Αυτό που σήμερα ονομάζουμε σοσιαλδημοκρατία είναι ένα αστικό πολιτικό ρεύμα, το οποίο λόγω των ιστορικών του καταβολών και των μεταμορφώσεων που έχει υποστεί στο χρόνο έχει διατηρήσει για μεγάλο χρονικό διάστημα (αν και με εξασθενημένο τρόπο τα τελευταία χρόνια) τη δυνατότητα μεγαλύτερης ευελιξίας για την εξασφάλιση της συναίνεσης των εργατικών-λαϊκών μαζών. Αποτέλεσε για αρκετές δεκαετίες, μαζί με τα φιλελεύθερα-συντηρητικά κόμματα, τον έναν από τους δύο βασικούς πυλώνες της αστικής πολιτικής, που εναλλάσσονταν εκφράζοντας βέβαια και διαφορές (ιστορικές, πολιτικές, επιμέρους συμφερόντων) στο πλαίσιο της αστικής τάξης, η οποία ασφαλώς δεν είναι ενιαία.
Στις μέρες μας είναι σχεδόν αυταπόδεικτος ο αστικός χαρακτήρας της σύγχρονης σοσιαλδημοκρατίας, καθώς έχει περάσει ανεπίστρεπτα η εποχή που θεωρούνταν «ρεφορμιστικό εργατικό» κόμμα. Τα ισχυρά και παγιωμένα για δεκαετίες σοσιαλδημοκρατικά κόμματα, κυρίως στην ευρωπαϊκή ήπειρο, από το Γερμανικό Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα ως τους Άγγλους Εργατικούς και το ΠΑΣΟΚ μέχρι τη σκανδιναβική σοσιαλδημοκρατία, αποτέλεσαν για όλη τη μεταπολεμική περίοδο πυλώνες της καπιταλιστικής αναπαραγωγής, της επεξεργασίας και εφαρμογής όλων των αντιλαϊκών στρατηγικών αστικών επιλογών, της σφυρηλάτησης των ιμπεριαλιστικών συμμαχιών όπως το ΝΑΤΟ και η ΕΕ.
Η πρόσφατη πείρα όμως δείχνει παράλληλα ότι η σοσιαλδημοκρατία μπορεί και να «αναβαπτίζεται» βγάζοντας στο προσκήνιο νέες, «άφθαρτες» δυνάμεις. Η περίπτωση του ΣΥΡΙΖΑ αναδεικνύει ότι το πέρασμα από τον οπορτουνισμό στη σοσιαλδημοκρατία δεν είναι κάτι που κατ’ ανάγκη χρειάζεται να διαρκέσει μια ολόκληρη ιστορική περίοδο (όπως, για παράδειγμα, στην περίπτωση της γερμανικής σοσιαλδημοκρατίας1). Ο ΣΥΡΙΖΑ μετατράπηκε σχετικά γρήγορα από ένα μικρό κόμμα με οπορτουνιστικές θέσεις και φυσιογνωμία σε κόμμα αστικής διαχείρισης με σοσιαλδημοκρατικό χαρακτήρα και πρόγραμμα, αναλαμβάνοντας το καθήκον ενσωμάτωσης της λαϊκής οργής στις συνθήκες της βαθιάς καπιταλιστικής κρίσης και των αναγκαίων ανακατατάξεων στο πολιτικό προσωπικό. Είναι επίσης μια επιπλέον απόδειξη ότι ο οπορτουνισμός συνολικά κυοφορεί μέσα του το σπέρμα της αστικής προσαρμογής και του κυβερνητισμού.
Για να κατανοηθεί καλύτερα το πολιτικό ρεύμα της σοσιαλδημοκρατίας και οι καταβολές του, θα ξεκινήσουμε κάνοντας μια συνοπτική ιστορική αναφορά, χωρίς βέβαια να είναι δυνατή στο πλαίσιο του παρόντος άρθρου μια διεξοδικότερη και εξαντλητική ιστορική επισκόπηση.2
ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ ΣΤΗΝ ΠΡΟΔΟΣΙΑ.
ΤΟ «ΒΡΟΜΙΚΟ ΠΟΥΚΑΜΙΣΟ» ΤΗΣ ΣΟΣΙΑΛΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ
Η σοσιαλδημοκρατία έχει μια μακρά ιστορική πορεία, στη διάρκεια της οποίας υπέστη δραματικές μεταμορφώσεις και μεταλλάξεις, ώστε να μετατραπεί από πολιτική έκφραση του εργατικού κινήματος στη γέννησή της σε αντεπαναστατική δύναμη, στυλοβάτη και πυλώνα της αστικής πολιτικής στην κατάληξή της. Ως πολιτικό ρεύμα προέκυψε μέσα από τα σοσιαλιστικά και εργατικά κόμματα της Β΄ Διεθνούς. Η Β΄ Διεθνής ιδρύθηκε το 1889 ως διεθνής ένωση εργατικών και σοσιαλιστικών κομμάτων της εποχής και προσπάθεια συνέχειας της Α΄ Διεθνούς, που διαλύθηκε το 1876. Το τελευταίο τέταρτο του 19ου αιώνα συγκροτούνται και σταδιακά πληθαίνουν τα εργατικά κόμματα σε μια σειρά χώρες, κυρίως της πιο ανεπτυγμένης καπιταλιστικά Δυτικής Ευρώπης. Ενδεικτικά: Το 1870 στην Ολλανδία, το 1871 στη Δανία, το 1875 στη Γερμανία, το 1879 σε Γαλλία και Ισπανία, το 1887 στη Νορβηγία, το 1889 σε Αυστρία, Ελβετία και Σουηδία.
Τα κόμματα αυτά αποτελούν ουσιαστικά τα πρώτα εθνικά συγκροτημένα σοσιαλιστικά κόμματα. Ιδρύονται συνενώνοντας υπάρχουσες εργατικές και σοσιαλιστικές ομάδες, με αντικειμενικό αποτέλεσμα να μην εκκινούν από μια αφετηρία ιδεολογικής και πολιτικής ομοιογένειας, αλλά να συνυπάρχουν μέσα σε αυτά επαναστατικές και ρεφορμιστικές δυνάμεις. Σε γενικές γραμμές πάντως, συγκροτούνται πάνω στις αρχές της ταξικής πάλης και της σοσιαλιστικής προλεταριακής επανάστασης, και σε αυτήν την αρχική φάση, παρά την ανομοιογένεια αλλά και τη διαπάλη που υπάρχει, κυριαρχεί η επαναστατική γραμμή και φυσιογνωμία των εργατικών-σοσιαλιστικών κομμάτων, χωρίς ωστόσο η κυριαρχία αυτή να είναι δεδομένη, όπως θα αποδειχτεί σε σχετικά σύντομο διάστημα.
Η ανάπτυξη και μαζικοποίησή τους στα τέλη του 19ου και αρχές του 20ού αιώνα ήταν καταρχάς αντανάκλαση της ανάπτυξης της εργατικής τάξης και του κινήματός της. Την περίοδο όμως αυτή παράλληλα διαμορφώνονται και οι κοινωνικοί-υλικοί όροι που παίζουν ρόλο ώστε σταδιακά πολλά κόμματα να οδηγηθούν σε υποχώρηση από την επαναστατική γραμμή στο ρεφορμισμό και τον οπορτουνισμό.
Πρόκειται για την περίοδο εκείνη που έχει πολιτογραφηθεί από τον Λένιν ως «ειρηνική» περίοδος του καπιταλισμού (ανάμεσα στην Παρισινή Κομμούνα το 1871 και το ξέσπασμα του Α΄ Παγκόσμιου Πολέμου το 1914). Πρόκειται για την περίοδο περάσματος στο μονοπωλιακό καπιταλισμό, περίοδο στην οποία συντελείται μεγάλη ανάπτυξη και εξάπλωση της καπιταλιστικής βιομηχανίας, η εμφάνιση και ενδυνάμωση των μονοπωλίων, καθώς και ένταση της αποικιοκρατικής εκμετάλλευσης. Στις αναπτυγμένες καπιταλιστικές χώρες οι αστικές τάξεις αποκτούν δυνατότητες ελιγμών και παραχωρήσεων προς το ισχυροποιούμενο εργατικό κίνημα. Αρχίζει να διαμορφώνεται ένα τμήμα της εργατικής τάξης του οποίου οι συνθήκες ζωής βελτιώνονται δυσανάλογα σε σχέση με το σύνολο της τάξης και το οποίο συνδέει τους δικούς του υλικούς όρους με την αστική του τάξη, τείνοντας να συμβιβαστεί και να «εξαγοραστεί». Πρόκειται για τη διαμόρφωση του κοινωνικού στρώματος της «εργατικής αριστοκρατίας», που αποτέλεσε την κοινωνική δύναμη υποστήριξης της αστικής πολιτικής μέσα στην εργατική τάξη, το κοινωνικό έδαφος ανάπτυξης του οπορτουνισμού και της υποταγής στην αστική πολιτική. Ήδη από το 1858 ο Ένγκελς επισημαίνει ότι το αγγλικό προλεταριάτο «αστικοποιείται ολοένα και περισσότερο», ενώ ο Λένιν, μελετώντας διεξοδικά αυτό το κοινωνικό στρώμα στην εποχή του ιμπεριαλισμού, επισημαίνει ότι είναι «πέρα για πέρα μικροαστικό ως προς τον τρόπο ζωής του, το μέγεθος των απολαβών του και την όλη κοσμοθεωρία του, το κύριο στήριγμα της Β΄ Διεθνούς και στις μέρες μας το κύριο κοινωνικό στήριγμα της αστικής τάξης»3.
Παράλληλα, με την υιοθέτηση λιγότερο ή περισσότερο αστικών συνταγματικών και κοινοβουλευτικών μεθόδων άσκησης της εξουσίας και με την κατάκτηση και επέκταση του εκλογικού δικαιώματος σε αρκετά καπιταλιστικά κράτη, αναπτύσσονται παρεκκλίσεις στο εσωτερικό των σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων, που προβάλλουν ως κυρίαρχο καθήκον αποκλειστικά τη συμμετοχή στις εκλογές και την κοινοβουλευτική δράση. Τέτοιες αντιλήψεις αλληλοτροφοδοτούνται με τις αντιλήψεις περί «ειρηνικής μετεξέλιξης» και όχι ανατροπής του καπιταλισμού. Διαμορφώνονται έτσι πρόσθετες προϋποθέσεις εγκλωβισμού στον αγώνα για «μεταρρυθμίσεις» και στην ομαλή κοινοβουλευτική ζωή.
Το Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα της Γερμανίας αποτελεί εκείνη την εποχή κόμμα-υπόδειγμα και σημείο αναφοράς για το διεθνές εργατικό κίνημα. Στις εκλογές του 1890 λαμβάνει 1,4 εκ. ψήφους, με τα αποτελέσματα να αυξάνονται σταθερά στις επόμενες εκλογικές αναμετρήσεις φτάνοντας το 1912 στα 4,25 εκ. ψήφους (35%), διαθέτοντας την ισχυρότερη κοινοβουλευτική ομάδα, ενώ την ίδια χρονιά καταγράφει 1.085.000 μέλη.
Ως πολιτική έκφραση αυτών των κοινωνικών όρων που επιδρούν στα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα ενισχύεται το ρεύμα «αναθεώρησης» του επαναστατικού μαρξισμού, που απορρίπτει την επανάσταση και βλέπει τη σταδιακή εισαγωγή μεταρρυθμίσεων στο αστικό κράτος ως δρόμο προς το σοσιαλισμό. Ο Γάλλος σοσιαλιστής Ζ. Ζορές υποστήριζε ότι «το δημοκρατικό κράτος δεν είναι, όπως τόσο συχνά λένε οι αυτόκλητοι δογματικοί του μαρξισμού, καθαρά αστικό μόρφωμα (...) προαναγγέλλει το σοσιαλισμό, τον προετοιμάζει, σε κάποιο βαθμό έμμεσα τον εμπεριέχει». Ο Α. Μιλεράν, που τελικά έγινε ο πρώτος σοσιαλιστής που πήρε μέρος σε αστική κυβέρνηση4, έλεγε: «Είτε θα παραπέμπουμε τους ανθρώπους στη μυστηριώδη χρονολογία που ένα αιφνίδιο θαύμα θα μεταμορφώσει την όψη του κόσμου είτε θα πετύχουμε την πρόοδο μέρα με τη μέρα, μεταρρύθμιση με τη μεταρρύθμιση, βήμα προς βήμα.» Η διολίσθηση της σοσιαλδημοκρατίας στον αστικό κοινοβουλευτισμό εκφράζεται χαρακτηριστικά μέσα από τα λόγια του Έντ. Μπερνστάιν, ηγέτη του γερμανικού αναθεωρητισμού, που υποστήριζε πως «πρέπει να αντιλαμβανόμαστε το καθολικό δικαίωμα ψήφου και την κοινοβουλευτική δράση ως τον κολοφώνα, την πιο ολοκληρωμένη μορφή της ταξικής πάλης»5.
Η διολίσθηση της ηγεσίας της σοσιαλδημοκρατίας προς την αναθεώρηση της επαναστατικής γραμμής και τον οπορτουνισμό εξελίχτηκε σε ανοιχτή προδοσία των συμφερόντων της εργατικής τάξης με το ξέσπασμα του Α΄ Παγκόσμιου Πολέμου. Καταπατώντας τις προηγούμενες αποφάσεις τους, τα περισσότερα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα υιοθέτησαν τη γραμμή του σοσιαλσοβινισμού στηρίζοντας τις αστικές τάξεις των χωρών τους, συντασσόμενα στα ιμπεριαλιστικά στρατόπεδα. Η στάση απέναντι στον ιμπεριαλιστικό πόλεμο αποτέλεσε καταλύτη διαχωρισμού των επαναστατικών δυνάμεων που βρίσκονταν στα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα. Καθοριστικός ήταν ο ρόλος των Μπολσεβίκων και του Β. Ι. Λένιν, που αποκάλυψε και την υλική βάση της πρόσδεσης των σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων στα αστικά συμφέροντα. Στο έργο του «Η χρεοκοπία της Β΄ Διεθνούς» αναφέρει: «Η οικονομική βάση του οπορτουνισμού και του σοβινισμού μέσα στο εργατικό κίνημα είναι η συμμαχία των ολιγάριθμων ανώτερων στρωμάτων του προλεταριάτου και των μικροαστών, που απολαμβάνουν τα ψίχουλα από τα προνόμια του “εθνικού” τους κεφαλαίου ενάντια στη μάζα των προλετάριων.»6 Διαμορφώνεται σε αρκετές χώρες ένας πυρήνας συνεπών, αλλά συχνά μειοψηφικών επαναστατικών δυνάμεων που καταγγέλλει την προδοσία και τον ξεπεσμό της σοσιαλδημοκρατίας. Η Ρ. Λούξεμπουργκ χαρακτήρισε τη γερμανική σοσιαλδημοκρατία ως «πτώμα που βρομάει», προσθέτοντας ειρωνικά ότι η ιστορική έκκληση του Μανιφέστου του Κομμουνιστικού Κόμματος «διορθώθηκε» από τους συμβιβασμένους οπορτουνιστές σοσιαλδημοκράτες και από «Προλετάριοι όλων των χωρών, ενωθείτε!» έγινε «Προλετάριοι όλων των χωρών, ενωθείτε στην ειρήνη και σφαχτείτε μεταξύ σας στον πόλεμο».7
Από αυτήν την ιστορική εποχή είναι κρίσιμο να επισημανθεί ότι η πορεία υπόκλισης της σοσιαλδημοκρατίας στην αστική πολιτική έχει κοινωνικό υπόβαθρο, αποτέλεσε αντανάκλαση κοινωνικών δυνάμεων που πίεζαν το εργατικό κίνημα στο συμβιβασμό. Όπως εύστοχα επισημαίνει ένας μελετητής για να εξηγήσει τη σύμπλευση της γερμανικής σοσιαλδημοκρατίας με την επίσημη πολιτική της γερμανικής αυτοκρατορίας στον πόλεμο: «Αν λάβει κανείς υπόψιν του τις προγραμματικές θέσεις του κόμματος πριν το 1914 ή τις αποφάσεις της Διεθνούς για την περίπτωση του πολέμου, τότε η έγκριση των πολεμικών πιστώσεων και η πολιτική της εσωτερικής ανακωχής για την αντιμετώπιση του εσωτερικού εχθρού αποτελούσαν ασφαλώς μια τομή. Αν ληφθεί όμως ως αφετηρία η πρακτική του κόμματος, όπως για παράδειγμα η δραστηριότητα χιλιάδων μελών σε δημοτικά συμβούλια, ασφαλιστικούς οργανισμούς, εμποροδικεία κλπ., τότε γίνονται εμφανείς οι πολλές ρίζες που συνέδεαν τη Σοσιαλδημοκρατία με την Αυτοκρατορία. Επομένως, η πλειοψηφική στάση του κόμματος από το 1914 και εντεύθεν δεν είναι μεν δικαιολογημένη, αλλά είναι κατανοητή.»8
Το σχίσμα ανάμεσα στις συμβιβασμένες και τις επαναστατικές δυνάμεις που προκλήθηκε από τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο ήταν βαθύ και ουσιαστικά αποτέλεσε τη ληξιαρχική πράξη γέννησης των κομμουνιστικών κομμάτων και ομάδων που αποσπάστηκαν από τη χρεοκοπημένη σοσιαλδημοκρατία.
Ο Λένιν ήδη από το 1915 σημειώνει αποφασιστικά: «Η ιμπεριαλιστική εποχή δε συμβιβάζεται με τη συνύπαρξη μέσα σ’ ένα και το ίδιο κόμμα των πρωτοπόρων του επαναστατικού προλεταριάτου και της μισομικροαστικής αριστοκρατίας της εργατικής τάξης που απολαμβάνει τα ψίχουλα από τα προνόμια που απορρέουν από την “κυρίαρχη” θέση του έθνους “της”.»9 Με τις «Θέσεις του Απρίλη», μια εργασία με κεφαλαιώδη στρατηγική σημασία, καλώντας σε προγραμματική ανασύνταξη το επαναστατικό εργατικό κίνημα, κάλεσε επιπλέον το κόμμα του να αλλάξει την ονομασία του ως σοσιαλδημοκρατικού: «Πρέπει να ονομαστούμε Κομμουνιστικό Κόμμα, όπως ονόμαζαν τον εαυτό τους ο Μαρξ και ο Ένγκελς. Πρέπει να επαναλάβουμε ότι είμαστε μαρξιστές και παίρνουμε για βάση το Κομμουνιστικό Μανιφέστο, που η σοσιαλδημοκρατία το πρόδωσε και το διαστρέβλωσε (...) Καιρός πια να πετάξουμε το βρόμικο πουκάμισο, καιρός πια να φορέσουμε καθαρά ασπρόρουχα.»10
Η ΣΟΣΙΑΛΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΤΟ ΜΕΣΟΠΟΛΕΜΟ ΚΑΙ ΟΙ ΔΥΣΚΟΛΙΕΣ ΣΤΗ ΔΙΑΜΟΡΦΩΣΗ ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΗΣ ΤΟΥ ΚΟΜΜΟΥΝΙΣΤΙΚΟΥ ΚΙΝΗΜΑΤΟΣ
Η περίοδος που ακολούθησε τη λήξη του πολέμου και στη συνέχεια ολόκληρη η περίοδος του Μεσοπολέμου υπήρξαν καθοριστικές για τη φυσιογνωμία και τη μελλοντική πορεία της σοσιαλδημοκρατίας, καθώς αποτελούν φάση όπου εμπεδώνεται η σύγκλισή της με την αστική πολιτική και ο αντιδραστικός της χαρακτήρας, ολοκληρώνεται το πέρασμα από τον οπορτουνισμό στην ανοιχτή εκπροσώπηση των αστικών συμφερόντων.
Στο «κύμα» της επαναστατικής ανόδου που ακολουθεί τον πόλεμο στα χρόνια 1917-1923 σε διάφορες ευρωπαϊκές χώρες, τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα έπαιξαν κομβικό ρόλο για την «κατάσβεση» της επανάστασης. Σε ορισμένες περιπτώσεις, με πιο χαρακτηριστική τη Γερμανία, πρωτοστάτησαν στην αντεπαναστατική δράση αναλαμβάνοντας το χτύπημά της. Οι ηγέτες του Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος (από το οποίο εν τω μεταξύ είχαν αποχωρήσει οι συνεπείς επαναστατικές δυνάμεις των Σπαρτακιστών συγκροτώντας στη συνέχεια το ΚΚ), όπως οι Φ. Έμπερτ, Φ. Σάιντεμαν, Γκ. Νόσκε, έπαιξαν πρωταγωνιστικό ρόλο στην κατάπνιξη της επανάστασης το Νοέμβρη του 1918, αλλά και στη συνέχεια, στις εργατικές εξεγέρσεις που συνεχίστηκαν μέχρι περίπου και το 1923. Με εντυπωσιακή αποφασιστικότητα και από κυβερνητικές πλέον θέσεις συνέβαλαν καθοριστικά στη στερέωση της δικτατορίας της αστικής τάξης, πρωτοστατώντας όπου χρειαζόταν στη βίαιη καταστολή των εξεγερμένων μαζών. Ο Νόσκε αυτάρεσκα αυτοαποκαλούνταν ως «αιμοβόρο σκυλί» της αντεπανάστασης.
Τη σοσιαλδημοκρατία, από το σημείο εκείνο και μετά, ουσιαστικά την χωρίζει «αίμα» με το επαναστατικό κομμουνιστικό κίνημα, γεγονός που όπως αποδείχτηκε δεν αποτέλεσε σταθερό στρατηγικό συμπέρασμα, καθώς όλη την περίοδο του Μεσοπολέμου το κομμουνιστικό κίνημα ταλαντεύτηκε στη στάση του απέναντί της, κυρίως μέσα από την υιοθέτηση ενός διαχωρισμού ανάμεσα σε «δεξιά» και «αριστερή» πτέρυγά της, με την οποία θεωρήθηκε πως υπήρχαν περιθώρια συνεργασίας.
Βέβαια, πρόκειται για μια σύνθετη και απαιτητική περίοδο για πολλά νεοσυσταθέντα ΚΚ, που είχαν μόλις αποσπαστεί από τα συμβιβασμένα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα, τα οποία όμως διατηρούσαν σε μεγάλο βαθμό δεσμούς με τις εργατικές μάζες και τις συνδικαλιστικές οργανώσεις.
Η συγκρότηση της Κομμουνιστικής Διεθνούς το 1919 γίνεται υπό την ακτινοβολία της Οκτωβριανής Επανάστασης και περιλαμβάνει κόμματα και δυνάμεις που αποσχίζονται από τα σοσιαλδημοκρατικά, που συχνά όμως αποτελούν μικρές ομάδες οι οποίες πασχίζουν για την εδραίωση και τη μαζική τους δράση. Επίσης, σε αρκετά κόμματα συνεχίζεται η διαπάλη, ενώ υπάρχουν και δυνάμεις οι οποίες έχουν αποσπαστεί ή βρίσκονται σε τροχιά σύγκρουσης με τη συμβιβασμένη σοσιαλδημοκρατία, αλλά δεν εντάσσονται άμεσα στα ΚΚ. Αντικείμενο αυτής της διαπάλης αποτελούν κρίσιμα ζητήματα όπως η στάση απέναντι στον ιμπεριαλιστικό πόλεμο, ο χαρακτήρας της εργατικής εξουσίας, η μαχητική ένοπλη σύγκρουση και η δράση στο εργατικό κίνημα. Ενδεικτική είναι η κατάσταση στη Γερμανία: Από τον Απρίλη του 1917 έχει συγκροτηθεί το «Ανεξάρτητο» Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα (USPD) ως διάσπαση του SPD. Στο κόμμα υπάρχει έντονη διαπάλη σχετικά με τη στάση του απέναντι στη Σοβιετική Ρωσία και την ΚΔ. Τελικά μεγάλο μέρος των δυνάμεών του αποχώρησε τον Οκτώβρη του 1920 στο Συνέδριο της Χάλε και προσχώρησε στο συγκροτημένο ΚΚ (KPD) (σε αυτήν τη φάση εντάσσεται στο ΚΚ ο Ε. Τέλμαν, που ως τότε είναι στέλεχος του USPD). Παράλληλα, τον Οκτώβρη του 1919 αποσπάται από το KPD η ομάδα των λεγόμενων «Συμβουλιακών Κομμουνιστών», η οποία και συγκροτεί το επονομαζόμενο Κομμουνιστικό Εργατικό Κόμμα Γερμανίας (KAPD). Στο 2ο Συνέδριο της ΚΔ παίρνουν μέρος σύνεδροι από το KPD, αλλά και παρατηρητές από το USPD, ενώ στο 3ο Συνέδριο παίρνει μέρος ως συμπαθούν κόμμα και το KAPD.11
Λίγο αργότερα, μετά από την ήττα των επαναστάσεων σε Γερμανία, Φινλανδία, Ουγγαρία, τον τερματισμό της λεγόμενης «κόκκινης διετίας» στην Ιταλία (1919-1920) κλπ., ακολουθεί η υποχώρηση του επαναστατικού κινήματος και μια περίοδος που περιγράφεται από το Διεθνές Κομμουνιστικό Κίνημα ως περίοδος «μερικής» ή «σχετικής» σταθεροποίησης του καπιταλισμού. Παράλληλα, μέσα από τη στήριξη της αστικής τάξης προσαρμόστηκε και ανασυντάχτηκε η σοσιαλδημοκρατία και σε διεθνές επίπεδο. Η χρεοκοπημένη Β΄ Διεθνής ανασυστάθηκε, ενώ επίσης συγκροτήθηκε και η λεγόμενη «2 1/2 Διεθνής» (Σεπτέμβρης του 1921), στην οποία συσπειρωνόταν η φερόμενη ως «αριστερή» σοσιαλδημοκρατία. Σε διεθνές επίπεδο αντιπάλεψαν τη σοβιετική εξουσία, ενώ επίσης στήριξαν τη συγκρότηση της λεγόμενης «Συνδικαλιστικής Διεθνούς του Άμστερνταμ».
Σε αυτό το έδαφος αναπτύχθηκε δικαιολογημένος προβληματισμός για τους τρόπους και τη δουλειά των ΚΚ ώστε να απεγκλωβιστούν εργατικές μάζες που ακολουθούν ακόμη τη σοσιαλδημοκρατία. Το 3ο Συνέδριο της ΚΔ (1921) επιχείρησε να βελτιώσει τη δράση των κομμουνιστών σε πολιτικά ανώριμες εργατικές δυνάμεις, καθώς η πλειοψηφία των συνδικαλισμένων εργατών παρέμενε εγκλωβισμένη στα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα, ενώ βρίσκεται σε εξέλιξη οξυμένη διαπάλη σε κόμματα όπως το γερμανικό και το ιταλικό. Με το σύνθημα «Προς τις μάζες» και τη γραμμή του «Ενιαίου Εργατικού Μετώπου» που επεξεργάστηκε επιχείρησε να βοηθήσει, σε μη επαναστατικές συνθήκες, την κοινή δράση εργατών που επηρεάζονταν από διαφορετικές πολιτικές και συνδικαλιστικές οργανώσεις. Μετά από το 3ο Συνέδριο η πολιτική του «Ενιαίου Εργατικού Μετώπου» και οι σχέσεις με τη σοσιαλδημοκρατία αποτέλεσαν πεδίο ιδεολογικής διαπάλης στα όργανα της ΚΔ και στα ΚΚ. Από ορισμένα ΚΚ το «Ενιαίο Εργατικό Μέτωπο» ερμηνευόταν σωστά ως πάλη για την ανάπτυξη της κομμουνιστικής επιρροής στις εργατικές μάζες και απόσπασής τους από τη σοσιαλδημοκρατία. Σε άλλες περιπτώσεις προσδιοριζόταν ως μέσο πίεσης «από τα κάτω» για την αλλαγή της γραμμής της ηγεσίας των κομμάτων της σοσιαλδημοκρατίας και την επίτευξη πολιτικής συνεργασίας «από τα πάνω». Αυτή η ερμηνεία δε δικαιώθηκε. Η αντίληψη αυτή άφηνε ανοιχτά τα περιθώρια συνεργασίας με τη σοσιαλδημοκρατία και δεν απέκλειε τη συμμετοχή ή στήριξη των κομμουνιστών σε αστικές κυβερνήσεις, όπως αποτυπώθηκε στην Απόφαση του 4ου Συνεδρίου της ΚΔ (1922). Το Συνέδριο δέχτηκε την πιθανότητα συμμετοχής των κομμουνιστών σε μια εργατοαγροτική ή εργατική κυβέρνηση, που δε θα ήταν ακόμα δικτατορία του προλεταριάτου, παρά το γεγονός ότι δεν τις θεωρούσε ιστορικά αναπόφευκτη αφετηρία για τη δικτατορία του προλεταριάτου.12
Επίσης, στις επεξεργασίες της ΚΔ αποτυπωνόταν και με αντιφατικό τρόπο η προσπάθεια διαμόρφωσης επαναστατικής στρατηγικής, αλλά και η διαπάλη μέσα στους κόλπους του κομμουνιστικού κινήματος. Στο 5ο Συνέδριο (1924) υιοθετείται η προσέγγιση ότι η ουσία του συνθήματος «εργατοαγροτική κυβέρνηση» ταυτίζεται με τη δικτατορία του προλεταριάτου, ενώ στο ΚΚ Γερμανίας ασκείται δριμεία κριτική για τη σύμπραξή του με σοσιαλδημοκρατικές δυνάμεις στις κυβερνήσεις της Σαξονίας και της Θουριγγίας σε συνθήκες επαναστατικής ανόδου, καθώς –όπως σωστά επισημαίνεται– δεν προχώρησε σε επαναστατικά μέτρα όπως ο γενικός εξοπλισμός των εργατών. Υπογραμμιζόταν ότι η «ενιαιομετωπική» πολιτική είχε ως στόχο την κινητοποίηση των εργατών σε επαναστατική κατεύθυνση και όχι το «κατέβασμα των κομμουνιστικών σκοπών στο επίπεδο του σοσιαλδημοκρατικού οπορτουνισμού».13
Οι σημερινές μας εκτιμήσεις και η κριτική αποτίμηση της πορείας του Διεθνούς Κομμουνιστικού Κινήματος έχουν αναδείξει ότι γενικότερα στις στρατηγικές επεξεργασίες της Κομμουνιστικής Διεθνούς υιοθετήθηκαν, λαθεμένα, ως κριτήρια για τον προσδιορισμό του χαρακτήρα της επανάστασης το χαμηλότερο επίπεδο ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων μιας χώρας, σε σχέση με το υψηλότερο των ηγετικών χωρών στο διεθνές ιμπεριαλιστικό σύστημα, καθώς και ο αρνητικός συσχετισμός σε βάρος του επαναστατικού εργατικού κινήματος. Ουσιαστικά, υποτιμήθηκε ο χαρακτήρας της εποχής και κυριάρχησε ο προσδιορισμός του χαρακτήρα της επανάστασης με κριτήριο τη θέση μιας καπιταλιστικής χώρας στο διεθνές ιμπεριαλιστικό σύστημα. Σε αυτήν τη βάση, μέσα από μια αντιφατική πορεία, αναπτύχθηκε η στρατηγική αντίληψη που με τον έναν ή τον άλλον τρόπο έθετε ως στόχο μια ενδιάμεσου τύπου εξουσία ή κυβέρνηση ανάμεσα στην αστική και στην εργατική ως μεταβατική για τη σοσιαλιστική εξουσία.14
Πρόκειται για μια εξαιρετικά κρίσιμη, αλλά και σύνθετη περίοδο για το Διεθνές Κομμουνιστικό Κίνημα, γύρω από την οποία η συλλογική μελέτη συνεχίζεται. Στο πλαίσιο αυτού του άρθρου δεν μπορούμε ασφαλώς να επεκταθούμε στο σύνολο των παραγόντων που επέδρασαν στη διαμόρφωση της στρατηγικής του κομμουνιστικού κινήματος· θα περιοριστούμε σε ορισμένες πλευρές που εστιάζουν στο ζήτημα της στάσης απέναντι στη σοσιαλδημοκρατία. Γενικότερα, φάνηκε ότι αποτέλεσαν ζητήματα διαπάλης ο τρόπος δράσης ώστε να απεγκλωβίζονται εργατικές δυνάμεις από τη σοσιαλδημοκρατική επιρροή, όσο και το αν σε συνθήκες επαναστατικής ανόδου η πολιτική συνεργασία με τη σοσιαλδημοκρατία ή ένα κομμάτι της στο πλαίσιο ενός κυβερνητικού στόχου θα μπορούσε να λειτουργήσει θετικά για τον απεγκλωβισμό εργατικών μαζών. Βέβαια, πρέπει και πάλι να τονιστεί ότι υπάρχουν τεράστιες διαφορές ανάμεσα στα σημερινά και τα εκείνης της περιόδου σοσιαλδημοκρατικά κόμματα, καθώς, παρά τη συνθηκολόγησή τους με την αστική τάξη, πρόκειται ακόμη για κόμματα με κατεξοχήν εργατική σύνθεση, με μαζική αγωνιστική δράση στο συνδικαλιστικό κίνημα (σε ρεφορμιστική βέβαια κατεύθυνση), με ένοπλα σώματα εργατών, χαρακτηριστικά που διατηρούν ως και αργότερα.15
Πιο καθαρά πάντως εκτιμούσαν το ρόλο που είχε ανατεθεί στη σοσιαλδημοκρατία οι εκπρόσωποι της αστικής τάξης, αναγνωρίζοντας παράλληλα και τις υπηρεσίες που τους προσέφερε. Στο εμπιστευτικό δελτίο της Ομοσπονδίας Γερμανικών Βιομηχανιών του 1932 αναφέρεται με αφοπλιστικά αποκαλυπτικό τρόπο: «Το πρόβλημα της σταθεροποίησης του αστικού καθεστώτος στη μεταπολεμική Γερμανία καθορίζεται εν γένει από το γεγονός ότι η κυρίαρχη αστική τάξη (...) για να διατηρήσει την κυριαρχία της απαιτείται, εάν δεν επιθυμεί να βασιστεί στην άκρως επικίνδυνη χρήση της ωμής στρατιωτικής βίας, μια συμμαχία με στρώματα που δεν ανήκουν κοινωνικά σε αυτήν, αλλά θα της παρέχουν την αναγκαία υπηρεσία για την εδραίωση της εξουσίας της στο λαό, και συνεπώς θα την καθιστούν τον πραγματικό και τελικό φορέα της εξουσίας. Αυτός ο τελευταίος ή “έσχατος φορέας” της αστικής κυριαρχίας ήταν, κατά την πρώτη περίοδο της μεταπολεμικής σταθεροποίησης, η σοσιαλδημοκρατία (...) Στο διάστημα 1923-24 έως 1929-30, η διάσπαση της εργατικής τάξης υλοποιήθηκε στη βάση των κατακτήσεων αναφορικά με τους μισθούς και την κοινωνική πολιτική (...) Χάρη στον κοινωνικό χαρακτήρα της ως το αυθεντικό κόμμα των εργατών, η σοσιαλδημοκρατία έφερε στο σύστημα της ανασύστασης εκείνη την εποχή, μαζί με την καθαρά πολιτική ισχύ της, κάτι ακόμα πιο πολύτιμο και διαρκές, συγκεκριμένα την οργανωμένη εργατική τάξη, την οποία –ενόσω της παρέλυε την επαναστατικότητα– έδενε σφιχτά στις αλυσίδες του αστικού κράτους.»16
Την περίοδο του Μεσοπολέμου σοσιαλδημοκρατικά κόμματα συμμετείχαν σε αστικές κυβερνήσεις είτε ως επικεφαλής σχηματισμών είτε ως κυβερνητικοί εταίροι (Γερμανία, Σουηδία, Βρετανία). Στο επίπεδο των πολιτικών διακηρύξεων αναπτύσσεται ακόμη περισσότερο ο ρεφορμισμός της προηγούμενης περιόδου και ο σοσιαλισμός παρουσιάζεται ως αποτέλεσμα διαδοχικών μεταρρυθμίσεων στο αστικό κράτος. Πολύ χαρακτηριστική είναι η θεωρία του «οργανωμένου καπιταλισμού» που παρουσιάζει ο σοσιαλδημοκράτης Ρ. Χίλφερντινγκ, ο οποίος αργότερα ανέλαβε υπουργός Οικονομικών την περίοδο της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης στη Γερμανία.
Είναι περίοδος που η βαθιά καπιταλιστική κρίση του 1929 επέβαλε την ανάγκη υιοθέτησης πολιτικών κρατικής ρύθμισης και παρέμβασης στην οικονομία. Η υλοποίηση τέτοιων πολιτικών δεν αποτέλεσε προνόμιο μόνο των σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων και κυβερνήσεων. Παρόμοιες πολιτικές κεϊνσιανής διαχείρισης, κρατικού παρεμβατισμού και σχεδιασμού ακολουθήθηκαν και στις ΗΠΑ με το New Deal του Ρούζβελτ, στη ναζιστική Γερμανία και σε μια σειρά άλλες χώρες.17 Όπως έχουμε εκτιμήσει: «Το βάθος της καπιταλιστικής κρίσης του 1929-1933, μαζί με άλλους παράγοντες όπως η όξυνση των ενδοϊμπεριαλιστικών ανταγωνισμών, αλλά και η ισχυροποίηση της ΕΣΣΔ, ενίσχυσαν σημαντικά τις τάσεις πιο ενεργητικής επέμβασης του αστικού κράτους στην καπιταλιστική οικονομία. Βέβαια, αυτές οι τάσεις εντοπίζονται στην πορεία ανάπτυξης του μονοπωλιακού καπιταλισμού και καταγράφηκαν και την περίοδο του πολέμου και στα πρώτα χρόνια της μεταπολεμικής ανασυγκρότησης. Από τη δεκαετία του 1930 όμως απέκτησαν νέα ένταση και μορφές. Πιο οργανωμένο και συνεκτικό πλαίσιο κρατικής πολιτικής, πιο άμεση παρέμβαση του αστικού κράτους στη διαχείριση της συνολικής αναπαραγωγής του κοινωνικού κεφαλαίου.»18
Ολόκληρη αυτήν την περίοδο, και βαδίζοντας προς τον πόλεμο, οι όποιες δυσκολίες αλλά και αντιφάσεις στις προγραμματικές επεξεργασίες και στη στρατηγική των ΚΚ είχαν την αντανάκλασή τους και στη στάση απέναντι στη σοσιαλδημοκρατία. «Μέσα από μια αντιφατική πορεία εναλλαγών στη στάση της [ΚΔ] απέναντι στη σοσιαλδημοκρατία, σταδιακά αδυνάτιζε το μέτωπο απέναντί της, αν και η τελευταία είχε καθαρά διαμορφωθεί ως αντεπαναστατική πολιτική δύναμη αστικής εξουσίας. Ενισχύονταν έτσι και οι δεξιές οπορτουνιστικές θέσεις στις γραμμές των κομμάτων της ΚΔ.»19
Στο 6ο Συνέδριο (1928), το οποίο ψηφίζει Πρόγραμμα και Καταστατικό της ΚΔ, σωστά εκτιμήθηκε ότι «ο πόλεμος είναι αξεχώριστος από τον καπιταλισμό», καλώντας τους εργάτες να μετατρέψουν τον πόλεμο που διαφαίνεται «σε εμφύλιο πόλεμο των προλετάριων ενάντια στην αστική τάξη». Ασκείται δριμεία κριτική στη σοσιαλδημοκρατία, υπογραμμίζοντας το ρόλο της στην εξαπάτηση των εργατών, χαρακτηρίζοντας τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα ως «αστικά εργατικά». Μάλιστα, υιοθετείται η θέση ότι «στην πορεία της ανάπτυξής της η σοσιαλδημοκρατία εκδηλώνει φασιστικές τάσεις», εκτίμηση που σήμερα θεωρούμε ότι δεν ήταν αντικειμενική.
Στη συνέχεια, το 7ο Συνέδριο (1935) χαρακτήρισε τον επερχόμενο πόλεμο ως ιμπεριαλιστικό, όμως ταυτόχρονα έδινε προτεραιότητα στην πολιτική συγκρότησης αντιφασιστικού μετώπου. Επίσης αντικαταστάθηκε η προηγούμενη εκτίμηση για το χαρακτήρα του φασισμού, με τη θέση ότι αυτός συνιστούσε «ανοιχτή τρομοκρατική δικτατορία των πιο αντιδραστικών, των πιο σοβινιστικών, των πιο ιμπεριαλιστικών στοιχείων του χρηματιστικού κεφαλαίου», ενώ επίσης υιοθετήθηκε η προβληματική εκτίμηση ότι μέσα στα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα εκδηλωνόταν «πορεία επαναστατικοποίησης», εκτίμηση που άνοιγε διάπλατο δρόμο πολιτικής συνεργασίας με τη σοσιαλδημοκρατία. Ουσιαστικά, η γραμμή των Λαϊκών Μετώπων αποτέλεσε πολιτική συνεργασίας με σοσιαλδημοκρατικές, αλλά και αστικές δυνάμεις, με στόχο το σχηματισμό αντιφασιστικών κυβερνήσεων στο έδαφος του καπιταλισμού. Στο πλαίσιο των επεξεργασιών της ΚΔ, η ανάδειξη αντιφασιστικής κυβέρνησης θεωρήθηκε ότι αποτελούσε μορφή μετάβασης στην εργατική εξουσία.20
Είναι μια σύνθετη περίοδος, καθώς και μέσα στους κόλπους του Μπολσεβίκικου ΚΚ αναπτύσσεται διαπάλη σχετικά με τη στρατηγική του κομμουνιστικού κινήματος στις καπιταλιστικές χώρες, σε σχέση με τη δυνατότητα της ΕΣΣΔ να προχωρήσει στην ανάπτυξη και εμβάθυνση των κομμουνιστικών σχέσεων ή όχι, όπως και σε σχέση με τη στάση απέναντι στον ανερχόμενο φασισμό και την προετοιμασία ενόψει του διαφαινόμενου πολέμου. Ουσιαστικά, η στάση απέναντι στη σοσιαλδημοκρατία αντανακλά τις στρατηγικές ταλαντεύσεις του Διεθνούς Κομμουνιστικού Κινήματος για μια σειρά ζητήματα, αλλά και στο κομβικό ζήτημα της συμμετοχής σε κυβέρνηση στο έδαφος του καπιταλισμού, ζήτημα το οποίο αποτέλεσε «αγκάθι» όλη αυτήν την περίοδο, αλλά και αργότερα.
Όπως έχουμε εκτιμήσει: «Η σύνθετη προσπάθεια της εξωτερικής πολιτικής της ΕΣΣΔ να καθυστερήσει όσο γινόταν την ιμπεριαλιστική επίθεση και να αξιοποιήσει τις αντιθέσεις ανάμεσα στα ιμπεριαλιστικά κέντρα σε αυτήν την κατεύθυνση σχετίζεται με σημαντικές εναλλαγές και αλλαγές στη γραμμή της Κομμουνιστικής Διεθνούς, που έπαιξαν αρνητικό ρόλο στην πορεία του Διεθνούς Κομμουνιστικού Κινήματος τις επόμενες δεκαετίες. Οι εναλλαγές αφορούσαν την αντιμετώπιση του φασιστικού ρεύματος, τη στάση απέναντι στη σοσιαλδημοκρατία, αλλά και την ίδια την αστική δημοκρατία (...) Ειδικότερα, άστοχη ήταν η εκτίμηση για ύπαρξη αριστερής και δεξιάς πτέρυγας στα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα στη δεκαετία του ’30, από την οποία προέκυπτε και η συμμαχία μαζί τους, γεγονός που υποτιμούσε την πλήρη μετάλλαξή τους πλέον σε κόμματα της αστικής τάξης. Αυτός ο λαθεμένος διαχωρισμός διατηρήθηκε και μετά από το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο.»21
Η ΜΕΤΑΠΟΛΕΜΙΚΗ ΕΥΡΩΠΗ ΚΑΙ Η «ΧΡΥΣΗ ΤΡΙΑΚΟΝΤΑΕΤΙΑ» ΤΗΣ ΣΟΣΙΑΛΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ
Ο πόλεμος διαμόρφωσε μια νέα διεθνή πραγματικότητα. Η ΕΣΣΔ, παρά τις τεράστιες θυσίες και την οικονομική καταστροφή βγήκε με αυξημένο κύρος και επιρροή, ενώ σε πολλές καπιταλιστικές χώρες τα εργατικά κινήματα βγήκαν ενισχυμένα μέσα και από το ρόλο τους στον αντιφασιστικό και απελευθερωτικό αγώνα. Οι ΗΠΑ, που υπέστησαν μικρές απώλειες στον πόλεμο, αναδεικνύονται σε ατμομηχανή του παγκόσμιου καπιταλισμού κατοχυρώνοντας την πρωτοκαθεδρία τους στον καπιταλιστικό κόσμο.
Μετά από τον πόλεμο ακολουθεί η επονομαζόμενη και ως «χρυσή τριακονταετία», η περίοδος που καλύπτει το διάστημα μεταξύ 1945 και 1975 και χαρακτηρίζεται από τη μεταπολεμική ανάκαμψη της καπιταλιστικής οικονομίας. Είναι η εποχή που στη Γαλλία αποδόθηκε γλαφυρά ως «Les trente glorieuses», τα «τριάντα ένδοξα χρόνια».
Η περίοδος αυτή είναι μια «χρυσή εποχή» και για την ευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατία, η οποία στην πλειονότητα των ευρωπαϊκών χωρών σταθεροποιείται ως πυλώνας άσκησης της αστικής εξουσίας συγκροτώντας σε πολλές από αυτές κυβερνήσεις, ορισμένες μάλιστα μακρόβιες, ενώ στο έδαφος της οικονομικής μεγέθυνσης είχε αυξημένα περιθώρια ελιγμών και χειραγώγησης του εργατικού κινήματος. Αξιοποιείται επίσης για την πιο αποτελεσματική αντιπαράθεση του αστικού στρατοπέδου με το σοσιαλισμό και την ΕΣΣΔ.
Στα ευρωπαϊκά κράτη η καπιταλιστική ανασυγκρότηση υποστηρίχτηκε αποφασιστικά από την άμεση βοήθεια αμερικανικών κεφαλαίων (Σχέδιο Μάρσαλ) δίνοντας ώθηση στις καπιταλιστικές οικονομίες, οι οποίες μετά από την πολεμική κρίση και τη μεταπολεμική ανόρθωση πέρασαν σε ανοδική φάση. Ο πόλεμος, καταστρέφοντας ένα μεγάλο όγκο υπερσυσσωρευμένου κεφαλαίου, διαμόρφωσε αντικειμενικά το έδαφος για ένα νέο γύρο καπιταλιστικής κερδοφορίας και αναζωογόνησης.
Για την ανοικοδόμηση των κατεστραμμένων καπιταλιστικών οικονομιών ήταν αναγκαίο να διευρυνθεί και να γενικευτεί η εφαρμογή μιας πολιτικής κρατικομονοπωλιακών ρυθμίσεων, η οποία σε σημαντικό βαθμό είχε αναπτυχθεί και προπολεμικά στα χρόνια της κρίσης του 1929. Στα ευρωπαϊκά καπιταλιστικά κράτη έγινε κοινός τόπος η διαμόρφωση και ο σχεδιασμός μιας πολιτικής μεσοπρόθεσμων και μακροπρόθεσμων κρατικών επενδύσεων για την κατασκευή και τον εκσυγχρονισμό υποδομών, για την ανανέωση βιομηχανικού και τεχνολογικού εξοπλισμού, για επενδύσεις σε κρίσιμους τομείς όπως η ενέργεια, η αναβάθμιση οδικών και σιδηροδρομικών δικτύων, με λίγα λόγια για αναγκαίες υποδομές για την ανάπτυξη του κεφαλαίου. Το αστικό κράτος ανέλαβε την υποστήριξη κλάδων της καπιταλιστικής οικονομίας και μέσα από την κρατική ιδιοκτησία σε ορισμένους τομείς, ενώ παράλληλα επέκτεινε λειτουργίες του στην αναπαραγωγή της εργατικής δύναμης, της εκπαίδευσης, της υγείας και πρόνοιας, της κοινωνικής ασφάλισης, βάζοντας τα θεμέλια τέτοιων λειτουργιών που γενικεύτηκαν στα σύγχρονα καπιταλιστικά κράτη. Είναι η περίοδος που αρχίζει να μεσουρανεί ο κεϊνσιανισμός, η λεγόμενη «κρατική ρύθμιση της οικονομίας», και μπαίνουν οι βάσεις για τη δημιουργία του λεγόμενου «κοινωνικού κράτους», που αποτέλεσε «σημαία» της σοσιαλδημοκρατίας.
Την περίοδο αυτή η ευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατία καταγράφει εντυπωσιακές εκλογικές επιδόσεις και παγιώνεται ως κυβερνητική δύναμη σε αρκετές χώρες.
ΟΙ ΥΨΗΛΟΤΕΡΕΣ ΕΚΛΟΓΙΚΕΣ ΕΠΙΔΟΣΕΙΣ ΤΩΝ ΣΟΣΙΑΛΔΗΜΟΚΡΑΤΙΚΩΝ ΚΟΜΜΑΤΩΝ 1950-196022
Αυστρία
|
1959
|
44,8%
|
Βέλγιο
|
1954
|
38,6%
|
Γερμανία (ΟΔ)
|
1957
|
31,8%
|
Δανία
|
1954
|
41,3%
|
Μεγάλη Βρετανία
|
1951
|
48,8%
|
Νορβηγία
|
1957
|
48,3%
|
Ολλανδία
|
1956
|
32,7%
|
Σουηδία
|
1960
|
47,8%
|
Η αναζωογόνηση της καπιταλιστικής οικονομίας έδωσε σημαντικούς ρυθμούς μεγέθυνσης, οι οποίοι «θυμίζουν» τη «χρυσή» εποχή 1871-1914. Την περίοδο 1950-1973 το ΑΕΠ στα καπιταλιστικά κράτη, υπολογισμένο σε σταθερές τιμές, τριπλασιάστηκε, ενώ οι εξαγωγές εμπορευμάτων πενταπλασιάστηκαν.23 Ενδεικτικά, τη δεκαετία του 1950 ο μέσος ετήσιος ρυθμός αύξησης του κατά κεφαλήν ΑΕΠ ήταν 6,5% στην ΟΔ Γερμανίας, 5,3% στην Ιταλία και 3,5% στη Γαλλία, ενώ την περίοδο 1913-1950 ο ετήσιος ρυθμός ήταν μόλις 0,4% στη Γερμανία, 0,6% στην Ιταλία και 0,7% στη Γαλλία.24 Είναι λογικό η αστική πολιτική να θριαμβολογεί, να μιλάει για «κοινωνία της αφθονίας», με το Βρετανό συντηρητικό πρωθυπουργό Χ. Μακμίλαν να κερδίζει τις εκλογές του 1959 απευθυνόμενος στο λαό με το σύνθημα: «Ουδέποτε άλλοτε περνούσατε τόσο καλά».
Ασφαλώς, όπως είδαμε και στην περίπτωση του Μεσοπολέμου, οι ανάγκες της καπιταλιστικής οικονομίας είναι που υπαγορεύουν την πολιτική κρατικής στήριξης και παρέμβασης, οι οποίες ακολουθήθηκαν τόσο από τα φιλελεύθερα-συντηρητικά κόμματα όσο και από τα σοσιαλδημοκρατικά. Επανέρχεται το συμπέρασμα πως η υιοθέτηση τέτοιων πολιτικών σχετίζεται πρωτίστως με τη φάση και τις ανάγκες της καπιταλιστικής οικονομίας και όχι με τους εκάστοτε διαχειριστές. Όταν οι Βρετανοί Συντηρητικοί διαδέχτηκαν τους Εργατικούς στην κυβέρνηση, συνέχισαν το πρόγραμμα εθνικοποιήσεων, που οι τελευταίοι είχαν εφαρμόσει την περίοδο 1945-1951. Στη Γερμανία, το πρόγραμμα του συντηρητικού Χριστιανοδημοκρατικού Κόμματος διακήρυσσε το 1947: «Η νέα δομή της γερμανικής οικονομίας πρέπει να ξεκινά από την αντίληψη ότι η περίοδος απεριόριστης εξουσίας του ιδιωτικού καπιταλισμού έχει τελειώσει.»25 Τα κρατικά προγράμματα επενδύσεων στη Γαλλία αναπτύχθηκαν κατά τη διάρκεια των κυβερνήσεων Ντε Γκολ, στηρίζοντας τη μεγέθυνση των μονοπωλίων σε διάφορους βιομηχανικούς κλάδους, στον ηλεκτρισμό, στην αεροναυπηγική, στις τηλεπικοινωνίες, στην αυτοκινητοβιομηχανία. Αντίστοιχα παραδείγματα υπάρχουν σε όλες τις χώρες.
Όπως έχουμε εκτιμήσει: «Η μεταπολεμική εκτεταμένη κρατική κοινωνική πολιτική, έργο και των φιλελεύθερων και των σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων και κυβερνήσεων, ήταν αποτέλεσμα τριών παραγόντων: Της ανάγκης μεγαλύτερης κρατικής στήριξης και αναπαραγωγής του κοινωνικού κεφαλαίου, με άμεση ανάληψη από το κράτος ενός μέρους της αναπαραγωγής της εργατικής δύναμης (παιδεία, υγεία, πρόνοια). Της επίδρασης που ασκούσαν στο εργατικό κίνημα των καπιταλιστικών χωρών οι κοινωνικές κατακτήσεις στην ΕΣΣΔ και στις άλλες χώρες της σοσιαλιστικής οικοδόμησης. Της ανάγκης να ενσωματωθούν στο καπιταλιστικό σύστημα ισχυρά εργατικά και λαϊκά κινήματα.»26
Η ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων στη μεταπολεμική περίοδο επέφερε αλλαγές και στην κοινωνικοταξική δομή των καπιταλιστικών κοινωνιών. Περιορίστηκαν τα αγροτικά μεσαία στρώματα, ενώ αυξήθηκαν τα αστικά. Η απόλυτη και ποσοστιαία αύξηση της συγκέντρωσης της εργατικής τάξης συνοδεύτηκε και από αλλαγές στη διάρθρωσή της. Στις πιο αναπτυγμένες καπιταλιστικές χώρες εμφανίστηκε η τάση μείωσης του ποσοστού των εργατών σε παραδοσιακούς βιομηχανικούς κλάδους. Ταυτόχρονα, βιομηχανικό προλεταριάτο με υψηλότερο μορφωτικό και επαγγελματικό επίπεδο συγκεντρωνόταν με αυξανόμενους ρυθμούς σε νέους βιομηχανικούς κλάδους, ενώ αυξανόταν το τμήμα της εργατικής τάξης που απασχολούνταν στη σφαίρα του εμπορίου και των τραπεζών. Παράλληλα, διευρύνθηκε το τμήμα μισθωτών εργαζόμενων στους τομείς της υγείας, πρόνοιας και εκπαίδευσης.
Πρόκειται, κατ’ αναλογία με την περίοδο 1871-1914, για μια εποχή σχετικής «ειρηνικής» ανάπτυξης του καπιταλισμού χωρίς πολέμους και κρίση, με αναπτυγμένη ομαλή κοινοβουλευτική ζωή, όπου οι οικονομικές διεκδικήσεις της εργατικής τάξης επιφέρουν ορισμένες κατακτήσεις, κάτω και από το βάρος της ύπαρξης του σοσιαλισμού και της μεταπολεμικής καπιταλιστικής ανόδου. Παράλληλα, έχουμε διαστρωμάτωση και διαφοροποίηση της εργατικής τάξης, νέα μισθωτά τμήματά της στους ανερχόμενους κλάδους, ενώ επίσης έχουμε σταδιακή ανάπτυξη μιας όλο και πιο εκτεταμένης συνδικαλιστικής γραφειοκρατίας συνδεδεμένης με τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα. Όλα τα παραπάνω διαμορφώνουν ένα κοινωνικό υπόβαθρο για την ενσωμάτωση ευρύτερων τμημάτων των λαϊκών δυνάμεων, του συμβιβασμού στο εργατικό κίνημα, αλλά και του οπορτουνισμού, ο οποίος εκφράστηκε τόσο με το ρεύμα του «ευρωκομμουνισμού» όσο και με πολιτικές επεξεργασίες ΚΚ (μη «ευρωκομμουνιστικών») που πρόβαλαν με διάφορες εκδοχές τον κυβερνητισμό στο πλαίσιο του καπιταλισμού.
Για το κομμουνιστικό κίνημα η μεταπολεμική περίοδος επισφραγίζεται από την οπορτουνιστική στροφή στο 20ό Συνέδριο του ΚΚΣΕ, με αρνητικές συνέπειες στη σοσιαλιστική οικοδόμηση, αλλά και στη στρατηγική του Διεθνούς Κομμουνιστικού Κινήματος. Υιοθετείται η γραμμή της «ειρηνικής συνύπαρξης» μεταξύ σοσιαλισμού και καπιταλισμού, ενώ πολλά ΚΚ στις καπιταλιστικές χώρες υιοθετούν τη στρατηγική των σταδίων, τη λογική των λεγόμενων «αντιμονοπωλιακών» ή «αντιιμπεριαλιστικών» κυβερνήσεων. Ο πολιτικός στόχος τέτοιων κυβερνήσεων ουσιαστικά αποτελούσε μια μορφή καθαρά κοινοβουλευτικής μεταρρύθμισης ή παρουσιαζόταν με τη μορφή ενδιάμεσου σταδίου στην επαναστατική διαδικασία. Στη βάση αυτής της στρατηγικής «τα ΚΚ πραγματοποίησαν συμμαχίες που είχαν ως αποτέλεσμα να ισχυροποιηθούν οι μεταρρυθμιστικές θέσεις της σοσιαλδημοκρατίας μέσα στις εργατικές δυνάμεις, να διαβρωθεί η οργανωτική αυτοτέλεια του κομμουνιστικού κινήματος, να ενσωματωθεί το εργατικό συνδικαλιστικό κίνημα σε στρατηγικής σημασίας αστικές κυβερνητικές επιλογές και να απομαζικοποιηθεί».27
Πολλά ΚΚ κατέγραψαν ισχυρά εκλογικά ποσοστά, όπως στη Γαλλία και την Ιταλία, τα οποία όμως δε δικαίωσαν την αυταπάτη για κοινοβουλευτικό πέρασμα στο σοσιαλισμό, αλλά ενίσχυσαν τις οπορτουνιστικές παρεκκλίσεις διαβρώνοντας το κομμουνιστικό κίνημα, οδηγώντας ΚΚ στη σοσιαλδημοκρατικοποίηση.
Τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα συνεχίζουν να διατηρούν τους δεσμούς με οργανωμένα τμήματα της εργατικής τάξης και τα συνδικάτα, στα οποία ισχυροποιείται η συνδικαλιστική γραφειοκρατία. Τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα παίζουν επίσης κομβικό ρόλο σε βασικές αστικές επιλογές, όπως η συγκρότηση του ΝΑΤΟ, η συγκρότηση της ΕΟΚ και στη συνέχεια η διεύρυνσή της, η σταθερή αντικομμουνιστική στάση ενάντια στην ΕΣΣΔ.
Στο επίπεδο των διακηρύξεων ολοκληρώνεται και φραστικά η απομάκρυνση από το μαρξισμό. Με σταθμό το Συνέδριο του SPD στο Μπαντ-Γκόντεσμπεργκ το 1959, αποκηρύσσεται και τυπικά ο μαρξισμός και οι αρχές της ταξικής πάλης ως θεωρητική βάση της σοσιαλδημοκρατίας. Όπως έχει σημειωθεί: «Αν κατά την προηγούμενη περίοδο οι σοσιαλδημοκράτες πίστευαν ότι ο καπιταλισμός θα μεταμορφωνόταν σε σοσιαλισμό, από τα τέλη της δεκαετίας του 1950 και μετά άρχισαν να διακηρύττουν πως ο καπιταλισμός με τη μορφή του κράτους πρόνοιας έχει ήδη γίνει σοσιαλισμός.»28
O «ΤΡΙΤΟΣ ΔΡΟΜΟΣ» ΚΑΙ Η ΣΥΖΗΤΗΣΗ ΓΙΑ ΤΗΝ (ΠΑΡΑΤΕΤΑΜΕΝΗ) ΚΡΙΣΗ ΤΩΝ ΣΟΣΙΑΛΔΗΜΟΚΡΑΤΙΚΩΝ ΚΟΜΜΑΤΩΝ
Σημείο καμπής, που κλείνει και σε μεγάλο βαθμό αυτήν την ιστορική φάση, αποτελεί η καπιταλιστική κρίση του 1973 (η επονομαζόμενη «πετρελαϊκή»), με την οποία ανακόπτεται η φαινομενικά «αδιατάρακτη» ως τότε οικονομική ανάπτυξη της προηγούμενης τριακονταετίας. Το μεταπολεμικό καπιταλιστικό «μπουμ» εξαντλεί τα όριά του διαμορφώνοντας την ανάγκη ριζικών αναπροσαρμογών στην καπιταλιστική διαχείριση για την τόνωση της καπιταλιστικής οικονομίας και την ανάκαμψη της κερδοφορίας του κεφαλαίου. Είναι η περίοδος που στο επίπεδο της αστικής διαχείρισης σηματοδοτείται η στροφή από τον κεϊνσιανισμό στην υιοθέτηση της λεγόμενης «νεοφιλελεύθερης» οικονομικής πολιτικής.
Προωθείται ο περιορισμός της κρατικής καπιταλιστικής ιδιοκτησίας και η επανιδιωτικοποίηση τομέων, ο περιορισμός των κρατικών κοινωνικών υπηρεσιών, η επίθεση στις εργασιακές σχέσεις και στα μέτρα προστασίας της σταθερής και πλήρους εργασίας κ.ά. Είναι η εποχή της ανόδου της Μ. Θάτσερ στη Μ. Βρετανία και του Ρ. Ρίγκαν στις ΗΠΑ στην αστική διακυβέρνηση, που εφαρμόζουν με επιθετικό τρόπο τέτοιες κατευθύνσεις, αν και παρόμοιο πρόγραμμα οικονομικών μέτρων εφαρμόζεται στη Χιλή από τον Πινοσέτ, αλλά και από τους Εργατικούς στην Αυστραλία και τη Νέα Ζηλανδία (που χαρακτηρίστηκε ως «θατσερισμός με ανθρώπινο πρόσωπο»).29 Η επικράτηση των νέων κατευθύνσεων του οικονομικού φιλελευθερισμού συμβολίζεται και από το γεγονός ότι το Νόμπελ για τις οικονομικές επιστήμες, το οποίο θεσπίστηκε το 1969, δόθηκε το 1974 στον Φ. Χάγιεκ και το 1976 στον Μ. Φρίντμαν, θεωρητικούς εκπροσώπους της φιλελεύθερης οικονομικής σκέψης.30
Η ανάγκη απομάκρυνσης από τον κεϊνσιανισμό ανοίγει από τα τέλη του 1970 μια συζήτηση για την κρίση των σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων, τα οποία ήδη παρουσιάζουν σε αρκετές χώρες σημάδια εκλογικής κάμψης, αλλά και μείωσης των μελών τους. Ενδεικτικά, οι Εργατικοί στη Μ. Βρετανία από 666.000 μέλη το 1979 πέφτουν στα 274.000 μέλη το 1982. Στις εκλογές του 1983 χάνουν περισσότερα από 3 εκ. ψήφους και 160 έδρες στο κοινοβούλιο, καταγράφοντας τη χειρότερη επίδοσή τους από τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο.31 Το Εργατικό Κόμμα χρειάστηκε πάνω από μία δεκαετία και τρεις διαφορετικούς ηγέτες για ν’ αρχίσει ν’ ανακάμπτει. Η εικόνα αυτή δεν είναι ενιαία σε όλες τις ευρωπαϊκές χώρες, καθώς με «διαφορά φάσης» την ίδια περίοδο η σοσιαλδημοκρατία γνωρίζει άνθηση στον ευρωπαϊκό Νότο (Ελλάδα, Ισπανία, Πορτογαλία, Γαλλία), ζήτημα για το οποίο θα αναφερθούμε στη συνέχεια. Σε κάθε περίπτωση, οι ρίζες για τη λεγόμενη «κρίση της σοσιαλδημοκρατίας» έλκουν την καταγωγή τους σ’ εκείνη την περίοδο και αντανακλούν την προσαρμογή στο έδαφος των κοινωνικών μεταβολών και των νέων αναγκών της καπιταλιστικής ανάπτυξης, που διαμορφώθηκαν από τα μέσα της δεκαετίας του 1970 σε συνθήκες υποχώρησης του κεϊνσιανισμού και του «κοινωνικού κράτους». Ακόμη και αν η σοσιαλδημοκρατία ανακάμπτει εκλογικά τη δεκαετία του 1990 αναλαμβάνοντας τα ηνία της αστικής διαχείρισης σε αρκετές χώρες, τα αποτελέσματα αυτών των κοινωνικών μεταβολών είχαν μακροπρόθεσμες συνέπειες που επέδρασαν στην ικανότητά της να παρουσιάζεται απατηλά ως φορέας των εργατικών συμφερόντων.
Οι αντεπαναστατικές ανατροπές στις αρχές της δεκαετίας του 1990 βύθισαν το Διεθνές Κομμουνιστικό και Εργατικό Κίνημα σε βαθιά κρίση. Το κύμα της αντεπανάστασης προκάλεσε την οπορτουνιστική και σοσιαλδημοκρατική μετάλλαξη δεκάδων ΚΚ, αλλά και τη συρρίκνωση όσων δυνάμεων παρέμειναν σε επαναστατικό προλεταριακό προσανατολισμό. Μεταλλαγμένες κομμουνιστικές δυνάμεις, είτε διατηρώντας είτε απεμπολώντας τον κομμουνιστικό τίτλο, τροφοδότησαν σειρά αστικών και οπορτουνιστικών πολιτικών δυνάμεων προσφέροντας νέα καύσιμα στον εγκλωβισμό του εργατικού κινήματος, με χαρακτηριστικότερη ίσως την περίπτωση των Ιταλών πρώην κομμουνιστών και τη συγκρότηση των κυβερνήσεων Πρόντι και Ντ’ Αλέμα στα μέσα της δεκαετίας του 1990. Παράλληλα βρίσκονται σε άνθηση πλήθος θεωριών σχετικά με το «τέλος της εργατικής τάξης» και της ταξικής πάλης, παρουσιάζοντας τις αλλαγές στη διάρθρωση της εργατικής τάξης ως «εξαφάνισή» της. Σε συνδυασμό με διάφορες «μεταμοντέρνες» θεωρητικές προσεγγίσεις παρουσιάζεται η αναζήτηση «νέων κοινωνικών υποκειμένων» στη θέση των τάξεων. Στις περισσότερες χώρες το οργανωμένο εργατικό κίνημα βρίσκεται σε υποχώρηση ή σε άλλες περιπτώσεις σε βαθιά διάβρωση από το συμβιβασμένο εργοδοτικό συνδικαλισμό. Σε αυτές τις συνθήκες τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα, τα οποία ούτως ή άλλως έχουν μετατρέψει το σοσιαλισμό σε μια αναφορά κενή περιεχομένου, από κοινού με τα φιλελεύθερα-συντηρητικά κόμματα μιλάνε για «κοινωνικό διάλογο» και «κοινωνικό εταιρισμό», εξοβελίζοντας τις ταξικές αντιθέσεις και την ταξική πάλη. Παράλληλα, η αντεπανάσταση άνοιξε δρόμο για μια ευρεία επίθεση στην εργατική τάξη με κατεδάφιση δικαιωμάτων και κατακτήσεων, τη λεγόμενη πολιτική των καπιταλιστικών αναδιαρθρώσεων όπως χαρακτηριστικά συμπυκνώθηκε στις ευρωπαϊκές χώρες από τις πολιτικές της ΕΟΚ/ΕΕ, που αποτέλεσαν κορμό της επίθεσης στην εργατική τάξη με σκοπό τη στήριξη της διευρυμένης αναπαραγωγής του κεφαλαίου.
Οι προσαρμογές της σοσιαλδημοκρατίας τη δεκαετία του 1990 σηματοδοτούνται κυρίως με την περιβόητη υιοθέτηση του λεγόμενου «τρίτου δρόμου», που όπως επισήμανε ο βασικός θεωρητικός εκφραστής του, Ά. Γκίντενς, «αναφέρεται σε ένα πλαίσιο σκέψης και χάραξης πολιτικής, το οποίο επιζητεί την προσαρμογή της σοσιαλδημοκρατίας σε έναν κόσμο που έχει αλλάξει ριζικά τα τελευταία είκοσι-τριάντα χρόνια. Πρόκειται για έναν τρίτο δρόμο, γιατί αποπειράται να υπερβεί τόσο την παλαιού τύπου σοσιαλδημοκρατία όσο και το νεοφιλελευθερισμό».32
Ο «τρίτος δρόμος» παρουσιάζεται ως το πρόγραμμα της «νέας σοσιαλδημοκρατίας», με τον Τ. Μπλερ και τους «Νέους Εργατικούς» στη Μ. Βρετανία να ανακάμπτουν στην κυβέρνηση, μετά από 18 χρόνια στην αντιπολίτευση, το 1997. Είχε προηγηθεί το 1996 ο σχηματισμός της «κεντροαριστερής» κυβέρνησης του Ρ. Πρόντι στην Ιταλία, χρονιά που επίσης ανήλθε στην κυβέρνηση στην Ελλάδα το «εκσυγχρονιστικό» ΠΑΣΟΚ. Οι Γερμανοί σοσιαλδημοκράτες ανέλαβαν την κυβέρνηση με τον Γκ. Σρέντερ το 1998, μετά από 16 χρόνια.
Τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα υλοποίησαν μεγάλο μέρος των λεγόμενων καπιταλιστικών αναδιαρθρώσεων ολόκληρη τη δεκαετία του 1990 και έπειτα, πολλές φορές με μεγαλύτερη αποφασιστικότητα και από τα αστικά φιλελεύθερα και «συντηρητικά» κόμματα, αποδεικνύοντας εκ νέου ότι η καπιταλιστική οικονομία διέπεται από νομοτέλειες που υπηρετούνται εξίσου απ’ όλους τους πολιτικούς διαχειριστές. Στη Γερμανία η στρατηγική της αστικής τάξης συμπυκνώθηκε στα αντιλαϊκά μέτρα που προωθήθηκαν με τη γνωστή «Ατζέντα 2010» από τους σοσιαλδημοκράτες του Γκ. Σρέντερ. Επιπλέον, σοσιαλδημοκρατικές κυβερνήσεις πρωτοστάτησαν σε ιμπεριαλιστικές επεμβάσεις όπως στη Γιουγκοσλαβία και στο Ιράκ.
Αποτέλεσμα ήταν να γίνονται ολοένα και πιο δυσδιάκριτες οι διαφορές ανάμεσα στα σοσιαλδημοκρατικά και τα φιλελεύθερα/συντηρητικά κόμματα. Βέβαια, οι επιμέρους διαφοροποιήσεις, αλλά και υπαρκτές διαφορές που συνίστανται στη διαφορετική ιστορική καταγωγή και διαδρομή των κομμάτων, την ιδιαίτερη αναφορά τους σε κοινωνικά στρώματα, συνέχισαν να αξιοποιούνται ως «οξυγόνο» στη μεταξύ τους εναλλαγή για τον εγκλωβισμό του λαού και την αποτελεσματικότερη υλοποίηση της στρατηγικής του κεφαλαίου.
Το ξέσπασμα της καπιταλιστικής κρίσης το 2008 σηματοδότησε την έναρξη μιας πορείας εκλογικής υποχώρησης πολλών κραταιών σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων, σε συνθήκες μεγάλης αναμόρφωσης των αστικών πολιτικών δυνάμεων, αναδιάταξης των πολιτικών και κομματικών σχηματισμών με πλήγματα στον παγιωμένο δικομματισμό ή διπολισμό σε αρκετές χώρες, αλλά και ανόδου του εθνικιστικού ρεύματος σε ολόκληρη την Ευρώπη.
Αναπόφευκτα, η (παρατεταμένη) συζήτηση για την κρίση της σοσιαλδημοκρατίας επανήλθε δριμύτερη τα τελευταία χρόνια, στο φόντο της κατάρρευσης ιστορικών κομμάτων σε μια εκλογική αναμέτρηση, με πιο χαρακτηριστική ίσως την περίπτωση του ΠΑΣΟΚ στη χώρα μας, απ’ όπου προέκυψε και η διεθνής χρήση του όρου «pasokification» ή αλλιώς της «πασοκοποίησης», για να αποδώσει το φαινόμενο της απότομης εκλογικής μείωσης ενός μέχρι πρότινος ισχυρού σοσιαλδημοκρατικού κόμματος.
Στο φόντο αυτών των εξελίξεων και σε συνθήκες βαθιάς κρίσης του εργατικού κινήματος τα τελευταία 30 χρόνια, δυνάμωσαν οι σχεδιασμοί της αστικής πολιτικής για τον εγκλωβισμό της λαϊκής δυσαρέσκειας. Παρά την κρίση των σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων, αναζωπυρώθηκε ο «πυρήνας» της σοσιαλδημοκρατικής παραπλάνησης, παρουσιάζοντας ως δήθεν φιλολαϊκό αντίδοτο ένα διαφορετικό μίγμα διαχείρισης, στο έδαφος και ενδοαστικών αντιπαραθέσεων για τη βέλτιστη «συνταγή» αντιλαϊκής πολιτικής, ώστε να βγει ενισχυμένο το κεφάλαιο από την καπιταλιστική κρίση. Ξεδιπλώθηκε ένας συστηματικός σχεδιασμός διαμόρφωσης νέων σοσιαλδημοκρατικών πόλων (ΣΥΡΙΖΑ στην Ελλάδα, Podemos στην Ισπανία κλπ.). Στο έδαφος του ιδεολογικού κατακερματισμού που διαπερνά το Διεθνές Εργατικό και Κομμουνιστικό Κίνημα, ως αποτέλεσμα της νίκης της αντεπανάστασης, επανήλθε σε ορισμένες χώρες όπου διατηρούνται κομμουνιστικές δυνάμεις η πίεση για συμμετοχή ή στήριξη μιας κυβέρνησης στο έδαφος του καπιταλισμού, ενώ παρουσιάστηκε πλήθος «επεξεργασιών» για να δικαιολογηθεί η μετατροπή τους σε «ουρά» της σοσιαλδημοκρατίας. Στην Ελλάδα το ΚΚΕ απέκρουσε αυτήν την επίθεση, άλλα κόμματα όμως όχι (όπως η στήριξη που πρόσφερε το ΚΚ Πορτογαλίας στη σοσιαλδημοκρατική κυβέρνηση μειοψηφίας που συγκροτήθηκε στη χώρα του από το Σοσιαλιστικό Κόμμα του Α. Κόστα).
ΕΞΕΛΙΞΗ ΤΗΣ ΕΚΛΟΓΙΚΗΣ ΕΠΙΡΡΟΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΣΟΣΙΑΛΔΗΜΟΚΡΑΤΙΚΩΝ ΚΟΜΜΑΤΩΝ 1990-2019