ΠΛΕΥΡΕΣ ΤΗΣ ΙΔΕΟΛΟΓΙΚΟΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΑΝΤΙΠΑΡΑΘΕΣΗΣ ΣΕ ΤΜΗΜΑΤΑ ΤΗΣ ΝΕΟΛΑΙΑΣ


του Τάσου Τραβασάρου

ΕΙΣΑΓΩΓΗ

Βρισκόμαστε σε μια περίοδο με πολύ σοβαρές διεθνείς και εγχώριες εξελίξεις. Η οικονομική κρίση που έχει εκδηλωθεί και βρίσκεται σε εξέλιξη σε βασικά κέντρα του διεθνούς καπιταλιστικού συστήματος, θα ενισχύσει την τάση μεταβολής του συσχετισμού δυνάμεων στην παγκόσμια αγορά και ανάμεσα στα ιμπεριαλιστικά κέντρα. Είναι δεδομένη η ανησυχία των εκπροσώπων του διεθνούς κεφαλαίου, αλλά και της αστικής τάξης στην Ελλάδα, για το εύρος, το βάθος, τις ευρύτερες συνέπειες της οικονομικής κρίσης. Δεδομένη είναι και η πορεία όξυνσης των ενδοϊμπεριαλιστικών αντιθέσεων, καθώς κανένα ιμπεριαλιστικό κέντρο δεν είναι διατεθειμένο να κάνει πίσω από ήδη κατακτημένες θέσεις του. Ηδη υπάρχουν μια σειρά εστίες έντασης από την Κασπία μέχρι τη Λατινική Αμερική, από το Πακιστάν και την Ινδία μέχρι τη Μέση Ανατολή και το Αιγαίο. Κανείς δεν μπορεί να αποκλείσει νέο γύρο πολεμικών αναμετρήσεων. Η επίθεση της Γεωργίας στη Ν. Οσετία, οι βομβιστικές επιθέσεις στη Βομβάη, η ιμπεριαλιστική εισβολή του Ισραήλ στην Παλαιστίνη, δεν μπορούν παρά να είναι μόνο η αρχή. Η αστική τάξη στην Ελλάδα είναι γερά μπλεγμένη στο κουβάρι των ενδοϊμπεριαλιστικών αντιθέσεων, με την οικονομική κρίση να κάνει την εμφάνισή της στην Ελλάδα. Επιχειρεί να αξιοποιήσει την τάση ανακατάταξης στον ενδοϊμπεριαλιστικό συσχετισμό, να παίξει ρόλο ως δίαυλος μεταφοράς ενέργειας και εμπορευμάτων, να βελτιώσει τους όρους του ενεργειακού της εφοδιασμού, να ενισχύσει παραπέρα την ανταγωνιστικότητα των ελληνικών μονοπωλιακών ομίλων. Η πολιτική διαφοροποίησης των προμηθευτών ενεργειακών υλών δεν έχει σχέση με την λαϊκή αντίσταση στις ιμπεριαλιστικές δεσμεύσεις. Η πολιτική των ελληνικών κυβερνήσεων συνειδητά προωθεί αναδιαρθρώσεις, αναγκαίες για την εξαγωγή κεφαλαίου από την Ελλάδα, με συνέπειες ως προς την εγχώρια παραγωγική δυνατότητά της και το εργατικό και λαϊκό εισόδημα. Η ενίσχυση των ενδοϊμπεριαλιστικών αντιθέσεων, η οικονομική κρίση που βρίσκεται σε εξέλιξη θα έχουν αποτέλεσμα την ένταση της επίθεσης του κεφαλαίου ενάντια στην εργατική τάξη για το βάθεμα της εκμετάλλευσης και τη μείωση της τιμής πώλησης της εργατικής δύναμης, αντικειμενικά θα οξύνουν την αντίθεση ανάμεσα στο κεφάλαιο και στην εργασία.

Η αστική τάξη στην Ελλάδα εκτιμά τις εγχώριες πολιτικές εξελίξεις παίρνοντας υπόψη όλα τα παραπάνω, κατανοώντας τη δυναμική που εμπερικλείουν και επιδιώκει να παρέμβει ενεργά.

Είναι χαρακτηριστική, σχετικά με τους προβληματισμούς κυρίαρχων κύκλων στην Ελλάδα, η αναδημοσίευση από την εφημερίδα «Το Βήμα» άρθρου της εφημερίδας «The Times» στις 11 Ιανουαρίου 2009 με τίτλο «Τι θα πάει στραβά στον κόσμο το 2009», στο οποίο παρουσιάζεται χάρτης με τις «καυτές περιοχές σε έναν επικίνδυνο κόσμο», οι οποίες διαβαθμίζονται σε τρία επίπεδα «υψηλού, μεσαίου, χαμηλού ρίσκου». Σε αυτές περιλαμβάνεται και η Ελλάδα ως χώρα χαμηλού ρίσκου, στο ίδιο επίπεδο με την Ουκρανία, το Ιράν, την Ινδία, τη Γεωργία.

Την ίδια στιγμή, πάλι σύμφωνα με την εφημερίδα «Το Βήμα», στις 11 Ιανουαρίου 2009, κορυφαίος Ελληνας πρέσβης εκτιμά ότι η «τρομοκρατία επανέρχεται στην ατζέντα των ελληνοαμερικάνικων σχέσεων και θα τη βρούμε μπροστά μας το 2009».

Ενώ στις 15 Ιανουαρίου 2009 η «Καθημερινή», με αφορμή τη διένεξη Ρωσίας - Ουκρανίας για το φυσικό αέριο, αναδημοσίευσε άρθρο της «International Herald Tribune» με τίτλο: «Η διαφωνία Μόσχας - Κιέβου έχει πολύ βαθιές ρίζες», όπου αναφέρεται: «Οι αρχές της Μόσχας, που κάποτε ήταν βέβαιες για την άσκηση επιρροής στην Ουκρανία, συγκλονίστηκαν βαθιά από τις διαμαρτυρίες που έγιναν γνωστές ως “Πορτοκαλί Επανάσταση” και οι οποίες έφεραν στην εξουσία μια φιλοδυτική κυβέρνηση το 2004».

Παράλληλα, σε ισχυρές καπιταλιστικές χώρες, στις ΗΠΑ και στις χώρες της ΕΕ ανακοινώνονται χιλιάδες απολύσεις, ετοιμάζονται νέα μέτρα ενάντια στην εργατική τάξη κλπ. Οι εξελίξεις αυτές στο σύνολό τους αναδεικνύουν την ανάγκη προετοιμασίας για νέες συνθήκες δράσης, αναδεικνύουν δυνατότητες απότομης στροφής της ταξικής πάλης. Ταυτόχρονα θέτουν την ανάγκη ανασύνταξης του εργατικού κινήματος. Οι μαζικές κινητοποιήσεις μαθητών, φοιτητών, εργαζομένων που ακολούθησαν τη δολοφονία του 15χρονου μαθητή το Δεκέμβριο, οι αγροτικές κινητοποιήσεις, οι εργατικές κινητοποιήσεις ενάντια στις απολύσεις, αποτελούν εκδήλωση της συσσωρευμένης διαμαρτυρίας και αγανάκτησης, ως αποτέλεσμα των οξυμένων λαϊκών προβλημάτων, στο φόντο της προώθησης των καπιταλιστικών αναδιαρθρώσεων, με τα πρώτα σημάδια εκδήλωσης της κρίσης στην Ελλάδα να κάνουν την εμφάνισή τους. Από την πρώτη στιγμή των κινητοποιήσεων το Δεκέμβριο, το ΚΚΕ είχε υπογραμμίσει με Ανακοίνωση της ΚΕ:

«Η ΚΕ του ΚΚΕ χαιρετίζει τους νέους και τις νέες, μαθητές, φοιτητές, σπουδαστές, τους εργαζόμενους που από την πρώτη στιγμή ως σήμερα αντέδρασαν με μαζικές κινητοποιήσεις και καταλυτική διαμαρτυρία στην δολοφονία του Αλέξανδρου Γρηγορόπουλου, ανέδειξαν τις διαχρονικές πολιτικές αιτίες που όπλισαν το χέρι του δολοφόνου, τις συγκεκριμένες ευθύνες της ΝΔ. Οι κινητοποιήσεις είχαν ως υπόβαθρο επίσης τα οξυμένα λαϊκά προβλήματα, τον αυταρχισμό, την κρατική καταστολή, την αγανάκτηση της νεολαίας, την αγωνία και την αβεβαιότητα για το αύριο. Απευθύνει μαχητικό κάλεσμα συνέχισης και έντασης των λαϊκών και νεολαιίστικων αγώνων που είναι σε εξέλιξη όλους τους τελευταίους μήνες και οι οποίοι πρέπει να κλιμακωθούν ώστε να αποκρουστεί η νέα επίθεση λόγω της οικονομικής κρίσης και του εντεινόμενου κρατικού αυταρχισμού. Το ΚΚΕ επισημαίνει: Καμιά αναστολή στην αγωνιστική λαϊκή δράση και κινητοποίηση, στην οργάνωση και υψηλή περιφρούρηση των αγώνων, στην ανάπτυξη ανεβασμένων μορφών πάλης μέσα από συλλογικές διαδικασίες με λαϊκή συμμετοχή και ανεβασμένο αίσθημα αγωνιστικής ευθύνης. Λαϊκοί αγώνες που θα αγγίζουν όλο το φάσμα της κυρίαρχης πολιτικής, από την έξαρση της κρατικής καταστολής και βίας μέχρι τα οικονομικά και κοινωνικά αιτήματα της εργατικής τάξης, των μικρομεσαίων στρωμάτων της πόλης και του χωριού, της νεολαίας και των γυναικών, ενάντια στην τεράστια επίθεση που δέχονται τα δικαιώματά τους. Οι εργαζόμενοι εδώ και τώρα πρέπει να πάρουν την υπόθεση στα χέρια τους. Οι χώροι δουλειάς, τα εργοστάσια, οι κλάδοι, τα γιαπιά, τα μεγάλα μαγαζιά των πόλεων, οι τόποι μόρφωσης και κατοικίας, πρέπει να γίνουν τα ζωντανά κύτταρα της αναγέννησης και ανάπτυξης του εργατικού και ευρύτερα λαϊκού κινήματος».

Στις κινητοποιήσεις του Δεκεμβρίου το ΚΚΕ έδειξε ετοιμότητα, ανταποκρίθηκε σε σχετικά σύνθετες συνθήκες, γι’ αυτό δέχτηκε σκληρή επίθεση από διάφορα τμήματα της αστικής τάξης και δυνάμεις του οπορτουνισμού. Προμηνύονται γεγονότα που στο μέλλον θα απαιτήσουν ακόμα υψηλότερο επίπεδο ιδεολογικής και πολιτικής ετοιμότητας και ικανότητας σύνδεσης και προσανατολισμού κινητοποιούμενων δυνάμεων. Οι εκπρόσωποι του κεφαλαίου ανησυχούν γιατί το ΚΚΕ έχει τις προϋποθέσεις να ανταποκριθεί και στο μέλλον, να συμβάλει έτσι ώστε μέσα από τα σκιρτήματα της ταξικής πάλης, τις αγωνιστικές κινητοποιήσεις και τα ξεσπάσματα να ενισχύεται ο ταξικός προσανατολισμός του εργατικού συνδικαλιστικού κινήματος, που εκφράζει το ΠΑΜΕ, η αντιμονοπωλιακή γραμμή στους αυτοαπασχολούμενους, στο φοιτητικό-σπουδαστικό, μαθητικό κίνημα, να ωριμάζει η συνείδηση για την ανάγκη ανατροπής του καπιταλισμού. Η ανάπτυξη της ταξικής πάλης, το πέρασμά της σε άλλη φάση, η ενίσχυση του ρόλου του ΚΚΕ, ο ηγετικός ρόλος της εργατικής τάξης, η προώθηση της κοινωνικής συμμαχίας της εργατικής τάξης με τα φτωχά λαϊκά στρώματα είναι ενδεχόμενο που φοβίζει την αστική τάξη και σίγουρα θέλει να αποφύγει για να θωρακίσει τη δικτατορία της.

Το ΚΚΕ και στο επόμενο διάστημα θα υψώσει πιο ψηλά το σύνθημα της αντεπίθεσης, της αντιστροφής της σημερινής πορείας στην προοπτική ανατροπής της αστικής εξουσίας. Σήμερα το ΚΚΕ είναι πιο ώριμο να ηγηθεί σε μια ενδεχόμενη άνοδο της ταξικής πάλης.

ΝΕΕΣ ΔΥΝΑΤΟΤΗΤΕΣ ΑΛΛΑ ΣΕ ΣΥΝΘΕΤΕΣ ΕΞΕΛΙΞΕΙΣ

Η ανάπτυξη της ταξικής πάλης δε γίνεται ποτέ με καθαρό και ευθύγραμμο τρόπο, από τη μια να υπάρχει το στρατόπεδο της αστικής τάξης και από την άλλη το στρατόπεδο της εργατικής τάξης. Και αυτό γιατί δεν ξεκαθαρίζει ενιαία η στόχευση του κινήματος. Στον προσανατολισμό του παρεμβαίνουν ξένες δυνάμεις, π.χ. μικροαστικά στρώματα, ανακατεύονται με τις διάφορες επιδιώξεις τους διάφορα στρώματα με ιδιαίτερα συμφέροντα, αυταπάτες κλπ. Παρεμβαίνουν με τα κόμματά τους, με άλλα μέσα που διαθέτουν κλπ.

Η ανάπτυξη της ταξικής πάλης αντικειμενικά δεν μπορεί παρά να περιλαμβάνει ακόμα και εκρήξεις μερίδας μικροαστών που απειλούν να πνίξουν το κίνημα με τις προλήψεις τους, που αντιδρούν βίαια στην πίεση που νιώθουν από τον καπιταλισμό, αλλά τους φοβίζει η προοπτική ανατροπής της καπιταλιστικής εξουσίας.

Επίσης, τα τινάγματα του κινήματος αναπόφευκτα βγάζουν στο προσκήνιο νέες ανώριμες δυνάμεις, κύμα μαζών που είναι άπειρες, που έχουν διάθεση να τραβήξουν μπροστά, αλλά δεν έχουν απαλλαγεί από αυταπάτες ή δεν είναι έτοιμες για θυσίες.

Για παράδειγμα, ένα στοιχείο του ξεσπάσματος της νεανικής και λαϊκής οργής το Δεκέμβριο είναι ότι μπήκαν σε κίνηση νεανικές μάζες, ιδιαίτερα μαθητικές αλλά και φοιτητικές-σπουδαστικές, με χαρακτηριστικό τους την ανωριμότητα, την κοινωνική και πολιτική απειρία. Παράλληλα εκφράστηκε εκκωφαντικά η μικροαστική κοινωνική διαμαρτυρία με όλα τα χαρακτηριστικά της αντιφατικότητάς της.

Σε συνθήκες που οξύνονται οι ενδοαστικοί ανταγωνισμοί, οι τριγμοί τους, αντικειμενικά μπορούν να οδηγήσουν σε όξυνση της ταξικής πάλης, χωρίς αυτό να είναι δεδομένο. Ο ενδοαστικός ανταγωνισμός δεν είναι κάτι που βρίσκεται απαραίτητα κάτω από τον έλεγχο των διάφορων πλευρών που βρίσκονται σε αντιπαράθεση.

Ετσι οι σπινθήρες που πετιούνται από την αντιπαράθεση τεράστιων σε δύναμη αντιπάλων, μπορούν να αποτελέσουν το έδαφος για την ανάπτυξη της ταξικής πάλης προς όφελος του προλεταριάτου.

Ο Λένιν έκανε τις εξής επισημάνσεις για τις συνθήκες παγκόσμιου πολέμου, δηλαδή οξύτατης ενδοϊμπεριαλιστικής σύγκρουσης, σχετικά με την παρέμβαση και την ανάμιξη των καπιταλιστών στα διάφορα κινήματα: «Τα σημερινά επιτελεία στο σημερινό πόλεμο (σημ. συντ. εννοεί τον Α΄ παγκόσμιο πόλεμο) προσπαθούν να εκμεταλλευτούν προσεχτικά κάθε εθνικό και επαναστατικό κίνημα στο στρατόπεδο των αντιπάλων τους, οι γερμανοί την ιρλανδική εξέγερση, οι γάλλοι το τσέχικο κίνημα κτλ. Δεν μπορείς να αντιμετωπίσεις σοβαρά ένα σοβαρό πόλεμο, χωρίς να εκμεταλλεύεσαι και την παραμικρότερη αδυναμία του αντιπάλου, χωρίς να αδράχνεις κάθε ευκαιρία, πολύ περισσότερο που δεν μπορείς να ξέρεις από τα πριν σε ποια ακριβώς στιγμή και με ποια ακριβώς δύναμη “θα εκραγεί” εδώ ή εκεί ή μία ή η άλλη μπαρουταποθήκη» 1.

Ας μην ξεχνάμε ότι τα παραπάνω γράφτηκαν 100 περίπου χρόνια πριν. Από τότε η σχετική πείρα που έχει συγκεντρώσει το κεφάλαιο είναι τεράστια. Παράλληλα ο Λένιν, με τη στρατηγική και τακτική που επεξεργάστηκε, πρόσφερε ένα παράδειγμα πετυχημένης αξιοποίησης των ενδοϊμπεριαλιστικών αντιθέσεων προς όφελος της προλεταριακής επαναστατικής πάλης. Παράδειγμα αποτελεί η ανάλυσή του για τη θριαμβευτική πορεία της επανάστασης, πριν τη συνθήκη του Μπρεστ-Λιτόφσκ, που σηματοδότησε το πέρασμα της επανάστασης σε άλλη φάση:

«Αν διαλύσαμε τόσο εύκολα τις συμμορίες του Κερένσκι, αν δημιουργήσαμε τόσο εύκολα εξουσία στην χώρα μας, αν χωρίς τον παραμικρό κόπο αποκτήσαμε διατάγματα για την κοινωνικοποίηση της γης, για τον εργατικό έλεγχο- αν αυτά τα αποκτήσαμε τόσο εύκολα, αυτό έγινε μονάχα γιατί διαμορφώθηκαν ειδικές συνθήκες που μας προστάτευσαν λίγο από τον διεθνή ιμπεριαλισμό…Ο ιμπεριαλισμός είχε αλλού τον νου του. Νομίσαμε και εμείς πως μπορούμε να αγνοήσουμε τον ιμπεριαλισμό. Ορισμένοι ιμπεριαλιστές είχαν αλλού το νου τους μόνο και μόνο, γιατί όλη η τεράστια κοινωνικοπολιτική και στρατιωτική δύναμη του σύγχρονου παγκόσμιου ιμπεριαλισμού ήταν εκείνο τον καιρό χωρισμένη σε δύο ομάδες από τον πόλεμο που κάνανε μεταξύ τους. Οι ιμπεριαλιστές ληστές που μπλέχτηκαν σε αυτόν τον αγώνα είχαν εντείνει σε απίστευτο βαθμό τις δυνάμεις τους, είχαν πιαστεί σε θανάσιμο πόλεμο σε τέτοιο βαθμό που καμιά από αυτές τις ομάδες δεν μπορούσε να συγκεντρώσει κάπως σοβαρές δυνάμεις ενάντια στην ρωσική επανάσταση. Τον Οκτώβρη βρεθήκαμε σε μια τέτοια ακριβώς στιγμή: η επανάσταση μας έτυχε ακριβώς- αυτό είναι παράδοξο μα αληθινό- σε μια ευνοϊκή στιγμή, όταν ανήκουστες συμφορές, εξολοθρεμός εκατομμυρίων ανθρώπων μάστιζαν την τεράστια πλειοψηφία των ιμπεριαλιστικών χωρών, όταν οι λαοί είχαν αποκάμει από τα δεινά που έφερε ο πόλεμος, όταν το τέταρτο χρόνο του πολέμου οι εμπόλεμες χώρες είχαν φτάσει στο αδιέξοδο, στο σταυροδρόμι, όταν από τα ίδια τα πράγματα έμπαινε το ερώτημα: θα μπορέσουν να εξακολουθήσουν να πολεμούν οι λαοί που έχουν περιέλθει σε μια τέτοια κατάσταση; Μόνο επειδή η επανάστασή μας έφτασε σε αυτήν την ευνοϊκή στιγμή, όταν καμιά από τις δύο γιγάντιες ομάδες ληστών δεν μπορούσε να ριχτεί αμέσως ενάντια η μία στην άλλη, μα ούτε και να ενωθούν εναντίον μας- μόνο αυτή τη στιγμή των διεθνών πολιτικών και οικονομικών σχέσεων μπορούσε να εκμεταλλευτεί και εκμεταλλεύτηκε η επανάστασή μας για να κάνει την λαμπρή θριαμβική πορεία της…»2.

Η είσοδος μικροαστικών στρωμάτων φέρνει στο κίνημα τα χαρακτηριστικά των μικροαστών. Ο «…μικροϊδιοκτήτης, ο μικρονοικοκύρης (κοινωνικός τύπος που σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες αντιπροσωπεύεται πολύ πλατιά και μαζικά), που στον καπιταλισμό […] πολύ συχνά δοκιμάζει μια αφάνταστα απότομη και γρήγορη χειροτέρευση της ζωής του και καταστροφή, περνά εύκολα σε άκρα επαναστατικότητα […] ο μανιασμένος από τις “φρικωδίες” του καπιταλισμού μικροαστός είναι ένα κοινωνικό φαινόμενο […] που χαρακτηρίζει όλες τις καπιταλιστικές χώρες. Η αστάθεια μιας τέτοιας επαναστατικότητας, η στειρότητά της, η ιδιότητά της να μετατρέπεται γρήγορα σε υποταγή, σε απάθεια σε φαντασιοπληξία, ακόμη και σε “μανιασμένο” ενθουσιασμό για το ένα ή το άλλο αστικό ρεύμα της μόδας- όλα αυτά είναι πασίγνωστα»3.

Είναι λοιπόν αναγκαία αξιοσημείωτο ζήτημα ο χαρακτηριστικός κοινωνικός τύπος του μικροαστού που εξαγριώνεται, που φρίττει από τον καπιταλισμό, που πέφτει γρήγορα στην υποταγή και στο πρώτο τυχόν αστικό ρεύμα της μόδας. Η μετάπτωση από το ένα πάθος στο άλλο, η απόγνωση και ο ίλιγγος από τις ευνοϊκές προοπτικές του καπιταλισμού, χαρακτηρίζουν τα μικροαστικά στρώματα.

Εξίσου επίκαιρη όμως είναι και η προειδοποίηση του Λένιν ότι «η θεωρητική όμως αφηρημένη αναγνώριση αυτών των αληθειών δεν αρκεί…», γιατί αυτά τα φαινόμενα «…παρουσιάζονται πάντα από απρόβλεπτες αιτίες, με κάπως νέα μορφή, με ένα άγνωστο από παλιότερα περίβλημα και περίγραμμα, μέσα σε πρωτότυπες -περισσότερο ή λιγότερο πρωτότυπες- συνθήκες»4.

Στις σημερινές συνθήκες του καπιταλισμού μεσαία στρώματα που κινούνται γύρω από τα μονοπώλια δεν αναπαράγονται μόνο, αλλά και αναδιαρθρώνονται σαν στεφάνη των μονοπωλίων. Ασφαλώς αυτά διαφέρουν σημαντικά από το μικροϊδιοκτήτη της εποχής του Λένιν, όπως σημαντικά διαφέρει και η αστική τάξη στην πείρα που έχει για να συμμαχεί ή να τα χειρίζεται στους σχεδιασμούς της. Το φάσμα της οικονομικής κρίσης, το γεγονός ότι κάποια από αυτά μπορεί συγκυριακά να πλήττονται ή να μην είναι ευχαριστημένα από τα σχετικά προνόμια που έχουν αποσπάσει από την αστική τάξη στα πλαίσια της συμμαχίας με αυτή, μπορεί να εξοργίζει κάποια, να τροφοδοτεί την απεγνωσμένη διαμαρτυρία τους. Αυτό μπορεί υπό προϋποθέσεις να τα οδηγήσει να επιδοκιμάσουν την τυφλή βία με την ίδια ευκολία που θα υποστηρίξουν μια κυβέρνηση εναλλαγής του αστικού πολιτικού συστήματος.

ΚΙΝΗΜΑ ΜΕ ΕΠΙΚΕΦΑΛΗΣ ΤΗΝ ΕΡΓΑΤΙΚΗ ΤΑΞΗ

Η δυσαρέσκεια και αγανάκτηση που συσσωρεύονται δεν αρκούν από μόνες τους για ν’ ανοίξει μια ελπιδοφόρα προοπτική προς όφελος της εργατικής τάξης και της νεολαίας. Στο φόντο εξελίξεων που υπογραμμίζουν τη δυνατότητα να δυναμώσει η αγωνιστική διαμαρτυρία, το ζητούμενο είναι: Η εργατική τάξη κάτω από την καθοδήγηση του επαναστατικού κόμματός της, σε επαναστατική γραμμή, να βάλει τη σφραγίδα της στις εξελίξεις.

Το παραπάνω είναι κομβικής σημασίας, σε μια περίοδο που οξύνονται όλες οι αντιθέσεις του κεφαλαιοκρατικού τρόπου παραγωγής, ανεβαίνει η ένταση των ανταγωνισμών ανάμεσα στα ιμπεριαλιστικά κέντρα άλλα και μεταξύ κεφαλαίου - εργασίας, οπότε μπορούν να παρουσιαστούν αναπάντεχα πολλές «εύφλεκτες ύλες» που να πυροδοτήσουν αντιστάσεις, ξεσπάσματα και κινητοποιήσεις γενικότερης εμβέλειας και σημασίας.

Η αστική τάξη το γνωρίζει αυτό και βρίσκεται σε φάση ετοιμασίας.

Για τους κομμουνιστές είναι καθαρό ότι η εργατική τάξη (το βιομηχανικό προλεταριάτο καταρχήν, οι νέοι εργάτες, οι ανασφάλιστοι ή με ελαστικές εργασιακές σχέσεις εργαζόμενοι και εργαζόμενες, αλλά και ιδιαίτερα τμήματα της εργατικής τάξης, όπως οι μετανάστες) είναι αυτή η κοινωνική δύναμη, που κάτω από την καθοδήγηση του ΚΚΕ, πρέπει να παίξει καθοριστικό, ηγετικό ρόλο στην άνοδο της ταξικής πάλης, σε συνθήκες οικονομικής κρίσης.

«Το κίνημα της εργατικής τάξης και των λαϊκών στρωμάτων πρέπει να αποκτήσει σε βάθος αντιμονοπωλιακό αντιιμπεριαλιστικό προσανατολισμό, εδραιωμένο στην ταξική πάλη και στην κοινωνική συμμαχία, διαφορετικά οι αγώνες δεν θα φέρνουν αποτελέσματα ανακατατάξεις […] η δημιουργία του μετώπου θα έχει ως αφετηρία την προώθηση της αντιμονοπωλιακής συμμαχίας στο κοινωνικό επίπεδο, στο έδαφος της ταξικής πάλης. Θα προωθείται όσο κερδίζει έδαφος η αναγκαιότητα ανατροπής στο επίπεδο της εξουσίας, όσο αποκτά ευρύτερη επιρροή η πολιτική πρόταση του κόμματος, όσο πιο γρήγορα ισχυροποιείται ολόπλευρα το ΚΚΕ και ενισχύεται ο ταξικός πόλος στο εργατικό συνδικαλιστικό κίνημα»5.

Η ολόπλευρη ενίσχυση του ΚΚΕ και της ΚΝΕ και η ανασύνταξη του εργατικού συνδικαλιστικού κινήματος σε ταξική κατεύθυνση είναι όρος για τον αντιμονοπωλιακό προσανατολισμό του λαϊκού κινήματος.

Η συσσωρευμένη αγανάκτηση πρέπει κάτω από την παρέμβαση των κομμουνιστών να μετατραπεί σε οργανωμένη πάλη για την ανατροπή της εξουσίας του κεφαλαίου.

Η ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ ΤΗΣ ΑΣΤΙΚΗΣ ΤΑΞΗΣ

Με αυτά τα δεδομένα, ασφαλώς κάτω και από τις ανησυχίες της αστικής τάξης για τις απώτερες συνέπειες της κρίσης, κάτω από τη δυσαρέσκεια που συσσωρεύεται, το κεφάλαιο απεργάζεται διάφορα σενάρια για να διατηρήσει την εξουσία του. Η αστική τάξη έχει διαμορφώσει διαύλους που είναι ικανοί να εκτονώνουν τα διάφορα ξεσπάσματα ή ακόμα και να θέτουν κινητοποιήσεις κάτω από την κηδεμονία της. Αλλωστε τα αστικά πολιτικά κόμματα πρωτοστάτησαν στο παρελθόν στην οργάνωση και εξέλιξη πληθώρας κινητοποιήσεων.

Η αστική τάξη παρεμβαίνει ποικιλοτρόπως για τη διαχείριση της δυσαρέσκειας ή την απορρόφηση της κοινωνικής διαμαρτυρίας στα πλαίσια του ανταγωνισμού μεταξύ των τμημάτων της. Αυτό το έκανε πάντα άλλωστε, ίσως παλιότερα με λιγότερο πολύμορφους μηχανισμούς και διαύλους από ό,τι σήμερα. Στο έδαφος ενδοαστικών ή και ενδοϊμπεριαλιστικών αντιθέσεων μπορεί να αναπτύσσονται ξεσπάσματα ή αγωνιστικές κινητοποιήσεις και η αστική τάξη, τα αστικά πολιτικά κόμματα, το αστικό κράτος, οι διάφοροι θεσμοί και μηχανισμοί του να μεθοδεύουν την οργάνωση και την εξέλιξή τους στο πλαίσιο των εσωτερικών της ανταγωνισμών. Σε αυτό αξιοποιεί και διάφορα μέσα που διαθέτει, π.χ. τα μεγάλα συγκροτήματα του Τύπου που υπάρχουν στην Ελλάδα. Λίγα χρόνια πριν ήταν σαφής η προσπάθεια να εξελιχθούν οι κινητοποιήσεις ενάντια στον πόλεμο του Ιράκ στα πλαίσια του ανταγωνισμού ανάμεσα σε αμερικάνικα και ευρωπαϊκά κεφάλαια.

Η αστική πολιτική δρα για την ενσωμάτωση του εργατικού κινήματος αξιοποιώντας τον εργοδοτικό, κυβερνητικό συνδικαλισμό. Με τη σύμπλευση του αστικού ρεφορμισμού και του οπορτουνισμού στο εργατικό κίνημα, στηριζόμενη σε εξαγορασμένα τμήματα της εργατικής τάξης, υπολογίζει ότι μπροστά στο φάσμα της κρίσης θα μπορέσει να μεταφέρει τα βάρη της στην εργατική τάξη χωρίς σοβαρές αντιστάσεις.

Παράλληλα το κεφάλαιο ενισχύει τους κατασταλτικούς μηχανισμούς του αστικού κράτους, θωρακίζοντας τη δικτατορία του: «Το νέο “αντιτρομοκρατικό” πακέτο της ΕΕ μέσα από ένα πλέγμα αποφάσεων και μέτρων, δημιουργεί ένα αντιδραστικό νομοθετικό πλαίσιο για το χτύπημα του λαϊκού κινήματος. Κλιμακώνει την επίθεση με την υιοθέτηση δράσης ενάντια στο “ριζοσπαστισμό” και τις “ακραίες ιδεολογίες”. Τροποποιείται ο “ευρωτρομονόμος”, περιλαμβάνοντας ως “τρομοκρατικά εγκλήματα” τη “στρατολόγηση” και “εκπαίδευση τρομοκρατών” και την “παρακίνηση σε τρομοκρατικές πράξεις”. Αυτές οι ορολογίες μπορούν να ερμηνεύονται και να χρησιμοποιούνται από τους αστικούς κατασταλτικούς μηχανισμούς, για να χαρακτηρίζονται ως τρομοκρατικές πράξεις και να ποινικοποιούνται διακηρυγμένοι στόχοι και μορφές πάλης του εργατικού κινήματος. Ποινικοποιείται η ιδεολογία και η πολιτική δράση που οδηγεί έξω από τα όρια του καπιταλιστικού συστήματος»6.

Στους κόλπους της καπιταλιστικής κοινωνίας, του πολιτικού της συστήματος και γενικότερα του εποικοδομήματός της, κυοφορούνται και άλλοι αντιδραστικοί μηχανισμοί περισσότερο ή λιγότερο φανεροί. Διαμορφώνονται εναλλακτικά κανάλια, όπου διοχετεύεται η δυσαρέσκεια και ο ριζοσπαστισμός σε αντιδραστική κατεύθυνση, ενάντια στο κίνημα, ενάντια στους κομμουνιστές, μηχανισμοί που συχνά διαπλέκονται άμεσα με πράκτορες.

Οι σχεδιασμοί του κεφαλαίου είναι καλά μελετημένοι, ενσωματώνουν την πείρα των πραγματικών εξεγέρσεων και επαναστάσεων, έχουν μελετήσει καλά την ψυχολογία που απορρέει από την κοινωνικο-ταξική θέση των μεσαίων στρωμάτων, υπολογίζουν ότι αυτή η ψυχολογία μπορεί να δώσει άλλοθι στους αστικούς κρατικούς μηχανισμούς που δρουν κάτω από τις κουκούλες.

Εγινε προσπάθεια να σημαδευτούν οι μεγάλες νεανικές κινητοποιήσεις με την επανεμφάνιση και την ενίσχυση ενός ρεύματος σε αντιδραστική κατεύθυνση, που ιδιαίτερο ρόλο στη διαμόρφωσή του παίζει ο αναρχοαυτόνομος χώρος, χώρος ευάλωτος στα σχέδια προβοκατόρικων ομάδων. Αναπτύχθηκε αστραπιαία ένας όγκος φιλολογίας με βροχή αναλύσεων και παρεμβάσεων από τον αστικό Τύπο. Προβλήθηκε δυσανάλογα με τις πραγματικές της διαστάσεις η δράση των κουκουλοφόρων από τα κανάλια, ακόμα και από διεθνή μέσα ενημέρωσης. Τα ίδια Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης δεν πρόβαλαν ανάλογα ή διαστρέβλωσαν το περιεχόμενο πολύ πιο μαζικών κινητοποιήσεων του ταξικά προσανατολισμένου εργατικού συνδικαλιστικού κινήματος. Ανάλογα δεν είχαν προβάλει παλιότερες κινητοποιήσεις όπως τις μαθητικές κινητοποιήσεις 1998-’99, τις κινητοποιήσεις ενάντια στην επίσκεψη Κλίντον κλπ.

Παράλληλα η δράση των κουκουλοφόρων, εν μέσω κινητοποιήσεων το Δεκέμβριο, αξιοποιήθηκε από την αστική τάξη για να κινητοποιήσει, να επιθεωρήσει, να θέσει σε εγρήγορση, ίσως να στρατολογήσει, σε τελική ανάλυση να ενισχύσει τόσο τον κατασταλτικό όσο και τον παρακρατικό μηχανισμό της, ο οποίος θα χρησιμοποιηθεί και σε άλλα ενδεχόμενα ξεσπάσματα ή και σε σοβαρότερη όξυνση της ταξικής πάλης.

Ο πυρήνας των κουκουλοφόρων αποτελείται από προβοκατόρικες ομάδες, με πολυπλόκαμες σχέσεις με τους μηχανισμούς του αστικού κράτους που δρουν με σχέδιο, με επιχειρησιακό πνεύμα, οργανωμένα και σε πανελλαδικό συντονισμό. Χαρακτηρίζεται από βαθύ αντικομμουνισμό και εξυπηρετεί πολλαπλές στοχεύσεις. Ενας τέτοιος μηχανισμός αποτελείται από ανθρώπους πεπειραμένους, εκπαιδευμένους και εξειδικευμένους με τη βοήθεια και άλλων διεθνικών ιμπεριαλιστικών κέντρων και μηχανισμών που αξιοποιούν πολιτικά ανώριμους ανθρώπους, κυρίως νέους, μέχρι και του κοινού ποινικού δικαίου. Προφανώς δεν φτιάχτηκε τώρα, αλλά έχει ετοιμαστεί από καιρό, εξυπηρετεί την αστική τάξη και τα διάφορα επιτελεία της που επιδιώκουν την τρομοκράτηση, το συμβιβασμό, την ενσωμάτωση των λαϊκών στρωμάτων, την ενίσχυση της καταστολής, το χτύπημα της πρωτοπορίας του εργατικού κινήματος, του ΚΚΕ. Η δράση αυτών των μηχανισμών δεν είναι νέο φαινόμενο.

Η αποκάλυψη της προβοκάτσιας από το ΚΚΕ όχι μόνο δε στρέφεται ενάντια στο κίνημα, αλλά αποτελεί όρο για την προοπτική του. Δεν είναι τυχαίο ότι γι’ αυτό το ΚΚΕ δέχτηκε επίθεση από τμήματα της αστικής τάξης, μέσω συγκεκριμένων συγκροτημάτων του Τύπου.

Χαρακτηριστικές είναι επίσης οι τοποθετήσεις ενάντια στο ΚΚΕ του Χρυσοχοΐδη και του Παπαχελά. Ο Χρυσοχοΐδης, ένας από τους υπουργούς Δημόσιας Τάξης του ελληνικού αστικού κράτους, δίνοντας κάλυψη στους διάφορους πράκτορες που δρουν στη χώρα, ισχυρίστηκε, στο ραδιόφωνο του «Alpha», ότι όσοι «προβάλλουν τις θεωρίες της προβοκάτσιας είναι απαράδεκτοι, δεν σκέφτονται καθόλου την Ελλάδα, αγνοούν την Ελλάδα και προσπαθούν να εμπαίξουν και να κοροϊδέψουν 11 εκατομμύρια πολίτες και δεν ξέρω πόσα εκατομμύρια άλλους έξω από εδώ. Αυτές οι θεωρίες είναι απαράδεκτες και ανιστόρητες».

Στην ουσία αυτή η άποψη, που λέει ότι στο έδαφος του καπιταλισμού δε δρουν ούτε χρησιμοποιούνται μυστικές υπηρεσίες, εκφράζει: Αφενός το φόβο των υπηρετών της αστικής τάξης για την αποκάλυψη του ρόλου των κρατικών μηχανισμών τρομοκράτησης, καταστολής, χειραγώγησης με στόχο το συμβιβασμό των λαϊκών μαζών. Αφετέρου, υπηρετώντας τον ίδιο στόχο, παρουσιάζει μια εξιδανικευμένη εικόνα της αστικής δημοκρατίας.

Η αστική τάξη και όσοι την υπηρετούν, ανάμεσα στους οποίους συγκαταλέγονται και οι οπορτουνιστές, προσπαθούν να πείσουν ότι όλα ξεκινάνε και τελειώνουν με το αστικό κοινοβούλιο. Αποκρύβουν ότι υπάρχει ένας ολόκληρος μηχανισμός, το αστικό κράτος, το οποίο είναι έτοιμο να χρησιμοποιήσει κάθε μέσο, κάθε μέθοδο και μορφή, από την ιδεολογική χειραγώγηση, τα πολιτικά μέτρα και νομοθετήματα μέχρι την πλεκτάνη, την προβοκάτσια, την πιο άγρια βία ενάντια στο εργατικό κίνημα που έρχεται σε σύγκρουση ή που αμφισβητεί την εξουσία του κεφαλαίου. Τέτοιος ήταν και είναι ο μηχανισμός του αστικού κράτους, όργανο ταξικής κυριαρχίας της αστικής τάξης, δεν «εκδημοκρατίζεται» αν «αποκτήσει άλλη κουλτούρα η αστυνομία», όπως κάποιοι επιδιώκουν να πείσουν τις λαϊκές μάζες, σπέρνοντας αυταπάτες. Αντίθετα δυναμώνει ο κατασταλτικός του χαρακτήρας, μέσω εκσυγχρονισμού των μηχανισμών του, όχι μόνο κρατικών αλλά και διακρατικών στο πλαίσιο της ΕΕ. Δεν ανατρέπεται κοινοβουλευτικά γιατί το κοινοβούλιο είναι ένας και όχι ο πιο ισχυρός μηχανισμός. Η άποψη αυτή του οπορτουνισμού στην ουσία δείχνει την υπόκλισή του στην αστική νομιμότητα και την αστική δημοκρατία.

Η εργατική τάξη και το κίνημά της σίγουρα πρέπει να δυναμώνει την περιφρούρηση, την επαγρύπνηση και να ετοιμάζεται για αναμέτρηση με αυτό το μηχανισμό στο σύνολό του, για την επαναστατική ανατροπή της αστικής εξουσίας. Το επαναστατικό εργατικό κίνημα, ανάλογα με τη φάση εξέλιξης της ταξικής πάλης, θα πρέπει να έχει ικανότητα εναλλαγής και συνδυασμού των μορφών πάλης, νόμιμων ή παράνομων.

Η αστική τάξη πάντα ενθάρρυνε δραστηριότητες που μπορούσε να αξιοποιήσει ενάντια στο εργατικό κίνημα και το ΚΚΕ, ενώ ταυτόχρονα οργάνωνε προβοκάτσιες και μέσω των μηχανισμών της. Από τέτοιες μεθόδους το αστικό κράτος δεν πρόκειται να παραιτηθεί.7

Ιστορικά χαρακτηριστική είναι η προβοκατόρικη δράση του Νετσάγιεφ που αξιοποιήθηκε για το χτύπημα του επαναστατικού κινήματος στη Ρωσία του 19ου αιώνα. Ο Νετσάγιεφ πήρε μέρος στις φοιτητικές ταραχές του 1868-’69. Τον Ιανουάριο του 1869, αφού διέδωσε ότι δήθεν πιάστηκε από την τσαρική αστυνομία, έφυγε για τη Μόσχα και το Μάρτιο πέρασε έξω από τα σύνορα. Στη Γενεύη παρουσιάστηκε σαν αντιπρόσωπος επαναστατικής επιτροπής που δήθεν δραπέτευσε και έτσι απέκτησε την εμπιστοσύνη του Μπακούνιν. Το Σεπτέμβριο του 1869 επέστρεψε στη Μόσχα. Ο Νετσάγιεφ και ο Μπακούνιν έστελναν επιστολές που καλούσαν για εξέγερση στη Ρωσία και πράξεις ατομικής τρομοκρατίας, με παραλήπτες ανθρώπους που είχαν παλιότερα συνδεθεί με το δημοκρατικό κίνημα. Οι επιστολές με ευκολία έπεσαν στα χέρια της τσαρικής ασφάλειας, η οποία αποκάλυψε προετοιμασία εξέγερσης. Με αυτό το πρόσχημα οι τσαρικές αρχές προχώρησαν σε μαζικές συλλήψεις δημοκρατών που οδήγησαν στην περίφημη «Δίκη Νετσάγιεφ» με την παραπομπή 87 Ρώσων δημοκρατών και επαναστατών σε δίκη. Η ευρωπαϊκή αντίδραση προσπαθούσε να την παρουσιάσει ως δίκη της Α΄Διεθνούς. Η Α΄Διεθνής διαχώρισε επίσημα τη θέση της από το Νετσάγιεφ, ενώ η πολεμική των Μαρξ - Ενγκελς στο Νετσάγιεφ και η αποκάλυψη της προβοκατόρικης δράσης του έπεισαν το Μπακούνιν και άλλους να διακόψουν κάθε σχέση μαζί του. Οι Μαρξ και Ενγκελς αναφέρονται στις μεθόδους της προβοκατόρικης δράσης του Νετσάγιεφ:

«Η ρώσικη σπουδάζουσα νεολαία, που στο μεγαλύτερο μέρος της την αποτελούσαν παιδιά αγροτών και άλλων φτωχών ανθρώπων, είχε διαποτιστεί σε τέτοιο βαθμό από τις σοσιαλιστικές ιδέες, ώστε ονειρευόταν κιόλας την άμεση υλοποίησή τους […] Μέσα σε αυτήν την κατάσταση έκανε την εμφάνισή του ο Νετσάγιεφ που, εκμεταλλευόμενος το κύρος της Διεθνούς και τον ενθουσιασμό αυτής της νεολαίας, επιχείρησε να πείσει τους φοιτητές ότι δεν είναι καιρός να ασχολούνται με τέτοια μικροπράγματα, τη στιγμή που υπάρχει μέσα στη Διεθνή μια τεράστια μυστική εταιρία, που ανάβει την φωτιά της παγκόσμιας επανάστασης και είναι έτοιμη για άμεσες ενέργειες στην Ρωσία. Ο Νετσάγιεφ κατάφερε να εξαπατήσει μερικούς νέους ανθρώπους και να τους παρασύρει σε εγκλήματα του κοινού ποινικού δικαίου, που έδωσαν την ευκαιρία στην αστυνομία να τσακίσει αυτό το κίνημα των σπουδαστών, τόσο επικίνδυνο για την επίσημη Ρωσία»8.

Η πρόσφατη ιστορία του 20ού αιώνα προσφέρει πραγματικά πλούσια εμπειρία για τη μελέτη της παρέμβασης των μηχανισμών των καπιταλιστικών κρατών με διάφορες μορφές. Για παράδειγμα, για να κατανοηθεί η δράση των «Ερυθρών Ταξιαρχιών» στην Ιταλία στα τέλη της δεκαετίας του 1970, θα πρέπει να συνυπολογιστούν μια σειρά παράγοντες, όπως η άνοδος της λαϊκής δυσαρέσκειας σε συνθήκες κρίσης, η οπορτουνιστική διάβρωση του Ιταλικού ΚΚ, οι αντιθέσεις στους κόλπους της αστικής τάξης, ο ανταγωνισμός των ΗΠΑ με την Ιταλία, η οποία επιδίωκε μια πιο διαφοροποιημένη πολιτική, πράγμα βεβαίως που δεν είχε καμία σχέση με τα συμφέροντα του ιταλικού προλεταριάτου κ.ά.

O ιταλικός ιμπεριαλισμός έκανε εκείνη την περίοδο τις επιλογές του σε σχέση με τη διάρθρωση των συμμαχιών του, στις σχέσεις του με τους διάφορους πόλους, άξονες και αντιάξονες που διαμορφώνονται στο σύστημα του ιμπεριαλισμού σε συνθήκες απώλειας θέσεών του. Είναι αποδεδειγμένο ότι οι «Ερυθρές Ταξιαρχίες» διαβρώθηκαν από τις (αμερικάνικες) μυστικές υπηρεσίες και ότι με τον έντονο αντισοβιετισμό τους και τη δράση τους στρέφονταν ενάντια στο εργατικό κίνημα της Ιταλίας.

Την ίδια περίοδο που οι φασιστικές ομάδες ανέβαιναν και η εκτίμηση του κινδύνου …«φασιστικής εκτροπής» αξιοποιήθηκε από την οπορτουνιστική ηγεσία του ΙΚΚ για δικαιολόγηση της συναίνεσής του, της συνεργασίας με την αστική τάξη, ενισχύθηκαν οι σοσιαλδημοκρατικές του τάσεις. Ετσι η δράση των «Ερυθρών Ταξιαρχιών» αποτέλεσε το αναγκαίο συμπλήρωμα του οπορτουνιστικού εκφυλισμού του ΙΚΚ με τον «ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΣΥΜΒΙΒΑΣΜΟ», που διακήρυξε ο Μπερλίνγκουερ και την ανάδυση ενός άλλου τύπου …αντισοβιετισμού που αναπτυσσόταν μαζί με τις ευρωκομμουνιστικές απόψεις του ΙΚΚ. Το ιταλικό εργατικό κίνημα διαλύθηκε πλήρως από πολλαπλά χτυπήματα, από τα οποία δεν έχει συνέλθει περίπου 30 χρόνια μετά.

Στην Ελλάδα έχουμε πείρα από τη δράση της «17Ν». Το ΚΚΕ από το 2002, όταν ξεκίνησε η λεγόμενη εξάρθρωση της «17Ν», τη χαρακτήρισε απόσυρση. Τι επιδιώξεις άραγε εξυπηρετεί σήμερα η επανεμφάνιση του «Επαναστατικού Αγώνα» με χτυπήματα κατά της αστυνομίας, εν μέσω λαϊκών κινητοποιήσεων το Δεκέμβριο και της νεοεμφανιζόμενης «Σέχτας Επαναστατών»; Ισως στις σημερινές συνθήκες μια οργάνωση τύπου «17Ν» με πιο μαζικά χαρακτηριστικά, που θα εμφανίζεται να έχει λαϊκό έρεισμα, θα μπορούσε να εξυπηρετήσει την αστική τάξη και τα διάφορα κέντρα διεθνή και εγχώρια στο χτύπημα του εργατικού κινήματος και σε διάφορους σχεδιασμούς.

Η δράση προβοκατόρικων ομάδων, που επιχειρούν να στήσουν ή να αξιοποιήσουν διάφορα κέντρα, δεν μπορεί να πατάει στο κενό, εάν θέλουν να είναι επιτυχημένη. Θα πρέπει να συνδεθεί με αντικειμενικές τάσεις δυσαρέσκειας που διαμορφώνονται στη βάση οξυμένων προβλημάτων σε ορισμένες μικροαστικές ομάδες, σε πολιτικά ανώριμα και κοινωνικά άπειρα τμήματα της νεολαίας κλπ.

Η αστική τάξη πάντα παίρνει υπόψη τις κοινωνικές συνθήκες, τα οξυμένα προβλήματα, τη μορφή του πολιτικού συστήματος, τη δυνατότητα να ενσωματώνει εργατικές, λαϊκές μάζες, κυρίως την ύπαρξη επαναστατικού κομμουνιστικού κόμματος κλπ.

Σε κάθε περίπτωση η κοινωνική δυσαρέσκεια είναι κάτι στο οποίο δεν κλείνει τα μάτια η αστική τάξη, αλλά προσπαθεί να τη διαχειριστεί, να τη διοχετεύσει σε διάφορα εναλλακτικά κανάλια ή να την εκτονώσει.

Η επιδίωξη της αστικής τάξης να μην κινδυνεύσει από τη δυναμική της αγανάκτησης και διαμαρτυρίας πρώτ’ απ’ όλα των εργατικών δυνάμεων αλλά και άλλων λαϊκών, όπως έχει δείξει η Ιστορία, εξυπηρετείται σε ανάλογες συνθήκες με διάφορα μέσα που το ένα συμπληρώνει το άλλο. Σημαντικό ρόλο αναχώματος στη ριζοσπαστικοποίηση παίζουν οι δυνάμεις του οπορτουνισμού στις απόψεις των οποίων θα αναφερθούμε παρακάτω.

Ο ΡΟΛΟΣ ΤΟΥ ΟΠΟΡΤΟΥΝΙΣΜΟΥ

Οχι μόνο αστικά ρεφορμιστικά, αλλά και διάφορα οπορτουνιστικά πολιτικά ρεύματα σε πολλές περιπτώσεις παρεμβαίνουν, χειραγωγώντας το κίνημα προς όφελος του ενός ή του άλλου ιμπεριαλιστικού κέντρου.

Το Κόμμα της Ευρωπαϊκής Αριστεράς παρεμβαίνει ενεργά στον προσανατολισμό διάφορων κινημάτων στη Λατινική Αμερική, στηρίζοντας την πολιτική της ΕΕ στον ανταγωνισμό της με τις ΗΠΑ για τα μερίδια στις αγορές. Το ΚΚΕ σωστά εκτιμούσε, λίγα χρόνια πριν, για το Παγκόσμιο Κοινωνικό Φόρουμ που η δράση του είχε προβληθεί ιδιαίτερα το 2003: «Το Παγκόσμιο Κοινωνικό Φόρουμ, με τις ενέργειές του, επιχειρεί να εγκλωβίσει και να ενσωματώσει δυνάμεις που διέπονται από ένα ριζοσπαστισμό, εκφράζουν τις αγωνιστικές διαθέσεις της εργατικής τάξης και των άλλων λαϊκών στρωμάτων. Να τις ενσωματώσει σε μια μονομερή διαπάλη προς τις ΗΠΑ, προς όφελος των άλλων ιμπεριαλιστικών δυνάμεων που διεκδικούν μεγαλύτερο μερίδιο ή ισοτιμία με τις ΗΠΑ στη διανομή των αγορών»9.

Ο οπορτουνισμός, στη χώρα μας με κύριο εκφραστή το ΣΥΝ/ΣΥΡΙΖΑ, εκφραστή των διαθέσεων μεσαίων στρωμάτων, φορέα διείσδυσης της αστικής ιδεολογίας και των μικροαστικών εκφορών της στο εργατικό κίνημα, αποτελεί πολιορκητικό κριό της αστικής τάξης στην άσκηση πίεσης στο ΚΚΕ για προσαρμογή στο σύστημα. Οι πρόσφατες προγραμματικές θέσεις που έδωσε στη δημοσιότητα ο ΣΥΝ επιβεβαιώνουν τον καιροσκοπισμό του, που διαμορφώνεται τόσο υπό την πίεση που ασκεί η απήχηση της πολιτικής του ΚΚΕ στην εργατική τάξη, όσο και η τρέχουσα συγκυρία, με αποτέλεσμα μια φραστικά και επιφανειακά ευέλικτη «αριστερή» προσαρμογή, στην ουσία της κούφια λαϊκού περιεχομένου και βαθιά αντι-ΚΚΕ.

Η πολιτική του ΣΥΝ/ΣΥΡΙΖΑ αντικειμενικά εξυπηρέτησε και εξυπηρετεί τη σύγχυση, τον αποπροσανατολισμό, την ενσωμάτωση του κινήματος. Η επιλογή του ΣΥΝ/ΣΥΡΙΖΑ να προβάλλει ως στοιχείο θετικών διεργασιών τη δράση των κουκουλοφόρων και να στηρίζει αναρχοαυτόνομες αντιλήψεις και πρακτικές, συνέβαλε στον εγκλωβισμό της διαμαρτυρίας και της αγανάκτησης σε αντιδραστικά κανάλια.

Σε αυτή τη λογική κινήθηκαν και κινούνται μια σειρά αναλύσεις των οπορτουνιστών για το «νέο» κίνημα που ανακάλυψαν, τους συμβολισμούς της σπασμένης βιτρίνας, τη σημασία που έχουν οι «αντιεξουσιαστικές» απόψεις και άλλα πολλά που είπαν και έγραψαν.

Ο οπορτουνισμός πρόβαλε και στήριξε «αντιεξουσιαστικά» συνθήματα στο κίνημα, αφοπλίζοντάς το έτσι σε σχέση με την πάλη για τον ταξικό χαρακτήρα της εξουσίας. Αυτή η αντίληψη και στάση του στο κίνημα τον κάνει αξιοποιήσιμο στα σενάρια εναλλαγής των αστικών κυβερνητικών σχημάτων και επομένως στη σταθεροποίηση του αστικού πολιτικού συστήματος. Αντικειμενικά γίνεται ευάλωτος στη δράση προβοκατόρικων ομάδων με αντικομμουνιστικούς στόχους.

Αυτή η πολιτική στάση του ΣΥΝ απορρέει από τον κύριο πολιτικό του στόχο, τη «δημοκρατική διέξοδο», δηλαδή την πτώση της ΝΔ και τη συμμετοχή του στα σενάρια «κεντροαριστερών» ή «αριστερών» κυβερνήσεων συνεργασίας με όλο ή μέρος του ΠΑΣΟΚ. Τα γεγονότα ήταν βολικά στη στόχευσή του να οξυνθεί η αντίθεση προς τη διακυβέρνηση της ΝΔ και όχι γενικά της αστικής πολιτικής, να ενοχοποιηθεί σχεδόν αποκλειστικά η ΝΔ για τη «νεοφιλελεύθερη» διαχείριση και τις αντιλαϊκές συνέπειές της.

Από αυτή τη σκοπιά ο ΣΥΝ κάνει την κριτική του στο ΠΑΣΟΚ, αναδεικνύει τα στρατηγικά σημεία στην πολιτική της δυνάμει συνεργασίας του με το ΠΑΣΟΚ, που στελέχη του σε κάθε ευκαιρία φροντίζουν να προπαγανδίζουν. Παράλληλα, αν και αρνείται τη βία του επαναστατικού κινήματος της εργατικής τάξης για την ανατροπή της αστικής εξουσίας και πολύ περισσότερο αρνείται τη βία της εργατικής εξουσίας, φλερτάρει με την ανώδυνη για το σύστημα «τυφλή» βία. Εγραφε η εφημερίδα «ΕΠΟΧΗ» στις 21 Δεκεμβρίου 2008: «Ο αναρχικός αντιεξουσιαστικός χώρος πρωτοστάτησε και πρωτοστατεί στις συγκρούσεις... Δεν θα μπορούσε να το κάνει μόνος του, χωρίς την μαζική συμμετοχή της αριστεράς στον ξεσηκωμό και τη συντροφική στάση απέναντι στο “μπλακ μπλοκ” που αυτή -ορθά- επέδειξε θα απομονωνόταν πολιτικά, θα δαιμονοποιόταν (ως συνήθως...) και θα καταστελλόταν... Πρώτον γιατί σε αυτόν τον ξεσηκωμό η Αριστερά δεν πρέπει να καταδικάζει την “τυφλή βία” και, δεύτερον γιατί η αριστερά πρέπει να θεωρεί τους κουκουλοφόρους οργανική συνιστώσα της εξέγερσης».

Ας μην ξεχνάμε ότι οι διάφορες τοποθετήσεις των κομμάτων έχουν πάντα μια ορισμένη κοινωνικο-ταξική βάση. Οπως ανέλυε ο Λένιν: «…στην πάλη των έντυπων οργάνων, των κομμάτων και των παρατάξεων, των ομάδων αποκρυσταλλώνονται οι κατευθύνσεις που είναι πραγματικά ταξικές, οι τάξεις σφυρηλατούν τα αναγκαία ιδεολογικοπολιτικά όπλα τους…»10.

Ο ΣΥΝ/ΣΥΡΙΖΑ, εκφράζοντας την οργή ανώτερων τμημάτων ενδιάμεσων στρωμάτων ιδιαίτερα «ευαίσθητων» σε ορισμένες δημοκρατικές ελευθερίες, που θα ήθελαν «μια άλλη κουλτούρα της αστυνομίας» (όπως επανειλημμένα δήλωσαν τα στελέχη του), έδωσε κάλυψη στη δράση προβοκατόρικων μηχανισμών, αντικειμενικά εξυπηρέτησε τους σχεδιασμούς των διάφορων κέντρων και παράκεντρων.

Ακριβώς επειδή ο ΣΥΝ/ΣΥΡΙΖΑ δε στρέφεται ενάντια στην καπιταλιστική εξουσία, ασκεί κριτική στην κρατική καταστολή από τη σκοπιά του στόχου του για «εκδημοκρατισμό» της και γι’ αυτό προβάλλει την ανάγκη υπεράσπισης της αστικής νομιμότητας. Γι’ αυτό στα πρόσφατα γεγονότα το Δεκέμβριο, στην τεράστια κινητοποίηση των δυνάμεων καταστολής του αστικού κράτους, ο χώρος του ΣΥΝ/ΣΥΡΙΖΑ είδε ακριβώς τη …μη τήρηση της αστικής νομιμότητας και την κατάλυση του «κράτους Δι-καίου».

Το περιοδικό «Θέσεις», που πρόσκειται στο χώρο του ΣΥΡΙΖΑ αντιλαμβάνεται την κρατική βία και καταστολή ως «…την κρατική αυθαιρεσία και ωμή βία που δεν έχει ανάγκη να στηρίζεται πάντα στους νόμους ή που μπορεί να τους αγνοεί επιδεικτικά…», που «…Συμπληρώνεται από τον κατασταλτικό ρόλο της δικαιοσύνης που με την “ελέω θεού” ανεξέλεγκτη και απόλυτα στεγανή λειτουργία της…προστατεύει την βία της αστυνομίας […] Κυρίως μιλάμε για την καθημερινή συστηματική και γενικευμένη καταπάτηση των “νόμων” που ρυθμίζουν εργασιακά, εισοδηματικά και ασφαλιστικά δικαιώματα»11.

Το πρόβλημα λοιπόν είναι ότι «το κράτος αυθαιρετεί», είναι «ανεξέλεγχτο και πέρα από τους νόμους», η κυβέρνηση «καταπατά γενικευμένα τους νόμους». Στην ουσία περιγράφεται η εικόνα μιας κυβέρνησης που οδηγεί την χώρα σε … «συνταγματική εκτροπή».

Αυτή η ανάλυση παρακάμπτει και αποσιωπά τον ταξικό χαρακτήρα της αστικής δημοκρατίας. Στην ουσία καλλιεργεί αυταπάτες, διεκδικώντας τη διεύρυνση ή την ολοκλήρωσή της και συσκοτίζει την ανάγκη επαναστατικής ανατροπής της από την εργατική τάξη.

Ο ΣΥΝ/ΣΥΡΙΖΑ από τη μια φώναζε με όλη του τη δύναμη «Μπάτσοι- Γουρούνια-Δολοφόνοι», από την άλλη, σύμφωνα με δημοσίευμα της εφημερίδας «Παρόν», που δε διέψευσε, ζητούσε από την αστυνομία να περιφρουρήσει την πορεία του. Ενα κόμμα που είναι γνωστό ότι εχθρεύεται στην πράξη τις πραγματικές επαναστάσεις, την ίδια στιγμή βλέπει κοινωνικές «εξεγέρσεις» γύρω από τη δράση προβοκατόρων. Από τη μια «καταδικάζει τη βία από όπου και αν προέρχεται» και από την άλλη, σε ένθετο-ημερολόγιο στην εφημερίδα «Αυγή», εκθειάζει την «τυφλή» βία των κουκουλοφόρων.

Να θυμίσουμε ότι δεν είναι πρωτόγνωρη αυτή η στάση του, αφού στο πρόσφατο παρελθόν, στη διάρκεια των φοιτητικών κινητοποιήσεων του 2006, ο ΣΥΝ είχε επίσης δώσει κάλυψη στο χώρο των λεγόμενων «αντιεξουσιαστών», ενώ την ίδια στιγμή από κοινού με το ΠΑΣΟΚ θεωρούσε ήττα της δεξιάς τη διακοπή της συζήτησης για τη συνταγματική αναθεώρηση. Ασφαλώς τότε η δράση των προβοκατόρων ήταν πολύ μικρότερης εμβέλειας.

Ο καιροσκοπισμός του ΣΥΝ/ΣΥΡΙΖΑ δεν εκφράζεται μόνο σε κάποια εκλογική περίοδο. Είναι το στοιχείο της οπορτουνιστικής φυσιογνωμίας του. Είναι αναγκαίος για να διατηρεί τις δύο όψεις του: Της δήθεν ριζοσπαστικής αλλά εκσυγχρονιστικής δύναμης που παλεύει για την «αριστερή συμμαχία» και ως τέτοια απευθύνεται στο χώρο του ΚΚΕ και ταυτόχρονα της πειστικής κριτικής στο ΚΚΕ από δήθεν «δημοκρατική, σοσιαλιστική» οπτική, αλλά όχι «μαξιμαλιστική».

ΑΡΝΗΣΗ ΤΟΥ ΡΟΛΟΥ ΤΗΣ ΕΡΓΑΤΙΚΗΣ ΤΑΞΗΣ

Η ανακάλυψη «νέου κινήματος» από τις δυνάμεις του οπορτουνισμού για άλλη μία φορά συνοδεύεται από την άρνηση του ρόλου της εργατικής τάξης που …«ξεπεράστηκε» ως παλιά και δογματική αντίληψη.

Δεν είναι ασφαλώς καινούρια η αμφισβήτηση, η υποτίμηση ή και πλήρης άρνηση του ηγετικού ρόλου της εργατικής τάξης από τον οπορτουνισμό. Η ανακάλυψη «νέων υποκειμένων» έχει την ιστορική της εξέλιξη σε όλο τον 20ό αιώνα. Από τις θεωρίες του Μαρκούζε και του Γκαροντί στα τέλη της δεκαετίας του 1960 ως του πιο πρόσφατου Αντόνιο Νέγκρι, κοινός τόπος είναι η αμφισβήτηση του ηγετικού ρόλου της εργατικής τάξης ή το …ξεπέρασμά του.

Να θυμίσουμε ότι σχετικά πρόσφατα ο χώρος του ΣΥΝ/ΣΥΡΙΖΑ είχε ανακαλύψει εκ νέου ένα «νέο» κίνημα που γρήγορα …ξέχασε. Την περίοδο που πραγματοποιούνταν οι διεθνείς διαδηλώσεις στη Γένοβα ή το 2003 στη Θεσσαλονίκη, ήταν το περίφημο «κίνημα των κινημάτων», το οποίο και τότε για άλλη μία φορά ξεπέρναγε το ...εργατικό κίνημα, που για άλλη μια φορά πάλιωνε... Εγραφε η «Αυγή» στις 22 Ιουνίου 2003: «Κίνημα των κινημάτων, έτσι αποκαλείται στην Ιταλία το κίνημα της αντι-παγκοσμιοποίησης ή της παγκοσμιοποίησης από τα κάτω… Στο πλαίσιο της κοινωνιολογίας των κοινωνικών κινημάτων η έκφραση των συλλογικών συμφερόντων συχνά συναρτάται προς την παρουσία μιας αντικειμενικά υπαρκτής κοινωνικής κατηγορίας ατόμων και την ύπαρξη πυκνών σχέσεων στο εσωτερικό της. Συγκριτικά βέβαια προς το εργατικό κίνημα, τα νέα κοινωνικά κινήματα έτειναν να έχουν μια περισσότερο χαλαρή δομή».

Σήμερα είναι η πολλοστή φορά που με ανάλογο τρόπο επιχειρούν να αποπροσανατολίσουν νέους, που μπαίνουν στο κίνημα χωρίς κοινωνική και πολιτική πείρα. Να μην ξεχνάμε λοιπόν ότι το πραγματικά παλιό έχει ανάγκη να παρουσιάζεται με νέο περιτύλιγμα κάθε φορά.

Στον τύπο των οπορτουνιστών έγιναν ποικίλες …προσεγγίσεις για το υποκείμενο του «νέου» κινήματος. Αλλοι έκαναν λόγο για τη «γενιά των 700 ευρώ», άλλοι για το «πρεκαριάτο» (οι «επισφαλείς»), άλλοι για τη νεολαία που αποτελεί «αυτόνομη κοινωνική δύναμη» ή που «προσδιορίζεται με ιδεολογικά και πολιτικά κριτήρια» και όχι με βάση την ένταξή της στην κοινωνικοταξική διάρθρωση και άλλα πολλά.

Μία από αυτές τις εκδοχές δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Αυγή» στις 28 Δεκεμβρίου 2008: «ΣΤΟΙΧΕΙΟ ΤΡΙΤΟ: διαταξική, διαστρωματική σύνθεση. Αριστούχοι μαθητές, φοιτητές, τσιγγανάκια, μετανάστες, τα “κορίτσια με τις γόβες”, τα παιδιά των ιδιωτικών - ελίτ σχολείων, χούλιγκαν, επισφαλώς εργαζόμενοι».

Ωστόσο όλες οι παρεμφερείς προσεγγίσεις έχουν ως συνισταμένη την άρνηση της ταξικής πάλης, καταλήγοντας πρώτ’ απ’ όλα -ανεξάρτητα αν αυτό διατυπώνεται ρητά- στην αμφισβήτηση του ηγετικού ρόλου της εργατικής τάξης, εκφράζοντας μικροαστικά στρώματα. Υπερβάλλουν ορισμένα διαταξικά χαρακτηριστικά, όπως ορισμένα χαρακτηριστικά των πολύ νεαρών ηλικιών, προκειμένου να τεκμηριώσουν τα περί «αταξικού νεολαιίστικου κινήματος», το οποίο στην ουσία βλέπουν ως εχθρικό απέναντι στο εργατικό κίνημα.

Αυτό δεν είναι τυχαίο. Εκφράζει απόψεις που δικαιολογούν τη στρατηγική ενσωμάτωσης στον καπιταλισμό, καθώς η εργατική τάξη είναι η ηγέτιδα επαναστατική δύναμη που μπορεί κάτω από την καθοδήγηση του κομμουνιστικού κόμματος να αμφισβητήσει και να ανατρέψει την αστική εξουσία.

Η αντίληψη για το «υποκείμενο» του «νέου» κινήματος είναι αδιάρρηκτα συνδεδεμένη με τη στόχευση του «νέου» κινήματος, που στην πραγματικότητα εξαντλείται στα όρια του συστήματος. Είναι λογικό ότι η δύναμη της αστικής εξουσίας δεν μπορεί να σπάσει «από τα κορίτσια με τις γόβες» ούτε από «τα παιδιά των ιδιωτικών - ελίτ σχολείων» σε συμμαχία με τους… «χούλιγκαν», από ένα θολό διαταξικό συνοθύλευμα.

Μόνο το οργανωμένο λαϊκό κίνημα, με πυρήνα και ηγετική δύναμη το εργατικό κίνημα, ριζωμένο πρώτα από όλα στη βιομηχανία και στους τόπους δουλιάς, είναι ικανό να φέρει σε πέρας έναν αγώνα με απίστευτες δυσκολίες, μακρόχρονο, που απαιτεί πραγματικές θυσίες, που σίγουρα θα απαιτήσει ιδιαίτερα ανεβασμένες και οξυμένες μορφές πάλης. Μόνο ένα τέτοιο κίνημα μπορεί να αναμετρηθεί με επιτυχία με το αστικό κράτος και να το νικήσει. Μόνο ο οργανωμένος λαός μπορεί να κατακτήσει τη λαϊκή εξουσία.

Στο στόχαστρο της αστικής τάξης βρέθηκε και η νεολαία, ιδιαίτερα η σπουδάζουσα και η μαθητική, υπολογίζοντας ότι αυτή δεν έχει κοινωνική και πολιτική πείρα, ότι μπορούν πιο εύκολα να την παρασύρουν σε μορφές και περιεχόμενο δράσης που την απομακρύνουν, που τη φέρνουν απέναντι στο εργατικό-λαϊκό κίνημα.

Ο οπορτουνισμός από την πλευρά του αξιοποίησε άλλη μία φορά τη γνωστή μέθοδο της κολακείας της νεολαίας. Γι’ αυτό έκανε λόγο για ρατσιστική αντιμετώπιση της νεολαίας, για ρατσιστική πολιτική ενάντια στους νέους. Εξισώνει τις ανάγκες των παιδιών του εργάτη, με εκείνες των παιδιών του βιομηχάνου. Αναφέρεται σε άρθρο της εφημερίδας «Αυγή», στις 11 Ιανουαρίου 2009: «…οι μαθητές ξεσηκώθηκαν με τον ίδιο τρόπο, ανεξάρτητα από το αν προέρχονταν από οικογένειες πλούσιες ή φτωχές, αν προετοιμάζονταν για ένα “λαμπρό” μέλλον ή για καθόλου μέλλον, αν τα σχολεία τους ήταν δημόσια ή ιδιωτικά και οι γονείς τους γηγενείς ή μετανάστες. Μαθητές και μαθήτριες, λίγο πολύ παντού στην Ελλάδα, έπραξαν περίπου τα ίδια και είπαν με τις πράξεις τους περίπου τα ίδια. Αποδείχθηκε έτσι κάτι σημαντικό: η νεολαία όντως αποτελεί αυτόνομη κοινωνική κατηγορία, όπου οι ποικίλες διακρίσεις μπορούν να ατονούν μέχρις εξαφανίσεως». Τα προβλήματα των νέων δε σχετίζονται λοιπόν με το πώς οι νέοι εντάσσονται στην κοινωνικο-ταξική διάρθρωση. Οι «διακρίσεις» …εξαφανίζονται!

Στο ίδιο μοτίβο κινείται και δημοσίευμα της εφημερίδας «Εποχή», την 11η Ιανουαρίου 2009: «Για τους νέους, οι ταξικοί διαχωρισμοί και οι αποκλεισμοί θα εμφανιστούν όταν περάσουν τα χρόνια της αθωότητας». Ο 23χρονος που του έλιωσε τα δύο πόδια η μηχανή πριν ένα χρόνο στην ΕΤΕΜ, ο 19χρονος που σκοτώθηκε μέσα στα καζάνια στο Πέραμα το καλοκαίρι δεν είχαν …«χρόνια αθωότητας». Είναι όπιο για τη νεολαία της εργατικής τάξης και των λαϊκών στρωμάτων ότι έχουν κοινές ανάγκες και κοινή στάση με τη νεολαία της αστικής τάξης και των ανώτερων τμημάτων μεσαίων στρωμάτων.

Στην επίθεση αποπροσανατολισμού και κολακείας των νέων των φτωχών λαϊκών στρωμάτων εντάσσεται η προσπάθεια της αστικής τάξης να διασπάσει την αυριανή εργατική τάξη, να διαμορφώσει τείχη απομόνωσης από το ταξικά προσανατολισμένο εργατικό συνδικαλιστικό κίνημα. Η αστική τάξη επιδιώκει ο νέος να βλέπει υποτιμητικά τον εργάτη, να νιώθει αποστροφή και ξένο προς αυτόν κάθε τι εργατικό, ενώ αν έχει εργατική καταγωγή να αισθάνεται ταπεινωμένος. Για τους καπιταλιστές άλλωστε περήφανοι πρέπει να νιώθουν μόνο οι επιχειρηματίες και ο περίγυρός τους. Σε αυτή την προσπάθεια οι καπιταλιστές συνεπικουρούνται από τον οπορτουνισμό. Γράφτηκε στην «Αυγή» την 11η Ιανουαρίου 2009: «Οργανικό και αναπόσπαστο τμήμα της συμβατικής επιχειρηματολογίας αποτελεί βέβαια και η ρομαντική επίκληση ενός μυθικού (δηλαδή ανύπαρκτου) παρελθόντος- όπου οι επαναστάτες φορούσαν μόνο προλεταριακές τραγιάσκες…». Ετσι και η Ιστορία «σβήνεται» και η σημερινή πραγματικότητα διαστρεβλώνεται με υποτίμηση ή και με ανοικτή άρνηση της εργατικής τάξης και του ρόλου της στην κοινωνική εξέλιξη. Γιατί βέβαια η κομμουνιστική ιδεολογία, το ΚΚΕ δεν έχουν ως κριτήριο ένταξης στην εργατική τάξη εξωτερικά στοιχεία συμπεριφοράς της, ιστορικά διαμορφωμένα, αλλά το διαχρονικό κριτήριο της εκμετάλλευσης της μισθωμένης από το κεφάλαιο εργατικής δύναμης.

ΑΡΝΗΣΗ ΤΗΣ ΠΑΛΗΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΞΟΥΣΙΑ

Ο οπορτουνισμός εξαίρει το νέο κίνημα ως …«αντιεξουσιαστικό». Αυτό ασφαλώς συνδέεται με την αντίληψή του για ένα κίνημα που θα εξυπηρετεί τα σενάρια αντινεοφιλελεύθερης διαχείρισης του καπιταλιστικού συστήματος, δηλαδή που θα βρίσκεται κάτω από την κηδεμονία της αστικής τάξης.

Στην εφημερίδα «Εποχή», στις 21 Δεκεμβρίου 2008, διαβάζουμε: «…πρέπει να κάνουμε τη διάκριση μεταξύ των κινημάτων ενάντια στη νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση και αυτών μιας προηγούμενης περιόδου που στοιχημάτιζαν στη βίαιη ανατροπή του καπιταλισμού μέσω της κατάληψης του κράτους… η γενιά των κινημάτων της παγκοσμιοποίησης έχει ρητά απορρίψει τη στρατηγική της βίαιης ανατροπής. Μπορεί να επηρεάζεται από τον αναρχισμό, αλλά μόνο με την έννοια της συμβολικής βίας… Οταν τα παιδιά χτυπούν μια τράπεζα αυτό αποτελεί μια μορφή συμβολικής βίας, δεν είναι ότι έχουν σκοπό την κατάληψη της κρατικής εξουσίας».

Ενα από τα χαρακτηριστικά λοιπόν του «νέου» κινήματος είναι ότι δε στοχεύει στην ανατροπή της αστικής εξουσίας και αυτό αναδεικνύεται ως θετικό στοιχείο. Η βία είναι συμβολική, δηλαδή εκφράζει την κοινωνική διαμαρτυρία με το σπάσιμο της τράπεζας, αλλά μένει σταθερά στο έδαφος του καπιταλισμού.

Και ο συγκεκριμένος αρθρογράφος συνεχίζει: «…ένας λόγος που αυτή η γενιά βλέπει με σκεπτικισμό το πολιτικό σύστημα και τα παραδοσιακά κόμματα της αριστεράς, έχει να κάνει με την απόρριψη της σημασίας της κρατικής εξουσίας».

Κίνημα λοιπόν που βλέπει με «σκεπτικισμό το πολιτικό σύστημα» και δεν παλεύει για την ανατροπή του, κίνημα που απορρίπτει τη σημασία της κρατικής εξουσίας, δηλαδή του είναι αδιάφορο τι χαρακτήρα έχει αυτή η εξουσία, ποια τάξη βρίσκεται στην εξουσία. Δηλαδή κίνημα κοινωνικής διαμαρτυρίας που αν και δεν παλεύει για την ανατροπή του καπιταλιστικού συστήματος, χρησιμοποιεί μέσα και μορφές σύγκρουσης με όργανα της αστικής εξουσίας με δήθεν «συμβολική» σημασία:

Αλλος αρθρογράφος της «Εποχής» γράφει στις 28 Δεκεμβρίου 2008, εκτιμώντας τη σημασία του νέου κινήματος: «Η μεγάλη διαφορά της σημερινής συγκυρίας συνίσταται στο τρόπο που εκδηλώθηκε ο συγκρουσιακός της χαρακτήρας και κυρίως στους στόχους που θέτει ή αδυνατεί να θέσει … η έλλειψη σαφούς πολιτικής ανάλυσης πίσω από τις συγκρούσεις αλλά και ο συγκυριακός, εν πολλοίς, χαρακτήρας των πρόσφατων δράσεων -στοιχεία όχι απαραιτήτως αρνητικά- καταμαρτυρούν την ιδιαίτερη μορφή αυτών των δράσεων… παρόλη τη συμμετοχή του συνόλου της αριστεράς, ο αναρχικός χώρος αναδείχθηκε σε ηγεμονική δύναμη…».

Το κίνημα λοιπόν είναι αναρχικό και αντι-εξουσιαστικό με την έννοια της αδιαφορίας για την εξουσία. Πρέπει να είναι κίνημα που απέχει από την πολιτική γενικά, δηλαδή που υιοθετεί την αστική πολιτική, γι’ αυτό «δε θέτει στόχους, δεν έχει πολιτική ανάλυση».

Οι εκτιμήσεις των οπορτουνιστών για το «νέο» κίνημα, για τις ιδιαιτερότητες της «εξέγερσης», όπως αποκαλούν τη δράση των κουκουλοφόρων, το …νέο που φέρνει η δράση των «αντιεξουσιαστών», αυτό που σε τελική ανάλυση θεωρούν ότι τους συνδέει μαζί τους, ουσιαστικά είναι οι θέσεις μη αμφισβήτησης και μη σύγκρουσης με την αστική εξουσία.

Τέλος, σχετικά με το πολιτικό περιεχόμενο των «αντιεξουσιαστικών» συνθημάτων είναι ιδιαίτερα χαρακτηριστικός ο τίτλος της συνέντευξης μέλους της «Αντιεξουσιαστικής Κίνησης», που δημοσιεύτηκε στο ένθετο της «Κυριακάτικης Αυγής», «Παιδεία και Κοινωνία», την 1η Φεβρουαρίου 2009, ο οποίος δηλώνει: «Είμαστε κίνημα διαμαρτυρίας και όχι εξουσίας». Η άρνηση της πάλης για την εργατική εξουσία, η αντι-ΚΚΕ στάση και η εκτόνωση της δυσαρέσκειας σε κοινωνική διαμαρτυρία που ενσωματώνεται στο αστικό πολιτικό σύστημα, αποτελεί το πολιτικό περιεχόμενο στο οποίο συναντήθηκαν ο ΣΥΝ/ΣΥΡΙΖΑ και ο «αντιεξουσιαστικός» χώρος.

Η ενσωμάτωση του κινήματος σε επιδιώξεις εναλλαγής διαχειριστή της αστικής εξουσίας υπηρετήθηκε και μέσα από συγκεκριμένα συνθήματα που προέβαλε ο χώρος του ΣΥΝ/ΣΥΡΙΖΑ, όπως «να φύγει η κυβέρνηση των δολοφόνων». Η στάση του ΣΥΝ/ΣΥΡΙΖΑ στο κίνημα εντάσσεται στη γραμμή του «αντινεοφιλελεύθερου μετώπου» που φορτώνει όλα τα δεινά του καπιταλισμού στο «νεοφιλελεύθερο» τύπο καπιταλιστικής διαχείρισης, παρακάμπτοντας το γεγονός ότι εξίσου ακολουθήθηκε από όλες τις αστικές κυβερνήσεις (σοσιαλδημοκρατικών ή νεοφιλελεύθερων κομμάτων) τα τελευταία 20 χρόνια. Για το ΣΥΝ/ΣΥΡΙΖΑ η «απελευθέρωση» των αγορών, οι ιδιωτικοποιήσεις κλπ. χρεώνονται στο «νεοφιλελεύθερο μοντέλο» και δεν αντιμετωπίζονται ως αυτό που πραγματικά είναι: Αδήριτες εσωτερικές ανάγκες της καπιταλιστικής συσσώρευσης που όλες οι αστικές κυβερνήσεις εξυπηρέτησαν. Για το ΣΥΝ/ΣΥΡΙΖΑ, η οικονομική κρίση «εξελίσσεται ραγδαία σε γενικευμένη δομική κρίση της νεοφιλελεύθερης μορφής του καπιταλιστικού συστήματος»12 και δεν είναι κρίση του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής που αναδεικνύει τα ιστορικά του όρια. Η σοσιαλδημοκρατική ρεφορμιστική λογική του ΣΥΝ/ΣΥΡΙΖΑ βασίζεται στην οπορτουνιστική αυταπάτη της ξεπερασμένης κεϋνσιανής πολιτικής της μερικής αναδιανομής, του κρατικού ελέγχου και της ρύθμισης.

Η ΑΝΤΙ-ΚΚΕ ΓΡΑΜΜΗ

Οι δυνάμεις του ΣΥΝ/ΣΥΡΙΖΑ πρωτοστάτησαν στην αντικομμουνιστική επίθεση, με ολόκληρα αφιερώματα στις εφημερίδες «Αυγή» και «Εποχή», με δηλώσεις των Τσίπρα και Αλαβάνου και άλλων. Είναι χαρακτηριστικό το εξής απόσπασμα από την εφημερίδα «Εποχή», στις 21 Δεκεμβρίου 2008: «Ο ΣΥΡΙΖΑ πρέπει να αλλάξει πολιτική γραμμή σε σχέση με το ΚΚΕ. Θα πρέπει να κάνει μέτωπο στο ΚΚΕ. Το ΚΚΕ είναι ένα ιδιόμορφο πολιτικό μόρφωμα. Εχει μια κατοχύρωση στο πολιτικό σύστημα, μια ιδιόμορφη ιδεολογική και πολιτική ασυλία. Είναι έξω από το πεδίο των αντιθέσεων. Κανείς δεν κάνει μέτωπο στο ΚΚΕ… Ταυτόχρονα, παρά την “γραφικότητα”, το “σταλινισμό” του, αποτελεί στη συνείδηση μέρους της κοινωνίας μια συνεπή και ακέραια δύναμη… Υπάρχει μια ιδιότυπη ασυλία… Αυτό πρέπει να τελειώσει. Και να θεωρηθεί το ΚΚΕ σαν αυτό που είναι: μια δύναμη συντηρητική».

Στην ουσία δηλώνεται η πολεμική ενάντια στην επαναστατική πολιτική του ΚΚΕ, ομολογείται ο διαχρονικός ρόλος του οπορτουνισμού ως ανάχωμα στη ριζοσπαστικοποίηση, στη συσπείρωση ευρύτερων εργατικών, λαϊκών δυνάμεων με το ΚΚΕ. Ο οπορτουνισμός ποτέ δεν έχασε άλλωστε τη στρατηγική στόχευσή του, που είναι η μετάλλαξη του ΚΚΕ από επαναστατικό κόμμα σε δύναμη ενσωμάτωσης της εργατικής τάξης στο σύστημα. Αυτό εκφράζεται και με τη στρατηγική του ΣΥΝ για τη «μεγάλη αριστερά», για διακυβέρνηση «χωρίς να τα παραπέμπει …όλα στο σοσιαλισμό» και ο χαρακτηρισμός του ΚΚΕ ως «συστημική» δύναμη, εξαιτίας της στάσης του απέναντι στους «κουκουλοφόρους».

Οσο για την κριτική του ΚΚΕ απέναντι στο χώρο των λεγόμενων «αντιεξουσιαστών», που επικρίνεται από το ΣΥΝ/ΣΥΡΙΖΑ, αρκεί η αντι-ΚΚΕ σύμπλευσή τους για να βγουν τα ανάλογα συμπεράσματα. Χαρακτηριστικό είναι δημοσίευμα της «αντιεξουσιαστικής» εφημερίδας «Διαδρομή Ελευθερίας» (Δεκέμβριος 2008), που αναφέρεται στα Δεκεμβριανά του ’44 με τίτλο «Μια μεθοδευμένη σφαγή»: «Τα γεγονότα του Δεκέμβρη του 1944 αποτελούν την πλέον αιματοβαμμένη στιγμή της μετα-απελευθερωτικής Αθήνας… Κάποιοι το χαρακτήρισαν “κόκκινο” εμπνευσμένοι, ίσως, από το αίμα που χύθηκε ή για να του δώσουν έντονη κομμουνιστική απόχρωση…Ο “κόκκινος Δεκέμβρης”, στην ουσία ήταν η συνέχεια άπειρων εγκλημάτων που προηγήθηκαν από τους αριστερούς. Σκότωναν φτωχές γυναίκες γιατί πλένανε ρούχα ιταλών ή γερμανών στρατιωτών… Από πόσο πατριωτικό πάθος να φλέγονταν αυτός ο λεβέντης για να σκοτώσει μια μάνα, που έπλενε ρούχα για ένα κομμάτι ψωμί για τα παιδιά της; Σκοτώνανε εργάτες γιατί δούλευαν σε γερμανικές επιχειρήσεις. Στους ομαδικούς τάφους που ανοίξανε στο Περιστέρι… όλα τα πτώματα φορούσαν μπαλωμένα κουρέλια και τα χέρια τους ήταν χέρια εργατών… Το εγκληματικό όργιο στο οποίο αποδύθηκαν οι αριστεροί στις μέρες των Δεκεμβριανών ξεπέρασε κάθε προηγούμενο… Με κονσερβοκούτια, τσεκούρια και σκερπάνια σκότωναν ανυπεράσπιστους ανθρώπους διαγράφονταν το μέλλον που ετοίμαζαν σε περίπτωση που επικρατούσαν». Οχι, δεν είναι από την εφημερίδα «Χρυσή Αυγή», αλλά από εφημερίδα …«αντιεξουσιαστική».

Ο ΡΟΛΟΣ ΤΗΣ ΚΝΕ ΣΤΗΝ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΩΡΙΜΑΝΣΗ ΤΩΝ ΝΕΩΝ

Η νεολαία δε συνιστά τάξη ή στρώμα ή αυτόνομη κοινωνική δύναμη, αλλά είναι ενταγμένη στην κοινωνικό-ταξική διάρθρωση. Τα παιδιά της εργατικής οικογένειας στο μεγαλύτερό τους μέρος θα ενταχθούν στη σύγχρονη εργατική τάξη. Οι νέοι εργατοϋπάλληλοι αποτελούν μέρος της σύγχρονης εργατικής τάξης. Ενα μέρος της νεολαίας ανήκει στα κατώτερα στρώματα των μεσαίων στρωμάτων της πόλης ή της υπαίθρου. Εννοείται ότι ένα μέρος της νεολαίας ανήκει στην αστική τάξη ή στα ανώτερα τμήματα των μεσαίων στρωμάτων. Τα προβλήματα και οι δυνατότητες κάθε νέου καθορίζονται ανάλογα.

Η νεολαία συνεπώς λόγω της θέσης της δεν μπορεί να προβάλλει αυτοτελή πρόταση διεξόδου. Αλλωστε ενιαίο νεολαιίστικο κίνημα, με ενιαία δομή στην οποία εντάσσονται τα διάφορα τμήματά της, ποτέ δεν υπήρξε ούτε μπορεί να υπάρξει.

Η παρέμβαση της ΚΝΕ στα διάφορα τμήματα της νεολαίας ή τα ιδιαίτερα κινήματά τους παίρνει υπόψη τα κοινωνικο-ταξικά χαρακτηριστικά της νεολαίας και στοχεύει στο να διαμορφώνεται αντιμονοπωλιακή, σε τελευταία ανάλυση, αντικαπιταλιστική συνείδηση.

Η δράση της ΚΝΕ στοχεύει να ενταχθούν οι νέοι εργαζόμενοι στο ταξικά προσανατολισμένο εργατικό συνδικαλιστικό κίνημα. Να συσπειρωθούν στο ΠΑΜΕ, κόντρα στον εργοδοτικό-κυβερνητικό συνδικαλισμό και στην εργατική αριστοκρατία, πάνω στην οποία αυτός στηρίζεται. Να παλεύουν με προοπτική την ανατροπή του καπιταλισμού. Ενα σημαντικό τμήμα των νέων της χώρας και μεγάλο τμήμα της εργατικής τάξης είναι οι νέοι μετανάστες. Αυτό το κομμάτι των νέων δοκιμάζεται στις περισσότερες των περιπτώσεων από τις ελαστικές μορφές εργασίας, την ανασφάλιστη εργασία, το υψηλό ποσοστό εργατικών ατυχημάτων κλπ. Η ένταξή τους στο ταξικά προσανατολισμένο εργατικό συνδικαλιστικό κίνημα έχει μεγάλη σημασία. Είναι ζήτημα προτεραιότητας.

Στο σπουδαστικό-φοιτητικό κίνημα η ΚΝΕ αναδεικνύει τον ιδιαίτερο ρόλο των ΤΕΙ, καθώς οι σπουδαστές προέρχονται σε μεγαλύτερο μέρος από πιο φτωχά λαϊκά στρώματα. Σήμερα υπάρχει ανάγκη να ξεπεραστούν η διαλυτική κατάσταση που επικρατεί στο σπουδαστικό-φοιτητικό κίνημα και τα εκφυλιστικά φαινόμενα. Είναι επιτακτική η ανάγκη να συγκροτηθεί διακριτός πανελλαδικός πόλος συσπείρωσης σε αντιμονοπωλιακή κατεύθυνση. Το σπουδαστικό-φοιτητικό κίνημα να συνδεθεί με το ταξικά προσανατολισμένο εργατικό συνδικαλιστικό κίνημα, το ΠΑΜΕ.

Προτεραιότητα αποκτά για τη δράση της ΚΝΕ στο μαθητικό κίνημα ο χώρος των ΕΠΑΛ-ΕΠΑΣ. Επιδιώκεται η ισχυροποίηση των οργάνων πάλης του μαθητικού κινήματος, ο αντιμονοπωλιακός προσανατολισμός του, η σύνδεσή του με το εργατικό κίνημα.

Η ΚΝΕ μπορεί να παίξει ρόλο ενοποιητικό στη ριζοσπαστικοποίηση και πολιτικοποίηση των νέων, αυτών που ανήκουν στα φτωχά λαϊκά στρώματα, στη συσπείρωση με το ΚΚΕ όλο και πιο διευρυμένων πρωτοπόρων δυνάμεων, στην πάλη για τη λαϊκή συμμαχία, για τη λαϊκή εξουσία.

Στις σημερινές συνθήκες είναι ακόμα πιο επιτακτική η ανάγκη η ΚΝΕ να ανταπεξέλθει στις ανάγκες της ιδεολογικοπολιτικής διαπάλης στις γραμμές του κινήματος. Παραμένουν και επιδρούν στη συνείδηση των νέων οι συνέπειες από τη νίκη της αντεπανάστασης. Σε συνθήκες οικονομικής κρίσης τα ιδεολογήματα της κοινωνικής συναίνεσης και της εργασιακής ειρήνης επανέρχονται πιεστικά. Η ιδεολογική αντεπίθεση σχετίζεται με την ικανότητα της ΚΝΕ να προβάλλει την αναγκαιότητα και επικαιρότητα του σοσιαλισμού-κομμουνισμού, να συμβάλλει να απαλλάσσεται η νεολαία από τις διαβρωτικές ιδέες του ρεφορμισμού και του οπορτουνισμού.

Η αυτοτελής ιδεολογική και πολιτική δουλειά της ΚΝΕ στη νεολαία πρέπει να δυναμώσει. Η ΚΝΕ να ισχυροποιηθεί παραπέρα, ως επαναστατική οργάνωση νεολαίας, ως νεολαία του ΚΚΕ με την ενίσχυση της κοινωνικής της σύνθεσης με νέους εργάτες και εργάτριες. Εχει μεγάλη σημασία η βαθιά αφομοίωση της πολιτικής του ΚΚΕ, της στρατηγικής του, της προγραμματικής του αντίληψης για το σοσιαλισμό, των πλούσιων διδαγμάτων από την Ιστορία του, η μαρξιστική-λενινιστική διαπαιδαγώγηση των νέων κομμουνιστών, η διαπαιδαγώγησή τους στις αρχές της αταλάντευτης, ανυποχώρητης στάσης απέναντι στον ταξικό αντίπαλο.

Σήμερα η ΚΝΕ έχει τις προϋποθέσεις και τη δύναμη να τα καταφέρει. Βαδίζει προς το 10ο Συνέδριό της θωρακισμένη με τις αποφάσεις του 18ου Συνεδρίου του Κόμματος.


ΣημειώσειςΣημειώσεις

* Ο Τάσος Τραβασάρος είναι μέλος του Γραφείου του ΚΣ της ΚΝΕ και υπεύθυνος της Ιδεολογικής του Επιτροπής.

1. Β. Ι. Λένιν: «Απαντα», εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», τ. 30, σελ. 56.

2. Β. Ι. Λένιν: «Απαντα», εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», τ. 36, σελ. 8-9.

3. Β. Ι. Λένιν: «Απαντα», εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», τ. 41, σελ.14.

4. Β. Ι. Λένιν: «Απαντα», εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», τ. 41, σελ.14-15.

5. «Θέσεις της ΚΕ του ΚΚΕ για το 18ο Συνέδριο», σελ. 52.

6. «Θέσεις της ΚΕ του ΚΚΕ για το 18ο Συνέδριο», σελ. 12.

7. Ιδιαίτερα η σύγχρονη ελληνική Ιστορία είναι γεμάτη από διάφορες ενδιαφέρουσες μεθόδους της αστική τάξης για να χτυπήσει και να διαλύσει το ΚΚΕ, όπως η οργάνωση και ενίσχυση ένοπλων αντικομμουνιστικών ομάδων στην περίοδο της Κατοχής, η διείσδυση στις γραμμές του Κόμματος και η δημιουργία χαφιέδικων κέντρων με στόχο το προβοκάρισμα του Κόμματος, μέχρι διάφορα μυστικά στρατιωτικο-πολιτικά σχέδια, όπως η «κόκκινη προβιά». Η «κόκκινη προβιά» αποτελούσε το κωδικό όνομα του ελληνικού παρακλαδιού ενός πανευρωπαϊκού αντικομμουνιστικού δικτύου, οργανωμένου από το ΝΑΤΟ και τη CIA με τη συμμετοχή κυβερνήσεων των καπιταλιστικών κρατών της Ευρώπης με το κωδικό όνομα «Stay Behind», στα τέλη της δεκαετίας του 1940. Στην Ιταλία ονομάστηκε «Γκλάντιο». Η Ελλάδα εντάχθηκε σε αυτό το δίκτυο το 1955 μετά από συμφωνία της κυβέρνηση Παπάγου με το ΝΑΤΟ. Στόχος αυτού του δικτύου ήταν η αντιμετώπιση του εργατικού κινήματος, πρώτ’ απ’ όλα των κομμουνιστικών κομμάτων. Στη δράση περιλαμβάνονταν δολοφονίες, διάφορες ενέργειες και προβοκάτσιες με στόχο να αποδίδονται στους κομμουνιστές. Για αυτό το σκοπό αξιοποιούνταν η δράση ακροδεξιών ομάδων, η διείσδυση σε αριστερίστικες οργανώσεις, η δράση ένοπλων κρατικών-παρακρατικών ομάδων. Η μυστική ομάδα αποτελούνταν από 1.500 άτομα και σε περίπτωση πολέμου θα έφτανε τα 3.500 μέλη. Ενδείξεις για τη δράση της «κόκκινης προβιάς» μπορούμε να βρούμε στη δολοφονία του Λαμπράκη και την περίφημη οργάνωση «καρφίτσα» κλπ. (Πηγή: «Ριζοσπάστης» 11.8.2002). Ασφαλώς για κάποιους μετανιωμένους κομμουνιστές όλα αυτά ανήκουν οριστικά στο παρελθόν, γιατί το 1974 «αποκαταστάθηκε η δημοκρατία» και σήμερα το πολύ-πολύ να πάσχουμε από «έλλειμμα δημοκρατίας».

8. Κ. Μαρξ - Φρ. Ενγκελς: «Για τον αναρχισμό», εκδ. «ΚΑΖΑΤΖΑ», σελ. 385.

9. «Ντοκουμέντα 17ου Συνεδρίου του ΚΚΕ», σελ. 158.

10. Β. Ι. Λένιν: «Απαντα», εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», τ. 41, σελ. 9.

11.«Rebel with a cause. Κράτος επιχειρηματίας, θεσμική βία και παραμάγαζα της πολιτικής», περιοδικό «Θέσεις», τεύχος Ιανουαρίου-Μαρτίου 2009, σελ. 9.

12. «Η συμβολή του ΣΥΝ στο Πρόγραμμα του ΣΥΡΙΖΑ», σελ. 38.