Με αφορμή τη συμπλήρωση 50 χρόνων από την ονομαζόμενη «μεταπολίτευση», οι ιδεολογικοί μηχανισμοί του συστήματος μιλούν για την «πιο μακρόχρονη και πληρέστερη δημοκρατία». Χρησιμοποιούν γενικόλογες αναφορές για τη «φιλελεύθερη δημοκρατία», το «δημοκρατικό τόξο», το «κράτος δικαίου», με σκοπό να συσκοτίσουν τον εκμεταλλευτικό χαρακτήρα, τα αδιέξοδα και τις αντιφάσεις του καπιταλιστικού συστήματος που βρίσκεται σε παρακμή και προχωρημένη σήψη, τον ταξικό χαρακτήρα και του σημερινού κράτους.
Οπωσδήποτε, το αστικό πολιτικό σύστημα μετά το 1974 δεν ήταν και δεν είναι πανομοιότυπο με αυτό που υπήρχε πριν το 1967. Προφανώς είχε απαλλαγεί από τα αδιέξοδα του θεσμού της βασιλείας, ενώ το μεγαλύτερο μέρος των αστών πολιτικών είχε «αναβαπτιστεί» στη συνείδηση λαϊκών δυνάμεων. Μεθοδικά είχε προετοιμαστεί η εμφάνιση κόμματος της σοσιαλδημοκρατίας, του ΠΑΣΟΚ, με δυνατότητα απορρόφησης δυνάμεων που είχαν αναφορές στο ΕΑΜ. Το δίπολο ΕΡΕ - Ενωση Κέντρου, που υπήρχε πριν, αντικαταστάθηκε με το νέο δίπολο ΝΔ - ΠΑΣΟΚ.
Όλα τα προηγούμενα διευκόλυναν μια νέα μαζική ενσωμάτωση εργατικών - λαϊκών δυνάμεων. Παράλληλα, δεν μπορούσε πλέον να αγνοηθεί η ίδια η υποχώρηση του ωμού αντικομμουνισμού, καθώς και μια σειρά ριζοσπαστικά αιτήματα που το εργατικό - λαϊκό κίνημα είχε προβάλει στη διάρκεια της δικτατορίας και είχε ματώσει γι’ αυτά, με μπροστάρηδες τους κομμουνιστές.
Τα αστικά κόμματα ήταν υποχρεωμένα να πάρουν υπόψη τους τα τότε δεδομένα: Από τη μια μεριά, τη φάση ανάπτυξης του καπιταλισμού και την πορεία ενσωμάτωσης της Ελλάδας στην ΕΟΚ και από την άλλη, μια ορισμένη ανάπτυξη της αντιιμπεριαλιστικής - αντιμονοπωλιακής συνείδησης, τη νέα δυναμική των εργατικών, λαϊκών και νεολαιίστικων αγώνων, την επιρροή του ΚΚΕ και του τότε σοσιαλιστικού συστήματος.
Τα παραπάνω σε καμία περίπτωση δεν αναιρούν το βασικό συμπέρασμα, που απέδειξε και η Ιστορία της «μεταπολίτευσης»: Ότι ο αστικός κοινοβουλευτισμός σε καμία περίπτωση δεν αναιρεί τον ταξικό - εκμεταλλευτικό χαρακτήρα του κράτους και συνολικά αυτής της κοινωνίας.
Μόνο τα τελευταία χρόνια, το ξέσπασμα της καπιταλιστικής οικονομικής κρίσης, το ξήλωμα εργατικών - λαϊκών κατακτήσεων, η ένταση της καταστολής και του αυταρχισμού, η περαιτέρω προσαρμογή της χώρας στους επιθετικούς στόχους των ΗΠΑ - ΝΑΤΟ - ΕΕ, τα κρατικά εγκλήματα, όπως αυτό των Τεμπών και τόσα άλλα, αποτελούν αδιαμφισβήτητα στοιχεία ότι το «δημοκρατικό» ή «κοινωνικό» αστικό κράτος δεν είναι υπεράνω των τάξεων. Αντίθετα, αποτελεί όργανο επιβολής της θέλησης της κυρίαρχης τάξης, αξιοποιώντας πότε το «μαστίγιο» και πότε το «καρότο». Σε ορισμένες περιπτώσεις, μάλιστα, πετάγεται από τις κυβερνήσεις στο «καλάθι των αχρήστων» ακόμα και το ίδιο το αστικό Σύνταγμα, όταν προβλέψεις του βρίσκονται σε αντίθεση με διάφορες στρατηγικές επιλογές του κεφαλαίου. Αυτό έγινε κατά κόρον την περίοδο των μνημονίων, αλλά και πρόσφατα, από την κυβέρνηση της ΝΔ, για να περάσει ο νόμος ίδρυσης ιδιωτικών ΑΕΙ, παρακάμπτοντας το άρθρο 16 του Συντάγματος.
Όλα τα παραπάνω, κατά την άποψή μας, δε συνιστούν κάποια «προδοσία των αξιών της μεταπολίτευσης», όπως διατυμπανίζεται από κάποιους. Αποτελούν απλά προσαρμογή στις σημερινές ανάγκες του κεφαλαίου, οι οποίες είναι σχετικά διαφορετικές από τη δεκαετία τουω’70.
Σήμερα είναι γενική και κοινή πεποίθηση στις λαϊκές συνειδήσεις ότι πολλά δεν έγιναν όλα αυτά τα 50 χρόνια. Όμως, όλα όσα δεν έγιναν αυτά τα 50 χρόνια δεν ήταν μόνο ή κυρίως αποτέλεσμα κάποιων παραλείψεων, άστοχων επιλογών ή μιας κακής διαχείρισης, όπως ισχυρίζονται. Ήταν η λογική κατάληξη της ταξικής φύσης και αποστολής της ίδιας της αστικής κοινοβουλευτικής δημοκρατίας.
Ήδη από τα πρώτα χρόνια της μεταπολίτευσης μια σειρά παραχωρήσεις προς τις λαϊκές δυνάμεις άρχισαν να παίρνονται πίσω, αποδεικνύοντας πως οι οποιεσδήποτε κατακτήσεις του εργατικού - λαϊκού κινήματος στο έδαφος της καπιταλιστικής εξουσίας είναι πάντα προσωρινές και υπό αίρεση.
Το 1980, επί κυβέρνησης ΝΔ, έληξε η περίοδος αποχώρησης από το στρατιωτικό σκέλος του ΝΑΤΟ, η οποία είχε πραγματοποιηθεί μετά την πτώση της δικτατορίας, ενώ νωρίτερα η Ελλάδα έγινε και πλήρες μέλος της ΕΟΚ. Στη συνέχεια, η αρχική κριτική του ΠΑΣΟΚ προς την ΕΟΚ εγκαταλείφθηκε στην πράξη, την πρώτη κιόλας περίοδο της διακυβέρνησής του, όπως και το αίτημα της απόσυρσης των αμερικανικών βάσεων.
Μια σειρά μισθολογικές παραχωρήσεις της πρώτης περιόδου του ΠΑΣΟΚ, 1981-1985, αντισταθμίστηκαν από το πρώτο «σταθεροποιητικό πρόγραμμα», ενώ η πρόσφατα, τότε, νομικά κατοχυρωμένη λειτουργία των συνδικάτων καταπατήθηκε από το πραξικόπημα στη ΓΣΕΕ το 1985.
Κάτω από αυτές τις συνθήκες, στα τέλη της δεκαετίας του 1980 έληξε η πρώτη 15ετής περίοδος εναλλαγής πιο σταθερών, αυτοδύναμων κυβερνήσεων.
Ας μας επιτραπεί και η εξής αναφορά για εκείνη την περίοδο, που έχει προεκτάσεις και στο σήμερα. Το ΚΚΕ τις δεκαετίες του ’70 και του ’80 αντιμετώπισε το ΠΑΣΟΚ κάτω από την επίδραση της λαθεμένης στρατηγικής του και της αποδοχής μιας ενδιάμεσης εξουσίας –ανάμεσα στην καπιταλιστική και την εργατική– ουσιαστικά ως κυβέρνησης «αντιμονοπωλιακών», «προοδευτικών», «αριστερών» κλπ. δυνάμεων στο έδαφος του καπιταλισμού. Υιοθέτησε τον τεχνητό διαχωρισμό των αστικών κομμάτων, από τη μια «πρόοδος - δημοκρατία», από την άλλη «συντήρηση - δεξιά».
Η κριτική προς το ΠΑΣΟΚ κυρίως περιοριζόταν στην απόσταση των λόγων από τα έργα ή στην αρνητική του στάση να δεχτεί συνεργασία με το ΚΚΕ. Έτσι, όμως, έμενε στο απυρόβλητο ο ίδιος ο ρόλος της σοσιαλδημοκρατίας, κι αυτό ενώ το ΠΑΣΟΚ είχε ήδη αναδειχτεί σε δύναμη αντιλαϊκής διαχείρισης.
Η παραπάνω οπτική συμπληρώθηκε με τη θέση του Κόμματος για τη δημιουργία του «Συνασπισμού της Αριστεράς και της Προόδου», στο όνομα της «ενότητας της αριστεράς».