Πόλεμος - Ο μεγάλος σκηνοθέτης της επανάστασης


του Κωστή Μπορμπότη

ΠΛΕΥΡΕΣ ΑΠΟ ΤΗ ΔΡΑΣΗ ΤΩΝ ΜΠΟΛΣΕΒΙΚΩΝ ΣΤΙΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΕΣ ΣΥΝΘΗΚΕΣ ΠΟΥ ΓΕΝΝΗΣΕ Ο Α΄ ΠΑΓΚΟΣΜΙΟΣ ΠΟΛΕΜΟΣ

Όταν στα τέλη Ιούνη του 1914 ένας Σέρβος εθνικιστής φοιτητής δολοφόνησε στο Σεράγεβο τον αρχιδούκα Φραγκίσκο Φερδινάνδο, που ήταν ο διάδοχος του θρόνου της Αυστροουγγαρίας, δεν ήταν πολλοί εκείνοι που υπολόγισαν ότι το περιστατικό αυτό θα στεκόταν η αφορμή για την έναρξη του μεγαλύτερου πολέμου που, ως τότε, είχε ζήσει η ανθρωπότητα, του Α΄ Παγκόσμιου Πολέμου.

Ο πόλεμος ασφαλώς δεν έγινε χάριν της εκδίκησης για το θάνατο ενός αριστοκράτη. Άλλωστε οι βασιλιάδες και οι αυτοκράτορες σπάνια είναι δημοφιλείς στους λαούς τους, τόσο μάλιστα που να θέλουν για χάρη τους να οδηγηθούν μαζικά στη σφαγή. Πολύ περισσότερο που ο Φραγκίσκος δεν ήταν ιδιαίτερα αγαπητός ούτε καν στους κυρίαρχους κύκλους της χώρας του και που ο θάνατός του «δεν απέσπασε πολλά δάκρυα», όπως έγραφε ένας χρονικογράφος της εποχής.1

Ο πόλεμος, που η τυπική του έναρξη ήταν τον Ιούλη του 1914, ξέσπασε διότι όλες τις δεκαετίες που είχαν προηγηθεί είχε συσσωρευτεί το εύφλεκτο υλικό των μεγάλων αντιθέσεων ανάμεσα στα καπιταλιστικά κράτη, στην αυγή της εποχής του ιμπεριαλισμού. Η δολοφονία που περιγράψαμε ήταν απλά η αφορμή.

Είναι επίσης χαρακτηριστικό ότι ακόμη και όσοι έβλεπαν τον πόλεμο να πλησιάζει θεωρούσαν και ήλπιζαν ότι θα είναι μια στρατιωτική επιχείρηση μικρής διάρκειας. Το ίδιο μάλιστα προέβλεπαν και οι βασικοί σχεδιασμοί των στρατιωτικών επιτελείων.

Ο Γερμανός αυτοκράτορας ενθάρρυνε τους στρατιώτες του λέγοντας ότι ο πόλεμος θα είχε τελειώσει «μέχρι να πέσουν τα φύλλα από τα δέντρα», όπως διαβεβαίωνε χαρακτηριστικά υπολογίζοντας σε μια γρήγορη νίκη ως το φθινόπωρο. Από τη μεριά τους οι Βρετανοί αξιωματικοί διαβεβαίωναν τους στρατιώτες τους ότι θα έχουν γυρίσει στα σπίτια τους «μέχρι τα Χριστούγεννα». Έπεσαν όμως έξω. Οι μήνες περνούσαν, αλλά ο πόλεμος δεν έλεγε να σταματήσει. Συνεχίστηκε για 4 μαρτυρικά χρόνια, μέχρι το 1918, προκαλώντας σχεδόν 20 εκατομμύρια νεκρούς.

Πολύ περισσότερο, κανείς σχεδόν δεν μπορούσε να προβλέψει τότε ότι το σημαντικότερο αποτέλεσμα που θα έφερνε ο πόλεμος ήταν κάτι που δεν είχε καμία σχέση με τους αρχικούς σκοπούς, τη βούληση και τους σχεδιασμούς των ιθυνόντων των πολεμικών σχεδίων, βασιλιάδων, κυβερνήσεων και Γενικών Επιτελείων: Ήταν η νίκη της Οκτωβριανής Επανάστασης στη Ρωσία και το τρομερό κύμα επαναστατικής οργής που κατέκλυσε μια σειρά χώρες της εμπόλεμης Ευρώπης στα 1917-1922.

Τι μας διδάσκει αυτή η σύντομη ιστορική αναλογία για τις σημερινές συνθήκες, για την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία και τον πόλεμο, που πολλοί αναλυτές έλεγαν στην αρχή ότι ήταν θέμα ημερών και βδομάδων, αλλά διαρκεί ήδη επί πέντε μήνες χωρίς να φαίνεται, για την ώρα τουλάχιστον, ο άμεσος τερματισμός του;

Μας υπενθυμίζει ότι μπορεί η τυπική έναρξη του πολέμου να τοποθετείται στις 24 Φλεβάρη, αλλά πίσω της βρίσκεται ένας σφοδρός ανταγωνισμός που χτίζεται επί χρόνια, επί δεκαετίες. Ένα πλέγμα βαθύτατων αντιθέσεων ανάμεσα σε ΗΠΑ - ΝΑΤΟ - ΕΕ από τη μία και την καπιταλιστική Ρωσία, την Κίνα και τους συμμάχους τους από την άλλη, που κλιμακώνονται τα τελευταία χρόνια, στο φόντο της ενίσχυσης του οικονομικού-πολιτικού και στρατιωτικού ρόλου της Κίνας και της τάσης μεταβολής των έως τώρα παγιωμένων διεθνών συσχετισμών. Όλα αυτά διαμορφώνουν ένα ναρκοθετημένο έδαφος μεγάλων, αγεφύρωτων συχνά αντιθέσεων, που καθιστά επισφαλή και ασταθή τον όποιο, πρόσκαιρο πιθανά, «ειρηνικό» συμβιβασμό.

Επίσης μας διδάσκει ότι, όταν ανοίγει ο ασκός του Αιόλου, οι συνέπειες δεν είναι πάντα προβλέψιμες και συχνά ξεφεύγουν από τους αρχικούς σκοπούς και σχεδιασμούς των πρωταγωνιστών. Μια πολεμική σύγκρουση ευρείας κλίμακας εξαπολύει συχνά ανεξέλεγκτες δυνάμεις, ενώ στον έναν ή τον άλλο βαθμό αποκτά τη δική της δυναμική, χωρίς να είναι κανείς πάντα σε θέση να προβλέψει απόλυτα το μέγεθος που τελικά θα πάρει, τη διάρκεια και την έκβασή της, ούτε να προκαθορίσει με ακρίβεια τα αποτελέσματά της.

Γι’ αυτό και ο λαός μας, όπως και οι λαοί όλου του κόσμου πρέπει να βρίσκονται σήμερα σε μεγάλη εγρήγορση. Γι’ αυτό το ΚΚΕ προειδοποιεί και επισημαίνει τον κίνδυνο γενίκευσης της πολεμικής αντιπαράθεσης και παλεύει ώστε ο λαός να μη γίνεται έρμαιο της αστικής πολιτικής, αλλά να οργανώνει τη δική του, αυτοτελή αγωνιστική παρέμβαση στις εξελίξεις. Εξάλλου δεν είναι καθόλου καθησυχαστικές ειδήσεις όπως οι προσομοιώσεις εκτόξευσης πυρηνικών κεφαλών στη Βαλτική που έκανε πρόσφατα η Ρωσία, η αποστολή βαρέων όπλων του ΝΑΤΟ στην Ουκρανία, οι οδηγίες που εξέδωσε το γερμανικό υπουργείο Εσωτερικών προς τους πολίτες για αποθήκευση βασικών προμηθειών (20 λίτρα νερό, 3,5 κιλά σε σιτηρά, πατάτες, ρύζι, ζυμαρικά, 1,5 κιλό κρέας), η τρέχουσα όξυνση της αντιπαράθεσης ανάμεσα στην ελληνική και τουρκική αστική τάξη με τον κίνδυνο στρατιωτικής εμπλοκής εκ νέου να έρχεται στο προσκήνιο.

Είναι γνωστό ότι ο ίδιος ο Λένιν, ο οποίος μάλιστα με τόλμη από το ξεκίνημα κιόλας του πολέμου είχε επεξεργαστεί τη γραμμή για τη μετατροπή του ιμπεριαλιστικού πολέμου σε ταξικό πόλεμο, δηλαδή σε επανάσταση, μέχρι και το Γενάρη του 1917 και όσο βρισκόταν ακόμη στη Ζυρίχη ήταν ιδιαίτερα επιφυλακτικός σχετικά με τις άμεσες επαναστατικές προοπτικές. Έχει μείνει στην ιστορία μια αποστροφή του σε διάλεξη προς την ελβετική εργατική νεολαία όπου, εκφράζοντας μεν την αισιοδοξία του ότι οι νέοι σοσιαλιστές θα δώσουν τη μάχη στην επερχόμενη προλεταριακή επανάσταση, προσθέτει παράλληλα πως «εμείς οι ηλικιωμένοι ίσως να μη ζήσουμε ως τις αποφασιστικές μάχες»2. Η γρήγορη εξέλιξη όμως των γεγονότων «διέψευσε» την εκτίμηση αυτή, καθώς τον επόμενο κιόλας μήνα ξέσπασε στη Ρωσία η επανάσταση του Φλεβάρη που γκρέμισε τον τσάρο και άνοιξε το δρόμο για τη νίκη του Οκτώβρη.

Ο Λένιν, βέβαια, που δικαιολογημένα δεν ήθελε να είναι αιθεροβάμονας αλλά να υπολογίζει προσεκτικά τα δεδομένα, δεν πιάστηκε απροετοίμαστος από την ταχύτατη στροφή των εξελίξεων. Και αυτό γιατί είχε προηγηθεί η κρίσιμη ανάπτυξη των πολιτικών και θεωρητικών επεξεργασιών για τον ιμπεριαλισμό και τον ιμπεριαλιστικό πόλεμο, ενώ παράλληλα είχε έγκαιρα επεξεργαστεί θεωρητικά το ζήτημα των συνθηκών διαμόρφωσης επαναστατικής κατάστασης και την πιθανή διαμόρφωση γενικευμένης επαναστατικής κρίσης που μπορεί να πυροδοτήσει ο πόλεμος.

Για το μαρξισμό-λενινισμό η μελέτη του ζητήματος της επαναστατικής κατάστασης είναι κρίσιμης σημασίας. Η σοσιαλιστική επανάσταση δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί οποτεδήποτε, προϋπόθεση είναι η εμφάνιση μιας τέτοιας αντικειμενικής κατάστασης ως αποτέλεσμα ραγδαίων αλλαγών στη ζωή της καπιταλιστικής κοινωνίας, ευνοϊκή για την επαναστατική ανατροπή της καπιταλιστικής εξουσίας.

Το ΚΚΕ αναφέρει στο Πρόγραμμά του: «Η επαναστατική κατάσταση είναι παράγοντας που διαμορφώνεται αντικειμενικά. Συμπυκνώνει την αποδυνάμωση της αστικής εξουσίας (“οι πάνω να μην μπορούν”) και τη ραγδαία άνοδο των αγωνιστικών διαθέσεων και της πάλης των λαϊκών μαζών (“οι κάτω”) που δε θέλουν να ζήσουν με το συνηθισμένο τρόπο υποταγής τους στην εκμεταλλευτική εξουσία, ωθούμενες και από τη μεγάλη, μη διαχειρίσιμη από την αστική εξουσία, απότομη επιδείνωση του βιοτικού τους επιπέδου.

Σε αυτές τις συνθήκες, γίνεται καθοριστικός ο ρόλος της οργανωτικής και πολιτικής ετοιμότητας της πρωτοπορίας του εργατικού κινήματος, του Κομμουνιστικού Κόμματος, για τη συσπείρωση και τον επαναστατικό προσανατολισμό της πλειοψηφίας της εργατικής τάξης, ιδιαίτερα του βιομηχανικού προλεταριάτου, την προσέλκυση πρωτοπόρων τμημάτων των λαϊκών στρωμάτων.

Δεν είναι δυνατό να προβλεφθούν οι παράγοντες που θα οδηγήσουν στην επαναστατική κατάσταση. Το βάθεμα της οικονομικής κρίσης, η όξυνση των ενδοϊμπεριαλιστικών αντιθέσεων, που φτάνουν έως τις πολεμικές αναμετρήσεις, είναι δυνατό να δημιουργήσουν τέτοιες συνθήκες στην Ελλάδα.»

Η ιστορική πείρα έχει αναδείξει ως σημαντική πλευρά το στενό δεσμό που υπάρχει ανάμεσα στον πόλεμο και την επανάσταση. Αυτό βέβαια δε σημαίνει ότι κάθε πόλεμος οδηγεί υποχρεωτικά σε συνθήκες επαναστατικού κλονισμού της αστικής εξουσίας. Το αν θα γίνει αυτό σχετίζεται με μια σειρά παράγοντες που αφορούν το βάθος και την πορεία όξυνσης των ανταγωνισμών, τη διάρκεια και την έκβαση του πολέμου, το κατά πόσο διαμορφώνονται τελικά συνθήκες βαθιάς κοινωνικής αστάθειας λόγω των πρωτόγνωρων δυσκολιών που ζει ο λαός.

Στο παρόν άρθρο θα αναφερθούμε σε παραδείγματα σχετικά με τις επαναστατικές συνθήκες που γεννήθηκαν μέσα στις φλόγες του Α΄ Παγκόσμιου Πολέμου, σε πλευρές από τη δράση των μπολσεβίκων εκείνη την περίοδο αλλά και από την προηγούμενη πείρα του επαναστατικού εργατικού κινήματος, όπως και σε ορισμένα συμπεράσματα γύρω από το ρόλο της επαναστατικής πρωτοπορίας, του υποκειμενικού παράγοντα.

Η Ιστορία ασφαλώς δεν επαναλαμβάνεται, μας προσφέρει όμως γνώση, συμπεράσματα αλλά και θεωρητικές γενικεύσεις που μπορούν να φωτίσουν με διαχρονικά διδάγματα τη σημερινή δράση.

 

ΟΙ ΛΕΝΙΝΙΣΤΙΚΕΣ ΕΠΕΞΕΡΓΑΣΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΗ ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ

Η πολιτική γραμμή που επεξεργάστηκαν ο Λένιν και οι μπολσεβίκοι υπήρξε καθοριστική συνολικά για το επαναστατικό εργατικό κίνημα την περίοδο του Α΄ Παγκόσμιου Πολέμου.

Η σκέψη του Λένιν κινήθηκε δραστήρια με άξονα την εκτίμηση ότι το ξέσπασμα του πολέμου και η πορεία του είναι πιθανό να διαμορφώσουν συνθήκες αποσταθεροποίησης που θα επιτρέψουν στην εργατική τάξη να θέσει στην ημερήσια διάταξη τη διεκδίκηση της εξουσίας. Υπό αυτό το πρίσμα παρακολουθούσε με μεγάλη προσοχή την πορεία εμβάθυνσης των αντιθέσεων και την εξέλιξη του πολέμου, αναγνωρίζοντας ως άμεσο και ζωτικό πολιτικό καθήκον τον εξοπλισμό του προλεταριάτου με γραμμή πολιτικής και ταξικής ανεξαρτησίας από την αστική τάξη, με γνώμονα την επαναστατική πάλη για την εξουσία.

Οι επεξεργασίες αυτές του Λένιν αποτέλεσαν σημείο αναφοράς στη διαπάλη με το σοσιαλσοβινισμό. Είναι γνωστό ότι το κρίσιμο ζήτημα της στάσης στον ιμπεριαλιστικό πόλεμο είχε απασχολήσει από τις αρχές του αιώνα το διεθνές σοσιαλιστικό κίνημα, αλλά το ξέσπασμα του πολέμου ανέδειξε τη χρεοκοπία των συμβιβασμένων σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων που, καταπατώντας τις προηγούμενες διακηρύξεις τους, συντάχτηκαν με τις αστικές τους κυβερνήσεις προς υποστήριξη του πολεμικού σκοπού.3

Ασφαλώς, η γενική ιδέα ότι ο πόλεμος αποτελεί καθοριστικό παράγοντα στη διαμόρφωση συνθηκών που μπορεί να οδηγήσουν σε επαναστατική έκρηξη δεν ήταν νέα για το σοσιαλιστικό και εργατικό κίνημα. Ως κατεύθυνση είχε διατυπωθεί μάλιστα αρκετά καθαρά στην απόφαση του Συνεδρίου της Στουτγάρδης το 1907, στην οποία προσδιοριζόταν ως καθήκον των σοσιαλιστικών κομμάτων «να κάνουν ό,τι μπορούν για να χρησιμοποιήσουν την πολιτική και οικονομική κρίση που γεννιέται από τον πόλεμο για να ξεσηκώσουν τους λαούς και να επισπεύσουν έτσι την ανατροπή της καπιταλιστικής τάξης από την εξουσία»4.

 

ΜΕΡΙΚΑ ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑΤΑ ΑΠΟ ΤΟ ΕΡΓΟ ΤΩΝ ΜΑΡΞ - ΕΝΓΚΕΛΣ

Αυτή ήταν εξάλλου και η πείρα του εργατικού κινήματος κατά το 18ο και το 19ο αιώνα, όπου η επαναστατική δράση των μαζών συνδεόταν σε μεγάλο βαθμό με συνθήκες μεγάλης διαταραχής της κοινωνικής και πολιτικής ζωής, συνθήκες οικονομικών και πολιτικών κρίσεων, μεγαλύτερων ή μικρότερων πολεμικών αναμετρήσεων, σε μια ιστορική περίοδο που συμπεριλαμβάνει ακόμη στοιχεία του ανοδικού χαρακτήρα της αστικής τάξης στην πορεία για την πλήρη οικονομική και πολιτική της κυριαρχία, αλλά και τη διαδικασία συγκρότησης των εθνικών αστικών κρατών.

Σε αυτό το θυελλώδες ευρωπαϊκό περιβάλλον, στο οποίο ξεδιπλώνονται γεγονότα όπως οι Ναπολεόντειοι Πόλεμοι, η Ιουλιανή Επανάσταση του 1830, οι μεγάλες επαναστάσεις του 1848, ανδρώθηκε το εργατικό κίνημα μέσα από τους ταξικούς αγώνες εκείνης της εποχής. Τέτοιου είδους συνθήκες γέννησαν τις μεγάλες εργατικές εξεγέρσεις που έπαιξαν καθοριστικό ρόλο στην πορεία ωρίμανσης της εργατικής τάξης, με πιο χαρακτηριστικές τον εργατικό ξεσηκωμό τον Ιούνη του 1848 και την Παρισινή Κομμούνα μέσα στη φωτιά του Γαλλοπρωσικού Πολέμου το 1870-1871.

Οι Μαρξ και Ένγκελς, θέτοντας σε επιστημονική βάση την πάλη για το σοσιαλισμό, ανέδειξαν επίσης σε πιο συστηματική βάση τους όρους δράσης και επαναστατικής πάλης του προλεταριάτου. Ο μαρξισμός, αναδεικνύοντας τις νομοτέλειες της ταξικής πάλης και την πηγή της που βρίσκεται μέσα στις ίδιες τις συνθήκες της οικονομικής ζωής και ανάπτυξης της κοινωνίας, των πολύπλοκων, αναγκαστικά αντιφατικών και ανταγωνιστικών σχέσεων που την διέπουν, θεμελιώνει το ζήτημα της πάλης του προλεταριάτου για την εξουσία όχι με βουλησιαρχικό τρόπο, αλλά ως αναπόδραστη τάση που γεννιέται στο αντικειμενικό έδαφος των αντιφάσεων της καπιταλιστικής κοινωνίας. Ο ίδιος ο καπιταλισμός είναι που διαμορφώνει τους όρους που υποσκάπτουν τη συνοχή του.

Σε αυτήν τη βάση εξάλλου ο Μαρξ και ο Ένγκελς, συμμετέχοντας παράλληλα ενεργά στους ταξικούς αγώνες, ξεπέρασαν τις προηγούμενες αντιλήψεις αλλά και μορφές οργάνωσης του εργατικού κινήματος σε συνωμοτική βάση, αντιπάλεψαν τον μπλανκισμό και τις διάφορες παρόμοιες εκδοχές που θεωρούσαν ότι αρκεί μια μικρή επαναστατική ομάδα για να καταληφθεί σχεδόν πραξικοπηματικά η πολιτική εξουσία. Είναι οι πρώτοι που έθεσαν αποφασιστικά το ζήτημα της πολιτικής πάλης του προλεταριάτου και δούλεψαν ενεργά θέτοντας τις βάσεις για τη συγκρότηση του κόμματος της εργατικής τάξης.

Οι Μαρξ και Ένγκελς επισημαίνουν ότι χωρίς τις κατάλληλες αντικειμενικές προϋποθέσεις δεν μπορεί να ξεσπάσει επαναστατική κρίση και να πυροδοτηθεί η μαζική λαϊκή επαναστατική δράση, απλά και μόνο με βάση τη θέληση μιας πρωτοπορίας. Χαρακτηριστική ήταν από αυτήν την άποψη η διαπάλη που ανέπτυξαν στο πλαίσιο της «Ένωσης των Κομμουνιστών» με την ομάδα Βίλιχ-Σάπερ (τους «αλχημιστές της επανάστασης», όπως τους αποκαλούσαν περιπαικτικά), που μετά την ήττα της επανάστασης του 1848 επέμεναν σε μια τυχοδιωκτική πολιτική η οποία δε λάμβανε υπόψη την αλλαγή των αντικειμενικών συνθηκών διεξαγωγής της ταξικής πάλης.

Ανέδειξαν ότι οι οικονομικές εξελίξεις ολόκληρης της δεκαετίας του 1840, τις οποίες και είχαν διερευνήσει ενδελεχώς, αποτέλεσαν το υλικό υπόβαθρο για τις επαναστάσεις του 1848. Σε σχετική τους μελέτη διατύπωσαν μια από τις πρώτες προσπάθειες θεωρητικής σύνδεσης του επαναστατικού ξεσπάσματος της εργατικής τάξης με τη διαμόρφωση συνθηκών επαναστατικής κατάστασης. «Μια τέτοια επανάσταση είναι δυνατή μόνο στις περιόδους στις οποίες αυτοί οι δύο παράγοντες, οι σύγχρονες παραγωγικές δυνάμεις και οι αστικές μορφές παραγωγής, έρχονται σε αντίφαση μεταξύ τους. Μια νέα επανάσταση είναι δυνατή μόνο ως συνέπεια μιας νέας κρίσης. Είναι ωστόσο τόσο σίγουρη όσο και αυτή η κρίση», αναφέρουν.5

Από αυτήν την άποψη μελέτησαν επίσης με προσοχή τους πολέμους της εποχής τους, που τους έβλεπαν άλλωστε διαλεκτικοϋλιστικά, όχι ως μεμονωμένα ή αποκομμένα γεγονότα, αλλά ως αναπόφευκτη συνέπεια του ταξικού, οικονομικού, κοινωνικού και πολιτικού ανταγωνισμού, επισημαίνοντας με αρκετές ευκαιρίες την πολύ στενή σύνδεση που υπάρχει ανάμεσα στον πόλεμο και την επανάσταση.

Έχοντας ως βάση της αντίληψής τους τον επαναστατικό ρόλο της εργατικής τάξης, η οποία ήδη τίθεται στην πρωτοπορία της κοινωνικής ανάπτυξης καθώς η αστική αρχίζει να χάνει σταδιακά τον προοδευτικό της χαρακτήρα, οι Μαρξ και Ένγκελς δούλεψαν μεθοδικά για την ωρίμανση και τον πολιτικό, ιδεολογικό και οργανωτικό διαχωρισμό της εργατικής τάξης από την αστική. Στη «χειραφέτηση του προλεταριάτου», επισημαίνει ο Μαρξ, βρίσκεται «το μυστικό της επανάστασης του 19ου αιώνα»6. Με αυτό το κριτήριο τοποθετούνται γύρω απ’ όλα τα ζητήματα της ταξικής πάλης του καιρού τους, και του πολέμου ασφαλώς, θέτοντας το εξαιρετικά πρωτοποριακό καθήκον για εκείνη την εποχή –καθώς βρισκόμαστε ακόμη σε συνθήκες αστικών επαναστάσεων– της αυτοτελούς παρέμβασης της εργατικής τάξης.

Την περίοδο του Κριμαϊκού Πολέμου (1853-1856), γράφουν χαρακτηριστικά: «Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι υπάρχει και μια έκτη δύναμη στην Ευρώπη, που σε συγκεκριμένες στιγμές η υπεροχή της αναδύεται απέναντι στις υπόλοιπες πέντε λεγόμενες “Μεγάλες Δυνάμεις”7 και τις κάνει να τρέμουν. Αυτή η δύναμη είναι η Επανάσταση. (...) Ένα σήμα μόνο χρειάζεται, και αυτή η έκτη και μέγιστη δύναμη της Ευρώπης θα έρθει στο προσκήνιο. Αυτό το σήμα θα δώσει ο επικείμενος πόλεμος, και τότε όλοι οι υπολογισμοί για την ισορροπία δυνάμεων θα ανατραπούν από την προσθήκη ενός νέου στοιχείου, μαχητικού και ζωντανού, που θα αναστατώσει τα σχέδια των παλιών ευρωπαϊκών δυνάμεων και των στρατηγών τους.»8

Οι Μαρξ και Ένγκελς θεωρούσαν ότι ο Κριμαϊκός Πόλεμος, σύγκρουση που πήρε ουσιαστικά πανευρωπαϊκές διαστάσεις, θα μπορούσε να σπείρει την επαναστατική πυρκαγιά σε όλη την Ευρώπη. Επισημαίνουν μάλιστα πως απέναντι στον απολυταρχισμό και την αντίδραση, που κύριος εκφραστής της ήταν σ’ εκείνη τη φάση η ρωσική τσαρική απολυταρχία, δε στεκόταν κάποια από τις άλλες «Μεγάλες Δυνάμεις» της Ηπειρωτικής Ευρώπης, αλλά το επαναστατικό προλεταριάτο. «Εννοούμε την ευρωπαϊκή επανάσταση, την εκρηκτική δύναμη των δημοκρατικών ιδεών και της φυσικής δίψας του ανθρώπου για ελευθερία. Αυτή η επανάσταση θα ανατρέψει και τα δύο στρατόπεδα»9, τονίζουν.

Ο Ένγκελς, που είχε το γνωστό προσωνύμιο «ο Στρατηγός», εντυπωσίαζε με τη βαθιά γνώση των στρατιωτικών θεμάτων, ενώ δεν ήταν λίγες οι φορές που οι τολμηρές του προβλέψεις τελικά επιβεβαιώθηκαν. Τα σχετικά άρθρα και οι αναλύσεις του συχνά είχε θεωρηθεί ότι γράφτηκαν από ανώτατους στρατιωτικούς που διέθεταν εμπιστευτική πληροφόρηση. Οι ανταποκρίσεις του για τον Κριμαϊκό Πόλεμο στην αμερικανική εφημερίδα New York Tribune αποδόθηκαν τότε στο στρατηγό Winfield Scott (που εκείνη την περίοδο ήταν υποψήφιος Πρόεδρος των ΗΠΑ, για να κατανοηθεί το μέγεθος της «παρεξήγησης»), ενώ η εργασία του «Ο Πάδος και ο Ρήνος» που δημοσιεύτηκε ανώνυμα στη Γερμανία το 1859 αποδόθηκε στον Πρώσο Στρατηγό von Pfuel.10

Στο ίδιο πνεύμα, στη διάρκεια του Γαλλοπρωσικού Πολέμου (1870-1871), ο Μαρξ σε επιστολή του προς τον Πολ Λαφάργκ και την κόρη του Λάουρα αναφέρει την εκτίμησή του ότι ο πόλεμος αυτός «θα παράγει αποτελέσματα που καθόλου δεν τα περιμένουν οι “επίσημοι αξιωματούχοι” και των δύο πλευρών»11.

Παρά τον αμυντικό χαρακτήρα που είχε από τη γερμανική πλευρά ο πόλεμος, οι Μαρξ και Ένγκελς δεν παρέλειψαν να αναδείξουν τις ευθύνες που βαραίνουν και τις δύο πλευρές, τις κυρίαρχες τάξεις της Γαλλίας και της Πρωσίας. Αναφέρουν ενδεικτικά: «Ποιος όμως οδήγησε τη Γερμανία μπροστά στην ανάγκη να αμυνθεί; Ποιος έδωσε τη δυνατότητα στον Ναπολέοντα να κάνει πόλεμο ενάντια στη Γερμανία; Η Πρωσία! Ήταν ο Μπίσμαρκ που συνωμότησε μ’ αυτόν τον ίδιο τον Λουδοβίκο Ναπολέοντα για να συντρίψει τη λαϊκή αντιπολίτευση στο εσωτερικό της Πρωσίας»12, ενώ στη συνέχεια επισήμαναν την αλλαγή στο χαρακτήρα του πολέμου μετά την ήττα των Γάλλων το Σεπτέμβρη του 1870, πράγμα για το οποίο είχαν εξαρχής άλλωστε προειδοποιήσει.

Στην προαναφερθείσα επιστολή ο Μαρξ μάλιστα προσθέτει ότι η έξαρση του εθνικισμού είναι «αηδιαστική» και από τις δύο πλευρές και καταλήγει: «Από τη μεριά μου, θα ήθελα και οι δύο, και οι Πρώσοι και οι Γάλλοι, να αλληλοεξοντωθούν», προσθέτοντας την εκτίμησή του ότι σε αυτήν την περίπτωση η διαφαινόμενη ήττα του Βοναπάρτη «είναι πολύ πιθανό να προκαλέσει την επανάσταση στη Γαλλία», όπως πράγματι επιβεβαιώθηκε με την Παρισινή Κομμούνα.

Στις πολιτικο-στρατιωτικές τους μελέτες δεν παρέλειψαν επιπλέον να διαπιστώσουν και ορισμένες πιο συγκεκριμένες πλευρές που ευνοούν τις επαναστατικές προοπτικές μέσα σε έναν πόλεμο, όπως για παράδειγμα η ήττα ενός στρατού, που διαμορφώνει συνθήκες αποδιοργάνωσης, απογοήτευσης και απειθαρχίας. «Είναι πρόδηλο γεγονός ότι η αποδιοργάνωση των στρατών και η πλήρης χαλάρωση της πειθαρχίας αποτελούν εξίσου και όρο και αποτέλεσμα κάθε νικηφόρας επανάστασης ως τώρα», γράφει ο Ένγκελς συζητώντας με τον Μαρξ την πείρα των επαναστάσεων του 1848-1850.13

Ενώ το 1892, όταν ήδη αρχίζει να αναπτύσσεται η συζήτηση για μια ενδεχόμενη νέα μεγάλη σύγκρουση ανάμεσα στα καπιταλιστικά κράτη, ο Ένγκελς γράφει πιο καθαρά για τη συσχέτιση της ήττας στον πόλεμο με την επανάσταση: «Είναι βέβαια πολύ ωραίο να μιλάει κανείς για την αποτροπή του πολέμου, απ’ όποια πλευρά και αν μπορεί να προκύψει. Αλλά γιατί να επιτρέπουμε στους εαυτούς μας να πιστεύουμε σε αυταπάτες; (...) Αν ο πόλεμος ξεσπάσει, αυτοί που θα ηττηθούν θα έχουν την ευκαιρία και το καθήκον να επαναστατήσουν –και αυτό είναι το θέμα.»14

Βέβαια, δεν υπάρχει εδώ ο χώρος για να επεκταθούμε αναλυτικά στο ζήτημα των επεξεργασιών των Μαρξ και Ένγκελς, καθώς το ζήτημα αυτό απαιτεί ξεχωριστή και αναλυτική αρθρογραφία. Οι Μαρξ και Ένγκελς εξάλλου γράφουν σε μια εποχή που παρουσιάζει σημαντικές διαφορές, καθώς βρισκόμαστε ακόμη σε περίοδο όπου διεξάγεται πάλη των αστικών στρωμάτων για την πλήρη κυριαρχία τους απέναντι στα φεουδαρχικά υπολείμματα, για την εδραίωση και επέκταση των αστικών θεσμών, για τη συγκρότηση των εθνικών-αστικών κρατών που με αργούς ρυθμούς προχωράει σε σημαντικές χώρες όπως η Γερμανία και η Ιταλία, που η υπόθεση της πολιτικής-εθνικής ενοποίησης φτάνει ως τις τελευταίες δεκαετίες του 19ου αιώνα.

Ο Λένιν απάντησε διεξοδικά στην προσπάθεια να μεταφερθούν μηχανιστικά επεξεργασίες των Μαρξ και Ένγκελς στην εποχή του μονοπωλιακού καπιταλισμού, καθώς οι θεμελιωτές της επαναστατικής θεωρίας τοποθετούνται γύρω από ζητήματα τα οποία ανήκουν πια στο παρελθόν των καπιταλιστικών κρατών.

Απαντώντας στις προσπάθειες παραχάραξης του μαρξισμού από τους μενσεβίκους και τους σοσιαλσοβινιστές την περίοδο του Α΄ Παγκόσμιου Πολέμου, ο Λένιν υπενθυμίζει ότι οι Μαρξ και Ένγκελς αναδείκνυαν το θέμα «ποιας μεριάς η νίκη» μπορεί να ωφελήσει τη γενική επαναστατική κίνηση την περίοδο 1850-1870, όταν υπήρχαν ακόμη προοδευτικά αστικά κινήματα. «Στις μέρες μας θα ήταν γελοίο και να σκέφτεται κανείς για προοδευτική αστική τάξη»15, επισημαίνει.

Ούτως ή άλλως, η προσέγγιση των σοσιαλσοβινιστών πατούσε σε μια βασική διαστρέβλωση. Όπως είδαμε, συνολικά στο έργο των Μαρξ και Ένγκελς το γενικό κριτήριο είναι η επαναστατική πάλη της εργατικής τάξης και η προσπάθεια κατάκτησης ιδεολογικής-πολιτικής και οργανωτικής αυτοτέλειας, χαράσσοντας τέτοια πρωτοποριακή γραμμή ακόμη και σε συνθήκες που το κίνημα της αστικής τάξης είναι ακόμη ανοδικό. Στον αντίποδα, οι συμβιβασμένοι σοσιαλδημοκράτες, στις συνθήκες του ιμπεριαλιστικού πολέμου, πάνω από μισό αιώνα αργότερα και με την ιστορική εποχή ανόδου της αστικής τάξης να έχει περάσει ανεπιστρεπτί, διαμόρφωναν γραμμή υποταγής του προλεταριάτου στα συμφέροντα του κεφαλαίου.

 

Η ΜΕΓΑΛΗ ΣΗΜΑΣΙΑ ΤΗΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗΣ ΤΟΥ 1905 ΣΤΗ ΡΩΣΙΑ

Ο Λένιν στηρίχτηκε και ανέπτυξε τις επεξεργασίες των Μαρξ και Ένγκελς και την προηγούμενη πείρα γύρω από το ζήτημα των επαναστατικών συνθηκών, αλλά οι μπολσεβίκοι είχαν την ευκαιρία να εμπλουτίσουν το θεωρητικό και πρακτικό τους οπλοστάσιο μέσα και από τη δική τους πείρα.

Ιδιαίτερης σημασίας από αυτήν την άποψη ήταν η πείρα από την επανάσταση του 1905. Οι μπολσεβίκοι, κόμμα που άλλωστε από τη γέννησή του ήταν δοκιμασμένο σε σκληρές συνθήκες, στην παρανομία και στις διώξεις του τσαρισμού, πρωτοστάτησαν στη λαϊκή πάλη η οποία αποτέλεσε σημαντική παρακαταθήκη για την ωρίμανση της εργατικής τάξης. Τα λενινιστικά έργα εκείνης της περιόδου δείχνουν τη μεγάλη σημασία που έδινε ο Λένιν στο μαχητικό αγώνα και τη μαζική επαναστατική δράση του προλεταριάτου.

Η επανάσταση του 1905 ξεδιπλώθηκε μέσα στις συνθήκες του Ρωσοϊαπωνικού Πολέμου στα 1904-1905. Η Ιαπωνία αιφνιδίασε τη Ρωσία προχωρώντας πρώτη σε στρατιωτικές ενέργειες (πριν μάλιστα της κηρύξει επίσημα τον πόλεμο), ενώ η Τσαρική Ρωσία υστερούσε σε στρατιωτική προετοιμασία αλλά και αναγκαίες υποδομές. Αναγκάστηκε να μπει στον πόλεμο χωρίς να έχει ολοκληρώσει μια σειρά σημαντικά έργα οχυρωματικού και βοηθητικού χαρακτήρα, με πιο χαρακτηριστικό ίσως το ότι δεν είχε ολοκληρώσει τη σιδηροδρομική γραμμή του Υπερσιβηρικού.16

Στη ρωσική κοινωνία των αρχών του 20ού αιώνα συσσωρεύονταν ισχυρές εσωτερικές αντιθέσεις. Μαζί με τη σημαντική καπιταλιστική ανάπτυξη σε μεγάλα αστικά κέντρα υπήρχαν ταυτόχρονα τεράστιες ανισομετρίες και μεγάλες προκαπιταλιστικές καθυστερήσεις σε σημαντικά τμήματα και κλάδους της οικονομίας της Τσαρικής Αυτοκρατορίας. Διατηρούνταν παράλληλα και ένα παρωχημένο πολιτικό εποικοδόμημα, η τσαρική απολυταρχία.

Ο Ρωσοϊαπωνικός Πόλεμος έπαιξε καθοριστικό ρόλο στην ωρίμανση της επαναστατικής κρίσης. Οι στρατιωτικές ήττες ξεσκέπαζαν τη χρεοκοπία του τσαρισμού, ενώ ο «σύντομος νικηφόρος πόλεμος» που είχαν υποσχεθεί στο λαό οι άρχουσες τάξεις άρχισε να μετατρέπεται σε επώδυνη ήττα. Σημείο καμπής αποτέλεσε η πτώση του Πορτ Άρθουρ, λιμανιού στρατηγικής σημασίας στην περιοχή της Μαντζουρίας και το οποίο ανήκε τότε στη Ρωσία. Μετά από αυτές τις εξελίξεις και η ίδια η αστική τάξη άρχισε να φοβάται για την έκβαση του πολέμου. Το πνεύμα του σοβινιστικού φανατισμού που κυριαρχούσε αρχικά μετατρεπόταν σε ευρεία δυσαρέσκεια, καθώς τα βάρη του πολέμου τα πλήρωνε η πολύπαθη ρωσική κοινωνία και η φτωχολογιά.

Από την άποψη των συμφερόντων της εργατικής τάξης ο Λένιν ξεκαθαρίζει ότι οι ήττες του τσαρισμού δεν αποτελούν ήττες για το λαό, τονίζοντας ότι μια τέτοια εξέλιξη ανοίγει αντικειμενικά το δρόμο όξυνσης της λαϊκής δυσαρέσκειας. Γράφει με αφορμή την πτώση του Πορτ Άρθουρ: «Δεν είναι ο ρωσικός λαός, αλλά η ρωσική απολυταρχία εκείνη που άρχισε αυτόν τον αποικιακό πόλεμο. (....) Δεν είναι ο ρωσικός λαός, αλλά η απολυταρχία εκείνη που υπέστη επαίσχυντη ήττα. Ο ρωσικός λαός κέρδισε από την ήττα της απολυταρχίας. Η συνθηκολόγηση του Πορτ-Άρθουρ είναι ο πρόλογος της συνθηκολόγησης του τσαρισμού. Ο πόλεμος απέχει ακόμη πολύ από το τέρμα του, το κάθε όμως βήμα στη συνέχισή του πλαταίνει σε αφάνταστο βαθμό τον αναβρασμό και την αγανάκτηση του ρωσικού λαού, φέρνει πιο κοντά τη στιγμή ενός νέου μεγάλου πολέμου, του πολέμου του λαού ενάντια στην απολυταρχία, του πολέμου του προλεταριάτου για ελευθερία»17.

Η κατάσταση αυτή όξυνε τις αντιθέσεις που κόχλαζαν στη ρωσική κοινωνία. Στην Πετρούπολη και στις άλλες πόλεις οι εργάτες άρχισαν να ξεσηκώνονται, αν και έτρεφαν ακόμη μεγάλες αυταπάτες για το χαρακτήρα του τσαρικού καθεστώτος. Το πιο χαρακτηριστικό στιγμιότυπο είναι η μεγάλη διαδήλωση την Κυριακή 9 Γενάρη του 1905, τη μέρα που έμελε να μείνει στη ρωσική ιστορία ως «Ματωμένη Κυριακή».

Τη μέρα εκείνη πραγματοποιήθηκε μια τεράστια πορεία ικεσίας προς τον τσάρο, στην οποία συμμετείχαν σχεδόν 150.000 λαού που πλημμύρησαν τους δρόμους της Πετρούπολης. Οι εργάτες είχαν κατέβει στις διαδηλώσεις με τις οικογένειές τους, τις γυναίκες και τα παιδιά τους. Κρατούσαν πορτρέτα του τσάρου, εκκλησιαστικά λάβαρα και έψελναν προσευχές. Οι μάζες κυριαρχούνταν ακόμη από την αφέλεια ότι ο «φιλεύσπλαχνος» τσάρος θα ανταποκριθεί στα παρακάλια τους. Συνάντησαν τη φρικτή καταστολή. Πάνω από 1.000 σκοτώθηκαν εκείνη τη 
μέρα, και 5.000 τραυματίστηκαν. «Η εργατική τάξη πήρε ένα μεγάλο μάθημα εμφύλιου πολέμου· η επαναστατική διαπαιδαγώγηση του προλεταριάτου προχώρησε σε μία μέρα τόσο όσο δε θα μπορούσε να προχωρήσει μέσα σε μήνες και χρόνια μιας άχαρης, συνηθισμένης, κακομοίρικης ζωής»18, τόνισε ο Λένιν αναδεικνύοντας τη σημασία εκείνης της μέρας.

Τα γεγονότα που ακολούθησαν όλο το 1905 πήραν τη μορφή χιονοστιβάδας. Οι ένοπλες συγκρούσεις εξαπλώθηκαν, αφού οι εργάτες εξοπλίζονταν για να αμυνθούν καταλαμβάνοντας αποθήκες όπλων, οπλοπωλεία, αφοπλίζοντας την αστυνομία. Μια γενική απεργία σάρωσε πάνω από 120 πόλεις και βιομηχανικά κέντρα. Εξεγέρσεις ξέσπασαν σε μια σειρά πόλεις.

Μέσα στην επανάσταση του 1905 γεννήθηκαν για πρώτη φορά τα Σοβιέτ, τα συμβούλια των εξεγερμένων εργατών. Στις 25 Μάη απέργησαν 70.000 εργάτες υφαντουργοί στο Ιβάνοβο-Βοζνεσένσκ. Η εκλεγμένη απεργιακή επιτροπή εξελίχτηκε στο πρώτο Σοβιέτ, στο «συμβούλιο εξουσιοδοτημένων αντιπροσώπων» ή αλλιώς «συνέλευση των εργατών αντιπροσώπων»19, όπου τα δύο τρίτα των μελών ήταν μπολσεβίκοι. Το Σοβιέτ συγκρότησε πολιτοφυλακή για την προστασία των επιχειρήσεων αλλά και των διαδηλώσεων. Η απεργία κράτησε 72 μέρες, μέχρι την ένοπλη καταστολή της από τις κυβερνητικές δυνάμεις.

Τον Ιούνη του 1905 πραγματοποιήθηκε η εξέγερση στο θωρηκτό Ποτέμκιν, όπου οι ναύτες, αγανακτισμένοι από την απάνθρωπη μεταχείριση που δέχονταν από τη διοίκηση, εξόντωσαν τους πιο μισητούς αξιωματικούς τους και ύψωσαν την κόκκινη σημαία. Κορύφωση της πάλης αποτέλεσαν οι μεγάλες ένοπλες συγκρούσεις το Δεκέμβρη στη Μόσχα.

Είναι σημαντικό ότι ο Λένιν όχι μόνο προσανατόλισε χωρίς δισταγμούς το Κόμμα σε μαχητική δράση στις νέες, επαναστατικές συνθήκες, αλλά κυρίως εξόπλισε τους μπολσεβίκους με πολιτικές επεξεργασίες που έβαζαν το ζήτημα της πάλης της εργατικής τάξης και της φτωχής αγροτιάς στις συνθήκες της επανάστασης, που είχε αντικειμενικά αστικοδημοκρατικό χαρακτήρα.

Στο έργο του «Οι δύο τακτικές της σοσιαλδημοκρατίας στη δημοκρατική επανάσταση» θέτει το ζήτημα ότι στις νέες ιστορικές συνθήκες της εποχής του μονοπωλιακού καπιταλισμού καθοδηγητής της αστικοδημοκρατικής επανάστασης στη Ρωσία μπορεί και πρέπει να είναι το προλεταριάτο. «Η έκβαση της επανάστασης εξαρτάται από το αν η εργατική τάξη θα παίξει το ρόλο του βοηθού της αστικής τάξης (...) ή το ρόλο του ηγέτη της λαϊκής επανάστασης»20, τονίζει χαρακτηριστικά.

Οι μπολσεβίκοι διεξήγαγαν σκληρή διαπάλη με τους μενσεβίκους οπορτουνιστές που θεωρούσαν ότι η επανάσταση είναι αποκλειστικά υπόθεση της αστικής τάξης, ότι αυτή πρέπει να πάρει την εξουσία ώστε να ακολουθήσει μια μακρά περίοδος καπιταλιστικής ανάπτυξης και ότι το προλεταριάτο και η φτωχή αγροτιά δεν πρέπει να «φοβίζουν» την αστική τάξη με την «υπερβολική επαναστατικότητά τους», προτρέχοντας των εξελίξεων.

Οι μενσεβίκοι εξάλλου διατηρούσαν μια σειρά αυταπάτες θεωρώντας ότι μπορούσε να υπάρχει ειρηνική επίλυση των ζητημάτων, ότι ο τσάρος θα παραχωρούσε κοινοβούλιο ή κάποιο άλλο νομοθετικό σώμα το οποίο με τη σειρά του θα μπορούσε να εξελιχτεί σε Συντακτική Συνέλευση. Η πολιτική γραμμή των μενσεβίκων καθόριζε όπως γίνεται αντιληπτό και την εχθρική τους στάση απέναντι στις οξυμένες μορφές πάλης. Στον αντίποδα, ο Λένιν στο 3ο Συνέδριο του ΣΔΕΚΡ το 1905 προσανατόλισε πολιτικά πάνω στο ζήτημα της ένοπλης εξέγερσης.

Το Συνέδριο κατήγγειλε τις αυταπάτες των μενσεβίκων ξεκαθαρίζοντας ότι στις συγκεκριμένες συνθήκες κύρια μορφή δεν είναι «η νόμιμη πάλη σε ψευτοσυνταγματική βάση», αλλά «το άμεσο επαναστατικό κίνημα των πλατιών λαϊκών μαζών». Σε αυτήν την κατεύθυνση το Συνέδριο προσανατόλισε συγκεκριμένα στο πέρασμα σε παρτιζάνικες μαχητικές ενέργειες, σε αιφνιδιαστικές επιχειρήσεις εναντίον του αστυνομικού και στρατιωτικού μηχανισμού, επέτρεψε ενέργειες όπως η «απόσπαση χρηματικών μέσων που ανήκουν στον εχθρό» για τις ανάγκες της εξέγερσης.21

Με αυτήν την πολιτική γραμμή οι μπολσεβίκοι μπόρεσαν να παίξουν δραστήριο και μαχητικό ρόλο στην πάλη του λαού, να προσανατολίσουν πρωτοπόρες δυνάμεις, να ισχυροποιήσουν τους δεσμούς τους με τμήματα της εργατικής τάξης και να κερδίσουν πλούσια πείρα από τις ανεβασμένες μορφές αγώνα. Ανέδειξαν καθοδηγητές ηγέτες της ταξικής πάλης, επαναστάτες που έμειναν στην ιστορία του μπολσεβικισμού και του ρωσικού επαναστατικού κινήματος, όπως ο Ιβάν Μπάμπουσκιν, εργάτης-μπολσεβίκος ατσαλωμένος στις φυλακές και τις εξορίες που σκοτώθηκε μεταφέροντας παράνομα οπλισμό, ή ο Σιμόν Τερ-Πετροσιάν, γνωστός με το ψευδώνυμο «Καμό», με ξεχωριστές ικανότητες στη συνωμοτική δουλειά, τα εκρηκτικά, την προμήθεια όπλων και χρημάτων για τον επαναστατικό αγώνα, «μάγος» της εξαπάτησης του αντιπάλου και των αποδράσεων από τα κάτεργα των φυλακών.22

Ο Λένιν χρειάστηκε να κάμψει αναστολές που υπήρχαν ακόμη και μέσα στις γραμμές των μπολσεβίκων, τονίζοντας ότι η μαζική λαϊκή δράση που έχει ξεσπάσει και παίρνει χαρακτήρα ένοπλων συγκρούσεων απαιτεί αντικειμενικά το πέρασμα σε ανώτερες μορφές αγώνα. Γράφει χαρακτηριστικά σε επιστολή του στη Μαχητική Επιτροπή Πετρούπολης καυτηριάζοντας την αναβλητικότητά της: «Παρακαλώ να με συγχωρέσετε για την ειλικρίνεια, ελπίζω όμως ότι δε θα μου καταλογίσετε εριστική διάθεση. (…) Με φρίκη, μα το Θεό με φρίκη, βλέπω ότι μιλούν για βόμβες πάνω από μισό χρόνο και δε φτιάξανε ούτε μία! (…) Ιδρύστε αμέσως μαχητικές ομάδες παντού και μέσα στους φοιτητές, και ιδιαίτερα μέσα στους εργάτες.»23

Μπορεί η επανάσταση του 1905 να ηττήθηκε, αλλά αποτέλεσε πηγή πρωτόγνωρης εμπειρίας και διδαγμάτων. Μέσα στην πάλη γιγαντώθηκε το μίσος ενάντια στην τσαρική κυβέρνηση, ο φτωχός λαός που βρισκόταν στο περιθώριο και τη βαριά εκμετάλλευση βρέθηκε στην πρώτη γραμμή και δοκίμασε για πρώτη φορά τη δύναμή του. Οι μπολσεβίκοι σφυρηλάτησαν δεσμούς αίματος με την εργατική τάξη. Όπως ανέφερε αργότερα ο Λένιν, εκτιμώντας τη σημασία αυτής της πάλης για την κατοπινή νίκη της Οκτωβριανής Επανάστασης, μετά το 1905 «δεν ήταν πια ίδιος ο λαός. Αναγεννήθηκε. Πήρε το μαχητικό βάπτισμα του πυρός. Ατσαλώθηκε στην εξέγερση. Προετοίμασε τις γραμμές των μαχητών που νίκησαν το 1917»24.

 

Η ΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΓΕΝΙΚΕΥΣΗ ΤΗΣ ΠΕΙΡΑΣ ΑΠΟ ΤΟΝ ΛΕΝΙΝ ΤΟ 1915

Στις συνθήκες του Α΄ Παγκόσμιου Πολέμου, και με την προσοχή στραμμένη στην πιθανή διαμόρφωση επαναστατικών συνθηκών, ο Λένιν αξιοποιεί όλη αυτήν την πείρα, εμβαθύνει στα συμπεράσματα σχετικά με τις αντικειμενικές προϋποθέσεις για το ξεδίπλωμα της επαναστατικής δράσης των μαζών.

Στο έργο του «Η χρεοκοπία της Β΄ Διεθνούς», που είναι γραμμένο ενάντια στη σοσιαλσοβινιστική γραμμή των συμβιβασμένων σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων, ο Λένιν επισημαίνει τους όρους και το αντικειμενικό έδαφος διαμόρφωσης της επαναστατικής κατάστασης: «Για έναν μαρξιστή δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η επανάσταση είναι αδύνατο να γίνει χωρίς επαναστατική κατάσταση. Ποια είναι, μιλώντας γενικά, τα γνωρίσματα μιας επαναστατικής κατάστασης;

Ασφαλώς, δε θα πέσουμε έξω αν υποδείξουμε τρία βασικά γνωρίσματα, τα παρακάτω: 1) Η αδυναμία των κυρίαρχων τάξεων να διατηρήσουν σε αναλλοίωτη μορφή την κυριαρχία τους: Η μια είτε η άλλη κρίση των “κορυφών”, η κρίση της πολιτικής της κυρίαρχης τάξης που δημιουργεί ρωγμή, απ’ όπου εισχωρεί η δυσαρέσκεια και ο αναβρασμός των καταπιεζόμενων τάξεων. Συνήθως, για να ξεσπάσει η επανάσταση δεν είναι αρκετό “τα κάτω στρώματα να μη θέλουν”, μα χρειάζεται ακόμη και “οι κορυφές να μην μπορούν” να ζήσουν όπως παλιά. 2) Επιδείνωση μεγαλύτερη από τη συνηθισμένη της ανέχειας και της αθλιότητας των καταπιεζόμενων τάξεων. 3) Σημαντικό ανέβασμα για τους παραπάνω λόγους της δραστηριότητας των μαζών, που σε “ειρηνική” εποχή αφήνουν να τις ληστεύουν ήσυχα, ενώ σε καιρούς θύελλας τραβιούνται τόσο απ’ όλες τις συνθήκες της κρίσης, όσο και από τις ίδιες τις “κορυφές” σε αυτοτελή ιστορική δράση.

Χωρίς αυτές τις αντικειμενικές αλλαγές, που δεν εξαρτώνται ούτε από τη θέληση ορισμένων χωριστών ομάδων και κομμάτων, αλλά ούτε και από τη θέληση ορισμένων χωριστών τάξεων, η επανάσταση, κατά κανόνα, δεν μπορεί να γίνει.»25

Όπως βλέπουμε, ο Λένιν γενικεύει θεωρητικά ένα σύνολο χαρακτηριστικών, ένα σύνολο παραγόντων που αφορούν ριζικές ανατροπές στη, μέχρι πρότινος, «κανονική» ζωή της καπιταλιστικής κοινωνίας.

Η επαναστατική κατάσταση αποτυπώνει ένα τέτοιο πλέγμα αντικειμενικά διαμορφωμένων μεταβολών, που έχουν τη βάση τους στις οικονομικές σχέσεις και τις ανειρήνευτες αντιθέσεις της καπιταλιστικής κοινωνίας, και που διαμορφώνουν ένα έδαφος σημαντικών δυσκολιών στην αστική τάξη να επιβάλλει απρόσκοπτα την εξουσία της, όπως τα καταφέρνει σε ομαλές περιόδους. Διαμορφώνεται έτσι μια κατάσταση σχετικής και προσωρινής ισορροπίας ανάμεσα στην αστική τάξη και την εργατική· η αστική τάξη που έχει την εξουσία δυσκολεύεται να την ασκήσει χωρίς προβλήματα, ενώ η εργατική τάξη είναι σε θέση να την διεκδικήσει, χωρίς να το έχει ακόμη αποφασίσει.

Η επαναστατική κατάσταση διαμορφώνεται σε συνθήκες ριζικής όξυνσης των αντιθέσεων της καπιταλιστικής κοινωνίας και προκύπτει, όπως επισημαίνει ο Λένιν, ανεξάρτητα από τη θέληση των τάξεων, των κομμάτων, της ίδιας της επαναστατικής πρωτοπορίας.

Όταν ο Λένιν μιλάει για την «κρίση κορυφών» δεν αναφέρεται σε συνηθισμένες δυσκολίες που μπορεί να συναντά η αστική διαχείριση στον έναν ή τον άλλο βαθμό σε διάφορες φάσεις, ακόμη και αν απαιτούν και τολμηρές κινήσεις όπως η αναδιάταξη του αστικού πολιτικού και κομματικού συστήματος, κυβερνητικές εναλλαγές και συνεργασίες, αλλαγές στην πολιτειακή και συνταγματική δομή της εξουσίας. Κρίση κορυφών διαμορφώνεται στο βαθμό που συνολικά χρεοκοπεί η πολιτική της αστικής τάξης, όταν παρουσιάζει φανερά σημάδια αδυναμίας διαχείρισης των συνθηκών κρίσης (οικονομικής και πολιτικής κρίσης, πολεμικής σύγκρουσης κ.ά.), που γιγαντώνουν σε ασυνήθιστο βαθμό τη λαϊκή δυσαρέσκεια και ανυπακοή.

Εκφράζεται με αδυνάτισμα των αστικών θεσμών, των κρατικών λειτουργιών και των μηχανισμών του αστικού κράτους, που αδυνατούν πλέον να επιβάλλουν όπως πριν, με την ίδια ευκολία και τις ίδιες μεθόδους, την πολιτική κυριαρχία τους στις λαϊκές μάζες.

Η ιστορική πείρα έχει συνδέσει στενά τον ιμπεριαλιστικό πόλεμο με τη διαμόρφωση τέτοιων συνθηκών. Στον πόλεμο σπάνε συμμαχίες ανάμεσα στα ιμπεριαλιστικά στρατόπεδα, διαμορφώνονται συχνά ρήγματα ανάμεσα και στην αστική τάξη της κάθε χώρας σχετικά με τον προσανατολισμό (ένα τμήμα μπορεί να ταυτίζει την εξυπηρέτηση των συμφερόντων του με τη μία συμμαχία, άλλο με την άλλη, άλλο να εμφανίζεται πιο φιλοπόλεμο, άλλο πιο «ουδετερόφιλο» υπηρετώντας τα δικά του συμφέροντα). Ο πόλεμος συχνά φέρνει ριζικές συμφορές στο λαό, ιδιαίτερα αν μιλάμε για στρατιωτική εμπλοκή μεγάλης διάρκειας.

Ο ορισμός του Λένιν δεν προσφέρει μια έτοιμη «συνταγή», ούτε επίσης υπάρχει κάποιο «θερμόμετρο» με το οποίο είναι πάντα εύκολο να πραγματοποιηθεί σε τέτοιες συνθήκες ζωντανής και έντονης ταξικής πάλης ένας νηφάλιος προσδιορισμός του βαθμού εκπλήρωσης όλων αυτών των παραγόντων.

Η σωστή εκτίμηση των εξελίξεων, ο σωστός υπολογισμός του συσχετισμού ανάμεσα στις τάξεις, του βάθους των αντιθέσεων και του κλονισμού της αστικής εξουσίας, είναι θεωρητικό και πολιτικό ζήτημα που αναδεικνύει το ρόλο του υποκειμενικού παράγοντα. Είναι υπόθεση της πολιτικής πρωτοπορίας να διαθέτει τα μεθοδολογικά εργαλεία αλλά και την πολιτική διορατικότητα και τη μαχητική πολιτική δράση, ώστε εκτιμώντας σωστά την πορεία των εξελίξεων σε επαναστατικές συνθήκες να προσανατολίζει την εργατική-λαϊκή πάλη.

«Κάθε επαναστατική κατάσταση δεν οδηγεί σε επανάσταση», λέει ο Λένιν, τονίζοντας τον καθοριστικό ρόλο της παρέμβασης του υποκειμενικού παράγοντα.

 

Η «ΕΠΟΧΗ ΤΩΝ ΚΛΟΝΙΣΜΩΝ» – Ο ΔΡΟΜΟΣ ΠΡΟΣ ΤΗΝ ΟΚΤΩΒΡΙΑΝΗ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ

Όχι τυχαία ο Λένιν χαρακτήριζε τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο ως το «μεγάλο σκηνοθέτη της επανάστασης».

Ο πόλεμος έστειλε εκατομμύρια προλετάριους στα πολεμικά μέτωπα και τις κακουχίες, διαμόρφωσε ασφυκτικές συνθήκες ζωής για εκατομμύρια ανθρώπους που έμειναν στα μετόπισθεν και υποχρεώθηκαν στη φτώχεια και την πείνα. Διέλυσε 4 αυτοκρατορίες (τη Ρωσική, τη Γερμανική, την Αυστροουγγρική και την Οθωμανική) επιφέροντας πρωτόγνωρους κλονισμούς, ανατρέποντας βίαια τη μέχρι πρότινος κοινωνική, οικονομική και πολιτική πραγματικότητα.

Διαμόρφωσε το αντικειμενικό έδαφος μέσα στο οποίο ξετυλίχτηκε η μεγάλη επαναστατική δράση των μαζών στη Ρωσία –όπου η επανάσταση νίκησε το 1917– αλλά και στη Γερμανία, την Ουγγαρία, τη Φινλανδία –όπου η επανάσταση τελικά ηττήθηκε το 1918-1919– στην άνοδο του επαναστατικού κινήματος στις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες και στη συγκρότηση των επαναστατικών κομμουνιστικών κομμάτων, στην οξυμένη ταξική πάλη που συνεχίστηκε με τη μορφή ένοπλων εργατικών εξεγέρσεων στην Ιταλία μέχρι το 1921 και στη Γερμανία μέχρι και το 1923.

 

Η ΕΥΡΩΠΗ ΣΤΙΣ ΦΛΟΓΕΣ

Συχνά έχει λεχθεί ότι η Ευρώπη βάδισε «υπνοβατώντας» στον πόλεμο. Και πράγματι είχε προηγηθεί μια σχετικά μακρά περίοδος ανάπτυξης, σχετικής σταθερότητας και ευημερίας στις ευρωπαϊκές κοινωνίες. Είναι η περίοδος που ονομάστηκε «Μπελ Επόκ» στη Γαλλία, ενώ στις ΗΠΑ έχει μείνει στην ιστορία ως «Gilded Age» («Επίχρυση Εποχή»), από το ομώνυμο μυθιστόρημα του Μ. Τουέιν. Πρόκειται ουσιαστικά για την περίοδο που μεσολάβησε από το τέλος του Γαλλοπρωσικού Πολέμου και την Παρισινή Κομμούνα το 1871 μέχρι την έναρξη του Α΄ Παγκόσμιου Πολέμου το 1914, εκείνη που ο Λένιν χαρακτήρισε ως «ειρηνική» εποχή ανάπτυξης του καπιταλισμού. Πρόκειται για μια περίοδο 40 περίπου χρόνων όπου απουσίασαν οι μεγάλες συγκρούσεις σε ευρωπαϊκό έδαφος, ενώ άνθιζε η επέκταση και ανάπτυξη της καπιταλιστικής οικονομίας. Παράλληλα, οι ευρωπαϊκές αποικιακές δυνάμεις αποκόμιζαν μυθικά κέρδη στα μήκη και τα πλάτη ολόκληρου του πλανήτη, έχοντας επιδοθεί σε ένα σκληρό κυνήγι για τις αποικίες, που τους εξασφάλιζε προνομιακή θέση στον παγκόσμιο ανταγωνισμό. Αρκεί να ρίξει κανείς μια ματιά στους χάρτες της εποχής και θα δει τη μικροσκοπική (γεωγραφικά) Βρετανία να απλώνει τις αποικιακές της κτήσεις στις πέντε ηπείρους, συγκροτώντας την Αυτοκρατορία «όπου ο ήλιος δε δύει ποτέ», διαθέτοντας πάνω από 400.000.000 υπηκόους, σχεδόν το 25% του παγκόσμιου τότε πληθυσμού.

Η περίοδος αυτή διαμόρφωσε το έδαφος των ανταγωνισμών που ξέσπασαν βίαια στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο.

Εξάλλου, οι συνθήκες κυοφορίας του πολέμου χρονολογούνται από τα τελευταία χρόνια του 19ου αιώνα μέχρι και το 1914, ενώ προηγήθηκαν του γενικευμένου ιμπεριαλιστικού παγκόσμιου πολέμου και μια σειρά περιφερειακών συρράξεων. Μια αλυσίδα γεγονότων, οικονομικών, πολιτικών και διπλωματικών αντιπαραθέσεων, προστριβών και πολεμικών συγκρούσεων ουσιαστικά προμήνυαν την επερχόμενη θύελλα. Ο Αμερικανοϊσπανικός Πόλεμος (1898-1902), οι πόλεμοι των Μπόερς στη Νότια Αφρική (1899-1902), ο Ρωσοϊαπωνικός Πόλεμος (1904-1905), η πρώτη και αργότερα η δεύτερη μαροκινή κρίση (1905 και 1911 αντίστοιχα), η προσάρτηση της Βοσνίας-Ερζεγοβίνης στην Αυστρία και η βοσνιακή κρίση (1908-1909), ο Ιταλοτουρκικός Πόλεμος (1911) όπως και οι Βαλκανικοί Πόλεμοι (1912-13) είναι μερικά από τα πιο χαρακτηριστικά επεισόδια.

Ο Ένγκελς, προς το τέλος της ζωής του, μελετώντας την πορεία της παγκόσμιας και της ευρωπαϊκής ανάπτυξης του καπιταλισμού, είχε προχωρήσει σε μια τολμηρή αλλά και εξαιρετικά διορατική πρόβλεψη από το 1887, 27 ολόκληρα χρόνια πριν το ξέσπασμα του Α΄ Παγκόσμιου Πολέμου.

«…Για τη Γερμανία τώρα πια δεν μπορεί να υπάρξει άλλος πόλεμος, εκτός από έναν παγκόσμιο πόλεμο. Και αυτός θα ήταν ένας παγκόσμιος πόλεμος με πρωτοφανείς διαστάσεις, με πρωτοφανή ένταση. Οκτώ ως δέκα εκατομμύρια στρατιώτες θα πνίγουν ο ένας τον άλλο και θα ερημώνουν ολόκληρη την Ευρώπη σε βαθμό που δεν την ερήμωσαν ποτέ ως τώρα τα σύννεφα της ακρίδας. Η πείνα, οι επιδημίες, η γενική εξαγρίωση τόσο των στρατευμάτων όσο και των λαϊκών μαζών λόγω της μεγάλης φτώχειας (...) το τρομερό χάος του τεχνητού μας μηχανισμού του εμπορίου, της βιομηχανίας και της Πίστης, η κατάρρευση των παλιών κρατών και της ρουτινιασμένης κρατικής του σοφίας –θα κάνει να πετιούνται κατά δωδεκάδες τα στέμματα στα πεζοδρόμια και δε θα βρίσκεται κανείς για να τα σηκώσει. (...)

Είναι απολύτως αδύνατο να προβλέψει κανείς πώς θα τελειώσουν όλα αυτά και ποιος θα βγει νικητής. Μόνο ένα αποτέλεσμα είναι απόλυτα αναμφισβήτητο: Η γενική εξάντληση και η δημιουργία των προϋποθέσεων για τη νίκη της εργατικής τάξης.»26

Η έκβαση των πραγμάτων δικαίωσε τον Ένγκελς.

Ο Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος πήρε πράγματι τρομακτικές διαστάσεις. Ήταν ο πρώτος πόλεμος που έφερε μέσα του τόσο καθαρά τα χαρακτηριστικά της σύγχρονης εποχής του καπιταλισμού. Ήταν «μαζικός» και «βιομηχανικός». Κάθε πόλεμος διεξάγεται μέσα σε δοσμένο επίπεδο κοινωνικής και οικονομικής ανάπτυξης, αποτυπώνει και αντανακλά το επίπεδο ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων, της τεχνικής, της επιστήμης. Ο Α΄ Παγκόσμιος ήταν ο πρώτος μεγάλος πόλεμος της μεγάλης βιομηχανικής παραγωγής. Χρησιμοποιήθηκαν για πρώτη φορά σε ευρύτατη κλίμακα καινοτομίες όπως τα θωρακισμένα άρματα μάχης, τα χημικά όπλα, ο υποβρυχιακός πόλεμος, έκανε το ντεμπούτο της η αεροπορία.

Ήταν επίσης ο πρώτος πραγματικά παγκόσμιος πόλεμος. Αυστραλοί και Νεοζηλανδοί πολέμησαν στην Καλλίπολη της Μικράς Ασίας, Ινδοί στάλθηκαν στην Ευρώπη και τη Μέση Ανατολή και Αφρικανοί πολέμησαν στις τάξεις του γαλλικού στρατού.

Στο ξεκίνημα του πολέμου ο γερμανικός στρατός προέβλεπε μια αιφνιδιαστική εκστρατεία για την κατάληψη της Γαλλίας. Προέλασε μέσω του Βελγίου και αναχαιτίστηκε στον ποταμό Μάρνη. Οι γαλλικές και αγγλικές δυνάμεις κατασκεύασαν πελώρια οχυρωματικά έργα που απλώνονταν από τη Μάγχη μέχρι τα ελβετικά σύνορα. Οι δύο αντίπαλοι στρατοί καθηλώθηκαν ουσιαστικά σε αυτές τις θέσεις που έμειναν λίγο-πολύ αμετάβλητες για τα επόμενα τριάμισι χρόνια. Αυτό ήταν το περιβόητο «Δυτικό Μέτωπο», το οποίο εξελίχτηκε σε μια μακάβρια μηχανή πρωτοφανούς ανθρωποσφαγής. Εκεί οι στρατιώτες ζούσαν για μήνες και χρόνια μέσα στα χαρακώματα, βουτηγμένοι στα λασπόνερα, παρέα με τα ποντίκια. Έβγαιναν κατά κύματα σε εφόδους μόνο και μόνο για να τους θερίζουν οι αντίπαλες οχυρωμένες θέσεις και –στην καλύτερη περίπτωση– για να κερδίσουν με μια εφόρμηση μερικές δεκάδες μέτρα άχρηστης γης, σπαρμένης με συρματοπλέγματα, εγκαταλειμμένα πτώματα και διαμελισμένα κορμιά, μόνο και μόνο για να την ξαναχάσουν σε μια επόμενη εχθρική επιδρομή. Οι θάνατοι πήραν τρομακτικές διαστάσεις. Η μάχη στο Βερντέν είχε πάνω από 1 εκατομμύριο απώλειες. Στη μάχη του Σομ, σε μία μόνο μέρα, την πρώτη από τις 141 συνολικά που διήρκησε, οι βρετανικές απώλειες έφτασαν τις 60.000.27

Εκατομμύρια στρατιώτες απ’ όλες τις πλευρές αλληλοσφάζονταν ζώντας τη φρίκη των χαρακωμάτων. Στη συντριπτική τους πλειοψηφία ήταν νέοι, παιδιά της εργατιάς και της αγροτιάς, που είχαν σταλεί να πολεμήσουν για τα «εθνικά ιδεώδη» –όπως είχαν βαφτιστεί οι στόχοι των αστικών τους τάξεων– και δοκίμαζαν τώρα διαφορετικές εμπειρίες στο μέτωπο. Η «πατριωτική έξαρση» του πρώτου καιρού άρχισε σιγά-σιγά να υποχωρεί μέσα από τη φρικτή πραγματικότητα του μετώπου. Αυτό ασφαλώς δε μεταφραζόταν αυτόματα σε συνειδητή ριζοσπαστική δράση, αποτυπωνόταν όμως σε μια σταδιακή απόρριψη του ξέφρενου πολεμικού πυρετού που κυριαρχούσε στην αρχική φάση του πολέμου, σε μια όλο και πιο μαζική τάση αμφισβήτησης εκείνου που στα μάτια πολλών φαινόταν σα μια παράλογη σφαγή.

Το πασίγνωστο λογοτεχνικό έργο του Έριχ Μαρία Ρεμάρκ Ουδέν νεότερον από το δυτικόν μέτωπον αποτελεί πολύ χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτού του πνεύματος, που παρουσιάζει και αρκετά σημάδια πασιφισμού. Ο Ρεμάρκ περιγράφει ουσιαστικά τις δικές του εμπειρίες αποτυπώνοντας αριστουργηματικά την απόγνωση των Γερμανών στρατιωτών, τη διάψευση των ιδανικών και των ψεύτικων ελπίδων που τους είχαν καλλιεργήσει. «Πάντα το καταλαβαίνουμε αυτό πολύ αργά. Γιατί να μη μας το λένε, πως κι εσείς είστε πλάσματα δυστυχισμένα όπως κι εμείς; Πώς μπορούσε να είμαστε εχθροί;»28, συλλογίζεται ο ήρωας του βιβλίου απέναντι στο Γάλλο στρατιώτη που μόλις σκότωσε.

Στην πορεία, πήραν διαστάσεις φαινόμενα όπως η συναδέλφωση φαντάρων στο μέτωπο και το σπάσιμο της πειθαρχίας στα στρατεύματα. Δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι στις μετέπειτα επαναστατικές εξεγέρσεις, προς το τέλος κυρίως του πολέμου, οι στρατιώτες στρέφονταν ενάντια στους ανώτερους αξιωματικούς τους που τους εξόντωναν πρώτους. Στο ρωσικό στρατό, κατά το 1916, υπήρξαν πάνω από 1 εκατομμύριο λιποταξίες, σύμπτωμα της χρεοκοπίας του τσαρισμού και της απελπισίας που κυριαρχούσε στους Ρώσους στρατιώτες.

Παράλληλα, δυνάμωνε η διαμαρτυρία στο εσωτερικό των καπιταλιστικών κρατών. Παρά τη συμβιβαστική στάση των σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων και των συνδικαλιστικών ηγεσιών στις περισσότερες χώρες, η λαϊκή δυσαρέσκεια που γιγαντωνόταν γινόταν όλο και πιο δύσκολα διαχειρίσιμη.

Όπως αναφέρεται γλαφυρά σε μια ιστορική καταγραφή: «Οι κοινωνίες της εμπόλεμης Ευρώπης άρχισαν να λυγίζουν κάτω από το βάρος των φοβερών πιέσεων του μαζικού πολέμου. Το αρχικό κύμα πατριωτισμού που ογκώθηκε μετά από την έκρηξη του πολέμου είχε κοπάσει. Στα 1916, η κόπωση του πολέμου μεταβαλλόταν σε βαρύθυμη και σιωπηλή εχθρότητα απέναντι σε μια ατέρμονα και αμφίρροπη σφαγή. (...)

Στις κυριότερες εμπόλεμες χώρες το οργανωμένο εργατικό κίνημα στις μεγάλες βιομηχανίες όπλων έγινε το επίκεντρο απεργιακών και αντιπολεμικών μαχητικών κινητοποιήσεων. Επομένως, ο ξεσηκωμός εναντίον του πολέμου απέκτησε επίκεντρο και φορέα. Και δεν αποτελεί έκπληξη το γεγονός ότι οι λογοκριτές της Αυστροουγγαρίας που ήλεγχαν την αλληλογραφία των στρατιωτών άρχισαν να διακρίνουν μια αλλαγή τόνου. Εκεί που οι στρατιώτες έγραφαν από το μέτωπα του πολέμου “Θεέ μου, φέρε μας την ειρήνη”, τώρα έγραφαν “Αρκετά, φτάνει, ως εδώ” ή ακόμη “Λένε ότι οι σοσιαλιστές θα φέρουν την ειρήνη”.»29

 

ΑΠΟ ΤΟ ΦΛΕΒΑΡΗ ΣΤΟΝ ΟΚΤΩΒΡΗ – Η ΔΙΑΠΑΛΗ ΤΩΝ ΜΠΟΛΣΕΒΙΚΩΝ ΜΕ ΤΗΝ ΠΡΟΣΩΡΙΝΗ ΚΥΒΕΡΝΗΣΗ

Ο Λένιν από την αρχή του πολέμου είχε διακρίνει ότι η συσσώρευση τέτοιων αντιθέσεων είναι πιθανό να πυροδοτήσει συνθήκες επαναστατικής αναταραχής. Τον Ιούνη του 1915 γράφει: «Η πολιτική κρίση είναι πραγματικότητα: Καμιά κυβέρνηση δεν είναι σίγουρη για την επαύριο (...). Όλες οι κυβερνήσεις ζουν πάνω σε ένα ηφαίστειο, όλες κάνουν οι ίδιες έκκληση στην αυτενέργεια και τον ηρωισμό των μαζών. Ολόκληρο το πολιτικό καθεστώς της Ευρώπης έχει κλονιστεί και κανένας ασφαλώς δε θ’ αρνηθεί ότι μπήκαμε (…) σε εποχή μεγάλων πολιτικών κλονισμών.»30

Στη Ρωσία ο πόλεμος επέφερε τεράστιους τέτοιους κλονισμούς. Άλλωστε η Τσαρική Αυτοκρατορία ήδη βάδιζε σε ένα πολύ ασταθές έδαφος από τις αρχές του αιώνα, γεγονός που την καθιστούσε ιδιαίτερα ευάλωτη στους τριγμούς του μεγάλου πολέμου.

Η πορεία των συγκρούσεων, η γενική εξάντληση, οι ήττες του ρωσικού στρατού στο μέτωπο σε εκείνη τη φάση, οι απώλειες εδαφών (π.χ. Βαλτικές Χώρες, Πολωνία) προκάλεσαν σημαντική δυσαρέσκεια όχι μόνο στους εργάτες και τους αγρότες που υπέφεραν από τις καταστροφές του πολέμου, αλλά και στην αστική τάξη της Ρωσίας. Μέσα σε δύο χρόνια είχαν αλλάξει 4 πρωθυπουργοί, 6 υπουργοί Εσωτερικών και 3 υπουργοί Εξωτερικών.

Η αστική τάξη άρχισε να χάνει την εμπιστοσύνη της στην ικανότητα του τσαρισμού να διεξάγει τον πόλεμο με βάση τα συμφέροντά της, ενώ υπήρχε έντονος προβληματισμός από τις πληροφορίες που ήθελαν τον τσάρο να σχεδιάζει τη σύναψη χωριστής ειρήνης με τη Γερμανία για να τερματιστεί ο πόλεμος. Η αστική τάξη άρχιζε να σχεδιάζει την πιθανή απομάκρυνση του τσάρου.

Όλα αυτά διαμόρφωναν ένα έδαφος «κινούμενης άμμου». Ο βαρύς χειμώνας του 1916-1917 και η πείνα είχαν εξαντλήσει το λαό στο μέτωπο και στις πόλεις. Οι συνεχείς επιστρατεύσεις είχαν στερήσει από τα χωριά της Ρωσίας σχεδόν το μισό πληθυσμό των αγροτών. Στις πόλεις φούντωναν οι ουρές για ένα κομμάτι ψωμί και η μαύρη αγορά. Ο Γενάρης του 1917 ξεκίνησε με τεράστια κοινωνική αναταραχή, με τις λεγόμενες «ταραχές πείνας», με λεηλασίες σε καταστήματα από απελπισμένες γυναίκες που έψαχναν για τρόφιμα.

Όλο και πιο καθαρά φαινόταν ότι η χρονιά που μπήκε θα έφερνε ιστορικές ανατροπές. Η Οχράνα, η μυστική τσαρική αστυνομία, έγραφε στις αναφορές της: «Οι διαθέσεις στην πρωτεύουσα έχουν εξαιρετικά ανησυχητικό χαρακτήρα. Όλοι περιμένουν κάποια εξαιρετικά γεγονότα.» Ένας κυβερνητικός αξιωματούχος αναφέρει προς τις Αρχές: «Η οργή ιδιαίτερα σε μερικές εργοστασιακές περιοχές μόλις που συγκρατιέται. Το απεργιακό κίνημα στις φάμπρικες φουντώνει συνεχώς και προκαλεί ανησυχητικές διαθέσεις στους εργοστασιάρχες. Οι εργοστασιάρχες του Ορέχογο και του Ιβάνοβο έχουν πανικοβληθεί και τρέμουν για την τύχη τους και για την τύχη των επιχειρήσεών τους.»31

Αυτά είναι μόνο μερικά παραδείγματα που αποτυπώνουν την απότομη και ολοφάνερη αλλαγή που άρχισε να γίνεται διακριτή στη στάση των μαζών. Οι λαϊκές μάζες, που σε άλλες συνθήκες πειθήνια ακολουθούν την κυρίαρχη τάξη, κάτω από το βάρος της πρωτόγνωρης απελπισίας βγαίνουν τώρα ορμητικά στο προσκήνιο.

Τα γεγονότα της επανάστασης του Φλεβάρη απέδειξαν την ολοκληρωτική χρεοκοπία του τσαρισμού. Η Ρωσία σαρώθηκε από ένα τεράστιο κύμα διαδηλώσεων και απεργιών. Οι επαναστατημένοι εργάτες και στρατιώτες συγκρότησαν Σοβιέτ με βάση και την εμπειρία της επανάστασης του 1905. Πολλές στρατιωτικές μονάδες που στέλνονταν για να καταστείλουν τις λαϊκές εξεγέρσεις αρνήθηκαν να εκτελέσουν τις διαταγές.

Πολύ χαρακτηριστικά, τη νύχτα προς τις 27 Φλεβάρη, μερικοί μπολσεβίκοι διείσδυσαν στους στρατώνες του συντάγματος Βολίν στην Πετρούπολη. Εκεί συναντήθηκαν και συζήτησαν όλο το βράδυ με τους στρατιώτες, που πολλοί ήταν πρώην εργάτες του εργοστασίου Πουτίλοφ. Οι στρατιώτες ήταν αγανακτισμένοι που τους έβαζαν να πυροβολήσουν το λαό. Αποφάσισαν να ενωθούν με τον εξεγερμένο λαό. Νωρίς το πρωί, αφού σκότωσαν το διοικητή τους και προμηθεύτηκαν όπλα, οι στρατιώτες του εφεδρικού συντάγματος ξεσηκώθηκαν μαζί με όλο το σύνταγμα. Το περιστατικό αυτό ήταν που σηματοδότησε την έναρξη της ένοπλης εξέγερσης.

Η επαναστατική κατάσταση διαμορφώθηκε σε ένα έδαφος μιας σύνθετης διαδικασίας που περιλάμβανε μια σειρά σημαντικούς παράγοντες: Την όξυνση των ενδοϊμπεριαλιστικών ανταγωνισμών, τα δεινά που ο ιμπεριαλιστικός πόλεμος είχε συσσωρεύσει επί 3 χρόνια στις πλάτες του λαού, την αποσύνθεση στις γραμμές του στρατού, το σπάσιμο της συμμαχίας ανάμεσα στην αστική τάξη και τον τσαρισμό, που δεν επέτρεπε πια στους «πάνω» να κυβερνούν όπως πριν, τη μαζική πολιτική δράση των οργανωμένων στα Σοβιέτ εργατών και στρατιωτών που εκφράστηκε μαζικά στην επανάσταση του Φλεβάρη.

Ολόκληρη η περίοδος που ακολούθησε, από το Φλεβάρη ως την Οκτωβριανή Επανάσταση, ήταν περίοδος επαναστατικής θύελλας.

Ο Λένιν διαπίστωσε εξαρχής και χωρίς ταλαντεύσεις ότι η Προσωρινή Κυβέρνηση που συγκροτήθηκε μετά την ανατροπή του τσάρου ήταν όργανο της αστικής τάξης. Τόνισε ότι από την άποψη του κύριου ζητήματος, της εξουσίας, η αστικοδημοκρατική επανάσταση είχε τελειώσει, θέτοντας για το προλεταριάτο το καθήκον της σοσιαλιστικής επανάστασης. Με τις «Θέσεις του Απρίλη» επέδειξε στρατηγική γενναιότητα, πήγε κόντρα στο ρεύμα επανάπαυσης, ενώ χρειάστηκε να πείσει ακόμη και μεγάλο μέρος του Μπολσεβίκικου Κόμματος που δεν μπορούσε να δει τις νέες συνθήκες και τα νέα καθήκοντα.32

Κρίσιμο στοιχείο της επανάστασης του Φλεβάρη αποτέλεσε η συγκρότηση των Σοβιέτ από τους εξεγερμένους εργάτες, αγρότες και στρατιώτες. Στα Σοβιέτ εκείνη την περίοδο κυριαρχούσαν οι εσέροι και οι μενσεβίκοι, στηρίζοντας την Προσωρινή Κυβέρνηση. Εμφανίστηκε η κατάσταση την οποία ο Λένιν χαρακτήρισε ως «δυαδική εξουσία», για να περιγράψει το γεγονός ότι η αστική τάξη είχε μεν πάρει την εξουσία, όμως δεν ήταν αρκετά δυνατή για να διαλύσει την οργάνωση των ένοπλων λαϊκών μαζών. Και με τη σειρά τους, τα Σοβιέτ, υπό την επίδραση των εσέρων και των μενσεβίκων, παραχωρούσαν οικειοθελώς την εξουσία στην αστική Προσωρινή Κυβέρνηση,

Ο Λένιν, με αυτά τα δεδομένα, θεωρούσε ότι πρέπει να ξεδιπλωθεί μια συγκεκριμένη πολιτική ώστε να πειστούν οι εργαζόμενες μάζες από την πείρα τους: α) Να μη δείξουν καμία εμπιστοσύνη και να μη στηρίξουν την Προσωρινή Κυβέρνηση, που είναι κυβέρνηση της αστικής τάξης 
β) να συνειδητοποιήσουν ότι ο πόλεμος που συνεχιζόταν ήταν ιμπεριαλιστικός, ληστρικός και άδικος και ότι η αστική τάξη, μετά την ανατροπή του τσαρισμού, ήθελε πάση θυσία τη συνέχισή του γ) να εγκαταλείψουν τους εσέρους και τους μενσεβίκους και να αλλάξει ο πολιτικός συσχετισμός υπέρ των μπολσεβίκων δ) τα Σοβιέτ να πάρουν την εξουσία ως προϋπόθεση για να λυθούν τα φλέγοντα λαϊκά προβλήματα (ειρήνη, γη, ψωμί).

Οι μπολσεβίκοι αναγνώρισαν τη μεγάλη δύναμη των λαϊκών μαζών που αποτυπωνόταν μέσα στα Σοβιέτ. Ότι οι μάζες, ένοπλες και οργανωμένες, έχουν βγει στο προσκήνιο συγκροτώντας νέα, επαναστατικά όργανα πάλης. Τα Σοβιέτ είχαν συγκροτήσει τις δικές τους πολιτοφυλακές, τις δικές τους φρουρές, είχαν τις δικές τους εφημερίδες. Στα Σοβιέτ υπάκουαν οι εργάτες των εργοστασίων και οι στρατιώτες στις μονάδες. Ο Λένιν είδε διορατικά ότι τα Σοβιέτ είναι φύτρα της νέας επαναστατικής εργατικής εξουσίας, ότι όχι μόνο δεν πρέπει να περιοριστεί αλλά να επεκταθεί η επαναστατική δράση των εργατών, αγροτών, στρατιωτών.

Όλους τους μήνες από τον Απρίλη ως τον Οκτώβρη οι μπολσεβίκοι με ξεχωριστή μαεστρία ανέπτυξαν σταθερή γραμμή αντιπαράθεσης με την αστική Προσωρινή Κυβέρνηση, ξεσκεπάζοντας παράλληλα το συμβιβαστικό ρόλο των εσέρων και των μενσεβίκων, κλιμακώνοντας τις μορφές πάλης και τα συνθήματα με βάση τις εξελίξεις.

Η Προσωρινή Κυβέρνηση, εκφράζοντας τα συμφέροντα της αστικής τάξης, δεν μπορούσε να δώσει λύση στα τεράστια προβλήματα των λαϊκών μαζών, την πείνα, την εξαθλίωση. Η αστική τάξη ήθελε πάση θυσία να συνεχίσει τη διεξαγωγή του πολέμου, ενάντια στις διαθέσεις των εργατών, αγροτών και στρατιωτών που επιθυμούσαν να σταματήσει η αιματοχυσία.

Τον Απρίλη ξεσπάνε μεγάλες διαδηλώσεις μετά τη διακοίνωση του υπουργού Εξωτερικών της Προσωρινής Κυβέρνησης με την οποία διαβεβαίωνε τους συμμάχους ότι η Ρωσία θα συνέχιζε τον πόλεμο με όλες της τις δυνάμεις.

Το Μάη, μετά από αλλεπάλληλες δυσκολίες της Προσωρινής Κυβέρνησης, οι μενσεβίκοι και οι εσέροι αποφασίζουν να προχωρήσουν στο επόμενο, πιο αποφασιστικό βήμα για τη στήριξή της. Δεν αρκούνται πια στη στήριξη που της παρέχουν μέσω της συμβιβαστικής πολιτικής στα Σοβιέτ, αλλά παίρνουν μέρος και στη σύνθεσή της. Η συμμετοχή στην κυβέρνηση παρουσιάστηκε από τους εκπροσώπους των εσέρων και των μενσεβίκων (οι οποιοι υπενθυμίζουμε ότι χαρακτηρίζονταν ως «σοσιαλιστικά» κόμματα) ως σύμφωνη με τους όρους του Συνεδρίου του Άμστερνταμ της Β΄ Διεθνούς, που επέτρεπε την είσοδο σοσιαλιστών σε αστική κυβέρνηση σε «εξαιρετικές» περιπτώσεις.

Σε πολλά εργοστάσια αλλά και τοπικά και περιφερειακά Σοβιέτ πάρθηκαν αποφάσεις καταδίκης της συμμετοχής των εσέρων και μενσεβίκων στην κυβέρνηση, απαιτώντας να περάσει όλη η εξουσία στα Σοβιέτ.

Κρίσιμη καμπή για την πορεία της ταξικής πάλης αποτέλεσε ο Ιούλης του 1917. Στα τέλη Ιούνη η Προσωρινή Κυβέρνηση, παρά την εναντίωση και τις διαθέσεις των εργατών και στρατιωτών, εξέδωσε διαταγή έναρξης νέων πολεμικών επιχειρήσεων στο νοτιοδυτικό μέτωπο. Η επίθεση των ρωσικών στρατευμάτων απέτυχε, οξύνοντας ακόμη περισσότερο τη λαϊκή δυσαρέσκεια.

Στις 4 Ιούλη πραγματοποιήθηκε μεγαλειώδης διαδήλωση στην Πετρούπολη στην οποία συμμετείχαν 500.000 εργάτες, στρατιώτες και ναύτες. Με τις διαδηλώσεις να έχουν χαρακτηριστεί ως «μπολσεβίκικη συνωμοσία» και «ανταρσία» στρατιωτικά τμήματα πιστά στην Προσωρινή Κυβέρνηση άνοιξαν πυρ εναντίον των διαδηλωτών. Σκοτώθηκαν και τραυματίστηκαν περισσότερα από 400 άτομα. Η κυβέρνηση κήρυξε την Πετρούπολη σε κατάσταση πολιορκίας. Η αντεπανάσταση περνούσε σε ανοιχτή επίθεση.

Στις 8 Ιούλη η Προσωρινή Κυβέρνηση αναδιοργανώθηκε με νέα σύνθεση και αυτοανακηρύχτηκε ως κυβέρνηση για τη «σωτηρία της επανάστασης», στην οποία πρωθυπουργός ανέλαβε ο Α. Κέρενσκι, διατηρώντας παράλληλα και τα καθήκοντά του ως υπουργός Στρατιωτικών και Ναυτικών. Η Προσωρινή Κυβέρνηση εξαπέλυσε διώξεις εναντίον των μπολσεβίκων. Κλείστηκαν τυπογραφεία κι εφημερίδες, στρατιωτικές μονάδες –που σύμφωνα με τη γνώμη της κυβέρνησης είχαν «μολυνθεί με το μικρόβιο του μπολσεβικισμού»– διαλύθηκαν, εργατικά αποσπάσματα αφοπλίστηκαν. Εκδόθηκε διαταγή σύλληψης του Λένιν, ο οποίος πέρασε στην παρανομία και μετακινήθηκε με απόφαση του Κόμματος σ’ ένα προάστιο της Πετρούπολης, στο Ραζλίφ, όπου εξασφαλίστηκε συνεχής σύνδεση με την Κεντρική Επιτροπή.

Με βάση τη νέα κατάσταση ο Λένιν προσανατολίζει τους μπολσεβίκους σε νέες, προωθημένες μορφές μαζικής ένοπλης πάλης. Αποφασίζει ότι, αφού η ηγεσία των Σοβιέτ πέρασε σε ενεργό και άνευ όρων στήριξη της αστικής κυβέρνησης, το σύνθημα «όλη η εξουσία στα Σοβιέτ» πρέπει ν’ αποσυρθεί, τονίζοντας παράλληλα την αναγκαιότητα δραστήριας πολιτικής δουλειάς για το κέρδισμα της πλειοψηφίας στα Σοβιέτ. «Το σύνθημα για το πέρασμα της εξουσίας στα Σοβιέτ θα ηχούσε σήμερα σα δονκιχωτισμός ή σαν κοροϊδία», λέει ο Λένιν, τονίζοντας ότι θα μπορούσε να καλλιεργήσει την αυταπάτη πως στα Σοβιέτ υπάρχουν τάχα ακόμη κόμματα που δε φέρουν το στίγμα της συνεργασίας με τους «δήμιους», όπως λέει χαρακτηριστικά, «ότι μπορεί τάχα να ξεγίνει αυτό που έγινε»33.

Το νέο σύνθημα που μπαίνει είναι: «Προετοιμασία της ένοπλης εξέγερσης». Οι θέσεις αυτές του Λένιν τέθηκαν ως βάση για το 6ο Συνέδριο του ΣΔΕΚΡ (Μπ.) το οποίο συνήλθε στις 24 Ιούλη σε συνθήκες ημιπαρανομίας. Ο Στάλιν, απαντώντας σε ερωτήσεις αντιπροσώπων, ξεκαθάριζε στη σχετική εισήγηση που έκανε στο Συνέδριο ότι η προσωρινή άρση του συνθήματος «Όλη εξουσία στα Σοβιέτ» δε σήμαινε απάρνηση των Σοβιέτ γενικά. «Αν εμείς προτείνουμε ν’ αποσυρθεί το σύνθημα “Όλη η εξουσία στα Σοβιέτ!”, από αυτό δε βγαίνει καθόλου το συμπέρασμα ότι προτείνουμε “Κάτω τα Σοβιέτ!” (...). Τώρα δεν πρόκειται για την κατάκτηση της πλειοψηφίας στα Σοβιέτ, πράγμα αυτό καθαυτό πολύ σπουδαίο, αλλά για το γκρέμισμα της αντεπαναστατικής δικτατορίας.»34 Στον απολογισμό για την οργανωτική δουλειά, ο Γ. Μ. Σβερντλόφ ανέφερε ότι μέσα στους τρεις μήνες που μεσολάβησαν από τη Συνδιάσκεψη του Απρίλη το Κόμμα τριπλασίασε τις δυνάμεις του, διαθέτοντας πλέον 240.000 μέλη.35

Μετά τα γεγονότα του Ιούλη η αντεπανάσταση αποθρασύνεται όλο και περισσότερο, σχεδιάζοντας να δώσει τελειωτικό χτύπημα στην επανάσταση.

Τον Αύγουστο εκδηλώνεται απόπειρα αντεπαναστατικού πραξικοπήματος από το στρατηγό Λ. Κορνίλοφ. Ο κίνδυνος που απειλούσε την επανάσταση ξεσήκωσε τις λαϊκές μάζες, επικεφαλής των οποίων μπήκε το Μπολσεβίκικο Κόμμα, που κάλεσε το λαό να πάρει στα χέρια του την υπόθεση της υπεράσπισης της επανάστασης. Οι μπολσεβίκοι κατόρθωσαν όχι μόνο να δώσουν παλλαϊκή έκταση στον αγώνα κατά του Κορνίλοφ, αλλά και να ξεσκεπάσουν ολόπλευρα τον Κέρενσκι σαν καλυμμένο κορνιλοφικό, που εξέφραζε την ίδια αντεπαναστατική πολιτική με άλλα μέσα.

Ο Λένιν συνειδητοποίησε γρήγορα ότι το πραξικόπημα του Κορνίλοφ άλλαξε απότομα τη ροή των γεγονότων. Για ν’ αποφύγει λαθεμένες κινήσεις και να εξασφαλίσει το σωστό προσανατολισμό γράφει σε επιστολή του προς την ΚΕ: «Εμείς ακόμη και τώρα δεν πρέπει να υποστηρίζουμε την κυβέρνηση Κέρενσκι. Αυτό είναι έλλειψη αρχών. Θα μας ρωτήσουν: Δε θα πολεμήσουμε λοιπόν ενάντια στον Κορνίλοφ; Και βέβαια θα πολεμήσουμε! Αυτό όμως δεν είναι το ίδιο πράγμα. (...) Θα πολεμήσουμε, πολεμάμε ήδη ενάντια στον Κορνίλοφ, όπως πολεμάνε και τα στρατεύματα του Κέρενσκι, δεν υποστηρίζουμε όμως τον Κέρενσκι, μα ξεσκεπάζουμε την αδυναμία του.»36

Ο Λένιν θεωρούσε κρίσιμο ζήτημα την ξεκάθαρη γραμμή απέναντι στους εσέρους και μενσεβίκους στην πάλη ενάντια στο πραξικόπημα. Να μην καλλιεργούνται θολές αυταπάτες, να μην μπερδεύονται οι μάζες από το γεγονός ότι και τα στρατεύματα του Κέρενσκι πολεμούσαν ενάντια στους κορνιλοφικούς, αφού πρώτα βέβαια η Προσωρινή Κυβέρνηση τους είχε στρώσει το δρόμο.

Απέναντι σε πληροφορίες που διέδιδαν οι εσέροι και οι μενσεβίκοι ότι οι μπολσεβίκοι στη Μόσχα είχαν προσχωρήσει σε πολιτική συνεργασία μαζί τους για τη «σωτηρία της Προσωρινής Κυβέρνησης», ο Λένιν απαντάει αποφασιστικά: «Οι φήμες που διαδίδουν οι αμυνίτες, δηλαδή οι μενσεβίκοι και οι εσέροι, είναι ολοφάνερα ανόητες. Πραγματικά αντεπαναστατική είναι ίσα-ίσα η Προσωρινή Κυβέρνηση, που οι αμυνίτες θέλουν δήθεν να την υπερασπίσουν (...) οι εργάτες μας, οι στρατιώτες μας θα πολεμήσουν ενάντια στα αντεπαναστατικά στρατεύματα, αν αυτά αρχίσουν τώρα επίθεση κατά της Προσωρινής Κυβέρνησης, όχι για να υπερασπίσουν την κυβέρνηση αυτή, αλλά για να υπερασπίσουν αυτοτελώς την επανάσταση.»

Υπενθυμίζει μάλιστα ότι υπάρχει σαφής απόφαση του 6ου Συνεδρίου που μόλις είχε πραγματοποιηθεί, με την οποία αποκλείονταν κάθε τέτοιου είδους πολιτική συνεργασία και ότι εφόσον υπήρχαν μπολσεβίκοι που είχαν παραβιάσει τις αποφάσεις του Συνεδρίου «οι μπολσεβίκοι αυτοί θα διαγράφονταν, φυσικά, αμέσως –και δικαιολογημένα– από το Κόμμα».

Ο Λένιν αντιμετωπίζει με μεγάλη σοβαρότητα το θέμα, καθώς βλέπει ότι με τη νέα τροπή των γεγονότων ανοίγεται πιθανά ο δρόμος της ανοιχτής πάλης. Θεωρεί ότι οι όποιες ταλαντεύσεις γύρω από το ζήτημα της στάσης προς την Προσωρινή Κυβέρνηση και ως προς το ρόλο των εσέρων και μενσεβίκων θ’ αποδειχτούν εξαιρετικά επιζήμιες στη φάση που θα χρειάζεται αποφασιστική σύγκρουση. Σε σχετικό του υστερόγραφο επισημαίνει κατηγορηματικά: «Είναι απαραίτητο ν’ απομακρυνθούν από τη δουλειά ορισμένα μέλη της ΚΕ ή της Επιτροπής Μόσχας, σε περίπτωση που επιβεβαιωθεί το γεγονός. (...) Έχει εξαιρετική σημασία στη Μόσχα να βρίσκονται στο τιμόνι άνθρωποι που να μην ταλαντεύονται προς τα δεξιά, να μην είναι ικανοί να κάνουν συνασπισμούς με τους μενσεβίκους, που σε περίπτωση κινήματος να καταλαβαίνουν τα νέα καθήκοντα, το νέο σύνθημα της κατάληψης της εξουσίας, τους νέους δρόμους και τα νέα μέσα για την πραγματοποίησή του.»37

Μερικές μέρες αγώνα κατά του κορνιλοφισμού επιτάχυναν σημαντικά την πολιτική ωρίμανση ευρύτερων τμημάτων του λαού. Οι εργάτες σχημάτισαν ένοπλα σώματα και πολιτοφυλακές. Οι στρατιωτικές κινήσεις του Κορνίλοφ γρήγορα ηττήθηκαν μέσα από τη δράση των εργατών, στρατιωτών και ναυτών, στην οποία πρωτοστάτησαν οι μπολσεβίκοι. Ο Κορνίλοφ συνελήφθη και η απόπειρα χτυπήματος της επανάστασης απέτυχε.

Ο ίδιος ο Κέρενσκι στα απομνημονεύματά του αναφέρει γεμάτος οργή: «Ήταν δυνατό να μην επωφεληθεί απ’ όλ’ αυτά ο Λένιν; Με την αλλαγή που προκάλεσε στο λαϊκό αίσθημα η ανταρσία του Κορνίλοφ, είδε ξαφνικά ν’ αναπτερώνονται οι ελπίδες του.» Καταφέρεται επίσης ενάντια στους μενσεβίκους και τους εσέρους που δεν μπόρεσαν να βάλουν φρένο στη δράση των μπολσεβίκων, που τους άφησαν ανενόχλητους να κινητοποιήσουν την εργατική τάξη, να προχωρήσουν στην ίδρυση πολιτοφυλακών ενάντια στην αντεπανάσταση. Διαπιστώνει με πικρή απογοήτευση: «Σε λίγες μέρες οι “εργατικές πολιτοφυλακές” έγιναν η “Κόκκινη Φρουρά” των Μπολσεβίκων, στενά συνδεδεμένη με τον κομματικό τους μηχανισμό. Στις 31 Αυγούστου, το Σοβιέτ του Πέτρογκραντ βρισκόταν πια στα χέρια των Μπολσεβίκων και υιοθέτησε μια απόφαση που περιείχε περιληπτικά ολόκληρο το Πρόγραμμα για την “Οκτωβριανή” επανάσταση.»38

Πράγματι, στις 31 Αυγούστου, το Σοβιέτ της Πετρούπολης, για πρώτη φορά από την ίδρυσή του, υπερψήφισε την πρόταση της ομάδας των μπολσεβίκων, καταδικάζοντας την πολιτική συμβιβασμού με την αστική τάξη και καλώντας να περάσει όλη η εξουσία στα Σοβιέτ. Στις 5 Σεπτέμβρη ανάλογη απόφαση υπερψηφίζεται στο Σοβιέτ της Μόσχας.

Οι μπολσεβίκοι, κυριαρχώντας πια στα βασικά Σοβιέτ, επαναφέρουν στις νέες συνθήκες το σύνθημα «Όλη η εξουσία στα Σοβιέτ!», με καινούργιο περιεχόμενο, ουσιαστικά ως σύνθημα άμεσης ανατροπής της Προσωρινής Κυβέρνησης, ως σύνθημα επαναστατικής εξέγερσης.

Ο Λένιν πρωτοστατεί με μεγάλη αποφασιστικότητα για να κατευθύνει το Μπολσεβίκικο Κόμμα στην προετοιμασία της ένοπλης εξέγερσης του Οκτώβρη. Έχουν μείνει στην Ιστορία οι παθιασμένες εκκλήσεις προς την ΚΕ και τα στελέχη των μπολσεβίκων για την ανάγκη άμεσης δράσης. Στις 29 Σεπτέμβρη γράφει: «Η κρίση ωρίμασε. Ολόκληρο το μέλλον της ρωσικής επανάστασης παίζεται κορόνα-γράμματα.»39

Σε μια ιστορική συνεδρίαση στις 10 Οκτώβρη, με την παρουσία του Λένιν, επικυρώθηκε η απόφαση να ενεργοποιηθεί άμεσα όλο το Κόμμα για την ένοπλη εξέγερση. Συγκροτήθηκε στρατιωτικό επαναστατικό κέντρο υπό την ευθύνη της ΚΕ (στο οποίο συμμετείχαν στελέχη της ΚΕ όπως οι Ι. Β. Στάλιν, Α. Μπουμπνόφ, Γ. Σβερντλόφ, Μ. Ουρίτσκι κ.ά.) ενώ επίσης συγκροτήθηκε η Στρατιωτική Επαναστατική Επιτροπή (ΣΕΕ) μέσα στο πλαίσιο του Σοβιέτ της Πετρούπολης. Η ΣΕΕ θα παίξει καθοριστικό ρόλο στη συγκέντρωση και το συντονισμό των δυνάμεων, στέλνοντας σε όλες τις στρατιωτικές μονάδες επιτρόπους για να εξασφαλίσει ότι θα είναι πιστά σ’ εκείνη και όχι στην Προσωρινή Κυβέρνηση.

Διαβάζοντας κανείς τα κείμενα, τις επιστολές, τις αποφάσεις που συντάσσει ο Λένιν εκείνες τις μέρες, θα δει να ξεδιπλώνονται σχεδόν κινηματογραφικά μπροστά του τα συγκλονιστικά γεγονότα του Οκτώβρη. Στις 24 το βράδυ, απευθύνεται μ’ ένα αποφασιστικό γράμμα προς τα μέλη της ΚΕ: «Η υπόθεση πρέπει να κριθεί το δίχως άλλο σήμερα το βράδυ ή τη νύχτα», γράφει, δίνοντας τις τελικές οδηγίες για τη διάταξη των επαναστατικών δυνάμεων. Το ίδιο βράδυ φτάνει στο Σμόλνι αναλαμβάνοντας την καθοδήγηση της εξέγερσης, που θριαμβεύει μέχρι το επόμενο πρωί.40

Όλη αυτή η περίοδος αποτυπώνει ένα μεγάλο κατόρθωμα του Μπολσεβίκικου Κόμματος. Με πυξίδα τις πολιτικές επεξεργασίες των «Θέσεων του Απρίλη», δείχνοντας σταθερή προσήλωση στη μαζική επαναστατική δράση του λαού, στα όργανα της πάλης που ανέδειξαν οι ίδιοι οι εξεγερμένοι εργάτες και στρατιώτες, κατάφεραν να καθοδηγήσουν και όχι να καθοδηγηθούν από τα γεγονότα. Μπόρεσαν να πλοηγηθούν μέσα σε συνθήκες οξυμένης ταξικής και πολιτικής πάλης, σφυρηλατώντας στενούς δεσμούς με τις εργατικές-λαϊκές μάζες, με τους επαναστατημένους στρατιώτες, οδηγώντας το ρωσικό προλεταριάτο στη νίκη.

 

ΟΡΙΣΜΕΝΕΣ ΠΛΕΥΡΕΣ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΡΟΛΟ ΤΟΥ ΥΠΟΚΕΙΜΕΝΙΚΟΥ ΠΑΡΑΓΟΝΤΑ

Ο Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος και η νίκη της Οκτωβριανής Επανάστασης εξαπέλυσαν μια επαναστατική πλημμυρίδα που σάρωσε μια σειρά χώρες της ηπειρωτικής Ευρώπης. Αυτό βέβαια δε συνέβη με ταυτόσημο τρόπο, ούτε στον ίδιο χρόνο για καθεμιά από αυτές, ενώ κρίσιμες ήταν οι διαφορές ανταπόκρισης της επαναστατικής πρωτοπορίας σε κάθε περίπτωση.

Η Γερμανική Επανάσταση το Νοέμβρη του 1918, η επανάσταση στην Αυστροουγγαρία, η επανάσταση στη Φινλανδία είναι οι πιο χαρακτηριστικές περιπτώσεις.

Στη Γερμανία ο λαός άρχισε να πιέζεται όλο και περισσότερο από τη νέα πραγματικότητα του πολέμου. Το σχέδιο για «αστραπιαίο πόλεμο» και γρήγορη νίκη είχε καταρρεύσει από τους πρώτους μήνες. Από το Δεκέμβρη του 1916 ψηφίστηκε νόμος για την υποχρεωτική εργασία στους άνδρες ηλικίας 17 ως 60 ετών, ενώ στην παραγωγή υπήρχε στρατιωτικό καθεστώς 12ωρης εργάσιμης μέρας. Από το Φλεβάρη του 1915 είχε επιβληθεί δελτίο στα τρόφιμα, το οποίο προοδευτικά συρρικνωνόταν από μήνα σε μήνα. Στις αρχές του 1918 αντιστοιχούσαν καθημερινά 160 γραμμάρια ψωμί κατ’ άτομο και σε εβδομαδιαία βάση 135 γραμμάρια κρέατος.41

Η αρχή της επανάστασης έγινε με την εξέγερση των ναυτών του Κιέλου το Νοέμβρη του 1918. Εμφανίστηκαν τα συμβούλια εργατών και στρατιωτών. Στις 9 Νοέμβρη τα συμβούλια πήραν την εξουσία στο Βερολίνο. Ο προδοτικός ρόλος των σοσιαλδημοκρατών ηγετών ήταν ο καθοριστικός παράγοντας που τελικά εξασφάλισε την παραμονή της εξουσίας στα χέρια της αστικής τάξης. Απέναντι στα επαναστατικά συμβούλια οι σοσιαλδημοκράτες και τα κόμματα της αστικής τάξης προώθησαν τη διεξαγωγή κοινοβουλευτικών εκλογών για ανάδειξη Συντακτικής Συνέλευσης. Το Γενάρη συνέτριψαν την εργατική εξέγερση στο Βερολίνο και δολοφόνησαν τον Κ. Λίμπκνεχτ και τη Ρ. Λούξεμπουργκ.

Η επαναστατική άνοδος στη Γερμανία κράτησε μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του ’20. Όλο αυτό το διάστημα υπήρχαν οξυμένες μορφές πάλης, απεργιακός αγώνας, εργατικά συμβούλια, ένοπλες εξεγέρσεις. Τον Απρίλη του 1919 ανακηρύχτηκε η Σοβιετική Δημοκρατία του Μονάχου, που κράτησε για περίπου ένα μήνα, μέχρι να πνιγεί στο αίμα από τα κυβερνητικά στρατεύματα. Το 1920 η μαζική μαχητική δράση των εργατών απέτρεψε το πραξικόπημα του Καπ. Το 1921 πραγματοποιήθηκαν, κάτω από την παρέμβαση των κομμουνιστών, εργατικές εξεγέρσεις στην Κεντρική Γερμανία (Χάλε, Μάνσφελντ). Το 1923 η κατάληψη από τα γαλλικά στρατεύματα γερμανικών εδαφών στη βιομηχανική περιοχή του Ρουρ, ως αντίποινα για τη μη εκπλήρωση των όρων της ληστρικής Συνθήκης των Βερσαλλιών, πυροδότησε συνθήκες βαθιάς πολιτικής και οικονομικής αναταραχής, οδηγώντας σε ένοπλες εργατικές εξεγέρσεις όπως στο Αμβούργο, αν και τα σχέδια του Γερμανικού Κομμουνιστικού Κόμματος για γενικευμένη εξέγερση δεν ευοδώθηκαν.

Στη Φινλανδία, που μόλις είχε ανακηρυχτεί σε ανεξάρτητο κράτος μετά τη νίκη της Οκτωβριανής Επανάστασης στη Ρωσία, η επανάσταση ξέσπασε το Γενάρη του 1918. Από το Μάρτη του 1917 είχαν συγκροτηθεί εργατικά συμβούλια που έπαιζαν δραστήριο ρόλο. Στις 28 Γενάρη στο Ελσίνκι καταλήφθηκαν τα κυβερνητικά κτήρια και οι τράπεζες και για ένα σύντομο διάστημα κάμφθηκε η αντίσταση των αντεπαναστατικών δυνάμεων. Στο βόρειο και κεντρικό κομμάτι της Φινλανδίας ανασυντάχτηκαν τα αντεπαναστατικά στρατεύματα και ξεκίνησε εμφύλιος πόλεμος. Με τη βοήθεια και γερμανικών στρατευμάτων που είχαν κληθεί προς υποστήριξη, η επανάσταση ηττήθηκε το Μάη.

Η ήττα της Αυστροουγγαρίας στον πόλεμο άνοιξε και εκεί το δρόμο για επαναστατική αναταραχή. Μαζικές αντιπολεμικές διαδηλώσεις κατέκλυσαν τη Βουδαπέστη το Νοέμβρη του 1917. Τα πρώτα συμβούλια εργατών άρχιζαν να σχηματίζονται κατά τη διάρκεια απεργιών που ξέσπασαν το πρώτο εξάμηνο το 1918. Η συνθηκολόγηση της Αυστροουγγαρίας τον Οκτώβρη του 1918 τερμάτισε τα 400 χρόνια της κυριαρχίας των Αψβούργων. Στις 28 και 30 Οκτώβρη οι Τσέχοι και Σλοβάκοι αντίστοιχα επικύρωσαν τη συγκρότηση του ανεξάρτητου τσεχοσλοβακικού κράτους. Στις 29 Οκτώβρη οι Κροάτες ανακοίνωσαν την απόσχισή τους. Το ίδιο και οι Ρουμάνοι της Μπουκοβίνα, οι Ουκρανοί της Γαλιτσίνα, ενώ στις 30 Οκτώβρη στη Βιέννη συγκροτήθηκε το νέο αυστριακό κράτος. Η πολυεθνική αυτοκρατορία διαλυόταν και στη θέση της άρχισαν να παίρνουν μορφή τα εθνικά αστικά κράτη. Στην Ουγγαρία η κυβέρνηση που αρχικά σχηματίστηκε υπό τον Μ. Κάρολι δεν άντεξε κάτω από το βάρος των εσωτερικών αντιθέσεων και της επαναστατικής δράσης των μαζών και αναγκάστηκε σε παραίτηση. Στις 21 Μάρτη του 1919 ανακηρύχτηκε η Ουγγρική Σοβιετική Δημοκρατία. Οι αστικές αντεπαναστατικές δυνάμεις μαζί με την Αντάντ κινήθηκαν ενάντια στην επανάσταση με τη συνδρομή τσεχικών και ρουμανικών στρατευμάτων. Με τις μάχες στα Καρπάθια τον Ιούνη του 1919 συγκροτήθηκε και η βραχύβια Σλοβακική Σοβιετική Δημοκρατία. Τελικά η Ουγγρική Επανάσταση ηττήθηκε τον Αύγουστο του 1919, μετά από 133 μέρες ζωής.42

Συνθήκες σημαντικής όξυνσης της ταξικής πάλης δημιουργήθηκαν και στην Ιταλία, η οποία μάλιστα –τυπικά– βρισκόταν στη συμμαχική πλευρά που κέρδισε τον πόλεμο.43 Το καλοκαίρι του 1917 η Ιταλία σαρώθηκε από αντιπολεμικές διαδηλώσεις και απεργίες που πυροδοτήθηκαν από τη μεγάλη έλλειψη τροφίμων. Τον Αύγουστο πραγματοποιήθηκε ένοπλη εξέγερση στο Τορίνο. Την περίοδο 1919-1920 (που έχει ονομαστεί και «κόκκινη διετία» / «bienno rosso») αναπτύχθηκε σημαντικό απεργιακό κίνημα που απέκτησε προωθημένες μορφές πάλης, με καταλήψεις επιχειρήσεων, συγκρότηση εργοστασιακών συμβουλίων και δημιουργία ένοπλων εργατικών σωμάτων. Το κίνημα από το 1921 βρέθηκε σε υποχώρηση.44

Αυτό που ανέδειξε όλη αυτή η πείρα είναι ο κρίσιμος ρόλος του υποκειμενικού παράγοντα, του κόμματος της εργατικής τάξης, ώστε να καταφέρει σε συνθήκες επαναστατικής αναταραχής να οδηγήσει την εργατική τάξη στη νίκη. Μόνο στη Ρωσία η επανάσταση κατάφερε να βγει νικηφόρα. Στις υπόλοιπες χώρες το επαναστατικό κίνημα ηττήθηκε.

Στοιχείο-κλειδί για τη νίκη της Οκτωβριανής Επανάστασης αποτέλεσε ο ρόλος των μπολσεβίκων, ο θεωρητικός και πολιτικός εξοπλισμός που είχαν κατακτήσει χρόνια πριν, ολόκληρη η δουλειά που είχε προηγηθεί από τη συγκρότησή τους ως κόμμα. Για να μπορέσει να νικήσει η επανάσταση δεν αρκούν οι αντικειμενικές προϋποθέσεις, η αυτονόητη ωρίμανση των υλικών προϋποθέσεων για το σοσιαλισμό και η εκδήλωση της επαναστατικής κατάστασης, αλλά πρέπει να συναντηθούν με την επιτυχή παρέμβαση του υποκειμενικού παράγοντα, τη δράση του σε αυτές τις επαναστατικές συνθήκες. Αυτό εξασφαλίζει αυξημένες πιθανότητες νίκης, όχι ασφαλώς τη βεβαιότητα, καθώς η έκβαση της ταξικής πάλης εξαρτάται από πολλούς παράγοντες όπως ο γενικότερος συσχετισμός δυνάμεων, οι δυνατότητες τις αντεπανάστασης, η διεθνής κατάσταση.

Στη Γερμανική Επανάσταση του 1918 βρίσκεται ίσως το πιο χτυπητό παράδειγμα της πικρής έκβασης του αγώνα, κάτω και από τις αδυναμίες της επαναστατικής πρωτοπορίας, κυρίως της αδυναμίας των Γερμανών κομμουνιστών να διαχωριστούν έγκαιρα από το συμβιβασμένο Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα Γερμανίας (SPD), να συγκροτήσουν ξεχωριστή οργάνωση, να προσανατολίσουν τις μάζες απεγκλωβίζοντάς τες από την επίδραση των σοσιαλδημοκρατών, που αποδείχτηκαν το πιο βασικό στήριγμα της αντεπανάστασης.

Ο συμβιβασμός και η προδοσία του SPD με το ξέσπασμα του πολέμου, όταν τον Αύγουστο του 1914 ψήφισε στο γερμανικό κοινοβούλιο της πολεμικές πιστώσεις κι έδωσε αμέριστη στήριξη στο γερμανικό ιμπεριαλισμό στο όνομα της «υπεράσπισης της πατρίδας», ήταν ένα συντριπτικό πλήγμα για το διεθνές προλεταριάτο. Το Γερμανικό Κόμμα αποτελούσε το μεγαλύτερο, ισχυρότερο και πιο ιστορικό κόμμα της Β΄ Διεθνούς.

Αν όμως μελετήσει κανείς πιο προσεκτικά την ιστορία του, ιδιαίτερα την πορεία ανάπτυξής του τα χρόνια που προηγήθηκαν του πολέμου, θα διαπιστώσει ότι η στάση του τον Αύγουστο του 1914 δεν ήταν έκπληξη ή παραφωνία, αλλά φυσική κατάληξη της πορείας που είχε τα προηγούμενα χρόνια. Αποδείχτηκε από τα γεγονότα ότι το SPD ήταν ένα κόμμα διαβρωμένο από τον κοινοβουλευτισμό και την αστική νομιμότητα.

Ο αναθεωρητισμός του μαρξισμού και ο ρεφορμισμός είχαν ενισχυθεί και ουσιαστικά κυριαρχήσει. Η πορεία αυτή ήταν αντανάκλαση της επίδρασης που είχε στο κόμμα η περίοδος που περιγράφηκε πριν ως «ειρηνική» περίοδος ανάπτυξης του καπιταλισμού, που χαρακτηρίστηκε παράλληλα από μακρόχρονη –για τα δεδομένα της εποχής– κοινοβουλευτική σταθερότητα και συμμετοχή του κόμματος στην εθνική πολιτική 
ζωή.45 «Ωρίμασε ένα ολόκληρο κοινωνικό στρώμα από κοινοβουλευτικούς άνδρες, δημοσιογράφους, καλαμαράδες του εργατικού κινήματος, προνομιούχους υπαλλήλους και ορισμένες ομάδες του προλεταριάτου, που αναπτύχθηκε σαν ένα σώμα μαζί με την εθνική του αστική τάξη», σημειώνει ο Λένιν σ’ ένα πολύ γνωστό του απόσπασμα, αναδεικνύοντας την υλική βάση ανάπτυξης του οπορτουνισμού και την επίδρασή του στα εργατικά κόμματα.46

Στο Γερμανικό Κόμμα, αν και παρέμεναν οι αναφορές στην επανάσταση και την επαναστατική πάλη, άρχισε να γίνεται κυρίαρχη η αντίληψη ότι ο δρόμος προς το σοσιαλισμό περνάει μέσα από σταδιακές, ειρηνικές μεταρρυθμίσεις. Ο Ε. Μπέρνσταϊν, βασικός εκπρόσωπος του αναθεωρητισμού, έλεγε: «Πρέπει να αντιλαμβανόμαστε το καθολικό εκλογικό δικαίωμα ψήφου και την κοινοβουλευτική δράση ως τον κολοφώνα, την πιο ολοκληρωμένη μορφή ταξικής πάλης.»47 Είχε διαμορφωθεί μια κατάσταση στην οποία, ενώ το κόμμα διακήρυσσε το μαρξισμό, στην πράξη όλο και αυξανόταν το χάσμα ανάμεσα σε αυτό που προβαλλόταν ως «επίσημη» ιδεολογία και στην καθημερινή πολιτική πρακτική, που όλο και πιο ανοιχτά έπαιρνε χαρακτήρα κοινοβουλευτικού μεταρρυθμισμού.

Το κόμμα είχε αναπτυχθεί οργανωτικά κι εκλογικά, ιδιαίτερα μετά το τέλος των λεγόμενων αντι-σοσιαλιστικών νόμων.48 Ο κομματικός του μηχανισμός αναπτύχθηκε και διευρύνθηκε μετά το 1905 και την υιοθέτηση του νέου του Καταστατικού στο Συνέδριο της Ιένας, σε μια περίοδο που παράλληλα ενισχυόταν ο οπορτουνισμός και ο ρεφορμισμός στο εσωτερικό του. Όλο αυτό το διάστημα βάδιζε επίσης σε μια πορεία λίγο-πολύ σταθερής ενίσχυσης στο επίπεδο του εθνικού και των τοπικών κοινοβουλίων.

Ορισμένα στοιχεία βοηθούν στην κατανόηση των μεγεθών. Το 1914 το SPD διέθετε 1.085.905 μέλη. Στις βουλευτικές εκλογές του 1912 είχε λάβει 4.250.000 ψήφους. Τα συνδικάτα που ήταν συνδεδεμένα με αυτό είχαν πάνω από 2.000.000 μέλη και ετήσιο εισόδημα 88.000.000 μάρκων. Διατηρούσε ένα ευρύτατο δίκτυο παράλληλων οργανώσεων που επεκτείνονταν σε κάθε σφαίρα: Συλλόγους σοσιαλιστριών γυναικών, μορφωτικούς συλλόγους, οργανώσεις νεολαίας, συλλόγους αναψυχής και εκδρομών, εκδοτικούς οίκους, λέσχες ανάγνωσης. Το κόμμα διέθετε έναν ισχυρό κομματικό μηχανισμό, με μόνιμα επαγγελματικά στελέχη και υπαλλήλους. Ενδεικτικά, στις περίπου 90 ημερήσιες εφημερίδες που διέθετε απασχολούσε 270 δημοσιογράφους και πάνω από 3.000 υπαλλήλους, εμπορικούς αντιπροσώπους και άλλους εργαζόμενους. Διέθετε 110 βουλευτές στο Ράιχσταγκ, 220 βουλευτές στα διάφορα Λάνταγκ (τοπικά κοινοβούλια) και 2.886 εκλεγμένους δημοτικούς συμβούλους.

Για να γίνει κατανοητή η αντίστιξη, οι επαγγελματίες επαναστάτες που είχαν οικοδομήσει την μπολσεβίκικη οργάνωση, το είχαν κάνει σε συνθήκες διωγμών, παρανομίας και καταστολής. Δεν τους είχε δοθεί καν η δυνατότητα να μπουν στον πειρασμό να ενσωματωθούν στην τσαρική κοινωνία. Αντίθετα, ένα μεγάλο μέρος του μηχανισμού της γερμανικής σοσιαλδημοκρατίας συγκροτήθηκε σε συνθήκες σχετικής σταθερότητας, μέσα στο πλαίσιο των ιδεολογικών και πολιτικών επεξεργασιών που έβλεπαν ως καθήκον τη μεταρρύθμιση και όχι την επαναστατική ανατροπή του καπιταλισμού.

Ο Λένιν μιλάει με θλίψη για το γερμανικό κόμμα, το οποίο αν και διέθετε τις πιο ισχυρές οργανώσεις, η ηγεσία του ένιωσε φόβο μπροστά στην όξυνση της ταξικής πάλης στον πόλεμο και μπροστά στα κατασταλτικά μέτρα που πήρε το γερμανικό κράτος. Ότι πρόδωσε ανοιχτά την υπόθεση της εργατικής τάξης με αντίτιμο τη διατήρηση των οργανώσεων στα «νόμιμα» πλαίσια του καθεστώτος απαγορεύσεων που επέβαλε ο πόλεμος. Λέει χαρακτηριστικά: «Τον οπορτουνισμό τον έθρεψε ο λεγκαλισμός. Όταν ήρθε η κρίση, όφειλαν να περάσουν στην παράνομη δουλειά. (…) Πούλησαν το δικαίωμα του προλεταριάτου για επανάσταση επί πινακίου φακής, που τους έχουν προσφέρει με τη μορφή των οργανώσεων που επιτρέπει ο σημερινός αστυνομικός νόμος.»49

Στην ουσία, η διαπάλη που είχε προηγηθεί όλα τα προηγούμενα χρόνια στους κόλπους του SPD ανάμεσα στις συνεπείς επαναστατικές δυνάμεις που συγκρότησαν την ομάδα του Σπάρτακου και αργότερα το Κομμουνιστικό Κόμμα (Β. Λίμπκνεχτ, Ρ. Λούξεμπουργκ, Φρ. Μέρινγκ κ.ά.), με τις ρεφορμιστικές και τις κεντριστικές δυνάμεις, αφορούσε το σύνολο της πολιτικής του κόμματος και συνεπαγόμενα τον επαναστατικό ή ρεφορμιστικό του χαρακτήρα.

Αξίζει να σημειωθεί ότι, κάτω και από το βάρος της οπορτουνιστικής διολίσθησης και των λεγκαλιστικών αυταπατών, ένα μεγάλο τμήμα του ισχυρού κατά τα άλλα κομματικού μηχανισμού που είχε οικοδομήσει το SPD θεωρούσε όλο και περισσότερο ότι οι επαναστατικές θέσεις του Σπάρτακου διατάρασσαν την ομαλή κοινοβουλευτική δουλειά και την ηρεμία στο Κόμμα, και ως εκ τούτου θεωρούσαν ότι έμπαιναν εμπόδιο στην παραπέρα (με κοινοβουλευτικούς όρους) ενίσχυσή του. Όπως αναφέρει χαρακτηριστικά ένας μελετητής: «Ο υπάλληλος του Κόμματος ήθελε πάνω απ’ όλα ηρεμία κι ενότητα στην οργάνωση. Αυτό τον έκανε φυσικό αντίπαλο κάθε κριτικής και αλλαγής, κι εφόσον η πίεση για αλλαγή ερχόταν όλο και περισσότερο από τα αριστερά, ο κομματικός υπάλληλος ταυτιζόταν όλο και περισσότερο με τη δεξιά πτέρυγα.»50

Με το ξέσπασμα του πολέμου το SPD προσχώρησε στο δόγμα της λεγόμενης Burgfrieden, της ταξικής ειρήνης, που κυριάρχησε στη γερμανική πολιτική ζωή, με βάση το οποίο τα πολιτικά κόμματα θα απείχαν από την αντιπαράθεση με την κυβέρνηση όσο θα διεξαγόταν ο πόλεμος, στο όνομα της εξασφάλισης της εθνικής ομοψυχίας. Με άλλα λόγια υιοθέτησε μια γραμμή οικειοθελούς υπαναχώρησης από την ταξική πάλη, την προδοσία και το συμβιβασμό. Το ίδιο έκαναν και οι συνδικαλιστικές ηγεσίες. Ουσιαστικά, τα στελέχη των εργατικών συνδικάτων αναλάμβαναν ένα νέο ρόλο στο πλαίσιο της πολεμικής οικονομίας. Εφόσον είχαν οικειοθελώς παραιτηθεί από το δικαίωμα της απεργίας και τις διεκδικήσεις, ουσιαστικά αναλάμβαναν αναβαθμισμένο ρόλο στην εξασφάλιση της εύρυθμης λειτουργίας των επιχειρήσεων, για τη συμβολή στον πολεμικό σκοπό.

Η εθνικιστική φρενίτιδα του πολέμου κατέλαβε τους Γερμανούς σοσιαλδημοκράτες σε αποκρουστικό βαθμό. Ενδεικτικά, ένα στέλεχος περιέγραφε ότι με την κήρυξη του πολέμου κατακλύστηκε από τη «φλογερή επιθυμία να ριχτεί με όλες του τις δυνάμεις στη γενική εθνική πλημμυρίδα», καταλήγοντας: «Επιτέλους μπορεί κανείς για πρώτη φορά να πάρει μέρος ολόψυχα, με καθαρή τη συνείδηση και χωρίς ίχνος προδοσίας, στο σαρωτικό και ορμητικό τραγούδι: “Deutschland, Deutschland, über alles”.»51

Το δυστύχημα είναι ότι οι Γερμανοί κομμουνιστές δεν κινήθηκαν έγκαιρα. Το Κομμουνιστικό Κόμμα (KPD) συγκροτήθηκε μόλις το Γενάρη του 1919, και ενώ ήδη είχε ξεσπάσει η επανάσταση, στην οποία με μεγάλη μαεστρία οι σοσιαλδημοκράτες είχαν καταφέρει να εγκλωβίζουν τις εξεγερμένες μάζες των εργατών και των στρατιωτών σε κατεύθυνση εκτόνωσης. Ουσιαστικά το προλεταριάτο μπήκε στην επανάσταση χωρίς συγκροτημένη πολιτική πρωτοπορία. Οι Σπαρτακιστές και το ΚΚΓ έδωσαν ηρωικές μάχες, αλλά η επανάσταση είχε ηττηθεί.

Τα ζητήματα αυτά βρέθηκαν στο επίκεντρο των προσπαθειών επεξεργασίας στρατηγικής των κομμουνιστικών κομμάτων και το επόμενο διάστημα. Από την άποψη και μόνο του θέματος της δράσης του υποκειμενικού παράγοντα αναφέρουμε ορισμένες ενδεικτικές πλευρές πολύ συνοπτικά, καθώς πρόκειται για ιστορικές περιόδους που δε γίνεται να προσεγγιστούν αναλυτικά στο πλαίσιο του παρόντος άρθρου.

Την πορεία διαμόρφωσης στρατηγικής της ΚΔ κατά το Μεσοπόλεμο απασχόλησε σε μεγάλο βαθμό το ζήτημα των αντικειμενικών συνθηκών πάνω στις οποίες θα ξεδιπλωθεί η δράση των κομμουνιστικών κομμάτων.

Ουσιαστικά, μετά το επαναστατικό κύμα που συνόδεψε το τέλος του πολέμου, ακολούθησε μια περίοδος υποχώρησης του επαναστατικού κινήματος. Σε μεγάλο βαθμό ο προβληματισμός περιστράφηκε γύρω από το αν οι προοπτικές μιας νέας επαναστατικής ανόδου είναι άμεσες ή μακροπρόθεσμες, καθώς και τα καθήκοντα που διαμορφώνονται για τη δράση των ΚΚ, της ΚΔ αλλά και τις συνθήκες στις οποίες καλείται να παλέψει η νεαρή Σοβιετική Ρωσία για τη σταθεροποίησή της.

Το 3ο Συνέδριο της ΚΔ το 1921 εκτιμά ότι «ο πόλεμος δεν οδήγησε στην άμεση προλεταριακή επανάσταση. (...) Είναι εντελώς αναμφισβήτητο ότι η επαναστατική πάλη του προλεταριάτου για την κατάληψη της εξουσίας παρουσιάζει σήμερα μια κάποια κάμψη και κάποια επιβράδυνση.» Ουσιαστικά γίνεται προσπάθεια να προσεγγιστεί το ζήτημα σχετικά με την πολιτική γραμμή και τους τρόπους δράσης των ΚΚ σε περιόδους που αντικειμενικά δεν μπαίνει από τις συνθήκες στην ημερήσια διάταξη η άμεση επαναστατική δράση της εργατικής τάξης.

Τα ζητήματα αυτά συμπλέκονται όλο το επόμενο διάστημα με όλα τα μεγάλα θέματα που θα απασχολήσουν αντιφατικά την πορεία της ΚΔ και που αφορούσαν την επεξεργασία στρατηγικής και σημαντικές πλευρές, όπως ο καθορισμός του χαρακτήρα της επανάστασης στις διάφορες χώρες, η πολιτική συμμαχιών της εργατικής τάξης, η πάλη ενάντια στον ανερχόμενο φασισμό-ναζισμό, η στήριξη της νεαρής Σοβιετικής Ρωσίας από το διεθνή ιμπεριαλισμό.52

Στη συνέχεια, στις συνθήκες του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου, που ο ιμπεριαλιστικός του χαρακτήρας ήταν συνυφασμένος και με την προσπάθεια όλου του καπιταλιστικού κόσμου για την ανατροπή της ΕΣΣΔ, σηματοδοτήθηκε μια νέα φάση όξυνσης της ταξικής πάλης.

Στη σημαντική προσπάθεια μελέτης της ιστορίας του που έχει καταβάλει το ΚΚΕ, φωτίζεται το κρίσιμο ζήτημα της θεωρητικής επεξεργασίας και της πολιτικής γραμμής των κομμουνιστικών κομμάτων.

Στις συνθήκες επαναστατικής κατάστασης που διαμορφώθηκαν μετά την απελευθέρωση της Αθήνας τον Οκτώβρη του 1944, το ΚΚΕ δεν κατάφερε να διαμορφώσει πολιτική που να οδηγήσει το λαϊκό κίνημα στη νίκη. Παρόμοια προβλήματα αντιμετώπισαν και άλλα ΚΚ στην Ευρώπη. Ασφαλώς η στρατηγική του ΚΚΕ αναπτύχθηκε όλο το προηγούμενο διάστημα μέσα στο πλαίσιο της στρατηγικής της ΚΔ, της οποίας ήταν μέρος. Με βάση αυτές τις επεξεργασίες, θεωρούνταν ότι η Ελλάδα (όπως και άλλες χώρες) είναι αναγκαίο να περάσει πρώτα από ένα στάδιο αστικοδημοκρατικού εκσυγχρονισμού πριν τεθεί ο στόχος της σοσιαλιστικής επανάστασης. Αυτές οι αντιλήψεις, που ήταν βαθιά ριζωμένες στις επεξεργασίες του ΚΚΕ και άλλων κομμάτων, βάρυναν καθοριστικά στη διαμόρφωση στρατηγικής, στην πολιτική συμμαχιών, στο πώς έβλεπε εξάλλου το ίδιο το ΚΚΕ την πάλη για το σοσιαλισμό. Ενδεικτική είναι μια σχετική τοποθέτηση του Γ. Σιάντου τον Ιούλη του 1944: «...Στην Ελλάδα δεν μπορούμε να εφαρμόσουμε σοσιαλισμό, κι αν ακόμα όλος ο κόσμος μάς πει πάρτε την και κάνετε σοσιαλισμό (…) Η ωρίμανση των συνθηκών οδηγεί σε αστικοδημοκρατικές λύσεις, αλλαγές της κατάστασης (...). Αφού λυθούν όλα αυτά τα αστικοδημοκρατικά προβλήματα, τότε δημιουργούνται οι προϋποθέσεις για να πάμε προς το σοσιαλισμό, ομαλά, μέσα στη δημοκρατική εξέλιξη.»

Σε αυτό το πλαίσιο, το ΚΚΕ βρέθηκε στρατηγικά «εγκλωβισμένο» σε μια λογική που οδήγησε στη συμμετοχή στην κυβέρνηση «εθνικής ενότητας» μετά την απελευθέρωση, αν και όταν βρέθηκε τελικά μπροστά στο δίλημμα της σύγκρουσης, και το Δεκέμβρη του ’44 και στην τρίχρονη εποποιία του ΔΣΕ, δεν την απέφυγε, δεν υπέκυψε στις δυσκολίες κι έδωσε έναν ηρωικό αγώνα.

 

ΔΡΑΣΗ ΣΕ ΟΛΕΣ ΤΙΣ ΣΥΝΘΗΚΕΣ

Η συνοπτική παρουσίαση που προηγήθηκε συμβάλλει στο να φωτιστεί πληρέστερα το ζήτημα της διαλεκτικής σχέσης που υπάρχει ανάμεσα στις αντικειμενικές και τις υποκειμενικές προϋποθέσεις για τη νίκη της επανάστασης. Του καθοριστικού ρόλου της επαναστατικής πρωτοπορίας.

Η ιστορική πείρα εξάλλου έδειξε ότι ο πόλεμος θέτει μεγάλες προκλήσεις και ότι η θεωρητική και πολιτική επεξεργασία σε σχέση με τη στάση του επαναστατικού εργατικού κινήματος καθορίζει σε μεγάλο βαθμό την ετοιμότητα και την ικανότητα παρέμβασης στο στροβιλισμό των εξελίξεων. Ο Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος οδήγησε τη Β΄ Διεθνή σε πολιτική χρεοκοπία. Σε διαφορετικές συνθήκες και για διαφορετικούς λόγους, την περίοδο του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου η ΚΔ οδηγήθηκε τελικά στην επιλογή της αυτοδιάλυσης. Η σημερινή πείρα, με τις δυσκολίες πολλών ΚΚ σε διεθνές επίπεδο να διακρίνουν καθαρά τον ιμπεριαλιστικό χαρακτήρα της σύγκρουσης ανάμεσα στη Ρωσία από τη μία και την Ουκρανία με τη στήριξη των ΗΠΑ - ΝΑΤΟ - ΕΕ από την άλλη, ανάμεσα στα αντίπαλα στρατόπεδα, αναδεικνύει το ίδιο θέμα. Σε αυτές τις συνθήκες έχει ιδιαίτερη σημασία η Κοινή Ανακοίνωση δεκάδων ΚΚ και ΚΝ που εκδόθηκε με πρωτοβουλία του ΚΚΕ, του ΚΚ Εργαζομένων Ισπανίας, του ΚΚ Μεξικού και του ΚΚ Τουρκίας και στην οποία αναδεικνύεται ο ιμπεριαλιστικός χαρακτήρας της σύγκρουσης στην Ουκρανία και ο κίνδυνος γενίκευσής της.

Ο ιμπεριαλιστικός πόλεμος άλλωστε δεν είναι σχεδόν ποτέ ένα στενά «τοπικό» θέμα. Σε κάθε σύρραξη παίρνουν μέρος με τον έναν ή τον άλλο τρόπο όχι μόνο οι άμεσα εμπλεκόμενες χώρες, αλλά και οι διακρατικές καπιταλιστικές συμμαχίες τους, οι ιμπεριαλιστικές ενώσεις. Κανένας λαός δεν μπορεί να είναι αδιάφορος αν ο πόλεμος βρίσκεται κάπως μακρύτερα από εκείνον. Από αυτήν την άποψη αναδεικνύεται ως κρίσιμο καθήκον η κοινή και συντονισμένη δράση κομμουνιστικών και εργατικών κομμάτων, στη βάση της αναγκαίας στρατηγικής επαναστατικής ανασυγκρότησης στις σημερινές συνθήκες. Αποτελεί πρώτιστο καθήκον του κάθε ΚΚ να μπορεί να διαμορφώνει επαναστατική στρατηγική για την ανατροπή της καπιταλιστικής εξουσίας στη χώρα του, αυτό είναι άλλωστε και το καθήκον του από τη σκοπιά του προλεταριακού διεθνισμού. Η δυνατότητα ωρίμανσης της επαναστατικής κατάστασης, διεξαγωγής και νίκης της σοσιαλιστικής επανάστασης, δεν μπορεί να προκύψει άλλωστε ταυτόχρονα σε όλες τις καπιταλιστικές χώρες. Προκύπτει από τη λειτουργία του νόμου της ανισόμετρης οικονομικής και πολιτικής ανάπτυξης του καπιταλισμού, όπως έχει επισημάνει ο Λένιν, στις χώρες ή στην ομάδα χωρών που αποτελούν τον «αδύναμο κρίκο» του ιμπεριαλιστικού συστήματος.

Η ιστορική πείρα παράλληλα δείχνει ότι η επαναστατική κατάσταση που διαμορφώθηκε από τους κλονισμούς των ιμπεριαλιστικών πολέμων δεν αφορούσε μεμονωμένα μια χώρα, καθώς οι συνθήκες αυτές αγκαλιάζουν έναν ευρύτερο περίγυρο, που σε τέτοιες συνθήκες μεγάλων ανακατατάξεων και διεργασιών δε μένει αμετάβλητος και ακίνητος. Όπως αναφέρεται στο Πρόγραμμα του ΚΚΕ: «Αυτή είναι η αντικειμενική δυνατότητα, το επαναστατικό κίνημα σε μια χώρα να στηριχτεί και στη δράση του επαναστατικού κινήματος σε άλλη χώρα, ιδιαίτερα στις γειτονικές, στην ευρύτερη περιφέρεια. Ταυτόχρονα, η πορεία της ταξικής πάλης στην κάθε ξεχωριστή χώρα ασκεί επίδραση στο διεθνή περίγυρο, έχει ευρύτερο αντίκτυπο σε περιφερειακό και διεθνές επίπεδο.»

Η όξυνση των αντιθέσεων κατά την πολεμική περίοδο φέρνει και όξυνση της πίεσης προς τα εργατικά-λαϊκά στρώματα, αυξάνεται η προσπάθεια εγκλωβισμού από την αστική τάξη, ενώ είναι ιστορικά διαπιστωμένο ότι οι συνθήκες μεγάλων δυσκολιών δεν οδηγούν αυτόματα σε επαναστατικό ξεσηκωμό. Είναι ο ρόλος της επαναστατικής πρωτοπορίας να διαμορφώσει μια τέτοια πολιτική και πρακτική δράση που να δίνει διέξοδο και προοπτική στις λαϊκές δυνάμεις, να προσανατολίζει μέσα στην καταιγίδα των πρωτόγνωρων για το λαό εξελίξεων, να μπορεί να προσφέρει μια «πυξίδα» στην αυτενέργεια που αρχίζει να κατακλύζει τα λαϊκά στρώματα.

Ο Μπ. Μπρεχτ περιγράφει πολύ εύστοχα σ’ ένα κείμενό του τις δυσκολίες που αντιμετωπίζει ο λαός σε μια επαναστατική κατάσταση:

«Οποιοσδήποτε έχει μελετήσει μια επαναστατική εξέγερση, ξέρει ποιες εσωτερικές δυσκολίες αντιμετωπίζει η μάζα για να εξεγερθεί. Ο άνθρωπος ρίχνεται στο καινούργιο μόνο σε περίπτωση ανάγκης. Η μεγαλοπρεπής πρόταση “Το προλεταριάτο δεν έχει τίποτα να χάσει εκτός από τις αλυσίδες του” ισχύει στην ιστορική σφαίρα και μάλιστα για το σύνολο της τάξης, αλλά η εσωτερική ιστορία μιας επανάστασης έγκειται ακριβώς στο ότι το προλεταριάτο, δηλαδή οι προλετάριοι, εμφανίζονται να ενεργούν ως τάξη. Σε αυτήν τη διαδικασία έχουν πολλά ν’ αφήσουν πίσω τους και πολλά να ρισκάρουν. Από αυτά, η ίδια η ζωή προσεγγίζεται μυστηριωδώς ως το λιγότερο που έχουν να ρισκάρουν. Αυτή συχνά ρισκάρεται πιο εύκολα από μια φτωχική κατοικία.

Όταν η κυρίαρχη τάξη χάνει τον έλεγχο της κατάστασης, οι κυριαρχούμενοι τις περισσότερες φορές τα χάνουν. Οι θεσμοί κλονίζονται και καταρρέουν και οι καταπιεσμένοι δεν κάνουν ακόμα κινήσεις για ν’ αναλάβουν την ηγεσία. Εναντίον τους βρίσκεται η θρησκεία τους, ο τρόπος ζωής τους, τον οποίο έχουν μάθει με κόπο, μερικοί από αυτούς από τον εχθρό, μερικοί από αυτούς από τον αγώνα ενάντια στον εχθρό. Ένα σύνθετο οπλοστάσιο από συνήθειες και αρχές. Γι’ αυτόν το λόγο, για να γίνει υπόθεση των μαζών, η ίδια η ανατροπή πρέπει να προσλάβει κάτι το επαγγελματικό, πρέπει να έχει χαρακτήρα οργανωμένης επιχείρησης, στην οποία οι άνθρωποι μπορούν ν’ αναγνωρίσουν μικρά και λογικά σημάδια της καθημερινότητάς τους.»53

Στο παραπάνω απόσπασμα δεν αναδεικνύονται μόνο οι δυσκολίες που έχουν οι εργαζόμενες μάζες να επιλέξουν το δρόμο της σύγκρουσης, να δράσουν ως τάξη με γνώμονα τα συλλογικά τους συμφέροντα, αλλά και τα «βάρη» που κουβαλάνε από τις προηγούμενες αντιλήψεις και πεποιθήσεις τους, που ανατρέπονται βίαια μέσα στους καιρούς της επαναστατικής θύελλας. Φωτίζει τον καταλυτικό ρόλο της επαναστατικής πρωτοπορίας ώστε να μπορεί να παίρνει μορφή η λαϊκή δράση, να οργανώνεται, να προσανατολίζεται.

Εξάλλου, η δράση του υποκειμενικού παράγοντα δεν είναι ποτέ τελείως αποκομμένη από τις ίδιες τις αντικειμενικές συνθήκες, δεν αναπτύσσεται σε ένα εξω-ιστορικό περιβάλλον. Η δράση των τάξεων, των κομμάτων τους, διεξάγεται σε μια δοσμένη κοινωνία και «εγγράφεται» μέσα στις εκάστοτε κοινωνικές και πολιτικές συνθήκες. Σε μη επαναστατικές συνθήκες ασφαλώς δεν μπορεί να είναι αυτή που θα διαμορφώσει ή θα πυροδοτήσει τους τριγμούς εκείνους που θα οδηγήσουν σε επαναστατική κρίση. Μάλιστα, τέτοιες αντιλήψεις, που συχνά μπορεί να εμφανίζονται ως υπερεπαναστατικός βολονταρισμός, τελικά μεταπλάθονται σε ρεφορμισμό, καθώς η αναζήτηση «κρίκων» που σε μη επαναστατικές συνθήκες θ’ ανοίξουν το «δρόμο» για ριζικές αλλαγές έχουν ιστορικά γίνει όχημα για κυβερνητισμό, κοινοβουλευτικές αυταπάτες, αναζήτηση «μεταβατικών πολιτικών στόχων», πολιτική συνεργασία με αστικές πολιτικές δυνάμεις και τη σοσιαλδημοκρατία. Η δράση όμως του υποκειμενικού παράγοντα παίζει κρίσιμο ρόλο στην οργάνωση και τη διαπαιδαγώγηση της εργατικής τάξης, στη συγκέντρωση, στη διεύρυνση και στην ωρίμανση της ταξικής συνειδητοποίησης πρωτοπόρων επαναστατικών δυνάμεων.

Το σημαντικότερο είναι ότι η ετοιμότητα του υποκειμενικού παράγοντα χτίζεται σε μια ολόκληρη περίοδο που προηγείται της όξυνσης της πάλης, των επαναστατικών συνθηκών. Πρώτ’ απ’ όλα αυτό αφορά την κατάκτηση επαναστατικής στρατηγικής, που σήμερα απαιτεί σύνθετη θεωρητική δουλειά, κριτική επισκόπηση της ιστορικής πορείας του διεθνούς κομμουνιστικού κινήματος, συμπερασμάτων από την πορεία της σοσιαλιστικής οικοδόμησης, απάντηση στα νέα ζητήματα της ταξικής πάλης. Αφορά την εξασφάλιση της ικανότητας δράσης όλου του Κόμματος με βάση αυτήν τη στρατηγική, την ολόπλευρη παρέμβαση στην εργατική τάξη, για την άνοδο της οργάνωσής της μέσα από τον καθημερινό αγώνα, για την οικοδόμηση ισχυρών δεσμών, για τον απεγκλωβισμό πρωτοπόρων δυνάμεων από την κυρίαρχη ιδεολογία.

Χωρίς αυτές τις προϋποθέσεις, πολύ δύσκολα μέσα στο χάος της επαναστατικής κρίσης θα μπορέσει ένα επαναστατικό κόμμα να βρει το βηματισμό του χωρίς να έχει προηγηθεί η πολύπλευρη και κοπιώδης πολιτική-ιδεολογική και οργανωτική προετοιμασία του. Έχει επιβεβαιωθεί ιστορικά ότι η επιδείνωση της κατάστασης της εργατικής τάξης, η αύξηση της επιθετικότητας του κεφαλαίου δεν οδηγούν από μόνα τους στη ριζοσπαστικοποίηση. Γι’ αυτό έχει καθοριστική σημασία η σύνθετη πολιτική και οργανωτική δουλειά του υποκειμενικού παράγοντα, σε όλες τις συνθήκες, επαναστατικές και μη.

Η πείρα έδειξε ότι οι θεωρητικές και πολιτικές ελλείψεις καθήλωσαν τα εργατικά και κομμουνιστικά κόμματα σε περιόδους που θα μπορούσαν να ηγηθούν της πάλης για την εξουσία. Αυτό αναδείχτηκε με την πείρα των Γερμανών κομμουνιστών, το ίδιο αναδεικνύεται και από την πείρα του ΚΚΕ τον Οκτώβρη του 1944.

Όλα αυτά χτίζονται μεθοδικά και δοκιμάζονται ραγδαία σε συνθήκες ανόδου.

Δε γίνεται, για παράδειγμα, ένα κόμμα που για μια ολόκληρη ιστορική περίοδο έχει μάθει ν’ αποθεώνει την αστική νομιμότητα, που είναι βουτηγμένο στις κοινοβουλευτικές αυταπάτες, να μεταμορφωθεί ξαφνικά σε συνθήκες επαναστατικές σ’ ένα σκληροτράχηλο και αποφασισμένο κόμμα της επαναστατικής μαχητικής δράσης.

Για να επιστρέψουμε στο παράδειγμα των Γερμανών σοσιαλδημοκρατών, που όπως είδαμε, ποτισμένοι στο λεγκαλισμό και τον κοινοβουλευτισμό, ουσιαστικά υποχώρησαν μπροστά στις δυσκολίες και τις νέες απαιτήσεις που έθεσαν οι επαναστατικές συνθήκες, ο Λένιν επισημαίνει την ανάγκη να είναι διαπαιδαγωγημένο συνολικά το κόμμα για να μπορεί να περνάει με αποφασιστικότητα και ταχύτητα σε νέες μορφές πάλης, να μπορεί να τις εναλλάσσει. «Οι άνθρωποι αυτοί έχουν τόσο διαφθαρεί και αποβλακωθεί από την αστική νομιμότητα», λέει ο Λένιν, που φαντάζονται πια ότι οι οργανώσεις και τα συνδικάτα «που υπάρχουν με την άδεια των αστυνομικών Αρχών είναι ένα όριο που δεν μπορείς να ξεπεράσεις».54

Με την ίδια λογική επισημαίνει την περίοδο του 1905 απέναντι στην πολιτική συμβιβασμού των μενσεβίκων, αλλά και σε φόβους τμήματος των μπολσεβίκων σχετικά με το πέρασμα σε νέες μορφές μαχητικού αγώνα: «Κάθε νέα μορφή πάλης, συνδεδεμένη με νέους κινδύνους και με νέες θυσίες, “αποδιοργανώνει” αναπόφευκτα τις οργανώσεις που δεν έχουν προετοιμαστεί γι’ αυτήν τη νέα μορφή πάλης. Τους παλιούς μας ομίλους προπαγανδιστών τους αποδιοργάνωνε το πέρασμα στη ζύμωση. Τις επιτροπές μας τις αποδιοργάνωνε στη συνέχεια το πέρασμα στις διαδηλώσεις. Κάθε πολεμική επιχείρηση σ’ έναν οποιονδήποτε πόλεμο προκαλεί μια ορισμένη αποδιοργάνωση στις γραμμές των μαχόμενων. Από ’δώ δεν μπορούμε να συμπεράνουμε ότι δεν πρέπει να πολεμάμε. Από ’δώ πρέπει να συμπεράνουμε ότι πρέπει να μάθουμε πώς να πολεμάμε.»55

 

ΣΥΝΟΨΗ ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΩΝ

Η παραπάνω πείρα, που αναγκαστικά παρουσιάστηκε αρκετά συμπυκνωμένα σε ορισμένα σημεία, φωτίζει σημαντικές πτυχές και διδάγματα:

 

α) Ο Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος διαμόρφωσε συνθήκες επαναστατικής αναταραχής σε μια σειρά από τις εμπόλεμες χώρες. Αποτέλεσε το έδαφος όξυνσης των αντιθέσεων που οδήγησε στη νίκη της Οκτωβριανής Επανάστασης στη Ρωσία, αλλά και στις επαναστάσεις που ηττήθηκαν σε Γερμανία, Ουγγαρία, Φινλανδία.

Ο ιμπεριαλιστικός πόλεμος, ως απόρροια της μεγάλης όξυνσης των ανταγωνισμών που δεν μπορούν να διευθετηθούν με ειρηνικά μέσα, έχει συνδεθεί ιστορικά με την πιθανότητα διαμόρφωσης συνθηκών αποσταθεροποίησης της αστικής εξουσίας. «Είναι αλήθεια ότι η επανάσταση και ο πόλεμος συχνά είναι αδέλφια»56, γράφει ο Ούγγρος κομμουνιστής συγγραφέας Λ. Γκιούρκο εξιστορώντας τα γεγονότα του Οκτώβρη. Ασφαλώς αυτό δε γίνεται ευθύγραμμα, ούτε αποτελεί βεβαιότητα. Ούτε μπορεί να υπάρχει μηχανιστική μεταφορά της προηγούμενης πείρας στις σύγχρονες, κάθε φορά, συνθήκες. Στις σημερινές συνθήκες άλλωστε πρέπει επιπλέον να ληφθούν υπόψη πλευρές όπως οι σύγχρονοι τρόποι και μορφές διεξαγωγής των πολέμων, το μακρόχρονο ή όχι της πολεμικής εμπλοκής, ή πιθανότητες να πυροδοτείται η λαϊκή δυσαρέσκεια ως συνδυασμένο αποτέλεσμα στοιχείων ραγδαίας οικονομικής επιδείνωσης, εναλλαγής πολεμικών επεισοδίων με αντιλαϊκές συμφωνίες ιμπεριαλιστικών «ειρηνικών» διευθετήσεων.

Σε κάθε περίπτωση όμως, η πολεμική σύγκρουση ανοίγει ρήγματα, δημιουργεί κλονισμούς που πολλές φορές δεν μπορούν να προβλεφθούν ούτε από τους ίδιους τους πρωταγωνιστές των εξελίξεων, ξεφεύγουν από το αρχικό πλαίσιο των σχεδιασμών.

Η πείρα των λενινιστικών επεξεργασιών όσο και η προηγούμενη πείρα των Μαρξ και Ένγκελς αναδεικνύουν ότι ενιαίο κριτήριο αποτελεί η αυτοτελής πάλη του προλεταριάτου, η γραμμή πολιτικής και ταξικής ανεξαρτησίας από την αστική τάξη. Οι λενινιστικές επεξεργασίες, που οδήγησαν άλλωστε σε νίκη, τονίζουν τη θεμελιώδη σημασία της πολιτικής γραμμής μετατροπής του ιμπεριαλιστικού πολέμου σε ταξικό-εμφύλιο πόλεμο, δηλαδή σε επανάσταση και πάλη για την εξουσία. Το καθήκον αυτό ασφαλώς, όπως είδαμε και μέσα από την ιστορική εξέταση, αποτελεί σύνθετο και απαιτητικό ζήτημα.

Η ολόπλευρη πολιτική και ιδεολογική προετοιμασία της επαναστατικής πρωτοπορίας αναδείχτηκε ότι αποτελεί κρίσιμο παράγοντα για να μπορεί ν’ ανταποκρίνεται σε αυτό το καθήκον, παλεύοντας σε αυτήν την κατεύθυνση με σταθερό το τιμόνι, όπως και να έρχονται οι εξελίξεις.

Στο Πρόγραμμα του ΚΚΕ αναφέρεται: «Σε περίπτωση ιμπεριαλιστικής πολεμικής εμπλοκής της Ελλάδας, είτε σε αμυντικό είτε σε επιθετικό πόλεμο, το Κόμμα πρέπει να ηγηθεί της αυτοτελούς οργάνωσης της εργατικής-λαϊκής πάλης με όλες τις μορφές, ώστε να οδηγήσει σε ολοκληρωτική ήττα της αστικής τάξης, εγχώριας και ξένης ως εισβολέα, έμπρακτα να συνδεθεί με την κατάκτηση της εξουσίας.»

 

β) Αποτελεί ζήτημα ιστορικής μελέτης και βαθύτερου προβληματισμού το γιατί και κάτω από ποιες συνθήκες τελικά δε γενικεύτηκε και δεν κυριάρχησε στο κομμουνιστικό κίνημα τις επόμενες δεκαετίες η θετική πείρα της Οκτωβριανής Επανάστασης.

Στην επεξεργασία στρατηγικής από την ΚΔ, που καθόρισε σε μεγάλο βαθμό και τη στρατηγική με την οποία τα ΚΚ μπήκαν στον ηρωικό αγώνα την περίοδο του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου, φαίνεται σε μεγάλο βαθμό να επανέρχονται ως κριτήρια διαμόρφωσης στρατηγικής πλευρές που η ίδια η λενινιστική επεξεργασία είχε ξεπεράσει τον Απρίλη του 1917. Επανήλθε και δικαιολογήθηκε με βάση τις επεξεργασίες του Λένιν για το 1905 η στρατηγική αντίληψη που προέβλεπε μια ενδιάμεσου τύπου εξουσία ή κυβέρνηση ανάμεσα στην αστική και την εργατική. Πολύ περισσότερο που αυτή η στρατηγική αφορούσε καπιταλιστικές κοινωνίες στις οποίες δεν υπήρχαν ανάλογες συνθήκες προς εκείνες της τσαρικής Ρωσίας του 1905 (απολυταρχία, φεουδαρχικές σχέσεις κλπ.).

Επανήλθε ως κριτήριο ότι ο καπιταλισμός θα έπρεπε να περάσει από μια φάση «ωρίμανσης» σε μια σειρά χώρες πριν τεθεί το ζήτημα της εργατικής εξουσίας. Κριτήριο το οποίο μάλιστα ο ίδιος ο Λένιν το είχε ξεπεράσει με τις επεξεργασίες του αναπτύσσοντας τη στρατηγική των μπολσεβίκων, παλεύοντας ενάντια στις θέσεις που κυριαρχούσαν ως τότε στο μαρξισμό (Πλεχάνοφ, Κάουτσκι κ.ά.), όπως και των μενσεβίκων, που θεωρούσαν ότι πρώτ’ απ’ όλα η ίδια Ρωσία έπρεπε να περάσει ένα τέτοιο στάδιο «ωρίμανσης» του καπιταλισμού, πριν τη σοσιαλιστική επανάσταση.

Σε αυτήν τη βάση η ΚΔ ανέπτυξε αντιφατικές επεξεργασίες σχετικά με το χαρακτήρα της επανάστασης σε μια σειρά χώρες, με γνώμονα την κατηγοριοποίηση με βάση το αν είναι ώριμες ή όχι για το πέρασμα στο σοσιαλισμό, που οδηγούσε αναπόφευκτα στη σταδιοποίηση της στρατηγικής.

Όπως είναι κατανοητό, τα ζητήματα αυτά έπαιξαν σημαντικό ρόλο στη διαμόρφωση της πολιτικής γραμμής των ΚΚ και της πολιτικής συμμαχιών τους μπροστά στον ανερχόμενο φασισμό, τον κίνδυνο και στη συνέχεια το ξέσπασμα του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου, την ίδια την εκτίμηση για το χαρακτήρα του πολέμου. Τα ΚΚ έπρεπε ν’ ανταποκριθούν στο πολύ σύνθετο καθήκον της πάλης για την εξουσία στη χώρα τους, αλλά και την ανάγκη πάλης για την υπεράσπιση του πρώτου εργατικού κράτους, της ΕΣΣΔ η οποία αποτελούσε αντικειμενικά στόχο όλου του καπιταλιστικού κόσμου, τόσο της Ναζιστικής Γερμανίας όσο και των ΗΠΑ - Μ. Βρετανίας και των συμμάχων τους.

Σε αυτήν την κατεύθυνση, το ΚΚΕ έχει αναπτύξει πλούσιο και γόνιμο προβληματισμό μέσα από τη μελέτη της ιστορίας του, αλλά και της ιστορίας του Διεθνούς Κομμουνιστικού Κινήματος, χωρίς ωραιοποίηση, ούτε ασφαλώς μηδενισμό σε σχέση με τον ηρωικό αγώνα εκατομμυρίων κομμουνιστών που μέχρι σήμερα εμπνέει τη λαϊκή πάλη.

 

γ) Η πείρα των μπολσεβίκων αναδεικνύει τη σημασία της ορθής εκτίμησης των αντικειμενικών συνθηκών της επαναστατικής πάλης. Ο προσδιορισμός της επαναστατικής κατάστασης αποτελεί σπουδαίο θεωρητικό βάθρο του μαρξισμού-λενινισμού, ως αντικειμενική προϋπόθεση για τη δυνατότητα ξεσπάσματος της σοσιαλιστικής επανάστασης. Παράλληλα, αποτελεί πεδίο δοκιμασίας της ικανότητας της επαναστατικής πρωτοπορίας, της πολιτικής διορατικότητάς της, της σύνδεσής της με τις εργατικές-λαϊκές μάζες η έγκαιρη αναγνώριση των στοιχείων αυτών μέσα στη ζωντανή ταξική πάλη, ώστε να μπορεί να κατευθύνει τον ταξικό αγώνα, με βάση τις ευνοϊκότερες δυνατές προϋποθέσεις, ενάντια στην κλονιζόμενη αστική εξουσία.

Το ζήτημα της επαναστατικής κατάστασης είναι στενά συνυφασμένο με τον ίδιο το σκοπό του κόμματος της εργατικής τάξης, την επανάσταση.

Το ΚΚΕ όχι μόνο έχει μελετήσει την ιστορική πείρα, αλλά έχει ενσωματώσει το ζήτημα της επαναστατικής κατάστασης στο Πρόγραμμά του. Αποτελεί προγραμματική τοποθέτηση του ΚΚΕ ότι η επαναστατική αλλαγή στη χώρα μας θα προκύψει μέσα από συνθήκες επαναστατικής κατάστασης δηλαδή μέσα από επανάσταση, και όχι από κάποιον άλλο δρόμο «ειρηνικής» προσέγγισης του σοσιαλισμού, «μεταβατικού προγράμματος» προς το σοσιαλισμό ή κοινοβουλευτικής κυβερνητικής εναλλαγής που σε μη επαναστατικές συνθήκες μπορεί τάχα ν’ ανοίξει το δρόμο για ριζοσπαστικές αλλαγές. Η τέτοια απάντηση στο κρίσιμο ερώτημα «κάτω από ποιες προϋποθέσεις μπορεί να γίνει η επανάσταση;» θωρακίζει απέναντι στις πολυπλόκαμες αυταπάτες, αλλά και απαντάει στις θεμιτές απορίες που μπορεί να υπάρχουν σε ανθρώπους που προσεγγίζουν την πολιτική του ΚΚΕ. Αποτελεί ένα από τα βασικά στοιχεία που συγκροτούν την πολιτική θέση αρχής ενάντια στη συμμετοχή σε κυβερνήσεις, όπως κι αν αυτές ονομάζονται, «αριστερές», «ριζοσπαστικές», στο έδαφος του καπιταλισμού.

Θα μπορούσε να φαίνεται σε κάποιον ως ένα «θεωρητικό ζήτημα» που δευτερευόντως εμπεριέχεται στο Πρόγραμμα, αλλά στην πραγματικότητα αποτελεί ένα από τα κρίσιμα στοιχεία που θεμελιώνουν τον επαναστατικό και όχι μεταρρυθμιστικό χαρακτήρα του Προγράμματος.

 

δ) Κρίσιμο ζήτημα για τις δυνατότητες εκδήλωσης και νίκης της επανάστασης αποτελεί η εύστοχη πολιτική παρέμβαση και η μαχητική δράση του υποκειμενικού παράγοντα, της πολιτικής πρωτοπορίας σε επαναστατικές συνθήκες. Το συμπέρασμα αυτό αναδείχτηκε και από τη θετική αλλά και από την αρνητική πείρα του εργατικού κινήματος για πάνω από έναν αιώνα.

Στοιχεία που παίζουν σημαντικό ρόλο σε αυτήν την κατεύθυνση αποτελούν πρώτ’ απ’ όλα οι θεωρητικές και πολιτικές επεξεργασίες που έχουν προηγηθεί σε συνθήκες που δεν είναι επαναστατικές. Η ανάπτυξη επαναστατικής στρατηγικής, η προσήλωση στις αρχές λειτουργίας ενάντια στην επανάπαυση στην αστική νομιμότητα, που αντικειμενικά βρίσκει έδαφος να τροφοδοτείται σε μακρόχρονες συνθήκες καπιταλιστικής σταθερότητας και ηρεμίας, η στενή σύνδεση με την εργατική τάξη και τα σύμμαχα λαϊκά στρώματα και ιδιαίτερα τα πιο πρωτοπόρα τμήματα, στους πιο κρίσιμους τομείς της οικονομίας και της κοινωνίας, η ανάπτυξη της ιδεολογικής και πολιτικής υπεροχής απέναντι στον αντίπαλο που γεμίζει με εμπιστοσύνη, προσήλωση στο σκοπό, τόλμη και αφοβία μπροστά στις σκληρές συνθήκες του αγώνα, η ικανότητα συνδυασμού όλων των μορφών της πάλης.

Αποδείχτηκε ότι η ικανότητα του υποκειμενικού παράγοντα ν’ ανταποκρίνεται στις συχνά γρήγορα μεταβαλλόμενες συνθήκες που προκαλεί ο οξυμένος ταξικός αγώνας σε περιόδους επαναστατικής ανόδου δεν είναι εκ των προτέρων εξασφαλισμένη. Κρίνεται σε μεγάλο βαθμό από ολόκληρη την προηγούμενη δραστηριότητα του κόμματος, από τη στρατηγική που έχει κατακτήσει, από την πολιτική και οργανωτική του φυσιογνωμία, από τη σκληραγώγησή του.

Η σημερινή δράση, η δράση σε μη επαναστατικές συνθήκες δεν είναι μια «παθητική» αναμονή. Παίζει κρίσιμο ρόλο στις συνθήκες διεξαγωγής της πάλης, επιδρά, μέσα από την καθημερινή πάλη, και στους γενικότερους όρους του αγώνα της εργατικής τάξης, του βαθμού οργάνωσης και ταξικής συνειδητοποίησης. Σφυρηλατεί πολύπλευρα την ικανότητα της επαναστατικής πρωτοπορίας.

Από αυτήν την άποψη, η στάση στον ιμπεριαλιστικό πόλεμο αποτέλεσε ένα από τα κομβικά ζητήματα στην ιστορία του κομμουνιστικού κινήματος στον 20ό αιώνα. Αναδείχτηκε ότι η στάση απέναντι στον πόλεμο είναι και στάση απέναντι στην επανάσταση.

 

Τους προλετάριους στον πόλεμο τους πάνε·

με θάρρος μάχονται στης Γης την κάθε κόχη.

Γιατί; Για ποιον; Αυτό δεν τους το μαρτυράνε.

Δεν πάνε πάντως για τον εαυτό τους –όχι!

 

Την ήττα μόνο οι προλετάριοι την πληρώνουν·

οι προλετάριοι πληρώνουν και τη νίκη.

Αυτά τα δύο μας οδηγούν, μας χαλυβδώνουν,

να πάρουμε ό,τι απ’ την αρχή σε μας ανήκει.

 

Σκατένιος είν’ ο πόλεμός σας! Κάντε τον μονάχοι!

Εμείς στον ταξικό γυρνάμε τα όπλα εχθρό.

Εμείς γι’ αλλού κινάμε· τη δική μας μάχη

εκεί θα δώσουμε: Σε πόλεμο σωστό!

 

Μπέρτολτ Μπρεχτ, «Τραγούδι ενάντια στον πόλεμο»57

 


ΣημειώσειςΣημειώσεις

* Ο Κωστής Μπορμπότης είναι μέλος της Ιδεολογικής Επιτροπής της ΚΕ του ΚΚΕ.

1. Ε. Γκόντος, Ο Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος και η προϊστορία του (1970-1918), εκδ. Σύγχρονη Εποχή, 2015, σελ. 10-11.

2. Β. Ι. Λένιν, «Διάλεξη για την επανάσταση του 1905», Άπαντα, τόμ. 30, εκδ. Σύγχρονη Εποχή, σελ. 328.

3. Πιο αναλυτικά για την προδοτική στάση των σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων, βλ. ΙΕ της ΚΕ, «Ο Λένιν και οι μπολσεβίκοι για τον ιμπεριαλιστικό πόλεμο», ΚΟΜΕΠ, τεύχ. 2/2022.

4. Ου. Φόστερ, Ιστορία των Τριών Διεθνών, εκδ. Γνώσεις, Αθήνα, χ.χ., σελ. 260.

5. Φρ. Ένγκελς, «Ανασκόπηση (Μάης-Οκτώβρης 1850)», Κείμενα για την οικονομία και την πολιτική, εκδ. Σύγχρονη Εποχή, 2010, σελ. 55.

6. Κ. Μαρξ, Οι ταξικοί αγώνες στη Γαλλία από το 1848 ως το 1850, εκδ. Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα, 2000, σελ. 49.

7. Αναφέρεται στις πέντε «Μεγάλες Δυνάμεις», όπως είχαν καθιερωθεί στη γλώσσα της εποχής: Τη Γαλλία, τη Μ. Βρετανία, τη Ρωσία, την Αυστρία (Αυστροουγγρική Αυτοκρατορία στη συνέχεια) και την Πρωσία.

8. Fr. Engels, «The European War», Marx - Fr. Engels Collected Works (MECW), Progress Publishers, Moscow, 1979, τόμ. 12, σελ. 557-558.

9. Fr. Engels, «The Real Issue in Turkey», ό.π., σελ. 17.

10. S. Neumman - M. von Hagen, «Engels and Marx on Revolution, War and the Army in Society», στο Paret (ed.), Makers of Modern Strategy, from Machiavelli to the Nuclear Age, Princeton University Press, 1986, σελ. 265.

11. «K. Marx to Paul and Laura Lafargue (28 July 1870)», Marx - Fr. Engels Collected Works (MECW), Progress Publishers, Moscow, 1989, τόμ. 44, σελ. 12-14. Ο Γαλλοπρωσικός Πόλεμος ξέσπασε εξαιτίας των βαθιών αντιθέσεων ανάμεσα στην Πρωσία και τη Γαλλία. Επίσης, από την πλευρά της Πρωσίας ο πόλεμος αφορούσε αντικειμενικά και το ζήτημα της γερμανικής εθνικής ενοποίησης, που είχε ιστορικά προοδευτικό χαρακτήρα. Στις συνθήκες του πολέμου οι Μαρξ και Ένγκελς διαμόρφωσαν κατευθύνσεις προς την Α΄ Διεθνή που αποτυπώθηκαν κατά βάση μέσα από τα καλέσματα του Γενικού Συμβουλίου της, την «Πρώτη Διακήρυξη» (23 Ιούλη 1870) και τη «Δεύτερη Διακήρυξη» (9 Σεπτέμβρη 1870), που ακολουθούσαν και την πορεία του πολέμου. Οι Μαρξ και Ένγκελς διέκριναν εξαρχής το ενδεχόμενο στην πορεία του πολέμου να αλλάξει ο χαρακτήρας του, όπως και έγινε μετά την ήττα των Γάλλων και τις προσπάθειες της Γερμανίας να υφαρπάξει την Αλσατία και τη Λωρραίνη.

12. Κ. Μαρξ, Ο εμφύλιος πόλεμος στη Γαλλία, εκδ. Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα, 2011, σελ. 28.

13. «Fr. Engels to K. Marx (26 Sept. 1851)», Marx - Fr. Engels Collected Works (MECW), Progress Publishers, Moscow, 1979, τόμ, 38, σελ. 469-470.

14. «Fr. Engels to Charles Bonnier (24 Oct. 1892)», ό.π., τόμ. 50, σελ. 20.

15. Β. Ι. Λένιν, «Κάτω από ξένη σημαία», Άπαντα, τόμ. 26, εκδ. Σύγχρονη Εποχή, σελ. 137.

16. Ακαδημία Επιστημών της ΕΣΣΔ, Παγκόσμια Ιστορία, τόμ. Ζ1, εκδ. Μέλισσα, 1961, σελ. 437.

17. Β. Ι. Λένιν, «Η πτώση του Πορτ-Άρθουρ», Άπαντα, τόμ. 9, εκδ. Σύγχρονη Εποχή, σελ. 157.

18. Β. Ι. Λένιν, «Η έναρξη της επανάστασης στη Ρωσία», ό.π., σελ. 202-203.

19. Οκτώβρης 1917. Η πορεία των μπολσεβίκων προς τη νίκη, εκδ. Σύγχρονη Εποχή, 2012, σελ. 51.

20. Β. Ι. Λένιν, «Δύο τακτικές της σοσιαλδημοκρατίας στη δημοκρατική επανάσταση», Άπαντα, τόμ. 11, εκδ. Σύγχρονη Εποχή, σελ. 5. Σε αυτήν τη βάση ο Λένιν διατύπωσε την πολιτική επεξεργασία της «δημοκρατικής δικτατορίας του προλεταριάτου και της αγροτιάς», ως στόχο επαναστατικής εξουσίας. Με αυτήν την εξαιρετικά πρωτοπόρα για την εποχή επεξεργασία, οι μπολσεβίκοι διαμόρφωσαν μια γραμμή που να εξασφαλίζει την πολιτική αυτοτέλεια της εργατικής τάξης στην επικείμενη αστικοδημοκρατική επανάσταση και την πάλη ώστε η επανάσταση να έχει ριζοσπαστικό χαρακτήρα σε σχέση με την ιστορική εποχή, να διαμορφώσει όρους για τη σοσιαλιστική επανάσταση. Η «δημοκρατική δικτατορία του προλεταριάτου και της αγροτιάς», όπως έλεγε ο Λένιν, θα ξεκαθάριζε ριζικά με τον τσαρισμό, αλλά μπορούσε να έχει ενιαία θέληση μόνο σχετικά με το τσάκισμα της απολυταρχίας, όχι σε σχέση το σοσιαλισμό. Τόνιζε επίσης ότι, ενώ ήταν κατάλληλη για τη Ρωσία της εποχής, δεν μπορούσε να μεταφερθεί στις συνθήκες πιο ανεπτυγμένων καπιταλιστικά χωρών όπως η Γερμανία. Τα επόμενα χρόνια μια σειρά θεμελιώδεις θεωρητικές επεξεργασίες του ίδιου του Λένιν συνέβαλαν στην περεταίρω ωρίμανση και ανάπτυξη της στρατηγικής σκέψης των μπολσεβίκων, όπως αποτυπώθηκε άλλωστε στις συνθήκες του 1917 με τις «Θέσεις του Απρίλη». Για πιο ολοκληρωμένη παρουσίαση των επεξεργασιών του Λένιν στην επανάσταση του 1905, βλ. «Διακήρυξη της ΚΕ του ΚΚΕ για τα 100 χρόνια από την Οκτωβριανή Επανάσταση», ΚΟΜΕΠ, τεύχ. 4/2017.

21. Β. Ι. Λένιν, «Πλατφόρμα τακτικής για το ενωτικό Συνέδριο του ΣΔΕΚΡ», Άπαντα, εκδ. Σύγχρονη Εποχή, τόμ. 12, σελ. 225, 228.

22. Βλ. ενδεικτικά τη νεκρολογία που έγραψε ο Λένιν, «Ιβάν Βασίλιεβιτς Μπάμπουσκιν», Άπαντα, τόμ. 20, εκδ. Σύγχρονη Εποχή, σελ. 82-86, και τη μυθιστορηματική αφήγηση της ζωής του Σιμόν Τερ-Πετροσιάν στο έργο του Κ. Μκρτιτς, Καμό, εκδ. Σύγχρονη Εποχή, 2016.

23. Β. Ι. Λένιν «Προς τη Μαχητική Επιτροπή της Επιτροπής Πετρούπολης», Άπαντα, τόμ. 11, εκδ. Σύγχρονη Εποχή, σελ. 338-340.

24. Β. Ι. Λένιν, «Γράμμα προς τους εργάτες της Κόκκινης Πρέσνια», Άπαντα, τόμ. 42, εκδ. Σύγχρονη Εποχή, σελ. 200-201.

25. Β. Ι. Λένιν, «Η χρεοκοπία της Β΄ Διεθνούς», Άπαντα, τόμ. 26, εκδ. Σύγχρονη Εποχή, σελ. 220.

26. Αναφέρεται στο Β. Ι. Λένιν, «Προφητικά Λόγια», Άπαντα, τόμ. 36, εκδ. Σύγχρονη Εποχή, σελ. 472-473.

27. E. Hobsbawm, Η Εποχή των άκρων. Ο Σύντομος Εικοστός Αιώνας, εκδ. Θεμέλιο, 1999, σελ. 39-40.

28. Έριχ Μαρία Ρεμάρκ, Ουδέν νεώτερον από το δυτικόν μέτωπον, εκδ. Ζαχαρόπουλος, 1988, σελ. 178-179.

29. E. Hobsbawm, Η Εποχή των άκρων. Ο Σύντομος Εικοστός Αιώνας, εκδ. Θεμέλιο, 1999, σελ. 85.

30. Β. Ι. Λένιν, «Η χρεοκοπία της Β΄ Διεθνούς», Άπαντα, τόμ. 26, εκδ. Σύγχρονη Εποχή, σελ. 221.

31. Η Οκτωβριανή Επανάσταση από μήνα σε μήνα, εκδ. Σύγχρονη Εποχή, 2017, σελ. 29.

32. Απέναντι στις θέσεις του Λένιν, μια ομάδα στελεχών των μπολσεβίκων (Κάμενεφ, Ζινόβιεφ, Ρίκοφ, Καλίνιν κ.ά.), οι λεγόμενοι «παλιοί μπολσεβίκοι» (επειδή υπερασπίζονταν την «παλιά» γραμμή) υποστήριξαν ότι η αστικοδημοκρατική επανάσταση δεν είχε ολοκληρωθεί, ότι δεν είχαν πραγματοποιηθεί μια σειρά αιτήματα και στόχοι όπως η Συντακτική Συνέλευση, η αγροτική μεταρρύθμιση κλπ., και πρόβαλαν την προηγούμενη επεξεργασία των μπολσεβίκων για τη «δημοκρατική δικτατορία του προλεταριάτου και της αγροτιάς» που αφορούσε την περίοδο της επανάστασης του 1905 όταν έμπαινε ως στόχος η ανατροπή του τσαρισμού. Ο Λένιν απάντησε ότι το κύριο ζήτημα σε κάθε επανάσταση ήταν το ζήτημα της εξουσίας και ότι με αυτήν την έννοια η αστικοδημοκρατική επανάσταση είχε τελειώσει αφού η αστική τάξη είχε πάρει την εξουσία. Σημείωνε χαρακτηριστικά: «Το λάθος του σ. Κάμενεφ είναι ότι αυτός και στα 1917 βλέπει μόνο το παρελθόν της επαναστατικής-δημοκρατικής δικτατορίας του προλεταριάτου και της αγροτιάς. Ενώ στην πράξη άρχισε ήδη γι’ αυτήν το μέλλον.» Βλ. Β. Ι. Λένιν, «Γράμματα για την τακτική», Άπαντα, τόμ. 31, εκδ. Σύγχρονη Εποχή, σελ. 141.

33. Β. Ι. Λένιν, «Σχετικά με τα συνθήματα», Άπαντα, τόμ. 34, εκδ. Σύγχρονη Εποχή, σελ. 12.

34. Ι. Β. Στάλιν, «Λόγοι στο 6ο Συνέδριο του ΣΔΕΚΡ (Μπ.)», Άπαντα, τόμ. 3, εκδ. Σύγχρονη Εποχή, σελ. 211-212.

35. Ιστορία του ΚΚΣΕ, εκδ. Σύγχρονη Εποχή, 1976, σελ. 247.

36. Β. Ι. Λένιν, «Προς την Κεντρική Επιτροπή του ΣΔΕΚΡ», Άπαντα, τόμ. 34, εκδ. Σύγχρονη Εποχή, σελ. 119-121.

37. Β. Ι. Λένιν, «Φήμες για συνωμοσία», Άπαντα, τόμ. 34, εκδ. Σύγχρονη Εποχή, σελ. 74-78.

38. Α. Κέρενσκι, Η Ρωσική Επανάσταση όπως την έζησε, εκδ. Πάπυρος, 1972, σελ. 326-328.

39. Β. Ι. Λένιν, «Η κρίση ωρίμασε», Άπαντα, τόμ. 34, εκδ. Σύγχρονη Εποχή, σελ. 280.

40. Β. Ι. Λένιν, «Γράμμα προς τα μέλη της ΚΕ», Άπαντα, τόμ. 34, εκδ. Σύγχρονη Εποχή, σελ. 435-436.

41. Β. Ρούγκε, Η Επανάσταση του Νοέμβρη του 1918 στη Γερμανία, εκδ. Σύγχρονη Εποχή, 2012, σελ. 7.

42. Έ. Γκόντος, Ο Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος και η προϊστορία του (1870-1918), εκδ. Σύγχρονη Εποχή, 2015, σελ. 165-167.

43. Η Ιταλία, ενώ ήταν μέλος της «Τριπλής Συμμαχίας» (Γερμανία - Αυστροουγγαρία - Ιταλία), δήλωσε ουδετερότητα με το ξέσπασμα του πολέμου. Το 1915 κήρυξε τελικά πόλεμο στην Αυστροουγγαρία έχοντας κατά νου την εδαφική της επέκταση.

44. Ας σημειωθεί επίσης ότι και στην Ελλάδα ο Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος προξένησε ασυνήθιστους κλυδωνισμούς στην αστική τάξη, η οποία βρέθηκε βαθιά διχασμένη μπροστά στα υπό διαμόρφωση ιμπεριαλιστικά στρατόπεδα. Ένα τμήμα, που εκφραζόταν κατά βάση από τον πρωθυπουργό Ε. Βενιζέλο, υποστήριζε την ενεργό συμμετοχή στο πλευρό της Αντάντ. Ένα άλλο, που εκφραζόταν από την αντίπαλη αστική παράταξη με επικεφαλής το βασιλιά Κωνσταντίνο, υποστήριζε μια φιλικά διακείμενη προς τις Κεντρικές Δυνάμεις «ουδετερότητα». Ο λεγόμενος «εθνικός διχασμός» πήρε μορφές οξυμένης σύγκρουσης, ως και τη συγκρότηση χωριστής κυβέρνησης στη Θεσσαλονίκη από τον Βενιζέλο. Αργότερα, στις συνθήκες της ήττας από τη Μικρασιατική Εκστρατεία, που αποτέλεσε προϊόν του πολέμου και της ιμπεριαλιστικής μοιρασιάς που ακολούθησε, διαμορφώθηκαν νέες δυσκολίες της αστικής εξουσίας ως και ορισμένα στοιχεία τριγμών. Βλ. στο παρόν τεύχος της ΚΟΜΕΠ, Αναστάσης Γκίκας, Ιμπεριαλιστικός Πόλεμος στη Μικρά Ασία και αμφισβήτηση της αστικής εξουσίας, 1919-1922.

45. Ασφαλώς η πορεία αυτή δεν ήταν ευθύγραμμη. Υπενθυμίζουμε πάντως ότι από το 1875 κιόλας ο Μαρξ είχε ασκήσει σημαντική κριτική σε πλευρές του Προγράμματος που είχε υιοθετήσει το Γερμανικό Κόμμα στο Συνέδριο της Γκότα, επισημαίνοντας την επίδραση ρεφορμιστικών αντιλήψεων.

46. Β. Ι. Λένιν, «Η χρεοκοπία της Β΄ Διεθνούς», Άπαντα, τόμ. 26, εκδ. Σύγχρονη Εποχή, σελ. 259.

47. Παρατίθεται στο Σ. Μπέρμαν, Το πρωτείο της πολιτικής. Η Σοσιαλδημοκρατία και η Ευρώπη του 20ού αιώνα, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, 2014, σελ. 101.

48. Αποτελεί ιδιαίτερα ενδιαφέρον στοιχείο ότι και την περίοδο ισχύος των λεγόμενων αντισοσιαλιστικών νόμων (1878-1890) η φύση των απαγορεύσεων είχε αντιφατική επίδραση στο SPD. Για παράδειγμα, το κόμμα δεν μπορούσε να διατηρεί οργανώσεις, υπήρχαν απαγορεύσεις στα έντυπά του και στη μαζική του δράση, αλλά μπορούσε να λειτουργεί η κοινοβουλευτική του ομάδα. Υπό αυτές τις συνθήκες η δουλειά στο γερμανικό κοινοβούλιο απέκτησε πρωτεύοντα ρόλο, ενώ η κοινοβουλευτική ομάδα (ελλείψει εξάλλου της δυνατότητας σύγκλησης κομματικών οργάνων) έπαιζε το ρόλο της de facto κομματικής ηγεσίας. Όπως έχει επισημανθεί εύστοχα, αποτελεί σε σημαντικό βαθμό ειρωνεία ότι, ενώ η ιστορία του SPD υπό το καθεστώς των αντισοσιαλιστικών νόμων παρουσιάζεται συχνά ως μια «ηρωική περίοδος» (που από μερικές απόψεις είχε και τέτοια χαρακτηριστικά σύγκρουσης), ήταν παράλληλα «και η περίοδος όπου η κοινοβουλευτική δραστηριότητα βρέθηκε αναπόφευκτα στο επίκεντρο». Βλ. Vernon L. Lidtke, The Outlawed Party, Social Democracy in Germany, 1878-1890, Princeton University Press, 1966, σελ. 82-83.

49. Β. Ι. Λένιν, «Η χρεοκοπία της Β΄ Διεθνούς», Άπαντα, τόμ. 26, εκδ. Σύγχρονη Εποχή, σελ. 257, 260.

50. Carl Schorske, German Social Democracy, 1905-917, The Development of the Great Schism, Harvard University Press, 1955, σελ. 127. Ένας άλλος μελετητής εκτιμά για το ίδιο θέμα: «Η γραφειοκρατία που αναπτύχθηκε σε σύντομο χρονικό διάστημα ενσάρκωνε ένα δυσκίνητο, στην πραγματικότητα απολίτικο, στοιχείο στο κόμμα». Βλ. Γκ. Αουερνχάιμερ, Σοσιαλδημοκρατία, Εθνικοσοσιαλισμός, Κριτική θεωρία. Δοκίμια για τη σύγχρονη ιστορία της Γερμανίας, εκδ. Πλέθρον, 1999, σελ. 35.

51. Η αφήγηση ανήκει στο σοσιαλδημοκράτη Konrad Haenish. Παρατίθεται στο Carl Schorske, German Social Democracy, 1905-1917, The Development of the Great Schism, Harvard University Press, 1955, σελ. 290.

52. Για περισσότερες λεπτομέρειες σχετικά με την πορεία διαμόρφωσης στρατηγικής της ΚΔ, βλ. «Ανακοίνωση της ΚΕ του ΚΚΕ για τα 100 χρόνια από την ίδρυση της Κομμουνιστικής Διεθνούς» (26.2.2019), ΚΟΜΕΠ, τεύχ. 3/2019.

53. Μπ. Μπρεχτ, «Κείμενα για τον πόλεμο, το φασισμό, την επανάσταση», ΚΟΜΕΠ, τεύχ. 6/2012.

54. Β. Ι. Λένιν, «Η χρεοκοπία της Β΄ Διεθνούς», Άπαντα, τόμ. 26, εκδ. Σύγχρονη Εποχή, σελ. 262.

55. Β. Ι. Λένιν, «Ο παρτιζάνικος πόλεμος», Άπαντα, τόμ. 12, εκδ. Σύγχρονη Εποχή, σελ. 9.

56. Λ. Γκιούρκο, Ο Λένιν τον Οκτώβρη, εκδ. Σύγχρονη Εποχή, 2017, σελ. 125.

57. Περιλαμβάνεται στη συλλογή Μπ. Μπρεχτ, Η βαβυλωνιακή σύγχυση των λέξεων (μτφρ.: Γ. Κεντρωτής), εκδ. Gutenberg, 2014, σελ. 356-357.