Καθώς ο καπιταλισμός εξελίσσεται σε όλο και πιο φασιστικές μορφές, η σοσιαλδημοκρατία, που είναι η σκιά του καπιταλισμού, περνάει αναγκαστικά από την αντίστοιχη διαδικασία προσαρμογής. Αυτή η διαδικασία «φασιστοποίησης» της σοσιαλδημοκρατίας εκδηλώνεται με την αυξανόμενη στήριξη ανοιχτών μορφών δικτατορίας (Μπρούνινγκ, Εξουσία Εκτακτης Ανάγκης, Αυταρχική Εξουσία στην Ινδία «Ordinance rule»), τη χρήση ένοπλης βίας ενάντια στους εργάτες, όχι μόνο κατά τον εμφύλιο πόλεμο, όπως στα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια, αλλά και ενάντια σε άοπλους εργάτες σε συνθήκες ειρήνης (Βερολίνο 1929, Ινδία υπό τη δεύτερη Εργατική Κυβέρνηση), με αυξανόμενη καταστολή της δημοκρατίας στις οργανώσεις της εργατικής τάξης. Η διαδικασία της προσαρμογής δεν τελειώνει με την ολοκληρωτική νίκη της φασιστικής δικτατορίας, αντίθετα, παίρνει ακόμα πιο ακραίες μορφές. Ηδη από την εποχή του πολέμου έχουμε μια σειρά από παραδείγματα ανοιχτής συμμαχίας της σοσιαλδημοκρατίας με Λευκές Κυβερνήσεις αντεπαναστατικής τρομοκρατίας ενάντια στην εργατική τάξη, που καταγράφηκαν από χώρα σε χώρα και σήμερα εξελίχθηκαν σε φασιστικές μορφές.
Στην Ουγγαρία, υπό το καθεστώς της Λευκής Τρομοκρατίας, η σοσιαλδημοκρατία υπέγραψε Συνθήκη Συμμαχίας με τη Λευκή Κυβέρνηση. Η Συνθήκη αυτή υπεγράφη στις 22 Δεκέμβρη 1921 ανάμεσα στον Πρωθυπουργό Μπεθλέν και το Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα που προσχώρησε στη Δεύτερη Διεθνή. Οι όροι της Συνθήκης προέβλεπαν το Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα να θεωρεί το γενικότερο συμφέρον του έθνους εξίσου σημαντικό με το συμφέρον της εργατικής τάξης. Σχετικά με την εξωτερική πολιτική, το Ουγγρικό Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα όφειλε να πραγματοποιεί ενεργή προπαγάνδα υπέρ της Ουγγαρίας στους αρχηγούς των σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων, στις ξένες κυβερνήσεις κτλ. Γι’ αυτό το σκοπό έπρεπε να συνεργαστεί με το ουγγρικό Υπουργείο Εξωτερικών… να υιοθετήσει τη θέση των Μαγυάρων… πριν απ’ όλα στο όργανό του, την εφημερίδα Nepszava, να υιοθετήσει μια αμερόληπτη στάση και να εκδηλώνει πίστη στη συνεργασία με την αστική κοινωνία. Οσον αφορά την εσωτερική πολιτική, το Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα όφειλε να «συνεργαστεί με τις αστικές τάξεις σε οικονομικό επίπεδο», να εμποδίσει απεργίες, να μη διεξάγει «δημοκρατική προπαγάνδα» και «να μην κάνει αγκιτάτσια στους εργάτες γης». Η Συνθήκη έκλεινε με τη δέσμευση: Οι εκπρόσωποι του Ουγγρικού Σοσιαλδημοκρατικού κόμματος δηλώνουν σύμφωνοι με τις επιθυμίες που εξέφρασε ο Πρωθυπουργός σχετικά με την εξωτερική και εσωτερική πολιτική και διαβεβαιώνουν ότι από μέρους τους θα τις εκπληρώσουν. Ορίζουν έναν αντιπρόσωπο που θα διατηρεί επαφή με το Υπουργείο Εξωτερικών. Σε αντάλλαγμα για την εν λόγω Συνθήκη, η σοσιαλδημοκρατία τέθηκε επίσημα υπό την προστασία της Λευκής Κυβέρνησης, ενώ ο κομμουνισμός υπέστη σφοδρή καταστολή.
Οταν οι όροι της Συνθήκης γνωστοποιήθηκαν τρία χρόνια αργότερα, ξέσπασε σκάνδαλο, οδηγώντας έως και σε σύσταση διερευνητικής επιτροπής στη Δεύτερη Διεθνή. Η διερευνητική επιτροπή υπό τον Κάουτσκι το 1925 κατέληξε σε ετυμηγορία που παρείχε απόλυτη συγκάλυψη, αναγνώριζε «καλή πίστη» στους ούγγρους σοσιαλδημοκράτες και αποδεχόταν τη διαβεβαίωσή τους ότι η Συνθήκη δε θα ίσχυε πια. Το ουγγρικό ημικυβερνητικό όργανο, η εφημερίδα Neues Pester Journal σχολίασε στο φύλλο την 1η Γενάρη του 1925 ότι: «Η Συνθήκη δεν περιλαμβάνει κάτι που ένα οποιοδήποτε Σοσιαλιστικό κόμμα στον κόσμο -αν εξαιρέσουμε την Τρίτη Διεθνή- δε θα αναγνώριζε ή τουλάχιστον δεν θα εφάρμοζε με τη στάση του…».
Η Συνθήκη τηρήθηκε πλήρως και οι δύο πλευρές ανταποκρίθηκαν έντιμα στους όρους της. Το αστικό όργανο έχει δίκιο. Η Συνθήκη ανάμεσα στον Μπεθλέν και το Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα είναι ιδιόμορφη μόνο επειδή θεσπίζει γραπτώς τη στάση όλων των Εργατικών και Σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων, ανεξάρτητα από το επίσημο πρόγραμμά τους. Ετσι, οι βασικές αρχές του φασισμού και το «Εργατικό Μέτωπό» του από πολλές απόψεις προϋπήρχαν της σοσιαλδημοκρατίας.
Η Βουλγαρία μας δίνει ένα ακόμα παράδειγμα της ίδιας διαδικασίας. Οι εκλογές του 1923 είχαν ως αποτέλεσμα 437.000 ψήφους για το μαχητικό Αγροτικό Κόμμα υπό το Σταμπολίισκι, 252.000 για το Κομμουνιστικό Κόμμα, 219.000 ψήφους για το Αστικό Μπλοκ και 40.000 για τους Σοσιαλδημοκράτες.
Η κυβέρνηση Σταμπουλίισκι διεξήγαγε ένα πρόγραμμα αγροτικών μεταρρυθμίσεων, κατήγγειλε και δίκασε τους πρώην υπουργούς του πολέμου και προχώρησε σε επιπλέον μέτρα που έκαναν τα αντιδραστικά κόμματα να δυσανασχετήσουν.
Τα αντιδραστικά κόμματα τον Ιούνη του 1923 πραγματοποίησαν στρατιωτικό πραξικόπημα, οργανωμένο από αξιωματικούς του στρατού, ανέτρεψαν την κυβέρνηση του Αγροτικού Κόμματος δια της βίας και δολοφόνησαν τον πρωθυπουργό Σταμπουλίισκι. Σε αυτή τη βάση δημιουργήθηκε το καθεστώς της Λευκής Τρομοκρατίας του χασάπη Τσάνκοφ, υπό τον οποίο, σύμφωνα με δήλωση του προέδρου της Δεύτερης Διεθνούς, Βαντερβέλντε, 16.000 Βούλγαροι εργάτες και αγρότες δολοφονήθηκαν σε διάστημα 18 μηνών (Humanité, 18 Μάη 1925). Στην κυβέρνηση του Τσάνκοφ της Λευκής Τρομοκρατίας, το Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα, που είχε προσχωρήσει στη Δεύτερη Διεθνή, είχε επίσημη εκπροσώπηση. Ο υπουργός του, Κασάσοφ, κάθισε πλάι στους αντιπροσώπους της φασιστικής «Λίγκας των Αξιωματικών» και των αστικών κομμάτων.
Στην Πολωνία το 1926 το πραξικόπημα του Πιλσούντσκι, που ανέτρεψε την κοινοβουλευτική δημοκρατία και εγκαθίδρυσε ένα είδος φασιστικής δικτατορίας, πραγματοποιήθηκε με τη στήριξη του Πολωνικού Σοσιαλιστικού κόμματος, τμήματος της Δεύτερης Διεθνούς. Ο αντιπρόσωπός του, ο Μοραζέβσκι, πήρε μέρος στην κυβέρνηση Πιλσούντσκι.
Στην Ισπανία, η δικτατορία του Πρίμο ντε Ριβέρα προσέφερε προστασία στο Ισπανικό Σοσιαλιστικό Κόμμα και στη ρεφορμιστική Γενική Ενωση Εργασίας, ενώ ταυτόχρονα κατέστειλε το επαναστατικό εργατικό κίνημα, έριξε στη φυλακή τους επαναστάτες ηγέτες και όρισε το ρεφορμιστή ηγέτη Καμπαγιέρο ως ανακτοσύμβουλο.
Στην Ιταλία ο Ντ’ Αραγόνα και η ρεφορμιστική ηγεσία της Γενικής Συνομοσπονδίας Εργασίας τέθηκαν στην υπηρεσία του Μουσολίνι και ανακοίνωσαν τη διάλυση της Συνομοσπονδίας το 1926. Στην Αυστρία, η δικτατορία του Ντόλφους οικοδομήθηκε βήμα-βήμα με την παθητική στήριξη της σοσιαλδημοκρατίας ως το «μικρότερο κακό» σε σχέση με τους Ναζί. Στις αρχές του 1934, το Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα πρόσφερε ανοιχτή συμμαχία στον Ντόλφους, την ίδια στιγμή που η επίθεση της κυβέρνησης στρεφόταν ενάντια στις οργανώσεις του και στον Τύπο. Ακόμα κι όταν οι εργάτες αποφάσισαν τελικά τον ηρωικό τους αγώνα, με την απόφαση αυτή αντιτάχθηκαν σε ρητή διαταγή του Κόμματος που, ακόμα και την παραμονή του αγώνα, έστελνε επείγοντα μηνύματα υποταγής και εξέφραζε στον Ντόλφους την ετοιμότητά του να δεχτεί μια δικτατορία λόγω επείγουσας κατάστασης και ένα είδος Εταιρικού Κράτους.
Στην Τσεχοσλοβακία το Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα συμμετείχε στην κυβέρνηση συνασπισμού όλων των αστικών κομμάτων, που το 1933 κατέπνιξε τον κομμουνιστικό Τύπο και προετοίμασε συνθήκες σκληρής δικτατορίας.
Ως προς την Ιαπωνία, το όργανο του Βρετανικού Εργατικού Κόμματος Forward στις 20 Μάρτη 1930, σε άρθρο με τίτλο «Οι Εργατικοί στην Ιαπωνία», αναφερόταν με ικανοποίηση στην ακόλουθη κατάσταση: «σχετικά με τις εκλογές μια πρώτη εντύπωση είναι ότι δόθηκε στα προλεταριακά κόμματα ένα πολύ πιο δίκαιο πεδίο από πριν. Είναι αλήθεια ότι από τις τελευταίες εκλογές έγιναν δύο σημαντικές συλλήψεις από την αστυνομία των λεγόμενων επικίνδυνων στοχαστών. Αυτό θα μπορούσεσε να οδηγήσει σε αποδυνάμωση, αλλά μάλλον ισχύει το αντίθετο. Σε όσους απέμειναν, δόθηκε επίσημη σφραγίδα ότι αποδεσμεύτηκαν από τον κομμουνισμό. Δεν υπάρχει πλέον το φόβητρο, που θα τρομάξει τους μελλοντικούς υποστηρικτές». Η «επίσημη σφραγίδα» στη σοσιαλδημοκρατία από μια ακραία αντιδραστική στρατιωτική κυβέρνηση, η οποία καταστέλλει άγρια τον κομμουνισμό με δεκάδες χιλιάδες συλλήψεις, εκλαμβάνεται με ιδιαίτερη εκτίμηση από το όργανο του Βρετανικού Εργατικού κόμματος ως ευτυχές πλεονέκτημα. Λίγο καιρό μετά, την άνοιξη του 1932, η ηγεσία αυτού του Ιαπωνικού Σοσιαλδημοκρατικού κόμματος, με επικεφαλής το γραμματέα Ακαμάτσου και τη μισή Εκτελεστική Επιτροπή, εξελίχθηκε ανοιχτά και μετατράπηκε σε δεδηλωμένο φασιστικό «Εθνοσοσιαλιστικό Κόμμα».
Η σοσιαλδημοκρατία έδειξε λοιπόν σε όλο τον κόσμο ότι είναι έτοιμη να προσαρμοστεί και να συμμαχήσει με οποιαδήποτε κυβέρνηση αντεπαναστατική, Λευκής Τρομοκρατίας και φασιστική, ακόμα και να προσχωρήσει άμεσα σε μια τέτοια κυβέρνηση. Οπου η σοσιαλδημοκρατία δεν έγινε δεκτή σε μια ανοιχτή συμμαχία, αναγκάστηκε να παίξει το ρόλο της ως διασπαστής της εργατικής τάξης με τη μορφή της αντιπολίτευσης. Αυτό δε σημαίνει πως η ηγεσία της σοσιαλδημοκρατίας δεν εξάντλησε από την πλευρά της όλα τα περιθώρια στην προσπάθεια να γίνει αποδεκτή στον κύκλο που έχαιρε της προστασίας του φασισμού. Το πιο σημαντικό παράδειγμα αυτής της διαδικασίας ήταν η Γερμανία. Η σημασία της γερμανικής εμπειρίας εξετάσθηκε σε προηγούμενο κεφάλαιο. Το ότι ο γερμανικός φασισμός απέρριψε τις προσφορές και τα παρακάλια της σοσιαλδημοκρατίας για ανοιχτή συμμαχία οφείλεται στο γεγονός ότι δεν είχε καμία εμπιστοσύνη σε οποιασδήποτε μορφή οργάνωσης των εργαζομένων, όσο υποτακτική κι αν ήταν η ηγεσία, αν δεν είχε τον άμεσο έλεγχο. Δεν είχε καμία εμπιστοσύνη στη δύναμη μιας σοσιαλδημοκρατίας που θα μπορούσε να διατηρήσει τον έλεγχό της στους εργάτες, γιατί ήταν αποφασισμένος να καταλάβει μόνος του όλες τις θέσεις του μηχανισμού και να μην επιτρέψει άλλες μορφές οργάνωσης.
Ετσι, ο ρόλος των υπολειμμάτων της σοσιαλδημοκρατίας είναι να συνεχίσουν στην πράξη, υπό καθεστώς πλήρους φασιστικής δικτατορίας, τη διάσπαση του μετώπου της εργατικής τάξης με άλλες μορφές, την ανάπτυξη του αγώνα ενάντια στο Ενιαίο Μέτωπο και στον Κομμουνισμό, τη σύγχυση του επαναστατικού αγώνα με τον παραπλανητικό στόχο της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης, που κατέστησε δυνατή τη νίκη του φασισμού. Να είναι έτοιμη, ώστε σε περίπτωση εξασθένισης της φασιστικής δικτατορίας και εξάπλωσης της επίθεσης της εργατικής τάξης, να σώσει τον καπιταλισμό και το αστικό κράτος -όπως το 1918- από την επανάσταση της εργατικής τάξης. Με αυτό τον τρόπο η σοσιαλδημοκρατία παραμένει, ακόμα και σε καθεστώς πλήρους δικτατορίας, το κύριο στήριγμα της αστικής τάξης στην εργατική τάξη.
Η κατάρρευση της γερμανικής σοσιαλδημοκρατίας έφερε κρίση στη Δεύτερη Διεθνή. Πολλοί εργάτες που ακολούθησαν την ηγεσία της άρχισαν να ανοίγουν τα μάτια τους στην πραγματικότητα του αγώνα και να στρέφονται όλο και περισσότερο στον κομμουνισμό και στη γραμμή του Ενιαίου Μετώπου. Η επίπτωση όμως της κρίσης στα κυρίαρχα στρώματα ήταν η επίσπευση της «φασιστοποίησης». Δόθηκε τότε το σύνθημα για συσπείρωση στη βάση της «δημοκρατίας», δηλαδή στη βάση του υπάρχοντος καπιταλιστικού κράτους.
Ετσι λοιπόν εξαγγέλθηκε η γραμμή: ακόμα πιο άγρια καταπολέμηση του Ενιαίου Μετώπου της εργατικής τάξης, ενδυνάμωση της εξουσίας του κράτους ακόμα και με «επείγουσες» μορφές, αν χρειαζόταν. Ενότητα με τα «μετριοπαθή» στοιχεία της αστικής τάξης, μέσω της δημιουργίας αριστερών μπλοκ και κυβερνήσεων συνασπισμού για τη διάσωση του κράτους, ακόμα και στήριξη της πολεμικής προπαγάνδας της αστικής τάξης στο όνομα της «δημοκρατίας».
Η πολιτική του Συνασπισμού της Αριστεράς στη Γαλλία, η ανοχή του Ντόλφους στην Αυστρία, η πολιτική Συνασπισμού στην Τσεχοσλοβακία, η στήριξη του Ρούζβελτ από ηγέτες των ρεφορμιστών στη Βρετανία και την Αμερική, αποτυπώνουν αυτή τη γραμμή. Δημιουργήθηκε μια σχολή με ολοένα αυξανόμενη επιρροή που διδασκόταν από το φασισμό την ανάγκη περισσότερης συγκέντρωσης σε «εθνική» παρά σε διεθνή βάση, την εγκατάλειψη της ιδέας της κατάληψης της εξουσίας από την εργατική τάξη και το ανοιχτό κάλεσμα κύρια προς τα μικροαστικά στρώματα, επιδιώκοντας την οικοδόμηση ενός «ισχυρού, αυταρχικού κράτος» σε συνθήκες κρίσης. Αυτές οι ιδέες εκφράστηκαν ανοιχτά από το «νέο-σοσιαλισμό» στη Γαλλία.
Μια παρόμοια τάση προέβαλε η Σοσιαλιστική Λίγκα, πτέρυγα της ηγεσίας του Εργατικού Κόμματος, που επίσης υπέβαλε προτάσεις για μια σκληρή δικτατορία μέσα στο καπιταλιστικό κράτος. Είναι προφανές ότι όλη αυτή η γραμμή της προπαγάνδας επί της ουσίας παρεμβαίνει και βοηθάει στην περαιτέρω εξέλιξη του καπιταλισμού σε φασιστικές μορφές σε όλα τα σύγχρονα κράτη.
Η αφετηρία και η «πηγή» της σύγχρονης σοσιαλδημοκρατίας (μετά το 1914) είναι η ιδέα της συνεργασίας με τους καπιταλιστές και το καπιταλιστικό κράτος. Αυτή η γραμμή παρουσιάζεται ως ασφαλής, ειρηνική, αρμονική, «δημοκρατική» πορεία προς το σοσιαλισμό σε αντίθεση με τους κινδύνους και την καταστροφή που έχει το μονοπάτι της βίαιης επανάστασης. Η συνολική εμπειρία από το 1914 έως το 1933 έδειξε με εξαιρετική ευκρίνεια ότι η γραμμή αυτή δεν οδηγεί ούτε στο σοσιαλισμό ούτε έχει ειρηνική εξέλιξη ούτε καν στη διατήρηση των δημοκρατικών μορφών στην πιο στενή έννοιά τους, αλλά σε κατάφωρη βία ενάντια στην εργατική τάξη, σε δυνάμωμα της καπιταλιστικής δικτατορίας και, στο αποκορύφωμά της, στη νίκη του φασισμού, του ιμπεριαλιστικού πολέμου και όλων των καταστροφικών δυνάμεων, από τις οποίες μόνο η προλεταριακή επανάσταση μπορεί να σώσει τον κόσμο. Αυτό είναι το δίδαγμα από το κεφάλαιο της «Σοσιαλδημοκρατίας» (πιο σωστά, του Σοσιαλιμπεριαλισμού ή Σοσιαλφασισμού) στην ιστορία της εργατικής τάξης, ένα κεφάλαιο που τείνει προς το τέλος του.