Πολιτικές κατευθύνσεις στο λαϊκό και αστικό λογοτεχνικό κόσμο τη δεκαετία του 1940


του Βασίλη Μόσχου*

Οι λογοτέχνες βιώνουν τα γεγονότα και τις πολιτικές διεργασίες της δεκαετίας 1940-1950. Αφετηρία της εξεταζόμενης περιόδου είναι η ιταλική εισβολή, η πάνδημη εναντίωση σε αυτήν, τα επιτεύγματα του ελληνικού στρατού, η γερμανική επέμβαση, η κατάληξη του πολέμου και η συνθηκολόγηση. Όλο το διάστημα του πολέμου υπάρχουν και μια σειρά πολιτικά δεδομένα. Τέτοια είναι το καθεστώς της 4ης Αυγούστου, η «συστράτευση» κατά του εισβολέα αστών πολιτικών, τα γράμματα του Νίκου Ζαχαριάδη, το κάλεσμά του σε απελευθερωτικό αγώνα, οι –παρά την περιορισμένη διάδοσή τους– θέσεις της «Παλιάς Κεντρικής Επιτροπής» του ΚΚΕ (ιμπεριαλιστικός χαρακτήρας του πολέμου, υπεράσπιση των συνόρων, διαχωρισμός από τις αστικές τάξεις, αγώνας κατά της μεταξικής δικτατορίας), η κατά του εκάστοτε εισβολέα διάθεση των λαϊκών στρωμάτων και οι μη εξαλειφόμενες και εν μέσω πολέμου κοινωνικές-πολιτικές αντιθέσεις.

Καταστάσεις πρωτόγνωρες και πολιτικά πολύπλευρες είναι στη συνέχεια η κατάκτηση της χώρας από τις αξονικές δυνάμεις, η απώλεια της ανεξαρτησίας, η αποκοπή εδαφών, η αγωνία για την έκβαση του πολέμου, το κατοχικό πλαίσιο (Αρχές κατοχής, δωσίλογες κυβερνήσεις, φασιστική πρακτική), η στάση απέναντι στο κατοχικό κράτος, η καθημερινότητα και η ανάγκη της επιβίωσης, η ΕΑΜική Αντίσταση και η ύπαρξη εξόριστης ελληνικής κυβέρνησης. Πολιτικά παράγωγα του κατοχικού διαστήματος είναι η επιθυμία αποκατάστασης της ανεξαρτησίας, αλλά και μιας ευρείας μεταβολής μεταπολεμικά, η αποδυνάμωση του αστικού χώρου, η απήχηση των ΕΑΜικών ιδεών και του ΚΚΕ και το ορατό ενδεχόμενο εφαρμογής τους.

Στη συνέχεια, η αποχώρηση των κατοχικών στρατευμάτων τον Οκτώβρη του 1944, η παρουσία του ΕΛΑΣ στην Αθήνα, η άφιξη της κυβέρνησης «εθνικής ενότητας», η ελεύθερη πια λειτουργία του ΚΚΕ και η ισχύς του επιστεγάζουν το κεφάλαιο της Αντίστασης και συνάμα εισάγουν στη μεταπολεμική εποχή. Η Δεκεμβριανή αναμέτρηση με τη σειρά της συμπυκνώνει τον πολιτικό χρόνο. Έπειτα, συντεταγμένες της μεταδεκεμβριανής περιόδου είναι η Βάρκιζα, η υποβάθμιση της στρατιωτικής δυνατότητας του ΕΛΑΣ, το 7ο Συνέδριο του ΚΚΕ και το πρόγραμμα της «Λαϊκής Δημοκρατίας», ο σχηματισμός του ΕΑΜ ως πολιτικού πια συνασπισμού και η επιδιωκόμενη συνεργασία με προσωπικότητες και κόμματα του «Κέντρου», το ξεδίπλωμα της «Λευκής Τρομοκρατίας», η παγίωση της αστικής εξουσίας και ο αρνητικός συσχετισμός σε βάρος της ΕΑΜικής πλευράς.

Ακολουθούν η πραγματικότητα του Εμφυλίου, το διακύβευμά του, το ανθρώπινο κόστος, οι πρώτες ενέργειες των αντάρτικων ομάδων και η συγκρότηση του ΔΣΕ, τα Σώματα του ΚΚΕ και οι αποφάσεις τους (μεταφορά του πολιτικού βάρους στην ένοπλη δράση, συγκρότηση προσωρινής δημοκρατικής κυβέρνησης, προτάσεις ειρήνευσης, σχηματισμός τακτικού στρατού, σοσιαλιστική στόχευση) και τα οριζόμενα καθήκοντα. Ισχύουν ταυτόχρονα η νομοθετική απαγόρευση του ΚΚΕ, του ΕΑΜ και της ΕΠΟΝ, οι εκκαθαριστικές επιχειρήσεις του εθνικού στρατού και η ανάληψη της πρωτοβουλίας από αυτόν. Η κατάληξη του Εμφυλίου πάλι και το προδιαγραφόμενο μετεμφυλιακό περιβάλλον αναγκάζουν τους λογοτέχνες σε έναν ακόμη επαναπροσδιορισμό της πολιτικής τους στάσης.

Στη διάρκεια όλων των παραπάνω καταγράφονται πράξεις, επιλογές και συμπεριφορές των λογοτεχνών, διαμορφώνονται αντιλήψεις και προσδιορίζονται περαιτέρω οι έννοιες λαϊκός-κομμουνιστικός λογοτεχνικός κόσμος από τη μια και φιλελεύθερος ή συντηρητικός από την άλλη, ως τάσεις οι τελευταίοι του αστικού.

 

Ο ΠΟΛΕΜΟΣ ΤΟΥ ’40

Το διάστημα από την 28η Οκτώβρη ως την είσοδο των Γερμανών στην Αθήνα, λογοτέχνες, είτε ύστερα από κλήση τους είτε κατατασσόμενοι εθελοντικά, θα βρεθούν στο μέτωπο ή στα μετόπισθεν, επιφορτιζόμενοι πρόσθετα καθήκοντα ανάλογα με τα προσόντα του καθενός (επιμέλεια εντύπων, ψυχαγωγία στρατιωτών, απεύθυνση στα αντίπαλα στρατεύματα). Και όσοι όμως παραμένουν πολίτες, οργανωμένα οι περισσότεροι, εμψυχώνουν τον πληθυσμό και καταγγέλλουν την ιταλική επίθεση.

Παράλληλα, συγκροτείται ένας δημόσιος και ιδιωτικός λόγος στον οποίο καταγράφονται προσεγγίσεις, μεταβολές, αντιθέσεις και τα ανάλογα κοινωνικά συμφέροντα. Αντιπαράθεση διεξάγεται ως προς τους προσδιορισμούς του αντιπάλου, του πολέμου, των στρατιωτικών επιτυχιών και του πατριωτισμού και προφανώς ως προς την πολιτική συνέχεια της αναμέτρησης με την Ιταλία.

Κοινά στοιχεία στο λόγο αυτό είναι ο δίκαιος χαρακτήρας και η παγκόσμια διάσταση του ελληνικού αγώνα, η ηθική ανωτερότητα της Ελλάδας ως αντίβαρο στην ιταλική υπεροπλία, το ιστορικό βάθος στη σύγκρουση Ελλάδας-Ιταλίας, έμμεσα η τρισχιλιετής και ενιαία ελληνική ιστορία και ο διπλός ρόλος των λογοτεχνών στην ελληνική ιστορία, από τη μια η συνδρομή τους στην προετοιμασία και στη διεξαγωγή των πολεμικών αναμετρήσεων και από την άλλη η διάσωση όλων αυτών των κορυφαίων στιγμών στο έργο τους.

Παρακάτω βέβαια οι διαφορές αποκαλύπτονται. Οι κατευθύνσεις του καθεστώτος (ανάδειξη των αρετών της φυλής, νομιμοποίηση της 4ης Αυγούστου, των ιδεολογικών της αρχών και της πρακτικής της, εξύμνηση της ηγεσίας, μη καλλιέργεια αντιφασιστικής διάθεσης) δίνονται σε ομιλία του Ιωάννη Μεταξά στους εκπροσώπους του πνευματικού κόσμου στις 11 Νοέμβρη 1940 στην αίθουσα του Πανεπιστημίου Αθηνών. Ακολουθούν μια σειρά από επιβαλλόμενες δημοσιεύσεις καθεστωτικών παραγόντων στα λογοτεχνικά έντυπα, η αρθρογραφία μεταξικών διανοούμενων και τα σχετικά αφιερώματα στον Ιωάννη Μεταξά μετά από το θάνατό του. Ο προβληματισμός του καθεστώτος απέναντι στις συντελούμενες διεργασίες αναδεικνύεται και από τον Γιώργο Σεφέρη: «Το ΟΧΙ σήμαινε πως η Ελλάδα θα πολεμούσε με το μέρος εκείνων που χτυπούσαν τις φασιστικές δυνάμεις. Αλλά το ελληνικό καθεστώς ήταν το ίδιο φασιστικό. Τη λύση την βρήκαν κουτοπόνηρα οι άνθρωποι του Μεταξά: Ο πόλεμός μας δεν ήταν διόλου πόλεμος εναντίον του Άξονα … ο πόλεμός μας ήταν πόλεμος εναντίον της Ιταλίας –ούτε καν αυτό– ήτανε πόλεμος εναντίον των στρατιωτικών δυνάμεων της Ιταλίας.»1

Μετατοπιζόμενοι από τα παραπάνω φιλελεύθεροι λογοτέχνες αντικαθιστούν τον όρο «φυλή» με την έννοια «ελληνική συνείδηση» και παραλείπουν το μοτίβο του υπό καθοδήγηση εθνικού αγώνα. Αντίθετα, αναδεικνύουν ως κινητήρια δύναμη για τα πολεμικά επιτεύγματα την ιδέα της ελευθερίας στην ευρύτερη διάστασή της και όχι αποκλειστικά ως εσωτερική διεργασία ή ως μάχη ενάντια σε ξένο κατακτητή, προβάλλουν την παλλαϊκή συμμετοχή και αναφέρουν σε ημερολόγιά τους το ρόλο όλων των πολιτικών δυνάμεων, ακόμη και του ΚΚΕ. Επί της ουσίας, προωθούν μια δημοκρατικότερη μορφή αστικού πολιτεύματος, σε σύγκριση με τη μεταξική δικτατορία.

Τέτοια στοιχεία υπάρχουν στο συλλογικό κείμενο Οι Έλληνες συγγραφείς για τον αγώνα του τόπου τους: «Οι νέοι συγγραφείς της Ελλάδας … απευθύνονται στους συναδέλφους και συνοδοιπόρους του κόσμου ολόκληρου. Η μάχη της Ελλάδας είναι μια μάχη παγκόσμια … Το έμβλημά μας είναι το ίδιο έμβλημα των πατέρων μας του 1821: Ελευθερία ή θάνατος … Ο ιταλικός φασισμός βαδίζει προς το θάνατο ... Θα τον σκοτώσει το ελληνικό πνεύμα.»2

Προοδευτικοί λογοτέχνες συμμερίζονται την παραπάνω λογική των φιλελεύθερων λογοτεχνών, συνεπεία και της πρόταξης αστικοδημοκρατικών αιτημάτων από το ΚΚΕ στο Μεσοπόλεμο. Ωστόσο, σε άρθρα του περιοδικού Νεοελληνικά Γράμματα και στις επιφυλλίδες του Κώστα Βάρναλη στην Πρωία παρατηρείται κάποια πιο ριζοσπαστική λογική.3 Στο υλικό αυτό τονίζεται το αντιφασιστικό περιεχόμενο της σύγκρουσης, υπονοείται συγχρόνως η αναγκαιότητα ενός αγώνα και στο εσωτερικό της χώρας, ίσως και η διεύρυνσή του με κοινωνικά αιτήματα, κι εντοπίζονται τα αντίστοιχα καθήκοντα των εργαζόμενων-λαϊκών μαζών. Ενδεικτικό είναι το πρωτότυπο κείμενο από το άρθρο του Γιάνη Κορδάτου «Ελευθερία και πόλεμος», το οποίο δημοσιεύεται λογοκριμένο στις 14.12.1940 στα Νεοελληνικά Γράμματα: «Όποιος πολεμά εναντίον του Φασισμού πολεμά την αντίδραση. Ο Φασισμός έριξε την Ευρώπη πενήντα χρόνια πίσω … Έφεραν τη χώρα τους στην κατάσταση της βαρβαρότητας από την άποψη των πολιτικών ελευθεριών και της οικονομικής εκμετάλλευσης. Έχουμε καθήκον εμείς οι αριστεροί να πολεμήσουμε το φασισμό και τον πολεμούμε. Εμείς πρέπει να σταθούμε πρωτοπόροι της εθνικής απελευθέρωσης. Οι εργαζόμενες μάζες και σε μας και στην Ευρώπη έχουν αυτό το καθήκον.»4

Τα όρια αντοχής του μεταξικού καθεστώτος ξεπερνιούνται το Δεκέμβρη του 1940. Τότε, με αφορμή το άρθρο «Σπάρτακος, ο δούλος που ταπείνωσε τη Ρώμη» διατυπώνεται η κατηγορία ότι αφορούσε το Κομμουνιστικό Κόμμα Γερμανίας και την επανάσταση του 1918 στη Γερμανία και πραγματοποιείται η κυβερνητική επιχείρηση «αποστρατικοποίηση του περιοδικού Νεοελληνικά Γράμματα». Στο πλαίσιό της, συλλαμβάνονται τμηματικά αρκετοί διανοούμενοι, μεταξύ των οποίων οι Νίκος Καρβούνης, Δημήτρης Φωτιάδης, Θέμος Κορνάρος, Ασημάκης Πανσέληνος, Δήμος Μέξης, Γιάνης Κορδάτος, Κώστας Βάρναλης, Κώστας Μαρίνης, Άγις Θέρος (Σπύρος Θεοδωρόπουλος), Μ. Καραγάτσης, και κρατούνται στη Γενική Ασφάλεια Αθηνών.5

 

Η ΚΑΤΟΧΗ

Μια παράμετρος ως προς τη στάση των λογοτεχνών στην Κατοχή είναι η αντίληψή τους για την εγχώρια και διεθνή πραγματικότητα. Παρατηρούνται κάποιες φάσεις αυτής της αντίληψης (αδρανοποίηση, αφύπνιση, αισιοδοξία, ενδιαφέρον για το μεταπολεμικό κόσμο), οι οποίες βέβαια δεν ισχύουν για όλους τους λογοτέχνες και δε διαρκούν στον καθέναν το ίδιο.

Το πρώτο κατοχικό διάστημα, υπό το βάρος της εισόδου των Γερμανών στην Αθήνα, της διάλυσης του κρατικού μηχανισμού μετά από την 6η Απρίλη 1941 και του φόβου, εμφανίζονται κυρίως στην αστική διανόηση μια σειρά θέσεις από τις οποίες σχηματίζεται η έννοια «προσαρμογή στην πραγματικότητα». Αναλυτικότερα, η εποχή ονομάζεται ουδέτερα «κρίσιμη», εκτιμάται η παγίωση της ναζιστικής παρουσίας στην Ελλάδα και την Ευρώπη και αποτιμώνται οι δυνάμεις της χώρας ως υπερεκτιμημένες την προηγούμενη περίοδο. Προτείνεται έπειτα ως μόνη δυνατότητα για το «νέο κύκλο» της ελληνικής ζωής η περισυλλογή, ο αναστοχασμός του εθνικού παρελθόντος, η επικαιρότητα των χριστιανικών ιδεωδών, η επικέντρωση του καθενός στην ατομική του εργασία και η διαφύλαξη της ατομικής αξιοπρέπειας.6 Εξαίρεση το πρώτο αυτό διάστημα είναι το άρθρο του Άγγελου Σικελιανού Το σημερινό ελληνοκεντρικό μας αίτημα, το οποίο αντιμετωπίζει τα γεγονότα ως «εθνική συμφορά» και ορίζει ως καθήκον την ένταση του πατριωτισμού και το ξεπέρασμα της αρνητικής κατάστασης.7

Ο χειμώνας 1941-1942 δοκιμάζει, αλλά ταυτόχρονα δυναμώνει και μετακινεί από την αδράνεια τους λογοτέχνες. Παρότι παραμένει η πίστη στη μη δυνατότητα ήττας του Άξονα, συνειδητοποιούνται η τραγωδία της Κατοχής και το μέγεθός της, ο κίνδυνος από την επικράτηση του ναζισμού, το άσκοπο της απομόνωσης και η χρησιμότητα στις παρούσες συνθήκες μορφών της ελληνικής ιστορίας. Ενδεικτικό είναι το αφιέρωμα της Νέας Εστίας στον Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη το 1942.

Στη συνέχεια, χάρη στο φούντωμα της ΕΑΜικής Αντίστασης και τις καθοριστικές ήττες τις οποίες υφίστανται οι δυνάμεις του Άξονα, κυρίως στο σοβιετικό έδαφος, το ναζιστικό οικοδόμημα δεν είναι πια κραταιό. Οι λογοτέχνες, ψυχικά απελευθερωμένοι, επαναπροσδιορίζουν την πραγματικότητα και επαναποκτούν μια πιο πατριωτική διάθεση.

Η πατριωτική διάθεση και η αγωνιστικότητα εκφράζονται σε πολλές περιπτώσεις. Το 1943 εντοπίζονται, για παράδειγμα, σε δημοσιεύματα λογοτεχνών οι φράσεις «πανανθρώπινο δράμα», «φρίκη του πολέμου» και «παγκόσμια τραγωδία», οι οποίες, εκτός από τη συχνότητα και τον αναδρομικό τους χαρακτήρα, συνοδεύονται από εκκλήσεις για τερματισμό τους, την αίσθηση ότι η λήξη της γερμανικής κατάκτησης πλησιάζει και συγκαλυμμένα σχόλια για τον αντιστασιακό αγώνα.8

Όσο πλησιάζει το τέλος της Κατοχής, η εποχή προσδιορίζεται σε σχέση με την προσμονή της απελευθέρωσης, οι επικείμενες αλλαγές προδιαγράφονται «κοσμογονικές» και οι λογοτέχνες τοποθετούνται επί του περιεχομένου τους. Προ της Απελευθέρωσης, εκφράζονται σχεδόν καθαρά οι κοινωνικές αντιθέσεις οι οποίες παρέμεναν και τα χρόνια 1941-1944. Εύστοχα παρατηρεί ο Γιώργος Θεοτοκάς: «Κάτω από αυτήν την πρόσκαιρη αδιαφορία για τα εσωτερικά ζητήματα λανθάνουν ισχυρά κοινωνικά πάθη, έτοιμα να εκδηλωθούν μόλις λείψει η ξένη κατοχή.»9

Τα χρόνια 1941-1944, αρκετοί υιοθετούν τις ΕΑΜικές κι ΕΠΟΝίτικες διακηρύξεις, ακόμη και τη «Λαοκρατία», όπως καθορίζεται στην Προγραμματική Διακήρυξη του ΚΚΕ Λαοκρατία και σοσιαλισμός το 1943. Βέβαια, και η ίδια η Διακήρυξη μεταθέτει το σοσιαλισμό σε ένα επόμενο του απελευθερωτικού αγώνα και ενός μεταπολεμικού εκδημοκρατισμού στάδιο. Άλλωστε εξαρχής απουσιάζουν από το πλαίσιο δράσης των ΕΑΜικών λογοτεχνών ο εντοπισμός των κοινωνικών αντιθέσεων της Κατοχής στην Ελλάδα και διεθνώς, η πρόβλεψη για την έκφρασή τους μετακατοχικά και τα κριτήρια στην αναγκαία πλατιά απεύθυνση στο λογοτεχνικό κόσμο.

Εισήγηση του Νίκου Καρβούνη με αντικείμενο την αντικατοχική δράση των λογοτεχνών αναφέρει: «Ιδρύθηκε η καινούργια Φιλική Εταιρία. Σας κάλεσα να σας το αναγγείλω και να σας πω πως σκοπεύουμε να την βάλομε μπρος.»10 Άρθρο γραμμής στο πρώτο τεύχος των κατοχικών Πρωτοπόρων καλεί: «Μα τα πλαίσια του αγώνα είναι μεγάλα … Θ’ αγωνιστούμε αδερφωμένοι σ’ ευγενικιά άμιλλα για τη λευτεριά και τη λαοκρατία.»11 Περισσότερο πολιτικά «ανοιχτό» προς τον αστικό χώρο είναι ένα κάλεσμα του ΕΑΜ Λογοτεχνών το εαρινό εξάμηνο του 1944, το οποίο αρκείται ως προς τις προϋποθέσεις ένταξης σε αυτό σε μια «αγάπη προς την Ελευθερία».12

Εκτός των παραπάνω, υφίστανται στην ΕΑΜική διανόηση και πρόσθετες διαφωνίες και περαιτέρω επεξεργασία ως προς το περιεχόμενο των παραπάνω διακηρύξεων, τις κοινωνικές-πολιτικές δυνάμεις στις οποίες απευθύνονται οι διακηρύξεις αυτές και τη διαδικασία υλοποίησής τους.

Στη διάρκεια της Κατοχής, ο Άγγελος Σικελιανός χρησιμοποιεί τον όρο «υπεύθυνη λαοκρατία» και διαφωνεί με τις επιθέσεις στις άλλες αστικές αντιστασιακές οργανώσεις. Στο ίδιο μήκος κύματος κινείται και το ποίημά του «Το μήνυμά της», το οποίο φιλοξενείται στο περιοδικό Καλλιτεχνικά Νέα στις 18.12.1943, ενώ δημοσιεύεται την επομένη και στο Ελεύθερον Βήμα. Αυτήν τη διάσταση του ποιήματος αντιλαμβάνεται και πρόσωπο της οικογένειας Μπενάκη κι επιδοκιμάζει σε επιστολή του τον Άγγελο Σικελιανό.13 Το ποίημα διαστρεβλώνεται βέβαια από την κατοχική κυβέρνηση και παρουσιάζεται ο ποιητής ως κατήγορος των επιθέσεων σε βάρος των Ταγμάτων Ασφαλείας. Εκ μέρους του ΕΑΜ, μια ποιητική απάντηση στο ποίημα «Το μήνυμά της» δίνει ο Παναγής Λεκατσάς με ομώνυμο ποίημα, δημοσιευμένο στον παράνομο Ριζοσπάστη στις 10.1.1944. Στοχεύει όμως περισσότερο στην ερμηνεία του από τις Αρχές κατοχής, παρά στην ουσία του.14 Καταδικαστικοί είναι για τον Άγγελο Σικελιανό και οι Πρωτοπόροι, αναφερόμενοι όμως και αυτοί σε ανοχή του ποιητή προς τους συνεργάτες των Γερμανών.15

Ίχνη μιας μεταγενέστερης αντίληψης –σύμφωνα με την οποία η ηλικία θεωρείται πολιτικό μέγεθος, η νεολαία αντιμετωπίζεται ως ενιαίο σύνολο και αναζητείται ένα δικό της πολιτικό πρόταγμα– εντοπίζονται στον ΕΟΠ και το περιοδικό Ξεκίνημα. Ενδεικτικό είναι ένα σημείωμα του Μανόλη Αναγνωστάκη: «Οι νέοι να βάλουν τα θεμέλια του αυριανού πολιτισμού μας … Το Ξεκίνημα είναι υπόθεση όλης της νεολαίας.»16

Ο Γιάννης Ρίτσος από την άλλη αναδεικνύει την προοπτική μιας καινούργιας κοινωνικής πραγματικότητας μετά από τη δοκιμασία του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου στηριγμένης στην εργατική τάξη, ήδη από το 1942, στο ποίημά του «Η τελευταία Π.Α. εκατονταετία». Ο ποιητής αναφέρει: «Νύχτα αποφασισμένη. Συνοικίες γκαστρωμένες με την κοιλιά τους βαριά από πείνα, από καημό και από άγιο μίσος. Πάνου στο πεζούλι ο λαϊκός ρήτορας: “Σύντροφοι”. Τίποτ’ άλλο. Ένα σπίρτο. Το φυτίλι. Κ’ οι μεγάλες δρασκελιές μιας σημαίας πάνω απ’ τον ύπνο. Κ’ η μεγάλη αψίδα της νύχτας όλη βαμμένη με πελώρια σφυροδρέπανα. Κ’ η πινακίδα –ξύλινη τετράγωνη– αυτό όλο-όλο είπε, τίποτ’ άλλο, στη διασταύρωση εκεί: “Από δω προς τον ήλιο…”»17 Ο Κώστας Βάρναλης δυσφορεί ακόμη για την ανεξέλεγκτη είσοδο λογοτεχνών στο ΕΑΜ, παραμονές της Απελευθέρωσης.18

Οι Στρατής Τσίρκας και Θεοδόσης Πιερίδης επίσης συνειδητοποιούν την εναντίωση της εξόριστης ελληνικής κυβέρνησης και των Βρετανών στο ΕΑΜ, βλέπουν την αναπόφευκτη αναμέτρηση μαζί τους και στηρίζουν το «κίνημα της Μέσης Ανατολής» την άνοιξη του 1944.19 Το ίδιο διάστημα, ο Φώτης Αγγουλές, κατηγορούμενος ως προπαγανδιστής ανατρεπτικών ιδεών, εξορίζεται επίσης από τους Βρετανούς.20

Η αστική διανόηση από τη μεριά της ανασυγκροτείται ιδεολογικά ή, σωστότερα, αναπροσαρμόζεται με βάση τα υπάρχοντα δεδομένα. Η κυρίαρχη κατεύθυνση περιλαμβάνει την αναζήτηση μιας σύνθεσης μεταξύ εθνικού-κοινωνικού στοιχείου κι εθνικού-διεθνιστικού πνεύματος, την ανάγκη εκσυγχρονισμού του αστικού κράτους, την υποστήριξη αλλαγών υπέρ της κοινωνικής δικαιοσύνης και της δημοκρατίας, τη φραστική αποδοχή του σοσιαλισμού, από τον οποίο όμως αφαιρούνται οι επαναστατικές ιδέες, ιδίως το παράδειγμα του 1917, και μένει ένα σοσιαλδημοκρατικό πρόγραμμα.

Σχεδιάζεται ασφαλώς και η πιο αποτελεσματική αντιπαράθεση με τον κομμουνισμό. Ως προς την αντιπαράθεση αυτή, προκρίνεται προς το παρόν μια πιο αμυντική τακτική (αποφυγή οξύτητας, αναγνώριση της σοβιετικής προσφοράς) και η επεξεργασία μιας επαρκέστερης επιχειρηματολογίας, με κύρια σημεία τις ατομικές ελευθερίες, την περιουσιακή κατάσταση και τη διατήρηση της εθνικής ταυτότητας σε ένα σοσιαλιστικό κράτος.21 Μειοψηφική είναι η κατεύθυνση η οποία υποστηρίζει την ολοκληρωτική απόρριψη των «νέων ιδεών».

Έκφραση των παραπάνω είναι η άρνηση από τη Νέα Εστία του προσδιορισμού της ως «συντηρητικού» περιοδικού και η επιμέλεια ενός αφιερώματος στον Δημήτρη Γληνό από το οποίο απουσιάζει, ασφαλώς, η αντιστασιακή και πολιτική του δράση.22 Ο Αιμίλιος Χουρμούζιος προκρίνει προς συζήτηση τα παρακάτω θέματα ως προς τη μεταπολεμική Ελλάδα: «Προσανατολισμός προς τις θετικές επιστήμες ή προς την κλασική μόρφωση; … Η Ελλάδα στο πλαίσιο της Ευρώπης … Προοπτική της αυριανής ελληνικής οικονομίας … Το βιώσιμο των παλαιών ελληνικών ηθικών αξιών … Η πνευματική διάχυση του κέντρου προς την επαρχία … Η εργασία της γυναίκας … Το πρόβλημα του επιστημονικού πληθωρισμού.»23

Κινούμενος σε άλλο πνεύμα, ο Στρατής Μυριβήλης σε ένα αλληγορικό του κείμενο παρουσιάζει ένα γάιδαρο ως καινούργιο θεό, να τον προσκυνά το ευκολόπιστο πλήθος, κι επιμένει σε υποτιμητικά σχόλια για το γυναικείο φύλο.24

Αντίστοιχη με τις παραπάνω αντιλήψεις και τη διακύμανσή τους από το ’41 ως το ’44 είναι και η έμπρακτη συμμετοχή των λογοτεχνών στην Αντίσταση.

Ο ρόλος της ΕΑΜικής διανόησης είναι οπωσδήποτε πρωταγωνιστικός. Το φθινόπωρο του 1941 πραγματοποιείται στο σπίτι του Βασίλη Ρώτα μια προκαταρκτική συνάντηση. Εκτός του οικοδεσπότη, παραβρίσκονται οι Έλλη Αλεξίου, Μάρκος Αυγέρης και ο Νίκος Καρβούνης ως εκπρόσωπος του ΚΚΕ. Η βαθμιαία μαζικοποίηση, αναβάθμιση κι ενιαιοποίηση της αντιστασιακής δράσης συντελείται ως το 1943 και σηματοδοτείται από τη συγκρότησή τους σε ΕΑΜ Λογοτεχνών και από την καθαίρεση το 1942 του υφιστάμενου από τη μεταξική περίοδο Διοικητικού Συμβουλίου στην Εταιρία Ελλήνων Λογοτεχνών (ΕΕΛ). Επικεφαλής και στους δύο φορείς αναλαμβάνει ο Άγγελος Σικελιανός.25. Η αντιστασιακή δράση εκφράζεται με οριακά νόμιμες ή φανερές ενέργειες, όπως παραστάσεις στις Αρχές, εξασφάλιση βιοπορισμού και δημόσιες πατριωτικές αναφορές, ως την παράνομη δράση, όπως αρθρογραφία σε έντυπα, προετοιμασία συλλαλητηρίων, υλική ενίσχυση αντάρτικων σωμάτων, συμμετοχή σε αυτά, συγκρότηση αντιστασιακών ομάδων στην Αθήνα.

Οι περισσότεροι αστοί λογοτέχνες από την πλευρά τους εξαντλούν ή υπερβαίνουν οριακά την κατοχική νομιμότητα (αποσπασματικές ενέργειες από ένα ή λίγα πρόσωπα, επαφή με την εξόριστη ελληνική κυβέρνηση στην Αίγυπτο και τον αγγλικό παράγοντα), δεν καταλήγουν όμως στο σχηματισμό κάποιας αντιστασιακής οργάνωσης, απευθυνόμενης στη λογοτεχνική κοινότητα. Κάποιοι προσχωρούν στις ανά την επικράτεια αστικές αντιστασιακές οργανώσεις. Άλλοι συμπορεύονται με το ΕΑΜ. Ορισμένοι εξ αυτών, όπως ο Αλκιβιάδης Γιαννόπουλος, δυσφορούν με κάθε δραστηριότητα η οποία ξεφεύγει του εθνικοαπελευθερωτικού σκοπού· ή, όπως ο Μ. Καραγάτσης, διακόπτουν την επαφή τους με το ΕΑΜ Λογοτεχνών, προετοιμαζόμενοι για τη μεταπολεμική αντιπαράθεση με τον ΕΑΜικό χώρο.26

Ένα μικρότερο τμήμα αστών λογοτεχνών –π.χ. ο Σπύρος Μελάς– αποδέχεται το πρώτο ιδιαίτερα διάστημα του πολέμου, οπότε η νίκη του Άξονα πιθανολογείται, μια Ελλάδα τμήμα του φασιστικού συνασπισμού και διευκολύνει κατόπιν πολυεπίπεδα το κατοχικό έργο. Ανεξάρτητα αν αυτό οφείλεται εν μέρει στις μεγάλες βιοποριστικές ανάγκες ή την έλλειψη ηθικών ερεισμάτων, αντανακλάται το τμήμα εκείνο της αστικής τάξης που προέκρινε τη συνύπαρξη ή ακόμη και συνεργασία με τις κατοχικές δυνάμεις.

 

Η ΑΠΕΛΕΥΘΕΡΩΣΗ ΚΑΙ ΤΑ ΔΕΚΕΜΒΡΙΑΝΑ

Το πρώτο διάστημα μετά από την Απελευθέρωση αποτυπώνονται στην πολιτική συμπεριφορά και στο λόγο των ΕΑΜικών λογοτεχνών η αυτοπεποίθηση, προϊόν της προσφοράς στην απελευθερωτική πάλη και της καταξίωσης σε μεγάλα τμήματα του πληθυσμού και η διάθεση να συνεχιστεί ο αγώνας μεταπολεμικά. Ο πολιτικός προσανατολισμός όμως περιέχει αντιφάσεις οι οποίες ήταν ανάλογες της διαφορετικής ταξικής θέσης των συμμετεχόντων στο ΕΑΜ διανοούμενων, αλλά και των αντιφάσεων στη στρατηγική του ΚΚΕ και του ΕΑΜ.

Από τη μια, επικρατεί η ελπίδα ότι μια όσο το δυνατόν πιο πλατιά ενότητα και απήχηση του ΕΑΜ θα επιτρέψει από μόνη της την εφαρμογή του προγράμματός του. Επιλέγεται συνεπώς η μη υιοθέτηση ως στόχου της κοινωνικής ανατροπής, η μη εξάρτηση ακόμη και της υλοποίησης όσων μεταπολεμικών αιτημάτων περιλαμβάνονταν στον όρο «Λαοκρατία» από την έκβαση μιας σύγκρουσης με τις αστικές δυνάμεις και το βρετανικό παράγοντα. Επιδιώκεται επίσης η προσέλκυση όσο το δυνατόν περισσότερων αστών λογοτεχνών, ώστε να εξασφαλιστεί η υποστήριξη ή η ανοχή τους.

Από την άλλη, όμως, κατανοείται και το γεγονός ότι η ολοκλήρωση του εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα θέτει πλέον το ζήτημα ποιο κοινωνικό-πολιτικό σύστημα θα υπάρχει και ποιες κοινωνικές δυνάμεις, ποια τάξη για την ακρίβεια θα διαθέτει την εξουσία. Ζητούνται επομένως, δειλά έστω, η τοποθέτηση απέναντι σε αυτό το ερώτημα, ο επαναπροσδιορισμός και η όξυνση του μετώπου απέναντι στην αστική διανόηση, η αξιοποίηση των δεσμών οι οποίοι δημιουργήθηκαν στα χρόνια της Κατοχής με μη κομμουνιστές λογοτέχνες, προκειμένου να υιοθετήσουν οι τελευταίοι καινούργιους κοινωνικού περιεχομένου στόχους, και ακολούθως η αναδιάταξη στο δυναμικό του ΕΑΜ Λογοτεχνών.

Τα ευρήματα τα οποία πιστοποιούν τις παραπάνω εκτιμήσεις είναι αρκετά. Ο Άγγελος Σικελιανός εκφωνεί τον πανηγυρικό της Απελευθέρωσης στο Ραδιοφωνικό Σταθμό Αθηνών, στον οποίο ξεχωρίζει κάποια καθολικής αποδοχής αιτήματα και αντιμετωπίζει σχεδόν ισότιμα όλες τις αντιστασιακές οργανώσεις. Ακούγεται: «Ουσιαστική ολοκλήρωση της έννοιας της Ελευθερίας ... Από τη νέα λαϊκή μας θέληση, από τη νέα πραγματοποίηση Ισότητας και Δικαιοσύνης και από την υπέρτατη κατοχύρωσή τους σε έργα ανώτατης πνευματικής πνοής και δημιουργίας ... ένα βαθύτατο και ομόψυχο χαιρετισμό προς το στρατό μας, τα βουνά, τις θάλασσές μας, τους παντού ήρωές μας, τους αντάρτες μας, τις ΕΑΜικές και μη ΕΑΜικές οργανώσεις, που σταθήκανε στο επίπεδο του ελληνικού προορισμού τους.»27

Το σχετικό με την Απελευθέρωση ψήφισμα της ΕΕΛ ζητά μόνο δικαίωση των εθνικών διεκδικήσεων, κοινωνική δικαιοσύνη και ισότητα απέναντι στο νόμο, ανάπτυξη της παιδείας και ενδεχομένως κάποια πολιτειακή αλλαγή, ενώ κατόπιν διαβουλεύσεων και με μια τέτοια διατύπωση ώστε να μη φαίνεται ως άμεση επιδίωξη προστίθεται ο όρος «Λαοκρατία», ο οποίος, έτσι κι αλλιώς, θα υιοθετηθεί ακόμα και από αστούς πολιτικούς, απογυμνωμένος απ’ οποιοδήποτε ταξικό περιεχόμενο. Διαβάζουμε στο ψήφισμα: «Εμείς, το πνευματικό υπεύθυνο σωματείο, ξεχωρίζουμε σε καθαρούς βαθμούς και στάδια το θέμα της ολοκλήρωσης της σημερινής μας κοσμοϊστορικής ελευθερίας. 1ος βαθμός: Αναγνώριση και δικαίωση όλων των εθνικών μας διεκδικήσεων. 2ος βαθμός: Κατοχύρωση της κοινωνικής δικαιοσύνης και της ισότητας όλων μας απέναντι στο νόμο. 3ος βαθμός: Κάθοδός μας στο λαό και σφυρηλάτηση σταθερών κατευθύνσεων, ως την ώρα της δημιουργίας ενός κοινού πνεύματος όπου θα καθρεφτίζεται αντάξια ή πραγματική Ελευθερία όλων μας και του καθενός μας χωριστά … προβάδισμα της πνευματικής και παιδευτικής μας αναγέννησης … να δουλέψουμε για την ανόρθωση του νέου κοινωνικού μας κράτους, μιας ακλόνητης, υπεύθυνης και ουσιαστικής “Λαοκρατίας”.»28 Παρανοήσεις, υπό το βάρος προφανώς των Συμφωνιών Λιβάνου και Καζέρτα, υπάρχουν και ως προς τη σκοπιμότητα έλευσης των βρετανικών στρατευμάτων στην Ελλάδα. Η Κλεαρέτη Δίπλα-Μαλάμου, δραστήριο μέλος του ΕΑΜ και μεταπολεμικά, αποκαλεί τον αγγλικό στόλο «στόλο της Ελευθερίας».29

Σε απόσταση από τα παραπάνω, ο Κώστας Βάρναλης γράφει το Νοέμβρη του 1944 στο Ριζοσπάστη: «Δεν πρέπει όμως αυτά τα συνθήματα των καλλιτεχνών και των συγγραφέων να μείνουνε απλά λόγια … Αυτό θα γίνει μονάχα όταν ο λαός πάρει την εξουσία στα χέρια του και δώσει εντατική και άφθονη μόρφωση στην εργατιά και την αγροτιά.»30 Και συνεχίζει στην Κομουνιστική Επιθεώρηση: «Όταν θα κατοχυρωθεί η λαϊκή κυριαρχία … τότε θα καταλάβουν οι δημιουργοί πως δεν είναι λεύτεροι για να παίζουν, παρά για να υπηρετούν το λαό.»31

Το κλίμα στην αστική διανόηση είναι διαφορετικό. Διαπιστώνονται αρχικά αμηχανία ή ακόμη ανησυχία μπροστά στο μέλλον, ρευστότητα και κάποια υποχωρητική διάθεση από προηγούμενες θεωρήσεις. Όλα αυτά πηγάζουν από το ότι οι αστοί λογοτέχνες παραμένουν αμετακίνητοι στην υπεράσπιση της καπιταλιστικής εξουσίας, αναζητούν ωστόσο ένα ιδεολογικό πλαίσιο, ένα πολιτικό οικοδόμημα και πιο άμεσα ένα πολιτικό προσωπικό και ένα πολιτικό σχέδιο ικανά να αντιμετωπίσουν τα μεταπολεμικά προβλήματα, να επανακτήσουν την εμπιστοσύνη του λαού, να ενσωματώσουν τις αγωνιστικές διαθέσεις της περιόδου 1941-1944 και να ισοσταθμίσουν την είσοδο του λαϊκού παράγοντα στο προσκήνιο, την κυρίαρχη πλέον θέση του ΕΑΜ, το μέγεθος του ΚΚΕ, την αίγλη και την επικείμενη ενδυνάμωση του σοσιαλιστικού στρατοπέδου. Ορισμένοι υιοθετούν αστικοδημοκρατικές μεταρρυθμίσεις οι οποίες επέτρεπαν στην αστική διανόηση να προωθεί εκσυγχρονισμούς αναγκαίους για το αστικό σύστημα, να προσαρμόζεται στις διαθέσεις των μαζών και να συνδέει την υλοποίηση λαϊκών αιτημάτων με την εκάστοτε αναμόρφωση του αστικού πολιτικού συστήματος. Ορμώμενοι από τις ίδιες προθέσεις, ορισμένοι φιλελεύθεροι κατά βάση λογοτέχνες υιοθετούν μια πιο μετριοπαθή στάση απέναντι στο εργατικό-λαϊκό κίνημα και την πολιτική του πρωτοπορία κι ένα πιο κριτικό πνεύμα για τις προπολεμικές πολιτικές δυνάμεις.

Πιο συγκεκριμένα, αστοί διανοούμενοι, κατά βάση πιο φιλελεύθεροι, συνδυάζουν την ανάπτυξη, άρα και τη μεγαλύτερη απόδοση του καπιταλιστικού συστήματος, με τις αναγκαίες σε αυτό αλλαγές, τις οποίες όμως δεν προσδιορίζουν πλήρως. Ως συντελεστές των αλλαγών αυτών και της επιθυμητής μεταπολεμικής βελτίωσης προβάλλουν τις ουδέτερες έννοιες «καινούργιος λαός», «νέοι άνθρωποι», «πνευματικός πολιτισμός», «ατομική δημιουργικότητα» κ.ά. Κατόπιν, απορρίπτουν δυσλειτουργίες της μεσοπολεμικής περιόδου, όπως τον υπέρμετρο ατομικισμό, την οικονομική αναρχία και το τεχνοκρατικό πνεύμα, και υιοθετούν κάποια σοσιαλδημοκρατικού χαρακτήρα μέτρα (διεύθυνση της οικονομίας, εθνικός πλούτος, κράτος πρόνοιας). Υποστηρίζουν επίσης εκδημοκρατισμούς στην εγχώρια πολιτική λειτουργία, καταδικάζουν στη λογική αυτή ενίοτε και με απαξιωτικές εκφράσεις την πολιτική πραγματικότητα του Μεσοπολέμου, τα τότε κόμματα, τη μεταξική δικτατορία και πολιτικούς παράγοντες της Μέσης Ανατολής, και ξεχωρίζουν τα κατά τη γνώμη του καθενός ικανότερα πολιτικά πρόσωπα. Ταυτόχρονα, αναγνωρίζουν αξία στο ΕΑΜικό κίνημα και σε θέσεις του, θεωρούν ωστόσο ολοκληρωμένο το έργο του, παρακολουθούν πιο στοχευμένα το ΚΚΕ και τηρούν μια προσεκτική στάση απέναντί του (χαιρετιστήρια στην επανέκδοση του Ριζοσπάστη, παρουσία στον εορτασμό των 26 χρόνων του ΚΚΕ, παρακολούθηση του Ελληνοσοβιετικού Συνδέσμου32).

Ο Πέτρος Χάρης εκτιμά: «Τούτην την ώρα υπάρχουν οι οικοδόμοι, καθαρότερα τους βλέπω στα μάτια των νέων με όλα τους τα χρώματα.»33 Ο Γιώργος Θεοτοκάς εμβαθύνει στα γεγονότα, αν και μένει αρκετά στο συναισθηματικό παράγοντα: «Μετά τον εορτασμό της απελευθέρωσης στις 12 Οκτωβρίου 1944 ξαφνικά αντικρίσαμε μια πρωτεύουσα κόκκινη. Πλήθη τεράστια παρελάσανε στους δρόμους κραυγάζοντας τα συνθήματα του ΚΚ. Νιώσαμε ένα μεγάλο και ασυγκράτητο λαϊκό κύμα που μας σήκωνε και μας έπαιρνε. Για μια στιγμή τρομάξαμε.» Εισηγείται επίσης στον Γιώργο Παπανδρέου στις 19 Οκτώβρη 1944: «Ο Λαός τελικά βρήκε μια λέξη: Λαοκρατία… φθάνει ο δυναμισμός να διοχετευθεί σε μια ομαλή κοίτη.»34

Το παραπάνω πλαίσιο θα αποτυπωθεί και στα Δεκεμβριανά. Πιο συγκεκριμένα, ένας αριθμός ΕΑΜικών λογοτεχνών θα βρεθεί στο πλάι του ΕΛΑΣ, ένας άλλος όμως όχι, υπό το βάρος της εκτίμησης ότι η στρατιωτική δράση ακυρώνει το αναγκαίο «ενωτικό» πνεύμα. Αντίθετα, όλοι οι αστοί λογοτέχνες, παθητικά ή μη, στηρίζουν την κυβερνητική νομιμότητα, το βρετανικό παράγοντα και τα ανάλογα συμφέροντα. Εν γένει, περισσότερο δημιουργείται το μεταπολεμικό διάστημα η δυνατότητα κυριαρχίας της ΕΑΜικής και κομμουνιστικής διανόησης, παρά επιτυγχάνεται κάτι τέτοιο. Η μη ύπαρξη ενός πολιτικού προσανατολισμού ανταποκρινόμενου στις κάθε φορά συνθήκες και μιας απότοκης πολιτικής ομοιογένειας στην ΕΑΜική και κομμουνιστική διανόηση, και η ύπαρξη αντίθετα ομοιογένειας στην αστική, είναι παράγοντες μη επίτευξης της προαναφερόμενης κυριαρχίας.

 

ΤΟ ΜΕΤΑΔΕΚΕΜΒΡΙΑΝΟ ΔΙΑΣΤΗΜΑ

Επίκεντρο των αναπτυσσόμενων διεργασιών από την επομένη των Δεκεμβριανών αποτελούν η αποτίμηση της προηγηθείσας σύγκρουσης, η στάση έναντι των διώξεων και η προοπτική της χώρας.

Βάση επανασυγκρότησης της ΕΑΜικής λογιοσύνης και απεύθυνσής της στη λογοτεχνική κοινότητα γίνεται το «δημοκρατικό μέτωπο αντίστασης της διανόησης», μια επιλογή σύμφωνη με αυτές του 7ου Συνεδρίου. Η πρόταση ακούγεται πρώτα από τον Δημήτρη Φωτιάδη: «Ο δρόμος της σωτηρίας υπάρχει. Είναι ο σχηματισμός ενός αληθινού δημοκρατικού μετώπου. Οι διανοούμενοι ας σχηματίσουν το δικό τους.»35 Σύμφωνα με την αναπτυσσόμενη πολιτική λογική κι επιχειρηματολογία, η βασική αντίθεση της περιόδου βρίσκεται μεταξύ των μη προσδιοριζόμενων ταξικά εννοιών «χώρα», «λαός», «δημοκρατικές-προοδευτικές δυνάμεις» από τη μια και «παλαιός κόσμος», «φασισμός», «ξένοι» από την άλλη. Λιγότερο καταγράφονται τα αντιτιθέμενα κοινωνικά συμφέροντα και οι έννοιες «ολιγαρχική πλουτοκρατία», «βρετανικός» ή «κεφαλαιοκρατικός ιμπεριαλισμός». Παράλληλα, η μεταδεκεμβριανή ομαλότητα θεωρείται εφικτή, πολιτικά χρήσιμη κι επιδιωκόμενη.

Ως αιτήματα του «δημοκρατικού μετώπου» αναδεικνύονται η εθνική ανεξαρτησία, η δημοκρατία, η ειρήνευση, η κοινωνική πρόοδος και πιο πρακτικά ο σχηματισμός αντιπροσωπευτικής κυβέρνησης, η αποκατάσταση αντιστασιακών, η τιμωρία δωσίλογων, η γυναικεία χειραφέτηση, η δημοτική γλώσσα, η μέριμνα προς τους λογοτέχνες. Επιπρόσθετα, σε μια πλατύτερη εφαρμογή της τότε κομματικής γραμμής αποφεύγεται κάποιος συνολικός όρος για τα παραπάνω αιτήματα, όπως στην Απελευθέρωση η «Λαοκρατία» ή η «Λαϊκή Δημοκρατία». Το όφελος από την πραγματοποίηση των αιτημάτων παρουσιάζεται να αφορά το σύνολο σχεδόν της χώρας και όλες τις κοινωνικές τάξεις. Εντοπίζεται συγκεκριμένα στην υποχώρηση αρνητικών συναισθημάτων (φόβος, φανατισμός, μίσος), στην επανάκτηση της εμπιστοσύνης προς τις ανθρώπινες αξίες και ηθική, στην απελευθέρωση της ανθρώπινης δημιουργικότητας, στην επιστημονική, εμπορική και οικονομική ανάπτυξη του τόπου και στη διάσωση της δημοκρατικής εικόνας, άρα και της αξιοπιστίας της Ελλάδας.36

Συγχρόνως, υποβαθμίζεται η κρισιμότητα των Δεκεμβριανών ως προς τη διατήρηση ή μη του αστικού συστήματος στην Ελλάδα, σχεδόν απουσιάζουν οι αναφορές στην εγχώρια αστική τάξη και αναγνωρίζονται ως αντίπαλοι στη διάρκειά τους μόνο οι Βρετανοί και πρώην συνεργάτες των κατακτητών. Στο πλαίσιο αυτό, ο δεκεμβριανός αγώνας αποκτά πανελλήνια και οικουμενική διάσταση και προστίθεται σε όσους «παλεύουν διαχρονικά υπέρ της ανθρώπινης προόδου», συνεχιστές των οποίων είναι οι ΕΑΜικοί αγωνιστές, και στους παντοτινούς εχθρούς αυτής της προόδου, εκφραστές των οποίων είναι στο παρόν η Βρετανία και οι συνεργάτες της. Παραλληλίζεται επομένως ο δεκεμβριανός αγώνας με τον προμηθεϊκό μύθο, την Αρχαία Ελλάδα, την Ελληνική Επανάσταση, τις μετεπαναστατικές διεκδικήσεις, τον ξεριζωμό του ελληνισμού στη Μικρά Ασία και στον Πόντο, το ’40, την τρίχρονη Εθνική Αντίσταση και συνάμα το πρόσωπο του Χριστού, τη Γαλλική Επανάσταση, τις αντιαποικιακές εξεγέρσεις, τον Ισπανικό Εμφύλιο, την πολιορκία του Στάλινγκραντ και πιο αδιόρατα με την Οκτωβριανή Επανάσταση, χωρίς κάποια διευκρίνιση της συμβολής κάθε ιστορικού γεγονότος στην ανθρώπινη εξέλιξη.37 Επί της ουσίας, απουσιάζει το διακύβευμα των Δεκεμβριανών, η σύγκρουση δηλαδή με το σύνολο της εγχώριας αστικής τάξης και τους Βρετανούς, γύρω από τη διατήρηση ή την ανατροπή του αστικού συστήματος.

Σημαντικό γνώρισμα είναι και η ευρύτητα του μετώπου. Σημειώνονται συγκεκριμένα η λειτουργία του ως συνισταμένης του λαϊκού κινήματος, το κάλεσμα συμπόρευσης σε όσους λογοτέχνες συμφωνούν συνολικά ή εν μέρει στα αιτήματά του, η προσέγγιση και προβολή όσων προσώπων διαθέτουν κύρος ή είναι εκπρόσωποι πνευματικών φορέων, η διαστολή της έννοιας διανοούμενος και η συμπερίληψη σε αυτήν εκπαιδευτικών, επιστημόνων, δημοσιογράφων και νομικών. Επιτυγχάνεται επίσης το ικανοποιητικό προχώρημα του μετώπου, όπως αποδεικνύεται από την ανάδειξη πλήθους θεμάτων, τον αριθμό των ενεργειών, τον αντίκτυπο και τη διεισδυτικότητά τους στην αστική διανόηση.

Σε εφαρμογή των παραπάνω κατευθύνσεων υλοποιούνται μια σειρά πρωτοβουλίες. Κάθε τόσο καταγγέλλονται οι ποινές προς λογοτέχνες, οι δίκες σε βάρος εκπαιδευτικών και δημόσιων υπαλλήλων, οι άσχημες συνθήκες κράτησης των συλληφθέντων ΕΑΜικών, σε σύγκριση και με τις προνομιακές των υπόδικων για δωσιλογισμό, οι επιδρομές παρακρατικών ομάδων, η παρεμπόδιση της δημοσιογραφικής δραστηριότητας και οι αυθαίρετες επεμβάσεις σε πνευματικά ιδρύματα, κυρίως στη διοίκηση, το καλλιτεχνικό προσωπικό και το ρεπερτόριο της Λυρικής Σκηνής και του Εθνικού Θεάτρου.38

Ταυτόχρονα, πραγματοποιούνται συγκεντρώσεις διαμαρτυρίας, επιδιώκονται συναντήσεις με τον εκάστοτε υπουργό Παιδείας και άλλους κυβερνητικούς φορείς, υιοθετείται σε όσα λογοτεχνικά σωματεία πλειοψηφεί το ΕΑΜ μια εξίσου πλατιά λογική, προετοιμάζονται συνεντεύξεις πνευματικών ανθρώπων ευρείας πολιτικής προέλευσης κι ετοιμάζονται ή συνυπογράφονται συλλογικά κείμενα. Ξεχωρίζει η «διαμαρτυρία των λογοτεχνών της Ελλάδας για το διάταγμα περί εκτάκτων μέτρων κατά των επιβουλευόμενων την δημόσιαν τάξιν και την ακεραιότητα της χώρας», γνωστό ως Γ΄ Ψήφισμα.39

Βαθμιαία, προκύπτουν ανησυχίες, αναζητήσεις και διαφωνίες, οι οποίες αφορούν την αποτελεσματικότητα προσέγγισης άλλων πολιτικών δυνάμεων, προφανώς τις συμφωνίες Καζέρτα-Λιβάνου και Βάρκιζας, τη δυνατότητα δημοκρατικής ομαλοποίησης και μετέπειτα φιλολαϊκής-προοδευτικής αναμόρφωσης της χώρας και μακρύτερα τη στρατηγική του ΚΚΕ. Φυσιολογικά, είναι αποσπασματικές, ανομοιογενείς και εν μέρει αντιφατικές, ενώ ορισμένες δημοσιεύονται με την έγκριση ή τη συγκατάβαση του Κόμματος, συνεπώς αντανακλούν διεργασίες εντός του.

Ήδη το 1945, ο Μανόλης Αναγνωστάκης διαθέτει ένα πληρέστερο πολιτικό σκεπτικό, σκέφτεται ένα βιβλίο του με τίτλο Πού βαδίζει το ΚΚΕ,40 αμφισβητεί τη δυνατότητα θετικής έκβασης του Πολιτειακού μέσω ενός δημοψηφίσματος, επιθυμεί την εργατική σύνθεση του Κόμματος και το στόχο της κοινωνικής-επαναστατικής μεταβολής, επανεξετάζει όμως το περιεχόμενο και τον τρόπο πραγμάτωσης αυτής της μεταβολής ή έστω τη σοβιετική της εκδοχή. Συστήνει στον Κλείτο Κύρου «πιο σωστή … παρατήρηση είναι εκείνη του Ζαχαριάδη που λέει πως το Κόμμα αλλοιώνεται, σιγά-σιγά χάνει την προλεταριακή του τάση» και «μακριά από τις ολέθριες “δημοκρατικές” λύσεις … θα χαράξουμε το δρόμο της εξουσίας», παρότι ως προς την τελευταία φράση είναι δυσδιάκριτος στο κείμενο του ο ειρωνικός ή ουσιαστικός χαρακτήρας.41 Ο Κώστας Βάρναλης επίσης στο έργο του Ημερολόγιο της Πηνελόπης, το οποίο συγγράφει και δημοσιεύει σε συνέχειες στο Ριζοσπάστη παρακινημένος και από την κομματική ηγεσία, εντοπίζει την ταξική διάσταση σε όλες τις πτυχές της πραγματικότητας (θεσμοί, ιδέες, τέχνη, πόλεμος, εθνικοαπελευθερωτικός αγώνας) κι επιμένει στην αναγκαιότητα ενός ανάλογου-ταξικού αγώνα από τις καταπιεζόμενες τάξεις. Προ του κεφαλαίου Ρεμπελιό των ποπολάρων τοποθετούνται οι φράσεις: «Εμείς που φκιάσαμε τον τόπο μας θα γίνουμε και αφέντες του. Ζητάμε να πάρουμε μονάχοι μας το δίκιο μας και τη λευτεριά μας, που θα πει την εξουσία.»42 Ο Μενέλαος Λουντέμης επικρίνει στην εισαγωγή του έργου Ο Μεγάλος Δεκέμβρης τον Πλαστήρα: «Μπορεί, έξαφνα, ο Πλαστήρας, στο τέλος του χρόνου να σώσει τη δημοκρατία (τρόπος του λέγειν), αυτό δε σημαίνει και ότι στην αρχή του ίδιου χρόνου δεν τη χαντάκωσε.»43 Η Μέλπω Αξιώτη στο Απάντηση σε πέντε ερωτήματα επιθυμεί την επανέναρξη της ένοπλης δράσης: «Γι’ αυτό και έχει τόση σημασία το τι προηγήθηκε απ’ τα γεγονότα του Δεκέμβρη … ώσπου κατέθεσε ο ΕΛΑΣ τα όπλα του. Όλοι κλάψανε τότε ... Ήταν η αυριανή πνοή της Ελλάδας. Τώρα θα χρειαστεί να την ξαναπεριμένουμε.»44 Ο Γ. Κ. Κοτζιούλας από τη μεριά του μνημονεύει τον Άρη Βελουχιώτη, συγγράφει άλλωστε το έργο του Ο Άρης και Οι πρώτοι του Αγώνα και έμμεσα επαναφέρει το πολιτικό του παράδειγμα.45

Μετά από το Δεκέμβρη διαμορφώνονται σημεία σύγκλισης της αστικής διανόησης ως προς το περιεχόμενο της αστικής πολιτικής και την οριοθέτησή της απέναντι στο ΕΑΜ. Προτεραιότητα αποκτούν η κατά το δυνατόν ταχεία ανασυγκρότηση της χώρας, η κρατική παρουσία και η επανάκαμψη της οικονομίας από την κρίση της. Επιβεβαιώνεται επίσης η αρχή ότι η απειλή της αστικής δημοκρατίας, ιδίως η χρήση προς τούτο βίαιων –μη κοινοβουλευτικών– μέσων ή ακόμη ομαδικών και οργανωμένων διαδικασιών συνιστούν εξ ορισμού παραβίαση της νομιμότητας και γενικότερα της έννοιας του δικαίου. Παρακάτω ωστόσο κάποιες θέσεις ξεχωρίζουν.

Ένας χώρος διανοούμενων εκτείνεται από μετριοπαθείς δεξιούς και φιλελεύθερους ως κεντρώους και παλιούς βενιζελικούς, όπως οι Πέτρος Χάρης, Αιμίλιος Χουρμούζιος, Κώστας Ουράνης, Οδυσσέας Ελύτης κ.ά. Οι τελευταίοι αποδέχονται βαθμιαίες αλλαγές στην ελληνική πραγματικότητα, επί της ουσίας όσες αιτήθηκαν ήδη στην Απελευθέρωση υπό την προϋπόθεση της βαθμιαίας ή μελλοντικής εφαρμογής τους και θεωρούν κάθε πρόσθετη διεκδίκηση ή προκληθείσα αναστάτωση εμπόδιο στην επιζητούμενη πρόοδο. Επίσης, διαμορφώνουν το σχήμα των «δύο άκρων», το οποίο περιέχει την αναφορά στην «αριστερή και δεξιά αδιαλλαξία», την αναζήτηση ενός τρίτου πόλου, την προώθηση της ατομικής ευθύνης, την κριτική στήριξη στα κυβερνητικά σχήματα της περιόδου και τη συμπάθεια προς μεμονωμένα πολιτικά πρόσωπα.

Ταυτόχρονα, προτείνουν και τη θωράκιση του αστικού συστήματος απέναντι στο ΕΑΜικό κίνημα, αλλά και τον προσεταιρισμό της πολυπληθούς ΕΑΜικής βάσης. Βέβαια, όσο προχωρούμε προς τον εμφύλιο πόλεμο το δεύτερο σκέλος της πρότασης υποχωρεί. Στο πλαίσιο αυτό, εγγράφουν τα Δεκεμβριανά στις εγκληματικές πράξεις, μιλούν για κληροδοτημένο από την Κατοχή προβληματικό ψυχικό κλίμα (νευρικότητα, στέρηση, εξοικείωση με τη βία) και κατηγορούν την κομμουνιστική ηγεσία, σε διάκριση συνήθως από τα προσκείμενα σε αυτή λαϊκά στρώματα και τις υπόλοιπες ΕΑΜικές πολιτικές δυνάμεις, ως ανεύθυνη ή ότι σχεδιάζει μέσω της δεκεμβριανής κρίσης την ανακοπή της μεταπολεμικής ανόρθωσης. Ακόμη, στέκονται μάλλον αρνητικά απέναντι στο Γ΄ Ψήφισμα, διαφωνούν με τα πειθαρχικά μέτρα σε βάρος λογοτεχνών, με τις επιθέσεις σε θέατρα και την προληπτική λογοκρισία, απορρίπτουν όμως τις καλλιτεχνικές κινητοποιήσεις, τις δημόσιες καταγγελίες των παραπάνω γεγονότων και τη γνωστοποίησή τους εκτός της χώρας και σταδιακά είτε διαχωρίζονται από την πολιτική διάσταση των αιτημάτων απελευθέρωσης συναδέλφων τους είτε δε συμμερίζονται πια τέτοια αιτήματα.

Ο Κώστας Ουράνης είναι περιεκτικός: «Μια δυναμική μειοψηφία που αποβλέπει στην εξουσία διατηρείται σε αυτήν με την πιο στυγνή δικτατορία … καθήκον των εκπροσώπων του πνεύματος να υψώνουν τη γαλήνια φωνή της λογικής, να στιγματίζουν κάθε βία απ’ όπου και αν προέρχεται.»46

Κάποιοι διανοούμενοι (Η. Βενέζης, Γ. Θεοτοκάς, Γ. Μπεράτης, Αλκ. Γιαννόπουλος, Στ. Ξεφλούδας, Κ. Θ. Δημαράς, Ν. Σ. Μοναχός, Γ. Σημηριώτης, Φ. Κόντογλου κ.ά.) διαφοροποιούνται στα παρακάτω σημεία: Δίνουν προτεραιότητα στην αντιμετώπιση του πολιτικού συντηρητισμού, ευαισθητοποιούνται απέναντι στον εφαρμοζόμενο αυταρχισμό, θεωρούν το μέγεθος της ΕΑΜικής παράταξης κρίσιμο για την αντιμετώπιση του πολιτικού συντηρητισμού και διαπιστώνουν κάποια συγγένεια με τις μεταδεκεμβριανές ΕΑΜικές θέσεις. Ως αποτέλεσμα όλων αυτών επιλέγουν τη σύμπραξη –διαρκέστερη ή περιστασιακή– με την ΕΑΜική παράταξη, κυρίως τη συνυπογραφή των καταγγελιών της.

Ο Γιώργος Θεοτοκάς αισθάνεται την ανάγκη εξηγήσεων για τις πολιτικές του επιλογές το 1946: «Σκοπός αμυντικός ... Αυτή την έννοια έχουν πράξεις καθώς η συμμετοχή μου στη λογοτεχνική δεξίωση του Eluard ή η υπογραφή μου μαζί με τους κομμουνιστές του μανιφέστου ενάντια των “μέτρων τάξεως”.»47

Παράλληλα με τους προηγούμενους, οι πιο καθαρόαιμοι δεξιοί, Στρατής Μυριβήλης και Σπύρος Μελάς –εκδότης αργότερα του εντύπου Ελληνική Δημιουργία, οι αρθρογράφοι της παπανδρεϊκής εφημερίδας Η Ελλάς, Αντρέας Καραντώνης και Ελένη Ουράνη (Άλκης Θρύλος), ο φιλελεύθερος Μ. Καραγάτσης και ο Μανώλης Κανελλής όχι από κοινού προτάσσουν τον κίνδυνο ανατροπής του αστικού συστήματος και την ανάγκη εξάλειψης των πολιτικών προϋποθέσεων ενός τέτοιου ενδεχομένου. Ακολούθως, υποστηρίζουν την ποινική αντιμετώπιση των Δεκεμβριανών, το Γ΄ Ψήφισμα και τον εκφοβισμό επί της ουσίας του ΕΑΜικού κόσμου και των κομμουνιστών, προχωρούν στην παραγωγή κατηγοριών σε βάρος του ΚΚΕ και των μετωπικών του σχημάτων και ασκούν πίεση σε πολιτικά αντίθετους συναδέλφους τους (συνηγορία ή ακόμη συνέργεια σε διώξεις, στοχοποίηση όσων πνευματικών ανθρώπων αντιτίθενται στα κυβερνητικά μέτρα, υποτιμητικά σχόλια).

Ο Στρατής Μυριβήλης ορίζει την πολιτική κατάσταση ως «μεγάλο ανταγωνισμό της φιλελεύθερης δημοκρατίας και της κομμουνιστικής δικτατορίας».48 Ο Μ. Καραγάτσης οριοθετεί τους πολιτικούς αγώνες: «Ο άνθρωπος αγωνίζεται για δικαιότερη διαρρύθμιση ... αν ιδεολογία είναι άρνηση σε ένα καθεστώς οικονομικής ελευθερίας, απαντώ ναι, κάθε ιδεολόγος πάσχει από πλέγμα κατωτερότητας.»49 Ο Αντρέας Καραντώνης είναι πιο επιθετικός: «Ο Βάρναλης δε συνεχίζει το δημιουργικό του έργο, δεν τον εμποδίζει η λευκή τρομοκρατία, απλούστατα από τη λογοτεχνία προτιμάει το τάβλι και από την ποίηση τη ρετσίνα»50 και συνεχίζει τις ονομαστικές αναφορές: «Ένας Βενέζης, ένας Θεοτοκάς, ένας Δημαράς ακολουθήσανε τελευταία τον Σικελιανό ... ο δρόμος του Σικελιανού οδηγεί σε δύο ολέθρια τέρματα ... το δυνάμωμα του κομμουνισμού, τη δικτατορία του προλεταριάτου, την αυτόνομη Μακεδονία και τη συνθλιβή του Ελληνισμού από τους όγκους του σλαβισμού.»51

 

Ο ΕΜΦΥΛΙΟΣ

Στη διάρκεια του Εμφυλίου διαμορφώνεται μια σύνθετη κατάσταση για ολόκληρο το λογοτεχνικό κόσμο και τίθεται ο καθένας προ αποφάσεων.

Ως προς τους κομμουνιστές λογοτέχνες και τους συμπορευόμενους με αυτούς, η κορύφωση της ταξικής πάλης και οι καμπές της αναιρούν την πολιτική βάση συγκρότησης του «δημοκρατικού μετώπου αντίστασης της διανόησης». Οι τελευταίοι, πέρα από το γεγονός ότι η μη συμμόρφωσή τους στο αστικό σύστημα και περισσότερο η όποια εναντίωση σε αυτό συνιστούσαν αυτονόητα γενναία πράξη και προσφορά στο λαϊκό κίνημα, κινούνταν ανάμεσα στην κατανόηση του πολιτικού περιεχομένου της σύγκρουσης, στην αναγκαιότητα κλιμάκωσής της και την πολυεπίπεδη στήριξη στο ΔΣΕ (στρατολόγηση, διαφώτιση, εκδόσεις, ανταποκρίσεις, διανομή προκηρύξεων στην Αθήνα, αναγραφή συνθημάτων). Ταυτόχρονα ανταποκρίνονταν και στην προτεραιότητα που έπαιρνε η προστασία διανοούμενων, αλλά και η αξιοποίηση κάποιων χαραμάδων στη νόμιμη πολιτική δράση, σε συνδυασμό με την αναζήτηση ή την προσδοκία μιας δημοκρατικής διεξόδου. Σε κάποιο βαθμό, αναπτύσσεται προβληματισμός ως προς το χαρακτήρα του διεξαγόμενου αγώνα και την υιοθέτηση αναβαθμισμένων πολιτικών στόχων, κυρίως αν η προοπτική του είναι η αποκατάσταση της δημοκρατίας, η κατάργηση της μοναρχίας, η ανεξαρτησία και η ειρήνευση ή υποκαθίστανται όλα αυτά από μια κοινωνική-σοσιαλιστική μεταβολή.

Η εφαρμογή των πολιτικών κατευθύνσεων και καθηκόντων, αλλά και η διαμόρφωση της πολιτικής συνείδησης δεν προχωρούσαν ενιαία σε όσους βρίσκονται στην Αθήνα. Μένει ωστόσο αδιευκρίνιστο ποιες αιτίες και σε ποιο βαθμό η καθεμιά επιδρούν στην απόφαση παραμονής ενός λογοτέχνη στην Αθήνα ή ακόμη περισσότερο η αναζήτηση «καταφυγίου» σε έντυπα πολιτικώς αποδεκτά ή νόμιμης κυκλοφορίας, η ιδιώτευση και η πραγματοποίηση πολιτικών υποχωρήσεων. Πιθανές αιτίες είναι η συνειδητοποίηση των κινδύνων, κάποια πολιτική διαφωνία, η πρακτική αδυναμία μετακίνησης στο ΔΣΕ, κάποιος κομματικός σχεδιασμός παράνομης δράσης στην πρωτεύουσα ή ακόμη «περιφρούρησης» ενός λογοτέχνη και νόμιμης παρουσίας του.

Κάποια «απόσταση» παρατηρείται και μεταξύ των φιλολογικών σελίδων του Ριζοσπάστη και του Ρίζου της Δευτέρας από τη μια, προ του κλεισίματός τους το φθινόπωρο του 1947, και των Ελεύθερων Γραμμάτων από την άλλη. Στις πρώτες, το αίτημα συμφιλίωσης συνυπάρχει με τους απολογισμούς του μεσοδιαστήματος από την Απελευθέρωση ως την έναρξη του Εμφυλίου, άρα και την αναγνώριση μιας νέας φάσης, με την αντιμετώπιση της αστικής διανόησης ως συνόλου, με την αναφορά συγκαλυμμένα ή φανερά στο ΔΣΕ και τη συνάρτηση της επίλυσης ακόμη και επιμέρους ζητημάτων με μια συνολική –κοινωνικής αναφοράς– αναμέτρηση. Στη δεύτερη περίπτωση τα πολιτικά και επικαιρικά σχόλια μετακινούνται στο οπισθόφυλλο και στη συνέχεια σχεδόν εκλείπουν, τα αιτήματα προς παύση ποινικών μέτρων αντικαθίστανται από εκκλήσεις ανθρωπιστικού χαρακτήρα, οι επιστημονικές και φιλολογικές αναλύσεις κυριαρχούν, ακόμη και τα τεχνικά στοιχεία της έκδοσης (συχνότητα, σχήμα) υποβαθμίζονται.

Ο Κώστας Βάρναλης εντοπίζει την ταξική διάσταση της διεξαγόμενης πάλης: «Η κυρίαρχη ολιγαρχία και ο λεγόμενος κυρίαρχος λαός (το έθνος) είναι δύο δυνάμεις αντίθετες που βρίσκονται στην αποφασιστικότερη σύγκρουση … Δεν κινδυνεύει η φυλή παρά η προδοτική κυρίαρχη τάξη … ο εχθρός δεν είναι στα σύνορα, παρά οι Αγγλοαμερικάνοι που καταλύσανε την εθνική μας ανεξαρτησία … Ο λαός της υπαίθρου γνώρισε τους αγωνιστές της Εθνικής Αντίστασης, τη χρηστή διοίκηση, τη λαϊκή τους δικαιοσύνη, τη νοικοκυρεμένη τους παιδεία και οι γυναίκες γνωρίσανε το δικαίωμα ψήφου.» «Δεν μπορούμε να ξεχάσουμε την απάτη της Βάρκιζας.»52 Και αισιοδοξεί: «Κ’ είναι τώρα η αντίσταση του Δημοκρατικού Στρατού ενάντια στους τρίτους κατακτητές.»53

Από την άλλη, στην επανέκδοση των Ελεύθερων Γραμμάτων τον Ιούνη του 1947 δηλώνεται: «Τα Ελεύθερα Γράμματα αλλάζουν τόσο το σχήμα όσο και το περιεχόμενό τους. Η φιλοδοξία να συνυπάρξουν όλοι οι λογοτέχνες και καλλιτέχνες που εργάστηκαν για την πνευματική προκοπή του τόπου.»54

Η εικόνα της αστικής διανόησης τα εμφυλιακά χρόνια, ιδιαίτερα μετά από το 1947, είναι περισσότερο ενιαία. Αφετηρία όλων είναι η αναγνώριση της κρίσιμης κατάστασης και η αναγκαιότητα ήττας του ΔΣΕ. Ο Κ. Δ. Τσάτσος είναι ξεκάθαρος: «Όποιοι νομίζουν πως ταιριάζει στους πνευματικούς ανθρώπους να παίζουν το ρόλο του ατάραχου … δεν αντιλαμβάνονται τι γύρω τους συμβαίνει.»55

Πρώτο ζήτημα η στράτευση όσων πληρούν τις προϋποθέσεις. Η παρατηρούμενη απροθυμία οφείλεται είτε στο φόβο μπροστά στο Γράμμο, στους κινδύνους και τις κακουχίες του είτε στη μη αναγνώριση από κάποιους λογοτέχνες σκοπιμότητας στην ένοπλη αναμέτρηση ή στη δική τους τουλάχιστον στρατολόγηση. Σε ορισμένες περιπτώσεις, η ένοπλη υπηρεσία αντικαθίσταται με μια πιο ακίνδυνη θητεία ή με τη δημοσιογραφική-φιλολογική υποστήριξη στους κρατικούς προπαγανδιστικούς μηχανισμούς.

Η Ιωάννα Τσάτσου πληροφορεί τον Γιώργο Σεφέρη: «Ο Καραντώνης θα πάει στη Λαμία για εκπαίδευση. Είναι δυστυχής ο καημένος και προσπαθούμε κατά δύναμιν μετά την εκπαίδευση να γυρίσει στην Αθήνα.»56 Ο Νίκος Γκάτσος επιχαίρει για τον Οδυσσέα Ελύτη: «Χάρηκα που πρόφθασες να φύγεις εγκαίρως … Το ταξίδι θεωρήθηκε σκανδαλώδες, αλλά χωρίς περισσότερα.»57

Ο δημόσιος λόγος της αστικής διανόησης προσαρμόζεται και αυτός στο πολιτικό πλαίσιο της περιόδου. Πρώτο βήμα, ο διαχωρισμός των αντιμαχόμενων σε «εθνικές δυνάμεις» κι «εχθρούς της χώρας» και η εγκατάλειψη και από τη φιλελεύθερη διανόηση της ορολογίας «εμφύλιος πόλεμος». Ακολουθούν η απόδοση των εμφυλιακών γεγονότων στην «αντεθνική» κι «εγκληματική» φύση του κομμουνισμού, στην ξενική του υποκίνηση και στην κατά τον 20ό αιώνα «απαξίωση του ατόμου», η υιοθέτηση του κατηγορητηρίου σε βάρος του ΚΚΕ και η έγκριση, η ανοχή ή η εσκεμμένη αγνόηση της κρατικής βίας (εκτελέσεις, εξορίες, βασανισμοί). Σημεία αναφοράς είναι το συλλογικό αφιέρωμα το οποίο επιμελείται για το παιδομάζωμα η Νέα Εστία.58

Εν τούτοις, υφίστανται και αποκτούν κάποια έκταση επιφυλάξεις, διαφοροποιήσεις και διαφωνίες, κατά βάση μεταξύ της πιο φιλελεύθερης τάσης της αστικής διανόησης και της πιο συντηρητικής, αλλά και στο εσωτερικό της κάθε τάσης, οι οποίες φανερώνουν παρόμοιες διαφοροποιήσεις και στο εσωτερικό της αστικής τάξης. Πηγή τους ανεξάρτητα από τη μορφή, η οποία απορρέει και από την ψυχοσύνθεση μερικών πρωταγωνιστών, είναι η διαχείριση του «κομμουνιστικού κινδύνου», η διαμόρφωση του μετεμφυλιακού τοπίου, ο ρόλος του κράτους στα πνευματικά δρώμενα και οι υπό διαμόρφωση ισορροπίες στη λογοτεχνική κοινότητα. Είναι γεγονός ότι η ευθυγράμμιση της φιλελεύθερης τάσης με την κυβερνητική προπαγάνδα και πρακτική συμβάλλει στη διαμόρφωση ενός ιδεολογικού περιβάλλοντος και μιας πολιτικής λειτουργίας αναντίστοιχων με το πολιτικό της πρόγραμμα και συνάμα νομιμοποιεί την τρέχουσα, αλλά και οποιαδήποτε μελλοντική ανάμιξη του κρατικού μηχανισμού στην πνευματική ζωή. Η συνειδητοποίηση αυτής της διλημματικής και αντιφατικής κατάστασης γεννά, εκτός από συμβιβασμούς, εκδηλώσεις δυσαρέσκειας και οριακές αποκλίσεις από κυβερνητικές κατευθύνσεις, δίχως βέβαια να είναι ενιαίες, ούτε και να καταλήγουν στην αμφισβήτηση της εφαρμοζόμενης κυβερνητικής πολιτικής. Στον αντίποδα, η συντηρητική τάση διαρκώς διασαφηνίζει, διευρύνει και σε ένα βαθμό επιβάλλει την πολιτική της «ατζέντα», συνεργάζεται στενότερα και αρμονικότερα με τον κρατικό μηχανισμό και βελτιώνει τη θέση της στο εμφυλιακό πολιτικό σύστημα.

Πιο συγκεκριμένα, η συντηρητική πλευρά προχωρεί σε μια πλειοδοσία εθνικοφροσύνης, στην όλο και μεγαλύτερη συκοφάντηση του κομμουνισμού και στην προώθηση μιας πιο αντιδημοκρατικής πολιτικής λειτουργίας. Οι διανοούμενοί της επαναλαμβάνουν, σε βαθμό φορτικότητας, τη θέση για την προδοσία του «κομμουνιστοσυμμοριτισμού», προσθέτουν σλαβικές καταλήξεις στα ονόματα της πολιτικής και στρατιωτικής ηγεσίας του ΔΣΕ, αρνούνται ακόμη και ως έννοια την «ειρήνευση» και απονομιμοποιούν τις επικρίσεις στον κρατικό μηχανισμό, έστω και αν αφορούν ζητήματα διαφθοράς ή φτώχειας κάποιων κοινωνικών ομάδων. Επιπλέον, θεωρούν τα κόμματα του Μεσοπολέμου μη ανταποκρινόμενα πια στις ανάγκες του ελληνισμού και αναγνωρίζουν στη συνέχεια τη μοναρχία και τις Ένοπλες Δυνάμεις ως υπέρτερους του κοινοβουλίου θεσμούς στο πολιτικό σύστημα.

Ο Σπύρος Μελάς δίνει τον τόνο: «Συμφιλίωση θα σήμαινε παράδοση του τόπου.»59 «Σκάνταλο για το λαθρεμπόριο συναλλάγματος … θέλει να φορτώσει στην καμπούρα της αστικής κοινωνίας τις αμαρτίες μερικών και έτσι να πάμε παρέα με τον καπετάν Μάρκο.»60 Ο Αντρέας Καραντώνης απειλεί επ’ αφορμή ενός καλέσματος του ΚΚΕ σε κινητοποιήσεις του αθηναϊκού λαού: «Η εξέγερση θα κατεπνίγετο σε ωκεανούς αιμάτων και θα μετεβάλλετο σε νύχτα του Αγίου Βαρθολομαίου.»61 Ο Στρατής Μυριβήλης σε ομιλία του στην Καλαμάτα εισηγείται ως προς το μελλοντικό ρόλο του ελληνικού στρατού: «Μόνο ο στρατός θα σώση την Ελλάδα … όχι οι περίεργοι πολιτικοί.»62

Αθόρυβα όμως άλλοι φιλελεύθεροι διανοούμενοι αναζητούν μια πιο μακροχρόνια διασφάλιση του αστικού συστήματος. Στο πλαίσιο αυτό, διατηρούν μια πιο πολιτική προσέγγιση των γεγονότων, συγκαταλέγουν στις αιτίες της σύγκρουσης την ανωριμότητα του κομμουνιστικού κινήματος στην Ελλάδα, τη στρεβλή οικονομική ανάπτυξη και την πολιτική δυσλειτουργία του ελληνικού κράτους από την εποχή της ίδρυσής του, αναγνωρίζουν κάποια κοινωνική στήριξη στο ΚΚΕ, χρησιμοποιούν ιδιωτικά τον όρο «Εμφύλιος» και προβλέπουν τις ευρύτερες συνέπειές του. Στη συνέχεια, αποσυνδέουν την επικράτηση της αστικής πλευράς από την εξουδετέρωση του πολιτικού τους αντιπάλου, προκρίνουν ως διασφάλιση του αστικού συστήματος τη μετεμφυλιακή ενσωμάτωση των κομμουνιστών και του λαϊκού τους περίγυρου στην κοινωνική και πολιτική ζωή και προτείνουν δειλά έστω τη σταδιακή αποκατάσταση της πολιτικής-δημοκρατικής ομαλότητας, τον περιορισμό των ποινικών μέτρων, την άσκηση κάποιας φιλολαϊκής πολιτικής και την προώθηση κάποιου άλλου φιλολαϊκού προφίλ κόμματος. Εκτός των παραπάνω, αρκετοί εκδηλώνουν αποστροφή προς τον πολιτικό φανατισμό των ημερών, εισάγουν προς συζήτηση θέματα πέραν των εμφυλιοπολεμικών, όπως η αστικοποίηση ή το χαμηλό βιοτικό επίπεδο, κι εκ των πραγμάτων περιορίζουν τη μονοθεματικότητα στο δημόσιο λόγο της περιόδου.

Ο Γ. Κ. Κατσίμπαλης δυσαρεστείται με τη δραστηριότητα του Αντρέα Καραντώνη: «(Ο Καραντώνης) γράφοντας και εγώ δεν ξέρω πόσες προκηρύξεις την ημέρα εναντίον του Μάρκου, ξεπέφτοντας σε φτηνή δημοσιογραφία.»63 Ο Γιώργος Θεοτοκάς υποστηρίζει το Νοέμβρη του 1948: «Το κράτος δε θα μπορέσει να ησυχάσει σέρνοντας μέσα του ένα τέτοιο επαναστατημένο πλήθος … Η μόνη λύση είναι να προσπαθήσει να ξανακερδίσει ένα μέρος από αυτόν τον κόσμο. Κι είναι ασφαλώς μια προσπάθεια που μόνο ένα προοδευτικό και φιλολαϊκό κράτος μπορεί να την κάνει.»64 Ο σοσιαλδημοκράτης Ν. Γιαννιός απευθύνεται στον Άγγελο Τερζάκη: «Και μην ξεχνάτε όλη αυτή την τυφλή μάζα που ακολουθεί το ΚΚΕ, μάζα που είναι λαϊκή πρωτοπορία για ένα καλύτερο μέλλον.»65

 

Η ΛΗΞΗ ΤΟΥ ΕΜΦΥΛΙΟΥ

Οι πολιτικοί προσανατολισμοί οι οποίοι διαφαίνονται προς το τέλος της δεκαετίας σε κάθε πλευρά της λογοτεχνικής κοινότητας είναι η εδραίωση, η αποστασιοποίηση και τα πρώτα βήματα ανασυγκρότησης.

Η πιο συντηρητική τάση επιμένει στην ύπαρξη του κομμουνιστικού κινδύνου και αναδεικνύει την ανάγκη ιδεολογικής γαλούχησης και ελέγχου της κοινωνίας, ώστε να αποτραπεί μια καινούργια διολίσθηση σε «αντεθνικές ιδέες». Από την άλλη πλευρά, η επικράτηση του αστικού στρατοπέδου απέναντι στο ΔΣΕ, η οποία σηματοδοτεί για αρκετούς φιλελεύθερους δημιουργούς την εκπλήρωση του καθήκοντός τους, το πάγωμα αιτημάτων τους, η βαθμιαία συντηρητικοποίηση του πολιτικού συστήματος και η συνεπαγόμενη εύνοια προς τη συντηρητική τάση οδηγούν αρκετούς στην αποστασιοποίηση. Ως εκ τούτου, παρότι ενσωματώνουν ακόμα την κρατική ιδεολογία, επιστρέφουν από τις αρχές του 1949 στην κανονικότητα της συγγραφής, της κριτικής και των αισθητικών αναζητήσεων και καταπιάνονται κυρίως με τις προτεραιότητες της επικείμενης ειρηνικής περιόδου. Ενδεικτικά, το επετειακό μήνυμα της Νέας Εστίας στη 1.1.1949 προτρέπει: «Επιστροφή στην ηρεμία και στην εργασία, επιστροφή στις ειρηνικές ημέρες … επιστροφή στον άνθρωπο που μπορεί να στοχαστεί, να ξεχάσει τη γύρω του πραγματικότητα και να ζήσει.»66

Η κομμουνιστική και ευρύτερα η λαϊκή διανόηση εμφανίζει το φθινόπωρο του 1949 μια τετραμερή διαίρεση. Μερικοί εκπρόσωποί της διαφεύγουν στα σοσιαλιστικά κράτη,67 ένα τμήμα έχει ακολουθήσει τη ροή προς τη Δυτική Ευρώπη, αρκετοί βρίσκονται στα στρατόπεδα εξόριστων και λίγοι είναι διασκορπισμένοι ανά την επικράτεια.

Βήμα-βήμα, αποκαθίσταται μια πολιτική λειτουργία. Όσο είναι εφικτό, αναδεικνύεται ο εκτοπισμός και οι φυλακίσεις λογοτεχνών68 και κατατίθενται αιτήσεις αναίρεσης των παραπάνω ποινών. «Παραμένει αμετανόητος κομμουνιστής ... Αν αφεθεί ελεύθερος, θα εργασθεί για την ανασυγκρότηση του παράνομου μηχανισμού του ΚΚΕ», θα είναι η απορριπτική απάντηση ακόμη και το μετεμφυλιακό διάστημα στις αλλεπάλληλες αιτήσεις χάριτος τις οποίες καταθέτει ο Δημήτρης Φωτιάδης.69 Επίσης, η διασωθείσα Εταιρία Ελλήνων Λογοτεχνών αξιοποιείται μετεμφυλιακά ως αποκούμπι της λαϊκής διανόησης: Επανασυσπειρώνει παλιά μέλη της κι ενδιαφέρεται για όσους παραμένουν κρατούμενοι.70 Επιπλέον, αναζητείται επαφή με όσους διαβιούν στην Ευρώπη, αλλά και με τους λογοτέχνες - πολιτικούς εξόριστους στις ανατολικές χώρες, υπό την κάλυψη στη δεύτερη περίπτωση του Ελληνοσοβιετικού Συνδέσμου.

 

ΜΙΑ ΑΠΟΤΙΜΗΣΗ

Η πολιτική δραστηριότητα των λογοτεχνών προσφέρει στοιχεία για την κατανόηση πλευρών της τότε πολιτικής πραγματικότητας, όπως ο χαρακτήρας της παλλαϊκής συμμετοχής στον πόλεμο του ’40, οι αντιτιθέμενοι προσανατολισμοί στη διάρκεια της Κατοχής, οι στόχοι και η τακτική του ΚΚΕ και οι σταθερές του αστικού χώρου, και αποκαλύπτει πτυχές (συναισθήματα, διαμορφούμενες αντιλήψεις, ατμόσφαιρα) δυσδιάκριτες στην αλληλουχία των γεγονότων. Επιπλέον, παράγει ένα ιδεολογικό υλικό (πολιτικοί όροι, επιχειρηματολογία, τρόποι σκέψης), απαντώμενο και στην εξεταζόμενη δεκαετία και στις επόμενες.

Τα χρόνια 1940-1950 η ΕΑΜική διανόηση και η κομμουνιστική της βάση είναι ηθικά –και σε κάποιες φάσεις και αριθμητικά– ενδυναμωμένη ή ακόμη πλειοψηφική, το κλίμα στις τάξεις της είναι ικανοποιητικό και τα πλεονεκτήματα κατά την εφαρμογή των εκάστοτε κατευθύνσεων υπολογίσιμα (προσοντούχα πρόσωπα, δημιουργικότητα, διάθεση προσφοράς, συλλογικότητα, πειθαρχία).

Ο πολιτικός όμως προσανατολισμός περιέχει αδυναμίες. Υπάρχει βαθύτερα η ούτως ή άλλως μεταβαλλόμενη κομματική γραμμή, οι αντιφάσεις της και κυρίως η ανεπάρκειά της, ως προς το μπόλιασμα του αναγκαίου αντικατοχικού αγώνα με το στόχο του σοσιαλισμού. Επιχειρείται ακόμη κατά τη χάραξη προσανατολισμού ο συγκερασμός των απαιτήσεων του πολιτικού αγώνα, των αναγκαίων ισορροπιών στο εσωτερικό της λογοτεχνικής κοινότητας και της περιορισμένης επεξεργασίας ή αφομοίωσης πολιτικών-ιδεολογικών θέσεων από ευρισκόμενους κοντά ή εντός του ΚΚΕ λογοτέχνες.

Ως εκ τούτου, προκύπτουν η υιοθέτηση των κομμουνιστικών ιδεών από νέους λογοτέχνες ή λογοτέχνες συμπορευόμενους προπολεμικά με το ΚΚΕ, το «ξεπέταγμα» λογοτεχνών οι οποίοι διαθέτουν μια ανάλογη με τις ιδέες τους κοινωνική θέση, οι δεσμοί με πνευματικούς ανθρώπους μη κομμουνιστές, η αποκάλυψη των ορίων του πολιτικού αντιπάλου και κάποια πρόσκαιρα ρήγματα στην αστική διανόηση. Ταυτόχρονα όμως προκύπτουν η μη σταθερότητα του πολιτικού προσανατολισμού, κάποια διάσταση θέσεων, μη σχηματοποιημένη βέβαια, μπροστά στα κάθε φορά διλήμματα και κάποια πρώτα δείγματα αντιμετώπισης του πνευματικού κόσμου ή της νεολαίας ως ενιαίων συνόλων μακριά από κοινωνικούς προσδιορισμούς, αντιτιθέμενων σε κάποιες επίσης απροσδιόριστες κοινωνικά δυνάμεις. Ειδικότερα κατά την Απελευθέρωση παρατηρείται το έλλειμμα ως προς την ολοκλήρωση του εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα και των δημοκρατικών αιτημάτων με μια κοινωνική μεταβολή και τη μετατόπιση ακολούθως σε αυτήν την κατεύθυνση της ΕΑΜικής επιρροής. Καταγράφονται ακόμη η συγκυριακή ή η μη διασφαλισμένη υποστήριξη αρκετών λογοτεχνών και η σημασία συναισθημάτων ή εμπειριών από προηγούμενους αγώνες, ως μόνα κάποιες φορές εναύσματα πολιτικής ενεργοποίησης.

Στην αστική διανόηση, αντίθετα, τα πολιτικά σχέδια ενίοτε διαφέρουν, η ατομικότητα και η ανομοιογένεια των χαρακτήρων είναι εμφανείς και οι ψυχικές διαθέσεις συχνά αρνητικές. Όμως, η συμφωνία, ως προς την αστική ιδεολογία, τη μη αναγνώριση ή την υποβάθμιση των κοινωνικών-ταξικών αντιθέσεων, την προτεραιότητα σε ατομικές-ψυχικές παραμέτρους, την αστική κοινωνική-πολιτική οργάνωση, την ανάλογη διεθνή θέση της χώρας και την αντίθεση στην προοπτική του κομμουνισμού είναι σφυρηλατημένη, ενοποιητική και καθοριστική ως προς τη στάση της αστικής διανόησης σε κάθε καμπή της περιόδου.

 


ΣημειώσειςΣημειώσεις

* Ο Βασίλης Μόσχος είναι συνεργάτης του Τμήματος Ιστορίας της ΚΕ του ΚΚΕ.

1. Γιώργος Σεφέρης, Χειρόγραφο Σεπτέμβρης 1941, σελ. 51, εκδ. Ίκαρος, Αθήνα, 1972.

2. Γιώργος Θεοτοκάς, Στοχασμοί και θέσεις. Πολιτικά κείμενα. 1925-1966 (επιμ. Ν. Αλιβιζάτος, Μιχ. Τσαπόγας), Α΄, σελ. 355, εκδ. Βιβλιοπωλείο της Εστίας, Αθήνα, 1996.

3. Εντοπίστηκαν τα άρθρα των Δημήτρη Φωτιάδη, Ασημάκη Πανσέληνου, Δήμου Μέξη, Γ. Κορδάτου, Θράσου Καστανάκη και Γιώργου Κοτζιούλα «Me ne pergo - Ο φασισμός του Μουσολίνι», «Σπάρτακος, ο δούλος που ταπείνωσε τη Ρώμη», «Ελευθερία και πόλεμος», «Γιατί πολεμάμε», «Οι απροσδόκητοι Έλληνες», «Ο ιταλικός ιμπεριαλισμός», «Από την ελληνικήν εποποιία: Γράμματα απ’ το μέτωπο», «Ο φίλος μας ο Σαρλώ» και οι επιφυλλίδες του Κώστα Βάρναλη «Ο διάδρομος της Μεσογείου», «Η ληστρική επίθεση του ιταλικού φασισμού», «Άλλοτε και τώρα», «Γιατί πολεμούν οι Έλληνες», «Τα βενετσιάνικα βασανιστήρια στην Κρήτη», «Πόλεμος προγόνων», «Ευψυχία», «Μολών Λαβέ»», «Πόλεμος ιδεολογικός», «Κράτος και έθνος». Αρχείο Κώστα Βάρναλη, ενότητα δημοσιογραφικά, φάκελος 12, υποφάκελος 12.1, Γεννάδιος Βιβλιοθήκη.

4. Αρχείο Μ. Μ. Παπαϊωάννου, φάκελος 26, ΕΛΙΑ.

5. Αρχείο Ζήση Σκάρου, φάκελος ΕΕΛ, υποφάκελος Γιώργος Παναγιώτου, ιστορία της ΕΕΛ, ΕΛΙΑ.

6. Πέτρος Χάρης, «Ο νέος κύκλος», Νέα Εστία, τεύχ. 345, σελ. 358-361, 1.5.1941. Πέτρος Χάρης, «Δύο πετεινοί», Νέα Εστία, τεύχ. 353, σελ. 775-776, 1.11.1941. Άγγελος Τερζάκης, «Ανασκόπηση», Νέα Εστία, τεύχ. 356, σελ. 49-50, 1.1.1942. «Δύο Γενεαί», Ακτίνες, τεύχ. 25, σελ. 153, Σεπτέμβρης 1941.

7. Άγγελος Σικελιανός, «Το σημερινό ελληνοκεντρικό μας αίτημα», Νέα Εστία, τεύχ. 345, σελ. 362-364, 1.5.1941.

8. Κλ. Στ. Μιμίκος, «Ένας σταθμός», Πειραϊκά Γράμματα, τεύχ. 6, σελ. 342, Δεκέμβρης 1942. Γιάννης Χατζίνης, «Η ώρα αλλάζει», Καλλιτεχνικά Νέα, τεύχ. 20, σελ. 1, 23.10.1943. «Στο κατώφλι», Καλλιτεχνικά Νέα, τεύχ. 24, σελ. 1, 20.11.1943.

9 . Γιώργος Θεοτοκάς, Τετράδια ημερολογίου 1939-1953, σελ. 330-331, εκδ. Βιβλιοπωλείο της Εστίας.

10. Έλλη Αλεξίου, «Να θυμόμαστε αυτά τα ονόματα! Οι ομάδες του ΕΑΜ. Ο ύμνος του ΕΛΑΣ», Θέατρο, τεύχ. 61-63, σελ. 124-126, Γενάρης-Ιούνης 1978.

11. «Οι Πρωτοπόροι στον αγώνα», Πρωτοπόροι, τεύχ. 1, σελ. 1-2, Αύγουστος 1943.

12. Αγγέλα Καστρινάκη, Η λογοτεχνία την ταραγμένη δεκαετία 1940-1950, σελ. 189-193, εκδ. Πόλις, Αθήνα, 2005.

13. Αρχείο Άγγελου Σικελιανού, φάκελος 26 αλληλογραφία, υποφάκελος Γενάρης-
Ιούνης 1944, επιστολή Μπενάκη, 3.1.1944, Μουσείο Μπενάκη.

14. Αρχείο Άγγελου και Εύας Σικελιανού, φάκελος 5, υποφάκελος 5.3, ΕΛΙΑ. Παναγής Λεκατσάς, «Το μήνυμά της», Ριζοσπάστης, 10.1.1944.

15. «Πνευματικός ξεπεσμός ή ασυνείδητη εθνική προδοσία», Πρωτοπόροι, τεύχ. 5, σελ. 9, Δεκέμβρης 1943.

16. Αρχείο Μανόλη Αναγνωστάκη, ενότητα Ι Ξεκίνημα, φάκελος 1 (Γενικά), Μερικές διευκρινίσεις - ανυπόγραφο, Φιλολογία Θεσσαλονίκης, Τομέας ΜΝΕΣ.

17. Γιάννης Ρίτσος, Ποιήματα, τόμος Α΄, σελ. 501, 520-521, εκδ. Κέδρος, Αθήνα, 1979.

18. Αρχείο Μ. Παπαϊωάννου, φάκελος 26, υποφάκελος χειρόγραφο Βάρναλης, ο αισθητικός δημιουργός, «η εξάντλησή του», ο αντιστασιακός, ΕΛΙΑ.

19. Στρατής Τσίρκας, «Η πνευματική αντίσταση στη Μέση Ανατολή», Επιθεώρηση Τέχνης, τεύχ. 87-88, σελ. 481-501, 1962.

20. «Η τέχνη των αγωνιστών της Μέσης Ανατολής», Ελεύθερα Γράμματα, τεύχ. 13, σελ. 12, 3.8.1945.

21. Γιώργος Θεοτοκάς, Τετράδια ημερολογίου 1939-1953, σελ. 330-331, εκδ. Βιβλιοπωλείο της Εστίας.

22. Κ. Δ. Γεωργούλης, «Δημήτρης Γληνός», Νέα Εστία, τεύχ. 399, σελ. 106-111, 15.1.1944. Πέτρος Χάρης, «Υψηλότεροι στόχοι», Νέα Εστία, τεύχ. 409, σελ. 564-565, 15.6.1944.

23. Αιμίλιος Χουρμούζιος, «Η φοιτητική», Νέα Εστία, τεύχ. 400, σελ. 175-176, 1.2.1944.

24. Στρατής Μυριβήλης, «Ο αντίθεος», Νέα Εστία, τεύχ. 386, σελ. 852, 1.7.1943. Στρατής Μυριβήλης, «Για τη γυναίκα», Καλλιτεχνικά Νέα, τεύχ. 2, σελ. 1, 19.6.1943.

25. «Η οργάνωση των λογοτεχνών», Πειραϊκά Γράμματα, τεύχ. 3, σελ. 154, Σεπτέμβρης 1942.

26. Αγγέλα Καστρινάκη, Η λογοτεχνία την ταραγμένη δεκαετία 1940-1950, σελ. 189-193, εκδ. Πόλις, Αθήνα, 2005. Προφορική μαρτυρία Μαρίνας Καραγάτση, 2.3.2015.

27. Αρχείο Άγγελου και Εύας Σικελιανού, φάκελος 6, υποφάκελος 6.1, ομιλίες στο ραδιόφωνο, 14.10.1944, ΕΛΙΑ.

28. Άγγελος Σικελιανός, «Προς μια αποφασιστική πνευματική στροφή», Νέα Εστία, τεύχ. 415-418, σελ. 787-790, Σεπτέμβρης-Νοέμβρης 1944.

29. Αρχείο Κλεαρέτης Δίπλα-Μαλάμου, φάκελος 16, αλληλογραφία, υποφάκελος γράμματα Κατοχής, 16 Οκτώβρη 1944, Μουσείο Μπενάκη.

30. Κώστας Βάρναλης, «Τέχνη και λαός», Ριζοσπάστης, 9.11.1944.

31. Κώστας Βάρναλης, «Η λογοτεχνία στα μαύρα χρόνια», Κομμουνιστική Επιθεώρηση, τεύχ. 12, 1944.

32. Γιούλα Κουτσοπανάγου, «Προπαγάνδα και απελευθέρωση. Το Βρετανικό Συμβούλιο και ο Ελληνοσοβιετικός Σύνδεσμος στην Αθήνα στις παραμονές του Εμφυλίου Πολέμου (1945)», Μνήμων, τεύχ. 22, σελ. 171-190, 2000.

33. Πέτρος Χάρης, «Ήρωες και οικοδόμοι», Νέα Εστία, τεύχ. 415-418, σελ. 791-794, Σεπτέμβρης-Νοέμβρης 1944. Πέτρος Χάρης, «Η μάχη δεν τελείωσε», Νέα Εστία, τεύχ. 415-418, σελ. 846-847, Σεπτέμβρης-Νοέμβρης 1944.

34. Γιώργος Θεοτοκάς, Στοχασμοί και θέσεις. Πολιτικά κείμενα. 1925-1966, σελ. 395-397, εκδ. Βιβλιοπωλείο της Εστίας.

35. Δημήτρης Φωτιάδης, «Όταν οι άλλοι», Ελεύθερα Γράμματα, τεύχ. 7, σελ. 1-2, 23.6.1945.

36. Γιώργος Λαμπρινός, «Δυτική Μακεδονία. Η συμφιλίωση βαθιά ανάγκη», Ριζοσπάστης, 3.7.1946. Διδώ Σωτηρίου, «Ισοτιμία-Δικαιώματα. Η Γυναικεία ψήφος στον ΟΗΕ», Ριζοσπάστης, 20.11.1946. «Η αλήθεια», Ελεύθερα Γράμματα, τεύχ. 12, σελ. 1, 27.7.1945. Δημήτρης Φωτιάδης, «Το θαύμα», Ελεύθερα Γράμματα, τεύχ. 24-25, σελ. 1-2, 26.10.1945. Ασημάκης Πανσέληνος, «Φωνή κινδύνου», Ελεύθερα Γράμματα, τεύχ. 43, σελ. 137-138, 15.5.1946.

37. Βλ. το τεύχ. 30-31 το οποίο αφιερώνουν τα Ελεύθερα Γράμματα στα Δεκεμβριανά στις 7.12.1945.

38. Μανώλης Σκουλούδης, «Επιδρομή στο Εθνικό Θέατρο», Ελεύθερη Ελλάδα, 28.5.1946. «Η συνέχεια των σκηνών», Ελεύθερα Γράμματα, τεύχ. 9, σελ. 1, 7.7.1945. «Πάλιν ηρωδιάς μαίνεται», Ελεύθερα Γράμματα, τεύχ. 10, σελ. 2, 13.7.1945. «Κλείνουν τα σχολεία ανοίγουν φυλακές», Ελεύθερα Γράμματα, τεύχ. 10, σελ. 2, 13.7.1945. David Raymond, «Δύο φυλακές», Ελεύθερα Γράμματα, τεύχ. 14, σελ. 1-2, 10.8.1945. «Εκκαθαριστικές επιχειρήσεις», Ελεύθερα Γράμματα, τεύχ. 52, σελ. 296, 1.10.1946. «Εξυγίανση», Ελεύθερα Γράμματα, τεύχ. 53, σελ. 312, 15.10.1946.

39. «Η διαμαρτυρία των λογοτεχνών», Ελεύθερα Γράμματα, τεύχ. 46, σελ. 187, 1.7.1946.

40. Αρχείο Κλείτου Κύρου, φάκελος 11, υποφάκελος 11.1, επιστολή Μανόλη Αναγνωστάκη, 3-4.7.1945, ΕΛΙΑ Θεσσαλονίκης.

41. Αρχείο Κλείτου Κύρου, φάκελος 11, υποφάκελος 11.1, επιστολή Μανόλη Αναγνωστάκη, 25.5.1945, 1.7.1945, 10.7.1945, ΕΛΙΑ Θεσσαλονίκης.

42. Κώστας Βάρναλης, Πεζός λόγος, σελ. 114, εκδ. Κέδρος, 1957.

43. Μενέλαος Λουντέμης, «Ο Μεγάλος Δεκέμβρης», εκδ. Μαρή & Κοροντζή, Αθήνα, 1945, στο Αυτός ήταν ο Δεκέμβρης. Η ένοπλη απάντηση του λαού στην αγγλική κατοχή, σελ. 110, εκδ. Φιλίστωρ, Αθήνα, 2004.

44. Μέλπω Αξιώτη, «Απάντηση σε πέντε ερωτήματα», στο Αυτός ήταν ο Δεκέμβρης. Η ένοπλη απάντηση του λαού στην αγγλική κατοχή, σελ. 189, 204, εκδ. Φιλίστωρ, Αθήνα, 2004.

45. Γιώργος Κοτζιούλας, «Αντάρτικα τραγούδια», Ριζοσπάστης, 25.6.1946.

46. Κώστας Ουράνης, «Ο κοινωνικός ρόλος του λογοτέχνη», Ελλάς, 23.7.1945.

47. Γιώργος Θεοτοκάς, Τετράδια ημερολογίου 1939-1953, σελ. 577-581, εκδ. Βιβλιοπωλείο της Εστίας. «Η εθνική ιδέα», Ελεύθερα Γράμματα, τεύχ. 46, σελ. 187, 1.7.1946.

48. Στρατής Μυριβήλης, «Λεύτερη τέχνη», Η Ελλάς, 30.7.1945.

49. Μ. Καραγάτσης, «Πλέγμα κατωτερότητας», Η Ελλάς, 10.9.1945.

50. Αντρέας Καραντώνης, «Απορίες», Η Ελλάς, 1.10.1945.

51. Αντρέας Καραντώνης, «Σκοτεινά πνευματικά σημεία», Η Ελλάς, 24.6.1946.

52. Κώστας Βάρναλης, «Δύο νεκρότοποι», Ο Ρίζος της Δευτέρας, 19.5.1947.

53. Κώστας Βάρναλης, «Ο μύθος περί μύθου», Ο Ρίζος της Δευτέρας, 1.9.1947. Κώστας Βάρναλης, «Τρία χρόνια», Ο Ρίζος της Δευτέρας, 20.10.1947. Κώστας Βάρναλης, «Πνευματική επιστράτευση», Ο Ρίζος της Δευτέρας, 10.11.1947.

54. Δημήτρης Φωτιάδης, «Επιδιώξεις», Ελεύθερα Γράμματα, περίοδος Β΄, τεύχ. 1, σελ. 5, 15.6.1947. «Το πρώτο φύλλο», Ελεύθερα Γράμματα, περίοδος Β΄, τεύχ. 2, σελ. 26, 1.7.1947.

55. Κ. Δ. Τ., «Η διαφωνία», Καθημερινή, 4.2.1947. Κ. Δ. Τ., «Ο πνευματικός άνθρωπος και η πολιτεία», Καθημερινή, 2.3.1947.

56. Αρχείο Γιώργου Σεφέρη, ενότητα ΙΙ, υποενότητα Β, φάκελος 52, υποφάκελος 2, επιστολή Ιωάννας Τσάτσου, 20.3.1948, Γεννάδιος Βιβλιοθήκη.

57. Αρχείο Οδυσσέα Ελύτη, ενότητα Α φιλολογικά, φάκελος 1, υποφάκελος 1, επιστολή Νίκου Γκάτσου, 22.2.1948, 27.2.1948, 5.11.1948, Γεννάδιος Βιβλιοθήκη.

58. «Το παιδομάζωμα», Νέα Εστία, τεύχ. 505, σελ. 886-896, 15.7.1948.

59. «Ειρηνοποιοί», Ελληνική Δημιουργία, τεύχ. 16, σελ. 240, 1.10.1948.

60. «Περί κρίσης», Ελληνική Δημιουργία, τεύχ. 24, σελ. 195-196, 1.2.1949.

61. Αντρέας Καραντώνης, «Ένα διδακτικό κείμενο», Η Ελλάς, 15.11.1948.

62. Αρχείο Στρατή Μυριβήλη, ενότητα ΙΙΙ, φάκελος 17, υποφάκελος 2, επιστολή Δημήτρη Αναστασάκου, Γεννάδιος Βιβλιοθήκη.

63. Αρχείο Οδυσσέα Ελύτη, ενότητα φιλολογικά Α, φάκελος 1, υποφάκελος 2, επιστολή Γ. Κ. Κατσίμπαλη, 25.8.1948, Γεννάδιος Βιβλιοθήκη.

64. Γιώργος Θεοτοκάς, Στοχασμοί και θέσεις. Πολιτικά κείμενα. 1925-1966, σελ. 580-589, εκδ. Βιβλιοπωλείο της Εστίας, Αθήνα, 1996.

65. Αρχείο Άγγελου Τερζάκη, ενότητα ΙΧ αλληλογραφία, φάκελος 27 ελληνική αλληλογραφία, υποφάκελος 2, επιστολή Νίκου Γιαννιού, Γεννάδιος Βιβλιοθήκη.

66. Πέτρος Χάρης, «Εικοστός τρίτος χρόνος», Νέα Εστία, τεύχ. 516, σελ. 47, 1.1.1949.

67. Άννα Ματθαίου - Πόπη Πολέμη, Η εκδοτική περιπέτεια των Ελλήνων κομμουνιστών από το βουνό στην υπερορία 1947-1968, σελ. 92, εκδ. Βιβλιόραμα - ΑΣΚΙ, Αθήνα, 2003.

68. «Καλοκαίρι 1950», Ελεύθερα Γράμματα, τεύχ. 1, σελ. 3-5, Σεπτέμβρης 1950.

69. Αρχείο Δημήτρη Φωτιάδη, ενότητα VIII προσωπικά οικογενειακά ποικίλα (1918-1990), φάκελος 55, υποφάκελος 55.1 ταυτότητες πιστοποιητικά βιογραφικά (1918-1987), ΕΛΙΑ.

70. Αρχείο ΕΕΛ, φάκελος εσωτερική αλληλογραφία, «Πρόσκληση να πλαισιώσει το ΔΣ ο Άγις Θέρος», 25.11.1950, Εταιρία Ελλήνων Λογοτεχνών. Αρχείο ΕΕΛ, φάκελος εσωτερική αλληλογραφία, «Πρόσκληση να πλαισιώσει το ΔΣ ο Μ. Νικολαΐδης», 25.11.1950, Εταιρία Ελλήνων Λογοτεχνών. Αρχείο ΕΕΛ, φάκελος διοικητικά έγγραφα, «Πρωθυπουργό. Διαμαρτυρία για εξορίες», 30.10.1951, Εταιρία Ελλήνων Λογοτεχνών.