Σύγχρονη επιστήμη και γνωσιοθεωρία του μαρξισμού-λενινισμού


του Π. Β. Κόπνιν*

Ο φιλόσοφος που ασχολείται με τα προβλήματα της επιστημολογίας και της λογικής της επιστημονικής γνώσης δεν μπορεί να αγνοεί τις πραγματικά τεράστιες αλλαγές που έχουν συντελεστεί στην επιστήμη τούτο τον αιώνα. Επιπλέον, δε θα πρέπει να ενδιαφέρεται μόνο για το τι νέο έχουμε μάθει για τον αντικειμενικό κόσμο, αλλά και για το με ποιες νέες μεθόδους και μέσα έχει αποκτηθεί αυτή η γνώση, πώς έχει αλλάξει η δομή της, ποιες κατηγορίες ορίζουν την ουσία της σύγχρονης επιστημονικής θεωρητικής σκέψης και τις μελλοντικές προεκτάσεις τους σε ό,τι αφορά τη νόηση. Φυσικά, ο χαρακτήρας, η δομή και οι μέθοδοι για την απόκτηση επιστημονικής γνώσης καθορίζονται σε τελική ανάλυση από το τι είναι αυτό που προσπαθούμε να γνωρίσουμε, ποια πράγματα και διαδικασίες είναι που γίνονται γνωστά. Όμως, η άμεση επιρροή στις λογικές έννοιες της θεωρίας της γνώσης ασκείται μέσω της ίδιας της διαδικασίας της γνώσης, των μεθόδων και των μέσων με τα οποία προσεγγίζει την αντανάκλαση του αντικειμένου.

Σε αυτήν τη σύνδεση, μπορεί να γίνει λόγος όχι μόνο για μια επιστημονική εικόνα του κόσμου με την έννοια του περιεχομένου της γνώσης του, αλλά και για μια εικόνα της σύγχρονης επιστημονικής νόησης, που χαρακτηρίζει τεχνικές, μέσα, κατηγορίες και μορφές θεωρητικής σκέψης. Η εγκαθίδρυση μιας τέτοιας εικόνας είναι πολύ σημαντική για το φιλόσοφο, από πολλές απόψεις. Επιπρόσθετα, αν δε δημιουργήσουμε μια εικόνα της σύγχρονης επιστημονικής νόησης όχι μόνο σε ό,τι αφορά το περιεχόμενό της, αλλά και τις μορφές της, θα χάσουμε κάθε ευκαιρία να κάνουμε ένα πραγματικό βήμα προς τα μπρος στα πεδία της επιστημολογίας και της λογικής. Δυστυχώς, απέχουμε ακόμα πολύ από το να μπορούμε να πούμε ότι «η εικόνα της σύγχρονης επιστημονικής γνώσης έχει αποκαλυφθεί και είναι σαφής. Ας την αναλύσουμε και ας συνάγουμε συμπεράσματα στη λογική και στην επιστημολογία».

Μέχρι τώρα, ικανοποιούμαστε με αποσπασματικά τμήματα μιας τέτοιας εικόνας, κάποια από τα οποία χαρακτηρίζονται στην εργασία μου ως γνωρίσματα της επιστημονικής νόησης σήμερα. Κατά την άποψή μου, τέτοια γνωρίσματα είναι τα ακόλουθα:

1) Υπάρχει μια αλλαγή σε ό,τι αφορά τη νοοτροπία απέναντι στην αξία και το ρόλο των οπτικών μοντέλων1 στην επιστήμη, ταυτόχρονα με μια αλματώδη ανάπτυξη συστημάτων τεχνητής γλώσσας, έτσι που να απομακρυνόμαστε όλο και περισσότερο από την επιδίωξη να αναπαριστώνται οπτικά τα επιστημονικά ευρήματα. Η γλώσσα έχει διαχωριστεί σε δύο στοιχεία. Δίπλα στη φυσική γλώσσα, στην οποία, υπό ορισμένες συνθήκες, εκφράζονται τα αποτελέσματα των εμπειρικών παρατηρήσεων, έχει εμφανιστεί μια τεχνητή, τυποποιημένη γλώσσα. Αυτός ο σκοπός εξυπηρετείται από τα μαθηματικά σύμβολα, που καθίστανται εργαλεία για τη δημιουργία των θεωρητικών κατασκευών.

2) Έχει επανεκτιμηθεί ο ρόλος του πειραματισμού και της θεωρητικής παραγωγής και ανάπτυξης νέων ιδεών στην κίνηση προς νέα ευρήματα. Βέβαια, το πείραμα ήταν, και παραμένει, η πηγή νέων ιδεών για την επιστήμη. Όμως, η θεωρία δεν είναι ένας απλός μετασχηματισμός των πειραματικών δεδομένων, αλλά μια σύνθεση στην οποία η θεωρητική σκέψη αποκτά ολοένα αυξανόμενη σημασία, δρώσα ως ισχυρός παράγοντας για την προώθηση θεμελιωδών ιδεών που παρέχουν τη βάση για νέες θεωρίες.

3) Η μαθηματικοποίηση και τυποποίηση της γνώσης, και η προσπάθεια να εξοβελιστεί το διαισθητικό στοιχείο άπαξ διά παντός, έχουν καταστεί πλέον αδιαμφισβήτητα δεδομένα. Όμως, την ίδια ώρα, υπάρχει και μια άλλη τάση: Η τάση να περιληφθεί αυτός ο διαισθητικός παράγοντας ως βασικό μέσο για την κίνηση προς νέες θεωρητικές κατασκευές. Βέβαια, η γνώση παλεύει συνεχώς για να κατακτήσει την αυστηρή λογική συνέπεια, ένα από τα στοιχεία της οποίας είναι η τυποποίηση. Είναι αδύνατο να σταματήσει αυτή η κίνηση και δεν υπάρχει λόγος να γίνει κάτι τέτοιο. Την ίδια ώρα, η επιστήμη συνεχίζει να χρειάζεται τρόπους για να διαφύγει από το δεσποτισμό που επιβάλλει η συλλογιστική που απορρέει από την τυπική λογική, χωρίς να αφήνει ιδιαίτερα περιθώρια ευελιξίας. Και αυτό γιατί η επιστήμη χρειάζεται άλματα, κινήσεις της σκέψης σε θεμελιωδώς νέα αποτελέσματα, προώθηση τολμηρών ιδεών και θεωρήσεων που ακόμα δεν μπορούν να υποστηριχτούν με αυστηρή λογική συνέπεια. Δίχως αυτά, η επιστήμη δεν μπορεί να αναπτυχθεί επιτυχώς. Όμως, εδώ εγείρονται διάφορα ερωτήματα: Πού είναι τα λογικά και άλλα κριτήρια για την επικύρωση2 αυτών των ιδεών και θεωρήσεων; Ποια είναι τα μέσα με τα οποία μπορούν να προσεγγιστούν και να επικυρωθούν;

4) Το οικοδόμημα της επιστήμης κατακλύζεται από έννοιες και όρους με εργαλειακό χαρακτήρα, που το άμεσο αντικείμενό τους δεν είναι η υπό διερεύνηση οντότητα, αλλά η γνώση επ’ αυτού –η δημιουργία μεταθεωριών και μεταεπιστημών.3

5) Γίνεται προσπάθεια να δημιουργηθούν θεμελιώδεις θεωρίες μέσα από τη σύνθεση γνώσης που παρέχεται από διάφορες σφαίρες της επιστήμης. Στις θεωρίες της, η επιστήμη ξαφνικά ανακαλύπτει μη αναμενόμενες συνδέσεις μεταξύ φαινομένων που δε μοιάζουν να έχουν από τη φύση τους σημαντικά κοινά στοιχεία. Αυτή είναι η αφετηρία για νέες τεχνικές, σημαντικές για την απόκτηση γνώσης για οντότητες που εμπίπτουν στο πεδίο διάφορων επιστημών, καθώς και για την ανάπτυξη εννοιών που αφορούν τις πιο διαφορετικές σφαίρες της πραγματικότητας –τη φύση, την κοινωνία και τη σκέψη (πληροφορία, δομή, ανατροφοδότηση κ.ά.).

6) Το κριτήριο της «κοινής λογικής», που εδραζόταν στην περιορισμένη εμπειρία της γνώσης σε προηγούμενες εποχές, έχει καταρρεύσει. Υπάρχει μια όλο και πιο έντονη καταβύθιση στο βασίλειο των παράδοξων και επιτηδευμένων ισχυρισμών και κατασκευών που αντιφάσκουν όχι μόνο με την «κοινή λογική», αλλά, φαινομενικά, και με την πραγματικότητα εν γένει, τουλάχιστον όπως αυτή γίνεται κατανοητή με ορθολογικό τρόπο.

7) Υπάρχει μια τάση διαμελισμού της υπό διερεύνηση οντότητας σε απλούστερες δομές και σχέσεις, σε συνδυασμό με ανάλυση συστημάτων.

8) Τέλος, αυξάνεται ο ρόλος της κατηγορίας της πιθανότητας στην πρόσληψη του αντικειμενικού κόσμου και στην κατασκευή επιστημονικών θεωριών.

Όλες αυτές οι αλλαγές μαρτυρούν, μεταξύ άλλων, την αύξηση της δραστηριότητας του υποκειμένου της γνώσης στην πορεία της πρόσληψης της αντικειμενικής πραγματικότητας από αυτό, καθώς και την ανάγκη για μια λογική και επιστημολογική ανάλυση της εμφάνισης, της κατασκευής και της ανάπτυξης των θεωριών στη σύγχρονη φυσική επιστήμη. Ο ρόλος των τυπικών εργαλείων που έχει στη διάθεσή της η επιστήμη στην κίνηση της γνώσης γίνεται όλο και πιο σημαντικός, αλλά, ταυτόχρονα, καμία θεωρία της φυσικής επιστήμης δεν είναι απλά και μόνο ένα από τα διαθέσιμα τέτοια τυπικά εργαλεία, καθώς αποτελεί μια σύνθεση των μορφών της σκέψης και της εμπειρίας.

Ακόμα και αν δεν εξετάσουμε λεπτομερώς την πλήρη εικόνα της σύγχρονης επιστημονικής γνώσης, αλλά περιοριστούμε μόνο σε κάποια τμήματά της αποσπασματικά, μπορούμε να διατυπώσουμε τρία προβλήματα με τα οποία βρίσκεται πλέον αντιμέτωπη η φιλοσοφία:

– Ποια επιστημολογική θεώρηση ανταποκρίνεται σήμερα στο χαρακτήρα της επιστημονικής γνώσης, στις μεθόδους και στις μορφές της;

– Πώς και με ποιον τρόπο, στις σημερινές συνθήκες, επηρεάζει η φιλοσοφία την πορεία απόκτησης επιστημονικής γνώσης και την κίνηση προς νέα αποτελέσματα;

– Ποιες αλλαγές πρέπει να γίνουν στην ίδια τη φιλοσοφία προκειμένου να ανταποκρίνεται πλήρως στην υφιστάμενη επιστημονική εικόνα του κόσμου και στο επίπεδο ανάπτυξης της νόησης και να επιδρά ακόμα πιο αποτελεσματικά στο προχώρημά της προς νέα ευρήματα;

Σχεδόν όλες οι τάσεις στη φιλοσοφία προσπαθούν να έρθουν πιο κοντά στην επιστήμη και στις ανάγκες της για περαιτέρω ανάπτυξη. Στο βαθμό που η επιστημονική νόηση σήμερα είναι αρκετά πολυσύνθετη και πολύπλευρη και χαρακτηρίζεται από πολυάριθμους παράγοντες, υπάρχουν φιλοσοφικές τάσεις που απολυτοποιούν επιμέρους συστατικά της νόησης και αντιλαμβάνονται έτσι την επιστημολογική τους θεώρηση ως τη μόνη που ανταποκρίνεται στο πνεύμα και στις προσπάθειες της επιστήμης. Σε αυτήν τη διαδικασία, η επιστημονική μέθοδος και τα ευρήματά της ενσωματώνονται μόνο αποσπασματικά, μέχρι το βαθμό που είναι απαραίτητο για να δικαιολογηθεί ένα συγκεκριμένο επιστημολογικό δόγμα.

Η αστική κοσμοθεωρία και ο τρόπος που ερμηνεύει την επιστήμη και την επίδρασή της στις διάφορες πτυχές της ανθρώπινης ζωής οδηγεί σε δύο διαμετρικά αντίθετα φαινόμενα: Τον επιστημονισμό και, την ίδια ώρα, την πάλη εναντίον του. Δεδομένου ότι το νόημα του όρου «επιστημονισμός» είναι αόριστο, είναι ασαφής και ο χαρακτήρας της πάλης εναντίον του. Η έννοια του επιστημονισμού στηρίζεται σε δύο παράγοντες:

1) Μια εξαιρετικά περιορισμένη κατανόηση της ίδιας της επιστήμης (η επιστήμη ως ένα σύνολο γεγονότων που συνδέονται μεταξύ τους με καθορισμένους λογικούς κανόνες και επιδέχονται πολλαπλών ερμηνειών, συμπεριλαμβανομένης της εμπειρικής).

2) Αναγωγή όλου του πλούτου του ανθρώπινου νου μόνο στην επιστημονική του μορφή, η οποία κατανοείται με τον περιορισμένο τρόπο που προαναφέρθηκε.

Φυσικά, κάτω από αυτές τις συνθήκες, δικαιολογείται η επίθεση στον επιστημονισμό, ότι περιορίζει την κουλτούρα του ανθρώπινου πνεύματος μόνο στην επιστήμη, η οποία, παρότι εξαιρετικά σημαντική, δεν είναι παρά μόνο μία από τις μορφές της συνείδησης. Όμως, η κριτική στον επιστημονισμό από την αστική φιλοσοφία έχει και μια επιπλέον πτυχή, με την οποία μετατρέπεται σε κριτική στην επιστήμη γενικά, σε μια προσπάθεια να αντιπαραβληθεί η φιλοσοφία στον επιστημονικό τρόπο πρόσληψης της πραγματικότητας και να χωριστεί με τείχη από την επιστήμη.

Σε αυτήν την κατάσταση, ακόμη και η πιο ευλαβική στάση απέναντι στα αποτελέσματα που παράγει η επιστήμη δεν έχει κάποια ιδιαίτερη επίδραση στη φιλοσοφία. Στην καλύτερη περίπτωση, η επιστήμη και η φιλοσοφία θεωρούνται ως δυο περιοχές που δεν τέμνονται, και η μια συμπληρώνει την άλλη. Η αρχή της συμπληρωματικότητας4, η οποία αναδείχτηκε στη βάση της εξήγησης ορισμένων φαινομένων της κβαντομηχανικής, αποκτά εκτεταμένη και καθολική σημασία. Ως αποτέλεσμα, η φιλοσοφία, ως συμπλήρωμα της επιστήμης, που μπορεί άφοβα να έρθει σε σύγκρουση με αυτήν, έχει το δικαίωμα να προχωρήσει όσο μακριά θέλει σε εικασίες απομονωμένες από τις αυστηρές απαιτήσεις της επιστημονικής σκέψης. Αυτό είναι εξαιρετικά βολικό: Η αυθεντία και η σημασία της επιστήμης αναγνωρίζονται χωρίς αυτό να δεσμεύει πραγματικά σε κάτι τη φιλοσοφία, έτσι που η καθεμία να τραβάει το δικό της δρόμο.

Ο θετικισμός, συμπεριλαμβανομένων των πιο πρόσφατων εκδοχών του, ασπάζεται αυτήν την άποψη, με τη μόνη διαφορά ότι διαιρεί και την ίδια τη φιλοσοφία σε δύο μέρη. Το ένα μέρος είναι αυτό που ασχολείται με τα παραδοσιακά ζητήματα της μεταφυσικής5 και συνορεύει με μια θρησκευτική κοσμοθεωρία. Αυτή η φιλοσοφία είναι σε κατάσταση αμοιβαίας συμπληρωματικότητας με την επιστήμη, ούτε συγκρούονται, ούτε διασταυρώνονται κάπου. Το άλλο μέρος –η λογική– καταπιάνεται με αυστηρά επιστημονικές –ή, για να είμαστε ακριβείς, μαθηματικές– μεθόδους και μέσα για να πετύχει τους στόχους της και, στην πραγματικότητα, δεν είναι πλέον φιλοσοφία, ούτε ως προς το αντικείμενο, ούτε ως προς τη μέθοδο. Με αυτόν τον τρόπο, η φιλοσοφία εξαφανίζεται τόσο ως διακριτή μορφή της συνείδησης όσο και ως σύστημα επιστημονικής γνώσης.

Από την άποψη αυτή, έχει μεγάλο ενδιαφέρον να στρέψουμε την προσοχή μας σε ορισμένες τάσεις στη σύγχρονη αστική φιλοσοφία, οι οποίες χαρακτηρίζονται από δύο διαδικασίες που, ενώ με μια πρώτη ματιά μοιάζουν να αντιτίθενται η μια στην άλλη, στην πραγματικότητα έχουν πολύ στενή σχέση: Από τη μία, ένας σταθερά αυξανόμενος πλουραλισμός φιλοσοφικών σχολών σκέψης και ρευμάτων (που σχετίζεται με μια στενή εξειδίκευση και μια έλξη προς τα «τεχνικά» προβλήματα της φιλοσοφίας), και από την άλλη η διαδικασία της αναζήτησης για ενότητα μέσα σε αυτόν τον πλουραλισμό, η εγκαθίδρυση της επικοινωνίας και η τάση για διάλογο μεταξύ των διάφορων τάσεων.

Μεταξύ αυτών των τάσεων που σχετίζονται με την επιστήμη, και ιδίως με τη φυσική επιστήμη, ο λογικός θετικισμός έχαιρε μεγάλης επιδραστικότητας για πολύ καιρό. Σήμερα, όμως, η επιρροή του φθίνει. Η κρίση του λογικού θετικισμού και το αβάσιμο των ισχυρισμών του, ότι δήθεν πέτυχε μια αναδιοργάνωση της φιλοσοφίας, οδήγησε σε μια μεγέθυνση της κλίμακας του συντηρητικού κινήματος στη φιλοσοφία.

Υπάρχουν αρκετοί παράγοντες για την επιστροφή στις ιδέες του παρελθόντος: Προσπάθειες προσαρμογής προηγούμενων αντιδραστικών συστημάτων στις σημερινές ιδεολογικές ανάγκες, αναστήλωσης του κύρους των ορθολογικών εικασιών της φιλοσοφίας περασμένων χρόνων, αλλά και αντιπαραβολής οικείων μορφών του φιλοσοφείν (νατουραλισμός, ρεαλισμός, φυσική φιλοσοφία) στο μοντερνισμό και στο μηδενισμό.

Λίγοι είναι αυτοί που σήμερα τοποθετούν τα προβλήματα της μεταφυσικής στην κατηγορία των «ψευδοπροβλημάτων». Ακόμη και οι ίδιοι οι λογικοί θετικιστές αναγνωρίζουν σήμερα ότι τα προβλήματα αυτά είναι «αδιαχώριστα» από τη φιλοσοφία. Ωστόσο, το ίδιο το πρόβλημα της μεταφυσικής τίθεται ως το πρόβλημα της σχέσης μεταξύ της γλώσσας και αυτού με το οποίο ασχολείται. Η βασική διαχωριστική γραμμή, για να το πούμε έτσι, μεταξύ των παραδοσιακών φιλοσόφων και των αναλυτικών φιλοσόφων στην αστική φιλοσοφία εντοπίζεται στη στάση απέναντι στο τελικό αντικείμενο και το στόχο της φιλοσοφικής εξέτασης. Ενώ για τους φιλοσόφους των αναλυτικών σχολών, ο σκοπός της φιλοσοφικής εξέτασης είναι τα συμπεράσματα σχετικά με τη γλώσσα, οι παραδοσιακοί φιλόσοφοι, συμφωνώντας ότι τα προβλήματα της γλώσσας είναι πρωταρχικής σημασίας, δίνουν έμφαση στο ότι το αντικείμενο της φιλοσοφίας είναι ο κόσμος ως όλον, συμπεριλαμβανομένου και του μέρους του που βρίσκεται εκτός του πεδίου της έκφρασης με τη μορφή της γλώσσας.

Τα προβλήματα της υπόστασης, του Είναι, και της πραγματικότητας τίθενται και συζητιούνται στη βιβλιογραφία με κάπως εκσυγχρονισμένη μορφή. Για κάποιους, η υπόσταση είναι μια πραγματικότητα εκφραζόμενη στη γλώσσα της επιστήμης ή μια πραγματικότητα εκφραζόμενη στη γλώσσα της «κοινής λογικής», ενώ για άλλους το καθοριστικό χαρακτηριστικό της υπόστασης είναι η «δραστηριότητα», η «διαδικασία». Πρόσφατα, έχει αποκτήσει μια κάποια δημοφιλία ο υλισμός στις χυδαίες εκδοχές του. Αυτό έχει διευκολυνθεί σε όχι μικρό βαθμό από τα έργα των νεοσυμπεριφοριστών, στα οποία οι διεργασίες του νου ανάγονται σε φυσικές διεργασίες και συμπεριφορές. Έχει επίσης προωθηθεί από τις βιολογικές κυβερνητικές αντιλήψεις για τη συνείδηση.

Δεν μπορεί να αμφισβητηθεί ότι η ειλικρινά ιδεαλιστική, πνευματιστική κοσμοθεωρία εξωθείται από τα μυαλά των επιστημόνων υπό την επίδραση της ανάπτυξης της επιστημονικής γνώσης, ιδίως στις φυσικές επιστήμες. Πράγματι, λόγω των αστικών προκαταλήψεων εναντίον του υλισμού και της αδυναμίας κατανόησης της ουσίας και των διακριτικών γνωρισμάτων του διαλεκτικού υλισμού, ορισμένοι αποκαλούν την κοσμοθεωρία τους ρεαλισμό, δυναμικό υλισμό κλπ. Ωστόσο, δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι σήμερα δεν είναι πλέον δυνατό να αρνείται κανείς την ύπαρξη της αντικειμενικής πραγματικότητας και τη δυνατότητα απόκτησης γνώσης γι’ αυτήν μέσω των νόμων, των εννοιών και των θεωριών της επιστήμης. Αυτή η βασική προϋπόθεση του φιλοσοφικού υλισμού, την οποία ο Λένιν υπερασπίστηκε με πείσμα στο έργο του Υλισμός και Εμπειριοκριτικισμός ενάντια στις επιθέσεις των οπαδών του Μαχ, διεισδύει όλο και πιο βαθιά στη φιλοσοφική σκέψη των ημερών μας. Ωστόσο, ο υλισμός, όπως τόνισε ο Λένιν, πρέπει να είναι διαλεκτικός, αν θέλει να επιβιώσει στην πάλη ενάντια στον ιδεαλισμό σε τελική ανάλυση.

Δεν είναι τυχαίο ότι σήμερα η κύρια επίθεση των αντιπάλων του μαρξισμού στη φιλοσοφία, τόσο των ιδεολόγων του καπιταλισμού όσο και των ρεβιζιονιστών, στρέφεται κατά της διαλεκτικής. Στην αστική κοσμοθεωρία, προπαγανδίζεται η ιδέα ότι η επιστήμη δεν υποστηρίζει τη διαλεκτική. Για παράδειγμα, ο Ζίγκφριντ Μίλερ, ένας μαρξολόγος που εργάζεται στον τομέα των φιλοσοφικών προβλημάτων της φυσικής και ιδιαίτερα της θεωρίας της σχετικότητας, γράφει στο βιβλίο Η σκέψη σε εξέγερση: Η Σοβιετική Ένωση μεταξύ ιδεολογίας και πραγματικότητας: «Δεν υπάρχει ουσιαστικά καμία θέση στις διδασκαλίες του διαλεκτικού υλισμού για τη φύση που να μην καταρρίπτεται από την επιστήμη της φύσης ή, τουλάχιστον, [η επιστήμη] να μην προκαλεί αμφιβολίες.»

Δυστυχώς, παρόμοιες δηλώσεις ότι η διαλεκτική δεν είναι σύμφωνη με τη σύγχρονη επιστήμη μπορεί να ακούγονται ακόμη και από τα χείλη σύγχρονων στοχαστών που βρίσκονται κοντά στον υλισμό, όπως ο Mario Bunge6 ο οποίος είναι πολύ γνωστός στη Σοβιετική Ένωση. Πέρα από κάθε αμφιβολία, η αλήθεια βρίσκεται στον ακριβώς αντίθετο ισχυρισμό: Η επιστήμη, και ιδίως η φυσική επιστήμη του 20ού αιώνα, παρέχει λαμπρή επιβεβαίωση της υλιστικής διαλεκτικής. Και ενώ ο Λένιν έλεγε, στις αρχές του 20ού αιώνα, ότι η φυσική γεννάει τη διαλεκτική, σήμερα, που η επανάσταση στη φυσική επιστήμη έχει φτάσει να αγκαλιάζει σχεδόν όλους τους κλάδους της, αυτό μπορεί να ειπωθεί και για άλλους θεωρητικούς κλάδους. Ναι, ο 20ός αιώνας ήταν ένας λαμπρός θρίαμβος της διαλεκτικής σκέψης στην επιστήμη. Αυτό μπορεί να καταδειχτεί με πειστικά παραδείγματα από τη σφαίρα της ανάπτυξης της επιστήμης τούτο τον αιώνα.

Όμως, τίθεται το ερώτημα, γιατί, αφού όλα έχουν ειπωθεί και γίνει, τέτοιες αμφιβολίες σχετικά με τη διαλεκτική και τη σχέση της με την τρέχουσα επιστήμη όχι μόνο καταφέρνουν να επιμένουν, αλλά μερικές φορές ακόμη και να αυξάνονται; Κατά την άποψή μου, υπάρχουν αρκετοί λόγοι γι’ αυτό. Αρχικά, εξηγείται από την εχθρότητα της αστικής τάξης προς τη διαλεκτική. Η διαλεκτική ενστάλαξε, και συνεχίζει να ενσταλάζει, φόβο στην καπιταλιστική τάξη, γιατί φέρει την ιδέα της κοινωνικής αναδιοργάνωσης του κόσμου. Αλλά θα ήταν λάθος να αναγάγουμε τα πάντα μόνο σε αυτό. Οι επικριτές της υλιστικής διαλεκτικής την παρουσιάζουν (είτε με κακόβουλη πρόθεση, είτε όχι –αυτό είναι κάτι που θα πρέπει να καθοριστεί συγκεκριμένα σε κάθε περίπτωση) σε μια απλοποιημένη, χοντροκομμένη μορφή, ως ένα σύνολο γνωστών και τετριμμένων ισχυρισμών, μερικές φορές μεταφορικού χαρακτήρα. Ενίοτε, το να κατέχει κάποιος τη διαλεκτική μέθοδο θεωρείται ότι σημαίνει να έχει την ικανότητα να βρίσκει επιτυχημένα παραδείγματα στην επιστήμη και στην κοινωνική εμπειρία που να ταιριάζουν με αυτά τα αξιώματα. Πρέπει να ειπωθεί αυτοκριτικά ότι, στο όχι πολύ μακρινό παρελθόν, εμείς οι ίδιοι, με τις επιφανειακές εργασίες μας στον τομέα της διαλεκτικής, οι οποίες στερούνταν βάθους, διευκολύναμε τη δημιουργία μιας τέτοιας γνώμης γι’ αυτήν. Δεν ήταν ασύνηθες τα ίδια αυτά τα παραδείγματα να προέρχονται από κακοδιατυπωμένες επιστημονικές υποθέσεις και μη επαρκώς μελετημένες πρακτικές.

Αλλά το πρόβλημα δεν έγκειται μόνο στο να απεικονίσουμε τη διαλεκτική, τους νόμους και τις κατηγορίες της με αυθεντικά επιστημονικά γεγονότα. Είναι σχετικά εύκολο να κάνουμε κάτι τέτοιο. Αυτό που είναι πιο σημαντικό είναι να αναπτύξουμε περαιτέρω την υλιστική διαλεκτική, όπως μας δίδαξε ο Λένιν –δηλαδή όχι ως ένα σύνολο παραδειγμάτων, αλλά ως μέθοδο, ως θεωρία της γνώσης. Να αναπτύξουμε τη διαλεκτική ως σύστημα σύγχρονης θεωρητικής γνώσης για τον αντικειμενικό κόσμο και την αντανάκλασή του στο νου των ανθρώπων.

Δεν έχει νόημα να κλείνουμε τα μάτια στο γεγονός ότι οι φυσικοί επιστήμονες ενίοτε στρέφονται στο λογικό θετικισμό και το φιλοσοφικό δομισμό, επειδή βρίσκουν σε αυτές τις θεωρίες κάτι που ανταποκρίνεται στις ανάγκες τους –ανάγκες οι οποίες δεν αντανακλώνται πάντα τόσο γρήγορα στις δικές μας έννοιες της επιστημολογίας και της λογικής. Έτσι, όσο λυπηρό κι αν είναι κάτι τέτοιο, παίρνουν μαζί τους από το λογικό θετικισμό και την ιδεαλιστική επιστημολογία του.

Οι αλλαγές στη σύγχρονη επιστήμη είναι τόσο βαθιές, που φτάνουν μέχρι τα ίδια τα θεμέλιά της στη λογική και στη θεωρία της γνώσης. Η εμπειρία από την ανάπτυξη της τυπικής λογικής βεβαιώνει ότι, καθώς συντελούνται αυτές οι αλλαγές, μετασχηματίζονται και τα λογικά θεμέλια της επιστήμης. Ήταν ακριβώς οι ανάγκες της ανάπτυξης της επιστήμης που επέφεραν σημαντικές αλλαγές στα εργαλεία που έχει στη διάθεσή της η τυπική λογική.

Ωστόσο, οι αλλαγές στην επιστήμη αφορούν επίσης τη θεωρία της γνώσης και τη μεθοδολογία της. Προέκυψε μια έντονη ανάγκη να αναπτυχθεί και να εμβαθυνθεί η ίδια η διαλεκτική, ως μέθοδος επιστημονικής και θεωρητικής σκέψης. Το καθήκον δεν είναι να αντικατασταθεί ο διαλεκτικός υλισμός με κάποια άλλη φιλοσοφία, κάποιο κριτικό δόγμα, όπως το θέτει ο Bunge, που θα διατηρούσε την εγγύτητά του στη φυσική και στις κοινωνικές επιστήμες ως προς τις μεθόδους και τα ευρήματα, χωρίς να αρνείται τα τυπικά μέσα της λογικής, των μαθηματικών και της σημασιολογίας. Η ίδια η υλιστική διαλεκτική είναι ικανή να τα κάνει όλα αυτά, και το κάνει αν θεωρηθεί ως ένα ανοιχτό θεωρητικό σύστημα που διαρκώς μεταβάλλεται στη βάση της νέας εμπειρίας στην επιστήμη και στην πρακτική.

Το 19ο αιώνα, με βάση τη σύνθεση της επιστημονικής γνώσης, ο μαρξισμός πραγματοποίησε την οργανική ενοποίηση της επιστήμης και της υλιστικής διαλεκτικής. Αλλά ήδη από τις αρχές του 20ού αιώνα, ο Λένιν αισθάνθηκε την ανάγκη να προβεί σε μια ανάλυση των επιστημολογικών κατηγοριών του διαλεκτικού υλισμού στη βάση της επανάστασης στη φυσική. Και ήταν ακριβώς σε αυτό το πλαίσιο που, στον Υλισμό και Εμπειριοκριτικισμό, υπενθύμισε τα λόγια του Ένγκελς ότι ο υλισμός «με κάθε ανακάλυψη που αφήνει εποχή, έστω και μόνο στον τομέα των φυσικών επιστημών, πρέπει ν’ αλλάξει και τη μορφή του. Κι από τότε που πραγματευόμαστε υλιστικά και την Ιστορία, ανοίγεται κι εδώ ένας καινούργιος δρόμος ανάπτυξης»7.

Σήμερα, που η επανάσταση στην επιστήμη όχι μόνο έχει αναπτυχθεί σε όλο της το εύρος, αλλά έχει γίνει μια επανάσταση στην επιστήμη και στην τεχνολογία που αγκαλιάζει τα πάντα, το πρόβλημα της αλλαγής της μορφής της υλιστικής διαλεκτικής έχει αποκτήσει ακόμη μεγαλύτερη σημασία. Μπορούμε ευθαρσώς να δηλώσουμε ότι αυτό είναι το κύριο καθήκον στη φιλοσοφική ερμηνεία των δεδομένων της ανάπτυξης των φυσικών και κοινωνικών επιστημών. Σε αυτό το μονοπάτι θα δημιουργηθεί μια πραγματικά συγκεκριμένη και πρακτική συμμαχία μαρξιστών φιλοσόφων και εκπροσώπων της σύγχρονης επιστήμης, ιδίως της φυσικής επιστήμης. Με αυτόν τον τρόπο, η φιλοσοφία του διαλεκτικού υλισμού θα έχει και στο μέλλον γόνιμη επιρροή σε εξέχοντες επιστήμονες που σήμερα εξακολουθούν να είναι δέσμιοι της αστικής κοσμοθεωρίας.

Το ζήτημα δεν είναι να γίνει μια αλλαγή, εδώ κι εκεί, στο σύστημα των κατηγοριών της μαρξιστικής φιλοσοφίας. Αυτή η δουλειά προχωράει σήμερα, αρκετά εντατικά και σε μεγάλη κλίμακα, με βάση τις γενικεύσεις από τα δεδομένα της φυσικής και της κυβερνητικής και, δυστυχώς, σε μικρότερο βαθμό υπό το πρίσμα της εμπειρίας της ανάπτυξης των βιολογικών και, κυρίως, των κοινωνικών επιστημών. Μιλάμε για μια πιο θεμελιώδη, περιεκτική φιλοσοφική σύνθεση της τρέχουσας επιστημονικής γνώσης, αποτέλεσμα της οποίας θα είναι η ανάπτυξη και ο εμπλουτισμός όλων των νόμων και των κατηγοριών της υλιστικής διαλεκτικής.

Το θέμα είναι ότι οι κατηγορίες της διαλεκτικής αποτελούν μια αποτελεσματική μέθοδο για τη θεωρητική σκέψη στην επιστήμη μόνο όταν χρησιμοποιούνται στην αλληλοσύνδεσή τους. Η κατηγορία της αιτιότητας, όποια μορφή κι αν παίρνει σήμερα, δεν μπορεί να λειτουργήσει αποτελεσματικά αν οι κατηγορίες της αναγκαιότητας ή της ποσότητας και της ποιότητας παραμείνουν στην πρώιμη μορφή τους, όπως εμφανίστηκαν, ας πούμε, όχι μόνο στον Αριστοτέλη αλλά ακόμη και στον Χέγκελ. Επομένως, φαίνεται αναγκαίο η σύγχρονη μαρξιστική φιλοσοφική σκέψη να επικεντρώσει την προσοχή της όχι στην οικοδόμηση ενός συστήματος από τις ήδη υφιστάμενες κατηγορίες του διαλεκτικού υλισμού, ως επικεφαλίδες κάτω από τη μία ή την άλλη αρχή, αλλά στο να προβεί σε μια συστηματική ανάλυση όλων των υφιστάμενων κατηγοριών και να προτείνει νέες, έχοντας ως αφετηρία την κατανόηση των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών και των κανονικοτήτων της επιστημονικής γνώσης σήμερα, τις τάσεις της και τις προβολές τους στο μέλλον.

Αν αυτό δε γίνει, η υλιστική διαλεκτική μπορεί να εκφυλιστεί σε μια σοφιστεία των ημερών μας, σε ένα λογικό παιχνίδι που παίζεται με κατηγορίες που χάνουν όλο και περισσότερο τη σχέση τους με την πραγματική πορεία απόκτησης γνώσης της φύσης και του κοινωνικού κόσμου. Αν συμβεί κάτι τέτοιο, η πορεία της μπορεί για ένα διάστημα να αποκλίνει από την πορεία της επιστήμης. Οι επιστήμονες θα εξαναγκαστούν να βρουν φιλοσοφικό καταφύγιο στο νεοθετικισμό, στο δομισμό και σε άλλες τάσεις που πορεύονται στο κανάλι της μεταφυσικής σκέψης, αλλά συλλαμβάνουν, έστω και μονόπλευρα, ορισμένους πραγματικούς παράγοντες στην πορεία της σύγχρονης επιστημονικής γνώσης. Με άλλα λόγια, η υλιστική διαλεκτική ως λογική και θεωρία της γνώσης θα επηρεάζει την πορεία ανάπτυξης συγκεκριμένων πεδίων της γνώσης τόσο, όσο πιο αποτελεσματικά, πιο ολοκληρωμένα και πιο βαθιά αντανακλά τα αποτελέσματα που έχουν ήδη επιτευχθεί σε αυτές τις επιστήμες στους νόμους και στις κατηγορίες της.

Η λειτουργία της φιλοσοφίας δεν είναι να παρέχει πατενταρισμένες φόρμουλες για να τις κατακτήσουν και να τις εφαρμόσουν οι συγκεκριμένες επιστήμες, ούτε να οικοδομήσει μια νέα καθολική εικόνα ή μοντέλο του κόσμου, αλλά να βελτιώσει τη φιλοσοφική κοσμοθεώρηση, με το οπλοστάσιο των κατηγοριών της να χρησιμεύει ως μέθοδος προς χρήση στη θεωρητική επιστημονική σκέψη. Πρόκειται για τη διαδικασία φιλοσοφικής ερμηνείας και σύνθεσης των σύγχρονων επιστημονικών γνώσεων στη βάση της ανάλυσης των χαρακτηριστικών τους και των κύριων τάσεων στην ανάπτυξή τους, με την εμβάθυνση των θέσεων της μαρξιστικής-λενινιστικής διαλεκτικής μας ως θεωρίας της γνώσης και λογικής.

Κατά τη διαδικασία της ιστορικής ανάπτυξης της ανθρώπινης γνώσης, δεν έχουν αλλάξει μόνο η φιλοσοφία και οι διάφορες επιμέρους επιστήμες, αλλά και η ίδια η σχέση μεταξύ της φιλοσοφίας και αυτών των επιστημών. Κάθε φιλοσοφικό σύστημα, επιχειρώντας να γνωρίσει τον κόσμο και ιδιαίτερα την κίνηση της ανθρωπότητας μέσα στην Ιστορία με το δικό του τρόπο, επιδιώκει να επηρεάσει την κίνηση αυτή, τα διάφορα στοιχεία της κουλτούρας και ιδιαίτερα την πορεία της επιστημονικής απόκτησης της γνώσης. Σε ό,τι αφορά τις μορφές μέσω των οποίων επηρεάζεται η πορεία της επιστημονικής νόησης, αποκτά όλο και μεγαλύτερη δημοφιλία μεταξύ των επιστημόνων του εξωτερικού μια αντίληψη που υποστηρίζει ότι η φιλοσοφία μπορεί να βοηθήσει την επιστήμη ως ελεύθερη φαντασία που επιτρέπει στον ερευνητή να διαφύγει από τα άκαμπτα όρια των απαιτήσεων της επιστημονικής μεθόδου προς ένα πεδίο ελεύθερων συνειρμών που δεν ενέχει δεσμεύσεις. «Η φαντασία», διαβάζουμε σε έναν αμερικανικό τόμο για τη φιλοσοφία της επιστήμης, «μπορεί να είναι μέρος αυτού που κάποιοι αποκαλούν φιλοσοφία. Και ακριβώς σε αυτό βλέπω τη δυνατότητα της φιλοσοφίας να ασκήσει και πάλι επιρροή στην ανάπτυξη της επιστήμης»8.

Τίθενται τα εξής ερωτήματα: α. Πώς μπορεί η φιλοσοφία, υπό τις σημερινές συνθήκες, να συμβάλει στην παροχή απαντήσεων στα ερωτήματα που προκύπτουν στους διάφορους τομείς της επιστήμης; β. Αποτελεί σήμερα η φιλοσοφία πηγή νέων επιστημονικών ιδεών γι’ αυτούς;

Η απάντηση στο τελευταίο αυτό ερώτημα δεν μπορεί παρά να είναι θετική, διότι διαφορετικά θα έπρεπε να αναγνωρίσουμε ότι, υπό τις σύγχρονες συνθήκες, η φιλοσοφία δεν ασκεί πλέον δημιουργική επιρροή στην πορεία ανάπτυξης της επιστημονικής γνώσης. Αλλά με ποια έννοια μπορεί να αποτελέσει πηγή θεωρητικών συλλήψεων και ιδεών στην επιστήμη, ιδίως στα διάφορα πεδία της φυσικής επιστήμης;

Βέβαια, κατά τη διάρκεια της μίας και πλέον χιλιετίας, κατά την οποία υπάρχει, η φιλοσοφία έχει συσσωρεύσει ένα πλήθος διαφορετικών ιδεών, οι οποίες μπορούν ακόμη, κατά καιρούς, να επηρεάσουν παραγωγικά την επιστημονική σκέψη. Για παράδειγμα, οι έννοιες του «χάους» των αρχαίων Ελλήνων ή η «μονάδα» του Λάιμπνιτς, για να μη μιλήσουμε για τις ιδέες των ατομιστών, θα εξακολουθούν για αρκετό καιρό ακόμα να αποτελούν πηγή διάφορων ιδεών στην επιστήμη. Παρ’ όλη την αυστηρότητα της λογικής της, η επιστημονική γνώση χρειάζεται σήμερα τολμηρές ή, όπως συνηθίζεται πλέον να λέγεται, «τρελές» ιδέες. Και σ’ αυτό, όπως γνωρίζουμε, η φιλοσοφία πάντοτε διέπρεπε! Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η ιστορία της φιλοσοφίας θα χρησιμεύει πάντα ως αποθήκη από την οποία θα μπορούμε να δανειζόμαστε ιδέες σε αρμονία με τις ανάγκες της εποχής. Αλλά κατά την άποψή μας δεν είναι αυτός ο κύριος τρόπος με τον οποίο η φιλοσοφία θα επηρεάσει την πορεία της κίνησης της επιστήμης. Σήμερα, ένα πράγμα είναι σαφές –η ίδια η φιλοσοφία δεν μπορεί πλέον να χρησιμεύσει ως προμηθευτής έτοιμων ιδεών για τις φυσικές επιστήμες.

Οι νέες ιδέες και κατασκευές στην επιστήμη προκύπτουν ως αποτέλεσμα μιας θεωρητικής σύνθεσης που περιέχει, μεταξύ των παραγόντων της, τις κατηγορίες μιας φιλοσοφικής κοσμοθεωρίας που περιλαμβάνει τη μέθοδο της θεωρητικής σκέψης στις επιστήμες. Υπό αυτήν την έννοια, η φιλοσοφία συνεχίζει να αποτελεί πηγή νέων επιστημονικών ιδεών και η υλιστική διαλεκτική είναι «η μόνη μέθοδος σκέψης που ανταποκρίνεται πλήρως στο σημερινό στάδιο ανάπτυξης της φυσικής επιστήμης»9.

 


ΣημειώσειςΣημειώσεις

* Ο Πάβελ Βασίλιεβιτς Κόπνιν (1922-1971) ήταν σημαντικός Σοβιετικός μαρξιστής φιλόσοφος, με ιδιαίτερη συμβολή στη μελέτη της διαλεκτικής ως λογικής και θεωρίας της γνώσης και τη λογική της επιστημονικής έρευνας. Γιος σιδηροδρομικού εργάτη, κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου πολέμησε μέσα από τις γραμμές του Κόκκινου Στρατού και έγινε μέλος του ΚΚΣΕ το 1943. Αποφοίτησε από τη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου της Μόσχας το 1944 και ολοκλήρωσε τη διδακτορική του διατριβή το 1947. Εργάστηκε ως καθηγητής και ερευνητής στην Ακαδημία Κοινωνικών Επιστημών της Κεντρικής Επιτροπής του ΚΚΣΕ και μεταξύ 1947 και 1962 σε πανεπιστήμια του Τομσκ, του Κιέβου και της Μόσχας. Από το 1962 μέχρι το 1968 διηύθυνε το Ινστιτούτο Φιλοσοφίας της ΣΣΔ της Ουκρανίας και από το 1968 μέχρι το θάνατό του διατέλεσε διευθυντής του Ινστιτούτου Φιλοσοφίας της Ακαδημίας Επιστημών της ΕΣΣΔ. Το 1967 εκλέχτηκε μέλος της Ακαδημίας Επιστημών της ΣΣΔ της Ουκρανίας και το 1970 εκλέχτηκε αντεπιστέλλον μέλος της Ακαδημίας Επιστημών της ΕΣΣΔ.

  1. Σ.τ.Μ.: Τα οπτικά μοντέλα αποτελούν αναπαραστάσεις όψεων της πραγματικότητας που αποκαλύπτονται από τη (θεωρητική ή/και πειραματική) επιστημονική διερεύνηση, με τη μορφή γραφημάτων, γραφικών παραστάσεων, διαγραμμάτων κλπ.
  2. Σ.τ.Μ.: Αυτή η αναφορά του Κόπνιν σχετίζεται με την προβληματική που αναπτύσσει στη φιλοσοφία της επιστήμης το ρεύμα του λογικού εμπειρισμού/θετικισμού. Στις διάφορες παραλλαγές των θεωρήσεών τους, οι εκπρόσωποι αυτού του ρεύματος κατανοούσαν τις επιστημονικές θεωρίες ως σύνολα ιεραρχικά διατεταγμένων προτάσεων που διατυπώνονταν στη συμβολική γλώσσα της τυπικής λογικής και έθεταν ως ζητούμενο της φιλοσοφικής μελέτης της επιστήμης τη διερεύνηση των λογικών σχέσεων και συναγωγών μεταξύ των προτάσεων αυτών. Σε αυτήν τη βάση, οι εκπρόσωποι των διάφορων εκδοχών αυτού του ρεύματος μελετούσαν τη σχέση μεταξύ των θεωρητικών επιστημονικών υποθέσεων και των παρατηρησιακών δεδομένων με όρους επαλήθευσης (verification), επιβεβαίωσης (confirmation), διάψευσης (falsification), εξήγησης (explanation) κ.ά. Σύμφωνα με το ρεύμα αυτό, η επιστήμη ήταν υπόδειγμα του αντιμεταφυσικού λόγου (εννοώντας ως μεταφυσικές τις αναζητήσεις για το τι ακριβώς είναι αυτό που υπάρχει στον κόσμο και εκφράζεται στις επιστημονικές θεωρίες) και η σαφήνεια του επιστημονικού λόγου θα έπρεπε να αποτελέσει υπόδειγμα για την αναμόρφωση της φιλοσοφίας. Πρόκειται για ρεύμα που κυριάρχησε στη φιλοσοφία της επιστήμης μέχρι τη δεκαετία του 1950, πριν τη λεγόμενη «ιστορι(κιστι)κή στροφή» που ανέδειξε τη σημασία της μελέτης της ιστορίας της επιστήμης για τη φιλοσοφία της επιστήμης. Ακόμα κι αν υποχώρησε σημαντικά έκτοτε, ασκεί επίδραση και σήμερα, ενώ το πιο σημαντικό είναι ότι η αδιαφορία του λογικού θετικισμού για τη σχέση γνώσης - αντικειμενικής πραγματικότητας συναντήθηκε με την αμφισβήτηση της αντικειμενικότητας της επιστημονικής γνώσης με όρους σχετικής αλήθειας και το σχετικισμό που προήγαγαν κάποιοι από τους βασικούς θεωρητικούς της «ιστορικ(ιστικ)ής» στροφής. Αυτό διαφάνηκε ιδίως από τα μέσα της δεκαετίας του 1970 και μετά, με τη λεγόμενη «κοινωνιολογική» στροφή και στη συνέχεια με την έμφαση στην κατανόηση της επιστήμης ως πρακτικής και στις πολιτισμικές διαστάσεις του επιστημονικού εγχειρήματος. Εφεξής, η ανάδειξη της προβληματικής περί του κοινωνικού καθορισμού της επιστήμης συνοδεύεται από την επίδραση κοινωνικών παραγόντων στη διαμόρφωση των πεποιθήσεων που συγκροτούν το σώμα της επιστημονικής γνώσης, η οποία καθίσταται αντικείμενο κοινωνιολογικής ανάλυσης που είναι αδιάφορη για το αν η γνώση αυτή είναι αληθής ή ψευδής. Μάλιστα, στη θεώρηση αυτή, η επιστημονική γνώση δεν αντανακλά περισσότερο ή λιγότερο επιτυχημένα την αντικειμενική πραγματικότητα, αλλά είναι κοινωνικό προϊόν που κατασκευάζεται στο πλαίσιο της αλληλεπίδρασης μεταξύ κοινωνικών ομάδων και αξιολογείται με βάση κριτήρια που διαμορφώνονται από την κουλτούρα τους. Κάπως σχηματικά θα μπορούσαμε να πούμε ότι, ως αποτέλεσμα, έχοντας αποκηρύξει τη διαλεκτική, η φιλοσοφία της επιστήμης, σε όλη τη διαδρομή του 20ού αι., δυσκολευόταν –αν όχι αδυνατούσε– να βρει τρόπο να εκφράσει με συνέπεια τη δυνατότητα της επιστήμης να αποδώσει την αντικειμενική πραγματικότητα με αξιώσεις αλήθειας, ενσωματώνοντας την ιστορικότητά της και την καθοριστική επίδραση των κοινωνικών σχέσεων στο πλαίσιο των οποίων αναπτύσσεται η επιστήμη.
  3. Σ.τ.Μ.: Με τους όρους «μεταθεωρίες» και «μεταεπιστήμες» ο Κόπνιν εννοεί, αντίστοιχα, θεωρίες που το αντικείμενό τους είναι άλλες θεωρίες και επιστήμες που το αντικείμενό τους είναι άλλες επιστήμες. Όσο εμβαθύνει στην κατανόηση της αντικειμενικής πραγματικότητας, η επιστημονική σκέψη απομακρύνεται από τα άμεσα δεδομένα της εμπειρίας και για να προχωρήσει στα επόμενα βήματά της αναγκάζεται να καταστήσει αντικείμενο μελέτης αυτό που έχει ήδη κατορθώσει να περιγράψει με θεωρητικούς όρους. Έτσι, χρειάζεται να δουλέψει με βάση τις αφηρημένες έννοιες και θεωρίες που είχε διαμορφώσει στα προηγούμενα στάδια ανάπτυξής της. Την ίδια ώρα, όσο πιο περίπλοκη και πολυδιάστατη γίνεται η επιστημονική διερεύνηση, τόσο αναδεικνύονται νέα πεδία και τομείς επιστημονικής δραστηριότητας και μεταξύ τους συνάφειες, με αποτέλεσμα να χρήζει επιστημονικής μελέτης η ίδια η ανάπτυξη της επιστήμης και των σχέσεων μεταξύ των διάφορων πτυχών του επιστημονικού εγχειρήματος. Με τη συγκεκριμένη αναφορά, ο Κόπνιν θέλει να υπογραμμίσει την κατάσταση που διαμορφώνεται σε αυτό το έδαφος, εφόσον αντιπαραβάλλεται η οντολογική διάσταση της διερεύνησης στη γνωσιοθεωρητική, σαν αυτές οι δύο να μην ήταν αλληλένδετες.
  4. Σ.τ.Μ.: Πρόκειται για μια κατά βάση φιλοσοφική θέση που διατύπωσε και ανέπτυξε ο Niels Bohr, ένας από τους πρωτεργάτες της κβαντικής μηχανικής, η αποσαφήνιση του περιεχομένου της οποίας παρέμεινε επί μακρόν (και συνεχίζει ακόμα και σήμερα να αποτελεί) αντικείμενο συζήτησης ακόμα και μεταξύ των οπαδών της λεγόμενης «ορθόδοξης» ερμηνείας της κβαντομηχανικής. Η βασική ιδέα που την διέπει είναι ότι συμπληρωματικές, αλλά αμοιβαία αποκλειόμενες μεταξύ τους περιγραφές μπορούν να αποδώσουν τις αντιφατικές πλευρές των φαινομένων, που δεν μπορούν να αποδοθούν με συνεκτικό τρόπο από μια ενιαία περιγραφή. Με αυτόν τον τρόπο επιχειρείται να αρθεί το εμπόδιο που θέτουν τα ιδιαίτερα γνωρίσματα των κβαντικών σωματίων και συστημάτων, δεδομένου ότι, όπως σημειώνει ο Bohr, η κβαντική θεωρία «χαρακτηρίζεται από την παραδοχή ενός θεμελιώδους περιορισμού στις κλασικές φυσικές ιδέες, όταν εφαρμόζονται σε ατομικά φαινόμενα», κάτι που όμως μας φέρνει σε μια ιδιόμορφη θέση, «καθώς η ερμηνεία του πειραματικού υλικού βασίζεται εκτενώς στις κλασικές έννοιες». Έτσι, η αρχή της συμπληρωματικότητας εισάγεται αρχικά σε σχέση με τη χωροχρονική και την αιτιακή περιγραφή και, στην πιο συχνά απαντώμενη εκδοχή της, σε μια προσπάθεια του Bohr να αναιρέσει τη φαινομενική αντίφαση του δυϊσμού που εμφανίζεται στα κβαντικά φαινόμενα, μεταξύ της κυματικής και της σωματιδιακής φύσης, που κατά τον Bohr δεν εκδηλώνονται ταυτόχρονα. Όπως σχολιάζει ο Selleri, η ιδέα της συμπληρωματικότητας αναπτύσσεται σα μηχανισμός επίλυσης αντιφάσεων όπως αυτή του σωματίου-κύματος.
  5. Σ.τ.Μ.: Ο όρος «μεταφυσική» στη θετικιστική παράδοση, καθώς και σε άλλες σχολές φιλοσοφικής σκέψης, αναφέρεται σε οτιδήποτε ενδεχομένως υπάρχει πέρα από τα φαινόμενα της εμπειρίας.
  6. Σ.τ.Μ.: Ο Μάριο Μπούνχε (Μπουένος Άιρες, 1919 - Μόντρεαλ, 2020) θεωρείται ένας από τους πιο σημαντικούς κριτικούς επιστημονικούς ρεαλιστές φιλοσόφους της επιστήμης του 20ού αι., με πολυσχιδές έργο, που εκτείνεται από τα φιλοσοφικά προβλήματα της φυσικής μέχρι τη φιλοσοφία των κοινωνικών επιστημών. Γιος του Αργεντίνου (με γερμανικές ρίζες) σοσιαλδημοκράτη γιατρού και πολιτικού Αουγκούστο Μπούνχε, ήταν κι ο ίδιος πολιτικά δραστήριος, με την πολιτική του τοποθέτηση συνήθως να χαρακτηρίζεται ως «φιλελεύθερος αριστερός» ή θιασώτης του λεγόμενου «δημοκρατικού σοσιαλισμού». Από θέσεις μεταφυσικού υλισμού, άσκησε συστηματική κριτική στα ρεύματα του υπαρξισμού, της ερμηνευτικής, της φαινομενολογίας και του μεταμοντερνισμού. Μεταξύ άλλων, στο έργο του καταπιάστηκε με τη μελέτη του αναδυτισμού (emergentism –η θεώρηση ότι το όλον εμφανίζει ιδιότητες που δεν ανάγονται στις ιδιότητες των μερών, αλλά αναδύονται από τις αλληλεπιδράσεις), της συστημικής (systemics –θεώρηση σύμφωνα με την οποία φυσικά, τεχνολογικά, βιολογικά, κοινωνικά και μεταφυσικά συστήματα μπορούν να μελετηθούν με ενιαίο τρόπο, με την ανάπτυξη κατάλληλων λογικών, μαθηματικών, μηχανικών και φιλοσοφικών εργαλείων) και της συνεπειοκρατίας (consequentialism –θεώρηση σύμφωνα με την οποία η ηθική αξία μιας πράξης καθορίζεται από τις συνέπειες, με γνώμονα αντικειμενικά κριτήρια).
  7. Φρ. Ένγκελς, Ο Λουδοβίκος Φόιερμπαχ και το τέλος της κλασικής γερμανικής φιλοσοφίας, εκδ. Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα, 2003, σελ. 26.
  8. Φιλοσοφία, Επιστήμη και Μέθοδος: Δοκίμια προς τιμήν του Ernest Nagel, Νέα Υόρκη, 1969, σελ. 153.
  9. Κ. Μαρξ και Φρ. Ένγκελς, Άπαντα, (ρωσ. έκδοση), τόμ. 20, σελ. 528.