Είναι αλήθεια ότι πολλά έχουν γραφτεί για τη σοσιαλιστική, ιδιαίτερα τη σοβιετική, εκπαιδευτική πείρα. Και αυτό είναι φυσικό. Η νίκη της Οκτωβριανής Σοσιαλιστικής Επανάστασης το 1917, η κατάργηση των καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής, επέδρασε καταλυτικά στη διαμόρφωση της εκπαιδευτικής πολιτικής σε μια αχανή και με βαθιά ανισομετρία χώρα όπως η Σοβιετική Ρωσία αρχικά, αλλά και μετέπειτα η ΕΣΣΔ. Ταυτόχρονα, τα επιτεύγματα της πρώτης νικηφόρας εφόδου προς τον ουρανό επηρέασαν τη χάραξη εκπαιδευτικής πολιτικής σε διεθνές επίπεδο. Πίεσαν στην απόσπαση κατακτήσεων στον καπιταλιστικό κόσμο και ενέπνευσαν και συνεχίζουν να εμπνέουν την προσπάθεια για εκπαίδευση που στο επίκεντρό της έχει την πολύπλευρη ανάπτυξη του ανθρώπου, μια παιδαγωγική αντίληψη που στοχεύει στην καθολική μορφωτική άνοδο των εργαζόμενων μαζών.
Στο κείμενο αυτό επικεντρώνουμε στην προσπάθεια να αναδειχτούν βήματα και προβλήματα στη σχολική εκπαιδευτική πολιτική, ειδικά το ζήτημα της κατανόησης του πολυτεχνισμού στις μεγαλύτερες τάξεις του σχολείου, υπό το πρίσμα της επίδρασης της οικονομίας, της ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων και της προσπάθειας επέκτασης των νέων –μη εκμεταλλευτικών– κοινωνικών σχέσεων. Δε στεκόμαστε αναλυτικά δηλαδή σε άλλα ζητήματα, όπως αυτά του περιεχομένου των σχολικών αναλυτικών προγραμμάτων της σχολικής γνώσης ή της σχέσης ιδεολογίας-εκπαιδευτικής πολιτικής, που επίσης είναι κρίσιμα και απαιτούν βαθιά μελέτη της αντίστοιχης βιβλιογραφίας που είναι εκτεταμένη και πλούσια.
Εκ των πραγμάτων προσπαθούμε να μελετήσουμε τη διαπάλη «νέου-παλιού» και πώς αυτή εκφράστηκε στα εκπαιδευτικά πράγματα.
Το κείμενο αυτό έχει το χαρακτήρα σκέψεων, γιατί επιδιώκει καταρχάς να ανοίξει τη συζήτηση, να τοποθετήσει σε ένα μεθοδολογικό και ιστορικό πλαίσιο ένα κυριολεκτικά πολυσύνθετο ζήτημα, με πολλές προεκτάσεις κι εκτεταμένες βιβλιογραφικές αναφορές.
Στο εγχείρημα αυτό, βάση για μας αποτελούν οι Αποφάσεις του 18ου Συνεδρίου του Κόμματος για το Σοσιαλισμό, το Πρόγραμμα του ΚΚΕ που ψηφίστηκε στο 19ο Συνέδριο, η εκτίμηση της σοσιαλιστικής εκπαιδευτικής πείρας στην πρόταση του ΚΚΕ για το «Ενιαίο Δωδεκάχρονο Σχολείο Σύγχρονης Γενικής Παιδείας». Επίσης, μια σειρά άρθρων που έχουν δημοσιευτεί στην ΚΟΜΕΠ, αλλά και στο περιοδικό «Θέματα Παιδείας», συμβάλλουν σε μια κριτική προσέγγιση των παραπάνω ζητημάτων.
Η απόσταση που κάλυψε γρήγορα, σε όλους τους τομείς της κοινωνικής ζωής και στην εκπαίδευση, η ΕΣΣΔ συγκριτικά με τα καπιταλιστικά κέντρα της εποχής αποτελεί μοναδικό κοσμοϊστορικό επίτευγμα. Και αυτό, παρά τα σοβαρά αντικειμενικά προβλήματα όπως η βαθιά ανισομετρία, η προκαπιταλιστική καθυστέρηση σε πολλές περιοχές της, η ιμπεριαλιστική περικύκλωση, καθώς και η ιμπεριαλιστική επέμβαση, ο ταξικός εμφύλιος πόλεμος και η τεράστια καταστροφή που επέφερε ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος αργότερα. Το κύριο είναι ότι: «H κατάργηση των καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής απελευθέρωσε τον άνθρωπο από τα δεσμά της μισθωτής σκλαβιάς, επιτάχυνε την ανάπτυξη της παραγωγικής και ερευνητικής διαδικασίας χωρίς εκμετάλλευση, με αποτέλεσμα μια θεαματικά γρήγορη άνοδο της κοινωνικής ευημερίας. Έτσι, όλοι είχαν εξασφαλισμένη εργασία, δημόσια δωρεάν ιατρική περίθαλψη και παιδεία, παροχή φθηνών υπηρεσιών από το κράτος, κατοικία, καθολική πρόσβαση στην πνευματική και πολιτιστική δημιουργία. H ταχύτατη, ριζική εξάλειψη της τρομερής κληρονομιάς του αναλφαβητισμού, σε συνδυασμό με την άνοδο του γενικού επιπέδου μόρφωσης και ειδίκευσης και ο εκμηδενισμός της ανεργίας αποτελούν μοναδικά σοσιαλιστικά επιτεύγματα. Το σοβιετικό εκπαιδευτικό σύστημα αναγνωριζόταν και από τους δυτικούς για τη σαφέστατη, συντριπτική υπεροχή του στη σφαιρικότητα των γνώσεων που έδινε στους νέους»1.
Μια σειρά στοιχείων2 επιβεβαιώνουν τη δυνατότητα που έχει ένας κοινωνικοοικονομικός σχηματισμός που καταργεί την ατομική ιδιοκτησία στα μέσα παραγωγής και γι’ αυτό μπορεί να σχεδιάζει κεντρικά την ικανοποίηση των διευρυνόμενων κοινωνικών αναγκών, να επιλύει λαϊκά προβλήματα που η αντιμετώπισή τους φαντάζει αδύνατη στο έδαφος του καπιταλισμού.
Ήταν αυτά τα επιτεύγματα που συνδύαζαν τη γενίκευση της πρόσβασης στην εκπαίδευση με μια υψηλή επιστημονική στάθμη στο περιεχόμενο που θορύβησαν τα καπιταλιστικά κράτη της εποχής, με κυρίαρχες τις ΗΠΑ, για το επίπεδο σπουδών στην ΕΣΣΔ.
Το σοκ του αμερικανικού ιμπεριαλισμού από το Σπούτνικ (1957), τον πρώτο δορυφόρο στην ιστορία της ανθρωπότητας, οδήγησε σε μια σειρά μελέτες που συνέκριναν την εκπαίδευση στην ΕΣΣΔ σε σχέση με αυτή στις ΗΠΑ. Η πρώτη επίσημη έκθεση της εκπαιδευτικής αποστολής των ΗΠΑ στην ΕΣΣΔ είχε το χαρακτηριστικό τίτλο: «Η σοβιετική δέσμευση στην εκπαίδευση»3, ενώ χαρακτηριστικό ήταν το βιβλίο «Τι ξέρει ο Ιβάν που δεν ξέρει ο Τζόνι» (1961)4 που συνέκρινε το περιεχόμενο των μαθημάτων που ανήκουν στις ανθρωπιστικές σπουδές (Γλώσσα, Ιστορία, Γεωγραφία) και τη βαρύτητα που αυτά είχαν στο αναλυτικό πρόγραμμα της ΕΣΣΔ και των ΗΠΑ.
Αντικειμενικά, η πάλη των τάξεων σε διεθνές επίπεδο ανάμεσα στο σοσιαλισμό και τον καπιταλισμό αφορούσε και τα ζητήματα της εκπαίδευσης, πόσο μάλλον σε μια εποχή όπου η γνώση μετατρέπεται –μέσω της επιστήμης– όλο και περισσότερο σε άμεση παραγωγική δύναμη. Ως εκ τούτου, μια σειρά αστικές μελέτες των δεκαετιών του 1960, του 1970 και του 1980, όπως και κείμενα της ΟΥΝΕΣΚΟ, δίνουν τη δυνατότητα να ρίξουμε φως σε εξελίξεις που αφορούν τη χάραξη της σοβιετικής εκπαιδευτικής πολιτικής στην ΕΣΣΔ.5 Ανιχνεύουμε την πορεία των πραγμάτων μέσα από ντοκουμέντα της εποχής, συνέδρια του ΚΚΣΕ, άρθρα Σοβιετικών παραγόντων σε ζητήματα εκπαιδευτικής πολιτικής, κείμενα αστικών επιτελείων που παρακολουθούσαν την πορεία του σοβιετικού εκπαιδευτικού συστήματος.
Σ’ αυτήν την ιστορική αποτίμηση λαμβάνουμε υπόψη τις αντικειμενικές συνθήκες ή αλλιώς τους αντικειμενικούς περιορισμούς που θέτει το γενικό επίπεδο ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων, το επίπεδο κοινωνικοποίησης της εργασίας, καθώς και το βάθος και την έκταση του καταμερισμού της εργασίας. Στο έδαφος αυτό ανέκυπταν και τα πρακτικά προβλήματα που αντιμετώπισε η νέα εξουσία σε κάθε φάση της. Τέτοια προβλήματα, μεταξύ άλλων, καθόλου αμελητέα και κατά τη γνώμη μας καθοριστικά ήταν:
- Η εκτεταμένη ανισομετρία στο εσωτερικό της ΕΣΣΔ, ειδικά η επίδρασή της στην αντίθεση πόλης-υπαίθρου. Αυτή επιδρούσε και στη δυσκολία χάραξης και εφαρμογής ενιαίας εκπαιδευτικής πολιτικής, αλλά και της γρήγορης και σαφούς αποτίμησης των αποτελεσμάτων της.
- Η εντοπισμένη ανάγκη για ειδικευμένο εργατικό δυναμικό σε σχέση και με τα νέα μέσα παραγωγής, αλλά και η ανάγκη για εκσυγχρονισμό και βελτίωση των μέσων παραγωγής, πρόβλημα που έχει σαφώς και εκπαιδευτική χροιά.
- Η ιστορική καθυστέρηση που εκφραζόταν στο μεγάλο ποσοστό του αναλφαβητισμού που κληρονόμησε η σοβιετική εξουσία από το τσαρικό καθεστώς, το χαμηλό ποσοστό των εργατών που είχαν έστω μια στοιχειώδη μόρφωση, ικανή να τους επιτρέψει να ενταχτούν τόσο στην παραγωγική διαδικασία όσο και στην ίδια τη διακυβέρνηση του κράτους.
- Το γεγονός ότι στο υφιστάμενο επίπεδο ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων διατηρούνταν η αντίθεση ανάμεσα στη διευθυντική και εκτελεστική εργασία, όπως επίσης διατηρούνταν και η εμπορευματική παραγωγή.
- Η επίδραση του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου στην επιβράδυνση του ρυθμού επίλυσης του παραπάνω προβλήματος και από την άποψη των απωλειών σε έμψυχο δυναμικό, αλλά και σε ένα μεγάλο μέρος κομματικών στελεχών.
- Η πορεία επίλυσης –ή όχι– των κοινωνικών ανισοτήτων ως προς την έκφρασή τους στην εκπαιδευτική διαδικασία, στην πρόσβαση στις επόμενες βαθμίδες (κυρίως Ανώτατη, αλλά και ανώτερες τάξεις της Μέσης Εκπαίδευσης).
Ένα ζήτημα που έχει σημασία επίσης να απαντηθεί, το οποίο μάλιστα συναντιέται και ως επιχείρημα στις καπιταλιστικές αναδιαρθρώσεις, είναι αυτό της «απόστασης του σχολείου από τη ζωή». Τι μπορεί να εκφράζει αυτό το πρόβλημα σε συνθήκες σοσιαλιστικής οικοδόμησης; Ποια απόσταση έπρεπε να καλυφθεί και κυρίως σε ποια κατεύθυνση;
Τα παραπάνω δείχνουν ότι το «εκπαιδευτικό πρόβλημα» δεν είναι απλά εκπαιδευτικό. Στο σοσιαλισμό, ως ανώριμο κομμουνισμό, σχετίζεται με το ζήτημα της επέκτασης των νέων κοινωνικών σχέσεων, εκφράζει αντιθέσεις και διαφοροποιήσεις οι οποίες πρέπει να κατανοούνται ως αυτό που είναι: Παράγοντες που εναντιώνονται στην οικοδόμηση του σοσιαλισμού, που πρέπει να λύνονται επαναστατικά από τον υποκειμενικό παράγοντα, το Κόμμα. Αλλιώς, όχι μόνο παραμένουν, αλλά και αναπτύσσονται σε αντίθεση με τη βασική νομοτέλεια του κομμουνιστικού τρόπου παραγωγής, δηλαδή την ικανοποίηση των διευρυνόμενων κοινωνικών αναγκών με βάση τον κεντρικό σχεδιασμό.