Οχι μόνο αστικά ρεφορμιστικά, αλλά και διάφορα οπορτουνιστικά πολιτικά ρεύματα σε πολλές περιπτώσεις παρεμβαίνουν, χειραγωγώντας το κίνημα προς όφελος του ενός ή του άλλου ιμπεριαλιστικού κέντρου.
Το Κόμμα της Ευρωπαϊκής Αριστεράς παρεμβαίνει ενεργά στον προσανατολισμό διάφορων κινημάτων στη Λατινική Αμερική, στηρίζοντας την πολιτική της ΕΕ στον ανταγωνισμό της με τις ΗΠΑ για τα μερίδια στις αγορές. Το ΚΚΕ σωστά εκτιμούσε, λίγα χρόνια πριν, για το Παγκόσμιο Κοινωνικό Φόρουμ που η δράση του είχε προβληθεί ιδιαίτερα το 2003: «Το Παγκόσμιο Κοινωνικό Φόρουμ, με τις ενέργειές του, επιχειρεί να εγκλωβίσει και να ενσωματώσει δυνάμεις που διέπονται από ένα ριζοσπαστισμό, εκφράζουν τις αγωνιστικές διαθέσεις της εργατικής τάξης και των άλλων λαϊκών στρωμάτων. Να τις ενσωματώσει σε μια μονομερή διαπάλη προς τις ΗΠΑ, προς όφελος των άλλων ιμπεριαλιστικών δυνάμεων που διεκδικούν μεγαλύτερο μερίδιο ή ισοτιμία με τις ΗΠΑ στη διανομή των αγορών»9.
Ο οπορτουνισμός, στη χώρα μας με κύριο εκφραστή το ΣΥΝ/ΣΥΡΙΖΑ, εκφραστή των διαθέσεων μεσαίων στρωμάτων, φορέα διείσδυσης της αστικής ιδεολογίας και των μικροαστικών εκφορών της στο εργατικό κίνημα, αποτελεί πολιορκητικό κριό της αστικής τάξης στην άσκηση πίεσης στο ΚΚΕ για προσαρμογή στο σύστημα. Οι πρόσφατες προγραμματικές θέσεις που έδωσε στη δημοσιότητα ο ΣΥΝ επιβεβαιώνουν τον καιροσκοπισμό του, που διαμορφώνεται τόσο υπό την πίεση που ασκεί η απήχηση της πολιτικής του ΚΚΕ στην εργατική τάξη, όσο και η τρέχουσα συγκυρία, με αποτέλεσμα μια φραστικά και επιφανειακά ευέλικτη «αριστερή» προσαρμογή, στην ουσία της κούφια λαϊκού περιεχομένου και βαθιά αντι-ΚΚΕ.
Η πολιτική του ΣΥΝ/ΣΥΡΙΖΑ αντικειμενικά εξυπηρέτησε και εξυπηρετεί τη σύγχυση, τον αποπροσανατολισμό, την ενσωμάτωση του κινήματος. Η επιλογή του ΣΥΝ/ΣΥΡΙΖΑ να προβάλλει ως στοιχείο θετικών διεργασιών τη δράση των κουκουλοφόρων και να στηρίζει αναρχοαυτόνομες αντιλήψεις και πρακτικές, συνέβαλε στον εγκλωβισμό της διαμαρτυρίας και της αγανάκτησης σε αντιδραστικά κανάλια.
Σε αυτή τη λογική κινήθηκαν και κινούνται μια σειρά αναλύσεις των οπορτουνιστών για το «νέο» κίνημα που ανακάλυψαν, τους συμβολισμούς της σπασμένης βιτρίνας, τη σημασία που έχουν οι «αντιεξουσιαστικές» απόψεις και άλλα πολλά που είπαν και έγραψαν.
Ο οπορτουνισμός πρόβαλε και στήριξε «αντιεξουσιαστικά» συνθήματα στο κίνημα, αφοπλίζοντάς το έτσι σε σχέση με την πάλη για τον ταξικό χαρακτήρα της εξουσίας. Αυτή η αντίληψη και στάση του στο κίνημα τον κάνει αξιοποιήσιμο στα σενάρια εναλλαγής των αστικών κυβερνητικών σχημάτων και επομένως στη σταθεροποίηση του αστικού πολιτικού συστήματος. Αντικειμενικά γίνεται ευάλωτος στη δράση προβοκατόρικων ομάδων με αντικομμουνιστικούς στόχους.
Αυτή η πολιτική στάση του ΣΥΝ απορρέει από τον κύριο πολιτικό του στόχο, τη «δημοκρατική διέξοδο», δηλαδή την πτώση της ΝΔ και τη συμμετοχή του στα σενάρια «κεντροαριστερών» ή «αριστερών» κυβερνήσεων συνεργασίας με όλο ή μέρος του ΠΑΣΟΚ. Τα γεγονότα ήταν βολικά στη στόχευσή του να οξυνθεί η αντίθεση προς τη διακυβέρνηση της ΝΔ και όχι γενικά της αστικής πολιτικής, να ενοχοποιηθεί σχεδόν αποκλειστικά η ΝΔ για τη «νεοφιλελεύθερη» διαχείριση και τις αντιλαϊκές συνέπειές της.
Από αυτή τη σκοπιά ο ΣΥΝ κάνει την κριτική του στο ΠΑΣΟΚ, αναδεικνύει τα στρατηγικά σημεία στην πολιτική της δυνάμει συνεργασίας του με το ΠΑΣΟΚ, που στελέχη του σε κάθε ευκαιρία φροντίζουν να προπαγανδίζουν. Παράλληλα, αν και αρνείται τη βία του επαναστατικού κινήματος της εργατικής τάξης για την ανατροπή της αστικής εξουσίας και πολύ περισσότερο αρνείται τη βία της εργατικής εξουσίας, φλερτάρει με την ανώδυνη για το σύστημα «τυφλή» βία. Εγραφε η εφημερίδα «ΕΠΟΧΗ» στις 21 Δεκεμβρίου 2008: «Ο αναρχικός αντιεξουσιαστικός χώρος πρωτοστάτησε και πρωτοστατεί στις συγκρούσεις... Δεν θα μπορούσε να το κάνει μόνος του, χωρίς την μαζική συμμετοχή της αριστεράς στον ξεσηκωμό και τη συντροφική στάση απέναντι στο “μπλακ μπλοκ” που αυτή -ορθά- επέδειξε θα απομονωνόταν πολιτικά, θα δαιμονοποιόταν (ως συνήθως...) και θα καταστελλόταν... Πρώτον γιατί σε αυτόν τον ξεσηκωμό η Αριστερά δεν πρέπει να καταδικάζει την “τυφλή βία” και, δεύτερον γιατί η αριστερά πρέπει να θεωρεί τους κουκουλοφόρους οργανική συνιστώσα της εξέγερσης».
Ας μην ξεχνάμε ότι οι διάφορες τοποθετήσεις των κομμάτων έχουν πάντα μια ορισμένη κοινωνικο-ταξική βάση. Οπως ανέλυε ο Λένιν: «…στην πάλη των έντυπων οργάνων, των κομμάτων και των παρατάξεων, των ομάδων αποκρυσταλλώνονται οι κατευθύνσεις που είναι πραγματικά ταξικές, οι τάξεις σφυρηλατούν τα αναγκαία ιδεολογικοπολιτικά όπλα τους…»10.
Ο ΣΥΝ/ΣΥΡΙΖΑ, εκφράζοντας την οργή ανώτερων τμημάτων ενδιάμεσων στρωμάτων ιδιαίτερα «ευαίσθητων» σε ορισμένες δημοκρατικές ελευθερίες, που θα ήθελαν «μια άλλη κουλτούρα της αστυνομίας» (όπως επανειλημμένα δήλωσαν τα στελέχη του), έδωσε κάλυψη στη δράση προβοκατόρικων μηχανισμών, αντικειμενικά εξυπηρέτησε τους σχεδιασμούς των διάφορων κέντρων και παράκεντρων.
Ακριβώς επειδή ο ΣΥΝ/ΣΥΡΙΖΑ δε στρέφεται ενάντια στην καπιταλιστική εξουσία, ασκεί κριτική στην κρατική καταστολή από τη σκοπιά του στόχου του για «εκδημοκρατισμό» της και γι’ αυτό προβάλλει την ανάγκη υπεράσπισης της αστικής νομιμότητας. Γι’ αυτό στα πρόσφατα γεγονότα το Δεκέμβριο, στην τεράστια κινητοποίηση των δυνάμεων καταστολής του αστικού κράτους, ο χώρος του ΣΥΝ/ΣΥΡΙΖΑ είδε ακριβώς τη …μη τήρηση της αστικής νομιμότητας και την κατάλυση του «κράτους Δι-καίου».
Το περιοδικό «Θέσεις», που πρόσκειται στο χώρο του ΣΥΡΙΖΑ αντιλαμβάνεται την κρατική βία και καταστολή ως «…την κρατική αυθαιρεσία και ωμή βία που δεν έχει ανάγκη να στηρίζεται πάντα στους νόμους ή που μπορεί να τους αγνοεί επιδεικτικά…», που «…Συμπληρώνεται από τον κατασταλτικό ρόλο της δικαιοσύνης που με την “ελέω θεού” ανεξέλεγκτη και απόλυτα στεγανή λειτουργία της…προστατεύει την βία της αστυνομίας […] Κυρίως μιλάμε για την καθημερινή συστηματική και γενικευμένη καταπάτηση των “νόμων” που ρυθμίζουν εργασιακά, εισοδηματικά και ασφαλιστικά δικαιώματα»11.
Το πρόβλημα λοιπόν είναι ότι «το κράτος αυθαιρετεί», είναι «ανεξέλεγχτο και πέρα από τους νόμους», η κυβέρνηση «καταπατά γενικευμένα τους νόμους». Στην ουσία περιγράφεται η εικόνα μιας κυβέρνησης που οδηγεί την χώρα σε … «συνταγματική εκτροπή».
Αυτή η ανάλυση παρακάμπτει και αποσιωπά τον ταξικό χαρακτήρα της αστικής δημοκρατίας. Στην ουσία καλλιεργεί αυταπάτες, διεκδικώντας τη διεύρυνση ή την ολοκλήρωσή της και συσκοτίζει την ανάγκη επαναστατικής ανατροπής της από την εργατική τάξη.
Ο ΣΥΝ/ΣΥΡΙΖΑ από τη μια φώναζε με όλη του τη δύναμη «Μπάτσοι- Γουρούνια-Δολοφόνοι», από την άλλη, σύμφωνα με δημοσίευμα της εφημερίδας «Παρόν», που δε διέψευσε, ζητούσε από την αστυνομία να περιφρουρήσει την πορεία του. Ενα κόμμα που είναι γνωστό ότι εχθρεύεται στην πράξη τις πραγματικές επαναστάσεις, την ίδια στιγμή βλέπει κοινωνικές «εξεγέρσεις» γύρω από τη δράση προβοκατόρων. Από τη μια «καταδικάζει τη βία από όπου και αν προέρχεται» και από την άλλη, σε ένθετο-ημερολόγιο στην εφημερίδα «Αυγή», εκθειάζει την «τυφλή» βία των κουκουλοφόρων.
Να θυμίσουμε ότι δεν είναι πρωτόγνωρη αυτή η στάση του, αφού στο πρόσφατο παρελθόν, στη διάρκεια των φοιτητικών κινητοποιήσεων του 2006, ο ΣΥΝ είχε επίσης δώσει κάλυψη στο χώρο των λεγόμενων «αντιεξουσιαστών», ενώ την ίδια στιγμή από κοινού με το ΠΑΣΟΚ θεωρούσε ήττα της δεξιάς τη διακοπή της συζήτησης για τη συνταγματική αναθεώρηση. Ασφαλώς τότε η δράση των προβοκατόρων ήταν πολύ μικρότερης εμβέλειας.
Ο καιροσκοπισμός του ΣΥΝ/ΣΥΡΙΖΑ δεν εκφράζεται μόνο σε κάποια εκλογική περίοδο. Είναι το στοιχείο της οπορτουνιστικής φυσιογνωμίας του. Είναι αναγκαίος για να διατηρεί τις δύο όψεις του: Της δήθεν ριζοσπαστικής αλλά εκσυγχρονιστικής δύναμης που παλεύει για την «αριστερή συμμαχία» και ως τέτοια απευθύνεται στο χώρο του ΚΚΕ και ταυτόχρονα της πειστικής κριτικής στο ΚΚΕ από δήθεν «δημοκρατική, σοσιαλιστική» οπτική, αλλά όχι «μαξιμαλιστική».
ΑΡΝΗΣΗ ΤΟΥ ΡΟΛΟΥ ΤΗΣ ΕΡΓΑΤΙΚΗΣ ΤΑΞΗΣ
Η ανακάλυψη «νέου κινήματος» από τις δυνάμεις του οπορτουνισμού για άλλη μία φορά συνοδεύεται από την άρνηση του ρόλου της εργατικής τάξης που …«ξεπεράστηκε» ως παλιά και δογματική αντίληψη.
Δεν είναι ασφαλώς καινούρια η αμφισβήτηση, η υποτίμηση ή και πλήρης άρνηση του ηγετικού ρόλου της εργατικής τάξης από τον οπορτουνισμό. Η ανακάλυψη «νέων υποκειμένων» έχει την ιστορική της εξέλιξη σε όλο τον 20ό αιώνα. Από τις θεωρίες του Μαρκούζε και του Γκαροντί στα τέλη της δεκαετίας του 1960 ως του πιο πρόσφατου Αντόνιο Νέγκρι, κοινός τόπος είναι η αμφισβήτηση του ηγετικού ρόλου της εργατικής τάξης ή το …ξεπέρασμά του.
Να θυμίσουμε ότι σχετικά πρόσφατα ο χώρος του ΣΥΝ/ΣΥΡΙΖΑ είχε ανακαλύψει εκ νέου ένα «νέο» κίνημα που γρήγορα …ξέχασε. Την περίοδο που πραγματοποιούνταν οι διεθνείς διαδηλώσεις στη Γένοβα ή το 2003 στη Θεσσαλονίκη, ήταν το περίφημο «κίνημα των κινημάτων», το οποίο και τότε για άλλη μία φορά ξεπέρναγε το ...εργατικό κίνημα, που για άλλη μια φορά πάλιωνε... Εγραφε η «Αυγή» στις 22 Ιουνίου 2003: «Κίνημα των κινημάτων, έτσι αποκαλείται στην Ιταλία το κίνημα της αντι-παγκοσμιοποίησης ή της παγκοσμιοποίησης από τα κάτω… Στο πλαίσιο της κοινωνιολογίας των κοινωνικών κινημάτων η έκφραση των συλλογικών συμφερόντων συχνά συναρτάται προς την παρουσία μιας αντικειμενικά υπαρκτής κοινωνικής κατηγορίας ατόμων και την ύπαρξη πυκνών σχέσεων στο εσωτερικό της. Συγκριτικά βέβαια προς το εργατικό κίνημα, τα νέα κοινωνικά κινήματα έτειναν να έχουν μια περισσότερο χαλαρή δομή».
Σήμερα είναι η πολλοστή φορά που με ανάλογο τρόπο επιχειρούν να αποπροσανατολίσουν νέους, που μπαίνουν στο κίνημα χωρίς κοινωνική και πολιτική πείρα. Να μην ξεχνάμε λοιπόν ότι το πραγματικά παλιό έχει ανάγκη να παρουσιάζεται με νέο περιτύλιγμα κάθε φορά.
Στον τύπο των οπορτουνιστών έγιναν ποικίλες …προσεγγίσεις για το υποκείμενο του «νέου» κινήματος. Αλλοι έκαναν λόγο για τη «γενιά των 700 ευρώ», άλλοι για το «πρεκαριάτο» (οι «επισφαλείς»), άλλοι για τη νεολαία που αποτελεί «αυτόνομη κοινωνική δύναμη» ή που «προσδιορίζεται με ιδεολογικά και πολιτικά κριτήρια» και όχι με βάση την ένταξή της στην κοινωνικοταξική διάρθρωση και άλλα πολλά.
Μία από αυτές τις εκδοχές δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Αυγή» στις 28 Δεκεμβρίου 2008: «ΣΤΟΙΧΕΙΟ ΤΡΙΤΟ: διαταξική, διαστρωματική σύνθεση. Αριστούχοι μαθητές, φοιτητές, τσιγγανάκια, μετανάστες, τα “κορίτσια με τις γόβες”, τα παιδιά των ιδιωτικών - ελίτ σχολείων, χούλιγκαν, επισφαλώς εργαζόμενοι».
Ωστόσο όλες οι παρεμφερείς προσεγγίσεις έχουν ως συνισταμένη την άρνηση της ταξικής πάλης, καταλήγοντας πρώτ’ απ’ όλα -ανεξάρτητα αν αυτό διατυπώνεται ρητά- στην αμφισβήτηση του ηγετικού ρόλου της εργατικής τάξης, εκφράζοντας μικροαστικά στρώματα. Υπερβάλλουν ορισμένα διαταξικά χαρακτηριστικά, όπως ορισμένα χαρακτηριστικά των πολύ νεαρών ηλικιών, προκειμένου να τεκμηριώσουν τα περί «αταξικού νεολαιίστικου κινήματος», το οποίο στην ουσία βλέπουν ως εχθρικό απέναντι στο εργατικό κίνημα.
Αυτό δεν είναι τυχαίο. Εκφράζει απόψεις που δικαιολογούν τη στρατηγική ενσωμάτωσης στον καπιταλισμό, καθώς η εργατική τάξη είναι η ηγέτιδα επαναστατική δύναμη που μπορεί κάτω από την καθοδήγηση του κομμουνιστικού κόμματος να αμφισβητήσει και να ανατρέψει την αστική εξουσία.
Η αντίληψη για το «υποκείμενο» του «νέου» κινήματος είναι αδιάρρηκτα συνδεδεμένη με τη στόχευση του «νέου» κινήματος, που στην πραγματικότητα εξαντλείται στα όρια του συστήματος. Είναι λογικό ότι η δύναμη της αστικής εξουσίας δεν μπορεί να σπάσει «από τα κορίτσια με τις γόβες» ούτε από «τα παιδιά των ιδιωτικών - ελίτ σχολείων» σε συμμαχία με τους… «χούλιγκαν», από ένα θολό διαταξικό συνοθύλευμα.
Μόνο το οργανωμένο λαϊκό κίνημα, με πυρήνα και ηγετική δύναμη το εργατικό κίνημα, ριζωμένο πρώτα από όλα στη βιομηχανία και στους τόπους δουλιάς, είναι ικανό να φέρει σε πέρας έναν αγώνα με απίστευτες δυσκολίες, μακρόχρονο, που απαιτεί πραγματικές θυσίες, που σίγουρα θα απαιτήσει ιδιαίτερα ανεβασμένες και οξυμένες μορφές πάλης. Μόνο ένα τέτοιο κίνημα μπορεί να αναμετρηθεί με επιτυχία με το αστικό κράτος και να το νικήσει. Μόνο ο οργανωμένος λαός μπορεί να κατακτήσει τη λαϊκή εξουσία.
Στο στόχαστρο της αστικής τάξης βρέθηκε και η νεολαία, ιδιαίτερα η σπουδάζουσα και η μαθητική, υπολογίζοντας ότι αυτή δεν έχει κοινωνική και πολιτική πείρα, ότι μπορούν πιο εύκολα να την παρασύρουν σε μορφές και περιεχόμενο δράσης που την απομακρύνουν, που τη φέρνουν απέναντι στο εργατικό-λαϊκό κίνημα.
Ο οπορτουνισμός από την πλευρά του αξιοποίησε άλλη μία φορά τη γνωστή μέθοδο της κολακείας της νεολαίας. Γι’ αυτό έκανε λόγο για ρατσιστική αντιμετώπιση της νεολαίας, για ρατσιστική πολιτική ενάντια στους νέους. Εξισώνει τις ανάγκες των παιδιών του εργάτη, με εκείνες των παιδιών του βιομηχάνου. Αναφέρεται σε άρθρο της εφημερίδας «Αυγή», στις 11 Ιανουαρίου 2009: «…οι μαθητές ξεσηκώθηκαν με τον ίδιο τρόπο, ανεξάρτητα από το αν προέρχονταν από οικογένειες πλούσιες ή φτωχές, αν προετοιμάζονταν για ένα “λαμπρό” μέλλον ή για καθόλου μέλλον, αν τα σχολεία τους ήταν δημόσια ή ιδιωτικά και οι γονείς τους γηγενείς ή μετανάστες. Μαθητές και μαθήτριες, λίγο πολύ παντού στην Ελλάδα, έπραξαν περίπου τα ίδια και είπαν με τις πράξεις τους περίπου τα ίδια. Αποδείχθηκε έτσι κάτι σημαντικό: η νεολαία όντως αποτελεί αυτόνομη κοινωνική κατηγορία, όπου οι ποικίλες διακρίσεις μπορούν να ατονούν μέχρις εξαφανίσεως». Τα προβλήματα των νέων δε σχετίζονται λοιπόν με το πώς οι νέοι εντάσσονται στην κοινωνικο-ταξική διάρθρωση. Οι «διακρίσεις» …εξαφανίζονται!
Στο ίδιο μοτίβο κινείται και δημοσίευμα της εφημερίδας «Εποχή», την 11η Ιανουαρίου 2009: «Για τους νέους, οι ταξικοί διαχωρισμοί και οι αποκλεισμοί θα εμφανιστούν όταν περάσουν τα χρόνια της αθωότητας». Ο 23χρονος που του έλιωσε τα δύο πόδια η μηχανή πριν ένα χρόνο στην ΕΤΕΜ, ο 19χρονος που σκοτώθηκε μέσα στα καζάνια στο Πέραμα το καλοκαίρι δεν είχαν …«χρόνια αθωότητας». Είναι όπιο για τη νεολαία της εργατικής τάξης και των λαϊκών στρωμάτων ότι έχουν κοινές ανάγκες και κοινή στάση με τη νεολαία της αστικής τάξης και των ανώτερων τμημάτων μεσαίων στρωμάτων.
Στην επίθεση αποπροσανατολισμού και κολακείας των νέων των φτωχών λαϊκών στρωμάτων εντάσσεται η προσπάθεια της αστικής τάξης να διασπάσει την αυριανή εργατική τάξη, να διαμορφώσει τείχη απομόνωσης από το ταξικά προσανατολισμένο εργατικό συνδικαλιστικό κίνημα. Η αστική τάξη επιδιώκει ο νέος να βλέπει υποτιμητικά τον εργάτη, να νιώθει αποστροφή και ξένο προς αυτόν κάθε τι εργατικό, ενώ αν έχει εργατική καταγωγή να αισθάνεται ταπεινωμένος. Για τους καπιταλιστές άλλωστε περήφανοι πρέπει να νιώθουν μόνο οι επιχειρηματίες και ο περίγυρός τους. Σε αυτή την προσπάθεια οι καπιταλιστές συνεπικουρούνται από τον οπορτουνισμό. Γράφτηκε στην «Αυγή» την 11η Ιανουαρίου 2009: «Οργανικό και αναπόσπαστο τμήμα της συμβατικής επιχειρηματολογίας αποτελεί βέβαια και η ρομαντική επίκληση ενός μυθικού (δηλαδή ανύπαρκτου) παρελθόντος- όπου οι επαναστάτες φορούσαν μόνο προλεταριακές τραγιάσκες…». Ετσι και η Ιστορία «σβήνεται» και η σημερινή πραγματικότητα διαστρεβλώνεται με υποτίμηση ή και με ανοικτή άρνηση της εργατικής τάξης και του ρόλου της στην κοινωνική εξέλιξη. Γιατί βέβαια η κομμουνιστική ιδεολογία, το ΚΚΕ δεν έχουν ως κριτήριο ένταξης στην εργατική τάξη εξωτερικά στοιχεία συμπεριφοράς της, ιστορικά διαμορφωμένα, αλλά το διαχρονικό κριτήριο της εκμετάλλευσης της μισθωμένης από το κεφάλαιο εργατικής δύναμης.
ΑΡΝΗΣΗ ΤΗΣ ΠΑΛΗΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΞΟΥΣΙΑ
Ο οπορτουνισμός εξαίρει το νέο κίνημα ως …«αντιεξουσιαστικό». Αυτό ασφαλώς συνδέεται με την αντίληψή του για ένα κίνημα που θα εξυπηρετεί τα σενάρια αντινεοφιλελεύθερης διαχείρισης του καπιταλιστικού συστήματος, δηλαδή που θα βρίσκεται κάτω από την κηδεμονία της αστικής τάξης.
Στην εφημερίδα «Εποχή», στις 21 Δεκεμβρίου 2008, διαβάζουμε: «…πρέπει να κάνουμε τη διάκριση μεταξύ των κινημάτων ενάντια στη νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση και αυτών μιας προηγούμενης περιόδου που στοιχημάτιζαν στη βίαιη ανατροπή του καπιταλισμού μέσω της κατάληψης του κράτους… η γενιά των κινημάτων της παγκοσμιοποίησης έχει ρητά απορρίψει τη στρατηγική της βίαιης ανατροπής. Μπορεί να επηρεάζεται από τον αναρχισμό, αλλά μόνο με την έννοια της συμβολικής βίας… Οταν τα παιδιά χτυπούν μια τράπεζα αυτό αποτελεί μια μορφή συμβολικής βίας, δεν είναι ότι έχουν σκοπό την κατάληψη της κρατικής εξουσίας».
Ενα από τα χαρακτηριστικά λοιπόν του «νέου» κινήματος είναι ότι δε στοχεύει στην ανατροπή της αστικής εξουσίας και αυτό αναδεικνύεται ως θετικό στοιχείο. Η βία είναι συμβολική, δηλαδή εκφράζει την κοινωνική διαμαρτυρία με το σπάσιμο της τράπεζας, αλλά μένει σταθερά στο έδαφος του καπιταλισμού.
Και ο συγκεκριμένος αρθρογράφος συνεχίζει: «…ένας λόγος που αυτή η γενιά βλέπει με σκεπτικισμό το πολιτικό σύστημα και τα παραδοσιακά κόμματα της αριστεράς, έχει να κάνει με την απόρριψη της σημασίας της κρατικής εξουσίας».
Κίνημα λοιπόν που βλέπει με «σκεπτικισμό το πολιτικό σύστημα» και δεν παλεύει για την ανατροπή του, κίνημα που απορρίπτει τη σημασία της κρατικής εξουσίας, δηλαδή του είναι αδιάφορο τι χαρακτήρα έχει αυτή η εξουσία, ποια τάξη βρίσκεται στην εξουσία. Δηλαδή κίνημα κοινωνικής διαμαρτυρίας που αν και δεν παλεύει για την ανατροπή του καπιταλιστικού συστήματος, χρησιμοποιεί μέσα και μορφές σύγκρουσης με όργανα της αστικής εξουσίας με δήθεν «συμβολική» σημασία:
Αλλος αρθρογράφος της «Εποχής» γράφει στις 28 Δεκεμβρίου 2008, εκτιμώντας τη σημασία του νέου κινήματος: «Η μεγάλη διαφορά της σημερινής συγκυρίας συνίσταται στο τρόπο που εκδηλώθηκε ο συγκρουσιακός της χαρακτήρας και κυρίως στους στόχους που θέτει ή αδυνατεί να θέσει … η έλλειψη σαφούς πολιτικής ανάλυσης πίσω από τις συγκρούσεις αλλά και ο συγκυριακός, εν πολλοίς, χαρακτήρας των πρόσφατων δράσεων -στοιχεία όχι απαραιτήτως αρνητικά- καταμαρτυρούν την ιδιαίτερη μορφή αυτών των δράσεων… παρόλη τη συμμετοχή του συνόλου της αριστεράς, ο αναρχικός χώρος αναδείχθηκε σε ηγεμονική δύναμη…».
Το κίνημα λοιπόν είναι αναρχικό και αντι-εξουσιαστικό με την έννοια της αδιαφορίας για την εξουσία. Πρέπει να είναι κίνημα που απέχει από την πολιτική γενικά, δηλαδή που υιοθετεί την αστική πολιτική, γι’ αυτό «δε θέτει στόχους, δεν έχει πολιτική ανάλυση».
Οι εκτιμήσεις των οπορτουνιστών για το «νέο» κίνημα, για τις ιδιαιτερότητες της «εξέγερσης», όπως αποκαλούν τη δράση των κουκουλοφόρων, το …νέο που φέρνει η δράση των «αντιεξουσιαστών», αυτό που σε τελική ανάλυση θεωρούν ότι τους συνδέει μαζί τους, ουσιαστικά είναι οι θέσεις μη αμφισβήτησης και μη σύγκρουσης με την αστική εξουσία.
Τέλος, σχετικά με το πολιτικό περιεχόμενο των «αντιεξουσιαστικών» συνθημάτων είναι ιδιαίτερα χαρακτηριστικός ο τίτλος της συνέντευξης μέλους της «Αντιεξουσιαστικής Κίνησης», που δημοσιεύτηκε στο ένθετο της «Κυριακάτικης Αυγής», «Παιδεία και Κοινωνία», την 1η Φεβρουαρίου 2009, ο οποίος δηλώνει: «Είμαστε κίνημα διαμαρτυρίας και όχι εξουσίας». Η άρνηση της πάλης για την εργατική εξουσία, η αντι-ΚΚΕ στάση και η εκτόνωση της δυσαρέσκειας σε κοινωνική διαμαρτυρία που ενσωματώνεται στο αστικό πολιτικό σύστημα, αποτελεί το πολιτικό περιεχόμενο στο οποίο συναντήθηκαν ο ΣΥΝ/ΣΥΡΙΖΑ και ο «αντιεξουσιαστικός» χώρος.
Η ενσωμάτωση του κινήματος σε επιδιώξεις εναλλαγής διαχειριστή της αστικής εξουσίας υπηρετήθηκε και μέσα από συγκεκριμένα συνθήματα που προέβαλε ο χώρος του ΣΥΝ/ΣΥΡΙΖΑ, όπως «να φύγει η κυβέρνηση των δολοφόνων». Η στάση του ΣΥΝ/ΣΥΡΙΖΑ στο κίνημα εντάσσεται στη γραμμή του «αντινεοφιλελεύθερου μετώπου» που φορτώνει όλα τα δεινά του καπιταλισμού στο «νεοφιλελεύθερο» τύπο καπιταλιστικής διαχείρισης, παρακάμπτοντας το γεγονός ότι εξίσου ακολουθήθηκε από όλες τις αστικές κυβερνήσεις (σοσιαλδημοκρατικών ή νεοφιλελεύθερων κομμάτων) τα τελευταία 20 χρόνια. Για το ΣΥΝ/ΣΥΡΙΖΑ η «απελευθέρωση» των αγορών, οι ιδιωτικοποιήσεις κλπ. χρεώνονται στο «νεοφιλελεύθερο μοντέλο» και δεν αντιμετωπίζονται ως αυτό που πραγματικά είναι: Αδήριτες εσωτερικές ανάγκες της καπιταλιστικής συσσώρευσης που όλες οι αστικές κυβερνήσεις εξυπηρέτησαν. Για το ΣΥΝ/ΣΥΡΙΖΑ, η οικονομική κρίση «εξελίσσεται ραγδαία σε γενικευμένη δομική κρίση της νεοφιλελεύθερης μορφής του καπιταλιστικού συστήματος»12 και δεν είναι κρίση του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής που αναδεικνύει τα ιστορικά του όρια. Η σοσιαλδημοκρατική ρεφορμιστική λογική του ΣΥΝ/ΣΥΡΙΖΑ βασίζεται στην οπορτουνιστική αυταπάτη της ξεπερασμένης κεϋνσιανής πολιτικής της μερικής αναδιανομής, του κρατικού ελέγχου και της ρύθμισης.
Η ΑΝΤΙ-ΚΚΕ ΓΡΑΜΜΗ
Οι δυνάμεις του ΣΥΝ/ΣΥΡΙΖΑ πρωτοστάτησαν στην αντικομμουνιστική επίθεση, με ολόκληρα αφιερώματα στις εφημερίδες «Αυγή» και «Εποχή», με δηλώσεις των Τσίπρα και Αλαβάνου και άλλων. Είναι χαρακτηριστικό το εξής απόσπασμα από την εφημερίδα «Εποχή», στις 21 Δεκεμβρίου 2008: «Ο ΣΥΡΙΖΑ πρέπει να αλλάξει πολιτική γραμμή σε σχέση με το ΚΚΕ. Θα πρέπει να κάνει μέτωπο στο ΚΚΕ. Το ΚΚΕ είναι ένα ιδιόμορφο πολιτικό μόρφωμα. Εχει μια κατοχύρωση στο πολιτικό σύστημα, μια ιδιόμορφη ιδεολογική και πολιτική ασυλία. Είναι έξω από το πεδίο των αντιθέσεων. Κανείς δεν κάνει μέτωπο στο ΚΚΕ… Ταυτόχρονα, παρά την “γραφικότητα”, το “σταλινισμό” του, αποτελεί στη συνείδηση μέρους της κοινωνίας μια συνεπή και ακέραια δύναμη… Υπάρχει μια ιδιότυπη ασυλία… Αυτό πρέπει να τελειώσει. Και να θεωρηθεί το ΚΚΕ σαν αυτό που είναι: μια δύναμη συντηρητική».
Στην ουσία δηλώνεται η πολεμική ενάντια στην επαναστατική πολιτική του ΚΚΕ, ομολογείται ο διαχρονικός ρόλος του οπορτουνισμού ως ανάχωμα στη ριζοσπαστικοποίηση, στη συσπείρωση ευρύτερων εργατικών, λαϊκών δυνάμεων με το ΚΚΕ. Ο οπορτουνισμός ποτέ δεν έχασε άλλωστε τη στρατηγική στόχευσή του, που είναι η μετάλλαξη του ΚΚΕ από επαναστατικό κόμμα σε δύναμη ενσωμάτωσης της εργατικής τάξης στο σύστημα. Αυτό εκφράζεται και με τη στρατηγική του ΣΥΝ για τη «μεγάλη αριστερά», για διακυβέρνηση «χωρίς να τα παραπέμπει …όλα στο σοσιαλισμό» και ο χαρακτηρισμός του ΚΚΕ ως «συστημική» δύναμη, εξαιτίας της στάσης του απέναντι στους «κουκουλοφόρους».
Οσο για την κριτική του ΚΚΕ απέναντι στο χώρο των λεγόμενων «αντιεξουσιαστών», που επικρίνεται από το ΣΥΝ/ΣΥΡΙΖΑ, αρκεί η αντι-ΚΚΕ σύμπλευσή τους για να βγουν τα ανάλογα συμπεράσματα. Χαρακτηριστικό είναι δημοσίευμα της «αντιεξουσιαστικής» εφημερίδας «Διαδρομή Ελευθερίας» (Δεκέμβριος 2008), που αναφέρεται στα Δεκεμβριανά του ’44 με τίτλο «Μια μεθοδευμένη σφαγή»: «Τα γεγονότα του Δεκέμβρη του 1944 αποτελούν την πλέον αιματοβαμμένη στιγμή της μετα-απελευθερωτικής Αθήνας… Κάποιοι το χαρακτήρισαν “κόκκινο” εμπνευσμένοι, ίσως, από το αίμα που χύθηκε ή για να του δώσουν έντονη κομμουνιστική απόχρωση…Ο “κόκκινος Δεκέμβρης”, στην ουσία ήταν η συνέχεια άπειρων εγκλημάτων που προηγήθηκαν από τους αριστερούς. Σκότωναν φτωχές γυναίκες γιατί πλένανε ρούχα ιταλών ή γερμανών στρατιωτών… Από πόσο πατριωτικό πάθος να φλέγονταν αυτός ο λεβέντης για να σκοτώσει μια μάνα, που έπλενε ρούχα για ένα κομμάτι ψωμί για τα παιδιά της; Σκοτώνανε εργάτες γιατί δούλευαν σε γερμανικές επιχειρήσεις. Στους ομαδικούς τάφους που ανοίξανε στο Περιστέρι… όλα τα πτώματα φορούσαν μπαλωμένα κουρέλια και τα χέρια τους ήταν χέρια εργατών… Το εγκληματικό όργιο στο οποίο αποδύθηκαν οι αριστεροί στις μέρες των Δεκεμβριανών ξεπέρασε κάθε προηγούμενο… Με κονσερβοκούτια, τσεκούρια και σκερπάνια σκότωναν ανυπεράσπιστους ανθρώπους διαγράφονταν το μέλλον που ετοίμαζαν σε περίπτωση που επικρατούσαν». Οχι, δεν είναι από την εφημερίδα «Χρυσή Αυγή», αλλά από εφημερίδα …«αντιεξουσιαστική».