Σχετικά με τον τρόπο ζωής γενικά και στη σύγχρονη Ελλάδα


του Αποστόλη Χαρίση*

Η έννοια του τρόπου ζωής κατείχε μέχρι πριν από 30-40 χρόνια κεντρική θέση στις κοινωνιολογικές προσεγγίσεις, αλλά και στις θεωρητικές επεξεργασίες του εργατικού και του κομμουνιστικού κινήματος. Πάντοτε βέβαια απασχολούσε –και συνεχίζει και τώρα να απασχολεί– την πρακτική δράση του κινήματος, ωστόσο η θεωρητική ενασχόληση με την έννοια αυτή έχει αισθητά υποχωρήσει στο διάστημα της τελευταίας μιάμισης γενιάς, κάτι που σχετίζεται με τις γενικότερες εξελίξεις στον κόσμο, αλλά και στο ίδιο το εργατικό κίνημα μετά τις ανατροπές στις σοσιαλιστικές χώρες και τη δυσμενή αλλαγή του διεθνούς ταξικού συσχετισμού δύναμης σε όλα τα πεδία.

Σήμερα, η έννοια (κατηγορία) του τρόπου ζωής παρουσιάζεται αισθητά υποβαθμισμένη σε επιστημονικό επίπεδο και, πολλές φορές, οι όποιες δημόσιες αναφορές σε αυτήν εμφανίζονται σε διάφορα «κοσμικά» περιοδικά και αντίστοιχου επιπέδου παρουσιάσεις στον Τύπο και το διαδίκτυο («διαμορφώστε τον τρόπο ζωής σας», «υγιεινός ή και φυσικός τρόπος ζωής», «λάιφ κόουτσινγκ» και οι αναπόφευκτοι «ειδικοί κόουτς» και «γκουρού»), όπου, ούτε λίγο, ούτε πολύ, ο τρόπος ζωής εμφανίζεται να είναι υπόθεση προσωπικής προτίμησης του καθενός, κάτι εντελώς ατομικό και υποκειμενικό που μπορείς να το επιλέγεις και να το αλλάζεις κατά βούληση. Συχνά δε, ο τρόπος ζωής ταυτίζεται με το ύφος ζωής και μάλιστα στην πιο αγοραία και ψεύτικη τεχνητή μορφή του (το γνωστό «λάιφ στάιλ»). Αντίστοιχα, συχνά αναφέρεται ο σημερινός «αγχωτικός» τρόπος ζωής, με αναφορά στους όρους εργασίας, μετακίνησης κ.ο.κ.

Ωστόσο, η έννοια του τρόπου ζωής αποτελεί κάτι πολύ σημαντικότερο: Συνιστά μια κομβική και κρίσιμη έννοια για την αντικειμενική και επιστημονική μελέτη των κοινωνικών φαινομένων και για την οργάνωση της πάλης του κινήματος της εργατικής τάξης σε όλα τα επίπεδα. Είναι αναγκαία για να κατανοηθεί το αντικειμενικό περιεχόμενο της κοινωνικής ζωής που αλλάζει ιστορικά, μας λέει το πώς ζούμε σήμερα και γιατί, αλλά και το πώς πρέπει και είναι δυνατό να ζούμε συνδέεται με την επαναστατική αλλαγή της κοινωνίας, που φυσικά σηματοδοτεί και ένα νέο και ποιοτικά διαφορετικό τρόπο ζωής σε σχέση με σήμερα. Επίσης, η ορθή κατανόηση και η μελέτη του τρόπου ζωής μπορεί να βοηθήσει και άμεσα το κίνημα όσον αφορά την κατανόηση και αντιμετώπιση σύγχρονων αστικών και μικροαστικών ρευμάτων και πρακτικών που αφορούν την κοινωνική συμπεριφορά, λ.χ. όσον αφορά το «woke κίνημα» («κίνημα αφύπνισης»), αλλά και σοβαρών ιδεολογικών ζητημάτων που αφορούν τον πολιτισμό, την τέχνη, τη μαζική πρόσληψη και επίδρασή της στην εργατική τάξη και τα άλλα εργαζόμενα τμήματα του πληθυσμού. Ακόμη, αφορά σε πολύ μεγάλο βαθμό την επίδραση του κινήματος στην εργατική και λαϊκή κατά κύριο λόγο μερίδα της νεολαίας (που αφομοιώνει με νέο τρόπο την κοινωνική ζωή στην οποία εισέρχεται), αλλά και την οργάνωση και λειτουργία του ίδιου του κινήματος (λ.χ. στο ερώτημα: υπάρχει και σε τι συνίσταται ένας τρόπος ζωής για τους επαναστάτες, ένας επαναστατικός ή αγωνιστικός ή «οργανωμένος αγωνιστικά» τρόπος ζωής;). Η παρούσα προσπάθεια προσέγγισης είναι κατ’ ανάγκη πρωτόλεια και άνιση, έχει χαρακτήρα κειμένου εργασίας, διερευνητικό και εισαγωγικό, επιχειρεί απλά να θέσει κάποια ζητήματα όσον αφορά τη μελέτη του τρόπου ζωής και πλευρών που σχετίζονται με αυτόν και θα πρέπει να ακολουθηθεί από πολύ πιο συγκεκριμένες προσεγγίσεις στη συνέχεια. Στο τέλος της γίνεται μια προσπάθεια να σκιαγραφηθεί μια αρχική πρόταση για τη διερεύνηση του τρόπου ζωής της ελληνικής νεολαίας, με έμφαση σε ζητήματα που αποκτούν ιδιαίτερο βάρος στο τελευταίο διάστημα.

ΕΝΑΣ ΟΡΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΤΡΟΠΟΥ ΖΩΗΣ ΚΑΤΑ ΤΟ ΜΑΡΞΙΣΜΟ

Μια από τις πρώτες φορές που συναντάται η έννοια του τρόπου ζωής στο μαρξισμό είναι στη Γερμανική Ιδεολογία των Μαρξ και Ένγκελς, το έργο δηλαδή όπου εκτίθεται ολοκληρωμένα για πρώτη φορά η υλιστική αντίληψη της Ιστορίας, η πρώτη και θεμελιακή μεγάλη ανακάλυψη του μαρξισμού. Εκεί αναφέρεται: «Παράγοντας τα μέσα της ύπαρξής τους, οι άνθρωποι παράγουν έμμεσα την πραγματική τους υλική ζωή. Ο τρόπος που οι άνθρωποι παράγουν τα μέσα της ύπαρξής τους εξαρτάται, πριν απ’ όλα, από την κατάσταση των μέσων ύπαρξης, που τα βρίσκουν έτοιμα και τα αναπαράγουν. Αυτός ο τρόπος παραγωγής δεν μπορεί απλώς να θεωρηθεί ότι αποτελεί την αναπαραγωγή της φυσικής ύπαρξης των ατόμων. Είναι μάλλον μια καθορισμένη μορφή δραστηριότητας αυτών των ατόμων, ένας καθορισμένος τρόπος ζωής από μέρους τους. Ο τρόπος που τα άτομα εκδηλώνουν τη ζωή τους αντανακλά αυτό που ακριβώς είναι. Αυτό που αυτά είναι συμπίπτει επομένως με την παραγωγή τους και με το τι παράγουν και με το πώς το παράγουν. Αυτό που είναι τα άτομα εξαρτάται έτσι από τους υλικούς όρους που ορίζουν την παραγωγή τους.»1

Το πρώτο και κύριο που προκύπτει εδώ είναι ότι ο τρόπος ζωής είναι κάτι αντικειμενικό και ιστορικά συγκεκριμένο και συναρτάται-εξαρτάται από τον αντίστοιχο τρόπο παραγωγής της κοινωνίας και σε καμιά περίπτωση δε συνιστά υποκειμενική επιλογή. Αν θέλουμε να δώσουμε έναν ορισμό, μπορούμε να πούμε ότι ο τρόπος ζωής είναι μια κοινωνικοφιλοσοφική κατηγορία που περιλαμβάνει το σύνολο των τυπικών μορφών δραστηριότητας και ζωής του ατόμου, της κοινωνικής ομάδας και τάξης, αλλά και της κοινωνίας συνολικά, το οποίο σύνολο κατανοείται σε ενότητα με τις συνθήκες ζωής της κοινωνίας. Η έννοια του τρόπου ζωής δίνει τη δυνατότητα να εξετάζονται συνολικά και στο συνδυασμό τους οι βασικές σφαίρες ή πλευρές της δραστηριότητας και ζωής των ανθρώπων: Η εργασία τους, ο «ελεύθερος χρόνος» (δηλαδή ο μη εργάσιμος χρόνος, γιατί ο «ελεύθερος» είναι μια εντελώς άλλη υπόθεση) ή χρόνος ανάπαυσής τους,2 ο πολιτισμός τους, οι διαπροσωπικές σχέσεις κάθε μορφής (φιλικές, ερωτικές κλπ.) και οι σχέσεις τους στο γάμο και την οικογένεια και, με βάση τα παραπάνω, να αναδεικνύονται οι αιτίες και τα μοτίβα της συμπεριφοράς ή του ύφους (στιλ) της ζωής τους,3 το οποίο καθορίζεται από το βιοτικό επίπεδο και την ποιότητα ζωής.

Όπως γίνεται κατανοητό, ο τρόπος ζωής συνιστά μια γενική (καθολική) κοινωνικοφιλοσοφική έννοια-κατηγορία, με πολύ μεγάλο βαθμό αφαίρεσης και γενίκευσης, με αφετηρία στο καθολικό, απ’ όπου και εκδιπλώνεται στο πιο μερικό-ιδιαίτερο και το ενικό-μοναδικό. Την πιο μεγάλη του γενίκευση η έννοια του τρόπου ζωής την αποκτά όσον αφορά την εφαρμογή του στο επίπεδο του συγκεκριμένου κοινωνικοοικονομικού σχηματισμού γενικά, βλ., λ.χ., τρόπος ζωής στο φεουδαρχισμό ή φεουδαρχική κοινωνία, τρόπος ζωής στον καπιταλισμό, τρόπος ζωής στην κομμουνιστική κοινωνία γενικά. Η έννοια του τρόπου ζωής εξειδικεύεται περαιτέρω όταν εφαρμόζεται σε μια πιο μερική κοινωνικοϊστορική πραγματικότητα, όπως όταν γίνεται λόγος για το άτομο, την κοινωνική ομάδα ή τάξη, ή την κοινωνία συνολικά σε μια ορισμένη φάση ή περίοδο ανάπτυξής της μέσα σε έναν κοινωνικοοικονομικό σχηματισμό, βλ., λ.χ., την περίοδο του μονοπωλιακού καπιταλισμού και παραπέρα, ακόμη πιο εξειδικευμένα, τη σημερινή ελληνική κοινωνία του τελευταίου μισού αιώνα ή και της τελευταίας δεκαετίας της κρίσης. Ακόμη περισσότερο μπορεί (και πρέπει, για να είναι λειτουργική) να εξειδικεύεται η εφαρμογή της έννοιας του τρόπου ζωής όταν τίθενται επιμέρους διαφορετικά κριτήρια και χαρακτηριστικά, ώστε να προσεγγίζεται, λ.χ., ο τρόπος ζωής στην πόλη και στην ύπαιθρο, ο τρόπος ζωής της νεολαίας (και αναλυτικότερα της εργατικής, της μικροαστικής, της αστικής νεολαίας), ο τρόπος ζωής συγκεκριμένων ομάδων και τάξεων, σε συγκεκριμένες περιοχές και εποχές, με τις συγκεκριμένες τους κοινοτικές, εθνικές, πολιτιστικές ιδιαιτερότητες κλπ. Όπως κάθε καθολική έννοια, κατηγορία και θεωρία δηλαδή, ο τρόπος ζωής αποτελεί τη βάση μιας περαιτέρω προσέγγισης, μελέτης και έρευνας, αποτελεί την αρχή και όχι το τέλος της ανάλυσης. Όλα αυτά δίνουν τη δυνατότητα να δημιουργούνται δείκτες όσον αφορά τη δραστηριότητα και τη ζωή των ανθρώπων σε όλες τις σφαίρες της και να αναδεικνύεται η ποιότητα αυτών των σφαιρών, αλλά και η πρόγνωση για την αναγκαία αλλαγή τους στο μέλλον για τους σκοπούς της δράσης του εργατικού και κομμουνιστικού κινήματος.

Παρότι παραπάνω αναφέρονται ποικίλοι βαθμοί αφαίρεσης και γενίκευσης, πρέπει αυτοί να κατανοούνται πάντα σε μια ενότητα, όπου και το γενικό-καθολικό έχει τη θέση του. Λ.χ., όταν γίνεται λόγος για καπιταλιστική κοινωνία, είναι σαφές ότι ισχύουν σε κάθε περίπτωση τα «γενικά». Ο καπιταλισμός περιλαμβάνει πληθώρα κοινωνιών που έχουν πολλές διαφορές μεταξύ τους, οι οποίες φυσικά έχουν την ιδιαίτερη σημασία τους. Ωστόσο, κάθε καπιταλιστική κοινωνία διέπεται από αναγκαία χαρακτηριστικά που καθορίζουν κυρίαρχα τα φαινόμενα και τις συμπεριφορές που υπάρχουν σε αυτήν. Ο καπιταλιστικός τρόπος ζωής σε οποιαδήποτε χώρα ή κοινωνία βασίζεται στη διευρυμένη εμπορευματική παραγωγή, στην εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο μέσω της μισθωτής εργασίας, στην αναγκαία ανταγωνιστική σχέση μεταξύ κοινωνικών τάξεων και ομάδων, αλλά και μεταξύ των ατόμων, στον ατομικισμό, στη σχέση αντίθεσης μεταξύ μεμονωμένου ατόμου (ή και οικογένειας κλπ.) και κοινωνίας κ.ο.κ. Από τις βασικές υλικές σχέσεις που χαρακτηρίζουν τον καπιταλιστικό σχηματισμό προκύπτουν και όλες οι απορρέουσες πλευρές του συνολικού τρόπου ζωής στη συγκεκριμένη κοινωνία. Οι ιδιαίτερες πλευρές και χαρακτηριστικά που υπάρχουν σε κάθε ξεχωριστή καπιταλιστική κοινωνία δεν αναιρούν την κοινή βάση όλων των καπιταλιστικών κοινωνιών.

Από την άλλη πλευρά, όλα τα παραπάνω, όσο σωστά κι αν είναι φιλοσοφικά και επιστημονικά, θα είναι άγονα ή θα είχαν τη θέση τους σε κάποιο θεωρητικό αρχείο, αν δε συνοδεύονται από την αναγκαία συγκεκριμένη ανάλυση της συγκεριμένης κατάστασης, δηλαδή στην προκείμενη περίπτωση αυτών ή εκείνων των πλευρών και προβλημάτων του τρόπου ζωής του δοσμένου στρώματος, τάξης ή κοινωνίας, λ.χ., της σύγχρονης ελληνικής. Επίσης, η κάθε ανάλυση, ιδιαίτερα από τη σκοπιά του επαναστατικού κινήματος, αντανακλά τόσο την ανάπτυξη της δοσμένης κοινωνίας, όσο και τη φάση ανάπτυξης του ίδιου του κινήματος στη δοσμένη περίοδο. Ένα παράδειγμα που ακολουθεί παρακάτω, στην επόμενη ενότητα, ίσως να κάνει πιο εύκολα κατανοητή αυτήν τη διάσταση.

Ο καπιταλιστικός τρόπος ζωής, λοιπόν, ως αποτέλεσμα, αλλά και αναγκαία εκδήλωση, του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής είναι μια αδήριτη αντικειμενική πραγματικότητα. Ο γενικός ανταγωνισμός, λ.χ., κυριαρχεί στις ανθρώπινες σχέσεις –ακόμη και ο εργάτης είναι αντικειμενικά ανταγωνιστής του άλλου εργάτη: Ο άνεργος, έτσι ή αλλιώς, στοχεύει να καταλάβει τη θέση ενός εργαζόμενου συναδέλφου του, ακόμα κι αν δεν το κατανοεί έτσι ο ίδιος. Ωστόσο, τα πράγματα δεν είναι στατικά και ομοιόμορφα, αλλά δυναμικά και πολύμορφα. Από τη μία, ο γενικός καπιταλιστικός τρόπος ζωής έχει μια ορισμένη εξέλιξη και κατάληξη-τέλος. Μέσα στον καπιταλισμό, διαφοροποιημένος είναι ο τρόπος ζωής των καπιταλιστών, σε σχέση με εκείνον των εργατών, αλλά και συγκριτικά με τον τρόπο ζωής των εργαζόμενων μικροαστικών-μεσαίων στρωμάτων, παρότι το κοινό χαρακτηριστικό του γενικού τρόπου ζωής παραμένει, όπως και ο γενικός τύπος ανθρώπου –αυτός του εμπορευματοπαραγωγού. Διαφοροποιημένος εμφανίζεται ο τρόπος ζωής ξεχωριστών τμημάτων της εργατικής τάξης σε κάθε ξεχωριστή αστική κοινωνία και σε κάθε ξεχωριστή περίοδο ή φάση ανάπτυξης αυτής της κοινωνίας. Τα πράγματα είναι πάντα πολύπλοκα, αλλά και μεταβαλλόμενα. Επιπλέον, ο τρόπος ζωής των εργατών διαμορφώνεται και από την ταξική πάλη, από τη συλλογική πάλη τους ενάντια στους καπιταλιστές, καθώς και από την ιστορία αυτής της πάλης. Ο καπιταλιστικός τρόπος ζωής είναι η πραγματικότητα. Αλλά η πραγματικότητα είναι αντιφατική και περιέχει αντιθέσεις οι οποίες διαμορφώνουν τη δυνατότητα αλλαγής της ίδιας της πραγματικότητας. Η δυνατότητα είναι επίσης πραγματική.

ΕΝΑ ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑ: Η ΚΡΙΤΙΚΗ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ ΓΙΑ ΤΟΝ «ΑΜΕΡΙΚΑΝΙΚΟ ΤΡΟΠΟ ΖΩΗΣ» ΜΕΧΡΙ ΚΑΙ ΤΑ ΜΕΣΑ ΤΗΣ ΛΕΓΟΜΕΝΗΣ «ΜΕΤΑΠΟΛΙΤΕΥΣΗΣ»

Στις δεκαετίες του 1970 και 1980, αλλά και νωρίτερα, από τη λήξη του εμφύλιου πολέμου και μετά, σημαντική αιχμή της πολιτικής του Κόμματος και του ευρύτερου κινήματος στην Ελλάδα ήταν η αντίθεση στον «αμερικανικό τρόπο ζωής» και στον «πολιτιστικό ιμπεριαλισμό» και τη «μαζική ιμπεριαλιστική κουλτούρα». Οι μεγαλύτεροι σε ηλικία σίγουρα θα θυμούνται αυτήν την πολύ σημαντική πτυχή του κινήματος που διαμόρφωσε συνειδήσεις, και σωστά, για πάρα πολλά χρόνια. Ο «αμερικανικός τρόπος ζωής» ήταν το ιδεώδες των αστών στη χώρα, ενώ το κομμουνιστικό κίνημα προωθούσε και προπαγάνδιζε έναν εργατικό-λαϊκό και αγωνιστικό τρόπο ζωής που απηχούσε την ελληνική εθνική ιδιαιτερότητα μέσα από το πρίσμα των αγωνιστικών παραδόσεων, με αφετηρία κυρίως την ΕΑΜική Αντίσταση και τον αγώνα των κομμουνιστών και άλλων αγωνιστών στον Εμφύλιο και τα μετεμφυλιακά χρόνια. Προωθούνταν οι παραδόσεις της αγωνιστικής αλληλεγγύης μεταξύ των λαϊκών στρωμάτων και μια αντίληψη διατήρησης της προοδευτικής πλευράς της εθνικής παράδοσης που είχε ανανεωθεί από την ΕΑΜική Αντίσταση. Αυτό αφορούσε τις αξίες, αισθητικές και ηθικές, την τέχνη και τη μουσική, στάσεις που διαφοροποιούνταν και αντιτίθονταν στις αξίες της αστικής τάξης που ταυτίζονταν με τον «αμερικανικό τρόπο ζωής».

Αλλά τι ήταν στην πραγματικότητα ο «αμερικανικός τρόπος ζωής»; Πέρα από μια πραγματική ιδεολογία και παρέμβαση που χρησιμοποιούνταν κατά κόρον από την ίδια την τάξη και κυρίως το κράτος των Αμερικανών καπιταλιστών, τόσο στο εσωτερικό των ΗΠΑ, όσο και σε όλο τον καπιταλιστικό (κι όχι μόνο) κόσμο, του οποίου οι ΗΠΑ αποτελούσαν για δεκαετίες την αδιαφιλονίκητη ηγέτιδα δύναμη, ο περίφημος «αμερικανικός τρόπος ζωής», σε πολύ μεγάλο βαθμό, δεν ήταν τίποτε άλλο, παρά η εμπροσθοφυλακή του ίδιου του καπιταλιστικού τρόπου ζωής γενικά (ατομικισμός και φιλελευθερισμός, βαθύς αντικομμουνισμός και αντισοβιετισμός, η πίστη στην ατομική προκοπή και ευτυχία μέσα από τη σκληρή δουλειά και ικανότητα-καπατσοσύνη, πίστη στο φιλελεύθερο κράτος και στην κατάργηση όλων των παλιών προκαπιταλιστικών δεσμών και εμποδίων, αλλά και κάθετι που εμποδίζει την «ελεύθερη ατομικότητα και πρωτοβουλία», καταναλωτισμός και ηδονιστική αυτοπραγμάτωση του ατόμου μέσω της αγοράς, εμπορευματοποίηση του μεγαλύτερου μέρους της κοινωνικής ζωής κ.ο.κ.).

Ορθώς λοιπόν το Κόμμα και το εργατικό κίνημα διατηρούσαν «μέτωπο» ενάντια στον «αμερικανικό τρόπο ζωής», ως πρακτική και ως ιδεολογία. Ωστόσο, συχνά, αυτή η ιδεολογία κατανοούνταν κυρίως ως «ξενόφερτη». Σε μεγάλο βαθμό, όντως ήταν ξενόφερτη, αλλά όχι μόνο αυτό. Προερχόταν όντως από μια πιο αναπτυγμένη καπιταλιστική κοινωνία, με έναν πιο αναπτυγμένο καπιταλιστικό τρόπο ζωής σε σχέση με την Ελλάδα. Βεβαίως, πιο αναπτυγμένη, ή μάλλον «πιο προχωρημένη» καπιταλιστική κοινωνία στη βαθμίδα του μονοπωλιακού καπιταλισμού-ιμπεριαλισμού σημαίνει και πιο προχωρημένη στην παρακμή και τη σήψη αυτού του ιστορικού σχηματισμού. Αλλά, παρ’ όλα αυτά, συνιστούσε ταυτόχρονα το μέλλον και της ελληνικής καπιταλιστικής κοινωνίας, αν η τελευταία συνέχιζε να κινείται στις καπιταλιστικές ράγες. Ο «αμερικανικός τρόπος ζωής» στην πραγματικότητα ήταν το μέλλον και της ίδιας της εσωτερικής ανάπτυξης του καπιταλιστικού τρόπου ζωής στην Ελλάδα, πήγαζε από την ίδια την ανάπτυξη της καπιταλιστικής κοινωνίας στη χώρα.

Έτσι, ήδη στα τέλη της δεκαετίας του 1970 και στη διάρκεια της δεκαετίας του 1980, ο «εξαμερικανισμός» (αλλά και ο «εξευρωπαϊσμός», λόγω και της εισόδου της χώρας αρχικά στην ΕΟΚ και κατόπιν στην ΕΕ και της διάδοσης της αντίστοιχης ιδεολογίας) της ελληνικής κοινωνίας διευρύνθηκε και απλώθηκε περαιτέρω, αλλά στην πραγματικότητα δεν επρόκειτο τόσο για ξενόφερτη επιβολή, όσο για την ίδια την εσωτερική λογική ανάπτυξης της ελληνικής καπιταλιστικής κοινωνίας. Οι ανατροπές του 1989-1991, μερικές φορές, και με δεδομένη την ιστορία του κινήματος, ίσως σε κάποιους αγωνιστές να «κρύβουν» εν μέρει το σύνολο των πλευρών και των αιτιών της προώθησης της καπιταλιστικοποίησης του τρόπου ζωής στην Ελλάδα, αποδίδοντάς την στη νίκη των ΗΠΑ και της δοσμένης ιμπεριαλιστικής συμμαχίας. Και αυτό έχει να κάνει και με την εξέλιξη της ταξικής πάλης στην Ελλάδα και διεθνώς στο πολιτικό, το οικονομικό και το ιδεολογικό πεδίο (σημασία και βάρος του εθνικοαπελευθερωτικού και αντιαποικιοκρατικού κινήματος και σύνδεσή του με τον αγώνα για το σοσιαλισμό σε παγκόσμια κλίμακα, στο πλαίσιο της σύγκρουσης των «δύο στρατοπέδων»), καθώς και με την αντίστοιχη στρατηγική του διεθνούς κομμουνιστικού κινήματος. Όλα τα παραπάνω δεν αναιρούν φυσικά τίποτα από τον τεράστιο αγώνα που δόθηκε στην Ελλάδα και αλλού για μια εναλλακτική σοσιαλιστική ανάπτυξη και προοπτική, με επίσης τεράστια επιτεύγματα τόσο στην πολιτική διαπάλη, όσο και στην πολιτιστική ανάπτυξη και πρόοδο στην Ελλάδα, κεκτημένα στα οποία οφείλει πολλά η επιβίωση και η σημερινή σημαντική και με διεθνή σημασία ελπιδοφόρα ανάπτυξη του κομμουνιστικού κινήματος στη χώρα μας. Πάντοτε λοιπόν οι αντιφάσεις παίζουν το ρόλο τους και τα αποτελέσματα δεν είναι αυτά που κάποιος οπωσδήποτε θα ανέμενε. Και βέβαια, κανένας αγώνας, τελικά, δεν πηγαίνει χαμένος.

Όπως, λοιπόν, θα θυμούνται πολλοί απ’ τους σε μεγαλύτερη ηλικία αγωνιστές και όπως μπορεί να διαπιστώσει κανείς μελετώντας παλιότερες πηγές και κείμενα στο πλαίσιο του λαϊκού κινήματος, μια από τις πιο σημαντικές πλευρές της αντίστασης στον αμερικανικό τρόπο ζωής αφορούσε το λεγόμενο «ιμπεριαλισμό στην τέχνη και τον πολιτισμό», αλλά και στη διασκέδαση και ψυχαγωγία, την ένδυση, τα έθιμα κ.ο.κ. Έτσι, το νεότερο λαϊκό (και το ρεμπέτικο, αλλά και το δημοτικό) και ιδιαίτερα το λεγόμενο κάποτε «έντεχνο» λαϊκό τραγούδι εμφανιζόταν σαν η πολιτιστική απάντηση των εργαζόμενων και του εργατικού-λαϊκού κινήματος στη μαζική ιμπεριαλιστική ποπ (και ροκ κλπ.) κουλτούρα και μουσική. Το ταβερνάκι και το λαϊκό γλέντι σε σπίτια, αυλές και γειτονιές εμφανιζόταν συχνά σαν η πιο λαϊκή-προοδευτική και ανεξάρτητη εναλλακτική διασκέδασης των εργαζόμενων, που έρχονταν σε άμεση επαφή και επικοινωνία μεταξύ τους, απέναντι στους νέους μαζικούς χώρους διασκέδασης και ψυχαγωγίας.4 Όλα αυτά ήταν αλήθεια. Αλλά ήταν ταυτόχρονα και αντιφατικά.

Η πραγματικότητα ήταν ότι ο τρόπος ζωής άλλαζε όλο και πιο ραγδαία γιατί αναπτυσσόταν ο καπιταλιστικός τρόπος παραγωγής στη χώρα.5 Τα μεγάλα «λαϊκά» κέντρα διασκέδασης (βλ. «τα μπουζούκια» κ.ο.κ.) από μια εποχή και πέρα συνιστούσαν ήδη επενδύσεις καπιταλιστικού τύπου που σηματοδοτούσαν μια νέα μορφή εμπορευματικού καταναλωτισμού, κάτι που συνδεόταν και με την ίδια την εξέλιξη της μουσικής, του στίχου, της σχέσης πομπού - δέκτη (αλλά και με την εξέλιξη της ίδιας της κοινωνικής δομής, αλλά και των γενικών αισθητικών σχέσεων της κοινωνίας). Το ίδιο και με τις δισκογραφικές εταιρίες που υπήρχαν από παλιότερα· το ίδιο και με τις εταιρίες παραγωγής και διανομής κινηματογραφικού έργου και με τους πολυκινηματογράφους («multiplex») που άρχιζαν να εξαφανίζουν τους παλιούς μικρούς λαϊκούς κινηματογράφους, συν το βίντεο, το DVD και το διαδίκτυο που ήρθε στη συνέχεια. Το ίδιο αφορά και τη μόδα και το νέο διεθνοποιημένο τύπο ένδυσης, υπόδησης κλπ. που κατέκτησε και την ελληνική κοινωνία. Η πραγματική βάση της λεγόμενης ξενομανίας (δυτικότροπης πάντα) ήταν η ανάπτυξη του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής –άρα και του καπιταλιστικού τρόπου ζωής– στο εσωτερικό της ίδιας της χώρας.

Και τι σημαίνει ανάπτυξη-μεγέθυνση και εμβάθυνση του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής; Πρωτίστως σημαίνει ανάπτυξη, μεγέθυνση και εμβάθυνση της κοινωνικοποίησης της παραγωγής και της εργασίας (αλλά, αναπόφευκτα, κοινωνικοποίηση σε «αρνητική» εμπορευματική-καπιταλιστική βάση). Πιο πολλά προϊόντα στη βάση της μαζικής παραγωγής, που, βέβαια, είναι εμπορεύματα: Καλύτερης ποιότητας, πιο πρακτικά και φθηνότερα για τα λαϊκά στρώματα και, επίσης, διαποτισμένα (μέσα στη μαζική συνείδηση) με τη νοοτροπία του αστικού καταναλωτισμού, μέσω της διαφήμισης και της προβολής ενός ορισμένου ύφους ζωής, που μετατρέπει την εμπορική κατανάλωση σε σκοπό ζωής και απόκτησης κοινωνικού κύρους (και πώς αλλιώς, αφού τα εμπορεύματα πρέπει να πουληθούν-καταναλωθούν για να πραγματωθεί ο κύκλος της καπιταλιστικής παραγωγής και άρα αυτή η ανάγκη εσωτερικεύεται από τα άτομα;). Όλα αυτά έχουν συνέπειες όχι μόνο στον τρόπο που ζει η κοινωνία και το κάθε άτομο, αλλά και στον τρόπο που νιώθει και σκέπτεται. Το θεμελιακό υλικό μέρος του τρόπου ζωής επιδρά και στις αισθητικές και ηθικές αξίες που κυριαρχούν στην κοινωνία, άρα η γενίκευση της εμπορευματικής πρακτικής ευνοεί αντικειμενικά και τη γενίκευση της αστικής ιδεολογίας ή της ιδεολογίας του εμπορευματοπαραγωγού. Το προοδευτικό ιστορικό στοιχείο της κοινωνικοποίησης της παραγωγής και της εργασίας εμφανίζεται αρχικά στο πλαίσιο μιας κοινωνίας με βάση την εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο και την εμπορευματοποίηση και υπερκαθορίζεται από αυτήν.

Αντίστοιχες σκέψεις μπορούν να γίνουν και για πλευρές όπως ο ατομικισμός, ο ανταγωνισμός και ο φιλελευθερισμός που ενισχύθηκαν στην ελληνική κοινωνία, η αλλαγή στις διαπροσωπικές σχέσεις, τις γαμήλιες σχέσεις και την οικογένεια, όπου το άτομο τείνει να ανεξαρτητοποιείται σημαντικά από τις κληρονομημένες ενδιάμεσες οριζόντιες κοινωνικές μορφές και να έχει απέναντί του όλο και περισσότερο τη «μεγάλη κοινωνία», το έθνος, το κράτος, τις δομές, μηχανισμούς και θεσμούς που προέρχονται από αυτό. Μετά από τη μεταπολίτευση και με όλο και πιο επιταχυνόμενους ρυθμούς, οι γυναίκες εισέρχονται μαζικά στην κοινωνικοποιημένη εργασία (άρα η θέση τους στη σχέση των δύο φύλων αλλάζει ποιοτικά), η μισθωτοποίηση της τελευταίας αυξάνεται, η πραγματική υπαγωγή της εργασίας στο κεφάλαιο ενισχύεται σημαντικά, οι διαδικασίες μαζικής εκπαίδευσης γενικεύονται ανάλογα με τις αλλαγές στις ίδιες τις ανάγκες εξειδίκευσης της εργασίας για την κοινωνική παραγωγή. Οι αλλαγές αυτές υπονομεύουν, μεταξύ άλλων, τις παλιότερες οικογενειακές και κοινοτικές σχέσεις που βασίζονταν περισσότερο στην εκτεταμένη μικρή ιδιοκτησία και παραγωγή και σε αντίστοιχες σχέσεις μεταξύ των ατόμων, των φύλων, των μελών των οικογενειών. Οι παλιοί καταμερισμοί και συνήθειες, στην πράξη, καταστρέφονται με όλο και μεγαλύτερη ταχύτητα. Στη θέση των παλιότερου τύπου οικογενειακών και κοινοτικών σχέσεων και στρατηγικών, αναδύεται όλο και περισσότερο ο τύπος του απομονωμένου ατόμου - μισθωτού εμπορευματοπαραγωγού, που τείνει να πουλά ατομικά την εργατική του δύναμη, σε αντιπαράθεση (αλλά και συνεξάρτηση και αλληλεπίδραση) με όλους τους άλλους σαν κι αυτόν.

Αν στη βάση του τρόπου ζωής δούμε, όπως και πρέπει, την υλική πρωτίστως πλευρά, τότε προκύπτει ότι στα σημαντικότερα σημεία του ο «αμερικανικός τρόπος ζωής» τελικά επικράτησε και επί της ουσίας (δηλαδή, κατά το περιεχόμενό του) δεν είναι παρά ο ελληνικός καπιταλιστικός τρόπος ζωής που προήλθε από την εσωτερική οργανική ανάπτυξη της ίδιας της ελληνικής κοινωνίας. Μήπως τότε πρέπει να πούμε ότι εκείνος ο αγώνας του κινήματος 40 και 50 χρόνια πριν ήταν εντελώς λάθος ή χωρίς κανένα περιεχόμενο; Κατά τη γνώμη μας, αυτό δεν μπορούμε να το πούμε. Επρόκειτο για ένα μεγάλο αγώνα, με σημαντικά αποτελέσματα-παρακαταθήκες για το κίνημα, αλλά και συνολικά για τον εργαζόμενο λαό της χώρας. Ήταν ένα πολιτικό-πολιτιστικό κίνημα που, στις καλύτερες στιγμές του, ανέδειξε και μπόλιασε με «λαϊκοδημοκρατικές», αλλά έμμεσα και σοσιαλιστικές-κομμουνιστικές αξίες και πρότυπα, σημαντικές πλευρές της ελληνικής κοινωνίας, που έθεσε τις αξίες του αγώνα και της λαϊκής αλληλεγγύης στην πρώτη γραμμή, που έκανε μεγάλα τμήματα του ελληνικού λαού να τραγουδούν τους στίχους των καλύτερων και προοδευτικότερων ποιητών, που συνέβαλε στην αντίληψη της συνέχειας του κινήματος. Ενταγμένο σε μια προβληματική στρατηγική του κομμουνιστικού κινήματος της χώρας και διεθνώς, το πολιτικό-πολιτιστικό αυτό κίνημα συνιστά, παρ’ όλα αυτά, μια πολύ μεγάλη συμβολή των σοσιαλιστικών και κομμουνιστικών ιδεών στον τρόπο που νιώθει και σκέφτεται μεγάλο μέρος των εργαζόμενων της χώρας –καθώς και μια μεγάλη παρακαταθήκη για τη συνέχεια του κινήματος. Το ότι οφείλουμε να το βλέπουμε κριτικά δε σημαίνει ότι είναι δυνατό να το υποβαθμίσουμε με οποιονδήποτε τρόπο, όπως άλλωστε ισχύει και για κάθε μεγάλο αγώνα του κινήματος στο παρελθόν.

Και σήμερα υπάρχει η ιδεολογία και παρέμβαση του «αμερικανικού τρόπου ζωής» (ή και του «ευρωπαϊκού»), που πλέον προβάλλεται ως «δυτικός» ή «δυτικότροπος τρόπος ζωής» σε όλο τον κόσμο, ιδιαίτερα στις αναδυόμενες «μη δυτικές» χώρες και κοινωνίες. Και μάλιστα, ως αντίπαλο δέος του εμφανίζονται προτάσεις για άλλους «τρόπους ζωής» που αντιστρατεύονται το δυτικοκεντρισμό και ευρωκεντρισμό στον κόσμο. Οι νέοι αυτοί «τρόποι ζωής» εκπορεύονται κυρίως από ανταγωνιστικά στο ευρωατλαντικό διαμορφούμενα ή ήδη διαμορφωμένα ιμπεριαλιστικά κέντρα, κράτη και κοινωνίες, βλ., λ.χ., χρήση του Ισλάμ στην Τουρκία, το Ιράν ή τα κράτη του Περσικού Κόλπου, αντίστοιχες προσπάθειες στη Ρωσία, την Ινδία και την Κίνα, ενώ ακολουθούν και άλλες χώρες. Στην πραγματικότητα βέβαια δεν πρόκειται για ξεχωριστούς τρόπους ζωής, αλλά για παραλλαγές του ίδιου καπιταλιστικού τρόπου ζωής, για ποικιλίες πτυχών του ύφους ζωής, που αφορούν συγκεκριμένες θέσεις και επιδιώξεις αρχουσών τάξεων στις συγκεκριμένες κοινωνίες, αλλά και συνδέονται με τις ιδιομορφίες εμφάνισης και ανάπτυξης του καπιταλισμού σε αυτές, την πολύ συγκεκριμένη πάλη των τάξεων κ.ο.κ. Θέλει κι αυτό προσοχή και απαιτείται η ανάδειξή του. Όπως προτείνονται δήθεν «εναλλακτικές κοσμοθεωρίες», έτσι προείνονται και εναλλακτικοί «τρόποι ζωής». Επίσης, σε κάθε μεγάλη μεταβολή στην ανάπτυξη του ίδιου του καπιταλισμού και του τρόπου ζωής σε αυτόν, της κουλτούρας κλπ., εμφανίζονται τόσο οι «κήνσορες», όσο και οι «θεράποντες» των νέων φαινομένων, για να θυμηθούμε τον τίτλο του παλιού βιβλίου του Ου. Έκο για τη μαζική βιομηχανική κουλτούρα στη δεκαετία του 1960 και μετέπειτα. Η δική μας προετοιμασία βαθύτερης διερεύνησης του τρόπου ζωής πρέπει να περιλαμβάνει, από σκοπιά κριτικής αλλά και αντιπαράθεσης, την επισκόπηση ενός μεγάλου εύρους βιβλιογραφίας, μέσα στην οποία και τέτοιου είδους πηγές, όπως, λ.χ., εργασίες του Γκ. Λούκατς παλιότερα, των φιλοσόφων της σχολής της Φρανκφούρτης, των εκπροσώπων του «μεταμοντέρνου» και των κριτικών τους, αλλά και πολλές άλλες πηγές αστικής και αναθεωρητικής κατεύθυνσης. Ακόμη σημαντικότερη φυσικά είναι η συγκέντρωση και η ουσιαστική αφομοίωση της εκτεταμένης επιστημονικής βιβλιογραφίας που αναπτύχθηκε στις σοσιαλιστικές χώρες, στις οποίες η οικοδόμηση ενός σοσιαλιστικού τρόπου ζωής ήταν κεφαλαιώδους σημασίας για τη συνολική σοσιαλιστική οικοδόμηση εκεί.6

ΠΕΡΙ ΤΟΥ «ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΟΥ ΤΡΟΠΟΥ ΖΩΗΣ»

Από τα παραπάνω προκύπτει και το ερώτημα αν, μέσα στην υπάρχουσα κοινωνία, είναι δυνατό να αναπτυχθεί ένας διαφορετικός τρόπος ζωής, αντίθετος στον καπιταλιστικό, ένα ερώτημα που αξίζει να τεθεί και που έτσι κι αλλιώς απασχολεί τους αγωνιστές για την αλλαγή της κοινωνίας και αποτελεί σχεδόν πάντα μόνιμη έγνοια και διερώτηση της αγωνιζόμενης νεολαίας.

Όσα προαναφέρθηκαν στις προηγούμενες ενότητες του κειμένου εργασίας καταρχήν θέτουν τα όρια του όποιου εναλλακτικού τρόπου ζωής. Ο τρόπος ζωής συνδέεται με τον εκάστοτε τρόπο παραγωγής, άρα, σε αυτό το πλαίσιο, κυρίαρχος τρόπος ζωής στον καπιταλισμό δεν μπορεί παρά να είναι ο καπιταλιστικός τρόπος ζωής. Ο σοσιαλιστικός και κομμουνιστικός τρόπος ζωής προϋποθέτει την οικοδόμηση μιας άλλης κοινωνίας βασισμένης σε άλλες σχέσεις παραγωγής. Όσο ζούμε στον καπιταλισμό, λοιπόν, θα κυριαρχεί ο δοσμένος τρόπος ζωής σε όλες τις βασικές σφαίρες της κοινωνικής ζωής και δραστηριότητας. Ωστόσο, ο καπιταλισμός περιλαμβάνει και τις αντιφάσεις του, όπως την αντίφαση μεταξύ του κοινωνικού χαρακτήρα της παραγωγής και του ατομικού-ιδιωτικού χαρακτήρα της ιδιοποίησης των αποτελεσμάτων της και, συνακόλουθα, την πάλη των τάξεων, με θεμελιακή αυτή μεταξύ εργασίας και κεφαλαίου. Η αντιφατικότητα αυτή προκαλεί και τις όποιες ρωγμές και ρήγματα μέσα στην κοινωνία και, στο πλαίσιο αυτό, και στον κυρίαρχο τρόπο ζωής. Ο καπιταλισμός, εκτός από κέρδη και εμπορεύματα, παράγει και τους αρνητές του, τους «νεκροθάφτες του». Η εμφάνιση και ανάπτυξη του εργατικού και του κομμουνιστικού κινήματος είναι κι αυτή αντικειμενικό και αναγκαίο αποτέλεσμα της καπιταλιστικής ανάπτυξης. Μέσα στα άτομα που απαρτίζουν την τάξη των βασικών παραγωγών στον καπιταλισμό, δηλαδή την εργατική τάξη, κυριαρχεί ένας διχασμός που αφορά τόσο την υλική, όσο και την πνευματική τους ζωή και δραστηριότητα. Είναι παραγωγοί εμπορευμάτων που εξυπηρετούν ατομικά-ιδιωτικά κέρδη, αλλά η παραγωγή είναι πάντα συλλογική-κοινωνική. Συνάπτουν ατομικές συμβάσεις-συμβόλαια με τους εργοδότες τους και, από νομική άποψη, αναγνωρίζονται ως «πολίτες», δηλαδή ως αστοί. Στην πραγματικότητα όμως, είναι αναγκασμένοι να αγωνίζονται όχι ατομικά, αλλά από κοινού, για να υπερασπίσουν ή να επιβάλουν τα όποια συμφέροντά τους. Και, αναγκαία, από μέσα τους, διαμορφώνεται τελικά μια πολιτική και πνευματική-ιδεολογική πρωτοπορία που οργανώνει τον αγώνα τους ως το φυσικό του τέλος, δηλαδή στο να απελευθερώσει την (προοδευτική ιστορικά) κοινωνικοποίηση της παραγωγής από την (παρωχημένη και αντιδραστική) ατομική ιδιοποίηση-σφετερισμό της.

Ο κομμουνισμός είναι το φυσικό τέλος αυτής της πορείας, αλλά η τελευταία ξεκινά και συνεχίζεται για αρκετό διάστημα μέσα στην ίδια την καπιταλιστική κοινωνία. Έτσι, παρότι ο υφιστάμενος τρόπος παραγωγής παραμένει κυρίαρχος (πρέπει να δουλεύουμε με τους όρους του καπιταλισμού για να επιβιώσουμε, όπως και να καταναλώνουμε κλπ.), μέσα σε αυτόν εμφανίζονται ρωγμές σε αυτό το τμήμα της κοινωνίας που αποτελεί την πρωτοπορία του εργατικού κινήματος. Δίπλα στον κυρίαρχο καπιταλιστικό τρόπο ζωής εμφανίζονται στοιχεία και πτυχές ενός παράγωγου από αυτόν και πολύ λιγότερο ολοκληρωμένου τρόπου ζωής που μπορούμε να ονομάσουμε επαναστατικό. Αφορά το επαναστατικό εργατικό κίνημα και το δυναμικό του. Επειδή δε βασίζεται σε έναν υπαρκτό και κυρίαρχο τρόπο παραγωγής, αυτός ο «τρόπος ζωής» εξαρτάται πάντα από την πορεία του κινήματος και είναι κυρίως κριτικός και αρνητικός απέναντι στην κυρίαρχη κατάσταση. Διαρκεί από την περίοδο του επαναστατικού κινήματος μέσα στην καπιταλιστική κοινωνία μέχρι και την ολοκλήρωση της οικοδόμησης της κομμουνιστικής κοινωνίας –το σημείο όπου η τελευταία κυριαρχεί αποκλειστικά και ανεπίστρεπτα στο σύνολο των πλευρών της ζωής, άρα αφορά ολόκληρη την (όπως κι αν οριστεί) επαναστατική περίοδο της μετατροπής του καπιταλισμού σε κομμουνισμό. Το περιεχόμενο αυτού του τρόπου ζωής το βρίσκουμε πρωτίστως στους επαγγελματίες επαναστάτες, εκείνους που η λειτουργία και ο πραγματικός σκοπός της ζωής τους είναι η σοσιαλιστική-κομμουνιστική επανάσταση. Εδώ κυριαρχεί η πράξη και η συνείδηση από τη σκοπιά της κοινωνικοποίησης της παραγωγικής διαδικασίας και η απόρριψη της εμπορευματοποίησής της. Χαρακτηρίζεται από τη στοχευμένη και κυρίως οργανωμένη δραστηριότητα με επίκεντρο τη σφαίρα της πολιτικής. Πρόκειται για έναν «τρόπο ζωής» και μια στάση απόλυτα μειοψηφική και πάντοτε εύθραυστη. Προτάσσει σε πρώτο πλάνο πλευρές του καπιταλιστικού τρόπου ζωής όπως αυτός βιώνεται από την εργατική τάξη και άλλα λαϊκά στρώματα, πλευρές που για τους καπιταλιστές και το κράτος τους είναι περιθωριακές και εχθρικές, αλλά περιέχουν σε εμβρυακή μορφή τη μη εμπορευματοποιημένη λαϊκή αυτενέργεια και δημιουργία, την ταξική αλληλεγγύη, την κριτική και μελετημένη αποδοχή (ή και απόρριψη) των ιστορικών αποτελεσμάτων και επιτευγμάτων της 
καπιταλιστικής και όλων των προηγούμενων εποχών της ανθρωπότητας.

Δεν αποτελεί «αντικοινωνία», ούτε «σέκτα», ούτε «νησίδα σοσιαλισμού», αλλά λειτουργεί στο πλαίσιο του επαναστατικού κινήματος, δηλαδή της ιστορικής κίνησης προς τον κομμουνισμό. Υπάρχει μέσα στον καπιταλισμό, είναι παράγωγος του τελευταίου, δημιουργεί όμως τις δικές του πράξεις και θεσμούς και φτάνει στην κορύφωσή του την εποχή μετά την κατάκτηση της εξουσίας από την εργατική τάξη, τη σοσιαλιστική πολιτική επανάσταση, το ξεκίνημα της ολόπλευρης κοινωνικής σοσιαλιστικής επανάστασης και πρέπει να διατηρηθεί στην περίοδο της σοσιαλιστικής οικοδόμησης. Είναι μια πρακτική και, στο πλαίσιο αυτό, ένας «τρόπος ζωής» μεταβατικός, ορισμένος και περιορισμένος ιστορικά. Αντικαθίσταται τελικά από τον ολοκληρωμένο κομμουνιστικό τρόπο ζωής που βασίζεται στον κομμουνιστικό τρόπο παραγωγής και κοινωνία συνολικά. Αυτό που θα μπορούσε να ονομαστεί επαναστατικός τρόπος ζωής είναι ο τρόπος ζωής των ανθρώπων όταν αλλάζουν την κοινωνία, δηλαδή όταν, όπως γράφει ο Μαρξ στις Θέσεις για τον Φόιερμπαχ, συντελείται η «σύμπτωση της αλλαγής των ανθρώπων και της αλλαγής των συνθηκών [που] μπορεί να γίνει κατανοητή μόνο σαν ανατρεπτική πράξη». Όταν η ζωή αλλάξει, όταν ο στόχος επιτευχθεί, αυτός ο «τρόπος ζωής» γενικεύεται, ομαλοποιείται και σταματά να είναι «επαναστατικός», γιατί η επανάσταση έχει ήδη συντελεστεί. Λειτουργώντας στο πλαίσιο της πρακτικής του επαναστατικού κινήματος (του κομμουνισμού ως «ιστορικής κίνησης»), ξεκινά ως άρνηση των βασικών πλευρών του καπιταλιστικού τρόπου ζωής, αρχικά σε μικρή κλίμακα και στην πορεία (ανάλογα με το βαθμό ποσοτικής και ποιοτικής ανάπτυξης της μαζικής επαναστατικής πράξης) αναπτύσσει και διαμορφώνει επεξεργασμένες πλευρές, προερχόμενες μεν αρχικά από τον ίδιο τον καπιταλισμό (ως άρνησή του), τις οποίες όμως μεταπλάθει, «μετατρέπει» για τους σκοπούς της νέας κοινωνίας. Αφορά τη στάση απέναντι στην κοινωνική εργασία και παραγωγή, την επιστήμη, τη συμμετοχή στην επαναστατική πολιτική, την τέχνη και τον πολιτισμό, τις διαπροσωπικές σχέσεις, τον έρωτα, την οικογένεια, τη διασκέδαση και την ψυχαγωγία, πλήθος από πλευρές της ζωής και της δραστηριότητας των ανθρώπων που έχουν ήδη αναδειχτεί ως ανάγκες μέσα στον καπιταλισμό. Για όσο κυριαρχεί ο καπιταλιστικός τρόπος παραγωγής, όλος αυτός ο νέος «τρόπος ζωής» παραμένει αδύναμος, εύθραυστος, εξαρτημένος, γιατί το θεμελιακό είναι πάντα οι υλικές σχέσεις που τον χαρακτηρίζουν.

Συνεπώς, ο όποιος «επαναστατικός τρόπος ζωής» δεν είναι ένας ολοκληρωμένος τρόπος ζωής, με την έννοια που αναφέρεται στην αρχή του παρόντος κειμένου. Στην πραγματικότητα πρόκειται για μια στάση που αρνείται τον υπάρχοντα καπιταλιστικό τρόπο ζωής και προωθεί, προπαγανδίζει και αγωνίζεται για το σοσιαλιστικό και κομμουνιστικό τρόπο ζωής. Γιατί ο τρόπος ζωής θεμελιώνεται πρωταρχικά σε υλικές βάσεις, σε συγκεκριμένες υλικές σχέσεις παραγωγής. Ο συγκεκριμένος «τρόπος ζωής» των επαναστατών είναι μια άρνηση και μια θέση που ακόμη δεν έχει υλική βάση. Παρ’ όλα αυτά, έχει κάποια σημαντικά χαρακτηριστικά: Οργανωμένη ζωή, μέσα στον καπιταλισμό μεν, αλλά με σκοπό την ανατροπή-υπέρβασή του, ιδεολογία με βάση την επιστήμη (επιστημονική ιδεολογία). Στερεώνεται στην ανιδιοτέλεια και την αυταπάρνηση, εμπιστεύεται την εργατική τάξη για την υλοποίηση της ιστορικής αποστολής της, αξιοποιεί την ιστορία του εργατικού κινήματος και τις κατακτήσεις των εργαζόμενων, καταπολεμά τις συνέπειες της εμπορευματοποιημένης αλλοτρίωσης στα συναισθήματα, τη νόηση και τις πράξεις των αθρώπων, ενισχύει τη λαϊκή αυτενέργεια και πρωτοβουλία, τη συντροφικότητα μεταξύ των μισθωτών παραγωγών, παράγει σταθερά νέες πεποιθήσεις και αξίες, ένα νέο «κοινό νου».

Για να ορίσουμε το πώς λειτουργούν στη ζωή τους οι επαναστάτες αγωνιστές, είναι χρήσιμο ίσως να δούμε πιο επικαιροποιημένα τις πραγματικές τους επιδιώξεις, όπως αυτές διατυπώνονται σε κάποιους στίχους του Γιάννη Ρίτσου: «Μικρός λαός και πολεμά/δίχως σπαθιά και βόλια/για όλου του κόσμου το ψωμί, το φως και το τραγούδι...» Όταν το έγραφε αυτό ο ποιητής, είχε πιθανότατα στο μυαλό του τους εξόριστους αγωνιστές (όπως υπήρξε κι ο ίδιος) στα ξερονήσια και τις φυλακές, με τα βασανιστήρια και τις εκτελέσεις κι όλα τα υπόλοιπα και πολλοί, όταν το διάβαζαν ή (αργότερα) το τραγουδούσαν, το καταλάβαιναν ίσως σχεδόν κυριολεκτικά: Το ψωμί (και η τροφή γενικώς), το φως (η παιδεία), το τραγούδι (η χαρά). Αν το δούμε από τη σκοπιά της σημερινής φάσης ανάπτυξης της καπιταλιστικής κοινωνίας και των πραγματικών αναγκών των ανθρώπων της εποχής μας, αυτός ο στίχος αποκτά χαρακτήρα ακόμα πιο πλούσιο, πιο άμεσο και πιο οικουμενικό.

(Όλου του κόσμου) το ψωμί: Πρόκειται βέβαια αρχικά για την τροφή, για την κάλυψη της πιο άμεσης για την ύπαρξη κοινωνικής ανάγκης. Αλλά αν το θέταμε σήμερα, με βάση τις σημερινές ανάγκες και δυνατότητες της κοινωνίας, δε θα μιλούσαμε μόνο για κάποια ελάχιστη τροφή για όλους (τις περίφημες 2.000-2.500 θερμίδες, που εξακολουθούν παρ’ όλα αυτά και σήμερα να είναι απαίτηση στο μεγαλύτερο ίσως μέρος του κόσμου), αλλά για την κατάλληλη συγκεκριμένη τροφή για κάθε ξεχωριστό άνθρωπο, με όλες τις ατομικές ιδιομορφίες του (βλ., λ.χ., διαβητικοί, διαφορετικοί οργανισμοί και σωματότυποι, άτομα με βλάβες και αναπηρίες κ.ο.κ., αλλά και εντελώς εξατομικευμένα). Αλλά κάπου πρέπει να το φας αυτό το ψωμί. Άρα εδώ έρχεται η στέγαση, η κατάλληλη στέγαση για όλους με τις όποιες ατομικές ιδιαιτερότητες και δυσκολίες τους, η κατάλληλη μετακίνηση, η διασφαλισμένη υγεία και περίθαλψη και χίλια άλλα πράγματα. Δηλαδή εδώ γίνεται λόγος για την υλική, τη σωματική αξιοπρέπεια και ικανότητα του ανθρώπου, κάθε ανθρώπου, «όλου του κόσμου». Αρκεί όμως μόνο το «ψωμί»;

(Όλου του κόσμου) το φως: Όχι, δεν αρκεί το ψωμί. Χρειάζεται το φως, η μόρφωση, η παιδεία, η επιστήμη, η τέχνη, αλλά και η διασκέδαση, η αναψυχή, το τραγούδι κι ο χορός από κοινού με τους άλλους ανθρώπους, σε βάση συντροφική και όχι ατομικιστική. Εδώ γίνεται λόγος για την πνευματική (και ψυχική συνολικά) αξιοπρέπεια και ικανότητα του κάθε ανθρώπου. Κι από κει και πέρα τι;

Το τραγούδι όλου του κόσμου: Δεν πρόκειται απλώς για τη διασκέδαση και την αναψυχή. Αυτά εμπεριέχονται στο φως, στην πνευματική αξιοπρέπεια και επάρκεια που αναφέρονται στο προηγούμενο σημείο. Και τότε; Τι είναι το τραγούδι για τον άνθρωπο; Νομίζουμε ότι το σωστότερο είναι να πούμε το εξής: Τελικά όλοι οι άνθρωποι τραγουδούν. Τραγουδούν όχι μόνο αυτοί που έχουν φωνή, αλλά όλοι ανεξαιρέτως οι άνθρωποι, τραγουδούν με τα χέρια τους, με τις πράξεις και ενέργειές τους –όλοι οι άνθρωποι εκφράζονται, εξωτερικεύουν κοινωνικά τις ικανότητές τους στις πράξεις τους. Το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό του ανθρώπου είναι ότι μετασχηματίζει τον κόσμο γύρω του διαρκώς και, σε αυτήν του την πρακτική, μετασχηματίζεται κι ο ίδιος, αλλάζει, εξελίσσεται, αναπτύσσεται. Ποια είναι η κυριότερη έκφραση, δημιουργική πράξη του ανθρώπου στην οποία οφείλει κυριολεκτικά τα πάντα; Η εργασία. Εκεί οφείλουμε τα πάντα, το ψωμί, το φως και την ίδια την ύπαρξή μας ως όντα με επίγνωση και συνείδηση. Σε τι στοχεύουν λοιπόν τελικά οι επαναστάτες κομμουνιστές, σε τι τείνει πρωτίστως η πράξη τους; Στην απελευθέρωση της εργασίας, που αποτελεί τη βάση, κυριολεκτικά δημιουργεί την υλική και πνευματική αξιοπρέπεια της ανθρωπότητας. Και ταυτόχρονα, το ψωμί και το φως, η σωματική και ψυχική-πνευματική ανθρώπινη αξιοπρέπεια, συνιστούν και τις αναγκαίες ικανότητες ώστε ο άνθρωπος, όλοι οι άνθρωποι, να μπορούν να εργάζονται, να υλοποιούν τις εσωτερικές τους δυνατότητες. Να εργάζονται ελεύθερα, που σημαίνει η εργασία να γίνει επιτέλους η πρώτη ζωτική τους ανάγκη, το ελεύθερο παιχνίδι των ανθρώπινων ικανοτήτων, απαλλαγμένη, ελεύθερη από το διαμεσολαβητικό ρόλο του κεφαλαίου και της εκμετάλλευσης. Παρότι το τελευταίο επίτευγμα έχει φυσικά και τεχνικές πλευρές, δεν είναι αυτή η ουσία του, δεν είναι η σχέση ανθρώπου-φύσης το καθοριστικό εδώ, αλλά η σχέση ανθρώπου προς άνθρωπο και μόνο η κατάλληλη διανθρώπινη σχέση οικοδομεί την κομμουνιστική κοινωνία –«από τον καθένα ανάλογα με τις ικανότητές του, στον καθένα ανάλογα με τις ανάγκες του».

Ένας τρόπος ζωής που προκύπτει από τα παραπάνω, δηλαδή από τον κομμουνιστικό τρόπο παραγωγής και κοινωνικοοικονομικό σχηματισμό, είναι σαφές ότι είναι σήμερα ορατός, έστω κι από μακριά, μπορούμε πια να τον φανταστούμε, να εντοπίσουμε τα βασικά γενικά του χαρακτηριστικά και να τον επιδιώξουμε, κάτι που θα είναι αποτέλεσμα μιας λιγότερο ή περισσότερο μακρόχρονης ιστορικής πορείας της κομμουνιστικής επαναστατικής πράξης.

Αυτόν τον τρόπο ζωής επιδιώκει το επαναστατικό κίνημα στη βάση της κατάργησης της ατομικής ιδιοκτησίας στα μέσα παραγωγής, της κατάργησης των τάξεων, της άρσης τελικά του κοινωνικού καταμερισμού της εργασίας στον οποίο βασίζονται οι σημερινοί ιστορικοί μας περιορισμοί. Πολύ συγκεκριμένα, μπορούμε να δούμε, στη βάση και της ιστορικής πείρας, μόνο τις πρώτες ιστορικές βαθμίδες αυτής της πορείας, μικρό μέρος των οποίων υλοποιήθηκε με κάποιον τρόπο ή επιδιώχθηκε να υλοποιηθεί κατά τη διαδικασία οικοδόμησης του σοσιαλισμού στον 20ό αιώνα. Αλλά η κοινωνία βαδίζει αντικειμενικά προς τα εκεί.

Σε αυτήν την απέραντη, αλλά εντελώς συγκεκριμένη ιστορικά επιδίωξη στοχεύει αντικειμενικά ο σημερινός αγώνας και ο «επαναστατικός οργανωμένος τρόπος ζωής» των κομμουνιστών. Ίσως αυτό που συχνά αναφέρεται μέσα στο κίνημα για τον τρόπο ζωής των επαναστατών να αφορά περισσότερο το ύφος ζωής, τη συμπεριφορά τους μέσα στο πλαίσιο ενός συγκεκριμένου τρόπου ζωής, του τρόπου ζωής της εργατικής τάξης στον καπιταλισμό. Το ύφος ή στιλ ζωής είναι μια πολύ σημαντική κατηγορία που δε σχετίζεται, όπως αναφέρθηκε και πριν, με το 
ρηχό αγοραίο «life style» και αυτή η πλευρά θα πρέπει να διερευνηθεί περαιτέρω. Μιλάμε για «στιλ κομματικής καθοδήγησης» απ’ τον καιρό του Λένιν, γιατί να μη μιλάμε και για στιλ ή ύφος ζωής γενικότερα σήμερα;

ΓΙΑ ΤΗ ΔΙΕΡΕΥΝΗΣΗ ΠΛΕΥΡΩΝ ΤΟΥ ΤΡΟΠΟΥ ΖΩΗΣ ΤΗΣ ΝΕΟΛΑΙΑΣ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ

Όπως αναφέρθηκε παραπάνω, ο τρόπος ζωής, έχοντας ορισμένα γενικά-καθολικά χαρακτηριστικά που προέρχονται από το γενικό χαρακτήρα του κοινωνικοοικονομικού σχηματισμού, εξειδικεύεται σε επιμέρους στρώματα και κοινωνικές ομάδες. Υπάρχουν ταξικές και ενδοταξικές ομάδες και τμήματα, οριζόντια και διαταξικά τμήματα και κατηγοριοποιήσεις (φύλα, ομάδες ηλικίας, εθνολογικές, κατά τον τόπο διαμονής και εργασίας κ.ο.κ.). Ο τρόπος ζωής εκδηλώνεται συγκεκριμένα σε καθεμία ξεχωριστή κατηγορία πληθυσμού και σε κάθε ξεχωριστή φάση ανάπτυξης ή συγκυρία.

Μια τέτοια μεγάλη κοινωνική ομάδα είναι η νεολαία, που συνιστά φυσικά διαταξική κατηγορία. Είναι λογικό ότι το κομμουνιστικό κίνημα ενδιαφέρεται βασικά για τη νεολαία που έχει προέλευση από την εργατική τάξη, αλλά και από άλλα τμήματα του εργαζόμενου πληθυσμού που προσεγγίζουν την εργατική τάξη (εργατική-λαϊκή νεολαία).

Στην τρέχουσα συγκυρία, τα θέματα που προβάλλουν πιο επίκαιρα, από ιδεολογικής άποψης, αφορούν κυρίως τη συζήτηση σχετικά με τα φύλα και τις σχέσεις τους, την οικογένεια και το γάμο, τον «ατομικό προσδιορισμό» φύλου και την «έμφυλη (ή και «άφυλη») ταυτότητα» και άλλα αντίστοιχα που συνδέονται με το λεγόμενο «woke κίνημα» («κίνημα αφύπνισης») και δείχνουν να επηρεάζουν περισσότερο τη συνείδηση της νεολαίας. Οι αντιλήψεις (και οι πρακτικές) αυτές από τη μία αποτελούν γέννημα της εξέλιξης του γενικού καπιταλιστικού τρόπου ζωής και απο την άλλη συνιστούν και συνειδητή ιδεολογική παρέμβαση από μέρους σημαντικού τμήματος της άρχουσας τάξης, των εκπροσώπων και συμμάχων της. Πρόκειται για μια δέσμη αντιλήψεων και πρακτικών βασισμένων στη φιλελεύθερη αστική ιδεολογία και προβάλλονται ως προσπάθειες απελευθέρωσης από τις παραδοσιακές «πατριαρχικές» αντιλήψεις και θέσφατα. Βεβαίως τα πάντα κατανοούνται αυστηρώς ιδεαλιστικά αλλά και στατικά-μεταφυσικά, αποκόπτονται επιμελώς από τις οικονομικές βάσεις τους, τις ταξικές τους αναφορές, αλλά και από τη συγκεκριμένη ιστορική εξέλιξη της ανθρώπινης κοινωνίας, γίνεται μάλιστα προσπάθεια να προβληθούν ως μια σύγχρονη «επανάσταση» που αλλάζει ριζικά τον υφιστάμενο τρόπο ζωής.

Η συγκεκριμένη κριτική προσέγγιση αυτών των αντιδραστικών ιδεολογικών ρευμάτων από φιλοσοφικής και επιστημονικής άποψης συνιστά ένα ξεχωριστό αυτοτελές αντικείμενο.7 Αν θέλουμε όμως να μελετήσουμε την επίδρασή τους στη σημερινή νεολαία (και κυρίως στην εργατική-λαϊκή, που μας ενδιαφέρει βασικά), τότε πριν απ’ όλα πρέπει να μελετήσουμε αντικειμενικά τον τρόπο ζωής της νεολαίας στην Ελλάδα σήμερα. Σε μια τέτοια εκτεταμένη προσπάθεια διερεύνησης θα πρέπει, σε γενικές γραμμές, να περιλαμβάνονται:

– Οι υλικοί όροι ζωής της νεολαίας: Εργασία, εκπαίδευση (γενική και επαγγελματική, που περιλαμβάνει και τη λεγόμενη ανώτατη), υγεία και περίθαλψη, φυσική κατάσταση (βλάβες, αναπηρίες στο συνολικό νεανικό πληθυσμό κλπ.)

– Οικογενειακές σχέσεις, έρωτας και γάμος (ο γάμος όχι ως νομικό συμβόλαιο, ούτε ως θρησκευτικό μυστήριο, αλλά ως αντικειμενική κοινωνική σχέση ανεξαρτήτως τελετουργικού και ιδεολογίας), αντικειμενικά και πώς προσλαβάνονται αυτά από τη νεολαία.

– Ψυχαγωγία, διασκέδαση και αναψυχή (συν φυσική αγωγή, αθλητισμός και παιχνίδι), χόμπι και άλλες δραστηριότητες στη νεολαία.

Όλα τα παραπάνω έχουν επιμέρους πτυχές και εξειδικεύσεις και πρέπει να εξετάζονται στην κίνηση και μεταβολή τους. Το βασικό είναι η ανάλυση να ξεκινά από τις υλικές σχέσεις και την εξέλιξή τους. Για παράδειγμα, σε ό,τι αφορά το πρώτο σημείο (υλικοί όροι ζωής και δραστηριότητας), ο καπιταλιστικός τρόπος παραγωγής έχει φτάσει σε μια κατάσταση όπου για το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού το άτομο αντιμετωπίζεται σαν ένα σύνολο εργασιακών δεξιοτήτων και ικανοτήτων ή μάλλον τείνει να αντιμετωπίζεται με ρευστές δεξιότητες, ικανότητες, ανάγκες και ιδιότητες γενικώς ή ίσως και δίχως ιδιότητες καθαυτό (όπως διατυπώνεται στον τίτλο του έργου του Ρ. Μούζιλ Ο άνθρωπος χωρίς ιδιότητες). Αν, κατά την ιστορική διαδικασία της πρωταρχικής συσσώρευσης του κεφαλαίου ο παραγωγός «απελευθερώθηκε» από τα όποια μέσα παραγωγής και βιοπορισμού διέθετε, τώρα «απελευθερώνεται» από οτιδήποτε, από οποιονδήποτε προσδιορισμό έξω από τις καπιταλιστικές ανάγκες αναπαραγωγής. Αυτό, στο σημείο για τις σχέσεις γάμου και έρωτα, εκφράζεται ως εξής: Ο άνθρωπος δεν είναι παρά ένα σύνολο επιθυμιών, ορμών και έξεων ή μια «επιθυμητική μηχανή», κατά τους Ντελέζ και Γκουαταρί8. Η «απελευθέρωση» όσον αφορά το ρόλο και τη θέση στην εργασία οδηγεί και στην αντίστοιχη «απελευθέρωση» στην οικογένεια και κυρίως στον έρωτα, ιδιαίτερα ανάμεσα στους νέους. Δεν μπορεί να γίνει προσέγγιση στις σύγχρονες ερωτικές σχέσεις δίχως την ανάλυση των αλλαγών στο ζήτημα της πορνείας κατά την τελευταία μιάμιση γενιά στην Ελλάδα,9 καθώς και στη γενίκευση της πορνογραφίας, αλλά και μιας σειράς αντιλήψεων και κυρίως πρακτικών γύρω από αυτά τα θέματα. Η βάση βρίσκεται στην ίδια την αντικειμενική εξέλιξη του καπιταλιστικού τρόπου ζωής ως αναγκαίου αποτελέσματος της ανάπτυξης του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής.

Το λεπτό σημείο είναι το εξής: Ο καπιταλισμός όντως «απελευθερώνει» σ’ ένα βαθμό τους ανθρώπους από τα δεσμά της παραδοσιακής οικογένειας και κοινωνίας, από τις κοινότητες, τις φυλές και την ακινησία και στασιμότητα που επέβαλαν αυτές στα άτομα. Αυτό έχει επισημανθεί ήδη στο Μανιφέστο του Κομμουνιστικού Κόμματος εδώ και σχεδόν 180 χρόνια. Ωστόσο, η «απελευθέρωση» αυτή που φέρνει η κοινωνικοποίηση της παραγωγής σημαδεύεται από το σιδερένιο περιορισμό της ατομικής ιδιοκτησίας και του κοινωνικού καταμερισμού εργασίας. Έτσι ο άνθρωπος μετατρέπεται και πάλι σε μέσο και μάλιστα περισσότερο από κάθε άλλη φορά, χωρίς να του αναγνωρίζεται κανένας άλλος προσδιορισμός. Η αλλοτρίωση ή και πραγμοποίηση του ανθρώπου φτάνει στην ιστορική κορύφωσή της: Ο άνθρωπος γίνεται ένα ρευστό πράγμα, ένα εμπόρευμα που παράγει άλλα εμπορεύματα, συνιστά κυριολεκτικά μεταβλητό κεφάλαιο, μεταβλητό σε οτιδήποτε και σε κάθε σφαίρα της κοινωνικής ζωής.10

Για να γίνει λόγος λοιπόν αναλυτικά για τη νεολαία, πρέπει πρώτα να εξεταστούν - προσεγγιστούν οι υλικές σχέσεις που διέπουν την πραγματικότητά της και που διαμορφώνουν αντικειμενικά τον τρόπο ζωής της. Ακολουθεί η ιδεολογική αντανάκλαση αυτών των υλικών σχέσεων και μετά από αυτό μπορεί να εξεταστεί και η επίδραση του επαναστατικού κινήματος σαν πρακτικής και σαν θέσης συνείδησης στον τρόπο ζωής και σκέψης της νεολαίας στην Ελλάδα, καθώς και πλευρές που αφορούν το ίδιο το κίνημα εσωτερικά. Ακόμη, πρέπει να εξεταστούν και ειδικές πλευρές που αφορούν επιμέρους τμήματα της εργατικής και λαϊκής νεολαίας, και μάλιστα τμήματα νεολαίας της πρώτης και δεύτερης γενιάς μεταναστών στη χώρα και οι ιδιαιτερότητές τους.

Γενικότερα, το θέμα του τρόπου ζωής είναι πολύπλευρο και πολυσύνθετο, αλλά ταυτόχρονα και καίριο για την παρέμβαση, αλλά και την ίδια την ανάπτυξη του εργατικού και κομμουνιστικού κινήματος στη χώρα μας και διεθνώς.


ΣημειώσειςΣημειώσεις

* Ο Αποστόλης Χαρίσης είναι μέλος της Ιδεολογικής Επιτροπής της ΚΕ του ΚΚΕ.

  1. Κ. Μαρξ, Φρ. Ένγκελς, Η γερμανική ιδεολογία, τόμ. Α΄, εκδ. Gutenberg, Αθήνα, 1994, σελ. 61. Γενικά, η έννοια του τρόπου ζωής δε χρησιμοποιείται αυτούσια από τους κλασικούς του μαρξισμού-λενινισμού, οι οποίοι την εντάσσουν περισσότερο στη γενικότερη έννοια της κοινωνικής ή ανθρώπινης πρακτικής (βλ. ενδεικτικά την έννοια της πρακτικής στις Θέσεις για τον Φόιερμπαχ του Κ. Μαρξ). Η έννοια του τρόπου ζωής άρχισε να χρησιμοποιείται πλατιά στη μαρξιστική βιβλιογραφία μετά το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, την εμφάνιση της σοσιαλιστικής κοινότητας χωρών και την προσπάθεια οικοδόμησης του σοσιαλισμού –άρα και του σοσιαλιστικού τρόπου ζωής– σε μια σειρά χώρες της Ευρώπης.
  2. Εδώ συμπεριλαμβάνονται και συνήθειες και δραστηριότητες όπως η διασκέδαση και ψυχαγωγία, η μόδα στην ένδυση και γενικότερα τα χόμπι κ.ο.κ.
  3. Επομένως, το ύφος ή στιλ ζωής είναι κι αυτό μια επιστημονική έννοια που αφορά την αντικειμενική πραγματικότητα όσον αφορά τη συμπεριφορά των ανθρώπων και τις αναγκαίες προϋποθέσεις της (στα ελληνικά «ύφος», που προέρχεται από την ύφανση, σε άλλες γλώσσες, «στιλ», που προέρχεται από το λατινικό «στύλους», τον κάλαμο, το αιχμηρό αρχαίο εργαλείο γραφής –απ’ όπου και το σύγχρονο «στιλό»). Δεν πρόκειται εδώ για το «λάιφ στάιλ» των γνωστών αγοραίων περιοδικών...
  4. Όπως χαρακτηριστικά λεγόταν στο εσωτερικό του ίδιου του Κόμματος κάποτε, στη

δεκαετία του 1980, «στην Ελλάδα θα έχουμε (θα οικοδομήσουμε δηλαδή) ένα σοσιαλισμό με ταβερνάκια».

  1. Πρέπει εδώ να ληφθεί υπόψη ότι ο καπιταλισμός χαρακτηρίζεται από τη διαρκή επαναστατικοποίηση και ανανέωση της παραγωγικής διαδικασίας, της τεχνικής, της τεχνολογίας κλπ. Πρόκειται για μια ιδιατερότητα που συνιστά και την επαναστατική συμβολή του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής στη συνολική ιστορία της ανθρωπότητας. Το νέο, το μοντέρνο, ο εκσυγχρονισμός είναι και συστατικό και μόνιμο στοιχείο της καπιταλιστικής ανάπτυξης. Οι αστοί έτσι κατανοούν την πρόοδο, μηχανικά, στενά ποσοτικά, μεταφυσικά. Ο φιλελευθερισμός τους, η οργανική αστική ιδεολογία, προτρέπει σε μια διαρκή «συντήρηση της (αστικά εννοούμενης) προόδου». Βεβαίως, στην πορεία η «συντήρηση της προόδου» μετατρέπεται σε μια «πρόοδο της συντήρησης» και της αντεπανάστασης και αυτό είναι που εκδηλώνεται με τις αντιλήψεις περί τέλους της Ιστορίας, τέλους της νεωτερικότητας κ.ο.κ. Είναι σημαντικό όμως να έχουμε υπόψη ότι, επί καπιταλισμού, το νέο, ο «νεωτερισμός», τα νέα εμπορεύματα-προϊόντα εμφανίζονται συνέχεια και ο κάθε άνθρωπος βρίσκεται διαρκώς σε έναν κόσμο που παρουσιάζεται ως διαρκώς μεταβαλλόμενος. Το ότι δεν αλλάζει ποιοτικά και παραμένει εξαιρετικά στενός και αμετάβλητος όσον αφορά τις ταξικές σχέσεις και τη διαίρεση των ανθρώπων, απαιτεί μια ανώτερου τύπου προσέγγιση και συνείδηση για να γίνει κατανοητή. Βεβαίως, στο βαθμό που ο καπιταλισμός όλο και λιγότερο καλύπτει την ικανοποίηση των διευρυνόμενων αναγκών των εργαζόμενων ανθρώπων, δηλαδή της βασικής παραγωγικής δύναμης της κοινωνίας, αντικειμενικά τείνει να «φρενάρει» ουσιαστικά την ανάπτυξη των ίδιων των παραγωγικών δυνάμεων μακροπρόθεσμα, οδηγεί αντικειμενικά στη σχετική παραγωγική στασιμότητα. Η εικόνα του διαρκούς «νεωτερισμού» στην παραγωγή παραμένει κυρίαρχη στη συνείδηση των ανθρώπων, αλλά το υπόβαθρό της, δηλαδή η σχέση «διερυνόμενες κοινωνικές ανάγκες - διερυνόμενη ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων», που χαρακτηρίζει την κοινωνία συνολικά, υποχωρεί.
  2. Στην Ελλάδα, στα τέλη της δεκαετίας του 1970, αλλά κυρίως στη δεκαετία του 1980, είχαν εκδοθεί τα βιβλία του Σοβιετικού δημοσιολόγου Ε. Μ. Ρόζενταλ Αναζητώντας ιδανικά, Στόχος η φθορά των συνειδήσεων, Στους λαβύρινθους της συνείδησης, Στην εξουσία των ψευδαισθήσεων (όλα σε εκδόσεις της Σύγχρονης Εποχής), όπου με εκλαϊκευμένο τρόπο γινόταν κριτική στην αστική ιδεολογία και στην επίδρασή της στον τρόπο ζωής των εργαζόμενων στον καπιταλισμό. Τα πολυδιαβασμένα σ’ εκείνη την περίοδο αυτά βιβλία είχαν συνδεθεί με την ενασχόληση με τον τρόπο ζωής στο πλαίσιο του εργατικού και κομμουνιστικού κινήματος στη χώρα. Αλλά και πέρα απ’ αυτό, χρειάζεται να μελετηθεί η βιβλιογραφία των σοσιαλιστικών χωρών για τον τρόπο ζωής και για άλλους λόγους: Αφενός για να εξεταστεί πώς διαμορφώθηκε ένας πρωτόλειος σοσιαλιστικός τρόπος ζωής στις χώρες της σοσιαλιστικής οικοδόμησης και τι προβλήματα είχε και, αφετέρου, για να διερευνηθεί ο «τρόπος» ή το «ύφος ζωής» της επαναστατικής πρωτοπορίας της εργατικής τάξης κατά την περίοδο της οικοδόμησης και οι νέες απαιτήσεις που εμφανίζονται εκεί, ένα καίριο ζήτημα για τη συνέχεια της πάλης για τον κομμουνισμό.
  3. Χωρίς να είναι δυνατό να επεκταθούμε εδώ πάνω σ’ αυτό το θέμα, μπορούμε σύντομα και σχηματικά να πούμε ότι, σε φιλοσοφικό επίπεδο, οι αντιλήψεις αυτές θεμελιώνονται σε ένα εκλεκτικιστικό και συχνά εκχυδαϊσμένο μίγμα πολλών αστικών φιλοσοφικών ρευμάτων (υπαρξισμός, φαινομενολογία, θετικισμός κατά κύριο λόγο) που απέναντί τους θέτουν κάποιο σκοτεινό δήθεν μέτωπο «ουσιοκρατών» στο οποίο, φυσικά, εκτός από τους θρήσκους, παραδοσιοκράτες, κάποιους ακαθόριστους «ακροδεξιούς» και «οπαδούς της πατριαρχίας» κλπ. (που στην πράξη ακολουθούν την ίδια μεθοδολογία ανάλυσης με τους πρώτους) συμπεριλαμβάνουν και εμάς (ως «ουσιοκράτες»). Από καθαρά ιδεολογικής πλευράς, όπου και έγκειται η πραγματική σημασία όλων αυτών, έχουμε από τη μια την πιο προωθημένη έκφραση ενός παρηκμασμένου πια ατομικιστικού φιλελευθερισμού (όπου, στην πραγματικότητα, το άτομο δεν υπάρχει, έχει διασπαστεί μέχρι ηλεκτρονίου στις επιθυμίες, τα «θέλω» κι όλα αυτά) και από την άλλη άλλες εναλλακτικές πολιτικοϊδεολογικές προσεγγίσεις που βασίζονται σε αστικές τάξεις και τμήματα αστικών τάξεων σε ξεχωριστές χώρες, δηλαδή πάλι πρόκειται για εκδοχές φιλελευθερισμού, αλλά αντίστοιχες σε προηγούμενες περιόδους ανάπτυξης των «δυτικών χωρών» ή σε άλλες επιμέρους ιδιομορφίες ανάπτυξης. Το θέμα είναι πολιτικό αλλά και φιλοσοφικό, δεν υπάρχει όμως χώρος σ’ αυτό το διερευνητικό κείμενο για να αναφερθούμε περισσότερο σε αυτά.
  4. Σημειωτέον ότι ο Αντι-Οιδίπους των εν λόγω συγγραφέων (βλ. Ζ. Ντελέζ, Φ. Γκουαταρί, Καπιταλισμός και σχιζοφρένεια. 1. Ο Αντι-Οιδίπους) φαίνεται να αποτέλεσε ένα από τα βασικά αναγνώσματα, κατά δήλωσή του, του γνωστού Πέτρου Κωστόπουλου του ΝΙΤΡΟ και του ΚΛΙΚ της δεκαετίας του 1990, μιας περιόδου που, στη βάση των υπαρκτών μεταβολών στον τρόπο ζωής που έφεραν και οι ανατροπές, ένα συγκεκριμένο φιλελεύθερο-«ελευθεριακό» ρεύμα, αντιδραστικά μεταπλασμένο και μεταποιημένο, επηρέασε βαθιά και μακροπρόθεσμα μεγάλα τμήματα της τότε ελληνικής νεολαίας (και όχι μόνο της νεολαίας), συνοδεύοντας φαινόμενα όπως η αλλαγή στην αντίληψη του σεξ και της πορνείας κλπ. Αυτό ήταν το περίφημο «ξεβλάχεμα» των Ελλήνων τότε, κατά τη χυδαία διατύπωση του ίδιου του Π. Κ.
  5. Η οποία πορνεία ως φαινόμενο (δηλαδή σαν μια σχέση παροχής πορνικών υπηρεσιών, πωλητή και αγοραστή) γενικεύεται και πληθαίνει και αφετέρου αλλάζει από «ανδρικός υπόνομος» σε «βιομηχανία απόλαυσης» –πτυχή του γενικότερου εμπορευματικού «entertainment»– μια πολύ πιο εκτεταμένη και απενεχοποιημένη εμπορική δραστηριότητα καπιταλιστικού τύπου. Στην απενοχοποίηση, δηλαδή σε ένα πιο «ελευθεριακό» και «προοδευτικό» ξεβλάχεμα, συντελούν συνειδητά και ασυνείδητα διάφοροι πολιτικοί και κοινωνικοί κύκλοι και φορείς, από τους φιλελεύθερους και τους σοσιαλδημοκράτες μέχρι τους «ελευθεριακούς-αναρχικούς», αναδεικνύοντας μεταξύ άλλων το ζήτημα της «σεξεργασίας», των «σεξεργατών» και των «σεξεργατριών». Πολύ χρήσιμη πηγή για την κατανόηση αυτής της μεταβολής συνιστά η εργασία του Σ. Λάζου και άλλων Πορνεία και διεθνική σωματεμπορία στην Ελλάδα, που περιγράφει και παρακολουθεί με ακρίβεια τη συγκεκριμένη σχετικά πρόσφατη περίοδο (δεκαετία 1990-2000) που διαμορφώθηκαν και εδραιώθηκαν οι σύγχρονες πρακτικές σ’ αυτόν τον τομέα στη χώρα. Δεν μπορούμε να δούμε το σύγχρονο έρωτα, ιδιαίτερα στους νέους, δίχως να εξετάσουμε τη συγκεκριμένη εξέλιξή του στη σύγχρονη κοινωνία: α) ως αρχικά πραγματικά προοδευτική απελευθέρωση από τις παραδοσιακές προκαπιταλιστικές αντιλήψεις, β) ως υπαγωγή των ερωτικών σχέσεων στην κοινωνικοποιημένη μεν, αλλά εμπορευματική κοινωνία όπου ο άνθρωπος γίνεται μέσο πιο πολύ από ποτέ πριν, γ) ως επίδραση της αγοράς του σεξ και του έρωτα σαν εκτεταμένου τομέα οικονομικής δραστηριότητας (εξέλιξη των πορνικών σχέσεων και μισθωμάτων, της εξειδίκευσης ακόμη και όσον αφορά την «παροχή υπηρεσιών σεξ» σε καθηλωμένα - ανάπηρα άτομα κ.ο.κ.). Η ανάλυση πρέπει να είναι συγκεκριμένη και αυστηρά επιστημονική και να δείχνει την αντικειμενική επίδραση όλων αυτών στα ήθη και την πρακτική των οικογενειακών σχέσεων, των σχέσεων γάμου και έρωτα στη σύγχρονη καπιταλιστική κοινωνία.
  6. Έχουμε φτάσει στο σημείο αυτή η αλλοτρίωση από τη μια να απλώνεται παντού και από την άλλη να εσωτερικεύεται στον ύψιστο βαθμό. Το άτομο (δηλαδή ο τύπος ατόμου που αντιστοιχεί στο σύγχρονο εμπορευματοπαραγωγό) να λειτουργεί τόσο ολοκληρωτικά ως πωλητής εργατικής δύναμης, που, χωρίς να το κατανοεί, να προβάλλει τον ίδιο τον εαυτό του ως εμπόρευμα προς πώληση και συναλλαγή ακόμη και έξω από τη σφαίρα της αγοράς εργασίας, να «πλασάρει τον εαυτό του» παντού και πάντα. Η αυτοεικόνα και αυτοεκτίμησή του περνά απ’ τον καθρέφτη της αξιακής και εμπορευματοχρηματικής αποτίμησης. Γι’ αυτό και προσπαθεί τόσο πολύ να διαμορφώσει και να συντηρήσει μια ορισμένη εικόνα του για τους άλλους, να προβάλλει τον εαυτό του με εμπορευματικό τρόπο (με όρους επιτυχίας, διαφήμισης κλπ.) στα ΜΚΔ και γενικότερα. Δεν έχει σημασία το προϊόν από μόνο του, αλλά μόνο ως εμπόρευμα, χρησιμοθηρικά, απ’ το οποίο επιδιώκεται να εξαχθεί κέρδος (το οποίο ταυτίζεται με το κάθε λογής όφελος γενικά). Οι εκδηλώσεις αυτής της τάσης συνιστούν πια σύγχρονα μαζικά φαινόμενα. Ένα επιπλέον ζήτημα που δεν υπάρχει χώρος να θιχτεί εδώ είναι το ζήτημα της χρήσης ναρκωτικών με τη γενικότερη έννοια, δηλαδή της ανάγκης φαρμακευτικής υποστήριξης των ατόμων στο πλαίσιο του καπιταλιστικού τρόπου ζωής ώστε να μπορέσουν να τα βγάλουν πέρα. Όλα αυτά θα πρέπει να συμπεριλαμβάνονται στη διερεύνηση του τρόπου ζωής της νεολαίας στην Ελλάδα σήμερα.