Θεωρούμε, λοιπόν, σημαντική ευκαιρία σε αυτήν την κατεύθυνση την 100ή επέτειο από την ίδρυση της Κομμουνιστικής Διεθνούς (ΚΔ) το Μάρτη του 1919 και την προς τιμή της Συνάντηση των Κομμάτων της Ευρωπαϊκής Κομμουνιστικής Πρωτοβουλίας στην Κωνσταντινούπολη, στις 16 και 17 Φλεβάρη 2019 με πρωτοβουλία του ΚΚ Τουρκίας.1 Η εισηγητική ομιλία του ΓΓ του ΚΚ Τουρκίας Κεμάλ Οκουγιάν, καθώς και οι παρεμβάσεις των εκπροσώπων των κομμάτων της Ευρωπαϊκής Κομμουνιστικής Πρωτοβουλίας που συμμετείχαν, στόχευαν στη διερεύνηση συμπερασμάτων γενικότερης σημασίας για την ισχυροποίηση του Διεθνούς Κομμουνιστικού Κινήματος στις μέρες μας και όχι σε μια εορταστική επετειακή αναφορά.
Αναμφίβολα, η ίδρυση της Κομμουνιστικής Διεθνούς πριν 100 χρόνια επισφράγισε ένα τεράστιο ιστορικό άλμα στην κοινωνική πρόοδο με τη νίκη της Οκτωβριανής Σοσιαλιστικής Επανάστασης στη Ρωσία το 1917. Τεσσεράμισι σχεδόν χρόνια αργότερα, ο Λένιν εκτιμούσε ότι: «Το ρώσικο προλεταριάτο ανέβηκε με την επανάστασή του σε τεράστια ύψη, όχι μόνο σε σύγκριση με το 1789 και το 1793, μα και σε σύγκριση με το 1871. Πρέπει όσο το δυνατό πιο νηφάλια, πιο καθαρά, πιο συγκεκριμένα να δούμε τι ακριβώς “ολοκληρώσαμε” και τι δεν ολοκληρώσαμε: Τότε το μυαλό θα είναι ξεκάθαρο, θα λείψουν και οι αναγούλες και οι αυταπάτες και οι απογοητεύσεις. (...)
Δημιουργήσαμε το σοβιετικό τύπο κράτους, εγκαινιάσαμε έτσι μια νέα κοσμοϊστορική εποχή, την εποχή της πολιτικής κυριαρχίας του προλεταριάτου, που διαδέχτηκε την εποχή της κυριαρχίας της αστικής τάξης. Κι αυτό δεν μπορούν να το πάρουν πίσω, αν και είναι γεγονός πως μόνο με την πρακτική πείρα της εργατικής τάξης μερικών χωρών θα μπορέσουμε να “ολοκληρώσουμε” το σοβιετικό τύπο κράτους.»2
Η ανθρωπότητα για πρώτη φορά έμπαινε στην επαναστατική διαδικασία περάσματος από τον καπιταλισμό στο σοσιαλισμό-κομμουνισμό, έμπαινε δυναμικά, σαρωτικά ως προς τις προκαπιταλιστικές ημιφεουδαρχικές, ακόμα και πρωτόγονες κοινοτικές επιβιώσεις στην αχανή Ασία. Ίσως δυσκολευόμαστε να κατανοήσουμε αυτήν την επαναστατική επιτάχυνση στην κοινωνική ανάπτυξη με όρους της σύγχρονης πραγματικότητας. Αξίζει όμως ν’ αναφέρουμε τα ίδια τα λόγια του Στάλιν: «Μια από τις μεγαλύτερες κατακτήσεις της δικτατορίας του προλεταριάτου είναι ότι ολοκλήρωσε την αστική επανάσταση και σάρωσε πέρα για πέρα τη βρομιά του μεσαιωνισμού.»3
Αποφασιστικός παράγοντας σ’ αυτήν την επιτάχυνση της κοινωνικής εξέλιξης ήταν η ιδεολογική - πολιτική - οργανωτική ετοιμότητα και ικανότητα του ΚΚ των Μπολσεβίκων, ως πρωτοπορίας του εργατικού κινήματος στη Ρωσία.
Αυτή η ικανότητα και το επίπεδο ωρίμανσης του ΚΚ(μπ.), ιδιαίτερα η επαναστατική νίκη του, οπωσδήποτε επέδρασε και στην ίδρυση της ΚΔ, στη συγκρότηση σειράς ΚΚ ανά τον κόσμο. Η ΚΔ έδωσε τη δυνατότητα να γίνει πιο πλατιά διάδοση της κομμουνιστικής ιδεολογίας, ν’ αναπτυχθεί ορισμένη διαπάλη με ρεύματα δεξιών και αριστερών παρεκκλίσεων στις γραμμές του επαναστατικού εργατικού κινήματος, να μεταδοθεί πείρα οργάνωσης της επαναστατικής συνωμοτικής δουλειάς, αντιμετώπισης της βίας και τρομοκρατίας της αστικής εξουσίας, να προσανατολιστούν οι ηγεσίες και οι δυνάμεις των νεοϊδρυμένων ΚΚ στη δουλειά με τις εργατικές μάζες, με το αγροτικό στοιχείο, με άλλες ημιπρολεταριακές δυνάμεις των πόλεων, ειδικότερα με τις εργαζόμενες γυναίκες, με τη σπουδάζουσα νεολαία. Όλ’ αυτά σε συνθήκες που η σοσιαλδημοκρατία, δηλαδή το δεξιό ρεύμα παρέκκλισης, αν και είχε προδώσει το επαναστατικό εργατικό κίνημα σε σειρά ευρωπαϊκών χωρών κατά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και σε μετέπειτα συνθήκες επαναστατικές, στις νέες συνθήκες υποχώρησής του, από το 1923 κι έπειτα, διατηρούσε ισχυρή την επιρροή της στις συνδικαλιστικές εργατικές οργανώσεις σημαντικών καπιταλιστικών κρατών.
Παρά, λοιπόν, την αρχική συμβολή της ΚΔ στη διαμόρφωση του κομμουνιστικού κινήματος σε οργανωτικό και ιδεολογικό διαχωρισμό του από τη σοσιαλδημοκρατία, η διαδικασία εκκίνησης του επαναστατικού περάσματος από τον καπιταλισμό στο σοσιαλισμό-κομμουνισμό στην Ευρώπη αποδείχτηκε πολύ πιο απαιτητική από το βαθμό ωριμότητας που διέθετε τότε το κομμουνιστικό κίνημα. Η ίδια η εξέλιξη της ταξικής πάλης αναδεικνύει ότι αντικειμενικά απαιτούνταν πιο έγκαιρη συγκρότηση ΚΚ σε πλήρη απόσχιση των επαναστατών από τη σοσιαλδημοκρατία, που θα εκφραζόταν σταθερά σε προγραμματικό-συμμαχικό επίπεδο, ιδιαίτερα σε χώρες όπως η Γερμανία, η Ουγγαρία, η Αυστρία, η Φινλανδία, η Ιταλία, στις οποίες διαμορφώθηκαν επαναστατικές συνθήκες με τη λήξη του Α΄ Παγκόσμιου ιμπεριαλιστικού Πολέμου.
Σειρά ένοπλων εργατικών-λαϊκών εξεγέρσεων σε χώρες της Ευρώπης δεν ωρίμασαν ως σοσιαλιστικές επαναστάσεις λόγω αδυναμίας του υποκειμενικού παράγοντα, έλλειψης ΚΚ με ανάλογα επεξεργασμένη επαναστατική στρατηγική. Αυτό εκδηλώθηκε ιδιαίτερα στη Γερμανία, την Ουγγαρία, την Αυστρία, την περίοδο 1918-1923. Έβαλε αρνητικά τη σφραγίδα του στην πάλη ανάμεσα στον καπιταλισμό και το σοσιαλισμό τουλάχιστον για την Ευρώπη.
Η σχετική σταθεροποίηση του καπιταλισμού κάποιων χρόνων της δεκαετίας του 1920 κλονίστηκε με την εκδήλωση της μεγάλης και παγκόσμια συγχρονισμένης οικονομικής του κρίσης το 1929, με ανάλογες επιπτώσεις στην αστική πολιτική σταθερότητα. Μια ορισμένη ανάκαμψη που ακολούθησε, αποδείχτηκε ασταθής, με αποτέλεσμα όλη η δεκαετία του 1930 να χαρακτηρίζεται από ένταση των ανταγωνισμών μεταξύ των ισχυρότερων καπιταλιστικών κρατών στην Ευρώπη, αλλά και της Ιαπωνίας, των ΗΠΑ, πολεμικές προετοιμασίες κι επεμβάσεις, ένταση της καπιταλιστικής καταστολής με φασιστικές ή άλλου τύπου δικτατορικές διαδικασίες, αλλά και έξαρση ακόμα και ένοπλων αγωνιστικών λαϊκών κινητοποιήσεων που η σύγχρονη κομμουνιστική ιστορική μελέτη απαιτεί την αντικειμενική εκτίμησή τους.
Σε αυτό το καθήκον ανταποκρίνονται ήδη ΚΚ, όπως φάνηκε και από τις παρεμβάσεις τους στη Συνάντηση της Κωνσταντινούπολης. Για παράδειγμα, το Κομμουνιστικό Κόμμα Λαών της Ισπανίας (ΚΚΛΙ) έριξε βάρος μέσω της Επιτροπής Ιστορίας της ΚΕ και στη διερεύνηση των συνθηκών της δεκαετίας του 1930, στην κριτική εξέταση της στρατηγικής του Κομμουνιστικού Κόμματος Ισπανίας και έχει ήδη καταλήξει σε συμπεράσματα που δημοσιεύονται στις σελίδες της παρούσας έκδοσης. Αξιοπρόσεκτα είναι τα στοιχεία του συσχετισμού δυνάμεων στην Ισπανία από το 1934 –με κύριο την έναρξη ένοπλου εργατικού αγώνα– με βάση τα οποία το ΚΚΛΙ εκτιμά την ύπαρξη επαναστατικής κατάστασης, αλλά και τον εγκλωβισμό του ΚΚΛΙ στη στρατηγική της αστικοδημοκρατικής επανάστασης.
Στον Ισπανικό Εμφύλιο Πόλεμο που ακολούθησε, τηρουμένων των αναλογιών, βρίσκουμε όλα τα προβλήματα στρατηγικής που προέκυψαν και στον αγώνα των δυνάμεων του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ και στη συνέχεια του ΔΣΕ με τις αστικές δυνάμεις και τους Βρετανοαμερικανούς συμμάχους τους στην Ελλάδα μία δεκαετία αργότερα.
Αν και πολύ περιορισμένων διαστάσεων, αξιοπρόσεκτη στην ιστορική μελέτη είναι και η ένοπλη σύγκρουση «αντιφασιστικών κι επαναστατικών δυνάμεων της εργατικής τάξης και των δυνάμεων της αυταρχικής αστικής κυβέρνησης και των φασιστών συμμάχων της» από τις 12 έως τις 17 Φλεβάρη 1934 στο Λιντς της Αυστρίας, όπως αναφέρει η παρέμβαση του Τίμπορ Τσένκερ εκ μέρους του Κόμματος Εργασίας Αυστρίας, που επίσης δημοσιεύεται στο παρόν τεύχος.
Το γεγονός ότι έστω και σε ορισμένες περιοχές της Βιέννης υπήρχε «ένας πραγματικός πόλεμος στους δρόμους, με μάχες από σπίτι σε σπίτι, έγιναν επιθετικές ενέργειες, έγιναν επιθέσεις σε αστυνομικά τμήματα, έγιναν καταστροφές στις σιδηροδρομικές γραμμές για να μην μπορούν να μετακινηθούν στρατιώτες κι έγινε κατάληψη υποδομών», αλλά και σε ορισμένες άλλες πόλεις, όπως αναφέρει η ίδια παρέμβαση, δείχνει άνοδο της επαναστατικής δραστηριότητας, όχι όμως συνειδητά επεξεργασμένης και κατευθυνόμενης στο σύνολο της χώρας με στόχο την εξουσία.
Έξαρση μαζικών εργατικών και αγροτικών κινητοποιήσεων συναντάμε και σ’ άλλες χώρες, π.χ. στην Ελλάδα το Μάη του 1936, στη Γαλλία επίσης το 1936, που όμως περιορίζονται σε αιτήματα οικονομικά. Μας δίνουν όμως την αφορμή να σκεφτούμε κριτικά και δημιουργικά ποια ήταν η παρέμβαση των ΚΚ για την πολιτικοποίηση των αγώνων ή, ακριβέστερα, να προβληματιστούμε για την πολιτική τους παρέμβαση που στόχευε στη διαμόρφωση Αντιφασιστικών Μετώπων σε συνεργασία με σοσιαλδημοκρατικές και αντιφασιστικές δυνάμεις, σύμφωνα και με τη στρατηγική κατεύθυνση της ΚΔ.
Αρχειακές και βιβλιογραφικές αναφορές δείχνουν ότι κατά την περίοδο του Μεσοπολέμου υπήρξε διαπάλη και μέσα στα όργανα της ΚΔ και μέσα στα όργανα των Εθνικών Τμημάτων της στο ζήτημα της στάσης των κομμουνιστών απέναντι στις σοσιαλδημοκρατικές δυνάμεις. Οπωσδήποτε είναι σημαντική πλευρά του γενικότερου ζητήματος καθορισμού στρατηγικής των ΚΚ, ιδιαίτερα για τις χώρες που αναμφίβολα πλέον είχαν αστική εξουσία, καπιταλιστικό κράτος. Άλλα σημαντικά ζητήματα της διαπάλης ήταν, π.χ., αν η εργατική κυβέρνηση ταυτίζεται με τη δικτατορία του προλεταριάτου (επαναστατική εργατική εξουσία) ή όχι, αν η επανάσταση στην Ελλάδα θα ήταν αστικοδημοκρατική ή σοσιαλιστική.
Σταδιακά, στη γραμμή της ΚΔ κυριάρχησε η σταδιοποιημένη στρατηγική ως προς το στόχο της επαναστατικής εργατικής εξουσίας, δηλαδή κυριάρχησε η παρεμβολή ενός αστικού κυβερνητικού σκαλοπατιού εθνικο-ανεξαρτησιακού ή αντιφασιστικού-αστικοδημοκρατικού, που αφορούσε και χώρες με αστικό κράτος.
Αρχικά, με το 4ο Συνέδριο της ΚΔ (1922), η σταδιοποίηση αφορούσε χώρες των Βαλκανίων, αλλά και την Τσεχοσλοβακία κλπ. Φαινομενικά στηριζόταν στην πείρα του ΠΚΚ(μπ.), που πράγματι πέρασε από το στάδιο της αστικής επανάστασης του Φλεβάρη του 1917 στο στάδιο της προλεταριακής του Οκτώβρη του 1917, με τις ανάλογες προσαρμογές ως προς τα συνθήματα και τη διάταξη των κοινωνικών δυνάμεων. Ωστόσο, το ΠΚΚ(μπ.) ούτε συμμετείχε, ούτε στήριξε την αστική προσωρινή επαναστατική κυβέρνηση. Εξίσου σημαντικό είναι ότι το αστικοδημοκρατικό στάδιο της επανάστασης δεν είχε κανένα αντικειμενικό υπόβαθρο για σειρά χωρών όπως και η Ελλάδα, η Ισπανία, η Βουλγαρία, η Σερβία, οι οποίες αν και είχαν πολυπληθές αγροτικό στοιχείο και βασιλεία, η εξουσία ήταν ήδη αστική.
Δε γνωρίζουμε ακόμα σε βάθος τις διαδικασίες διολίσθησης των προγραμματικών θέσεων της ΚΔ από την –κατά την κρίση μας– λαθεμένη κατάταξη των ευρωπαϊκών και άλλων χωρών σε κατηγορίες που δικαιολογούσαν στήριξη ή συμμετοχή κυβέρνησης σε καπιταλιστικό έδαφος, στη γενικευμένη πολιτική του Αντιφασιστικού Λαϊκού Μετώπου. Κυρίως δε γνωρίζουμε την έκταση της διαπάλης, στοιχεία της αναφέρει και ο Ντατ στην έκδοση Φασισμός και σοσιαλιστική επανάσταση, αλλά και ο ιστοριογράφος της ΚΔ Ουίλιαμ Φόστερ. Οπωσδήποτε είναι ζήτημα ανοιχτό στην ιστορική διερεύνηση οι παράγοντες που επέδρασαν σε μια γενικευμένη διολίσθηση σταδιοποιημένης στρατηγικής. Διαπάλη αναπτυσσόταν μέσα στα καθοδηγητικά όργανα του ΠΚΚ(μπ.) και της ΚΔ, που αφορούσε εκτιμήσεις της διεθνούς κατάστασης (σχετικά με το βάθος της καπιταλιστικής σταθεροποίησης), της σοσιαλιστικής οικοδόμησης, των κατευθύνσεων της ΚΔ σε χώρες όπως η Κίνα, το χαρακτήρα της επανάστασής της το 1926-1927 κι άλλα ζητήματα. Κατά τη δεκαετία του 1920, υπήρχαν επιτυχημένες προσπάθειες αντιμετώπισης οπορτουνιστικών παρεκκλίσεων.4
Στο πλαίσιο της ΚΔ, ΚΚ σημαντικών καπιταλιστικών χωρών, όπως της Γαλλίας, της Ιταλίας, κινούνταν σε κατεύθυνση υπερτίμησης των «εθνικών ιδιαιτεροτήτων» σε βάρος των νομοτελειών της σοσιαλιστικής επανάστασης.
Σε κάθε περίπτωση, δε θα πέσουμε έξω υποστηρίζοντας ότι τα ΚΚ των πιο ώριμων καπιταλιστικών κοινωνιών δεν ανταπεξήλθαν στην αναγκαιότητα της ιδεολογικής, πολιτικής και οργανωτικής ετοιμότητας να περάσουν από τις συνθήκες της κοινοβουλευτικής νομιμότητας σε συνθήκες γενικευμένης οικονομικής κρίσης που επέφεραν και νέες πολιτικές συνθήκες –φασιστικής διακυβέρνησης, ιμπεριαλιστικών στρατιωτικών επιθέσεων κλπ. Αντίθετα, έγιναν φορείς οπορτουνιστικής πίεσης μέσα στην ΚΔ, στο όνομα της εθνικής στρατηγικής.
Από την άλλη, το ΚΚ των Μπολσεβίκων βίωνε προβλήματα της ταξικής πάλης στις συνθήκες της σοσιαλιστικής οικοδόμησης που εκφράζονταν ως διαπάλη και στις γραμμές του και υπό το φόβο νέας ιμπεριαλιστικής επίθεσης κατά τη δεκαετία του 1930. Σίγουρα ο εσωτερικός κοινωνικός συσχετισμός, καθώς και ο ευρωπαϊκός συσχετισμός δυνάμεων απαιτούσαν νέο, ανώτερο επίπεδο θεωρητικής επεξεργασίας, όχι μόνο των ζητημάτων της σοσιαλιστικής οικοδόμησης, αλλά και της στρατηγικής του Διεθνούς Κομμουνιστικού Κινήματος για τις συνθήκες της επερχόμενης δεκαετίας του 1930. Δεν ανταποκρινόταν σε χώρες όπως η Ελλάδα η γενίκευση της πείρας του ΚΚ των Μπολσεβίκων, που αφορούσε δύο επαναστάσεις ή δύο στάδια μιας ενιαίας επαναστατικής διαδικασίας σε μη ολοκληρωμένο αστικό κράτος, όπως απευθυνόταν κυρίως στην Κίνα και στην Ινδία. Ακόμα και σ’ αυτές τις περιπτώσεις απαιτούνταν μεγάλη ικανότητα αντικειμενικής ανάλυσης του συσχετισμού των δυνάμεων σε κάθε φάση και κατάλληλης επαναστατικής προσαρμογής, ώστε ν’ αντιμετωπίζονται κίνδυνοι απολυτοποίησης της δυνατότητας απόσπασης αστικών δυνάμεων κατά την πρώτη επανάσταση (ή στο πρώτο στάδιο), από τις οποίες θα διαχωρίζονταν οι εργατικές-αγροτικές επαναστατικές δυνάμεις κατά τη δεύτερη επανάσταση (ή δεύτερο στάδιο).
Προς διερεύνηση είναι αν και πόσο επέδρασαν στη γενίκευση μιας ορισμένης ανοχής απέναντι σε δυνάμεις της ατομικής ιδιοκτησίας οι δυσκολίες που αντιμετώπιζε η ΕΣΣΔ εξερχόμενη από τον εμφύλιο πόλεμο και την ξένη επέμβαση, τις συνέπειες της Νέας Οικονομικής Πολιτικής που είχε ακολουθήσει, τη διαπάλη για τη στάση απέναντι στη μεσαία αγροτιά που είχε ενισχυθεί μετά από την αποδυνάμωση των κουλάκων, αλλά αντιδρούσε στη συνεταιριστικοποίηση.
Δυσκολίες της ταξικής πάλης και στις δύο πλευρές του επαναστατικού εργατικού κινήματος –στην καπιταλιστική Δύση και στη σοσιαλιστική οικοδόμηση– τολμάμε να πούμε ότι δεν αντιμετωπίστηκαν με ανάλογη θεωρητική και πολιτική επάρκεια. Αυτό αφορά και το φασισμό. Το 7ο Συνέδριο της ΚΔ υιοθέτησε τη στρατηγική των Λαϊκών Αντιφασιστικών Μετώπων, τα οποία πριν και μετά από το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο διεκδικούσαν κυβέρνηση στο έδαφος του καπιταλισμού ως μορφή μετάβασης προς την εργατική εξουσία. Επιδίωκαν συνεργασία με σοσιαλδημοκρατικές πολιτικές δυνάμεις, ακόμα και με αστικές δημοκρατικές, απομονώνοντας το φασιστικό εχθρό από τον ταξικό εχθρό της αστικής τάξης που συμμετείχε στον ιμπεριαλιστικό πόλεμο, εκμεταλλευόταν την εργατική τάξη, γεννούσε και αξιοποιούσε το φασισμό. Έτσι, δεν μπόρεσαν να συνδέσουν τον ένοπλο αντιφασιστικό-απελευθερωτικό αγώνα με τον αγώνα για την κατάκτηση της εργατικής εξουσίας, ούτε η αυτοδιάλυση της ΚΔ συνέβαλε σ’ αυτήν την κατεύθυνση.
Θεωρούμε ότι μια στρατηγική σύνδεσης του ένοπλου αντιφασιστικού αγώνα με τον επαναστατικό εργατικό αγώνα θα διαμόρφωνε πιο ευνοϊκό διεθνή συσχετισμό δυνάμεων και για την υπεράσπιση της Σοβιετικής Ένωσης από τη φασιστική κι οποιαδήποτε άλλη ιμπεριαλιστική επίθεση, θ’ ανταποκρινόταν στις θέσεις του ίδιου του Στάλιν για την αναγκαιότητα ενός «πραγματικά συγκεντρωτικού, πραγματικά καθοδηγητικού κέντρου, ικανού να κατευθύνει τη διεθνή τακτική του επαναστατικού προλεταριάτου στην πάλη του για την παγκόσμια σοβιετική δημοκρατία». Θ’ ανταποκρινόταν στη θέση του ότι «η ενότητα της διεθνούς τακτικής του κομμουνιστικού εργατικού κινήματος όλων των χωρών δεν απαιτεί τον παραμερισμό κάθε ποικιλομορφίας, ούτε την εξάλειψη των εθνικών διαφορών (αυτό για τις σημερινές στιγμές είναι ένα ανόητο όνειρο), αλλά απαιτεί μια τέτοια εφαρμογή των βασικών αρχών του κομμουνισμού (Σοβιετική εξουσία και δικτατορία του προλεταριάτου), που θα παράλλαζε σωστά αυτές τις αρχές σε επιμέρους ζητήματα, που θα τις προσάρμοζε και θα τις εφάρμοζε σωστά στις εθνικές και εθνικοκρατικές διαφορές.»5
Οι επισημάνσεις για την αδυναμία του υποκειμενικού παράγοντα ισχύουν και για τη μεταπολεμική περίοδο, παρά το ξεκίνημα της διαδικασίας περάσματος στο σοσιαλισμό, σε χώρες της Ευρώπης που για την απελευθέρωσή τους και τη στήριξη των ΚΚ στην εξουσία αποφασιστικό ρόλο έπαιξε ο Κόκκινος Στρατός, συνολικά η ΕΣΣΔ. Στη συνέχεια, και σε χώρες της Ασίας, με σημαντικότερη την Κίνα, ξεκίνησε αυτή η διαδικασία, μια διαδικασία που –όχι χωρίς συγκρούσεις– έχασε τη δυναμική της, τα επαναστατικά χαρακτηριστικά.
Σε αρκετές περιπτώσεις, π.χ. στην Κίνα, αλλά και στις περισσότερες χώρες της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης (π.χ. Πολωνία, Ουγγαρία) τα ΚΚ έδειξαν ανοχή στη μικρή καπιταλιστική ιδιοκτησία, πολύ περισσότερο στην ατομική εμπορευματική αγροτική παραγωγή, ενώ στη συνέχεια γενικεύτηκαν (π.χ. στη Σοβιετική Ένωση, στην Κίνα) οι εμπορευματικές-χρηματικές σχέσεις μεταξύ και των επιχειρήσεων του κοινωνικού τομέα. Σε αυτό το έδαφος αναπτύχθηκαν και ισχυροποιήθηκαν οι κοινωνικές δυνάμεις της αντεπανάστασης.