Σοσιαλδημοκρατία: Διαχρονικά επικίνδυνος εχθρός του εργατικού κινήματος (Β΄ μέρος)


του Κώστα Μπορμπότη*

ΠΛΕΥΡΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΟΡΕΙΑ ΤΗΣ ΣΟΣΙΑΛΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ

ΤΟ «ΦΑΙΝΟΜΕΝΟ» ΠΑΣΟΚ

Στην Ελλάδα, όπως και σε άλλες χώρες, η πορεία του ρεύματος της σοσιαλδημοκρατίας και των πολιτικών του φορέων δεν υπήρξε ταυτόσημη με τη γενική ιστορική διαδρομή που ήδη περιγράψαμε, η οποία κυρίως έχει ως επίκεντρο τις χώρες της Δυτικής Ευρώπης, που αποτέλεσαν και την «κοιτίδα» ανάπτυξης των καπιταλιστικών σχέσεων. Όπως είναι φυσικό, ιστορικοί, κοινωνικο-οικονομικοί και πολιτικοί όροι της καπιταλιστικής ανάπτυξης επιδρούν συνδυαστικά στη διαμόρφωση της συγκεκριμένης πραγματικότητας σε κάθε χώρα, καθορίζοντας διαφοροποιήσεις στην πορεία της σοσιαλδημοκρατίας σε χώρες του ευρωπαϊκού Νότου, αλλά και στη Λατινική Αμερική.

Στα τέλη της δεκαετίας του 1970, ενώ στις υπόλοιπες χώρες της Ευρώπης άρχιζαν τα πρώτα δείγματα της εκλογικής και πολιτικής «κόπωσης» των σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων, στην Ελλάδα, την Ισπανία, την Πορτογαλία, αλλά και στη Γαλλία έχουμε «κύμα» ανόδου των σοσιαλιστικών κομμάτων στην αστική διακυβέρνηση.

Για το ΠΑΣΟΚ έχουν γραφτεί πολλά και ως πολιτικό κόμμα έχει γίνει αντικείμενο εκτενούς μελέτης, διαμορφώνοντας ένα σημαντικό όγκο βιβλιογραφίας, πολιτικής και ακαδημαϊκής. Συχνά, αρκετές προσεγγίσεις αντιμετωπίζουν το ΠΑΣΟΚ ως «μοναδικό» φαινόμενο, υπερτονίζοντας την «ιδιαιτερότητά» του, όμως η μελέτη αντίστοιχων φαινομένων στο «γεωγραφικά» ευρύτερο κοινωνικό πλαίσιο χωρών της Νότιας Ευρώπης αναδεικνύει ορισμένες ομοιότητες: α) Ταυτόχρονη σχεδόν πτώση των δικτατοριών σε Ελλάδα, Ισπανία, Πορτογαλία. β) Ισχυροποίηση των σοσιαλιστικών-σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων και συγκρότηση κυβερνήσεων. γ) Στις χώρες αυτές τα σοσιαλιστικά κόμματα είχαν να αντιμετωπίσουν εδραιωμένα Κομμουνιστικά Κόμματα, τα οποία (ανεξάρτητα από προβλήματα στη στρατηγική τους) είχαν ιστορικές ρίζες και παρελθόν. δ) Χρονικά παράλληλη πορεία ένταξης στην ΕΟΚ (Ελλάδα 1981, Ισπανία και Πορτογαλία 1986).

Υπό αυτό το πρίσμα αναδεικνύονται ορισμένες ουσιαστικότερες αναλογίες που αφορούν τη διαδικασία μετάβασης στην κοινοβουλευτική δημοκρατία, εξασφαλίζοντας την αδιατάρακτη εξουσία του κεφαλαίου και προστατεύοντάς την από το λαϊκό κίνημα, τις ανάγκες αστικών εκσυγχρονισμών σε μεγάλο φάσμα της πολιτικής και κοινωνικής ζωής στο έδαφος και της οικονομικής ανάπτυξης και των κοινωνικών μεταβολών που έχουν προηγηθεί, την τιθάσευση του εργατικού κινήματος που βρίσκεται σε ανοδική τροχιά, τη διαμόρφωση κοινωνικών συμμαχιών της αστικής τάξης με μεσαία και λαϊκά στρώματα. Δεν είναι τυχαίο ότι με πυρήνα το σύνθημα της «Αλλαγής» πορεύτηκε το ΠΑΣΟΚ του Α. Παπανδρέου, ο Φ. Γκονζάλεζ στην Ισπανία (Por el cambio) και ο Φ. Μιτεράν στη Γαλλία (Changer la vie).

Βέβαια, πρέπει να σημειώσουμε ότι δεν πρόκειται για πανομοιότυπες περιπτώσεις, καθώς, παρά τις προαναφερθείσες ομοιότητες, οι χώρες αυτές παρουσιάζουν σημαντικές διαφοροποιήσεις, ενώ διαφορετικό είναι και τα άμεσο ιστορικό περιβάλλον. Για παράδειγμα, στη Γαλλία προηγήθηκε η μακρόχρονη διακυβέρνηση του Ντε Γκολ και τα γεγονότα του Μάη του 1968, στην Πορτογαλία η λεγόμενη «Επανάσταση των Γαριφάλων». Τα ΚΚ στην Ισπανία αλλά και τη Γαλλία είχαν ακολουθήσει την πορεία του «ευρωκομμουνισμού», ενώ σε ό,τι αφορά την Ελλάδα σημαντική διαφοροποίηση αποτελεί το ότι δεν υπήρχαν ρίζες παραδοσιακού σοσιαλδημοκρατικού κόμματος, όπως στις άλλες ευρωπαϊκές χώρες.

Στην Ελλάδα η σοσιαλδημοκρατία ουσιαστικά συγκροτήθηκε για πρώτη φορά αυτοτελώς σε μαζικό πολιτικό κόμμα με το ΠΑΣΟΚ. Πριν το 1974 δεν υπήρχε αντίστοιχος πολιτικός φορέας. Στη χώρα μας η συγκρότηση του πολιτικού φορέα της εργατικής τάξης γίνεται το 1918 με την ίδρυση του ΣΕΚΕ, που γρήγορα μετονομάζεται σε ΚΚΕ και συνδέεται με τη Γ΄ Διεθνή. Ο χρόνος συγκρότησης του κόμματος της εργατικής τάξης (που σχετίζεται με τις ιστορικές συνθήκες της καπιταλιστικής ανάπτυξης στην Ελλάδα) έχει ως αποτέλεσμα το εργατικό κίνημα να μην περάσει από την αρχική σοσιαλδημοκρατική «φάση» που περιγράψαμε στις χώρες της Δ. Ευρώπης. Βεβαίως, υπήρχαν διάφορες μορφές εργατικού ρεφορμισμού και αντίστοιχες πολιτικές ομάδες πριν το ΣΕΚΕ, αλλά και μετά από την ίδρυσή του παρέμειναν εντός του ΣΕΚΕ τέτοιες δυνάμεις και αντιλήψεις. Σε γενικές γραμμές όμως, παρά τις αδυναμίες και τις ελλείψεις εδραιώθηκε σε σύντομο, σχετικά, διάστημα η αδιαμφισβήτητη κομμουνιστική φυσιογνωμία και πολιτική του ΣΕΚΕ-ΚΚΕ.

Στη διάρκεια του Μεσοπολέμου δραστηριοποιήθηκαν ορισμένες μικρές σοσιαλιστικές οργανώσεις (π.χ., το Σοσιαλιστικό Κόμμα του Στ. Σωμερίτη), καθώς και δυνάμεις που χαρακτηρίζονταν ως «σοσιαλίζουσες» (π.χ., η Δημοκρατική Ένωση με τον Αλ. Παπαναστασίου), οι οποίες βρίσκονται στις παρυφές του βενιζελισμού. Στη διάρκεια του πολέμου πολιτικές δυνάμεις με σοσιαλδημοκρατικές αντιλήψεις συνεργάστηκαν με το ΚΚΕ στο πλαίσιο της συγκρότησης του ΕΑΜ και της στρατηγικής του ΚΚΕ εκείνη την περίοδο, όπως η Ένωση Λαϊκής Δημοκρατίας (ΕΛΔ και κατόπιν ΣΚ-ΕΛΔ) με τον Αλ. Σβώλο και τον Ηλ. Τσιριμώκο. Σε συνδυασμό με στρατηγικές αδυναμίες του ΚΚΕ, οι δυνάμεις αυτές ασκούν επίδραση, ενώ αργότερα μετέχουν στις ζυμώσεις που οδηγούν στην απόφαση για τη συγκρότηση της ΕΔΑ.

Η μη ύπαρξη μαζικού σοσιαλιστικού-σοσιαλδημοκρατικού κόμματος στην ελληνική πολιτική ζωή δε σήμαινε βέβαια ότι το ΚΚΕ δεν αντιμετώπισε προβλήματα, αδυναμίες και ελλείψεις στις στρατηγικές πολιτικές του επεξεργασίες απέναντι στις σοσιαλδημοκρατικές δυνάμεις και την πολιτική τους. Εξάλλου, το ΚΚΕ ανέπτυσσε την πολιτική του ως μέρος του Διεθνούς Κομμουνιστικού Κινήματος, στο πλαίσιο του οποίου, όπως ήδη αναφέραμε στο α΄ μέρος του άρθρου (ΚΟΜΕΠ τ.4/2019), αναπτύχθηκαν προβληματικές προσεγγίσεις για κρίσιμα ζητήματα, όπως η πολιτική συμμαχιών, η στάση απέναντι στο ζήτημα της αστικής διακυβέρνησης και άλλα, που επιδρούσαν και στη σχέση με τις σοσιαλδημοκρατικές πολιτικές δυνάμεις. Ίσα-ίσα, η έλλειψη μαζικού σοσιαλδημοκρατικού πολιτικού φορέα ίσως επέδρασε εν μέρει στη συγκάλυψη του πραγματικού χαρακτήρα αυτών των δυνάμεων και αντίστοιχων προβλημάτων, ενώ παράλληλα οι δυνάμεις αυτές ασκούσαν πίεση στο πλαίσιο της πολιτικής συμμαχιών του ΚΚΕ.

Μεταπολεμικά τα προβλήματα αυτά παραμένουν, ενώ μετά από την ήττα του ΔΣΕ κλιμακώνεται η εσωκομματική διαπάλη με τη σταδιακή ενίσχυση των οπορτουνιστικών δυνάμεων μέσα στο ΚΚΕ, στο έδαφος και της αρνητικής επίδρασης της οπορτουνιστικής στροφής στο ΚΚΣΕ. Σημεία αυτής της πορείας είναι οι Αποφάσεις της 6ης Ολομέλειας του 1956, που –επί της ουσίας– καταδίκαζε την επιλογή της ένοπλης πάλης 1946-1949, οι Αποφάσεις της 8ης Ολομέλειας του 1958, το κορυφαίο θεμελιακό λάθος της Απόφασης για τη διάλυση των παράνομων Οργανώσεων του Κόμματος στην Ελλάδα και το πέρασμα των μελών του ΚΚΕ στην ΕΔΑ.

Στο πλαίσιο αυτό έχουμε εκτιμήσει ότι η συγκρότηση της ΕΔΑ το 1951 και ο χαρακτήρας της ως συμμαχίας πολιτικών δυνάμεων αντανακλούσε προβλήματα στρατηγικής του ΚΚΕ, τόσο στο επίπεδο της προγραμματικής επεξεργασίας που ακολουθούσε τη λογική των σταδίων όσο και προβλημάτων στην οργανωτική πολιτική. Η εκτίμηση αυτή δεν αναιρεί το γεγονός ότι η ΕΔΑ έδρασε σε πολύ δύσκολες συνθήκες, όπως και χιλιάδες μέλη και φίλοι της. «Ταυτόχρονα όμως, η ΕΔΑ συσπείρωσε σοσιαλδημοκρατικές πολιτικές δυνάμεις που ενίσχυαν τον οπορτουνισμό στις γραμμές του ΚΚΕ. Το αποτέλεσμα ήταν μέλη και στελέχη του ΚΚΕ που δούλευαν στις γραμμές της να αφομοιωθούν από τον κοινοβουλευτικό προσανατολισμό της, να επηρεαστούν από τις μικροαστικές ιδεολογικές και πολιτικές θέσεις της.»1

Ουσιαστικά, αντικειμενικό επίδικο μιας σειράς οπορτουνιστικών δυνάμεων, μέσα και έξω από το ΚΚΕ, ήταν η υποκατάσταση του ΚΚΕ από την ΕΔΑ και η ανάδειξη της τελευταίας σε τυπικό σοσιαλδημοκρατικό κόμμα της ελληνικής κοινωνίας, με ταυτόχρονο παραμερισμό ή και διάλυση του ΚΚΕ. Στο επίπεδο της πολιτικής συμμαχιών η ΕΔΑ ακολούθησε πολιτική σύμπραξης με αστικές δυνάμεις, όπως η Ένωση Κέντρου (ΕΚ).

Βεβαίως, όλη αυτή η περίοδος, που χαρακτηρίζεται από την αντιμετώπιση του ΚΚΕ με σκληρά κατασταλτικά μέτρα, τις διώξεις και φυλακίσεις σε κομμουνιστές και άλλους αγωνιστές, τα πιστοποιητικά κοινωνικών φρονημάτων και τις πρακτικές που συχνά αναφέρονταν ως «κράτος της Δεξιάς» (όρος που όμως δεν απέδιδε αντικειμενικά την ταξική ουσία του κράτους και των μέτρων του, «αθωώνοντας» τις θεωρούμενες ως κεντρώες πολιτικές δυνάμεις), άφησε ισχυρά αποτυπώματα τις επόμενες δεκαετίες, ενώ η αντίθεση «Δεξιά-Αριστερά», που στις συνθήκες εκείνες βασιζόταν κατά κύριο λόγο στην πολιτική φυσιογνωμία της ΕΔΑ, ως κόμματος που συμμετείχαν οι κομμουνιστές, καθώς το ΚΚΕ είχε τεθεί στην παρανομία, αξιοποιήθηκε στη συνέχεια κατ’ εξακολούθηση παραπλανητικά από τις αστικές πολιτικές δυνάμεις του Κέντρου και της σοσιαλδημοκρατίας αργότερα, από την Ένωση Κέντρου και το 
ΠΑΣΟΚ ως και το ΣΥΡΙΖΑ σήμερα.

Οι διεργασίες για τη συγκρότηση του ΠΑΣΟΚ ξεκινούν την περίοδο της δικτατορίας. Έχει προηγηθεί από τις δεκαετίες του 1950 και 1960 σημαντική καπιταλιστική ανάπτυξη στην Ελλάδα, με συνέπειες στην κοινωνική και ταξική δομή της χώρας, στη διαστρωμάτωση της εργατικής τάξης σε τροχιά παρόμοια με την υπόλοιπη καπιταλιστική Ευρώπη. Ουσιαστικά, από τη δεκαετία του 1960 διαμορφώνονται πλέον ισχυρές αντικειμενικές προϋποθέσεις για την εμφάνιση ισχυρού σοσιαλδημοκρατικού κόμματος.

Γενικά, είναι περίοδος που απασχολεί αρκετά την αστική οικονομική σκέψη η πορεία της καπιταλιστικής ανάπτυξης και της μεταπολεμικής ανόρθωσης. Είναι περίοδος που ο «οικονομικός προγραμματισμός» και ο παρεμβατισμός για τη στήριξη της καπιταλιστικής οικονομίας βρίσκονται στην προτεραιότητα όλων των πολιτικών δυνάμεων, συντηρητικών και κεντρώων. Ας σημειωθεί ότι ο Ανδρέας Παπανδρέου έρχεται από τις ΗΠΑ στην Ελλάδα το 1961, μετά από πρόσκληση του τότε πρωθυπουργού Κ. Καραμανλή, για να αναλάβει επικεφαλής του νεοσύστατου Κέντρου Προγραμματισμού και Οικονομικών Ερευνών (ΚΕΠΕ). Πριν έρθει στην Ελλάδα διετέλεσε καθηγητής στο Πανεπιστήμιο του Χάρβαρντ στις ΗΠΑ, όπου είχε συνεργαστεί με τον Π. Σουίζι, έναν από τους σημαντικότερους οικονομολόγους της λεγόμενης «Σχολής της Εξάρτησης».

Ο Ανδρέας Παπανδρέου εκλέγεται βουλευτής το 1964 με την Ένωση Κέντρου, μετέχοντας ως υπουργός στην κυβέρνηση του πατέρα του, Γεωργίου Παπανδρέου. Στη φάση εκείνη ο πολιτικός του λόγος δεν περιλαμβάνει αναφορές στο σοσιαλισμό, διατυπώνει όμως –σε γενικές γραμμές– έναν αντιεξαρτησιακό κι έντονα αντιμοναρχικό λόγο, που σε αρκετά σημεία «τέμνεται» με τις πολιτικές διακηρύξεις της ΕΔΑ, αναφερόμενος σε ένα κεντρώο ακροατήριο, που συμμετέχει σε κινητοποιήσεις στις συνθήκες του Κυπριακού, του «Ανένδοτου», των Ιουλιανών κλπ.

Το 1968 ο Α. Παπανδρέου ιδρύει το ΠΑΚ (Πανελλήνιο Απελευθερωτικό Κίνημα) στη Στοκχόλμη. Το ΠΑΚ χαρακτηρίζει την αντιδικτατορική πάλη ως αντιιμπεριαλιστική - εθνικοαπελευθερωτική - σοσιαλιστική και διαχωρίζεται οργανωτικά από τις δυνάμεις της ΕΚ στο Συνέδριο της Βιέννης, το 1971.2

Το ΠΑΣΟΚ ιδρύθηκε το 1974, με τη γνωστή διακήρυξη της «3ης Σεπτέμβρη». Στις εκλογές εκείνης της χρονιάς αποσπά 13,5%, ενώ στις εκλογές του 1977 αναδεικνύεται σε αξιωματική αντιπολίτευση καταγράφοντας 25,3%, υποσκελίζοντας τον πολιτικό φορέα του προδικτατορικού Κέντρου (ΕΔΗΚ). Στις εκλογές του 1981 αναδεικνύεται κυβέρνηση με 48%.

Η διαδικασία συγκρότησης της ελληνικής σοσιαλδημοκρατίας με το ΠΑΣΟΚ γίνεται σε μια περίοδο που χαρακτηρίζεται από την άνοδο του εργατικού-λαϊκού κινήματος στα τέλη της δεκαετίας του 1970, μετά από την ανατροπή της δικτατορίας και μέσα στο συγκεκριμένο ιστορικό υπόβαθρο που περιλαμβάνει τις εμπειρίες του λαϊκού κινήματος από την περίοδο της Αντίστασης, ενάντια στη γερμανική κατοχή, την ένοπλη αναμέτρηση και την ήττα του ΔΣΕ, το λεγόμενο «μετεμφυλιακό κράτος», την πάλη ενάντια στην επτάχρονη δικτατορία και τις τάσεις λαϊκής αμφισβήτησης ενάντια στις ΗΠΑ και το ΝΑΤΟ για το ρόλο τους και τη στήριξή τους σε αυτήν. Για την αστική τάξη είναι αναγκαίος ο αστικός εκσυγχρονισμός της ελληνικής καπιταλιστικής κοινωνίας, στο έδαφος της οικονομικής και κοινωνικής ανάπτυξης που έχει συντελεστεί, αλλά και της ανάγκης για μετάβαση μετά από τη δικτατορία σε «ομαλή» κοινοβουλευτική ζωή, με παράλληλη ενσωμάτωση των λαϊκών μαζών. Χρειάζονται αστικοί εκσυγχρονισμοί στο στρατό και τα Σώματα Ασφαλείας, στο αστικό Σύνταγμα και το πολιτικό σύστημα, στην εκπαίδευση, στη δημόσια διοίκηση και την αστική δικαιοσύνη, αλλά και η επίλυση ενδοαστικών αντιθέσεων σε ζητήματα όπως ο ρόλος του στρατού, αλλά και του θεσμού της βασιλείας.

Οι υπάρχουσες αστικές δυνάμεις που ανασυντίθενται από τα προδικτατορικά αστικά κόμματα εκσυγχρονίζονται εν μέρει, κυρίως, με τη συγκρότηση της Νέας Δημοκρατίας του Κ. Καραμανλή (ως μετάπλαση της ΕΡΕ), ενώ η ΕΚ-Νέες Δυνάμεις / ΕΔΗΚ, υπό τον Γ. Μαύρο, που επιχειρεί να αποτελέσει τη συνέχεια της προδικτατορικής Ένωσης Κέντρου, δεν μπορεί να ανταποκριθεί ως κόμμα του Κέντρου στις νέες συνθήκες. Γενικότερα, απαιτείται μια ευρεία ανακατάταξη των πολιτικών δυνάμεων, ώστε να επιτευχθεί ο πολύπλευρος αυτός στόχος των αστικών εκσυγχρονισμών και εδώ διαμορφώνεται το έδαφος για το ρόλο του 
ΠΑΣΟΚ, το οποίο παίρνει την κυβερνητική σκυτάλη από τη ΝΔ στις εκλογές του 1981. Σε μια οξυδερκή παρατήρησή του, ο J. Meynaud, συνδέοντας την πολιτική φυσιογνωμία του Κέντρου με την οικονομική ανάπτυξη (την οποία δε θεωρούσε ακόμη αρκετά ισχυρή στην Ελλάδα), είχε επισημάνει αρκετά χρόνια πριν στο έργο του για τις πολιτικές δυνάμεις στην Ελλάδα (1966): «Η καλύτερη πιθανότητα επιβίωσης του Κέντρου (...) θα ήταν η μετατροπή του φιλελεύθερου συντηρητισμού, που το εμπνέει, σε μια ιδεολογία εργατίστικης ή σοσιαλδημοκρατικής εμπνεύσεως.»3

Σε σύντομο σχετικά χρονικό διάστημα το ΠΑΣΟΚ απορροφά μεγάλο μέρος στελεχών που προέρχονται από την ΕΚ και τον προδικτατορικό κεντρώο χώρο, ενσωματώνει δυνάμεις που προηγούμενα εκφράζονταν μέσα από την ΕΔΑ, αλλά και μέρος αντιστασιακών, ενώ παράλληλα ανανεώνει το πολιτικό προσωπικό και με νέα στελέχη.

Σε αυτήν την πρώτη κρίσιμη φάση, από το 1974 ως το 1981, το ΠΑΣΟΚ 
υιοθετεί προωθημένα συνθήματα, αναφερόμενο στο σοσιαλισμό, καλώντας σε έξοδο από το ΝΑΤΟ και μη είσοδο στην ΕΟΚ. Σημειώνουμε ότι σε έξοδο από το ΝΑΤΟ καλούσε επίσης το ισπανικό σοσιαλιστικό κόμμα4, ενώ έχουν προηγηθεί στο πλαίσιο των αστικών ανταγωνισμών κινήσεις όπως η αποχώρηση της Γαλλίας από το στρατιωτικό σκέλος του ΝΑΤΟ από τον Ντε Γκολ το 1966 (η οποία επανήλθε πλήρως μόλις το 2009 με τον Ν. Σαρκοζί) και της Ελλάδας από τον Κ. Καραμανλή το 1974, ως αντίδραση στην τουρκική εισβολή στην Κύπρο (μέχρι το 1980, οπότε και επανήλθε).

Με την ιδρυτική διακήρυξή του το ΠΑΣΟΚ υιοθετεί ένα φαινομενικά ριζοσπαστικό αντιιμπεριαλιστικό λόγο: «Η ρίζα της συμφοράς βρίσκεται στην εξάρτηση της Πατρίδας μας (…) Βασικός κυριαρχικός στόχος του Κινήματος είναι η δημιουργία πολιτείας απαλλαγμένης από ξένο έλεγχο ή επεμβάσεις, πολιτείας απαλλαγμένης από έλεγχο ή επιρροή της οικονομικής ολιγαρχίας, πολιτείας ταγμένης στην προστασία του Έθνους και στην υπηρεσία του Λαού. (…) Μα είναι ταυτόχρονα συνυφασμένη με την απαλλαγή της οικονομίας μας από τον έλεγχο του ξένου μονοπωλιακού και ντόπιου μεταπρατικού κεφαλαίου, που διαμορφώνει την οικονομική, την κοινωνική, την πολιτική και την πολιτιστική μας πορεία, σύμφωνα με τα συμφέροντα όχι του Λαού, αλλά της οικονομικής ολιγαρχίας» και προβάλλει τους στόχους της «Εθνικής ανεξαρτησίας, λαϊκής κυριαρχίας, κοινωνικής απελευθέρωσης», για μια «σοσιαλιστική και δημοκρατική Ελλάδα».

Ο Α. Παπανδρέου, που στο μεταξύ έχει συνδεθεί σταθερότερα με το θεωρητικό περιοδικό Monthly Review, με το βιβλίο του Πατερναλιστικός Καπιταλισμός παρουσιάζει μια εκδοχή της «Σχολής της Εξάρτησης». Το θεωρητικό σχήμα αυτό έχει διάφορες εκδοχές (Σ. Αμίν, Γκ. Φρανκ, Α. Κόρντοβα κ.ά.) και στο πλαίσιο του παρόντος άρθρου θα περιοριστούμε σε μια πολύ σύντομη αναφορά. Με βάση την αντίληψη των ποικιλώνυμων «θεωριών της εξάρτησης», η δομή του καπιταλιστικού συστήματος βασίζεται στα κέντρα των «μητροπόλεων», δηλαδή των ισχυρών χωρών και των μονοπωλίων τους, με τη συνδρομή της στρατιωτικής ισχύος τους, με αποτέλεσμα να ενδυναμώνονται συνεχώς οι πλούσιες χώρες σε βάρος των φτωχών χωρών της «περιφέρειας». Ως καθοριστικό χαρακτηριστικό στις σχέσεις μεταξύ χωρών του «κέντρου» και της «περιφέρειας» οι θεωρίες αυτές έβλεπαν τη διαχρονική αδυναμία των δεύτερων να αναπτύξουν σε βάθος τις παραγωγικές δυνάμεις, λόγω της επικέντρωσης σε εξαγωγές πρώτων υλών και του ελέγχου της τεχνολογίας από τις ισχυρότερες καπιταλιστικές οικονομίες. Υποστηριζόταν ότι το μεγαλύτερο μέρος της παραγόμενης υπεραξίας στις χώρες της «περιφέρειας» διοχετευόταν στις χώρες του «κέντρου», ενώ και ό,τι απέμενε σε αυτές δεν κατευθυνόταν σε αναπτυξιακούς στόχους, κρατώντας τις σε μια μόνιμη υπανάπτυξη.5

Σε αυτό το πλαίσιο, ο Α. Παπανδρέου έγραφε χαρακτηριστικά: «Το “εμπόδισμα” της καπιταλιστικής ολοκλήρωσης στην περιφέρεια είναι αποτέλεσμα τριών μηχανισμών: Πρώτο, της άνισης ανταλλαγής (όροι εμπορίου σε βάρος της περιφέρειας). Δεύτερο, της άμεσης μεταφοράς κοινωνικού πλεονάσματος από την περιφέρεια στη μητρόπολη (εξαγωγή κεφαλαίου, κερδών, τόκων κλπ. από τις ξένες εταιρίες που επενδύουν στην περιφέρεια). Τρίτο, της καθοδήγησης της οικονομίας της περιφέρειας από τα μητροπολιτικά κέντρα αποφάσεων (...) Γι’ αυτούς ακριβώς τους λόγους η οικονομία μιας περιθωριακής χώρας, όσο και αν “αναπτύσσεται”, συντηρεί τα βασικά χαρακτηριστικά της υπανάπτυξης.»6

Η Ελλάδα, που κατατάσσεται στις «περιφερειακές» χώρες, καλείται να αποτινάξει τα δεσμά της ξένης εξάρτησης για να μπορέσει να μπει σε τροχιά ανάπτυξης. «Σε αυτόν τον αγώνα, η εξαρτημένη και μεταπρατική ελληνική μεγαλοαστική τάξη, η ελληνική οικονομική ολιγαρχία δεν μπορεί να είναι σύμμαχος των εργατών, των αγροτών, των μισθωτών, των φοιτητών, γιατί είναι ντόπιο όργανο της ξένης οικονομικής κυριαρχίας. Και αυτό δίνει στον αγώνα μας το δεύτερο κύριο χαρακτηριστικό του. Τον μετατρέπει σε αγώνα ενάντια στην καπιταλιστική δομή της ελληνικής κοινωνίας, σε αγώνα των εργαζόμενων Ελλήνων ενάντια στον ιμπεριαλισμό –ιμπεριαλισμό που στην περίπτωσή μας εκφράζεται ταυτόχρονα από τον μητροπολιτικό μονοπωλιακό καπιταλισμό των ΗΠΑ και της Δύσης και τον ελληνικό περιφερειακό, μεταπρατικό καπιταλισμό. Το κίνημά μας είναι γι’ αυτό ταυτόχρονα κίνημα εθνικοαπελευθερωτικό και σοσιαλιστικό.»7

Με το σχήμα «μητρόπολη-περιφέρεια» και την απόσπαση των ανισότιμων εξαρτήσεων που υπάρχουν στις σχέσεις των ασθενέστερων οικονομιών με τα ισχυρότερα καπιταλιστικά κράτη από το κοινωνικο-οικονομικό περιεχόμενο του ιμπεριαλισμού ουσιαστικά συσκοτίζεται η ανάπτυξη των καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής σε μια σειρά χώρες, ενώ επίσης αποκρύπτεται ότι η πηγή των ανισότιμων σχέσεων κι εξαρτήσεων είναι η ανισόμετρη καπιταλιστική ανάπτυξη, η οποία είναι σύμφυτη με το καπιταλιστικό σύστημα. Χωρίς την ανατροπή του δεν μπορούν να υπάρχουν σχέσεις ισότιμης συνεργασίας και αλληλεγγύης, ούτε μπορεί να υπάρξει «ουδέτερη» ταξικά ανάπτυξη. Το θεωρητικό αυτό σχήμα καλλιεργεί την αυταπάτη της δυνατότητας μιας «αυτοδύναμης», εθνικά «ανεξάρτητης» φιλολαϊκής καπιταλιστικής διαχείρισης και «ισότιμων σχέσεων» της Ελλάδας με τις άλλες καπιταλιστικές χώρες, υπό τη σκέπη της αστικής τάξης, παρουσιάζοντας αυτήν την καπιταλιστική διαχείριση ως το δρόμο, τάχα, για το «σοσιαλισμό». Πρέπει να σημειωθεί προκαταβολικά, καθώς θα αναφερθούμε λεπτομερέστερα στη συνέχεια, πως πλευρές αυτών των αναλύσεων σχετικά με το χαρακτήρα του καπιταλισμού στην Ελλάδα, τέμνονται και με προγραμματικές αδυναμίες του ΚΚΕ εκείνη την περίοδο, οι οποίες επιδρούν σε δυσκολίες αντιμετώπισης του ΠΑΣΟΚ.

Επίσης, τα συνθήματα του ΠΑΣΟΚ εκείνη την περίοδο όπως «Εθνική Ανεξαρτησία», «Έξω οι βάσεις», «Η Ελλάδα ανήκει στους Έλληνες» προβάλλονται παρουσιάζοντας ως προϋπόθεση για την οικονομική ανάπτυξη μια «ανεξάρτητη εθνική πολιτική». Στο πλαίσιο αυτό, το ΠΑΣΟΚ προβάλλει την επιδίωξη «πολυδιάστατης» εξωτερικής πολιτικής, αναπτύσσοντας σχέσεις με τις αραβικές χώρες και το λεγόμενο εκείνη την εποχή «Κίνημα των Αδεσμεύτων» χωρών (Αίγυπτος, Γιουγκοσλαβία κ.ά.). Οι κινήσεις αυτές ουσιαστικά υπηρετούν το στόχο της αστικής τάξης της Ελλάδας για ισχυροποίηση και αναβάθμιση του ρόλου της στο διεθνές περιβάλλον, καθώς και τη διαπραγμάτευσή της με τον αμερικανικό παράγοντα, αλλά και την ΕΟΚ.

Με την άνοδο του ΠΑΣΟΚ στη διακυβέρνηση γρήγορα μετριάζεται η προεκλογική ρητορική, ενώ η αθέτηση των μεγάλων προεκλογικών διακηρύξεων δικαιολογείται με όρους επιβίωσης και ανάπτυξης της «εθνικής οικονομίας». Με αυτήν την επιχειρηματολογία υποστηρίζεται η παραμονή στην ΕΟΚ, ενώ το 1983 υπογράφεται με τις ΗΠΑ η συμφωνία που βαφτίστηκε προπαγανδιστικά «Συμφωνία Απομάκρυνσης των Βάσεων», με την οποία οι αμερικανικές βάσεις παραμένουν (δήθεν... «φεύγοντας») αρχικά για μια πενταετία, ως το 1988, ενώ ακολουθεί, μετά από διαπραγματεύσεις που ξεκινούν το 1987, νέα συμφωνία για τις βάσεις που υπογράφεται το 1990 επί κυβέρνησης ΝΔ .

Την περίοδο της πρώτης κυβερνητικής του θητείας (1981-1985) το ΠΑΣΟΚ εφαρμόζει μια πολιτική κεϊνσιανής διαχείρισης, ενώ παράλληλα υλοποιούνται ορισμένες αστικές μεταρρυθμίσεις που έχουν καθυστερήσει (δημιουργία του Εθνικού Συστήματος Υγείας, αναγνώριση της Εθνικής Αντίστασης, θεσμοθέτηση του πολιτικού γάμου κλπ.). Είναι σημαντικό να σημειωθεί ότι στο επίπεδο της οικονομικής πολιτικής, η κυβέρνηση της ΝΔ μέχρι το 1981 ακολούθησε παρόμοιες κεϊνσιανές κατευθύνσεις, καθώς κλήθηκε να διαχειριστεί μια κατάσταση που βρίσκεται στο λυκόφως της λεγόμενης «χρυσής» μεταπολεμικής εποχής και των γοργών ρυθμών καπιταλιστικής ανάπτυξης εποχής, αλλά και την καπιταλιστική κρίση του 1973 (τη λεγόμενη «πετρελαϊκή»). Η ΝΔ πήρε μέτρα αναθέρμανσης της καπιταλιστικής οικονομίας.8 Ακολούθησε πολιτική αυξήσεων σε μισθούς, για οικονομικούς και πολιτικούς λόγους (υπολογίζεται στο 3,5% η αύξηση των πραγματικών μισθών την περίοδο 1974-1981), ενώ προώθησε αλλεπάλληλες κρατικοποιήσεις, αλλά και ίδρυση νέων δημόσιων επιχειρηματικών φορέων στη βιομηχανία για τη στήριξη του κεφαλαίου: «Η επέκταση του κράτους-επιχειρηματία κατά την περίοδο 1974-1981 ήταν πραγματικά εντυπωσιακή.»9

Συνολικά, η πολιτική αυτή υπηρετούσε τις ανάγκες ενεργής κρατικής παρέμβασης και στήριξης, για να δοθεί ώθηση σε βιομηχανικούς κλάδους μετά από την κρίση. Συνδεόταν, επίσης, και με το «ξεκαθάρισμα λογαριασμών» με επιχειρηματίες που είχαν συνεργαστεί με τη Χούντα, αλλά και με την «αναγκαστική» εξυγίανση των λεγόμενων «προβληματικών επιχειρήσεων», φαινόμενο που γενικεύτηκε επί ΠΑΣΟΚ, αλλά ξεκίνησε επί ΝΔ. Η κυβέρνηση ανέλαβε μεγάλα σχέδια σε κρίσιμους κλάδους, στα πετροχημικά και στη χαλυβουργία, στην αλουμίνα (ΕΛΒΑ), στα διυλιστήρια (Ασπρόπυργος), στα βιομηχανικά ορυκτά, στην παραγωγή τηλεπικοινωνιακού υλικού (ΕΛΒΗΛ), ίδρυσε την ΕΒΟ και την ΕΑΒ για τις ανάγκες των ενόπλων δυνάμεων, τη Δημόσια Επιχείρηση Πετρελαίου (ΔΕΠ), αγόρασε την Ολυμπιακή Αεροπορία, η οποία είχε περάσει την ανθηρή της περίοδο και ο Ωνάσης ήθελε να την πουλήσει.10 Αυτά ήταν στοιχεία της πολιτικής που χαρακτηρίστηκε από το ΣΕΒ ως «σοσιαλμανία» του Καραμανλή. Ήταν όμως πολιτική με στόχο τη στήριξη της καπιταλιστικής κερδοφορίας, αλλά και την ενσωμάτωση των λαϊκών μαζών.

Μετά από την πρώτη κυβερνητική θητεία του ΠΑΣΟΚ, την περίοδο 1981-1985, ξεκινά η δεύτερη κυβερνητική περίοδος. Το 1985 έχει χαρακτηριστεί ως σημείο στροφής στην οικονομική πολιτική, καθώς υιοθετείται το λεγόμενο «Πρόγραμμα Σταθερότητας», εμπνευστής του οποίου είναι ο μετέπειτα πρωθυπουργός Κ. Σημίτης, ο οποίος αντικαθιστά στο υπουργείο Εθνικής Οικονομίας τον Γ. Αρσένη. Καθώς αρχίζουν να γίνονται όλο και πιο ορατά τα σημάδια εξάντλησης των ορίων της ακολουθούμενης κεϊνσιανής πολιτικής, υιοθετείται ένα πακέτο μεταρρυθμίσεων λιτότητας με πυρήνα τα ζητήματα δημοσιονομικής διαχείρισης. Προβάλλεται η ανάγκη βελτίωσης του ισοζυγίου πληρωμών, ενώ για το ξεζούμισμα των εργαζόμενων προβάλλεται η έλλειψη ανταγωνιστικότητας της ελληνικής καπιταλιστικής οικονομίας. Παίρνονται μέτρα όπως η εφάπαξ υποτίμηση της δραχμής κατά 15%, μισθολογικές περικοπές, περικοπές κρατικών δαπανών κλπ. Ουσιαστικά, ο καπιταλισμός στην Ελλάδα εμφανίζει παρόμοια προβλήματα που αντιμετώπιζαν οι περισσότερες καπιταλιστικές χώρες, που αποτυπώνονται στη δημοσιονομική και κρατική πολιτική του αστικού κράτους εκφράζοντας «τις αντιφάσεις μεταξύ των δύο λειτουργιών που επιτελούσε ταυτόχρονα το κεϊνσιανό κοινωνικό κράτος: Της εξασφάλισης συναίνεσης και της ενίσχυσης της καπιταλιστικής συσσώρευσης»11.

Η συνολικότερη πολιτική και των δύο πρώτων κυβερνητικών θητειών του ΠΑΣΟΚ χαρακτηρίζεται ουσιαστικά από την προετοιμασία της αστικής τάξης για την ενιαία ευρωπαϊκή αγορά, με σταθμό το 1986 που υπογράφεται η «Ενιαία Ευρωπαϊκή Πράξη» της ΕΟΚ, η οποία και προετοιμάζει το έδαφος για τη Συνθήκη του Μάαστριχτ. Παράλληλα, σε ολόκληρη τη δεκαετία του 1980 εμφανίζεται η ανάγκη ανασυγκρότησης της καπιταλιστικής παραγωγής και ανάπτυξης ολόκληρων κλάδων, καθώς είναι περίοδος που κλείνουν εργοστάσια ξεπερασμένης τεχνολογίας, ενώ εμφανίζονται νέοι μεγάλοι όμιλοι σε παλιούς και νέους κλάδους, ορισμένοι εκ των οποίων θα κυριαρχήσουν τις επόμενες δεκαετίες.

Το ΠΑΣΟΚ κάνει παράλληλα μεγάλη οργανωτική δουλειά στις τοπικές οργανώσεις, το συνδικαλιστικό κίνημα, τους αγροτικούς συλλόγους. Ξεκινάει με περίπου 8.000 μέλη το 1975, τα οποία αυξάνονται σε 27.000 το 1977, συνεχίζουν να αυξάνονται σε περίπου 65.000 (σε 1.000 τοπικές και 500 κλαδικές οργανώσεις) το 1980, φτάνοντας το 1981 στα 110.000 μέλη και το 1987 τα 220.000 μέλη.12

Παράλληλα, ξεκινάει μια συστηματική προσπάθεια χειραγώγησης και διάβρωσης του εργατικού-συνδικαλιστικού κινήματος. Η ΠΑΣΚΕ στην πρώτη της εκλογική εμφάνιση στη ΓΣΕΕ το 1977 καταγράφει 28%. Συγκεντρώνει δυνάμεις σε διάφορους εργατοϋπαλληλικούς κλάδους, ενώ ξεχωρίζει ο μηχανισμός που αναπτύσσει στις ΔΕΚΟ και τις τράπεζες, αρχίζοντας να διαμορφώνει μια διακριτή συνδικαλιστική γραφειοκρατία, που θα παίξει ρόλο σε βάθος δεκαετιών στη ΓΣΕΕ και στη διάβρωση του συνδικαλιστικού κινήματος. Εκείνη την περίοδο στις ΔΕΚΟ το ποσοστό των συνδικαλισμένων είναι ιδιαίτερα αυξημένο, φτάνοντας και το 85% (αποτυπώνοντας μεταξύ άλλων και τον κυοφορούμενο μηχανισμό πελατειακών σχέσεων-εκβιασμών-χειραγώγησης που διαμορφώνει ο κυβερνητικός συνδικαλισμός), ενώ επίσης από τις ΔΕΚΟ προέρχονται και μεγάλες εισροές μελών στη ΓΣΕΕ.13 Είναι ενδεικτικό ότι από τα μέσα της δεκαετίας του 1980 η μεγάλη δύναμη της ΠΑΣΚΕ στηρίζεται στις συνδικαλιστικές οργανώσεις των λεγόμενων τότε επιχειρήσεων «Κοινής Ωφέλειας» (ΓΕΝΟΠ-ΔΕΗ, ΟΜΕ-ΟΤΕ κλπ.), στο δημόσιο τομέα, αλλά και σε μεγάλες βιομηχανικές μονάδες, ιδιαίτερα σε εκείνες που σχετίζονται με το κράτος (π.χ. Ναυπηγεία Ελευσίνας και Σκαραμαγκά, σε κλάδους της βιομηχανίας μετάλλου όπως ΕΒΟ-ΠΥΡΚΑΛ κ.ά.).

Η ΠΑΣΚΕ, υποστηρίζοντας την κυβέρνηση, μπαίνει μπροστά όταν χρειάζεται και στην ανακοπή απεργιακών αγωνιστικών κινητοποιήσεων, με πολύ χαρακτηριστική την περίπτωση της μεγάλης απεργίας στις τράπεζες το 1982, διάρκειας 42 ημερών, όπου η ΠΑΣΚΕ, υποστηρίζοντας ότι το απεργιακό αίτημα ικανοποιήθηκε, προώθησε τη λεγόμενη «αγωνιστική απεργοσπασία». Σταθμό της περιόδου αποτελεί και το λεγόμενο «πραξικόπημα της ΓΣΕΕ» το 1985, όταν μετά από τις αντιδράσεις ενάντια στην ηγετική ομάδα της ΠΑΣΚΕ και του τότε προέδρου της ΓΣΕΕ 
Γ. Ραυτόπουλου και διαφοροποιήσεις συνδικαλιστών της ΠΑΣΚΕ που οδηγούν στην απώλεια της πλειοψηφίας, με κυβερνητική παρέμβαση γίνεται δικαστικός διορισμός δοτής φιλοκυβερνητικής διοίκησης.

Το 1987 ο Α. Παπανδρέου τερματίζει ορισμένα από τα μέτρα του «Προγράμματος Σταθερότητας», οδηγώντας σε παραίτηση τον Κ. Σημίτη. Η περίοδος αυτή είναι που αρχίζει να διαμορφώνεται σιγά-σιγά το λεγόμενο αργότερα «εκσυγχρονιστικό» ρεύμα, το οποίο θα αποτελέσει στη συνέχεια και το κυβερνητικό πρόγραμμα του ΠΑΣΟΚ επί κυβερνήσεων Σημίτη από το 1996 ως το 2004.

Ο λεγόμενος «εκσυγχρονισμός» απηχούσε ουσιαστικά τις ανάγκες βαθύτερων μεταρρυθμίσεων υπέρ του κεφαλαίου, βαθύτερης εναρμόνισης με τις κατευθύνσεις των καπιταλιστικών αναδιαρθρώσεων της ΕΟΚ/ΕΕ και ενσωμάτωσης του λαϊκού κινήματος σε μια νέα εποχή, μετά από την αντεπανάσταση, όπου η αστική τάξη της Ελλάδας στόχευε στη στρατηγική αναβάθμιση της θέσης της στο πλαίσιο της ΕΕ, αλλά και με τη διείσδυση του ελληνικού κεφαλαίου στα Βαλκάνια.

Ουσιαστικά το ΠΑΣΟΚ υπηρετούσε την ίδια βασική στόχευση της αστικής τάξης για αναβάθμιση του ρόλου στην περιοχή και των σχέσεών της στο πλαίσιο των ιμπεριαλιστικών συμμαχιών με ΗΠΑ-ΝΑΤΟ-
ΕΟΚ: Την περίοδο του 1980, λαμβάνοντας υπόψη και τον πολιτικό συσχετισμό, υπηρετεί αυτόν το στόχο, επενδύοντάς τον με ριζοσπαστικό περιεχόμενο και υιοθετώντας υποκριτικά αντιιμπεριαλιστικά συνθήματα («EOK και ΝΑΤΟ το ίδιο συνδικάτο»), ενώ την περίοδο του 1990, στο περιβάλλον που διαμορφώνει η αντεπαναστατική ανατροπή του σοσιαλισμού, προβάλλει την προοπτική επιθετικότερης παρέμβασης του ελληνικού κεφαλαίου και την αναβάθμιση της χώρας στο πλαίσιο της ΕΕ και στην Ευρωζώνη («Ισχυρή Ελλάδα»).

Ο εκσυγχρονισμός αυτοπροβαλλόταν ως υπέρβαση του λαϊκισμού του «τριτοσεπτεμβριανού» ΠΑΣΟΚ. Ασκούσε κριτική στις προηγούμενες διακυβερνήσεις του ΠΑΣΟΚ, λέγοντας πως διατήρησαν «τα χειρότερα χαρακτηριστικά του προδικτατορικού πολιτικού τοπίου (...) η δημόσια διοίκηση έγινε πιο διεφθαρμένη, αλλά επίσης το παραδοσιακό ρουσφέτι, που βασιζόταν στους τοπικούς πάτρωνες, αντικαταστάθηκε από μια πιο συγκεντρωτική και λαϊκίστικη μορφή πατρωνίας που βασιζόταν στα κομματικά στελέχη (...) Χάθηκε η ευκαιρία για πραγματικό εκσυγχρονισμό “δυτικού τύπου”».14

Πίσω από τα συνθήματα ενάντια στο λαϊκισμό και υπέρ του «εξευρωπαϊσμού» της χώρας κρυβόταν η ανάγκη ξηλώματος κατακτήσεων και δικαιωμάτων και η αποφασιστική προώθηση των αντιλαϊκών κατευθύνσεων της ΕΟΚ/ΕΕ, η υπηρέτηση των νέων αναγκών του κεφαλαίου. Γι’ αυτό και ήρθαν στο προσκήνιο συνεχείς αναφορές στους «αναχρονισμούς» και τις «παθογένειες» της ελληνικής οικονομίας, σε «δομικά προβλήματα» κλπ. Ο Κ. Σημίτης έγραφε χαρακτηριστικά: «Οι εσωτερικές δυσκολίες της χώρας μας δεν ήταν αποτέλεσμα εξωτερικών επιβουλών και επεμβάσεων, προέκυπταν κυρίως από τη δικιά μας κοινωνική δομή και λειτουργία. Από τις μακροοικονομικές ανισορροπίες, την έλλειψη υποδομών, τον κατακερματισμό της κοινωνίας σε ομάδες με ειδικές σχέσεις με το κράτος, τον πελατειακό χαρακτήρα της πολιτικής και της διοίκησης (...)» 15

Είναι η περίοδος που οι αναφορές στο σοσιαλισμό γίνονται όλο και πιο αραιές και «διακοσμητικές». Ο Ν. Μουζέλης, ένας από τους θεωρητικούς εκπροσώπους του «εκσυγχρονισμού», έγραφε χαρακτηριστικά εκείνη την περίοδο: «Η Κεντροαριστερά είναι ο εξανθρωπισμός του καπιταλισμού, δεν είναι σοσιαλισμός. Αν θέλουμε να πούμε τα σύκα-σύκα και τη σκάφη-σκάφη, αυτήν τη στιγμή δε μαχόμαστε για το σοσιαλισμό, αλλά για τον εξανθρωπισμό του καπιταλισμού. Σε πολλούς αριστερούς αυτό δεν αρέσει, αλλά έτσι είναι.»16

Την περίοδο αυτή, και ενώ το εργατικό κίνημα βρίσκεται σε συνθήκες βαθιάς υποχώρησης, το ΠΑΣΟΚ συνεχίζει και αναβαθμίζει την παρέμβασή του για τη διάβρωση και τον εκφυλισμό του συνδικαλιστικού κινήματος, διαμορφώνοντας μια ισχυρή συνδικαλιστική γραφειοκρατία στη ΓΣΕΕ. Στο 27ο Συνέδριό της, το 1992, η ΓΣΕΕ υιοθετεί το σύνθημα «εκσυγχρονισμός», ενώ πυκνώνει τις αναφορές στην «ανταγωνιστικότητα» και την «ευρωπαϊκή προοπτική». Είναι χαρακτηριστικό ότι επί κυβερνήσεων Σημίτη δύο πρόεδροι της ΓΣΕΕ επιλέγονται ως υφυπουργοί εργασίας, ο Λ. Κανελλόπουλος (1996) και ο Χ. Πρωτόπαπας (1996-2001).

Για πολλά χρόνια το ΠΑΣΟΚ κατάφερε με ξεχωριστή ικανότητα να υπηρετεί τις μεταβαλλόμενες ανάγκες της αστικής στρατηγικής. Αποτέλεσε πυλώνα της αστικής εξουσίας προωθώντας σε κρίσιμες φάσεις τις ανάγκες του κεφαλαίου: Από τη μεταπολίτευση, τους αναγκαίους αστικούς εκσυγχρονισμούς και τη χαλιναγώγηση της λαϊκής ριζοσπαστικοποίησης, την εξασφάλιση της «ευρωπαϊκής πορείας της χώρας», δηλαδή την ένταξη στην ΕΟΚ, μέχρι την υλοποίηση των ευρωενωσιακών κατευθύνσεων, την υλοποίηση των καπιταλιστικών αναδιαρθρώσεων από τη δεκαετία του 1990 και μετά. Και τα κατάφερε εξασφαλίζοντας τη συναίνεση και τη χειραγώγηση του κινήματος, διαμορφώνοντας επίσης συνθήκες σταθερότητας, μέσω και της εναλλαγής στην αστική διακυβέρνηση με τον άλλο πόλο, τη ΝΔ.

Αυτόν το ρόλο το ΠΑΣΟΚ δυσκολεύτηκε να εκπληρώσει στις συνθήκες της καπιταλιστικής κρίσης από το 2008 και μετά, η οποία λόγω του βάθους της πυροδότησε μεγάλες δυσκολίες διαχείρισης στην Ελλάδα, αλλά και σε επίπεδο ΕΕ. Χρεώθηκε όχι μόνο τη διαχείριση της καπιταλιστικής κρίσης και τις άμεσες αντιλαϊκές συνέπειές της, αλλά και τα προηγούμενα χρόνια των διακυβερνήσεών του, χωρίς να μπορέσει να απορροφήσει και να διαχειριστεί τη λαϊκή δυσαρέσκεια. Οι ανάγκες γενναίων ανακατατάξεων στις αστικές πολιτικές δυνάμεις οδήγησαν στη διαμόρφωση νέου σοσιαλδημοκρατικού πόλου με πυρήνα το ΣΥΝ/ΣΥΡΙΖΑ και στη σοβαρή εκλογική συρρίκνωση του ΠΑΣΟΚ, το οποίο έχασε μέσα σε σύντομο χρονικό διάστημα το μεγαλύτερο μέρος της εκλογικής του δύναμης, «μεταγγίζοντάς» την στη νέα σοσιαλδημοκρατία.

 

ΑΠΟ ΤΟ ΠΑΣΟΚ ΣΤΟ ΣΥΡΙΖΑ

Ο ΣΥΡΙΖΑ, όπως και το ΠΑΣΟΚ, αναδείχτηκε στο προσκήνιο της πολιτικής ζωής ως διεκδικητής της αστικής διακυβέρνησης σε μια περίοδο μεγάλων, πέρα από το συνηθισμένο, δυσκολιών και συνεπαγόμενων δραστικών προσαρμογών της αστικής διαχείρισης. Μόνο σε τέτοιες περιόδους διαμορφώνεται έδαφος που ευνοεί πολιτικές και εκλογικές μετακινήσεις, που σε άλλες περιπτώσεις φαίνονται αδιανόητες. Το ίδιο «αδιανόητα» φάνταζαν πριν κάποια χρόνια φαινόμενα όπως ο μεγάλος εκλογικός κατακερματισμός και η ανάδειξη «κομμάτων μιας χρήσης» –πολύτιμων για τη σταθερότητα του συστήματος– αλλά και επιλογές όπως ο σχηματισμός κυβερνήσεων συνεργασίας ανάμεσα σε ΝΔ-ΠΑΣΟΚ (μαζί με το ΛΑΟΣ στην κυβέρνηση Λ. Παπαδήμου και με στήριξη της ΔΗΜΑΡ σε επόμενη φάση), παρά βέβαια τις έγκαιρες επισημάνσεις του ΚΚΕ σχετικά με τη στρατηγική συμφωνία όλων των κομμάτων του καπιταλιστικού δρόμου ανάπτυξης. Εξίσου «αδιανόητη» θα φάνταζε πριν μερικά χρόνια και η κυβερνητική σύμπραξη του ΣΥΡΙΖΑ με τους ακροδεξιούς ΑΝΕΛ.

Ο ΣΥΡΙΖΑ ως κόμμα συγκροτήθηκε με βασικό κορμό το ΣΥΝ («Συνασπισμό»), οι ιστορικές ρίζες του οποίου ανάγονται στις δυο διασπάσεις του ΚΚΕ, το 1968 και το 1991, και στον αντίστοιχο σχηματισμό οπορτουνιστικών κομμάτων. Από τη διάσπαση του 1968 συγκροτήθηκε το λεγόμενο «ΚΚΕ Εσωτερικού», ενώ η διάσπαση του 1991 συνδέθηκε με την αποχώρηση στελεχών και μελών του ΚΚΕ και την προσχώρησή τους στην εκλογική συμμαχία του «Συνασπισμού της Αριστεράς και της Προόδου», που μετατράπηκε στη συνέχεια σε ενιαίο κόμμα. Μέσα από το «Συνασπισμό», την περίοδο 1989-1991, επιχειρήθηκε ουσιαστικά η διάλυση του ΚΚΕ.

Ο πολιτικός πρόγονος του ΣΥΝ/ΣΥΡΙΖΑ ως οπορτουνιστικό κόμμα, το «ΚΚΕ Εσωτερικού», αποτέλεσε το φορέα του «ευρωκομμουνισμού» στη χώρα μας. Η οπορτουνιστική φραξιονιστική ομάδα που ηττήθηκε στη 12η Ολομέλεια της ΚΕ του ΚΚΕ το 1968 και συγκρότησε το «ΚΚΕ εσ.», επέλεξε τον προβοκατόρικο αυτοπροσδιορισμό ως «εσωτερικού» συκοφαντώντας το ΚΚΕ, στο οποίο προσκολλούσαν τον προσδιορισμό «εξωτερικού», συνεπικουρώντας την αστική προπαγάνδα περί «ξενοκίνητου» ΚΚΕ. Εμβληματικό παράδειγμα της γραμμής συμβιβασμού του «ΚΚΕ εσ.» αποτέλεσε το 1973 η επιλογή του να αποδεχτεί τη συμμετοχή στις «εκλογές» που είχε σκοπό να προκηρύξει η δικτατορία στο πλαίσιο του ψευδεπίγραφου «εκδημοκρατισμού» που προπαγανδιστικά προωθούσε, νομιμοποιώντας έτσι το πολιτικό προσωπείο του στρατιωτικού καθεστώτος, την ώρα που ο λαός και η νεολαία κορύφωνε την πάλη για την ανατροπή του. Μετά από τη δικτατορία υιοθέτησε την πολιτική της επονομαζόμενης «Εθνικής Αντιδικτατορικής Δημοκρατικής Ενότητας» (ΕΑΔΕ), προωθώντας μια συμμαχία πολιτικών δυνάμεων που θα απλώνεται μέχρι την αντιχουντική πτέρυγα της Νέας Δημοκρατίας, προκειμένου η χώρα –σε συνθήκες που δεν υπάρχει πια δικτατορία– να μην εκτραπεί προς μια νέα «φασιστική» λύση, εξαγνίζοντας έτσι την αστική δημοκρατία και το κοινοβούλιο, ενώ επίσης υποστήριξε βασικές αστικές επιλογές, όπως η ένταξη στην ΕΟΚ. Το 1987 το «ΚΚΕ εσ.» μετονομάστηκε σε «Ελληνική Αριστερά» (ΕΑΡ), παίζοντας στη συνέχεια δραστήριο ρόλο με σκοπό τη διάλυση του ΚΚΕ στο πλαίσιο του «Συνασπισμού της Αριστεράς και της Προόδου».

Ο ΣΥΝ, αργότερα ΣΥΡΙΖΑ, αποτέλεσε γέννημα της εποχής της αντεπανάστασης, ένα εξαρχής οπορτουνιστικό κόμμα, που στη ληξιαρχική πράξη γέννησής του είχαν ήδη εγγραφεί η αποκήρυξη της επαναστατικής πάλης και η αποδοχή της δικτατορίας του κεφαλαίου. Από την πρώτη στιγμή της συγκρότησής του, ο τότε ΣΥΝ υιοθέτησε στρατηγική στήριξης του κεφαλαίου, αναδεικνύοντας τη συγγένεια ανάμεσα στον οπορτουνισμό και την αστική πολιτική. Υποστήριξε βασικές στρατηγικές κατευθύνσεις της αστικής τάξης, όπως η Συνθήκη του Μάαστριχτ, προβάλλοντας γενικότερα θέσεις είτε άμεσης στήριξης της ΕΕ είτε το «μύθο» της δυνατότητας για μια «φιλολαϊκή ΕΕ», υιοθέτησε και πρόβαλε στο λαό τα ιμπεριαλιστικά προσχήματα για τους πολέμους σε Γιουγκοσλαβία και Ιράκ, ενώ συνολικότερα η πολιτική του φυσιογνωμία καθορίστηκε από τον αέρα της δήθεν «κοσμογονίας» που έφερε η αντεπανάσταση, από την υπόκλιση στην αστική δημοκρατία και την υιοθέτηση της αστικής πολεμικής ενάντια στη σοβιετική εξουσία (ιδεολογήματα περί «ολοκληρωτισμού» κλπ.), υιοθετώντας ουσιαστικά μια σοσιαλδημοκρατική πολιτική γραμμή.

Επί δύο περίπου δεκαετίες, ο ΣΥΝ αποτέλεσε τον κύριο φορέα του οπορτουνισμού στη χώρα μας. Όλα αυτά τα χρόνια ο ΣΥΝ διαμόρφωσε μια στενή πολιτική σχέση με το ΠΑΣΟΚ με πολιτικές συνεργασίες στο επίπεδο της Τοπικής Διοίκησης, αλλά και του συνδικαλιστικού κινήματος. Τροφοδότησε το ΠΑΣΟΚ με μια σειρά στελεχών, ενώ το ΠΑΣΟΚ πάντα πρόβαλλε τη θέση ότι ο ΣΥΝ αποτελεί πολιτικά «συγγενική δύναμη» και δυνάμει κυβερνητικό εταίρο στα πλαίσια της λεγόμενης κεντροαριστεράς. Διαβλέποντας εδώ και χρόνια την ανάγκη ευρύτερων συνεργασιών μεταξύ των σοσιαλδημοκρατικών και οπορτουνιστικών δυνάμεων για τη διαμόρφωση ισχυρού σοσιαλδημοκρατικού πόλου, το γνωστό στέλεχος του ΠΑΣΟΚ Κ. Λαλιώτης, απευθυνόμενος το 2003 στο Συνέδριο του ΣΥΝ με ομιλία υπό τον εύγλωττο τίτλο: «Πολυκομματική Κυβερνώσα Αριστερά. Γιατί όχι και στην Ελλάδα;», τόνιζε τις δυνατότητες «για μια σύγχρονη πλειοψηφική και πολύχρωμη Κεντροαριστερά με παρουσία και δράση παντού και με προοπτική μιας πολυκομματικής διακυβέρνησης».17

Το 2003 ο ΣΥΝ μετονομάστηκε σε «Συνασπισμό της Αριστεράς, των Κινημάτων και της Οικολογίας», ο οποίος αποτέλεσε το 2004 τον κορμό της εκλογικής συμμαχίας μιας σειράς οπορτουνιστικών δυνάμεων με την ονομασία «Συνασπισμός της Ριζοσπαστικής Αριστεράς» (ΣΥΡΙΖΑ). Ο 
ΣΥΡΙΖΑ μετεξελίχτηκε σε ενιαίο κόμμα μετά από τις εκλογές του Μάη του 2012, μπροστά στο ενδεχόμενο ανάληψης της αστικής διακυβέρνησης.

Ο ΣΥΡΙΖΑ διέγραψε μια σχετικά ταχεία πορεία αμιγούς σοσιαλδημοκρατικοποίησης, αποδεικνύοντας ότι ο σπόρος της αστικής διαχείρισης, που ενέχει μέσα του ο οπορτουνισμός, μπορεί γρήγορα να επωαστεί όταν οι συνθήκες το απαιτούν.

Την περίοδο μετά από το 2012 ουσιαστικά χρίστηκε ως «κυβέρνηση εν αναμονή» υποσκελίζοντας εκλογικά το ΠΑΣΟΚ18. Απέσπασε τη στήριξη του κεφαλαίου και διαμόρφωσε σε σύντομο χρονικό διάστημα σχέσεις εμπιστοσύνης με τους ιμπεριαλιστικούς οργανισμούς, τις διεθνείς ενώσεις του κεφαλαίου, καθώς και ισχυρά ιμπεριαλιστικά κέντρα (ΗΠΑ-ΕΕ-ΝΑΤΟ-ΔΝΤ), λαμβάνοντας το «πράσινο φως» για την ανάληψη της αστικής διακυβέρνησης, όπως με το διαβόητο ταξίδι του Α. Τσίπρα στο Τέξας το Νοέμβρη του 2013. Όπως, επίσης, αποκαλύφθηκε σε πρόσφατο δημοσίευμα της Deutsche Welle, από το 2012 η γερμανική κυβέρνηση διατηρούσε μέσω της γερμανικής πρεσβείας στην Αθήνα ανοιχτό δίαυλο επικοινωνίας με το ΣΥΡΙΖΑ.

Ο ΣΥΡΙΖΑ ενσωμάτωσε πολλά στελέχη και μέρος του μηχανισμού του ΠΑΣΟΚ, αλλά και πρόσφερε νέες δυνάμεις, ανανεώνοντας το αστικό πολιτικό προσωπικό, διαμορφώνοντας το νέο σοσιαλδημοκρατικό πόλο στην Ελλάδα. Η νέα κατάσταση τροφοδότησε αντιπαραθέσεις ανάμεσα στο εκλογικά συρρικνωμένο ΠΑΣΟΚ και τον ανερχόμενο ΣΥΡΙΖΑ για το ποιος είναι ο «γνήσιος» εκπρόσωπος της σοσιαλδημοκρατίας στην Ελλάδα.

Στη φάση ανόδου της λαϊκής δυσαρέσκειας και αγωνιστικών διαθέσεων ευρύτερων λαϊκών στρωμάτων, έπαιξε σημαντικό ρόλο στην απόκρυψη των πραγματικών αιτιών της καπιταλιστικής κρίσης αθωώνοντας το εκμεταλλευτικό καπιταλιστικό σύστημα που την γεννά, διοχετεύοντας τη λαϊκή αγανάκτηση στην εναλλαγή διαχειριστή και την ψεύτικη ελπίδα ότι μια «αριστερή κυβέρνηση» μπορεί να διαχειριστεί φιλολαϊκά τον καπιταλισμό. Πρόβαλε την πλαστή διαχωριστική γραμμή «μνημόνιο-αντιμνημόνιο» εμφανίζοντας το χρέος, τις συνέπειες της κρίσης και τα «μνημόνια» ως αποτέλεσμα του «νεοφιλελευθερισμού», που θα μπορούσαν, τάχα, να αποτραπούν με μια διαφορετική καπιταλιστική διαχείριση. Στη φάση αυτή τροφοδοτήθηκαν και αξιοποιήθηκαν οι πλατείες των «Αγανακτισμένων» όπου συνυπήρχε ένα αμάλγαμα δυνάμεων από εθνικιστές-χρυσαυγίτες μέχρι διάφορες οπορτουνιστικές γκρούπες, για να χτυπηθεί το ταξικό εργατικό κίνημα, διαμορφώνοντας το έδαφος για τη σχεδιαζόμενη κυβερνητική άνοδο του ΣΥΡΙΖΑ.

Η θολή αντιμνημονιακή ρητορική στην οποία επένδυσε ο ΣΥΡΙΖΑ, υποδεικνύοντας αποκλειστικά ως ενόχους για την αντιλαϊκή επίθεση τους «ξένους» του ΔΝΤ, τους «ακραίους κύκλους των Βρυξελλών», εμφανίζοντας σε εκείνη τη φάση την Ελλάδα ως «αποικία χρέους» και «χώρα υπό κατοχή», μιλώντας για «μέτωπο των χωρών του Νότου ενάντια στο Βορρά», και καλώντας στην καπιταλιστική παραγωγική ανασυγκρότηση, θύμιζε σε πολλά τον εθνολαϊκισμό της παλιότερης ΠΑΣΟΚικής φρασεολογίας (υποανάπτυξη, μητρόπολη-περιφέρεια), αθωώνοντας την αστική τάξη της χώρας και εγκλωβίζοντας τη λαϊκή οργή μακριά από τον πραγματικό αντίπαλο.

Παράλληλα, όπως και το ΠΑΣΟΚ του 1974, ο ΣΥΡΙΖΑ τήρησε επαμφοτερίζουσα στάση απέναντι στην ευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατία, περνώντας μεθοδικά από τις υποκριτικές καταγγελίες που έκανε εναντίον της σε πρώτη φάση στην αγαστή συνεργασία. Αρκεί να θυμίσουμε ότι ο Α. Παπανδρέου αρχικά κατήγγειλε τη διεθνή και ευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατία ως όργανο του ιμπεριαλισμού λέγοντας χαρακτηριστικά: «Η σοσιαλδημοκρατία είναι καπιταλισμός με ευγενικό πρόσωπο (...) σκοπό δεν έχει την κατάργηση της εκμετάλλευσης ανθρώπου από άνθρωπο, αλλά την άμβλυνση των ταξικών διαφορών για τη διατήρηση του συστήματος για την εδραίωση του μονοπωλιακού και ιμπεριαλιστικού καπιταλισμού.»19 Το ΠΑΣΟΚ στα τέλη της δεκαετίας του 1980 έγινε μέλος της Σοσιαλιστικής Διεθνούς, για να φτάσει στη δεκαετία του 2000 να αναλάβει την προεδρία της.

Στόχος όλης αυτής της περιόδου και της ανάδειξης του ΣΥΡΙΖΑ στην αστική διακυβέρνηση δεν ήταν μόνο η διαχείριση της λαϊκής δυσαρέσκειας, αλλά και η προώθηση βαθιών αντιλαϊκών μεταρρυθμίσεων για την ανάκαμψη της καπιταλιστικής κερδοφορίας που, όπως αποδείχθηκε, δυσκολεύτηκαν να υλοποιήσουν πλήρως οι προηγούμενες κυβερνήσεις. Ο ΣΥΡΙΖΑ ως κυβέρνηση παγίωσε και επέκτεινε όλο το αντιλαϊκό οπλοστάσιο που ψηφίστηκε την περίοδο των «μνημονίων», πέρασε μέτρα όπως το χτύπημα του δικαιώματος στην απεργία, ενώ εργάστηκε όπως καμία άλλη πρόσφατη κυβέρνηση στην κατεύθυνση υλοποίησης των σχεδίων ΗΠΑ-ΝΑΤΟ στην περιοχή των Βαλκανίων και της ΝΑ Μεσογείου, με τον Αμερικανό πρέσβη Τζ. Πάιατ να δίνει κατ’ επανάληψη τα εύσημα στο ΣΥΡΙΖΑ τονίζοντας κατά την περίοδο της κυβερνητικής του θητείας ότι οι σχέσεις ΗΠΑ-Ελλάδας είναι «πιο στενές από ποτέ».20

Ο ΣΥΡΙΖΑ επέφερε μια βαθιά κάμψη του εργατικού-λαϊκού κινήματος, μετά από μια ανοδική φάση στη μαζικότητα αγωνιστικών και απεργιακών κινητοποιήσεων. Βαθύτερα αρνητικό είναι το γεγονός ότι καλλιέργησε κυβερνητικές αυταπάτες και έστρεψε τα όποια στοιχεία αμφισβήτησης σε ανώδυνα μονοπάτια εγκλωβισμού. Έχει σοβαρές ευθύνες για την υποχώρηση του κινήματος, των διεκδικήσεων, την αποδοχή της λογικής του δήθεν μικρότερου κακού που οδηγεί σε μειωμένες απαιτήσεις και όχι πάλη με βάση τις σύγχρονες ανάγκες. Η αντιλαϊκή κυβερνητική του θητεία είχε ως αποτέλεσμα τη συντηρητική αναδίπλωση λαϊκών δυνάμεων που είχαν πιστέψει στις ψεύτικες ελπίδες που υποσχόταν, πράγμα που αποτυπώθηκε στο πρόσφατο εκλογικό αποτέλεσμα. «Ο ΣΥΡΙΖΑ, όπως έκανε και το ΠΑΣΟΚ παλιότερα, προσπαθεί να ντύσει μια βάρβαρη, αντιλαϊκή πολιτική με τον μανδύα της “προόδου” και της “προοδευτικής συμμαχίας”, δυσφημώντας τελικά τις αξίες της πραγματικής προόδου, τροφοδοτώντας αντιδραστικά αντανακλαστικά και με την ίδια την πολιτική του και τη διάψευση ελπίδων σημαντικών τμημάτων του λαού.»21

Ο ΣΥΡΙΖΑ μεθόδευσε το χτύπημα απέναντι στο ΚΚΕ προβάλλοντας τη δυνατότητα ενός άμεσου κυβερνητικού στόχου που θα φέρει τάχα γρήγορα και χωρίς ανατροπές φιλολαϊκές λύσεις. Με το σύνθημα «Κυβέρνηση της Αριστεράς» ο ΣΥΡΙΖΑ επιχείρησε να πιέσει το ΚΚΕ για συνεργασία, παρουσιάζοντας τη δική του κυβερνητική πρόταση ως δήθεν φιλολαϊκή και άμεσα υλοποιήσιμη στον αντίποδα της πολιτικής πρότασης του ΚΚΕ, η οποία παρουσιαζόταν ως κάτι «μακρινό» (που θα πραγματοποιηθεί του «αγίου σοσιαλισμού», όπως χαρακτηριστικά ανέφερε ο οπορτουνιστικός χώρος υποστηρίζοντας ουσιαστικά την κυβερνητική γραμμή ΣΥΡΙΖΑ).22 Η πολιτική πίεση στο ΚΚΕ ήταν αναγκαία για το 
ΣΥΡΙΖΑ, όχι μόνο για να αποσπάσει εκλογικά οφέλη, αλλά για να κυριαρχήσει η συμβιβαστική γραμμή του στην πολιτική αντιπαράθεση και το κίνημα, για να συμπιεστεί το ρεύμα ριζοσπαστικοποίησης, για την ανάσχεση του αντικαπιταλιστικού περιεχομένου και προοπτικής της πάλης και τον εγκλωβισμό στις εκλογικές αυταπάτες της αστικής διαχείρισης και του «εξανθρωπισμού» του καπιταλισμού στο όνομα του, δήθεν, «ρεαλισμού».

Από το 2008, πολύ πριν πάρουν σάρκα και οστά αυτές οι ανακατατάξεις, σε άρθρο της ΚΟΜΕΠ, είχαν επισημανθεί οι διαφαινόμενες πολιτικές τάσεις: «Ταυτόχρονα προβάλλονται και σενάρια διαμόρφωσης ενός άλλου, δεύτερου “πόλου” της σοσιαλδημοκρατίας με πυρήνα το ΣΥΡΙΖΑ και δυνάμεις προερχόμενες από το ΠΑΣΟΚ, που να αξιοποιείται στον εγκλωβισμό δυνάμεων που φεύγουν από την κλασική σοσιαλδημοκρατία. Αυτός ο δεύτερος σοσιαλδημοκρατικός “πόλος” μπορεί να χρησιμοποιηθεί σα μέσο “στεγανοποίησης” της σοσιαλδημοκρατίας από το ΚΚΕ, σα μέσο πίεσης προς το ΚΚΕ, ώστε να προσαρμοστεί στις ανάγκες του αστικού πολιτικού συστήματος», προσθέτοντας πως στόχος και παράγοντας επιτυχίας ενός τέτοιου σχεδίου είναι «το χτύπημα και η υποχώρηση του ΚΚΕ (με απώτερο στόχο, στη συνέχεια, την περιθωριοποίησή του ή, ακόμα καλύτερα, την ενσωμάτωσή του στην αστική “μεγάλη Αριστερά”)».23

Ασφαλώς η παρουσίαση ορισμένων αναλογιών ανάμεσα στο ΠΑΣΟΚ και στο ΣΥΡΙΖΑ δε σημαίνει πανομοιότυπη επανάληψη, η οποία άλλωστε είναι αδύνατη, καθώς μιλάμε για διαφορετικές ιστορικές περιόδους. Έχει αξία στο βαθμό που αναδεικνύει όχι μόνο τη στενή συγγένεια της «παλιάς» και της «νέας» σοσιαλδημοκρατίας, αλλά και παρόμοιων στοιχείων που αξιοποιούνται για τον εγκλωβισμό του λαού.

Εξάλλου, η διαδικασία αναμόρφωσης του σοσιαλδημοκρατικού πόλου στη χώρα μας δεν έχει ακόμη τελεσίδικα ολοκληρωθεί.

Ο ΣΥΡΙΖΑ έχει αναδειχτεί σε «κορμό» αυτής της διαδικασίας, όμως σε σύγκριση με την αρχική φάση του ΠΑΣΟΚ δεν αναδείχτηκε σε μοναδικό κυρίαρχο του χώρου. Αναγκάστηκε να αναζητήσει κυβερνητικές συνεργασίες συγκυβερνώντας με τους ακροδεξιούς ΑΝΕΛ. Το ΠΑΣΟΚ συρρικνώθηκε, άλλαξε ηγεσία και όνομα (ΕΛΙΑ, ΚΙΝΑΛ), δεν εξαφανίστηκε όμως από τον πολιτικό χάρτη, διατηρώντας ορισμένες δυνάμεις και πολιτικό προσωπικό, αλλά και ερείσματα στο συνδικαλιστικό κίνημα. Επιπλέον, ο ΣΥΡΙΖΑ δεν έχει καταφέρει να αποκτήσει ισχυρούς μηχανισμούς και παρέμβαση όπως παλιότερα το ΠΑΣΟΚ στη ΓΣΕΕ και το συνδικαλιστικό κίνημα, στους φοιτητές, στην Τοπική Διοίκηση.

Μετά από την εκλογική ήττα από τη ΝΔ στις εκλογές του περασμένου Ιούλη, τα στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ τόνιζαν ότι παραμένουν ο «δεύτερος» πόλος στην πολιτική ζωή, προσβλέποντας στη σταθερότερη κατοχύρωση του ρόλου που παλιότερα διαδραμάτιζε το ΠΑΣΟΚ, ως σοσιαλδημοκρατικός πυλώνας της αστικής διαχείρισης. Για να γίνει αυτό, χρειάζεται διεύρυνση και οργανωτική αναμόρφωση του ΣΥΡΙΖΑ, ενώ ο Α. Τσίπρας ανήγγειλε την έναρξη μιας διαδικασίας «μετασχηματισμού» και «διεύρυνσης» του ΣΥΡΙΖΑ, ανασυνθέτοντας ευρύτερες σοσιαλδημοκρατικές δυνάμεις. Όπως ανέφερε: «Να μετασχηματιστούμε με γοργά βήματα (...) από ένα κόμμα που, πρέπει να το παραδεχτούμε, οργανωτικά μετά βίας μπορεί σήμερα να χωρέσει και να σηκώσει τον παλιό ΣΥΡΙΖΑ του 5%, να μετασχηματιστούμε σε μια μεγάλη παράταξη, σε ένα σύγχρονο και μαζικό αριστερό, προοδευτικό κίνημα με βαθιές ρίζες και ισχυρούς δεσμούς στον εργαζόμενο λαό και στη κοινωνία.»24

Στο ίδιο μήκος κύματος στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ αρθρογραφούν υποστηρίζοντας: «Είμαστε ένα κόμμα της ευρύτατης Αριστεράς, με προέλευση και ραχοκοκαλιά τις ιδέες της ανανεωτικής Αριστεράς, εκφράζοντας παράλληλα κι ένα σημαντικό μέρος της σοσιαλδημοκρατίας και των ανθρώπων της Κεντροαριστεράς και της Οικολογίας. Αυτό το έχουν αναγνωρίσει οι συνομιλητές μας στην ευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατία (...) Χρειάζεται βέβαια οργανωτικά να δούμε πώς θέλουμε να πετύχουμε αυτόν το στόχο, να ανασυγκροτηθούμε, να αντιστοιχηθούμε με την κοινωνία (...) Και στην ΕΕ, στο Ευρωκοινοβούλιο και στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο διαμορφώσαμε κανάλια επικοινωνίας με τους σοσιαλδημοκράτες και τους πράσινους.»25

Ο ρόλος και η θέση του ΠΑΣΟΚ/ΚΙΝΑΛ στη νέα διάταξη των πολιτικών δυνάμεων είναι αντικειμενικό επίδικο των διεργασιών ανασύνθεσης του σοσιαλδημοκρατικού πόλου. Στο ΠΑΣΟΚ εξάλλου, τόσο προεκλογικά όσο και μετεκλογικά, εκφράστηκε έντονη αντιπαράθεση σε κορυφαίο επίπεδο (βλ. χαρακτηριστικά τη σύγκρουση Βενιζέλου-Γεννηματά, αλλά και τις παρεμβάσεις του Γ. Παπανδρέου) σχετικά με το ρόλο που μπορεί να διεκδικήσει με βάση το εκλογικό του ποσοστό και τον προσανατολισμό των συνεργασιών του (σύγκλιση με το ΣΥΡΙΖΑ ή με τη ΝΔ)26.

Ο ΣΥΡΙΖΑ εξάλλου και προεκλογικά πρόβαλε τη σοσιαλδημοκρατική «διεύρυνση», με τη συγκρότηση της λεγόμενης «Προοδευτικής Συμμαχίας» με την οποία κινήθηκε στην κατεύθυνση συμπερίληψης ευρύτερων σοσιαλδημοκρατικών δυνάμεων, με στελέχη προερχόμενα από το ΠΑΣΟΚ και τη ΔΗΜΑΡ (π.χ. Μ. Ξενογιανακοπούλου, Γ. Ραγκούσης, Θ. Μωραΐτης, Θ. Τζάκρη, Α. Τόλκας κ.ά). Η κίνηση αυτή, πέρα από τους καθαυτούς εκλογικούς σκοπούς, αξιοποιείται και ως όχημα μετεκλογικών διεργασιών. Πρόκειται για εκείνο το φάσμα δυνάμεων στο οποίο αναφέρονται πρώην στελέχη του ΠΑΣΟΚ που εντάχτηκαν στην «Προοδευτική Συμμαχία», όπως η Λ. Κατσέλη, η οποία προσκαλεί σε συμπαράταξη «συλλογικότητες που καλύπτουν ένα ευρύ τόξο – από το δημοκρατικό Κέντρο, τους σοσιαλδημοκράτες, τους σοσιαλιστές, τους Οικολόγους Πράσινους, έως την Ανανεωτική και Ριζοσπαστική Αριστερά»27 ή όπως έχει κωδικοποιηθεί από τον Ευ. Τσακαλώτο ως «κοκκινο-κοκκινο-πράσινη» συμμαχία (δηλαδή με τους σοσιαλδημοκράτες και τους οικολόγους).

Επιπλέον, η υιοθέτηση από το ΣΥΡΙΖΑ στις ευρωεκλογές του βασικού προγράμματος του Ευρωπαϊκού Σοσιαλιστικού Κόμματος («Νέο Κοινωνικό Συμβόλαιο»), το οποίο επίσης πρόβαλε το ΠΑΣΟΚ/ΚΙΝΑΛ, αντανακλά το κοινό έδαφος πάνω στο οποίο κινούνται τα δύο κόμματα, αποτελώντας ουσιαστικά ένα πλαίσιο συνάντησης, ένα οιονεί κυβερνητικό πρόγραμμα συνεργασίας. Εξάλλου, έχουν πληθύνει εκατέρωθεν οι φωνές και οι πρωτοβουλίες για συνεργασία μεταξύ ΣΥΡΙΖΑ και ΚΙΝΑΛ. Η ευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατία πιέζει σε αυτήν την κατεύθυνση, ενώ πριν κάποιους μήνες συγκροτήθηκε η πολιτική κίνηση «Γέφυρα» (Ν. Μουζέλης, Ν. Μπίστης, Σ. Βαλντέν κ.ά.) που με εκδηλώσεις και παρεμβάσεις εργάζεται για τη συνεργασία ΣΥΡΙΖΑ-ΚΙΝΑΛ.

Οι διεργασίες του «μετασχηματισμού» του ΣΥΡΙΖΑ θα ξεδιπλωθούν ενόψει και του συνεδρίου που έχει προαναγγελθεί για το τέλος του 2019 ή την άνοιξη του 2020. Οι διακηρύξεις του Α. Τσίπρα να μετασχηματιστεί άμεσα ο ΣΥΡΙΖΑ σε ένα «πλατύ, μαζικό, δημοκρατικό» κόμμα που θα εκφράζει τη «δημοκρατική παράταξη» σηματοδοτούν τη στόχευση να εδραιωθεί ο ΣΥΡΙΖΑ ως ο βασικός εκπρόσωπος της σοσιαλδημοκρατίας στην Ελλάδα, με αναγνώριση από την ευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατία, τους «πράσινους», τους Δημοκρατικούς στις ΗΠΑ. Από την άλλη, εκφράζονται και επιφυλάξεις από στελέχη που θεωρούν προτιμότερο να διατηρήσει ο ΣΥΡΙΖΑ ορισμένες από τις «ριζοσπαστικές» διακηρύξεις (που αποτελούν και προϋπόθεση για την ενίσχυση της παρουσίας του στο συνδικαλιστικό κίνημα, στους μαζικούς και επιστημονικούς φορείς, στους δήμους κλπ.) για να μην αποκοπεί από αγωνιστικές λαϊκές διαθέσεις, εξασφαλίζοντας ουσιαστικά μεγαλύτερη ικανότητα χειραγώγησής τους. Ωστόσο, δεν υπάρχουν διαφορές στρατηγικού χαρακτήρα, καθώς και οι δύο πλευρές συμφωνούν με τη βασική στόχευση, που είναι η ανάπλαση του σοσιαλδημοκρατικού πόλου, και θα λειτουργήσουν συμπληρωματικά στους όρους διεύρυνσης του ΣΥΡΙΖΑ, προσπαθώντας να συνεχίσουν να κρατούν εγκλωβισμένες λαϊκές δυνάμεις, συσκοτίζοντας τον αντιλαϊκό του χαρακτήρα ως κόμματος και της πολιτικής του.28

Παράλληλα, ο ΣΥΡΙΖΑ θα επιδιώκει να προβάλλει έναν αναβαπτισμένο σοσιαλδημοκρατικό χαρακτήρα με ριζοσπαστικό περιτύλιγμα, όπως κάνουν σοσιαλδημοκρατικές δυνάμεις στην Ευρώπη, στη Βρετανία (Κόρμπιν) και της λεγόμενης «Αριστεράς» των Δημοκρατικών στις ΗΠΑ, με τις οποίες διατηρεί στενές επαφές. Αυτοπροβάλλονται ως προοδευτικές δυνάμεις που, δήθεν, αντιπαρατίθενται ενάντια «στο νεοφιλελευθερισμό και την Ακροδεξιά», προβάλλοντας τον αστικό κοσμοπολιτισμό ενάντια στον αστικό εθνικισμό, προωθώντας απέναντι στην αντικαπιταλιστική διεκδίκηση και πάλη με βάση τις σύγχρονες ανάγκες ένα φαινομενικά αταξικό ατομικό «δικαιωματισμό», με πυρήνα το λεγόμενο ατομικό «αυτοπροσδιορισμό», στοχεύοντας ιδιαίτερα τη νεολαία και τα νεαρά τμήματα της εργατικής τάξης.29

Ο ΣΥΡΙΖΑ φαίνεται ότι αποτελεί σε αυτήν τη φάση τον πυρήνα που μπορεί να ηγηθεί στην πρόδηλη αγωνία της αστικής τάξης για ανανέωση της σοσιαλδημοκρατίας. Υπό τη σκέπη του ανασυνθέτει δυνάμεις, αναβαπτίζει πολιτικό προσωπικό, εγκλωβίζει τη λαϊκή δυσαρέσκεια. Στο 
ΣΥΡΙΖΑ το κεφάλαιο επιζητεί το «ελιξίριο» για την αναπαλαίωση του φθαρμένου ΠΑΣΟΚ και την ανανέωση των υπηρεσιών χειραγώγησης του λαού, που με τόση αποτελεσματικότητα προσφέρουν τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα.

Όπως χαρακτηριστικά διαπιστώνει ένας από τους «αρχιτέκτονες» της Γέφυρας, προβάλλοντας τα προτερήματα μιας συνεργασίας ΚΙΝΑΛ-
ΣΥΡΙΖΑ (παρεμβαίνοντας και στη συζήτηση εντός του ΚΙΝΑΛ για την πιθανή συνεργασία με τη ΝΔ): «Στην τωρινή συγκυρία η συνεργασία με τη νεοφιλελεύθερη Δεξιά θα είναι καταστροφική, αφού θα επαναλάβει την πολιτική που οδήγησε στη σοσιαλδημοκρατική συρρίκνωση. Μόνο η συνεργασία με τα φιλοευρωπαϊκά ριζοσπαστικά αριστερά κόμματα (σ.σ.: εννοεί το ΣΥΡΙΖΑ), καθώς και με άλλες προοδευτικές κεντρώες δυνάμεις μπορεί να οδηγήσει ξανά σε μια ανοδική πορεία», ενώ επίσης διευκρινίζει πως «στο βαθμό που τα ριζοσπαστικά αριστερά κόμματα αποφασίσουν να ακολουθήσουν τον ευρωζωνικό δρόμο, θα έλεγα πως μετατρέπονται σε ριζοσπαστικά σοσιαλδημοκρατικά κόμματα. Βέβαια, τα ριζοσπαστικά αριστερά κόμματα αποφεύγουν τον όρο σοσιαλδημοκρατία (...) Μια ρεαλιστική, φιλοευρωπαϊκή ριζοσπαστική Αριστερά και μια αναζωογονημένη σοσιαλδημοκρατία, μαζί με άλλες δυνάμεις στον κεντροαριστερό και μεσαίο χώρο, μπορούν στο μέλλον να εξανθρωπίσουν ξανά τον καπιταλισμό.»30

Τέλος, η ολοκλήρωση των διεργασιών στο ΣΥΡΙΖΑ και στο σοσιαλδημοκρατικό πόλο συνοδεύεται και από τις αναγκαίες-συμπληρωματικές ανακατατάξεις στον οπορτουνιστικό χώρο με τη διαφαινόμενη ανασύνθεση δυνάμεων και την ενδεχόμενη διαμόρφωση νέων οπορτουνιστικών φορέων, που ακολουθεί την αναμόρφωση των αστικών δυνάμεων.31

 

ΟΡΙΣΜΕΝΑ ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΕΙΡΑ ΤΟΥ ΚΚΕ

Το ΠΑΣΟΚ των πρώτων χρόνων της Μεταπολίτευσης, αλλά και στη συνέχεια, αποδείχτηκε ένας εξαιρετικά απαιτητικός αντίπαλος, καθώς μπόρεσε να αξιοποιήσει στο έπακρο περιθώρια εγκλωβισμού των λαϊκών μαζών, διαμόρφωσης αυταπατών, αλλά και βαθύτερης «διάβρωσης» του κινήματος, χειραγωγώντας την όποια ριζοσπαστικοποίηση είχε εκφραστεί. Έπαιξε επίσης πρωταγωνιστικό ρόλο στη διαμόρφωση μιας συμβιβασμένης συνδικαλιστικής γραφειοκρατίας, που επικάθησε για δεκαετίες στα όργανα του εργατικού-συνδικαλιστικού κινήματος.

Η πολιτική του ΚΚΕ απέναντι στο ΠΑΣΟΚ και δυσκολίες που εμφανίστηκαν σε εκείνη τη φάση δεν είχαν να κάνουν μόνο με τις υποκριτικές ριζοσπαστικές διακηρύξεις και το μέγεθος της εξαπάτησης· πρέπει πρώτ’ απ’ όλα να εξεταστούν στο πλαίσιο της στρατηγικής του Κόμματος εκείνη την περίοδο, τα σημεία εκείνα των πολιτικών και προγραμματικών επεξεργασιών που καθιστούσαν τελικά την πολιτική του ΚΚΕ ευάλωτη απέναντι στη σοσιαλδημοκρατία.

Όπως αναφέρεται στη Διακήρυξη της ΚΕ για τα 100 χρόνια του ΚΚΕ: «Το ΚΚΕ δεν ήταν ιδεολογικά και πολιτικά κατάλληλα προετοιμασμένο να αντιμετωπίσει την ορμητική πολιτική συγκρότηση του σοσιαλδημοκρατικού ρεύματος ως ΠΑΣΟΚ, που λειτούργησε ως ο άλλος πόλος του δικομματικού αστικού πολιτικού συστήματος.»32

Το ΚΚΕ με τη διάσπαση του 1968 κατάφερε να αποκρούσει την προσπάθεια μετατροπής του σε «ευρωκομμουνιστικό» οπορτουνιστικό κόμμα, και μπόρεσε να προχωρήσει σε σημαντικά βήματα ενίσχυσης της πολιτικής του παρέμβασης και της κομμουνιστικής του φυσιογνωμίας. Ανασυγκρότησε τις Κομματικές Οργανώσεις του και προχώρησε στην ίδρυση της ΚΝΕ, ενώ στο 9ο Συνέδριο (Δεκέμβρης του 1973) προχώρησε σε επεξεργασία νέου Προγράμματος, επιφέροντας σημαντικές αλλαγές σε θετική κατεύθυνση. Διατηρήθηκαν ωστόσο σημαντικά προβλήματα στρατηγικής: «Το 9ο Συνέδριο αποφάσισε ορισμένες θετικές αλλαγές και διορθώσεις εκτιμήσεων (...) άφησε, όμως, άθικτη τη στρατηγική των “δύο σταδίων της ενιαίας επαναστατικής διαδικασίας”, ενώ δεν μπόρεσε να εκτιμήσει σωστά την ανάπτυξη του ελληνικού καπιταλισμού και τη θέση της Ελλάδας στο διεθνές καπιταλιστικό σύστημα.»33

Αυτά τα προβλήματα ασφαλώς δεν ήταν νέα. Το ΚΚΕ για ολόκληρες δεκαετίες διαμόρφωνε τις στρατηγικές και προγραμματικές του επεξεργασίες στο πλαίσιο του Διεθνούς Κομμουνιστικού Κινήματος, του οποίου ήταν μέρος, και στο οποίο μέσα σε μια πορεία είχαν επικρατήσει λαθεμένα κριτήρια για τον προσδιορισμό του χαρακτήρα της επανάστασης, όπως το χαμηλότερο επίπεδο ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων μιας καπιταλιστικής χώρας σε σχέση με το πιο υψηλό των ισχυρότερων καπιταλιστικών χωρών στο διεθνές ιμπεριαλιστικό σύστημα, καθώς και ο αρνητικός διεθνής συσχετισμός δυνάμεων, προσεγγίσεις που τροφοδοτούσαν τη στρατηγική των σταδίων και τη διεκδίκηση ή στήριξη κυβέρνησης στο έδαφος του καπιταλισμού που μπορεί να ανοίξει το δρόμο σε μια «επαναστατική διαδικασία».

Σε αυτό το πλαίσιο, στις αναλύσεις και την προγραμματική αντίληψη του ΚΚΕ για μεγάλο χρονικό διάστημα διατηρούνται προβλήματα και αντιφάσεις στην εκτίμηση για το χαρακτήρα και το επίπεδο της καπιταλιστικής ανάπτυξης στην Ελλάδα, των σχέσεων μεταξύ ξένου και εγχώριου κεφαλαίου, της ένταξης της Ελλάδας στο διεθνές ιμπεριαλιστικό σύστημα. Η συγκριτική καθυστέρηση του καπιταλισμού στην Ελλάδα εμφανίζεται ως ιδιομορφία και αποδίδεται στο ξένο κεφάλαιο και την πρόσδεση της χώρας στην πολιτική των ΗΠΑ. Δεν αναγνωρίζεται ουσιαστικά ότι η ανισομετρία αποτελεί εγγενές στοιχείο της καπιταλιστικής ανάπτυξης, ενώ η αστική τάξη κατηγορείται για υποτέλεια και διαχωρίζεται σε εθνική και ξενόδουλη, μονοπωλιακή και μη μονοπωλιακή.34

Κάτω από αυτό το πρίσμα, το ΚΚΕ θεωρούσε την ένταξη της Ελλάδας στην ΕΟΚ ως παράγοντα καπιταλιστικής καθυστέρησης, χωρίς να εκτιμάει ότι αντικειμενικά η συμμετοχή της χώρας στην ΕΟΚ ήταν παράγοντας ενίσχυσης και ανάπτυξης των καπιταλιστικών σχέσεων.

«Από τη στιγμή που εμφανίζονται μεθοδολογικά προβλήματα στην εκτίμηση της ανάπτυξης του καπιταλισμού στην Ελλάδα και στη σχέση της αστικής τάξης με τον ξένο παράγοντα (ΕΟΚ, ΗΠΑ, ΝΑΤΟ κλπ.), δε γίνεται ή αδύναμα γίνεται αντικειμενική εκτίμηση των πολιτικών εξελίξεων, του αστικού πολιτικού συστήματος, των αντιφάσεων, των αντιθέσεων εντός της αστικής τάξης και του διεθνούς ιμπεριαλιστικού συστήματος.»35

Όλα αυτά είναι προβλήματα θεωρητικού χαρακτήρα, τα οποία όμως επιδρούν στη διαμόρφωση στρατηγικής και αποτελούν το υπόβαθρο της αντίληψης για την επιδίωξη ανάδειξης κυβέρνησης των λεγόμενων αντιμονοπωλιακών αντιιμπεριαλιστικών πολιτικών δυνάμεων. Μια κυβέρνηση που θα πραγματοποιήσει αλλαγές στο αστικό κράτος, τους αστικούς θεσμούς και το πολιτικό σύστημα, την καπιταλιστική οικονομία, ώστε να ανοίξει ο δρόμος για μια επαναστατική διαδικασία δύο σταδίων.

Στις προγραμματικές επεξεργασίες του 9ου (1973) και στη συνέχεια του 10ου Συνεδρίου (1978) που επέφερε ορισμένες μικρές τροποποιήσεις, ο χαρακτήρας της επανάστασης καθορίζεται ως εξής: «Η Ελλάδα θα φτάσει στο σοσιαλισμό μέσα από μια ενιαία επαναστατική διαδικασία, που θα περιλαμβάνει δύο στάδια επαναστατικών μετασχηματισμών, τα οποία είναι στενά μεταξύ τους συνδεδεμένα –αν και το καθένα έχει δικά του, ακριβή, καθορισμένα χαρακτηριστικά γνωρίσματα. Ένα αντιιμπεριαλιστικό αντιμονοπωλιακό δημοκρατικό και ένα σοσιαλιστικό στάδιο.»

Στο πρώτο στάδιο, που αναφέρεται στο Πρόγραμμα ως «Δημοκρατία του Λαού», περιλαμβάνονται μια σειρά μέτρων όπως ο εκδημοκρατισμός του κρατικού μηχανισμού και των ενόπλων δυνάμεων, του νομικού πλαισίου, η ενίσχυση του ρόλου της Τοπικής Αυτοδιοίκησης, η εθνικοποίηση τομέων της οικονομίας για μια «οικονομική ανάπτυξη προς όφελος του λαού και του έθνους». Στη βάση αυτής της ανάλυσης προτείνεται μια συμπαράταξη αντιιμπεριαλιστικών αντιμονοπωλιακών πολιτικών δυνάμεων, χωρίς να αναφέρεται κάποια συγκεκριμένη δομή, αλλά τονίζεται η αξιοποίηση της πείρας του ΕΑΜ και της ΕΔΑ, παραπέμποντας σε μια πολιτική συμμαχία με άλλα κόμματα.

Το ΠΑΣΟΚ, το οποίο εκείνη την περίοδο χαρακτηρίζεται από το ΚΚΕ ως «μικροαστικό κόμμα», συγκαταλέγεται σε αυτές τις πολιτικές δυνάμεις. Στις Θέσεις του 10ου Συνεδρίου αναφέρεται χαρακτηριστικά: «Το ΚΚΕ, υποβάλλοντας σε εποικοδομητική κριτική τις εσφαλμένες και αντιφατικές θέσεις και τις υπαναχωρήσεις του ΠΑΣΟΚ, θα είναι έτοιμο να συμπράξει μαζί του στην πάλη για την εθνική ανεξαρτησία, τη δημοκρατία, την κοινωνική πρόοδο.»36

Ουσιαστικά το ΚΚΕ δεν καταφέρνει να διατυπώσει ξεκάθαρη αντίληψη για τον πολιτικό και ταξικό χαρακτήρα του ΠΑΣΟΚ ως κόμματος. Οι προγραμματικές και πολιτικές του επεξεργασίες δεν το βοηθούν να μπορέσει να διαγνώσει το ρόλο που σχεδιάζεται να διαδραματίσει το ΠΑΣΟΚ σε ένα ακόμη ρευστό σκηνικό και σε μια περίοδο που η αστική τάξη αναζητά αναγκαίους εκσυγχρονισμούς, ενώ η στρατηγική των σταδίων οδηγεί στο να εντάσσεται το ΠΑΣΟΚ στις δυνάμεις με τις οποίες μπορεί το ΚΚΕ να συνεργαστεί.

Είναι ιδιαίτερα διδακτική, έχοντας βέβαια σήμερα ως πλεονέκτημα την ιστορική πείρα, αλλά και την πορεία ωρίμανσης του ΚΚΕ, η μελέτη της προσέγγισης που γινόταν στο πλαίσιο των αναλύσεων εκείνη την εποχή, καθώς ο βασικός άξονας της κριτικής προς το ΠΑΣΟΚ γινόταν από τη σκοπιά του χαρακτηρισμού του ως κόμματος του «μικροαστικού σοσιαλισμού». Σε αυτήν τη βάση γίνεται κριτική με επιχειρήματα όπως ότι υποστηρίζει το «μεταρρυθμιστικό δρόμο» και «το βαθμιαίο πέρασμα στο σοσιαλισμό»37 ή ότι ταυτίζει το μέσο (μεταρρύθμιση) με το σκοπό (σοσιαλισμό). Είναι φανερό σήμερα ότι η αντιμετώπιση αυτή δεν τοποθετούσε σε σωστή βάση τον άξονα της αντιπαράθεσης, συσκοτίζοντας ουσιαστικά τον πραγματικό χαρακτήρα του ΠΑΣΟΚ.

Το 11ο Συνέδριο του ΚΚΕ (1982) πραγματοποιείται μετά από τη νίκη του ΠΑΣΟΚ στις εκλογές του 1981 και προβάλλει στον αντίποδα του συνθήματος της «Αλλαγής» το σύνθημα της «Πραγματικής Αλλαγής». Ενδεικτικό της στάσης του ΚΚΕ προς τη νέα κυβέρνηση είναι ότι το Κόμμα ψήφισε «παρών» στις Προγραμματικές Δηλώσεις του ΠΑΣΟΚ στη Βουλή.38

Με το 11ο Συνέδριο το ΚΚΕ συνεχίζει να θεωρεί το ΠΑΣΟΚ, που έχει αναδειχτεί σε αστική κυβέρνηση, ως «φιλεργατική» και «συμμαχική» δύναμη. Αναφέρεται χαρακτηριστικά στα ντοκουμέντα του Συνεδρίου: «Στο όνομα της αλλαγής, το ΚΚΕ, αλλά και το ΠΑΣΟΚ, παρά τις άλλες διαφορές τους, αντιπάλεψαν τα χρόνια αυτά την αντιλαϊκή, αυταρχική και ατλαντική πολιτική της Ν. Δημοκρατίας. Τα συνθήματα “Αλλαγή”, “Έξω από το ΝΑΤΟ”, “Έξω οι βάσεις”, “Όχι στην ασυδοσία των μονοπωλίων”, “Όχι στην ΕΟΚ των μονοπωλίων”, γραμμένα με κόκκινα και πράσινα γράμματα, βρίσκονται ακόμα στους τοίχους σε όλη την Ελλάδα.»39

Το Συνέδριο επίσης εκτιμούσε ότι η άρχουσα τάξη προσπαθεί να «εγκλωβίσει» το ΠΑΣΟΚ, να το «περιορίσει σε ένα ρόλο μεταρρυθμιστικό», ενώ επίσης ψέγει το ΠΑΣΟΚ για την άρνηση συνεργασίας με το ΚΚΕ στις δημοτικές εκλογές, «παρά το γεγονός ότι το Κόμμα μας έκανε κάθε δυνατή προσπάθεια και υποχώρηση για να υπάρξει αυτή η συνεργασία».40

Αναγνωρίζοντας θετικά βήματα στην κυβέρνηση, ασκείται επιμέρους κριτική και τονίζεται σχετικά με την πρόθεση για συμμετοχή του ΚΚΕ στην κυβέρνηση ότι: «Εμείς θα επιδιώξουμε τη συμμετοχή μας σε μια δημοκρατική κυβέρνηση, εφόσον το περιεχόμενο και ο τρόπος άσκησης της κυβερνητικής πολιτικής είναι σε μια κατεύθυνση πραγματικής αλλαγής. Και βέβαια το συγκεκριμένο κυβερνητικό πρόγραμμα δε θα το καθορίσουμε μόνοι μας. Θα εκφράζει ασφαλώς τα κοινά σημεία των προοδευτικών-δημοκρατικών δυνάμεων στην κατεύθυνση της πραγματικής αλλαγής.»41

Όπως είναι φυσικό, μια τέτοια πολιτική αντιμετώπιση δεν αναδείκνυε αντικειμενικά και ολοκληρωμένα το ρόλο του ΠΑΣΟΚ. Δεν αφύπνιζε εργατικές-λαϊκές δυνάμεις, δε διευκόλυνε το εργατικό κίνημα να αποσπαστεί από την αστική επιρροή και να βγάζει συμπεράσματα. Δεν ήταν ικανή να θωρακίσει το ΚΚΕ απέναντι στην άνοδο και τη διαβρωτική επίδραση της σοσιαλδημοκρατίας.

Στο 12ο Συνέδριο (1987) υιοθετήθηκε η πολιτική πρόταση «Αλλαγή με κατεύθυνση το σοσιαλισμό». Το Συνέδριο επισημαίνει εισαγωγικά ότι: «Το ΚΚΕ επιδιώκει στην Ευρώπη τη συνεργασία και κοινή δράση με τα Κομμουνιστικά και Εργατικά Κόμματα, με κάθε προοδευτική δύναμη, με τους σοσιαλδημοκράτες, τους “πράσινους”, για θέματα που αφορούν την ανάπτυξη της πανευρωπαϊκής συνεργασίας.»42

Στην Πολιτική Απόφαση του Συνεδρίου διατυπώνεται πιο καθαρά από προηγούμενες φορές μια άμεση κυβερνητική πρόταση: «Η προώθηση της αλλαγής απαιτεί την κατάκτηση της λαϊκής πλειοψηφίας και της κυβερνητικής εξουσίας από το συνασπισμό των δυνάμεων της Αριστεράς και της προόδου. Μια τέτοια κυβέρνηση θα έχει βαθύ δημοκρατικό χαρακτήρα, τόσο στο περιεχόμενο του προγράμματός της, όσο και στην πραχτική της εφαρμογής του (…) Το ΚΚΕ με τη συμμετοχή του θα συμβάλει στη στήριξη της κυβερνητικής εξουσίας στο εργατικό και λαϊκό κίνημα, στην ενότητα προγράμματος λόγων-έργων της, στη συνοχή της.»43

Μια τέτοια κυβέρνηση θα πραγματοποιούσε μια «ανάπτυξη νέου τύπου», η οποία προσδιορίζεται από παρόμοια μέτρα που περιλαμβάνονται και σε προηγούμενες αποφάσεις, στην κατεύθυνση «εκδημοκρατισμού» των αστικών θεσμών και παρεμβάσεων στην καπιταλιστική οικονομία, με αιχμή τις μεταρρυθμίσεις στο δημόσιο, δηλαδή τον κρατικό καπιταλιστικό τομέα. Στην προσυνεδριακή συζήτηση «για πρώτη φορά προβάλλεται το ΚΚΕ ως κόμμα διακυβέρνησης στις συνθήκες του καπιταλισμού».44

Η πρόταση του ΚΚΕ προς άλλες πολιτικές δυνάμεις για συγκρότηση μιας τέτοιας κυβέρνησης περιλαμβάνει δυνάμεις που έχουν αποσπαστεί από το ΠΑΣΟΚ, δυνάμεις που βρίσκονται ακόμη στο χώρο επιρροής του ΠΑΣΟΚ (και ήταν δικό τους ζήτημα να βρουν τρόπο πολιτικής έκφρασης, όπως σημειώνεται χαρακτηριστικά στις Αποφάσεις), αφήνοντας ανοιχτό το ενδεχόμενο και για άλλες δυνάμεις (χρειάζεται να σημειώσουμε ότι εκείνη την περίοδο έχει ξεκινήσει η συζήτηση για τη μετονομασία του οπορτουνιστικού «ΚΚΕ Εσωτερικού» σε ΕΑΡ).

Οι πολιτικές αυτές επεξεργασίες, οι οποίες γίνονται κάτω από την ισχυρή επίδραση της επιταχυνόμενης αντεπανάστασης στην ΕΣΣΔ, αλλά και της οργανωμένης παρέμβασης οπορτουνιστικών δυνάμεων στο εσωτερικό του ΚΚΕ και σχετικής διαπάλης, παίζουν ασφαλώς ρόλο στα προβλήματα που σχετίζονται στη συνέχεια με την πορεία συγκρότησης του «Συνασπισμού της Αριστεράς και της Προόδου» και τη διάσπαση τελικά του ΚΚΕ, θέματα όμως που ξεπερνούν κατά πολύ τα όρια του συγκεκριμένου άρθρου.

Η διάσπαση του 1989-1991 ήταν επώδυνη, αλλά έβαλε τα θεμέλια μιας πορείας ανασυγκρότησης και προγραμματικής ενίσχυσης του ΚΚΕ.

Με το Πρόγραμμα του 15ου Συνεδρίου (1996) προσδιορίστηκε ο χαρακτήρας της επανάστασης ως σοσιαλιστικός, καθορίστηκαν οι κινητήριες δυνάμεις της επανάστασης. Από το 1995 ξεκίνησε μια μεγάλη θεωρητική και πολιτική προσπάθεια για την εξαγωγή συμπερασμάτων από τις αιτίες της αντεπανάστασης, η οποία αποτυπώθηκε στο 18ο Συνέδριο (2009), ενισχύοντας τις επεξεργασίες του ΚΚΕ για το σοσιαλισμό-κομμουνισμό κι εμπλουτίζοντας την προγραμματική του αντίληψη. Μελετήθηκε συστηματικά η ιστορική πείρα του Κόμματος και του Διεθνούς Κομμουνιστικού Κινήματος, με συμπεράσματα που αποτυπώθηκαν στο Δοκίμιο Ιστορίας του ΚΚΕ για την περίοδο 1949-1968 (2011) και συνεχίστηκαν με το Δοκίμιο Ιστορίας του ΚΚΕ για την περίοδο 1918-1949 (2018). Μέσα σε αυτά τα πλαίσια έγινε επίσης προσπάθεια μελέτης ζητημάτων που στο παρελθόν επέδρασαν σε δυσκολίες στη διαμόρφωση επαναστατικής στρατηγικής, όπως η πορεία της καπιταλιστικής ανάπτυξης στην Ελλάδα, η ένταξή της στο διεθνές ιμπεριαλιστικό σύστημα και οι διεθνείς συμμαχίες του κεφαλαίου ανά περιόδους. Όλα αυτά αποτέλεσαν στοιχεία ουσιαστικής ιδεολογικής-πολιτικής ενίσχυσης και ωρίμανσης που εκφράστηκε με το νέο Πρόγραμμα του ΚΚΕ στο 19ο Συνέδριό του (2013).

Επίσης, η πείρα του 1989-1991 μαζί με την πείρα του 1968 υπήρξαν καθοριστικές για τη σταθερή πολιτική αντιμετώπιση και στάση του ΚΚΕ απέναντι στις δυνάμεις του οπορτουνισμού, ανεξάρτητα από το μέγεθος και το ρόλο τους σε κάθε συγκυρία, αναγνωρίζοντας τον επικίνδυνο και ύπουλο χαρακτήρα τους στο διεμβολισμό της επαναστατικής γραμμής του ΚΚΕ. Απέναντι στο ΣΥΝ, και στη συνέχεια στο ΣΥΡΙΖΑ, όπως και γενικότερα στις δυνάμεις του οπορτουνιστικού ρεύματος, το ΚΚΕ ποτέ δεν υπέστειλε το μέτωπο, ανέδειξε σταθερά τους ρόλους τους ως φορέων της αστικής πολιτικής στο εργατικό κίνημα. Απέκρουσε τις επιθέσεις φιλίας για «ενότητα της Αριστεράς» που ήταν μόνιμη επωδός των οπορτουνιστικών δυνάμεων για δεκαετίες, κάνοντας παράλληλα συστηματική προσπάθεια προώθησης της ταξικής γραμμής ανασυγκρότησης του εργατικού κινήματος. Η σταθερή και χωρίς υπαναχωρήσεις πάλη ενάντια στον οπορτουνισμό αποτέλεσε «κλειδί» στη φάση του κύματος ανόδου του ΣΥΡΙΖΑ ως νέας σοσιαλδημοκρατίας. Υπήρξε επίσης καθοριστική για την αντιμετώπιση όλων των υπόλοιπων οπορτουνιστικών δυνάμεων που με τον έναν ή τον άλλο τρόπο πρόβαλλαν μια λογική ανοχής και ουράς στο ΣΥΡΙΖΑ. Οι δυνάμεις αυτές αντιμετωπίστηκαν σταθερά από το ΚΚΕ ως εφεδρείες του συστήματος και όχι ως «φιλικές».

Η απότομη άνοδος του ΣΥΡΙΖΑ ξάφνιασε αρκετούς, ανάμεσά τους και ψηφοφόρους του ΚΚΕ, το οποίο υπέστη μεγάλες εκλογικές απώλειες το 2012. Υπάρχει όμως ένα σημαντικό συμπέρασμα: Τι ήταν εκείνο που επέτρεψε στο ΚΚΕ να αντιμετωπίσει από την πρώτη στιγμή την άνοδο του ΣΥΡΙΖΑ χωρίς ταλαντεύσεις; Να μην εγκλωβιστεί σε προβλήματα όπως εκείνα που αντιμετώπισε με την άνοδο του ΠΑΣΟΚ στην αστική διακυβέρνηση; Να μπορέσει πιο καθαρά να διαβλέψει τον αστικό σχεδιασμό, αλλά και να μην εγκλωβιστεί σε ενδοαστικές αντιθέσεις; Να είναι πιο ετοιμοπόλεμο στο να απεγκλωβίσει εργατικές-λαϊκές δυνάμεις;

Τι έδωσε στο ΚΚΕ τη δυνατότητα από τις εκλογές του Μάη του 2012, όταν ακόμη βρισκόμασταν στο ξεκίνημα αυτών των σχεδιασμών, να εκτιμήσει εύστοχα ότι πρόκειται για σχεδιασμούς «αναπαλαίωσης του πολιτικού σκηνικού», αναδεικνύοντας σωστά το ρόλο του ΣΥΡΙΖΑ;45

Χωρίς να παραγνωρίζουμε ότι πρόκειται για διαφορετικές ιστορικές περιόδους και για διαφορετικές φάσεις της καπιταλιστικής ανάπτυξης, αλλά και την πείρα που έχει συσσωρεύσει το Κόμμα όλα αυτά τα χρόνια, η αναζήτηση της απάντησης βρίσκεται πρωτίστως στις προγραμματικές επεξεργασίες του ΚΚΕ, οι οποίες αποτέλεσαν ασπίδα απέναντι στη νέα σοσιαλδημοκρατία.

Η αστική τάξη με το ΣΥΡΙΖΑ αλλά και το οπορτουνιστικό ρεύμα ξεδίπλωσαν μια τεράστια επίθεση στο ΚΚΕ με στόχο να υποκύψει, να αποτελέσει στοιχείο της αναμόρφωσης του αστικού πολιτικού συστήματος, εξασφαλίζοντας τη συμμετοχή του ή έστω την ανοχή του στην αστική διακυβέρνηση. Προσπάθησαν να αξιοποιήσουν παλιότερες επεξεργασίες του Διεθνούς Κομμουνιστικού Κινήματος και του ΚΚΕ, είτε αυτούσιες είτε με νέα περιτυλίγματα (π.χ. μεταβατικά προγράμματα, κυβέρνηση αντιιμπεριαλιστικών αντιμονοπωλιακών δυνάμεων κλπ.), για να σύρουν το ΚΚΕ στη στήριξη της σοσιαλδημοκρατίας.

Κομβική παρακαταθήκη και όπλο του ΚΚΕ απέναντι σε αυτήν την προσπάθεια αποδείχτηκε η αταλάντευτη στάση του απέναντι στο ζήτημα της συμμετοχής σε κυβέρνηση στο έδαφος του καπιταλισμού. Σε όλη την περίοδο 2012-2015 το ΚΚΕ δούλεψε σε δύσκολες συνθήκες για να ενισχύεται η αντικαπιταλιστική-αντιμονοπωλιακή γραμμή πάλης, για να μην εγκλωβίζεται στον κυβερνητισμό το λαϊκό κίνημα, κρατώντας κρυστάλλινη θέση, την ώρα που οι δυνάμεις του οπορτουνισμού (όπως η ΑΝΤΑΡΣΥΑ) προχωρούσαν σε συναντήσεις με το ΣΥΡΙΖΑ στο πλαίσιο των διερευνητικών εντολών το 2012 ή πρόσφεραν καύσιμα σε ένα φιλοκυβερνητικό κίνημα υπέρ της «διαπραγμάτευσης» και του παραπλανητικού δημοψηφίσματος το 2015.

Το ΚΚΕ πήγε κόντρα στο ρεύμα ενάντια τόσο στο φούσκωμα των αυταπατών την περίοδο 2012-2015 όσο και στην κυβερνητική διαχείριση του ΣΥΡΙΖΑ στη συνέχεια, που επιχειρούσε να παρουσιαστεί με πλαστό φιλολαϊκό προσωπείο. Δούλεψε σκληρά για να διατηρηθεί ένας πυρήνας λαϊκών αγωνιστικών δυνάμεων που αντιστάθηκε, πήρε πρωτοβουλίες για ανάπτυξη κινητοποιήσεων και διεκδικήσεων σε συνθήκες υποχώρησης του εργατικού λαϊκού κινήματος (ως προϊόν της συνδυασμένης επίδρασης παραγόντων όπως η δράση των αστικών και οπορτουνιστικών δυνάμεων στο εργατικό συνδικαλιστικό κίνημα και του ρόλου της πλειοψηφίας της ΓΣΕΕ, αλλά και η διάψευση των προσδοκιών που καλλιέργησε ο ΣΥΡΙΖΑ οδηγώντας σε αναδίπλωση και συμβιβασμό λαϊκές δυνάμεις που είχαν πάρει μέρος σε ορισμένους αγώνες το προηγούμενο διάστημα). Κυρίως, το ΚΚΕ δεν υποτάχτηκε στον κυβερνητισμό και τη γραμμή διαχείρισης του καπιταλισμού που προβαλλόταν ως «ρεαλισμός». Αυτά διαμόρφωσαν μια ισχυρή βάση που δίνει σήμερα τη δυνατότητα να ξεδιπλωθεί η εργατική-λαϊκή αντεπίθεση, με νέα ορμή να αναπτυχθούν αγώνες, να οργανωθεί η λαϊκή πάλη και να γίνουν βήματα για την ανασύνταξη του εργατικού-λαϊκού κινήματος, να διευρυνθούν οι γραμμές των δυνάμεων που συγκρούονται με τον πραγματικό αντίπαλο στην κατεύθυνση της αντικαπιταλιστικής-αντιμονοπωλιακής πάλης και απέναντι στους κυβερνητικούς διαχειριστές της εξουσίας του κεφαλαίου, φιλελεύθερους ή σοσιαλδημοκράτες.

Όπως έχουμε εκτιμήσει: «Το ΚΚΕ αντιμετώπισε αποφασιστικά τις πιέσεις για συμμετοχή ή στήριξη της αστικής διακυβέρνησης του οπορτουνιστικής καταγωγής κόμματος του ΣΥΡΙΖΑ, που ανήλθε στην κυβερνητική εξουσία το Φλεβάρη του 2015. Πιέσεις, που ξεκίνησαν με τη σταδιακή απαξίωση του ΠΑΣΟΚ, σε συνδυασμό με την πορεία ολοκλήρωσης των σοσιαλδημοκρατικών χαρακτηριστικών του ΣΥΡΙΖΑ, και κορυφώθηκαν στις εκλογικές αναμετρήσεις του 2012. Προειδοποίησε έγκαιρα για την καπηλεία του ΣΥΡΙΖΑ πάνω στην ιστορία του κινήματος, προκειμένου να χειραγωγεί και να εξαπατά ριζοσπαστικές συνειδήσεις, αριστερούς αγωνιστές, με ραφιναρισμένο αντικομμουνισμό που, όσο μεγαλώνει η λαϊκή οργή, δίνει τη θέση του ακόμα και στον ωμό αντικομμουνισμό. Προέβλεψε έγκαιρα τη σοσιαλδημοκρατικοποίηση του ΣΥΡΙΖΑ, την ανάδειξή του σε νέο στυλοβάτη του αστικού πολιτικού συστήματος και της καπιταλιστικής ανάπτυξης.»46

 

ΣΥΝΟΨΗ ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΩΝ

α) Η ιστορική πείρα δείχνει ότι η σοσιαλδημοκρατία, μέσα από τις μεταμορφώσεις της, αποτέλεσε διαχρονικά έναν επικίνδυνο αντίπαλο για το επαναστατικό εργατικό κίνημα. Μπόρεσε σε διαφορετικές ιστορικές φάσεις και με διαφορετικούς τρόπους να υπηρετήσει τη στρατηγική του κεφαλαίου συμβάλλοντας καθοριστικά στην ενσωμάτωση των εργατικών-λαϊκών μαζών, αλλά και ασκώντας πίεση προσαρμογής στην πολιτική γραμμή του κομμουνιστικού κινήματος. Διαθέτει τη δυνατότητα να «ανανεώνεται» σε μεταβαλλόμενες συνθήκες, αξιοποιώντας εφεδρείες του οπορτουνιστικού ρεύματος, οι οποίες, όταν χρειάζεται, «τραβιούνται» σε ρόλους αστικής διαχείρισης.

β) Αναπτύχθηκε ιστορικά μέσα από τις γραμμές του εργατικού κινήματος εκφράζοντας συγκεκριμένες κοινωνικές δυνάμεις-στρώματα. Η εμφάνιση και ανάπτυξη της εργατικής αριστοκρατίας από τις αρχές κιόλας του περασμένου αιώνα, η εσωτερική διαφοροποίηση και διαστρωμάτωση της εργατικής τάξης την περίοδο της μεταπολεμικής ανάπτυξης σε συνδυασμό με τις δυνατότητες και τα περιθώρια ελιγμών της αστικής πολιτικής, η διατήρηση και διαρκής (καταστροφή και) ανανέωση μικροαστικών στρωμάτων σε παλιούς και νέους κλάδους αποτέλεσαν κοινωνικά ερείσματα συμβιβαστικής πίεσης, όπως εκφράστηκε με τη σοσιαλδημοκρατία, αλλά και με τον οπορτουνισμό.

γ) Η σοσιαλδημοκρατία συνδέθηκε στενά με τον κεϊνσιανισμό και την εδραίωση του λεγόμενου «κοινωνικού κράτους», που όμως αποδείχτηκε ότι δεν αποτελούν αποκλειστικό της προνόμιο. Οι διευρυμένες λειτουργίες που ανέλαβε το αστικό κράτος (υγεία, εκπαίδευση, πρόνοια κλπ.) εξέφρασαν αναγκαίες προσαρμογές για την υποβοήθηση της καπιταλιστικής αναπαραγωγής στις συνθήκες της ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων του σύγχρονου καπιταλισμού. Οι κεϊνσιανές πολιτικές κρατικής παρέμβασης εφαρμόστηκαν εξίσου από φιλελεύθερες και συντηρητικές αστικές κυβερνήσεις, ανάλογα με τις ανάγκες και τη φάση της καπιταλιστικής ανάπτυξης. Τα ιστορικά παραδείγματα της κρίσης του 1929, αλλά και της μεταπολεμικής ανασυγκρότησης, που απαίτησαν ισχυρή παρέμβαση του αστικού κράτους, είναι τα πιο χαρακτηριστικά, καθώς κεϊνσιανές πολιτικές και παραλλαγές τους υιοθετήθηκαν εκείνες τις περιόδους χωρίς εξαίρεση από σοσιαλδημοκρατικές, φασιστικές, συντηρητικές και φιλελεύθερες αστικές κυβερνήσεις.

δ) Σήμερα βρισκόμαστε σε διαφορετικές ιστορικά συνθήκες, καθώς παράγοντες όπως η ενίσχυση της τάσης διεθνοποίησης του κεφαλαίου, η υπερσυσσώρευση κεφαλαίου και οι δυσκολίες διευρυμένης αναπαραγωγής του, η όξυνση των ιμπεριαλιστικών ανταγωνισμών στο διεθνές περιβάλλον που διαμορφώθηκε μετά από την ανατροπή της ΕΣΣΔ περιορίζουν αντικειμενικά τις δυνατότητες μιας ευρείας κλασικής κεϊνσιανής πολιτικής στο πλαίσιο μιας χώρας, όπως πραγματοποιήθηκε σε προηγούμενες δεκαετίες. Στο πλαίσιο αυτό, μια σειρά σοσιαλδημοκρατικές δυνάμεις επιζητούν μια «μετα-» ή «νέο-» κεϊνσιανή διαχείριση, υποστηρίζοντας την αναστύλωση ενός νέου «κοινωνικού κράτους» σε εθνικό επίπεδο ή στο επίπεδο της ΕΕ. Γενικότερα, αποτελεί ζητούμενο για την αστική τάξη η ανανέωση της σοσιαλδημοκρατίας και η ενδυνάμωσή της ως πόλου της αστικής διαχείρισης και εγκλωβισμού της λαϊκής δυσαρέσκειας. Αξιοποιούνται σε αυτό το πλαίσιο δυνάμεις οπορτουνιστικές που σπεύδουν να αναγεννήσουν τα φθαρμένα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα ή και παγιωμένες διαχειριστικές δυνάμεις (όπως, π.χ., οι Άγγλοι Εργατικοί ή κύκλοι των Δημοκρατικών στις ΗΠΑ) που υιοθετούν ψευτοριζοσπαστική φρασεολογία, διαμορφώνοντας δίπολα εγκλωβισμού, αυτοπροβαλλόμενες ως «προοδευτικές» ενάντια στις θεωρούμενες ως «αντιδραστικές» δυνάμεις (π.χ. Σάντερς εναντίον Τραμπ στις ΗΠΑ, Κόρμπιν εναντίον Τζόνσον στη Μ. Βρετανία, η αντιπαράθεση γύρω από το λεγόμενο «πράσινο New Deal» κ.ά.). Ο ΣΥΡΙΖΑ στην Ελλάδα θα επιχειρήσει το επόμενο διάστημα να εγκλωβίσει, προβάλλοντας τη γνωστή παραπλάνηση του «αντιδεξιού» μετώπου ενάντια στη ΝΔ, εγχείρημα στο οποίο θα συνδράμουν και δυνάμεις του οπορτουνιστικού ρεύματος.

ε) Η αποτελεσματικότητα της πάλης του κομμουνιστικού κινήματος απέναντι στη σοσιαλδημοκρατία σχετίστηκε με τις προγραμματικές και στρατηγικές του επεξεργασίες στις διάφορες ιστορικές περιόδους. Οι όποιες αμφισημίες στον πυρήνα της επαναστατικής πολιτικής, όπως ο καθορισμός του χαρακτήρα της επανάστασης, η στάση των κομμουνιστών απέναντι στην αστική διακυβέρνηση, η λογική των σταδίων, ο προσδιορισμός του χαρακτήρα του φασισμού και της πάλης απέναντί του κ.ά. είχαν αντανάκλαση στη διαμόρφωση πολιτικής συμμαχιών των ΚΚ και κατά συνέπεια της στάσης τους απέναντι στη σοσιαλδημοκρατία. Τέτοιες στρατηγικές ανεπάρκειες αποδείχτηκαν σε κρίσιμες περιόδους αχίλλειος πτέρνα για το κομμουνιστικό κίνημα.

στ) Το συμπέρασμα αυτό επιβεβαιώνεται και από την πρόσφατη πείρα του ΚΚΕ. Απέναντι στο κύμα ανόδου της νέας σοσιαλδημοκρατίας με κορμό το ΣΥΡΙΖΑ και στην απαιτητική και δύσκολη για το λαό περίοδο των τελευταίων χρόνων, η ιδεολογική-πολιτική και προγραμματική ωρίμανση του ΚΚΕ αποτέλεσε ασπίδα προστασίας απέναντι στην αστική πολιτική και όρο για το ξεδίπλωμα της αντεπίθεσης. Με αυτήν την πολιτική γραμμή έγινε σε συνθήκες αφόρητης πίεσης κατορθωτό να σφυρηλατηθεί μια εργατική-λαϊκή πρωτοπορία που δεν υπέκυψε, που διεύρυνε τις αγωνιστικές προσπάθειες ανασύνταξης του κινήματος. Κλειδί αποτέλεσε η διαχρονικά σταθερή αντιμετώπιση του οπορτουνισμού ο οποίος, όπως αποδεικνύει η ιστορική εμπειρία, συχνά σοσιαλδημοκρατικοποιείται ως, δήθεν, νέα δύναμη στην υπηρεσία του συστήματος. Αρκεί να σκεφτεί κανείς τις πρόσθετες δυσκολίες που θα υπήρχαν για την αντιμετώπιση του ΣΥΡΙΖΑ το 2012, αν το ΚΚΕ επί 20 χρόνια τον θεωρούσε «φιλική» και όχι εχθρική δύναμη για τα εργατικά-λαϊκά συμφέροντα.

ζ) Η πολιτική συμμαχιών του ΚΚΕ μπαίνει συχνά στο στόχαστρο του ταξικού αντιπάλου, ενώ γύρω από αυτήν έχει επιχειρηθεί συχνά να ξεδιπλωθεί επίθεση προς το Κόμμα ή ακόμη και να γίνει προσπάθεια να αξιοποιηθεί ως μοχλός πίεσης και παρέμβασης στο Κόμμα. Επίσης, η πολιτική συμμαχιών αποδείχτηκε ότι είναι στενά συνυφασμένη με την οργανωτική και πολιτική αυτοτέλειά του, καθώς, όπως ιστορικά επιβεβαιώθηκε από την περίοδο του «Συνασπισμού της Αριστεράς και της Προόδου», η αυτοτέλεια του Κόμματος τέθηκε σε κίνδυνο όταν έγινε δεκτή η προγραμματική συμφωνία κορυφών με άλλα –οπορτουνιστικά– κόμματα. Η απώλεια της προγραμματικής-πολιτικής αυτοτέλειας, που γίνεται αντικειμενικά όταν η πολιτική και η στρατηγική του Κόμματος μπαίνει στο τραπέζι της διαπραγμάτευσης με άλλα κόμματα και πολιτικές δυνάμεις που έχουν εξ ορισμού διαφορετική πολιτική γραμμή που κινείται «εντός των καπιταλιστικών τειχών», είναι κρίσιμο πλήγμα στην οργανωτική αυτοτέλεια, η οποία διασφαλίζεται κυρίως με πολιτικά, μαζί με τα οργανωτικά μέτρα.

Η προγραμματική θέση του ΚΚΕ για την Κοινωνική Συμμαχία, όπως έχει παρουσιαστεί στα τελευταία του Συνέδρια, εκφράζει την αντικειμενική ανάγκη συμμαχίας της εργατικής τάξης και των άλλων λαϊκών κοινωνικών δυνάμεων σε αντικαπιταλιστική αντιμονοπωλιακή κατεύθυνση και εκφράζεται μέσα από τις οργανώσεις του εργατικού κινήματος, του κινήματος των αυτοαπασχολούμενων, της φτωχής αγροτιάς κλπ. Τα μέλη και οι φίλοι του ΚΚΕ συναντιούνται πλατιά με τους εργαζόμενους και άλλους αγωνιστές μέσα από τους αγώνες, μέσα από τη δράση τους στις μαζικές οργανώσεις και τα όργανά τους. Η Κοινωνική Συμμαχία έχει πολιτικό προσανατολισμό, δίνοντας απάντηση προς ποια κατεύθυνση πρέπει να στοχεύει η κοινή πάλη της εργατικής τάξης και των λαϊκών στρωμάτων, δηλαδή σε αντικαπιταλιστική αντιμονοπωλιακή κατεύθυνση, δεν είναι όμως συμμαχία «κορυφών» με άλλα κόμματα, ούτε διεκδικεί συμμετοχή σε εκλογές. Όπως αναφέρεται στο 20ό Συνέδριο του ΚΚΕ: «Η Κοινωνική Συμμαχία από τον ίδιο το χαρακτήρα της ως συμμαχίας κοινωνικών κινημάτων δεν είναι συνεργασία κομμάτων, ούτε συνεργασία του ΚΚΕ με μαζικές οργανώσεις. Στο βαθμό που άλλες πολιτικές δυνάμεις μικροαστικού χαρακτήρα δρουν με μέλη τους στις συσπειρώσεις της Κοινωνικής Συμμαχίας, θα συναντιούνται στην κοινή πάλη με τους κομμουνιστές με όρους κινήματος κι εκεί θα διεξάγεται ιδεολογική-πολιτική διαπάλη. Η όποια κοινή δράση και διαπάλη θα εκφράζεται στις γραμμές και στα όργανα πάλης της Κοινωνικής Συμμαχίας.»

η) Απέναντι στο ΚΚΕ ο αστικός σχεδιασμός περιλαμβάνει πάντα ένα σχέδιο συνδυασμένων προσπαθειών ενσωμάτωσης και αφοπλισμού, χτυπήματος και περιθωριοποίησης, εναλλάσσοντας τις μεθόδους με βάση τις εξελίξεις και την ιστορική φάση. Η ικανότητα του ΚΚΕ να ανασυγκροτήσει τις δυνάμεις του και την επαναστατική του πολιτική από το 1991 κι έπειτα, να αναπτύξει τις προγραμματικές του επεξεργασίες, να αντισταθεί στο σχεδιασμό μετατροπής του σε συμπλήρωμα της σοσιαλδημοκρατίας του ΣΥΡΙΖΑ, είναι παρακαταθήκη για το λαό στην επόμενη φάση των ταξικών αναμετρήσεων. Είναι η βάση για να ξεδιπλωθεί μια πορεία ανασύνταξης του εργατικού-λαϊκού κινήματος, ανόδου της οργάνωσης της εργατικής τάξης και ισχυροποίησης των αγώνων, εξαγωγής συμπερασμάτων που θα συμβάλλουν στον αντιμονοπωλιακό-αντικαπιταλιστικό χαρακτήρα της πάλης. Όπως έχουμε εκτιμήσει, η επίθεση αυτή «έχει ως στόχο να πετύχει ό,τι δεν κατάφερε ο οπορτουνισμός το 1968 και το 1991: Να μετατραπεί το ΚΚΕ σε συνιστώσα της οπορτουνιστικής και ρεφορμιστικής Αριστεράς»47.

 


ΣημειώσειςΣημειώσεις

* Ο Κώστας Μπορμπότης είναι μέλος της Ιδεολογικής Επιτροπής της ΚΕ του ΚΚΕ.

  1. Δοκίμιο Ιστορίας του ΚΚΕ, τόμ. Β΄ (1949-1968), σελ. 408, εκδ. Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα, 2012.
  2. Β. Ασημακόπουλος, Χ. Τάσσης, «ΠΑΣΟΚ: Σταθμοί και όρια στη διαμόρφωση του Πανελλήνιου Σοσιαλιστικού Κινήματος 1974-2018», στο Β. Ασημακόπουλος, Χ. Τάσσης (επιμ.), ΠΑΣΟΚ 1974-2018. Πολιτική οργάνωση, ιδεολογικές μετατοπίσεις, κυβερνητικές πολιτικές, σελ. 23, εκδ. Gutenberg, Αθήνα, 2018.
  3. J. Meynaud, Οι πολιτικές δυνάμεις στην Ελλάδα, σελ. 379, τόμ. Α΄ (1946-1965), εκδ. Σαββάλας, Αθήνα, 2002.
  4. Herbert Kitschelt, The transformation of European social democracy, σελ. 161, Cambridge University Press, 1994.
  5. Οι θεωρίες αυτές έχασαν διεθνώς μεγάλο μέρος της δυναμικής τους στη συνέχεια, από τη στιγμή που μια σειρά καπιταλιστικές χώρες της λεγόμενης «περιφέρειας» ανέπτυξαν σημαντική οικονομική, πολιτική και στρατιωτική δυναμική. Για περισσότερα στοιχεία σχετικά με τις προσεγγίσεις περί εξάρτησης, βλ. και το κεφάλαιο «Σχετικά με την εξάρτηση» στο άρθρο του Β. Όψιμου «Η θεωρία του Λένιν για τον ιμπεριαλισμό και οι διαστρεβλώσεις της», ΚΟΜΕΠ, τεύχ. 2/2017.
  6. Α. Παπανδρέου, Μετάβαση στο σοσιαλισμό, προβλήματα και στρατηγική για το ελληνικό κίνημα, σελ. 49, εκδ. Αιχμή, Αθήνα, 1977.
  7. Χ. Τάσσης, «Το θεωρητικό σχήμα του ΠΑΣΟΚ: Θεωρία της Εξάρτησης, ριζοσπαστικός προσανατολισμός με σοσιαλιστική προοπτική», στο Β. Ασημακόπουλος, Χ. Τάσσης (επιμ.), ΠΑΣΟΚ 1974-2018. Πολιτική οργάνωση, ιδεολογικές μετατοπίσεις, κυβερνητικές πολιτικές, σελ. 333, εκδ. Gutenberg, Αθήνα, 2018.
  8. Το 1975 το ΑΕΠ αυξήθηκε κατά 6,4%, το 1976 κατά 6,9%, το 1977 η αύξηση περιορίστηκε στο 2,7%, το 1978 ανέβηκε στο 7,2%, για να περιοριστεί το 1979 στο 3,3%, το 1980 στο 0,7%, ενώ το 1981 το ΑΕΠ εμφάνισε ξανά μείωση κατά 1,6%.
  9. Γ. Βούλγαρης, Η Ελλάδα της Μεταπολίτευσης 1974-1990. Σταθερή δημοκρατία σημαδεμένη από τη μεταπολεμική ιστορία, σελ. 137, εκδ. Θεμέλιο, Αθήνα, 2002.
  10. Ό.π.
  11. Γ. Βούλγαρης, Η Ελλάδα της Μεταπολίτευσης 1974-1990. Σταθερή δημοκρατία σημαδεμένη από τη μεταπολεμική ιστορία, σελ. 278, εκδ. Θεμέλιο, Αθήνα, 2002.
  12. Κ. Ελευθερίου, Χ. Τάσσης, ΠΑΣΟΚ. Η άνοδος και η πτώση (;) ενός ηγεμονικού κόμματος, σελ. 57 και 202, εκδ. Σαββάλας, Αθήνα, 2013. Με βάση αυτά τα στοιχεία, η δύναμη των μελών του ΠΑΣΟΚ υποχωρεί το 1989 σε 90.000. Στη συνέχεια, ανακάμπτει σε μεγέθη της τάξης των 150-200.000 ως το 1999, αυξάνεται στα 300.000 μέλη το 2001, ενώ στη συνέχεια περνάμε στην εποχή όπου η δύναμη καταγράφεται ως «μέλη και φίλοι» του ΠΑΣΟΚ και που ούτως ή άλλως έχουν μεταβληθεί δραστικά οι συνθήκες, αλλά και το περιεχόμενο της κομματικής ένταξης σε σχέση με τη δεκαετία του 1980.
  13. Γ. Μπιθυμήτρης, «Μια ιδιότυπη σοσιαλδημοκρατική συνδικαλιστική ταυτότητα: ΠΑΣΟΚ και συνδικάτα, από τη μεταπολίτευση στην κρίση», στο Β. Ασημακόπουλος, Χ. Τάσσης (επιμ.), ΠΑΣΟΚ 1974-2018. Πολιτική οργάνωση, ιδεολογικές μετατοπίσεις, κυβερνητικές πολιτικές, σελ. 148, εκδ. Gutenberg, Αθήνα, 2018.
  14. Ν. Μουζέλης, Από την Αλλαγή στον Εκσυγχρονισμό, σελ. 24, εκδ. Θεμέλιο, Αθήνα, 2002.
  15. Κ. Σημίτης, Πολιτική για μια δημιουργική Ελλάδα. 1996-2004, σελ. 44, εκδ. Πόλις, Αθήνα, 2005.
  16. Αναφέρεται στο Γ. Κατσαμπέκης, «Ο πολιτικός λόγος του εκσυγχρονισμού (1989-2004)», στο Β. Ασημακόπουλος, Χ. Τάσσης (επιμ.), ΠΑΣΟΚ 1974-2018. Πολιτική οργάνωση, ιδεολογικές μετατοπίσεις, κυβερνητικές πολιτικές, σελ. 425, εκδ. Gutenberg, Αθήνα, 2018.
  17. Κ. Λαλιώτης, Η πυξίδα. Το διαχρονικό ΠΑΣΟΚ, προκλήσεις - υπερβάσεις - προοπτικές, σελ. 175, εκδ. Λιβάνη, Αθήνα, 2007. Το ΠΑΣΟΚ βέβαια σε όλη αυτήν την περίοδο δεν αντιμετώπιζε το ΣΥΝ ως «ισότιμο» εταίρο, περισσότερο επιδίωκε τη διάχυση ή την παραμονή του ως τάση στο πλαίσιο ενός κεντροαριστερού εγχειρήματος. Ούτε ασφαλώς διέβλεπε τότε κανείς ότι θα αντιστραφούν οι ισορροπίες και το ΠΑΣΟΚ θα εκπέσει στη θέση του ασθενέστερου κόμματος στο πλαίσιο μιας τέτοιας συζήτησης.
  18. Υπενθυμίζουμε ότι στις πρώτες εκλογές του 2012 (Μάης) ο ΣΥΡΙΖΑ κατέγραψε 16,78%, ενώ το ΠΑΣΟΚ «κατέρρευσε» στο 13,18%. Στις εκλογές που ακολούθησαν τον επόμενο μήνα (Ιούνης) ο ΣΥΡΙΖΑ αναδείχτηκε σε αξιωματική αντιπολίτευση φτάνοντας στο 26,89%, ενώ το ΠΑΣΟΚ κατέγραψε 12,28%.
  19. Α. Παπανδρέου, Για μια σοσιαλιστική κοινωνία, σελ. 341, εκδ. Αιχμή, Αθήνα, 1977.
  20. Για την αντιλαϊκή πολιτική που εφάρμοσε ο ΣΥΡΙΖΑ βλ. «Το “εμπόριο ελπίδας” του ΣΥΡΙΖΑ», ΚΟΜΕΠ, τεύχ. 5/2018.
  21. ΚΕ του ΚΚΕ, Ανακοίνωση για τα αποτελέσματα των εκλογών της 7ης Ιούλη 2019.
  22. Ο άμεσος στόχος της κυβερνητικής εξουσίας είχε προβληθεί και από το ΠΑΣΟΚ την περίοδο 1977-1981 με το περιβόητο «Σοσιαλισμός στις 18». Το ΠΑΣΟΚ όμως τότε, όπως θα δούμε αναλυτικότερα παρακάτω, δεν επιδίωκε, ούτε καλούσε το ΚΚΕ σε κυβερνητική σύμπραξη· το ΚΚΕ ήταν εκείνο το οποίο κατηγορούσε το ΠΑΣΟΚ για έλλειψη πρόθεσης συνεργασιών.
  23. Α. Χαρίσης, «Σοσιαλδημοκρατία: Από τη σύγκλιση με τον αστικό ρεφορμισμό στην κρίση», (Β΄ Μέρος), ΚΟΜΕΠ, τεύχ. 4/2008.
  24. Α. Τσίπρας, «Εντολή να μετασχηματιστούμε σε μια μεγάλη παράταξη, σε ένα σύγχρονο και μαζικό αριστερό προοδευτικό κίνημα», ομιλία στη συνεδρίαση της ΚΕ του 
ΣΥΡΙΖΑ, 13.7.2019.
  25. Κ. Ζαχαριάδης, «Ευρεία - ευρύτατη προοδευτική παράταξη», εφημ. Τα Νέα, 16.7.2019.
  26. Για το ΠΑΣΟΚ/ΚΙΝΑΛ βλ. επίσης, «Για τη διαμόρφωση και το οικονομικό πρόγραμμα του “Κινήματος Αλλαγής”», ΚΟΜΕΠ, τεύχ. 6/2018.
  27. Λ. Κατσέλη, «Μας ενώνουν κοινές αξίες και κοινοί αγώνες», εφημ. Νέα Σελίδα, 14.4.2019.
  28. Καθώς οι διεργασίες αυτές βρίσκονται σε εξέλιξη και θα συνεχιστούν ενόψει του Συνεδρίου του ΣΥΡΙΖΑ, περιοριζόμαστε εδώ σε μια πρώτη σύντομη αναφορά. Τα ζητήματα αυτά θα αποτελέσουν αντικείμενο επόμενης αρθρογραφίας.
  29. Βλ. σχετικά και το άρθρο «“Ατομική ελευθερία”: Μύθος και πραγματικότητα», 
ΚΟΜΕΠ, τεύχ. 4/2019.
  30. Ν. Μουζέλης, Ματιές στο μέλλον. Καπιταλισμός, σοσιαλδημοκρατία, κοινωνικό κράτος, σελ. 136 και 140, εκδ. Αλεξάνδρεια, Αθήνα, 2018.
  31. Για αναλυτικότερη παρουσίαση των εξελίξεων στον οπορτουνιστικό χώρο βλ. το σχετικό άρθρο στην προηγούμενη ΚΟΜΕΠ, «Για τις διεργασίες στο οπορτουνιστικό ρεύμα», τεύχ. 4/2019.
  32. Διακήρυξη της Κεντρικής Επιτροπής για τα 100 χρόνια του ΚΚΕ, Δεκέμβρης του 2017.
  33. Διακήρυξη της Κεντρικής Επιτροπής για τα 100 χρόνια του ΚΚΕ, Δεκέμβρης του 2017.
  34. Στο Πρόγραμμα που είχε υιοθετηθεί στο 8ο Συνέδριο το 1961, σε συνθήκες ισχυροποίησης της οπορτουνιστικής ομάδας στην ηγεσία του ΚΚΕ, προσδιορίζεται η «εθνική αστική τάξη» (η οποία κατά τη διατύπωση του Προγράμματος «απαρτίζεται κυρίως από τους μικρούς και μεσαίους βιομήχανους και εμπόρους και ενδιαφέρεται για την ανάπτυξη της εθνικής παραγωγής και της εσωτερικής αγοράς και την περιφρούρησή τους από τη ληστρική δράση των ξένων μονοπωλίων») ως δύναμη που από κοινού με την εργατική τάξη και την αγροτιά θα παλέψουν ενάντια στην «ντόπια πλουτοκρατική ολιγαρχία». Αυτή η εξόφθαλμα λαθεμένη αντίληψη διορθώνεται στο 9ο Συνέδριο (1973), που ορθώς απαλείφει την αναφορά σε «εθνική αστική τάξη», υιοθετεί όμως την εξής διατύπωση για να αποτυπώσει την κατάσταση στην αστική τάξη της χώρας: «Η αστική τάξη της Ελλάδας, που αποτελεί ένα πολύ μικρό ποσοστό στο σύνολο του πληθυσμού της ελληνικής κοινωνίας και ρουφάει τον ιδρώτα των εργαζόμενων, υφίσταται επίσης διαφοροποιήσεις. Δυναμώνει η ολιγαρχία των μεγιστάνων του χρηματιστικού κεφαλαίου, που μαζί με τα ξένα μονοπώλια έθεσε τις βασικές πλουτοπαραγωγικές πηγές της χώρας κάτω από τον έλεγχό της και λόγω της μονοπωλιακής της θέσης, με τη βοήθεια του κρατικού μηχανισμού, βαραίνει πάνω στους μικρούς και μεσαίους βιομήχανους και εμπόρους και γενικά στις μη μονοπωλιακές επιχειρήσεις.» (ΚΚΕ. Προγραμματικά Ντοκουμέντα, σελ. 309-310 και 359, εκδ. Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα, 2008.)
  35. ΠΓ της ΚΕ του ΚΚΕ, «Πορεία αποκατάστασης του επαναστατικού χαρακτήρα του ΚΚΕ», ΚΟΜΕΠ, τεύχ. 6/2013.
  36. Θέσεις της ΚΕ του ΚΚΕ για το 10ο Συνέδριο, σελ. 87, έκδ. ΚΕ του ΚΚΕ, Αθήνα, 1978.
  37. Ν. Κοτζιάς, Ο «Τρίτος Δρόμος» του ΠΑΣΟΚ. Κριτική με βάση τη μαρξιστική-λενινιστική ανάλυση της ελληνικής πραγματικότητας, σελ. 43, 409, 395, εκδ. Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα, 1983. Αν και ο συγγραφέας εξελίχτηκε τελικά σε βασικό υπουργό του ΣΥΡΙΖΑ, το βιβλίο εκείνη την εποχή απηχούσε σε γενικές γραμμές τη συλλογική προσέγγιση του ΚΚΕ απέναντι στο ΠΑΣΟΚ.
  38. Ριζοσπάστης, 25.11.1981.
  39. 11ο Συνέδριο του ΚΚΕ. Ντοκουμέντα, σελ. 21-22, έκδ. ΚΕ του ΚΚΕ, Αθήνα, 1982.
  40. Ό.π., σελ. 30.
  41. 11ο Συνέδριο του ΚΚΕ. Ντοκουμέντα, σελ. 39, έκδ. ΚΕ του ΚΚΕ, Αθήνα, 1982.
  42. «Πολιτική Απόφαση του 12ου Συνεδρίου», στο ΚΚΕ. Προγραμματικά Ντοκουμέντα, σελ. 384, εκδ. Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα, 2008.
  43. Ό.π., σελ. 388.
  44. ΠΓ της ΚΕ του ΚΚΕ, «Πορεία αποκατάστασης του επαναστατικού χαρακτήρα του ΚΚΕ», ΚΟΜΕΠ, τεύχ. 6/2013.
  45. Είναι χαρακτηριστική η τοποθέτηση της ΚΕ του ΚΚΕ για το εκλογικό αποτέλεσμα, στην οποία αναφέρεται: «Η αναμόρφωση του αστικού πολιτικού σκηνικού, που βρίσκεται ακόμα σε μεταβατική φάση, εξυπηρετεί επίσης την προσπάθεια αναχαίτισης της τάσης ριζοσπαστικοποίησης, απεγκλωβισμού από την αστική ιδεολογική και πολιτική επιρροή. Κύριο χαρακτηριστικό του είναι: Η αναστήλωση της Κεντροδεξιάς και Κεντροαριστεράς, η ανασύνθεση της σοσιαλδημοκρατίας με πυρήνα αρχικά τις δυνάμεις του ΣΥΡΙΖΑ.» Βλ. Ανακοίνωση της ΚΕ του ΚΚΕ για το αποτέλεσμα των εκλογών της 6ης Μάη 2012.
  46. Διακήρυξη της ΚΕ για τα 100 χρόνια του ΚΚΕ, Δεκέμβρης του 2017.
  47. ΠΓ της ΚΕ του ΚΚΕ, «Πορεία αποκατάστασης του επαναστατικού χαρακτήρα του ΚΚΕ», ΚΟΜΕΠ, τεύχ. 6/2013.