Συμπεράσματα από τη σοσιαλιστική επανάσταση-οικοδόμηση στον 20ό αιώνα*


της Ελένης Μπέλλου

Κάθε μεγάλη επέτειος είναι μια ευκαιρία για να διασταυρωθεί η μελέτη ιστορικών πλέον γεγονότων με την επιστημονική ανάλυση του παρόντος, τη διερεύνηση των τάσεων και νομοτελειών της μελλοντικής κοινωνικής εξέλιξης. Και μ’ αυτό το ερέθισμα δίνεται ώθηση στην ανάπτυξη όχι μόνο της Ιστορικής Επιστήμης, αλλά και πλήθος άλλων κοινωνικών επιστημών, της θεωρητικής προσέγγισης του περάσματος από τον καπιταλισμό στον κομμουνισμό, της συνθετικής θεωρίας του επιστημονικού κομμουνισμού με τις κατακτήσεις, αλλά και τις ατέλειές της.

Θεωρούμε, λοιπόν, σημαντική ευκαιρία σε αυτήν την κατεύθυνση την 100ή επέτειο από την ίδρυση της Κομμουνιστικής Διεθνούς (ΚΔ) το Μάρτη του 1919 και την προς τιμή της Συνάντηση των Κομμάτων της Ευρωπαϊκής Κομμουνιστικής Πρωτοβουλίας στην Κωνσταντινούπολη, στις 16 και 17 Φλεβάρη 2019 με πρωτοβουλία του ΚΚ Τουρκίας.1 Η εισηγητική ομιλία του ΓΓ του ΚΚ Τουρκίας Κεμάλ Οκουγιάν, καθώς και οι παρεμβάσεις των εκπροσώπων των κομμάτων της Ευρωπαϊκής Κομμουνιστικής Πρωτοβουλίας που συμμετείχαν, στόχευαν στη διερεύνηση συμπερασμάτων γενικότερης σημασίας για την ισχυροποίηση του Διεθνούς Κομμουνιστικού Κινήματος στις μέρες μας και όχι σε μια εορταστική επετειακή αναφορά.

Αναμφίβολα, η ίδρυση της Κομμουνιστικής Διεθνούς πριν 100 χρόνια επισφράγισε ένα τεράστιο ιστορικό άλμα στην κοινωνική πρόοδο με τη νίκη της Οκτωβριανής Σοσιαλιστικής Επανάστασης στη Ρωσία το 1917. Τεσσεράμισι σχεδόν χρόνια αργότερα, ο Λένιν εκτιμούσε ότι: «Το ρώσικο προλεταριάτο ανέβηκε με την επανάστασή του σε τεράστια ύψη, όχι μόνο σε σύγκριση με το 1789 και το 1793, μα και σε σύγκριση με το 1871. Πρέπει όσο το δυνατό πιο νηφάλια, πιο καθαρά, πιο συγκεκριμένα να δούμε τι ακριβώς “ολοκληρώσαμε” και τι δεν ολοκληρώσαμε: Τότε το μυαλό θα είναι ξεκάθαρο, θα λείψουν και οι αναγούλες και οι αυταπάτες και οι απογοητεύσεις. (...)

Δημιουργήσαμε το σοβιετικό τύπο κράτους, εγκαινιάσαμε έτσι μια νέα κοσμοϊστορική εποχή, την εποχή της πολιτικής κυριαρχίας του προλεταριάτου, που διαδέχτηκε την εποχή της κυριαρχίας της αστικής τάξης. Κι αυτό δεν μπορούν να το πάρουν πίσω, αν και είναι γεγονός πως μόνο με την πρακτική πείρα της εργατικής τάξης μερικών χωρών θα μπορέσουμε να “ολοκληρώσουμε” το σοβιετικό τύπο κράτους.»2

Η ανθρωπότητα για πρώτη φορά έμπαινε στην επαναστατική διαδικασία περάσματος από τον καπιταλισμό στο σοσιαλισμό-κομμουνισμό, έμπαινε δυναμικά, σαρωτικά ως προς τις προκαπιταλιστικές ημιφεουδαρχικές, ακόμα και πρωτόγονες κοινοτικές επιβιώσεις στην αχανή Ασία. Ίσως δυσκολευόμαστε να κατανοήσουμε αυτήν την επαναστατική επιτάχυνση στην κοινωνική ανάπτυξη με όρους της σύγχρονης πραγματικότητας. Αξίζει όμως ν’ αναφέρουμε τα ίδια τα λόγια του Στάλιν: «Μια από τις μεγαλύτερες κατακτήσεις της δικτατορίας του προλεταριάτου είναι ότι ολοκλήρωσε την αστική επανάσταση και σάρωσε πέρα για πέρα τη βρομιά του μεσαιωνισμού.»3

Αποφασιστικός παράγοντας σ’ αυτήν την επιτάχυνση της κοινωνικής εξέλιξης ήταν η ιδεολογική - πολιτική - οργανωτική ετοιμότητα και ικανότητα του ΚΚ των Μπολσεβίκων, ως πρωτοπορίας του εργατικού κινήματος στη Ρωσία.

Αυτή η ικανότητα και το επίπεδο ωρίμανσης του ΚΚ(μπ.), ιδιαίτερα η επαναστατική νίκη του, οπωσδήποτε επέδρασε και στην ίδρυση της ΚΔ, στη συγκρότηση σειράς ΚΚ ανά τον κόσμο. Η ΚΔ έδωσε τη δυνατότητα να γίνει πιο πλατιά διάδοση της κομμουνιστικής ιδεολογίας, ν’ αναπτυχθεί ορισμένη διαπάλη με ρεύματα δεξιών και αριστερών παρεκκλίσεων στις γραμμές του επαναστατικού εργατικού κινήματος, να μεταδοθεί πείρα οργάνωσης της επαναστατικής συνωμοτικής δουλειάς, αντιμετώπισης της βίας και τρομοκρατίας της αστικής εξουσίας, να προσανατολιστούν οι ηγεσίες και οι δυνάμεις των νεοϊδρυμένων ΚΚ στη δουλειά με τις εργατικές μάζες, με το αγροτικό στοιχείο, με άλλες ημιπρολεταριακές δυνάμεις των πόλεων, ειδικότερα με τις εργαζόμενες γυναίκες, με τη σπουδάζουσα νεολαία. Όλ’ αυτά σε συνθήκες που η σοσιαλδημοκρατία, δηλαδή το δεξιό ρεύμα παρέκκλισης, αν και είχε προδώσει το επαναστατικό εργατικό κίνημα σε σειρά ευρωπαϊκών χωρών κατά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και σε μετέπειτα συνθήκες επαναστατικές, στις νέες συνθήκες υποχώρησής του, από το 1923 κι έπειτα, διατηρούσε ισχυρή την επιρροή της στις συνδικαλιστικές εργατικές οργανώσεις σημαντικών καπιταλιστικών κρατών.

Παρά, λοιπόν, την αρχική συμβολή της ΚΔ στη διαμόρφωση του κομμουνιστικού κινήματος σε οργανωτικό και ιδεολογικό διαχωρισμό του από τη σοσιαλδημοκρατία, η διαδικασία εκκίνησης του επαναστατικού περάσματος από τον καπιταλισμό στο σοσιαλισμό-κομμουνισμό στην Ευρώπη αποδείχτηκε πολύ πιο απαιτητική από το βαθμό ωριμότητας που διέθετε τότε το κομμουνιστικό κίνημα. Η ίδια η εξέλιξη της ταξικής πάλης αναδεικνύει ότι αντικειμενικά απαιτούνταν πιο έγκαιρη συγκρότηση ΚΚ σε πλήρη απόσχιση των επαναστατών από τη σοσιαλδημοκρατία, που θα εκφραζόταν σταθερά σε προγραμματικό-συμμαχικό επίπεδο, ιδιαίτερα σε χώρες όπως η Γερμανία, η Ουγγαρία, η Αυστρία, η Φινλανδία, η Ιταλία, στις οποίες διαμορφώθηκαν επαναστατικές συνθήκες με τη λήξη του Α΄ Παγκόσμιου ιμπεριαλιστικού Πολέμου.

Σειρά ένοπλων εργατικών-λαϊκών εξεγέρσεων σε χώρες της Ευρώπης δεν ωρίμασαν ως σοσιαλιστικές επαναστάσεις λόγω αδυναμίας του υποκειμενικού παράγοντα, έλλειψης ΚΚ με ανάλογα επεξεργασμένη επαναστατική στρατηγική. Αυτό εκδηλώθηκε ιδιαίτερα στη Γερμανία, την Ουγγαρία, την Αυστρία, την περίοδο 1918-1923. Έβαλε αρνητικά τη σφραγίδα του στην πάλη ανάμεσα στον καπιταλισμό και το σοσιαλισμό τουλάχιστον για την Ευρώπη.

Η σχετική σταθεροποίηση του καπιταλισμού κάποιων χρόνων της δεκαετίας του 1920 κλονίστηκε με την εκδήλωση της μεγάλης και παγκόσμια συγχρονισμένης οικονομικής του κρίσης το 1929, με ανάλογες επιπτώσεις στην αστική πολιτική σταθερότητα. Μια ορισμένη ανάκαμψη που ακολούθησε, αποδείχτηκε ασταθής, με αποτέλεσμα όλη η δεκαετία του 1930 να χαρακτηρίζεται από ένταση των ανταγωνισμών μεταξύ των ισχυρότερων καπιταλιστικών κρατών στην Ευρώπη, αλλά και της Ιαπωνίας, των ΗΠΑ, πολεμικές προετοιμασίες κι επεμβάσεις, ένταση της καπιταλιστικής καταστολής με φασιστικές ή άλλου τύπου δικτατορικές διαδικασίες, αλλά και έξαρση ακόμα και ένοπλων αγωνιστικών λαϊκών κινητοποιήσεων που η σύγχρονη κομμουνιστική ιστορική μελέτη απαιτεί την αντικειμενική εκτίμησή τους.

Σε αυτό το καθήκον ανταποκρίνονται ήδη ΚΚ, όπως φάνηκε και από τις παρεμβάσεις τους στη Συνάντηση της Κωνσταντινούπολης. Για παράδειγμα, το Κομμουνιστικό Κόμμα Λαών της Ισπανίας (ΚΚΛΙ) έριξε βάρος μέσω της Επιτροπής Ιστορίας της ΚΕ και στη διερεύνηση των συνθηκών της δεκαετίας του 1930, στην κριτική εξέταση της στρατηγικής του Κομμουνιστικού Κόμματος Ισπανίας και έχει ήδη καταλήξει σε συμπεράσματα που δημοσιεύονται στις σελίδες της παρούσας έκδοσης. Αξιοπρόσεκτα είναι τα στοιχεία του συσχετισμού δυνάμεων στην Ισπανία από το 1934 –με κύριο την έναρξη ένοπλου εργατικού αγώνα– με βάση τα οποία το ΚΚΛΙ εκτιμά την ύπαρξη επαναστατικής κατάστασης, αλλά και τον εγκλωβισμό του ΚΚΛΙ στη στρατηγική της αστικοδημοκρατικής επανάστασης.

Στον Ισπανικό Εμφύλιο Πόλεμο που ακολούθησε, τηρουμένων των αναλογιών, βρίσκουμε όλα τα προβλήματα στρατηγικής που προέκυψαν και στον αγώνα των δυνάμεων του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ και στη συνέχεια του ΔΣΕ με τις αστικές δυνάμεις και τους Βρετανοαμερικανούς συμμάχους τους στην Ελλάδα μία δεκαετία αργότερα.

Αν και πολύ περιορισμένων διαστάσεων, αξιοπρόσεκτη στην ιστορική μελέτη είναι και η ένοπλη σύγκρουση «αντιφασιστικών κι επαναστατικών δυνάμεων της εργατικής τάξης και των δυνάμεων της αυταρχικής αστικής κυβέρνησης και των φασιστών συμμάχων της» από τις 12 έως τις 17 Φλεβάρη 1934 στο Λιντς της Αυστρίας, όπως αναφέρει η παρέμβαση του Τίμπορ Τσένκερ εκ μέρους του Κόμματος Εργασίας Αυστρίας, που επίσης δημοσιεύεται στο παρόν τεύχος.

Το γεγονός ότι έστω και σε ορισμένες περιοχές της Βιέννης υπήρχε «ένας πραγματικός πόλεμος στους δρόμους, με μάχες από σπίτι σε σπίτι, έγιναν επιθετικές ενέργειες, έγιναν επιθέσεις σε αστυνομικά τμήματα, έγιναν καταστροφές στις σιδηροδρομικές γραμμές για να μην μπορούν να μετακινηθούν στρατιώτες κι έγινε κατάληψη υποδομών», αλλά και σε ορισμένες άλλες πόλεις, όπως αναφέρει η ίδια παρέμβαση, δείχνει άνοδο της επαναστατικής δραστηριότητας, όχι όμως συνειδητά επεξεργασμένης και κατευθυνόμενης στο σύνολο της χώρας με στόχο την εξουσία.

Έξαρση μαζικών εργατικών και αγροτικών κινητοποιήσεων συναντάμε και σ’ άλλες χώρες, π.χ. στην Ελλάδα το Μάη του 1936, στη Γαλλία επίσης το 1936, που όμως περιορίζονται σε αιτήματα οικονομικά. Μας δίνουν όμως την αφορμή να σκεφτούμε κριτικά και δημιουργικά ποια ήταν η παρέμβαση των ΚΚ για την πολιτικοποίηση των αγώνων ή, ακριβέστερα, να προβληματιστούμε για την πολιτική τους παρέμβαση που στόχευε στη διαμόρφωση Αντιφασιστικών Μετώπων σε συνεργασία με σοσιαλδημοκρατικές και αντιφασιστικές δυνάμεις, σύμφωνα και με τη στρατηγική κατεύθυνση της ΚΔ.

Αρχειακές και βιβλιογραφικές αναφορές δείχνουν ότι κατά την περίοδο του Μεσοπολέμου υπήρξε διαπάλη και μέσα στα όργανα της ΚΔ και μέσα στα όργανα των Εθνικών Τμημάτων της στο ζήτημα της στάσης των κομμουνιστών απέναντι στις σοσιαλδημοκρατικές δυνάμεις. Οπωσδήποτε είναι σημαντική πλευρά του γενικότερου ζητήματος καθορισμού στρατηγικής των ΚΚ, ιδιαίτερα για τις χώρες που αναμφίβολα πλέον είχαν αστική εξουσία, καπιταλιστικό κράτος. Άλλα σημαντικά ζητήματα της διαπάλης ήταν, π.χ., αν η εργατική κυβέρνηση ταυτίζεται με τη δικτατορία του προλεταριάτου (επαναστατική εργατική εξουσία) ή όχι, αν η επανάσταση στην Ελλάδα θα ήταν αστικοδημοκρατική ή σοσιαλιστική.

Σταδιακά, στη γραμμή της ΚΔ κυριάρχησε η σταδιοποιημένη στρατηγική ως προς το στόχο της επαναστατικής εργατικής εξουσίας, δηλαδή κυριάρχησε η παρεμβολή ενός αστικού κυβερνητικού σκαλοπατιού εθνικο-ανεξαρτησιακού ή αντιφασιστικού-αστικοδημοκρατικού, που αφορούσε και χώρες με αστικό κράτος.

Αρχικά, με το 4ο Συνέδριο της ΚΔ (1922), η σταδιοποίηση αφορούσε χώρες των Βαλκανίων, αλλά και την Τσεχοσλοβακία κλπ. Φαινομενικά στηριζόταν στην πείρα του ΠΚΚ(μπ.), που πράγματι πέρασε από το στάδιο της αστικής επανάστασης του Φλεβάρη του 1917 στο στάδιο της προλεταριακής του Οκτώβρη του 1917, με τις ανάλογες προσαρμογές ως προς τα συνθήματα και τη διάταξη των κοινωνικών δυνάμεων. Ωστόσο, το ΠΚΚ(μπ.) ούτε συμμετείχε, ούτε στήριξε την αστική προσωρινή επαναστατική κυβέρνηση. Εξίσου σημαντικό είναι ότι το αστικοδημοκρατικό στάδιο της επανάστασης δεν είχε κανένα αντικειμενικό υπόβαθρο για σειρά χωρών όπως και η Ελλάδα, η Ισπανία, η Βουλγαρία, η Σερβία, οι οποίες αν και είχαν πολυπληθές αγροτικό στοιχείο και βασιλεία, η εξουσία ήταν ήδη αστική.

Δε γνωρίζουμε ακόμα σε βάθος τις διαδικασίες διολίσθησης των προγραμματικών θέσεων της ΚΔ από την –κατά την κρίση μας– λαθεμένη κατάταξη των ευρωπαϊκών και άλλων χωρών σε κατηγορίες που δικαιολογούσαν στήριξη ή συμμετοχή κυβέρνησης σε καπιταλιστικό έδαφος, στη γενικευμένη πολιτική του Αντιφασιστικού Λαϊκού Μετώπου. Κυρίως δε γνωρίζουμε την έκταση της διαπάλης, στοιχεία της αναφέρει και ο Ντατ στην έκδοση Φασισμός και σοσιαλιστική επανάσταση, αλλά και ο ιστοριογράφος της ΚΔ Ουίλιαμ Φόστερ. Οπωσδήποτε είναι ζήτημα ανοιχτό στην ιστορική διερεύνηση οι παράγοντες που επέδρασαν σε μια γενικευμένη διολίσθηση σταδιοποιημένης στρατηγικής. Διαπάλη αναπτυσσόταν μέσα στα καθοδηγητικά όργανα του ΠΚΚ(μπ.) και της ΚΔ, που αφορούσε εκτιμήσεις της διεθνούς κατάστασης (σχετικά με το βάθος της καπιταλιστικής σταθεροποίησης), της σοσιαλιστικής οικοδόμησης, των κατευθύνσεων της ΚΔ σε χώρες όπως η Κίνα, το χαρακτήρα της επανάστασής της το 1926-1927 κι άλλα ζητήματα. Κατά τη δεκαετία του 1920, υπήρχαν επιτυχημένες προσπάθειες αντιμετώπισης οπορτουνιστικών παρεκκλίσεων.4

Στο πλαίσιο της ΚΔ, ΚΚ σημαντικών καπιταλιστικών χωρών, όπως της Γαλλίας, της Ιταλίας, κινούνταν σε κατεύθυνση υπερτίμησης των «εθνικών ιδιαιτεροτήτων» σε βάρος των νομοτελειών της σοσιαλιστικής επανάστασης.

Σε κάθε περίπτωση, δε θα πέσουμε έξω υποστηρίζοντας ότι τα ΚΚ των πιο ώριμων καπιταλιστικών κοινωνιών δεν ανταπεξήλθαν στην αναγκαιότητα της ιδεολογικής, πολιτικής και οργανωτικής ετοιμότητας να περάσουν από τις συνθήκες της κοινοβουλευτικής νομιμότητας σε συνθήκες γενικευμένης οικονομικής κρίσης που επέφεραν και νέες πολιτικές συνθήκες –φασιστικής διακυβέρνησης, ιμπεριαλιστικών στρατιωτικών επιθέσεων κλπ. Αντίθετα, έγιναν φορείς οπορτουνιστικής πίεσης μέσα στην ΚΔ, στο όνομα της εθνικής στρατηγικής.

Από την άλλη, το ΚΚ των Μπολσεβίκων βίωνε προβλήματα της ταξικής πάλης στις συνθήκες της σοσιαλιστικής οικοδόμησης που εκφράζονταν ως διαπάλη και στις γραμμές του και υπό το φόβο νέας ιμπεριαλιστικής επίθεσης κατά τη δεκαετία του 1930. Σίγουρα ο εσωτερικός κοινωνικός συσχετισμός, καθώς και ο ευρωπαϊκός συσχετισμός δυνάμεων απαιτούσαν νέο, ανώτερο επίπεδο θεωρητικής επεξεργασίας, όχι μόνο των ζητημάτων της σοσιαλιστικής οικοδόμησης, αλλά και της στρατηγικής του Διεθνούς Κομμουνιστικού Κινήματος για τις συνθήκες της επερχόμενης δεκαετίας του 1930. Δεν ανταποκρινόταν σε χώρες όπως η Ελλάδα η γενίκευση της πείρας του ΚΚ των Μπολσεβίκων, που αφορούσε δύο επαναστάσεις ή δύο στάδια μιας ενιαίας επαναστατικής διαδικασίας σε μη ολοκληρωμένο αστικό κράτος, όπως απευθυνόταν κυρίως στην Κίνα και στην Ινδία. Ακόμα και σ’ αυτές τις περιπτώσεις απαιτούνταν μεγάλη ικανότητα αντικειμενικής ανάλυσης του συσχετισμού των δυνάμεων σε κάθε φάση και κατάλληλης επαναστατικής προσαρμογής, ώστε ν’ αντιμετωπίζονται κίνδυνοι απολυτοποίησης της δυνατότητας απόσπασης αστικών δυνάμεων κατά την πρώτη επανάσταση (ή στο πρώτο στάδιο), από τις οποίες θα διαχωρίζονταν οι εργατικές-αγροτικές επαναστατικές δυνάμεις κατά τη δεύτερη επανάσταση (ή δεύτερο στάδιο).

Προς διερεύνηση είναι αν και πόσο επέδρασαν στη γενίκευση μιας ορισμένης ανοχής απέναντι σε δυνάμεις της ατομικής ιδιοκτησίας οι δυσκολίες που αντιμετώπιζε η ΕΣΣΔ εξερχόμενη από τον εμφύλιο πόλεμο και την ξένη επέμβαση, τις συνέπειες της Νέας Οικονομικής Πολιτικής που είχε ακολουθήσει, τη διαπάλη για τη στάση απέναντι στη μεσαία αγροτιά που είχε ενισχυθεί μετά από την αποδυνάμωση των κουλάκων, αλλά αντιδρούσε στη συνεταιριστικοποίηση.

Δυσκολίες της ταξικής πάλης και στις δύο πλευρές του επαναστατικού εργατικού κινήματος –στην καπιταλιστική Δύση και στη σοσιαλιστική οικοδόμηση– τολμάμε να πούμε ότι δεν αντιμετωπίστηκαν με ανάλογη θεωρητική και πολιτική επάρκεια. Αυτό αφορά και το φασισμό. Το 7ο Συνέδριο της ΚΔ υιοθέτησε τη στρατηγική των Λαϊκών Αντιφασιστικών Μετώπων, τα οποία πριν και μετά από το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο διεκδικούσαν κυβέρνηση στο έδαφος του καπιταλισμού ως μορφή μετάβασης προς την εργατική εξουσία. Επιδίωκαν συνεργασία με σοσιαλδημοκρατικές πολιτικές δυνάμεις, ακόμα και με αστικές δημοκρατικές, απομονώνοντας το φασιστικό εχθρό από τον ταξικό εχθρό της αστικής τάξης που συμμετείχε στον ιμπεριαλιστικό πόλεμο, εκμεταλλευόταν την εργατική τάξη, γεννούσε και αξιοποιούσε το φασισμό. Έτσι, δεν μπόρεσαν να συνδέσουν τον ένοπλο αντιφασιστικό-απελευθερωτικό αγώνα με τον αγώνα για την κατάκτηση της εργατικής εξουσίας, ούτε η αυτοδιάλυση της ΚΔ συνέβαλε σ’ αυτήν την κατεύθυνση.

Θεωρούμε ότι μια στρατηγική σύνδεσης του ένοπλου αντιφασιστικού αγώνα με τον επαναστατικό εργατικό αγώνα θα διαμόρφωνε πιο ευνοϊκό διεθνή συσχετισμό δυνάμεων και για την υπεράσπιση της Σοβιετικής Ένωσης από τη φασιστική κι οποιαδήποτε άλλη ιμπεριαλιστική επίθεση, θ’ ανταποκρινόταν στις θέσεις του ίδιου του Στάλιν για την αναγκαιότητα ενός «πραγματικά συγκεντρωτικού, πραγματικά καθοδηγητικού κέντρου, ικανού να κατευθύνει τη διεθνή τακτική του επαναστατικού προλεταριάτου στην πάλη του για την παγκόσμια σοβιετική δημοκρατία». Θ’ ανταποκρινόταν στη θέση του ότι «η ενότητα της διεθνούς τακτικής του κομμουνιστικού εργατικού κινήματος όλων των χωρών δεν απαιτεί τον παραμερισμό κάθε ποικιλομορφίας, ούτε την εξάλειψη των εθνικών διαφορών (αυτό για τις σημερινές στιγμές είναι ένα ανόητο όνειρο), αλλά απαιτεί μια τέτοια εφαρμογή των βασικών αρχών του κομμουνισμού (Σοβιετική εξουσία και δικτατορία του προλεταριάτου), που θα παράλλαζε σωστά αυτές τις αρχές σε επιμέρους ζητήματα, που θα τις προσάρμοζε και θα τις εφάρμοζε σωστά στις εθνικές και εθνικοκρατικές διαφορές.»5

Οι επισημάνσεις για την αδυναμία του υποκειμενικού παράγοντα ισχύουν και για τη μεταπολεμική περίοδο, παρά το ξεκίνημα της διαδικασίας περάσματος στο σοσιαλισμό, σε χώρες της Ευρώπης που για την απελευθέρωσή τους και τη στήριξη των ΚΚ στην εξουσία αποφασιστικό ρόλο έπαιξε ο Κόκκινος Στρατός, συνολικά η ΕΣΣΔ. Στη συνέχεια, και σε χώρες της Ασίας, με σημαντικότερη την Κίνα, ξεκίνησε αυτή η διαδικασία, μια διαδικασία που –όχι χωρίς συγκρούσεις– έχασε τη δυναμική της, τα επαναστατικά χαρακτηριστικά.

Σε αρκετές περιπτώσεις, π.χ. στην Κίνα, αλλά και στις περισσότερες χώρες της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης (π.χ. Πολωνία, Ουγγαρία) τα ΚΚ έδειξαν ανοχή στη μικρή καπιταλιστική ιδιοκτησία, πολύ περισσότερο στην ατομική εμπορευματική αγροτική παραγωγή, ενώ στη συνέχεια γενικεύτηκαν (π.χ. στη Σοβιετική Ένωση, στην Κίνα) οι εμπορευματικές-χρηματικές σχέσεις μεταξύ και των επιχειρήσεων του κοινωνικού τομέα. Σε αυτό το έδαφος αναπτύχθηκαν και ισχυροποιήθηκαν οι κοινωνικές δυνάμεις της αντεπανάστασης.

 

Η ΕΜΠΕΙΡΙΑ ΤΟΥ ΚΚΕ ΣΤΗ ΔΕΚΑΕΤΙΑ ΤΟΥ 1940

Η 100ή επέτειος από την ίδρυση της ΚΔ βρίσκει το ΚΚΕ σε περίοδο που προχώρησε σ’ ένα νέο επίπεδο τη μελέτη της ιστορίας του για μια σημαντική χρονική περίοδο, από την ίδρυσή του έως την έναρξη της δεκαετίας του 1950. Αυτή η περίοδος περιλαμβάνει την κρίσιμη δεκαετία του 1940. Τη χαρακτηρίζουμε κρίσιμη, γιατί σ’ αυτήν την περίοδο εξελίχτηκε ο ιμπεριαλιστικός Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος και στο έδαφος της Ελλάδας, όπου το ΚΚΕ ηγήθηκε του πιο σημαντικού μέρους του ένοπλου αντιστασιακού - αντιφασιστικού - απελευθερωτικού από τα στρατεύματα κατοχής αγώνα μέσω των Οργανώσεων του Εθνικού Απελευθερωτικού Μετώπου (ΕΑΜ), του Ελληνικού Λαϊκού Απελευθερωτικού Στρατού (ΕΛΑΣ), της Ενιαίας Πανελλαδικής Οργάνωσης Νέων (ΕΠΟΝ) στην Ελλάδα, αλλά και της Αντιφασιστικής Στρατιωτικής Οργάνωσης (ΑΣΟ) στη Μέση Ανατολή.

Κατά την εξέλιξη αυτού του αγώνα και ιδιαίτερα κατά την περίοδο της απελευθέρωσης, τον Οκτώβρη του 1944, στην Ελλάδα διαμορφώθηκαν συνθήκες επαναστατικής κατάστασης, δηλαδή συνθήκες κλονισμού της αστικής εξουσίας με γενικευμένη οικονομική, πολιτική κρίση, με αδυναμία στη λειτουργία των μηχανισμών καταστολής και των θεσμών διακυβέρνησης που διέθετε η αστική τάξη στην Ελλάδα κι επομένως στην ικανότητά της να χειραγωγεί την εργατική-λαϊκή πλειοψηφία.

Από την άλλη μεριά, το ΚΚΕ κατείχε σημαντική θέση κι επιρροή στις στρατιωτικές, πολιτικές, κοινωνικές οργανώσεις που κυριαρχούσαν στις απελευθερωμένες περιοχές, αλλά δεν κατόρθωσε να αξιοποιήσει αυτές τις συνθήκες για μια έγκαιρη, σωστά σχεδιασμένη αναμέτρηση με την αστική εξουσία, με δική του πρωτοβουλία και στόχο την απομόνωση της αστικής τάξης, των κομμάτων και των ξένων συμμάχων της, να παλέψει για την κατάληψη της εξουσίας. Με άλλα λόγια, δεν κατόρθωσε συνειδητά και σχεδιασμένα να εξελίξει τον ένοπλο απελευθερωτικό αγώνα σε σοσιαλιστική επανάσταση, γεγονός που στοίχισε στο ΚΚΕ και στις κοινωνικές δυνάμεις που εκπροσωπούσε –την εργατική τάξη, τη φτωχή αγροτιά και τη λαϊκή διανόηση– μια σκληρή πενταετία ένοπλης επίθεσης από την αστική τάξη και τους Αγγλοαμερικανούς συμμάχους της, έως ότου κατόρθωσαν να επαναθεμελιώσουν την αστική εξουσία.

Το ΚΚΕ μελέτησε την ιστορία του «κατάματα», χωρίς να φοβάται την αλήθεια, κατά την προτροπή του Λένιν. Κοινοποίησε τα συμπεράσματα όχι μόνο στα μέλη του, αλλά δημόσια, σήκωσε αυτοκριτικά το βάρος των λαθών στρατηγικής, του θεωρητικού τους υπόβαθρου, ενώ οι ηρωικές πράξεις και η αυτοθυσία του ΚΚΕ εκείνης της περιόδου αποδεικνύουν ότι δεν είχε πρόθεση υποταγής στον καπιταλισμό.

Καταλογίζουμε στο δικό μας Κόμμα, στη δική μας ηγεσία την πρώτη ευθύνη γιατί δεν κατορθώσαμε να συνειδητοποιήσουμε την ανάγκη να ξεμπερδεύουμε από αυταπάτες για πολιτικές συνεργασίες με τμήματα της αστικής τάξης που τα θεωρούσαμε δημοκρατικά, αντιφασιστικά, «φιλειρηνικά». Βεβαίως και είναι δική μας η ευθύνη γιατί προχωρήσαμε στις Συμφωνίες του Λιβάνου και της Καζέρτα για τη διαμόρφωση Κυβέρνησης Εθνικής Ενότητας και Εθνικού Στρατού, που ουσιαστικά υπέτασσε τις ένοπλες λαϊκές δυνάμεις στις αστικές βρετανοελληνικές δυνάμεις, ακύρωνε τα λαϊκά όργανα που είχαν διαμορφωθεί στις απελευθερωμένες περιοχές, άνοιγε το δρόμο πολιτικής ανασύνταξης της αστικής τάξης κι ανατροπής του συσχετισμού σε βάρος των εργατικών-λαϊκών δυνάμεων. Είναι δική μας ευθύνη γιατί αυτή η αυταπάτη οδήγησε τις εργατικές-λαϊκές δυνάμεις στη Μάχη της Αθήνας το Δεκέμβρη του 1944 από θέση άμυνας κι όχι επίθεσης, γιατί προχωρήσαμε στη Συμφωνία της Βάρκιζας, με την οποία παραδώσαμε τα όπλα του ΕΛΑΣ.

Το Κόμμα μας ήταν εγκλωβισμένο στη γραμμή της ονομαζόμενης Λαϊκής Δημοκρατίας, που από την άποψη των πολιτικών στόχων περιλάμβανε την κατάργηση της βασιλείας, τη σύγκληση Συντακτικής Συνέλευσης με όρους αστικής δημοκρατίας. Είχε μονόπλευρο μέτωπο απέναντι στις στρατιωτικές και άλλες οργανώσεις που είχαν συνεργαστεί με τις φασιστικές δυνάμεις κατοχής κι όχι και σ’ εκείνες τις οργανώσεις και πολιτικά κόμματα που βέβαια είχαν καταφέρει ν’ ανακάμψουν με τη σημαντική στρατιωτική ενίσχυση αρχικά του βρετανικού και στη συνέχεια του βορειοαμερικανικού ιμπεριαλισμού, που πάσχιζαν να εγκλωβίσουν το ΚΚΕ για να εξουδετερώσουν την πολιτική και στρατιωτική επιρροή του, να επαναφέρουν το συσχετισμό δυνάμεων προς όφελος της αστικής εξουσίας.

Εκτιμάμε ότι, αν το ΚΚΕ είχε τότε την ιδεολογική και πολιτική ωριμότητα, θα διόρθωνε τη στρατηγική του μέσα στο καμίνι της ταξικής πάλης στα χρόνια 1943-1945 κι έτσι θα δημιουργούσε καλύτερες συνθήκες για την απόσπαση ολοκληρωμένης στήριξης και από τα ΚΚ εξουσίας, της Σοβιετικής Ένωσης και των γειτονικών βαλκανικών χωρών. Θεωρούμε ότι αυτή θα ήταν πολύ καλύτερη συμβολή και στον αγώνα των κομμουνιστικών δυνάμεων που πάλευαν για την οικοδόμηση της νέας κοινωνίας, αλλά και στον αγώνα τους ενάντια σε μια νέα ιμπεριαλιστική επίθεση σε βάρος τους.

 

Η ΣΧΕΣΗ ΤΗΣ ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΗΣ ΤΟΥ ΚΚΕ ΜΕ ΤΗ ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΗ ΤΗΣ ΚΔ

Πέραν των καθοριστικών ευθυνών του ΚΚΕ, δεν μπορούμε να παραβλέψουμε ότι αντίστοιχα λάθη στρατηγικής έγιναν την ίδια περίοδο και στη γειτονική μας Ιταλία, αλλά και σε άλλες χώρες, ίσως με όχι τόσο ευνοϊκό συσχετισμό δυνάμεων, αλλά και λίγο πριν ξεσπάσει ο πόλεμος στην Ισπανία, στη Γαλλία, στην Αυστρία, όπως ήδη αναφέραμε, ενώ διαφορετική είναι η περίπτωση της πάλης για την εξουσία στις Λαϊκές Δημοκρατίες της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης με την καθοριστική συμβολή του Κόκκινου Στρατού και συνολικά της ΕΣΣΔ.

Δεν μπορούμε να μην ανατρέξουμε στη σχέση της στρατηγικής αντίληψης του Κόμματός μας με τη στρατηγική αντίληψη της ΚΔ κατά τις δεκαετίες 1930 και 1940, ν’ αγνοήσουμε την επίδραση της στρατηγικής, που υιοθέτησε το 7ο Συνέδριο της ΚΔ, στη στρατηγική του ΚΚΕ (6ο Συνέδριο του 1935). Δεν μπορούμε να παραβλέψουμε τις αντιφατικές ή και καθαρά ανασταλτικές υποδείξεις του ΚΚΣΕ προς το ΚΚΕ στην περίοδο 1945-19476 σε σχέση με την ανάπτυξη γενικευμένου ένοπλου ταξικού αγώνα, αλλά και ως προς τον ουτοπικό πολιτικό στόχο της λεγόμενης «πολιτικής εξομάλυνσης».

Η εξέλιξη του αγώνα του ΚΚΕ κατά το Β΄ Παγκόσμιο ιμπεριαλιστικό Πόλεμο και στην πενταετία που ακολούθησε δεν μπορεί να εξεταστεί αποσπασμένα από τη γραμμή πάλης του Διεθνούς Κομμουνιστικού Κινήματος, μέρος του οποίου συνειδητά αποτελούσε το ΚΚΕ κι ανεξάρτητα από το γεγονός ότι η υπόσταση του Διεθνούς Κομμουνιστικού Κινήματος δεν είχε μετά από το 1943 τη μορφή της ΚΔ, αλλά πέρασε από τη σχεδόν δεκαετή λειτουργία του Γραφείου Πληροφοριών (1947-1956) στη μορφή των διμερών σχέσεων και των Διεθνών Συναντήσεων των Κομμουνιστικών κι Εργατικών Κομμάτων.

Μάλιστα, στην περίπτωση του Κόμματός μας, αλλά και των κομμάτων εξουσίας στην Κεντρική και Ανατολική Ευρώπη, ήταν καθοριστικά αρνητική η παρέμβαση του ΚΚΣΕ μετά από το 20ό Συνέδριό του (1956), όπου συντελέστηκε δεξιά οπορτουνιστική παρέκκλιση, ενώ αρνητική ήταν η παρέμβαση του ΚΚΣΕ και προηγούμενα στο Σχέδιο Προγράμματος του 1953.

Στρέφουμε τον προβληματισμό μας στα κοινά στοιχεία που είχε το Πρόγραμμα του ΕΑΜ ως προς το διαχωρισμό της πολύ μεγάλης καπιταλιστικής ιδιοκτησίας, κυρίως των ξένων μονοπωλίων, από την καπιταλιστική ιδιοκτησία μεσαίου μεγέθους, αλλά και τη χαρακτηριζόμενη ως εθνικού προσανατολισμού, με την ανάλογη στάση σειράς ΚΚ που έγιναν κόμματα εξουσίας μετά από το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, π.χ., στην Κεντρική και Ανατολική Ευρώπη, στην Κίνα.

Με αυτήν την έννοια, θεωρούμε ότι τα συμπεράσματα από τη μελέτη της στρατηγικής του ΚΚΕ έχουν ρίζες σε βαθύτερα συμπεράσματα που αφορούν τη στρατηγική του Διεθνούς Κομμουνιστικού Κινήματος, αλλά και θεωρητικά ζητήματα της σοσιαλιστικής επανάστασης και της σοσιαλιστικής-κομμουνιστικής οικοδόμησης. Σε σημαντικό βαθμό έχουν ως βάση τους προβλήματα θεωρητικής καθυστέρησης, που αφορούν τόσο φαινόμενα της καπιταλιστικής εξέλιξης πριν το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο όσο και της σοσιαλιστικής οικοδόμησης στην ΕΣΣΔ, με αντανάκλασή τους στο πεδίο της στρατηγικής.

Τα περισσότερα ΚΚ, κατά το Μεσοπόλεμο και μετά από το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, δεν μπόρεσαν έμπρακτα να επιβεβαιώσουν την ιδεολογική-πολιτική πρωτοπορία τους, μη φοβηθούμε να παραδεχτούμε ότι δεν μπόρεσαν ν’ αναδειχτούν πρωτοπόρα στην ανάπτυξη της θεωρίας της επαναστατικής ταξικής πάλης, κι αυτό επέδρασε αρνητικά και στην ανάπτυξη της επαναστατικής στρατηγικής. Από αυτό πηγάζει και η κρίση του Διεθνούς Κομμουνιστικού Κινήματος, η αδυναμία έγκαιρης αντιμετώπισης του οπορτουνισμού και σε κόμματα εξουσίας, πριν ωριμάσει σε ανοιχτή προδοσία μέσα στα ίδια τα ΚΚ και τα μετατρέψει σε φορείς της αντεπανάστασης, με αποτέλεσμα τη νίκη της σε σειρά χωρών της σοσιαλιστικής οικοδόμησης.

Οι Μαρξ - Ένγκελς - Λένιν μελέτησαν σε βάθος πολύ μικρότερης εμβέλειας ήττες του επαναστατικού εργατικού κινήματος, όπως της Παρισινής Κομμούνας, ο Λένιν της επανάστασης του 1905-1907 στη Ρωσία, ώστε να καταλήξουν σε συμπεράσματα που θα ενίσχυαν το επαναστατικό εργατικό κίνημα.

Το ίδιο οφείλουμε να κάνουμε κι εμείς ως ΚΚ. Οφείλουμε να μελετήσουμε πιο διεισδυτικά πρώτ’ απ’ όλα την ιστορία της ΚΔ, αλλά και των μετέπειτα μορφών έκφρασης του Διεθνούς Κομμουνιστικού Κινήματος, π.χ. του Γραφείου Πληροφοριών των ΚΚ, των Διεθνών Συνδιασκέψεων των Εργατικών και Κομμουνιστικών Κομμάτων.

Το ΚΚΕ βρίσκεται σε μια τέτοια διαδικασία, η οποία δεν έχει ακόμα ολοκληρωθεί. Στην παρούσα συνάντηση καταθέτουμε ορισμένους προβληματισμούς και πρώτα συμπεράσματα, φιλοδοξώντας να δώσουμε συνέχεια, ίσως και μέσα στο 2019, οργανώνοντας μια διεθνή κομμουνιστική ημερίδα.

 

ΕΜΠΛΟΥΤΙΣΜΟΣ ΤΗΣ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΙΚΗΣ ΚΟΜΜΟΥΝΙΣΤΙΚΗΣ ΑΝΤΙΛΗΨΗΣ ΤΟΥ ΚΚΕ ΜΕ ΒΑΣΗ ΤΗΝ ΠΕΙΡΑ ΤΗΣ ΣΟΣΙΑΛΙΣΤΙΚΗΣ ΟΙΚΟΔΟΜΗΣΗΣ ΣΤΟΝ 20ό ΑΙΩΝΑ

Στην τελευταία δεκαετία του 20ού αιώνα κυριάρχησε η αντεπανάσταση, το κλείσιμο του πρώτου ιστορικού εγχειρήματος περάσματος από τον καπιταλισμό στο σοσιαλισμό, ως ανώριμη βαθμίδα του κομμουνισμού.

Η αδυναμία του υποκειμενικού παράγοντα είναι προφανής εκ του αποτελέσματος, με δεδομένο ότι η αντεπαναστατική ανατροπή δεν επήλθε μέσω μιας άμεσης ιμπεριαλιστικής επέμβασης, αλλά κυρίως μέσω εσωτερικών αντεπαναστατικών διαδικασιών.

Ωστόσο, οφείλουμε να διερευνήσουμε και το έδαφος των οικονομικών-κοινωνικών αντιθέσεων πάνω στο οποίο εξελίχτηκε η υποκειμενική αδυναμία, η εξέλιξή της σε οπορτουνισμό και ανοιχτή προδοσία. Οφείλουμε ν’ αναζητήσουμε, ν’ ανακαλύψουμε κοινά χαρακτηριστικά, κοινωνικές νομοτέλειες που διέπουν την κοινωνική οπισθοδρόμηση, είτε με τη μορφή της νίκης της αντεπανάστασης σε χώρες που είχε ξεκινήσει η επαναστατική σοσιαλιστική οικοδόμηση είτε με τη μορφή ήττας ένοπλων εργατικών-λαϊκών εξεγέρσεων ή και επαναστάσεων.

Το ΚΚΕ, μελετώντας τη δική του ιστορία σε συνάρτηση με την ιστορία του Διεθνούς Κομμουνιστικού Κινήματος, αποτύπωσε τα συμπεράσματα των ερευνών του στη συνεδριακή Απόφαση για το Σοσιαλισμό κατά τον 20ό αιώνα, στους Τόμους του Δοκιμίου Ιστορίας του ΚΚΕ, τα ενσωμάτωσε στην επεξεργασία του Προγράμματός του.

Ξεχωρίζουμε ως θεμελιώδες το εξής ζήτημα:

Η εργατική τάξη δε μοιράζεται την εξουσία με καμιά άλλη κοινωνική δύναμη κι αυτό αφορά και τις σύμμαχες προς αυτήν δυνάμεις των αυτοαπασχολούμενων, κυρίως στην αγροτική παραγωγή ή και σε κάποιες περιορισμένες υπηρεσίες (π.χ. καλλωπισμού, καθαριότητας, εστίασης) για όσο θα υφίστανται.

Είναι θεμελιακή προγραμματική θέση, καθοριστική για το χαρακτήρα της εργατικής εξουσίας, για τον τρόπο οργάνωσης της εργατικής ως τάξης που όχι μόνο καταργεί τους εκμεταλλευτές της, αλλά και αναμορφώνεται, αναπτύσσεται ως κυρίαρχη τάξη που εκπροσωπεί την άμεσα κοινωνική παραγωγή.

Από αυτήν τη θέση απορρέουν:

Η οργάνωση της εργατικής τάξης από κάτω προς τα πάνω, με αναφορά το χώρο εργασίας, με κύτταρο τη Γενική Συνέλευση, με εκλογή εκπροσώπων και αντιπροσώπων για τα Εργασιακά και Κλαδικά-Τομεακά Συμβούλια που έχουν πλήρεις αρμοδιότητες –λήψης αποφάσεων, εκτέλεσής τους, ελέγχου, τήρησης του σοσιαλιστικού δικαίου– για το χώρο ευθύνης τους.

Η συγκρότηση των επαναστατικών οργάνων σε κεντρικό επίπεδο δεν έχει καμία σχέση με μετάλλαξη ή μετεξέλιξη των αστικών κεντρικών οργάνων (όπως το κοινοβούλιο και η κυβέρνηση). Αυτά συνδέονται με τα ενδιάμεσα και κατώτερα όργανα εργατικής εξουσίας μέσω του δημοκρατικού συγκεντρωτισμού και διαπνέονται και υπηρετούν τον επιστημονικό κεντρικό σχεδιασμό για την οργάνωση της οικονομίας, όλων των πτυχών της κοινωνίας, με στόχο την ολοένα σε ανώτερο επίπεδο ικανοποίηση των κοινωνικών αναγκών. Η οργάνωση της εργατικής εξουσίας από κάτω προς τα πάνω και αντίστροφα δεν υποτιμά την κλαδική και περιφερειακή εξειδίκευσή του, η οποία όμως δεν τον αναιρεί. Δηλαδή δεν ταυτίζεται με την κατακερματισμένη αντίληψη της «αυτοδιαχείρισης», στην οποία πρωτοστάτησε η Γιουγκοσλαβία. Λάθη στην υποκειμενική προσέγγιση του κεντρικού σχεδιασμού δε δικαιώνουν τη λαθεμένη στρατηγική της αποσπασμένης «αυτοδιαχείρισης», την οποία δεν έχουν αποβάλει ακόμα εργατικά κόμματα από το χώρο της πρώην Γιουγκοσλαβίας.

Στόχος της επαναστατικής εργατικής εξουσίας είναι η οργάνωση και η ένταξη κάθε ικανού προς εργασία στην άμεσα κοινωνική παραγωγή ή στις κοινωνικές υπηρεσίες, επομένως και η σχεδιασμένη κατάργηση της ατομικής εμπορευματικής παραγωγής ή υπηρεσίας.

Γι’ αυτό άλλωστε η όποια συνειδητά σχεδιασμένη παραχώρηση δικαιωμάτων στους αυτοαπασχολούμενους είναι συγκεκριμένη, διακριτή, έχει μεταβατικό χαρακτήρα, π.χ., συμβούλια συνεταιρισμένων αγροτών, ποσοστιαία εκπροσώπησή τους σε κεντρικά όργανα εξουσίας.

Όχι μόνο η ίδια η εργατική δύναμη πρέπει να πάψει να αποτελεί εμπόρευμα, αλλά και τα προϊόντα της, πράγμα που σημαίνει ότι σχεδιασμένα θα καταργούνται οι εμπορευματικές-χρηματικές σχέσεις, θ’ αναμορφώνεται η κατανομή της κοινωνικής παραγωγής με ρυθμίσεις λογιστικού χαρακτήρα που έχουν αφετηρία τους τον απαιτούμενο χρόνο παραγωγής-αποθήκευσης του προϊόντος, το γενικό επίπεδο των διαμορφωμένων αναγκών και άλλα ιδιαίτερα κοινωνικά κριτήρια, π.χ., ανάγκες παιδιών, γυναικών, υπερηλίκων, χρόνια πασχόντων κλπ.

Στόχος της επαναστατικής εργατικής εξουσίας είναι όχι μόνο η γενική μείωση του εργάσιμου χρόνου, αλλά και η μετατροπή της εργασίας από αναγκαστική για την εξασφάλιση μέσων συντήρησης σε μέσο δημιουργίας, από καταναγκασμό σε συνειδητή ανάγκη. Φυσικά αυτό προϋποθέτει μια πολύ μεγαλύτερη και ισόμετρη ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων, όλων των μελών της σοσιαλιστικής κοινωνίας, την εξάλειψη κοινωνικών ανισοτήτων και αντιθέσεων, όπως είναι μεταξύ πνευματικής και χειρωνακτικής εργασίας, μεταξύ επιτελικής κι εκτελεστικής εργασίας, μεταξύ πόλης και υπαίθρου με στόχο τον εκσυγχρονισμό κάθε οικισμού και τη βιομηχανική διασύνδεση κάθε μονάδας αγροτικής παραγωγής. Η σχεδιασμένη κατάργηση της ατομικής ή συνεταιριστικής ιδιοκτησίας αφορά και την αγροτική παραγωγή. Άλλωστε, τα σύγχρονα επιστημονικά και τεχνολογικά επιτεύγματα μπορούν να προστατεύσουν τη γη, το περιβάλλον γενικότερα, τον εργάτη γης και το αγροτικό προϊόν από τις φυσικές καταστροφές μόνο μέσω της εκτεταμένης μηχανοποίησης-αυτοματοποίησης και κεντρικά σχεδιασμένων διαμορφωμένων υποδομών.

Σε τελευταία ανάλυση, ο ιδεολογικός - πολιτικός - οργανωτικός καθοδηγητικός ρόλος του Κομμουνιστικού Κόμματος πρέπει να εκφράζεται όχι μόνο στην οικονομία, αλλά και σε όλους τους μηχανισμούς και τα μέσα που επιδρούν στην ανάπτυξη της κομμουνιστικής συνείδησης και στη διαμόρφωση κομμουνιστικής συμπεριφοράς: Εκπαίδευση, πολιτισμός, Μέσα Ενημέρωσης κλπ. Είναι μια διαρκής διαδικασία η επιβεβαίωση του καθοδηγητικού ρόλου του Κόμματος στις νέες συνθήκες, της επαναστατικής οικοδόμησης της νέας κοινωνίας, στη διαμόρφωση των νέων κοινωνικών σχέσεων σε όλες τις εκδηλώσεις της κοινωνίας, σε όλους τους τομείς δράσης, έτσι ώστε να δημιουργούνται οι προϋποθέσεις κατάργησης κοινωνικών ανισοτήτων ακόμα και μέσα στην ίδια την εργατική τάξη. Σχεδιασμένα, σταδιακά, αλλά και σταθερά να αντικαθίστανται οι μηχανισμοί καταναγκασμού ακόμα και της ίδιας της τάξης με μηχανισμούς αυτοδιοίκησης.

Η ιστορία του κομμουνιστικού κινήματος κατά τους 20ό και 21ο αιώνες αναδεικνύει την ανάγκη βαθύτερης ενασχόλησης με νομοτέλειες που αφορούν το Κομμουνιστικό Κόμμα, τον καθοδηγητικό ρόλο του στη θεμελίωση, επέκταση, πλήρη επικράτηση όλων των νέων (των κομμουνιστικών) κοινωνικών σχέσεων, στη διαμόρφωση του νέου τύπου εργαζόμενου ως παραγωγού και διαχειριστή κοινωνικού προϊόντος, ως οργανωτή και υπερασπιστή της κοινωνικής παραγωγής και κοινωνικής ιδιοκτησίας. Το ζήτημα αυτό σχετίζεται με νομοτέλειες ως προς τη διαρκή ανανέωση της επαναστατικής πρωτοπορίας, την έκφρασή της στα καθοδηγητικά όργανα, την ικανότητα αναγνώρισης, αξιολόγησης, μη ανοχής - καταπολέμησης οπορτουνιστικών θέσεων κλπ.

Παρά τα άλματα της πρώτης περιόδου της σοσιαλιστικής οικοδόμησης πρώτ’ απ’ όλα στη Σοβιετική Ένωση, αλλά κι αλλού, π.χ. στην Κίνα, ούτε σε θεωρητικό, ούτε σε πρακτικό πολιτικό επίπεδο μακροπρόθεσμα ανταποκρίθηκαν τα ΚΚ εξουσίας στις απαιτήσεις διαμόρφωσης της νέας κομμουνιστικής κοινωνίας, στη διεξαγωγή των εσωτερικών ιδεολογικών-πολιτικών και κοινωνικών μαχών προς όφελος της κομμουνιστικής οικοδόμησης.

Στην πορεία, η σύγκλιση του οπορτουνισμού στα ΚΚ των ισχυρών καπιταλιστικών χωρών με τον οπορτουνισμό των ΚΚ εξουσίας αφόπλισε το εργατικό κίνημα παγκόσμια, το έκανε θεατή της κλιμακούμενης αντεπανάστασης στις χώρες της σοσιαλιστικής οικοδόμησης.

 

ΣΥΝΟΠΤΙΚΗ ΕΚΤΙΜΗΣΗ ΤΗΣ ΠΑΛΗΣ ΜΕΤΑΞΥ ΚΑΠΙΤΑΛΙΣΜΟΥ-ΚΟΜΜΟΥΝΙΣΜΟΥ ΚΑΤΑ ΤΟΝ 20ό ΑΙΩΝΑ

Κατά τις αρχές του 20ού αιώνα, ορισμένες προκαπιταλιστικές επιβιώσεις είχαν ως αποτέλεσμα την καθυστέρηση συγκρότησης καθαρής αστικής εξουσίας σε χώρες όπως η Τσαρική Ρωσία, η Κίνα και άλλες. Αυτή η καθυστέρηση εκφραζόταν και στην ύπαρξη αγροτών ως πλειοψηφιών στους πληθυσμούς τους, που έδωσε τη δυνατότητα να τραβηχτεί η εξεγερτική ορμή τους (κυρίως πολύ φτωχών, άκληρων εργατών γης, αλλά και ημιπρολετάριων του χωριού) με την προλεταριακή επανάσταση, σε συνθήκες που η αστική τάξη γενικά, παγκόσμια, είχε γίνει αντιδραστική δύναμη, και αυτό επηρέαζε και εθνικά τμήματά της που δεν είχαν ακόμα πλήρως απαλλαγεί από το πιο ασφυκτικό-αντιδραστικό ημιφεουδαρχικό εποικοδόμημα. Έτσι, δόθηκε η δυνατότητα η πάλη ενάντια στα ημιφεουδαρχικά κατάλοιπα ή ενάντια στην ημιαποικιακή εκμετάλλευση, π.χ., της Ιαπωνίας ενάντια στην Κίνα, να συνδεθεί με την πάλη για την εργατική εξουσία. Πιο καθαρά αυτό έγινε στη Ρωσία, μεταξύ της επανάστασης του Φλεβάρη του 1917 και του Οκτώβρη, με αιχμή του δόρατος τη μεγάλη λαϊκή δυσαρέσκεια από τον πόλεμο και την έλλειψη θέλησης της «προσωρινής» αστικής κυβέρνησης του Φλεβάρη να βγει από αυτόν. Ωστόσο, μετά από τη νίκη της Οκτωβριανής Επανάστασης, το αγροτικό στοιχείο αποτελούσε σημαντικό βαρίδι στην οικοδόμηση της νέας κοινωνίας, στην υπέρβαση των καπιταλιστικών σχέσεων εκεί που δεν είχαν διαμορφωθεί. Η ταξική πάλη, η πολιτική του Κόμματος των Μπολσεβίκων πέρασε διάφορες φάσεις, με πιο καθαρή την αντιμετώπιση των κουλάκων, αργότερα των μεσαίων αγροτών στη φάση της εκτεταμένης συνεταιριστικοποίησης, που κι αυτή πέρασε φάσεις με επιτυχίες, αλλά και αδυναμίες. Είναι, όμως, γεγονός ότι δεν εξαλείφθηκε η δυνατότητα διακράτησης υπερπροϊόντος από το συνεταιρισμό ή και μεμονωμένα από τους συνεταιρισμένους αγρότες. Έγινε πηγή ενίσχυσης των εμπορευματικών-χρηματικών σχέσεων, που στη συνέχεια επεκτάθηκαν και μεταξύ των βιομηχανικών μονάδων, αντικατέστησαν την κατανομή μέσω του κεντρικού περιφερειακού σχεδιασμού.

Από την άλλη μεριά, ήδη πριν τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, στις χώρες του τότε αναπτυγμένου καπιταλισμού, η αποικιακή και γενικότερα η εμπορευματική εκμετάλλευση των παραγωγικών δυνάμεων και του φυσικού πλούτου άλλων χωρών έδωσε τη δυνατότητα μαζικής εξαγοράς του εργατικού κινήματος, ενσωμάτωσης ηγεσιών του πολιτικού εργατικού κινήματος στα όρια της αστικής νομιμότητας, στις επιλογές μορφών της αστικής εξουσίας όπως του αστικού κοινοβουλευτισμού. Αυτό δεν αφορά μόνο τη σοσιαλδημοκρατία πριν και μετά από τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Στη συνέχεια, και ιδιαίτερα μετά από το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, η διαβρωτική εξαγορά, σε συνδυασμό με την αντικομμουνιστική τρομοκρατία, επέδρασε αντεπαναστατικά στο κομμουνιστικό κίνημα σε χώρες όπως οι ΗΠΑ, η Ιαπωνία. Σε αυτήν τη βάση ενισχύθηκε ο οπορτουνισμός σε ΚΚ χωρών όπως η Γαλλία, η Ισπανία, η Ιταλία, διαμορφώθηκε ο «ευρωκομμουνισμός». Διατηρήθηκαν οι μεσοπολεμικές ουτοπικές ή και συνειδητά οπορτουνιστικές αντιλήψεις για «φιλειρηνικές» αστικές πολιτικές δυνάμεις, για «συνεπείς» αντιφασιστικές αστικές δυνάμεις, παρακάμπτοντας το γεγονός ότι ο ίδιος ο καπιταλισμός είναι η μήτρα του φασισμού, κάθε μορφής εκτροπής από τον αστικό κοινοβουλευτισμό και κάθε μορφής ιμπεριαλιστικού πολέμου.

Το συμπέρασμα αυτό είναι θεμελιακό για την ιδεολογική - πολιτική - οργανωτική ανασυγκρότηση του Διεθνούς Κομμουνιστικού Κινήματος. Αφορά κάθε ΚΚ σε οποιαδήποτε ήπειρο, αφορά ΚΚ σε χώρες που μαίνεται ήδη ο ιμπεριαλιστικός πόλεμος, όπως στη Μέση Ανατολή, ή ΚΚ χωρών γύρω από τη Μεσόγειο, στα Βαλκάνια, όπου πυκνώνουν οι ιμπεριαλιστικές αντιθέσεις και ανταγωνισμοί, τα σύννεφα του πολέμου.

Όμως αυτό το συμπέρασμα δεν είναι ακόμα γενικά αποδεκτό, δεν εκφράζεται στις προγραμματικές θέσεις και στην πολιτική συμμαχιών σειράς ΚΚ που ακόμα επιλέγουν πολιτική συμμαχία με σοσιαλδημοκρατικό ή «αριστερό» ή και «δημοκρατικό» αστικό κόμμα, διαλέγουν ως σταθερή ξένη συμμαχία ένα καπιταλιστικό κράτος έναντι άλλου, μια στρατιωτική-πολιτική συμμαχία έναντι άλλης, μια οικονομική-νομισματική ένωση έναντι άλλης.

Συχνά αυτές οι επιλογές δικαιολογούνται ως προγραμματική ή και τακτική πολιτική επεξεργασία, προσαρμοσμένη στις «εθνικές ιδιομορφίες και ιδιαιτερότητες». Έτσι παρακάμπτονται, έστω και ασυνείδητα, νομοτέλειες της ταξικής πάλης, της σοσιαλιστικής επανάστασης, καθώς και της σοσιαλιστικής οικοδόμησης.

Καμιά ιδιομορφία-ιδιαιτερότητα της Κίνας, για παράδειγμα, δεν μπορεί να δικαιολογήσει ύπαρξη εκτεταμένων καπιταλιστικών σχέσεων, εξαγωγή κεφαλαίου παγκόσμια, ως ιδιαιτερότητα ενός «μακρόχρονου περάσματος από τον καπιταλισμό στο σοσιαλισμό με κινεζικά χρώματα».

Η Συνάντηση της Κωνσταντινούπολης με πρωτοβουλία του ΚΚ Τουρκίας έδωσε τη δυνατότητα συντροφικής συζήτησης τέτοιων κρίσιμων ζητημάτων και φιλοδοξούμε ότι από αυτήν την άποψη μπορεί να συμβάλει στην ανάπτυξη της επαναστατικής στρατηγικής ενότητας του κομμουνιστικού κινήματος στην ευρύτερη περιοχή μας, στην Ευρασία, παγκόσμια.

Διατρέχοντας προς το τέλος της δεύτερης δεκαετίας του 21ου αιώνα, εξακολουθεί να παραμένει για το Κόμμα μας ο στόχος της συγκρότησης ενός μαρξιστικού-λενινιστικού πόλου στο Διεθνές Κομμουνιστικό Κίνημα, εξακολουθεί να παραμένει προς κατάκτηση η ιδεολογική-στρατηγική ενότητα του Διεθνούς Κομμουνιστικού Κινήματος, τουλάχιστον όσον αφορά εκείνα τα ΚΚ που θεωρητικά αποδέχονται τις θεμελιακές μαρξιστικές-λενινιστικές θέσεις για τον επαναστατικό ρόλο της εργατικής τάξης στην κοινωνική πρόοδο, για την κατάργηση της καπιταλιστικής και κάθε άλλης μορφής εκμετάλλευσης της εργατικής δύναμης μέσω της σοσιαλιστικής επανάστασης, για την ανάγκη κοινωνικοποίησης των συγκεντρωμένων-αναπτυγμένων μέσων παραγωγής, για τον κεντρικό σχεδιασμό ως νομοτέλεια στην οργάνωση της κοινωνικής παραγωγής και των κοινωνικών υπηρεσιών, που από αυτήν την αφετηρία κριτικά υπερασπίζονται το πρώτο ιστορικό εγχείρημα της σοσιαλιστικής οικοδόμησης κατά τον 20ό αιώνα.

Βέβαια, η διαμόρφωση Προγράμματος κάθε ΚΚ στη χώρα του οφείλει να πατά γερά στην ανάλυση της δικής του κοινωνικής-οικονομικής πραγματικότητας, υπολογίζοντας, π.χ., το εύρος των ατομικών παραγωγών στην αγροτική και βιοτεχνική παραγωγή, τη διασπορά του λιανικού εμπορίου, των τουριστικών-επισιτιστικών εργασιών, άλλων επιστημονικών, καλλιτεχνικών εργασιών και να επεξεργάζεται γραμμή συμμαχίας με τα κατώτερα τμήματά τους, αδρανοποίησης κάποιων μεσαίων, πολύ περισσότερο αποδυνάμωσης των ανώτερων τμημάτων τους, να χαράζει πολιτική προοπτικής ένταξης των μεσαίων στρωμάτων στην άμεσα κοινωνική εργασία με όρους ακόμα και αναβάθμισης της επιστημονικής-καλλιτεχνικής εργασίας τους.

Επίσης είναι φανερό ότι και ο βαθμός επίδρασης θρησκευτικών δογμάτων, ιστορικών φυλετικών εθνολογικών και άλλων παραδόσεων κλπ. δε συμβαδίζει πάντα με το βαθμό της καπιταλιστικής οικονομικής ανάπτυξης, η οποία στο πλαίσιο ενός αστικού κράτους μπορεί συχνά να εμφανίζει πολύ μεγαλύτερη ανισομετρία, π.χ. στις σύγχρονες Ινδία, Τουρκία, Βραζιλία, Αργεντινή, Νότια Αφρική. Αποτέλεσμα αυτής της ανισομετρίας είναι και η πρωτοφανής για τον 21ο αιώνα επιβίωση κραυγαλέων ανισοτιμιών και συμπεριφορών βίας του άντρα σε βάρος της γυναίκας με βάση εθιμικό ή και νομικό δίκαιο, κυρίως στην Αφρική και στην Ασία.

Όλες αυτές και άλλες ιδιαιτερότητες οπωσδήποτε βάζουν τη δική τους χροιά στην επεξεργασία του Προγράμματος του ΚΚ σε κάθε χώρα, αλλά δεν μπορεί να αναιρούν νομοτέλειες της σοσιαλιστικής επανάστασης και της σοσιαλιστικής οικοδόμησης, όπως έδειξε και η ιστορική πείρα.

Επομένως, αν και αναγκαία η ιδεολογική-στρατηγική ενότητα του Διεθνούς Κομμουνιστικού Κινήματος, που πρέπει να εκφραστεί με μεγαλύτερου βάθους και εμβέλειας συναντίληψη της πορείας του καπιταλισμού σήμερα, του χαρακτήρα όλων των ιμπεριαλιστικών συμμαχιών και πολέμων, των καπιταλιστικών ανταγωνισμών, των δυνατοτήτων κοινής πάλης των εργατικών-λαϊκών κινημάτων διαφορετικών χωρών, δεν μπορεί να εκφραστεί βεβιασμένα ή με οργανωτικές μορφές που θα αντιγράφουν τις συνθήκες ίδρυσης και λειτουργίας της ΚΔ. Δεν μπορεί, με άλλα λόγια, να επαναλάβει μια μορφή παγκόσμιας οργάνωσης του εργατικού κινήματος με μεγάλο βαθμό ανισομετρίας στην ιδεολογική - πολιτική - οργανωτική ωριμότητα των ΚΚ διαφορετικών χωρών ή να πάρει τη μορφή επανίδρυσης της ΚΔ. Μπορούν όμως να πυκνώσουν οι ιδεολογικές θεματικές συζητήσεις, οι κοινές πρωτοβουλίες κι ενέργειες σε όλα τα πεδία –ιδεολογικό, πολιτικό, μαζικό– ώστε να σφυρηλατούν το συντονισμό δράσης σε ενιαία στρατηγική απέναντι στο διεθνές ιμπεριαλιστικό σύστημα. Σίγουρα μας χρειάζονται περισσότερα και ισχυρότερα μέσα από αυτά που σήμερα διαθέτουμε, π.χ., την Ευρωπαϊκή Κομμουνιστική Πρωτοβουλία, τη Διεθνή Κομμουνιστική Επιθεώρηση κλπ., τα οποία μπορούμε και πρέπει να αποκτήσουμε.

Σίγουρα η ολόπλευρη μελέτη της ΚΔ, σε συνδυασμό με την ανάπτυξη της κομμουνιστικής ιδεολογίας και την πείρα της συντονισμένης διεθνούς κομμουνιστικής πάλης, θα ωριμάσει και θα εμφανίσει νέα οργανωτικά σχήματα του Διεθνούς Κομμουνιστικού Κινήματος, ώστε ν’ αποκτήσει σάρκα και οστά το πάντα επίκαιρο σύνθημα «Προλετάριοι όλων των χωρών, ενωθείτε!».

 


ΣημειώσειςΣημειώσεις

* Το παρόν άρθρο διαμορφώθηκε στη βάση της παρέμβασης της Ελένης Μπέλλου, μέλους του ΠΓ της ΚΕ του ΚΚΕ, στη Συνάντηση των Κομμάτων της Ευρωπαϊκής Κομμουνιστικής Πρωτοβουλίας στην Κωνσταντινούπολη στις 16-17 Φλεβάρη 2019. Η παρέμβαση είχε τίτλο: Συμπεράσματα από τη στρατηγική του ΚΚΕ στη δεκαετία του 1940 στο πρίσμα της στρατηγικής του Διεθνούς Κομμουνιστικού Κινήματος και των συμπερασμάτων από τη σοσιαλιστική επανάσταση-οικοδόμηση στον 20ό αιώνα.

1. Στη συνάντηση συμμετείχαν με γραπτές τοποθετήσεις τα εξής κόμματα: Ουγγρικό Εργατικό Κόμμα, Κομμουνιστικό Κόμμα της Σουηδίας, Κομμουνιστικό Κόμμα της Νορβηγίας, Κομμουνιστικό Κόμμα, Ιταλία, Κομμουνιστικό Εργατικό Κόμμα - Για την Ειρήνη και το Σοσιαλισμό (Φινλανδία), Κομμουνιστικό Επαναστατικό Κόμμα Γαλλίας (PCRF), Κομμουνιστικό Κόμμα Ελλάδας, Κομμουνιστικό Κόμμα των Λαών της Ισπανίας, Κομμουνιστικό Κόμμα Τουρκίας, Κομμουνιστικό Κόμμα Μάλτας, Κομμουνιστικό Κόμμα Πολωνίας, Σοσιαλιστικό Κόμμα-Λιθουανία, Σοσιαλιστικό Κόμμα της Λετονίας, Κομμουνιστικό Εργατικό Κόμμα Ρωσίας, Κομμουνιστικό Κόμμα των Εργαζομένων της Λευκορωσίας (Τμήμα του ΚΚΣΕ), Σοσιαλιστικό Εργατικό Κόμμα Κροατίας, Κομμουνιστικό Κόμμα Μακεδονίας. Δεν μπόρεσαν να έρθουν, όμως έστειλαν γραπτές παρεμβάσεις τα εξής κόμματα: Κόμμα Εργασίας Αυστρίας, Κόμμα Εργατών Ιρλανδίας, Κομμουνιστικό Κόμμα Σοβιετικής Ένωσης και Κομμουνιστικό Κόμμα της Σλοβακίας.
Οι παρεμβάσεις τους αφορούσαν τις εξής θεματικές ενότητες: Επαναστατικοί ξεσηκωμοί, Σοσιαλδημοκρατία και ΚΚ, Στρατηγικές των ΚΚ κατά την περίοδο του φασισμού και του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου, Το εθνικό ζήτημα, Η σοβιετική εμπειρία, Η εμπειρία των Σοσιαλιστικών Δημοκρατιών.

2. Β. Ι. Λένιν, «Σημειώσεις ενός δημοσιολόγου», Άπαντα, τόμ. 44, σελ. 417, εκδ. Σύγχρονη Εποχή.

3. Ι. Β. Στάλιν, «Για τα τρία βασικά καθήκοντα του Κόμματος», Άπαντα, τόμ. 9, σελ. 240, εκδ. Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα, 2014.

4. Π.χ., με την κριτική στον Μπουχάριν, επικεφαλής της αντιπροσωπίας του ΚΚ(μπ.) της ΕΣΣΔ στο 6ο Συνέδριο της ΚΔ (1928): «Ο Μπουχάριν δε βλέπει και δεν καταλαβαίνει τα νέα καθήκοντα της Κομμουνιστικής Διεθνούς για το διώξιμο των δεξιών από τα κομμουνιστικά κόμματα, για τη χαλιναγώγηση του συμφιλιωτισμού και την εκκαθάριση των κομμουνιστικών κομμάτων από τις σοσιαλδημοκρατικές παραδόσεις, καθήκοντα που υπαγορεύονται από τις ωριμάζουσες συνθήκες της νέας επαναστατικής ανόδου. Αυτή η θέση επιβεβαιώθηκε ολοκληρωτικά από τις διαφωνίες μας πάνω στα ζητήματα της Κομμουνιστικής Διεθνούς» (Ι. Β. Στάλιν, «Η δεξιά παρέκκλιση στο ΚΚ(μπ.) της ΕΣΣΔ», σελ. 33, εκδ. Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα, 2009 και Ι. Β. Στάλιν, Άπαντα, τόμ. 12, σελ. 24-25, εκδ. Σύγχρονη Εποχή).

5. Ι. Β. Στάλιν, «Σημειώσεις πάνω σε επίκαιρα θέματα», Άπαντα, τόμ. 9, σελ. 383, εκδ. Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα, 2014.

6. «Στις 8 Φλεβάρη 1946 ο Μόλοτοφ διαμήνυσε στον Ντιμιτρόφ:
“Μεταδώστε όσο το δυνατόν πιο σύντομα στους Έλληνες, ότι εμείς θα τους συμβουλεύαμε να μην ακολουθήσουν το δρόμο που οδηγεί στην ένοπλη εξέγερση, αλλά να επιδιώξουν την ανάπτυξη ενός μαζικού αγώνα υπέρ της δημοκρατίας σε συνδυασμό με μαζική αυτοάμυνα όπως ήδη αναφέρατε στο τηλεγράφημά σας” (MAE, Archives Diplomatiques, Serie Z, Carton 68, Dossier 1, τόμ. 27, σελ. 21, όπως παρατίθεται στο Ιορντάν Μπάεφ, Ο εμφύλιος πόλεμος στην Ελλάδα. Διεθνείς διαστάσεις, σελ. 101-102, εκδ. Φιλίστωρ, Αθήνα, 1997).
Το ίδιο σημείωσε στο ημερολόγιό του ο Ντιμιτρόφ μιία μέρα αργότερα (9 Φλεβάρη 1946):
“Έλαβα απάντηση από τον ‘Αλεξέγεφ’ [Μόλοτοφ] στην ερώτηση των Ελλήνων συντρόφων εάν μπορούν να προσανατολιστούν προς ένοπλη εξέγερση ... ή θα πρέπει να οργανώσουν αυτοάμυνα σε συνδυασμό με πολιτική επιστράτευση των λαϊκ[ών] μαζών. Συστήνεται το δεύτερο” [Γκεόργκι Δημητρόφ (Σπύρος Κουζινόπουλος: επιμ.), Σελίδες από το απόρρητο ημερολόγιο, σελ. 173, εκδ. Καστανιώτης, Αθήνα, 1999].» Δοκίμιο Ιστορίας του ΚΚΕ 1939-1949, τόμ. Β2, σελ. 123, εκδ. Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα, 2018.