Όταν στα τέλη Ιούνη του 1914 ένας Σέρβος εθνικιστής φοιτητής δολοφόνησε στο Σεράγεβο τον αρχιδούκα Φραγκίσκο Φερδινάνδο, που ήταν ο διάδοχος του θρόνου της Αυστροουγγαρίας, δεν ήταν πολλοί εκείνοι που υπολόγισαν ότι το περιστατικό αυτό θα στεκόταν η αφορμή για την έναρξη του μεγαλύτερου πολέμου που, ως τότε, είχε ζήσει η ανθρωπότητα, του Α΄ Παγκόσμιου Πολέμου.
Ο πόλεμος ασφαλώς δεν έγινε χάριν της εκδίκησης για το θάνατο ενός αριστοκράτη. Άλλωστε οι βασιλιάδες και οι αυτοκράτορες σπάνια είναι δημοφιλείς στους λαούς τους, τόσο μάλιστα που να θέλουν για χάρη τους να οδηγηθούν μαζικά στη σφαγή. Πολύ περισσότερο που ο Φραγκίσκος δεν ήταν ιδιαίτερα αγαπητός ούτε καν στους κυρίαρχους κύκλους της χώρας του και που ο θάνατός του «δεν απέσπασε πολλά δάκρυα», όπως έγραφε ένας χρονικογράφος της εποχής.1
Ο πόλεμος, που η τυπική του έναρξη ήταν τον Ιούλη του 1914, ξέσπασε διότι όλες τις δεκαετίες που είχαν προηγηθεί είχε συσσωρευτεί το εύφλεκτο υλικό των μεγάλων αντιθέσεων ανάμεσα στα καπιταλιστικά κράτη, στην αυγή της εποχής του ιμπεριαλισμού. Η δολοφονία που περιγράψαμε ήταν απλά η αφορμή.
Είναι επίσης χαρακτηριστικό ότι ακόμη και όσοι έβλεπαν τον πόλεμο να πλησιάζει θεωρούσαν και ήλπιζαν ότι θα είναι μια στρατιωτική επιχείρηση μικρής διάρκειας. Το ίδιο μάλιστα προέβλεπαν και οι βασικοί σχεδιασμοί των στρατιωτικών επιτελείων.
Ο Γερμανός αυτοκράτορας ενθάρρυνε τους στρατιώτες του λέγοντας ότι ο πόλεμος θα είχε τελειώσει «μέχρι να πέσουν τα φύλλα από τα δέντρα», όπως διαβεβαίωνε χαρακτηριστικά υπολογίζοντας σε μια γρήγορη νίκη ως το φθινόπωρο. Από τη μεριά τους οι Βρετανοί αξιωματικοί διαβεβαίωναν τους στρατιώτες τους ότι θα έχουν γυρίσει στα σπίτια τους «μέχρι τα Χριστούγεννα». Έπεσαν όμως έξω. Οι μήνες περνούσαν, αλλά ο πόλεμος δεν έλεγε να σταματήσει. Συνεχίστηκε για 4 μαρτυρικά χρόνια, μέχρι το 1918, προκαλώντας σχεδόν 20 εκατομμύρια νεκρούς.
Πολύ περισσότερο, κανείς σχεδόν δεν μπορούσε να προβλέψει τότε ότι το σημαντικότερο αποτέλεσμα που θα έφερνε ο πόλεμος ήταν κάτι που δεν είχε καμία σχέση με τους αρχικούς σκοπούς, τη βούληση και τους σχεδιασμούς των ιθυνόντων των πολεμικών σχεδίων, βασιλιάδων, κυβερνήσεων και Γενικών Επιτελείων: Ήταν η νίκη της Οκτωβριανής Επανάστασης στη Ρωσία και το τρομερό κύμα επαναστατικής οργής που κατέκλυσε μια σειρά χώρες της εμπόλεμης Ευρώπης στα 1917-1922.
Τι μας διδάσκει αυτή η σύντομη ιστορική αναλογία για τις σημερινές συνθήκες, για την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία και τον πόλεμο, που πολλοί αναλυτές έλεγαν στην αρχή ότι ήταν θέμα ημερών και βδομάδων, αλλά διαρκεί ήδη επί πέντε μήνες χωρίς να φαίνεται, για την ώρα τουλάχιστον, ο άμεσος τερματισμός του;
Μας υπενθυμίζει ότι μπορεί η τυπική έναρξη του πολέμου να τοποθετείται στις 24 Φλεβάρη, αλλά πίσω της βρίσκεται ένας σφοδρός ανταγωνισμός που χτίζεται επί χρόνια, επί δεκαετίες. Ένα πλέγμα βαθύτατων αντιθέσεων ανάμεσα σε ΗΠΑ - ΝΑΤΟ - ΕΕ από τη μία και την καπιταλιστική Ρωσία, την Κίνα και τους συμμάχους τους από την άλλη, που κλιμακώνονται τα τελευταία χρόνια, στο φόντο της ενίσχυσης του οικονομικού-πολιτικού και στρατιωτικού ρόλου της Κίνας και της τάσης μεταβολής των έως τώρα παγιωμένων διεθνών συσχετισμών. Όλα αυτά διαμορφώνουν ένα ναρκοθετημένο έδαφος μεγάλων, αγεφύρωτων συχνά αντιθέσεων, που καθιστά επισφαλή και ασταθή τον όποιο, πρόσκαιρο πιθανά, «ειρηνικό» συμβιβασμό.
Επίσης μας διδάσκει ότι, όταν ανοίγει ο ασκός του Αιόλου, οι συνέπειες δεν είναι πάντα προβλέψιμες και συχνά ξεφεύγουν από τους αρχικούς σκοπούς και σχεδιασμούς των πρωταγωνιστών. Μια πολεμική σύγκρουση ευρείας κλίμακας εξαπολύει συχνά ανεξέλεγκτες δυνάμεις, ενώ στον έναν ή τον άλλο βαθμό αποκτά τη δική της δυναμική, χωρίς να είναι κανείς πάντα σε θέση να προβλέψει απόλυτα το μέγεθος που τελικά θα πάρει, τη διάρκεια και την έκβασή της, ούτε να προκαθορίσει με ακρίβεια τα αποτελέσματά της.
Γι’ αυτό και ο λαός μας, όπως και οι λαοί όλου του κόσμου πρέπει να βρίσκονται σήμερα σε μεγάλη εγρήγορση. Γι’ αυτό το ΚΚΕ προειδοποιεί και επισημαίνει τον κίνδυνο γενίκευσης της πολεμικής αντιπαράθεσης και παλεύει ώστε ο λαός να μη γίνεται έρμαιο της αστικής πολιτικής, αλλά να οργανώνει τη δική του, αυτοτελή αγωνιστική παρέμβαση στις εξελίξεις. Εξάλλου δεν είναι καθόλου καθησυχαστικές ειδήσεις όπως οι προσομοιώσεις εκτόξευσης πυρηνικών κεφαλών στη Βαλτική που έκανε πρόσφατα η Ρωσία, η αποστολή βαρέων όπλων του ΝΑΤΟ στην Ουκρανία, οι οδηγίες που εξέδωσε το γερμανικό υπουργείο Εσωτερικών προς τους πολίτες για αποθήκευση βασικών προμηθειών (20 λίτρα νερό, 3,5 κιλά σε σιτηρά, πατάτες, ρύζι, ζυμαρικά, 1,5 κιλό κρέας), η τρέχουσα όξυνση της αντιπαράθεσης ανάμεσα στην ελληνική και τουρκική αστική τάξη με τον κίνδυνο στρατιωτικής εμπλοκής εκ νέου να έρχεται στο προσκήνιο.
Είναι γνωστό ότι ο ίδιος ο Λένιν, ο οποίος μάλιστα με τόλμη από το ξεκίνημα κιόλας του πολέμου είχε επεξεργαστεί τη γραμμή για τη μετατροπή του ιμπεριαλιστικού πολέμου σε ταξικό πόλεμο, δηλαδή σε επανάσταση, μέχρι και το Γενάρη του 1917 και όσο βρισκόταν ακόμη στη Ζυρίχη ήταν ιδιαίτερα επιφυλακτικός σχετικά με τις άμεσες επαναστατικές προοπτικές. Έχει μείνει στην ιστορία μια αποστροφή του σε διάλεξη προς την ελβετική εργατική νεολαία όπου, εκφράζοντας μεν την αισιοδοξία του ότι οι νέοι σοσιαλιστές θα δώσουν τη μάχη στην επερχόμενη προλεταριακή επανάσταση, προσθέτει παράλληλα πως «εμείς οι ηλικιωμένοι ίσως να μη ζήσουμε ως τις αποφασιστικές μάχες»2. Η γρήγορη εξέλιξη όμως των γεγονότων «διέψευσε» την εκτίμηση αυτή, καθώς τον επόμενο κιόλας μήνα ξέσπασε στη Ρωσία η επανάσταση του Φλεβάρη που γκρέμισε τον τσάρο και άνοιξε το δρόμο για τη νίκη του Οκτώβρη.
Ο Λένιν, βέβαια, που δικαιολογημένα δεν ήθελε να είναι αιθεροβάμονας αλλά να υπολογίζει προσεκτικά τα δεδομένα, δεν πιάστηκε απροετοίμαστος από την ταχύτατη στροφή των εξελίξεων. Και αυτό γιατί είχε προηγηθεί η κρίσιμη ανάπτυξη των πολιτικών και θεωρητικών επεξεργασιών για τον ιμπεριαλισμό και τον ιμπεριαλιστικό πόλεμο, ενώ παράλληλα είχε έγκαιρα επεξεργαστεί θεωρητικά το ζήτημα των συνθηκών διαμόρφωσης επαναστατικής κατάστασης και την πιθανή διαμόρφωση γενικευμένης επαναστατικής κρίσης που μπορεί να πυροδοτήσει ο πόλεμος.
Για το μαρξισμό-λενινισμό η μελέτη του ζητήματος της επαναστατικής κατάστασης είναι κρίσιμης σημασίας. Η σοσιαλιστική επανάσταση δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί οποτεδήποτε, προϋπόθεση είναι η εμφάνιση μιας τέτοιας αντικειμενικής κατάστασης ως αποτέλεσμα ραγδαίων αλλαγών στη ζωή της καπιταλιστικής κοινωνίας, ευνοϊκή για την επαναστατική ανατροπή της καπιταλιστικής εξουσίας.
Το ΚΚΕ αναφέρει στο Πρόγραμμά του: «Η επαναστατική κατάσταση είναι παράγοντας που διαμορφώνεται αντικειμενικά. Συμπυκνώνει την αποδυνάμωση της αστικής εξουσίας (“οι πάνω να μην μπορούν”) και τη ραγδαία άνοδο των αγωνιστικών διαθέσεων και της πάλης των λαϊκών μαζών (“οι κάτω”) που δε θέλουν να ζήσουν με το συνηθισμένο τρόπο υποταγής τους στην εκμεταλλευτική εξουσία, ωθούμενες και από τη μεγάλη, μη διαχειρίσιμη από την αστική εξουσία, απότομη επιδείνωση του βιοτικού τους επιπέδου.
Σε αυτές τις συνθήκες, γίνεται καθοριστικός ο ρόλος της οργανωτικής και πολιτικής ετοιμότητας της πρωτοπορίας του εργατικού κινήματος, του Κομμουνιστικού Κόμματος, για τη συσπείρωση και τον επαναστατικό προσανατολισμό της πλειοψηφίας της εργατικής τάξης, ιδιαίτερα του βιομηχανικού προλεταριάτου, την προσέλκυση πρωτοπόρων τμημάτων των λαϊκών στρωμάτων.
Δεν είναι δυνατό να προβλεφθούν οι παράγοντες που θα οδηγήσουν στην επαναστατική κατάσταση. Το βάθεμα της οικονομικής κρίσης, η όξυνση των ενδοϊμπεριαλιστικών αντιθέσεων, που φτάνουν έως τις πολεμικές αναμετρήσεις, είναι δυνατό να δημιουργήσουν τέτοιες συνθήκες στην Ελλάδα.»
Η ιστορική πείρα έχει αναδείξει ως σημαντική πλευρά το στενό δεσμό που υπάρχει ανάμεσα στον πόλεμο και την επανάσταση. Αυτό βέβαια δε σημαίνει ότι κάθε πόλεμος οδηγεί υποχρεωτικά σε συνθήκες επαναστατικού κλονισμού της αστικής εξουσίας. Το αν θα γίνει αυτό σχετίζεται με μια σειρά παράγοντες που αφορούν το βάθος και την πορεία όξυνσης των ανταγωνισμών, τη διάρκεια και την έκβαση του πολέμου, το κατά πόσο διαμορφώνονται τελικά συνθήκες βαθιάς κοινωνικής αστάθειας λόγω των πρωτόγνωρων δυσκολιών που ζει ο λαός.
Στο παρόν άρθρο θα αναφερθούμε σε παραδείγματα σχετικά με τις επαναστατικές συνθήκες που γεννήθηκαν μέσα στις φλόγες του Α΄ Παγκόσμιου Πολέμου, σε πλευρές από τη δράση των μπολσεβίκων εκείνη την περίοδο αλλά και από την προηγούμενη πείρα του επαναστατικού εργατικού κινήματος, όπως και σε ορισμένα συμπεράσματα γύρω από το ρόλο της επαναστατικής πρωτοπορίας, του υποκειμενικού παράγοντα.
Η Ιστορία ασφαλώς δεν επαναλαμβάνεται, μας προσφέρει όμως γνώση, συμπεράσματα αλλά και θεωρητικές γενικεύσεις που μπορούν να φωτίσουν με διαχρονικά διδάγματα τη σημερινή δράση.