Πριν ένα χρόνο αποχαιρετήσαμε, όπως του έπρεπε, όπως το ήθελε κι όπως άλλωστε το ζήτησε, τον Μίκη Θεοδωράκη.
Αποχαιρετήσαμε τη μουσική μεγαλοφυΐα που άλλαξε και καθόρισε τα μουσικά πράγματα στην Ελλάδα. Αυτόν που χωρίς την παρουσία του θα ήμασταν αλλιώς.
Αυτόν που έφερε την ποίηση στο τραπέζι του λαού. Αυτόν που με τη μουσική του εκτόπιζε την ηττοπάθεια κι έφερνε τον ήλιο στις καρδιές των ανθρώπων.
Αποχαιρετήσαμε αυτόν που οι αγώνες και η μουσική ήταν τόσο δεμένα μέσα του. Αυτόν που είχε δηλώσει πως, αν υπήρχε επιτύμβιο σημείωμα που θα επιθυμούσε να χαραχτεί πάνω στον τάφο του, αυτό θα ήταν «Πολέμησε το Δεκέμβρη».
Σήμερα, ένα χρόνο μετά, συναντιόμαστε ξανά για να τον τιμήσουμε εδώ, στις ιστορικές φυλακές του Ωρωπού. Εδώ που ο Μίκης φυλακίστηκε από τη Χούντα τον Οκτώβρη του 1969 και χρειάστηκε να ξεσηκωθεί θύελλα διαμαρτυριών μετά την επιδείνωση της υγείας του για ν’ αποφυλακιστεί τον Απρίλη του 1970. Ο Σοστακόβιτς, ο Άρθουρ Μίλερ, ο Λόρενς Ολιβιέ, ο Ιβ Μοντάν ήταν μερικοί από τους οποίους δημιούργησαν επιτροπές για την απελευθέρωσή του.
Σε τούτο τον τόπο γράφτηκαν ορισμένα από τα αγαπημένα τραγούδια που έχουμε τραγουδήσει ανεμίζοντας τις σημαίες μας χιλιάδες φορές. Το θρυλικό «Διότι δε συνεμορφώθην», για το οποίο ο ίδιος ο Μίκης αναφέρει:
«Σαν εκπρόσωπος των κρατουμένων είχα πάει στο διοικητή και του είχα δώσει τις αιτήσεις όλων των κρατουμένων για τον Ερυθρό Σταυρό. Η γραμμή της διοίκησης ήταν ότι ο καθένας έπρεπε να πάει μόνος του να κάνει την αίτηση, μήπως εκεί ο διοικητής, μιλώντας του, να τον καταφέρει να κάνει δήλωση. Εμείς θέλαμε να ’μαστε όλοι μαζί. Κι έτσι ο ανθυπασπιστής μπήκε μέσα και μου ’φερε όλο τον πάκο τις αιτήσεις και πάνω έγραφε “Επιστρέφονται, διότι δε συνεμορφώθην προς τας υποδείξεις”.
Είμαστε έτοιμοι να βγούμε έξω, αλλά τα μεγάφωνα είπαν ότι σήμερα απαγορεύεται η έξοδος. Είχα λοιπόν μπροστά μου τους στίχους αυτούς, τον πρώτο στίχο γραμμένο από το διοικητή, έγραψα το τραγουδάκι, “διότι δε συνεμορφώθην προς τας υποδείξεις, μήνας μπαίνει, μήνας βγαίνει μες στο σύρμα περπατώ”. Και το μεσημέρι, το βράδυ, κατεβαίνουμε στο εστιατόριο, τους τραγούδησα το καινούργιο τραγούδι και μάλιστα εμήνυσα στο διοικητή ότι έχει και πνευματικά δικαιώματα, γιατί ο πρώτος στίχος είναι δικός του.»
Εδώ, στις φυλακές του Ωρωπού, ο Μανώλης Χιώτης λίγο πριν φύγει από τη ζωή αποχαιρέτησε τον Μίκη, παίρνοντας το ρίσκο να προσεγγίσει στο μόλο για να παίξει το «Σε πότισα ροδόσταμο». Οι φυλακές πλημμύρισαν με την αγαπημένη μελωδία που έφερε ο άνεμος, ενώ οι κρατούμενοι γέμισαν το συρματόπλεγμα τραγουδώντας «Της παγωνιάς Αετόπουλο».
Από εδώ ο Μίκης Θεοδωράκης έντυσε με την υπέροχη μουσική του το δικό του στίχο, που εξέφραζε τη δική του ζωή: «Μες στα σύρματα κλεισμένοι, μα η καρδιά μας πάντα ορθή.» Για να συμπληρώσει με τη διαχρονική επίκληση: «Λαέ βασανισμένε, μην ξεχνάς τον Ωρωπό.»