Συνέντευξη του ΓΓ της ΚΕ του ΚΚΕ Δημήτρη Κουτσούμπα για το 21ο Συνέδριο


ΚΟΜΕΠ

Οι Θέσεις της ΚΕ για το 21ο Συνέδριο του ΚΚΕ δημοσιεύτηκαν σε τρία διαφορετικά κείμενα, με πρώτο αυτό που αφορά το Κόμμα ως καθοδηγητή του επαναστατικού εργατικού κινήματος και της Κοινωνικής Συμμαχίας. Ορισμένοι αναρωτιούνται αν αυτό είναι δείγμα εσωστρέφειας και αυτοαναφορικότητας. Γιατί έχουν δημοσιευτεί τα κείμενα με αυτόν τον τρόπο;

 

Το κύριο βάρος του Συνεδρίου επικεντρώνεται στο Κόμμα, στην ευθύνη για την ανάπτυξη του εργατικού-λαϊκού κινήματος, της Κοινωνικής Συμμαχίας σε αντικαπιταλιστική-αντιμονοπωλιακή κατεύθυνση για την εργατική εξουσία, σε μια φάση γρήγορων ανακατατάξεων διεθνώς, νέων πιο οξυμένων ανταγωνισμών, εστιών πολέμου, ενώ ζούμε τις επιπτώσεις μιας νέας, βαθιάς οικονομικής καπιταλιστικής κρίσης, καθώς και πιθανών απρόβλεπτων εξελίξεων.

Γι’ αυτό και έχει ιδιαίτερη, μεγάλη σημασία να συζητήσουμε για το ίδιο το Κόμμα και το ρόλο του, αφού εκτιμάμε στις Θέσεις ότι περνάμε σε μια πιο δύσκολη φάση, οι συνθήκες γίνονται όλο και πιο περίπλοκες σε σχέση με πριν, συνθήκες που περικλείουν και νέους κινδύνους μεγαλύτερου πισωγυρίσματος, αλλά και νέες δυνατότητες ώστε νέες εργατικές-λαϊκές δυνάμεις να μπουν στη δράση, να επιδράσουν στις εξελίξεις.

Όλα τα Κείμενα των Θέσεων –και το 2ο και το 3ο– πρέπει να μελετηθούν και συζητηθούν υπό το πρίσμα του 1ου Κειμένου, αφού το κέντρο βάρους των Θέσεων είναι το Κόμμα με τις νέες απαιτήσεις καθοδήγησης, απόκτησης μεγαλύτερης ικανότητας στην ανάπτυξη του εύρους και της ποιότητας των δεσμών του με την εργατική τάξη και τους εν δυνάμει κοινωνικούς συμμάχους της, την προετοιμασία αυτών των δυνάμεων για τις επαναστατικές ανατροπές και «τους σεισμούς που μέλλονται να ’ρθουν».

Ουδείς νοήμων άνθρωπος μπορεί να θεωρήσει ότι όλα αυτά είναι «εσωστρέφεια» ή «αυτοαναφορικότητα». Οι κομμουνιστές και οι κομμουνίστριες γνωρίζουν πολύ καλά ποιος είναι ο λόγος ύπαρξης και δράσης του Κομμουνιστικού Κόμματος Ελλάδας.

Αν κρατούσαμε την ίδια διάρθρωση που είχαμε σε προηγούμενα Συνέδρια –πρώτα οι διεθνείς εξελίξεις, σε συνέχεια οι εξελίξεις στο εγχώριο πολιτικό σύστημα και στην οικονομία και μετά να ακολουθούσαν η κατάσταση και τα καθήκοντα του Κόμματος– πάλι το ΚΟΜΜΑ θα έμενε ως ένα σοβαρό ζήτημα μεν, ανάμεσα στα πολλά άλλα, δε. Ακριβώς αυτό θέλαμε αυτήν τη φορά να αποφύγουμε.

Στο 19ο Συνέδριο το 2013, ψηφίσαμε νέο Πρόγραμμα και νέο Καταστατικό, ολοκληρώσαμε τη διάταξη των κομματικών δυνάμεων και Οργανώσεων στις νέες συνθήκες. Στο 20ό Συνέδριο, το 2017, εξειδικεύσαμε τη στρατηγική, το Πρόγραμμα του Κόμματος για τις συνθήκες πιθανού ιμπεριαλιστικού πολέμου ή ιμπεριαλιστικής ειρήνης, στις συνθήκες αναιμικής ανάκαμψης μετά από τη δεκαετή καπιταλιστική κρίση, με επίκεντρο την πάλη για τις σύγχρονες λαϊκές ανάγκες, την ανάπτυξη του Κόμματος με κρίκο τις Τομεακές Επιτροπές, ενώ εκτιμήσαμε και μελετήσαμε τις επιπτώσεις και την πορεία της αστικής διακυβέρνησης από την «πρώτη φορά κυβερνώσα Αριστερά» του ΣΥΡΙΖΑ.

Στο 21ο Συνέδριο ακριβώς επιδιώκουμε να θέσουμε ως κεντρικό ζήτημα το πώς θα γίνεται πιο διακριτός σε πλατιές εργατικές-λαϊκές δυνάμεις ο ρόλος του Κόμματος ως ισχυρής οργανωμένης ιδεολογικοπολιτικής πρωτοπορίας, ως του φορέα των νέων ιδεών της επαναστατικής προοπτικής. Αυτό εξυπακούεται ότι απαιτεί ανώτερη ποιοτικά καθοδηγητική δουλειά, ιδεολογική - πολιτική - μορφωτική - πολιτιστική - οργανωτική αναβάθμιση της δουλειάς όλου του Κόμματος, από την ΚΕ μέχρι τις ΚΟΒ του ΚΚΕ, από το ΚΣ της ΚΝΕ έως όλες τις ΟΒ της ΚΝΕ.

Δεν κρύβουμε ότι έχουμε καθυστερήσει και υστερούμε αρκετά στη θεωρητική, βαθύτερη μελέτη του υποκειμενικού παράγοντα, παρά τα όποια βήματα έχουν γίνει στη βάση των επεξεργασιών μας.

Η ΚΕ έκανε προσπάθεια ώστε να μελετήσει αυτό το ζήτημα όχι με ένα γενικόλογο και αφηρημένο τρόπο που θα μπορούσε να έχει καθολική ισχύ για όλες τις φάσεις και σε κάθε περίοδο, αλλά να είναι ενταγμένο άμεσα στην ίδια τη μελέτη και αποτίμηση της πορείας του ΚΚΕ, των Οργανώσεών μας, πρώτ’ απ’ όλα των καθοδηγητικών οργάνων και στελεχών.

Όπως θα εντοπίσατε, στο 1ο Κείμενο περιέχονται όλες οι βασικές γενικές εκτιμήσεις, τα κύρια συμπεράσματα και θέσεις και για τα υπόλοιπα ζητήματα που βέβαια αναλύονται πιο εμπεριστατωμένα και συγκεκριμένα στα υπόλοιπα δύο Κείμενα των Θέσεων της ΚΕ που βρίσκονται στα χέρια όλων των μελών και των φίλων του Κόμματος. Στο 1ο Κείμενο μπαίνει το γενικό τους πλαίσιο, για να έρθει να δέσει σε συνέχεια με τις πιο ολοκληρωμένες εκτιμήσεις, περιγραφές και συμπεράσματα των υπόλοιπων κειμένων πάνω στα θέματα που ειδικότερα πραγματεύονται.

 

Στις Θέσεις γίνεται γενναία αυτοκριτική από την ΚΕ, εντοπίζοντας τολμηρά τις αδυναμίες στην καθοδήγηση και πολιτική παρέμβαση του Κόμματος στο διάστημα από το 20ό Συνέδριο. Δεν είναι παρακινδυνευμένη μια τέτοια δημόσια έκθεση των αδυναμιών του Κόμματος;

 

Μιλάμε με τολμηρό και ταυτόχρονα αυτοκριτικά αυστηρό τρόπο για τις ελλείψεις και τις αδυναμίες μας, ακριβώς γιατί συνειδητά, κοιτάζοντάς τες στα ίσια και με πολύ στοχευμένη δουλειά, οφείλουμε να τις ξεπεράσουμε όσο πιο γρήγορα γίνεται και να φτάσουμε στο ύψος των μεγάλων, σύνθετων και ταυτόχρονα ρεαλιστικών απαιτήσεων της σύγχρονης ταξικής πάλης.

Η ΚΕ εκτιμά ότι το Κόμμα μας ανταποκρίθηκε, με την καθοδήγηση της ΚΕ συνολικά και του ΠΓ ανάμεσα στις συνεδριάσεις της ΚΕ από το 20ό έως το 21ο Συνέδριο.

Μέσα σε αυτά τα 4 χρόνια ήταν ενταγμένη μια πολύπλευρη και πλούσια ιδεολογική πολιτική οργανωτική δουλειά για τα 100χρονα του Κόμματος, τα 100χρονα του Οκτώβρη, τα 50χρονα της ΚΝΕ, ολοκληρώθηκαν οι μελέτες για την ιστορία του Κόμματος από το 1918 έως το 1967, ολοκληρώνεται οσονούπω η περίοδος 1967-1974 και έχει αρχίσει η μελέτη για την περίοδο 1974-1991. Αυτά τα χρόνια επίσης έγινε το Συνέδριο της ΚΝΕ, τα Φεστιβάλ της, τα αντιιμπεριαλιστικά διήμερα, μεγάλες άλλες καλλιτεχνικές και πολιτιστικές δραστηριότητες που έβαλαν τη σφραγίδα τους, είχαμε μια σπουδαία εκδοτική δραστηριότητα. Δώσαμε τις μάχες των πολλαπλών εκλογών (βουλευτικών, ευρωεκλογών, δημοτικών και περιφερειακών), οργανώθηκαν μεγάλοι εργατικοί-λαϊκοί αγώνες, ακόμα και σε συνθήκες πανδημίας και πολιτικών απαγορεύσεων συναθροίσεων, και τόσα άλλα.

Το γεγονός ότι στις Θέσεις της ΚΕ θέτουμε ως κεντρικό ζήτημα το Κόμμα, ως ενότητα θεωρητικής, πολιτικής και μαζικής δράσης, δε σημαίνει ότι καλλιεργούμε την αντίληψη ότι κάτι δεν πάει καλά. Το ακριβώς αντίθετο. Θέτουμε το ζήτημα αυτό, όπως είδατε και στα κείμενα, ως ζήτημα νέων, μεγαλύτερων απαιτήσεων και ευθύνης, αφού το Κόμμα μας έχει κάνει πρόοδο μέσα σε πολύ δύσκολες, σύνθετες συνθήκες, σε πρωτόγνωρες από αρκετές απόψεις συνθήκες. Το να μιλάμε τολμηρά και δημόσια για τις αδυναμίες μας δεν είναι δείγμα αδυναμίας, αλλά δύναμης και αποφασιστικότητας. Το ΚΚΕ έχει περάσει σε μια νέα βαθμίδα θεωρητικής και πολιτικής ωρίμανσης, έχει επιβεβαιωθεί σε σειρά εκτιμήσεών του, θέσεών του, επεξεργασιών, προβλέψεών του, πρακτικών δραστηριοτήτων του.

Παρόλ’ αυτά όμως, έχει ανέβει πολύ η απαιτητικότητα από τις ίδιες τις εξελίξεις και συνεπώς η υποχρέωση του Κόμματος, όλων των καθοδηγητικών του οργάνων και των Οργανώσεών του, της ΚΝΕ, για να περάσουμε σε μια νέα ανοδική πορεία. Και όταν λέμε ανοδική πορεία δεν εννοούμε με απλά κοινοβουλευτικά κριτήρια, αλλά με τα κριτήρια που θέτει η ίδια η επαναστατική φύση του Κόμματός μας, ώστε ως πρωτοπόρα δύναμη να ανεβάσουμε την εργατική τάξη στο επίπεδο της ηγετικής δύναμης της κοινωνίας για να φτάσει μέχρι την ανατροπή του καπιταλιστικού συστήματος και την οικοδόμηση της νέας κοινωνίας, της σοσιαλιστικής-κομμουνιστικής.

 

Στο 1ο Κείμενο των Θέσεων αναφέρεται ότι το ΚΚΕ, «ως μέρος του Διεθνούς Κομμουνιστικού Κινήματος (ΔΚΚ), διατρέχει μια από τις πιο δύσκολες περιόδους της ιστορίας του». Δεν υπήρχαν δυσκολότερες περίοδοι για το Κόμμα, όπως, για παράδειγμα, τα χρόνια της παρανομίας ή η περίοδος 1940-1949 της ένοπλης ταξικής σύγκρουσης; Σε τι συνίσταται η σημερινή δυσκολία;

 

Κάθε περίοδος έχει τις δυσκολίες της αναμφίβολα. Η εκτίμησή μας ότι διατρέχει το Κόμμα μια από τις πιο δύσκολες περιόδους της ιστορίας του έχει κυρίως να κάνει με το γεγονός ότι το ΚΚΕ, για πρώτη φορά από τη στιγμή της ίδρυσής του το 1918, κλήθηκε να δρα, να ανασυγκροτείται, να προχωρά στηριζόμενο αποκλειστικά στις δικές του δυνάμεις, σε συνθήκες ανατροπής του σοσιαλιστικού συστήματος σε ολόκληρο τον κόσμο, διάλυσης ή μετάλλαξης Κομμουνιστικών Κομμάτων, συνολικής υποχώρησης των επαναστατικών ιδεών. Τα χρόνια της παρανομίας, είχαμε αποκούμπι τις σοσιαλιστικές χώρες, άλλα ισχυρά Κομμουνιστικά Κόμματα στην Ευρώπη και αλλού, που βοηθούσαν και πρακτικά τους διωκόμενους κομμουνιστές, εκτός από το γενικό κίνημα αλληλεγγύης. Την περίοδο της Αντίστασης 1940-1944, του ΔΣΕ σε συνέχεια (1946-1949), υπήρχαν οι νίκες της Σοβιετικής Ένωσης, «ο φάρος του παγκόσμιου κομμουνισμού», υπήρχε η ανάταση ότι το 1/3 του πλανήτη είχε περάσει στο σοσιαλισμό. Οι εξόριστοι, οι φυλακισμένοι, οι παράνομοι, τις δεκαετίες του 1950 και του 1960 γιόρταζαν τις νίκες στην Κούβα, στο Βιετνάμ, την ανατροπή της αποικιοκρατίας σε μια σειρά χώρες. Αυτά επιδρούσαν στη συνείδηση, έδιναν κουράγιο, φώτιζαν τις σκοτεινές μέρες της παρανομίας, τις δυσκολίες της ένοπλης πάλης στα βουνά της Ελλάδας, έδιναν ελπίδα στη μαυρίλα της φυλακής και της εξορίας.

Σήμερα οι δυσκολίες μεγαλώνουν παραπέρα. Αφού την ίδια ώρα που 30 χρόνια μετά από την αντεπανάσταση βαθαίνει η αντίθεση ανάμεσα στον κοινωνικό χαρακτήρα της παραγωγής και την ατομική ιδιοποίηση των αποτελεσμάτων της, που οδηγεί σε καταστροφή όχι μόνο τα μέσα παραγωγής αλλά και την εργατική δύναμη, τον ίδιο τον ανθρώπινο παράγοντα, με συνεχείς κρίσεις και πολέμους, και η νέα κοινωνία, ο σοσιαλισμός, «μάς κοιτά μέσα απ’ όλα τα παράθυρα της Ιστορίας», την ίδια ώρα, συνεχίζει η μεγάλη υποχώρηση του εργατικού, κομμουνιστικού κινήματος, παρά τις κατά περιόδους αγωνιστικές εξάρσεις.

Οι διαθέσεις χαρακτηρίζονται από συμβιβασμό, με εξάρσεις ρεφορμιστικών διεκδικήσεων, κάποιες μάλιστα τελείως αποπροσανατολιστικές. Αυξάνεται η αστική ρεφορμιστική και οπορτουνιστική πίεση και επίθεση προς το Κόμμα να σύρουν το κίνημα σε «ενότητα» κάτω από τη σημαία της αστικής τάξης και των διεθνών συμμάχων της, πότε προβάλλοντας τον αντιδραστικό εθνικισμό της υπεράσπισης της καπιταλιστικής πατρίδας, πότε με τον αστικό κοσμοπολιτισμό του μεγάλου κεφαλαίου, προκειμένου να υπηρετήσουν καλύτερα τις συμμαχίες της άρχουσας τάξης και το συμφέρον της για «γεωστρατηγική αναβάθμιση».

Εκτιμάμε επίσης ότι θα δυναμώνουν τα αντικομμουνιστικά σύνδρομα, η κρατική καταστολή. Στοιχείο όλων αυτών γίνεται και η ένταση της πίεσης για τις μορφές αστικής διαχείρισης, το μίγμα κρατικής παρέμβασης, η υπερβολική προβολή των διαφορών ανάμεσα σε φιλελεύθερους και σοσιαλδημοκράτες για το χαρακτήρα των μεταρρυθμίσεων με τη μια ή την άλλη μορφή, με στόχο να συρθεί το Κόμμα και το κίνημα σε «αντινεοφιλελεύθερη», «δημοκρατική», «αντιφασιστική» και βάλε γραμμή πάλης, και τελικά αστικής κυβερνητικής διαχείρισης με την επιλογή «κάποιου μικρότερου κάθε φορά κακού» ή και στην επιλογή του ενός έναντι του άλλου ιμπεριαλιστικού κέντρου.

Πρόσθετες δυσκολίες στην εξέλιξη της πάλης του Κόμματος έφεραν και οι συνθήκες απαγορεύσεων, εγκλεισμού λόγω της πανδημίας και των μέτρων για την προστασία της υγείας, που μακροπρόθεσμα φοβάμαι ότι θα αφήσουν «μόνιμα σημάδια ασθένειας κορονοϊονίτιδας», με ανοιχτές πληγές στο εργατικό-λαϊκό κίνημα και στην οργάνωση που πρέπει εν πλήρη συνειδήσει να τις δούμε καθαρά και να τις καταπολεμήσουμε νικηφόρα.

Συνεπώς, συνολικά γίνεται όλο και πιο σύνθετο, περίπλοκο και απαιτητικό το οργανωτικό ατσάλωμα του ΚΚΕ και της ΚΝΕ.

 

Στις Θέσεις επισημαίνεται η ανάγκη «για ιδεολογική - πολιτική - μορφωτική αναβάθμιση της δουλειάς όλου του Κόμματος», ώστε η καθοδήγηση και δράση να ξεκινούν από τη στρατηγική. Αυτό δεν είχε ανέκαθεν σημασία για ένα επαναστατικό Κόμμα; Γιατί τονίζεται τώρα με τέτοιον επείγοντα χαρακτήρα;

 

Επιβεβαιώνεται η καθοριστική σημασία της ιδεολογικής-μορφωτικής δουλειάς και της ολόπλευρης από αυτήν τη σκοπιά προετοιμασίας των δυνάμεών μας, όχι αποσπασματικά και ξεκομμένα, ούτε μόνο σα μαθήματα και σχολές, αλλά ενταγμένα στην καθημερινή καθοδηγητική μας δουλειά.

Χρειάζεται ιδιαίτερα ως Κόμμα να κάνουμε σημαντική ακόμα καθοδηγητική δουλειά στον ιδεολογικό - πολιτικό - μαζικό αγώνα της εργατικής τάξης και των συμμάχων της, χωρίς τα γνωστά φαινόμενα τεχνητής σύνδεσης των αιτημάτων της καθημερινής πάλης με τη στρατηγική. Ούτε από την άλλη να καλλιεργούνται αυταπάτες ότι μπορεί να υπάρξουν σοσιαλιστικές νησίδες μέσα στον καπιταλισμό, πράγμα που οδηγεί στην επιλογή κάποιου δήθεν μικρότερου κυβερνητικού κακού για απόσπαση κάποιων άμεσων μέτρων.

Παίρνουμε υπόψη ότι είναι πολύ δύσκολο ζήτημα να παλεύουμε σε συνθήκες πλήρους κυριαρχίας του καπιταλισμού, συνολικής αντεπανάστασης και υποχώρησης, δηλαδή μέσα σε μια κατάσταση όπου δεν πιστεύουν οι περισσότεροι εργαζόμενοι ότι μπορούν να ανατρέψουν τις στρατηγικές επιλογές του καπιταλισμού. Και την ίδια ώρα να μπορούμε να δείχνουμε ότι η ορμητική ταξική πάλη μπορεί να φέρνει σε δυσκολία το σύστημα, να μπορούμε να αποτρέπουμε κάτι ως μικρό βήμα για την άνοδο της πάλης, μέχρι να δημιουργηθούν οι προϋποθέσεις της συνολικότερης αντεπίθεσης.

Η στρατηγική μας αφορά και την καθημερινότητα, την πάλη για διάφορα άμεσα ζητήματα, μαζί με τις δικές μας καθοδηγητικές απαιτήσεις σε αυτό, μαζί με την κατεύθυνση και την πάλη για την εξουσία, χωρίς «σταδιοποίηση» ή συμμετοχή σε κυβερνήσεις στο έδαφος του καπιταλισμού που αποτελούν κρίσιμα ζητήματα της στρατηγικής, του Προγράμματός μας.

Στις Θέσεις κάνουμε προσπάθεια να μελετήσουμε πιο βαθιά και να ξεπεράσουμε μέσα στο Κόμμα τη δυσκολία να εντάξουμε και να διεξάγουμε την ιδεολογική διαπάλη σε όλα τα ζητήματα. Και σε σχέση με την πολιτική συσπείρωσης εργατικών-λαϊκών δυνάμεων και πιο μεγάλης διείσδυσης της Οργάνωσής μας σε ένα μεγαλύτερο τμήμα της εργατικής τάξης. Και σε σχέση με τη διαμόρφωση στόχων πάλης γύρω από τους οποίους θα επιτυγχάνεται αυτή η συσπείρωση σε αντικαπιταλιστική-αντιμονοπωλιακή κατεύθυνση στο κίνημα, και φυσικά σαν αποτέλεσμα και γύρω από το Κόμμα.

Κάνουμε προσπάθεια να φωτίσουμε αυτό το ζήτημα και από τη σκοπιά της καθοδήγησης, και της λειτουργίας, και του περιεχομένου της δουλειάς των οργάνων, των μορφών και μεθόδων δουλειάς, του προσανατολισμού της δράσης. Το πώς δηλαδή θα εντάξουμε τη δράση μας σε ένα γενικότερο σχέδιο δουλειάς, το οποίο βεβαίως θα προσαρμόζεται και θα έχει συγκεκριμένες αιχμές.

Ακόμα σήμερα, παρά τα βήματα που έχουν γίνει, δεν υπάρχει η έννοια του προγραμματισμού που συνδυάζει καθήκοντα, κλιμακώνει δράσεις, μελετά, εξειδικεύει γενικά στρατηγικά καθήκοντα ανάλογα με το χώρο δράσης του κάθε Τομέα, της κάθε ΚΟΒ και διορθώνοντας ταυτόχρονα μερικές φορές στοιχεία του προγραμματισμού που έρχονται από τα πάνω, κάνοντας δημιουργικές προτάσεις και βελτιώνοντας τον προγραμματισμό.

Σήμερα η ίδια η συνθετότητα των εξελίξεων κάνει επιτακτική την καλή γνώση, τη μόρφωση, το ισχυρό θεωρητικό υπόβαθρο, μαζί με την αυστηρή τήρηση των αρχών και αξιών μας.

 

Στο 2ο Κείμενο των Θέσεων γίνεται αναφορά στη διαπάλη που διεξάγεται στις γραμμές του ΔΚΚ και δίνεται η εντύπωση ότι είναι λιγοστές οι δυνάμεις που συμβάλλουν θετικά στην υπόθεση της επαναστατικής ανασυγκρότησης. Γίνονται βήματα σε αυτήν την κατεύθυνση;

 

Οι μεγάλες δυσκολίες που αντιμετωπίζει το Διεθνές Κομμουνιστικό Κίνημα δε σημαίνουν καθόλου ότι δεν έχει γίνει και συνεχίζει να γίνεται μια τεράστια προσπάθεια και μια σημαντική δουλειά που αφήνει παρακαταθήκες.

Δυστυχώς όμως παραμένει η συνολική αρνητική εικόνα του ΔΚΚ. Τόσο στις ισχυρές καπιταλιστικές χώρες, όπως τις ΗΠΑ, την Κίνα, τη Ρωσία, τη Γαλλία, τη Βρετανία, την Ιαπωνία, τη Γερμανία, όσο και σε χώρες που αποτελούν εστίες ιμπεριαλιστικών πολέμων και επεμβάσεων, όπως στη Μέση Ανατολή, τη Βόρεια Αφρική, τα Βαλκάνια, τη Μαύρη Θάλασσα και αλλού.

Βέβαια, μέσα σε αυτήν την αρνητική κατάσταση έχει σημασία το γεγονός ότι διαμορφώνεται ένας αριθμός ΚΚ, όχι σε όλες τις περιπτώσεις χωρίς πισωγυρίσματα, που επιχείρησαν την επεξεργασία και διόρθωση της στρατηγικής τους, διακηρύσσοντας το σοσιαλιστικό χαρακτήρα της επανάστασης και προσπαθώντας να ξεπεράσουν τα βαρίδια της παλιάς, ξεπερασμένης στρατηγικής που είχε κυριαρχήσει στο ΔΚΚ.

Γίνεται μια προωθημένη προσπάθεια μέσα από τη Διεθνή Κομμουνιστική Επιθεώρηση, μέσα από την «Ευρωπαϊκή Κομμουνιστική Πρωτοβουλία», αλλά και από τις άλλες πρωτοβουλίες, όπως οι Περιφερειακές Συναντήσεις των ΚΚ της Ευρώπης, της Μέσης Ανατολής, των Βαλκανίων, τις Διεθνείς Κομμουνιστικές Συναντήσεις, όπως και μέσα από τα κινήματα διεθνώς, μέσα από την ΠΣΟ, το ΠΣΕ, την ΠΔΟΓ, την ΠΟΔΝ.

Οπωσδήποτε το πρόβλημα της συνολικής αρνητικής κατάστασης έχει να κάνει κυρίως με το ότι τα περισσότερα ΚΚ δεν έχουν προχωρήσει ακόμα σε μια σε βάθος εξέταση της σοσιαλιστικής οικοδόμησης και της πείρας που βγαίνει από αυτήν την πορεία κυρίως της ΕΣΣΔ, αλλά και άλλων σοσιαλιστικών χωρών.

Δικαιολογημένα εκφράσαμε τις ανησυχίες μας σε άλλα ΚΚ, αλλά και δικαιολογημένα ανησυχούν τα μέλη του Κόμματός μας ότι, για παράδειγμα, πρόσφατα, κάτω από την ασφυκτική πίεση του εξοντωτικού εμπάργκο, η Κούβα προχώρησε σε ένα επιπλέον βήμα προς την καπιταλιστικοποίηση της οικονομίας της, απελευθερώνοντας τις ξένες επενδύσεις και το πλαίσιο λειτουργίας των μικρών επιχειρήσεων, από 120 επαγγέλματα που ήταν μέχρι τώρα, να φτάνουν πλέον στα 2.000, με αποτέλεσμα να φτάσουν τους 600.000 οι Κουβανοί που θα απασχολούνται στον ιδιωτικό τομέα της οικονομίας.

Στις Θέσεις διατυπώνονται τα κριτήρια και οι όροι με τους οποίους θα επιδιώξουμε πιο στενή συνεργασία και σχέση με συγκεκριμένα κόμματα που υπερασπίζονται το μαρξισμό-λενινισμό –την ανάγκη διαμόρφωσης κομμουνιστικού πόλου διεθνώς– αντιπαλεύουν τον οπορτουνισμό, απορρίπτουν την κεντροαριστερή διαχείριση, την οποιαδήποτε παραλλαγή της θεωρίας των σταδίων, υπερασπίζονται τις νομοτέλειες της σοσιαλιστικής επανάστασης, της σοσιαλιστικής οικοδόμησης, έχουν ιδεολογικό μέτωπο με λαθεμένες αντιλήψεις για τον ιμπεριαλισμό, έχουν μέτωπο ενάντια στις ιμπεριαλιστικές συμμαχίες, δρουν στο εργατικό συνδικαλιστικό κίνημα, επιδιώκουν να εντάσσουν την καθημερινή πάλη σε μια σύγχρονη επαναστατική στρατηγική για την εξουσία της εργατικής τάξης.

 

Πώς εκτιμώνται από τις Θέσεις η κατάσταση και οι σημερινοί συσχετισμοί στο εργατικό κίνημα; Τι πρέπει να γίνει για να βελτιωθούν;

 

Δεν πρέπει να παραβλέπουμε το γεγονός ότι την προηγούμενη δεκαετία το εργατικό συνδικαλιστικό κίνημα δέχτηκε ακόμη μεγαλύτερο πλήγμα, βάθυνε η υποχώρηση, δέχτηκε πλήγμα η οργανωτική του υπόσταση και υποδομή. Γι’ αυτό λέμε, με βάση τα στοιχεία, ότι το ποσοστό των συνδικαλισμένων εργαζομένων βρίσκεται σε ιστορικά χαμηλό σημείο.

Η υποχώρηση αυτή της τελευταίας δεκαετίας φυσικά προετοιμάστηκε πάνω στο έδαφος της συνολικής υποχώρησης των τελευταίων 30 χρόνων, μετά από τις αντεπαναστατικές ανατροπές, αλλά και την εκδήλωση της βαθιάς καπιταλιστικής οικονομικής κρίσης με το κλείσιμο ή τη συρρίκνωση δραστηριότητας κλάδων με μεγάλη ιστορία συνδικαλιστικής οργάνωσης και σκληρών ταξικών αγώνων.

Οπωσδήποτε η υποχώρηση συνδέεται και με τις αρνητικές αλλαγές στους όρους δουλειάς και ζωής της εργατικής τάξης, στις μορφές και στους τρόπους έντασης της εκμετάλλευσης, που σταδιακά προχώρησαν με τις καπιταλιστικές αναδιαρθρώσεις, τις αντεργατικές μεταρρυθμίσεις, τους αντεργατικούς νόμους και τα μνημόνια. Όλες οι κυβερνήσεις μέχρι σήμερα –της ΝΔ, του ΠΑΣΟΚ, παλιότερα και πιο πρόσφατα, η τελευταία τετραετία του ΣΥΡΙΖΑ και τώρα ξανά η ΝΔ– όπλισαν το χέρι της μεγαλοεργοδοσίας και του αστικού κράτους, μέσα από ένα σωρό αντιδραστικούς νόμους, για να δέσει με επιπλέον αλυσίδες την εργατική τάξη και τα δικαιώματά της, ακόμα και τα στοιχειώδη, όπως είναι αυτό της απεργίας, της διεκδίκησης.

Φυσικά η σιγή νεκροταφείου που ήθελε να επιβάλει το κεφάλαιο και οι κυβερνήσεις του, με τη βοήθεια των συμβιβασμένων και πουλημένων συνδικαλιστικών ηγεσιών τύπου ΓΣΕΕ, η προσπάθειά τους για πλήρη απαξίωση της συνδικαλιστικής οργάνωσης, της παντελούς απομαζικοποίησης, δεν πέρασε, χάρη στην πρωτοπόρα δουλειά των κομμουνιστών, άλλων συνειδητοποιημένων ταξικά εργατών και εργατριών, που συμπορεύονται και συσπειρώνονται στους ταξικούς αγώνες με το ΠΑΜΕ.

Κρίσιμο ζήτημα στο 3ο Κείμενο των Θέσεων είναι η ανάγκη κατανόησης ότι πρέπει πολύ πιο σοβαρά και υπεύθυνα να μας απασχολήσει πώς θα δυναμώσει η συνδικαλιστική οργάνωση μέσα στους χώρους δουλειάς, η άνοδος του βαθμού οργάνωσης των εργαζόμενων, η αλλαγή των συσχετισμών βάζοντας και συγκεκριμένους στόχους.

Πρέπει να πάρουμε εμείς οι κομμουνιστές, οι κομμουνίστριες, οι συνδικαλιστές μας, τα μέλη και τα στελέχη μας την υπόθεση στα χέρια μας, ακόμα πιο αποφασιστικά απ’ ό,τι μέχρι σήμερα.

Να απεμπλακούμε από μια άγονη συζήτηση για το τι είναι καλύτερο ή τι πρέπει να κάνουμε, σαν «τυφλοσούρτη», για την οργάνωση του συνδικαλιστικού κινήματος: Κλαδικό ή επιχειρησιακό; Ομοιοεπαγγελματικό ή όχι; Στην ΚΕ καταλήξαμε ότι δουλεύουμε και δρούμε με όλες τις υπάρχουσες και πρόσφορες μορφές συνδικαλιστικής οργάνωσης, επισημαίνοντας όμως ιδιαίτερα ότι –και σήμερα, και στο μέλλον– αγώνας με επιτυχία (όχι μόνο από την άποψη των άμεσων αποτελεσμάτων που παράγει για τα αιτήματα των εργαζόμενων, αλλά συνολικότερα) θα είναι δύσκολο να αναπτυχθεί, αν δεν πατάει σε γερή οργάνωση μέσα σε κάθε επιχείρηση.

Έτσι, επιδιώκουμε τα κλαδικά σωματεία να συμβάλλουν πρωταρχικά στην οργάνωση μέσα σε μεγάλους χώρους δουλειάς, να συνενώνουν την πάλη και να συντονίζουν συνδικάτα σε διαφορετικούς κλάδους. Και αυτό, ανεξάρτητα από το γεγονός αν μέσα στις επιχειρήσεις θα είναι σωματεία ή παραρτήματα σωματείων κλπ.

Όπου δεν υπάρχει οργάνωση, μπορούμε να προχωρήσουμε σε δημιουργία κλαδικών και επιχειρησιακών σωματείων που θα συνενώνουν όλες τις κατηγορίες εργαζόμενων σε κάθε επιχείρηση, όπως τα σουπερ-μάρκετ, αλυσίδες τροφίμων, στον Τουρισμό επίσης, στη βιομηχανία τροφίμων κ.α.

Ειδική συζήτηση αλλά και ειδική δουλειά πρέπει να κάνουμε με κλάδους όπως η Ενέργεια, οι Μεταφορές, τα logistics, οι Τηλεπικοινωνίες, η Πληροφορική, η Ανακύκλωση, το Μέταλλο, η Πολεμική Βιομηχανία.

Όπου δεν υπάρχουν σωματεία και υπάρχει μεγάλη δυσκολία να φτιαχτούν άμεσα, να κινηθούμε στην κατεύθυνση της συγκρότησης επιτροπών αγώνα, για να αποτελέσουν αυτές το πρόπλασμα των σωματείων.

Επίσης, πιο δραστήρια πρέπει να δουλέψουμε και να προωθήσουμε νέες μορφές οργάνωσης δίπλα στα σωματεία, για να αγκαλιάσουν μεγάλο τμήμα που είναι σε επισφάλεια, με ελαστικές σχέσεις, μαύρη εργασία, με διαρκή κινητικότητα.

Πρωτοβουλίες και μορφές οργάνωσης όπως τα στέκια ή οι λέσχες εργαζόμενων και νεολαίας, τα στέκια Ελλήνων και μεταναστών εργατών στο πλαίσιο της αλληλεγγύης, της συλλογικής έκφρασης, της εκμάθησης της ελληνικής γλώσσας σε ξένους εργάτες και τόσα άλλα.

Όλη αυτή η πολύμορφη δουλειά μπορεί και πρέπει να επεκταθεί και στις συνοικίες της μεγαλούπολης, στις επαρχιακές πόλεις, στα κεφαλοχώρια, εμπλουτισμένη και με τον πολιτισμό, με τη μουσική, το θέατρο, τα βιβλία, με σωστή και δημιουργική αξιοποίηση του όποιου ελεύθερου χρόνου.

Όλα αυτά είναι μορφές που βοηθάνε παραπέρα στην οργάνωση των εργατών, στην ανάδειξη της αναγκαιότητας της συνδικαλιστικής οργάνωσης, μπορούν να συμβάλλουν στο να μαζικοποιηθούν τα σωματεία, να συμμετέχουν περισσότεροι εργαζόμενοι σε αυτά, στις διαδικασίες τους, στις αρχαιρεσίες, στην τελική αλλαγή των συσχετισμών υπέρ των ταξικών δυνάμεων.

 

Στις Θέσεις γίνεται ιδιαίτερη αναφορά στην προσπάθεια δυνάμεων του οπορτουνισμού και του ΣΥΡΙΖΑ να παρουσιάσουν την προοπτική του σοσιαλισμού-κομμουνισμού που προβάλλει το ΚΚΕ ως κάτι το μακρινό, αντιτείνοντας ότι τώρα άμεσο ζητούμενο είναι να «πέσει η αυταρχική κυβέρνηση της ΝΔ», με στόχο να ασκήσουν πίεση για συμμετοχή σε «αντικυβερνητικά μέτωπα». Υπάρχει εκτίμηση ότι αυτές οι προσπάθειες θα ενταθούν το επόμενο διάστημα, και πώς μπορούν να αντιμετωπιστούν;

 

Στα 4 χρόνια που μεσολάβησαν από το 20ό Συνέδριο, για 2 χρόνια ήταν στη διακυβέρνηση ο ΣΥΡΙΖΑ με πρωθυπουργό τον Αλέξη Τσίπρα (2017-2019) και τα επόμενα 2 χρόνια (2019-2021) ήταν η ΝΔ, με πρωθυπουργό τον Κυριάκο Μητσοτάκη. Άρα και χρονικά οι δύο αστικές κυβερνήσεις –και η σοσιαλδημοκρατικής κοπής, και η νεοφιλελεύθερης κοπής– είναι ασφαλώς συγκρίσιμες. Με σιγουριά μπορούμε να πούμε ότι επιβεβαιώθηκε ακόμα περισσότερο η βασική σύμπτωση των δυνάμεων του αστικού πολιτικού συστήματος, η ευθυγράμμισή τους με τους στρατηγικούς στόχους της αστικής τάξης. Στις Θέσεις αναφέρονται οι εμβληματικές εκδηλώσεις αυτής της σύμπτωσης, όπως είναι, π.χ., η Στρατηγική Συμφωνία με τις ΗΠΑ που υπέγραψε και εγκαινίασε η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ, ενώ επέκτεινε η κυβέρνηση της ΝΔ· όπως είναι οι διάφορες νομοθετικές παρεμβάσεις για την περαιτέρω ελαστικοποίηση της αγοράς εργασίας, για τη στήριξη των προνομίων του κεφαλαίου· όπως είναι επίσης η ενίσχυση του αντιδραστικού και κατασταλτικού οπλοστασίου του αστικού κράτους, με μέτρα κατά της απεργίας των σωματείων και τόσα άλλα.

Η προσπάθεια σταθεροποίησης του σάπιου και διεφθαρμένου αστικού συστήματος προωθείται και από τους δύο πόλους, και μέσα από την προσπάθεια ενσωμάτωσης, και από την επιβολή της καταστολής. Βλέπετε, το «μαστίγιο» και το «καρότο» εναλλάσσονται χωρίς να χάνουν ή να αλλάζουν τους στόχους. Ο ΣΥΡΙΖΑ ως κυβέρνηση προτιμούσε να χρησιμοποιεί περισσότερο το «καρότο», αλλά όταν αυτό δεν έπιανε κατέφευγε όλο και πιο συχνά στο μαστίγιο, κάτι για το οποίο σήμερα συμπεριφέρεται σα να έχει πάθει αμνησία. Η ΝΔ, λόγω της παράδοσής της και των καταβολών της, παρουσιάζεται πιο επιρρεπής στο μαστίγιο, στο δόγμα νόμος και τάξη, αλλά ο στόχος της βασικά είναι η ενσωμάτωση και η χρήση του καρότου γι’ αυτό.

Οπωσδήποτε, οι κοινές επιδιώξεις αυτών των κομμάτων δεν αναιρούν υπαρκτές διαφορές ανάμεσα στα αστικά κόμματα, διαφορές που τις περισσότερες φορές υπερπροβάλλονται για να στηριχτούν αποπροσανατολιστικές διαχωριστικές γραμμές αντιπαράθεσης, σαν αυτή που αναφέρατε στο ερώτημά σας. Αυτές οι διαφορές αντανακλούν κυρίως αντιθέσεις στο εσωτερικό της αστικής τάξης της χώρας, αλλά και αντιθέσεις ανάμεσα στις αστικές τάξεις των συμμάχων τους μέσα στο διεθνές ιμπεριαλιστικό σύστημα, αντιθέσεις που διαπερνούν οριζόντια όλα τα αστικά κόμματα. Σχετίζονται κυρίως με τον τρόπο και το μίγμα της αστικής διαχείρισης της καπιταλιστικής οικονομίας, το βαθμό της κρατικής παρέμβασης κλπ., έτσι ώστε να επιτυγχάνεται, ανάλογα με τη φάση του οικονομικού κύκλου, η καπιταλιστική αναπαραγωγή και η ενσωμάτωση εργατικών-λαϊκών δυνάμεων.

Η προσπάθεια του ΣΥΡΙΖΑ το επόμενο διάστημα θα ενταθεί, στοχεύοντας εργαζόμενους, μικροεπιχειρηματίες αυτοαπασχολούμενους και επιστήμονες δυσαρεστημένους από τη διακυβέρνηση της ΝΔ, προκειμένου να εξασφαλίσει μια κρίσιμη μάζα που θα τον βάλει ξανά στο αστικό παιγνίδι της διεκδίκησης μιας νέας κυβερνητικής θητείας, έστω ξανά με δορυφόρους και εξαπτέρυγα –πριν είχε τους ΑΝΕΛ, τώρα ρίχνει δίχτυα στο ΚΙΝΑΛ και στο ΜΕΡΑ25, που είναι απ’ ό,τι φαίνεται από άποψη θέσεων και προγραμμάτων, αλλά και πρακτικής, σίγουρα διαθέσιμοι.

Το ΚΚΕ ανεβάζει το κύρος του στην ελληνική κοινωνία, ακριβώς για τη σταθερότητά του, τη συνέπειά του, την αγωνιστικότητά του, την οργανωτικότητά του, την πίστη του, τη δουλειά του για το δίκιο του εργαζόμενου λαού, του κάθε καταπιεσμένου.

Ο ελληνικός λαός, η ελληνική νεολαία γνωρίζουν ότι σταθερός αντίπαλος του ΚΚΕ είναι ο τυχοδιωκτισμός, η αδικία, η εκμετάλλευση, η καταπίεση, ο επικίνδυνος και ύπουλος οπορτουνισμός. Κι από αυτήν τη σκοπιά το ΚΚΕ δεν πρόκειται να συρθεί πίσω από αστικές κυβερνήσεις και προτάσεις συνεργασίας κυβερνητικών σταδίων, που υπονομεύουν τα συμφέροντα της εργατικής τάξης και των άλλων λαϊκών σύμμαχων δυνάμεων. Υπονομεύουν την αντικαπιταλιστική-αντιμονοπωλιακή γραμμή και κατεύθυνση που πρέπει να έχει η πάλη μας, υπονομεύουν την οργανωμένη, μαζική, συλλογικά εκφρασμένη, αποτελεσματικότητα του αγώνα που μπορεί να συμβάλει στο να μη γίνει το κίνημα της μεγάλης λαϊκής οργής και αγανάκτησης κίνημα που θα ρίχνει νερό στο μύλο του δικομματισμού, των μεταβατικών κυβερνήσεων αστικής κρατικής διαχείρισης, που όχι μόνο δε φέρνουν πιο κοντά –όπως ισχυρίζονται κάποιοι– το σοσιαλισμό-κομμουνισμό, αλλά μόνο τον απομακρύνουν, δίνουν ανάσα ζωής σε ένα σάπιο σύστημα, γεμάτο κρίσεις και θάνατο, που θα μπορούσε να πνέει τα λοίσθια εάν η γραμμή πάλης, η ανασυγκρότηση του κινήματος και η στρατηγική στόχευσή του ήταν αυτά που επιτάσσει η αντικειμενική πραγματικότητα, αφού ο σοσιαλισμός είναι πιο αναγκαίος και επίκαιρος από ποτέ, έχουν αναπτυχθεί πλήρως όλες οι υλικές προϋποθέσεις του τον 21ο αιώνα, κατά πολύ περισσότερο από πριν ένα αιώνα.

 

Στο 2ο Κείμενο των Θέσεων υπάρχει εκτενής αναφορά στην όξυνση των ενδοϊμπεριαλιστικών ανταγωνισμών και το ρόλο της αστικής τάξης της Ελλάδας, σε αυτό το επικίνδυνο κουβάρι των αντιθέσεων. Τι παγίδες ελλοχεύει για τους εργαζόμενους και το λαό το αστικό δίλημμα «διπλωματία και προσφυγή στη Χάγη ή πολεμική εμπλοκή»;

 

Η κεντρική εκτίμηση στο 2ο Κείμενο των Θέσεων είναι ότι και η πορεία του επαναστατικού κινήματος γενικά, και η πορεία του Κόμματος ειδικότερα στη χώρα μας, μας επισημαίνει ότι θα έχουμε να αντιμετωπίσουμε όλο και περισσότερα «καινούργια» προβλήματα.

Τα προβλήματα αυτά προκύπτουν κυρίως από την ίδια την αστάθεια του διεθνούς καπιταλιστικού συστήματος, τη νέα καπιταλιστική κρίση που αγκαλιάζει και ισχυρά καπιταλιστικά κράτη. Προκύπτουν επίσης από την όξυνση των ιμπεριαλιστικών ανταγωνισμών και αντιθέσεων, για μοίρασμα και έλεγχο των αγορών, με επίκεντρο τις πηγές ενέργειας, τον ορυκτό πλούτο, τις μεταφορές, τη διαχείριση της κλιματικής αλλαγής και ό,τι έχει να κάνει γενικότερα με τη διαχείριση του περιβάλλοντος, την ονομαζόμενη 4η Βιομηχανική Επανάσταση μαζί με τους ανταγωνισμούς για την ψηφιοποίηση της οικονομίας.

Όλα αυτά τα ζητήματα οδηγούν στο να πυκνώνουν οι αναδιατάξεις περιφερειακών και διεθνών αξόνων και αντιαξόνων –δηλαδή η σύμπτυξη νέων συμμαχιών, η διεύρυνση άλλων, αλλά και η διάλυση ή ο περιορισμός της εμβέλειας άλλων συμμαχιών.

Οδηγούν επίσης στο να πυκνώνουν οι πολεμικές-στρατιωτικές ιμπεριαλιστικές συγκρούσεις και οι ανταγωνισμοί, που φέρνουν πιο κοντά έναν πιο γενικευμένο ιμπεριαλιστικό πόλεμο. Οι συγκρούσεις όμως αυτές εξελίσσονται –παράλληλα και ταυτόχρονα– και με διαπραγματεύσεις, με διερευνητικές συναντήσεις, με συμβιβασμούς και συμφωνίες μεταξύ ανταγωνιστικών κρατών, που οδηγούν στην «ιμπεριαλιστική ειρήνη» με το πιστόλι στον κρόταφο των λαών.

Το ΚΚΕ υπερασπίζεται τα κυριαρχικά δικαιώματα από τη σκοπιά της εργατικής τάξης και των λαϊκών δυνάμεων, ως αναπόσπαστο στοιχείο της πάλης για την ανατροπή της εξουσίας του κεφαλαίου. Τα κυριαρχικά δικαιώματα δεν μπορούν να τα εξασφαλίσουν οι αστικές κυβερνήσεις και οι ιμπεριαλιστικές συμμαχίες τους. Το Διεθνές Δίκαιο ξαναγράφεται από τις ιμπεριαλιστικές συμφωνίες και το Δικαστήριο της Χάγης λειτουργεί με σκοπιμότητες, συνεπώς η ειρήνη και η ασφάλεια δεν μπορούν να διασφαλιστούν σε αυτό το πλαίσιο.

Φυσικά, γίνεται φανερό ότι όλη αυτή η κατάσταση χαρακτηρίζεται από τη ρευστότητα των εξελίξεων.

Γι’ αυτό, χρειάζεται στενή παρακολούθηση, όχι απλοϊκές και απόλυτες τοποθετήσεις, οι οποίες μπορεί να μην αποτυπώνουν τη συνθετότητα και την αντιφατικότητα σε κάθε φάση. Έτσι, δημιουργούν και δικαιολογημένα ερωτηματικά, στα οποία πρέπει να βοηθήσουμε τους ίδιους τους συντρόφους, τις συντρόφισσες να βρίσκουν τις απαντήσεις και από μόνοι τους σιγά-σιγά, να μην περιμένουν τον καθοδηγητή πάντα. Πρέπει να βοηθήσουμε να κατανοηθούν οι αντιφάσεις και η συνθετότητα μέσα στην οποία διεξάγεται η ταξική πάλη σε διεθνές επίπεδο, σε διπλωματικό-πολιτικό, αλλά και στρατιωτικό επίπεδο.

Να μάθουμε να εξηγούμε με βάση την πραγματικότητα της κάθε φάσης, έτσι όπως αυτή εξελίσσεται, έτσι ώστε να μην έρχονται σε σύγκρουση αυτά που λέμε μερικές φορές –απόλυτα και τάχα ως δεδομένα μια διά παντός– με την πραγματικότητα που βιώνει η εργατική τάξη, τα λαϊκά στρώματα, που δεν έχουν τέτοιες γνώσεις ή εμπειρίες.

Στις Θέσεις 15 και 16 του 2ου Κειμένου των Θέσεων, εξηγείται η συμμετοχή της αστικής τάξης της Ελλάδας στους ανταγωνισμούς, με στόχο τη γεωστρατηγική αναβάθμισή της.

Σε αυτές τις Θέσεις εξηγείται, καταρρίπτοντας τους μύθους που προβάλλει η αστική ιδεολογία, ότι δήθεν η ελληνική αστική τάξη είναι απλά και μόνο «αμυνόμενη» και όχι και «επιτιθέμενη». Όμως τα γεγονότα και τα στοιχεία είναι ατράνταχτα. Η ίδια η συμμετοχή της στο παγκόσμια επιθετικό ΝΑΤΟ, η κατασπατάληση δημόσιου χρήματος για πολεμικές δαπάνες για τις επιθετικές ανάγκες του ΝΑΤΟ, η αποστολή στρατιωτικών των ελληνικών Ενόπλων Δυνάμεων σε αποστολές εκτός συνόρων, η συμμετοχή σε πολεμικές περιπολίες στον Περσικό, η αποστολή συστοιχίας Πάτριοτ στα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, η πολιτικοστρατιωτική συνεργασία με το Ισραήλ, η αποστολή «ελέω συμμάχου Γαλλίας» ελληνικών δυνάμεων στο Μάλι της Αφρικής, η πρόσφατη δήλωση ετοιμότητας για συμμετοχή της Ελλάδας με στρατιωτικές δυνάμεις στην περιοχή του Σαχέλ, η χρησιμοποίηση δεκάδων αμερικανικών βάσεων για επιθετικές αποστολές κατά γειτονικών λαών, η συμμετοχή στην περικύκλωση της Ρωσίας, και τόσα άλλα που καθημερινά βλέπουν το φως της δημοσιότητας, είναι ορισμένα από τα ζητήματα που θέτουμε στις Θέσεις και αποδεικνύουν το ρόλο της ελληνικής αστικής τάξης.

Αυτά ισχύουν και για τις ελληνοτουρκικές σχέσεις, οι οποίες εντάσσονται στην προσπάθεια και για γεωστρατηγική αναβάθμιση της αστικής τάξης της Ελλάδας στην περιοχή, και έτσι εξηγείται και το εναλλάξ «πότε κρύο, πότε ζέστη» στις σχέσεις των δύο χωρών.

Ταυτόχρονα όμως εμείς δεν παραβλέπουμε ότι τέτοιες επιθετικές βλέψεις έχει και η αστική τάξη της Τουρκίας, η οποία επιπλέον –σε σύγκριση με την Ελλάδα– είναι ένα ισχυρό καπιταλιστικό κράτος, μέλος των G20, που επιπλέον έχει στρατό κατοχής και έχει κατακτήσει εδάφη σε άλλες 3 χώρες (Κύπρο, Συρία, Ιράκ), έχει επίσης στρατιωτικές πολεμικές βάσεις σε άλλα κράτη (Κατάρ, Αλβανία, Σουδάν). Διεκδικεί εδάφη από άλλες χώρες, ανάμεσά τους η Ελλάδα (όπως νησιά κατοικημένα και ακατοίκητα του Ανατολικού Αιγαίου), επιχειρεί προκλητικές ενέργειες κατά κυριαρχικών δικαιωμάτων και των συνόρων στην περιοχή, αξιοποιεί μειονοτικά ζητήματα με βάση το θρησκευτικό δόγμα του Ισλάμ, ενταγμένο στο νεο-οθωμανισμό και αρκετά άλλα.

Αναφέρομαι εκτενώς σε αυτά, γιατί είναι το κύριο ζήτημα που προσπαθούν κάποιοι να μας ασκήσουν κριτική, προσφεύγοντας όμως σε χοντρές διαστρεβλώσεις των θέσεων του Κόμματος, αλλά και σε ωμό αντικομουνισμό.

Και αυτό γίνεται και από την κυρίαρχη αστική λογική, πολύ περισσότερο από τις απόψεις του εθνικισμού, τις ακροδεξιές, φασιστικές αντιδραστικές φωνές, αλλά και από την οπορτουνιστική λογική του ΝΑΡ-ΑΝΤΑΡΣΥΑ, οι οποίοι όχι λίγες φορές, και μάλιστα με όχι έντιμο τρόπο, διαστρεβλώνουν τις θέσεις μας παίρνοντας επιλεκτικά κομμάτια και αποσιωπώντας άλλα, αλλοιώνοντας ακόμα και την ουσία της στρατηγικής μας και των εκτιμήσεών μας, προφανώς για να κρύψουν τη δική τους προσχώρηση στο ρεύμα του αστικού κοσμοπολιτισμού, της θεωρίας της «συνεκμετάλλευσης» και της αστικής λύσης του «αμοιβαίου οφέλους» (win-win στα αγγλικά ή καζάν-καζάν στα τουρκικά) που προωθούν μεταξύ των αστικών τάξεων Ελλάδας και Τουρκίας ισχυρά τμήματα των αστικών τάξεων των 2 χωρών, αλλά και το ίδιο το ΝΑΤΟ, οι ΗΠΑ, η ΕΕ, άλλα γειτονικά καπιταλιστικά κράτη, όπως το Ισραήλ.

Το ερώτημα που τίθεται σήμερα στον ελληνικό και τουρκικό λαό δεν είναι ιμπεριαλιστικός πόλεμος ή ιμπεριαλιστική ειρήνη, γιατί ξέρουμε πως πάντα το ένα προετοιμάζει το άλλο.

Η συνεκμετάλλευση δε θα λύσει το πρόβλημα, γιατί είναι συνεκμετάλλευση μεταξύ μονοπωλιακών εταιριών και καπιταλιστικών κρατών, δεν είναι συνεκμετάλλευση υπέρ των συμφερόντων των δύο λαών, δεν είναι συνεκμετάλλευση μεταξύ δύο, π.χ., εργατικών κρατών.

Οι αντιθέσεις και ανταγωνισμοί που θα γεννήσει ανάμεσα στους μονοπωλιακούς ομίλους για τη μοιρασιά του πλούτου του Αιγαίου θα φέρουν τον πόλεμο και τη σύγκρουση. Η μετάθεσή τους πιθανά για λίγους μήνες ή χρόνια δεν αλλάζει την ουσία, ότι οι ιμπεριαλιστές με των λαών το αίμα τη γη ξαναμοιράζουν. Όπως επίσης και μια πολεμική εμπλοκή θα φέρει πιο κοντά έναν ανέντιμο συμβιβασμό, μια συνεκμετάλλευση του Αιγαίου και της Ανατολικής Μεσογείου, που με τη σειρά της και αυτή θα ετοιμάσει το νέο γύρο αντιπαραθέσεων και πολεμικών εμπλοκών.

Γι’ αυτό, ο φαύλος κύκλος, αυτά τα αδιέξοδα μπορούν να σπάσουν μόνο με τον αγώνα και την πάλη των λαών, και του ελληνικού και του τουρκικού, όλων των λαών της περιοχής, που πρέπει να βάλουν στο στόχαστρο τους την αστική εξουσία στα κράτη τους, γιατί αυτοί «να πάρουν πρέπει την εξουσία» για να φωτίσει η ειρήνη και η ευημερία ολάκερη την πολύπαθη περιοχή μας.

 

Κλείνοντας, ποιο είναι το μήνυμα του 21ου Συνεδρίου για τον κόσμο που συμπορεύεται ήδη με το ΚΚΕ;

 

Είναι κάλεσμα αγωνιστικής, μαχητικής συμπόρευσης με το ΚΚΕ, μέσα στους καθημερινούς αγώνες, στο εργατικό-λαϊκό κίνημα, στις μεγάλες πολιτικές μάχες που έχουμε μπροστά μας.

Όσοι και όσες αναγνωρίζουν στο ΚΚΕ την αξιόπιστη και μαχητική δύναμη για τα συμφέροντά τους, τη δύναμη που οργανώνει, προσανατολίζει χωρίς καμιά ιδιοτέλεια το κίνημα της αντίστασης, της ανυπακοής, της «οργανωμένης απειθαρχίας» στη μοναδική ρεαλιστική πρόταση διεξόδου από το σημερινό τέλμα, από την καπιταλιστική σαπίλα και διαφθορά, έχουν θέση στη μεγάλη στρατιά της Κοινωνικής Συμμαχίας ενάντια στα μονοπώλια και τον καπιταλισμό.

Όσοι και όσες εμπιστεύονται τη δύναμη που με τη δύναμη της λαϊκής πάλης μπορεί να δημιουργεί και ρήγματα στο αστικό πολιτικό σύστημα, που αξιοποιεί αυτά τα ρήγματα για να προετοιμάσει παραπέρα τις εργατικές-λαϊκές δυνάμεις του τόπου ώστε να ανοίξει ένας άλλος δρόμος, να γίνει το ποιοτικό άλμα για το σοσιαλιστικό-κομμουνιστικό αύριο του φωτεινού μας μέλλοντος.

Όλες και όλοι αυτοί έχουν θέση εδώ, μαζί μας. Ο καθένας και η καθεμιά μπορεί να συμβάλει, να βάλουν το μικρό τους λιθαράκι. Δεν περισσεύει κανένας και καμιά.

Με τις τελικές αποφάσεις του 21ου Συνεδρίου μας, μπορούμε να φτιάξουμε ένα πολύ πιο δυνατό ΚΚΕ, που θα είναι η καρδιά, ο νους, ο οργανωτής της εργατικής-λαϊκής πάλης και αντεπίθεσης για το σοσιαλισμό-κομμουνισμό.