Θέσεις και εισήγηση για την αστική δημοκρατία και τη δικτατορία του προλεταριάτου*


του Β. Ι. Λένιν

1. Η άνοδος του επαναστατικού κινήματος του προλετα­ριάτου σε όλες τις χώρες προκάλεσε τις σπασμωδικές και άκαρπες προσπάθειες της αστικής τάξης και των πρακτόρων της μέσα στις εργατικές οργανώσεις για να βρουν ιδεολογικά - πολιτικά επιχειρήματα με σκοπό την υπεράσπιση της κυριαρ­χίας των εκμεταλλευτών. Ανάμεσα σ’ αυτά τα επιχειρήματα ξεχωριστή θέση κατέχει η καταδίκη της δικτατορίας και η υπεράσπιση της δημοκρατίας. Η πλαστότητα και η υποκρισία αυτού του επιχειρήματος, που επαναλαβαίνεται με χίλιους τρόπους από τον καπιταλιστικό Τύπο και από τη συνδιάσκεψη της κίτρινης Διεθνούς, που έγινε το Φλεβάρη του 1919 στη Βέρνη, είναι ολοφάνερη για τον καθένα που δεν θέλει να προδόσει τις βασικές θέσεις του σοσιαλισμού.

 

2. Το επιχείρημα αυτό παίζει κυρίως με τις έννοιες «δημο­κρατία γενικά» και «δικτατορία γενικά», χωρίς να βάζει το ζήτημα για ποια τάξη πρόκειται. Μια τέτια τοποθέτηση του ζητήματος, εξωταξική ή υπερταξική, δήθεν παλλαϊκή, αποτελεί καθαρό εμπαιγμό της βασικής διδασκαλίας του σοσιαλισμού, δηλαδή της διδασκαλίας για την ταξική πάλη, την οποία παραδέχονται στα λόγια, μα ξεχνούν στην πράξη οι σοσιαλι­στές που πέρασαν με το μέρος της αστικής τάξης. Γιατί σε καμιά πολιτισμένη καπιταλιστική χώρα δεν υπάρχει «δημοκρατία γενικά», αλλά υπάρχει μόνο η αστική δημοκρατία, και δεν πρόκειται για τη «δικτατορία γενικά», αλλά για τη δικτατορία της καταπιεζόμενης τάξης, δηλ. του προλεταριάτου, πάνω στους καταπιεστές και εκμεταλλευτές, δηλ. πάνω στην αστική τάξη, με σκοπό την κατανίκηση της αντίστασης που προβάλλουν οι εκμεταλλευτές στην πάλη για την κυριαρχία τους.

 

3. Η ιστορία διδάσκει ότι καμιά καταπιεζόμενη τάξη δεν έφτασε ποτέ στην κυριαρχία και δεν μπορούσε να φτάσει στην κυριαρχία χωρίς να περάσει μια περίοδο δικτατορίας, δηλ. κατάκτησης της πολιτικής εξουσίας και βίαιης καταστολής της αντίστασης που πρόβαλλαν πάντα οι εκμεταλλευτές, αντίστασης απεγνωσμένης, λυσσαλέας, που δεν σταματούσε μπροστά σε κανένα έγκλημα. Η αστική τάξη, που την κυριαρχία της υποστηρίζουν τώρα οι σοσιαλιστές, οι οποίοι μιλούν ενάντια στη «δικτατορία γενικά» και που κόβονται για τη «δημοκρατία γενικά» κατάκτησε την εξουσία στις προηγμένες χώρες ύστερα από μια σειρά εξεγέρσεις, εμφυλίους πολέμους, βίαιη κατα­στολή των βασιλιάδων, των φεουδαρχών, των δουλοκτητών και των προσπαθειών παλινόρθωσής τους. Χιλιάδες και εκατομμύρια φορές οι σοσιαλιστές όλων των χωρών στα βιβλία και στις μπροσούρες τους, στις αποφάσεις των συνεδρίων τους, στους προπαγανδιστικούς τους λόγους έχουν εξηγήσει στο λαό τον ταξικό χαρακτήρα αυτών των επαναστάσεων, αυτής της αστικής δικτατορίας. Γι’ αυτό η σημερινή υπεράσπιση της αστικής δημοκρατίας με λογοκοπίες για τη «δημοκρατία γενι­κά» και τα σημερινά ουρλιαχτά και ξεφωνητά ενάντια στη δικτατορία του προλεταριάτου, που παρουσιάζονται σαν ξεφω­νητά για τη «δικτατορία γενικά», αποτελούν ανοιχτή προδοσία του σοσιαλισμού, έμπρακτο πέρασμα με το μέρος της αστικής τάξης, άρνηση στο προλεταριάτο του δικαιώματος να επιτελέσει τη δική του προλεταριακή επανάσταση, υπεράσπιση του αστικού ρεφορμισμού σε μια τέτια ακριβώς ιστορική στιγμή που ο αστικός ρεφορμισμός έχει χρεοκοπήσει σε όλο τον κόσμο και ο πόλεμος έχει δημιουργήσει επαναστατική κατάσταση.

 

4. Όλοι οι σοσιαλιστές, εξηγώντας τον ταξικό χαρακτήρα του αστικού πολιτισμού, της αστικής δημοκρατίας, του αστικού κοινοβουλευτισμού, έκφραζαν την ιδέα που διατυπώθηκε με τη μεγαλύτερη επιστημονική ακρίβεια από τον Μαρξ και τον Ένγκελς, την ιδέα ότι η πιο δημοκρατική αστική δημοκρατία δεν είναι τίποτε άλλο, παρά μια μηχανή για την καταστολή της εργατικής τάξης από την αστική τάξη, της μάζας των εργαζομένων από μια χούφτα καπιταλιστές1. Ανάμεσα σ’ αυτούς που κηρύσσονται σήμερα κατά της δικτατορίας και υπέρ της δημοκρατίας, δεν υπάρχει ούτε ένας επαναστάτης, ούτε ένας μαρξιστής που να μην πήρε χίλιους όρκους μπροστά στους εργάτες ότι παραδέχεται αυτή τη βασική αλήθεια του σοσια­λισμού· και τώρα που το επαναστατικό προλεταριάτο άρχισε να αναταράζεται και να μπαίνει σε κίνηση για τη συντριβή αυτής της μηχανής καταπίεσης και την κατάκτηση της προλεταριακής δικτατορίας, οι προδότες αυτοί του σοσιαλισμού παρουσιάζουν έτσι τα πράγματα, σαν να είναι γεγονός πως η αστική τάξη έχει δωρίσει στους εργαζόμενους την «καθαρή δημοκρατία», πώς η αστική τάξη έχει παραιτηθεί από κάθε αντίσταση και είναι έτοιμη να υποταχθεί στην πλειοψηφία των εργαζομένων, πως στην αστική δημοκρατία δεν υπήρχε και δεν υπάρχει καμιά κρατική μηχανή για την καταστολή της εργασίας από το κεφάλαιο.

 

5. Η Κομμούνα του Παρισιού, που στα λόγια την υμνολογούν όλοι όσοι θέλουν να παριστάνουν το σοσιαλιστή, γιατί ξέρουν ότι οι εργατικές μάζες εκδηλώνουν θερμή και ειλικρινή συμπάθεια γι’ αυτή, έδειξε ξεκάθαρα την ιστορική συμβατικό­τητα και την περιορισμένη αξία του αστικού κοινοβουλευτι­σμού και της αστικής δημοκρατίας – θεσμών πολύ προοδευτι­κών σε σύγκριση με το μεσαίωνα, που όμως έχουν οπωσδήποτε ανάγκη ριζικής αλλαγής στην εποχή της προλεταριακής επανάστασης. Μόνο ο Μαρξ που, αναλύοντας την Κομμούνα, έδοσε την καλύτερη εκτίμηση της ιστορικής της σημασίας, έδειξε τον εκμεταλλευτικό χαρακτήρα της αστικής δημοκρατίας και του αστικού κοινοβουλευτισμού, όπου οι καταπιεζόμενες τάξεις έχουν το δικαίωμα να αποφασίζουν μια φορά μέσα σε αρκετά χρόνια ποιος εκπρόσωπος των πλούσιων τάξεων «θα εκπροσωπεί και θα ποδοπατεί» (ver- und zertreten) το λαό στη Βουλή2. Ακριβώς τώρα, που το σοβιετικό κίνημα, αγκαλιάζοντας όλο τον κόσμο, συνεχίζει μπροστά στα μάτια όλων το έργο της Κομμούνας, οι προδότες του σοσιαλισμού ξεχνούν τη συγκε­κριμένη πείρα και τα συγκεκριμένα διδάγματα της Κομμούνας του Παρισιού, επαναλαβαίνοντας τις παλιές αστικές κοινοτο­πίες για τη «δημοκρατία γενικά». Η Κομμούνα δεν ήταν κοινοβουλευτικός θεσμός.

 

6. Η σημασία της Κομμούνας βρίσκεται έπειτα στο γεγονός ότι έκανε απόπειρα να τσακίσει, να καταστρέψει συθέμελα τον αστικό κρατικό μηχανισμό, υπαλληλικό, δικαστικό, στρατιωτι­κό, αστυνομικό, αντικαθιστώντας τον με μια αυτοδιοικούμενη μαζική οργάνωση των εργατών, που δεν γνώριζε το χωρισμό της νομοθετικής από την εκτελεστική εξουσία. Όλες οι σύγχρονες αστικές ρεπουμπλικανικές δημοκρατίες, μαζί και η γερμανική, που οι προδότες του σοσιαλισμού, χλευάζοντας την αλήθεια, την αποκαλούν προλεταριακή, διατηρούν αυτό τον κρατικό μηχανισμό. Έτσι επιβεβαιώνεται για μια ακόμη φορά πεντακά­θαρα πως τα ξεφωνητά υπέρ της «δημοκρατίας γενικά» αποτελούν στην πραγματικότητα υπεράσπιση της αστικής τάξης και των εκμεταλλευτικών προνομίων της.

 

7. Η ελευθερία του «συνέρχεσθαι» μπορεί να θεωρηθεί σαν υπόδειγμα διεκδικήσεων της «καθαρής δημοκρατίας». Κάθε συνειδητός εργάτης που δεν ξέκοψε από την τάξη του, θα καταλάβει αμέσως ότι θα ήταν παραλογισμός να υπόσχεται κανείς στους εκμεταλλευτές ελευθερία του συνέρχεσθαι σε μια περίοδο και σε συνθήκες όπου οι εκμεταλλευτές προβάλλουν αντίσταση στην ανατροπή τους και προασπίζουν τα προνόμιά τους. Τότε που η αστική τάξη ήταν επαναστατική ούτε στην Αγγλία το 1649, ούτε στη Γαλλία το 1793 παραχώρησε «ελευθερία του συνέρχεσθαι» στους μοναρχικούς και στους ευγενείς που καλούσαν τα ξένα στρατεύματα και που «συνέρ­χονταν» για να οργανώσουν απόπειρες παλινόρθωσης. Αν η σημερινή αστική τάξη, που από καιρό έχει γίνει αντιδραστική, ζητάει από το προλεταριάτο να εγγυηθεί από πριν στους εκμεταλλευτές την «ελευθερία του συνέρχεσθαι», ανεξάρτητα από το τι αντίσταση θα προβάλουν οι καπιταλιστές στην απαλλοτρίωσή τους, οι εργάτες δεν έχουν παρά να γελούν με την υποκρισία της αστικής τάξης.

Από την άλλη μεριά, οι εργάτες ξέρουν πολύ καλά ότι ακόμη και στην πιο δημοκρατική αστική δημοκρατία η «ελευ­θερία του συνέρχεσθαι» είναι μια κούφια φράση, γιατί οι πλούσιοι έχουν στη διάθεσή τους τα καλύτερα δημόσια και ιδιωτικά κτίρια, καθώς και αρκετό ελεύθερο χρόνο για συγκεν­τρώσεις και την προστασία του αστικού μηχανισμού εξουσίας. Οι προλετάριοι της πόλης και του χωριού και οι μικροαγρότες, δηλ. η τεράστια πλειοψηφία του πληθυσμού δεν διαθέτουν τίποτε από όλα αυτά. Όσο θα έχουν έτσι τα πράγματα, η «ισότητα», δηλ. η «καθαρή δημοκρατία» θα είναι μια απάτη. Για να κατακτηθεί η αληθινή ισότητα, για να εφαρμοστεί πραγμα­τικά η δημοκρατία για τους εργαζόμενους, πρέπει πρώτα να αφαιρεθούν από τους εκμεταλλευτές όλα τα δημόσια και τα πολυτελή ιδιωτικά κτίρια, πρέπει πρώτα να εξασφαλιστεί ελεύθερος χρόνος στους εργαζόμενους, πρέπει η δική τους ελευθερία του συνέρχεσθαι να περιφρουρείται από ένοπλους εργάτες, και όχι από ευγενείς ή από καπιταλιστές - αξιωματικούς με αποβλακωμένους στρατιώτες.

Μόνο ύστερα από μια τέτια αλλαγή μπορεί να γίνει λόγος για ελευθερία του συνέρχεσθαι και για ισότητα, χωρίς αυτό να σημαίνει εμπαιγμό των εργατών, των εργαζομένων, των φτωχών. Αλλά την αλλαγή αυτή δεν μπορεί να την πραγματοποιήσει άλλος από την πρωτοπορία των εργαζομένων, το προλεταριάτο, που θα ανατρέψει τους εκμεταλλευτές, την αστική τάξη.

 

8. Η «ελευθερία του Τύπου» είναι επίσης ένα από τα κυριότερα συνθήματα της «καθαρής δημοκρατίας». Και στο ζήτημα αυτό οι εργάτες ξέρουν, και οι σοσιαλιστές όλων των χωρών το έχουν παραδεχτεί εκατομμύρια φορές, ότι η ελευθερία αυτή είναι μια απάτη, εφόσον τα καλύτερα τυπογραφεία και τα τεράστια αποθέματα χαρτιού βρίσκονται στα χέρια των καπι­ταλιστών, και εφόσον διατηρείται η εξουσία του κεφαλαίου πάνω στον Τύπο, που εκδηλώνεται σε όλο τον κόσμο τόσο πιο καθαρά, πιο έντονα, πιο κυνικά, όσο πιο αναπτυγμένος είναι ο δημοκρατισμός και το ρεπουμπλικανικό καθεστώς, όπως συμ­βαίνει λ.χ. στην Αμερική. Για να κατακτηθεί η αληθινή ισότητα και η αληθινή δημοκρατία για τους εργαζόμενους, για τους εργάτες και τους αγρότες, πρέπει πρώτα να αφαιρεθεί από το κεφάλαιο η δυνατότητα να μισθώνει συγγραφείς, να αγοράζει εκδοτικούς οργανισμούς και να εξαγοράζει εφημερίδες, και γι’ αυτό πρέπει να αποτιναχτεί ο ζυγός του κεφαλαίου, πρέπει να ανατραπούν οι εκμεταλλευτές, να κατασταλεί η αντίστασή τους. Οι καπιταλιστές αποκαλούσαν πάντα «ελευθερία» την ελευθερία των πλουσίων να γίνονται πλουσιότεροι, την ελευθερία των εργατών να πεθαίνουν από την πείνα. Οι καπιταλιστές αποκαλούν ελευθερία του Τύπου την ελευθερία των πλουσίων να εξαγοράζουν τον Τύπο, την ελευθερία να χρησιμοποιείται ο πλούτος για την κατεργασία και την παραποίηση της λεγόμενης κοινής γνώμης. Και στην περίπτωση αυτή οι θεματοφύλακες της «καθαρής δημοκρατίας» αποδεικνύονται στην πραγματικότητα θεματοφύλακες του πιο βρωμερού, του πιο αργυρώνητου συστή­ματος της κυριαρχίας των πλουσίων πάνω στα μέσα διαφώτισης των μαζών, αποδεικνύονται απατεώνες που ξεγελούν το λαό, που με καλοφτιαγμένες, όμορφες, μα ολότελα ψεύτικες φράσεις αποσπούν την προσοχή του από το συγκεκριμένο ιστορικό καθήκον της απελευθέρωσης του Τύπου από το ζυγό του κεφαλαίου. Αληθινή ελευθερία και ισότητα θα υπάρχει στο καθεστώς που οικοδομούν οι κομμουνιστές· σ’ αυτό δεν θα υπάρχει η δυνατότητα πλουτισμού σε βάρος άλλων, δεν θα υπάρχει η αντικειμενική δυνατότητα να υποτάσσεται ο Τύπος ούτε άμεσα, ούτε έμμεσα στην εξουσία του χρήματος, και τίποτε δεν θα εμποδίζει τον κάθε εργαζόμενο (ή ομάδα εργαζομένων, ανεξάρτητα από τον αριθμό της) να έχει και να ασκεί το δικαίωμα χρησιμοποίησης των κοινωνικοποιημένων τυπογρα­φείων και του κοινωνικοποιημένου χαρτιού.

 

9. Η ιστορία του 19ου και του 20ού αιώνα μάς έδειξε ακόμη πριν από τον πόλεμο, τι σημαίνει στην πραγματικότητα η περιβόητη «καθαρή δημοκρατία» στις συνθήκες του καπιταλι­σμού. Οι μαρξιστές έλεγαν πάντα ότι όσο πιο εξελιγμένη, «πιο καθαρή» είναι η δημοκρατία, τόσο πιο ανοιχτή, πιο έντονη, πιο αμείλικτη γίνεται η ταξική πάλη, τόσο «πιο καθαρά» εμφανίζεται ο ζυγός του κεφαλαίου και η δικτατορία της αστικής τάξης. Η υπόθεση Ντρέυφους στη ρεπουμπλικανική Γαλλία, τα αιματηρά όργια των μισθοφορικών αποσπασμάτων, εξοπλισμένων από τους καπιταλιστές ενάντια στους απεργούς στην ελεύθερη και δημοκρατική-ρεπουμπλικανική Αμερική – αυτά τα γεγονότα και χιλιάδες παρόμοια επιβεβαιώνουν την αλήθεια, που μάταια προσπαθεί να την αποκρύψει η αστική τάξη, την αλήθεια ότι στις πιο δημοκρατικές αστικές δημοκρατίες στην πραγματικότητα κυριαρχούν η τρομοκρατία και η δικτατορία της αστικής τάξης, κι αυτό εκδηλώνεται ανοιχτά κάθε φορά που οι εκμεταλλευτές αρχίζουν να νομίζουν ότι η εξουσία του κεφαλαίου κλονίζεται.

 

10. Ο ιμπεριαλιστικός πόλεμος του 1914-1918 αποκάλυψε πέρα για πέρα ακόμη και στους καθυστερημένους εργάτες τον αληθινό χαρακτήρα της αστικής δημοκρατίας, ακόμη και στις πιο ελεύθερες δημοκρατίες, χαρακτήρα δικτατορίας της αστι­κής τάξης. Για να πλουτίσει μια ομάδα γερμανών ή άγγλων εκατομμυριούχων, ή δισεκατομμυριούχων, εξοντώθηκαν δεκά­δες εκατομμύρια άνθρωποι, και στις πιο ελεύθερες δημοκρατίες εγκαθιδρύθηκε η στρατιωτική δικτατορία της αστικής τάξης. Αυτή η στρατιωτική δικτατορία εξακολουθεί να υπάρχει στις χώρες της Αντάντ και ύστερα από την ήττα της Γερμανίας. Ακριβώς ο πόλεμος άνοιξε περισσότερο από καθετί τα μάτια των εργαζομένων, πέταξε τα ψεύτικα στολίδια της αστικής δημοκρατίας, έδειξε στο λαό τις τεράστιες διαστάσεις που πήρε η αισχροκέρδεια και ο πλουτισμός κατά τον πόλεμο και από τον πόλεμο. Ενονόματι της «ελευθερίας και ισότητας» έκανε η αστική τάξη τον πόλεμο αυτό, ενονόματι της «ελευθερίας και ισότητας» συσσώρευσαν πρωτάκουστα πλούτη οι προμηθευτές οπλισμού. Η κίτρινη Διεθνής της Βέρνης, όσο κι αν προσπα­θεί, δεν θα μπορέσει να κρύψει από τις μάζες τον εκμεταλλευτικό χαρακτήρα της αστικής ελευθερίας, της αστικής ισότητας, της αστικής δημοκρατίας, χαρακτήρα που έχει τώρα ξεσκεπαστεί ολοκληρωτικά.

 

11. Στη Γερμανία, την πιο αναπτυγμένη καπιταλιστική χώρα στην ευρωπαϊκή ήπειρο, οι πρώτοι ήδη μήνες της πλήρους ρεπουμπλικανικής ελευθερίας, που έφερε η ήττα της ιμπερια­λιστικής Γερμανίας, έδειξαν στους γερμανούς εργάτες και σε όλο τον κόσμο, πού βρίσκεται η πραγματική ταξική ουσία της αστικής ρεπουμπλικανικής δημοκρατίας. Η δολοφονία του Καρλ Λήμπκνεχτ και της Ρόζας Λούξεμπουργκ αποτελεί γεγο­νός κοσμοϊστορικής σημασίας όχι μόνο γιατί βρήκαν τραγικό θάνατο οι καλύτεροι άνθρωποι και ηγέτες της πραγματικά προλεταριακής, της Κομμουνιστικής Διεθνούς, αλλά και γιατί αποκαλύφθηκε πέρα για πέρα η ταξική ουσία ενός κράτους προηγμένου σε ευρωπαϊκή κλίμακα – μπορούμε να πούμε δίχως υπερβολή: σε παγκόσμια κλίμακα. Αν κάτω από μια κυβέρνηση σοσιαλπατριωτών οι αξιωματικοί και οι καπιταλιστές μπόρεσαν να δολοφονήσουν ατιμώρητα κρατούμενους, δηλ. ανθρώπους που η κρατική εξουσία τούς είχε θέσει κάτω από τη φρούρησή της, βγαίνει το συμπέρασμα πως η ρεπουμπλικανική δημοκρα­τία, στην οποία μπόρεσε να συμβεί ένα τέτιο πράγμα, δεν είναι παρά δικτατορία της αστικής τάξης. Εκείνοι που εκφράζουν την αγανάκτησή τους για τη δολοφονία του Καρλ Λήμπκνεχτ και της Ρόζας Λούξεμπουργκ, αλλά δεν καταλαβαίνουν αυτή την αλήθεια, δείχνουν ή την αμβλύνοιά τους ή την υποκρισία τους. Η «ελευθερία» σε μια από τις πιο ελεύθερες και πιο προηγμένες δημοκρατίες του κόσμου, στη γερμανική δημοκρατία, είναι ελευθερία να δολοφονούνται ατιμώρητα οι κρατούμενοι ηγέτες του προλεταριάτου. Και δεν μπορεί να γίνει διαφορετικά όσο θα διατηρείται ο καπιταλισμός, γιατί η ανάπτυξη του δημοκρατι­σμού δεν αμβλύνει, αλλά οξύνει την ταξική πάλη που, εξαιτίας όλων των αποτελεσμάτων και των επιδράσεων του πολέμου και των συνεπειών του, έφτασε ως το σημείο του βρασμού.

Σήμερα, σε ολόκληρο τον πολιτισμένο κόσμο οι μπολσεβί­κοι εκτοπίζονται, διώκονται, φυλακίζονται, όπως συμβαίνει λ.χ. σε μια από τις πιο ελεύθερες αστικές δημοκρατίες, στην Ελβετία, όπως συμβαίνει στην Αμερική κτλ., όπου οργανώ­νονται πογκρόμ κατά των μπολσεβίκων. Από την άποψη της «δημοκρατίας γενικά» ή της «καθαρής δημοκρατίας», είναι απλώς γελοίο, χώρες προηγμένες, πολιτισμένες, δημοκρατικές, εξοπλισμένες ως τα δόντια, να φοβούνται την παρουσία στο έδαφός τους μερικών δεκάδων ανθρώπων από την καθυστερη­μένη, πεινασμένη, ρημαγμένη Ρωσία, που οι αστικές εφημερίδες σε δεκάδες εκατομμύρια αντίτυπα, την αποκαλούν άγρια, εγκληματική χώρα κτλ. Είναι φανερό ότι οι κοινωνικές συνθήκες που μπόρεσαν να γεννήσουν μια τέτια χτυπητή αντίφαση, είναι στην πράξη οι συνθήκες της δικτατορίας της αστικής τάξης.

 

12. Μια κι έτσι έχουν τα πράγματα, η δικτατορία του προλεταριάτου είναι όχι μόνο απόλυτα νόμιμη σαν μέσο ανα­τροπής των εκμεταλλευτών και καταστολής της αντίστασής τους, αλλά και απόλυτα απαραίτητη για όλη τη μάζα των εργαζομένων σαν μοναδικό μέσο άμυνας ενάντια στη δικτατορία της αστικής τάξης, που οδήγησε στον πόλεμό και που προε­τοιμάζει νέους πολέμους.

Το κυριότερο πράγμα που δεν καταλαβαίνουν οι σοσιαλι­στές και που φανερώνει πως θεωρητικά είναι κοντόφθαλμοι, πως είναι αιχμάλωτοι των αστικών προκαταλήψεων και πως πρόδοσαν πολιτικά το προλεταριάτο, είναι τούτο, ότι στην καπιταλιστική κοινωνία, όταν η ταξική πάλη, που βρίσκεται στη βάση της κοινωνίας αυτής, οξύνεται κάπως σοβαρά, δεν μπορεί να υπάρξει τίποτε το ενδιάμεσο, παρά τούτο μόνο: είτε δικτατορία της αστικής τάξης, είτε δικτατορία του προλετα­ριάτου. Κάθε ονειροπόλημα για κάποια τρίτη λύση είναι αντιδραστικό θρηνολόγημα μικροαστού. Αυτό το μαρτυρεί και η πείρα της υπερεκατόχρονης εξέλιξης της αστικής δημοκρα­τίας και του εργατικού κινήματος όλων των προηγμένων χωρών, και ιδιαίτερα η πείρα της τελευταίας πενταετίας. Αυτό διδάσκει και όλη η επιστήμη της πολιτικής οικονομίας, όλο το περιεχό­μενο του μαρξισμού, που εξηγεί ότι σε κάθε εμπορευματική οικονομία είναι οικονομικά αναπόφευκτη η δικτατορία της αστικής τάξης, που δεν υπάρχει άλλος να την αντικαταστήσει, εκτός από την τάξη των προλετάριων, τάξη που αναπτύσσεται, πληθαίνει, συσπειρώνεται, δυναμώνει από την ίδια την εξέλιξη του καπιταλισμού.

13. Ένα άλλο θεωρητικό και πολιτικό λάθος των σοσιαλι­στών είναι ότι δεν καταλαβαίνουν πως οι μορφές της δημοκρα­τίας, αρχίζοντας από τα έμβρυά της στην αρχαιότητα, άλλαζαν αναπόφευκτα στη διάρκεια των χιλιετηρίδων, παράλληλα με την αντικατάσταση της μιας κυρίαρχης τάξης από μιαν άλλη. Στις αρχαίες δημοκρατίες της Ελλάδας, στις πόλεις του μεσαίωνα, στις προηγμένες δημοκρατικές χώρες η δημοκρατία παρουσίασε διαφορετικές μορφές και εφαρμοζόταν σε διαφορετικούς βαθ­μούς. Θα ήταν η μεγαλύτερη ανοησία να πιστέψει κανείς πως η πιο βαθιά επανάσταση στην ιστορία της ανθρωπότητας, το πρώτο στον κόσμο πέρασμα της εξουσίας από τη μειοψηφία των εκμεταλλευτών στην πλειοψηφία των εκμεταλλευομένων μπορεί να συντελεστεί μέσα στα παλιά πλαίσια της παλιάς, αστικής, κοινοβουλευτικής δημοκρατίας, μπορεί να συντελεστεί χωρίς τις πιο απότομες στροφές, χωρίς τη δημιουργία νέων μορφών δημοκρατίας, νέων θεσμών που ενσαρκώνουν τους νέους όρους εφαρμογής της κτλ.

 

14. Η δικτατορία του προλεταριάτου μοιάζει με τη δικτα­τορία των άλλων τάξεων κατά τούτο: ότι την προκάλεσε, όπως και κάθε δικτατορία, η ανάγκη να κατασταλεί με τη βία η αντίσταση της τάξης που χάνει την πολιτική κυριαρχία. Η ριζική διαφορά ανάμεσα στη δικτατορία του προλεταριάτου και στη δικτατορία των άλλων τάξεων –τη δικτατορία των τσιφλι­κάδων στο μεσαίωνα, τη δικτατορία της αστικής τάξης σε όλες τις πολιτισμένες καπιταλιστικές χώρες– βρίσκεται στο ότι η δικτατορία των τσιφλικάδων και της αστικής τάξης σήμαινε βίαιη καταστολή της αντίστασης της τεράστιας πλειοψηφίας του πληθυσμού, δηλαδή των εργαζομένων. Απεναντίας, η δικτατορία του προλεταριάτου σημαίνει βίαιη καταστολή της αντίστασης των εκμεταλλευτών, των τσιφλικάδων και των καπιταλιστών, δηλαδή μιας ασήμαντης μειοψηφίας του πλη­θυσμού.

Απ’ εδώ, κατά λογική συνέπεια, βγαίνει ότι η δικτατορία του προλεταριάτου δεν μπορεί παρά να συνεπιφέρει αναπόφευκτα όχι μόνο μια αλλαγή γενικά των μορφών και των θεσμών της δημοκρατίας, αλλά μια τέτια ακριβώς αλλαγή που θα επιτρέψει μια χωρίς προηγούμενο στον κόσμο επέκταση της αποτελεσματικής χρησιμοποίησης του δημοκρατισμού από τις τάξεις των εργαζομένων, από εκείνους που καταπιέζει ο καπιταλισμός.

Και πραγματικά, η μορφή αυτή της δικτατορίας του προλε­ταριάτου, που δημιουργήθηκε ήδη στην πράξη, δηλ. η Σοβιε­τική εξουσία στη Ρωσία, το Räte-System3 στη Γερμανία, το Shop Stewards Committees και οι άλλοι ανάλογοι σοβιετικοί θεσμοί σε άλλες χώρες, όλα αυτά σημαίνουν και κάνουν πράξη ακριβώς για τις εργαζόμενες τάξεις, δηλ. για την τεράστια πλειοψηφία του πληθυσμού, τη συγκεκριμένη δυνατότητα να ασκούν τα δημοκρατικά δικαιώματα και τις δημοκρατικές ελευθερίες, που δεν υπήρξε ποτέ ούτε και κατά προσέγγιση στις πιο εξελιγμένες, στις πιο δημοκρατικές αστικές δημοκρατίες.

Η ουσία της Σοβιετικής εξουσίας συνίσταται στο ότι η μαζική οργάνωση ακριβώς των τάξεων που καταπιέζονταν από τον καπιταλισμό, δηλ. των εργατών και των μισοπρολετάριων (αγροτών που δεν εκμεταλλεύονται ξένη εργασία και είναι αναγκασμένοι να πουλούν διαρκώς έστω και ένα μέρος της εργατικής τους δύναμης), αποτελεί τη μόνιμη και αποκλειστική βάση όλης της κρατικής εξουσίας, ολόκληρου του κρατικού μηχανισμού. Ακριβώς αυτές οι μάζες, που ακόμη και στις πιο δημοκρατικές αστικές δημοκρατίες, αν και ισότιμες σύμφωνα με το νόμο, στην πραγματικότητα παραμερίζονταν με χίλιους δυο τρόπους και τερτίπια από τη συμμετοχή στην πολιτική ζωή και από την άσκηση των δημοκρατικών δικαιωμάτων και ελευθεριών, προσελκύονται τώρα σε μια μόνιμη, απαραίτητη και ταυτόχρονα αποφασιστική συμμετοχή στη δημοκρατική διακυ­βέρνηση του κράτους.

 

15. Ενώ η αστική δημοκρατία υποσχόταν παντού και πάντα την ισότητα των πολιτών, ανεξάρτητα από φύλο, θρήσκευμα, φυλή, εθνικότητα, αλλά πουθενά δεν την εφάρμοσε και, λόγω της κυριαρχίας του καπιταλισμού, ούτε μπορούσε να την εφαρμόσει, η Σοβιετική εξουσία ή η δικτατορία του προλετα­ριάτου την πραγματοποιεί άμεσα και πλήρως, γιατί αυτό είναι σε θέση να το κάνει μόνο η εξουσία των εργατών που δεν έχουν συμφέρον από τη διατήρηση της ατομικής ιδιοκτησίας στα μέσα παραγωγής και από την πάλη για το μοίρασμα και το ξαναμοίρασμά τους.

 

16. Η παλιά, δηλ. η αστική δημοκρατία και ο κοινοβουλευ­τισμός είχαν οργανωθεί έτσι που ακριβώς οι μάζες των εργαζομένων να είναι πιο πολύ απομακρυσμένες από τη συμ­μετοχή στο μηχανισμό της διακυβέρνησης. Η Σοβιετική εξουσία, δηλ. η δικτατορία του προλεταριάτου, απεναντίας, είναι οργανωμένη έτσι που να προσεγγίσει τις μάζες των εργαζομένων στο μηχανισμό της διακυβέρνησης. Τον ίδιο σκοπό εξυπηρετεί η συνένωση της νομοθετικής και εκτελεστικής εξουσίας στα πλαίσια της σοβιετικής οργάνωσης του κράτους και η αντικατάσταση των εδαφικών εκλογικών περι­φερειών με τις παραγωγικές μονάδες, όπως είναι το εργοστάσιο, η φάμπρικα.

 

17. Ο στρατός ήταν ένας μηχανισμός καταπίεσης όχι μόνο επί μοναρχίας. Διατήρησε αυτό το χαρακτήρα και σε όλες τις αστικές δημοκρατίες, ακόμη και στις πιο δημοκρατικές. Μόνο η Σοβιετική εξουσία, σαν μόνιμη κρατική οργάνωση ακριβώς των τάξεων που καταπιέζονταν από τον καπιταλισμό, είναι σε θέση να εξαλείψει την υποταγή του στρατού στην αστική διοίκηση και να συγχωνεύσει πραγματικά το προλεταριάτο με το στρατό, να εξοπλίσει πραγματικά το προλεταριάτο και να αφοπλίσει πραγματικά την αστική τάξη, που χωρίς αυτό η νίκη του σοσιαλισμού δεν είναι δυνατή.

 

18. Η σοβιετική οργάνωση του κράτους είναι προσαρμο­σμένη στον καθοδηγητικό ρόλο του προλεταριάτου, της τάξης που βγήκε από τον καπιταλισμό πιο συγκεντρωμένη και πιο φωτισμένη. Η πείρα όλων των επαναστάσεων και όλων των κινημάτων των καταπιεζόμενων τάξεων, η πείρα του παγκόσμιου σοσιαλιστικού κινήματος μας διδάσκει ότι μόνο το προλετα­ριάτο είναι σε θέση να συνενώσει και να πάρει με το μέρος του τα σκόρπια και καθυστερημένα στρώματα του εργαζόμενου και εκμεταλλευόμενου πληθυσμού.

 

19. Μόνο η σοβιετική οργάνωση του κράτους μπορεί πραγματικά να τσακίσει μεμιάς και να εξαρθρώσει οριστικά τον παλιό, δηλ. τον αστικό υπαλληλικό και δικαστικό μηχανισμό, που διατηρήθηκε και δεν μπορούσε παρά να διατηρηθεί αναπόφευκτα στις συνθήκες του καπιταλισμού ακόμη και στις πιο δημοκρατικές δημοκρατίες, αποτελώντας στην πράξη το μεγα­λύτερο εμπόδιο στην πραγματοποίηση του δημοκρατισμού για τους εργάτες και για τους εργαζόμενους. Η Κομμούνα του Παρισιού έκανε το πρώτο κοσμοϊστορικό βήμα στο δρόμο αυτό, η Σοβιετική εξουσία το δεύτερο.

 

20. Η κατάργηση της κρατικής εξουσίας είναι ένας σκοπός που έβαζαν μπροστά τους όλοι οι σοσιαλιστές και ανάμεσά τους ο Μαρξ στην πρώτη γραμμή. Χωρίς την πραγματοποίηση αυτού του σκοπού, ο αληθινός δημοκρατισμός, δηλ. η ισότητα και η ελευθερία, είναι απραγματοποίητος. Αλλά προς το σκοπό αυτό οδηγεί πρακτικά μόνο η σοβιετική, η προλεταριακή, δημοκρα­τία, γιατί, προσελκύοντας τις μαζικές οργανώσεις των εργαζομένων σε μια μόνιμη και απαραίτητη συμμετοχή στη διακυ­βέρνηση του κράτους, αρχίζει αμέσως να προετοιμάζει την πλήρη απονέκρωση κάθε κράτους.

 

21. Η ολοκληρωτική χρεοκοπία των σοσιαλιστών που συγκεντρώθηκαν στη Βέρνη, η πλήρης ανικανότητά τους να καταλάβουν τη νέα, δηλ. την προλεταριακή δημοκρατία, φαί­νεται κυρίως από το εξής. Στις 10 του Φλεβάρη 1919 ο Μπράντινγκ κήρυξε τον τερματισμό των εργασιών της διεθνούς συνδιάσκεψης της κίτρινης Διεθνούς στη Βέρνη. Στις 11 του Φλεβάρη 1919 δημοσιεύτηκε στο Βερολίνο, στην «Die Freiheit», εφημερίδα αυτών που συμμετείχαν στη συνδιάσκεψη, μια έκ­κληση του Κόμματος των «ανεξάρτητων» προς το προλετα­ριάτο. Στην έκκληση αυτή αναγνωρίζεται ο αστικός χαρακτή­ρας της κυβέρνησης Σάιντεμαν, την κατηγορούν ότι επιθυμεί να καταργήσει τα Σοβιέτ που αποκαλούνται Träger und Schützer der Revolution – φορείς και φύλακες της επανάστασης, και γίνεται η πρόταση να νομιμοποιηθούν τα Σοβιέτ, να τους παραχωρηθούν κρατικά δικαιώματα να αναστέλλουν τις αποφάσεις της Εθνοσυνέλευσης και το ζήτημα να παραπέμπεται σε παλλαϊκό δημοψήφισμα.

Η πρόταση αυτή σημαίνει ολοκληρωτική ιδεολογική χρεο­κοπία των θεωρητικών που υπεράσπιζαν τη δημοκρατία χωρίς να καταλαβαίνουν τον αστικό της χαρακτήρα. Η γελοία προσπάθεια να συνδυαστεί το σύστημα των Σοβιέτ, δηλ. η δικτατορία του προλεταριάτου, με την Εθνοσυνέλευση, δηλ. με τη δικτατορία της αστικής τάξης, ξεσκεπάζει ολοκληρωτικά και τη φτώχια της σκέψης των κίτρινων σοσιαλιστών και σοσιαλ­δημοκρατών, και την πολιτική τους μικροαστική αντιδραστικότητα, και τις δειλές παραχωρήσεις τους στην ασυγκράτητα αυξανόμενη δύναμη της νέας προλεταριακής δημοκρατίας.

 

22. Καταδικάζοντας τον μπολσεβικισμό, η πλειοψηφία της κίτρινης Διεθνούς στη Βέρνη, που από φόβο μπροστά στις εργατικές μάζες δεν τόλμησε να ψηφίσει τυπικά μια απόφαση σ’ αυτό το πνεύμα, ενήργησε σωστά από ταξική άποψη. Ακρι­βώς αυτή η πλειοψηφία είναι πέρα για πέρα αλληλέγγυη με τους ρώσους μενσεβίκους και σοσιαλιστές-επαναστάτες και με τους Σάιντεμαν στη Γερμανία. Οι ρώσοι μενσεβίκοι και σοσιαλιστές-επαναστάτες, παραπονούμενοι ότι διώκονται από τους μπολσε­βίκους, προσπαθούν να κρύψουν το γεγονός ότι τις διώξεις αυτές τις επέβαλε η συμμετοχή των μενσεβίκων και των σοσιαλιστών-επαναστατών στον εμφύλιο πόλεμο με το μέρος της αστικής τάξης ενάντια στο προλεταριάτο. Το ίδιο και οι Σάιντεμαν και το κόμμα τους στη Γερμανία απόδειξαν ήδη ότι συμμετέχουν με τον ίδιο τρόπο στον εμφύλιο πόλεμο, δηλ. με το μέρος της αστικής τάξης ενάντια στους εργάτες.

Γι’ αυτό ήταν πολύ φυσικό η πλειοψηφία αυτών που πήραν μέρος στην κίτρινη Διεθνή της Βέρνης να ταχθεί υπέρ της καταδίκης των μπολσεβίκων. Στη στάση αυτή βρήκε την έκφρασή της όχι η υπεράσπιση της «καθαρής δημοκρατίας», αλλά η αυτοάμυνα ανθρώπων που ξέρουν και νιώθουν ότι στον εμφύλιο πόλεμο η θέση τους είναι με το μέρος της αστικής τάξης ενάντια στο προλεταριάτο.

Να γιατί δεν μπορούμε να μην αναγνωρίσουμε ότι η απόφαση της πλειοψηφίας της κίτρινης Διεθνούς είναι σωστή από ταξική άποψη. Το προλεταριάτο δεν πρέπει να φοβάται την αλήθεια, μα να την κοιτάζει κατάματα και να βγάζει απ’ αυτή όλα τα πολιτικά συμπεράσματα.

Σύντροφοι! Θα ήθελα ακόμη κάτι να προσθέσω στα δυο τελευταία εδάφια. Νομίζω ότι οι σύντροφοι που θα μας κάνουν έκθεση για τη συνδιάσκεψη της Βέρνης, θα μας μιλήσουν πιο διεξοδικά γι’ αυτό το ζήτημα.

Σε όλη τη διάρκεια της συνδιάσκεψης της Βέρνης δεν ειπώθηκε ούτε λέξη για τη σημασία της Σοβιετικής εξουσίας. Δυο χρόνια τώρα συζητάμε το ζήτημα αυτό στη Ρωσία. Ακόμη στην κομματική συνδιάσκεψη του Απρίλη του 1917 είχαμε βάλει θεωρητικά και πολιτικά το ζήτημα: «τι είναι η Σοβιετική εξουσία, ποιο το περιεχόμενό της, ποια η ιστορική της σημασία;». Δυο χρόνια τώρα συζητάμε αυτό το ζήτημα, και στο κομματικό μας συνέδριο ψηφίσαμε σχετική απόφαση4.

Η εφημερίδα «Freiheit» του Βερολίνου δημοσίευσε στις 11 του Φλεβάρη μια έκκληση προς το γερμανικό προλεταριάτο, υπογραμμένη όχι μόνο από τους ηγέτες των ανεξάρτητων σοσιαλδημοκρατών της Γερμανίας, αλλά και από όλα τα μέλη της ομάδας των ανεξάρτητων. Τον Αύγουστο του 1918 ο Κάουτσκι, ο μεγαλύτερος θεωρητικός αυτών των ανεξάρτητων, έγραφε στην μπροσούρα του «Η δικτατορία του προλεταριά­του» ότι είναι οπαδός της δημοκρατίας και των σοβιετικών οργάνων, αλλά ότι τα Σοβιέτ πρέπει να έχουν μόνο οικονομική σημασία και να μην αναγνωρίζονται καθόλου σαν κρατικές οργανώσεις. Ο Κάουτσκι επαναλαβαίνει το ίδιο πράγμα στα φύλλα της 11 και της 12 του Γενάρη της «Freiheit». Στις 9 του Φλεβάρη εμφανίζεται ένα άρθρο του Ρούντολφ Χίλφερντινγκ, που θεωρείται επίσης σαν ένας από τους μεγαλύτερους και εγκυρότερους θεωρητικούς της II Διεθνούς. Αυτός προτείνει να πραγματοποιηθεί νομικά, με το δρόμο της κρατικής νομοθεσίας, ο συνδυασμός του συστήματος των Σοβιέτ με την Εθνοσυνέ­λευση. Αυτό ήταν στις 9 του Φλεβάρη. Στις 11 του Φλεβάρη η πρόταση αυτή γίνεται δεκτή από όλο το Κόμμα των ανεξάρτη­των και δημοσιεύεται υπό μορφή έκκλησης.

Παρόλο που η Εθνοσυνέλευση υπάρχει πια και μάλιστα ύστερα από το γεγονός ότι οι πιο μεγάλοι θεωρητικοί των ανεξάρτητων σοσιαλδημοκρατών διακήρυξαν ότι οι σοβιετικές οργανώσεις δεν πρέπει να είναι κρατικές οργανώσεις, παρόλα αυτά υπάρχουν πάλι ταλαντεύσεις! Αυτό αποδεικνύει ότι οι κύριοι αυτοί δεν κατάλαβαν απολύτως τίποτε από το νέο κίνημα και από τους όρους πάλης που διεξάγει. Αλλά αυτό αποδεικνύει και κάτι άλλο, και συγκεκριμένα ότι πρέπει να υπάρχουν λόγοι, αιτίες που προκαλούν αυτές τις ταλαντεύσεις! Όταν, ύστερα από όλα αυτά τα γεγονότα, ύστερα από δυο σχεδόν χρόνια νικηφόρας επανάστασης στη Ρωσία, μας σερβίρουν αποφάσεις σαν κι αυτές που ψηφίστηκαν στη συνδιάσκεψη της Βέρνης, στις οποίες δεν αναφέρεται τίποτε για τα Σοβιέτ και για τη σημασία τους, όταν στη συνδιάσκεψη αυτή κανένας αντιπρόσωπος σε καμιά ομιλία δεν έβγαλε ούτε λέξη γι’ αυτό το πράγ­μα, μπορούμε να δηλώσουμε με όλο μας το δίκιο ότι όλοι αυτοί οι κύριοι, σαν σοσιαλιστές και θεωρητικοί, δεν υπάρχουν πια για μας.

Αυτό όμως από πρακτική, πολιτική άποψη δείχνει, σύν­τροφοι, ότι μέσα στις μάζες συντελούνται μεγάλες ανακατατάξεις, μια και οι ανεξάρτητοι αυτοί, που θεωρητικά και από άποψη αρχών ήταν ενάντια σ’ αυτές τις κρατικές οργανώσεις, κάνουν ξαφνικά μια τόσο ανόητη πρόταση, όπως είναι η πρόταση του «ειρηνικού» συνδυασμού της Εθνοσυνέλευσης με το σύστημα των Σοβιέτ, δηλ. του συνδυασμού της δικτατορίας της αστικής τάξης με τη δικτατορία του προλεταριάτου. Βλέπουμε πως όλοι αυτοί χρεοκόπησαν σαν σοσιαλιστές και σαν θεωρητικοί και τι τεράστιες αλλαγές συντελούνται στις μάζες. Οι καθυστερημένες μάζες του γερμανικού προλεταριάτου έρχονται σε μας, ήλθαν σε μας! Η σημασία του Ανεξάρτητου κόμματος των γερμανών σοσιαλδημοκρατών, του καλύτερου τμήματος της συνδιάσκεψης της Βέρνης, ισοδυναμεί, επομένως, με μηδέν από θεωρητική και σοσιαλιστική άποψη· ωστόσο, διατηρεί κάποια σημασία που συνίσταται στο ότι αυτά τα ταλαντευόμενα στοιχεία αποτελούν για μας βαρόμετρο των διαθέσεων των καθυστερημένων στρωμάτων του προλεταριάτου. Αυτή ακριβώς είναι κατά τη γνώμη μου η μεγάλη ιστορική σημασία αυτής της συνδιάσκεψης. Εμείς ζήσαμε κάτι παρό­μοιο και στη δική μας επανάσταση. Οι μενσεβίκοι μας πέρασαν σχεδόν ακριβώς τον ίδιο δρόμο εξέλιξης, όπως και οι θεωρητι­κοί των ανεξάρτητων στη Γερμανία. Στην αρχή, όταν είχαν την πλειοψηφία στα Σοβιέτ, ήταν υπέρ των Σοβιέτ. Τότε μόνο αυτό άκουγες: «Ζήτω τα Σοβιέτ!», «Υπέρ των Σοβιέτ!», «Τα Σοβιέτ σημαίνουν επαναστατική δημοκρατία!». Όταν όμως την πλειο­ψηφία στα Σοβιέτ την πήραμε εμείς, οι μπολσεβίκοι, τότε αυτοί άρχισαν να τραγουδούν άλλο σκοπό: τα Σοβιέτ δεν πρέπει να υπάρχουν δίπλα στη Συντακτική Συνέλευση· διάφοροι μενσε­βίκοι θεωρητικοί έκαναν παρεμφερείς προτάσεις, να συνδυαστεί δηλαδή το σύστημα των Σοβιέτ με τη Συντακτική Συνέλευση και να περιληφθούν στην κρατική οργάνωση. Εδώ αποκαλύπτεται για άλλη μια φορά ότι η γενική πορεία της προλεταριακής επανάστασης είναι η ίδια σε όλο τον κόσμο. Στην αρχή αυθόρμητος σχηματισμός των Σοβιέτ, ύστερα επέκταση και ανάπτυξή τους, κατόπι πρακτική εμφάνιση του ζητήματος: ή Σοβιέτ, ή Εθνοσυνέλευση, είτε Συντακτική Συνέλευση, είτε αστικός κοινοβουλευτισμός· πλήρης σύγχυση στις γραμμές των καθοδηγητών και, τέλος, προλεταριακή επανάσταση. Νομίζω όμως ότι, ύστερα από δυο χρόνια σχεδόν επανάστασης, δεν πρέπει να βάζουμε έτσι το ζήτημα, αλλά πρέπει να πάρουμε συγκεκριμένες αποφάσεις, γιατί η επέκταση του συστήματος των Σοβιέτ είναι για μας, και ιδιαίτερα για τις περισσότερες δυτικοευρωπαϊκές χώρες, σπουδαιότατο καθήκον.

Θα ήθελα να σας διαβάσω εδώ μόνο μια απόφαση των μενσεβίκων. Είχα παρακαλέσει τον σ. Ομπολένσκι να τη με­ταφράσει στα γερμανικά. Μου είχε υποσχεθεί ότι θα το κάνει, αλλά, δυστυχώς, δεν βρίσκεται εδώ. Επειδή δεν έχω μαζί μου το πλήρες κείμενο αυτής της απόφασης, θα προσπαθήσω να την αποδόσω από μνήμης.

Ένας ξένος, που δεν έχει ακούσει τίποτε για τον μπολσεβικισμό, είναι πολύ δύσκολο να διαμορφώσει δική του γνώμη για τα επίμαχα προβλήματά μας. Οι μενσεβίκοι αμφισβητούν καθετί που υποστηρίζουν οι μπολσεβίκοι, και αντίστροφα. Βέβαια, μέσα στην πάλη ούτε μπορεί να γίνει διαφορετικά, και ακριβώς γι’ αυτό είναι πολύ σπουδαίο το γεγονός ότι η τελευταία συνδιάσκεψη του Κόμματος των μενσεβίκων, το Δεκέμβρη του 1918 ψήφισε μια μακροσκελή, λεπτομερειακή απόφαση, που είχε δημοσιευτεί ολόκληρη στη μενσεβίκικη «Γκαζέτα Πετσάτνικοφ»5. Στην απόφαση αυτή οι ίδιοι οι μενσεβίκοι εκθέτουν σύντομα την ιστορία της ταξικής πάλης και του εμφυλίου πολέμου. Στην απόφαση αναφέρεται ότι αυτοί καταδικάζουν τις ομάδες εκείνες του Κόμματός τους που έχουν συμμαχήσει με τις εύπορες τάξεις στα Ουράλια, στο Νότο, στην Κριμαία και στη Γεωργία – και απαριθμούνται όλες αυτές οι περιοχές. Οι ομάδες του Μενσεβίκικου κόμμα­τος, που σε συμμαχία με τις εύπορες τάξεις βάδισαν ενάντια στη Σοβιετική εξουσία, καταδικάζονται τώρα στην απόφαση, ενώ το τελευταίο εδάφιο της απόφασης καταδικάζει κι εκείνους που πέρασαν με το μέρος των κομμουνιστών. Από δω βγαίνει πως οι μενσεβίκοι είναι αναγκασμένοι να παραδε­χτούν ότι στο Κόμμα τους δεν υπάρχει ενότητα και ότι τάσσονται είτε με το μέρος της αστικής τάξης, είτε με το μέρος του προλεταριάτου. Οι πιο πολλοί από τους μενσεβίκους πέρασαν με το μέρος της αστικής τάξης και πάλε­ψαν εναντίον μας στον καιρό του εμφυλίου πολέμου. Εμείς, φυσικά, διώκουμε τους μενσεβίκους, ακόμη και τους τουφεκίζουμε, όταν αυτοί στον πόλεμο εναντίον μας παλεύουν κατά του Κόκκινου Στρατού και τουφεκίζουν τους κόκκινους διοι­κητές μας. Στον πόλεμο της αστικής τάξης απαντήσαμε με τον πόλεμο του προλεταριάτου – άλλη λύση δεν υπήρχε. Συ­νεπώς, από πολιτική άποψη όλα αυτά δεν είναι παρά μενσεβίκικη υποκρισία. Ιστορικά είναι ακατανόητο, πώς μπόρε­σαν μερικοί άνθρωποι, που δεν κηρύχθηκαν ακόμη τρελοί, να μιλάνε στη συνδιάσκεψη της Βέρνης με εντολή των μενσε­βίκων και των εσέρων για πάλη των μπολσεβίκων ενάντιά τους και να μη λένε λέξη για την πάλη, που αυτοί διεξάγουν σε συμ­μαχία με την αστική τάξη, ενάντια στο προλεταριάτο.

Όλοι αυτοί ξεσηκώνονται λυσσαλέα εναντίον μας, επειδή τους διώκουμε. Αυτό είναι αλήθεια. Αλλά δεν λένε ούτε μια λέξη για το πώς αυτοί οι ίδιοι συμμετείχαν στον εμφύλιο πόλεμο! Νομίζω ότι θα χρειαστεί να παρουσιάσω για καταχώρηση στα πρακτικά το πλήρες κείμενο της απόφασης και παρακαλώ τους συντρόφους του εξωτερικού να δόσουν προσοχή στην απόφαση αυτή, επειδή αυτή αποτελεί ένα ιστορικό ντοκουμέντο, όπου τοποθετείται σωστά το ζήτημα και προσφέ­ρει το καλύτερο υλικό για την εκτίμηση της διαμάχης ανάμεσα στις «σοσιαλιστικές» κατευθύνσεις στη Ρωσία. Ανά­μεσα στο προλεταριάτο και στην αστική τάξη υπάρχει ακό­μη μια τάξη ανθρώπων, που άλλοτε κλίνουν προς τη μια και άλλοτε προς την άλλη πλευρά· έτσι συνέβαινε πάντα και σε όλες τις επαναστάσεις και είναι απολύτως αδύνατο στην καπιταλιστική κοινωνία, όπου το προλεταριάτο και η αστική τάξη σχηματίζουν δυο εχθρικά στρατόπεδα, να μην υπάρχουν ενδιάμεσα στρώματα. Ιστορικά η ύπαρξη αυτών των ταλαντευόμενων στοιχείων είναι αναπόφευκτη και, δυ­στυχώς, τα στοιχεία αυτά που τα ίδια δεν ξέρουν με τίνος το μέρος θα παλεύουν αύριο, θα υπάρχουν ακόμη για αρκετά μεγάλο χρονικό διάστημα.

Θέλω να κάνω μια πρακτική πρόταση, που συνίσταται στο εξής: να παρθεί απόφαση στην οποία θα πρέπει να υπογραμμίζονται ειδικά τρία σημεία.

Πρώτο: ένα από τα πιο σπουδαία καθήκοντα για τους συντρόφους των δυτικοευρωπαϊκών χωρών είναι να εξηγήσουν στις μάζες τη σημασία, τη σπουδαιότητα και την αναγκαιότητα του συστήματος των Σοβιέτ. Στο ζήτημα αυτό παρατηρείται ανεπαρκής κατανόηση. Μολονότι ο Κάουτσκι και ο Χίλφερντινγκ σαν θεωρητικοί έχουν χρεοκοπήσει, τα τελευταία άρθρα τους στην «Freiheit» αποδεικνύουν ότι καθρεφτίζουν σωστά τις διαθέσεις των καθυστερημένων στρωμάτων του γερμανικού προλεταριάτου. Το ίδιο συνέβαινε και σε μας: στους πρώτους οχτώ μήνες της ρωσικής επανάστασης γίνονταν πάρα πολλές συζητήσεις γύρω από το ζήτημα της σοβιετικής οργάνωσης, και στους εργάτες δεν ήταν ξεκάθαρο σε τι συνίσταται το νέο σύστημα και αν τα Σοβιέτ μπορούν να γίνουν κρατικός μηχανισμός. Στην επανάστασή μας προχωρούσαμε όχι από το θεωρητικό, αλλά από τον πρακτικό δρόμο. Λογουχάρη, παλιότερα δεν βάζαμε θεωρητικά το ζήτημα της Συντακτικής Συνέ­λευσης, ούτε λέγαμε πως δεν αναγνωρίζουμε τη Συντακτική Συνέλευση. Μόνο αργότερα, όταν πια οι σοβιετικές οργα­νώσεις απλώθηκαν σε όλη τη χώρα και πήραν στα χέρια τους την πολιτική εξουσία, μόνο τότε αποφασίσαμε να διαλύσουμε τη Συντακτική Συνέλευση. Τώρα βλέπουμε ότι στην Ουγγαρία και στην Ελβετία το ζήτημα τίθεται με πολύ με­γαλύτερη οξύτητα6. Από τη μια μεριά αυτό είναι πολύ καλό: αυτό μας εμπνέει τη σταθερή πεποίθηση πως στα δυ­τικοευρωπαϊκά κράτη η επανάσταση προχωρεί πιο γοργά και θα μας φέρει μεγάλες νίκες. Από την άλλη μεριά όμως, αυτό περικλείει κάποιο κίνδυνο, και συγκεκριμένα ότι η πάλη θα είναι τόσο ορμητική, ώστε η συνείδηση των εργατικών μαζών δεν θα μπορεί να συμβαδίσει με μια τέτια ανάπτυξη. Η σημασία του συστήματος των Σοβιέτ εξακολουθεί και τώρα να μην είναι σαφής σε μεγάλες μάζες πολιτικά καλλιεργημένων γερμανών εργατών, επειδή είναι διαπαιδαγωγημένοι με το πνεύμα του κοινοβουλευτισμού και των αστικών προκαταλήψεων.

Δεύτερο: για την επέκταση του συστήματος των Σοβιέτ. Όταν ακούμε πόσο γρήγορα διαδίδεται η ιδέα των Σοβιέτ στη Γερμανία, ακόμη και στην Αγγλία, αυτό αποτελεί για μας την πιο σπουδαία απόδειξη πως η προλεταριακή επανάσταση θα νικήσει. Η πορεία της μπορεί να ανακοπεί μόνο για σύντομο χρονικό διάστημα. Άλλο είναι αυτό που μας δηλώνουν οι σύντροφοι Άλμπερτ και Πλάττεν, ότι δηλ. στα χωριά της χώρας τους δεν υπάρχουν σχεδόν Σοβιέτ των εργατών γης και της μικροαγροτιάς. Διάβασα στην «Rote Fahne» ένα άρθρο που κηρύσσεται κατά των Σοβιέτ των αγροτών, αλλά και πολύ σωστά υπέρ των Σοβιέτ των εργατών γης και της φτωχολογιάς του χωριού7. Η αστική τάξη και οι λακέδες της, σαν τον Σάιντεμαν και Σία, έριξαν κιόλας το σύνθημα: Σοβιέτ των αγροτών. Εμείς όμως χρειαζόμαστε μόνο Σοβιέτ των εργατών γης και της φτωχολογιάς του χωριού. Δυστυχώς, από τις εκθέσεις των συντρόφων Άλμπερτ και Πλάττεν και άλλων, διαπιστώνουμε ότι, αν εξαιρέσουμε την Ουγγαρία, πολύ λίγα γίνονται για την επέκταση του σοβιετικού συστήματος στο χωριό. Αυτό αποτελεί ίσως και έναν συγκεκριμένο και πολύ μεγάλο κίνδυνο για την κατάκτηση μιας σίγουρης νίκης από το γερμανικό προλεταριάτο. Η νίκη μπορεί να θεωρείται εξασφαλισμένη μονάχα όταν θα έχουν οργανωθεί όχι μόνο οι εργάτες της πόλης, αλλά και οι προλετάριοι του χωριού, και μάλιστα όχι όπως πριν –στα συνδικάτα και στους συνεταιρι­σμούς– αλλά στα Σοβιέτ. Εμείς εξασφαλίσαμε πιο εύκολα τη νίκη, γιατί τον Οχτώβρη του 1917 βαδίζαμε μαζί με την αγροτιά, με όλη την αγροτιά. Μ’ αυτή την έννοια η επανάστασή μας ήταν τότε αστική. Το πρώτο μέτρο της προλετα­ριακής μας κυβέρνησης ήταν ότι οι παλιές διεκδικήσεις όλης της αγροτιάς που είχαν διατυπωθεί ακόμη επί Κέρενσκι, από τα Σοβιέτ των αγροτών και τις συνελεύσεις των αγροτών, αναγνωρίστηκαν με νόμο που εξέδοσε η κυβέρνησή μας την επομένη της επανάστασης, δηλ. στις 26 του Οχτώβρη (με το παλιό ημερολόγιο) 1917. Σ’ αυτό βρισκόταν η δύναμή μας και ακριβώς γι’ αυτό μας ήταν τόσο εύκολο να κατακτήσουμε τη συντριπτική πλειοψηφία. Στο χωριό η επανάστασή μας εξακολουθούσε να είναι αστική, και μόνο αργότερα, ύστερα από μισό χρόνο αναγκαστήκαμε να αρχίσουμε στα χωριά στα πλαίσια της κρατικής οργάνωσης την ταξική πάλη, να συγκροτούμε σε κάθε χωριό Επιτροπές φτωχολογιάς, των μισοπρολετάριων και να παλεύουμε συστηματικά ενάντια στην αστική τάξη του χωριού. Σε μας αυτό ήταν αναπόφευκτο, λόγω της καθυστέρησης της Ρωσίας. Στη δυτική Ευρώπη τα πράγματα θα εξελιχθούν διαφορετικά, γι’ αυτό κι εμείς πρέ­πει να υπογραμμίσουμε ότι η επέκταση του συστήματος των Σοβιέτ και στον πληθυσμό της υπαίθρου με αντίστοιχες, ίσως νέες μορφές, είναι απόλυτα αναγκαία.

Τρίτο: πρέπει να πούμε ότι η κατάκτηση κομμουνιστικής πλειοψηφίας στα Σοβιέτ αποτελεί το κύριο καθήκον σε όλες τις χώρες, όπου η Σοβιετική εξουσία δεν νίκησε ακόμη. Η επιτροπή μας για τη σύνταξη των αποφάσεων συζήτησε χθες αυτό το ζήτημα. Μπορεί και άλλοι σύντροφοι να πουν τη γνώμη τους πάνω σ’ αυτό, θα ήθελα όμως να προτείνω να ψηφιστούν τα τρία αυτά σημεία και να μπουν σε ξεχωριστή απόφαση. Εμείς δεν μπορούμε βέβαια να προδιαγράφουμε το δρόμο ανάπτυξης. Είναι πολύ πιθανό ότι σε πολλές δυτικοευρωπαϊκές χώρες η επανάσταση θα αρχίσει πολύ γρήγορα, αλλά εμείς σαν οργα­νωμένο τμήμα της εργατικής τάξης, σαν κόμμα επιδιώκουμε και πρέπει να επιδιώκουμε να πάρουμε την πλειοψηφία στα Σοβιέτ. Τότε η νίκη μας θα είναι εξασφαλισμένη, και καμιά δύναμη δεν θα είναι σε θέση να επιχειρήσει κατιτί ενάντια στην κομμου­νιστική επανάσταση. Αλλιώς η νίκη δεν θα κερδηθεί τόσο εύκολα και δεν θα είναι μακρόχρονη. Λοιπόν, θα ήθελα να προτείνω να ψηφιστούν τα τρία αυτά σημεία με μορφή ειδικής απόφασης.

 


ΣημειώσειςΣημειώσεις

* Β. Ι. Λένιν, Άπαντα, «Το Ι συνέδριο της Κομμουνιστικής Διεθνούς», τόμ. 37, εκδ. Σύγχρονη Εποχή, σελ. 491-509.

Οι θέσεις για την αστική δημοκρατία και για τη δικτατορία του προλεταριάτου δημοσιεύτηκαν στις 6 του Μάρτη 1919 στις Εφημερίδες «Πράβντα», αρ. φύλ. 51 και « Ιζβέστιγια της ΠΚΕΕ», αρ. φύλ. 51, στην 1 του Μάη 1919 στο περιοδικό «Κομμουνιστίτσεσκι Ιντερνατσιονάλ», τεύχ. 1, στα 1920 και 1921 στη γερμανική και ρωσική έκδοση των «Πρακτικών».

1. Βλ. την «Εισαγωγή» του Φ. Ένγκελς στην εργασία του Κ. Μαρξ «Ο εμφύλιος πόλεμος στη Γαλλία» (Κ. Μαρξ και Φ. Ένγκελς, Άπαντα, 2η ρωσ. εκδ., τόμ. 22ος, σελ. 200-201).

2. Βλ. Κ. Μαρξ. «Ο εμφύλιος πόλεμος στη Γαλλία» (Κ. Μαρξ και Φ. Ένγκελς, Άπαντα, 2η ρωσ. εκδ., τόμ. 17ος, σελ. 344).

3. Σύστημα των Σοβιέτ. Η Σύντ.

4. Πρόκειται για την απόφαση που ψήφισε το VII συνέδριο του ΚΚΡ (μπ) το οποίο έγινε στις 6-8 του Μάρτη 1918, για τη μετονομασία του Κόμματος και την τροποποίηση του κομματικού προγράμματος (βλ. Β. I. Λένιν, Άπαντα, 5η εκδ., τόμ. 36ος, σελ. 58-59).

5. «Γκαζέτα Πετσάτνικοφ» («Η εφημερίδα των τυπογράφων») — έκδοση του συνδικάτου των τυπογράφων της Μόσχας· άρχισε να εκδίδεται στις 8 του Δεκέμβρη 1918. Τότε το συνδικάτο βρισκόταν κάτω από την επιροή των μενσεβίκων. Κλείστηκε το Μάρτη του 1919 για αντισοβιετική προπαγάνδα.

6. Τη νύχτα της 30 προς την 31 του Οχτώβρη 1918 στην Ουγγαρία έγινε αστικοδημοκρατική επανάσταση με αποτέλεσμα να περάσει η εξουσία στα χέρια της φιλελεύθερης αστικής τάξης που έκανε συνασπισμό με το Σοσιαλδημοκρατικό κόμμα. Η νέα κυβέρνηση δεν πήρε κανένα μέτρο που θα μπορούσε να καλυτερεύσει τη θέση της εργατικής τάξης και της αγροτιάς. Αυτό προκάλεσε τη δυσαρέσκεια των εργαζόμενων μαζών που άρχισαν να δημιουργούν τα δικά τους επαναστατικά όργανα εξουσίας – τα Σοβιέτ των εργατών, αγροτών και στρατιωτών βουλευ­τών. Τα Σοβιέτ είχαν τεράστια δημοτικότητα και σε πολλές επαρχίες της Ουγγαρίας αντικαθιστούσαν ουσιαστικά την κυβέρνηση. Στις 16 του Νοέμβρη η Ουγγαρία ανακηρύχθηκε Δημοκρατία. Η παλιά Βουλή διαλύθηκε. Τα αστικά κόμματα ανάπτυξαν πλατιά ζύμωση για τη σύγκληση Συντακτικής Συνέλευσης.

Το Κομμουνιστικό κόμμα της Ουγγαρίας, που διαμορφώθηκε οργανωτικά στις 20 του Νοέμβρη 1918, έριξε το σύνθημα «Όλη η εξουσία στα Σοβιέτ!». Το κύρος και η δημοφιλία του Κομμουνιστικού κόμματος γρήγορα μεγάλωσαν. Άρχισαν βαθμιαία να περνούν με το μέρος του και εκείνα τα Σοβιέτ, στα οποία πριν υπερίσχυαν οι σοσιαλδημοκράτες. Με την καθοδήγηση του Κομμουνιστικού κόμμα­τος στα τέλη του 1918 - αρχές του 1919 έγιναν μια σειρά μεγάλες εκδηλώσεις του ουγγρικού προλεταριάτου. Η αστική τάξη, προσπα­θώντας να ανακόψει την άνοδο της επανάστασης, άρχισε τις διώξεις κατά του Κομμουνιστικού κόμματος. Σε ένδειξη διαμαρτυρίας απλώ­θηκε στη χώρα ένα κύμα απεργιών των εργατών και εκδηλώσεων των αγροτών. Στη χώρα δημιουργήθηκε επαναστατική κατάσταση. Στις 20 του Μάρτη η κυβέρνηση Κάρολι παραιτήθηκε. Οι κομμουνιστές πρόβαλαν τα αιτήματα της ανακήρυξης της Σοβιετικής Δημοκρατίας, της εθνικοποίησης της βιομηχανίας, της δήμευσης της γης των τσιφλικάδων και της σύναψης συμμαχίας με τη Σοβιετική Ρωσία. Οι εργαζόμενοι της Ουγγαρίας υποστήριζαν ένθερμα το Κομμουνιστικό κόμμα. Στις 21 του Μάρτη οι εργάτες της Βουδαπέστης κατέλαβαν όλα τα στρατηγικά σημεία και αφόπλισαν την αστυνομία. Η Ουγγαρία ανακηρύχθηκε Σοβιετική Δημοκρατία.

Στην Ελβετία στα 1917-1919, κάτω από την επίδραση της Οχτωβριανής σοσιαλιστικής επανάστασης το εργατικό κίνημα σημείωσε άνοδο. Στις 15 του Νοέμβρη 1917 στη Ζυρίχη έγινε συγκέντρωση αφιερωμένη στη ρωσική επανάσταση. Μετά τη συγκέντρωση οι εργάτες με το σύνθημα «Όχι άλλα βλήματα για τα εμπόλεμα κράτη!», και τραγουδώντας τον ύμνο της «Διεθνούς» κατευθύνθηκαν στα δυο εργοστάσια πυρομαχικών και πέτυχαν το κλείσιμό τους. Στις 17 του Νοέμβρη στη Ζυρίχη οι εργάτες που απαιτούσαν την απελευθέρωση των συλληφθέντων συντρόφων τους συγκρούστηκαν με την αστυνομία. Οι εργάτες έστησαν οδοφράγματα. Τα στρατιωτικά τμήματα που κλήθηκαν χτύπησαν το λαό με πυρά πολυβόλων. Η πόλη κηρύχτηκε σε κατάσταση πολέμου.

Οι διώξεις της κυβέρνησης δεν μπορούσαν να ανακόψουν το επαναστατικό κίνημα που ανέβαινε. Το 1918 οι οικονομικές απεργίες που στρέφονταν κατά της ύψωσης των τιμών στα είδη διατροφής, πήραν μαζικό χαρακτήρα. Η πάλη συνεχίστηκε πολλούς μήνες. Το Νοέμβρη του 1918 στην Ελβετία άρχισε γενική πολιτική απεργία για την υποστήριξη της Σοβιετικής Ρωσίας.

Τα αριστερά επαναστατικά στοιχεία του Ελβετικού Σοσιαλιστικού κόμματος σχημάτισαν την κομμουνιστική ομάδα. Με τις προκηρύξεις και τις μπροσούρες τους έριχναν το σύνθημα για τη δημιουργία Σοβιέτ των εργατών και αγροτών βουλευτών. Ο αντιπρόσωπος από την ελβετική κομμουνιστική ομάδα στην ομιλία του στο I συνέδριο της Κομμουνιστικής Διεθνούς μίλησε για τη δημιουργία του Σοβιέτ Ζυρίχης των εργατών βουλευτών, που δέχτηκε «σαν δική του πλατ­φόρμα το κομμουνιστικό πρόγραμμα» (βλ. «Το Πρώτο συνέδριο της Κομμουνιστικής Διεθνούς. Πρακτικά». Μόσχα, ρωσ. εκδ., 1933, σελ. 40).

7. Ο Λένιν εννοεί το άρθρο της Ρ. Λούξεμπουργκ «Der Anfang» («Η απαρχή»), που δημοσιεύτηκε στο φύλ. αρ. 3 της εφημερίδας «Die Rote Fahne» της 18 του Νοέμβρη 1918.