Πόλεμος και επανάσταση*


του Β. Ι. Λένιν

Το ζήτημα του πολέμου και της επανάστασης τίθεται τόσο συχνά τον τελευταίο καιρό και σε όλο τον Τύπο και σε κάθε λαϊκή συνέλευση, που ασφαλώς για πολλούς από σας πολλές πλευρές αυτού του ζητήματος όχι μόνο σας είναι πολύ γνωστές μα και σας έγιναν πια βαρετές. Δεν είχα ακόμη τη δυνατότητα να μιλήσω ούτε μια φορά, ούτε και να παραβρεθώ στις κομματικές ή γενικά τις λαϊκές συνελεύσεις αυτής εδώ της συνοικίας και γι’ αυτό διατρέχω τον κίνδυνο να πέσω ίσως σε επαναλήψεις ή να μη σταθώ αρκετά λεπτομερειακά σ’ εκείνες τις πλευρές αυτού του ζητήματος που σας ενδιαφέρουν περισσότερο.

Μου φαίνεται ότι το κύριο που συνήθως λησμονούν, που δεν το προσέχουν αρκετά στο ζήτημα του πολέμου, το κύριο για το οποίο γίνονται τόσες πολλές συζητήσεις, και θα έλεγα μάλιστα κούφιες, άκαρπες, άσκοπες συζητήσεις, είναι ότι ξεχνούν το βασικό ζήτημα, δηλαδή ποιος είναι ο ταξικός χαρακτήρας του πολέμου, από ποια αιτία ξέσπασε αυτός ο πόλεμος, ποιες τάξεις τον διεξάγουν, ποιες ιστορικές και ιστορικοοικονομικές συνθήκες τον προκάλεσαν. Απ’ όσο μπόρεσα να παρακολουθήσω στις συγκεντρώσεις και στις κομματικές συνελεύσεις τον τρόπο που θέτουν στη χώρα μας το ζήτημα του πολέμου, σχημάτισα την πεποίθηση ότι εδώ δημιουργούνται ένα σωρό παρανοήσεις επειδή ακριβώς, εξετάζοντας το ζήτημα του πολέμου, μιλάμε σχεδόν πάντα σε εντελώς διαφορετικές γλώσσες.

Από την άποψη του μαρξισμού, δηλαδή του σύγχρονου επιστημονικού σοσιαλισμού, το βασικό ζήτημα που μπαίνει, όταν οι σοσιαλιστές συζητούν για το πώς πρέπει να χαρακτηρίσει κανείς έναν πόλεμο και τι θέση πρέπει να πάρει απέναντί του, είναι για ποιο λόγο διεξάγεται αυτός ο πόλεμος, ποιες τάξεις τον προετοίμασαν και τον διευθύνουν. Εμείς, οι μαρξιστές, δε συγκαταλεγόμαστε ανάμεσα στους απόλυτους αντίπαλους κάθε πολέμου. Εμείς λέμε: Σκοπός μας είναι να πετύχουμε το σοσιαλιστικό κοινωνικό σύστημα που, εξαλείφοντας τη διαίρεση της ανθρωπότητας σε τάξεις, εξαλείφοντας κάθε εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο και έθνους από έθνος, θα εξαλείψει αναπόφευκτα κάθε δυνατότητα πολέμου γενικά. Αλλά στον πόλεμο γι’ αυτό το σοσιαλιστικό κοινωνικό σύστημα θα συναντήσουμε αναπόφευκτα τέτοιες συνθήκες που η ταξική πάλη μέσα σε κάθε έθνος χωριστά μπορεί να προσκρούσει στον πόλεμο ανάμεσα στα διάφορα έθνη, που τον γεννά πάλι αυτή η ίδια η ταξική πάλη και γι’ αυτό δεν μπορούμε ν’ αρνηθούμε τη δυνατότητα επαναστατικών πολέμων, δηλαδή πολέμων που, πηγάζοντας από την ταξική πάλη, διεξάγονται από τις επαναστατικές τάξεις και έχουν ξεκάθαρη, άμεση επαναστατική σημασία. Πολύ περισσότερο δεν μπορούμε να το αρνηθούμε αυτό εφόσον στην ιστορία των ευρωπαϊκών επαναστάσεων της τελευταίας εκατονταετίας, σε διάστημα 125-135 περίπου χρόνων, παράλληλα με τους αντιδραστικούς πολέμους, όπως ήταν οι περισσότεροι, έγιναν και πόλεμοι επαναστατικοί, π.χ. ο πόλεμος των επαναστατικών λαϊκών μαζών στη Γαλλία ενάντια στη συνασπισμένη μοναρχική, καθυστερημένη, φεουδαρχική και μισοφεουδαρχική Ευρώπη. Και σήμερα δεν υπάρχει εξαπάτηση των μαζών πιο διαδεδομένη στη Δυτική Ευρώπη και τον τελευταίο καιρό και στη χώρα μας, στη Ρωσία, όσο η εξαπάτησή τους με παραπομπές σε παραδείγματα επαναστατικών πολέμων. Υπάρχουν πόλεμοι και πόλεμοι. Πρέπει να ξεκαθαρίσουμε από ποιες ιστορικές συνθήκες προέκυψε ο δοσμένος πόλεμος, ποιες τάξεις τον διεξάγουν και για ποιο σκοπό. Αν δεν το ξεκαθαρίσουμε αυτό, τότε όλους μας τους συλλογισμούς για τον πόλεμο θα τους καταδικάσουμε σε πλήρη στειρότητα, σε φιλονικίες καθαρά φιλολογικές και άγονες. Να γιατί νομίζω, μια και βάλατε ως θέμα σας το ζήτημα της σχέσης του πολέμου με την επανάσταση, ότι πρέπει να σταθώ λεπτομερειακά σ’ αυτήν την πλευρά του ζητήματος.

Είναι γνωστό το απόφθεγμα ενός από τους πιο διάσημους συγγραφείς της φιλοσοφίας των πολέμων και της ιστορίας των πολέμων, του Κλαούζεβιτς, που λέει: «Ο πόλεμος είναι συνέχιση της πολιτικής με άλλα μέσα.»2 Το απόφθεγμα αυτό ανήκει σε συγγραφέα που ερευνούσε την ιστορία των πολέμων και έβγαζε ιστορικά διδάγματα από την ιστορία αυτή –λίγο μετά από την εποχή των ναπολεόντειων πολέμων. Ο συγγραφέας αυτός, που οι βασικές του σκέψεις έγιναν σήμερα αναμφισβήτητα κτήμα κάθε σκεπτόμενου ανθρώπου, αγωνιζόταν εδώ και 80 περίπου χρόνια ενάντια στη μικροαστική και ανόητη πρόληψη ότι είναι τάχα δυνατό να ξεχωρίσουμε τον πόλεμο από την πολιτική των αντίστοιχων κυβερνήσεων, των αντίστοιχων τάξεων, ότι τάχα είναι ποτέ δυνατό να βλέπουμε τον πόλεμο ως απλή επίθεση που παραβιάζει την ειρήνη και ως αποκατάσταση, ύστερα, αυτής της παραβιασμένης ειρήνης. Τσακώθηκαν και συμφιλιώθηκαν! Αυτή είναι μια πρωτόγονη και απλοϊκή αντίληψη που διαψεύστηκε εδώ και δεκάδες χρόνια και διαψεύδεται από κάθε, κάπως προσεκτική, ανάλυση οποιασδήποτε εποχής της ιστορίας των πολέμων.

Ο πόλεμος είναι συνέχιση της πολιτικής με άλλα μέσα. Κάθε πόλεμος συνδέεται αδιάρρηκτα μ’ εκείνο το πολιτικό καθεστώς από το οποίο πηγάζει. Την ίδια πολιτική που ένα ορισμένο κράτος, μια ορισμένη τάξη στα πλαίσια αυτού του κράτους εφαρμόζει σε μια μακρόχρονη περίοδο πριν τον πόλεμο, η ίδια αυτή τάξη τη συνεχίζει αναπόφευκτα και στη διάρκεια του πολέμου αλλάζοντας μόνο μορφή δράσης.

Ο πόλεμος είναι συνέχιση της πολιτικής με άλλα μέσα. Όταν στα τέλη του 18ου αιώνα οι επαναστάτες κάτοικοι των πόλεων και οι επαναστάτες αγρότες της Γαλλίας, αφού ανέτρεψαν επαναστατικά τη μοναρχία στη χώρα τους, εγκαθίδρυσαν τη λαοκρατική δημοκρατία –κι αφού ξεμπέρδεψαν με το μονάρχη τους, ξεμπέρδεψαν επαναστατικά και με τους τσιφλικάδες τους– η πολιτική αυτή της επαναστατικής τάξης δεν μπορούσε παρά να τραντάξει συθέμελα όλη την υπόλοιπη απολυταρχική, τσαρική, βασιλική, μισοφεουδαρχική Ευρώπη. Και αναπόφευκτη συνέχιση αυτής της πολιτικής της επαναστατικής τάξης που νίκησε στη Γαλλία ήταν οι πόλεμοι, όπου ενάντια στην επαναστατική Γαλλία ορθώθηκαν όλα τα μοναρχικά κράτη της Ευρώπης, συγκροτώντας το διαβόητο συνασπισμό τους και εξαπολύοντας έναν αντεπαναστατικό πόλεμο ενάντια στη Γαλλία. Όπως και στο εσωτερικό της χώρας ο γαλλικός επαναστατικός λαός είχε δείξει τότε για πρώτη φορά ένα πρωτοείδωτο στη διάρκεια αιώνων ανώτατο όριο επαναστατικής ενέργειας, έτσι και στον πόλεμο του τέλους του 18ου αιώνα έδειξε μια εξίσου μεγαλειώδη επαναστατική δημιουργικότητα, μετέβαλε όλο το σύστημα της στρατηγικής, σπάζοντας όλους τους παλιούς νόμους και κανόνες του πολέμου και δημιουργώντας στη θέση των στρατών παλιού τύπου ένα νέο, επαναστατικό, λαϊκό στρατό και ένα νέο τρόπο διεξαγωγής του πολέμου. Μου φαίνεται πως το παράδειγμα αυτό είναι άξιο ιδιαίτερης προσοχής, γιατί μας δείχνει ολοφάνερα εκείνο που ξεχνούν τώρα συχνά οι δημοσιολόγοι των αστικών εφημερίδων, εκμεταλλευόμενοι τις προλήψεις και τη μικροαστική αμάθεια των ολότελα καθυστερημένων λαϊκών μαζών, που δεν καταλαβαίνουν αυτήν την αδιάρρηκτη οικονομική και ιστορική σύνδεση κάθε πολέμου με την προηγούμενη απ’ αυτόν πολιτική κάθε χώρας, κάθε τάξης που κυριαρχούσε πριν τον πόλεμο και εξασφάλιζε την επίτευξη των σκοπών της με τα λεγόμενα «ειρηνικά» μέσα. Τα λεγόμενα ειρηνικά –γιατί οι πράξεις βίας που είναι, π.χ., αναγκαίες για την «ειρηνική» κυριαρχία στις αποικίες, ζήτημα είναι αν μπορούν να λέγονται ειρηνικές.

Στην Ευρώπη επικρατούσε ειρήνη, αυτή όμως διατηρούνταν επειδή η κυριαρχία των ευρωπαϊκών λαών πάνω στις εκατοντάδες εκατομμύρια κατοίκους των αποικιών πραγματοποιούνταν μόνο με συνεχείς, αδιάκοπους πολέμους που δε σταματούσαν ποτέ και που εμείς, οι Ευρωπαίοι, δεν τους θεωρούμε πολέμους, επειδή πολύ συχνά έμοιαζαν όχι με πολέμους αλλά με την πιο θηριώδη σφαγή, την εξόντωση άοπλων λαών. Και το ζήτημα είναι ακριβώς ότι για να κατανοήσουμε το σημερινό πόλεμο πρέπει πριν απ’ όλα να ρίξουμε μια γενική ματιά στην πολιτική των ευρωπαϊκών Δυνάμεων στο σύνολό της. Δεν πρέπει να παίρνουμε ξεχωριστά παραδείγματα, ξεχωριστές περιπτώσεις, που πάντα είναι εύκολο να αποσπαστούν από την αλυσίδα των κοινωνικών φαινομένων και που δεν έχουν καμιά αξία, γιατί είναι το ίδιο εύκολο να φέρουμε και αντίθετο παράδειγμα. Όχι, πρέπει να πάρουμε όλη την πολιτική ολόκληρου του συστήματος των ευρωπαϊκών κρατών στην οικονομική και πολιτική αμοιβαία σχέση τους για να καταλάβουμε με ποιον τρόπο από το σύστημα αυτό πήγασε αμετάτρεπτα και αναπόφευκτα ο δοσμένος πόλεμος.

Παρατηρούμε συνεχώς απόπειρες ιδιαίτερα από μέρους των καπιταλιστικών εφημερίδων –άσχετα αν είναι μοναρχικές ή δημοκρατικές– να δώσουν στο σημερινό πόλεμο ένα ξένο προς αυτόν ιστορικό περιεχόμενο. Δεν υπάρχει, π.χ., πιο συνηθισμένη μέθοδος στη γαλλική Δημοκρατία από τις απόπειρες να παρουσιάσουν από την πλευρά της Γαλλίας αυτόν τον πόλεμο ότι είναι συνέχιση και παρόμοιος των πολέμων της μεγάλης Γαλλικής Επανάστασης του 1792. Δεν υπάρχει πιο διαδεδομένη μέθοδος εξαπάτησης των γαλλικών λαϊκών μαζών, των Γάλλων εργατών και των εργατών όλων των χωρών από τη μεταφορά στην εποχή μας της «διαλέκτου» εκείνης της εποχής, ορισμένων συνθημάτων της και από την προσπάθεια να παρουσιάσουν το ζήτημα ότι να και τώρα η δημοκρατική Γαλλία υπερασπίζει την ελευθερία της ενάντια στη μοναρχία. Ξεχνάμε τη «μικρολεπτομέρεια» ότι τότε, το 1792, τον πόλεμο στη Γαλλία τον έκανε η επαναστατική τάξη που πραγματοποίησε μια πρωτοείδωτη επανάσταση, γκρέμισε συθέμελα με τον πρωτάκουστο ηρωισμό των μαζών τη γαλλική μοναρχία και ξεσηκώθηκε ενάντια στη συνασπισμένη μοναρχική Ευρώπη, όχι γι’ άλλο σκοπό αλλά με μόνο σκοπό τη συνέχιση της επαναστατικής της πάλης.

Ο πόλεμος στη Γαλλία ήταν συνέχιση της πολιτικής της επαναστατικής τάξης που έκανε την επανάσταση, κατέκτησε τη δημοκρατία, κανόνισε τους λογαριασμούς της με τους Γάλλους καπιταλιστές και τσιφλικάδες με ανείδωτη ως τότε ενεργητικότητα και στο όνομα αυτής της πολιτικής, της συνέχισής της, έκανε επαναστατικό πόλεμο ενάντια στη συνασπισμένη μοναρχική Ευρώπη.

Τώρα, όμως, έχουμε μπροστά μας πρώτ’ απ’ όλα τη συμμαχία δυο ομάδων καπιταλιστικών Δυνάμεων. Έχουμε μπροστά μας όλες τις μεγάλες παγκόσμιες καπιταλιστικές Δυνάμεις –την Αγγλία, τη Γαλλία, την Αμερική, τη Γερμανία– που όλη η πολιτική τους στη διάρκεια πολλών δεκαετιών ήταν ο αδιάκοπος οικονομικός ανταγωνισμός για το πώς θα κυριαρχήσουν πάνω σ’ όλο τον κόσμο, πώς θα στραγγαλίσουν τους μικρούς λαούς, πώς θα εξασφαλίσουν τριπλάσια και δεκαπλάσια κέρδη στο τραπεζικό τους κεφάλαιο, που τύλιξε όλο τον κόσμο με την αλυσίδα της επιρροής του. Σ’ αυτό συνίσταται η πραγματική πολιτική της Αγγλίας και της Γερμανίας. Αυτό το υπογραμμίζω. Αυτό ποτέ δεν πρέπει να πάψουμε να το υπογραμμίζουμε, γιατί αν το ξεχάσουμε δε θα μπορέσουμε να καταλάβουμε τίποτε από τον σημερινό πόλεμο και θα βρεθούμε τότε ανίσχυροι στη διάθεση του πρώτου τυχόντα αστού δημοσιολόγου που θα μας σερβίρει απατηλές φράσεις.

Η πραγματική πολιτική και των δυο ομάδων των μεγάλων καπιταλιστικών γιγάντων –της Αγγλίας και της Γερμανίας, που μαζί με τους συμμάχους τους κινήθηκαν ο ένας ενάντια στον άλλο– η πολιτική αυτή, που κράτησε προπολεμικά πολλές δεκαετίες, πρέπει να μελετηθεί και να κατανοηθεί στο σύνολό της. Αν δεν το κάναμε αυτό, τότε όχι μόνο θα ξεχνούσαμε τη βασική απαίτηση του επιστημονικού σοσιαλισμού και κάθε κοινωνικής επιστήμης γενικά μα θα στερούσαμε τον εαυτό μας από τη δυνατότητα να καταλάβει οτιδήποτε από το σημερινό πόλεμο. Θα παραδινόμασταν στη διάθεση του Μιλιουκόφ, του απατεώνα που ανάβει το σοβινισμό και το μίσος του ενός λαού ενάντια στον άλλο με μεθόδους που εφαρμόζονται παντού χωρίς καμιά εξαίρεση, με μεθόδους που γι’ αυτές έγραψε εδώ και ογδόντα χρόνια ο Κλαούζεβιτς, που ανέφερα στην αρχή, και που τότε ήδη γελοιοποίησε την άποψη πως τάχα ζούσαν οι λαοί ειρηνικά και ύστερα τσακώθηκαν! Ως να μπορούσε να είναι αυτό αλήθεια! Μα είναι δυνατό να εξηγήσει κανείς έναν πόλεμο αν δεν τον συνδέσει με την προηγούμενη πολιτική του δοσμένου κράτους, του δοσμένου συστήματος κρατών, των δοσμένων τάξεων; Το ξαναλέω ακόμη μια φορά: Αυτό είναι το βασικό ζήτημα που πάντα το ξεχνάνε, που επειδή δεν το καταλαβαίνουν, τα 9/10 των συζητήσεων για τον πόλεμο μετατρέπονται σε απλό αλληλοβρίσιμο και λογομαχίες. Εμείς λέμε: Αν δε μελετήσατε την πολιτική και των δυο ομάδων των εμπόλεμων κρατών στη διάρκεια δεκαετιών –για να μην υπάρχουν τυχαία γεγονότα, για να μην αρπάζετε από το σωρό μεμονωμένα παραδείγματα– αν δεν είδατε τη σύνδεση αυτού του πολέμου με την πολιτική που προηγήθηκε, τότε δεν καταλάβατε τίποτε από τον πόλεμο αυτό!

Και η πολιτική αυτή μας δείχνει ένα μόνο πράγμα: Τον αδιάκοπο οικονομικό ανταγωνισμό δυο παγκόσμιων γιγάντων, δυο καπιταλιστικών οικονομιών. Από τη μια μεριά –η Αγγλία, κράτος που κατέχει το μεγαλύτερο μέρος της υδρογείου σφαίρας, κράτος που κατέχει την πρώτη θέση από άποψη πλούτου, που δημιούργησε αυτόν τον πλούτο όχι τόσο με το μόχθο των εργατών του αλλά, κυρίως, με την εκμετάλλευση απειράριθμων αποικιών, με την απέραντη δύναμη των αγγλικών τραπεζών, οι οποίες μετατράπηκαν, όντας επικεφαλής όλων των άλλων τραπεζών, σε μια ασήμαντη αριθμητικά –κάπου τρεις, τέσσερις, πέντε– ομάδα τραπεζών-γιγάντων, που διαθέτουν εκατοντάδες δισεκατομμύρια ρούβλια και τα διαθέτουν έτσι που χωρίς καμιά υπερβολή μπορούμε να πούμε: Δεν υπάρχει σ’ ολόκληρη την υδρόγειο κομματάκι γης που το κεφάλαιο αυτό να μην έβαλε το βαρύ του χέρι, δεν υπάρχει κομματάκι γης που να μην είναι τυλιγμένο με τις χιλιάδες νήματα του αγγλικού κεφαλαίου. Το κεφάλαιο αυτό αναπτύχθηκε στα τέλη του 19ου και στις αρχές του 20ού αιώνα και πήρε τέτοιες διαστάσεις που μετέφερε τη δράση του πολύ πιο πέρα από τα σύνορα των ξεχωριστών κρατών, συγκροτώντας μια ομάδα τραπεζών-γιγάντων που διαθέτουν μυθώδη πλούτη. Το κεφάλαιο, ενισχύοντας αυτόν τον ασήμαντο αριθμό τραπεζών, τύλιξε μέσω αυτού του διχτιού όλο τον κόσμο με εκατοντάδες δισεκατομμύρια ρούβλια. Να ποιο είναι το βασικό στην οικονομική πολιτική της Αγγλίας και στην οικονομική πολιτική της Γαλλίας, που γι’ αυτήν οι ίδιοι οι Γάλλοι δημοσιολόγοι, οι συνεργάτες, π.χ., της L’ Humanité, εφημερίδας που καθοδηγείται σήμερα από πρώην σοσιαλιστές, έγραφαν (όπως, π.χ., ο γνωστός οικονομολόγος συγγραφέας Λιζίς) εδώ και κάμποσα χρόνια πριν τον πόλεμο: «Η Γαλλία είναι χρηματιστική μοναρχία, η Γαλλία είναι χρηματιστική ολιγαρχία, η Γαλλία είναι ο τοκογλύφος όλου του κόσμου.»

Από την άλλη μεριά, ενάντια σ’ αυτήν την ομάδα, αγγλογαλλική κυρίως, πρόβαλε μια άλλη ομάδα καπιταλιστών ακόμη πιο αρπακτική, ακόμη πιο ληστρική –η ομάδα αυτών που ήρθαν στο τραπέζι των καπιταλιστικών φαγητών όταν οι θέσεις ήταν πιασμένες μα που έμπασαν στην πάλη νέες μεθόδους ανάπτυξης της καπιταλιστικής παραγωγής, καλύτερη τεχνική, απαράμιλλη οργάνωση, που μετατρέπει τον παλιό καπιταλισμό, τον καπιταλισμό της εποχής του ελεύθερου συναγωνισμού σε καπιταλισμό των γιγάντιων τραστ, καπιταλιστικών συνδικάτων, καρτέλ. Η ομάδα αυτή εισήγαγε την αρχή της κρατικοποίησης της καπιταλιστικής παραγωγής, της συνένωσης της γιγάντιας δύναμης του καπιταλισμού με τη γιγάντια δύναμη του κράτους σε ένα μηχανισμό που συνενώνει δεκάδες εκατομμύρια ανθρώπους σε μια οργάνωση του κρατικού καπιταλισμού. Να η οικονομική ιστορία, να η διπλωματική ιστορία πολλών δεκαετιών, την οποία κανείς δεν μπορεί να αγνοήσει. Μόνο αυτή σας δείχνει την κατεύθυνση για τη σωστή λύση του ζητήματος του πολέμου και σας οδηγεί στο συμπέρασμα ότι ο σημερινός πόλεμος είναι κι αυτός προϊόν της πολιτικής των τάξεων που αρπάχτηκαν μεταξύ τους σ’ αυτόν τον πόλεμο, δυο γιγάντων που πολύ πριν τον πόλεμο είχαν ρίξει σε όλο τον κόσμο, σε όλες τις χώρες, τα δίχτυα της χρηματιστικής τους εκμετάλλευσης και είχαν μοιράσει οικονομικά μεταξύ τους όλο τον κόσμο πριν τον πόλεμο. Και έπρεπε κατανάγκη να συγκρουστούν, γιατί το ξαναμοίρασμα αυτής της κυριαρχίας από την άποψη του καπιταλισμού είχε γίνει αναπόφευκτο.

Το παλιό μοίρασμα βασιζόταν στο ότι η Αγγλία στη διάρκεια αρκετών εκατοντάδων χρόνων εκμηδένισε τους πρώην ανταγωνιστές της. Πρώην ανταγωνιστής της ήταν η Ολλανδία που κυριαρχούσε σε όλο τον κόσμο, πρώην ανταγωνιστής της ήταν η Γαλλία που διεξήγαγε πολέμους για την κυριαρχία εκατό περίπου χρόνια. Με μακρόχρονους πολέμους η Αγγλία, στηριγμένη στην οικονομική της δύναμη, στη δύναμη του εμπορικού κεφαλαίου της, εδραίωσε τη δική της κυριαρχία πάνω στον κόσμο, κυριαρχία που δεν την αμφισβητούσαν πουθενά. Εμφανίστηκε νέος άρπαγας, το 1871 δημιουργήθηκε νέα καπιταλιστική Δύναμη, που αναπτυσσόταν ασύγκριτα πιο γοργά από την Αγγλία. Αυτό είναι βασικό γεγονός. Δε θα βρείτε ούτε ένα βιβλίο οικονομικής ιστορίας που να μην αναγνωρίζει αυτό το αδιαφιλονίκητο γεγονός, δηλαδή την πιο γοργή ανάπτυξη της Γερμανίας. Αυτή η γοργή ανάπτυξη του καπιταλισμού στη Γερμανία ήταν η ανάπτυξη ενός νεαρού και ισχυρού άρπαγα, που παρουσιάστηκε ανάμεσα στις ευρωπαϊκές Δυνάμεις και είπε: «Εσείς καταστρέψατε την Ολλανδία, συντρίψατε τη Γαλλία, πήρατε στα χέρια σας το μισό κόσμο –κάντε τον κόπο να μας δώσετε το ανάλογο μερίδιο.» Και τι θα πει «ανάλογο μερίδιο»; Με ποιον τρόπο καθορίζεται αυτό στον καπιταλιστικό κόσμο, στον κόσμο των τραπεζών; Εκεί η δύναμη καθορίζεται σύμφωνα με τον αριθμό των τραπεζών, εκεί η δύναμη καθορίζεται έτσι όπως την καθόρισε ένα όργανο των Αμερικανών δισεκατομμυριούχων με καθαρά αμερικανική ειλικρίνεια και καθαρά αμερικανικό κυνισμό. Το όργανο αυτό είχε δηλώσει: «Στην Ευρώπη διεξάγεται πόλεμος για την παγκόσμια κυριαρχία. Για να κυριαρχεί κανείς πάνω στον κόσμο χρειάζονται δυο πράγματα: Δολάρια και τράπεζες. Δολάρια έχουμε, τράπεζες θα φτιάξουμε και θα κυριαρχήσουμε πάνω στον κόσμο.» Αυτή είναι δήλωση μιας καθοδηγητικής εφημερίδας των Αμερικανών δισεκατομμυριούχων. Πρέπει να πω ότι σ’ αυτήν την αμερικανική κυνική φράση ενός ξιπασμένου και αποθρασυμένου δισεκατομμυριούχου υπάρχει χίλιες φορές περισσότερη ειλικρίνεια από όση υπάρχει σε χιλιάδες άρθρα των αστών ψευδολόγων, που παρουσιάζουν αυτόν τον πόλεμο ως πόλεμο για κάποια εθνικά δήθεν συμφέροντα, εθνικά ζητήματα και άλλες παρόμοιες ολοφάνερες ψευτιές που τις αναιρεί όλη η ιστορία στο σύνολό της και παίρνουν ένα μεμονωμένο παράδειγμα, όπως την περίπτωση που ο Γερμανός άρπαγας ρίχτηκε στο Βέλγιο. Η περίπτωση αυτή είναι αναμφισβήτητα αληθινή. Ναι, αυτή η ομάδα των αρπάγων ρίχτηκε με ανήκουστη θηριωδία στο Βέλγιο3, όμως αυτή έκανε ακριβώς το ίδιο που η άλλη ομάδα των άρπαγων έκανε χθες με άλλους τρόπους και κάνει σήμερα σε άλλους λαούς.

Όταν συζητάμε για το ζήτημα των προσαρτήσεων –αυτό είναι βέβαια ένα ζήτημα που περιλαμβάνεται στα όσα προσπάθησα να σας εκθέσω σύντομα ως ιστορία των οικονομικών και διπλωματικών σχέσεων που προκάλεσαν το σημερινό πόλεμο– όταν συζητάμε για τις προσαρτήσεις ξεχνάμε πάντα ότι συνήθως γι’ αυτές ακριβώς γίνεται αυτός ο πόλεμος: Για τη διανομή της λείας ή, για να μιλήσουμε πιο λαϊκά, για το μοίρασμα του πλιάτσικου που έχουν κάνει οι δυο ομάδες ληστών. Και όταν συζητάμε για τις προσαρτήσεις συναντάμε συνεχώς μεθόδους που από επιστημονική πλευρά δεν αντέχουν σε καμιά κριτική και από κοινωνικοδημοσιονομική πλευρά δεν μπορείς να τις ονομάσεις διαφορετικά παρά χοντροκομμένη απάτη. Ρωτήστε ένα Ρώσο σοβινιστή ή σοσιαλσοβινιστή και θα σας εξηγήσει περίφημα τι είναι προσάρτηση από μέρους της Γερμανίας –αυτό το καταλαβαίνει θαυμάσια. Δε θα απαντήσει όμως ποτέ στην παράκλησή σας να δώσει έναν τέτοιο γενικό ορισμό της προσάρτησης που να ταιριάζει και για τη Γερμανία και για την Αγγλία και για τη Ρωσία. Δε θα σας τον δώσει ποτέ! Και όταν η εφημερίδα Ρετς (για να περάσουμε από τη θεωρία στην πράξη) ειρωνευόμενη την εφημερίδα μας Πράβντα είπε: «Αυτοί οι πραβντιστές θεωρούν την Κουρλανδία προσάρτηση! Τι συζήτηση μπορεί να γίνει με τέτοιους ανθρώπους;» Και όταν εμείς απαντάμε: «Έχετε την καλοσύνη να ορίσετε έναν τέτοιον ορισμό της προσάρτησης που να ταιριάζει και για τους Γερμανούς και για τους Άγγλους και για τους Ρώσους και προσθέτουμε ότι αν αποφύγετε να το κάνετε θα σας ξεσκεπάσουμε αμέσως»4, η Ρετς δεν απάντησε. Εμείς υποστηρίζουμε ότι καμιά εφημερίδα, ούτε εκείνων των σοβινιστών γενικά που λένε ανοιχτά πως πρέπει να υπερασπίζουμε την πατρίδα, ούτε των σοσιαλσοβινιστών, δεν έδωσε ποτέ έναν τέτοιον ορισμό της προσάρτησης που να ισχύει και για τη Γερμανία και για τη Ρωσία, που να μπορεί κανείς να τον εφαρμόσει σε οποιαδήποτε πλευρά. Και δεν μπορεί να δώσει γιατί όλος αυτός ο πόλεμος είναι συνέχιση της πολιτικής των προσαρτήσεων, δηλαδή των αρπαγών, της καπιταλιστικής ληστείας και από τις δυο πλευρές, από την πλευρά και των δυο ομάδων που διεξάγουν τον πόλεμο. Και γι’ αυτό είναι ευνόητο ότι το ζήτημα ποιος από τους δυο αυτούς άρπαγες τράβηξε πρώτος το μαχαίρι δεν έχει για μας καμιά σημασία. Πάρτε την ιστορία των ναυτικών και στρατιωτικών δαπανών που έκαναν και οι δυο ομάδες επί δεκαετίες, πάρτε την ιστορία των μικροπολέμων που έκαναν πριν το μεγάλο –«μικρών» γιατί σ’ αυτούς οι Ευρωπαίοι που σκοτώθηκαν ήταν λίγοι, ενώ σκοτώθηκαν εκατοντάδες χιλιάδες από τους λαούς που αυτοί στραγγάλιζαν και οι οποίοι σύμφωνα με την άποψή τους δε θεωρούνται καν λαοί (κάτι Ασιάτες, Αφρικανοί –λαοί είναι αυτοί;)· με τους λαούς αυτούς έκαναν τέτοιου είδους πολέμους: Οι λαοί αυτοί ήταν άοπλοι και τους εκτελούσαν με τα πολυβόλα. Μήπως αυτοί είναι πόλεμοι; Αυτοί ουσιαστικά δεν είναι πόλεμοι, μπορούμε να τους ξεχάσουμε. Να με ποιον τρόπο εξαπατούν τις λαϊκές μάζες.

Ο πόλεμος αυτός είναι συνέχιση της πολιτικής των κατακτήσεων, της εξόντωσης ολόκληρων λαών, των ανήκουστων θηριωδιών που διέπραξαν οι Γερμανοί και οι Άγγλοι στην Αφρική, οι Άγγλοι και οι Ρώσοι στην Περσία –δεν ξέρω ποιος απ’ αυτούς διέπραξε περισσότερες– που γι’ αυτές οι Γερμανοί καπιταλιστές τους έβλεπαν ως εχθρούς. Α, είστε ισχυροί γιατί είστε πλούσιοι; Εμείς όμως είμαστε πιο ισχυροί από εσάς, γι’ αυτό έχουμε το ίδιο «ιερό» δικαίωμα να ληστεύουμε. Να σε τι συνοψίζεται η πραγματική ιστορία του αγγλικού και του γερμανικού χρηματιστικού κεφαλαίου πολλών δεκαετιών που προηγήθηκαν από τον πόλεμο. Να σε τι συνοψίζεται η ιστορία των ρωσογερμανικών, των ρωσοαγγλικών και των γερμανοαγγλικών σχέσεων. Να πού βρίσκεται το κλειδί για να καταλάβουμε για ποιο λόγο διεξάγεται ο πόλεμος. Να γιατί είναι αγυρτεία και απάτη η διαδεδομένη ιστορία για την αιτία που προκάλεσε τον πόλεμο. Ξεχνώντας την ιστορία του χρηματιστικού κεφαλαίου, την ιστορία για το πώς ωρίμασε αυτός ο πόλεμος για το ξαναμοίρασμα, παρουσιάζουν το ζήτημα έτσι: Δυο λαοί ζούσαν ειρηνικά, ύστερα ο ένας επιτέθηκε, ο άλλος άρχισε να αμύνεται. Λησμονήθηκε όλη η επιστήμη, λησμονήθηκαν οι τράπεζες, οι λαοί καλούνται να ταχθούν υπό τα όπλα, καλείται να ταχθεί υπό τα όπλα ο αγρότης που δεν ξέρει τι θα πει πολιτική. Πρέπει να υπερασπίζουμε και τίποτε παραπάνω! Αν το ζήτημα τίθεται έτσι τότε το λογικό συμπέρασμα θα ήταν να κλειστούν όλες οι εφημερίδες, να καούν όλα τα βιβλία και να απαγορευθούν όλες οι συζητήσεις για τις προσαρτήσεις στον Τύπο –έτσι μπορεί κανείς να καταλήξει στη δικαίωση μιας τέτοιας άποψης για τις προσαρτήσεις. Αυτοί δεν μπορούν να πουν την αλήθεια για τις προσαρτήσεις γιατί όλη η ιστορία, και της Ρωσίας και της Αγγλίας και της Γερμανίας, είναι ένας συνεχής, ανελέητος, αιματηρός πόλεμος για προσαρτήσεις. Οι φιλελεύθεροι έκαναν ανελέητους πολέμους στην Περσία, στην Αφρική και μαστίγωναν τους πολιτικούς κατάδικους στην Ινδία επειδή τολμούσαν να προβάλλουν τέτοιες διεκδικήσεις όπως κι αυτές για τις οποίες παλέψαμε κι εμείς στη Ρωσία. Τα γαλλικά αποικιακά στρατεύματα επίσης καταπίεζαν τους λαούς. Να η προηγούμενη ιστορία, να η πραγματική ιστορία μιας πρωτοφανέρωτης ληστείας! Να ποια πολιτική των τάξεων αυτών συνεχίζει ο σημερινός πόλεμος. Να γιατί στο ζήτημα των προσαρτήσεων αυτοί δεν μπορούν να δώσουν την απάντηση που δίνουμε εμείς όταν λέμε: Κάθε λαός που ενώθηκε με έναν άλλο λαό όχι με την ελεύθερη θέληση της πλειοψηφίας του αλλά με απόφαση του τσάρου ή της κυβέρνησης είναι λαός προσαρτημένος, λαός υποδουλωμένος. Παραίτηση από τις προσαρτήσεις θα πει να παραχωρηθεί σε κάθε λαό το δικαίωμα να σχηματίσει χωριστό κράτος ή να ζει ενωμένος με όποιον θέλει. Μια τέτοια απάντηση είναι εντελώς ξεκάθαρη για κάθε εργάτη κάπως συνειδητό.

Σε οποιαδήποτε από τις αποφάσεις που παίρνονται κατά δεκάδες, που δημοσιεύονται, π.χ., στην εφημερίδα Ζεμλιά ι Βόλια5, θα βρείτε την κακοδιατυπωμένη απάντηση: Εμείς δε θέλουμε πόλεμο για να κυριαρχήσουμε πάνω σε άλλους λαούς, εμείς αγωνιζόμαστε για την ελευθερία μας –έτσι λένε όλοι οι εργάτες και οι αγρότες και μ’ αυτό εκφράζουν την άποψη του εργάτη, την άποψη του εργαζόμενου ανθρώπου για το πώς καταλαβαίνουν αυτοί τον πόλεμο. Μ’ αυτό λένε: Αν ο πόλεμος γινόταν για το συμφέρον των εργαζομένων ενάντια στους εκμεταλλευτές εμείς θα ήμασταν υπέρ του πολέμου. Μα τότε κι εμείς θα ήμασταν υπέρ του πολέμου και δεν υπάρχει επαναστατικό κόμμα που θα μπορούσε να είναι ενάντια σ’ έναν τέτοιον πόλεμο. Οι συντάκτες αυτοί των πολυάριθμων αποφάσεων δεν έχουν δίκιο γιατί παρουσιάζουν τα πράγματα ως να διεξάγεται ο πόλεμος απ’ αυτούς. Εμείς οι στρατιώτες, εμείς οι εργάτες, εμείς οι αγρότες πολεμάμε για την ελευθερία μας. Δε θα ξεχάσω ποτέ την ερώτηση που μου έκανε ένας απ’ αυτούς ύστερα από μια συγκέντρωση: «Τι μας κοπανάτε όλο ενάντια στους καπιταλιστές; Μήπως εγώ είμαι καπιταλιστής; Εμείς είμαστε εργάτες, εμείς υπερασπίζουμε την ελευθερία μας.» Δεν είναι αλήθεια· εσείς πολεμάτε γιατί υπακούετε στην καπιταλιστική κυβέρνησή σας, τον πόλεμο δεν τον διεξάγουν οι λαοί μα οι κυβερνήσεις. Εγώ δεν παραξενεύομαι αν ένας εργάτης ή ένας αγρότης που δε μελέτησε την πολιτική, που δεν είχε την τύχη ή την ατυχία να γνωρίσει τα μυστικά της διπλωματίας, την εικόνα αυτής της χρηματιστικής ληστείας (π.χ., την καταπίεση της Περσίας από τη Ρωσία και την Αγγλία), δεν παραξενεύομαι που αυτός ξεχνάει αυτήν την ιστορία και ρωτάει απλοϊκά: Τι με νοιάζει εμένα για τους καπιταλιστές αφού εγώ είμαι εκείνος που πολεμάει; Αυτός δεν καταλαβαίνει τη σχέση του πολέμου με την κυβέρνηση, δεν καταλαβαίνει ότι τον πόλεμο τον διεξάγει η κυβέρνηση, ενώ αυτός είναι το όργανο με το οποίο δρα η κυβέρνηση. Αυτός μπορεί να ονομάζει τον εαυτό του επαναστατικό λαό, να γράφει ωραίες αποφάσεις –για τους Ρώσους αυτό είναι πολύ, γιατί μόλις τελευταία μπήκε σε χρήση. Τελευταία εκδόθηκε μια «επαναστατική» διακήρυξη της Προσωρινής Κυβέρνησης. Αυτό δεν αλλάζει την κατάσταση και άλλοι λαοί, πιο έμπειροι από μας στην τέχνη της εξαπάτησης των μαζών από μέρους των καπιταλιστών με τη συγγραφή «επαναστατικών» διακηρύξεων, έχουν καταρρίψει από καιρό όλα τα παγκόσμια ρεκόρ σ’ αυτό το ζήτημα. Αν πάρετε την κοινοβουλευτική ιστορία της γαλλικής Δημοκρατίας από τότε που έγινε δημοκρατία που υποστηρίζει τον τσαρισμό, θα βρείτε μέσα στις δεκαετίες της συνεχιζόμενης γαλλικής κοινοβουλευτικής ιστορίας δεκάδες παραδείγματα όταν διακηρύξεις, γεμάτες από τα πιο ωραία λόγια, κάλυπταν την πολιτική της πιο βρομερής αποικιακής και χρηματιστικής ληστείας. Όλη η ιστορία της Τρίτης Γαλλικής Δημοκρατίας6 είναι ιστορία αυτής της ληστείας. Απ’ αυτές τις πηγές πήγασε ο τωρινός πόλεμος. Αυτό δεν είναι αποτέλεσμα της κακής θέλησης των καπιταλιστών, δεν οφείλεται σε κάποια λαθεμένη πολιτική των μοναρχών. Θα ήταν λάθος αν βλέπαμε έτσι το πράγμα. Όχι, ο πόλεμος αυτός προκλήθηκε αναπόφευκτα από τη γιγάντια ανάπτυξη του μεγάλου καπιταλισμού, ιδιαίτερα του τραπεζικού, ανάπτυξη που είχε ως αποτέλεσμα κάπου τέσσερις τράπεζες στο Βερολίνο και πέντε ή έξι στο Λονδίνο να κυριαρχούν σε όλο τον κόσμο, να συγκεντρώνουν στα χέρια τους όλα τα χρηματικά μέσα, να ενισχύουν τη χρηματιστική πολιτική τους με όλη την ένοπλη δύναμη και, τέλος, να εμπλακούν σε μια πρωτάκουστα άγρια πάλη, γιατί είναι αδύνατο πια να προχωρήσουν ελεύθερα στο δρόμο των κατακτήσεων. Είτε ο ένας είτε ο άλλος πρέπει να παραιτηθεί από την κατοχή των αποικιών του. Τέτοια ζητήματα στον κόσμο αυτό των καπιταλιστών δε λύνονται προαιρετικά. Αυτά μπορούν να λυθούν μόνο με τον πόλεμο. Να γιατί είναι γελοίο να κατηγορούμε εδώ τον έναν ή τον άλλο εστεμμένο ληστή. Όλοι τους οι εστεμμένοι αυτοί ληστές είναι ίδιοι. Να γιατί είναι ανόητο επίσης να κατηγορεί κανείς τους καπιταλιστές της μιας ή της άλλης χώρας. Αυτοί φταίνε μόνο γιατί έμπασαν ένα τέτοιο σύστημα. Όμως έτσι γίνεται σύμφωνα με όλους τους νόμους, που περιφρουρούνται με όλες τις δυνάμεις του πολιτισμένου κράτους. «Αγοράζω μετοχές, αυτό είναι δικαίωμά μου απόλυτο. Όλα τα δικαστήρια, όλη η αστυνομία, όλος ο τακτικός στρατός και όλοι οι στόλοι του κόσμου περιφρουρούν αυτό το ιερό δικαίωμά μου πάνω στις μετοχές.» Αν ιδρύονται τράπεζες που διαχειρίζονται εκατοντάδες εκατομμύρια ρούβλια, αν αυτές έχουν ρίξει τα δίχτυα της τραπεζικής ληστείας σε όλο τον κόσμο, αν οι τράπεζες αυτές αρπάχτηκαν σε μια θανάσιμη πάλη –ποιος φταίει; Ψάξε να βρεις το φταίχτη! Σ’ αυτό φταίει όλη η ανάπτυξη του καπιταλισμού στη διάρκεια μισού αιώνα και δεν υπάρχει διέξοδος από την κατάσταση αυτήν εκτός από την ανατροπή της κυριαρχίας των καπιταλιστών και την εργατική επανάσταση. Να η απάντηση στην οποία κατέληξε το Κόμμα μας ύστερα από την ανάλυση του πολέμου, να γιατί λέμε: Το απλούστατο ζήτημα των προσαρτήσεων το έχουν μπλέξει τόσο πολύ και οι εκπρόσωποι των αστικών κομμάτων το έχουν τόσο παραξηλώσει στο ψέμα που μπορούν να παρουσιάσουν το πράγμα έτσι ως να μην είναι η Κουρλανδία προσάρτηση της Ρωσίας. Την Κουρλανδία και την Πολωνία οι τρεις αυτοί εστεμμένοι ληστές τις μοιράζονται μεταξύ τους. Τις μοιράζονται εκατό χρόνια, τις κατασπαράζουν ζωντανές και ο Ρώσος ληστής απέσπασε περισσότερα, γιατί τότε ήταν πιο ισχυρός. Κι όταν ο νεαρός άρπαγας, που είχε πάρει τότε μέρος στη μοιρασιά, αναπτύχθηκε σε μια ισχυρή καπιταλιστική δύναμη –τη Γερμανία– είπε: Ελάτε να τα ξαναμοιράσουμε! Θέλετε να διατηρήσετε την παλιά κατάσταση; Νομίζετε ότι είστε ισχυρότεροι; Ας αναμετρηθούμε!

Να σε τι συνοψίζεται αυτός ο πόλεμος. Φυσικά, αυτή η πρόκληση –«ας αναμετρηθούμε!»– είναι απλώς έκφραση της δεκάχρονης πολιτικής της ληστείας, της πολιτικής των μεγάλων τραπεζών. Να γιατί την απλή, την κατανοητή σε κάθε εργάτη και αγρότη αλήθεια για τις προσαρτήσεις κανένας δεν μπορεί να την πει έτσι όπως εμείς. Να γιατί το τόσο απλό ζήτημα των συμφώνων όλος ο Τύπος το έχει μπερδέψει τόσο ξετσίπωτα. Εσείς λέτε ότι έχουμε επαναστατική κυβέρνηση, ότι σ’ αυτήν την επαναστατική κυβέρνηση πήραν μέρος υπουργοί σχεδόν πέρα για πέρα σοσιαλιστές, ναρόντνικοι και μενσεβίκοι. Όταν όμως αυτοί κάνουν δηλώσεις για ειρήνη δίχως προσαρτήσεις, μόνο με τον όρο να μην καθοριστεί τι θα πει ειρήνη δίχως προσαρτήσεις (αυτό σημαίνει: Τις γερμανικές προσαρτήσεις άρπαξέ τες, τις δικές σου κράτησέ τες), εμείς λέμε: Τι αξία έχει η «επαναστατική» σας κυβέρνηση, οι διακηρύξεις σας, οι δηλώσεις σας ότι δε θέλετε κατακτητικό πόλεμο, όταν ταυτόχρονα καλείτε το στρατό σε επίθεση; Δεν ξέρετε μήπως ότι έχετε σύμφωνα, ότι τα σύναψε ο Νικόλαος ο Ματοβαμμένος με τον πιο ληστρικό τρόπο; Δεν το ξέρετε αυτό; Αυτό επιτρέπεται να μην το ξέρουν οι εργάτες και οι αγρότες που δε λήστεψαν, δε διάβασαν σοφά βιβλία, όταν όμως το κήρυγμα γίνεται από μορφωμένους καντέτους, αυτοί ξέρουν περίφημα τι περιέχουν τα σύμφωνα αυτά. Τα σύμφωνα αυτά είναι «μυστικά», όμως όλος ο διπλωματικός Τύπος όλων των χωρών λέει γι’ αυτά: «Εσύ θα πάρεις τα Στενά, εσύ την Αρμενία, εσύ τη Γαλικία, εσύ την Αλσατία και Λορένη, εσύ την Τεργέστη κι εμείς θα μοιραστούμε οριστικά την Περσία.» Ο Γερμανός καπιταλιστής πάλι λέει: «Αν δε μου γυρίσετε τις αποικίες μου και με τόκο τότε κι εγώ θα αρπάξω την Αίγυπτο, θα στραγγαλίσω τους λαούς της Ευρώπης.» Η μετοχή είναι ένα πράγμα που δεν μπορεί να υπάρχει χωρίς τοκομερίδια. Να γιατί το ζήτημα των συμφώνων, αν και τόσο απλό και ξεκάθαρο, προκάλεσε έναν τέτοιο οχετό ολοφάνερης, ανήκουστης και ξετσίπωτης ψευτιάς, που ξεχύνεται από τις στήλες όλων των καπιταλιστικών εφημερίδων.

Πάρτε τη σημερινή εφημερίδα Ντιεν. Εκεί ο Βοντοβόζοφ, άνθρωπος που σε καμιά περίπτωση δεν μπορεί να κατηγορηθεί για μπολσεβικισμό μα που είναι τίμιος δημοκράτης, δηλώνει: Είμαι εχθρός των μυστικών συμφώνων, επιτρέψτε μου να σας μιλήσω για το σύμφωνο με τη Ρουμανία. Με τη Ρουμανία υπάρχει μυστικό σύμφωνο που λέει πως αν η Ρουμανία πολεμήσει με το μέρος των συμμάχων θα πάρει μια σειρά ξένους λαούς. Τέτοια είναι όλα, χωρίς εξαίρεση, τα σύμφωνα των άλλων συμμάχων. Χωρίς σύμφωνο δε θα ξεκινούσαν να πνίξουν τους πάντες. Για να μάθει κανείς το περιεχόμενο αυτών των συμφώνων δεν είναι ανάγκη να σκαλίσει τα ειδικά περιοδικά. Για να το μάθει φτάνει να θυμηθεί τα βασικά γεγονότα της οικονομικής και της διπλωματικής ιστορίας. Η Αυστρία, π.χ., ολόκληρες δεκαετίες αγωνιζόταν στα Βαλκάνια για να τα στραγγαλίσει… Και αν μπλέχτηκαν σε πόλεμο είναι γιατί δεν μπορούσαν και να μην μπλεχτούν. Και να γιατί σε όλες τις εκκλήσεις των λαϊκών μαζών να δημοσιευτούν τα σύμφωνα, εκκλήσεις που γίνονται όλο και πιο επίμονες, οι υπουργοί, ο πρώην υπουργός Μιλιουκόφ και ο τωρινός υπουργός Τερεστσένκο (ο ένας σε κυβέρνηση χωρίς σοσιαλιστές υπουργούς, ο άλλος με μια ολόκληρη σειρά σχεδόν σοσιαλιστές υπουργούς), δηλώνουν: Δημοσίευση των συμφώνων σημαίνει ρήξη με τους συμμάχους.

Έτσι είναι· η δημοσίευση των συμφώνων δεν μπορεί να γίνει, γιατί όλοι σας είστε μέλη της ίδιας ληστοσυμμορίας. Είμαστε σύμφωνοι με τον Μιλιουκόφ και τον Τερεστσένκο πως τα σύμφωνα δεν μπορούν να δημοσιευτούν. Απ’ αυτό μπορούν να βγουν δυο διαφορετικά συμπεράσματα. Αν είμαστε σύμφωνοι με τον Μιλιουκόφ και τον Τερεστσένκο πως τα σύμφωνα δεν μπορούν να δημοσιευτούν τότε τι βγαίνει από δω; Αν τα σύμφωνα δεν μπορούν να δημοσιευτούν τότε πρέπει να βοηθήσουμε τους καπιταλιστές-υπουργούς να συνεχίσουν τον πόλεμο. Και το άλλο συμπέρασμα είναι τούτο: Μια και τα σύμφωνα δεν μπορούν να τα δημοσιεύσουν οι ίδιοι οι καπιταλιστές πρέπει να ανατρέψουμε τους καπιταλιστές. Ποιο από τα δυο συμπεράσματα νομίζετε πως είναι πιο σωστό, αφήνω να αποφασίσετε οι ίδιοι, σας συνιστώ όμως να καλοσκεφτείτε οπωσδήποτε τις συνέπειες. Αν κρίνουμε όπως κρίνουν οι ναρόντνικοι και οι μενσεβίκοι υπουργοί βγαίνει τούτο: Μια και η κυβέρνηση λέει ότι δεν μπορούν να δημοσιευτούν τα σύμφωνα πρέπει να βγάλουμε μια καινούργια διακήρυξη. Το χαρτί δεν είναι ακόμη τόσο ακριβό που να μην μπορούμε να γράφουμε νέες διακηρύξεις. Θα γράψουμε μια νέα διακήρυξη και θα εξαπολύσουμε επίθεση. Γιατί; Για ποιους σκοπούς; Ποιος θα καθορίζει αυτούς τους σκοπούς; Οι στρατιώτες καλούνται να πραγματοποιήσουν τα ληστρικά σύμφωνα που έχουν συναφθεί με τη Ρουμανία και τη Γαλλία. Στείλτε αυτό το άρθρο του Βοντοβόζοφ στο μέτωπο και ύστερα παραπονεθείτε: Όλα αυτά τα κάνουν οι μπολσεβίκοι, ασφαλώς οι μπολσεβίκοι μηχανεύτηκαν αυτό το σύμφωνο με τη Ρουμανία. Θα χρειαστεί τότε όμως να εξαφανίσετε από το πρόσωπο της Γης όχι μόνο την εφημερίδα Πράβντα, θα χρειαστεί ακόμη να διώξετε και τον Βοντοβόζοφ γιατί μελέτησε την ιστορία, θα χρειαστεί τότε να κάψετε όλα τα βιβλία του Μιλιουκόφ, βιβλία εξαιρετικά επικίνδυνα. Ανοίξτε οποιοδήποτε βιβλίο του αρχηγού του κόμματος της «λαϊκής ελευθερίας», πρώην υπουργού Εξωτερικών. Καλά βιβλία. Και τι λένε; Λένε ότι η Ρωσία έχει «δικαιώματα» στα Στενά, στην Αρμενία, στη Γαλικία, στην Ανατολική Πρωσία. Αυτός τα μοίρασε όλα, πρόσθεσε μάλιστα και χάρτη. Θα χρειαστεί όχι μόνο να σταλούν στη Σιβηρία οι μπολσεβίκοι και ο Βοντοβόζοφ, επειδή γράφουν τέτοια επαναστατικά άρθρα, αλλά θα χρειαστεί να καούν τα βιβλία του Μιλιουκόφ, γιατί αν συγκεντρωθούν τώρα και μόνο αποσπάσματα από αυτά τα βιβλία του Μιλιουκόφ και σταλούν στο μέτωπο δε θα βρεθεί καμιά εμπρηστική προκήρυξη που να έχει τόσο εμπρηστική επίδραση.

Σύμφωνα με το σύντομο σχέδιο που έκανα για τη σημερινή συζήτηση μου έμεινε τώρα να θίξω το ζήτημα του «επαναστατικού αμυνιτισμού». Νομίζω πως ύστερα απ’ όσα είχα την τιμή να σας εκθέσω μπορώ πια να μιλήσω σύντομα γι’ αυτό το ζήτημα.

«Επαναστατικός αμυνιτισμός» λέγεται η συγκάλυψη του πολέμου που γίνεται με τη δικαιολογία ότι εμείς, λέει, κάναμε επανάσταση, εμείς είμαστε επαναστατικός λαός, εμείς είμαστε επαναστατική δημοκρατία. Όμως σε τούτη την ερώτηση τι απάντηση δίνουμε; Τι επανάσταση κάναμε; Ρίξαμε τον Νικόλαο. Η επανάσταση αυτή δεν ήταν πολύ δύσκολη σε σύγκριση με μια επανάσταση που θα ανέτρεπε όλη την τάξη των τσιφλικάδων και των καπιταλιστών. Ποιος βρέθηκε στην εξουσία ύστερα από την επανάστασή μας; Οι τσιφλικάδες και οι καπιταλιστές, οι ίδιοι που από καιρό έχουν την εξουσία στην Ευρώπη. Εκεί οι επαναστάσεις αυτές έχουν γίνει εδώ και εκατό χρόνια, εκεί από καιρό βρίσκονται στην εξουσία οι Τερεστσένκο, οι Μιλιουκόφ και οι Κονοβάλοφ και δεν παίζει κανένα ρόλο αν πληρώνουν χορηγία βασιλική7 στον τσαρίσκο τους ή περνούν και δίχως αυτό το είδος πολυτελείας. Η τράπεζα, είτε έτσι είτε αλλιώς, παραμένει τράπεζα και όταν τοποθετούν εκατοντάδες κεφάλαια σε εκχωρήσεις το κέρδος παραμένει κέρδος, αδιάφορο αν είναι δημοκρατία ή μοναρχία. Αν καμιά βάρβαρη χώρα τολμήσει να μην υπακούσει στο πολιτισμένο κεφάλαιό μας, που φτιάχνει τέτοιες ωραίες τράπεζες στις αποικίες, στην Αφρική, στην Περσία, αν τίποτε άγριοι λαοί δεν υπακούσουν στην πολιτισμένη μας τράπεζα τότε στέλνουμε στρατεύματα και αυτά εγκαθιστούν την κουλτούρα, την τάξη και τον πολιτισμό, όπως έκανε ο Λιάχοφ στην Περσία, όπως έκαναν τα γαλλικά «δημοκρατικά» στρατεύματα που εξόντωναν με την ίδια θηριωδία τους λαούς της Αφρικής. Δεν είναι μήπως το ίδιο; «Επαναστατικός αμυνιτισμός» κι αυτός, μόνο που εκδηλώνεται από τις μη συνειδητές πλατιές λαϊκές μάζες, που δε βλέπουν τη σύνδεση του πολέμου με την κυβέρνηση, που δεν ξέρουν ότι η πολιτική αυτή είναι επικυρωμένη με σύμφωνα. Τα σύμφωνα έμειναν, οι τράπεζες έμειναν, οι εκχωρήσεις έμειναν. Στην κυβέρνηση της Ρωσίας βρίσκονται οι καλύτεροι άνθρωποι της τάξης τους, απ’ αυτό όμως δεν άλλαξε απολύτως τίποτε στο χαρακτήρα του παγκόσμιου πολέμου. Ο νέος «επαναστατικός αμυνιτισμός» είναι απλώς κάλυψη, κάτω από την υψηλή έννοια της επανάστασης, του βρομερού και αιματηρού πολέμου που διεξάγεται στη βάση βρομερών και αποκρουστικών συμφώνων.

Η ρωσική επανάσταση δεν άλλαξε το χαρακτήρα του πολέμου, δημιούργησε όμως οργανώσεις που δεν υπάρχουν σε καμιά χώρα και δεν υπήρξαν στις περισσότερες επαναστάσεις της Δύσης. Οι περισσότερες επαναστάσεις περιορίζονταν στο σχηματισμό μιας νέας κυβέρνησης, όπως η κυβέρνηση των δικών μας Τερεστσένκο και Κονοβάλοφ, ενώ η χώρα παρέμενε σε παθητικότητα και αποδιοργάνωση. Η ρωσική επανάσταση προχώρησε παραπέρα. Στο γεγονός αυτό βρίσκεται το έμβρυο του ότι μπορεί να νικήσει τον πόλεμο. Το γεγονός αυτό συνίσταται στο ότι, εκτός από την κυβέρνηση των «σχεδόν-σοσιαλιστών» υπουργών, κυβέρνηση του ιμπεριαλιστικού πολέμου, κυβέρνηση επίθεσης, κυβέρνηση που συνδέεται με το αγγλογαλλικό κεφάλαιο, εκτός απ’ αυτήν, ανεξάρτητα απ’ αυτήν, έχουμε σε όλη τη Ρωσία ένα δίχτυ Σοβιέτ των εργατών, στρατιωτών και αγροτών βουλευτών. Να η επανάσταση που δεν είπε ακόμη την τελευταία της λέξη. Να η επανάσταση που δεν έγινε μέσα σε τέτοιες συνθήκες στη Δυτική Ευρώπη. Να οι οργανώσεις των τάξεων που πραγματικά δεν έχουν ανάγκη από προσαρτήσεις, που δεν έχουν τοποθετήσει στις τράπεζες εκατομμύρια και που στο τέλος δεν τους ενδιαφέρει αν ο Ρώσος συνταγματάρχης Λιάχοφ και ο Άγγλος φιλελεύθερος πρεσβευτής μοίρασαν σωστά την Περσία. Να πού βρίσκεται η εγγύηση ότι η επανάσταση αυτή μπορεί να προχωρήσει παραπέρα. Η εγγύηση αυτή βρίσκεται στο ότι οι τάξεις που πραγματικά δεν έχουν συμφέρον από τις προσαρτήσεις, παρόλη την υπερβολική ευπιστία τους προς την κυβέρνηση των καπιταλιστών, παρά την τρομερή αυτή σύγχυση, την τρομερή απάτη που ενυπάρχει στην ίδια την έννοια του «επαναστατικού αμυνιτισμού», παρά το γεγονός ότι υποστηρίζουν το δάνειο, υποστηρίζουν την κυβέρνηση του ιμπεριαλιστικού πολέμου –παρόλα αυτά, στάθηκαν ικανές να δημιουργήσουν οργανώσεις όπου αντιπροσωπεύονται οι μάζες των καταπιεζόμενων τάξεων. Οι οργανώσεις αυτές είναι τα Σοβιέτ των εργατών, στρατιωτών και αγροτών βουλευτών, που σε πάρα πολλά μέρη της Ρωσίας προχώρησαν στην επαναστατική δουλειά τους πολύ πιο πέρα απ’ ό,τι στην Πετρούπολη. Πράγμα πολύ φυσικό, γιατί στην Πετρούπολη έχουμε το κεντρικό όργανο των καπιταλιστών.

Κι αν ο Σκόμπελιεφ είπε χτες στο λόγο του: Θα πάρουμε όλα τα κέρδη, θα τα πάρουμε 100%, αυτό έγινε γιατί πήρε φόρα, φόρα υπουργού. Αν πάρετε σήμερα την εφημερίδα Ρετς θα δείτε πώς δέχτηκαν το σημείο αυτό του Σκόμπελιεφ. Εκεί γράφουν: «Μα αυτό σημαίνει πείνα, θάνατο, 100% σημαίνει όλα!» Ο υπουργός Σκόμπελιεφ τραβάει πιο μακριά κι από τον πιο αριστερό μπολσεβίκο. Είναι συκοφαντία ότι τάχα οι μπολσεβίκοι είναι οι πιο αριστεροί. Ο υπουργός Σκόμπελιεφ είναι πολύ «αριστερότερος». Εμένα με έβρισαν με τις πιο πρόστυχες βρισιές γιατί τάχα πρότεινα να γδύσουμε σχεδόν τους καπιταλιστές. Ο Σούλγκιν τουλάχιστον έλεγε: «Ας μας γδύσουν!» Φανταστείτε έναν μπολσεβίκο που πλησιάζει τον πολίτη Σούλγκιν κι ετοιμάζεται να τον γδύσει. Θα μπορούσε με μεγαλύτερη επιτυχία να κατηγορήσει γι’ αυτό τον υπουργό Σκόμπελιεφ. Εμείς ποτέ δεν τραβήξαμε τόσο μακριά. Ποτέ δεν προτείναμε να παίρνουμε 100% του κέρδους. Ωστόσο η υπόσχεση αυτή είναι πολύτιμη. Αν πάρετε την απόφαση του Κόμματός μας, θα δείτε ότι σ’ αυτή προτείνεται με πιο αιτιολογημένη μορφή το ίδιο που είχα προτείνει εγώ. Πρέπει να επιβληθεί έλεγχος στις τράπεζες κι ύστερα ένας δίκαιος φόρος στο εισόδημα8. Και τίποτε παραπάνω! Ο Σκόμπελιεφ προτείνει να παρθούν 100 καπίκια στο ρούβλι. Εμείς τίποτε τέτοιο δεν προτείναμε και δεν προτείνουμε. Μα κι ο Σκόμπελιεφ απλώς πήρε φόρα. Δε σκοπεύει στα σοβαρά να το πραγματοποιήσει κι αν σκοπεύει δε θα μπορέσει να το κάνει, για τον απλούστατο λόγο ότι από τη στιγμή που έπιασε φιλίες με τον Τερεστσένκο και τον Κονοβάλοφ είναι λιγάκι αστείο να υπόσχεται όλα αυτά. Είναι δυνατό να πάρει κανείς από τους εκατομμυριούχους το 80-90% του εισοδήματός τους, όχι όμως πηγαίνοντας αγκαζέ με τέτοιους υπουργούς. Αν την εξουσία την είχαν τα Σοβιέτ των εργατών και στρατιωτών βουλευτών αυτά πραγματικά θα τα έπαιρναν μα και πάλι όχι όλα, όλα δεν τους χρειάζονται. Θα έπαιρναν το μεγαλύτερο μέρος του εισοδήματος. Άλλη κρατική εξουσία δεν μπορεί να το κάνει αυτό. Κι ας υπάρχουν από μέρους του υπουργού Σκόμπελιεφ οι πιο αγαθές προθέσεις. Παρακολούθησα αυτά τα κόμματα αρκετές δεκαετίες, 30 χρόνια τώρα παίρνω μέρος στο επαναστατικό κίνημα. Γι’ αυτό δεν είμαι καθόλου διατεθειμένος να αμφιβάλλω για τις καλές τους προθέσεις. Το ζήτημα όμως δε βρίσκεται εδώ, το ζήτημα δε βρίσκεται στις καλές προθέσεις. Με καλές προθέσεις είναι στρωμένος ο Άδης. Και με χαρτιά, υπογραμμένα από τους πολίτες υπουργούς, είναι γεμάτα όλα τα γραφεία, χωρίς να αλλάξουν απ’ αυτό τα πράγματα. Αρχίστε αν θέλετε να εφαρμόσετε τον έλεγχο, αρχίστε! Το πρόγραμμά μας είναι τέτοιο που, διαβάζοντας το λόγο του Σκόμπελιεφ, μπορούμε να πούμε: Δε ζητάμε περισσότερα. Είμαστε πολύ πιο μετριοπαθείς από τον υπουργό Σκόμπελιεφ. Αυτός προτείνει και έλεγχο και 100%. Εμείς δε θέλουμε να πάρουμε 100% αλλά λέμε: «Όσο δεν έχετε αρχίσει να κάνετε κάτι εμείς δε σας πιστεύουμε.» Να που βρίσκεται η διαφορά ανάμεσά μας: Στο ότι εμείς δεν πιστεύουμε στα λόγια και στις υποσχέσεις και δε συμβουλεύουμε και τους άλλους να πιστεύουν. Η πείρα των κοινοβουλευτικών δημοκρατιών μας διδάσκει ότι δεν πρέπει να πιστεύει κανείς στις χάρτινες δηλώσεις. Αν θέλετε τον έλεγχο πρέπει να τον αρχίσετε. Είναι αρκετή μια μέρα για την έκδοση του νόμου για έναν τέτοιο έλεγχο. Το Σοβιέτ των υπαλλήλων κάθε τράπεζας, το Σοβιέτ των εργατών κάθε φάμπρικας, κάθε κόμμα αποκτούν το δικαίωμα ελέγχου. Θα μας πουν, αυτό δεν επιτρέπεται, είναι εμπορικό μυστικό, είναι ιερή ατομική ιδιοκτησία! Ε, όπως θέλετε, διαλέξτε ένα από τα δυο. Αν θέλετε να περιφρουρείτε όλα αυτά τα κατάστιχα και τους λογαριασμούς και όλες τις πράξεις των τράστ τότε δεν πρέπει να φλυαρείτε για έλεγχο, δεν πρέπει να λέτε όχι χάνεται η χώρα.

Στη Γερμανία η κατάσταση είναι ακόμη χειρότερη. Στη Ρωσία μπορείς να βρεις ψωμί, στη Γερμανία όχι. Στη Ρωσία μπορούν να γίνουν πολλά αν υπάρξει οργάνωση. Στη Γερμανία δεν μπορεί να γίνει τίποτε τώρα. Ψωμί δεν υπάρχει πια και ο αφανισμός όλου του λαού είναι αναπόφευκτος. Τώρα γράφουν ότι η Ρωσία βρίσκεται στο χείλος της καταστροφής. Αν είναι έτσι τότε η περιφρούρηση της «ιερής» ατομικής ιδιοκτησίας είναι έγκλημα. Συνεπώς τι σημαίνουν τα λόγια για έλεγχο; Μήπως ξεχάσατε ότι και ο Νικόλαος Ρομάνοφ έγραφε πολλά για τον έλεγχο; Χίλιες φορές θα βρείτε στα έγγραφά του τις λέξεις: Έλεγχος κρατικός, έλεγχος κοινωνικός, διορισμός γερουσιαστών. Σε δυο μήνες μετά από την επανάσταση οι βιομήχανοι κατέστρεψαν όλη τη Ρωσία. Τα κέρδη ήταν πολλαπλάσια σε σχέση με το κεφάλαιο, αυτό το δείχνει κάθε ισολογισμός. Κι όταν οι εργάτες μέσα σε δυο μήνες επανάστασης είχαν το «θράσος» να πουν πως θέλουν να ζουν ανθρώπινα όλος ο καπιταλιστικός Τύπος της χώρας άρχισε να ουρλιάζει. Κάθε φύλλο της Ρετς είναι ένα άγριο ουρλιαχτό ότι οι εργάτες ληστεύουν τη χώρα, ενώ εμείς μόνο έλεγχο υποσχόμαστε ενάντια στους καπιταλιστές. Δεν είναι δυνατό να δίνονται λιγότερες υποσχέσεις, δεν είναι δυνατό να γίνονται περισσότερα έργα; Αν εσείς θέλετε γραφειοκρατικό έλεγχο, έλεγχο που θα γίνεται από τα ίδια τα όργανα όπως και πριν, τότε το Κόμμα μας εκφράζει τη βαθιά του πεποίθηση ότι δεν επιτρέπεται να σας υποστηρίξει κανείς σ’ αυτό, έστω κι αν εκεί, στην κυβέρνηση, αντί για μισή ντουζίνα υπήρχε μια ντουζίνα ναρόντνικων και μενσεβίκων υπουργών. Τον έλεγχο μπορεί να τον πραγματοποιήσει μόνο ο ίδιος ο λαός. Εσείς, τα Σοβιέτ των τραπεζικών υπαλλήλων, τα Σοβιέτ των μηχανικών, τα Σοβιέτ των εργατών, πρέπει να οργανώσετε τον έλεγχο και ν’ αρχίσετε αύριο κιόλας αυτόν τον έλεγχο. Κάθε υπάλληλο να τον καταστήσετε υπεύθυνο με την απειλή ποινικής δίωξης αν δώσει σε οποιοδήποτε απ’ αυτά τα όργανα ψεύτικες πληροφορίες. Το ζήτημα αφορά την ίδια την καταστροφή της χώρας. Εμείς θέλουμε να ξέρουμε τι ποσότητα σιτηρών υπάρχει, τι ποσότητες πρώτων υλών, πόσα εργατικά χέρια, πού να τα διαθέσουμε.

Εδώ περνώ στο τελευταίο ζήτημα. Είναι το ζήτημα πώς να τερματίσουμε τον πόλεμο. Μας αποδίδουν την ανόητη άποψη ότι τάχα θέλουμε χωριστή ειρήνη. Οι Γερμανοί καπιταλιστές-ληστές κάνουν βήματα προς την ειρήνη λέγοντας: Θα σου δώσω ένα κομματάκι από την Τουρκία και την Αρμενία αν μου δώσεις μεταλλοφόρα εδάφη. Να τι συζητούν οι διπλωμάτες σε κάθε ουδέτερη πόλη! Αυτό το ξέρουν όλοι. Μόνο που το καλύπτουν με τη συμβατική διπλωματική γλώσσα. Μα γι’ αυτό είναι και διπλωμάτες, για να μιλούν σε διπλωματική γλώσσα. Τι παραλογισμός να ισχυρίζεται κανείς ότι τάχα είμαστε υπέρ του τερματισμού του πολέμου με χωριστή ειρήνη! Να τερματίσεις τον πόλεμο που διεξάγουν οι καπιταλιστές όλων των πλούσιων κρατών, τον πόλεμο που προκάλεσε η ιστορία δεκαετιών οικονομικής ανάπτυξης, να τον τερματίσεις με μονόπλευρη κατάπαυση των εχθροπραξιών είναι τόσο μεγάλη ανοησία, που είναι αστείο και να τη διαψεύδουμε. Κι αν γράψαμε ειδική απόφαση για να το διαψεύσουμε αυτό είναι γιατί έχουμε να κάνουμε με τις πλατιές μάζες, στις οποίες μας συκοφαντούν. Μα δεν μπορεί ούτε λόγος να γίνεται στα σοβαρά γι’ αυτό. Δεν είναι δυνατό να τερματίσεις τον πόλεμο που διεξάγουν οι καπιταλιστές όλων των χωρών χωρίς εργατική επανάσταση ενάντια σ’ αυτούς τους καπιταλιστές. Όσο ο έλεγχος δεν έχει περάσει από τη σφαίρα της φράσης στη σφαίρα των έργων, όσο στη θέση της κυβέρνησης των καπιταλιστών δεν έχει μπει η κυβέρνηση του επαναστατικού προλεταριάτου, ως τότε η κυβέρνηση είναι καταδικασμένη να λέει μόνο: Χανόμαστε, χανόμαστε, χανόμαστε. Σήμερα στην «ελεύθερη» Αγγλία ρίχνουν στις φυλακές τους σοσιαλιστές γιατί λένε τα ίδια που λέω κι εγώ. Στη Γερμανία βρίσκεται στη φυλακή ο Λίμπκνεχτ που είπε τα ίδια που λέω κι εγώ, στην Αυστρία βρίσκεται στη φυλακή ο Φρίντριχ Άντλερ που είπε τα ίδια με το πιστόλι (ίσως να τον εκτέλεσαν κιόλας). Η συμπάθεια των εργατικών μαζών σε όλο τον κόσμο είναι με το μέρος αυτών των σοσιαλιστών κι όχι εκείνων που πέρασαν με το μέρος των δικών τους καπιταλιστών. Η εργατική επανάσταση αναπτύσσεται σε όλο τον κόσμο. Στις άλλες χώρες αναπτύσσεται βέβαια πιο δύσκολα. Εκεί δεν υπάρχουν τέτοιοι μισοπάλαβοι σαν τον Νικόλαο και τον Ρασπούτιν. Εκεί επικεφαλής της κυβέρνησης βρίσκονται οι καλύτεροι άνθρωποι της τάξης τους. Εκεί δεν υπάρχουν οι συνθήκες για επανάσταση ενάντια στην απολυταρχία, εκεί υπάρχει ήδη κυβέρνηση της καπιταλιστικής τάξης. Εκεί κυβερνούν από καιρό οι πιο ικανοί εκπρόσωποι αυτής της τάξης. Να γιατί εκεί η επανάσταση, αν και δεν ήρθε ακόμη, είναι ωστόσο αναπόφευκτη όσοι επαναστάτες κι αν χαθούν, όπως χάνεται ο Φρίντριχ Άντλερ, όπως χάνεται ο Καρλ Λίμπκνεχτ. Το μέλλον τους ανήκει και οι εργάτες όλων των χωρών είναι μαζί τους. Και οι εργάτες όλων των χωρών δεν μπορούν παρά να νικήσουν.

Σχετικά με την είσοδο της Αμερικής στον πόλεμο έχω να πω τα εξής. Επικαλούνται το γεγονός ότι στην Αμερική υπάρχει δημοκρατία, ότι εκεί υπάρχει ο Λευκός Οίκος. Εγώ λέω: Η κατάργηση της δουλείας έγινε εδώ και μισό αιώνα. Ο πόλεμος, που προκλήθηκε εξαιτίας της δουλείας, τέλειωσε το 1865. Κι από τότε ξεφύτρωσαν εκεί δισεκατομμυριούχοι. Αυτοί κρατούν στη χρηματιστική χούφτα τους όλη την Αμερική, προετοιμάζουν το στραγγαλισμό του Μεξικού και θα έρθουν, αναπόφευκτα, στα χέρια με την Ιαπωνία για το μοίρασμα του Ειρηνικού Ωκεανού. Ο πόλεμος αυτός προετοιμάζεται εδώ και αρκετές δεκαετίες. Γι’ αυτόν μιλάει όλη η σχετική φιλολογία. Και ο πραγματικός σκοπός της εισόδου της Αμερικής στον πόλεμο είναι η προετοιμασία για το μελλοντικό πόλεμο κατά της Ιαπωνίας. Ο αμερικανικός λαός, παρόλα αυτά, έχει σημαντικές ελευθερίες και είναι δύσκολο να υποθέσει κανείς ότι θα υπέμενε την υποχρεωτική στρατιωτική θητεία, τη δημιουργία στρατού για οποιουσδήποτε κατακτητικούς σκοπούς, π.χ., για την πάλη ενάντια στην Ιαπωνία. Το πού οδηγεί αυτό το βλέπουν οι Αμερικανοί στο παράδειγμα της Ευρώπης. Και να που οι Αμερικανοί καπιταλιστές χρειάστηκε να επέμβουν σ’ αυτόν τον πόλεμο για να βρουν μια πρόφαση, για να δημιουργήσουν έναν ισχυρό τακτικό στρατό καλυπτόμενοι πίσω από τα υψηλά ιδανικά του αγώνα για τα δικαιώματα των μικρών λαών.

Οι αγρότες αρνούνται να δώσουν στάρι με χρήματα και ζητάνε εργαλεία, παπούτσια και ρούχα. Η απόφασή τους αυτή περικλείει σε μεγάλο βαθμό μια πολύ μεγάλη αλήθεια. Πραγματικά, η χώρα έφτασε σε τέτοιο χάος που στη Ρωσία, αν και σε μικρότερο βαθμό, παρατηρείται αυτό που σε άλλες χώρες υπάρχει ήδη από καιρό: Τα χρήματα έχασαν την ισχύ τους. Η κυριαρχία του καπιταλισμού υποσκάπτεται από όλη την πορεία των γεγονότων σε τέτοιο βαθμό που οι αγρότες, π.χ., δε δέχονται χρήματα. Οι αγρότες λένε: «Τι να τα κάνουμε τα λεφτά;» Και έχουν δίκιο. Η κυριαρχία του καπιταλισμού υποσκάπτεται όχι επειδή κάποιος θέλει να αρπάξει την εξουσία. Η «αρπαγή» της εξουσίας θα ήταν παραλογισμός. Θα ήταν αδύνατο να βάλει κανείς τέρμα στην κυριαρχία του καπιταλισμού αν δεν οδηγούσε σ’ αυτό όλη η οικονομική ανάπτυξη των καπιταλιστικών χωρών. Ο πόλεμος επιτάχυνε αυτό το προτσές και αυτό έκανε τον καπιταλισμό αφόρητο. Καμιά δύναμη δε θα γκρέμιζε τον καπιταλισμό αν δεν τον είχε διαβρώσει και υποσκάψει η ιστορία.

Να ένα πολύ χτυπητό παράδειγμα. Ο αγρότης αυτός εκφράζει εκείνο που παρατηρούν όλοι: Η εξουσία του χρήματος έχει υποσκαφτεί. Εδώ η μοναδική διέξοδος βρίσκεται στη συμφωνία των Σοβιέτ των εργατών και των αγροτών βουλευτών να δίνονται για τα σιτηρά εργαλεία, παπούτσια και ρούχα. Να που οδηγούν τα πράγματα, να τι απάντηση μας υπαγορεύει η ζωή. Χωρίς αυτό δεκάδες εκατομμύρια άνθρωποι διατρέχουν τον κίνδυνο να μείνουν πεινασμένοι, ξυπόλητοι και γυμνοί. Δεκάδες εκατομμύρια άνθρωποι βρίσκονται άμεσα μπροστά στον όλεθρο και δε θα σκεφτούμε εδώ την περιφρούρηση των συμφερόντων των καπιταλιστών. Η διέξοδος βρίσκεται μόνο στο πέρασμα όλης της εξουσίας στα χέρια των Σοβιέτ των εργατών, στρατιωτών και αγροτών βουλευτών, που αντιπροσωπεύουν την πλειοψηφία του πληθυσμού. Πιθανόν εδώ να γίνουν λάθη. Κανένας δεν ισχυρίζεται ότι μια τέτοια δύσκολη δουλειά είναι δυνατό να οργανωθεί μεμιάς. Εμείς δε λέμε τίποτε τέτοιο. Μας λένε: Εμείς θέλουμε η εξουσία να βρίσκεται στα χέρια των Σοβιέτ, μα αυτά δε θέλουν. Εμείς λέμε ότι η πείρα της ζωής θα τους δείξει και όλος ο λαός θα δει ότι άλλη διέξοδος δεν υπάρχει. Εμείς δε θέλουμε «αρπαγή» της εξουσίας, γιατί όλη η πείρα των επαναστάσεων διδάσκει ότι σταθερή είναι μόνο εκείνη η εξουσία που στηρίζεται στην πλειοψηφία του πληθυσμού. Γι’ αυτό η «αρπαγή» της εξουσίας θα ήταν τυχοδιωκτισμός και το Κόμμα μας δε θα έκανε ένα τέτοιο πράγμα. Αν η κυβέρνηση θα είναι κυβέρνηση της πλειοψηφίας ίσως να εφαρμόσει μια πολιτική που στην αρχή να είναι λαθεμένη, άλλη διέξοδος όμως δεν υπάρχει. Τότε θα γίνει ειρηνική αλλαγή στην κατεύθυνση της πολιτικής μέσα στις ίδιες οργανώσεις. Δεν είναι δυνατό να επινοήσει κανείς άλλες οργανώσεις. Να γιατί λέμε ότι δεν είναι δυνατό να φανταστεί κανείς άλλη λύση του ζητήματος.

Πώς να βάλουμε τέρμα στον πόλεμο; Αν την εξουσία την έπαιρνε το Σοβιέτ των εργατών και στρατιωτών βουλευτών και οι Γερμανοί εξακολουθούσαν τον πόλεμο –τι θα κάναμε εμείς; Εκείνοι που ενδιαφέρονται να γνωρίσουν τις απόψεις του Κόμματός μας θα μπορούσαν να διαβάσουν αυτές τις μέρες την εφημερίδα μας Πράβντα, όπου παραθέσαμε ένα ακριβές απόσπασμα απ’ όσα λέγαμε το 1915, όταν βρισκόμασταν ακόμη στο εξωτερικό, ότι, δηλαδή, αν η επαναστατική τάξη της Ρωσίας, η εργατική τάξη, έρθει στην εξουσία πρέπει να προτείνει ειρήνη. Και αν στους όρους μας οι καπιταλιστές της Γερμανίας ή οποιασδήποτε άλλης χώρας απαντήσουν με άρνηση τότε όλη η εργατική τάξη θα είναι υπέρ του πολέμου9. Εμείς δεν προτείνουμε να τερματίσουμε τον πόλεμο μεμιάς. Αυτό δεν το υποσχόμαστε. Εμείς δεν κηρύσσουμε ένα τέτοιο αδύνατο και απραγματοποίητο πράγμα, όπως τον τερματισμό του πολέμου με τη θέληση της μιας πλευράς. Τέτοιες υποσχέσεις είναι εύκολο να τις δίνει κανείς μα είναι αδύνατο να τις εκπληρώσει. Δεν είναι δυνατό να βγει κανείς εύκολα απ’ αυτόν το φρικτό πόλεμο. Ο πόλεμος κρατάει τρία χρόνια. Θα πολεμάτε δέκα χρόνια ή θα βαδίσετε για τη δύσκολη, την επίπονη επανάσταση. Άλλη διέξοδος δεν υπάρχει. Εμείς λέμε: Τον πόλεμο, που άρχισαν οι κυβερνήσεις των καπιταλιστών, μπορεί να τον τερματίσει μόνο η εργατική επανάσταση. Όποιος ενδιαφέρεται για το σοσιαλιστικό κίνημα ας διαβάσει τη Διακήρυξη της Βασιλείας του 1912, που ψηφίστηκε ομόφωνα από όλα τα σοσιαλιστικά κόμματα όλου του κόσμου, Διακήρυξη που δημοσιεύτηκε στην Πράβντα μας, Διακήρυξη που τώρα δεν είναι δυνατό να δημοσιευτεί σε καμιά από τις εμπόλεμες χώρες, ούτε στην «ελεύθερη» Αγγλία, ούτε στη δημοκρατική Γαλλία, γιατί σ’ αυτήν ειπώθηκε η αλήθεια για τον πόλεμο πριν ακόμη ξεσπάσει. Η Διακήρυξη λέει: Ο πόλεμος ανάμεσα στην Αγγλία και τη Γερμανία θα ξεσπάσει εξαιτίας του ανταγωνισμού των καπιταλιστών. Η Διακήρυξη λέει: Έχει συσσωρευτεί τόσο μπαρούτι που τα όπλα θ’ αρχίσουν να εκπυρσοκροτούν μόνα τους. Η Διακήρυξη εξηγεί για ποιο σκοπό θα γίνει πόλεμος και λέει ότι ο πόλεμος θα οδηγήσει στην προλεταριακή επανάσταση. Γι’ αυτό εμείς λέμε στους σοσιαλιστές που, ενώ υπέγραψαν τη διακήρυξη αυτή, πέρασαν με το μέρος των καπιταλιστικών τους κυβερνήσεων ότι πρόδωσαν το σοσιαλισμό. Σε όλο τον κόσμο οι σοσιαλιστές διασπάστηκαν. Άλλοι έγιναν υπουργοί και άλλοι κλείστηκαν στις φυλακές. Σε όλο τον κόσμο ένα μέρος των σοσιαλιστών προπαγανδίζει την προετοιμασία του πολέμου, ενώ το άλλο, όπως ο Μπέμπελ της Αμερικής –ο Ευγ. Ντεμπς, που έχει τεράστια εκτίμηση ανάμεσα στους Αμερικανούς εργάτες– λέει: «Καλύτερα να με τουφεκίσουν παρά να δώσω έστω κι ένα σεντς γι’ αυτό τον πόλεμο. Είμαι έτοιμος να πάρω μέρος μόνο στον πόλεμο του προλεταριάτου ενάντια στους καπιταλιστές όλου του κόσμου.» Να πώς διασπάστηκαν οι σοσιαλιστές σ’ όλο τον κόσμο. Οι σοσιαλπατριώτες όλου του κόσμου νομίζουν ότι υπερασπίζουν την πατρίδα. Κάνουν λάθος –αυτοί υπερασπίζουν τα συμφέροντα μιας χούφτας καπιταλιστών ενάντια σε μια άλλη. Εμείς προπαγανδίζουμε την προλεταριακή επανάσταση –τη μόνη δίκαιη υπόθεση, που γι’ αυτή δεκάδες άνθρωποι ανέβηκαν στη λαιμητόμο, εκατοντάδες και χιλιάδες είναι κλεισμένοι στις φυλακές. Αυτοί οι σοσιαλιστές που βρίσκονται στις φυλακές είναι η μειοψηφία μα με το μέρος τους είναι η εργατική τάξη, υπέρ αυτών συνηγορεί όλη η οικονομική εξέλιξη. Όλα αυτά μας δείχνουν ότι δεν υπάρχει άλλη διέξοδος. Ο πόλεμος αυτός δεν είναι δυνατό να τερματιστεί παρά με την εργατική επανάσταση σε μερικές χώρες. Για την ώρα εμείς πρέπει να προετοιμάζουμε αυτήν την επανάσταση, να τη βοηθάμε. Ο ρωσικός λαός, παρόλο το μίσος του ενάντια στον πόλεμο και παρόλη τη θέλησή του να πετύχει ειρήνη, δεν μπορούσε όσο διεξήγαγε τον πόλεμο ο τσάρος να κάνει τίποτε ενάντια στον πόλεμο, εκτός από την προετοιμασία της επανάστασης ενάντια στον τσάρο και για την ανατροπή του τσάρου. Έτσι κι έγινε. Αυτό σας το επιβεβαίωσε χθες η ιστορία και θα σας το επιβεβαιώσει και αύριο. Εμείς το είπαμε ήδη από καιρό: Πρέπει να βοηθάμε την αναπτυσσόμενη ρωσική επανάσταση. Το είπαμε αυτό στα τέλη του 1914. Για το λόγο αυτό τους βουλευτές μας στη Δούμα τους εξόρισαν στη Σιβηρία κι εμάς μας έλεγαν: «Εσείς δε δίνετε απάντηση. Εσείς επικαλείστε την επανάσταση τη στιγμή που οι απεργίες έχουν σταματήσει, τη στιγμή που οι βουλευτές βρίσκονται στα κάτεργα, τη στιγμή που δεν υπάρχει ούτε μια εφημερίδα!» Και μας κατηγορούσαν ότι αποφεύγουμε να απαντήσουμε. Τις κατηγορίες αυτές, σύντροφοι, τις ακούγαμε πολλά χρόνια. Εμείς απαντούσαμε: Μπορείτε να αγανακτείτε όσο θέλετε, μα όσο δεν έχει ανατραπεί ο τσάρος δεν μπορεί να γίνει τίποτε ενάντια στον πόλεμο. Και η πρόβλεψή μας επιβεβαιώθηκε. Δεν επιβεβαιώθηκε ακόμη ολοκληρωτικά μα άρχισε ήδη να επιβεβαιώνεται. Η επανάσταση, όσον αφορά τη Ρωσία, αρχίζει να αλλάζει το χαρακτήρα του πολέμου. Οι καπιταλιστές συνεχίζουν ακόμη τον πόλεμο κι εμείς λέμε: Όσο δεν ξεσπάσει η εργατική επανάσταση σε μερικές χώρες ο πόλεμος δεν μπορεί να σταματήσει, επειδή στην εξουσία παραμένουν άνθρωποι που θέλουν αυτόν τον πόλεμο. Μας λένε: «Σε πολλές χώρες φαίνονται σα να κοιμούνται τα πάντα. Στη Γερμανία όλοι πέρα για πέρα οι σοσιαλιστές είναι υπέρ του πολέμου, μόνο ο Λίμπκνεχτ είναι ενάντια.» Εγώ σ’ αυτό απαντώ: Αυτός ο ένας Λίμπκνεχτ εκπροσωπεί την εργατική τάξη, σ’ αυτόν τον ένα, στους οπαδούς του, στο γερμανικό προλεταριάτο στηρίζονται οι ελπίδες όλων. Δεν το πιστεύετε; Συνεχίστε τον πόλεμο! Άλλος δρόμος δεν υπάρχει. Αν δεν πιστεύετε τον Λίμπκνεχτ, αν δεν πιστεύεται στην επανάσταση των εργατών, στην επανάσταση που ωριμάζει, αν δεν πιστεύετε σ’ αυτό, πιστέψτε στους καπιταλιστές!

Κανένας δε θα νικήσει σ’ αυτόν τον πόλεμο εκτός από την εργατική επανάσταση σε μερικές χώρες. Ο πόλεμος δεν είναι παιχνιδάκι, ο πόλεμος είναι ένα πράγμα ανήκουστο, ο πόλεμος στοιχίζει εκατομμύρια θύματα και δεν είναι τόσο εύκολο να τον τερματίσεις.

Οι στρατιώτες στο μέτωπο δεν μπορούν να αποκόψουν το μέτωπο από το κράτος και να αποφασίσουν κατά βούληση. Οι στρατιώτες στο μέτωπο είναι ένα τμήμα της χώρας. Όσο το κράτος βρίσκεται σε πόλεμο, θα υποφέρει και το μέτωπο. Εδώ δεν μπορεί να γίνει τίποτε. Τον πόλεμο τον προκάλεσαν οι κυρίαρχες τάξεις και θα τον τερματίσει μόνο η επανάσταση της εργατικής τάξης. Το αν θα έχετε γρήγορα ειρήνη εξαρτάται μόνο από το δρόμο που θα πάρει η εξέλιξη της επανάστασης. Οποιαδήποτε συναισθηματικά πράγματα κι αν λέγονται, όσο κι αν σας λένε: Ελάτε να βάλουμε αμέσως τέρμα στον πόλεμο, αυτό δεν μπορεί να γίνει χωρίς την άνοδο της επανάστασης. Όταν η εξουσία περάσει στα χέρια των Σοβιέτ των εργατών, στρατιωτών και αγροτών βουλευτών οι καπιταλιστές θα ταχτούν ενάντιά μας: Η Ιαπωνία –ενάντια, η Γαλλία –ενάντια, η Αγγλία –ενάντια· ενάντιά μας θα ταχτούν οι κυβερνήσεις όλων των χωρών. Ενάντιά μας θα είναι οι καπιταλιστές, μαζί μας θα είναι οι εργάτες. Τότε θα μπει τέρμα στον πόλεμο που άρχισαν οι καπιταλιστές. Να η απάντηση στην ερώτηση, πώς να τερματίσουμε τον πόλεμο.

 


ΣημειώσειςΣημειώσεις

* Β. Ι. Λένιν, Για τον πόλεμο και τη σοσιαλιστική επανάσταση, σελ. 329-363, εκδ. Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα 2013 και Β. Ι. Λένιν, Άπαντα, τόμ. 32, σελ. 77-102.

1. Η διάλεξη «Πόλεμος και επανάσταση» έγινε από τον Β. Ι. Λένιν στην αίθουσα τελετών της σχολής του πολεμικού ναυτικού στο Βασιλιέβσκι Όστροβ της Πετρούπολης, στις 14 (27) του Μάη 1917. Η διάλεξη ήταν με πληρωμή και οι εισπράξεις προορίζονταν για το «σταθερό κεφάλαιο» της εφημερίδας Πράβντα, που δημιουργήθηκε το 1914 για την ενίσχυση του παράνομου μπολσεβίκικου Τύπου. Στη διάλεξη πήραν μέρος πάνω από 2.000 άτομα. Ο μπολσεβίκος Α. Α. Αντόνοφ, πρώην Επίτροπος στο χαλυβουργείο του Όμπουχοφ, από τη διάλεξη αυτή θυμάται τα παρακάτω: «Το κοινό ήταν πολύ ανομοιογενές. Παρόλο που τα εισιτήρια είχαν σταλεί στις συνοικίες σε πολύ περιορισμένο αριθμό και, απ’ ό,τι θυμάμαι, δίνονταν μόνο στα μέλη του Κόμματος, ο αριθμός αυτών που ήθελαν να ακούσουν τη διάλεξη ξεπερνούσε κατά πολύ τις δυνατότητες. Ανάμεσα σ’ αυτούς που παρευρίσκονταν στη διάλεξη ήταν αρκετοί διανοούμενοι, φοιτητές, στρατιώτες, αξιωματικοί. Ακούγαμε τη διάλεξη όρθιοι γιατί δεν υπήρχε μέρος για να καθίσουμε. Στεκόμασταν σα μια συμπαγής μάζα. Το βήμα για την ομιλία είχε γίνει στην αντίθετη πλευρά, αντίκρυ από την είσοδο της αίθουσας. Στο βήμα στέκονταν η Ν. Κ. Κρούπσκαγια, η Μ. Ι. Ουλιάνοβα… και στα σκαλοπάτια του βήματος στεκόταν ο Ν. Ι. Ποντβόισκι.
Η διάλεξη διήρκησε πάνω από δυο ώρες. Η εμφάνιση του Β. Ι. Λένιν στο βήμα χαιρετίστηκε με θύελλα χειροκροτημάτων. Η έντονη προσοχή με την οποία άκουγαν τη διάλεξη ήταν εξαιρετικά μεγάλη» («Εκθέσεις των Επιτρόπων της Στρατιωτικής Επαναστατικής Επιτροπής Πετρούπολης», σελ. 208, Μόσχα, 1957).
Το κείμενο της διάλεξης «Πόλεμος και επανάσταση» για αρκετό καιρό θεωρούνταν χαμένο. Μόνο ύστερα από πολλά χρόνια η διάλεξη, γραμμένη από άγνωστο, βρέθηκε και παραδόθηκε από τη Μ. Ι. Ουλιάνοβα στο Ινστιτούτο του Λένιν και στις 23 Απρίλη 1929 δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Πράβντα, αρ. φύλ. 93. Δημοσιεύεται σύμφωνα με το στενογραφημένο κείμενο.

2. Βλ. Κλαούζεβιτς, Για τον πόλεμο, τόμ. Ι, σελ. 43, 5η ρωσ. έκδ., 1941.

3. Στις αρχές του Πρώτου Παγκόσμιου Πολέμου (Αύγουστος 1914) η Γερμανία παραβίασε κατάφωρα την ουδετερότητα του Βελγίου και το κατέλαβε επιδιώκοντας να χρησιμοποιήσει το έδαφός του για να καταφέρει αποφασιστικό χτύπημα ενάντια στη Γαλλία. Η κατοχή διήρκησε μέχρι το τέλος του πολέμου (1918). Η κατοχή είχε ως αποτέλεσμα να υποφέρει πολύ η οικονομία της χώρας και η βιομηχανία να βρεθεί σε κατάσταση χάους.
Οι Γερμανοί ιμπεριαλιστές έβλεπαν το Βέλγιο ως λάφυρο πολέμου, το λήστευαν και το ρήμαζαν. Προσπαθούσαν να σηκώσουν από την κατακτημένη χώρα όλα όσα χρειάζονταν στο γερμανικό στρατό κι ό,τι μπορούσε να συμβάλλει στη νίκη του στον πόλεμο.
Ο Β. Ι. Λένιν, ξεσκεπάζοντας το γενικό ιμπεριαλιστικό, κατακτητικό χαρακτήρα του Πρώτου Παγκόσμιου Πολέμου, σημείωνε δυο εστίες του εθνικοαπελευθερωτικού πολέμου –το Βέλγιο και τη Σερβία.
Μετά από την ήττα της Γερμανίας, το 1918, το Βέλγιο απελευθερώθηκε.

4 Βλ. Άπαντα, 5η έκδ., τόμ. 31, σελ. 128-129. Η Σύντ.

5. Ζεμλιά ι Βόλια (Γη και ελευθερία) – καθημερινή εφημερίδα· έβγαινε από την Επιτροπή Περιοχής Πετρούπολης του κόμματος των εσέρων από τις 21 Μάρτη (3 Απρίλη) ως τις 13 (26) Οκτώβρη 1917.

6. Η Τρίτη Γαλλική Δημοκρατία – αστική δημοκρατία, εγκαθιδρύθηκε στη Γαλλία ως αποτέλεσμα της επανάστασης του Σεπτέμβρη του 1870. Διατηρήθηκε ως τον Ιούλη του 1940 όταν, μετά από τη συντριβή της Γαλλίας από τις χιτλερικές στρατιές, η κλίκα Πετέν - Λαβάλ συνθηκολόγησε και εγκαθίδρυσε το φασιστικό καθεστώς της «κυβέρνησης του Βισί».
Η γρήγορη ανάπτυξη του χρηματιστικού κεφαλαίου στη Γαλλία στο τελευταίο τέταρτο του 19ου αιώνα προκάλεσε, σύμφωνα με τα λόγια του Β. Ι. Λένιν, «την όξυνση στο έπακρο της πολιτικής των προσαρτήσεων (της αποικιοκρατικής)» της γαλλικής ιμπεριαλιστικής αστικής τάξης, που κάλυπτε έντεχνα τους ληστρικούς της πολέμους με τη βοήθεια των ρεπουμπλικάνων πολυλογάδων στη γαλλική Βουλή. Η ρεπουμπλικανική και δημοκρατική Γαλλία διεξήγαγε τον καιρό εκείνο τους παρακάτω αποικιακούς πολέμους για την υποδούλωση των λαών της Αφρικής και της Ασίας: Κατάληψη της Κεντρικής Αφρικής (Κογκό), υποδούλωση της Τύνιδας, της Μαγαδασκάρης, του Βιετνάμ, του Σουδάν, έκανε πόλεμο ενάντια στην Κίνα κτλ.

7. Βασιλική χορηγία – κονδύλι του κρατικού προϋπολογισμού στα συνταγματικά-μοναρχικά κράτη που χορηγείται για τα προσωπικά έξοδα του μονάρχη και τη συντήρηση της αυλής του.

8. Πρόκειται για την απόφαση της VII Πανρωσικής Συνδιάσκεψης (του Απρίλη) του ΣΔΕΚΡ (μπ) «Για την τρέχουσα στιγμή», που έγραψε ο Β. Ι. Λένιν (βλ. «Αποφάσεις και ψηφίσματα των συνεδρίων και των συνδιασκέψεων του ΚΚΣΕ, και των ολομελειών της ΚΕ», μέρος Ι, ρωσ. έκδ. 1954, σελ. 351 και Άπαντα, 5η έκδ., τόμ. 31, σελ. 451).

9. Βλ. Β. Ι. Λένιν, Άπαντα, τόμ. 32, σελ. 72. Η Σύντ.