Οι εξελίξεις της τελευταίας 20ετίας έχουν νέα, ποιοτικά στοιχεία. Η αντεπανάσταση στη Σοβιετική Ενωση και σε άλλες σοσιαλιστικές χώρες οδήγησε στη διάλυση και τον παροπλισμό πολλών κομμουνιστικών κομμάτων. Η σοσιαλδημοκρατική μετάλλαξη πολλών ΚΚ οδήγησε στη διάχυσή τους σε νέα οπορτουνιστικά σχήματα. Η γενικότερη υποχώρηση οδήγησε σε άρνηση της επαναστατικής θεωρίας, του μαρξισμού-λενινισμού, σε άρνηση των αρχών συγκρότησης και των κανόνων λειτουργίας του κόμματος νέου τύπου, σε αδυνάτισμα της πάλης για το σοσιαλισμό - κομμουνισμό.
Σήμερα βεβαίως δεν είμαστε εκεί από όπου ξεκινήσαμε το 1991. Εγιναν βήματα στην ανασυγκρότηση πολλών κομμουνιστικών κομμάτων, στο διεθνή συντονισμό και στην κοινή πάλη. Αυτά τα βήματα όμως δεν μπορούμε να τα δούμε στατικά. Είμαστε υποχρεωμένοι να κρίνουμε αυτή τη διαδικασία στη βάση των συνεχώς διευρυνόμενων αναγκών της επαναστατικής πάλης που βάζει απαιτητικά νέα, μεγάλα καθήκοντα.
Η κρίση συνεχίζεται και είναι πολύ σημαντική η εκτίμηση του 18ου Συνεδρίου του ΚΚΕ που τονίζει ότι «το κομμουνιστικό κίνημα παραμένει οργανωτικά και ιδεολογικά κατακερματισμένο. Οσο δε βελτιώνεται η κατάσταση, όσο παραμένει σε στασιμότητα, δυναμώνουν οι κίνδυνοι νέου πισωγυρίσματος»3.
Οι εξελίξεις τρέχουν, η επιθετικότητα των μονοπωλίων, του ιμπεριαλισμού εντείνεται, οι δυνάμεις του οπορτουνισμού παρεμβαίνουν οργανωμένα, ασκώντας πίεση στα ΚΚ. Οσο καθυστερεί η ανασυγκρότηση του σε επαναστατική κατεύθυνση το κομμουνιστικό κίνημα χάνει πολύτιμο χρόνο και δυνατότητες. Αδυνατεί να παρέμβει ενιαία σε εθνικό, περιφερειακό και διεθνές επίπεδο για να διαφωτίσει την εργατική τάξη, τα λαϊκά στρώματα, τη νεολαία, να οργανώσει τον αντιμονοπωλιακό-αντιιμπεριαλιστικό αγώνα αποτελεσματικά και με προοπτική, αμφισβητώντας το εκμεταλλευτικό σύστημα, συγκεντρώνοντας και προετοιμάζοντας δυνάμεις για την ανατροπή του, για τη σοσιαλιστική επανάσταση.
Η πείρα του ΚΚΕ είναι σημαντική. Το Κόμμα μας κατάφερε να ανασυγκροτηθεί, ακριβώς επειδή έδειξε αταλάντευτη πίστη στον ταξικό αγώνα και προσήλωση στο στόχο της ανατροπής του καπιταλισμού, στην προοπτική του σοσιαλισμού. Διαμόρφωσε σύγχρονη στρατηγική και επεξεργάστηκε αντιιμπεριαλιστική - αντιμονοπωλιακή γραμμή συσπείρωσης και πάλης. Με αυτή τη γραμμή σήμερα συνεχίζει ν’ αναπτύσσεται σε δύσκολες συνθήκες, δυναμώνει το κύρος και η επιρροή του, καρφί στο μάτι της πλουτοκρατίας, των ιμπεριαλιστών, των απολογητών του καπιταλισμού.
Αδυναμίες υπάρχουν πολλές, αλλά έχουμε καθαρό ποιο πρέπει να είναι το βασικό καθήκον του κομμουνιστικού κόμματος που αναλαμβάνει τις ευθύνες του, που τιμάει τον τίτλο του και την ιστορική του διαδρομή, που διδάσκεται από την πείρα και τα λάθη του.
Δεν υποτιμάμε τις δυσκολίες που έχουν συσσωρευτεί σε διεθνές επίπεδο. Η κατάσταση είναι σύνθετη, περίπλοκη. Η επίθεση του αντιπάλου σφοδρή, καλά οργανωμένη.
Σε αυτές τις συνθήκες όμως δοκιμάζονται οι ηγεσίες, τα καθοδηγητικά όργανα, οι κομμουνιστές και οι κομμουνίστριες, έχοντας συνείδηση ότι δεν υπάρχει κατάσταση αναλλοίωτη, ότι μπορούν να γίνουν ουσιαστικότερα βήματα, να ξεπεραστούν εμπόδια και να κατακτηθεί έδαφος, πρώτ’ απ’ όλα σε εθνικό επίπεδο και στη βάση αυτή ν’ ακουμπήσει η διεθνιστική προσφορά και δράση.
Να κερδηθεί έδαφος στη διάδοση της κομμουνιστικής ιδεολογίας και πολιτικής, στην ανάπτυξη της ταξικής πάλης, στη σφυρηλάτηση των δεσμών με την εργατική τάξη, τα λαϊκά στρώματα, τη νεολαία, στο δυνάμωμα των γραμμών των κομμουνιστικών κομμάτων.
Βασική προϋπόθεση γι’ αυτή την εξέλιξη είναι η συνειδητοποίηση των αιτιών της κρίσης που πλήττει το κομμουνιστικό κίνημα, ώστε σταθερά, αποφασιστικά να παρθούν μέτρα στην πορεία της εξάλειψης αυτών των αιτιών.
Η κρίση του διεθνούς κομμουνιστικού κινήματος έχει ιδεολογικό -πολιτικό περιεχόμενο. Εκφράζει την πολύχρονη βαθιά επίδραση οπορτουνιστικών και σοσιαλδημοκρατικών θέσεων στα ΚΚ. Εκφράζει προβλήματα στην αφομοίωση της θεωρίας μας, στη μαρξιστική-λενινιστική ερμηνεία σύγχρονων ζητημάτων, στην επεξεργασία σύγχρονης στρατηγικής που να υπηρετεί το σοσιαλιστικό στόχο με βάση τις αρχές της κοσμοθεωρίας μας και την ιστορική πείρα από την ταξική πάλη.
Οπως σημειώνεται στην Απόφαση του 17ου Συνεδρίου του ΚΚΕ για την κατάσταση στο διεθνές κομμουνιστικό κίνημα, στις γραμμές του συνεχίζεται η διαπάλη ανάμεσα στις επαναστατικές κομμουνιστικές απόψεις και τις ρεφορμιστικές, οπορτουνιστικές. Η διαπάλη επικεντρώνεται:
Στη στάση απέναντι στο σοσιαλισμό που γνωρίσαμε και τις αιτίες των ανατροπών. Στην επικαιρότητα του μαρξισμού-λενινισμού και στην ανάγκη ανάπτυξης της επαναστατικής θεωρίας στις σημερινές συνθήκες. Στο χαρακτήρα του κομμουνιστικού κόμματος. Στο χαρακτήρα του ιμπεριαλισμού. Στη σχέση της πάλης σε εθνικό και διεθνές επίπεδο. Στην πολιτική συμμαχιών, στη στάση απέναντι στη σοσιαλδημοκρατία. Στη στάση των κομμουνιστών στα μαζικά κινήματα. Στη στάση απέναντι στην καπιταλιστική κρίση και στις ενδοϊμπεριαλιστικές αντιθέσεις, στους ιμπεριαλιστικούς πολέμους. Στην πολιτική έναντι των διακρατικών ιμπεριαλιστικών περιφερειακών και διεθνών ενώσεων. Στον ιστορικό ρόλο της εργατικής τάξης. Στις νομοτέλειες της σοσιαλιστικής επανάστασης και οικοδόμησης. Στον προλεταριακό διεθνισμό.
Στο βαθμό που συνειδητοποιούνται και αντιμετωπίζονται αυτοί οι παράγοντες, θ’ ανοίξει ο δρόμος για αναμέτρηση με τις δυσκολίες από καλύτερες θέσεις.
Το ΚΚΕ, σεβόμενο την αυτοτέλεια των κομμουνιστικών κομμάτων, ως τμήμα του διεθνούς κομμουνιστικού κινήματος θέλει να συμβάλει στον προβληματισμό και να προβάλει τις θέσεις του για ορισμένα κρίσιμα προβλήματα του κομμουνιστικού κινήματος που μπορεί να γίνουν και παράγοντας όξυνσης της κρίσης τους αν δεν αντιμετωπιστούν έγκαιρα.
ΕΠΙΒΕΒΑΙΩΝΕΤΑΙ Η ΑΝΑΓΚΑΙΟΤΗΤΑΤΩΝ ΚΟΜΜΟΥΝΙΣΤΙΚΩΝ ΚΟΜΜΑΤΩΝ ΝΕΟΥ ΤΥΠΟΥ
Σήμερα, στις συνθήκες της αντεπανάστασης, σε μια σειρά χώρες τίθεται εξ αρχής το ζήτημα της ίδρυσης ΚΚ, μαρξιστικών-λενινιστικών κομμάτων, σε άλλες τίθεται το ζήτημα της ανασυγκρότησής τους σε επαναστατική κατεύθυνση, ενώ σε όλες παραμένει ως αναγκαιότητα η οικοδόμηση των ΚΚ. Είναι περισσότερο ώριμη από ποτέ η ανάγκη αυτοτελούς οργάνωσης των κομμουνιστών, η ύπαρξη κομμάτων νέου τύπου, έκφραση της συνένωσης της επαναστατικής θεωρίας με το εργατικό κίνημα, που θα στηρίζονται στην εργατική τάξη, την πρωτοπόρα δύναμη της κοινωνίας και θα εκφράζουν τα συμφέροντά της, με προσήλωση στην ιστορική της αποστολή.
Την πάλη των κομμουνιστών πρέπει να καθοδηγεί η λενινιστική θέση ότι το κόμμα είναι η ανώτατη μορφή ταξικής οργάνωσης του προλεταριάτου, ότι εξοπλισμένο με τη γνώση των νόμων της κοινωνικής εξέλιξης διαμορφώνει επαναστατικό πρόγραμμα και τακτική που να αντιστοιχεί στη στρατηγική του.
Το κάθε κομμουνιστικό κόμμα έχει υποχρέωση να μελετάει τη διεθνή πείρα, να βγάζει συμπεράσματα και να διδάσκεται. Τι έγιναν τα κόμματα τα οποία στη θέση της εργατικής τάξης -που είναι η πρωτοπόρα επαναστατική δύναμη και αυτό πηγάζει από την ίδια της θέση της στην παραγωγή- παρασυρμένα από αστικές θεωρίες για το «τέλος της εργατικής τάξης», επέλεξαν άλλο υποκείμενο της κοινωνικής εξέλιξης; Τι έγιναν τα κομμουνιστικά κόμματα που αρνήθηκαν το δημοκρατικό συγκεντρωτισμό και τις άλλες αρχές λειτουργίας του κόμματος νέου τύπου, που τελικά μετατράπηκαν σε λέσχες ατέρμονων συζητήσεων, φραξιονιστικών ομάδων ή εκλογικών μηχανισμών;
Τα υποκατάστατα τα παίρνει ο αέρας. Δεν μπορούν να σταθούν στις αντίξοες συνθήκες της ταξικής αναμέτρησης. Αδυνατίζουν, ξεπέφτουν, διαλύονται ή μετεξελίσσονται σε σοσιαλδημοκρατικά κόμματα, ακόμα και αν διατηρούν τον κομμουνιστικό τίτλο.
Το συμπέρασμα αυτό δεν αφορά μόνο την πείρα ΚΚ στη Γαλλία, την Ιταλία, την Ισπανία, που υπήρξαν βασικοί φορείς του ευρωκομμουνισμού. Αφορά όλα τα κόμματα, σε όλες τις ηπείρους, που διαβρώθηκαν από τον οπορτουνισμό και αναθεώρησαν τις μαρξιστικές-λενινιστικές αρχές. Αφορά τα κόμματα τα οποία -στο όνομα της εθνικής ιδιαιτερότητας- αρνήθηκαν τη σοσιαλιστική επανάσταση, τις νομοτέλειες οικοδόμησης του σοσιαλισμού, τη δικτατορία του προλεταριάτου - την εξουσία της εργατικής τάξης.
Οι ευθύνες των κομμουνιστικών κομμάτων απέναντι στην εργατική τάξη, στις λαϊκές δυνάμεις, είναι μεγάλες και δεν επιτρέπουν την καλλιέργεια συγχύσεων και διαστρεβλώσεων. Τέτοιες συγχύσεις διοχετεύουν όσες δυνάμεις παρουσιάζουν κόμματα υπερασπιστές του καπιταλισμού που καταφεύγουν συχνά στον αντικομμουνισμό (όπως το Γερμανικό DIELINKE) ως κόμματα «συγγενικά» προς το κομμουνιστικό κίνημα, επειδή το βασικό στελεχικό τους δυναμικό αποτελείται από πρώην κομμουνιστές, σοσιαλδημοκρατικά μεταλλαγμένους. Πρόκειται για άμβλυνση κριτηρίων που στοιχίζει ακριβά και θα στοιχίσει ακριβότερα αν δεν αντιμετωπιστεί αυτή η αντίληψη που τείνει να υιοθετηθεί και από άλλα κόμματα.
Με ποια κριτήρια κρίνεται θετική η στάση αυτών των κομμάτων για την εργατική τάξη και το λαϊκό κίνημα, που πλασάρονται ως «αριστερά» (π.χ. DIELINKE στη Γερμανία και Μπλόκο στην Πορτογαλία) και αντιμετωπίζονται από ορισμένα κομμουνιστικά κόμματα ως σύμμαχες ή συγγενείς δυνάμεις;
Είναι ανάγκη να ανοίξει η συζήτηση, να ενταθεί η διαπάλη. Αυτό που κρίνει το χαρακτήρα ενός κόμματος είναι η ταξική του τοποθέτηση απέναντι στην αστική τάξη και στον ιμπεριαλισμό, η αναγνώριση του εκμεταλλευτικού χαρακτήρα του καπιταλισμού και η πάλη για την ανατροπή του. Κριτήριο είναι η στάση που κρατάνε αυτά τα κόμματα απέναντι στις ιμπεριαλιστικές ενώσεις, στη στρατηγική του κεφαλαίου και συνεπώς αν με συνέπεια υιοθετούν ως γραμμή συμμαχίας την αντιιμπεριαλιστική-αντιμονοπωλιακή πάλη.
Τα λεγόμενα «αριστερά» κόμματα δίνουν καθημερινά εξετάσεις στην αστική τάξη, αποτελώντας στηρίγματα των ιμπεριαλιστικών ενώσεων (ΝΑΤΟ, ΕΕ κλπ.), στηρίγματα του συστήματος στην ιδεολογικοπολιτική χειραγώγηση της εργατικής τάξης, των λαϊκών στρωμάτων, της νεολαίας. Το στοιχείο αυτό διαπερνά τη στάση τους σε όλα τα σημαντικά ζητήματα.
Χρειάζεται να κατανοηθεί βαθύτερα η προσπάθεια που κάνουν αυτές οι πολιτικές δυνάμεις. Παρεμβαίνουν για να εμποδίσουν τις όποιες θετικές διεργασίες γίνονται για την ανασυγκρότηση του κομμουνιστικού κινήματος, να το χτυπήσουν μέσω επιθέσεων φιλίας στο όνομα της «ενότητας της αριστεράς», να αφοπλίσουν το εργατικό - λαϊκό κίνημα στη λογική της «ταξικής συνεργασίας», της «κοινωνικής συναίνεσης» (άρνηση της ταξικής πάλης). Η προβολή της αντι-νεοφιλελεύθερης γραμμής πάλης αποσκοπεί στο να εγκλωβιστούν μαζικά λαϊκές δυνάμεις στη λογική «εξανθρωπισμού του καπιταλισμού», ότι μπορεί να μπει «ο άνθρωπος πάνω από τα κέρδη», όταν παραμένει η βάση (η εκμετάλλευση) που τα γεννάει, στην προσδοκία για βαθιές φιλολαϊκές αλλαγές χωρίς σύγκρουση με την εξουσία των μονοπωλίων και τις εκμεταλλευτικές σχέσεις παραγωγής.
Η κινητικότητα που διαφαίνεται ιδιαίτερα το τελευταίο διάστημα, φανερώνει ότι μεθοδικά, σχεδιασμένα η αστική τάξη στηρίζει αυτά τα αναχώματα (και την εξάπλωσή τους) για να απορροφήσουν τη λαϊκή δυσαρέσκεια που προκαλεί η διακυβέρνηση των αστικών κομμάτων, ιδιαίτερα σε συνθήκες κρίσης, να την κατευθύνουν σε ανώδυνη για τον καπιταλισμό κατεύθυνση. Ταυτόχρονα μπαίνουν οι βάσεις για κεντροαριστερά σχήματα που μπορεί εναλλακτικά να χρησιμοποιηθούν στη διαχείριση του συστήματος.
Η πείρα του Κόμματος της Ευρωπαϊκής Αριστεράς είναι χαρακτηριστική. Πρόκειται κατ’ αρχήν για κόμμα που ιδρύθηκε στα πλαίσια των κατευθύνσεων για τη δημιουργία ενιαίων ευρωπαϊκών κομμάτων άμεσα ελεγχόμενων από την ΕΕ. Οχι μόνο αρνείται κάθε τι κομμουνιστικό, απορρίπτει τις επαναστατικές παραδόσεις, εχθρεύεται τον επιστημονικό σοσιαλισμό, την ταξική πάλη, τη σοσιαλιστική επανάσταση, αλλά και με τη δράση του -με όχημα την «ενότητα της αριστεράς»- επιχειρεί να πλαγιοκοπήσει κομμουνιστικά κόμματα, να τα σύρει στη λογική της διαχείρισης του καπιταλισμού, στον κοινωνικό εταιρισμό. Ταυτόχρονα συμβάλλει στην αμαύρωση του σοσιαλισμού που οικοδομήθηκε τον 20ό αιώνα, αναπαράγοντας τον αντισταλινισμό.
Ως συνέπεια κυριαρχίας τέτοιων αντιλήψεων, κομμουνιστικά κόμματα οδηγήθηκαν να συμμετάσχουν ή να στηρίξουν αστικές κυβερνήσεις. Η πλούσια ιστορική εμπειρία από τις βαριές συνέπειες που πλήρωσαν γι’ αυτή τους την επιλογή αποτελεί τεκμήριο στη συνέχιση μιας στάσης που χρησιμοποιείται ως άλλοθι από την αστική τάξη για την επιβολή της αντιλαϊκής πολιτικής.
Μέρος αυτής της προσπάθειας είναι οι θέσεις και η πολιτική δράση του ΣΥΝ/ΣΥΡΙΖΑ στην Ελλάδα. Ο ρόλος του στην ανάσχεση της ριζοσπαστικοποίησης και στην ενσωμάτωση λαϊκών δυνάμεων στις επιδιώξεις του κεφαλαίου εκφράζεται με κάθε τρόπο (υπεράσπιση ευρωμονόδρομου, συγχύσεις για το ρόλο του ΠΑΣΟΚ, επιδίωξη ανασύνθεσης της σοσιαλδημοκρατίας, στήριξη του εργοδοτικού - κυβερνητικού συνδικαλισμού στη ΓΣΕΕ, την ΑΔΕΔΥ, ιδιαίτερος ρόλος στον αντικομμουνισμό κ.ά.).
Τα κομμουνιστικά κόμματα έχουν υποχρέωση να καθορίζουν τη στάση τους απέναντι σε άλλες πολιτικές δυνάμεις και σε κινήματα με συγκεκριμένα ταξικά κριτήρια. Ας θυμηθούμε, πριν από μερικά χρόνια, μέσω του λεγόμενου κινήματος κατά της παγκοσμιοποίησης, επιχειρήθηκε η ρυμούλκηση των κομμουνιστών μέσω των λεγόμενων «Κοινωνικών Φόρουμ» σε ένα κίνημα μαζί με τη σοσιαλδημοκρατία, τα εργοδοτικά συνδικάτα, αλλά και άλλες δυνάμεις -όπως οι Μη Κυβερνητικές Οργανώσεις (ΜΚΟ)- προσηλωμένες στο κεφάλαιο, στις ιμπεριαλιστικές ενώσεις. Συνέβαλε η στάση του ΚΚΕ και άλλων ΚΚ ώστε να μην περάσει αυτή η προσπάθεια όπως σχεδιαζόταν. Τα κομμουνιστικά κόμματα πρέπει να έχουν ξεκάθαρη στάση απέναντι στις ΜΚΟ, πίσω από τις περισσότερες των οποίων κινούνται μεγάλα οικονομικά συμφέροντα, ενώ αξιοποιούνται από τον ιμπεριαλισμό για παρέμβαση στις πολιτικές εξελίξεις, στην ανατροπή κυβερνήσεων στα πλαίσια ενδοαστικών και ενδοϊμπεριαλιστικών ανταγωνισμών.
Σήμερα βεβαίως αυτή η διαδικασία βρίσκεται σε καθοδική πορεία, αφού προκάλεσε συγχύσεις, επιχειρώντας να περάσει την υποτίμηση του αγώνα, της ταξικής πάλης σε εθνικό επίπεδο, να χτυπήσει τον πρωτοπόρο ρόλο της εργατικής τάξης.
Η αυτοτελής ιδεολογική, πολιτική, οργανωτική δουλειά των κομμουνιστικών κομμάτων και η πολιτική συμμαχιών που αντιστοιχεί σε μια επαναστατική πολιτική δύναμη είναι θεμελιακή αρχή, που όταν παραβιάζεται οδηγεί σε αλλοίωση του κομμουνιστικού χαρακτήρα ή και σε διαλυτική κατάσταση.
ΣΤΑΘΕΡΑ ΣΤΙΣ ΑΡΧΕΣ ΤΟΥ ΜΑΡΞΙΣΜΟΥ-ΛΕΝΙΝΙΣΜΟΥ
Η ιδεολογική-πολιτική πίεση της αστικής τάξης οδήγησε ακόμη και ΚΚ να αμφισβητούν το σύγχρονο χαρακτήρα του μαρξισμού-λενινισμού, να ισχυρίζονται ότι «πάλιωσε ο μαρξισμός-λενινισμός», όπως διαβάσαμε πρόσφατα σε εφημερίδα αραβικού κομμουνιστικού κόμματος.
Η αφομοίωση και δημιουργική εφαρμογή της μαρξιστικής-λενινιστικής θεωρίας δεν είναι μια από τις πολλές επιλογές, αλλά η επιλογή που προσδίνει επαναστατικό χαρακτήρα στο κομμουνιστικό κόμμα.
Είναι διαχρονικά επιβεβαιωμένο ότι «χωρίς επαναστατική θεωρία δεν μπορεί να υπάρξει επαναστατική δράση, επαναστατικό κίνημα». Γιατί απαιτείται πυξίδα, απαιτείται εργαλείο μελέτης και ανάλυσης των οικονομικών και κοινωνικών νόμων, η γνώση για να γνωρίσει και ν’ αλλάξει η εργατική τάξη -με την καθοδήγηση της πρωτοπορίας της- την κοινωνία. Θυμίζουμε τα λόγια του Λένιν: «Εμείς στεκόμαστε ολοκληρωτικά στο έδαφος της θεωρίας του Μαρξ: Η θεωρία αυτή μετάτρεψε για πρώτη φορά το σοσιαλισμό από ουτοπία σε επιστήμη, έβαλε τα στέρεα βάθρα της επιστήμης αυτής και χάραξε το δρόμο που πρέπει ν’ ακολουθούμε, αναπτύσσοντας πάρα πέρα και επεξεργαζόμενοι την επιστήμη αυτή σ’ όλες τις λεπτομέρειες»4.
Η ΑΝΑΓΝΩΡΙΣΗ ΤΗΣ ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑΣ ΚΑΙ ΡΕΑΛΙΣΤΙΚΟΤΗΤΑΣ ΤΟΥ ΣΟΣΙΑΛΙΣΜΟΥ
Είναι υποχρέωση του διεθνούς κομμουνιστικού κινήματος, όλων των ΚΚ να συμμετάσχουν στη συζήτηση για να απαντηθούν τα ερωτήματα που προκύπτουν από τη διαδικασία της αντεπανάστασης στην ΕΣΣΔ και στις χώρες της Ανατολικής και Κεντρικής Ευρώπης. Αναφέρει η Εισήγηση της ΚΕ στο 18ο Συνέδριο του ΚΚΕ: «Είναι αδύνατο ένα κομμουνιστικό κόμμα να δρα σήμερα με τη μεγαλύτερη δυνατή αποτελεσματικότητα, να έχει επιστημονικά επεξεργασμένη επαναστατική στρατηγική, να δίνει απαντήσεις σε μεγάλα ερωτήματα, βάζοντας στο ράφι τη θετική και αρνητική πείρα της Σοσιαλιστικής επανάστασης και οικοδόμησης»5.
Βεβαίως για τη συμμετοχή στη συζήτηση υπάρχουν ορισμένα προαπαιτούμενα:
Πρώτ’ απ’ όλα η στάση που κρατούν τα ΚΚ απέναντι στο σοσιαλισμό που οικοδομήθηκε τον 20ό αιώνα, η αναμέτρηση με τις συκοφαντικές επιθέσεις των αστικών και των οπορτουνιστικών δυνάμεων που συντάσσονται μαζί τους, η κριτική αποτίμηση των λαθών και παραλήψεων που οδήγησαν στην αντεπανάσταση, αλλά και η τοποθέτησή τους απέναντι στη σοσιαλιστική προοπτική.
Η υπεράσπιση των κατακτήσεων της μεγάλης Σοσιαλιστικής Οκτωβριανής Επανάστασης, του πρώτου ιστορικού εγχειρήματος της εργατικής τάξης να οικοδομήσει τη δικιά της εξουσία και κοινωνία, να καταργήσει την εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο, με κοινωνικοποίηση των μέσων παραγωγής, κεντρικό σχεδιασμό και τον εργατικό - κοινωνικό έλεγχο. Η αναγνώριση ότι έγινε πραγματικότητα η ιστορική δυνατότητα η οικονομική ανάπτυξη να ικανοποιεί τις κοινωνικές ανάγκες με την εξασφάλιση του δικαιώματος της δουλειάς για όλους τους ικανούς προς εργασία, τη δωρεάν Υγεία, Πρόνοια, Παιδεία, τα ασφαλιστικά δικαιώματα, το λαϊκό Πολιτισμό και Αθλητισμό. Η αναγνώριση της συμβολής του σοσιαλιστικού συστήματος στην αντιιμπεριαλιστική πάλη, την πάλη για την ειρήνη, για την κατάργηση της αποικιοκρατίας.
Είναι προϋπόθεση η αντιπαράθεση με την παραχάραξη της Ιστορίας, την προσπάθεια ταύτισης του κομμουνισμού με το φασισμό, για να σβηστεί από την ιστορική μνήμη ο τιτάνιος αγώνας του ΚΚΣΕ, των μπολσεβίκων, του σοβιετικού λαού και η νίκη τους κατά του φασίστα επιδρομέα που στοίχισε πάνω από 20 εκατομμύρια νεκρούς, εκατομμύρια τραυματίες, ανυπολόγιστες υλικές καταστροφές. Το μέτωπο ενάντια στη «σταλινολογία» είναι μέτωπο υπεράσπισης της περιόδου στην οποία διαμορφώθηκαν οι βάσεις της σοσιαλιστικής οικοδόμησης.
Είναι καθαρό ότι στη συζήτηση αυτή δε χωράνε «όσοι εγκατέλειψαν αυτό το δρόμο, πριν τη νίκη της αντεπανάστασης και μετά, στο όνομα της ανανέωσης, οδηγήθηκαν τελικά στην υποβάθμιση έως και άρνηση της πάλης για το σοσιαλισμό»6.
Είναι αναγκαία η κριτική εξέταση να εστιάσει στο ζήτημα της ανάπτυξης και κυριαρχίας των οπορτουνιστικών παρεκκλίσεων στα ΚΚ που βρίσκονταν στην εξουσία, παρεκκλίσεις που τελικά οδήγησαν στην μετατροπή αυτών των κομμάτων από κόμματα της επανάστασης σε κόμματα της αντεπανάστασης και της καπιταλιστικής παλινόρθωσης.
Η αδυναμία ενσωμάτωσης συμπερασμάτων από τη σοσιαλιστική οικοδόμηση στον 20ό αιώνα και από την πορεία του διεθνούς κομμουνιστικού κινήματος είναι έκδηλη στα προγράμματα και τη στρατηγική πολλών ΚΚ. Πολλά είναι τα ΚΚ που δεν κατάφεραν ακόμα να προσαρμόσουν τη στρατηγική τους στις σύγχρονες συνθήκες, να επικεντρωθούν στην πάλη για το σοσιαλισμό. Διατηρούνται στρατηγικές επεξεργασίες περασμένων χρόνων, παραμένουν στόχοι για «ενδιάμεσα στάδια» ανάμεσα στο σοσιαλισμό και το καπιταλισμό, στόχοι «αντιμονοπωλιακών» κυβερνήσεων με διαχειριστικό περιεχόμενο.
Η συζήτηση αυτή είναι κρίσιμη, γιατί η παραπάνω καθυστέρηση μεταξύ άλλων αγνοεί και ορισμένες αντικειμενικές εξελίξεις που έχουν συντελεστεί: Ο καπιταλισμός αναπτύχθηκε παραπέρα, ενισχύθηκαν τα μονοπώλια, επεκτάθηκαν και δυνάμωσαν οι καπιταλιστικές σχέσεις παραγωγής και παράλληλα αυξήθηκε ακόμα και σε ορισμένες σχετικά πιο καθυστερημένης ανάπτυξης χώρες η εργατική τάξη, έχουν ωριμάσει σε σχέση με παλιότερα χρόνια ακόμα περισσότερο οι υλικές προϋποθέσεις για το σοσιαλισμό. Η ενσωμάτωση στο ιμπεριαλιστικό σύστημα, στις ιμπεριαλιστικές ενώσεις οξύνει τις αντιθέσεις, τη βασική αντίθεση, κάνει πιο ώριμο το έδαφος για την επίλυσή της.
Η αντίθεση στις ανισότιμες σχέσεις στο ιμπεριαλιστικό σύστημα, στην ισχυρή παρουσία του πολυεθνικού κεφαλαίου σε ορισμένα κράτη, πρέπει να αποκτάει αντιιμπεριαλιστικό, αντικαπιταλιστικό περιεχόμενο, ξεπερνώντας θέσεις που συντάσσονται με την ισχυροποίηση ορισμένων τμημάτων του εγχώριου κεφαλαίου και την αντίστοιχη αναβάθμιση της χώρας τους στο ιμπεριαλιστικό σύστημα.
Η επεξεργασία του ΚΚΕ μπορεί να συμβάλει στο διεθνές κομμουνιστικό κίνημα, στην ανάπτυξη του προβληματισμού. Οπως διατυπώνεται και στο Πρόγραμμα του Κόμματος «Ο Ελληνικός λαός θα απαλλαγεί από τα δεσμά και τις συνέπειες της καπιταλιστικής εκμετάλλευσης, της ιμπεριαλιστικής καταπίεσης και εξάρτησης, όταν η εργατική τάξη, με τους συμμάχους της, πραγματοποιήσει τη σοσιαλιστική επανάσταση και προχωρήσει στην οικοδόμηση του σοσιαλισμού και του κομμουνισμού»7.
Η αντιμετώπιση της αντιιμπεριαλιστικής αντιμονοπωλιακής δημοκρατικής γραμμής πάλης, ως του δρόμου που βοηθάει ν’ αλλάξει ο συσχετισμός των δυνάμεων, να γίνει η προσέγγιση και κάτω από ορισμένες προϋποθέσεις να πραγματοποιηθεί το πέρασμα στο σοσιαλισμό , είναι βασικός όρος για τη διαμόρφωση τακτικής που θα υπηρετεί τη στρατηγική.
Πολλά είναι τα κομμουνιστικά κόμματα που προβληματίζονται για τη σχέση εθνικού - διεθνικού στην ταξική πάλη. Βεβαίως, οι αντεπαναστατικές αλλαγές, η αλλαγή του συσχετισμού των δυνάμεων υπέρ του ιμπεριαλισμού ενίσχυσαν την επίδραση του διεθνούς παράγοντα, αυτό όμως δεν ακυρώνει τη σημασία των εσωτερικών αντιθέσεων και συνθηκών που εκπληρώνουν τον κύριο ρόλο στην ταξική πάλη, στην επαναστατική διαδικασία.
Η ανισόμετρη ανάπτυξη διαμορφώνει και διαφορετικό επίπεδο ωρίμανσης των οικονομικών και πολιτικών προϋποθέσεων για το πέρασμα στο σοσιαλισμό, καθιστώντας πολύ επίκαιρη τη δοκιμασμένη λενινιστική θέση για τον αδύνατο κρίκο.
ΣΥΓΚΡΟΥΣΗ ΜΕ ΟΛΕΣ ΤΙΣ ΙΜΠΕΡΙΑΛΙΣΤΙΚΕΣ ΕΝΩΣΕΙΣ
Συνεπής αντιιμπεριαλιστική πάλη είναι αυτή που στρέφεται ενάντια στον ιμπεριαλισμό ως σύστημα, δηλαδή στον καπιταλισμό στο ανώτατο στάδιο ανάπτυξής του. Συνεπώς πρέπει να στρέφεται ενάντια στο σύνολο των ιμπεριαλιστικών ενώσεων και οργανισμών. Η ενδυνάμωση αυτής της γραμμής πάλης είναι υπόθεση του κομμουνιστικού κινήματος. Είναι ιδιαίτερα υπόθεση των ΚΚ της Ευρώπης η διαμόρφωση κινήματος σύγκρουσης και ρήξης με την ΕΕ.
Πρέπει να αντιμετωπιστεί στο κομμουνιστικό κίνημα -και όχι μόνο το ευρωπαϊκό- η λογική που αντιμετωπίζει την ΕΕ ως το μικρότερο κακό, ως οργανισμό που αντιτίθεται στις ΗΠΑ και το ΝΑΤΟ. Μια τέτοια τοποθέτηση παροπλίζει το εργατικό λαϊκό κίνημα, εγκλωβίζει σε αυταπάτες για φιλολαϊκή εξέλιξη της ΕΕ με μια δήθεν αλλαγή του συσχετισμού στο εσωτερικό της προς όφελος των «αντινεοφιλελεύθερων» δυνάμεων. Τα κομμουνιστικά κόμματα που τάσσονται υπέρ της Ευρωπαϊκής Ενωσης, ακόμα και όταν καθορίζουν τη στάση τους υπό την πίεση εκβιαστικών διλημμάτων, είναι ανάγκη να προβληματιστούν βαθύτερα, να πάρουν υπόψη τους ότι η ιμπεριαλιστική επιθετικότητα εντείνεται και θα ενταθεί περισσότερο το επόμενο διάστημα λόγω και της οικονομικής κρίσης.
Η Ευρωπαϊκή Ενωση αποτελεί προωθημένη συμμαχία ιμπεριαλιστικών κρατών. Η δημιουργία της προέκυψε από την ανάγκη των ευρωπαϊκών μονοπωλίων να διευρύνουν την επιχειρηματική τους δραστηριότητα σε μια ενιαία αγορά, ν’ ανοιχτούν σε νέα πεδία κερδοφορίας με όρους ενίσχυσης της ανταγωνιστικότητας σε σχέση με τα αμερικάνικα και ιαπωνικά μονοπώλια. Οι αναδιαρθρώσεις που μειώνουν την τιμή της εργατικής δύναμης και χειροτερεύουν την κατάσταση της εργατικής τάξης, των λαϊκών στρωμάτων, κατά των φτωχών αγροτών μέσα από την εφαρμογή της κοινής Αγροτικής Πολιτικής (ΚΑΠ), η θεσμική κατασταλτική θωράκιση απέναντι στο εργατικό λαϊκό κίνημα με διαμόρφωση ισχυρότερων θεσμών χειραγώγησης και ενσωμάτωσης, δεν αποτελούν επιλογές ενός συγκεκριμένου συσχετισμού στο εσωτερικό της, αλλά πηγάζουν από τον ίδιο το σκοπό της δημιουργίας της.
Αυτή η στρατηγική υπηρετείται από την ιδρυτική συνθήκη του Μάαστριχτ με τις περίφημες 4 ελευθερίες της, επιβεβαιώθηκε πρόσφατα τόσο στη στρατηγική της Λισσαβόνας του 2000 και την αναθεώρηση του 2005, όσο και στο πρόσφατο Ευρωπαϊκό Σχέδιο Ανάκαμψης από την οικονομική κρίση.
Ο ιμπεριαλιστικός χαρακτήρας της Ευρωπαϊκής Ενωσης αποδεικνύεται και από την Κοινή Εξωτερική Πολιτική, από την Κοινή Πολιτική Ασφάλειας και Αμυνας, τους πολέμους, τις επεμβάσεις στο πλευρό των ΗΠΑ και του ΝΑΤΟ.
Ταυτόχρονα στο φόντο της οικονομικής κρίσης οξύνονται και οι αντιθέσεις σε σχέση με το μοίρασμα των αγορών, την αναδιάταξη των διεθνών συμμαχιών, ανάμεσα σε μια σειρά χώρες της ΕΕ (π.χ. Γερμανία) και τις ΗΠΑ, χωρίς ν’ αλλάξει ο ιμπεριαλιστικός χαρακτήρας της ΕΕ.
Πρέπει ιδιαίτερα να γκρεμιστούν οι αυταπάτες, τόσο σε μια σειρά ΚΚ όσο και σε μια σειρά εθνικοαπελευθερωτικά, αντικατοχικά και αντιιμπεριαλιστικά κινήματα άλλων περιοχών του πλανήτη (Μ. Ανατολής, Αφρικής, Λ. Αμερικής), σε σχέση με το ρόλο της ΕΕ σε διεθνή ζητήματα. Η ΕΕ ούτε θέλει ούτε μπορεί να συμβάλει στην επίλυση μιας σειράς διεθνών ζητημάτων, όπως το Παλαιστινιακό ή το Κυπριακό, προς όφελός των λαών. Είναι συνένοχη των εγκλημάτων του Ισραήλ, ταυτίζοντας το θύμα με το θύτη. Είναι χαρακτηριστικό ότι στις αρχές του 2009, κατά τη διάρκεια της επίθεσης των ισραηλινών στη Λωρίδα της Γάζα, αναβάθμισε τις σχέσεις με το Ισραήλ. Σε σχέση με το Κυπριακό, η Ευρωπαϊκή Ενωση στήριξε το «σχέδιο Ανάν» που ολοκληρώνει τη διχοτόμηση της Κύπρου, η οποία ξεκίνησε με την τουρκική εισβολή και κατοχή σημαντικού τμήματος του Κυπριακού κράτους.
Η κοινή παρέμβαση 21 κομμουνιστικών κομμάτων για τις ευρωεκλογές έχει μεγάλη σημασία και δείχνει το δρόμο, εντείνοντας τη διαπάλη με τις δυνάμεις της οπορτουνιστικής εκδοχής του ευρωμονόδρομου.
Η ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΚΡΙΣΗ ΕΧΕΙ ΤΗ ΡΙΖΑ ΤΗΣ ΣΤΙΣ ΚΑΠΙΤΑΛΙΣΤΙΚΕΣ ΣΧΕΣΕΙΣ
Η παγκόσμια οικονομική κρίση και η ερμηνεία της αποτελούν ζήτημα ιδεολογικοπολιτικής διαπάλης ανάμεσα στο μαρξισμό-λενινισμό από τη μία και σε αστικές, ρεφορμιστικές και οπορτουνιστικές αντιλήψεις από την άλλη.
Το ΚΚΕ από την πρώτη στιγμή μελέτησε την κρίση και τεκμηρίωσε τη θέση ότι πρόκειται για καπιταλιστική κρίση υπερπαραγωγής. Η ρίζα της βρίσκεται στη βασική αντίθεση του συστήματος, την αντίθεση ανάμεσα στον κοινωνικό χαρακτήρα της παραγωγής και στην καπιταλιστική ιδιοποίηση των αποτελεσμάτων της.
Οι υπερασπιστές του καπιταλισμού, οι σοσιαλδημοκράτες και οι οπορτουνιστές έκαναν και κάνουν τα πάντα για να καταγραφεί στις λαϊκές συνειδήσεις ότι για την κρίση ευθύνεται η νεοφιλελεύθερη διαχείριση, οι επιλογές του ενός ή του άλλου αστικού κόμματος, η ασυδοσία των τραπεζών και στελεχών του χρηματοπιστωτικού συστήματος («γκόλντεν μπόις»). Γι’ αυτό μίλησαν και μιλούν για τον «καπιταλισμό-καζίνο», για την «ακραία ελεύθερη αγορά» που παραβιάζει του κανόνες του «υγιούς καπιταλισμού» κλπ. Αποσκοπούν στο ν’ αποκρύψουν ότι οι κρίσεις είναι αναπόφευκτες στο καπιταλιστικό σύστημα, το οποίο χαρακτηρίζεται από την αναρχία στην παραγωγή, την ανισομετρία, την ένταση της εκμετάλλευσης.
Δυστυχώς διαπιστώνουμε ότι στις θέσεις ορισμένων κομμουνιστικών κομμάτων επιδρούν τέτοιες αστικές και οπορτουνιστικές θέσεις, υιοθετώντας ουσιαστικά την άποψη περί κρίσης του χρηματοπιστωτικού συστήματος ή περί κρίσης της νεοφιλελεύθερης διαχείρισης. Το γεγονός αυτό αναδεικνύει σε θεωρητικό επίπεδο σοβαρές ελλείψεις στην αφομοίωση του μαρξισμού και κυρίως την ικανότητα δημιουργικής αξιοποίησής του στην ερμηνεία σύγχρονων φαινομένων. Ετσι για παράδειγμα ξεκόβεται η λειτουργία του χρηματοπιστωτικού συστήματος από το σύνολο της καπιταλιστικής οικονομίας.
Σίγουρα η συζήτηση είναι σε εξέλιξη κι επιβάλλεται να γίνει πιο ουσιαστική γιατί το πρόβλημα δεν είναι μόνο θεωρητικό. Αφορά στην κατεύθυνση και την οργάνωση της πάλης. Οι θέσεις αυτές αποπροσανατολίζουν από τον αγώνα ενάντια στην αιτία της κρίσης, τις καπιταλιστικές σχέσεις παραγωγής. Πολύ περισσότερο συμβάλλουν στον άμεσο εγκλωβισμό εργατικών, λαϊκών δυνάμεων στη γραμμή που προβάλλει ότι η ενίσχυση της κερδοφορίας των βιομηχανικών μονοπωλίων σε συνθήκες κρίσης αποτελεί πορεία φιλολαϊκής διεξόδου .
Ο περιορισμός των αιτιών στη νεοφιλελεύθερη διαχείριση διευκολύνει τους ελιγμούς των αστικών κομμάτων να εμφανίσουν ως εναλλακτική πολιτική τις κρατικές παρεμβάσεις του αστικού κράτους (π.χ. δημόσιες επενδύσεις, χρηματοδότηση τμημάτων του κεφαλαίου, ρύθμιση χρεών κ.ά.). Ετσι παραβλέπει ότι η καπιταλιστική οικονομική κρίση εκδηλώνεται ανεξάρτητα από το μίγμα διαχείρισης του συστήματος που σε κάθε φάση αξιοποιείται.
ΔΙΚΑΙΩΜΑ ΤΩΝ ΛΑΩΝ Η ΕΠΙΛΟΓΗ ΤΩΝ ΜΟΡΦΩΝ ΠΑΛΗΣ
Ο αντικομμουνισμός, η πίεση που ασκούν αστικές και οπορτουνιστικές δυνάμεις στο κομμουνιστικό κίνημα, οδηγεί σε ορισμένες περιπτώσεις σε αναδίπλωση, σε υποχώρηση στο πολύ σοβαρό θέμα των μορφών πάλης.
Ορισμένα κομμουνιστικά κόμματα μιλούν για «νόμιμες μορφές πάλης», κρατώντας αρνητική θέση απέναντι στον ένοπλο αγώνα και την αντίσταση, ακόμα και στην περίπτωση της ξένης κατοχής που έχει επιβληθεί π.χ. στην Παλαιστίνη, το Ιράκ, το Αφγανιστάν. Μια τέτοια τοποθέτηση περιορίζει τα όρια της ταξικής πάλης στα όρια της αστικής και ιμπεριαλιστικής νομιμότητας. Αυτή η τοποθέτηση αφοπλίζει το επαναστατικό, το λαϊκό κίνημα που με ευθύνη, εξετάζοντας κάθε φορά τις συνθήκες, έχει δικαίωμα ν’ αντισταθεί και να διεκδικήσει το δίκιο του με όλες τις μορφές πάλης, για να νικήσει τον αντίπαλό του, ν’ ανατρέψει τους δυνάστες, τους εκμεταλλευτές.
Αυτό βεβαίως δεν έχει καμία σχέση με την ατομική τρομοκρατία, με αδιέξοδες ενέργειες και προβοκατόρικους μηχανισμούς που συνδέονται με μυστικές υπηρεσίες και αξιοποιούνται από το κράτος των μονοπωλίων και τους ιμπεριαλιστικούς οργανισμούς ενάντια στο εργατικό κίνημα.