Από τα παραπάνω προκύπτει και το ερώτημα αν, μέσα στην υπάρχουσα κοινωνία, είναι δυνατό να αναπτυχθεί ένας διαφορετικός τρόπος ζωής, αντίθετος στον καπιταλιστικό, ένα ερώτημα που αξίζει να τεθεί και που έτσι κι αλλιώς απασχολεί τους αγωνιστές για την αλλαγή της κοινωνίας και αποτελεί σχεδόν πάντα μόνιμη έγνοια και διερώτηση της αγωνιζόμενης νεολαίας.
Όσα προαναφέρθηκαν στις προηγούμενες ενότητες του κειμένου εργασίας καταρχήν θέτουν τα όρια του όποιου εναλλακτικού τρόπου ζωής. Ο τρόπος ζωής συνδέεται με τον εκάστοτε τρόπο παραγωγής, άρα, σε αυτό το πλαίσιο, κυρίαρχος τρόπος ζωής στον καπιταλισμό δεν μπορεί παρά να είναι ο καπιταλιστικός τρόπος ζωής. Ο σοσιαλιστικός και κομμουνιστικός τρόπος ζωής προϋποθέτει την οικοδόμηση μιας άλλης κοινωνίας βασισμένης σε άλλες σχέσεις παραγωγής. Όσο ζούμε στον καπιταλισμό, λοιπόν, θα κυριαρχεί ο δοσμένος τρόπος ζωής σε όλες τις βασικές σφαίρες της κοινωνικής ζωής και δραστηριότητας. Ωστόσο, ο καπιταλισμός περιλαμβάνει και τις αντιφάσεις του, όπως την αντίφαση μεταξύ του κοινωνικού χαρακτήρα της παραγωγής και του ατομικού-ιδιωτικού χαρακτήρα της ιδιοποίησης των αποτελεσμάτων της και, συνακόλουθα, την πάλη των τάξεων, με θεμελιακή αυτή μεταξύ εργασίας και κεφαλαίου. Η αντιφατικότητα αυτή προκαλεί και τις όποιες ρωγμές και ρήγματα μέσα στην κοινωνία και, στο πλαίσιο αυτό, και στον κυρίαρχο τρόπο ζωής. Ο καπιταλισμός, εκτός από κέρδη και εμπορεύματα, παράγει και τους αρνητές του, τους «νεκροθάφτες του». Η εμφάνιση και ανάπτυξη του εργατικού και του κομμουνιστικού κινήματος είναι κι αυτή αντικειμενικό και αναγκαίο αποτέλεσμα της καπιταλιστικής ανάπτυξης. Μέσα στα άτομα που απαρτίζουν την τάξη των βασικών παραγωγών στον καπιταλισμό, δηλαδή την εργατική τάξη, κυριαρχεί ένας διχασμός που αφορά τόσο την υλική, όσο και την πνευματική τους ζωή και δραστηριότητα. Είναι παραγωγοί εμπορευμάτων που εξυπηρετούν ατομικά-ιδιωτικά κέρδη, αλλά η παραγωγή είναι πάντα συλλογική-κοινωνική. Συνάπτουν ατομικές συμβάσεις-συμβόλαια με τους εργοδότες τους και, από νομική άποψη, αναγνωρίζονται ως «πολίτες», δηλαδή ως αστοί. Στην πραγματικότητα όμως, είναι αναγκασμένοι να αγωνίζονται όχι ατομικά, αλλά από κοινού, για να υπερασπίσουν ή να επιβάλουν τα όποια συμφέροντά τους. Και, αναγκαία, από μέσα τους, διαμορφώνεται τελικά μια πολιτική και πνευματική-ιδεολογική πρωτοπορία που οργανώνει τον αγώνα τους ως το φυσικό του τέλος, δηλαδή στο να απελευθερώσει την (προοδευτική ιστορικά) κοινωνικοποίηση της παραγωγής από την (παρωχημένη και αντιδραστική) ατομική ιδιοποίηση-σφετερισμό της.
Ο κομμουνισμός είναι το φυσικό τέλος αυτής της πορείας, αλλά η τελευταία ξεκινά και συνεχίζεται για αρκετό διάστημα μέσα στην ίδια την καπιταλιστική κοινωνία. Έτσι, παρότι ο υφιστάμενος τρόπος παραγωγής παραμένει κυρίαρχος (πρέπει να δουλεύουμε με τους όρους του καπιταλισμού για να επιβιώσουμε, όπως και να καταναλώνουμε κλπ.), μέσα σε αυτόν εμφανίζονται ρωγμές σε αυτό το τμήμα της κοινωνίας που αποτελεί την πρωτοπορία του εργατικού κινήματος. Δίπλα στον κυρίαρχο καπιταλιστικό τρόπο ζωής εμφανίζονται στοιχεία και πτυχές ενός παράγωγου από αυτόν και πολύ λιγότερο ολοκληρωμένου τρόπου ζωής που μπορούμε να ονομάσουμε επαναστατικό. Αφορά το επαναστατικό εργατικό κίνημα και το δυναμικό του. Επειδή δε βασίζεται σε έναν υπαρκτό και κυρίαρχο τρόπο παραγωγής, αυτός ο «τρόπος ζωής» εξαρτάται πάντα από την πορεία του κινήματος και είναι κυρίως κριτικός και αρνητικός απέναντι στην κυρίαρχη κατάσταση. Διαρκεί από την περίοδο του επαναστατικού κινήματος μέσα στην καπιταλιστική κοινωνία μέχρι και την ολοκλήρωση της οικοδόμησης της κομμουνιστικής κοινωνίας –το σημείο όπου η τελευταία κυριαρχεί αποκλειστικά και ανεπίστρεπτα στο σύνολο των πλευρών της ζωής, άρα αφορά ολόκληρη την (όπως κι αν οριστεί) επαναστατική περίοδο της μετατροπής του καπιταλισμού σε κομμουνισμό. Το περιεχόμενο αυτού του τρόπου ζωής το βρίσκουμε πρωτίστως στους επαγγελματίες επαναστάτες, εκείνους που η λειτουργία και ο πραγματικός σκοπός της ζωής τους είναι η σοσιαλιστική-κομμουνιστική επανάσταση. Εδώ κυριαρχεί η πράξη και η συνείδηση από τη σκοπιά της κοινωνικοποίησης της παραγωγικής διαδικασίας και η απόρριψη της εμπορευματοποίησής της. Χαρακτηρίζεται από τη στοχευμένη και κυρίως οργανωμένη δραστηριότητα με επίκεντρο τη σφαίρα της πολιτικής. Πρόκειται για έναν «τρόπο ζωής» και μια στάση απόλυτα μειοψηφική και πάντοτε εύθραυστη. Προτάσσει σε πρώτο πλάνο πλευρές του καπιταλιστικού τρόπου ζωής όπως αυτός βιώνεται από την εργατική τάξη και άλλα λαϊκά στρώματα, πλευρές που για τους καπιταλιστές και το κράτος τους είναι περιθωριακές και εχθρικές, αλλά περιέχουν σε εμβρυακή μορφή τη μη εμπορευματοποιημένη λαϊκή αυτενέργεια και δημιουργία, την ταξική αλληλεγγύη, την κριτική και μελετημένη αποδοχή (ή και απόρριψη) των ιστορικών αποτελεσμάτων και επιτευγμάτων της
καπιταλιστικής και όλων των προηγούμενων εποχών της ανθρωπότητας.
Δεν αποτελεί «αντικοινωνία», ούτε «σέκτα», ούτε «νησίδα σοσιαλισμού», αλλά λειτουργεί στο πλαίσιο του επαναστατικού κινήματος, δηλαδή της ιστορικής κίνησης προς τον κομμουνισμό. Υπάρχει μέσα στον καπιταλισμό, είναι παράγωγος του τελευταίου, δημιουργεί όμως τις δικές του πράξεις και θεσμούς και φτάνει στην κορύφωσή του την εποχή μετά την κατάκτηση της εξουσίας από την εργατική τάξη, τη σοσιαλιστική πολιτική επανάσταση, το ξεκίνημα της ολόπλευρης κοινωνικής σοσιαλιστικής επανάστασης και πρέπει να διατηρηθεί στην περίοδο της σοσιαλιστικής οικοδόμησης. Είναι μια πρακτική και, στο πλαίσιο αυτό, ένας «τρόπος ζωής» μεταβατικός, ορισμένος και περιορισμένος ιστορικά. Αντικαθίσταται τελικά από τον ολοκληρωμένο κομμουνιστικό τρόπο ζωής που βασίζεται στον κομμουνιστικό τρόπο παραγωγής και κοινωνία συνολικά. Αυτό που θα μπορούσε να ονομαστεί επαναστατικός τρόπος ζωής είναι ο τρόπος ζωής των ανθρώπων όταν αλλάζουν την κοινωνία, δηλαδή όταν, όπως γράφει ο Μαρξ στις Θέσεις για τον Φόιερμπαχ, συντελείται η «σύμπτωση της αλλαγής των ανθρώπων και της αλλαγής των συνθηκών [που] μπορεί να γίνει κατανοητή μόνο σαν ανατρεπτική πράξη». Όταν η ζωή αλλάξει, όταν ο στόχος επιτευχθεί, αυτός ο «τρόπος ζωής» γενικεύεται, ομαλοποιείται και σταματά να είναι «επαναστατικός», γιατί η επανάσταση έχει ήδη συντελεστεί. Λειτουργώντας στο πλαίσιο της πρακτικής του επαναστατικού κινήματος (του κομμουνισμού ως «ιστορικής κίνησης»), ξεκινά ως άρνηση των βασικών πλευρών του καπιταλιστικού τρόπου ζωής, αρχικά σε μικρή κλίμακα και στην πορεία (ανάλογα με το βαθμό ποσοτικής και ποιοτικής ανάπτυξης της μαζικής επαναστατικής πράξης) αναπτύσσει και διαμορφώνει επεξεργασμένες πλευρές, προερχόμενες μεν αρχικά από τον ίδιο τον καπιταλισμό (ως άρνησή του), τις οποίες όμως μεταπλάθει, «μετατρέπει» για τους σκοπούς της νέας κοινωνίας. Αφορά τη στάση απέναντι στην κοινωνική εργασία και παραγωγή, την επιστήμη, τη συμμετοχή στην επαναστατική πολιτική, την τέχνη και τον πολιτισμό, τις διαπροσωπικές σχέσεις, τον έρωτα, την οικογένεια, τη διασκέδαση και την ψυχαγωγία, πλήθος από πλευρές της ζωής και της δραστηριότητας των ανθρώπων που έχουν ήδη αναδειχτεί ως ανάγκες μέσα στον καπιταλισμό. Για όσο κυριαρχεί ο καπιταλιστικός τρόπος παραγωγής, όλος αυτός ο νέος «τρόπος ζωής» παραμένει αδύναμος, εύθραυστος, εξαρτημένος, γιατί το θεμελιακό είναι πάντα οι υλικές σχέσεις που τον χαρακτηρίζουν.
Συνεπώς, ο όποιος «επαναστατικός τρόπος ζωής» δεν είναι ένας ολοκληρωμένος τρόπος ζωής, με την έννοια που αναφέρεται στην αρχή του παρόντος κειμένου. Στην πραγματικότητα πρόκειται για μια στάση που αρνείται τον υπάρχοντα καπιταλιστικό τρόπο ζωής και προωθεί, προπαγανδίζει και αγωνίζεται για το σοσιαλιστικό και κομμουνιστικό τρόπο ζωής. Γιατί ο τρόπος ζωής θεμελιώνεται πρωταρχικά σε υλικές βάσεις, σε συγκεκριμένες υλικές σχέσεις παραγωγής. Ο συγκεκριμένος «τρόπος ζωής» των επαναστατών είναι μια άρνηση και μια θέση που ακόμη δεν έχει υλική βάση. Παρ’ όλα αυτά, έχει κάποια σημαντικά χαρακτηριστικά: Οργανωμένη ζωή, μέσα στον καπιταλισμό μεν, αλλά με σκοπό την ανατροπή-υπέρβασή του, ιδεολογία με βάση την επιστήμη (επιστημονική ιδεολογία). Στερεώνεται στην ανιδιοτέλεια και την αυταπάρνηση, εμπιστεύεται την εργατική τάξη για την υλοποίηση της ιστορικής αποστολής της, αξιοποιεί την ιστορία του εργατικού κινήματος και τις κατακτήσεις των εργαζόμενων, καταπολεμά τις συνέπειες της εμπορευματοποιημένης αλλοτρίωσης στα συναισθήματα, τη νόηση και τις πράξεις των αθρώπων, ενισχύει τη λαϊκή αυτενέργεια και πρωτοβουλία, τη συντροφικότητα μεταξύ των μισθωτών παραγωγών, παράγει σταθερά νέες πεποιθήσεις και αξίες, ένα νέο «κοινό νου».
Για να ορίσουμε το πώς λειτουργούν στη ζωή τους οι επαναστάτες αγωνιστές, είναι χρήσιμο ίσως να δούμε πιο επικαιροποιημένα τις πραγματικές τους επιδιώξεις, όπως αυτές διατυπώνονται σε κάποιους στίχους του Γιάννη Ρίτσου: «Μικρός λαός και πολεμά/δίχως σπαθιά και βόλια/για όλου του κόσμου το ψωμί, το φως και το τραγούδι...» Όταν το έγραφε αυτό ο ποιητής, είχε πιθανότατα στο μυαλό του τους εξόριστους αγωνιστές (όπως υπήρξε κι ο ίδιος) στα ξερονήσια και τις φυλακές, με τα βασανιστήρια και τις εκτελέσεις κι όλα τα υπόλοιπα και πολλοί, όταν το διάβαζαν ή (αργότερα) το τραγουδούσαν, το καταλάβαιναν ίσως σχεδόν κυριολεκτικά: Το ψωμί (και η τροφή γενικώς), το φως (η παιδεία), το τραγούδι (η χαρά). Αν το δούμε από τη σκοπιά της σημερινής φάσης ανάπτυξης της καπιταλιστικής κοινωνίας και των πραγματικών αναγκών των ανθρώπων της εποχής μας, αυτός ο στίχος αποκτά χαρακτήρα ακόμα πιο πλούσιο, πιο άμεσο και πιο οικουμενικό.
(Όλου του κόσμου) το ψωμί: Πρόκειται βέβαια αρχικά για την τροφή, για την κάλυψη της πιο άμεσης για την ύπαρξη κοινωνικής ανάγκης. Αλλά αν το θέταμε σήμερα, με βάση τις σημερινές ανάγκες και δυνατότητες της κοινωνίας, δε θα μιλούσαμε μόνο για κάποια ελάχιστη τροφή για όλους (τις περίφημες 2.000-2.500 θερμίδες, που εξακολουθούν παρ’ όλα αυτά και σήμερα να είναι απαίτηση στο μεγαλύτερο ίσως μέρος του κόσμου), αλλά για την κατάλληλη συγκεκριμένη τροφή για κάθε ξεχωριστό άνθρωπο, με όλες τις ατομικές ιδιομορφίες του (βλ., λ.χ., διαβητικοί, διαφορετικοί οργανισμοί και σωματότυποι, άτομα με βλάβες και αναπηρίες κ.ο.κ., αλλά και εντελώς εξατομικευμένα). Αλλά κάπου πρέπει να το φας αυτό το ψωμί. Άρα εδώ έρχεται η στέγαση, η κατάλληλη στέγαση για όλους με τις όποιες ατομικές ιδιαιτερότητες και δυσκολίες τους, η κατάλληλη μετακίνηση, η διασφαλισμένη υγεία και περίθαλψη και χίλια άλλα πράγματα. Δηλαδή εδώ γίνεται λόγος για την υλική, τη σωματική αξιοπρέπεια και ικανότητα του ανθρώπου, κάθε ανθρώπου, «όλου του κόσμου». Αρκεί όμως μόνο το «ψωμί»;
(Όλου του κόσμου) το φως: Όχι, δεν αρκεί το ψωμί. Χρειάζεται το φως, η μόρφωση, η παιδεία, η επιστήμη, η τέχνη, αλλά και η διασκέδαση, η αναψυχή, το τραγούδι κι ο χορός από κοινού με τους άλλους ανθρώπους, σε βάση συντροφική και όχι ατομικιστική. Εδώ γίνεται λόγος για την πνευματική (και ψυχική συνολικά) αξιοπρέπεια και ικανότητα του κάθε ανθρώπου. Κι από κει και πέρα τι;
Το τραγούδι όλου του κόσμου: Δεν πρόκειται απλώς για τη διασκέδαση και την αναψυχή. Αυτά εμπεριέχονται στο φως, στην πνευματική αξιοπρέπεια και επάρκεια που αναφέρονται στο προηγούμενο σημείο. Και τότε; Τι είναι το τραγούδι για τον άνθρωπο; Νομίζουμε ότι το σωστότερο είναι να πούμε το εξής: Τελικά όλοι οι άνθρωποι τραγουδούν. Τραγουδούν όχι μόνο αυτοί που έχουν φωνή, αλλά όλοι ανεξαιρέτως οι άνθρωποι, τραγουδούν με τα χέρια τους, με τις πράξεις και ενέργειές τους –όλοι οι άνθρωποι εκφράζονται, εξωτερικεύουν κοινωνικά τις ικανότητές τους στις πράξεις τους. Το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό του ανθρώπου είναι ότι μετασχηματίζει τον κόσμο γύρω του διαρκώς και, σε αυτήν του την πρακτική, μετασχηματίζεται κι ο ίδιος, αλλάζει, εξελίσσεται, αναπτύσσεται. Ποια είναι η κυριότερη έκφραση, δημιουργική πράξη του ανθρώπου στην οποία οφείλει κυριολεκτικά τα πάντα; Η εργασία. Εκεί οφείλουμε τα πάντα, το ψωμί, το φως και την ίδια την ύπαρξή μας ως όντα με επίγνωση και συνείδηση. Σε τι στοχεύουν λοιπόν τελικά οι επαναστάτες κομμουνιστές, σε τι τείνει πρωτίστως η πράξη τους; Στην απελευθέρωση της εργασίας, που αποτελεί τη βάση, κυριολεκτικά δημιουργεί την υλική και πνευματική αξιοπρέπεια της ανθρωπότητας. Και ταυτόχρονα, το ψωμί και το φως, η σωματική και ψυχική-πνευματική ανθρώπινη αξιοπρέπεια, συνιστούν και τις αναγκαίες ικανότητες ώστε ο άνθρωπος, όλοι οι άνθρωποι, να μπορούν να εργάζονται, να υλοποιούν τις εσωτερικές τους δυνατότητες. Να εργάζονται ελεύθερα, που σημαίνει η εργασία να γίνει επιτέλους η πρώτη ζωτική τους ανάγκη, το ελεύθερο παιχνίδι των ανθρώπινων ικανοτήτων, απαλλαγμένη, ελεύθερη από το διαμεσολαβητικό ρόλο του κεφαλαίου και της εκμετάλλευσης. Παρότι το τελευταίο επίτευγμα έχει φυσικά και τεχνικές πλευρές, δεν είναι αυτή η ουσία του, δεν είναι η σχέση ανθρώπου-φύσης το καθοριστικό εδώ, αλλά η σχέση ανθρώπου προς άνθρωπο και μόνο η κατάλληλη διανθρώπινη σχέση οικοδομεί την κομμουνιστική κοινωνία –«από τον καθένα ανάλογα με τις ικανότητές του, στον καθένα ανάλογα με τις ανάγκες του».
Ένας τρόπος ζωής που προκύπτει από τα παραπάνω, δηλαδή από τον κομμουνιστικό τρόπο παραγωγής και κοινωνικοοικονομικό σχηματισμό, είναι σαφές ότι είναι σήμερα ορατός, έστω κι από μακριά, μπορούμε πια να τον φανταστούμε, να εντοπίσουμε τα βασικά γενικά του χαρακτηριστικά και να τον επιδιώξουμε, κάτι που θα είναι αποτέλεσμα μιας λιγότερο ή περισσότερο μακρόχρονης ιστορικής πορείας της κομμουνιστικής επαναστατικής πράξης.
Αυτόν τον τρόπο ζωής επιδιώκει το επαναστατικό κίνημα στη βάση της κατάργησης της ατομικής ιδιοκτησίας στα μέσα παραγωγής, της κατάργησης των τάξεων, της άρσης τελικά του κοινωνικού καταμερισμού της εργασίας στον οποίο βασίζονται οι σημερινοί ιστορικοί μας περιορισμοί. Πολύ συγκεκριμένα, μπορούμε να δούμε, στη βάση και της ιστορικής πείρας, μόνο τις πρώτες ιστορικές βαθμίδες αυτής της πορείας, μικρό μέρος των οποίων υλοποιήθηκε με κάποιον τρόπο ή επιδιώχθηκε να υλοποιηθεί κατά τη διαδικασία οικοδόμησης του σοσιαλισμού στον 20ό αιώνα. Αλλά η κοινωνία βαδίζει αντικειμενικά προς τα εκεί.
Σε αυτήν την απέραντη, αλλά εντελώς συγκεκριμένη ιστορικά επιδίωξη στοχεύει αντικειμενικά ο σημερινός αγώνας και ο «επαναστατικός οργανωμένος τρόπος ζωής» των κομμουνιστών. Ίσως αυτό που συχνά αναφέρεται μέσα στο κίνημα για τον τρόπο ζωής των επαναστατών να αφορά περισσότερο το ύφος ζωής, τη συμπεριφορά τους μέσα στο πλαίσιο ενός συγκεκριμένου τρόπου ζωής, του τρόπου ζωής της εργατικής τάξης στον καπιταλισμό. Το ύφος ή στιλ ζωής είναι μια πολύ σημαντική κατηγορία που δε σχετίζεται, όπως αναφέρθηκε και πριν, με το
ρηχό αγοραίο «life style» και αυτή η πλευρά θα πρέπει να διερευνηθεί περαιτέρω. Μιλάμε για «στιλ κομματικής καθοδήγησης» απ’ τον καιρό του Λένιν, γιατί να μη μιλάμε και για στιλ ή ύφος ζωής γενικότερα σήμερα;