Σύγχρονος υποκειμενικός ιδεαλισμός και στρατηγική του ευρωατλαντικού ιμπεριαλισμού


του Δημήτρη Κοιλάκου*

Οι συνεχείς και πυκνές αναφορές στα διάφορα ευρωΝΑΤΟϊκά ντοκουμέντα περί ατομικών δικαιωμάτων, «διαφορετικότητας» και «συμπερίληψης» ενσωματώνονται σε ευρύτερες στρατηγικές και πολιτικές και συνδέονται με προσχηματικές και υποκριτικές ευρωΝΑΤΟϊκές διακηρύξεις περί προαγωγής της κοινωνικής ευημερίας και ασφάλειας, της ελευθερίας και της δημοκρατίας. Τέτοια ζητήματα αναβαθμίζονται στην ατζέντα του ΝΑΤΟ και της ΕΕ συνδυαστικά με την αναβάθμιση της έμφασης στην «πράσινη» ενεργειακή μετάβαση, τον ψηφιακό μετασχηματισμό και την πολεμική προετοιμασία.

Το Μάρτη του 2021, ο –τότε– γενικός γραμματέας του ΝΑΤΟ Γ. Στόλτενμπεργκ, μιλώντας στο συνέδριο «Proud at NATO» («Περήφανοι στο ΝΑΤΟ), είχε επισημάνει μεταξύ άλλων: «Η διαφορετικότητα και η συμπερίληψη βρίσκονται στην καρδιά αυτού που είμαστε και αυτού που κάνουμε (σ.σ.: ως ΝΑΤΟ).»

«Θέλω να υπογραμμίσω τη δέσμευσή μας στις αρχές της διαφορετικότητας, της ισότητας, της συμπερίληψης και της προσβασιμότητας (Diversity, Equity, Inclusion, Accessibility - DEIA) σε όλες τις πτυχές της εξωτερικής μας πολιτικής. Οι αρχές αυτές δεν μπορούν να μπαίνουν σε δεύτερη μοίρα ως κάτι που είναι απλώς “καλό να υπάρχει”. Είναι πεποίθησή μου ότι πρέπει να μας καθοδηγούν σε όλο το έργο που επιτελούμε.» Αυτό επισήμανε, μεταξύ άλλων, ο πρέσβης των ΗΠΑ στην Ελλάδα Τζορτζ Τσούνης σε συνέντευξή του το Φλεβάρη του 2024 με αφορμή την έναρξη του 5ου γύρου του Στρατηγικού Διαλόγου μεταξύ των κυβερνήσεων Ελλάδας - ΗΠΑ.

Είναι σαφές ότι τα γεράκια ΝΑΤΟ - ΗΠΑ - ΕΕ τα διακρίνει σύμπνοια στο ότι η προώθηση της ατζέντας του «ατομικού δικαιωματισμού» και του «αυτοπροσδιορισμού», της «διαφορετικότητας» και της «συμπερίληψης» αποτελεί όχημα για την επίτευξη των στόχων της ιμπεριαλιστικής τους πολιτικής.

Μάλιστα, βλέπουμε αυτήν την ατζέντα να προτάσσεται όλο και πιο έντονα όσο κλιμακώνεται η μεγάλη αντιπαράθεση για την πρωτοκαθεδρία στο διεθνές ιμπεριαλιστικό σύστημα που βρίσκεται σε εξέλιξη τα τελευταία χρόνια. Η διαπάλη, δηλαδή, μεταξύ του ιμπεριαλιστικού μπλοκ ΝΑΤΟ-ΕΕ, παρά τις μεταξύ τους αντιθέσεις, με το υπό διαμόρφωση ανερχόμενο ιμπεριαλιστικό μπλοκ, όπως αποτυπώθηκε πρόσφατα και στη Σύνοδο Κορυφής των BRICS στη Ρωσία.

Από εδώ προκύπτει ότι η διαπάλη με αυτήν την ατζέντα αποτελεί ουσιαστικό στοιχείο της ιδεολογικοπολιτικής αντιπαράθεσης με τη στρατηγική του ευρωατλαντικού ιμπεριαλισμού και κρίσιμο κρίκο για την ιδεολογική αντεπίθεση που απαιτείται σήμερα, για τη συγκέντρωση δυνάμεων για την επαναστατική ανατροπή της αστικής εξουσίας και της οικοδόμησης του σοσιαλισμού-κομμουνισμού.

Η αντιπαράθεση με τις ποικίλες σύγχρονες εκφάνσεις του υποκειμενικού ιδεαλισμού –γιατί περί αυτού πρόκειται– δεν αφορά ζητήματα που βρίσκονται στο περιθώριο της κεντρικής πολιτικής αντιπαράθεσης και της σύγκρουσης με τη στρατηγική και τις ιεραρχήσεις του κεφαλαίου. Τέτοιες θεωρήσεις και ιδεολογήματα προωθούνται και αξιοποιούνται πολύμορφα από την εξουσία του κεφαλαίου, προκειμένου να πετύχει με ένα σμπάρο δυο τρυγόνια: Την ιδεολογική χειραγώγηση της εργατικής συνείδησης, ώστε να εξασφαλίσει τη στράτευση εργατικών-λαϊκών δυνάμεων στην επίτευξη των στοχεύσεών του, και την αποτροπή της ταξικής συνειδητοποίησης της σύγχρονης εργατικής τάξης και της αντίστοιχης πολιτικής της στράτευσης και δράσης.

Γι’ αυτό και στην Πολιτική Απόφαση του 21ου Συνεδρίου του ΚΚΕ, σε σχέση με τα ιδεολογικά μέτωπα στα οποία το Κόμμα χρειάζεται να επικεντρώσει την προσοχή του, αναφέρονται, μεταξύ άλλων, τα εξής: «Να αντιμετωπίσουμε τις αντιδραστικές θεωρίες του μεταμοντερνισμού και τις ανορθολογικές, ιδεαλιστικές απόψεις για το “κοινωνικό φύλο”, τη “ρευστότητα της ταυτότητας φύλου”, του ιδεολογήματος του “ατομικού δικαιωματισμού” που απορρέουν από αυτές και που επηρεάζουν λαϊκές δυνάμεις οι οποίες δε γνωρίζουν σε βάθος την επιστημονική προσέγγιση του ζητήματος. Οι απόψεις αυτές δεν έχουν καμιά σχέση με την αγωνιστική συλλογική υπεράσπιση όλων των ατομικών και κοινωνικών δικαιωμάτων και ελευθεριών για την εργατική τάξη, τις λαϊκές δυνάμεις, τη νεολαία και τις γυναίκες εργατικής ή λαϊκής ένταξης και καταγωγής. Η ανάδειξη της κοινωνικής-ταξικής διάστασης των παραπάνω ζητημάτων απαιτεί μελέτη του φιλοσοφικού υπόβαθρού τους, της αντανάκλασής τους στο εποικοδόμημα και της ανάλυσής τους υπό το πρίσμα της σχέσης οικονομίας-πολιτικής.»

Μάλιστα, συγκεκριμενοποιώντας τα καθήκοντα μέχρι το 22ο Συνέδριο του Κόμματος, η Πολιτική Απόφαση καλεί σε «αποφασιστική ενίσχυση της διαπάλης, µε βοήθεια ιδιαίτερα προς την ΚΝΕ, σχετικά µε την αστική ιδεολογική επίθεση (ιδεολογήματα του μεταμοντερνισμού για ατομικό αυτοπροσδιορισμό και δικαιωματισμό, άρνηση της αντικειμενικής αλήθειας κλπ.)».

Για την εύστοχη διεξαγωγή αυτής της διαπάλης, χρειάζεται να απαντηθούν δύο (τουλάχιστον) ερωτήματα. Αφενός, γιατί επιλέγεται σήμερα αυτή η ατζέντα από τα επιτελεία του ευρωατλαντικού ιμπεριαλισμού; Αφετέρου, πώς μπορεί να δοθεί με όρους ιδεολογικής αντεπίθεσης η σχετική ιδεολογική-πολιτική αντιπαράθεση από τις θέσεις του μαρξισμού-λενινισμού;

Η ΘΕΣΗ ΤΩΝ ΕΚΦΑΝΣΕΩΝ ΤΟΥ ΣΥΓΧΡΟΝΟΥ ΥΠΟΚΕΙΜΕΝΙΚΟΥ ΙΔΕΑΛΙΣΜΟΥ ΣΤΟ ΙΔΕΟΛΟΓΙΚΟ ΟΠΛΟΣΤΑΣΙΟ ΤΟΥ ΕΥΡΩΑΤΛΑΝΤΙΚΟΥ ΙΜΠΕΡΙΑΛΙΣΜΟΥ

Διαχρονικά, αλλά με όλο και μεγαλύτερη ένταση και επιθετικότητα τις τελευταίες δεκαετίες, από τις αντεπαναστατικές ανατροπές και μετά και όσο πλησιάζουμε στο σήμερα, τα ιδεολογικά επιτελεία της αστικής τάξης επιχειρούν, με διάφορους τρόπους, να εμφυσήσουν σε ευρύτερα τμήματα εργαζόμενων και νεολαίας τρόπους ερμηνείας της κοινωνικής πραγματικότητας που συσκοτίζουν, διαστρεβλώνουν ή και εξαλείφουν από το εξηγητικό τους σχήμα την ουσία της: Ότι, δηλαδή, ολόκληρη η κοινωνία αναπτύσσεται στο έδαφος που διαμορφώνουν οι –καπιταλιστικές σήμερα– σχέσεις παραγωγής και ο ταξικός εκμεταλλευτικός τους χαρακτήρας, που εκδηλώνεται σε όλο πλέγμα των κοινωνικών σχέσεων. Αυτό χαρακτηρίζει και όλους τους θεσμούς και τις νομικοπολιτικές ρυθμίσεις για τη διασφάλιση των –γενικών και ειδικών– συμφερόντων της κυρίαρχης σήμερα αστικής τάξης, όπως αυτά εκφράζονται σε όλες τις σφαίρες της κοινωνικής ζωής.

Στο έδαφος που διαμορφώθηκε μετά την αντεπανάσταση και την καπιταλιστική παλινόρθωση, την υποχώρηση του επαναστατικού εργατικού κινήματος και την επακόλουθη περιορισμένη απήχηση των επαναστατικών ιδεών του μαρξισμού-λενινισμού, η αστική εξουσία παραμένει εξαιρετικά δραστήρια στην προσπάθεια να καθυποτάσσει τις ανησυχίες και τους προβληματισμούς μεγάλου μέρους του λαού και της νεολαίας. Στην κατεύθυνση αυτήν, επεξεργάζεται και τους προσφέρει διάφορα ερμηνευτικά σχήματα και διεξόδους δραστηριοποίησης, ώστε να καναλιζάρει τις αναζητήσεις και τους προβληματισμούς τους σε ατραπούς ανώδυνες γι’ αυτήν.

Αξιοποιώντας τους διάφορους μηχανισμούς που έχει στα χέρια της, η αστική εξουσία επενδύει –κυριολεκτικά και μεταφορικά– πολλούς πόρους για την ιδεολογική αλλοτρίωση και χειραγώγηση ιδίως της νεολαίας. Κύριος στόχος της είναι η αλλοίωση του πραγματικού περιεχομένου της έννοιας της κοινωνικής προόδου, άρα και των μέσων που μπορούν να κινήσουν το τρένο της Ιστορίας προς τα μπρος, με μηχανοδηγό την εργατική τάξη και το επαναστατικό της κίνημα κι ανανεώσιμο καύσιμο τις εμπειρίες (και την επαναστατική τους αφομοίωση σε επίπεδο θεωρίας και πράξης) από την ανάπτυξη της πάλης του σε συμμαχία με τις κοινωνικές δυνάμεις που έχουν κοινό συμφέρον από την ανατροπή της εξουσίας του κεφαλαίου.

Η ιδεολογική παρέμβαση των αστικών επιτελείων θέτει ως πρώτο ζητούμενο τη διασφάλιση της κοινωνικής συνοχής, δηλαδή τη συμφιλίωση της εργατικής τάξης με το κεφάλαιο και τη στοίχισή της πίσω από τους στόχους και τα συμφέροντά του.

Ένας από τους κύριους τρόπους με τους οποίους εκδηλώνεται στη σφαίρα των ιδεών στις σημερινές συνθήκες η διαχρονική επιδίωξη της εξουσίας του κεφαλαίου να στοιχίσει εργατικές-λαϊκές δυνάμεις στις δικές της επιδιώξεις είναι η προώθηση των διάφορων σύγχρονων εκφάνσεων του υποκειμενικού ιδεαλισμού.

Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η αξιοποίηση του «ατομικού δικαιωματισμού» και η προβολή της αποδοχής και προώθησης της «διαφορετικότητας» και της «συμπερίληψης» ως απόδειξη της «προοδευτικότητας» του ευρωατλαντικού ιμπεριαλισμού έναντι των ανταγωνιστών του. Ταυτόχρονα, βέβαια, εντείνεται η υπονόμευση εργατικών-λαϊκών κατακτήσεων προηγούμενων χρόνων, η ενίσχυση της καταστολής και του αυταρχισμού απέναντι στις εργατικές-λαϊκές διεκδικήσεις, η συνολική αντιδραστικοποίηση του πολιτικού συστήματος και του θεσμικού εποικοδομήματος του σύγχρονου καπιταλισμού. Επίσης, εντείνεται σαφώς και πολύμορφα ο αντικομμουνισμός.

Η προώθηση της υλοποίησης της σύγχρονης στρατηγικής του κεφαλαίου, της «πράσινης» μετάβασης και του ψηφιακού μετασχηματισμού της οικονομίας έχει στον πυρήνα της την ένταση της καπιταλιστικής εκμετάλλευσης για την αύξηση της παραγωγικότητας του κεφαλαίου και τον προσανατολισμό καπιταλιστικών επενδύσεων προς τομείς που προσφέρουν μεγαλύτερες προοπτικές καπιταλιστικής κερδοφορίας για λιμνάζοντα κεφάλαια, που συνεπάγεται και απαξίωση κεφαλαίου και εργατικού δυναμικού. Η αύξηση της παραγωγικότητας της εργασίας και της αποδοτικότητας των καπιταλιστικών επενδύσεων πάει χέρι-χέρι με την εντατικοποίηση και το φόρτο εργασίας των εργαζόμενων και την παράλληλη και ταυτόχρονη αύξηση του εφεδρικού στρατού των ανέργων. Αυτή η συνθήκη εκφράζεται με διαφορετικούς τρόπους και ένταση ανά κλάδο, ηλικία (γενιά), επάγγελμα ή και γεωγραφική περιοχή και αποτυπώνεται ως όξυνση διάφορων διακρίσεων και ανισοτήτων.

Σε αυτό το έδαφος, όλο και πιο δύσκολα γίνονται πιστευτές οι διακηρύξεις περί «ισότιμης κοινωνικής συνύπαρξης» και «ισότητας ευκαιριών» που ευαγγελίζεται η αστική δημοκρατία. Στη σφαίρα της αστικής ιδεολογίας, το επίκεντρο μετατοπίζεται στην εξατομίκευση της εμπειρίας των ανισοτήτων. Στις μεταμοντέρνες αφηγήσεις, οι κάθε λογής διακρίσεις και ανισότητες που συγκροτούνται ως βιώματα υποκαθιστούν την κεντρική θέση της καπιταλιστικής εκμετάλλευσης ως αφετηρίας της βασικής κοινωνικής διαφοροποίησης στην καπιταλιστική κοινωνία. Δεν ξεχωρίζει πλέον ποιοτικά η καπιταλιστική εκμετάλλευση ως πηγή της βασικής κοινωνικής ανισότητας. Ο ρόλος της «κρύβεται» μέσα σε μια θάλασσα περιπτώσεων κοινωνικής καταπίεσης, καταναγκασμού και πειθάρχησης, με διάφορες αφετηρίες και διαφορετικά κοινωνικά υποκείμενα, καθένα από τα οποία θυματοποιείται και από μια διαφορετική ανισότητα. Κοινές συναισθηματικές εμπειρίες και βιώματα προβάλλονται ως τα θεμέλια συγκρότησης συλλογικών ταυτοτήτων, υπό τη σκέπη των οποίων διαμορφώνονται κοινωνικοί δεσμοί.

Οι διάφορες σύγχρονες εκφάνσεις του υποκειμενικού ιδεαλισμού συγκροτούν ένα εξαιρετικά αποτελεσματικό ιδεολογικό εργαλείο για την επιθετική προώθηση των σύγχρονων στοχεύσεων του κεφαλαίου. Η ατζέντα του «ατομικού δικαιωματισμού» και του «αυτοπροσδιορισμού», της «διαφορετικότητας» και της «συμπερίληψης» είναι γέννημα ενός σάπιου κόσμου που πασχίζει μάταια να ξανατονωθεί, για να παραφράσουμε το γνωστό τραγούδι. Τα επιτελεία του ευρωατλαντικού ιμπεριαλισμού καταφεύγουν σε αυτήν για να αντιμετωπίσουν ένα ακανθώδες –γι’ αυτά– πρόβλημα με το οποίο βρίσκονται αντιμέτωπα: Πώς θα παρουσιάσουν ομογενοποιημένη και στρατευμένη στην επίτευξη κοινών στόχων (των δικών τους) μια κοινωνία που πολώνεται όλο και περισσότερο ταξικά. Όποια πλευρά της όλο και πιο σύνθετης κοινωνικής ζωής κι αν εξετάσουμε, θα διαπιστώσουμε εύκολα ότι οξύνεται η αντίθεση ανάμεσα στον κοινωνικό χαρακτήρα της εργασίας που συνεχώς βαθαίνει, από τη μια, και στην καπιταλιστική ιδιοποίηση των αποτελεσμάτων της εργασίας, από την άλλη.

Για την εξουσία του κεφαλαίου, είναι κρίσιμο να μην μπορεί η σύγχρονη βάρδια της εργατικής τάξης να αφομοιώσει κοσμοθεωρητικά, ιδεολογικά και επαναστατικά τις σύγχρονες εξελίξεις για να ενισχύσει την πάλη της για την ανατροπή της αστικής εξουσίας και την κομμουνιστική προοπτική κοινωνικής χειραφέτησης με όρους 21ου αιώνα. Είναι κρίσιμο να εμφανίζεται ο μαρξισμός-λενινισμός και η ταξική πάλη ως κάτι που αφορά τον «παλιό» καπιταλισμό κι όχι τον σύγχρονο, να εμφανίζεται η σύγχρονη αστική κοινωνία ως τέτοια που χρήζει νέων, συθέμελα διαφορετικών προσεγγίσεων από όσους αναζητούν λύτρωση από τα αδιέξοδα στα οποία τους καταδικάζει και τους εγκλωβίζει.

Η «ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ» ΤΩΝ ΣΥΓΧΡΟΝΩΝ ΕΚΦΑΝΣΕΩΝ ΤΟΥ ΥΠΟΚΕΙΜΕΝΙΚΟΥ ΙΔΕΑΛΙΣΜΟΥ

Στις σύγχρονες εκφάνσεις του, ο υποκειμενικός ιδεαλισμός απολυτοποιεί την ατομική εμπειρία/βίωμα και την υποκειμενική αντίληψη ως μεθοδολογική και επιστημολογική αφετηρία για την επανακωδικοποίηση του κοινωνικού κόσμου με όρους «ταυτοτήτων». Αντί να συγκροτεί τον άνθρωπο ως υποκείμενο της κοινωνικής δραστηριότητας, τον αποδομεί στο όνομα του αυτοπροσδιορισμού, θεωρώντας τον ως υπέρθεση επιμέρους «ταυτοτήτων»1.

Οι λεγόμενες θεωρίες ταυτότητας2 είναι ένα από τα πιο χαρακτηριστικά πεδία όπου αναπτύσσονται τέτοιες ιδεαλιστικές θεωρήσεις. Πρόκειται για ένα ευρύ φάσμα θεωριών σε διάφορες εκδοχές και παραλλαγές, που καλύπτει μια ποικιλία θεμάτων, από την εθνική ταυτότητα μέχρι την ταυτότητα φύλου.

Σε γενικές γραμμές, οι θεωρίες αυτές υποστηρίζουν ότι οι διάφορες ταυτότητες διαμορφώνονται στη βάση του ρόλου των ατόμων στην κοινωνία, των ομάδων στις οποίες αυτά ανήκουν και των χαρακτηριστικών με τα οποία τα ίδια περιγράφουν τον εαυτό τους. Από τις υποτιθέμενες πολλαπλές τους θέσεις στην κοινωνία και τις επιμέρους αλληλεπιδράσεις τους στα πλαίσια διάφορων κοινωνικών δομών και ομάδων, τα άτομα διατηρούν και ενεργοποιούν πολλαπλές ταυτότητες. Η διεκδίκηση συγκεκριμένων ταυτοτήτων από τα ίδια τα άτομα είναι μια διαδικασία που βρίσκεται διαρκώς σε εξέλιξη και συντελείται στο έδαφος της ρευστότητας που χαρακτηρίζει την υποκειμενική πρόσληψη των κοινωνικών αλληλεπιδράσεων από τα άτομα που συμμετέχουν σε αυτές. Αντίστοιχα ισχύει και για την απόδοση συγκεκριμένων ταυτοτήτων στα άτομα από τους άλλους.

Σε ένα τέτοιο ερμηνευτικό σχήμα, δεν υπάρχει κάποια στέρεη, αντικειμενική βάση που να επιτρέπει στο άτομο να προσδιορίζει τη θέση του στην κοινωνική πραγματικότητα, να κατανοήσει τις διεργασίες που συντελούνται σε αυτήν και, στη βάση αυτής της κατανόησης, να αναπτύξει την κοινωνική του δραστηριότητα. Για να ερμηνεύσουν τη συνειδητοποίηση του κοινωνικού περιβάλλοντος από το άτομο που αναπτύσσει τη δραστηριότητά του στα πλαίσια των εκάστοτε κοινωνικών σχέσεων, εκκινούν από τις επιμέρους υποκειμενικές αντανακλάσεις. Έτσι, τελικά συσκοτίζουν την αντικειμενική βάση των κοινωνικών σχέσεων στις οποίες συμμετέχει το εκάστοτε άτομο. Στην πραγματικότητα, όμως, η συνειδητοποίηση του εαυτού του ατόμου και η προσωπικότητά του διαμορφώνονται και αναπτύσσονται κάτω από την επίδραση αυτών των κοινωνικών σχέσεων και εκδηλώνονται με συγκεκριμένες μορφές στο πλαίσιο της κοινωνικής δραστηριότητας που αυτό αναπτύσσει.

Τελικά, τέτοια σχήματα καταλήγουν στο ότι το κάθε άτομο συγκροτεί μια προσωπική ταυτότητα επιτελώντας μια μοναδική και πρωτότυπη σύνθεση των διάφορων κοινωνικών του γνωρισμάτων και εντάξεων (π.χ. ηλικία, φύλο, εθνότητα, κοινωνική τάξη, πολιτισμικές ομάδες κλπ.), όπως τις προσλαμβάνει υποκειμενικά στην κάθε δεδομένη φάση.

Σε αυτήν τη βάση, οι διάφορες τέτοιες θεωρήσεις καταλήγουν να διασπούν την ανθρώπινη προσωπικότητα σε επιμέρους «ταυτότητες». Βλέπουν το άτομο ως ενσωμάτωση της πολλαπλότητας των διάφορων ταυτοποιητικών αναφορών. Τόσο αυτών που του επιβάλλονται από άλλους, όσο και αυτών που το ίδιο αναγνωρίζει στον εαυτό του. Έτσι, η κοινωνική δραστηριότητα του ατόμου ερμηνεύεται με επίκεντρο τη χρήση από το άτομο των ταυτοτικών πόρων που συνθέτουν την πολυδιάστατη, ρευστή και μεταβαλλόμενη προσωπική του ταυτότητα. Χρήση και σύνθεση που κάθε φορά συγκεκριμενοποιούνται ανάλογα με την εκάστοτε σχεσιακή κατάσταση στην οποία εμπλέκεται το άτομο και το πώς την προσλαμβάνει και την βιώνει υποκειμενικά.3

Μια απλή βιβλιογραφική αναζήτηση μεταξύ των επιστημονικών εκδόσεων και δημοσιεύσεων στο πεδίο των κοινωνικών επιστημών αρκεί για να διαπιστώσει κανείς ότι αυτές έχουν καταστεί πλέον σχεδόν «μυωπικές» απέναντι στη σύγχρονη εργατική τάξη, τη θέση της και την ιστορική της προοπτική, τον αντίκτυπο σε αυτήν των σύγχρονων κοινωνικών φαινομένων και εξελίξεων.

Στην προβληματική που αναπτύσσεται, οι όλο και πιο πολύμορφες και σύνθετες κοινωνικές αλληλεπιδράσεις και διαμεσολαβήσεις που χαρακτηρίζουν τις διάφορες εκφάνσεις της κοινωνικής ζωής στη σύγχρονη καπιταλιστική κοινωνία αυτονομούνται, ως ένα βαθμό, στη θεώρηση της κίνησης της κοινωνικής πραγματικότητας και τη λογικο-ιστορική ανάπτυξη της μελέτης της. Με την εξύψωση έως και απολυτοποίηση της ατομικής εμπειρίας/βιώματος και της υποκειμενικής αντίληψης ως μεθοδολογικής και επιστημολογικής αφετηρίας, αφενός υποκαθορίζεται η προσπάθεια μελέτης των κοινωνικών φαινομένων και αλληλεπιδράσεων και αφετέρου διαρρηγνύεται η διαλεκτική ενότητα άτομο - κοινωνία.

Η ΑΤΖΕΝΤΑ «ΑΤΟΜΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΙΣΜΟΥ»

Στο πλαίσιο αυτής της συλλογιστικής, η αναζήτηση και η επιδίωξη απόδοσης/διεκδίκησης της κάθε επιμέρους ταυτότητας καθίσταται ζήτημα πολιτισμικής αυτοεπιβεβαίωσης και καταλήγει να συναντιέται με έναν φιλελεύθερης κοπής δικαιωματισμό: Η απόδοση μιας κοινωνικά συγκροτημένης ταυτότητας συνοδεύεται από τη διεκδίκηση της θεσμικής κατοχύρωσης από το αστικό κράτος δικαιωμάτων που συνάδουν με αυτήν.

Γι’ αυτό και βλέπουμε τα τελευταία χρόνια να προωθείται όλο και πιο επιθετικά από τα αστικά επιτελεία η ατζέντα του «ατομικού δικαιωματισμού» και του «αυτοπροσδιορισμού», στην προσπάθεια που καταβάλλει το κεφάλαιο να διαμορφώσει ιδεολογικά το εργατικό δυναμικό που θα υπηρετεί τους σύγχρονους στόχους του. Στόχους που διαμορφώνονται στη βάση της ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων της κοινωνίας, που ασφυκτιούν όλο και περισσότερο στο καπιταλιστικό πλαίσιο.

Στο αφήγημα του «ατομικού δικαιωματισμού» και του «αυτοπροσδιορισμού», η προσωπική ζωή του ατόμου και η σχέση της με την κοινωνία της καπιταλιστικής εκμετάλλευσης εξετάζεται από τη σκοπιά των δικαιωμάτων του ατόμου στην εκάστοτε επιλογή κι επιθυμία που προκύπτει ως απόρροια του τρόπου με τον οποίο προσδιορίζει τον εαυτό του και την εκάστοτε ταυτότητα που υιοθετεί. Αυτά τα δικαιώματα, όπως υποστηρίζεται, θα πρέπει να κατοχυρώνονται και τυπικά από το αστικό κράτος.

Ως ιδεολογία, ο «ατομικός δικαιωματισμός» αναπτύσσεται στη βάση μιας αντίφασης που χαρακτηρίζει την αστική κοινωνία. Από τη μια, η αστική κοινωνία είναι η κοινωνία της τυπικής ισότητας μεταξύ των μελών της. Ακόμα κι αν αυτή η τυπική ισότητα δεν είναι κατοχυρωμένη για όλους, ως προς όλες τις πλευρές κι εκφάνσεις της κοινωνικής ζωής, υποτίθεται ότι κάτι τέτοιο είναι εφικτό να γίνει –και μάλιστα αυτό θεωρείται ότι αποτελεί και μέτρο κοινωνικής προόδου. Από την άλλη, η αστική κοινωνία, ως κοινωνία που έχει ανεγερθεί στη βάση των καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής, είναι μια κοινωνία ουσιαστικής ανισότητας, ταξικών αντιθέσεων και καπιταλιστικής εκμετάλλευσης. Ό,τι κι αν είναι κατοχυρωμένο τυπικά σε μια τέτοια κοινωνία, δεν μπορεί να αναιρέσει ότι στο πλαίσιό της είναι ανέφικτη η ουσιαστική ισοτιμία. Άλλωστε, ως θεμελιακό ατομικό δικαίωμα κατοχυρώνεται η ατομική ιδιοκτησία στα μέσα παραγωγής, δηλαδή η αφετηρία της καπιταλιστικής εκμετάλλευσης.

Η αντίφαση αυτή έχει τη βάση της στην ίδια τη θεμελίωση της αστικής κοινωνίας, που θέλει τα μέλη της να σχετίζονται μεταξύ τους ως τυπικά ανεξάρτητοι και ισότιμοι εμπορευματοπαραγωγοί. Στην περίπτωση της εργατικής τάξης, το εμπόρευμα που έχει να «προσφέρει» είναι η ίδια η εργατική της δύναμη, η ικανότητά της να δουλεύει με το μυαλό και τα χέρια της. Ικανότητα την οποία αναγκάζεται να μισθώνει στον καπιταλιστή, ώστε να αποκτά εισόδημα που θα της δίνει πρόσβαση στην κατανάλωση των διάφορων εμπορευμάτων και εμπορευματοποιημένων υπηρεσιών. Έτσι, η λειτουργία των ατόμων στο πλαίσιο της καπιταλιστικής παραγωγής και αγοράς τελικά επικαθορίζει κάθε άλλη κοινωνική σχέση. Αυτό αντανακλάται και στην αποτύπωσή τους στις διάφορες νομικές μορφές. Επιπρόσθετα, αυτή η τυπική ισοτιμία συγκαλύπτει την καπιταλιστική εκμετάλλευση, που πηγάζει από το ιδιαίτερο γνώρισμα της εργατικής δύναμης, δηλαδή την ικανότητά της να δημιουργεί αξία, και μάλιστα αξία μεγαλύτερη από αυτήν που έχει η ίδια.

Οι διάφορες εκδοχές των αστικών θεωριών που πηγάζουν από το ρεύμα του μεταμοντερνισμού διαφέρουν σε σχέση με τις υπόλοιπες (ως προς το θέμα που μας απασχολεί εν προκειμένω) στο ότι δεν αποδέχονται ως αντικειμενικά καθορισμένη την ποιότητα των κοινωνικών σχέσεων που διέπουν την αστική κοινωνία. Έτσι, ο «ατομικός δικαιωματισμός» βλέπει το εκάστοτε προς διεκδίκηση ατομικό δικαίωμα να αναδύεται στο έδαφος της υποκειμενικής πρόσληψης από το άτομο του τρόπου με τον οποίο εντάσσεται στις κοινωνικές σχέσεις, της ρευστότητας αυτών, καθώς και της σχετικότητας στη νοηματοδότηση της κοινωνικής πραγματικότητας.

Επί της ουσίας, ο «ατομικός δικαιωματισμός» έρχεται να υποστηρίξει ότι η απόσταση μεταξύ ουσιαστικής ισοτιμίας και τυπικής ισότητας θα μπορούσε να καλυφθεί στο πλαίσιο μιας βελτιωμένης εκδοχής της αστικής κοινωνίας. Ακόμα παραπάνω, υποστηρίζει ότι ένα οποιοδήποτε δικαίωμα, το οποίο θεωρείται ότι πρέπει να αποδοθεί σε μια κοινωνική ομάδα στη βάση του πώς η ίδια κατανοεί τον εαυτό της, θα πρέπει και να κατοχυρώνεται θεσμικά. Και αυτό, γιατί η μη κατοχύρωσή του θεωρείται ότι θα συνιστά θεσμική μεροληψία και κοινωνική διάκριση σε βάρος αυτής της ομάδας.

Σε αυτά τα πλαίσια, ο «ατομικός δικαιωματισμός» επιχειρεί να εμφανίσει τα κοινωνικά δικαιώματα ως ατομικά. Έτσι, τόσο το εκάστοτε δικαίωμα όσο και το πλαίσιο, οι όροι και προϋποθέσεις άσκησής του αποκόπτονται από οποιονδήποτε κοινωνικό, ταξικό προσδιορισμό του δυνητικού φορέα του δικαιώματος αυτού για το οποίο γίνεται κάθε φορά συζήτηση. Αποκόπτεται και από την ίδια τη λειτουργία ενός τέτοιου δικαιώματος στο πλαίσιο της κοινωνίας. Ταυτόχρονα, δεν αποδίδεται καμία ερμηνευτική αξία στον ταξικό προσδιορισμό της εξουσίας που εκχωρεί το εκάστοτε δικαίωμα και διαμορφώνει τους όρους άσκησής του.

Μια ακόμα πτυχή σε σχέση με τέτοιες θεωρήσεις και ιδεολογήματα χρήζει ιδιαίτερης αναφοράς, καθώς μέσω αυτής συχνά επιχειρείται (τουλάχιστον από κάποιους εκ των οπαδών τους) να εμφανιστούν ως ρεύματα σκέψης που συνδιαλέγονται με το μαρξισμό. Η πτυχή αυτή έχει να κάνει με την έμφαση στην ανάδειξη της κοινωνικής συνθήκης ως καθοριστικής για τον τρόπο πρόσληψης της πραγματικότητας και την ανάπτυξη δραστηριότητας σε αυτήν.

Όμως, ο μαρξισμός μελετά την κοινωνία και τα κοινωνικά φαινόμενα ως ανακύπτοντα μέσα από την ίδια την ανάπτυξη της αντικειμενικής πραγματικότητας, εστιάζοντας στις υλικές διεργασίες που καθιστούν εφικτή την ίδια την εμφάνιση και την ανάπτυξη της κοινωνίας. Ο μαρξισμός αναδεικνύει τον καθοριστικό ρόλο του κοινωνικού Είναι, ως ιδιαίτερης βαθμίδας ανάπτυξης της ύλης, στη διαμόρφωση και ανάπτυξη της κοινωνικής συνείδησης. Γι’ αυτό μπορεί και μελετά τον ενεργητικό ρόλο της τελευταίας στην ανάπτυξη των διάφορων κοινωνικών φαινομένων.

Αντίθετα, στα πλαίσια τέτοιων θεωρήσεων, παρά τις επιμέρους παραλλαγές τους και τις ενίοτε σημαντικές διαφορές μεταξύ των διάφορων εκδοχών τους, το «κοινωνικό» ουσιαστικά ισοδυναμεί με το μη αντικειμενικό και στην πράξη κατανοείται ως άθροισμα ατομικών στάσεων, επιλογών, καταναγκασμών και προκαταλήψεων που συνδιαμορφώνουν τρόπους ζωής. Αντίστοιχα, η κοινωνικότητα ερμηνεύεται, τελικά, ως διυποκειμενικότητα. Με αυτόν τον τρόπο, το υποκείμενο αποκόπτεται από το αντικειμενικό, υλικό (φυσικό και κοινωνικό) περιβάλλον εντός του οποίου –και ως μέρος του οποίου– αναπτύσσεται και αναπτύσσει τη δραστηριότητά του, αλληλεπιδρώντας με αυτό.

Ο μαρξισμός, η υλιστική διαλεκτική, κατανοεί την κοινωνία ως ένα πλέγμα σχέσεων που διέπουν τη δραστηριότητα των ανθρώπων, οι οποίες αναπτύσσονται στη βάση των ιστορικά διαμορφωμένων σχέσεων παραγωγής που επικρατούν σε μια κοινωνία και οι οποίες καθορίζουν και τις υπόλοιπες κοινωνικές σχέσεις. Ο άνθρωπος αναπτύσσει τη δραστηριότητά του στα πλαίσια των σχέσεων που διέπουν την κοινωνία, εισέρχεται σε αυτές και τις μετασχηματίζει, φέροντας το σύνολο των αντικειμενικών προσδιορισμών του και αναπτύσσοντας την κοινωνική του δραστηριότητα σε αυτήν τη βάση.

ΣΤΟΧΟΣ ΝΑ ΠΑΡΑΜΕΝΟΥΝ ΑΔΙΑΣΑΛΕΥΤΑ ΤΑ ΒΑΘΡΑ ΤΗΣ ΑΣΤΙΚΗΣ ΕΞΟΥΣΙΑΣ

Με την απόδοση ξεχωριστής «ταυτότητας» σε κάθε τρόπο εκδήλωσης του ατόμου στο πλαίσιο μιας κοινωνικής σχέσης ή αλληλεπίδρασης, διαρρηγνύεται η διαλεκτική ενότητα άτομο-κοινωνία. Σε αυτό το έδαφος, παραγνωρίζεται ο καθοριστικός ρόλος του ταξικού εκμεταλλευτικού χαρακτήρα των καπιταλιστικών κοινωνικών σχέσεων. Δε διακρίνεται ουσιωδώς και ποιοτικά το ταξικό χαρακτηριστικό από οποιοδήποτε άλλο μπορεί να αναδειχθεί ως κοινό γνώρισμα ενός κοινωνικού υποσυνόλου, εν είδει μιας κοινωνικά συγκροτημένης ταυτότητας, στη βάση της οποίας μια κοινωνική ομάδα οριοθετείται και αυτοπροσδιορίζεται έναντι άλλων.

Έτσι, για παράδειγμα, ο κεφαλαιοκράτης και ο εργάτης παύουν να διακρίνονται ουσιωδώς από την άποψη της μεταξύ τους εκμεταλλευτικής σχέσης και μπορούν να συνυπάρχουν σε μια ομαδοποίηση-«κοινότητα» που συγκροτείται στη βάση κοινών τους γνωρισμάτων (π.χ. «ΛΟΑΤΚΙ κοινότητα», «vegan κοινότητα», κυνηγοί, μηχανόβιοι κ.ά.), με έντονο ιδεολογικό φορτίο και στοιχεία κοσμοαντίληψης.

Αυτή η αποδόμηση του ανθρώπου καταλήγει, τελικά, στην απογύμνωση του εργαζόμενου ανθρώπου, που αποτελεί το πραγματικό υποκείμενο της κοινωνικής ζωής, από τους αντικειμενικά ανθρώπινους προσδιορισμούς του (τάξη, φύλο, έθνος κλπ.). Το μόνο που απομένει είναι το άτομο-αντικείμενο καπιταλιστικής εκμετάλλευσης, ως άγραφος πίνακας (tabula rasa) στον οποίο μπορούν να εγγραφούν όλες οι επιδιώξεις του κεφαλαίου, που δεν αρκείται μόνο στην εκμετάλλευση της εργατικής του δύναμης, αλλά παρεμβαίνει ολόπλευρα στη διαμόρφωση της σκέψης, της συνείδησης και της προσωπικότητάς του, ακόμα και του σώματός του.

Μολονότι οι ιστορικο-φιλοσοφικές ρίζες των ιδεολογημάτων και θεωρήσεων που συνιστούν τις σύγχρονες εκφάνσεις του υποκειμενικού ιδεαλισμού φτάνουν αρκετά βαθιά στο παρελθόν, η ιδιαίτερη απήχηση και επιδραστικότητά τους σήμερα δεν μπορεί να εξηγηθεί αν δε ληφθεί υπόψη το γεγονός ότι η σφραγίδα της αντεπανάστασης εξακολουθεί να αφήνει παντού το ισχυρό της αποτύπωμα. Αυτό ισχύει με χαρακτηριστικό τρόπο στο πεδίο της ιδεολογίας.

Μετά το «τέλος της Ιστορίας» που ποτέ δεν ήρθε, ήρθε το μεταμοντέρνο «τέλος των μεγάλων αφηγήσεων» να τροφοδοτήσει αφενός μια κοσμοθεωρητική προσέγγιση που υποτίθεται ότι προσιδιάζει στα γνωρίσματα της σύγχρονης εποχής, αλλά και αφετέρου να προσδώσει θεωρητική υποστήριξη στα διάφορα «νέα»/«εναλλακτικά» κινήματα κοινωνικής διαμαρτυρίας.

Σε τέτοια κινήματα μπορούν ίσως να συμπράττουν οι διάφοροι φορείς του κοινωνικού εταιρισμού, αλλά δεν υπάρχει χώρος για πολιτική με όρους ταξικής πάλης. Χωρίς ταξικό προσανατολισμό και περιεχόμενο, τέτοια «κινήματα» αξιοποιούνται ως μέσο χειραγώγησης, ποδηγέτησης και εκτόνωσης της δυσαρέσκειας και αγανάκτησης από τα αδιέξοδα της πολιτικής του κεφαλαίου που διογκώνεται σε πλατιά τμήματα του εργαζόμενου λαού και της νεολαίας. Ακόμα περισσότερο, τέτοια «κινήματα», καθώς και η ιδεολογική ατζέντα που τα τροφοδοτεί, αξιοποιούνται για διαμόρφωση όρων κινηματικής υποστήριξης των σύγχρονων ιεραρχήσεων του κεφαλαίου.

Καθώς το ιδεολογικό τους οπλοστάσιο διαμορφώνεται από ένα συχνά εκλεκτικό μίγμα διάφορων εκδοχών του υποκειμενικού ιδεαλισμού και του ανορθολογισμού, βλέπουμε στις αναλύσεις τους να αποκόπτεται το κάθε σύγχρονο κοινωνικό πρόβλημα από τη ρίζα του, δηλαδή από το πώς αναπτύσσεται μέσα στην κοινωνία της καπιταλιστικής εκμετάλλευσης. Ακόμα, βλέπουμε να συσκοτίζεται η μόνη ρεαλιστική προοπτική επίλυσής του, δηλαδή το οριστικό ξερίζωμα των αιτιών που το προκαλούν και το αφήνουν να θεριεύει.

Σε αυτήν τη βάση, ανεξάρτητα από τις προθέσεις και τον όποιο φαινομενικό ριζοσπαστισμό όσων συνεγείρονται από το κάθε φορά επίδικο ζήτημα, καθίστανται νεροκουβαλητές στο μύλο των αστικών πολιτικών δυνάμεων που ευαγγελίζονται μια «συμπεριληπτική κοινωνία», με «συμμετοχική δημοκρατία» και «κοινωνική ισότητα και δικαιοσύνη», δηλαδή παραλλαγές του «καπιταλισμού με ανθρώπινο πρόσωπο».

Με αυτήν τη μορφή πολιτικού μανδύα, η αστική ιδεολογία ντύνει το περιεχόμενο ενός προγράμματος αστικής διαχείρισης για να στηριχθεί η μετάβαση της καπιταλιστικής οικονομίας σε ένα «νέο παραγωγικό μοντέλο» που αντιστοιχεί στις συνθήκες της λεγόμενης «4ης βιομηχανικής επανάστασης» και του «πράσινου» και «ψηφιακού» καπιταλισμού.

Έχει ενδιαφέρον να παρατηρήσουμε ότι, ενώ τα πρώτα κύματα τέτοιων θεωρήσεων αξιοποιήθηκαν κυρίως για να συμβάλλουν στην ανάπτυξη τέτοιων «κινημάτων» ως αντι-παραδειγμάτων έναντι του ταξικά προσανατολισμένου εργατικού κινήματος,4 πλέον όλο και περισσότερο η έμφαση δεν αφορά την «κινηματική» διάσταση, αλλά τη διαμόρφωση κοσμοαντίληψης. Η σχετική αυτή μετατόπιση δεν είναι ανεξήγητη. Μεταξύ άλλων, σχετίζεται με τις ανάγκες του κεφαλαίου να εντείνει την ιδεολογική επίθεση σε συνθήκες διαρκούς όξυνσης των εγγενών αντιφάσεων της καπιταλιστικής ανάπτυξης που επιτείνουν τις προκλήσεις με τις οποίες βρίσκεται αντιμέτωπη η εξουσία του, αφού τα βάθρα της διευρυμένης αναπαραγωγής του κεφαλαίου δέχονται όλο και πιο συχνά κλονισμούς.5

Ο στόχος του εγχειρήματος είναι σαφής: Η ιδεολογική χειραγώγηση και καθοδήγηση της κοινωνικοπολιτικής δραστηριότητας των κοινωνικών δυνάμεων που υφίστανται την καπιταλιστική εκμετάλλευση και τις συνέπειες της κυριαρχίας της αστικής τάξης που πηγάζει από αυτήν και η οποία με την εξουσία της καταπιέζει, με διάφορους τρόπους, τη συντριπτική κοινωνική πλειοψηφία, ώστε να προωθεί τις βασικές στοχεύσεις και επιδιώξεις της. Έτσι, σχεδόν όλα τα –παλιά, καινοφανή ή κι ολότελα νέα και πρωτότυπα– κοινωνικά προβλήματα, όλα τα εμπόδια που συναντούν σήμερα η εργατική τάξη και οι κοινωνικοί της σύμμαχοι στην προσπάθεια να ζήσουν όπως θα μπορούσαν αξιοποιώντας τους καρπούς της ανθρώπινης εργασίας ερμηνεύονται μέσα από τα φίλτρα του ταξικού τους αντιπάλου. Ως αποτέλεσμα, ο εχθρός εμφανίζεται σαν φίλος.

Για παράδειγμα, το αστικό κράτος, αντί για φύσει και θέσει εχθρικό στα συμφέροντα και τις ανάγκες τους, εμφανίζεται σαν ο δυνητικός εγγυητής της ικανοποίησής τους. Αρκεί μόνο να υπάρχει κάποια πολιτική δύναμη που, έχοντας εξασφαλίσει μια ορισμένη κοινωνική υποστήριξη, να μπορέσει να υλοποιήσει μια σχετική νομικοπολιτική μεταρρύθμιση. Το αστικό πολιτικό σύστημα, τα κόμματα και οι θεσμοί της εξουσίας του κεφαλαίου παρουσιάζονται ωσάν να μπορούσαν να προωθήσουν ουσιαστικές κοινωνικές αλλαγές σε φιλολαϊκή κατεύθυνση. Η αποδεδειγμένα χρεοκοπημένη διαίρεση μεταξύ «αριστερών» και «δεξιών» δυνάμεων συμπληρώνεται με τη διαίρεση μεταξύ «προοδευτικών» και «συντηρητικών» δυνάμεων, με τις ταξινομήσεις αυτές να μη συνδέονται με την ταξική θέση και την ιστορική προοπτική των κοινωνικών δυνάμεων που υποτίθεται ότι εκφράζουν.

Το ευνοϊκό έδαφος για τη διείσδυση τέτοιων θεωρήσεων στην εργατική τάξη, τα φτωχά λαϊκά στρώματα και τη νεολαία τους αναπτύσσεται στο έδαφος του συσχετισμού δυνάμεων στη γενικευμένη ταξική σύγκρουση, που παραμένει πολύ αρνητικός όχι μόνο στην Ελλάδα, αλλά σε όλο τον κόσμο. Καθώς το εργατικό-λαϊκό κίνημα δεν έχει περάσει ακόμη σε φάση δυναμικής και πιο μαζικής αντεπίθεσης, σε πλατιά τμήματα μισθωτών, αυτοαπασχολούμενων, νέων κυριαρχούν οι μειωμένες απαιτήσεις, η ηττοπάθεια, η μοιρολατρία. Αυτές οι στάσεις συναντιούνται και αλληλοτροφοδοτούνται είτε με την τεχνολατρική είτε με την τεχνοφοβική εκδοχή της πρόσληψης της επίδρασης της ανάπτυξης των νέων τεχνολογιών στην ανάπτυξη της κοινωνικής ζωής. Εκδοχές που είναι και οι δύο εξίσου αντιδιαλεκτικές και, εν τέλει, μεταφυσικές.

Σε αυτήν τη βάση, η διαμόρφωση της ιδεολογικής τοποθέτησης αυτών των κοινωνικών δυνάμεων αντανακλά το βαθμό ανοχής σε ό,τι εγκλωβίζει την εργατική τάξη στη μέγγενη της εξουσίας του κεφαλαίου, σε ό,τι καναλιζάρει τις αναζητήσεις των λαϊκών στρωμάτων και της νεολαίας σε ατραπούς ανώδυνους για αυτήν, σε ό,τι συντηρεί («αναπαλαιώνοντας» ή «ανακαινίζοντας») τις πολιτικές της εκφράσεις και τις ιδεολογικές τους αναφορές. Η διάδοση των σύγχρονων εκφράσεων του υποκειμενικού ιδεαλισμού αναπτύσσεται ως αποτέλεσμα της καλά οργανωμένης και πολυσχιδούς παρέμβασης της αστικής τάξης, μέσα από τους μηχανισμούς της εξουσίας της και τη δράση των διάφορων επιτελείων της. Ο στόχος είναι διττός: Αφενός να ξεμακραίνει από τον ορίζοντα της εργατικής τάξης και των φτωχών λαϊκών στρωμάτων η μόνη ρεαλιστική προοπτική ικανοποίησης των σύγχρονων αναγκών τους και ο δρόμος για την πραγμάτωσή της, αφετέρου ως σύγχρονες ανάγκες τους να κατανοούνται οι ανάγκες του κεφαλαίου και ως δρόμος για την πραγμάτωσή τους να κατανοείται η επίτευξη των στόχων της εξουσίας του.

Το βάθος και η έκταση της επίδρασης της προσωρινής νίκης της αντεπανάστασης και της συνακόλουθης γενικότερης υποχώρησης της επαναστατικής συνείδησης αποτυπώνεται με χαρακτηριστικό τρόπο στη διαστρέβλωση της έννοιας της κοινωνικής προόδου για τις γενιές των εργαζόμενων που μπήκαν στο στίβο της ταξικής πάλης από τα χρόνια που κυοφορούνταν η καπιταλιστική παλινόρθωση κι έκτοτε, ιδίως μετά την ολοκλήρωση της αντεπανάστασης, δηλαδή σε συνθήκες κοινωνικής οπισθοδρόμησης με ιστορικούς όρους.

Οι προβληματισμοί ή και η αμφισβήτηση των όρων ζωής και των σκοτεινών προοπτικών που επιφυλάσσει για μεγάλο μέρος της σημερινής νεολαίας το καπιταλιστικό σύστημα υπονομεύονται από την αμφιβολία για τη ρεαλιστικότητα της προοπτικής περάσματος σε ένα νέο, ανώτερο κοινωνικοοικονομικό σχηματισμό, αφού η εμπειρία τους δεν επιβεβαιώνει άμεσα αυτήν τη δυνατότητα. Αυτή η υπονόμευση αποτελεί πηγή συμβιβασμού και ενσωμάτωσης. Έτσι, η εμπειρία της σοσιαλιστικής υποχώρησης λειτουργεί ως τροχοπέδη στην επαναστατικοποίηση της εργατικής συνείδησης, στην ταξική πολιτική συνειδητοποίηση της εργατικής τάξης.

Σε αυτήν τη βάση, όταν πλατιά λαϊκά στρώματα έρχονται αντιμέτωπα με τις οδυνηρές για τη ζωή και την προοπτική τους συνέπειες της αντιφατικής ανάπτυξης του καπιταλισμού, δε διαμορφώνονται μόνο δυνατότητες αμφισβήτησης του καπιταλιστικού μονόδρομου. Διαμορφώνονται, επίσης, και ευνοϊκές προϋποθέσεις και για τη διάδοση αντιλήψεων και στάσεων που έχουν τις ρίζες τους στο παρελθόν της κοινωνικής εξέλιξης. Εξ ου και αναβιώνει ο ανορθολογισμός και ο ιδεαλισμός, με μορφή και περιεχόμενο που αφομοιώνει τις νέες συνθήκες και εξελίξεις.

Η επίδραση της ιδεολογικής επίθεσης που έχουν εξαπολύσει οι δυνάμεις του κεφαλαίου και του αποτυπώματος της αντεπανάστασης είναι καταλυτική. Οι πλευρές αυτές σχετίζονται και με τη διάδοση σύγχρονων εκφράσεων του υποκειμενικού ιδεαλισμού. Μεταξύ άλλων, αυτό γίνεται εμφανές και σε ό,τι αφορά την από μεριάς τους ανάλυση και εννοιολόγηση των κοινωνικών δυνάμεων και τη νοηματοδότηση της κοινωνικο-πολιτικής τους δραστηριότητας. Συνακόλουθα, και στο πώς (δεν) κατανοείται η ιδιαίτερη ιστορική θέση και προοπτική της εργατικής τάξης στο κοινωνικο-ιστορικό γίγνεσθαι.

Ο προσδιορισμός της εργατικής τάξης ως αντικειμενικής κατηγορίας με συγκεκριμένη αναφορά στο κοινωνικο-οικονομικο-πολιτικό γίγνεσθαι έχει πλέον τεθεί εν αμφιβόλω στα διάφορα θεωρητικά σχήματα που αναπτύσσονται μετά τις πομφόλυγες περί «τέλους της Ιστορίας», «μεταβιομηχανικής κοινωνίας» και άλλα δαιμόνια που γνώρισαν άνθηση από τα τέλη της δεκαετίας του ’80 και μετά, μετασχηματιζόμενα έκτοτε ανάλογα με τις περιστάσεις. Οι πιο σύγχρονες μορφές τους επιχειρούν να αφομοιώσουν στις σχετικές επεξεργασίες τις αλλαγές που επιφέρει η ταχύτατη εισαγωγή των ψηφιακών τεχνολογιών στην παραγωγή και όλες τις σφαίρες της κοινωνικής ζωής, εστιάζοντας ιδίως στις προοπτικές ανάπτυξης των τεχνολογιών «Τεχνητής Νοημοσύνης».

Στο βασικό άξονα οικονομικοπολιτικής ανάλυσης που υιοθετούν τέτοιες θεωρήσεις, η οικονομική εκμετάλλευση καθίσταται –στην καλύτερη περίπτωση– απλά μια από τις πολλές άλλες μορφές καταπίεσης και πειθάρχησης. Δεν της αποδίδεται κάποια ιδιαίτερη θέση σε ό,τι αφορά τη διαμόρφωση της σύγχρονης κοινωνικής πραγματικότητας, άρα και στη διαμόρφωση των διάφορων άλλων μορφών καταπίεσης, πειθάρχησης και κοινωνικού αποκλεισμού. Ως αποτέλεσμα, φορέας κοινωνικής αλλαγής παύει να θεωρείται η εργατική τάξη και οι κοινωνικοί της σύμμαχοι, χωρίς διαφοροποιήσεις λόγω μη ταξικά προσδιοριζόμενων γνωρισμάτων, δηλαδή ανεξαρτήτως φύλου, σεξουαλικότητας, χρώματος δέρματος, εθνοτικής καταγωγής, θρησκευτικών πεποιθήσεων κλπ.

Στο επίκεντρο της προσοχής τέτοιων θεωρήσεων αναδεικνύονται διάφορες, μη ταξικά προσδιορισμένες κοινωνικές ομάδες που βιώνουν, ή δηλώνουν ότι βιώνουν, κάθε λογής κοινωνικό αποκλεισμό ή καταπίεση στη βάση διάφορων γνωρισμάτων τους, η κοινωνική λειτουργία των οποίων παρουσιάζεται ωσάν να ήταν ταξικά ουδέτερη. Εξ ου και δε θέτουν ως βασικό πρόταγμα των κοινωνικοπολιτικών αγώνων την κατάργηση της καπιταλιστικής εκμετάλλευσης.

Σε αυτήν τη βάση, η ταξική εκμετάλλευση και ο μηχανισμός της, οι ποικιλόμορφες εκφράσεις της αντίθεσης κεφαλαίου - μισθωτής εργασίας, η σχέση τους με τη σύγχρονη έκφραση των ποικίλων μορφών καταπίεσης και κοινωνικού αποκλεισμού είτε δεν απασχολεί καθόλου είτε γίνεται αντικείμενο θεωρητικού στοχασμού χωρίς άμεσο πολιτικό αντίκρισμα.

Έτσι, σε τέτοια θεωρητικά σχήματα, η εργατική τάξη εκπίπτει από την εξέχουσα θέση που της επιφύλασσε ο μαρξισμός. Η ιδιαίτερη ιστορική θέση της εργατικής τάξης στην κοινωνική εξέλιξη έχει να κάνει με τους όρους με τους οποίους αυτή εμφανίζεται και αναπτύσσεται στο πλαίσιο της κοινωνικής οργάνωσης της αστικής κοινωνίας, στη βάση των κοινωνικο-οικονομικών σχέσεων και διευθετήσεων στις οποίες συμμετέχει ως τέτοια, ως απόρροια της ανάπτυξης του κοινωνικού καταμερισμού της εργασίας. Εδώ εδράζεται και η ιστορική της προοπτική, αυτή της κοινωνικής χειραφέτησης με την εργατική τάξη ως ηγέτιδα δύναμη του επαναστατικού μετασχηματισμού της κοινωνίας. Η διαλεκτική θέσης-προοπτικής της εργατικής τάξης στο κοινωνικο-ιστορικό γίγνεσθαι αντανακλάται, στο εκάστοτε συγκεκριμένο πλαίσιο, και στη συνειδητοποίηση/αυτοσυνείδηση της εργατικής τάξης. Αυτή είναι και η βάση για την ανάπτυξη της μαρξιστικής, διαλεκτικο-υλιστικής ανάλυσης για το πώς από «τάξη καθ’ εαυτή» γίνεται «τάξη για τον εαυτό της».

Ο μαρξισμός βλέπει στην εργατική τάξη το φορέα των νέων σχέσεων παραγωγής που θα αναπτυχθούν μετά την επαναστατική ανατροπή της αστικής εξουσίας. Γι’ αυτό και την θεωρεί ως το βασικό πυλώνα της συμμαχίας των κοινωνικών δυνάμεων που έχουν συμφέρον από αυτήν την προοπτική. Στα ερμηνευτικά σχήματα για τα οποία γίνεται λόγος, όμως, η σύγχρονη εργατική τάξη ως τέτοια δεν ξεχωρίζει με κάποιον τρόπο για το ρόλο της στο κοινωνικό γίγνεσθαι. Δεν είναι παρά μία από τις διάφορες κοινωνικές ομάδες που υφίσταται καταπίεση. Αναδεικνύονται, δε, άλλες μορφές καταπίεσης ή και κοινωνικού αποκλεισμού τις οποίες μπορεί να υφίστανται τα διάφορα μέλη της ξεχωριστά. Γι’ αυτό και δε θεωρείται ζητούμενο η πολιτική αυτοτέλεια της εργατικής τάξης, στη βάση των ταξικών της συμφερόντων και της ιστορικής της προοπτικής.

ΤΟ ΓΝΩΣΙΟΘΕΩΡΗΤΙΚΟ ΥΠΟΒΑΘΡΟ ΤΩΝ ΣΥΓΧΡΟΝΩΝ ΕΚΦΑΝΣΕΩΝ ΤΟΥ ΥΠΟΚΕΙΜΕΝΙΚΟΥ ΙΔΕΑΛΙΣΜΟΥ

Συνοπτικά, θα μπορούσαμε να πούμε ότι οι σύγχρονες εκφράσεις του υποκειμενικού ιδεαλισμού αντιπαραβάλλουν αντιδιαλεκτικά τον υποκειμενικό - κοινωνικό χαρακτήρα της γνώσης στο αντικειμενικό της περιεχόμενο και παραγνωρίζουν τη διαλεκτική σχετικής-απόλυτης αλήθειας. Στο υπόβαθρό τους είναι η αντίληψη ότι η γνώση δεν αποτελεί αντανάκλαση της αντικειμενικής πραγματικότητας στη συνείδηση του ανθρώπου που αποκτά όλο και μεγαλύτερη πρόσβαση στις πτυχές της, αναπτύσσοντας τη δραστηριότητά του.

Σύμφωνα με την αντίληψη αυτήν, οτιδήποτε αντιλαμβανόμαστε από τον κόσμο που μας περιβάλλει είναι δημιούργημα της δικής μας προσπάθειας να τον κατανοήσουμε κι όχι μέρος του. Οι γνώσεις μας δε μας δίνουν τις «αλήθειες» του κόσμου, αφού τέτοιες είτε δεν υπάρχουν είτε δεν είναι γνώσιμες. Δεν έχει καν νόημα να μιλάμε για αντικειμενική αλήθεια. Το ζητούμενο, λοιπόν, δεν μπορεί να είναι άλλο, παρά η οικοδόμηση εξηγήσεων των υποκειμενικών εμπειριών, ώστε να ερμηνεύουμε τον κόσμο όπως τον προσλαμβάνουμε. Ό,τι ξέρουμε για τον κόσμο δεν είναι παρά άθροισμα κάποιων τέτοιων εξηγήσεων διαφορετικών εμπειριών, όπως αυτό εκφράζεται μέσα από τις δυνατότητες και τους περιορισμούς της γλώσσας, που κι αυτή με τη σειρά της θεωρείται ότι δεν αποτελεί παρά μια σύμβαση. Αφού, λοιπόν, τόσο ό,τι καθιστά λειτουργικές για εμάς αυτές τις εξηγήσεις όσο και το ποιες είναι οι εμπειρίες μας (είτε ως άτομα, είτε ως κοινωνικές ομάδες που ζουν και δρουν σε συγκεκριμένο χώρο και χρόνο, είτε ως κοινωνίες γενικά) είναι αποτελέσματα συγκεκριμένων κοινωνικών συνθηκών και περιστάσεων, τότε κι ο κόσμος, όπως τον αντιλαμβανόμαστε με την εμπειρία μας και τον περιγράφουμε θεωρητικά, δεν είναι τίποτε άλλο από μια κοινωνικά κατασκευασμένη πραγματικότητα.

Ποιο είναι, όμως, το αντικειμενικό έδαφος για να αντιλαμβάνεται κάποιος λαθεμένα τον κόσμο ως κατασκευή; Είναι το γεγονός ότι ο κόσμος εμφανίζεται ως αποτέλεσμα και παράγωγο της ανάπτυξης της κοινωνικά διαμεσολαβημένης παρέμβασης του ανθρώπου στη φυσική και κοινωνική πραγματικότητα, με την αξιοποίηση της υποταγμένης στο κεφάλαιο ανάπτυξης της επιστήμης και της τεχνολογίας.

Από εδώ αντλεί έρεισμα ο σύγχρονος ανορθολογισμός και οι διάφορες εκδηλώσεις και απόρροιες του μεταμοντερνισμού και των διάφορων άλλων εκφράσεων του υποκειμενικού ιδεαλισμού, που συγκλίνουν στη θεώρηση της πραγματικότητας ως κοινωνικής κατασκευής που δεν εδράζεται σε αντικειμενικά θεμέλια. Εκκινώντας από το γεγονός ότι η αντικειμενο-πρακτική δραστηριότητα του ανθρώπου μετασχηματίζει σκόπιμα την αντικειμενική πραγματικότητα, παρουσιάζουν τη δραστηριότητα αυτή ωσάν να μην αναπτύσσεται στα πλαίσια των αντικειμενικών δυνατοτήτων και περιορισμών. Αυτών, δηλαδή, που θέτει η ίδια η φύση και οι νομοτέλειες που διέπουν την ανάπτυξη της αντικειμενικής –φυσικής και κοινωνικής– πραγματικότητας και της κοινωνικής δραστηριότητας του ανθρώπου. Έτσι, όμως, αντιστρέφεται η ίδια η πραγματικότητα: Αυτό που απορρέει από την ίδια, δηλαδή η δυνατότητα συνειδητού και σκόπιμου μετασχηματισμού της, παρουσιάζεται ως γενεσιουργός αιτία της.

Η θεώρηση περί κοινωνικής κατασκευής της πραγματικότητας δεν αφορά μόνο τη φύση, αλλά και την κοινωνία και τα άτομα που διαβιούν σε αυτήν, καθώς και τις μεταξύ τους σχέσεις. Έτσι, «κοινωνικές κατασκευές» είναι τα διάφορα γνωρίσματα του ατόμου, «κατασκευή» είναι και η κοινωνία, δημιούργημα της οποίας είναι αυτές οι κατασκευές, «κατασκευές» και οι διάφορες σχέσεις, δομές και ιεραρχήσεις που διαμορφώνονται σε αυτήν την κοινωνία. Άρα, με επιμέρους τροποποιήσεις των διάφορων αυτών «κατασκευών», τότε και η βιωμένη πραγματικότητα μπορεί να βελτιωθεί. Ζητούμενο, λοιπόν, δεν μπορεί να είναι παρά η ανάπτυξη και η κατάλληλη αξιοποίηση των εργαλείων εκείνων που θα μας επιτρέψουν να κάνουμε τέτοιες επιδιορθώσεις.

Έτσι εξηγείται κι ένα φαινομενικά παράδοξο γεγονός: Θεωρητικά, τέτοιες προσεγγίσεις υποσκάπτουν τα θεμέλια του τεχνολογικού ντετερμινισμού και μιας κατανόησης της τεχνολογίας σύμφωνα με την οποία η ανάπτυξή της είναι ταξικά ουδέτερη και μας προσφέρει απλώς εργαλεία διαθέσιμα προς κάθε χρήση, με το αποτέλεσμα να εξαρτάται από το χρήστη και τις συνθήκες χρήσης των τεχνολογικών μέσων. Μάλιστα, πράγματι, στην ιστορία των ιδεών τέτοιες θεωρήσεις έχουν παίξει σημαντικό ρόλο στην κατεύθυνση αυτήν. Όμως, στην πραγματικότητα, διαμορφώνουν το έδαφος ώστε να δικαιολογείται και να γίνεται αποδεκτή η ανάπτυξη της τεχνολογίας σύμφωνα με τους σκοπούς και τις επιδιώξεις της εξουσίας του κεφαλαίου. Γι’ αυτό και προωθούνται και αξιοποιούνται κατάλληλα από τους μηχανισμούς που αυτή έχει στη διάθεσή της.

Στην ανάπτυξη των σύγχρονων εκφράσεων του υποκειμενικού ιδεαλισμού, καθοριστική ήταν η επίδραση του μεταμοντερνισμού και οι διάφορες κριτικές απόπειρες μετεξέλιξης ή/και υπέρβασής του, κάποιες εκ των οποίων, μάλιστα, επιχειρούν να παρουσιαστούν ως «μεταμαρξιστικές» ή «νεομαρξιστικές». Υπό την επιρροή του μεταδομισμού6, ο μεταμοντερνισμός εξαπέλυσε επίθεση στις έννοιες της αντικειμενικής αλήθειας και της ιστορικής προόδου και συναντήθηκε με τα προτάγματα του υπαρξισμού7. Αναδύεται, έτσι, ένα ερμηνευτικό σχήμα στο πλαίσιο του οποίου η ανάλυση ενός οποιουδήποτε σύγχρονου κοινωνικού φαινομένου μπορεί να εκκινήσει από οποιαδήποτε αφετηρία, παραγνωρίζοντας τον ταξικό εκμεταλλευτικό χαρακτήρα των καπιταλιστικών κοινωνικών σχέσεων.

Η συλλογιστική που αναπτύσσεται σε αυτά τα πλαίσια έχει στο υπόβαθρό της την αμφισβήτηση της αντικειμενικότητας της αλήθειας και της δυνατότητας του ανθρώπου να γνωρίζει όλο και πιο ολοκληρωμένα τις πραγματικές, νομοτελείς διαδικασίες που συντελούνται στο φυσικό και κοινωνικό περιβάλλον στο οποίο αναπτύσσει τη δραστηριότητά του. Γι’ αυτές τις θεωρήσεις, η αλήθεια στερείται αντικειμενικού περιεχομένου, δεν αναφέρεται στην αντικειμενική πραγματικότητα. Το αληθές διακρίνεται από το πραγματικό, όπως αυτό αντανακλάται στη γνώση. Απολυτοποιείται η σχετικότητα και η υποκειμενικότητα της γνώσης, κριτήριο αξιοπιστίας της οποίας καθίσταται, τελικά, η κοινωνική αποδοχή της εντός συγκεκριμένων πλαισίων.

Μια τέτοια συλλογιστική δεν αφήνει περιθώριο ώστε η ανάπτυξη της επιστημονικής γνώσης, τόσο ως προς το περιεχόμενό της, όσο και ως και προς τη μορφή και τους τρόπους με τους οποίους αυτή επιτυγχάνεται, αλλά και η αξιοποίησή της, να διακρίνονται ουσιωδώς από εγχειρήματα που εδράζονται σε ψευδοεπιστημονικούς ισχυρισμούς, ανορθολογικές τοποθετήσεις, φαντασιακές κατασκευές, την υποτιθέμενη πολλαπλότητα ισότιμων αληθειών ακόμα και στην Ιστορία κ.ο.κ.

Γι’ αυτό, εξάλλου, οι θιασώτες αυτής της συλλογιστικής δεν μπορούν να αναμετρηθούν ουσιαστικά με τη θρησκοληψία, την οποία δεν μπορούν παρά να αποδεχτούν ως ισότιμη με οποιαδήποτε άλλη αφήγηση εγείρει αξιώσεις μιας τέτοιου είδους «αλήθειας»8.

Η ΚΟΙΝΩΝΙΚΟ-ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΒΑΣΗ ΤΗΣ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ ΤΟΥ ΣΥΓΧΡΟΝΟΥ ΥΠΟΚΕΙΜΕΝΙΚΟΥ ΙΔΕΑΛΙΣΜΟΥ

Τα διάφορα ιδεολογικά σχήματα και θεωρήσεις που θεμελιώνονται στη βάση σύγχρονων εκφράσεων του υποκειμενικού ιδεαλισμού βρίσκουν έρεισμα σε πτυχές του αναπτυσσόμενου κοινωνικο-ιστορικού γίγνεσθαι, γεγονός που ενισχύει τον αντίκτυπό τους. Γι’ αυτό και χρειάζεται να προσπαθήσουμε να τις εντοπίσουμε, ειδάλλως θα μένουν αναπάντητα ερωτήματα όπως «γιατί σήμερα;» και «τι είναι αυτό που έχει αλλάξει στις μέρες μας και ευνοεί την ανάπτυξη και διάδοσή τους;».

Με την αξιοποίηση των σύγχρονων τεχνολογιών που αναπτύσσονται για να υπηρετήσουν τους σκοπούς του, το κεφάλαιο μετασχηματίζει την εργασιακή διαδικασία, δίνοντας κάθε φορά μια νέα μορφή στον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής. Σήμερα διανύουμε μια περίοδο που, λόγω των νέων σημαντικών τεχνολογικών επιτευγμάτων, η ζωή μας θα μπορούσε να γίνει πολύ καλύτερη. Όμως, την ίδια ώρα βλέπουμε να αυξάνει θεαματικά η απόσταση ανάμεσα στις δυνατότητες να βελτιωθεί ριζικά η ζωή μας και στην κατάσταση που βρισκόμαστε. Κι αυτό γιατί οι συντελούμενες τεχνολογικές αλλαγές, με την ανάπτυξη των νέων ψηφιακών μέσων, της Τεχνητής Νοημοσύνης κλπ., δεν μπορούν να καταργήσουν τους νόμους με τους οποίους λειτουργεί και αναπτύσσεται η καπιταλιστική οικονομία.

Η ανάπτυξη των καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής δίνει σε κάθε τέτοια φάση συγκεκριμένη μορφή και περιεχόμενο στην ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων της κοινωνίας, καθορίζοντας την κατεύθυνση και το ρυθμό της ανάπτυξης αυτής. Σε αυτές τις παραγωγικές δυνάμεις δεν περιλαμβάνονται μόνο τα τεχνικά μέσα, στα οποία ενσωματώνονται τα αποτελέσματα των εφαρμογών της ανάπτυξης της επιστημονικής γνώσης, αλλά και ο ίδιος ο εργαζόμενος άνθρωπος, η ανθρώπινη εργασία, που αποτελεί και την κύρια παραγωγική δύναμη. Η πραγματική, αντικειμενική αυτή κίνηση αντανακλάται και στη σφαίρα της ιδεολογίας, με την αντανάκλαση αυτή να διαθλάται από τα φίλτρα της υφιστάμενης ταξικής κυριαρχίας της αστικής τάξης. Γι’ αυτό και, αντικειμενικά, οι θεωρήσεις και τα ιδεολογήματα που αναπτύσσονται σε αυτήν τη βάση έχουν στόχο τη χειραγώγηση της εργατικής τάξης στο πλαίσιο του συστήματος και την ιδεολογική στράτευσή της με τους στόχους του κεφαλαίου.

Στην προκείμενη περίπτωση και φάση, ζητούμενο αποτελεί η αποδοχή από τους εργαζόμενους των σύγχρονων όρων υπαγωγής της εργασίας στο κεφάλαιο. Όλα τα στοιχεία της εργασίας (ο καταμερισμός εργασίας, ο συντονισμός και η συνεργασία των εργαζόμενων, η εφαρμογή της επιστημονικής γνώσης κλπ.) καθορίζονται και υπηρετούν το κεφάλαιο, που καθορίζει τι, πώς και πότε θα παραχθεί με την αξιοποίηση και των νέων τεχνολογιών και εντάσσει την κοινωνικοποιημένη εργασία ως παραγωγική δύναμη στην καπιταλιστική παραγωγή. Εξ ου και επεξεργάζεται τρόπους για να υιοθετήσουν οι εργαζόμενοι τους στόχους του κεφαλαίου ως δική τους, ατομική επιλογή. Επιλογή που μάλιστα προβάλλεται ότι έχει και προοδευτικό χαρακτήρα, καθώς συνάδει με τις αλλαγές που επιφέρει η ανάπτυξη των νέων, ψηφιακών και άλλων, τεχνολογιών –ανάπτυξη που παρουσιάζεται ως ταξικά ουδέτερη κι αντικειμενικά προοδευτική.

Στην πραγματικότητα, βέβαια, μόνο έτσι δεν έχουν τα πράγματα, κάτι που αναδεικνύεται αν αναλογιστούμε ποιος και για ποια συμφέροντα καθορίζει τον προσανατολισμό, την ανάπτυξη και την αξιοποίηση της νέας τεχνολογίας. Κι αυτός δεν είναι άλλος από την εκάστοτε άρχουσα τάξη. Έτσι, η συζήτηση σήμερα αφορά την αξιοποίηση των δυνατοτήτων που απορρέουν από την ανάπτυξη των νέων ψηφιακών τεχνολογιών, της Τεχνητής Νοημοσύνης κλπ., στο πλαίσιο της εξουσίας του κεφαλαίου για την αύξηση της εκμετάλλευσης, αλλά και για τον έλεγχο, τη χειραγώγηση και την καταστολή του λαού.9 Αυτούς ακριβώς τους στόχους του κεφαλαίου εξυπηρετεί η προώθηση της ατζέντας του «ατομικού δικαιωματισμού» και του «αυτοπροσδιορισμού».

Χωρίς να εξαντλείται το θέμα σε όσα ακολουθούν, καθώς χρήζει πιο συστηματικής διερεύνησης, μπορούμε να πούμε ότι σήμερα, στο έδαφος της ανάπτυξης των νέων ψηφιακών τεχνολογιών, της Τεχνητής Νοημοσύνης κλπ., βλέπουμε να αναπτύσσονται τάσεις όπως οι εξής:

– Η διανοητικοποίηση της εργασίας, καθώς απαιτείται από τον εργαζόμενο να επιστρατεύει όλο και περισσότερο και όλο και περισσότερες διανοητικές ικανότητες για την επιτέλεση των εργασιακών του καθηκόντων, σχεδόν σε οποιοδήποτε επάγγελμα, καθώς τα εργαλεία και τα μέσα παραγωγής γίνονται όλο και πιο σύνθετα, ενσωματώνοντας την ανάπτυξη της επιστημονικής γνώσης.

– Η τάση να κυριαρχήσει η αντίθεση μεταξύ επιτελικής/διευθυντικής και εκτελεστικής εργασίας αντί της αντίθεσης μεταξύ πνευματικής και χειρωνακτικής εργασίας, όπως ίσχυε σε προηγούμενες φάσεις.

– Οι διαρκείς και γρήγορες αλλαγές σε όρους, συνθήκες και καταμερισμό εργασίας, με αυτήν την ευελιξία και ρευστότητα να αντανακλάται και στους όρους ζωής των εργαζόμενων.

– Η πολυλειτουργικότητα και η διαλειτουργικότητα τόσο των εργαλείων και των μέσων παραγωγής, όσο και των ίδιων των εργαζόμενων, με τις όλο και πιο πολυσύνθετες δικτυώσεις και διασυνδέσεις να διαμορφώνουν ένα νέο καταμερισμό της εργασίας και να αλλάζουν το περιεχόμενο της εργασιακής διαδικασίας, τη συσχέτιση των ατομικών συμβολών του κάθε εργαζόμενου και τη σχέση μεταξύ των εργαζόμενων στα πλαίσιά της.

– Η ανάδυση νέων δυνατοτήτων, στο έδαφος της ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων, που συνεπάγεται και τη δημιουργία νέων αναγκών, με τις σύγχρονες κοινωνικές ανάγκες να είναι υψηλότερου επιπέδου σε σχέση με το παρελθόν και να συνδυάζονται με μια πιο πολύπλευρη κοινωνική ζωή.

Στην κίνηση προς τη σύγχρονη μορφή του μονοπωλιακού καπιταλισμού, την κοινωνία της γενικευμένης εμπορευματικής παραγωγής, την αστική κοινωνία που σαπίζει την εποχή του ιμπεριαλισμού, βλέπουμε να επεκτείνεται και να βαθαίνει η κοινωνικοποίηση της εργασίας και της παραγωγής. Η ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων της κοινωνίας ωθεί στην όλο και περισσότερο αλληλεξαρτώμενη συνεργασία των επιμέρους παραγωγών-εργατών, ο καθένας εκ των οποίων συμβάλλει με τη συγκεκριμένη εργασία του και τις δεξιότητές του στη συνολική παραγωγική διαδικασία. Η ζωντανή εργασία του μεμονωμένου εργάτη συναρθρώνεται με την αντικειμενοποιημένη (νεκρή) εργασία στα διάφορα τεχνικά μέσα και μηχανές, για να διαμορφωθεί η ολότητα του συστήματος παραγωγής.

Στις διάφορες βαθμίδες ανάπτυξης της τεχνικής-παραγωγικής βάσης της καπιταλιστικής οικονομίας, η απαιτούμενη συνεργασία των μεμονωμένων εργατών αποτυπώνεται σε ένα συγκεκριμένο κάθε φορά τεχνικό καταμερισμό της εργασίας. H μορφή αυτού του καταμερισμού διαμορφώνεται από τις συνθήκες και τους τρόπους δικτύωσης εργαζόμενων και τεχνικών μέσων, καθώς και των μεταξύ τους διασυνδέσεων. Στο πλαίσιο αυτό, η ανάπτυξη της τεχνολογίας επιδρά τόσο στην οργάνωση της παραγωγής, όσο και στην οργάνωση της εργασίας.

Σήμερα, βλέπουμε το συνδυασμό των τεχνολογιών αυτοματισμού με τις τεχνολογίες κυβερνοχώρου, την επέκταση της (δια)συνδεσιμότητας και της ενσωμάτωσης μηχανών και συστημάτων, τις νέες μορφές αλληλεπίδρασης ανθρώπου-μηχανής κ.ά., με όχημα τις τεχνολογίες συλλογής, ανάλυσης και επεξεργασίας δεδομένων και την «Τεχνητή Νοημοσύνη», να διαμορφώνουν ένα νέο ενιαίο πλαίσιο ανάπτυξης της ανθρώπινης δραστηριότητας.

Από την άποψη της τεχνολογικής ανάπτυξης, μπορούμε να δούμε αυτήν την κίνηση να ολοκληρώνεται με τη μετάβαση από το διαδίκτυο των υπολογιστών και το Διαδίκτυο των Πραγμάτων (με κοινό στοιχείο μεταξύ των δύο τη διασύνδεση και επικοινωνία μεταξύ μηχανών), στο διαδίκτυο των σωμάτων και των ανθρώπων (μέσω της διασύνδεσης των τεχνολογικά επαυξημένων δυνατοτήτων του ανθρώπινου σώματος –του εγκεφάλου συμπεριλαμβανομένου) και, τελικά, στο διαδίκτυο των πάντων, δηλαδή στη γενικευμένη διασύνδεση ανθρώπων, ρομπότ και άλλων τεχνουργημάτων. Στη βάση της, αυτή η κίνηση έχει ως κοινό πυρήνα τη διασύνδεση και δικτύωση τεχνουργημάτων που επιτρέπουν τη συλλογή, επεξεργασία και διαμοιρασμό δεδομένων που προκύπτουν από την ανάπτυξη της κοινωνικής δραστηριότητας του ανθρώπου.

Σε αυτά τα πλαίσια είναι που ο ίδιος ο άνθρωπος ως όλον, το σώμα του, η συνείδησή του και οι κοινωνικές σχέσεις στις οποίες εντάσσεται αποτελούν πεδίο στο οποίο θεωρείται ότι εκδηλώνεται η επέκταση των ορίων του φυσικού κόσμου, με την ανάπτυξη των σύγχρονων ψηφιακών μέσων και διαμεσολαβήσεων. Κάτι τέτοιο συμβαίνει ήδη με αρκετές μορφές, που εκτιμάται ότι προσεχώς θα αναπτυχθούν περαιτέρω, είτε με άμεσες διασυνδέσεις του ανθρώπινου σώματος με ψηφιακά συστήματα (π.χ. μικροτσίπ που εμφυτεύονται στο ανθρώπινο σώμα και τον εγκέφαλο), είτε με επιπρόσθετα βοηθήματα (π.χ. «έξυπνα» ρολόγια ή βραχιολάκια κ.ά.), είτε με εφαρμογές εικονικής και επαυξημένης πραγματικότητας (π.χ. φακοί επαφής που δίνουν ταυτόχρονα επιπρόσθετες πληροφορίες για ό,τι βλέπει αυτός που τους φορά ή και μάσκες/κάσκες των οποίων ο χρήστης «μεταφέρεται» σε τρισδιάστατες απεικονίσεις διαφορετικών «κόσμων», στους οποίους ο χρήστης λειτουργεί μέσω μιας εικόνας του ψηφιακού εαυτού του –«avatar»). Τέτοιες εξελίξεις έχουν ήδη και αναμένεται να αποκτήσουν ακόμα μεγαλύτερη επίδραση τόσο στην εργασία, το περιεχόμενο και την οργάνωσή της (καθώς εφαρμόζονται, π.χ., για την ένταση της εκμετάλλευσης, την αύξηση της παραγωγικότητας, για τη δημιουργία εικονικών χώρων απομακρυσμένης εργασίας κ.ά.), όσο και στις άλλες πλευρές της κοινωνικής ζωής του ανθρώπου (π.χ. κοινωνικοποίηση και διασκέδαση σε «εικονικούς» κόσμους κ.ά.).

Η ανάπτυξη των τεχνολογικών καινοτομιών που χαρακτηρίζουν τη σύγχρονη μορφή του μονοπωλιακού καπιταλισμού στοχεύει στη διεύρυνση του πεδίου της ανθρώπινης δραστηριότητας που μπορεί να παράξει κερδοφόρα για τον καπιταλισμό αποτελέσματα. Προς τούτο, το κεφάλαιο αναπτύσσει όχι μόνο νέα πεδία άσκησης εμπορευματικής δραστηριότητας, αλλά και νέους τρόπους διαμόρφωσης, παραγωγής και αναπαραγωγής της εργατικής δύναμης, ώστε να διευρύνονται οι δυνατότητες εκμετάλλευσής της.

Η ολοένα και εντεινόμενη συζήτηση για το λεγόμενο «χάσμα δεξιοτήτων» μεταξύ αυτών που είναι διαθέσιμες στην αγορά εργασίας και τις απαιτήσεις της σύγχρονης καπιταλιστικής οικονομίας, με έμφαση, μάλιστα, στις ψηφιακές, καθώς και η συνακόλουθη συζήτηση για την αναμόρφωση του περιεχομένου και της οργάνωσης της εκπαίδευσης είναι μια χαρακτηριστική πλευρά αυτής της συζήτησης. Μια άλλη αναδύεται από την ανάπτυξη δυνατοτήτων για νευρο-τεχνολογικές βελτιώσεις στον εγκέφαλο, γενετικές επεξεργασίες, τρισδιάστατες εκτυπώσεις ανθρώπινων μυών κι άλλων οργάνων, ρομποτικών μελών, συνέργεια βιοτεχνολογίας και μηχανοτρονικής και πολλά άλλα που δεν αποτελούν φαντασιώσεις μιας μελλοντικής τεχνολογικής ουτοπίας (ή δυστοπίας), αλλά σημερινή πραγματικότητα.

Σε αυτήν τη βάση, προκύπτει η ανάγκη επαναπροσδιορισμού του τρόπου με τον οποίο εκδηλώνεται ο εργαζόμενος στα πλαίσια των κοινωνικών του σχέσεων και αλληλεπιδράσεων. Η αστική τάξη και τα επιτελεία της, μέσα και από τη λειτουργία του εποικοδομήματος της αστικής κοινωνίας και με βασικό το ρόλο του εκπαιδευτικού συστήματος, τείνουν να προτάσσουν ως κύρια στοιχεία την ευελιξία και τη ρευστότητα που χαρακτηρίζουν τον τρόπο με τον οποίο ο σύγχρονος εργαζόμενος βιώνει τη συμμετοχή του στην εργασιακή διαδικασία και τη διάδρασή του με τα τεχνουργήματα που διαμεσολαβούν τις κοινωνικές του σχέσεις και όλες τις πλευρές της κοινωνικής του ζωής.

Όμως, η ανάγκη του κεφαλαίου να χειραγωγήσει τις εργατικές-λαϊκές συνειδήσεις, προκειμένου να υιοθετήσουν για δικές τους τις στοχεύσεις του, δεν αφορά μόνο και δε σχετίζεται αποκλειστικά με την ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων, αλλά και με τους συγκεκριμένους όρους διεξαγωγής της ταξικής πάλης σε κάθε περίπτωση, που καθορίζονται από διάφορους παράγοντες. Γι’ αυτό και δεν είναι μονόδρομος για τις δυνάμεις του κεφαλαίου η υιοθέτηση και προώθηση της ευρωατλαντικής ατζέντας του «ατομικού δικαιωματισμού» και «αυτοπροσδιορισμού».

Για παράδειγμα, άλλα ιμπεριαλιστικά κέντρα και αστικές δυνάμεις επιλέγουν διαφορετικούς τρόπους ιδεολογικοπολιτικής παρέμβασης για να πετύχουν τις ίδιες στοχεύσεις. Π.χ. στον κρατικό καπιταλισμό της Κίνας, βλέπουμε, αντιπαραθετικά με τον ευρωατλαντικό ιμπεριαλισμό, να δίνεται έμφαση στην προώθηση των στοχεύσεων του κεφαλαίου με το περίβλημα του πατριωτισμού, της υπεράσπισης και ενίσχυσης της παραδοσιακής οικογένειας κλπ. Το ίδιο, με κατά περίπτωση διαφοροποιήσεις που οφείλονται και σε διάφορους πολιτισμικούς και άλλους παράγοντες, ισχύει και για την περίπτωση των κυρίαρχων τμημάτων της αστικής τάξης στην καπιταλιστική Ρωσία, το Ιράν κ.α. Εξάλλου, αντίστοιχες διαφοροποιήσεις μπορούμε να εντοπίσουμε ακόμα και σε περιπτώσεις αστικών δυνάμεων και στην ΕΕ, όπως π.χ. στην περίπτωση της Ιταλίας με την κυβέρνηση Μελόνι, στην Ουγγαρία με την κυβέρνηση Ορμπάν κ.α. Ακόμα πιο εμφατικά, μπορούμε να το δούμε και στις ΗΠΑ, όπου οι δυνάμεις του κεφαλαίου που, στα πλαίσια των ενδοαστικών ανταγωνισμών, εκφράζονται με τη γραμμή Τραμπ διαφοροποιούνται σημαντικά ως προς τα προτάγματα που θέτουν σε σχέση με την ατζέντα που προωθούν οι Δημοκρατικοί.

Σε κάθε περίπτωση, όμως, εστιάζουμε σε αυτό που μας ενδιαφέρει πιο άμεσα, αφού ως ΚΚΕ δίνουμε τη μάχη στις συγκεκριμένες συνθήκες ανάπτυξης της ταξικής πάλης στην Ελλάδα, όπου οι βασικές αστικές πολιτικές δυνάμεις στοιχίζονται με τη γραμμή του ευρωατλαντικού ιμπεριαλισμού. Εξ ου και μας ενδιαφέρει πρώτα και κύρια να οργανώσουμε την ιδεολογικοπολιτική αντεπίθεση του εργατικού-λαϊκού κινήματος απέναντι στην κυρίαρχη ατζέντα που αυτές προβάλλουν, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι υποτιμώνται και άλλες πλευρές.

Εξάλλου, η ανάγκη να δώσουμε έμφαση σε αυτήν την πλευρά της διαπάλης προκύπτει και εκ των πραγμάτων, αφού η ίδια η ύπαρξη και η δράση του ΚΚΕ στην Ελλάδα και ο αντίκτυπός της ωθεί και τον αντίπαλο να θέτει την ατζέντα του «ατομικού δικαιωματισμού» και «αυτοπροσδιορισμού» απέναντι στα προτάγματα της ταξικής πάλης που θέτει το ΚΚΕ, σε μια προσπάθεια να αποτρέψει τη συνάντηση νέων εργατικών-λαϊκών δυνάμεων με την επαναστατική στρατηγική του Κόμματος και την προώθησή της στο κίνημα. Επιδίωξη στην οποία οι δυνάμεις του κεφαλαίου συναντιούνται με τις δυνάμεις του οπορτουνισμού.

Από αυτήν την άποψη, δεν μπορεί να εκπλήσσεται κανείς όταν διαπιστώνει πως οι δυνάμεις αυτές που αποκαλούν το ΚΚΕ «ομοφοβικό» για να κρύψουν τη σύμπλευσή τους με την ευρωατλαντική ατζέντα του «ατομικού δικαιωματισμού» και «αυτοπροσδιορισμού» είναι οι ίδιες που αποκαλούν το ΚΚΕ «εθνικιστικό» όταν επισημαίνει ότι τίθενται σε μεγάλο κίνδυνο τα κυριαρχικά δικαιώματα, ακόμα και η κυριαρχία της χώρας από τις προωθούμενες διευθετήσεις στα ελληνοτουρκικά που έχουν ως πραγματικό στόχο την ενίσχυση της νοτιοανατολικής πτέρυγας του ΝΑΤΟ και τη συνεκμετάλλευση στο Αιγαίο και την Ανατολική Μεσόγειο. Και στις δύο περιπτώσεις –κι όχι μόνο σε αυτές– στο στόχαστρο μπαίνουν οι θέσεις και η δράση του ΚΚΕ απέναντι στην προώθηση των συμφερόντων των μονοπωλίων, της αστικής τάξης της χώρας, σε συνθήκες κλιμάκωσης του πολέμου στην Ουκρανία και τη Μέση Ανατολή και όξυνσης του ιμπεριαλιστικού ανταγωνισμού στα Βαλκάνια.

ΑΤΖΕΝΤΑ ΕΝΣΩΜΑΤΩΣΗΣ, ΣΤΗΝ ΥΠΗΡΕΣΙΑ ΤΗΣ ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΗΣ ΤΟΥ ΚΕΦΑΛΑΙΟΥ

Η διείσδυση των διάφορων σύγχρονων εκφάνσεων του υποκειμενικού ιδεαλισμού στην εργατική τάξη και τους κοινωνικούς της συμμάχους, με ιδιαίτερη επίδραση και στόχευση στη νεολαία, απονευρώνει τη δυναμική του εργατικού-λαϊκού κινήματος και θολώνει την προοπτική του. Μια τέτοια συλλογιστική δεν αφήνει κανένα περιθώριο αναζήτησης και διεκδίκησης μιας διεξόδου που ανταποκρίνεται στις σύγχρονες κοινωνικές δυνατότητες και ανάγκες. Γι’ αυτό και η ανοχή απέναντί τους επιδρά ανασχετικά στην ανάπτυξη της ολοκληρωμένης αντιπαράθεσης με τις διάφορες παραλλαγές της αστικής πολιτικής διαχείρισης και της εξουσίας του κεφαλαίου.

Όπως προκύπτει από τα παραπάνω, τα κοινωνικά και πολιτικά προτάγματα που απορρέουν από τέτοιες ιδεολογικές κατασκευές αποτελούν αιχμή της σύγχρονης ευρωατλαντικής γραμμής.

Γι’ αυτό και πλειάδα αστικών πολιτικών δυνάμεων τα προωθεί στην πράξη. Η ατζέντα του «ατομικού δικαιωματισμού» της (νυν) κυβέρνησης των ΗΠΑ και της ΕΕ ταυτόχρονα εξυπηρετεί και τη συγκρότηση του «αντίπαλου» στρατοπέδου στο αστικό πολιτικό σύστημα με «αντι-δικαιωματίστικη» ατζέντα, με πλέον χαρακτηριστικό παράδειγμα την καμπάνια του Ντ. Τραμπ στις ΗΠΑ ενάντια στη λεγόμενη κουλτούρα της αφύπνισης10.

Οι δυνάμεις του κεφαλαίου αξιοποιούν την ατζέντα του «ατομικού δικαιωματισμού» για να προωθήσουν την αναμόρφωση του αστικού πολιτικού συστήματος, ώστε να μπορεί να διαχειριστεί καλύτερα και πιο αποτελεσματικά, από την άποψη των γενικών συμφερόντων της αστικής τάξης της κάθε χώρας, την όξυνση του συνόλου των κοινωνικών αντιθέσεων.

Τέτοιες αναμορφώσεις καθίστανται σχεδόν επιτακτική ανάγκη κάθε φορά που το καπιταλιστικό σύστημα μαστίζεται από σφοδρές καπιταλιστικές οικονομικές κρίσεις, στις διάφορες εκφάνσεις του, και κορύφωση των ιμπεριαλιστικών ανταγωνισμών, συχνά και με πολεμική μορφή. Συνθήκες, δηλαδή, όπως είναι οι τρέχουσες.

Από κοντά ακολουθούν και οι αναγκαίες, σε αυτά τα πλαίσια –αλλά και συμπληρωματικές στην ανασύνθεση της σοσιαλδημοκρατίας– ανακατατάξεις και διεργασίες στον οπορτουνιστικό χώρο, που παρακολουθούν την αναμόρφωση των αστικών δυνάμεων. Εξάλλου, η ατζέντα του «ατομικού δικαιωματισμού» έχει ήδη, εδώ και αρκετά χρόνια, εμποτίσει τις θεωρητικές και πολιτικές αναλύσεις των διάφορων οπορτουνιστικών δυνάμεων, αλλά και τις οργανωτικές και κινηματικές πρακτικές τους.

Η προώθηση της ατζέντας του φαινομενικά αταξικού (αλλά, τελικά, βαθιά αστικού) «ατομικού δικαιωματισμού» υπονομεύει το ρεύμα της αντικαπιταλιστικής διεκδίκησης και πάλης με βάση τις σύγχρονες ανάγκες, που κάνει βήματα ανάπτυξης, με νου, καρδιά κι οργανωτή το ΚΚΕ. Βάζοντας ιδιαίτερα στο στόχαστρο τη νεολαία και τα πιο νεαρά τμήματα της εργατικής τάξης, επιχειρείται η εργαλειοποίηση της διεκδίκησης για την ικανοποίηση και κατοχύρωση περιορισμένων αστικών δικαιωμάτων προς όφελος της προώθησης των γενικών στόχων του κεφαλαίου.

Αντίθετα με τη φετιχοποίηση της ατομικότητας και την απολυτοποίηση του κριτηρίου της υποκειμενικής αντίληψης της πραγματικότητας και της κίνησης του εαυτού εντός αυτής, ο μαρξισμός φωτίζει το πώς οι ταξικές εκμεταλλευτικές σχέσεις καθορίζουν στην ουσία της τη σύγχρονη αστική κοινωνία και επιδρούν καθοριστικά στο περιεχόμενο του συνόλου των κοινωνικών σχέσεων, στις διάφορες μορφές και την κίνησή τους. Από την ίδια αφετηρία ξεκινά για να μελετήσει και το πώς αναπτύσσεται η πολύπλευρη δραστηριότητα του ανθρώπου εντός του πλαισίου που διαμορφώνεται από αυτές τις σχέσεις. Αναδεικνύοντας την υλική βάση της κοινωνίας και των κοινωνικών σχέσεων, ο μαρξισμός θεμελιώνει την ιστορική αναγκαιότητα της επαναστατικής ανατροπής της δικτατορίας του κεφαλαίου, που απλώνει τα δίχτυα της σε όλες τις κοινωνικές σχέσεις που διέπουν την αστική κοινωνία, από την εργατική τάξη ως ηγέτιδα δύναμη της επανάστασης που με όχημα την εξουσία της, τη δικτατορία του προλεταριάτου, θα οικοδομήσει την κομμουνιστική κοινωνία, η οποία θα διέπεται από τις κοινωνικές σχέσεις που προσιδιάζουν σε αυτήν.

Έτσι, ο μαρξισμός όχι μόνο φωτίζει την ανάγκη της πάλης για την ικανοποίηση των σύγχρονων εργατικών-λαϊκών αναγκών, καθολικά για όλους και για όλες, αλλά αναδεικνύει και την αντικειμενική και ουσιαστική σύμπλεξη των διεκδικήσεων αυτών με το στόχο της κοινωνικής απελευθέρωσης, της απαλλαγής από τα δεσμά της καπιταλιστικής σκλαβιάς.

Η πείρα που έχει ήδη συσσωρευτεί τόσο διεθνώς, όσο και στη χώρα μας τα τελευταία χρόνια επιβεβαιώνει ότι τέτοιες θεωρήσεις και ιδεολογήματα εγκλωβίζουν διαθέσεις μαζών που η είσοδός τους στο στίβο της οργανωμένης ταξικής πάλης και στο επαναστατικό εργατικό κίνημα θα μπορούσε να δώσει νέα πνοή και δυναμική στον αγώνα για την πραγματική κοινωνική χειραφέτηση.

Η αναμέτρηση με τέτοιες θεωρήσεις και ιδεολογήματα, η αποφασιστική προώθηση των ιδεών του μαρξισμού-λενινισμού είναι προϋπόθεση για να απεγκλωβιστούν από την επιρροή του αστικού πολιτικού συστήματος και του οπορτουνισμού, που τις αξιοποιούν για να προωθήσουν τους στόχους τους, κρίσιμες δυνάμεις που μπορούν να παίξουν καθοριστικό ρόλο για την ανασύνταξη του εργατικού κινήματος σε επαναστατική κατεύθυνση.

Με σταθερό γνώμονα τον ιδεολογικοπολιτικό εξοπλισμό της εργατικής τάξης και των κοινωνικών της συμμάχων, ώστε να μην τοποθετούνται απέναντι στο κάθε κοινωνικό πρόβλημα βλέποντάς το μέσα από τα γυαλιά του ταξικού τους εχθρού, το ΚΚΕ βάζει σταθερά στο επίκεντρο το δρόμο για την άμεση προοπτική της εργατικής εξουσίας και της ζωής που σήμερα η ταξική κυριαρχία του κεφαλαίου εμποδίζει όλα τα θύματα κάθε μορφής εκμετάλλευσης και καταπίεσης να ζήσουν, ακριβώς γιατί αναπόφευκτα γεννά και αναπαράγει τις συνθήκες της εκμετάλλευσης και της καταπίεσης τους.


ΣημειώσειςΣημειώσεις

* Ο Δημήτρης Κοιλάκος είναι μέλος της Ιδεολογικής Επιτροπής της ΚΕ του ΚΚΕ και της Κομματικής Επιτροπής Οργανώσεων του ΚΚΕ στο Εξωτερικό.

  1. Δεν είναι τυχαίο ότι τέτοιες θεωρίες στους κόλπους των κοινωνικών επιστημών άρχισαν να ασκούν καταλυτική επιρροή την περίοδο που αναπτύσσονταν και οι διάφορες θεωρήσεις περί «μεταβιομηχανικής κοινωνίας», στο έδαφος των τότε διαφαινόμενων τεχνοεπιστημονικών προοπτικών, οι οποίες, με έναν τρόπο, ολοκληρώνονται την εποχή της λεγόμενης «4ης βιομηχανικής επανάστασης».
  2. Είναι γεγονός ότι οι διάφορες σχετικές επεξεργασίες διαφοροποιούνται σημαντικά μεταξύ τους, κάτι ως ένα βαθμό εξηγήσιμο, από τη στιγμή που η έννοια «ταυτότητα» έχει γίνει αντικείμενο επεξεργασίας από διάφορους επιστημονικούς κλάδους, από την ψυχιατρική και την ψυχολογία, έως την πολιτική επιστήμη και την κοινωνιολογία. Μολονότι έτσι μπορεί να εξηγηθεί ως ένα βαθμό η πολυσημία του όρου, ταυτόχρονα ισχύει ότι οι σημαντικές αποκλίσεις στις σχετικές επεξεργασίες αντανακλούν το γεγονός ότι η ερμηνευτική εμβέλεια που του αποδίδεται δεν αντιστοιχεί σε ένα καλώς και αυστηρά ορισμένο περιεχόμενο της έννοιας, άρα και σε ένα σαφή προσδιορισμό της φύσης και της λειτουργίας των ταυτοτήτων. Σε αυτήν τη βάση, μάλιστα, θα μπορούσε κάποιος να υποστηρίξει ότι το γεγονός αυτό ενδεχομένως να καταδεικνύει ότι είναι αμφίβολο αν η έννοια της ταυτότητας μπορεί να επιτελέσει το ρόλο που της έχει αποδοθεί, ως θεμέλιο μιας γενικής θεωρίας του εαυτού.
  3. Ας σημειωθεί, μάλιστα, ότι στις σημερινές συνθήκες αυτή η συνεχής διαπραγμάτευση ταυτοτήτων και η πολλαπλή ατομικότητα δεν εκδηλώνεται μόνο ως διαρκής αναζήτηση και σύγκρουση, αλλά και ως επικοινωνία και ψυχαγωγία, μέσα από την υιοθέτηση διαφορετικών ταυτοτήτων και προτύπων συμπεριφοράς στα social media και διαφορετικών εκδοχών του ψηφιακού εαυτού σε ψυχαγωγικά περιβάλλοντα εικονικής πραγματικότητας.
  4. Αυτό ενίοτε συνέβη και σε μια προσπάθεια να δείξουν ότι, στη σύγχρονη μορφή της, η ταξική πάλη προωθείται μέσω της ανάπτυξης τέτοιων κινημάτων, αφού υποτίθεται ότι πλέον η σύγχρονη εργατική τάξη διαφέρει ουσιαστικά από αυτήν στην οποία προσιδιάζουν τα γνωρίσματα της ταξικής πάλης που αναδεικνύει ο μαρξισμός ή και ότι πλέον δεν μπορεί να αναζητά πρωταγωνιστικό ρόλο στην κοινωνική ανάπτυξη.
  5. Σε όσα αναφέρονται εδώ, θα πρέπει να προστεθεί και μια επιπλέον διάσταση, που έχει να κάνει με την κρίση του διεθνούς κομμουνιστικού κινήματος, την αδυναμία του να ανταποκριθεί στις ανάγκες των καιρών. Η πλευρά αυτή έχει ιδιαίτερη σημασία σε σχέση και με την Ελλάδα, όπου η ύπαρξη και δράση του ΚΚΕ, η πορεία αποκατάστασης του επαναστατικού χαρακτήρα του Κόμματος, η επεξεργασία της σύγχρονης επαναστατικής στρατηγικής του και η προώθησή της στο εργατικό-λαϊκό κίνημα έχει δημιουργήσει ισχυρά αναχώματα και όρους αντίκρουσης αυτής της εξέλιξης.
  6. Ο μεταδομισμός, με χαρακτηριστικούς εκπροσώπους τον Ντεριντά, τον Φουκό, τον Λιοτάρ, τον Μποντριγιάρ, τον Ντελέζ κ.ά., απορρίπτει την ερμηνεία της πραγματικότητας με βάση την πρότερη γνώση και τις προϋπάρχουσες κοινωνικές δομές.
  7. Ο υπαρξισμός, με χαρακτηριστικούς εκπροσώπους τον Κίρκεγκορ, τον Νίτσε, τον Χάιντεγκερ, τον Σαρτρ κ.ά., προτάσσει την ύπαρξη έναντι της ουσίας, τη ρέουσα διαμόρφωση του ανθρώπου μέσα από την προσωπική του δράση πέρα κι έξω από οποιαδήποτε ουσιώδη γνωρίσματά του και τον αυτοκαθορισμό της συμπεριφοράς ως ενέργεια ελευθερίας κ.ά.
  8. Στο μνημειώδες έργο του «Υλισμός και Εμπειριοκριτικισμός» (Άπαντα, τόμ. 18, εκδ. Σύγχρονη Εποχή), ο Λένιν δίνει την αντιπαράθεση με την ιστορική συνέχεια του υποκειμενικού ιδεαλισμού, από τον ιδεαλισμό του επισκόπου Μπέρκλεϊ το 18ο αιώνα έως και την εποχή του. Στο απόσπασμα με τίτλο «Πώς αναιρούσαν μερικοί “μαρξιστές” τον υλισμό το 1908 και πώς τον αναιρούσαν μερικοί ιδεαλιστές το 1710», που αποτελεί και την εισαγωγή του έργου (έχει δημοσιευτεί και στην ΚΟΜΕΠ, τεύχ. 1/2024), ο Λένιν περιπαίζει τους υποτιθέμενους «μαρξιστές» με τους οποίους αντιπαρατίθεται, μεταξύ άλλων και σε ό,τι αφορά την επί της ουσίας σύμπτωση των θέσεών τους με τις ιδεαλιστικές και θρησκευτικές δοξασίες. Η ίδια γραμμή αντιπαράθεσης ισχύει στο ακέραιο και σε ό,τι αφορά τις σύγχρονες εκφάνσεις του υποκειμενικού ιδεαλισμού με τις οποίες καταπιάνεται και το παρόν κείμενο.
  9. Αναλυτικά αναπτύχθηκαν οι σχετικές πλευρές στην ημερίδα που διοργάνωσε το ΚΣ της ΚΝΕ το Μάρτη του 2024 και τα υλικά της έχουν δημοσιευτεί σε έκδοση της Σύγχρονης Εποχής με τίτλο Τεχνητή Νοημοσύνη: Η νέα εποχή στην τεχνολογία απαιτεί μια νέα εποχή στην κοινωνία.
  10. Ας σημειωθεί, επίσης, ότι παραλλαγές της θεωρίας ταυτοτήτων έχουν αξιοποιηθεί όχι μόνο από σοσιαλδημοκρατικές ή φιλελεύθερες πολιτικές δυνάμεις, αλλά ακόμα και από εθνικιστικές. Για παράδειγμα, η γαλλική «Nouvelle Droite», απορρίπτοντας με όρους πολιτισμικής κριτικής το φυλετισμό, προωθούσε ήδη από τη δεκαετία του 1960 το λεγόμενο «εθνοπλουραλισμό», επιχειρηματολογώντας για την άποψη ότι οι Άραβες των πρώην γαλλικών αποικιών θα πρέπει να μπορούν να αναπτύξουν τον πολιτισμό τους στα εδάφη τους και να μην αφομοιώνονται στη γαλλική κοινωνία ως μετανάστες. Υπό μία έννοια, αντίστοιχες απόψεις εκφράζουν και σήμερα μια σειρά από εθνικιστικές ή και (νεο)φασιστικές δυνάμεις, που προτάσσουν την υπεράσπιση της «εθνικής ταυτότητας». Είναι χαρακτηριστικό, για παράδειγμα, ότι στην προηγούμενη σύνθεση του Ευρωκοινοβουλίου, τέτοιες δυνάμεις (π.χ. η ιταλική «Λέγκα του Βορρά» του Σαλβίνι, η γαλλική «Εθνική Συσπείρωση» της Λεπέν και η γερμανική «Εναλλακτική για τη Γερμανία») είχαν συγκροτήσει ομάδα υπό τον τίτλο «Ταυτότητα και Δημοκρατία». Αντίστοιχα, θα μπορούσαν να αναφερθούν και διάφορες δυνάμεις από όλο το αστικό πολιτικό φάσμα, που προτάσσουν την προάσπιση της δήθεν «ευρωπαϊκής ταυτότητας» (η καλλιέργεια της οποίας, εξάλλου, αποτελεί διακηρυγμένο στόχο της ΕΕ), η διατήρηση της οποίας δήθεν απειλείται από τη μαζική μετακίνηση ισλαμικών πληθυσμών προς την Ευρώπη.