Της Σύνταξης


ΚΟΜΕΠ

Οι διεθνείς οικονομικές εξελίξεις επιβεβαιώνουν ότι δεν πρόκειται για ένα ιδιαίτερο πρόβλημα διαχείρισης στην Ελλάδα. Επιβεβαιώνουν την εκτίμηση του ΚΚΕ ότι πρόκειται για εκδήλωση βαθύτερης καπιταλιστικής κρίσης υπερσυσσώρευσης, που εκδηλώθηκε συγχρονισμένα στο διεθνές καπιταλιστικό σύστημα. Οι εγγενείς αντιφάσεις του καπιταλισμού διαμορφώνουν σημαντικές δυσκολίες στη διαχείρισή της.

Η ανάδειξη του χαρακτήρα της οικονομικής κρίσης, ότι δηλαδή αποτελεί φαινόμενο αναπόφευκτο για όσο υπάρχει καπιταλιστική ιδιοκτησία στα μέσα παραγωγής, είναι καθήκον που συνδέεται και με τη διάδοση της πρότασης του ΚΚΕ για τη Λαϊκή Εξουσία και Λαϊκή Οικονομία, με το γκρέμισμα των αυταπατών πως μπορεί να υπάρξει φιλεργατική - φιλολαϊκή διέξοδος στα πλαίσια του καπιταλισμού.

Η αστική απολογητική του συστήματος προσπαθεί συστηματικά να συσκοτίσει το φαινόμενο της κρίσης, εμφανίζοντάς την ως «κρίση χρέους», ως «δημοσιονομική κρίση» ή «κρίση των κομμάτων της μεταπολιτευτικής περιόδου», ακόμα και «κρίση της Προεδρευόμενης Δημοκρατίας» κ.ά. Αυτές οι προσεγγίσεις είναι άκρως αποπροσανατολιστικές, στοχεύουν στη χειραγώγηση των εργαζομένων, στην εκτόνωση της στάσης διαμαρτυρίας, αμφισβήτησης και απομάκρυνσης από την επιρροή των αστικών κομμάτων, στην ενσωμάτωση σε νέα αστικά πολιτικά σχήματα. Φορείς τέτοιων απόψεων είναι και τμήματα του οπορτουνισμού, παρουσιάζοντας ως πρόταση ρήξης μια γραμμή ενσωμάτωσης με αιχμή την αναδιαπραγμάτευση του χρέους, λίγο-πολύ μια κυβέρνηση «αριστερών δυνάμεων» που θα αξιοποιεί τη λαϊκή κινητοποίηση. Η πρόταση αυτή συνδέεται με προσανατολισμούς και αστικών δυνάμεων για την αντιμετώπιση της κρίσης στην κατεύθυνση της επεκτατικής αστικής πολιτικής των κρατικών επενδύσεων κλπ. Αυτό που αποκρύπτουν τέτοιες προτάσεις είναι ότι για να επιτευχθεί απαιτείται επίσης ξεζούμισμα της εργατικής τάξης και μάλιστα σε ένα περιβάλλον διεθνούς καπιταλιστικού ανταγωνισμού που η ιδεολογική χειραγώγηση και το κυνηγητό «εθνικών στόχων» υποχρεωτικά συνοδεύονται με νέα απόλυτη αύξηση της εκμετάλλευσης. Το πρώτο καθήκον λοιπόν είναι η αποκάλυψη, ο απεγκλωβισμός από την αποδοχή υποτιθέμενων κοινών συμφερόντων εργατών και κεφαλαιοκρατών σε «εθνικούς στόχους» ενάντια στα ανταγωνιστικά κεφάλαια.

Η πρόταση του ΚΚΕ βρίσκεται στον αντίποδα των καπιταλιστικών συμφερόντων, κάνει σαφές ότι δεν υπάρχει ούτε ελάχιστο σημείο ταύτισης της εργατικής τάξης με το κεφάλαιο. Καλεί το λαό να μην αναγνωρίσει κανένα χρέος στο κεφάλαιο, είτε αυτό έχει έδρα εντός της Ελλάδας είτε εκτός, καλεί σε δράση για να πληρώσει το κεφάλαιο την κρίση που γέννησε η ίδια η ύπαρξή του. Καλεί σε οργάνωση και πάλη που θα οδηγήσει σε πολιτική κρίση, αποσταθεροποίηση της αστικής εξουσίας, σε συνθήκες που τελικά θα φέρουν στην ημερήσια διάταξη την ανατροπή της, δηλαδή όχι απλώς η κυβέρνηση, αλλά η τάξη που βρίσκεται στην εξουσία, για να κοινωνικοποιηθούν τα συγκεντρωμένα μέσα παραγωγής.

Είναι η πρόταση που μπορεί να απαντήσει στην ικανοποίηση όλων των σύγχρονων λαϊκών αναγκών. Η κοινωνική ιδιοκτησία στα μέσα παραγωγής και ο κεντρικός σχεδιασμός στην παραγωγή, με σκοπό την άμεση κάλυψη των κοινωνικών αναγκών, μπορούν να απελευθερώσουν τις ανεξάντλητες παραγωγικές δυνάμεις.

Αυτή η αναγκαιότητα προσκρούει στην κατάσταση του υποκειμενικού παράγοντα, στην αντίληψη και στάση ότι η καπιταλιστική ιδιοκτησία στα μέσα παραγωγής είναι αξεπέραστη. Ο ρεαλισμός της πολιτικής πρότασης του ΚΚΕ αποκαλύπτεται αν αναλογιστεί κανείς για παράδειγμα: Τι δυνατότητες θα είχαν οι νέοι και οι νέες, οι εργαζόμενοι και οι απόμαχοι της δουλειάς στις διακοπές, αν τα μέσα μετακίνησης, τα ξενοδοχειακά μεγαθήρια και άλλες υποδομές στις ακτές, στους ορεινούς όγκους κλπ. ήταν κοινωνική ιδιοκτησία, κοινωνική περιουσία και προσφέρονταν για την οργανωμένη κάλυψη της ανάγκης σε ξεκούραση, σε διακοπή της εργασίας. Αντίστοιχα, τι δυνατότητες θα είχαν αν τα μέσα πολιτισμού, εκπαίδευσης, πρόληψης και αποκατάστασης της υγείας ήταν λαϊκή περιουσία. Η ασφαλής διατροφική επάρκεια, με τη μεγάλης έκτασης γεωργική παραγωγή και την κοινωνική ιδιοκτησία των καθετοποιημένων καπιταλιστικών μονάδων στη βάση του κεντρικού σχεδιασμού, είναι η μόνη απάντηση στα προβλήματα του διεθνούς καπιταλιστικού ανταγωνισμού. Ας σκεφτεί ο κάθε εργαζόμενος πόσο θα διευκολυνόταν η κάλυψη των αναγκών στη λαϊκή στέγη αν δεν ήταν καπιταλιστική ιδιοκτησία τα 200.000 νεόκτιστα σπίτια στην Ελλάδα που παραμένουν ακατοίκητα. Ας σκεφτούν τα νέα ζευγάρια την ποιότητα της ζωής τους, όταν το κράτος, η εργατική - λαϊκή εξουσία, υποχρεούται και εξασφαλίζει κατάλληλο δίκτυο παιδικών σταθμών, σχολείο που καλύπτει όλες τις ανάγκες, ξένων γλωσσών, φυσικής και αισθητικής αγωγής, αξιοποιεί τις ιδιαίτερες κλίσεις. Τα ζευγάρια των μισθωτών, ακόμα και των αυτοαπασχολούμενων, πρέπει ν’ απεγκλωβιστούν από την καπιταλιστική λογική «δεν έχει χρήματα το κράτος», γιατί αυτό είναι το κράτος των καπιταλιστών. Οι μεγαλοκαπιταλιστές, εφοπλιστές, τραπεζίτες κατέχουν τα καλύτερα κτίσματα στις καλύτερες και πιο υγιεινές τοποθεσίες, τα οποία απέκτησαν με τη απόσπαση της υπεραξίας και την εκμετάλλευση της εργατικής τάξης.

Στο έδαφος της κρίσης οξύνονται οι ενδοϊμπεριαλιστικοί ανταγωνισμοί και τα αλληλοσυγκρουόμενα συμφέροντα, αναδιατάσσονται οι συμμαχίες. Οι ιμπεριαλιστικές ενώσεις, που εμφανίζονταν ως δεδομένες και αρραγείς, δέχονται πλέον πυρά αμφισβήτησης από τμήματα της αστικής τάξης, στα πλαίσια της έντασης της καπιταλιστικής εκμετάλλευσης και κερδοφορίας και της αναδιάταξης των ιμπεριαλιστικών συμμαχιών, της σύμπραξης με ανερχόμενες δυνάμεις (Κίνα, Ρωσία, Αραβικές Χώρες κλπ.).

Η επίθεση στα κατακτημένα δικαιώματα της εργατικής τάξης αυξάνει κατ’ απόλυτο τρόπο την καπιταλιστική εκμετάλλευση, την απόσπαση υπεραξίας και κεφαλαιακή συσσώρευση. Η επίθεση δεν αφορά έναν κλάδο, ένα επάγγελμα, μία ορισμένη σχέση εργασίας. Είναι συνολική επίθεση της τάξης των καπιταλιστών ενάντια στους εργατοϋπαλλήλους, ακόμα και τους αυτοαπασχολούμενους. Πρόκειται για μέτρα που έτσι κι αλλιώς επεδίωκε το κεφάλαιο και σε κάποιες άλλες χώρες έχουν ήδη υλοποιηθεί.

Τέτοια μέτρα είναι αναπόφευκτα για τους καπιταλιστές της ΕΕ, είναι για αυτούς ζήτημα «ζωής και θανάτου» στην αρένα του διεθνούς καπιταλιστικού ανταγωνισμού με άλλες καπιταλιστικές χώρες που έχουν πιο φτηνή εργατική δύναμη (Κίνα, Ινδία κ.ά.). Ετσι, παρά τις δικαιολογημένες ανησυχίες τους πως μπορεί να υπάρξουν «κοινωνικές εκρήξεις», οι καπιταλιστές και το πολιτικό τους προσωπικό είναι αποφασισμένοι να τα προχωρήσουν. Τα ίδια τα στελέχη του ΠΑΣΟΚ τονίζουν πως τα μέτρα «θα τα παίρναμε και μόνοι μας - δε μας τα επιβάλλει το ΔΝΤ».

Οι επιπτώσεις έχουν άμεσο χαρακτήρα, ενώ θα είναι πιο έκδηλες από το φθινόπωρο. Οι δυνατότητες άμβλυνσης της οξυμένης φτώχειας ή εξαγοράς τμημάτων της εργατικής τάξης ή μεσαίων στρωμάτων με υλικούς όρους (παροχές, επιδόματα κλπ.) είναι σχεδόν ανύπαρκτες.

Το αποτέλεσμα των μέτρων πού ήδη πάρθηκαν θα είναι η σχετική και απόλυτη εξαθλίωση της εργατικής τάξης, των λαϊκών στρωμάτων γενικότερα, ακόμα και η φυσική εξαθλίωση θα ενταθεί. Σε όλους τους τομείς οι μειωμένοι μισθοί και συντάξεις, η πληρωμή των υπηρεσιών υγείας, η αύξηση των ορίων ηλικίας συνταξιοδότησης -σε πολλές κατηγορίες εργαζομένων ακόμα και κατά 15 έτη σε σχέση με τα μέχρι τώρα ισχύοντα- η βαριά φορολογία, συνθέτουν τους όρους του μέλλοντος της πλειοψηφίας των μισθωτών και αυτοαπασχολουμένων. Οι συνθήκες που αντικειμενικά θα δημιουργηθούν, από τη μια μεριά γεννούν μεγαλύτερη απαισιοδοξία ή και αναζήτηση ατομικών λύσεων - συμβιβασμού, από την άλλη όμως ταρακουνούν συνειδήσεις, κάνουν το ζήτημα της αντιπαράθεσης με την πολιτική του κεφαλαίου ζήτημα επιβίωσης.

Σε τέτοιες συνθήκες, οικονομικής κρίσης, με μειωμένες τις δυνατότητες ενσωμάτωσης μέσω παροχών, διαχείρισης κονδυλίων κλπ., η αστική τάξη επεξεργάζεται νέα εργαλεία ενσωμάτωσης. Τέτοια εμπεριέχει και ο νόμος «Καλλικράτης» για την αναδιάρθρωση της διοίκησης του αστικού κράτους. Παρά τον αναγκαίο για το κεφάλαιο εκσυγχρονισμό με ανασυγκρότηση της περιφερειακής διοίκησης και συνένωση δήμων, διαμορφώνει ένα πολύπλοκο μηχανισμό κατάρτισης των συνδυασμών, προκειμένου να εντάξει κάμποσες χιλιάδες υποψήφιους σε τοπικά, κοινοτικά, δημοτικά και περιφερειακά συμβούλια για να λειτουργήσουν ως μηχανισμός εξαγοράς συνειδήσεων. Ομως τα περιθώρια στη μαζική ενσωμάτωση περιορίζονται δραματικά.

Η καπιταλιστική εξουσία, γνωρίζοντας ότι η κρίση θα οξυνθεί και ότι η όποια ανάκαμψη θα είναι αναιμική, ενισχύει και θωρακίζει τους μηχανισμούς καταστολής, αναζητεί την καλύτερη θεσμική θωράκιση της απέναντι στο εργατικό λαϊκό κίνημα, με προσεκτικά βήματα για να μην πυροδοτήσει καταστάσεις που δεν επιθυμεί για την ώρα. Στην πρώτη γραμμή της κυβερνητικής επίθεσης βρίσκεται ο αντικομμουνισμός - η επίθεση στην πρωτοπορία της εργατικής τάξης. Με ψέματα, συκοφαντίες, με προσπάθεια καλλιέργειας του λεγόμενου «κοινωνικού αυτοματισμού» προετοιμάζεται το έδαφος για την αποδοχή από κοινωνικές δυνάμεις ενός χτυπήματος στο ταξικά προσανατολισμένο εργατικό συνδικαλιστικό κίνημα και το ΚΚΕ.

Αναζητούνται λύσεις αναμόρφωσης του πολιτικού συστήματος. Σε αυτή την κατεύθυνση εντάσσονται και προτάσεις για μείωση του αριθμού των μελών της Βουλής από 300 σε 200, η ενίσχυση των αρμοδιοτήτων του Προέδρου της Δημοκρατίας, ακόμα και η αλλαγή του πολιτεύματος από προεδρευομένη σε προεδρική δημοκρατία, που θα ενισχύει τη δυνατότητα διαμόρφωσης πολυκομματικών αστικών κυβερνήσεων.

Στοιχείο της ανασύνταξης του αστικού πολιτικού συστήματος είναι και η ένταση της επίθεσης στο ΚΚΕ, με αιχμή τη στάση του απέναντι στην αστική νομιμότητα και το αστικό σύνταγμα. Πρόκειται για μια επίθεση στρατηγικού χαρακτήρα που εκφράζει την όξυνση της ταξικής πάλης. Σκοπός της επίθεσης είναι να τρομοκρατηθούν πολιτικά ανώριμες λαϊκές μάζες πως ο δρόμος του ΚΚΕ είναι δρόμος της βίας, της ανωμαλίας, των περιπετειών ή ακόμα ότι είναι ο δρόμος που τροφοδοτεί το «άλλο άκρο», την «ακροδεξιά». Αλλη πλευρά της επίθεσης είναι να πιεστεί το ΚΚΕ σε συμβιβασμό στα όρια που θα επιτάσσει κάθε φορά η αστική νομιμότητα και οι κανόνες του αστικού πολιτικού συστήματος. Ειδικά το τελευταίο προωθείται με τη μορφή κανόνων κοινών για το σύνολο των κομμάτων. Ετσι, για παράδειγμα, στο όνομα της διαφάνειας των οικονομικών των κομμάτων, πιέζουν το ΚΚΕ να παραδίδει στο αστικό κράτος λίστες με τα μέλη του που πληρώνουν τη συνδρομή τους, λίστες όσων ανθρώπων το ενισχύουν έστω και με ένα ευρώ. Τα παρουσιάζουν ως μέτρα ίσης αντιμετώπισης όλων των κομμάτων και είναι τέτοια, αρκεί τα κόμματα να αποδέχονται να λειτουργούν ως πολιτικό προσωπικό του κεφαλαίου. Αντίστοιχες διεργασίες προωθούνται και στα πλαίσια των ιμπεριαλιστικών οργανισμών, όπως της ΕΕ.

Αυτές οι επιδιώξεις δεν πρόκειται να κάμψουν την αποφασιστικότητα και τον προσανατολισμό των κομμουνιστών, οι οποίοι σε κάθε εργοστάσιο, σε κάθε χώρο δουλειάς θα αγωνισθούν ακόμα πιο δυνατά να γίνει πραγματικότητα το σύνθημα «να πληρώσει το κεφάλαιο και όχι ο λαός». Θα αγωνισθούν ώστε ο θυμός και η οργή για την απότομη επιδείνωση της ζωής του λαού να μετατραπούν σε οργανωμένη δράση, σε εργατική - λαϊκή κινητοποίηση, ώστε με την πρωτοπόρα δράση των κομμουνιστών να οργανώνεται η διεκδίκηση μέτρων εργατικής και λαϊκής ανακούφισης σε αντιπαράθεση και σύγκρουση με τα συμφέροντα του κεφαλαίου.

Στο παρόν τεύχος της ΚΟΜΕΠ, στην ενότητα «Οικονομική κρίση και ταξική πάλη» δημοσιεύεται κείμενο του Πολιτικού Γραφείου της ΚΕ του ΚΚΕ, με τίτλο: «Εκτίμηση των πρόσφατων εξελίξεων της οικονομικής κρίσης». Παρουσιάζονται βασικοί δείκτες των οικονομικών εξελίξεων που επιβεβαιώνουν τις προβλέψεις του ΚΚΕ για το βάθος της οικονομικής κρίσης στην Ελλάδα, στην ευρωζώνη, για τον ασταθή χαρακτήρα της ανάκαμψης στις ΗΠΑ. Γίνεται εκτίμηση του «Μηχανισμού Στήριξης» και πρόβλεψη ότι δεν μπορεί να αντιμετωπίσει ούτε την αιτία εκδήλωσης της κρίσης υπερσυσσώρευσης ούτε την όξυνση της ανισομετρίας στο εσωτερικό της ευρωζώνης. Κανένας συμβιβασμός μεταξύ κρατών-μελών της ευρωζώνης και της ΕΕ δεν μπορεί να εξαλείψει την όξυνση των δημοσιονομικών ελλειμμάτων ως αποτέλεσμα των ενδοϊμπεριαλιστικών αντιθέσεων, μεταξύ των οποίων και αυτές στο Αιγαίο, στα Βαλκάνια, στην ευρύτερη περιοχή της Ν.Α. Μεσογείου. Απέναντι σε όλα αυτά αναδεικνύεται η γραμμή της λαϊκής αντεπίθεσης.

Στην ίδια ενότητα δημοσιεύεται άρθρο με τίτλο «Ο ταξικός χαρακτήρας του νομικού και πολιτικού εποικοδομήματος. Η όξυνση της ταξικής πάλης». Το κείμενο ερμηνεύει την επίθεση ενάντια στο ΚΚΕ, σε σχέση με τα όρια της αστικής νομιμότητας, το κατά πόσο μπορεί να αμφισβητείται η αστική νομιμότητα. Οι αστοί και οι οπορτουνιστές ιδεολόγοι και πολιτικοί παραγνωρίζουν, ο καθένας με τον τρόπο του, πως στην ιστορική εξέλιξη, τις περιόδους της σχετικά αργής και ήρεμης εξελικτικής διαδικασίας διαδέχονται απότομες καμπές, περίοδοι κοινωνικών επαναστάσεων, που όμως έχουν αντικειμενικό χαρακτήρα, μπαίνουν σε κίνηση και κορυφώνουν τη δραστηριότητά τους χιλιάδες και εκατομμύρια ανθρώπων. Με αυτή τους τη δράση σαρώνουν θεσμούς, ακόμα και παραδόσεις αιώνων. Σε αυτή την κίνηση κατακτούν ανώτερη μορφή κοινωνικής συγκρότησης και ανάπτυξης. Φυσικά μια τέτοια διαδικασία δεν είναι θέμα νομικής επικύρωσης από τους εκπροσώπους του παλιού και σάπιου συστήματος και μάλιστα με τους νόμους που θωρακίζουν παρωχημένες πλέον μορφές ιδιοκτησίας και οργάνωση της κοινωνίας.

Το άρθρο που ακολουθεί, με τίτλο «“Αντικαπιταλιστικό” καμουφλάζ σε γραμμή ενσωμάτωσης», αντιπαρατίθεται με θέσεις και αντιλήψεις τμημάτων του οπορτουνισμού, τα οποία παρουσιάζουν ως αντικαπιταλιστική φιλολαϊκή διέξοδο από την κρίση την αστική γραμμή «στάσης πληρωμών με ενδεχόμενη έξοδο από το ευρώ», χωρίς να θίγεται το καπιταλιστικό καθεστώς.

Τέλος στην ίδια ενότητα δημοσιεύεται το έργο του Β. Ι. Λένιν «Για το Κράτος», που περιστρέφεται σε ανάλογα ζητήματα της εποχής του. Πρόκειται για διάλεξη που έγινε στο «Πανεπιστήμιο Σβερντλόφ», τον Ιούλη του 1919. Το κείμενο είναι εξαιρετικά επίκαιρο, αφού συνοπτικά αναδεικνύει την ιστορική εμφάνιση του κράτους, ως μηχανισμού βίας της κυρίαρχης τάξης επάνω στην κυριαρχούμενη. Η ουσία αυτή δεν αλλάζει από τη μορφή που μπορεί να παίρνει το κράτος, για παράδειγμα δεν αλλάζει ο καπιταλιστικός εκμεταλλευτικός χαρακτήρας του κράτους με τη μορφή της αστικής κοινοβουλευτικής δημοκρατίας ή με τη μορφή μιας ανοιχτής δικτατορίας με κατάργηση του αστικού κοινοβουλίου, παραμένει δικτατορία της αστικής τάξης. Το κείμενο βοηθά στην τρέχουσα ιδεολογική και πολιτική πάλη, παρότι έχουν περάσει 9 δεκαετίες.

Στην ενότητα «Διεθνές Κομμουνιστικό Κίνημα» δημοσιεύεται άρθρο στελέχους του Κόμματος Εργατών Βελγίου, με θέμα «Η συμβολή της Οκτωβριανής Επανάστασης στο εργατικό κίνημα, ιδιαίτερα του Βελγίου». Στο άρθρο αναδεικνύεται η καταλυτική επίδραση που είχε η σοσιαλιστική επανάσταση στη Ρωσία το 1917 στην απόσπαση εργατικών κατακτήσεων στις καπιταλιστές χώρες. Επισημαίνεται ότι οι κατακτήσεις, που σήμερα αφαιρούνται, ήρθαν ως αποτέλεσμα του τρόμου που προκάλεσε στους καπιταλιστές και των άλλων χωρών, η νίκη των μπολσεβίκων στη Ρωσία, νίκη που τροφοδότησε ευρύτερη επαναστατική άνοδο. Ο συγγραφέας του άρθρου αξιοποιεί στοιχεία εκείνης της εποχής που αναδεικνύουν την επίδραση της Οκτωβριανής Επανάστασης και του σοσιαλισμού σε κατακτήσεις για τους Βέλγους εργάτες. Παράλληλα αναδεικνύει τις συνθήκες που δημιουργήθηκαν στο Βέλγιο κατά τη λήξη του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, όπου σύμφωνα με την τοποθέτηση του προέδρου της Εκδοτικής Τράπεζας «το 1944 οι επιχειρηματικοί ηγέτες ανησυχούσαν για τις επαναστατικές τάσεις. Ο κομμουνισμός έχαιρε μεγάλης εκτίμησης. Ο φόβος τους για απαλλοτριώσεις και εθνικοποιήσεις ήταν βάσιμος...». Το άρθρο προσεγγίζει αυτοκριτικά τη στρατηγική του ΚΚ Βελγίου στο παρελθόν, αφού δεν κατόρθωσε να καθοδηγήσει την εργατική τάξη στην κατάκτηση της εξουσίας, δεν οδήγησε την ένοπλη αντίσταση σε αυτό το σκοπό.

Στην ίδια ενότητα δημοσιεύεται άρθρο μέλους της ΚΕ του Κομμουνιστικού Κόμματος των Λαών της Ισπανίας, με τίτλο «Από τον “ευρωκομμουνισμό” στο σύγχρονο οπορτουνισμό». Στο άρθρο αναπτύσσονται κωδικοποιημένα τα βασικά χαρακτηριστικά αυτού του οπορτουνιστικού ρεύματος που επικράτησε στα ΚΚ της Δύσης -και όχι μόνο- μετάλλαξε τα ΚΚ σε κόμματα σοσιαλδημοκρατικά με κομμουνιστικό μανδύα. Το ευρωκομμουνιστικό ρεύμα εξετάζεται ως παράγοντας που αλληλεπιδρούσε με τα κόμματα που βρίσκονταν στην ηγεσία των χωρών της σοσιαλιστικής οικοδόμησης. Το άρθρο έχει επικαιρότητα, αφού στις σημερινές συνθήκες της κρίσης το οπορτουνιστικό ρεύμα αναβιώνει κλασσικές ευρωκομμουνιστικές θέσεις με ψευτοκομμουνιστικό μανδύα και αντικαπιταλιστική μπογιά, ξοφλημένες συνταγές που έδεναν χειροπόδαρα την εργατική τάξη. Αναβιώνουν θεωρίες ότι δήθεν ένα εργατικό κόμμα ή μια «αριστερή συμμαχία κομμάτων» μπορούν να μετασχηματίσουν το αστικό κράτος χωρίς να θίξουν τα θεμέλιά του, με μια πλειοψηφία κοινοβουλευτικών εδρών, πως οι εργαζόμενοι δήθεν με τη συμμετοχή εκπροσώπων τους στα διοικητικά συμβούλια επιχειρήσεων, ακόμα περισσότερο κρατικοποιημένων επιχειρήσεων, μπορούν ειρηνικά κοινοβουλευτικά να μεταρρυθμίσουν τον καπιταλισμό σε σοσιαλισμό. Στην πράξη αυτή η γραμμή ενσωμάτωσης και εξαγοράς στοίχισε ακριβά στο εργατικό κίνημα, τόσο στη συνδικαλιστική όσο και στην πολιτική μορφή οργάνωσής του. Η νεκρανάσταση αυτής της γραμμής πάει χέρι-χέρι με την επίθεση ενάντια στο ΚΚΕ εκ μέρους της κυβέρνησης και άλλων μηχανισμών, με αιχμή την αμφισβήτηση της «νομιμότητας» της δράσης του, με αφορμή τη στήριξη απεργιακών κινητοποιήσεων που στοχεύουν στην υπεράσπιση θεμελιωδών δικαιωμάτων και κατακτήσεων της εργατικής τάξης.

Στο παρόν τεύχος 4 της ΚΟΜΕΠ δημοσιεύονται τα Κομματικά Ντοκουμέντα της περιόδου από 30.4.2010 έως 22.6.2010. Προτάσσεται η Απόφαση της ΚΕ του ΚΚΕ «Για τις τοπικές και περιφερειακές εκλογές του Νοέμβρη 2010».