» στο συσχετισμό μεταξύ των αστικών πολιτικών δυνάμεων δεν αφορά τις πραγματικές αγωνίες κι ανάγκες του λαού. Αντίθετα, είναι αγωνία των διαφόρων τμημάτων της αστικής τάξης και των διεθνών της συμμαχιών. Άλλωστε, αυτό δεν εξαρτάται μόνο από τις κινήσεις των ηγεσιών τους, αλλά και από την πορεία της καπιταλιστικής οικονομίας στην Ελλάδα και διεθνώς, τις διεθνείς εξελίξεις και την επαπειλούμενη γενίκευση της όξυνσης των ιμπεριαλιστικών ανταγωνισμών, μετά και την πολεμική σύγκρουση στην Ουκρανία και, φυσικά, την ανάπτυξη της ταξικής πάλης. Το τελευταίο διάστημα γίνεται όλο και πιο φανερό ότι όλες οι εκδοχές αστικής πολιτικής διαχείρισης αδυνατούν να δώσουν λύσεις στα προβλήματα που θεριεύουν και βασανίζουν το λαό, αλλά και να συμφιλιώσουν οριστικά τις διάφορες ενδοαστικές αντιπαραθέσεις.

Γι’ αυτό και η προοπτική δημιουργίας ενός κυβερνητικού σχήματος με τη συνεργασία μεγάλων αστικών κομμάτων, διαφορετικής ιδεολογικής απόχρωσης, έχει ήδη μπει για τα καλά στο τραπέζι, με τα σχετικά σενάρια να επιφυλάσσουν σημαντικό ρόλο στο ΠΑΣΟΚ-
ΚΙΝΑΛ. Άλλωστε, με δεδομένο ότι για την επόμενη εκλογική αναμέτρηση θα ισχύσει αναλογικότερο εκλογικό σύστημα, η επίτευξη της αυτοδυναμίας του πρώτου κόμματος καθίσταται φαινομενικά πιο δύσκολη. Στην προκείμενη περίπτωση, μάλιστα, φαίνεται ότι το πιο αναλογικό εκλογικό σύστημα μπορεί να αξιοποιηθεί ως καταλύτης για το ανακάτεμα της τράπουλας μεταξύ των αστικών δυνάμεων και επιτελείων, σε μια προσπάθεια ν’ αναμετρηθούν με τα αδιέξοδα με τα οποία βρίσκεται αντιμέτωπη στις σημερινές συνθήκες η αστική διαχείριση.

Οι διεργασίες που ήδη συντελούνται στην κατεύθυνση αυτή, με την ενεργοποίηση διάφορων μηχανισμών και τη στήριξη από επιχειρηματικούς ομίλους και ΜΜΕ, απηχούν την ανάγκη της αστικής τάξης να διασφαλίσει τη σταθερότητα της εξουσίας της, ενσωματώνοντας την εντεινόμενη λαϊκή δυσαρέσκεια. Αφορούν, επίσης, την απόπειρα διαχείρισης και διευθέτησης αντιθέσεων μεταξύ επιχειρηματικών ομίλων και ιμπεριαλιστικών κέντρων, που παρεμβαίνουν άμεσα και έμμεσα στις πολιτικές διεργασίες και εξελίξεις.

Από την πλευρά τους, οι αστικές δυνάμεις που απεργάζονται τέτοια σενάρια συχνά επιχειρηματολογούν ότι «τα διάφορα κόμματα που θα συμβάλλουν σε ένα τέτοιο κυβερνητικό σχήμα θα ελέγχουν αμοιβαία το ένα το άλλο και οι μεταξύ τους διαβουλεύσεις θα καταλήγουν σε μια πιο αντιπροσωπευτική και συνθετική έκφραση των θέσεων της λαϊκής πλειοψηφίας από αυτήν που επιτυγχάνεται με μια μονοκομματική κυβέρνηση». Στην ουσία αυτός ο «αμοιβαίος έλεγχος» αφορά το να διασφαλίζεται πιο αποτελεσματικά η εξυπηρέτηση των στρατηγικών συμφερόντων της αστικής τάξης χωρίς καθυστερήσεις και αναστολές μπροστά στη λαϊκή αγανάκτηση και τον ενδοαστικό ανταγωνισμό.

Εξάλλου, όποιο εκλογικό σύστημα κι αν εφαρμόζεται, είτε με κυβερνήσεις συνεργασίας είτε με αυτοδύναμες, όποια «πολιτική ταυτότητα» κι αν έχουν τα αστικά κόμματα που συγκροτούν το εκάστοτε κυβερνητικό σχήμα, το κύριο είναι ότι το πλαίσιο της αστικής δημοκρατίας, δηλαδή της δικτατορίας του κεφαλαίου που περιβάλλεται με κοινοβουλευτικό μανδύα, είναι εχθρικό για τα συμφέροντα και τις ανάγκες της εργατικής τάξης και των κοινωνικών της συμμάχων, της πλατιάς πλειοψηφίας του λαού.

Σε αυτό το έδαφος βλέπουμε το τελευταίο διάστημα το ΠΑΣΟΚ-
ΚΙΝΑΛ να προβάλλεται εκ νέου σε δυνητικό ρυθμιστή της συγκρότησης ενός νέου κυβερνητικού σχήματος. Δεν είναι τυχαίο λοιπόν ότι λαμβάνει την υποστήριξη αστικών μέσων και επιτελείων, που ενισχύουν την ανάδειξη του ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ ως δήθεν φιλολαϊκή, ανερχόμενη πολιτική δύναμη που μπορεί να διεμβολίσει το δίπολο ΝΔ-ΣΥΡΙΖΑ. Σε αυτήν την κατεύθυνση το ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ «επενδύει» στην ικανότητά του να διασφαλίζει την κοινωνική συναίνεση και την ταξική συνεργασία στην προώθηση των στόχων του κεφαλαίου, προβάλλοντας τον εαυτό του ως τον εκφραστή στην Ελλάδα της «σύγχρονης πολιτικής πρότασης της ευρωπαϊκής σοσιαλδημοκρατίας».

Γι’ αυτό και μετά τη διαδικασία που οδήγησε στην εκλογή του Ν. Ανδρουλάκη ως νέου προέδρου το Δεκέμβρη του 2021, με συμμετοχή –όπως τουλάχιστον ανακοίνωσε το ίδιο– περίπου 270.000 φίλων και μελών του κόμματος που ψήφισαν, και τη συμμετοχή περίπου 180.000 στην ψηφοφορία για την επιλογή του νέου ονόματος του κόμματος, το ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ εμφανίζεται με δημοσκοπικά ποσοστά διακριτά ενισχυμένα σε σχέση με το ποσοστό του στις τελευταίες εκλογές.

Οι εξελίξεις που ακολούθησαν την εκλογή του Ν. Ανδρουλάκη στην προεδρία του ΠΑΣΟΚ επιβεβαιώνουν την εκτίμηση που έκανε το ΚΚΕ στις Θέσεις της ΚΕ για το 21ο Συνέδριο του Κόμματος: «Οι διεργασίες στο χώρο της σοσιαλδηµοκρατίας αντικειµενικά φέρνουν σε αντιπαράθεση το ΣΥΡΙΖΑ µε τον άλλο αστικό σοσιαλδηµοκρατικό πόλο στην Ελλάδα, το Κίνηµα Αλλαγής/ΠΑΣΟΚ, που συγκεντρώνει προς το παρόν ό,τι απέµεινε µετά από την παταγώδη κατάρρευση του ΠΑΣΟΚ το 2012 και στη συνέχεια. Στοιχείο αυτής της αντιπαράθεσης είναι και το ποιος από τους δύο θα προσεταιριστεί δυνάµεις αντίστοιχου προσανατολισµού, κυρίως στα συνδικάτα, στην Τοπική Διοίκηση, σε άλλους κρατικούς θεσµούς (π.χ. Επιµελητήρια), στους οποίους το ΚΙΝΑΛ/ΠΑΣΟΚ διατηρεί ακόµη ισχυρές δυνάµεις. Αυτή η αντιπαράθεση καθόλου δεν αποκλείει στο µέλλον τη σύµπραξη των δύο χώρων ή τµηµάτων τους, ως αποτέλεσµα της πορείας αναµόρφωσης της σοσιαλδηµοκρατίας, που αποτελεί βασική και διαχρονική πλευρά θωράκισης του αστικού πολιτικού συστήµατος, αλλά και την κατά περίσταση αξιοποίησή τους για συµπράξεις σε κυβερνητικά σχήµατα, είτε µε τη ΝΔ είτε σε σχήµατα “εθνικού σκοπού” κλπ.» (Θ. 36).

Στις σελίδες που ακολουθούν επιχειρούμε μια συνοπτική κριτική των πολιτικών θέσεων και προτάσεων που διατυπώνει το ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ το τελευταίο διάστημα, ώστε να αναδειχτεί ο ρόλος του ως εργαλείο για τη διασφάλιση της σταθερότητας του αστικού πολιτικού συστήματος, μπροστά στη δύσκολη περίοδο που και τα ίδια τα αστικά επιτελεία μαρτυρούν ότι μπαίνουμε. Εξάλλου, έχει ιστορικά αποδειχτεί ιδιαίτερα αποτελεσματικό στη διάβρωση και στον εγκλωβισμό των συνειδήσεων.1

 

ΣΤΑΘΕΡΟΣ ΠΡΟΣΑΝΑΤΟΛΙΣΜΟΣ ΣΕ ΝΑΤΟ ΚΑΙ ΕΕ, ΓΙΑ ΒΑΘΥΤΕΡΗ ΕΜΠΛΟΚΗ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ ΣΤΟΥΣ ΙΜΠΕΡΙΑΛΙΣΤΙΚΟΥΣ ΑΝΤΑΓΩΝΙΣΜΟΥΣ

Με δεδομένη τη βαρύτητα των εξελίξεων σε ό,τι αφορά τη ρωσική εισβολή και τον πόλεμο στην Ουκρανία στη διαμόρφωση των διεθνών οικονομικών και πολιτικών εξελίξεων, η τοποθέτηση του ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ για τα σχετικά ζητήματα είναι χαρακτηριστική του περιεχομένου της πολιτικής του συγκεκριμένου κόμματος, που δεν αφήνει περιθώρια αμφισβήτησης για τη βαθιά και ολόπλευρη πρόσδεσή του στο στρατόπεδο του ευρωατλαντικού ιμπεριαλισμού.

Βεβαίως, δεν πρόκειται για αλλαγή στάσης σε σχέση με το παρελθόν του κόμματος αυτού. Παρά τις αρχικές διακηρύξεις και λεονταρισμούς απέναντι σε ΗΠΑ, ΝΑΤΟ και ΕΟΚ, με σημαία το «ρεαλισμό» της υποταγής, η πορεία του ΠΑΣΟΚ αποδεικνύει την έμπρακτη ευθυγράμμισή του με τη στρατηγική της ΕΕ, του ΝΑΤΟ και των ΗΠΑ. Μια ευθυγράμμιση που εκφράζεται με την αποφασιστική προώθηση των καπιταλιστικών αναδιαρθρώσεων που συνόδευαν την πορεία προς την ΟΝΕ και το ευρώ, αλλά και στη συνέχεια, με την άμεση εμπλοκή στους ιμπεριαλιστικούς πολέμους με τη σημαία του ΝΑΤΟ.

Δεν ξεχνά κανείς, για παράδειγμα, τη στάση του και τη συνδρομή του στις ιμπεριαλιστικές επεμβάσεις στη Σερβία, το Ιράκ και το Αφγανιστάν. Δεν ξεχνά κανείς τη στήριξή του στη διεύρυνση του ΝΑΤΟ και την ιμπεριαλιστική περικύκλωση της Ρωσίας. Ακόμα και σήμερα, εξάλλου, ψηφίζει υπέρ της ένταξης της Σουηδίας και της Φινλανδίας στο ΝΑΤΟ. Όπως, επίσης, δεν μπορεί να ξεχάσει κανείς και την πιο χαρακτηριστική, ίσως, στιγμή, της απόδειξης του πόσο επικίνδυνη είναι για το λαό της χώρας μας η συμμετοχή στο ΝΑΤΟ, με το περίφημο «ευχαριστώ τους Αμερικάνους» του τότε πρωθυπουργού Κ. Σημίτη στη λεγόμενη «κρίση των Ιμίων».

Σήμερα, το ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ είναι υπέρμαχος της βαθύτερης εμπλοκής της Ελλάδας στις εξελίξεις, με όλους τους κινδύνους που αυτή εγκυμονεί για το λαό, καθώς καλεί σε «στήριξη στον ουκρανικό λαό με αποστολή εφοδίων και αμυντικού υλικού». Εξ ου και συμφώνησε επί της ουσίας με την αποστολή στρατιωτικού δυναμικού και εξοπλισμού προς ενίσχυση της λεγόμενης «ανατολικής πτέρυγας» του ΝΑΤΟ, παραμένοντας σταθερά υπέρ της διατήρησης και ενίσχυσης των αμερικανοΝΑΤΟϊκών βάσεων στη χώρα. Η στάση αυτή αποτυπώθηκε τόσο στην υπερψήφιση της νέας ελληνοαμερικανικής συμφωνίας για τις βάσεις στη Βουλή όσο και στην υπερψήφιση των συμφωνιών της κυβέρνησης για αγορά πολεμικού εξοπλισμού που αφορά τη συμμετοχή στους ιμπεριαλιστικούς σχεδιασμούς σε βάρος των λαών κι όχι την υπεράσπιση της πατρίδας των εργαζόμενων από την ιμπεριαλιστική απειλή.

Παράλληλα, συμπαρατασσόμενο με τη στάση της ευρωπαϊκής σοσιαλδημοκρατίας, το ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ ασκεί κριτική για αποτυχία του μέχρι σήμερα εδραιωμένου «δυτικού συστήματος ασφάλειας» και υποστηρίζει τη μεγαλύτερη αυτονόμηση και αναβάθμιση της ΕΕ σε πολιτικό-στρατιωτικό επίπεδο ως παράγοντα των διεθνών εξελίξεων, με ενίσχυση της λεγόμενης «κοινής ευρωπαϊκής πολιτικής ασφάλειας και άμυνας», που θα μπορούσε δήθεν να ενισχύσει τη δυνατότητα της ΕΕ να αποτελέσει παράγοντα ειρήνης. Όπως χαρακτηριστικά το έχει διατυπώσει ο Ν. Ανδρουλάκης: «Δε μου αρέσει η μιλιταριστική θεώρηση για την Ευρώπη. Θέλω την Ευρώπη μία soft power. Αλλά από την άλλη, για να διαφυλάξουμε τις αξίες μας και την εδαφική μας ακεραιότητα, τα κυριαρχικά δικαιώματα όλων των κρατών, πρέπει να έχουμε κοινά εργαλεία άμυνας και ασφάλειας κι ένα από αυτά είναι και ο ευρωστρατός. Ένα άλλο είναι οι κοινοί εξοπλισμοί, ώστε να πέσει το κόστος και να υπάρχουν και συμπαραγωγές, διότι χώρες όπως η Ελλάδα, που αγοράζουμε ακριβά εξοπλιστικά προγράμματα, δεν μπορούν μόνο να καταναλώνουν, χωρίς να παράγουν.»2 

Με τη σύγκρουση μεταξύ του ευρωατλαντικού και του ευρασιατικού άξονα να σηματοδοτεί ευρύτερες ανακατατάξεις στην ιμπεριαλιστική πυραμίδα, η πιο δυσχερής θέση στην οποία έχει βρεθεί η ΕΕ σε σχέση με ΗΠΑ και Κίνα έχει αναθερμάνει τη συζήτηση για τους τρόπους και τους όρους με τους οποίους θα πρέπει να επιδιώξει μια αναβάθμιση της θέσης της. Στην πολιτική ατζέντα, η συζήτηση αυτή έχει εγγραφεί με τον όρο «στρατηγική αυτονομία της ΕΕ» εντός του ευρωατλαντικού στρατοπέδου.

Τη θέση αυτή υιοθετεί και το ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ, επισημαίνοντας ότι η ΕΕ θα πρέπει να καταστεί αποτελεσματικότερη στην άσκηση εξωτερικής και αμυντικής πολιτικής. Να γίνει ένας ισχυρός πόλος στο «νέο σύστημα διεθνούς ασφαλείας» που απαιτείται να οικοδομηθεί, ώστε ν’ ανταποκρίνεται στις σύγχρονες προκλήσεις. Φυσικά, αυτές οι «σύγχρονες προκλήσεις» δεν είναι άλλες από αυτές που απορρέουν από την αλλαγή των συσχετισμών οικονομικής, πολιτικής και στρατιωτικής ισχύος ως αποτέλεσμα της ανισόμετρης καπιταλιστικής ανάπτυξης σε συνθήκες αλληλεξάρτησης των οικονομιών στο διεθνές ιμπεριαλιστικό σύστημα. Έτσι, το προβαλλόμενο σύνθημα περί «νέου συστήματος διεθνούς ασφάλειας» δεν είναι παρά το περίβλημα της πρότασης για μια αναδιάταξη των σχέσεων μεταξύ των ιμπεριαλιστικών δυνάμεων, σε συνθήκες έντασης της μεταξύ τους διαπάλης για το ξαναμοίρασμα αγορών και εδαφών.

Με άλλα λόγια, πρόκειται για σύνθημα που κρύβει την προετοιμασία όρων ιμπεριαλιστικής ειρήνης που κυοφορούν νέους ιμπεριαλιστικούς πολέμους. Εξάλλου, το πώς εννοεί τις σύγχρονες αυτές προκλήσεις η ευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατία και το ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ το κατέστησε σαφές ο ίδιος ο Ν. Ανδρουλάκης, ο οποίος μιλώντας στο συνέδριο του κόμματός του επεσήμανε ότι δεν έχει μέλλον μια Ευρώπη που η ενεργειακή της σταθερότητα είναι στα χέρια των Ρώσων, η ασφάλειά της βρίσκεται στα χέρια των Αμερικανών κι ένα μεγάλο μέρος της παραγωγικής βάσης στα χέρια των Κινέζων.3

Στην κατεύθυνση αυτή, το ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ προτείνει αλλαγές στον προσανατολισμό και την αρχιτεκτονική της ΕΕ, υποστηρίζοντας ότι θα πρέπει να προχωρήσει στην πολιτική ενοποίηση με γεωπολιτικό αποτύπωμα, με κοινή εξωτερική πολιτική και με μηχανισμούς για την άμυνα και την ασφάλεια στην Ευρώπη. Σε αυτήν την κοινή ευρωπαϊκή πολιτική άμυνας και ασφάλειας, το ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ υποστηρίζει ότι θα πρέπει να ενταχθεί και το εξοπλιστικό πρόγραμμα 100 δισ. ευρώ που ανακοίνωσε η Γερμανία, μέσα και από ευρωπαϊκές συμπαραγωγές. Επιχειρώντας να παραπλανήσει το λαό, το ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ ισχυρίζεται ότι με την προώθηση της αμυντικής ένωσης, των κοινών εξοπλισμών, του ευρωστρατού και της ενιαίας εξωτερικής πολιτικής, δηλαδή την ενίσχυση της ΕΕ στο διεθνή ανταγωνισμό με τις άλλες ιμπεριαλιστικές δυνάμεις, ο ελληνικός λαός θα πληρώνει πολύ λιγότερα χρήματα σε εξοπλισμούς και θα μπορεί από μία χώρα-καταναλωτής να μετατραπεί σε χώρα-παραγωγό. Όμως η ένταξη της αμυντικής βιομηχανίας της χώρας στους ιμπεριαλιστικούς πολεμικούς σχεδιασμούς και η συνεργασία της με διεθνή μονοπώλια του κλάδου θα ενισχύσει μόνο την καπιταλιστική κερδοφορία, εντείνοντας την καπιταλιστική εκμετάλλευση των εργαζομένων της, ενώ και η διατήρηση των θέσεων εργασίας τους θα εξαρτάται από το αίμα που θα χύνουν οι λαοί, θύματα της όξυνσης των ιμπεριαλιστικών ανταγωνισμών.

Οι προτάσεις αυτές του ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ στόχο έχουν να καταστήσουν την ΕΕ πιο λειτουργική και αποτελεσματική στις νέες συνθήκες, ενισχύοντας και επιτείνοντας το βαθιά αντεργατικό και αντιλαϊκό της χαρακτήρα.

Τέλος, το ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ δε διαφοροποιείται καθόλου από τα υπόλοιπα αστικά κόμματα και στο ζήτημα παραχώρησης κυριαρχικών δικαιωμάτων της χώρας στο βωμό εξυπηρέτησης των υποχρεώσεων της αστικής τάξης στο πλαίσιο του ΝΑΤΟ και της ΕΕ και αναβάθμισης του ρόλου της στην ευρύτερη περιοχή.

Σε ό,τι αφορά, για παράδειγμα, τις ελληνοτουρκικές διενέξεις, υιοθετώντας αντίστοιχη θέση με τη ΝΔ και το ΣΥΡΙΖΑ, επικαλείται την αξιοποίηση του Διεθνούς Δικαίου και των συμμαχιών της αστικής τάξης, προκειμένου να πιεστεί η Τουρκία να προσέλθει στο τραπέζι του διαλόγου, με μόνη διαφορά στο τραπέζι την οριοθέτηση των θαλάσσιων ζωνών, με ορίζοντα την προσφυγή στη Χάγη.

Παράλληλα, προτείνει την επιτάχυνση της διαδικασίας για την προετοιμασία του συνυποσχετικού για την κοινή προσφυγή στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης, σε σχέση με την οριοθέτηση των θαλάσσιων ζωνών και με την Αλβανία.

Με αυτόν τον τρόπο, το ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ επιχειρεί να παίξει προωθητικό ρόλο στη ζύμωση των κινήσεων του αστικού πολιτικού συστήματος της χώρας για τη διευθέτηση των διενέξεων με Τουρκία και Αλβανία, με γνώμονα το «καθάρισμα» του τοπίου για την επιβολή μιας δήθεν «λύσης», στο πλαίσιο της επιδίωξης της αστικής τάξης της χώρας να αναβαθμίσει τη θέση της στην περιοχή και το ρόλο της στην υλοποίηση των αμερικανοΝΑΤΟϊκών σχεδιασμών για τη Ν/Α Μεσόγειο.

Ας σημειωθεί, δε, ότι το ζήτημα της διευθέτησης των σχετικών διενέξεων αποκτά πλέον και ευρύτερη σημασία, στην προοπτική αξιοποίησης των δυνητικά σημαντικών απολήψιμων κοιτασμάτων υδρογονανθράκων σε Αιγαίο, Ιόνιο και –κυρίως– νότια και νοτιοδυτικά της Κρήτης, όπου πλέον η τράπουλα μεταξύ εγχώριων και ξένων μονοπωλιακών ομίλων του κλάδου ξαναμοιράζεται.

Το ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ βέβαια σκόπιμα αποκρύπτει το αμαρτωλό παρελθόν του Διεθνούς Δικαστηρίου της Χάγης, που με την αναγνώριση της ανεξαρτητοποίησης του Κοσόβου νομιμοποίησε την επέμβαση και το διαμελισμό της Γιουγκοσλαβίας μετά την επέμβαση ΝΑΤΟ-ΕΕ (με πρωταγωνιστές –ας μην το ξεχνάμε– τις δυνάμεις της ευρωπαϊκής σοσιαλδημοκρατίας).

Επίσης, η προσφυγή στη Χάγη δε θα λύσει, αλλά μάλλον θα δημιουργήσει περισσότερα προβλήματα, αφού η υπογραφή του συνυποσχετικού ανάμεσα στις δύο πλευρές, θα δώσει τη δυνατότητα στην Τουρκία να θέσει όλες τις διεκδικήσεις της, δημιουργώντας έτσι προηγούμενο, αλλά και γιατί οι αποφάσεις της Χάγης δε λαμβάνονται με αδέκαστα κριτήρια με βάση τις διεθνείς συμβάσεις, όπως υπονοούν τα αστικά κόμματα, αλλά κάτω από το πρίσμα των γεωστρατηγικών παραγόντων και συσχετισμών. Η προσφυγή στη Χάγη δεν είναι λύση για τη μη παραβίαση των συνόρων και τον καθορισμό των θαλάσσιων ζωνών σύμφωνα με τη Διεθνή Σύμβαση για το Δίκαιο της Θάλασσας, όπως υποστηρίζει το ΚΚΕ, αλλά δρόμος για τη διευθέτηση των διενέξεων με βάση τον προσωρινό συσχετισμό δύναμης στους κόλπους του ευρωατλαντικού στρατοπέδου και που σε καμία περίπτωση δε διασφαλίζει την κατοχύρωση των κυριαρχικών δικαιωμάτων του λαού της πατρίδας μας.

 

ΠΡΟΘΥΜΟΣ ΠΑΡΤΕΝΕΡ ΓΙΑ ΚΥΒΕΡΝΗΤΙΚΕΣ ΣΥΝΕΡΓΑΣΙΕΣ

Χαρακτηριστική για τις επιδιώξεις του ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ είναι η τοποθέτηση που επαναλαμβάνει συχνά ο Ν. Ανδρουλάκης, περί κυβέρνησης με άλλον πρωθυπουργό αντί του Κ. Μητσοτάκη ή του Αλ. Τσίπρα, που επί της ουσίας αφήνει ανοιχτό κάθε ενδεχόμενο σύμπραξης με άλλα αστικά κόμματα –με ανοιχτό το ενδεχόμενο συμμετοχής και της ΝΔ– για τη συγκρότηση της νέας κυβέρνησης της χώρας.

Το πρόταγμα που αναδεικνύεται και από άλλες σχετικές τοποθετήσεις του ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ είναι αυτό της συγκρότησης μιας ισχυρής κυβέρνησης, με το ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ να αποτελεί καθοριστικό της πυλώνα, ώστε να μπορεί να αποσπάσει ευρύτατη κοινωνική συναίνεση για την υλοποίηση του προγράμματός της. Ένα πρόγραμμα που θα είναι ούτως ή άλλως, ανεξαρτήτως σύνθεσης, δεδομένα αντιλαϊκό, αφού είναι ήδη γνωστό ότι οι βασικοί του πυλώνες θα είναι το «υπερμνημόνιο διαρκείας» του Ταμείου Ανάκαμψης και του «Μηχανισμού Ανθεκτικότητας και Ανάκαμψης», με τα αντιλαϊκά του «προαπαιτούμενα» που υπηρετούν την αύξηση της κερδοφορίας των ομίλων στο πλαίσιο της «πράσινης και ψηφιακής μετάβασης», και η διατήρηση του ρόλου του σημαιοφόρου των ευρωΝΑΤΟϊκών συμφερόντων στην περιοχή. Ένα πρόγραμμα στο οποίο συγκλίνουν στην πραγματικότητα όλοι, ΝΔ, ΣΥΡΙΖΑ και ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ, γι’ αυτό και μπορούν να σχηματίσουν –εάν χρειαστεί– από κοινού αστική κυβέρνηση.

Εξάλλου, φαίνεται ότι διάφορες πλευρές προωθούν ένα τέτοιο σενάριο, βάζοντας με τον έναν ή τον άλλο τρόπο ζήτημα πρωθυπουργού και κυβερνητικού σχήματος που μπορεί να αποσπάσει ευρύτερη κοινοβουλευτική στήριξη, είτε με την αξιοποίηση της επικείμενων εκλογών είτε ακόμα και νωρίτερα, υπό την ενδεχόμενη επίκληση ιδιαίτερων συνθηκών (βλ. εξελίξεις στην οικονομία, περαιτέρω όξυνση ιμπεριαλιστικών ανταγωνισμών και βαθύτερη εμπλοκή της χώρας, ίσως και σε σχέση με την Τουρκία, ή, πιο πρόσφατα, την υπόθεση των υποκλοπών και την ανάγκη «θεσμικής θωράκισης ενός κράτους δικαίου» υπό την απειλή απόπειρας αποσταθεροποίησης υποκινούμενης από εξωτερικούς ή εσωτερικούς παράγοντες).

Αυτό είναι το πολιτικό στίγμα που, από την πλευρά του ΠΑΣΟΚ-
ΚΙΝΑΛ, ντύνεται με το μανδύα της «αυτόνομης πορείας», ως απάντηση στις πιέσεις που ασκούνται, ώστε να προκαθοριστεί η στάση του ως πιθανός εταίρος είτε της ΝΔ είτε του ΣΥΡΙΖΑ στο κυβερνητικό σχήμα που θα προκύψει από τις επικείμενες εκλογές. Παρά τις διαφορετικές αποχρώσεις επιμέρους τοποθετήσεων του Ν. Ανδρουλάκη και άλλων κορυφαίων στελεχών του ΠΑΣΟΚ όταν προσπαθούν να απαντήσουν σε δημόσιες τοποθετήσεις τους σε αυτό το ερώτημα, ανάλογα και με τα ιδιαίτερα στοιχεία της πολιτικής συγκυρίας ή τα πολιτικά χαρακτηριστικά του εκάστοτε τοποθετούμενου, η προσπάθεια να αναδειχτεί το ιδιαίτερο στίγμα του ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ είναι χαρακτηριστική.

Για παράδειγμα, στο πρόσφατο συνέδριο του ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ ο Ν. Ανδρουλάκης επισήμανε σχετικά: «Μας ρωτάνε “με ποιo κόμμα θα συμπράξουμε”, δήθεν για να μας φέρουν σε δύσκολη θέση. Κανένας από τους δύο δε θέλει να μοιραστεί την εξουσία. Δε θέλουν το ΠΑΣΟΚ, θέλουν τις ψήφους του ΠΑΣΟΚ. Εμείς, όμως, ενωμένοι και δυνατοί, θα αποδείξουμε στις εθνικές εκλογές ότι το ΠΑΣΟΚ δεν επέστρεψε ως ρυθμιστής, αλλά ως πρωταγωνιστής», για να συμπληρώσει σε άλλο σημείο ότι «το βράδυ των εθνικών εκλογών η παράταξή μας θα είναι στην όχθη των νικητών, ισχυρή, δυνατή, περήφανη. Και θα κοιτάμε στην όχθη των ηττημένων τη ΝΔ και το ΣΥΡΙΖΑ που θα έχουν απολέσει την κοινωνική τους δύναμη».4

Τα παραπάνω κάνουν καλύτερα κατανοητή την προσπάθεια που κάνει το ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ να οριοθετηθεί απέναντι τόσο στη ΝΔ όσο και στο ΣΥΡΙΖΑ. Για να επιτελέσει το ρόλο του επίδοξου παρτενέρ σε μια κυβέρνηση συνεργασίας, θα πρέπει να έχει αυτοπροβληθεί ως κάτι το διαφορετικό από ΝΔ και ΣΥΡΙΖΑ, εγκλωβίζοντας τμήμα της λαϊκής δυσαρέσκειας.

Έτσι, απέναντι στην κυβέρνηση της ΝΔ, η κριτική του ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ εστιάζει στην αναποτελεσματικότητα των υλοποιούμενων πολιτικών. Την κατηγορεί για «ιδεοληψία» και για έλλειψη «κοινωνικής ευαισθησίας και δικαιοσύνης». Υποστηρίζει, λοιπόν, ότι μπορεί να υπάρξει μια πιο δίκαιη κοινωνικά αστική διαχείριση, που ν’ ανταποκρίνεται στις σύγχρονες συνθήκες και προκλήσεις. Παράλληλα, απέναντι στο ΣΥΡΙΖΑ, με τον οποίο διαγκωνίζεται για το ποιος αποτελεί το γνήσιο εκφραστή της ευρωπαϊκής σοσιαλδημοκρατίας, επιχειρεί να αντιπαραβάλλει την αξιοπιστία και θεσμική σοβαρότητα της οποίας παρουσιάζεται ως εγγυητής, καθώς και τη ρεαλιστικότητα της υλοποίησης των προτάσεων που προβάλλει.

Όπως χαρακτηριστικά δήλωσε ο διευθυντής της κοινοβουλευτικής ομάδας του ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ, Θ. Γκλαβίνας: «Το πολιτικό και ιδεολογικό οπλοστάσιο της ευρωπαϊκής σοσιαλδημοκρατίας μάς δίνει τις θέσεις που θα μας διαχωρίσουν τόσο από το νεοσυντηρητισμό της Νέας Δημοκρατίας όσο και από το δημαγωγικό και αποστεωμένο λαϊκιστικό ΣΥΡΙΖΑ.»5 
Επίσης, και ο Κ. Σκανδαλίδης σε πρόσφατο άρθρο του σημείωνε χαρακτηριστικά: «Για μια ακόμη φορά η πίεση του μικρού πια και δημοσκοπικά δικομματισμού επιχειρεί να εγκλωβίσει τη δημοκρατική παράταξη στο γνωστό δίλημμα και να αμφισβητήσει την απόφασή της για πολιτική αυτονομία, τόσο προεκλογικά όσο και μετεκλογικά. Και να ακυρώσει το ορατό ενδεχόμενο μιας ανατροπής που θα φέρει την πρωτοβουλία των εξελίξεων στην ελληνική εκδοχή της σοσιαλδημοκρατίας όπως σε τόσες άλλες ευρωπαϊκές χώρες. Με το δικό της πρόγραμμα και κυρίως με το δικό της τρόπο διακυβέρνησης, που αρνείται διαρρήδην την εκδοχή της νεοσυντηρητικής Δεξιάς όσο και αυτή του Αριστερού λαϊκισμού και τυχοδιωκτισμού.»6

 

Η ΑΞΙΟΠΟΙΗΣΗ ΤΗΣ ΥΠΟΘΕΣΗΣ ΤΩΝ ΥΠΟΚΛΟΠΩΝ

Από την άποψη αυτή, είναι χαρακτηριστικός ο άξονας των τοποθετήσεων του ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ σε ό,τι αφορά την υπόθεση των υποκλοπών, κεντρικό πρόσωπο στην οποία, εξάλλου, είναι και ο πρόεδρός του. Η σοβαρή αυτή υπόθεση αποτέλεσε μια ευκαιρία για το ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ, ώστε να εμφανιστεί στο επίκεντρο των πολιτικών εξελίξεων, παίρνοντας το ρόλο του υπερασπιστή, δήθεν, των δημοκρατικών δικαιωμάτων.

Όπως και οι υπόλοιπες αστικές δυνάμεις, βέβαια, η τοποθέτηση του ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ επί του θέματος είναι βαθιά υποκριτική. Από κοινού με τη ΝΔ και το ΣΥΡΙΖΑ, το ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ αποδέχεται πλήρως, δίχως την παραμικρή αμφισβήτηση, το κοινοτικό πλαίσιο φακελώματος όλων, μέσα από ένα πολυπλόκαμο δίκτυο μηχανισμών που έχουν θεσμοθετηθεί και λειτουργούν «νόμιμα». Είναι χαρακτηριστικό ότι δεν υπάρχει η παραμικρή αναφορά στα ζητήματα αυτά στις τοποθετήσεις του. Όπως επίσης δεν υπάρχει η παραμικρή νύξη και αμφισβήτηση, π.χ., της συνεργασίας της ΕΥΠ με την αμερικανική NSA, των πολλών διακρατικών συμφωνιών για τη συνεργασία μεταξύ μυστικών υπηρεσιών και την ανταλλαγή πληροφοριών κλπ. Πώς θα μπορούσε άλλωστε, όταν το ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ, είτε ως κυβέρνηση είτε ως αντιπολίτευση, έχει ψηφίσει, στηρίξει, και συμβάλει στη διαμόρφωση του πολυπλόκαμου πλέγματος από νόμους, κατευθύνσεις, οδηγίες της ΕΕ, με βάση το οποίο διάφορες μυστικές υπηρεσίες, υπηρεσίες ασφαλείας, κρατικοί κατασταλτικοί μηχανισμοί της ΕΕ αλωνίζουν στη χώρα, συνεργάζονται ή «τρακάρουν» μεταξύ τους και με αντίστοιχους μηχανισμούς άλλων κρατών, που επίσης δραστηριοποιούνται στη χώρα (όπως και σε κάθε άλλη).

Πέραν των διάφορων επιμέρους επικοινωνιακών «κορόνων», οι τοποθετήσεις του ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ επί του θέματος εστιάζουν στο «υπερσυγκεντρωτικό» μοντέλο διακυβέρνησης που εφαρμόζεται από την κυβέρνηση Μητσοτάκη, που παραβιάζει συστηματικά το συνταγματικό κράτος δικαίου και ενισχύει χρόνιες παθογένειες της κρατικής λειτουργίας.

Έτσι το ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ προβάλλει την αλλαγή της κυβέρνησης και την υπεράσπιση της αστικής δημοκρατίας, ώστε το αστικό κράτος να οχυρωθεί απέναντι στις σύνθετες σύγχρονες προκλήσεις, αξιοποιώντας κατά το βέλτιστο τρόπο τις δυνατότητες του ευρωπαϊκού πλαισίου. Επιζητά δηλαδή την περαιτέρω θωράκιση του πραγματικού αντιπάλου των δικαιωμάτων του λαού, του σημερινού κράτους της δικτατορίας του κεφαλαίου.

Παρότι η επιχείρηση παρακολούθησης του Ν. Ανδρουλάκη αποτέλεσε τη θρυαλλίδα για την πυροδότηση των εξελίξεων και των διεργασιών που εκτυλίσσονται στο πολιτικό σκηνικό με αφορμή την υπόθεση των υποκλοπών, το ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ, έχοντας μακρά διαδρομή ως κυβερνητική δύναμη και ισχυρή διείσδυση στον κρατικό μηχανισμό, δεν μπορεί να κάνει ούτε τον έκπληκτο, ούτε τον ανήξερο για τη λειτουργία και δράση διαφόρων μηχανισμών και υπηρεσιών, εγχώριων και ξένων, που οργανώνουν και ύστερα «κουκουλώνουν» υποκλοπές και παρακολουθήσεις. Άλλωστε, έχει συμπράξει στη διαμόρφωση του επικίνδυνου και αντιδραστικού θεσμικού πλαισίου που έχει διαμορφωθεί και καλύπτει τέτοιες ενέργειες. Για παράδειγμα, κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ ήταν αυτή που θέσπισε το ν. 2225/1994, με βάση τον οποίο οι παρακολουθήσεις θεωρούνται «νόμιμες», ενώ το ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ υπερψήφισε την τροπολογία της κυβέρνησης της ΝΔ το Μάρτη του 2021, με την οποία καταργήθηκε η υποχρέωση ενημέρωσης του «στόχου» μετά την ολοκλήρωση της διαδικασίας παρακολούθησης, εφόσον η άρση απορρήτου έχει γίνει με την επίκληση λόγων «εθνικής ασφάλειας».

Από την άποψη αυτή, αποκαλύπτεται και πόσο κάλπικη είναι η προπαγάνδα του ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ, όπως και των άλλων αστικών δυνάμεων, περί διαφάνειας και διασφάλισης του απορρήτου των επικοινωνιών. Προσπαθούν με τον τρόπο αυτό να αποκρύψουν από το λαό την πραγματικότητα που διαμορφώνεται στο έδαφος της αντίφασης που ενυπάρχει σε κάθε αστικό κράτος, όπου ως δήθεν «προστάτης» και εγγυητής των λαϊκών δικαιωμάτων και ελευθεριών εμφανίζεται ο ίδιος ο καταπατητής τους, το αστικό κράτος και οι μηχανισμοί του, που υπάρχουν και λειτουργούν για να υπηρετούν και θωρακίζουν πολύπλευρα την εξουσία και τα συμφέροντα του κεφαλαίου, σε βάρος του λαού και των δικαιωμάτων του.

 

ΠΑΡΕΛΘΟΝ ΚΑΙ ΜΕΛΛΟΝ: ΟΙ ΠΑΛΙΕΣ «ΚΑΛΕΣ ΜΕΡΕΣ» ΚΑΙ Ο ΜΥΘΟΣ ΤΗΣ ΕΠΙΣΤΡΟΦΗΣ

Επιχειρώντας να οριοθετήσει τη σχέση του σημερινού ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ ως προς το βεβαρυμμένο κυβερνητικό παρελθόν του κόμματος, μιλώντας στο συνέδριο του ΠΑΣΟΚ ο Ν. Ανδρουλάκης σημείωσε, μεταξύ άλλων: «Πήραμε τα μαθήματα της οικονομικής κρίσης κι έχουμε αλλάξει πραγματικά. Δε θα ξαναπληγώσουμε τον ελληνικό λαό, ό,τι τον πλήγωσε μένει πίσω στο περιθώριο της Ιστορίας. Γινόμαστε ένα κόμμα της προόδου, του ρεαλισμού, της ευρωπαϊκής Σοσιαλδημοκρατίας, έτοιμο να προσφέρει λύσεις και μια ισχυρή κυβέρνηση για ένα λαό που ζητά πάνω απ’ όλα την αξιοπρέπειά του γι’ αυτόν, τα παιδιά του και τα εγγόνια του», προβάλλοντας σε άλλο σημείο το κόμμα του ως συνέχεια της παράταξης που ίδρυσε ο Ελ. Βενιζέλος και επανίδρυσε μετά τη μεταπολίτευση ο Α. Παπανδρέου.7

Το ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ επενδύει στο γεγονός ότι πλέον έχει περάσει αρκετό χρονικό διάστημα αφότου είχε αναλάβει κυβερνητικές ευθύνες, χρόνος κατά τον οποίο κατάφερε να επιδείξει αξιοσημείωτη ανθεκτικότητα, έστω και με σημαντικά μειωμένα εκλογικά ποσοστά σε σχέση με το παρελθόν, διατηρώντας όμως δεσμούς και διείσδυση σε σημαντικό μέρος της κοινωνικής του βάσης, εκφράζοντας ταυτόχρονα και ένα «αντιΣΥΡΙΖΑ» αντανακλαστικό σε τμήμα της που αντιστάθηκε στην «άλωση» από το ΣΥΡΙΖΑ του χώρου που παραδοσιακά εξέφραζε τα προηγούμενα χρόνια, διατηρώντας ταυτόχρονα κι ένα «αντιδεξιό» αντανακλαστικό από το παρελθόν. Σε αυτό το εγχείρημα αξιοποιεί ως αντιπαράδειγμα την πείρα που έχει πλέον συσσωρευτεί από τα πεπραγμένα των κυβερνήσεων ΣΥΡΙΖΑ και ΝΔ που ακολούθησαν, επενδύοντας και στο θυμικό ενός σημαντικού τμήματος της ελληνικής κοινωνίας που αναπολεί τα «παλιά καλά χρόνια με το ΠΑΣΟΚ». Ένα θυμικό που αναμοχλεύεται, συντηρείται και περνά και σε νεότερες γενιές, μέσα και από την παρέμβαση επιτελείων της αστικής τάξης.

Φυσικά, εκείνα τα «παλιά καλά χρόνια» είναι αυτά που στιγματίζονται από την αποφασιστική προώθηση σημαντικών οικονομικών και κοινωνικών μεταρρυθμίσεων που ήταν τότε απαραίτητες για την αστική τάξη της χώρας, θέτοντας τις βάσεις για ένταση της εκμετάλλευσης της εργατικής τάξης και αξιοποιώντας παράλληλα τις συνθήκες που κληροδότησε στη χώρα και το κίνημα η περίοδος που ακολούθησε την αποκατάσταση του αστικού κοινοβουλευτισμού μετά από τη στρατιωτική δικτατορία.8

Βασικοί στόχοι τους οποίους κλήθηκαν να υπηρετήσουν οι κυβερνήσεις του ΠΑΣΟΚ τις δεκαετίες του ’80 και του ’90, και τους οποίους πέτυχαν για λογαριασμό του κεφαλαίου, ήταν η αναβάθμιση της θέσης της χώρας στο πλαίσιο του ΝΑΤΟ, η προώθηση σημαντικών καπιταλιστικών αναδιαρθρώσεων με στόχο την ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας του κεφαλαίου, η θεσμική οργάνωση και ανάπτυξη του λεγόμενου «κράτους πρόνοιας», η ποσοτική και ποιοτική αναβάθμιση του ειδικευμένου επιστημονικού δυναμικού για να υπηρετήσει τις τότε ανάγκες της υπό αναδιάρθρωση καπιταλιστικής οικονομίας, η αντίστοιχη προσαρμογή του αστικού ιδεολογικού εποικοδομήματος.

Είναι η περίοδος που σημαδεύεται από την αναδιάρθρωση στην κλαδική σύνθεση της μεταποίησης αλλά και την ανάπτυξη νέων βιομηχανικών κλάδων και τομέων της οικονομίας, την πολιτικά εκσυγχρονισμένη διαχείριση του συστήματος, καθώς και την εκτεταμένη παρέμβαση του ΠΑΣΟΚ στο Δημόσιο και τις τότε ΔΕΚΟ, με προσλήψεις πολιτικά ελεγχόμενων, ώστε να διαμορφώσει μια νέα κοινωνική βάση για την προώθηση των πολιτικών που είχαν και τότε το στίγμα της ευρωπαϊκής σοσιαλδημοκρατίας. Είναι, επίσης, η περίοδος εκείνη που το ΠΑΣΟΚ μπόρεσε να αξιοποιήσει τον πρωταγωνιστικό ρόλο που ήθελε ν’ αναλάβει η αστική τάξη της χώρας στην περιοχή του τότε «μαλακού υπογαστρίου» τής –προ καπιταλιστικής παλινόρθωσης– Ανατολικής Ευρώπης, σταθεροποιώντας την αστική εξουσία με την απονεύρωση του εργατικού-λαϊκού κινήματος, το οποίο και μπόρεσε να ενσωματώσει, αλλά και τη στρατηγικής σημασίας για την αστική τάξη συμμετοχή της χώρας στην τότε ΕΟΚ και το ΝΑΤΟ.

Αυτό που έδωσε στο ΠΑΣΟΚ τη δυνατότητα να επιτελέσει αυτό το ρόλο, ήταν η ικανότητα που επέδειξε στην προώθηση της ταξικής συνεργασίας και την ενσωμάτωση του εργατικού-λαϊκού κινήματος. Στην κατεύθυνση αυτή, αξιοποίησε τις κοινοτικές χρηματοδοτήσεις (με τα «πακέτα Ντελόρ» τότε να παίζουν το ρόλο που προπαγανδιστικά επιθυμεί να αποδώσει το ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ σήμερα στους πόρους από το Ταμείο Ανάκαμψης), ενώ άνοιξε περισσότερο η «κάνουλα» του τραπεζικού δανεισμού, ιδίως προς τα νοικοκυριά (τόσο για καταναλωτικά όσο και για στεγαστικά δάνεια) και τις μικρές επιχειρήσεις με σχετικά πιο ευνοϊκούς όρους. Ως αποτέλεσμα των παραπάνω, υπήρξε και αξιοποιήθηκε τότε η δυνατότητα προσωρινά για μείωση της απόλυτης εξαθλίωσης και αναβαθμίστηκαν ως ένα βαθμό οι υλικοί όροι ζωής σημαντικού τμήματος των εργαζόμενων της χώρας. Φυσικά δεν αναιρέθηκε ούτε στο ελάχιστο η ένταση της σχετικής εξαθλίωσης των εργαζόμενων, δηλαδή το μικρό ποσοστό του πλούτου που έφτανε στα χέρια τους συγκριτικά με τον όγκο που οι ίδιοι παρήγαγαν ετησίως.

Η «επιστροφή» σε εκείνα τα χρόνια είναι όνειρο απατηλό αλλά και ανέφικτη. Όνειρο απατηλό, γιατί θυμίζουν σκόπιμα μόνο το «τυράκι» κι όχι τη «φάκα» της τοτινής περιόδου, και τις μεγάλες υπηρεσίες ενσωμάτωσης του εργατικού-λαϊκού κινήματος που πρόσφερε το ΠΑΣΟΚ. Πρόκειται, άλλωστε, ακριβώς για εκείνη την περίοδο κατά την οποία τέθηκαν οι βάσεις για την ανάπτυξη του πολυπλόκαμου μηχανισμού με τον οποίο πλέον η αστική τάξη της χώρας διατηρεί την εξουσία της και προάγει τα στρατηγικά συμφέροντά της στο πλαίσιο της ΕΕ και του ΝΑΤΟ. Ανέφικτη, γιατί οι συνθήκες που επέτρεψαν –ή και επέβαλαν– τότε τις «παροχές» και την «ευμάρεια» που πολλοί αναπολούν ήταν γεννήματα εκείνης της περιόδου, που επέβαλαν εκτεταμένη κρατική παρέμβαση για την περαιτέρω ενσωμάτωση του κινήματος, με δεδομένη και την ύπαρξη των σοσιαλιστικών κρατών στον περίγυρο της χώρας. Σήμερα, όμως, τα περιθώρια ελιγμών της αστικής τάξης είναι πολύ διαφορετικά και πολύ περιορισμένα σε σχέση με τότε.

 

ΤΟ ΤΑΞΙΚΟ ΠΡΟΣΗΜΟ ΤΟΥ «ΣΥΓΧΡΟΝΟΥ ΣΟΣΙΑΛΔΗΜΟΚΡΑΤΙΚΟΥ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΟΣ» ΤΟΥ ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ

Η πρόταση του ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ συνίσταται στην προβολή ενός δήθεν πιο «ανθρώπινου» και «κοινωνικά δίκαιου» καπιταλισμού στον 21ο αιώνα, ακολουθώντας την ατζέντα της ευρωπαϊκής και διεθνούς σοσιαλδημοκρατίας. Δεν είναι εξάλλου λίγες οι αναφορές του «μοντέλου» και τα κυβερνητικά πεπραγμένα των σοσιαλδημοκρατικών κυβερνήσεων σε χώρες όπως η Ισπανία και η Πορτογαλία.

Το «σύγχρονο σοσιαλδημοκρατικό πρόγραμμα» που προβάλλει το ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ αποτελείται ουσιαστικά από μια δέσμη προτάσεων με γνώμονα την ενίσχυση της ανθεκτικότητας και της ανταγωνιστικότητας της καπιταλιστικής οικονομίας της χώρας. Βασικά του σημεία αποτελούν:

  • Η εύστοχη αξιοποίηση των πόρων του Ταμείου Ανάκαμψης και άλλων κοινοτικών χρηματοδοτικών εργαλείων για την ανάπτυξη της κερδοφορίας των επιχειρηματικών ομίλων.
  • Η ενίσχυση των λειτουργιών του αστικού κράτους, ώστε να αναβαθμιστεί η ικανότητά τους στη διασφάλιση και προώθηση των στρατηγικών συμφερόντων της αστικής τάξης.
  • Οι κάλπικες διακηρύξεις για τη λεγόμενη «μείωση των ανισοτήτων».
  • Η παρουσίαση της δική του εκδοχής μιας υποτιθέμενης «δίκαιης» πράσινης μετάβασης της καπιταλιστικής οικονομίας και παραγωγής.

 

ΣΤΟ ΕΠΙΚΕΝΤΡΟ Η ΑΞΙΟΠΟΙΗΣΗ ΚΟΙΝΟΤΙΚΩΝ ΠΟΡΩΝ ΓΙΑ ΤΗ ΣΤΗΡΙΞΗ ΤΩΝ ΕΠΙΧΕΙΡΗΜΑΤΙΚΩΝ ΟΜΙΛΩΝ

Κεντρικό ρόλο στις προτάσεις του ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ έχει η αξιοποίηση του Ταμείου Ανάκαμψης, δηλαδή του «υπερμνημονίου διαρκείας» που στραγγαλίζει το λαό με τα προαπαιτούμενα που θέτει για την εκταμίευση πακτωλού εκατομμυρίων από την υπερφορολόγησή του για τη στήριξη των μονοπωλιακών ομίλων, και του ΕΣΠΑ της Προγραμματικής Περιόδου 2021-2027, δηλαδή ενός βασικού χρηματοδοτικού εργαλείου για αναδιαρθρώσεις και επενδύσεις με γνώμονα τις ιεραρχήσεις των επιχειρηματικών ομίλων και του αστικού κράτους.

Όπως χαρακτηριστικά έχει αναφέρει ο πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ Ν. Ανδρουλάκης, «το Ταμείο Ανάκαμψης, μαζί με το νέο ΕΣΠΑ είναι η χρυσή ευκαιρία για να αλλάξει το παραγωγικό μοντέλο και να αυξηθεί η εθνική προστιθέμενη αξία»,9 με την κοινοβουλευτική εκπρόσωπο του ΠΑΣΟΚ-
ΚΙΝΑΛ Ν. Γιαννακοπούλου να προσθέτει ότι «[η] μείωση της ανεργίας, η εξασφάλιση εργασίας στους νέους, η κοινωνική στέγη και το δημογραφικό είναι κρίσιμα θέματα που συνδέονται και η επίλυσή τους απαιτεί πολιτική βούληση και μακροχρόνιο Εθνικό σχέδιο, με αξιοποίηση όλων των διαθέσιμων πόρων, του Ταμείου Ανάκαμψης, του νέου ΕΣΠΑ και των Εθνικών πόρων».

Συγκεκριμένα, το ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ προτείνει κοινές ευρωπαϊκές συμφωνίες, επιτάχυνση, επέκταση και τελικά μονιμοποίηση και ενίσχυση των στόχων του Ταμείου Ανάκαμψης. Επιδιώκει δηλαδή την πιο αποτελεσματική στήριξη των μονοπωλιακών ομίλων, που για τους εργαζόμενους και το λαό θα μεταφραστεί σε νέα βάρη για την αποπληρωμή των νέων κρατικών δανείων, σε μεγαλύτερη απώλεια του λαϊκού εισοδήματος, σε επέκταση των ελαστικών εργασιακών σχέσεων, σε ένταση της εκμετάλλευσης στους εργασιακούς χώρους, σε απώλεια δικαιωμάτων, που είναι εξάλλου και τα προαπαιτούμενα για την καπιταλιστική ανάπτυξη και την προσέλκυση επενδύσεων. Στην ουσία το ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ επιζητεί μια πιο αποτελεσματική εφαρμογή του μνημονίου διαρκείας, που είναι το Ταμείο Ανάκαμψης και οι κατευθύνσεις της ΕΕ, που θα πληρώνει με όλους τους τρόπους ο λαός και θα εξυπηρετεί τα συμφέροντα του κεφαλαίου.

Οι προτάσεις του ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ αναδεικνύουν το ρόλο που επιζητεί να επιτελέσει το αστικό κράτος, αξιοποιώντας κατάλληλα τους πόρους από το Ταμείο Ανάκαμψης και το νέο ΕΣΠΑ, για τη στήριξη των επιχειρηματικών ομίλων, για την ενίσχυση της ρευστότητας στην αγορά και τη διαμόρφωση μιας «στεφάνης» υποστήριξης της φυτοζωίας των φτωχών επαγγελματιών και αναδιανομή της ανέχειας των πολλών.

Παρά την προσπάθειά του να διαφοροποιηθεί από τις άλλες αστικές πολιτικές δυνάμεις σε ό,τι αφορά το σχέδιό του για την αξιοποίηση των πόρων του Ταμείου Ανάκαμψης, η σκληρή καπιταλιστική πραγματικότητα έρχεται να επιβεβαιώσει ότι τα περιθώρια διαφοροποιήσεων είναι τόσο στενά, που η μεταξύ τους διαπάλη αφορά μόνο το ποιο τμήμα της αστικής τάξης είναι αυτό που θα ενισχυθεί περισσότερο από τους ανταγωνιστές του και το με ποιο τρόπο μπορεί να αποσπαστεί καλύτερα η κοινωνική συναίνεση στην ούτως ή άλλως προδιαγεγραμμένα αντιδραστική πολιτική.

Είναι χαρακτηριστικό, για παράδειγμα, ότι βασική αιχμή της κριτικής που ασκεί το ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ στην κυβέρνηση της ΝΔ σε σχέση με την κατανομή των πόρων από το Ταμείο Ανάκαμψης είναι πως «με ευθύνη της κυβέρνησης τα ποσά που θα κατευθυνθούν για την “Πράσινη Μετάβαση” (37% επί του συνόλου) είναι αισθητά χαμηλότερα από τα απαιτούμενα, ιδίως αν συγκριθούν με τα ποσά άλλων, ήδη περιβαλλοντικά προηγμένων χωρών, όπως, π.χ., Γερμανία, Αυστρία και Δανία...».10

Με την αξιοποίηση των πόρων από το Ταμείο Ανάκαμψης και το νέο ΕΣΠΑ να αποτελούν τους βασικούς πυλώνες της προγραμματικής πρότασης του ΠΑΣΟΚ, θα δούμε και στη συνέχεια το πώς εντάσσονται και σε άλλες πλευρές της. Αυτό που ήδη βγάζει μάτι, όμως, είναι η πλήρης σύμπλευση με τη ΝΔ και το ΣΥΡΙΖΑ στο ότι αυτό αποτελεί το ήδη συμφωνημένο κοινό πρόγραμμα της επόμενης κυβέρνησης, με στόχο την τροφοδότηση των επιχειρηματικών ομίλων και των «πράσινων» και «ψηφιακών» επιχειρηματικών τους σχεδίων με νέο πακτωλό χρημάτων, με «αντάλλαγμα» σκληρά αντιλαϊκά μέτρα και καπιταλιστικές αναδιαρθρώσεις. Η μόνη διαφωνία τους αφορά το σε ποιους επιχειρηματικούς ομίλους θα κατευθυνθούν τα κονδύλια αυτά.

Το ταξικό πρόσημο της πολιτικής που προτείνει το ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ αναδεικνύεται και από την τοποθέτησή του σχετικά με ένα από τα πιο σοβαρά προβλήματα δημοσιονομικής διαχείρισης με τα οποία βρίσκεται αντιμέτωπη η κυβέρνηση της ΝΔ και το οποίο θα «φορτωθεί στις πλάτες» και της επόμενης αστικής κυβέρνησης της χώρας, στην οποία επιδιώκει να συμμετέχει το ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ. Πρόκειται για το ενδεχόμενο επιπτώσεων στο δημόσιο χρέος από το πρόγραμμα «Ηρακλής», δηλαδή την πώληση τιτλοποιημένων «κόκκινων» δανείων των τραπεζών στις αγορές, με εγγυήσεις του δημοσίου. Με το πρόγραμμα να λήγει τον Οκτώβρη του 2022, το θέμα εξακολουθεί να αποτελεί αντικείμενο σφοδρής ενδοαστικής διαπάλης, καθώς η EUROSTAT έχει ζητήσει να εγγραφεί το σύνολο των κρατικών εγγυήσεων (23 δισ. ευρώ) για τραπεζικό δανεισμό επιχειρηματικών ομίλων στο δημόσιο χρέος, με την κυβέρνηση της ΝΔ να διαπραγματεύεται με τα επιτελεία της ΕΕ για τον περιορισμό της επαπειλούμενης ετήσιας δημοσιονομικής επιβάρυνσης.

Το ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ επισημαίνει ότι το ποσό που ενδέχεται να προκύψει ως επιπρόσθετο δημοσιονομικό βάρος από τις κρατικές εγγυήσεις του «Ηρακλή» και θα εγγραφεί στο χρέος θα υπερκάλυπτε τη μείωση 2% των ασφαλιστικών εισφορών για το 2022 για τις επιχειρήσεις, ελαφρύνοντάς τες μετά την αύξηση του κατώτατου μισθού. Δηλαδή, όχι μόνο βλέπει την αύξηση-παρωδία του κατώτατου μισθού, που υπολείπεται ακόμα και της σωρευτικής επιβάρυνσης από την αύξηση του πληθωρισμού, ως πρόσθετο βάρος για τις μεγάλες επιχειρήσεις (που αντλούν κέρδη από την εκμετάλλευση της απλήρωτης εργασίας των εργαζομένων τους), αλλά επιζητεί και τη μεγαλύτερη μείωση των ασφαλιστικών εισφορών που αυτές καταβάλλουν, με το βάρος να μετατίθεται και πάλι στις τσέπες των εργαζόμενων, που ήδη πληρώνουν τις δικές τους εισφορές και –μέσω της φορολογίας– τη συμμετοχή του κράτους στα ασφαλιστικά ταμεία!

 

ΤΟ ΜΑΣΚΑΡΕΜΑ ΤΟΥ ΕΠΙΤΕΛΙΚΟΥ ΑΣΤΙΚΟΥ ΚΡΑΤΟΥΣ ΩΣ «ΚΟΙΝΩΝΙΚΟΥ»

Επιδιώκοντας να δώσει το στίγμα ότι δήθεν η σοσιαλδημοκρατία μπορεί να εγγυηθεί μια ισχυρή δημοκρατία με κοινωνικό πρόσωπο, στην ομιλία του για τη φετινή επέτειο της ίδρυσης του ΠΑΣΟΚ, ο πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ εστίασε στο προπαγανδιστικό σύνθημα ότι «δεν υπάρχει ισχυρή Δημοκρατία χωρίς ένα λαό που θα ζει με ευημερία και το αντίστροφο» και προχώρησε σε απαρίθμηση σημαντικών παρεμβάσεων προηγούμενων κυβερνήσεων του ΠΑΣΟΚ στη λειτουργία του αστικού κράτους.

Έτσι, μεταξύ άλλων, σημείωσε ότι το ΠΑΣΟΚ «προχώρησε στον θεσμικό εκσυγχρονισμό του κράτους μας (...). Είμαστε η Παράταξη που αγωνίστηκε να σπάσει τον συγκεντρωτισμό της εξουσίας, το πελατειακό κατεστημένο, με την αιρετή αυτοδιοίκηση και κατοχύρωσε στην πράξη την αξιοκρατία με το ΑΣΕΠ! Είμαστε η Παράταξη που θέσπισε τους θεσμούς ελέγχου της ασυδοσίας της εξουσίας, με τις Ανεξάρτητες Αρχές και τη ΔΙΑΥΓΕΙΑ!». Αυτή η πολιτική παρακαταθήκη έρχεται, σύμφωνα με τον πρόεδρο του ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ, σε αντιδιαστολή με τα πεπραγμένα της κυβέρνησης της ΝΔ και την αντίληψή της περί «επιτελικού κράτους», το οποίο δεν είναι τίποτε άλλο από «μία κλειστή κάστα συμφερόντων, που χρησιμοποιεί τους Υπουργούς ως εκτελεστικά πιόνια, χωρίς φωνή και χωρίς άποψη».11

Η στόχευση του ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ είναι διττή. Από τη μια πασχίζει να αφήσει στο απυρόβλητο τον πραγματικό αντίπαλο των δικαιωμάτων του λαού, το σημερινό κράτος της δικτατορίας του κεφαλαίου, το σύγχρονο αστικό κράτος, που όσοι εκσυγχρονισμοί λειτουργιών και διαδικασιών του κι αν προωθηθούν δεν παύει να είναι το κράτος που μόνο λόγο ύπαρξης έχει να υπηρετεί σταθερά και αποφασιστικά το δίκιο του ισχυρότερου, τα συμφέροντα των μονοπωλιακών ομίλων σε βάρος του λαού. Είναι το κράτος αυτό που η καλύτερη λειτουργία του σημαίνει ταχύτητα και αποτελεσματικότητα στην προώθηση της αντιλαϊκής πολιτικής. Όποιον προσδιορισμό και αν του βάλει κανείς (π.χ. «ψηφιακό», «κοινωνικά ευαίσθητο», «δίκαιο», «των πολλών κι όχι των λίγων», «κοντά στον πολίτη» κλπ., με το ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ και το ΣΥΡΙΖΑ να συναγωνίζονται μεταξύ τους και με τη ΝΔ για το ποιος θα βρει την πιο εύηχη ταμπέλα) δεν αλλάζει το γεγονός ότι είναι το κράτος που, σε όλη την ιστορική του διαδρομή, ανεξάρτητα από την εκάστοτε συγκεκριμένη δομή και διάρθρωσή του, ήταν και είναι το όργανο άσκησης της δικτατορίας του κεφαλαίου. Η επιλεκτικότητα του αστικού κράτους σημαίνει εξάλλου την απαραίτητη προσαρμογή του στις σύγχρονες ανάγκες του κεφαλαίου.12

Από την άλλη, το ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ πασχίζει να δείξει ότι αποτελεί τη διαχρονικά «αυθεντική» και αποτελεσματική μεταρρυθμιστική δύναμη, που, όπως έχει κάνει στο παρελθόν, μπορεί και πάλι ν’ αναμορφώσει την κρατική λειτουργία, ώστε να εξυπηρετεί τις ανάγκες της αστικής τάξης στις σημερινές συνθήκες, σε αντιδιαστολή με τη ΝΔ και το ΣΥΡΙΖΑ, που επιδιώκουν να «χειραγωγούν τους θεσμούς» και να «ελέγχουν τους “αρμούς” της εξουσίας».13 Κι αν με τον τρόπο αυτό απευθύνεται στην αστική τάξη της χώρας, δεν παύει ταυτόχρονα να επιδιώκει να πείσει το λαό ότι υπάρχει τρόπος, με αλλαγή στο επίπεδο της διακυβέρνησης, το αστικό κράτος να υπηρετεί το «δημόσιο συμφέρον», να συμβάλλει στην καταπολέμηση των κοινωνικών διακρίσεων και ανισοτήτων κι άλλα τέτοια που ακούγονται όμορφα στα λόγια, αλλά απέχουν παρασάγγας από την πραγματικότητα. Γιατί όλες οι λειτουργίες του αστικού κράτους, όποια κι αν είναι η δομή και η θεσμική οργάνωση και διάρθρωσή του, όποια κι αν είναι η σύνθεση της εκάστοτε αστικής κυβέρνησης, από κοινού και ενιαία υπηρετούν τα συμφέροντα του κεφαλαίου. Όλες οι μεταρρυθμίσεις κι αναδιαρθρώσεις που έχουν προωθηθεί τα τελευταία χρόνια σε ό,τι αφορά τον κρατικό μηχανισμό, στόχο έχουν να οργανώσουν πιο αποτελεσματικά τη δικτατορία του κεφαλαίου, με το αστικό κράτος να μπορεί να επιτελεί καλύτερα τον αντιδραστικό του ρόλο σε όλες τις πλευρές της οικονομικής και κοινωνικής δραστηριότητας.

Το ταξικό πρόσημο στην προσέγγιση από το ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ των ζητημάτων περί κράτους και δημόσιας διοίκησης αναδεικνύεται, μεταξύ άλλων, και από το πώς στέκεται σε σχέση με βασικά ζητήματα που απασχολούν τους εργαζομένους στο δημόσιο. Για παράδειγμα, ο μετασχηματισμός του αστικού κράτους, ώστε ν’ ανταποκρίνεται πιο επιτελικά και αποτελεσματικά στις απαιτήσεις της υποστήριξης των συμφερόντων των επιχειρηματικών ομίλων στις σημερινές συνθήκες, προϋποθέτει ανάμεσα σε άλλα και την επέκταση των ελαστικών σχέσεων σε μεγάλο μέρος των εργαζομένων στους κρατικούς φορείς. Το ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ όχι απλώς δε θέτει το συγκεκριμένο ζήτημα (πώς θα μπορούσε άλλωστε, αφού οι προηγούμενες κυβερνήσεις στις οποίες συμμετείχε πρωτοστάτησαν σε αυτήν την εξέλιξη), αλλά ταυτόχρονα «κλείνει το μάτι» σε πιθανή εκλογική «πελατεία», υποσχόμενο προσλήψεις σε μόνιμες θέσεις. Ακόμα και σε ό,τι αφορά τα μισθολογικά ζητήματα της κρατικής υπαλληλίας, δε θέτει καν ζήτημα περί του «ενιαίου μισθολογίου», αλλά αρκείται στο να παροτρύνει την κυβέρνηση «να αναζητήσει τον δημοσιονομικό χώρο, ώστε να εξεταστεί η επαναφορά των δώρων Χριστουγέννων, Πάσχα, άδειας στο Δημόσιο, όπως ακριβώς συμβαίνει και στον ιδιωτικό τομέα»,14 λες και το κόστος ζωής και οι ανάγκες των εργαζόμενων στο δημόσιο περιμένουν τη διαμόρφωση κατάλληλου δημοσιονομικού χώρου για να εμφανιστούν και να αυξηθούν.

 

ΟΙ ΚΑΛΠΙΚΕΣ ΔΙΑΚΗΡΥΞΕΙΣ ΠΕΡΊ «ΜΕΙΩΣΗΣ ΤΩΝ ΑΝΙΣΟΤΗΤΩΝ»

Στην προμετωπίδα των προτάσεων του ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ βρίσκεται το σύνθημα περί μείωσης των κοινωνικών ανισοτήτων. Ευαγγελίζεται μια κοινωνικά δίκαιη καπιταλιστική ανάπτυξη, την οποία ισχυρίζεται ότι μπορεί να εγγυηθεί ως κυβερνητική δύναμη, αξιοποιώντας τα περιθώρια ρυθμιστικής παρέμβασης του κράτους, το ευρωπαϊκό θεσμικό πλαίσιο και τις «βέλτιστες πρακτικές» άλλων σοσιαλδημοκρατικών κυβερνήσεων. Στην πραγματικότητα, όμως, η περαιτέρω ώθηση της καπιταλιστικής ανάπτυξης που παρουσιάζει ως «φάρμακο» δεν είναι παρά αυτό που προκαλεί τις «κοινωνικές ανισότητες». Με άλλα λόγια, παρουσιάζει τάχα ως λύση την ίδια την πηγή του προβλήματος.

Είναι χαρακτηριστικό ότι σε πρόσφατη ανακοίνωση του Τομέα Οικονομικών, για την άνοδο του πληθωρισμού που παγιώνεται, υπογραμμίζεται ότι «οι επιλεκτικές φοροελαφρύνσεις από τη συντηρητική κυβέρνηση της ΝΔ στο μεγάλο πλούτο, σε συνδυασμό με τις οριζόντιες παροχές με χρήματα από την υπεραπόδοση της έμμεσης φορολογίας και τον δημόσιο δανεισμό, έχουν ως αποτέλεσμα την περαιτέρω αύξηση των ανισοτήτων».15 Η αιτία, δηλαδή, της αύξησης των ανισοτήτων εντοπίζεται στον τρόπο με τον οποίο διαχειρίζεται την οικονομία η κυβέρνηση της ΝΔ κι όχι στο γεγονός ότι αυτή, όπως και κάθε άλλη διαχείριση, είναι δέσμια των νομοτελειών της καπιταλιστικής οικονομίας, που καθιστά αδύνατη για κάθε αστική κυβέρνηση τη λύση του γόρδιου δεσμού του συνδυασμού της ακρίβειας με την «εξέλιξη του ελλείμματος του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών που εκτός από προάγγελος μακροοικονομικών και δημοσιονομικών ανισορροπιών, υποκρύπτει και νέες πληθωριστικές πιέσεις για την εγχώρια οικονομία τους επόμενους μήνες», όπως εντοπίζεται στην ίδια ανακοίνωση. Εξ ου και η κριτική του για την οικονομική πολιτική της κυβέρνησης εξαντλείται στο ότι ασκεί «μια άδικη και αναποτελεσματική οικονομική διαχείριση που διαβρώνει την αγοραστική δύναμη των πολιτών, αυξάνει τις ανισότητες και εκτινάσσει το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών», με το ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ να την εγκαλεί γιατί δεν αξιοποιεί «την ευελιξία που της προσφέρει η παράταση της ενεργοποίησης της ρήτρας διαφυγής για ακόμη ένα έτος, ώστε να οχυρώσει τα δημόσια οικονομικά»,16 όπως τονίζεται σε ανακοίνωση του Τομέα Οικονομίας για τους κυβερνητικούς πανηγυρισμούς για την έξοδο της χώρας από τη λεγόμενη «ενισχυμένη εποπτεία».

Μια βασική στόχευση των προτάσεων του ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ, που υποτίθεται ότι θα συμβάλουν στη μείωση των κοινωνικών ανισοτήτων, είναι η διαχείριση της ακραίας φτώχειας και στήριξης των πολύ χαμηλών εισοδημάτων. Αυτό είναι το πραγματικό περιεχόμενο προτάσεων όπως η επέκταση των επιδομάτων ανεργίας σε περισσότερους δικαιούχους και για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα και η νέα μορφή ΕΚΑΣ για χαμηλοσυνταξιούχους, καθώς διαβλέπει ότι οι έντονες πληθωριστικές πιέσεις και η επαπειλούμενη νέα κρίση στην ευρωζώνη και την ΕΕ, σε συνθήκες επιβράδυνσης της διεθνούς καπιταλιστικής οικονομίας, θα γονατίσει ακόμα περισσότερους, για ακόμα μεγαλύτερο διάστημα. Ταυτόχρονα, όμως, το ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ διαβλέπει στους κινδύνους αυτούς και ευκαιρίες για τη στήριξη της επιχειρηματικής δραστηριότητας των μεγάλων ομίλων.

Για παράδειγμα, είναι χαρακτηριστικός ο τρόπος με τον οποίο αναδεικνύει το πρόβλημα του κόστους στέγης, προβάλλοντας μάλιστα ως παράδειγμα τις αντίστοιχες πολιτικές παρεμβάσεις σοσιαλδημοκρατικών κυβερνήσεων σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες (π.χ. Πορτογαλία, Ισπανία). Η πρόταση του ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ για το συγκεκριμένο θέμα αφορά την αξιοποίηση του Ταμείου Ανάκαμψης για την κατασκευή κατοικιών, που θα μπορούσαν να δοθούν για ενοικίαση σε χαμηλότερη τιμή με κοινωνικά κριτήρια. Έχοντας ανοίξει το ζήτημα αυτό προτού η ΝΔ και ο 
ΣΥΡΙΖΑ το ανεβάσουν επίσης ψηλά στην ατζέντα τους, καταθέτοντας παραπλήσιες στη λογική τους προτάσεις, το ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ επιχειρεί να κρύψει την πραγματικότητα: Ποτέ και πουθενά μέσα από αυτό το δρόμο δεν αντιμετωπίστηκε το κόστος στέγης. Ακόμα και αν διατηρηθούν για μια περίοδο σχετικά χαμηλά τα ενοίκια εκεί, η σύγκριση θα γίνεται με την εκτόξευση των τιμών τους στο σύνολο των κατοικιών, ενώ η πείρα δείχνει ότι ακόμα και αυτό δεν είναι διασφαλισμένο. Πέραν αυτών, όμως, είναι ούτως ή άλλως δεδομένο ότι ο αριθμός των ωφελουμένων από τέτοια προγράμματα είναι πολύ μικρός σε σχέση με τις ανάγκες. Η άλλη όψη του νομίσματος αφορά το δεύτερο σκέλος της πρότασης του ΠΑΣΟΚ-
ΚΙΝΑΛ για την «κοινωνική κατοικία», αυτό που εξασφαλίζει στους ιδιοκτήτες που θα εντάξουν τα οικήματά τους στο προτεινόμενο «δημόσιο αποθεματικό δημόσιων κατοικιών» φοροελαφρύνσεις, χρηματοδοτήσεις για την ενεργειακή αναβάθμισή τους και υποστήριξη της μακροχρόνιας ενοικίασής τους. Δεν είναι διόλου τυχαίο ότι οι προτάσεις αυτές διατυπώνονται την ώρα που χιλιάδες λαϊκές κατοικίες βγαίνουν σε πλειστηριασμό και καταλήγουν στα χέρια των τραπεζών, πολλές εκ των οποίων αναπτύσσουν πλέον νέες δραστηριότητες στο real estate, ανταγωνιζόμενες άμεσα άλλους επιχειρηματικούς ομίλους σε έναν κλάδο που τα αστικά επιτελεία εκτιμούν ότι εμφανίζει σημαντικά περιθώρια ανάπτυξης τα επόμενα χρόνια.

Το τι πραγματικά εννοεί το ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ με τα περί «μείωσης των κοινωνικών ανισοτήτων» κλπ. που τόσο συχνά αναμασά στο δημόσιο λόγο του, είναι εμφανές και στον τρόπο με τον οποίο προσεγγίζει τα εργασιακά ζητήματα. Το ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ επιχειρεί να εμφανιστεί ως φιλολαϊκή-φιλεργατική δύναμη, ενώ στην πραγματικότητα η πολιτική πρόταση που έχει διαμορφώσει αποσκοπεί στην ανάπτυξη ενός σύγχρονου θεσμικού πλαισίου που θα διασφαλίζει την κοινωνική συνοχή, ενώ εντείνεται η καπιταλιστική εκμετάλλευση και προσαρμόζονται κατάλληλα οι σχέσεις εργασίας και οι όροι δουλειάς των εργαζόμενων.

Είναι χαρακτηριστικό το ακόλουθο απόσπασμα από ομιλία του Ν. Ανδρουλάκη: «Σε όλους τους δυναμικούς τομείς της οικονομίας, από τον τουρισμό ως τη μεταποίηση, λείπει εξειδικευμένο προσωπικό. Δεν υπάρχει τρόπος να καλυφθούν οι αναπτυξιακές δυνατότητες της χώρας και βέβαια δεν υπάρχουν έλεγχοι ώστε να υπάρχει σεβασμός του εργοδότη στα εργασιακά δικαιώματα. Όλα αυτά για εμάς είναι μια μεγάλη ουσιαστική και ιδεολογική προτεραιότητα, διότι η βιώσιμη ανάπτυξη πάει μαζί με το σεβασμό του κάθε εργαζόμενου.»17 Μέσα σε λίγες μόλις αράδες, κατορθώνει να συμπυκνώσει τη βασική στόχευση της αστικής τάξης για την αναμόρφωση της παραγωγικής βάσης της χώρας, συνδυασμένη με τον ιδιαίτερο ρόλο που μπορεί να επιτελέσει το ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ ως κυβερνητική δύναμη στην κατεύθυνση αυτή, διασφαλίζοντας την ενσωμάτωση του εργατικού-λαϊκού κινήματος. Επαναλαμβάνει το χιλιοειπωμένο ψέμα, ότι μπορεί να συμβαδίζει η καπιταλιστική ανάπτυξη με τη διασφάλιση και προώθηση των δικαιωμάτων και κατακτήσεων των εργαζόμενων. Προσπαθεί να πείσει ότι μπορεί να υπάρξει κοινωνικά δίκαιη ανάπτυξη της καπιταλιστικής οικονομίας, όταν προϋπόθεση για την ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας και της κερδοφορίας των επιχειρηματικών ομίλων είναι το ξεζούμισμα των εργαζομένων τους. Προσπαθεί να εμφανίσει το αστικό κράτος ως εγγυητή των εργασιακών δικαιωμάτων, όταν αυτό είναι που, ανεξαρτήτως των πολιτικών κομμάτων που βρίσκονται κάθε φορά στα κυβερνητικά έδρανα, θεσμοθετεί τρόπους έντασης της εκμετάλλευσής τους. Πρόκειται, άλλωστε, για το ίδιο κόμμα που τον Ιούνη του 2021, μαζί με το ΣΥΡΙΖΑ, ψήφισε πάνω από 50 άρθρα του αντεργατικού τερατουργήματος «νόμου Χατζηδάκη». Ενός νόμου που προβλέπει, μεταξύ άλλων, απλήρωτες υπερωρίες, 10ωρη δουλειά και παραπέρα «διευθέτηση» του εργάσιμου χρόνου, όπως βολεύει κάθε φορά τους καπιταλιστές, επιπλέον εμπόδια στη συνδικαλιστική οργάνωση και δράση κλπ.

Είναι σαφές, λοιπόν, ότι ο γνώμονας των τοποθετήσεων του ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ για τα εργασιακά δεν είναι άλλος από αυτόν της περαιτέρω θωράκισης του αντεργατικού οπλοστασίου που έχει διαμορφωθεί στο διάβα των χρόνων από τα νομοθετήματα όλων των κυβερνήσεων, στις οποίες συμμετείχαν το ΠΑΣΟΚ, η ΝΔ και ο ΣΥΡΙΖΑ.

Πέρα, όμως, από το χαρακτήρα των προτάσεων του ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ που ευαγγελίζονται περισσότερη κοινωνική δικαιοσύνη και μείωση των κοινωνικών ανισοτήτων, εξίσου –αν όχι και περισσότερο– σημαντική είναι και ιδεολογική αναμέτρηση με το επιχείρημα περί δυνατότητας εξομάλυνσής τους στο πλαίσιο μιας άλλου τύπου αστικής διαχείρισης. Ανεξάρτητα από το αν στη μια ή την άλλη φάση του κύκλου της καπιταλιστικής οικονομίας, στη μια ή την άλλη συγκυρία, προωθούνται μέτρα για βελτίωση μισθών, φοροαπαλλαγές για ευρύτερες κοινωνικές ομάδες ή και μέτρα επιδοματικού χαρακτήρα με παροδικό ή και πιο μόνιμο χαρακτήρα, η πραγματικότητα είναι ότι αντικειμενικά η μη αντιστρέψιμη τάση, όσο διατηρείται το καπιταλιστικό πλαίσιο, είναι αυτή της διεύρυνσης, έντασης και βαθέματος των κοινωνικών ανισοτήτων, παλιών και νέων. Κι αυτό γιατί η λειτουργία της καπιταλιστικής οικονομίας επιβάλλει νομοτελειακά τη σχετική μείωση του μεριδίου της πίτας στο οποίο έχει πρόσβαση η κοινωνική πλειοψηφία, παρότι η πίτα μπορεί να μεγαλώνει και παρά το γεγονός ότι διαμορφώνεται από τη δουλειά της εργατικής τάξης και των βιοπαλαιστών της πόλης και της υπαίθρου. Παράλληλα, δεν πρέπει να υποτιμάται ότι η αστική πολιτική διαχείριση διαχρονικά αξιοποιεί, ανάλογα και με τα κατά περίπτωση δημοσιονομικά περιθώρια, την επιδοματική πολιτική και διάφορες μικροπαροχές, ώστε να διασπά την ενότητα της εργατικής τάξης και του κινήματός της και να διαχειρίζεται τη λαϊκή αγανάκτηση.

Ο μόνος δρόμος για να καταλυθούν στην πράξη οι κοινωνικές ανισότητες είναι αυτός που οδηγεί στην κατάργηση της καπιταλιστικής ιδιοκτησίας, που είναι η ουσιώδης προϋπόθεση ώστε να καταστεί εφικτή η σχεδιοποιημένη και αναλογική πρόσβαση όλων με γνώμονα τις ανάγκες τους στον πλούτο που παράγεται από τη δουλειά των εργαζόμενων. Όταν το κριτήριο του κέρδους θα έχει βγει από τη μέση, η παραγωγή δε θα έχει εμπορευματικό χαρακτήρα και όλα τα αγαθά και οι υπηρεσίες δε θα αναπτύσσονται υπό τα δεσμά του καπιταλιστικού ανταγωνισμού και της κεφαλαιοκρατικής συσσώρευσης, τότε ο προσανατολισμός, το περιεχόμενο, οι ρυθμοί και η κατεύθυνση της ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων της κοινωνίας θα δίνεται από τις νέες, κομμουνιστικές σχέσεις παραγωγής, η ανάπτυξη των οποίων θα προωθείται αποφασιστικά από την εργατική εξουσία. Όσο δε γίνεται αυτό, τότε όλο και περισσότερα θα είναι αυτά στα οποία θα μπορούσαν και θα έπρεπε να έχουν πρόσβαση όλοι, όμως η κυριαρχία του κεφαλαίου σε όλες τις σφαίρες της κοινωνικής ζωής θα διαμορφώνει διαρκώς συνθήκες αποκλεισμού ή περιορισμένης πρόσβασης της λαϊκής πλειοψηφίας.

 

ΦΙΛΟΛΑΪΚΟ ΠΕΡΙΒΛΗΜΑ ΣΤΗΝ «ΠΡΑΣΙΝΗ» ΕΝΕΡΓΕΙΑΚΗ ΜΕΤΑΒΑΣΗ

Σε ό,τι αφορά τη διαπάλη για το κόστος ενέργειας και το μετασχηματισμό της ενεργειακής βάσης της καπιταλιστικής οικονομίας της χώρας, το ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ κατηγορεί την κυβέρνηση της ΝΔ για ενεργειακούς σχεδιασμούς «στο πόδι», για καθυστερημένη επικαιροποίηση του Εθνικού Σχεδιασμού για την Ενέργεια και το Κλίμα (ΕΣΕΚ), για μη στόχευση στην ενεργειακή ανεξαρτησία της χώρας, για απουσία πλαισίου χάραξης εθνικής ενεργειακής στρατηγικής. Η κριτική του προς τα κυβερνητικά μέτρα αντιμετώπισης του ενεργειακού κόστους για νοικοκυριά και επιχειρήσεις εξαντλείται στο ότι είναι περιορισμένης εμβέλειας και αποφασίστηκαν με μεγάλη καθυστέρηση, ενώ ταυτόχρονα επιχειρεί να νομιμοποιήσει στη συνείδηση του λαού την πρόσβαση στο αγαθό της ενέργειας με όρους καπιταλιστικής αγοράς, άρα και με όρους κερδοφορίας για τους επιχειρηματικούς ομίλους που δραστηριοποιούνται στον κλάδο. Με αυτά τα δεδομένα, όμως, τα όποια μέτρα «ανακούφισης» που προτείνονται και λαμβάνονται απ’ το αστικό κράτος είναι αναποτελεσματικά για τους εργαζόμενους, αφού δεν αντιμετωπίζουν ούτε την έκφραση του προβλήματος σε όλη την έκτασή της, ούτε και την αιτία της· στην ουσία στηρίζουν έμμεσα την καπιταλιστική κερδοφορία, τόσο στον κλάδο όσο και γενικότερα.

Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η πρόταση του ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ για την προσωρινή μείωση του Ειδικού Φόρου Κατανάλωσης και του ΦΠΑ στα καύσιμα, κατά τα πρότυπα της κυβέρνησης Σολτς στη Γερμανία. Η πρότασή του περιορίζεται τόσο χρονικά –μιλάει για προσωρινή μείωση– ενώ παράλληλα συνεχίζει να φορολογεί το λαό για την κατανάλωση στα καύσιμα διατηρώντας τον αντιλαϊκό ειδικό φόρο. Μάλιστα, συνδέει την εφαρμογή μιας τέτοιας πρότασης στην «υπεραπόδοση» των φορολογικών εσόδων του κράτους λόγω τουρισμού.

Άλλωστε, η πρόταση του ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ για την «αναμόρφωση» του ενεργειακού τοπίου στη χώρα είναι φτιαγμένη με τα ίδια υλικά που έχουν διαμορφώσει την υφιστάμενη κατάσταση, κινείται στην ίδια κατεύθυνση με την πολιτική της ΝΔ και του ΣΥΡΙΖΑ. Αφορά τους όρους προώθησης του «πράσινου New Deal» στις νέες συνθήκες που έχουν διαμορφωθεί μετά από τη σύγκρουση στην Ουκρανία και με πρωταγωνιστικό ρόλο της ΕΕ.

Το σχέδιο που προτείνει το ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ για την αντιμετώπιση του ενεργειακού προβλήματος της χώρας εμφανίζεται να έχει ως στόχο τη διασφάλιση της ενεργειακής ασφάλειας της χώρας και τη μείωση των τιμών ενέργειας μέσω της ενίσχυσης του μεριδίου των ΑΠΕ στο ενεργειακό μίγμα. Στην πραγματικότητα, είναι το σχέδιο της «πράσινης μετάβασης» ντυμένο με έναν δήθεν περισσότερο φιλολαϊκό μανδύα. Είναι σχέδιο που προωθεί τα συμφέροντα των «πράσινων» επιχειρηματικών ομίλων, εδράζεται πάνω στην απελευθέρωση των αγορών ενέργειας και αξιοποιεί για την υλοποίησή του τις κυρώσεις που έχουν επιβληθεί από την ΕΕ στη Ρωσία.

Ως «σύγχρονη σοσιαλδημοκρατική απάντηση» και «προοδευτική ενεργειακή πολιτική με κοινωνικό πρόσωπο» με «έμφαση στους απαραίτητους κοινωνικούς μετασχηματισμούς για να καταστήσει τα ενεργειακά συστήματα αποκεντρωμένα, ανθρωποκεντρικά και ανανεώσιμα», το ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ προβάλλει τη μετατροπή νοικοκυριών, επιχειρήσεων και αγροτών σε «αυτοπαραγωγούς καθαρής ενέργειας», οι οποίοι «θα συμμετέχουν ομότιμα στην ενεργειακή αγορά».18 Αν ξεσκονίσει κάποιος τους εύηχους όρους με τους οποίους προπαγανδίζει τις προτάσεις του, αυτό που μένει είναι η αναπαραγωγή της διόλου σύγχρονης θεώρησης που θέλει λαό κι επιχειρηματικούς ομίλους να μπορούν να είναι ταυτόχρονα κερδισμένοι από το μεγάλωμα της πίτας των επιχειρηματικών κερδών. Η προβολή της λεγόμενης «αυτοπαραγωγής» (δηλαδή παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας από ιδιόκτητους σταθμούς ΑΠΕ, που συμψηφίζεται μέρος της κατανάλωσης με την ενέργεια που παράγεται από συστήματα στην ιδιοκτησία του καταναλωτή, με την υπόλοιπη παραγωγή να διοχετεύεται στο δίκτυο) ως λύσης στο πρόβλημα του κόστους ενέργειας για όλους, συγκαλύπτει πως η παραγωγή ενέργειας σε μικρή κλίμακα που θέλει το σχήμα της αυτοπαραγωγής είναι πολυδάπανη και οδηγεί σε ακόμα μεγαλύτερη δαπάνη για τα εργατικά λαϊκά νοικοκυριά. Κερδισμένοι απ’ την αυτοπαραγωγή μπορούν να είναι μόνο μεγάλοι επιχειρηματικοί όμιλοι που μπορούν να διασφαλίσουν μεγαλύτερης κλίμακας παραγωγή ενέργειας. Παράλληλα, το σχήμα της αυτοπαραγωγής προωθεί τη χρεοκοπημένη λογική της «ατομικής ευθύνης» και για το ζήτημα της ενέργειας –αφού πλέον τόσο η ενέργεια όσο και η τιμή της γίνονται ατομική ευθύνη των εργαζόμενων, ενώ νομιμοποιεί στις λαϊκές συνειδήσεις τις ΑΠΕ ως πανάκεια, αφού η «αυτοπαραγωγή» ενέργειας δεν μπορεί να γίνει με άλλους τεχνικούς όρους, παρά με πανάκριβες ΑΠΕ.

Τα εύηχα λόγια περί «ενεργειακής δημοκρατίας» είναι υποκριτικά και στόχο έχουν την εξαπάτηση λαϊκών δυνάμεων. Οι λεγόμενες «ενεργειακές κοινότητες» δεν αποτελούν τίποτε άλλο παρά ένα νέο όχημα κερδοφόρων επενδύσεων με ακόμα πιο ευνοϊκούς όρους για τους επιχειρηματικούς ομίλους που επενδύουν στις ΑΠΕ, καθώς, μέσω της (συχνά έμμεσης, μέσω τρίτων εταιρειών που ελέγχουν ή αποκτούν άδειες παραγωγής) σύμπραξης με ΜΚΟ, άλλα συνεταιριστικά σχήματα και ΟΤΑ, απολαμβάνουν ευκολότερη αποδοχή απ’ τις τοπικές κοινότητες που αντιδρούν σε ολόκληρη τη χώρα σφόδρα στην επέλαση των ΑΠΕ στην ύπαιθρο, προνομιακές επιδοτήσεις, μακροχρόνιες φορολογικές ελαφρύνσεις, ευνοϊκότερες τιμές και εγγυήσεις για την πώληση της παραγόμενης ηλεκτρικής ενέργειας, πρόσβαση σε τραπεζικό δανεισμό και προνομιακή ένταξη σε ευνοϊκές ρυθμίσεις χρηματοδοτικών προγραμμάτων κ.ά. Η πείρα που έχει ήδη αρχίσει να συσσωρεύεται και στην Ελλάδα, απ’ όταν η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ θεσμοθέτησε τις «ενεργειακές κοινότητες», αλλά και από όλη την ΕΕ, όπου τέτοια σχήματα λειτουργούν εδώ και πολύ περισσότερα χρόνια, επιβεβαιώνει ότι στο πλαίσιο του μονοπωλιακού καπιταλισμού είναι αδύνατο να συνυπάρξουν ισότιμα μικροί συνεταιρισμοί και βιοπαλαιστές που ευελπιστούν πως βάζοντας κάποια χρήματα από το υστέρημά τους θα μπορέσουν να βελτιώσουν κάπως την κατάσταση που βιώνουν. Άλλωστε, η παραγωγή ενέργειας από ΑΠΕ είναι υψηλού κόστους, ανεξάρτητα απ’ το είδος ιδιοκτησίας του παραγωγού, και το κόστος αυτό επιβαρύνει τα εργατικά λαϊκά στρώματα. Με απλά λόγια, την πανάκριβη ηλεκτρική ενέργεια των ενεργειακών κοινοτήτων θα πληρώνουν οι ίδιοι, οι τάχα ωφελούμενοι, εργαζόμενοι και εργατικά λαϊκά στρώματα εν γένει. Παράλληλα, η κατασκευή των έργων των ενεργειακών κοινοτήτων θα γίνεται απ’ τους ενεργειακούς ομίλους που έχουν τη σχετική τεχνογνωσία, χρησιμοποιώντας κατά βάση εισαγόμενο εξοπλισμό απ’ τη Βόρεια Ευρώπη. Έτσι, το σχήμα των ενεργειακών κοινοτήτων δεν είναι τίποτα άλλο παρά μια προσπάθεια των ενεργειακών ομίλων και των παραγωγών εξοπλισμού ΑΠΕ να αυξήσουν τα έργα ΑΠΕ και τη διείσδυσή τους.

Οι βασικοί άξονες του ενεργειακού σχεδίου του ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ είναι:

α) Επενδύσεις στο ηλεκτρικό δίκτυο της χώρας, αξιοποιώντας πόρους του Ταμείου Ανάκαμψης, με στόχο την ενίσχυση της διασυνδεσιμότητας του δικτύου και την αύξηση της δυνατότητας παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας από ΑΠΕ. Δηλαδή, επενδύσεις για την τόνωση της κερδοφορίας των επιχειρηματικών ομίλων που δραστηριοποιούνται στην κατασκευή των δικτύων (όπου σημαντικό μερίδιο έχουν και ελληνικά μονοπώλια), αλλά και στην παραγωγή, προμήθεια και εμπορία ενέργειας στην Ελλάδα και το εξωτερικό, που θησαυρίζουν από την πώληση του ρεύματος μέσω των χρηματιστηρίων ενέργειας και τη διασυνοριακή του εμπορία. Η ανάκτηση του κόστους κατασκευής και συντήρησης των δικτύων καταλήγει, φυσικά, να πλήττει τις τσέπες της εργατικής τάξης και των βιοπαλαιστών της πόλης και της υπαίθρου.

β) Αλματώδης και γρήγορη αύξηση των ΑΠΕ στο ενεργειακό μίγμα της χώρας μας, μέσα από ένα νέο θεσμικό πλαίσιο για την ανάπτυξη ενεργειακών κοινοτήτων, με άξονα τις αρχές της κοινωνικής οικονομίας και την αναγκαία παροχή ρευστότητας μέσα από ευρείας κλίμακας προγράμματα προώθησης ανανεώσιμων πηγών και συστημάτων αποθήκευσης σε επίπεδο τελικής κατανάλωσης, με ταυτόχρονη εξοικονόμηση ενέργειας. Δηλαδή, ενίσχυση της πριμοδότησης του πανάκριβου για το λαό –αλλά χρυσοφόρου για τους επιχειρηματικούς ομίλους που το παράγουν και των ομίλων της Γερμανίας και της Β. Ευρώπης που παράγουν το σχετικό εξοπλισμό– «πράσινου» ρεύματος, με πριμοδότηση νέων επιχειρηματικών σχημάτων με σύμπραξη της τοπικής διοίκησης, ώστε να «γκρουπάρονται» άδειες παραγωγής για μονάδες ΑΠΕ προς εκμετάλλευση από μεγάλους ομίλους που συμμετέχουν άμεσα ή έμμεσα σε τέτοια σχήματα. Παράλληλα, διεύρυνση της αγοράς αποθήκευσης και εξοικονόμησης ενέργειας, προς όφελος των επιχειρηματικών ομίλων που δραστηριοποιούνται στους κλάδους αυτούς, με εγκλωβισμό των καταναλωτών στα δίχτυα των τραπεζών, οι οποίες διαχειρίζονται τη συγχρηματοδότηση των σχετικών προγραμμάτων και από δανεισμό, από τις οποίες προκύπτει το μέρος της συμμετοχής του καταναλωτή.

γ) Αύξηση των ροών LNG από τις ΗΠΑ, τη Μέση Ανατολή και την Αίγυπτο, με κατασκευή νέων σχετικών υποδομών, που μπορούν να πάρουν τη μορφή διευρωπαϊκών έργων. Δηλαδή, αξιοποίηση των συνθηκών που προκύπτουν από την αντιπαράθεση ΝΑΤΟ-Ρωσίας στο έδαφος της Ουκρανίας, ώστε να ενισχυθεί το μερίδιο άλλων μονοπωλιακών ομίλων έναντι των ρωσικών στην προμήθεια φυσικού αερίου, με παράλληλη ενίσχυση των Ελλήνων εφοπλιστών που κατέχουν και διαχειρίζονται το μεγάλο μέρος του στόλου πλοίων για τη μεταφορά LNG στον κόσμο. Αποκρύπτεται, βέβαια, ότι το κόστος των εισαγωγών LNG είναι ως και αρκετές φορές πολλαπλάσιο, με τη λυπητερή του λογαριασμού να πηγαίνει και πάλι στο λαό. Ας μην παραβλέψουμε, επίσης, το ψευδεπίγραφο της περιβαλλοντικής ανησυχίας όσων αποκρύπτουν τον περιβαλλοντικό αντίκτυπο της ανάπτυξης υποδομών LNG, της διακίνησής του και των μεθόδων απόληψής του. Άλλωστε, αυτό το οικονομικό αποτέλεσμα εξηγεί και τη στάση ενός μεγάλου τμήματος της εγχώριας αστικής τάξης απέναντι στον πόλεμο.

δ) Επιβολή πλαφόν στη λιανική τιμή της ενέργειας και τη ρήτρα αναπροσαρμογής, για να περιοριστούν οι συνέπειες στις αυξήσεις σε ηλεκτρικό ρεύμα και φυσικό αέριο και φορολόγηση των λεγόμενων «υπερκερδών» των παραγωγών ενέργειας, με την επιβολή ειδικής εισφοράς και προκαταβολής φόρου για να ενισχυθεί άμεσα η ρευστότητα. Δηλαδή, διασφάλιση ενός επιπέδου κερδοφορίας των επιχειρηματικών ομίλων που δραστηριοποιούνται στην προμήθεια ρεύματος, με μετακύλιση μέρους των βαρών στο λαό, μέσω της κρατικής χρηματοδοτικής στήριξής τους, για την απορρόφηση του κόστους που συνεπάγεται η υιοθέτηση τέτοιας λύσης. Αξίζει να επισημανθεί ότι με την πρόταση αυτή το 
ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ παρεμβαίνει και στη διαπάλη που υπάρχει μεταξύ επιχειρηματικών ομίλων που δραστηριοποιούνται στην παραγωγή και προμήθεια ενέργειας, σε σχέση με το ποιος θα «φορτωθεί» στα οικονομικά του μεγέθη την επιβάρυνση από την αύξηση του κόστους καυσίμου που περνά και στις τιμές ηλεκτρικής ενέργειας. Οι προτάσεις του ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ φυσικά δεν ελαφραίνουν τα εργατικά λαϊκά στρώματα, απλά αλλάζουν το αν το υπέρογκο κόστος ενέργειας θα πληρωθεί ως λογαριασμός ρεύματος, ως φόρος για τον κρατικό προϋπολογισμό, ως πληθωρισμός που γεννιέται απ’ τη νομισματική χρηματοδότηση του ταμείου ανάπτυξης.

Ας σημειωθεί ότι οι συγκεκριμένες προτάσεις δεν αποτελούν τίποτε άλλο από παραλλαγή των μέτρων που έχουν ήδη υιοθετηθεί τόσο στην Ελλάδα, από την κυβέρνηση της ΝΔ, όσο και στις άλλες χώρες της ΕΕ, ό,τι απόχρωσης και σύνθεσης κυβέρνηση κι αν έχουν, χωρίς πουθενά να έχει ανακουφιστεί ο λαός από την κατακόρυφη αύξηση των τιμών ενέργειας, ως αποτέλεσμα της όξυνσης των ανταγωνισμών μεταξύ των μονοπωλίων και των διακρατικών τους συμμαχιών και της «πράσινης» ενεργειακής μετάβασης.19

Είναι σαφές ότι οι προτάσεις αυτές δεν αποτελούν λύσεις για την υπεράσπιση του εργατικού-λαϊκού εισοδήματος από την ακρίβεια και την ενεργειακή φτώχεια. Αντίθετα, είναι προτάσεις για την πιο αποδοτική για το κεφάλαιο λειτουργία του πλαισίου που τις προκαλεί. Η λύση για το ενεργειακό πρόβλημα βρίσκεται στην αντίθετη κατεύθυνση από αυτή στην οποία ομονοούν το ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ με τους άλλους πόλους του αστικού πολιτικού συστήματος, τη ΝΔ και το ΣΥΡΙΖΑ. Άμεσα, η αντιμετώπιση της ενεργειακής φτώχειας του λαού απαιτεί μεταξύ άλλων την επαναλειτουργία του συνόλου των λιγνιτικών μονάδων σε ρήξη με το πλαίσιο δεσμεύσεων της ΕΕ για το εμπόριο ρύπων και το «φόρο» διοξειδίου του άνθρακα, που παράλληλα στρώνει το δρόμο για την πραγματική, ουσιαστική λύση του ενεργειακού προβλήματος υπέρ του λαού, την αξιοποίηση του συνόλου των εγχώριων ενεργειακών πηγών (λιγνίτη, υδρογονανθράκων, γεωθερμίας, ΑΠΕ) με σκοπό τη συνδυασμένη ικανοποίηση του συνόλου των λαϊκών αναγκών, στο έδαφος της κοινωνικής ιδιοκτησίας και του κεντρικού σχεδιασμού, με την ενέργεια να μην αποτελεί πλέον εμπόρευμα. Αυτή είναι η μόνη ρεαλιστική και φιλολαϊκή λύση για τη μείωση ενεργειακής εξάρτησης, την εξάλειψη ενεργειακής φτώχειας και την ελαχιστοποίηση των επιδράσεων στο φυσικό περιβάλλον.

 

ΓΙΑ ΤΙΣ ΕΠΙΚΛΗΣΕΙΣ ΣΤΗ «ΜΕΣΑΙΑ ΤΑΞΗ» ΚΑΙ ΤΟ «ΠΟΛΙΤΙΚΟ ΚΕΝΤΡΟ»

Στην αντιπαράθεσή του με τις άλλες αστικές πολιτικές δυνάμεις, το ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ επιδιώκει να αναδειχτεί ως πολιτικός εκπρόσωπος της λεγόμενης «μεσαίας τάξης», τα συμφέροντα της οποίας υποτίθεται ότι μπορούν να εκπροσωπηθούν πολιτικά από το λεγόμενο «πολιτικό κέντρο».

Διακηρύσσει ότι επιδιώκει να αποτελέσει την πολιτική διέξοδο για «σημαντικές κοινωνικές δυνάμεις» που «αναζητούν μια άλλη μορφή πολιτικής εκπροσώπησης».20 Αυτές οι «κοινωνικές δυνάμεις» δεν είναι άλλες από όσες προσδοκούν να αντλήσουν μεγαλύτερα οφέλη από τα «κονδύλια άνω των 70 δισ. ευρώ από το Ταμείο Ανάκαμψης, τα Ευρωπαϊκά Διαρθρωτικά Ταμεία και την Κοινή Αγροτική Πολιτική», που «δεν ξέρουμε πότε ξανά η Ελλάδα, σε τόσο μικρό χρονικό διάστημα, θα έχει στη διάθεσή της»21 και αποτελούν μια «ευκαιρία» που δεν πρέπει να χαθεί. Δηλαδή το κεφάλαιο και οι μονοπωλιακοί όμιλοι της χώρας.

Έτσι το ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ ως γνήσια σοσιαλδημοκρατική δύναμη, με τις γενικόλογες αναφορές στη «μεσαία τάξη», επιχειρεί να προσδέσει ευρύτερα τμήματα του εργαζόμενου λαού στις επιδιώξεις της αστικής τάξης για την προώθηση των στρατηγικών στοχεύσεων του κεφαλαίου. Ιδιαίτερα απευθύνεται σε τμήματα μισθωτών και αυτοαπασχολούμενων της πόλης και της υπαίθρου, των οποίων η δραστηριότητα περιστρέφεται και καθορίζεται από τη δυναμική της ανάπτυξης των αντίστοιχων κλάδων. Διατείνεται δε ότι η πολιτική του θα τα περιβάλλει και με ένα δίχτυ προστασίας του λεγόμενου «κοινωνικού κράτους», του οποίου εμφανίζεται ως εγγυητής. Επίσης στοχεύει κοινωνικά και σε εργαζομένους στο διευρυμένο κρατικό μηχανισμό και τις πρώην ΔΕΚΟ, όπου παραδοσιακά διατηρεί ως κόμμα ισχυρά ερείσματα. Στην πραγματικότητα λοιπόν, με τον όρο «μεσαία τάξη» απευθύνεται σε τμήματα της εργατικής αριστοκρατίας, σ’ ένα τμήμα της σύγχρονης εργατικής τάξης (και δη το πιο επιστημονικά ειδικευμένο και το πιο υψηλόμισθο τμήμα της), σε αυτοαπασχολούμενους και μικρομεσαία στρώματα της πόλης και της υπαίθρου, καθώς και σε τμήμα στις παρυφές της αστικής τάξης.

Το κύριο εδώ φυσικά δεν είναι απλά το πού απευθύνεται το ΠΑΣΟΚ-
ΚΙΝΑΛ αλλά και με ποια πολιτική στόχευση το κάνει. Δηλαδή το να διαμορφώνεται η συνείδηση σε αυτά τα τμήματα των εργαζόμενων και του λαού ότι τα συμφέροντά τους ταυτίζονται με τις επιδιώξεις της αστικής τάξης και επομένως να τις στηρίζουν, ζητώντας στη χειρότερη την «προστασία» κάποιου δήθεν «κοινωνικού κράτους».

Αυτό έχει ως άμεση συνέπεια και το σύνθημα για το «πολιτικό κέντρο»· στην ουσία εννοεί την υιοθέτηση μιας πολιτικής στάσης ευρύτερα από το λαό, που θα είναι κατά των άκρων και επιλέγει «προοδευτική» πολιτική, με «μεταρρυθμιστικό» πρόσημο, κόντρα σε «αναχρονισμούς» αλλά και «ρεαλιστική», δηλαδή την αποδοχή του περιορισμού των απαιτήσεων στο όνομα του «εφικτού». Μάλιστα από τα αστικά επιτελεία αυτή η επιδίωξη περιγράφεται και ως «κεντρώος πολιτικός χώρος», θέλοντας να της δώσουν χαρακτηριστικά αντικειμενικής ύπαρξης.

Στην πράξη, με αυτό το ιδεολογικό περίβλημα συμβάλλει στην κοινωνική συμμαχία που θέλει να συμπήξει η αστική τάξη, παρασύροντας πολιτικά προς συμφέρουσες προς αυτή θέσεις και πολιτική δραστηριότητα ένα μέρος της εργατικής τάξης και των βιοπαλαιστών της πόλης και της υπαίθρου, αφήνοντας εκτός κάδρου το πώς η κυριαρχία του κεφαλαίου σε όλες τις σφαίρες της οικονομικής, κοινωνικής και πολιτικής ζωής είναι η αιτία της κατάστασης την οποία βιώνουν.

Θολώνοντας το ταξικό πρόσημο της πολιτικής που εκφράζουν οι δυνάμεις που αναφέρονται σε αυτό το δήθεν «πολιτικό κέντρο», μεταξύ των οποίων και το ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ, καλούν την εργατική τάξη και τους βιοπαλαιστές της πόλης και της υπαίθρου να ενστερνιστούν τα συμφέροντα του κεφαλαίου, να στοιχηθούν κάτω από ξένη σημαία. Επιχειρείται έτσι να παρεμποδιστεί η ανάπτυξη της πολιτικής δράσης της εργατικής τάξης σε συμμαχία με τα λαϊκά τμήματα των αυτοαπασχολούμενων της πόλης και της υπαίθρου, η οργάνωση του εργατικού-λαϊκού κινήματος στην κατεύθυνση της αντεπίθεσης, ώστε να αντιπαρατεθεί με αποφασιστικότητα και αποτελεσματικότητα με την ενιαία επεξεργασμένη στρατηγική του κεφαλαίου και της αστικής εξουσίας.

Στον αντίποδα βρίσκεται η προσπάθεια που καταβάλλουν οι δυνάμεις του ΚΚΕ για την ανάπτυξη της κοινωνικής συμμαχίας της εργατικής τάξης με τα κατώτερα λαϊκά μεσαία στρώματα των επαγγελματιών, βιοτεχνών, εμπόρων, της φτωχής αγροτιάς, που διευρύνεται με την προσέλκυση της σπουδάζουσας νεολαίας και του ριζοσπαστικού γυναικείου κινήματος. Μια προσπάθεια που περνά από τη συσπείρωση εργατικών-λαϊκών μαζών σε μια κοινή διεκδικητική γραμμή πάλης που στρέφεται κατά του πραγματικού αντίπαλου, δηλαδή του κράτους της αστικής τάξης και της εξουσίας του κεφαλαίου. Πρόκειται για την κοπιώδη καθημερινή προσπάθεια που καταβάλλουν οι δυνάμεις του ΚΚΕ και της ΚΝΕ στους χώρους δουλειάς, τις λαϊκές γειτονιές, τα σχολεία και τις σχολές, για την αύξηση του βαθμού οργάνωσης των λαϊκών μαζών και τη συμμετοχή τους στην οργάνωση της πάλης, για να πολλαπλασιαστούν οι εστίες αντίστασης και να συνενωθούν σε έναν ενιαίο πανελλαδικό αγώνα για τη διεκδίκηση της ικανοποίησης των σύγχρονων αναγκών τους.

 

ΝΑ ΜΗΝ ΠΙΑΣΤΕΙ Ο ΛΑΟΣ ΣΤΑ ΝΕΑ «ΔΟΚΑΝΑ» ΠΟΥ ΤΟΥ ΣΤΗΝΟΥΝ

Το ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ επιχειρεί να ανταγωνιστεί με καλύτερους όρους τα άλλα δυνάμει κυβερνητικά αστικά κόμματα, για το ποιος μπορεί να υπηρετήσει καλύτερα τους στόχους της αστικής τάξης της χώρας, σε συνθήκες παρατεταμένης όξυνσης των ενδοϊμπεριαλιστικών ανταγωνισμών, επιβράδυνσης της καπιταλιστικής οικονομίας και πολεμικής εμπλοκής της χώρας στο πλαίσιο των επιδιώξεων και σχεδιασμών του ευρωατλαντικού στρατοπέδου.

Διαγκωνίζεται με τα άλλα αστικά κόμματα για το ποιος μπορεί να διαχειριστεί καλύτερα το Ταμείο Ανάκαμψης, δηλαδή σε ποιους ομίλους τελικά θα καταλήξει το «ζεστό» χρήμα και για το ποιος θα εφαρμόσει καλύτερα την «πράσινη μετάβαση», δηλαδή τα κέρδη των ομίλων που θα επενδύσουν στο περιβάλλον, με πρόσχημα την προστασία του. Αναζητώντας κυβερνητικό ρόλο, πορεύεται στις ίδιες ράγες με τη ΝΔ και το ΣΥΡΙΖΑ, πλασάροντας το «σύγχρονο σοσιαλδημοκρατικό πρόγραμμα» και τη διαχρονικά δοκιμασμένη ικανότητά του να εγκλωβίζει λαϊκές δυνάμεις στα αδιέξοδα της αστικής διαχείρισης ως συγκολλητική ουσία του επόμενου κυβερνητικού σχήματος.

Παρ’ όλες τις προσπάθειες να εμφανιστεί με νέο προσωπείο, έχοντας αναβαπτιστεί μέσα από τις εσωκομματικές διαδικασίες που οδήγησαν στην εκλογή του Ν. Ανδρουλάκη στην ηγεσία του και κορυφώθηκαν με το πρόσφατο συνέδριο και εκλογή της νέας ΚΕ, η κοινή στρατηγική του βάση με τη ΝΔ και το ΣΥΡΙΖΑ δεν μπορεί να κρυφτεί. Οι διαχωριστικές γραμμές που επιχειρούν να προβάλλουν τα αστικά κόμματα μεταξύ τους δεν μπορούν να κρύψουν ότι η πολιτική τους εγγυάται την καταδίκη του λαού στην εξοντωτική ακρίβεια, την ανέχεια, τη φτώχεια και την ανασφάλεια, σε μια ζωή αναντίστοιχη με τις δυνατότητες και τις ανάγκες της εποχής. Σε αυτήν τη βάση είναι που το ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ εμφανίζεται πρόθυμος στυλοβάτης μιας νέας κυβέρνησης, το πρόγραμμα της οποίας είναι ήδη δεδομένο και είναι αυτό που υλοποιεί σήμερα η κυβέρνηση της ΝΔ. Είναι από τώρα δεδομένο ότι όποια κι αν είναι η σύνθεση της επόμενης κυβέρνησης, το κυβερνητικό της πρόγραμμα θα στηρίζεται και θα υλοποιεί την «Ευρωπαϊκή Πράσινη Συμφωνία» και τις Συμβάσεις του Ταμείου Ανάκαμψης της ΕΕ που ψήφισε η κυβέρνηση της ΝΔ με την ανοχή του ΣΥΡΙΖΑ και του ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ. Είναι πρόγραμμα νέας κρατικής στήριξης κερδοφόρων «πράσινων» επενδύσεων για λογαριασμό των επιχειρηματικών ομίλων. Είναι πρόγραμμα που θα συνεχίσει να προσθέτει νέα βάρη στις πλάτες των μισθωτών εργαζόμενων και των λαϊκών στρωμάτων, αφού αυτά είναι ήδη προδιαγεγραμμένα και συμφωνημένα. Είναι πρόγραμμα που θα συνεχίζει την υλοποίηση της αντιλαϊκής ατζέντας που υλοποιείται με τα νομοσχέδια που έχει ψηφίσει η κυβέρνηση της ΝΔ για τα εργασιακά, την εκπαίδευση, την κοινωνική ασφάλιση κλπ., με πολλά από αυτά τα νομοθετήματα να έχουν και τη μερική ή και συνολική στήριξη του ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ και του ΣΥΡΙΖΑ.

Το σάπιο αστικό πολιτικό σύστημα, βασικό πυλώνα της νέας διάταξης του οποίου θέλει να αποτελέσει και το «αναπαλαιωμένο» ΠΑΣΟΚ-
ΚΙΝΑΛ, δε χωράει τις ανάγκες του λαού, ο οποίος δεν πρέπει να εγκλωβίσει την οργή και την αγανάκτηση που νοιώθει για ό,τι του μαυρίζει τη ζωή στα αδιέξοδα της αστικής διαχείρισης, στην υποταγή στις επιδιώξεις του κεφαλαίου, τη στράτευσή του στο πλευρό του ενός ή του άλλου τμήματος της αστικής τάξης που επιδιώκει ν’ αναβαθμίσει τη θέση του στον ενδοαστικό ανταγωνισμό.

Ο μόνος δρόμος για να μην πιαστεί ο λαός στα νέα «δόκανα» που του στήνουν είναι στη συμπόρευση με το ΚΚΕ, στον αγώνα για τα σύγχρονα δικαιώματα και τις ανάγκες του. Στον αγώνα για τη σύγκρουση με την εξουσία του κεφαλαίου και την πολιτική που εξυπηρετεί τα συμφέροντα των επιχειρηματικών ομίλων. Στον αγώνα με προοπτική το σοσιαλισμό-κομμουνισμό, για έναν κόσμο δίχως ιμπεριαλιστικούς πολέμους, φτώχεια κι εκμετάλλευση.

 


ΣημειώσειςΣημειώσεις

  1. Για την πορεία της σοσιαλδημοκρατίας στην Ελλάδα και το ρόλο του ΠΑΣΟΚ βλ. Κ. Μπορμπότης, «Σοσιαλδημοκρατία: Διαχρονικά επικίνδυνος εχθρός του εργατικού κινήματος (β΄ μέρος)», ΚΟΜΕΠ, τεύχ. 5/2019.
  2. Συνέντευξη του Ν. Ανδρουλάκη στην ιστοσελίδα lifo.gr (15 Μάρτη 2022).
  3. Εναρκτήρια ομιλία Ν. Ανδρουλάκη στο 3ο Συνέδριο του ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ στις 20 Μάη 2022.
  4. Εναρκτήρια ομιλία Ν. Ανδρουλάκη στο 3ο Συνέδριο του ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ στις 20 Μάη 2022.
  5. Ομιλία Θ. Γλαβίνα στο 3ο Συνέδριο του ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ.
  6. Κ. Σκανδαλίδης, «Πλανώνται πλάνην οικτράν», εφημερίδα Τα Νέα, 22.8.2022.
  7. Εναρκτήρια ομιλία Ν. Ανδρουλάκη στο 3ο Συνέδριο του ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ στις 20 Μάη 2022.
  8. Βλ. αναλυτικά Αλ. Παπαρήγα, «Ορισμένα συμπεράσματα από την πορεία του ΠΑΣΟΚ από το 1974 ως σήμερα», Ριζοσπάστης, 11-12.12.2021.
  9. Ομιλία του Ν. Ανδρουλάκη για την 48η επέτειο από την ιδρυτική διακήρυξη της 3ης Σεπτέμβρη.
  10. Ομιλία του επικεφαλής της Κοινοβουλευτικής Ομάδας του ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ Μ. Κατρίνη σε συνέδριο του Economist στις 10 Σεπτέμβρη 2022.
  11. Ομιλία του Ν. Ανδρουλάκη για την 48η επέτειο από την ιδρυτική διακήρυξη της 3ης Σεπτέμβρη.
  12. Πιο αναλυτικά για το επιτελικό αστικό κράτος, βλ. Μάκης Παπαδόπουλος, «150 χρόνια από την “έφοδο στον ουρανό”: Αστικό επιτελικό κράτος και επανάσταση», 
ΚΟΜΕΠ, τεύχ. 6/2021.
  13. Συνέντευξη Ν. Ανδρουλάκη στην εφημερίδα Μακεδονία της Κυριακής, 10-11.9.2022.
  14. Δελτίο Τύπου ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ, «Συνάντηση με εκπροσώπους των αποφοίτων της Εθνικής Σχολής Δημόσιας Διοίκησης», 11 Μάρτη 2022.
  15. Ανακοίνωση Τομέα Οικονομίας του ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ, 8 Αυγούστου 2022.
  16. Ανακοίνωση Τομέα Οικονομίας του ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ,10 Αυγούστου 2022.
  17. Ομιλία του Ν. Ανδρουλάκη για την 48η επέτειο από την Ιδρυτική Διακήρυξη της 3ης Σεπτέμβρη.
  18. «Για μια προοδευτική ενεργειακή πολιτική με κοινωνικό πρόσωπο», κοινή δήλωση των Γ. Αρβανιτίδη, τομεάρχη Ενέργειας και Περιβάλλοντος, και Χ. Δούκα, γραμματέα του τομέα Ενέργειας του ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ, 17 Δεκέμβρη 2021.
  19. Αναλυτικά για τη διαπάλη για το κόστος ενέργειας και τα ζητήματα που τίθενται στα σημεία α-δ, βλ. Μ. Παπαδόπουλος, «Οι “πράσινοι” υποστηρικτές του πολέμου και της ενεργειακής φτώχειας», ΚΟΜΕΠ, τεύχ. 3/2022.
  20. Ν. Γιαννακοπούλου (κοινοβουλευτική εκπρόσωπος ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ), «Στο χώρο του κέντρου είναι το κλειδί», άρθρο στην ιστοσελίδα news247.gr, 11 Φλεβάρη 2022.
  21. Ν. Ανδρουλάκης, «Στόχοι κοινωνικής και οικονομικής ανθεκτικότητας», άρθρο στην εφημερίδα Καθημερινή της Κυριακής, 20 Φλεβάρη 2022.