Σοσιαλιστικό κράτος και κεντρικός σχεδιασμός*


του Μάκη Παπαδόπουλου

Η νίκη της Οκτωβριανής Σοσιαλιστικής Επανάσταση το 1917 απέδειξε ότι ο καπιταλισμός δεν είναι ανίκητος. Η ύπαρξη της Σοβιετικής Ένωσης τον 20ό αιώνα φώτισε ότι μπορούμε να οικοδομήσουμε μια ανώτερη οργάνωση της κοινωνίας χωρίς εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο. Ότι ο τροχός της Ιστορίας μπορεί να γυρίσει μπροστά στην κατεύθυνση της κοινωνικής απελευθέρωσης.

Ορισμένα απ’ τα επιτεύγματα της Σοβιετικής Ένωσης για την κάλυψη βασικών αναγκών των εργαζόμενων, για την εξάλειψη της ανεργίας και της ενεργειακής φτώχειας, τη διασφάλιση κατοικίας, δωρεάν υγείας και υψηλού επιπέδου μόρφωσης, την πρόσβαση στην πολιτιστική δημιουργία υψηλού επιπέδου, δεν μπορεί να τα διασφαλίσει ο καπιταλισμός σήμερα, δεκαετίες μετά, και ούτε πρόκειται να τα διασφαλίσει ποτέ.

Αντίστοιχα θα μπορούσε κανείς να μιλά πολλές ώρες για το άλμα στο γρήγορο εξηλεκτρισμό της αχανούς έκτασης της Σοβιετικής Ένωσης τη δεκαετία του ’20, τη μετατροπή της ειρηνικής σε πολεμική βιομηχανία για τις ανάγκες του Β´ Παγκόσμιου Πολέμου, την κατάκτηση του Διαστήματος με το Σπούτνικ, τον Γκαγκάριν και την Τερεσκόβα.

Το μέγεθος του άλματος στην ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων συγκριτικά με τον καπιταλισμό γίνεται κατανοητό αν υπολογίσουμε τη μεγάλη απόσταση που χώριζε την προεπαναστατική Ρωσία απ’ τα ισχυρά καπιταλιστικά κράτη όπως οι ΗΠΑ, η Βρετανία, η Γερμανία. Αν υπολογίσουμε τις καταστροφικές συνέπειες του Α´ Παγκόσμιου Πολέμου στο ρωσικό έδαφος και το γεγονός ότι οι επιτυχίες πραγματοποιήθηκαν σε συνθήκες ιμπεριαλιστικής περικύκλωσης, αντεπαναστατικής εσωτερικής υπονόμευσης και απροκάλυπτων ιμπεριαλιστικών επεμβάσεων. Αν σκεφτούμε πώς διασφαλιζόταν η ανάπτυξη στις καπιταλιστικές χώρες· με την αύξηση του βαθμού εκμετάλλευσης, τις ουρές των ανέργων, την εργοδοτική τρομοκρατία.

Η ιστορία της Σοβιετικής Ένωσης φωτίζει τη δυνατότητα, την αναγκαιότητα και την υπεροχή μιας ανώτερης μορφής οργάνωσης της κοινωνίας, κατά την οποία αλλάζει ριζικά ο σκοπός της παραγωγής, ο χαρακτήρας της εξουσίας και της ιδιοκτησίας και ο ρόλος της εργατικής τάξης, γενικότερα των εργαζόμενων. Απ’ τα χέρια της αστικής τάξης, τη δικτατορία του κεφαλαίου, η εξουσία περνάει στα χέρια της εργατικής τάξης, τη δικτατορία του προλεταριάτου.

Καταργείται η καπιταλιστική ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής με την κοινωνικοποίησή τους, περνάμε δηλαδή στην κοινωνική ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής.

Αλλάζει ο σκοπός της παραγωγής και τη θέση του καπιταλιστικού κέρδους καταλαμβάνει η ικανοποίηση των αναγκών της κοινωνίας που συνεχώς διευρύνονται. Οι εργαζόμενοι απ’ το παρασκήνιο περνούν στο προσκήνιο της Ιστορίας και παίζουν ενεργό ρόλο στη λήψη και στον έλεγχο των αποφάσεων της διακυβέρνησης.

Στη Σοβιετική Ένωση, για πρώτη φορά στην Ιστορία, αποδείχτηκε στην πράξη η δυνατότητα να σχεδιαστούν επιστημονικά και ενιαία οι στόχοι της παραγωγής με στόχο την ολόπλευρη ικανοποίηση των αναγκών της κοινωνίας. Αποδείχτηκε η δυνατότητα να βελτιώνεται η οργάνωση και ο συντονισμός της συλλογικής προσπάθειας εκατομμυρίων εργαζόμενων για τη λαϊκή ευημερία.1

Η ιστορία της σοσιαλιστικής οικοδόμησης βοηθά να κατανοηθεί ότι ο κεντρικός σχεδιασμός αποτελεί σχέση παραγωγής και κατανομής, που καθορίζεται απ’ την κοινωνική ιδιοκτησία στα μέσα παραγωγής, προκειμένου αυτά να αξιοποιηθούν για την ικανοποίηση των λαϊκών αναγκών που διευρύνονται. Αποτελεί κοινωνική σχέση που εκφράζει το ριζικά διαφορετικό τρόπο που συνενώνονται οι εργαζόμενοι με τα μέσα παραγωγής και μεταξύ τους.

Μ’ άλλα λόγια, ο εργαζόμενος δεν αναζητάει πλέον αφεντικό μέσα στη ζούγκλα της αγοράς. Η εργατική τάξη πλέον κατανέμεται σχεδιασμένα και παίζει αποφασιστικό ρόλο για το τι - πώς - πότε θα παραχθεί.

Η μελέτη της σοβιετικής ιστορίας φωτίζει επίσης τις αντικειμενικές δυσκολίες της σοσιαλιστικής οικοδόμησης. Βοηθά να κατανοήσουμε γιατί η πορεία προς τον κομμουνισμό δεν είναι μια εύκολη και ανέμελη υπόθεση της ταξικής πάλης.

 

ΟΙ ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΙΚΕΣ ΔΥΣΚΟΛΙΕΣ ΤΗΣ ΣΟΣΙΑΛΙΣΤΙΚΗΣ ΟΙΚΟΔΟΜΗΣΗΣ

Ποιες είναι αυτές οι δυσκολίες, τα αντικειμενικά εμπόδια:

1) Το γεγονός ότι οι νέες σοσιαλιστικές σχέσεις παραγωγής δεν προϋπάρχουν, δεν εμφανίζονται πριν τη νίκη της σοσιαλιστικής επανάστασης. Αυτή είναι μια ριζική διαφορά από τις αστικές επαναστάσεις, όπου οι καπιταλιστικές σχέσεις παραγωγής προϋπάρχουν και αναπτύσσονται πριν τη νίκη τους. Μια διαφορά, που υπογραμμίζει τη δυσκολία του ιστορικού καθήκοντος που αναλαμβάνει η εργατική εξουσία.

2) Η οικοδόμηση του σοσιαλισμού δεν είναι μια ταυτόχρονη, ενιαία παγκόσμια διαδικασία. Θα ξεκινήσει μετά από τη νίκη της σοσιαλιστικής επανάστασης σε μία χώρα ή μια ομάδα χωρών σε διαρκή αντιπαράθεση και ανταγωνισμό με το ιμπεριαλιστικό στρατόπεδο. Θα πρέπει να αντιμετωπίσει ιμπεριαλιστικές επεμβάσεις, αποκλεισμούς και στενότητα πόρων και πιθανά μια κληρονομιά κατεστραμμένων υποδομών. Αυτό υπογραμμίζει η πείρα της Σοβιετικής Ρωσίας μετά από την επανάσταση.

3) Πρέπει σθεναρά να δίνεται προτεραιότητα στην παραγωγή μέσων παραγωγής, καθώς και στην κάλυψη των αμυντικών στρατιωτικών αναγκών. Τόσο για να αντιμετωπιστεί ο εξωτερικός και εσωτερικός αντίπαλος, όσο και για να διασφαλιστεί η διευρυμένη αναπαραγωγή, η σοσιαλιστική συσσώρευση, ο αναγκαίος κοινωνικός πλούτος για τη διεύρυνση της ευημερίας της κοινωνίας στο μέλλον.

Τι σημαίνει όμως αυτή η προτεραιότητα; Σημαίνει ότι υπάρχουν αντικειμενικοί περιορισμοί στην παραγωγή προϊόντων κατανάλωσης και στη δυνατότητα άμεσης κάλυψης κάθε ατομικής επιθυμίας, κάθε ανάγκης, όπως ατομικά συνειδητοποιείται.

4) Η ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων, η αύξηση της παραγωγικότητας, οι νέες τεχνολογικές δυνατότητες μεταφράζονται σε νέες ανάγκες, διευρύνουν τις ήδη υπάρχουσες, γεννούν νέα προβλήματα. Διαφορετικά είναι τα συγκεκριμένα καθήκοντα στη Σοβιετική Ρωσία του ’20 που δίνει μάχη ανοικοδόμησης και διαφορετικά στη Σοβιετική Ένωση της δεκαετίας του ’30 που προετοιμάζεται ενάντια στην ιμπεριαλιστική εισβολή.

Επομένως δεν αρκεί η τεχνολογική πρόοδος για να κλείσει αυτόματα η ψαλίδα ανάμεσα στις υπάρχουσες δυνατότητες και τις κοινωνικές ανάγκες. Καθοριστικός είναι ο ρόλος της εργατικής εξουσίας και το ταξικό πρόσημο της πολιτικής της, αν ενισχύει ή αποδυναμώνει τον κεντρικό σχεδιασμό.

5) Μετά τη νίκη της επανάστασης δεν μπορεί να είναι εξαρχής κατακτημένη η κομμουνιστική στάση απέναντι στην εργασία. Θα υπάρχουν φαινόμενα ατομισμού, ανευθυνότητας, τεμπελιάς, διαφθοράς. Το κράτος της δικτατορίας του προλεταριάτου πρέπει να συμβάλει στη διαμόρφωση υπεύθυνης στάσης απέναντι στην εργασία, που παίζει αποφασιστικό ρόλο για τη σοσιαλιστική ανάπτυξη.

6) Στην αρχή της σοσιαλιστικής οικοδόμησης παραμένουν ως κατάλοιπα μορφές ατομικής και ομαδικής ιδιοκτησίας, εμπορευματική παραγωγή, σε τομείς που δεν έχουν διαμορφωθεί συνθήκες για άμεση κοινωνικοποίηση του συνόλου της παραγωγής. Γενικότερα στην ανώριμη βαθμίδα του κομμουνισμού δεν εξαλείφονται οι τάξεις, οι ταξικές διαφοροποιήσεις και οι αντιθέσεις της σοσιαλιστικής κοινωνίας. Δεν εξαφανίζεται η ταξική φύση των κοινωνικών προβλημάτων.

Τόσο η ιστορία του καπιταλισμού, όσο και του σοσιαλισμού επιβεβαίωσε επίσης τη θεμελιακή θέση των κλασικών ότι η εργατική τάξη δεν μπορεί να παραλάβει τον αστικό κρατικό μηχανισμό και να τον χρησιμοποιήσει προς όφελός της για τη σοσιαλιστική οικοδόμηση. Αντίθετα, πρέπει να τον τσακίσει και να τον αντικαταστήσει με το δικό της κράτος, το κράτος της εργατικής εξουσίας.2

Ο επιστημονικός κεντρικός σχεδιασμός πρέπει να αναβαθμίζεται συνεχώς και να ανταποκρίνεται στις νέες απαιτήσεις που γεννά η ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων.

 

ΑΣΤΙΚΟ ΚΑΙ ΣΟΣΙΑΛΙΣΤΙΚΟ ΚΡΑΤΟΣ

Αυτή η αποστολή δεν μπορεί να υλοποιηθεί απ’ τους θεσμούς του αστικού κράτους. Η ιστορία επιβεβαίωσε τη λενινιστική θέση ότι η αστική δημοκρατία απομακρύνει με χίλιους δυο τρόπους απ’ τη συμμετοχή στην πολιτική διακυβέρνηση. Όλες οι λειτουργίες του αστικού κράτους, ιδεολογικές, οικονομικές, κατασταλτικές, διαπλέκονται και υπηρετούν ενιαία τα στρατηγικά συμφέροντα της αστικής τάξης. Κανένας εκσυγχρονισμός δεν μπορεί να αλλάξει τον ταξικό χαρακτήρα αυτού του κράτους, της δικτατορίας του κεφαλαίου.

Ο αντιδραστικός ρόλος του σημερινού επιτελικού, ψηφιακού κράτους αποκαλύπτεται συνεχώς σ’ όλες τις πτυχές της ζωής μας. Πίσω απ’ το πέπλο της τυπικής ισότητας των πολιτών γιγαντώνεται η ουσιαστική ανισότητα ανάμεσα στους θύτες και στα θύματα της εκμετάλλευσης.3

Αντίθετα, ο κοινωνικός χαρακτήρας της ιδιοκτησίας στο σοσιαλισμό-κομμουνισμό απαιτεί και προκαθορίζει και την κοινωνική, ταξική φύση της κρατικής εξουσίας. Αυτοί που παράγουν τα υλικά και πνευματικά αγαθά μπορούν και πρέπει να συμμετέχουν ενεργά στη λήψη των αποφάσεων σ’ όλες τις πλευρές της κοινωνικής ζωής. Εδώ εδράζεται η υπεροχή της δικτατορίας του προλεταριάτου, ως ανώτερης μορφής δημοκρατίας και οργάνωσης της κοινωνίας.

Ο συλλογικός, συνδυασμένος εργάτης,4 η κύρια παραγωγική δύναμη, απελευθερώνεται απ’ τα δεσμά της καπιταλιστικής εκμετάλλευσης και συμμετέχοντας ενεργά στη διοίκηση του κράτους της εργατικής εξουσίας εδραιώνει και αναπτύσσει τη νέα κοινωνία. Η ανώτερη οργάνωση της κοινωνίας, όπου η εργατική τάξη συμμετέχει ενεργά στη λήψη και στον έλεγχο των αποφάσεων, είναι προϋπόθεση για την ανεμπόδιστη ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων και για την επέκταση και εμβάθυνση των σοσιαλιστικών κομμουνιστικών σχέσεων παραγωγής. Και αντίστροφα, η δημιουργία των κατάλληλων υλικών συνθηκών επιτρέπει την αναβάθμιση της λειτουργίας των θεσμών και των οργάνων της εργατικής εξουσίας (π.χ. την αναγκαία μείωση του εργάσιμου χρόνου των εργαζόμενων για ουσιαστική ενασχόληση με τα πολιτικά προβλήματα της διακυβέρνησης).

Αυτή είναι η ποιοτική διαφορά σε σχέση με τον καπιταλιστικό σχεδιασμό. Οι μονοπωλιακοί όμιλοι σχεδιάζουν πώς θα αξιοποιήσουν τις κοινωνικές ανάγκες με κριτήριο να αυξήσουν τα κέρδη τους και τα μερίδιά τους στην αγορά. Τα σχέδια των αστικών κυβερνήσεων και των ιμπεριαλιστικών συμμαχιών υπηρετούν τα στρατηγικά συμφέροντα του μονοπωλιακού κεφαλαίου. Προσπαθούν να ρυθμίσουν ενδοαστικές αντιθέσεις, για παράδειγμα, μεταξύ ενεργειακών ομίλων και ενεργοβόρων βιομηχανιών, χωρίς να μπορούν να αναιρέσουν την αναρχία της καπιταλιστικής παραγωγής. Έχουν στο στόχαστρο τα λαϊκά δικαιώματα και στη φάση της ανάπτυξης και στη φάση της κρίσης. Ας δούμε, για παράδειγμα, το σχεδιασμό προώθησης της «πράσινης μετάβασης» και του ενεργειακού πολέμου που οδήγησε στην έκρηξη της ενεργειακής ακρίβειας και φτώχειας στην ΕΕ.

Η υπεροχή του σοσιαλιστικού κεντρικού σχεδιασμού ως κοινωνικής σχέσης για τη διασφάλιση της λαϊκής ευημερίας είναι προφανής. Η κοινωνική ιδιοκτησία στα μέσα παραγωγής και η χρησιμοποίησή τους από την εργατική δύναμη μέσω του κεντρικού σχεδιασμού αποτελεί θεμελιακή κοινωνική σχέση της νέας κομμουνιστικής κοινωνίας, ακόμα και στη μακρόχρονη πρώιμη περίοδο της σοσιαλιστικής οικοδόμησης.

Μ’ άλλα λόγια, οι βασικές νομοτέλειες της κομμουνιστικής κοινωνίας αφορούν ενιαία ολόκληρη την περίοδο απ’ την ανώριμη βαθμίδα του κομμουνισμού μέχρι την πλήρη επικράτηση της αταξικής κοινωνίας.

Για να λειτουργεί όμως απρόσκοπτα ο κεντρικός σχεδιασμός δίνοντας ώθηση στην ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων για την ικανοποίηση των διευρυνόμενων κοινωνικών αναγκών, έχει καθοριστική σημασία ο ρόλος και η στρατηγική αντίληψη του επαναστατικού υποκειμενικού παράγοντα, του ΚΚ και της εργατικής εξουσίας.

 

Η ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΠΕΙΡΑ ΤΩΝ ΑΝΑΤΡΟΠΩΝ

Στο 18ο Συνέδριο του ΚΚΕ5 φωτίσαμε αναλυτικά την αρνητική πείρα που υπογραμμίζει αυτό το συμπέρασμα στη Σοβιετική Ένωση τις δεκαετίες του ’50 και του ’60, όταν μια σειρά προβλήματα της σοσιαλιστικής οικονομίας ερμηνεύτηκαν λαθεμένα ως εγγενείς αδυναμίες του κεντρικού σχεδιασμού, ενώ αντανακλούσαν σφάλματα στην αντίληψη του υποκειμενικού παράγοντα για τον κεντρικό σχεδιασμό. Ήταν η περίοδος που η Σοβιετική Ένωση έπρεπε να αναβαθμίσει την παραγωγή και τις υπηρεσίες της στη βάση ενός νέου, ανώτερου επιπέδου κοινωνικών αναγκών. Ήταν ένα σύνθετο πρόβλημα που αφορούσε την επέκταση της αυτοματοποίησης σε κλάδους της οικονομίας, την προτεραιότητα στην παραγωγή μέσων παραγωγής, την ποιοτική αναβάθμιση προϊόντων της λαϊκής κατανάλωσης, την αντίθεση διευθυντικής και εκτελεστικής εργασίας.

Κρίνοντας εκ του αποτελέσματος, φάνηκε ότι δεν υπήρχε συλλογικά κατακτημένη θεωρητική δυναμική για να αντιμετωπιστούν αποτελεσματικά αυτά τα προβλήματα. Υπήρξε διαπάλη μέσα στο ΚΚΣΕ και ιδιαίτερα μετά το 20ό Συνέδριο του 1956 επικράτησαν οι οπορτουνιστικές απόψεις του «σοσιαλισμού με αγορά», καρπός των οποίων ήταν η μεταρρύθμιση Κοσίγκιν του 1965. Την ίδια περίοδο, το 22ο Συνέδριο του ΚΚΣΕ (1961) χαρακτήρισε το κράτος της ΕΣΣΔ «παλλαϊκό κράτος» και το ΚΚΣΕ «παλλαϊκό κόμμα».

Αντί η λύση των προβλημάτων να αναζητηθεί προς τα εμπρός, προς την επέκταση και εμβάθυνση των σοσιαλιστικών σχέσεων, αναζητήθηκε λύση προς τα πίσω, με την αξιοποίηση νομοτελειών και εργαλείων του καπιταλισμού. Η αγορά και η εμπορευματική παραγωγή ανέκτησε έδαφος. Η ατομική και ομαδική ιδιοκτησία δυνάμωσε στον αγροτικό τομέα. Η κεντρική διεύθυνση της οικονομίας αδυνάτισε. Η κάθε μεμονωμένη επιχείρηση προσδιόριζε αυτόνομα τους δικούς της στόχους σε σχέση με τους συνολικούς στόχους της κοινωνικής παραγωγής. Οι εισοδηματικές διαφορές αυξήθηκαν και η αντίθεση διευθυντικής και εκτελεστικής εργασίας οξύνθηκε.

Έτσι άνοιξε ο δρόμος για τη δημιουργία σκιώδους κεφαλαίου, για το σφετερισμό κοινωνικού πλούτου και τελικά τη μετοχοποίηση των επιχειρήσεων. Έτσι άνοιξε ο δρόμος του οπορτουνιστικού εκφυλισμού του ΚΚΣΕ, με αποτέλεσμα ένα μέρος της καθοδήγησής του να ηγηθεί της αντεπαναστατικής ανατροπής.

Η αντεπανάσταση δε θα είχε νικήσει αν υπήρχε έγκαιρη συλλογική θεωρητική και πολιτική προετοιμασία του Κόμματος και των οργάνων της εργατικής εξουσίας. Γι’ αυτό και συνεχίζουμε τη μελέτη της συγκεκριμένης πείρας του πισωγυρίσματος της Ιστορίας.

Η πείρα της σοσιαλιστικής οικοδόμησης πρέπει να μελετηθεί με γνώμονα την οργανική αλληλεπίδραση της ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων και των σχέσεων παραγωγής και όχι με το σχηματικό, μη διαλεκτικό ερώτημα, αν έπρεπε να δοθεί το κύριο βάρος στην «ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων ή στην ενίσχυση της πολιτικής δημοκρατίας», που προτάσσουν ορισμένοι μελετητές.

Πέρα απ’ το ζήτημα του ταξικού περιεχομένου της δημοκρατίας, αυτός ο διαχωρισμός συσκοτίζει το γεγονός ότι η επίδραση των σχέσεων παραγωγής δεν αφορά μόνο το ρυθμό ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων, αλλά και το σκοπό, το κίνητρο, την κατεύθυνση αυτής της ανάπτυξης.6

Το Κόμμα μας, το ΚΚΕ, ξεκίνησε ήδη απ’ τη δεκαετία του ’90 μια δύσκολη κριτική και αυτοκριτική προσπάθεια μελέτης της πείρας της σοσιαλιστικής οικοδόμησης, με κορυφαίους σταθμούς το 18ο Συνέδριο και το Πρόγραμμα του Κόμματος στο 19ο Συνέδριο. Συνεχίζουμε αυτήν την προσπάθεια κάτω απ’ το φως των σύγχρονων εξελίξεων. Αυτήν την περίοδο, με μια σειρά εκδόσεις και επεξεργασίες, δίνουμε βάρος στη μελέτη του εποικοδομήματος, του κράτους της εργατικής εξουσίας.

 

ΤΑ ΒΑΘΥΤΕΡΑ ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ

Η επεξεργασία μας προσπαθεί να φωτίσει βαθύτερα ορισμένους βασικούς παράγοντες που πρέπει να διασφαλίζουν τα όργανα του Κομμουνιστικού Κόμματος και του κράτους της εργατικής εξουσίας ώστε να μπορούν να προβλέπουν έγκαιρα και να ιεραρχούν εύστοχα τις κοινωνικές ανάγκες που διευρύνονται. Να μπορούν να αναβαθμίζουν τον κεντρικό σχεδιασμό για την ικανοποίησή τους με στόχο την πλήρη άνθηση των κομμουνιστικών σχέσεων παραγωγής και κατανομής.

Ποιους παράγοντες αναδεικνύει η διεύρυνση της ιστορικής πείρας του 20ού αιώνα;

α) Ο πρώτος παράγοντας αφορά την ανάγκη δημιουργικής ανάπτυξης της μαρξιστικής-λενινιστικής κοσμοθεωρίας, ιδιαίτερα σε κρίσιμους τομείς, όπως της πολιτικής οικονομίας του σοσιαλισμού και της πολιτικής διαμόρφωσης του σοσιαλιστικού Δικαίου. Η πείρα του 20ού αιώνα απέδειξε ότι δεν αρκεί μια γενικά σωστή αντίληψη και γνώση των νομοτελειών του νέου τρόπου παραγωγής για να προχωρήσει νικηφόρα η σοσιαλιστική οικοδόμηση.

Απαιτείται η συνεχής, δημιουργική θεωρητική και επιστημονική εργασία ώστε να διαμορφώνονται συγκεκριμένες κατευθύνσεις δράσης, να δημιουργούνται οι προϋποθέσεις για την απρόσκοπτη λειτουργία των νομοτελειών της σοσιαλιστικής οικοδόμησης.

Μια σειρά αδυναμίες και θεωρητικά λάθη πληρώθηκαν ακριβά στην πρώτη ηρωική προσπάθεια σοσιαλιστικής οικοδόμησης. Στη σοβιετική φιλοσοφία αρνητικό ρόλο έπαιξε ο διαχωρισμός των αντιθέσεων, των αντιφάσεων σε «ανταγωνιστικές και μη ανταγωνιστικές». Σύμφωνα με αυτόν το διαχωρισμό υπάρχουν κοινωνικές αντιφάσεις που έχουν ως υπόβαθρο ασυμβίβαστα ταξικά συμφέροντα και εξαλείφονται μόνο με την επαναστατική ταξική πάλη, καθώς και αντιφάσεις που δεν απαιτείται η διεξαγωγή ταξικής πάλης για να εξαλειφθούν.

Έτσι υπονομεύτηκε θεωρητικά η θέση του ΚΚΣΕ για την αναγκαιότητα της δικτατορίας του προλεταριάτου και της αποφασιστικής διεξαγωγής της ταξικής πάλης απέναντι στις κοινωνικές δυνάμεις που αντιστέκονταν στην επέκταση και εμβάθυνση των κομμουνιστικών σχέσεων (π.χ. διευθυντές με προνόμια, ομαδική ιδιοκτησία στον αγροτικό τομέα, διεφθαρμένα στελέχη της κρατικής διοίκησης).

Στην έκδοση της επιστολής Mολότοφ προς την ΚΕ του ΚΚΣΕ,7 ο αναγνώστης μπορεί να δει αναλυτικά τη σχετική διαπάλη στο ΚΚΣΕ στις δεκαετίες του ’50 και ’60 για την αναγκαιότητα της δικτατορίας του προλεταριάτου και την υιοθέτηση της θέσης για το παλλαϊκό κράτος. Όμως συγχύσεις και λαθεμένες προσεγγίσεις για τη λειτουργία των Σοβιέτ εμφανίζονται και πριν το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο.

Οι κοινωνικές δυνάμεις που άμεσα ή έμμεσα ήταν δεμένες με την ατομική ιδιοκτησία στα μέσα παραγωγής ενίσχυαν τις οπορτουνιστικές θεωρητικές αντιλήψεις περί «σοσιαλισμού με αγορά» και τις πολιτικές πρακτικές που ισχυροποιούσαν τις εμπορευματοχρηματικές σχέσεις. Ταυτόχρονα η εφαρμογή αυτών των πρακτικών ισχυροποιούσε τις κοινωνικές δυνάμεις που άνοιξαν το δρόμο για τη νίκη της αντεπανάστασης. Για παράδειγμα, το εκτεταμένο δίκτυο διευθυντών των σοσιαλιστικών παραγωγικών μονάδων ισχυροποιήθηκε με τις μεταρρυθμίσεις Κοσίγκιν που ευνοούσαν την ιδιοσυντήρηση των σοσιαλιστικών μονάδων παραγωγής και τα πριμ στους διευθυντές.

Ο Σοβιετικός φιλόσοφος Ιλιένκοφ θα επισημάνει αργότερα ότι αυτή η φιλοσοφική προσέγγιση των «μη ανταγωνιστικών αντιθέσεων» θα επιδράσει και στη συζήτηση των θεμάτων πολιτικής οικονομίας του σοσιαλισμού σχετικά με την ανάγκη σαφούς οριοθέτησης των εμπορευματοχρηματικών σχέσεων ως στοιχείου ξένου και εχθρικού προς τον κεντρικό σχεδιασμό.8 Αντί για την αποφασιστική πάλη για την κατάργηση της αγοράς και της εμπορευματικής οικονομίας, σταδιακά θα επικρατήσει η οπορτουνιστική αντίληψη της δυνατότητας περιορισμένης ενσωμάτωσης και αξιοποίησης της λειτουργίας της αγοράς μέσα από τον κεντρικό σχεδιασμό της εργατικής εξουσίας.

Ο Στάλιν θα συνοψίσει στη δεκαετία του ’50 αυτήν τη διαπάλη στο ΚΚΣΕ στο έργο του Οικονομικά προβλήματα του Σοσιαλισμού στην ΕΣΣΔ,9 όπου οι επαναστατικές δυνάμεις αντιστάθηκαν στους οπαδούς της αγοράς. Όμως, τα βήματα ανάπτυξης της μαρξιστικής πολιτικής οικονομίας του σοσιαλισμού ήταν ανεπαρκή για να αντιμετωπίσουν προβλήματα που αφορούσαν την ιεράρχηση των κοινωνικών αναγκών και τον αποτελεσματικό σχεδιασμό για την ικανοποίησή τους. Ήταν ανεπαρκή για να διαμορφώσουν σαφείς κατευθύνσεις, μεθόδους και δείκτες για τον υπολογισμό και απολογισμό της ανάπτυξης και της απόδοσης της σοσιαλιστικής βιομηχανίας και της αγροτικής παραγωγής, με βάση τις διευρυνόμενες κοινωνικές ανάγκες και τις νέες απαιτήσεις της κοινωνικοποιημένης παραγωγής.

Ασφαλώς δεν παραγνωρίζουμε τις μεγάλες αντικειμενικές δυσκολίες που αντιμετώπισαν οι μπολσεβίκοι. Η προσπάθεια διαμόρφωσης της πολιτικής οικονομίας του σοσιαλισμού ξεκίνησε αναγκαστικά με περιορισμένα εφόδια. Ενώ ο Μαρξ ερεύνησε τις νομοτέλειες και τη λειτουργία της καπιταλιστικής οικονομίας που ήδη μετρούσε αιώνες ζωής, ο Λένιν και οι μπολσεβίκοι μπορούσαν να μελετήσουν μόνο τα αποτελέσματα της δικής τους προσπάθειας, στα πρώτα βήματα της ανώριμης βαθμίδας του σοσιαλισμού-κομμουνισμού.10

Παρά τα λάθη και τις αντιφάσεις στις επεξεργασίες, μέχρι τη δεκαετία του ’50 κυριαρχούσαν γενικά οι επαναστατικές θέσεις· χαρακτηριστικά παραδείγματα αποτελούν η κριτική του ΚΚΣΕ στο ΚΚ Γιουγκοσλαβίας και η επιστημονική συζήτηση έως την περίοδο του 19ου Συνεδρίου το 1952. Όμως δεν ήταν βαθιά επεξεργασμένες ώστε να αντέξουν στη μετέπειτα διαπάλη με τις αγοραίες αντιλήψεις.11

Επισημαινόταν γενικά η ανάγκη εξάλειψης των εμπορευματοχρηματικών σχέσεων, υπήρχαν όμως λαθεμένες προσεγγίσεις για τη δυνατότητα ουσιαστικού περιορισμού της επίδρασης του νόμου της αξίας, με ορισμένα μέτρα του σοσιαλιστικού κράτους, όπως η οριοθέτηση των τιμών. Γνωρίζουμε τι συνέβη στη συνέχεια.

Όμως σήμερα εμείς οι κομμουνιστές έχουμε μεγαλύτερες δυνατότητες και ευθύνες γιατί μπορούμε να μελετήσουμε την πλούσια ιστορική πείρα του 20ού αιώνα. Διδαχτήκαμε με τον πιο σκληρό τρόπο ότι ο νόμος της αξίας δεν μπορεί να αποτελεί νομοτέλεια του σοσιαλιστικού-κομμουνιστικού τρόπου παραγωγής, ότι όσο διατηρούνται οι εμπορευματοχρηματικές σχέσεις υπάρχει ο κίνδυνος ενίσχυσης των αντεπαναστατικών κοινωνικών δυνάμεων.

Διδαχτήκαμε ότι οι ίδιες βασικές νομοτέλειες αφορούν ενιαία ολόκληρη την πορεία, απ’ την ανώριμη βαθμίδα του κομμουνισμού μέχρι την πλήρη επικράτηση των κομμουνιστικών σχέσεων παραγωγής.

Διδαχτήκαμε τη σημασία δημιουργικής ανάπτυξης της επαναστατικής θεωρίας, για να μπορεί ο κεντρικός σχεδιασμός να αντανακλά και να αξιοποιεί τις νομοτέλειες του σοσιαλιστικού-κομμουνιστικού τρόπου παραγωγής στις εκάστοτε νέες συνθήκες. Μ’ άλλα λόγια, διδαχτήκαμε τη σημασία της προσπάθειας του ΚΚ και της εργατικής εξουσίας για την επιστημονική αναβάθμιση και τη δημιουργική συνεχή προσαρμογή του κεντρικού σχεδίου-πλάνου, στις νέες απαιτήσεις που θέτει το νέο επίπεδο ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων.

Διδαχτήκαμε ότι προϋπόθεση για την επιτυχία της σοσιαλιστικής οικοδόμησης είναι να διαμορφώνονται ενιαία, έγκαιρα και εύστοχα οι κατάλληλοι στόχοι, μέθοδοι, δείκτες και μέτρα οργάνωσης της παραγωγής και της επιστημονικής έρευνας, με βάση τις νέες ανάγκες και τα νέα προβλήματα.

Διδαχτήκαμε παράλληλα τον αναντικατάστατο ρόλο της δικτατορίας του προλεταριάτου και της διεξαγωγής της ταξικής πάλης μέχρι την πλήρη εξάλειψη των τάξεων. Η σοβιετική πείρα μάς δίδαξε ότι δεν αρκεί η θεσμική-νομική κατοχύρωση των νέων σοσιαλιστικών σχέσεων παραγωγής, της κοινωνικής ιδιοκτησίας. Χωρίς το συνεχή, αποφασιστικό, ενεργό ρόλο του υποκειμενικού παράγοντα, της επαναστατικής πρωτοπορίας και της εργατικής εξουσίας, οι νέοι θεσμοί μπορούν εύκολα να εξασθενίσουν και να εξαϋλωθούν.

Η προσπάθεια του υποκειμενικού παράγοντα για να εμφανιστούν και να κυριαρχήσουν οι νέες σοσιαλιστικές σχέσεις παραγωγής περιλαμβάνει και τον ενεργό ρόλο του νομικού εποικοδομήματος. Και σ’ αυτόν τον τομέα απαιτείται η δημιουργική ανάπτυξη της θεωρίας. Χαρακτηριστικό παράδειγμα η συζήτηση για το σοβιετικό Δίκαιο τις δεκαετίες του ’20 και ’30 και η ανάδειξη απ’ τον Στούτσκα του ενεργού ρόλου που πρέπει να παίξει το σοβιετικό Δίκαιο ως μέσο επίδρασης του εργατικού κράτους, για την εδραίωση και επέκταση της κοινωνικής ιδιοκτησίας12 σε σχέση με άλλες απόψεις, όπως του Πασουκάνις, που στην ουσία περιόριζαν την έννοια του Δικαίου στο Δίκαιο της εμπορευματικής ανταλλαγής. Απόψεις που υποβάθμιζαν τη σημασία των σχέσεων ιδιοκτησίας και παραγωγής, καθώς και τον αναγκαίο ρόλο του Δικαίου για τη διεξαγωγή της ταξικής πάλης στο σοσιαλισμό.

β) Ο δεύτερος παράγοντας που αναδεικνύει η ιστορική πείρα αφορά τον ενεργό ρόλο των εργαζόμενων στη λήψη, στην υλοποίηση και στον έλεγχο των αποφάσεων, μέσα απ’ τα όργανα της εργατικής εξουσίας.

Η σοβιετική πείρα, και στην ανοδική πορεία και στην οπισθοχώρηση, απέδειξε ότι η δικτατορία του προλεταριάτου μπορεί να εκπληρώσει την αποστολή της μόνο όταν στηρίζεται στην ενεργή συμμετοχή των εργαζόμενων, ώστε οι κατευθύνσεις, οι στόχοι του κεντρικού σχεδιασμού, τα καθήκοντα της ταξικής πάλης να υιοθετούνται ουσιαστικά και να προωθούνται μαχητικά από πλατιές λαϊκές μάζες.

Τόσο η θετική, όσο και η αρνητική ιστορική πείρα του 20ού αιώνα επιβεβαίωσε ότι ο αυξανόμενος ρόλος που παίζουν οι εργαζόμενοι με την ουσιαστική συμμετοχή τους στην κρατική διοίκηση είναι μια βασική προϋπόθεση για τη σοσιαλιστική οικοδόμηση.

Γι’ αυτό και έχει καθοριστική σημασία να λειτουργούν ουσιαστικά τα όργανα της δικτατορίας του προλεταριάτου, απ’ τη βάση μέχρι τα κεντρικά όργανα εξουσίας. Να λειτουργεί ουσιαστικά η Γενική Συνέλευση των εργαζόμενων με βάση τις αρχές του ελέγχου, της απόδοσης ευθύνης, της ανακλητότητας των αντιπροσώπων στα ανώτερα όργανα εξουσίας. Να εξασφαλίζεται πραγματικά η δυνατότητα άσκησης κριτικής σε αποφάσεις και χειρισμούς που εμποδίζουν τη σοσιαλιστική οικοδόμηση, στη γραφειοκρατική στάση στελεχών, σε φαινόμενα διοικητικής αυθαιρεσίας.

Σ’ αυτό το ζήτημα, του ενεργού ρόλου των εργαζόμενων, επισημαίνει ο Λένιν ότι βρίσκεται και μια ουσιαστική διαφορά απ’ την αστική κοινοβουλευτική δημοκρατία, που με χίλιους δυο τρόπους απομακρύνει τις μάζες των εργατών, των εργαζόμενων από τη συμμετοχή στη διακυβέρνηση.

Το κράτος της εργατικής εξουσίας δίνει ώθηση στη συνεχή, άμεση πολιτική δράση της εργατικής τάξης, του λαού και στηρίζεται σ’ αυτήν τη δράση για τη νίκη της σοσιαλιστικής οικοδόμησης, την οριστική επικράτηση των κομμουνιστικών σχέσεων παραγωγής. Η δικτατορία του προλεταριάτου μετατρέπει τους εργαζόμενους από παθητικούς θεατές σε πρωταγωνιστές της πολιτικής δράσης, η οποία ανοίγει το δρόμο για την κοινωνική απελευθέρωση.

Σε αυτό το καθήκον εστιάζει ο Λένιν ενώ βρίσκεται ακόμα μέσα στη φωτιά της Οκτωβριανής Επανάστασης. Γράφει:

«Δεν είμαστε ουτοπιστές. Ξέρουμε ότι κανένας ανειδίκευτος εργάτης, καμιά μαγείρισσα, δεν είναι σε θέση να αναλάβουν αμέσως τη διακυβέρνηση του κράτους (…). Απαιτούμε οι συνειδητοί εργάτες και στρατιώτες να διδάξουν το έργο της κρατικής διακυβέρνησης και να αρχίσει αυτό το έργο αμέσως, δηλαδή να αρχίσουν να μπάζουν στην εκπαίδευση αυτή όλους τους εργαζόμενους, όλη τη φτωχολογιά.» Ο Λένιν θεωρεί αυτό το καθήκον καθοριστικό για να μπορέσουν οι μπολσεβίκοι να κρατήσουν την κρατική εξουσία μετά τη νίκη της επανάστασης.13 Και η μετέπειτα θετική και αρνητική ιστορική πείρα δικαίωσε τη θέση του.

Οι θεσμοί της σοβιετικής εξουσίας δεν ήταν μια μορφή οργάνωσης της εργατικής τάξης, που διαμορφώθηκε στα γραφεία της καθοδήγησης των μπολσεβίκων. Όπως και η Παρισινή Κομμούνα, τα Σοβιέτ ήταν δημιούργημα της προλεταριακής επαναστατικής δημιουργικότητας. Γεννήθηκαν πριν το σοσιαλισμό, στην επανάσταση του 1905 στη Ρωσία, ως πυρήνες οργάνωσης της επαναστατικής δράσης της εργατικής τάξης. Αποτέλεσαν μια νέα, ανώτερη μορφή οργάνωσης της εργατικής τάξης, τα φύτρα της μελλοντικής εργατικής εξουσίας.

Ο Λένιν τονίζει ότι τα Σοβιέτ, ως όργανα της ταξικής πάλης πριν την επανάσταση, αντανακλούσαν και εκφράζανε την αλλαγή διαθέσεων και απόψεων των μαζών γρηγορότερα, πληρέστερα και πιστότερα από οποιονδήποτε άλλο θεσμό και συμπληρώνει ότι αυτή είναι μια απ’ τις αιτίες που η σοβιετική δημοκρατία είναι ανώτερος τύπος δημοκρατίας.14

Τα Σοβιέτ, ως μορφή της εργατικής εξουσίας που δημιούργησε η ίδια η εργατική τάξη, ο ίδιος ο λαός, λειτούργησαν χωρίς κανένα Σύνταγμα πάνω από ένα χρόνο μετά τη νίκη της σοσιαλιστικής επανάστασης, ως το καλοκαίρι του 1918. Έπαιξαν καθοριστικό ρόλο στη θεαματική ανοδική πορεία των δύο πρώτων δεκαετιών ζωής της Σοβιετικής Ένωσης.

Αλλά και η αρνητική πείρα της εξασθένησης της λειτουργίας των Σοβιέτ, με το Σοβιετικό Σύνταγμα του 1936, όπου γενικεύτηκε το εκλογικό δικαίωμα με καθολική ψηφοφορία, με βάση το χώρο κατοικίας και όχι το χώρο εργασίας, επιβεβαιώνει αυτά τα συμπεράσματα.15

Με τις αλλαγές του ’36 αυξήθηκε εκτός των άλλων αντικειμενικά η δυσκολία να λειτουργήσουν οι αρχές λογοδοσίας, κριτικής και ανάκλησης των αντιπροσώπων που εκλέγονταν πλέον σε τοπικό επίπεδο, καθώς και της ουσιαστικής λειτουργίας που υπήρχε πριν, στις εργοστασιακές συνελεύσεις. Δόθηκε η δυνατότητα σε πολλούς πρώην κουλάκους να αποκτήσουν εκλογικό δικαίωμα και να ενταχθούν στις διοικήσεις των κολχόζ (συνεταιρισμών).

Αξιοποιώντας την πείρα του 20ού αιώνα και τις θεμελιακές αρχές συγκρότησης της σοσιαλιστικής εξουσίας, προσδιορίσαμε στο Πρόγραμμα του ΚΚΕ τη δομή και τα όργανα του σοσιαλιστικού κράτους, ώστε να αποτελεί αποτελεσματικό όργανο της ταξικής πάλης που συνεχίζεται στις νέες συνθήκες.

Για να είναι αποτελεσματικό το σοσιαλιστικό κράτος πρέπει το θεμέλιο της εργατικής εξουσίας να είναι η παραγωγική μονάδα, η κοινωνική κρατική υπηρεσία, η διοικητική κρατική μονάδα, ο παραγωγικός συνεταιρισμός. Στη Συνέλευση των εργαζόμενων θεμελιώνεται η άμεση και η έμμεση εργατική δημοκρατία, η αρχή του ελέγχου και της ανακλητότητας. Ο εργαζόμενος στη σοσιαλιστική δημοκρατία μπορεί να εκλέγει και να εκλέγεται, να ελέγχει και να ανακαλεί τους εκλεγμένους συμβούλους και αντιπροσώπους του.

Το εργατικό κράτος εξασφαλίζει σ’ όλους εργασία αντίστοιχη με την ειδίκευση και την επανειδίκευσή τους και όλοι όσοι είναι ικανοί για εργασία υποχρεώνονται να εργάζονται.

Στο Πρόγραμμα του ΚΚΕ προβλέπονται τρία επίπεδα οργάνων εξουσίας, το εργασιακό, το περιφερειακό και το πανελλαδικό.16

Όλα τα όργανα διέπονται απ’ την αρχή του δημοκρατικού συγκεντρωτισμού, ώστε να εξασφαλίζεται ο ενιαίος χαρακτήρας του Κεντρικού Σχεδιασμού και η εξειδίκευση στην υλοποίησή του.

Στα τρία επίπεδα οργάνων εξουσίας ανήκει η οργάνωση περιφρούρησης της επανάστασης, της λαϊκής δικαιοσύνης και ο ελεγκτικός μηχανισμός.

Σ’ όλα τα ειδικά όργανα συμμετέχουν αντιπρόσωποι των εργαζομενων, αλλά και εξειδικευμένο προσωπικό. Για παράδειγμα, στα δικαστικά όργανα θα συμβάλουν εξειδικευμένοι επιστήμονες, δικαστές και δικηγόροι. Οι νομικοί επιστήμονες έχουν σοβαρό ρόλο να επιτελέσουν στην αποτελεσματική εφαρμογή και στην έρευνα νέων προβλημάτων του σοσιαλιστικού Δικαίου. Δεν υποτιμάμε το πλήθος παραγόντων που μπορούν να οδηγήσουν στην παραβίαση της σοσιαλιστικής νομιμότητας.

Το σοσιαλιστικό κράτος δεν αρνείται την ανάγκη ενός λειτουργικού διαχωρισμού της διοίκησης της κοινωνίας, ούτε και τη χρησιμότητα του καταμερισμού της εργασίας στη διοίκηση του κράτους, μέχρι να φτάσουμε στον κομμουνισμό.

Όμως αυτός ο διαχωρισμός δεν αφορά το διαχωρισμό των εξουσιών, όπως στο αστικό κράτος. Η εργατική εξουσία πρέπει να είναι ενιαία και αδιάσπαστη για να φέρει σε πέρας την ιστορική της αποστολή, την πλήρη επικράτηση των κομμουνιστικών σχέσεων παραγωγής.

Τόσο η ανάπτυξη της παραγωγής, όσο και τα όργανα εξουσίας στο σοσιαλισμό στηρίζουν και στηρίζονται στη δύναμη του συλλογικού, του κοινωνικού εργάτη. Η πρωτοβουλία, η ευθύνη, η δύναμη του συλλογικού, του συνδυασμένου εργάτη είναι το υπερόπλο της δικτατορίας του προλεταριάτου.

Για να διασφαλιστεί όμως πραγματικά και αποτελεσματικά ο ενεργός ρόλος των εργαζόμενων, απαιτούνται συγκεκριμένες προϋποθέσεις. Απαιτείται η δημιουργία της υλικής βάσης που θα επιτρέπει τη μείωση του εργάσιμου χρόνου, θα διασφαλίζει την ουσιαστική μόρφωση, την αφομοίωση βασικών αρχών του μαρξισμού-λενινισμού, την πολιτιστική αναβάθμιση, τη συγκρότηση ολοκληρωμένης προσωπικότητας του εργαζόμενου. Απαιτείται η ουσιαστική λειτουργία των οργάνων της εργατικής εξουσίας και ο διαπαιδαγωγητικός ρόλος τους, ώστε να καλλιεργείται στο βαθμό του δυνατού κομμουνιστική συνείδηση.

Είναι προφανής η οργανική αλληλεπίδραση αυτών των προϋποθέσεων. Κάθε εξασθένηση και υποβάθμιση της λειτουργίας των οργάνων εξουσίας υπονομεύει την επιτυχία των στόχων του κεντρικού σχεδιασμού. Και αντίστροφα, κάθε αρνητική εξέλιξη στη δημιουργία των αναγκαίων υλικών συνθηκών δημιουργεί εμπόδια στο δημιουργικό ρόλο των οργάνων της εργατικής εξουσίας.

γ) Ο τρίτος παράγοντας αφορά τη σημασία του σταθερού, αταλάντευτου προσανατολισμού του ΚΚ και της εργατικής εξουσίας για την πλήρη επικράτηση της κοινωνικής ιδιοκτησίας, την εξάλειψη κάθε μορφής εμπορευματικής παραγωγής, την ανάπτυξη των κομμουνιστικών σχέσεων παραγωγής.

Αυτός ο παράγοντας είναι ο πιο σημαντικός, ο καθοριστικός και για τους άλλους δύο που προαναφέραμε. Η ιστορία του 20ού αιώνα έχει επιβεβαιώσει ότι ο υποκειμενικός παράγοντας έχει το προβάδισμα για την επιτυχία της προσπάθειας σοσιαλιστικής οικοδόμησης.

Έχει αναδείξει τη σημασία της συλλογικής θεωρητικής και πολιτικής προετοιμασίας του Κόμματος για να αντιμετωπίζει εύστοχα τα νέα καθήκοντα της ταξικής πάλης μετά τη νίκη της σοσιαλιστικής επανάστασης. Να παίζει τον καθοδηγητικό του ρόλο ως συνειδητή επαναστατική πρωτοπορία, τόσο με την άμεση συμμετοχή των δυνάμεών του στη διακυβέρνηση, στα όργανα της εργατικής εξουσίας, όσο και ως αυτοτελής οργάνωση. Να επαγρυπνεί απέναντι σε κάθε προσπάθεια αλλοίωσης των επαναστατικών χαρακτηριστικών του κράτους της δικτατορίας του προλεταριάτου, μέχρι την πλήρη νίκη του κομμουνισμού.

Στην πορεία της σοσιαλιστικής οικοδόμησης εμφανίζονται νέα προβλήματα, αλλάζουν συχνά οι προτεραιότητες και οι ιεραρχήσεις (π.χ. προτεραιότητα στη Σοβιετική Ρωσία μετά τη νίκη της Οκτωβριανής Επανάστασης ήταν η γρήγορη αποκατάσταση του προπολεμικού επιπέδου ανάπτυξης της παραγωγής, ενώ στη δεκαετία του ’30 έπρεπε να κερδηθεί η μάχη της βαριάς και της αμυντικής βιομηχανίας και της εκτεταμένης εκμηχάνισης του αγροτικού τομέα).

Όσο θα υπάρχει ταξική διαστρωμάτωση, όσο θα υπάρχουν κοινωνικές δυνάμεις που αντιδρούν στην επέκταση και εμβάθυνση των κομμουνιστικών σχέσεων, καθώς και ισχυρό ιμπεριαλιστικό στρατόπεδο, η ταξική πάλη θα συνεχίζεται και θα υπάρχει ο κίνδυνος της ανατροπής του σοσιαλισμού. Π.χ. όσο θα υπάρχουν μορφές ομαδικής ιδιοκτησίας 
και θα παραμένει η αντίθεση διευθυντικής - εκτελεστικής εργασίας.

Γι’ αυτό, μέχρι την εξάλειψη των τάξεων ο ταξικός χαρακτήρας του κράτους της εργατικής εξουσίας δεν πρέπει να αλλάξει. Το σοσιαλιστικό κράτος πρέπει σταθερά και συνεχώς να παίζει τον αμυντικό-κατασταλτικό του ρόλο απέναντι στους εσωτερικούς και εξωτερικούς εχθρούς του σοσιαλισμού, καθώς και τη δημιουργική οικονομική, διαπαιδαγωγητική, πολιτιστική λειτουργία του.

Η δικτατορία του προλεταριάτου είναι αναγκαία μέχρι τη μετατροπή του συνόλου των κοινωνικών σχέσεων σε κομμουνιστικές, μέχρι τη διαμόρφωση κομμουνιστικής συνείδησης στη μεγάλη πλειοψηφία της κοινωνίας, μέχρι τη συντριβή του εχθρικού ιμπεριαλιστικού στρατοπέδου.

 

Ο ΜΥΘΟΣ ΤΗΣ «ΚΑΘΑΡΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ»

Η πορεία μετάβασης προς τον κομμουνισμό, προς την απονέκρωση του κράτους, προς την ιστορική περίοδο που τα καθήκοντα του σχεδιασμού και του ελέγχου της παραγωγής θα χάσουν πλέον τον ταξικό, πολιτικό τους χαρακτήρα, δεν περνά μέσα από την «εξασθένηση» της δικτατορίας του προλεταριάτου, αλλά μέσα απ’ την αναβάθμιση της αποτελεσματικής λειτουργίας της.

Μόνο η αναρχική αφέλεια μπορεί να παραβλέψει την ιστορική πείρα του 20ού αιώνα. Ας θυμηθούμε την ιμπεριαλιστική περικύκλωση, τις μεγάλες στρατιωτικές επεμβάσεις, την υπονόμευση του κεντρικού σχεδιασμού και την αντεπαναστατική δράση στη Σοβιετική Ένωση.

Γι’ αυτό και χρειάζεται σταθερό ιδεολογικοπολιτικό μέτωπο απέναντι στην οπορτουνιστική αντίληψη ότι η δικτατορία του προλεταριάτου πρέπει να μετασχηματιστεί και να καταλήξει σε μια «καθαρή δημοκρατία», χωρίς στοιχεία ταξικού καταναγκασμού, για να στεφθεί με επιτυχία η προσπάθεια της σοσιαλιστικής οικοδόμησης.

Δεν ήταν καθόλου τυχαίο που ο Λένιν εστίασε στην κριτική του στον Κάουτσκι που πρόβαλε αυτήν τη θέση, στην εποχή του17. Η θέση του Κάουτσκι εμφανίστηκε σε διάφορες παραλλαγές στη συνέχεια απ’ το «ευρωκομμουνιστικό» ρεύμα και ορισμένους θεωρητικούς του λεγόμενου «δυτικού μαρξισμού».

Η έννοια της «καθαρής δημοκρατίας» βασίζεται στον τυπικό αστικό ορισμό της δημοκρατίας σαν μια συγκεκριμένη μέθοδο διαμόρφωσης των οργάνων εξουσίας και σαν μια ταξικά ουδέτερη διαδικασία αποδοχής των αποφάσεων της διακυβέρνησης, με βάση την ψήφο της πλειοψηφίας των πολιτών. Βασίζεται δηλαδή σ’ έναν ορισμό που συγκαλύπτει το συγκεκριμένο ταξικό περιεχόμενο του κράτους και της δημοκρατίας.

Ο Λένιν φώτισε ότι η δημοκρατία είναι έκφραση του κράτους και το κράτος αποτελεί όργανο κυριαρχίας της εκάστοτε άρχουσας τάξης και καταπίεσης άλλων τάξεων. Γι’ αυτό και η έννοια της «καθαρής δημοκρατίας» θεωρητικά δεν έχει κανένα συγκεκριμένο περιεχόμενο. Με άλλα λόγια, ή θα υπάρχει δικτατορία του κεφαλαίου ή θα υπάρχει δικτατορία του προλεταριάτου. Τρίτος δρόμος στην πραγματική ζωή δεν υπάρχει.

Το ΚΚ την περίοδο της δικτατορίας του προλεταριάτου πρέπει να συμβάλλει αποφασιστικά, ως φορέας της διαλεκτικής ενότητας επαναστατικής θεωρίας και πράξης, ώστε να αντιμετωπίζονται συνεχώς τα νέα προβλήματα που γεννά το εκάστοτε νέο επίπεδο ανάπτυξης της κοινωνικής παραγωγής. Με άλλα λόγια, να συμβάλλει ώστε τα κρατικά όργανα της εργατικής εξουσίας να διασφαλίζουν την αναγκαία επιστημονική αναβάθμιση, τη δημιουργική συνεχή προσαρμογή του κεντρικού σχεδιασμού στις νέες απαιτήσεις που θέτει κάθε φορά η ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων.18

Όπως προαναφέραμε, ο κεντρικός σχεδιασμός είναι κοινωνική σχέση που καθορίζεται από την κοινωνική ιδιοκτησία στα μέσα παραγωγής. Όμως η επιτυχής ικανοποίηση των διευρυνόμενων κοινωνικών αναγκών απ’ τον εκάστοτε συγκεκριμένο κεντρικό σχεδιασμό δεν είναι δεδομένη και δεν προκύπτει αυτόματα. Καθοριστικός είναι ο ρόλος των οργάνων της εργατικής εξουσίας. Οι εύστοχες επιλογές τους και τα υποκειμενικά λάθη παίζουν ρόλο στο αποτέλεσμα του εκάστοτε πλάνου. Σε τελευταία ανάλυση, ο κεντρικός σχεδιασμός καθορίζεται, είναι προϊόν της εργατικής εξουσίας.

Γι’ αυτό και οι τρεις παράγοντες που παρουσιάσαμε πολύ συνοπτικά συνδέονται οργανικά μεταξύ τους. Η οπισθοχώρηση, οι αδυναμίες, τα λάθη του ενός επιδρούν στους υπόλοιπους και παίζουν ρόλο για τη νικηφόρα πορεία της σοσιαλιστικής οικοδόμησης.

 

«ΤΑ ΧΕΛΙΔΟΝΙΑ» ΤΟΥ ΣΟΣΙΑΛΙΣΜΟΥ

Φίλες και φίλοι.

Το ΚΚΕ κατανοεί τη σημασία της έγκαιρης επεξεργασίας των σύγχρονων θεωρητικών προβλημάτων, της κριτικής εξέτασης της ιστορικής πείρας του διεθνούς κομμουνιστικού κινήματος του 20ού αιώνα. Γι’ αυτό και στηριγμένο στα συμπεράσματα του 18ου Συνεδρίου που εξέτασε κριτικά τη σοσιαλιστική οικοδόμηση στην ΕΣΣΔ συνεχίζει τη μελέτη του εποικοδομήματος και άλλων πλευρών, που βοηθούν στην εξαγωγή πιο ολοκληρωμένων συμπερασμάτων. Στηριγμένο στο επαναστατικό του Πρόγραμμα συνεχίζει επίσης την προσπάθεια μελέτης και πρόβλεψης των σύγχρονων τάσεων στην ανάπτυξη της επιστήμης και της τεχνολογίας, στο πλαίσιο του μονοπωλιακού καπιταλισμού.

Οι επεξεργασίες μας μάς βοηθούν να φωτίσουμε γιατί τώρα μπορούμε να αξιοποιήσουμε τις νέες μεγάλες δυνατότητες που γεννά για τη σοσιαλιστική οικοδόμηση η πληροφορική, η ψηφιακή τεχνολογία, η ρομποτική, η Τεχνητή Νοημοσύνη, που είναι «τα χελιδόνια του σοσιαλισμού».

Μια σειρά τεχνικοί και επιστημονικοί περιορισμοί που υπήρχαν στη Ρωσία του 1917 και στη Σοβιετική Ένωση του 1950 για την επιτυχία του κεντρικού σχεδιασμού δεν υπάρχουν σήμερα.

Οι νέες δυνατότητες αύξησης της παραγωγικότητας της εργασίας μπορούν να αξιοποιηθούν απ’ την εργατική εξουσία για να αυξηθεί θεαματικά ο ελεύθερος, μη εργάσιμος χρόνος των εργαζόμενων. Μπορούν να αξιοποιηθούν για να αναβαθμιστεί το γενικό μορφωτικό επίπεδο και να αναπτυχθεί ολόπλευρα η προσωπικότητα των εργαζόμενων μέσα απ’ την καθημερινή ενεργό συμμετοχή τους στη λήψη και στον έλεγχο των αποφάσεων, μέσα απ’ τη δημιουργική εργασία.

Θα αξιοποιηθούν επίσης οι νέες μεγάλες δυνατότητες για την πρόληψη και την αποκατάσταση της υγείας των εργαζόμενων, για την πρόληψη και την αντιμετώπιση των εργατικών ατυχημάτων και των επαγγελματικών ασθενειών.

Ταυτόχρονα θα αναβαθμιστεί η παραγωγή συνολικά και σε κάθε κλάδο για την ικανοποίηση των κοινωνικών αναγκών. Τα κριτήρια, οι αλγόριθμοι με τους οποίους θα εφοδιάζονται, τα δεδομένα που θα καλούνται να επεξεργαστούν τα συστήματα Τεχνητής Νοημοσύνης, τα ρομπότ και γενικά οι λεγόμενες «έξυπνες μηχανές», θα έχουν ως στόχο την ικανοποίηση των κοινωνικών αναγκών και τη θωράκιση της σοσιαλιστικής οικοδόμησης.

Για τη διασφάλιση της λαϊκής ευημερίας θα αξιοποιηθούν οι νέες μεγάλες δυνατότητες για τη βελτίωση της επάρκειας και της ποιότητας των αναγκαίων προϊόντων: Οι νέες δυνατότητες για το σχεδιασμό και τον έλεγχο της παραγωγής, για την αυτόματη πρόβλεψη βλαβών και την παραγγελία ανταλλακτικών, για τον επανασχεδιασμό μηχανών και τεχνικών συστημάτων, για τη βελτίωση των υλικών κατεργασίας, για τη βελτιστοποίηση της ενεργειακής κατανάλωσης και των αναγκαίων αποθεμάτων.

Όμως οι νέες τεχνολογικές δυνατότητες δεν αφορούν μόνο την παραγωγή. Μπορούν να αναβαθμίσουν την αποτελεσματικότητα του ίδιου του κεντρικού σχεδιασμού και να συμβάλουν στην πλήρη εξάλειψη κάθε μορφής ομαδικής ιδιοκτησίας.19

Σκεφτείτε τις νέες δυνατότητες για γρήγορη συλλογή και εντατική επεξεργασία μεγάλου όγκου δεδομένων και πληροφοριών, για σύγκριση προτεινόμενων σχεδίων και λύσεων που επιτρέπει να λαμβάνονται γρήγορες και βέλτιστες αποφάσεις σε σύνθετα προβλήματα.

Ο ψηφιακός μετασχηματισμός και η αξιοποίηση των τεχνολογιών Τεχνητής Νοημοσύνης μπορεί, επομένως, να συμβάλει στη βέλτιστη κατανομή εργαζόμενων, μέσων παραγωγής και πρώτων υλών μεταξύ των διαφορετικών κλάδων, ώστε να διασφαλιστεί η αναγκαία αναλογική ανάπτυξη μεταξύ βασικών κλάδων της παραγωγής και μεταξύ των περιφερειών της χώρας. Μπορεί να συμβάλει στην έγκαιρη πρόβλεψη κοινωνικών αναγκών και συγκεκριμένων αναγκών της παραγωγής, ώστε να προσδιοριστούν οι κατάλληλοι στόχοι στην παραγωγή και στην εκπαίδευση, ιδιαίτερα για τον τομέα παραγωγής μέσων παραγωγής και για την επιστημονική έρευνα, που αποτελούν τις πρώτες προτεραιότητες.

Όμως, όπως απέδειξε η ιστορική πείρα της ΕΣΣΔ, οι νέες δυνατότητες που διασφαλίζουν τα νέα επιστημονικά τεχνολογικά επιτεύγματα δε μεταφράζονται αυτόματα σε προωθητική δύναμη για την επέκταση, την εμβάθυνση και την πλήρη επικράτηση των κομμουνιστικών σχέσεων παραγωγής. Οι μεταπολεμικές επιτυχίες της Σοβιετικής Ένωσης στην εξερεύνηση του Διαστήματος, στην πολεμική βιομηχανία, στην ενέργεια, στις μεταφορές, ήταν συχνά ανώτερες ακόμα και απ’ τις ΗΠΑ.

Όμως αυτό δε μεταφράστηκε σε αναβάθμιση του κεντρικού σχεδιασμού, ούτε εμπόδισε την οπορτουνιστική στροφή του ΚΚΣΕ. Η αδυναμία του υποκειμενικού παράγοντα, της εργατικής εξουσίας να αξιοποιήσει αυτές τις δυνατότητες προωθητικά για τη σοσιαλιστική οικοδόμηση ήταν καθοριστική. Η ακύρωση των δυνατοτήτων για αξιοποίηση της Κυβερνητικής και του παγκρατικού αυτοματοποιημένου συστήματος διεύθυνσης του Β. Γκλουσκόφ20 απ’ τις κοινωνικές δυνάμεις που στην ουσία αντιστέκονταν στην επέκταση των κομμουνιστικών σχέσεων είναι ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα. Αυτές οι κοινωνικές δυνάμεις (π.χ. διευθυντές με προνόμια) ασκούσαν επιρροή μέσα στα κομματικά όργανα.

Γι’ αυτό έχει ιδιαίτερη σημασία για το ΚΚΕ και κάθε κομμουνιστικό κόμμα η μελέτη των νέων δυνατοτήτων να συνοδεύεται απ’ την ανάλυση και την πρόβλεψη των διευρυμένων κοινωνικών αναγκών, των νέων προβλημάτων της ταξικής πάλης. Ώστε ο σχεδιασμός να διαμορφώνεται έγκαιρα και εύστοχα για την εδραίωση, επέκταση και εμβάθυνση των νέων σοσιαλιστικών-κομμουνιστικών σχέσεων που διατρέχουν όλα τα πεδία οργάνωσης της κοινωνίας, απ’ την παραγωγή ως την εκπαίδευση και την πολιτιστική ζωή.

Γι’ αυτό μελετάμε τα νέα προβλήματα που φέρνει στο προσκήνιο η ανάπτυξη της νέας τεχνολογίας, της Τεχνητής Νοημοσύνης, όπως οι απαιτήσεις για συνεχή επανεκπαίδευση των εργαζόμενων, για γρήγορη προσαρμογή σε νέα εργασιακά καθήκοντα, για ουσιαστική ομαδικότητα στην εργασία.

Και φωτίζουμε την υπεροχή του σοσιαλισμού που μπορεί να αντιμετωπίσει σχεδιασμένα τα νέα προβλήματα ως ζητήματα κοινωνικής ευθύνης και όχι ως αποκλειστική ατομική υπόθεση κάθε εργαζόμενου. Φωτίζουμε ότι στο σοσιαλισμό οι εργαζόμενοι θα επανεκπαιδεύονται χωρίς το φόβο ότι θα μείνουν άνεργοι και ανασφάλιστοι. Μέσα σε μια κοινωνία που καλλιεργεί και στηρίζεται στη συλλογική προσπάθεια και όχι στον ατομικό ανταγωνισμό.

Θα αναβαθμιστεί επομένως η κύρια παραγωγική δύναμη, ο εργαζόμενος άνθρωπος. Η αναβάθμιση της παραγωγικής ικανότητας των εργαζόμενων με βάση τις νέες δυνατότητες δε θα γίνεται σε βάρος της υγείας τους, δε θα απειλεί τη σωματική και πνευματική τους ευεξία.

Με βάση και τη σοβιετική πείρα, προβλέπουμε και αντιμετωπίζουμε τον υπαρκτό κίνδυνο να βαθύνει η κοινωνική διαφοροποίηση μεταξύ διευθυντικής, εποπτικής και εκτελεστικής εργασίας, στην εποχή της Τεχνητής Νοημοσύνης. Με βάση το στόχο να εξαλειφθεί η αντίθεση διευθυντικής - εκτελεστικής εργασίας, επεξεργαζόμαστε κατευθύνσεις και μέτρα του κεντρικού σχεδιασμού, όπως η εκ περιτροπής εργασία σε τομείς διεύθυνσης - οργάνωσης, η απαγόρευση οικονομικών προνομίων των μελών των οργάνων εξουσίας κ.ά.

Στο Πρόγραμμα του Κόμματος διατυπώνουμε με σαφήνεια ως μέτρο συνεισφοράς του εργαζόμενου το χρόνο εργασίας που καθορίζεται από το σχέδιο, ανεξάρτητα απ’ την ειδίκευση κάθε εργαζόμενου. Συνυπολογίζουμε φυσικά ιδιαίτερες κοινωνικές ανάγκες (π.χ. μητρότητα). Αυτή η κατεύθυνση της πολιτικής μισθών στηρίζεται στη θεμελιακή μαρξιστική θέση για την ασυμβατότητα του νόμου της αξίας με το σοσιαλιστικό-κομμουνιστικό τρόπο παραγωγής, για την κατάργηση της εργατικής δύναμης ως εμπορεύματος στο σοσιαλισμό.

Η αμοιβή αποτυπώνει πλέον τη δυνατότητα του εργαζόμενου, ανεξάρτητα από ειδίκευση, να έχει πρόσβαση σε προϊόντα ατομικής κατανάλωσης και σε κοινωνικές υπηρεσίες, με βάση τις συγκεκριμένες παραγωγικές δυνατότητες της κοινωνίας. Αφορά και τη διαμόρφωση πρωτοπόρας κομμουνιστικής στάσης στην οργάνωση και στην εκτέλεση, στην ποσότητα και στην ποιότητα του αποτελέσματος της εργασίας. Αφορά τη διαπαιδαγώγηση για υπεύθυνη στάση απέναντι στην εργασία που παίζει καθοριστικό ρόλο για τη σοσιαλιστική ανάπτυξη.

Για την επιτυχή έκβαση της ταξικής πάλης για την κατάργηση των τάξεων θα συμβάλει επίσης η κομμουνιστική διαπαιδαγώγηση μέσα απ’ την εκπαίδευση, την πολιτική και την πολιτιστική ζωή της κοινωνίας.

 

Αγαπητές φίλες και φίλοι.

Το ΚΚΕ θα συνεχίσει ακόμα πιο αποφασιστικά το επόμενο διάστημα την προσπάθεια μελέτης της ιστορικής πείρας και επεξεργασίας των σύγχρονων εξελίξεων.

Γιατί η Ιστορίας μάς δίδαξε ότι αυτή η πολιτική προετοιμασία, η δημιουργική ανάπτυξη του μαρξισμού-λενινισμού, έχει καθοριστική σημασία για να παίζουμε σταθερά τον καθοδηγητικό μας ρόλο ως επαναστατική πρωτοπορία. Γιατί η Ιστορία που μένει να γραφτεί, η ιστορία των νέων σοσιαλιστικών επαναστάσεων και της σοσιαλιστικής οικοδόμησης τον 21ο αιώνα, κρίνεται σήμερα απ’ τη δική μας αποφασιστική στάση και δράση.

Σας καλούμε, λοιπόν, όλες και όλους να συμβάλετε με όποιον τρόπο μπορείτε σ’ αυτήν τη μεγάλη πρωτοβουλία. Να συμβάλουμε όλοι και όλες για να γυρίσει ξανά μπροστά ο τροχός της Ιστορίας.

 


ΣημειώσειςΣημειώσεις

* Ομιλία του Μάκη Παπαδόπουλου, μέλους του ΠΓ της ΚΕ του ΚΚΕ, στην ημερίδα με τίτλο: «Σοσιαλισμός, η Ιστορία που διδάσκει, η Ιστορία που μένει να γραφτεί», που διοργάνωσε η ΚΕ του ΚΚΕ στη Θεσσαλονίκη, στις 8 Νοέμβρη 2024.

  1. Αναλυτικά βλ. Διακήρυξη της ΚΕ του ΚΚΕ «Για τα 100χρονα της Μεγάλης Οκτωβριανής Σοσιαλιστικής Επανάστασης», εκδ. Σύγχρονη Εποχή.
  2. Β. Ι. Λένιν, Κράτος και Επανάσταση, εκδ. Σύγχρονη Εποχή.
  3. Τμήμα Δικαιοσύνης της ΚΕ του ΚΚΕ, Δικτατορία του κεφαλαίου: Το αληθινό πρόσωπο του σημερινού επιτελικού κράτους, εκδ. Σύγχρονη Εποχή.
  4. Κ. Μαρξ, Το Κεφάλαιο, τόμ. 3, εκδ. Σύγχρονη Εποχή, σελ. 135.
  5. Απόφαση του 18ου Συνεδρίου του ΚΚΕ: «Εκτιμήσεις και συμπεράσματα από τη σοσιαλιστική οικοδόμηση στον 20ό αιώνα», έκδ. της ΚΕ του ΚΚΕ.
  6. Ιδεολογική Επιτροπή της ΚΕ του ΚΚΕ, Σοσιαλισμός, η απάντηση για τον 21ο αιώνα, εκδ. Σύγχρονη Εποχή.
  7. Β. Μ. Μολότοφ, Προς την Κεντρική Επιτροπή του ΚΚΣΕ (1965), εκδ. Σύγχρονη Εποχή.
  8. Β. Ντ. Πιχόροβιτς, «Απόψεις του Ε. Β. Ιλιένκοφ για την οικονομική φύση του σοσιαλισμού στη δεκαετία του ’60», ΚΟΜΕΠ, τεύχ. 1/2005.
  9. Ι. Β. Στάλιν, Οικονομικά προβλήματα του Σοσιαλισμού στην ΕΣΣΔ, εκδ. Σύγχρονη Εποχή.
  10. Βλ. ενδεικτικά Τ. Ι. Γιαμπρόβα «Ανασκόπηση των οικονομικών συζητήσεων στην ΕΣΣΔ», ΚΟΜΕΠ, τεύχ. 3/2003.
  11. «Επιστολή της ΚΕ του ΠΚΚ(μπ) προς την ΚΕ του ΚΚΕ Γιουγκοσλαβίας», Δοκίμιο Ιστορίας του ΚΚΕ 1939-1949, τόμ. Β2, εκδ. Σύγχρονη Εποχή.
  12. Π. Ι. Στούτσκα, Ο επαναστατικός ρόλος του δικαίου και του κράτους, εκδ. Σύγχρονη Εποχή.
  13. Β. Ι. Λένιν, «Θα κρατήσουν άραγε οι μπολσεβίκοι την κρατική εξουσία;», Άπαντα, τόμ. 34, εκδ. Σύγχρονη Εποχή, σελ. 315.
  14. Β. Ι. Λένιν, «Η προλεταριακή επανάσταση και ο αποστάτης Κάουτσκι», Άπαντα, τόμ. 37, εκδ. Σύγχρονη Εποχή, σελ. 281.
  15. Τα σοβιετικά Συντάγματα και η εργατικά εξουσία, έκδοση προσεχώς από τη Σύγχρονη Εποχή.
  16. Πρόγραμμα του ΚΚΕ, έκδοση της ΚΕ του ΚΚΕ, 2013.
  17. Β. Ι. Λένιν, «Η προλεταριακή επανάσταση και ο αποστάτης Κάουτσκι», Άπαντα, τόμ. 37, εκδ. Σύγχρονη Εποχή, σελ. 251-259.
  18. Ιδεολογική Επιτροπή της ΚΕ του ΚΚΕ, Σοσιαλισμός, η απάντηση για τον 21ο αιώνα, εκδ. Σύγχρονη Εποχή, σελ. 89.
  19. Ημερίδα του ΚΣ της ΚΝΕ, Τεχνητή νοημοσύνη: Η νέα εποχή στην τεχνολογία απαιτεί μια νέα εποχή στην κοινωνία, εκδ. Σύγχρονη Εποχή, σελ. 34.
  20. Β. Γκλουσκόφ, «Υποθήκες για όσους μένουν», ΚΟΜΕΠ, τεύχ. 1/2005.