Η επεξεργασία μας προσπαθεί να φωτίσει βαθύτερα ορισμένους βασικούς παράγοντες που πρέπει να διασφαλίζουν τα όργανα του Κομμουνιστικού Κόμματος και του κράτους της εργατικής εξουσίας ώστε να μπορούν να προβλέπουν έγκαιρα και να ιεραρχούν εύστοχα τις κοινωνικές ανάγκες που διευρύνονται. Να μπορούν να αναβαθμίζουν τον κεντρικό σχεδιασμό για την ικανοποίησή τους με στόχο την πλήρη άνθηση των κομμουνιστικών σχέσεων παραγωγής και κατανομής.
Ποιους παράγοντες αναδεικνύει η διεύρυνση της ιστορικής πείρας του 20ού αιώνα;
α) Ο πρώτος παράγοντας αφορά την ανάγκη δημιουργικής ανάπτυξης της μαρξιστικής-λενινιστικής κοσμοθεωρίας, ιδιαίτερα σε κρίσιμους τομείς, όπως της πολιτικής οικονομίας του σοσιαλισμού και της πολιτικής διαμόρφωσης του σοσιαλιστικού Δικαίου. Η πείρα του 20ού αιώνα απέδειξε ότι δεν αρκεί μια γενικά σωστή αντίληψη και γνώση των νομοτελειών του νέου τρόπου παραγωγής για να προχωρήσει νικηφόρα η σοσιαλιστική οικοδόμηση.
Απαιτείται η συνεχής, δημιουργική θεωρητική και επιστημονική εργασία ώστε να διαμορφώνονται συγκεκριμένες κατευθύνσεις δράσης, να δημιουργούνται οι προϋποθέσεις για την απρόσκοπτη λειτουργία των νομοτελειών της σοσιαλιστικής οικοδόμησης.
Μια σειρά αδυναμίες και θεωρητικά λάθη πληρώθηκαν ακριβά στην πρώτη ηρωική προσπάθεια σοσιαλιστικής οικοδόμησης. Στη σοβιετική φιλοσοφία αρνητικό ρόλο έπαιξε ο διαχωρισμός των αντιθέσεων, των αντιφάσεων σε «ανταγωνιστικές και μη ανταγωνιστικές». Σύμφωνα με αυτόν το διαχωρισμό υπάρχουν κοινωνικές αντιφάσεις που έχουν ως υπόβαθρο ασυμβίβαστα ταξικά συμφέροντα και εξαλείφονται μόνο με την επαναστατική ταξική πάλη, καθώς και αντιφάσεις που δεν απαιτείται η διεξαγωγή ταξικής πάλης για να εξαλειφθούν.
Έτσι υπονομεύτηκε θεωρητικά η θέση του ΚΚΣΕ για την αναγκαιότητα της δικτατορίας του προλεταριάτου και της αποφασιστικής διεξαγωγής της ταξικής πάλης απέναντι στις κοινωνικές δυνάμεις που αντιστέκονταν στην επέκταση και εμβάθυνση των κομμουνιστικών σχέσεων (π.χ. διευθυντές με προνόμια, ομαδική ιδιοκτησία στον αγροτικό τομέα, διεφθαρμένα στελέχη της κρατικής διοίκησης).
Στην έκδοση της επιστολής Mολότοφ προς την ΚΕ του ΚΚΣΕ,7 ο αναγνώστης μπορεί να δει αναλυτικά τη σχετική διαπάλη στο ΚΚΣΕ στις δεκαετίες του ’50 και ’60 για την αναγκαιότητα της δικτατορίας του προλεταριάτου και την υιοθέτηση της θέσης για το παλλαϊκό κράτος. Όμως συγχύσεις και λαθεμένες προσεγγίσεις για τη λειτουργία των Σοβιέτ εμφανίζονται και πριν το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο.
Οι κοινωνικές δυνάμεις που άμεσα ή έμμεσα ήταν δεμένες με την ατομική ιδιοκτησία στα μέσα παραγωγής ενίσχυαν τις οπορτουνιστικές θεωρητικές αντιλήψεις περί «σοσιαλισμού με αγορά» και τις πολιτικές πρακτικές που ισχυροποιούσαν τις εμπορευματοχρηματικές σχέσεις. Ταυτόχρονα η εφαρμογή αυτών των πρακτικών ισχυροποιούσε τις κοινωνικές δυνάμεις που άνοιξαν το δρόμο για τη νίκη της αντεπανάστασης. Για παράδειγμα, το εκτεταμένο δίκτυο διευθυντών των σοσιαλιστικών παραγωγικών μονάδων ισχυροποιήθηκε με τις μεταρρυθμίσεις Κοσίγκιν που ευνοούσαν την ιδιοσυντήρηση των σοσιαλιστικών μονάδων παραγωγής και τα πριμ στους διευθυντές.
Ο Σοβιετικός φιλόσοφος Ιλιένκοφ θα επισημάνει αργότερα ότι αυτή η φιλοσοφική προσέγγιση των «μη ανταγωνιστικών αντιθέσεων» θα επιδράσει και στη συζήτηση των θεμάτων πολιτικής οικονομίας του σοσιαλισμού σχετικά με την ανάγκη σαφούς οριοθέτησης των εμπορευματοχρηματικών σχέσεων ως στοιχείου ξένου και εχθρικού προς τον κεντρικό σχεδιασμό.8 Αντί για την αποφασιστική πάλη για την κατάργηση της αγοράς και της εμπορευματικής οικονομίας, σταδιακά θα επικρατήσει η οπορτουνιστική αντίληψη της δυνατότητας περιορισμένης ενσωμάτωσης και αξιοποίησης της λειτουργίας της αγοράς μέσα από τον κεντρικό σχεδιασμό της εργατικής εξουσίας.
Ο Στάλιν θα συνοψίσει στη δεκαετία του ’50 αυτήν τη διαπάλη στο ΚΚΣΕ στο έργο του Οικονομικά προβλήματα του Σοσιαλισμού στην ΕΣΣΔ,9 όπου οι επαναστατικές δυνάμεις αντιστάθηκαν στους οπαδούς της αγοράς. Όμως, τα βήματα ανάπτυξης της μαρξιστικής πολιτικής οικονομίας του σοσιαλισμού ήταν ανεπαρκή για να αντιμετωπίσουν προβλήματα που αφορούσαν την ιεράρχηση των κοινωνικών αναγκών και τον αποτελεσματικό σχεδιασμό για την ικανοποίησή τους. Ήταν ανεπαρκή για να διαμορφώσουν σαφείς κατευθύνσεις, μεθόδους και δείκτες για τον υπολογισμό και απολογισμό της ανάπτυξης και της απόδοσης της σοσιαλιστικής βιομηχανίας και της αγροτικής παραγωγής, με βάση τις διευρυνόμενες κοινωνικές ανάγκες και τις νέες απαιτήσεις της κοινωνικοποιημένης παραγωγής.
Ασφαλώς δεν παραγνωρίζουμε τις μεγάλες αντικειμενικές δυσκολίες που αντιμετώπισαν οι μπολσεβίκοι. Η προσπάθεια διαμόρφωσης της πολιτικής οικονομίας του σοσιαλισμού ξεκίνησε αναγκαστικά με περιορισμένα εφόδια. Ενώ ο Μαρξ ερεύνησε τις νομοτέλειες και τη λειτουργία της καπιταλιστικής οικονομίας που ήδη μετρούσε αιώνες ζωής, ο Λένιν και οι μπολσεβίκοι μπορούσαν να μελετήσουν μόνο τα αποτελέσματα της δικής τους προσπάθειας, στα πρώτα βήματα της ανώριμης βαθμίδας του σοσιαλισμού-κομμουνισμού.10
Παρά τα λάθη και τις αντιφάσεις στις επεξεργασίες, μέχρι τη δεκαετία του ’50 κυριαρχούσαν γενικά οι επαναστατικές θέσεις· χαρακτηριστικά παραδείγματα αποτελούν η κριτική του ΚΚΣΕ στο ΚΚ Γιουγκοσλαβίας και η επιστημονική συζήτηση έως την περίοδο του 19ου Συνεδρίου το 1952. Όμως δεν ήταν βαθιά επεξεργασμένες ώστε να αντέξουν στη μετέπειτα διαπάλη με τις αγοραίες αντιλήψεις.11
Επισημαινόταν γενικά η ανάγκη εξάλειψης των εμπορευματοχρηματικών σχέσεων, υπήρχαν όμως λαθεμένες προσεγγίσεις για τη δυνατότητα ουσιαστικού περιορισμού της επίδρασης του νόμου της αξίας, με ορισμένα μέτρα του σοσιαλιστικού κράτους, όπως η οριοθέτηση των τιμών. Γνωρίζουμε τι συνέβη στη συνέχεια.
Όμως σήμερα εμείς οι κομμουνιστές έχουμε μεγαλύτερες δυνατότητες και ευθύνες γιατί μπορούμε να μελετήσουμε την πλούσια ιστορική πείρα του 20ού αιώνα. Διδαχτήκαμε με τον πιο σκληρό τρόπο ότι ο νόμος της αξίας δεν μπορεί να αποτελεί νομοτέλεια του σοσιαλιστικού-κομμουνιστικού τρόπου παραγωγής, ότι όσο διατηρούνται οι εμπορευματοχρηματικές σχέσεις υπάρχει ο κίνδυνος ενίσχυσης των αντεπαναστατικών κοινωνικών δυνάμεων.
Διδαχτήκαμε ότι οι ίδιες βασικές νομοτέλειες αφορούν ενιαία ολόκληρη την πορεία, απ’ την ανώριμη βαθμίδα του κομμουνισμού μέχρι την πλήρη επικράτηση των κομμουνιστικών σχέσεων παραγωγής.
Διδαχτήκαμε τη σημασία δημιουργικής ανάπτυξης της επαναστατικής θεωρίας, για να μπορεί ο κεντρικός σχεδιασμός να αντανακλά και να αξιοποιεί τις νομοτέλειες του σοσιαλιστικού-κομμουνιστικού τρόπου παραγωγής στις εκάστοτε νέες συνθήκες. Μ’ άλλα λόγια, διδαχτήκαμε τη σημασία της προσπάθειας του ΚΚ και της εργατικής εξουσίας για την επιστημονική αναβάθμιση και τη δημιουργική συνεχή προσαρμογή του κεντρικού σχεδίου-πλάνου, στις νέες απαιτήσεις που θέτει το νέο επίπεδο ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων.
Διδαχτήκαμε ότι προϋπόθεση για την επιτυχία της σοσιαλιστικής οικοδόμησης είναι να διαμορφώνονται ενιαία, έγκαιρα και εύστοχα οι κατάλληλοι στόχοι, μέθοδοι, δείκτες και μέτρα οργάνωσης της παραγωγής και της επιστημονικής έρευνας, με βάση τις νέες ανάγκες και τα νέα προβλήματα.
Διδαχτήκαμε παράλληλα τον αναντικατάστατο ρόλο της δικτατορίας του προλεταριάτου και της διεξαγωγής της ταξικής πάλης μέχρι την πλήρη εξάλειψη των τάξεων. Η σοβιετική πείρα μάς δίδαξε ότι δεν αρκεί η θεσμική-νομική κατοχύρωση των νέων σοσιαλιστικών σχέσεων παραγωγής, της κοινωνικής ιδιοκτησίας. Χωρίς το συνεχή, αποφασιστικό, ενεργό ρόλο του υποκειμενικού παράγοντα, της επαναστατικής πρωτοπορίας και της εργατικής εξουσίας, οι νέοι θεσμοί μπορούν εύκολα να εξασθενίσουν και να εξαϋλωθούν.
Η προσπάθεια του υποκειμενικού παράγοντα για να εμφανιστούν και να κυριαρχήσουν οι νέες σοσιαλιστικές σχέσεις παραγωγής περιλαμβάνει και τον ενεργό ρόλο του νομικού εποικοδομήματος. Και σ’ αυτόν τον τομέα απαιτείται η δημιουργική ανάπτυξη της θεωρίας. Χαρακτηριστικό παράδειγμα η συζήτηση για το σοβιετικό Δίκαιο τις δεκαετίες του ’20 και ’30 και η ανάδειξη απ’ τον Στούτσκα του ενεργού ρόλου που πρέπει να παίξει το σοβιετικό Δίκαιο ως μέσο επίδρασης του εργατικού κράτους, για την εδραίωση και επέκταση της κοινωνικής ιδιοκτησίας12 σε σχέση με άλλες απόψεις, όπως του Πασουκάνις, που στην ουσία περιόριζαν την έννοια του Δικαίου στο Δίκαιο της εμπορευματικής ανταλλαγής. Απόψεις που υποβάθμιζαν τη σημασία των σχέσεων ιδιοκτησίας και παραγωγής, καθώς και τον αναγκαίο ρόλο του Δικαίου για τη διεξαγωγή της ταξικής πάλης στο σοσιαλισμό.
β) Ο δεύτερος παράγοντας που αναδεικνύει η ιστορική πείρα αφορά τον ενεργό ρόλο των εργαζόμενων στη λήψη, στην υλοποίηση και στον έλεγχο των αποφάσεων, μέσα απ’ τα όργανα της εργατικής εξουσίας.
Η σοβιετική πείρα, και στην ανοδική πορεία και στην οπισθοχώρηση, απέδειξε ότι η δικτατορία του προλεταριάτου μπορεί να εκπληρώσει την αποστολή της μόνο όταν στηρίζεται στην ενεργή συμμετοχή των εργαζόμενων, ώστε οι κατευθύνσεις, οι στόχοι του κεντρικού σχεδιασμού, τα καθήκοντα της ταξικής πάλης να υιοθετούνται ουσιαστικά και να προωθούνται μαχητικά από πλατιές λαϊκές μάζες.
Τόσο η θετική, όσο και η αρνητική ιστορική πείρα του 20ού αιώνα επιβεβαίωσε ότι ο αυξανόμενος ρόλος που παίζουν οι εργαζόμενοι με την ουσιαστική συμμετοχή τους στην κρατική διοίκηση είναι μια βασική προϋπόθεση για τη σοσιαλιστική οικοδόμηση.
Γι’ αυτό και έχει καθοριστική σημασία να λειτουργούν ουσιαστικά τα όργανα της δικτατορίας του προλεταριάτου, απ’ τη βάση μέχρι τα κεντρικά όργανα εξουσίας. Να λειτουργεί ουσιαστικά η Γενική Συνέλευση των εργαζόμενων με βάση τις αρχές του ελέγχου, της απόδοσης ευθύνης, της ανακλητότητας των αντιπροσώπων στα ανώτερα όργανα εξουσίας. Να εξασφαλίζεται πραγματικά η δυνατότητα άσκησης κριτικής σε αποφάσεις και χειρισμούς που εμποδίζουν τη σοσιαλιστική οικοδόμηση, στη γραφειοκρατική στάση στελεχών, σε φαινόμενα διοικητικής αυθαιρεσίας.
Σ’ αυτό το ζήτημα, του ενεργού ρόλου των εργαζόμενων, επισημαίνει ο Λένιν ότι βρίσκεται και μια ουσιαστική διαφορά απ’ την αστική κοινοβουλευτική δημοκρατία, που με χίλιους δυο τρόπους απομακρύνει τις μάζες των εργατών, των εργαζόμενων από τη συμμετοχή στη διακυβέρνηση.
Το κράτος της εργατικής εξουσίας δίνει ώθηση στη συνεχή, άμεση πολιτική δράση της εργατικής τάξης, του λαού και στηρίζεται σ’ αυτήν τη δράση για τη νίκη της σοσιαλιστικής οικοδόμησης, την οριστική επικράτηση των κομμουνιστικών σχέσεων παραγωγής. Η δικτατορία του προλεταριάτου μετατρέπει τους εργαζόμενους από παθητικούς θεατές σε πρωταγωνιστές της πολιτικής δράσης, η οποία ανοίγει το δρόμο για την κοινωνική απελευθέρωση.
Σε αυτό το καθήκον εστιάζει ο Λένιν ενώ βρίσκεται ακόμα μέσα στη φωτιά της Οκτωβριανής Επανάστασης. Γράφει:
«Δεν είμαστε ουτοπιστές. Ξέρουμε ότι κανένας ανειδίκευτος εργάτης, καμιά μαγείρισσα, δεν είναι σε θέση να αναλάβουν αμέσως τη διακυβέρνηση του κράτους (…). Απαιτούμε οι συνειδητοί εργάτες και στρατιώτες να διδάξουν το έργο της κρατικής διακυβέρνησης και να αρχίσει αυτό το έργο αμέσως, δηλαδή να αρχίσουν να μπάζουν στην εκπαίδευση αυτή όλους τους εργαζόμενους, όλη τη φτωχολογιά.» Ο Λένιν θεωρεί αυτό το καθήκον καθοριστικό για να μπορέσουν οι μπολσεβίκοι να κρατήσουν την κρατική εξουσία μετά τη νίκη της επανάστασης.13 Και η μετέπειτα θετική και αρνητική ιστορική πείρα δικαίωσε τη θέση του.
Οι θεσμοί της σοβιετικής εξουσίας δεν ήταν μια μορφή οργάνωσης της εργατικής τάξης, που διαμορφώθηκε στα γραφεία της καθοδήγησης των μπολσεβίκων. Όπως και η Παρισινή Κομμούνα, τα Σοβιέτ ήταν δημιούργημα της προλεταριακής επαναστατικής δημιουργικότητας. Γεννήθηκαν πριν το σοσιαλισμό, στην επανάσταση του 1905 στη Ρωσία, ως πυρήνες οργάνωσης της επαναστατικής δράσης της εργατικής τάξης. Αποτέλεσαν μια νέα, ανώτερη μορφή οργάνωσης της εργατικής τάξης, τα φύτρα της μελλοντικής εργατικής εξουσίας.
Ο Λένιν τονίζει ότι τα Σοβιέτ, ως όργανα της ταξικής πάλης πριν την επανάσταση, αντανακλούσαν και εκφράζανε την αλλαγή διαθέσεων και απόψεων των μαζών γρηγορότερα, πληρέστερα και πιστότερα από οποιονδήποτε άλλο θεσμό και συμπληρώνει ότι αυτή είναι μια απ’ τις αιτίες που η σοβιετική δημοκρατία είναι ανώτερος τύπος δημοκρατίας.14
Τα Σοβιέτ, ως μορφή της εργατικής εξουσίας που δημιούργησε η ίδια η εργατική τάξη, ο ίδιος ο λαός, λειτούργησαν χωρίς κανένα Σύνταγμα πάνω από ένα χρόνο μετά τη νίκη της σοσιαλιστικής επανάστασης, ως το καλοκαίρι του 1918. Έπαιξαν καθοριστικό ρόλο στη θεαματική ανοδική πορεία των δύο πρώτων δεκαετιών ζωής της Σοβιετικής Ένωσης.
Αλλά και η αρνητική πείρα της εξασθένησης της λειτουργίας των Σοβιέτ, με το Σοβιετικό Σύνταγμα του 1936, όπου γενικεύτηκε το εκλογικό δικαίωμα με καθολική ψηφοφορία, με βάση το χώρο κατοικίας και όχι το χώρο εργασίας, επιβεβαιώνει αυτά τα συμπεράσματα.15
Με τις αλλαγές του ’36 αυξήθηκε εκτός των άλλων αντικειμενικά η δυσκολία να λειτουργήσουν οι αρχές λογοδοσίας, κριτικής και ανάκλησης των αντιπροσώπων που εκλέγονταν πλέον σε τοπικό επίπεδο, καθώς και της ουσιαστικής λειτουργίας που υπήρχε πριν, στις εργοστασιακές συνελεύσεις. Δόθηκε η δυνατότητα σε πολλούς πρώην κουλάκους να αποκτήσουν εκλογικό δικαίωμα και να ενταχθούν στις διοικήσεις των κολχόζ (συνεταιρισμών).
Αξιοποιώντας την πείρα του 20ού αιώνα και τις θεμελιακές αρχές συγκρότησης της σοσιαλιστικής εξουσίας, προσδιορίσαμε στο Πρόγραμμα του ΚΚΕ τη δομή και τα όργανα του σοσιαλιστικού κράτους, ώστε να αποτελεί αποτελεσματικό όργανο της ταξικής πάλης που συνεχίζεται στις νέες συνθήκες.
Για να είναι αποτελεσματικό το σοσιαλιστικό κράτος πρέπει το θεμέλιο της εργατικής εξουσίας να είναι η παραγωγική μονάδα, η κοινωνική κρατική υπηρεσία, η διοικητική κρατική μονάδα, ο παραγωγικός συνεταιρισμός. Στη Συνέλευση των εργαζόμενων θεμελιώνεται η άμεση και η έμμεση εργατική δημοκρατία, η αρχή του ελέγχου και της ανακλητότητας. Ο εργαζόμενος στη σοσιαλιστική δημοκρατία μπορεί να εκλέγει και να εκλέγεται, να ελέγχει και να ανακαλεί τους εκλεγμένους συμβούλους και αντιπροσώπους του.
Το εργατικό κράτος εξασφαλίζει σ’ όλους εργασία αντίστοιχη με την ειδίκευση και την επανειδίκευσή τους και όλοι όσοι είναι ικανοί για εργασία υποχρεώνονται να εργάζονται.
Στο Πρόγραμμα του ΚΚΕ προβλέπονται τρία επίπεδα οργάνων εξουσίας, το εργασιακό, το περιφερειακό και το πανελλαδικό.16
Όλα τα όργανα διέπονται απ’ την αρχή του δημοκρατικού συγκεντρωτισμού, ώστε να εξασφαλίζεται ο ενιαίος χαρακτήρας του Κεντρικού Σχεδιασμού και η εξειδίκευση στην υλοποίησή του.
Στα τρία επίπεδα οργάνων εξουσίας ανήκει η οργάνωση περιφρούρησης της επανάστασης, της λαϊκής δικαιοσύνης και ο ελεγκτικός μηχανισμός.
Σ’ όλα τα ειδικά όργανα συμμετέχουν αντιπρόσωποι των εργαζομενων, αλλά και εξειδικευμένο προσωπικό. Για παράδειγμα, στα δικαστικά όργανα θα συμβάλουν εξειδικευμένοι επιστήμονες, δικαστές και δικηγόροι. Οι νομικοί επιστήμονες έχουν σοβαρό ρόλο να επιτελέσουν στην αποτελεσματική εφαρμογή και στην έρευνα νέων προβλημάτων του σοσιαλιστικού Δικαίου. Δεν υποτιμάμε το πλήθος παραγόντων που μπορούν να οδηγήσουν στην παραβίαση της σοσιαλιστικής νομιμότητας.
Το σοσιαλιστικό κράτος δεν αρνείται την ανάγκη ενός λειτουργικού διαχωρισμού της διοίκησης της κοινωνίας, ούτε και τη χρησιμότητα του καταμερισμού της εργασίας στη διοίκηση του κράτους, μέχρι να φτάσουμε στον κομμουνισμό.
Όμως αυτός ο διαχωρισμός δεν αφορά το διαχωρισμό των εξουσιών, όπως στο αστικό κράτος. Η εργατική εξουσία πρέπει να είναι ενιαία και αδιάσπαστη για να φέρει σε πέρας την ιστορική της αποστολή, την πλήρη επικράτηση των κομμουνιστικών σχέσεων παραγωγής.
Τόσο η ανάπτυξη της παραγωγής, όσο και τα όργανα εξουσίας στο σοσιαλισμό στηρίζουν και στηρίζονται στη δύναμη του συλλογικού, του κοινωνικού εργάτη. Η πρωτοβουλία, η ευθύνη, η δύναμη του συλλογικού, του συνδυασμένου εργάτη είναι το υπερόπλο της δικτατορίας του προλεταριάτου.
Για να διασφαλιστεί όμως πραγματικά και αποτελεσματικά ο ενεργός ρόλος των εργαζόμενων, απαιτούνται συγκεκριμένες προϋποθέσεις. Απαιτείται η δημιουργία της υλικής βάσης που θα επιτρέπει τη μείωση του εργάσιμου χρόνου, θα διασφαλίζει την ουσιαστική μόρφωση, την αφομοίωση βασικών αρχών του μαρξισμού-λενινισμού, την πολιτιστική αναβάθμιση, τη συγκρότηση ολοκληρωμένης προσωπικότητας του εργαζόμενου. Απαιτείται η ουσιαστική λειτουργία των οργάνων της εργατικής εξουσίας και ο διαπαιδαγωγητικός ρόλος τους, ώστε να καλλιεργείται στο βαθμό του δυνατού κομμουνιστική συνείδηση.
Είναι προφανής η οργανική αλληλεπίδραση αυτών των προϋποθέσεων. Κάθε εξασθένηση και υποβάθμιση της λειτουργίας των οργάνων εξουσίας υπονομεύει την επιτυχία των στόχων του κεντρικού σχεδιασμού. Και αντίστροφα, κάθε αρνητική εξέλιξη στη δημιουργία των αναγκαίων υλικών συνθηκών δημιουργεί εμπόδια στο δημιουργικό ρόλο των οργάνων της εργατικής εξουσίας.
γ) Ο τρίτος παράγοντας αφορά τη σημασία του σταθερού, αταλάντευτου προσανατολισμού του ΚΚ και της εργατικής εξουσίας για την πλήρη επικράτηση της κοινωνικής ιδιοκτησίας, την εξάλειψη κάθε μορφής εμπορευματικής παραγωγής, την ανάπτυξη των κομμουνιστικών σχέσεων παραγωγής.
Αυτός ο παράγοντας είναι ο πιο σημαντικός, ο καθοριστικός και για τους άλλους δύο που προαναφέραμε. Η ιστορία του 20ού αιώνα έχει επιβεβαιώσει ότι ο υποκειμενικός παράγοντας έχει το προβάδισμα για την επιτυχία της προσπάθειας σοσιαλιστικής οικοδόμησης.
Έχει αναδείξει τη σημασία της συλλογικής θεωρητικής και πολιτικής προετοιμασίας του Κόμματος για να αντιμετωπίζει εύστοχα τα νέα καθήκοντα της ταξικής πάλης μετά τη νίκη της σοσιαλιστικής επανάστασης. Να παίζει τον καθοδηγητικό του ρόλο ως συνειδητή επαναστατική πρωτοπορία, τόσο με την άμεση συμμετοχή των δυνάμεών του στη διακυβέρνηση, στα όργανα της εργατικής εξουσίας, όσο και ως αυτοτελής οργάνωση. Να επαγρυπνεί απέναντι σε κάθε προσπάθεια αλλοίωσης των επαναστατικών χαρακτηριστικών του κράτους της δικτατορίας του προλεταριάτου, μέχρι την πλήρη νίκη του κομμουνισμού.
Στην πορεία της σοσιαλιστικής οικοδόμησης εμφανίζονται νέα προβλήματα, αλλάζουν συχνά οι προτεραιότητες και οι ιεραρχήσεις (π.χ. προτεραιότητα στη Σοβιετική Ρωσία μετά τη νίκη της Οκτωβριανής Επανάστασης ήταν η γρήγορη αποκατάσταση του προπολεμικού επιπέδου ανάπτυξης της παραγωγής, ενώ στη δεκαετία του ’30 έπρεπε να κερδηθεί η μάχη της βαριάς και της αμυντικής βιομηχανίας και της εκτεταμένης εκμηχάνισης του αγροτικού τομέα).
Όσο θα υπάρχει ταξική διαστρωμάτωση, όσο θα υπάρχουν κοινωνικές δυνάμεις που αντιδρούν στην επέκταση και εμβάθυνση των κομμουνιστικών σχέσεων, καθώς και ισχυρό ιμπεριαλιστικό στρατόπεδο, η ταξική πάλη θα συνεχίζεται και θα υπάρχει ο κίνδυνος της ανατροπής του σοσιαλισμού. Π.χ. όσο θα υπάρχουν μορφές ομαδικής ιδιοκτησίας
και θα παραμένει η αντίθεση διευθυντικής - εκτελεστικής εργασίας.
Γι’ αυτό, μέχρι την εξάλειψη των τάξεων ο ταξικός χαρακτήρας του κράτους της εργατικής εξουσίας δεν πρέπει να αλλάξει. Το σοσιαλιστικό κράτος πρέπει σταθερά και συνεχώς να παίζει τον αμυντικό-κατασταλτικό του ρόλο απέναντι στους εσωτερικούς και εξωτερικούς εχθρούς του σοσιαλισμού, καθώς και τη δημιουργική οικονομική, διαπαιδαγωγητική, πολιτιστική λειτουργία του.
Η δικτατορία του προλεταριάτου είναι αναγκαία μέχρι τη μετατροπή του συνόλου των κοινωνικών σχέσεων σε κομμουνιστικές, μέχρι τη διαμόρφωση κομμουνιστικής συνείδησης στη μεγάλη πλειοψηφία της κοινωνίας, μέχρι τη συντριβή του εχθρικού ιμπεριαλιστικού στρατοπέδου.