Της Σύνταξης


ΚΟΜΕΠ

Πέντε μήνες μετά τις βουλευτικές εκλογές στην Ελλάδα, τα έργα της κυβέρνησης του ΠΑΣΟΚ, η στάση της ΝΔ αλλά και άλλων κομμάτων της «αντιπολίτευσης», με πιο χαρακτηριστική του ΛΑ.Ο.Σ, επιβεβαιώνουν τη θέση του ΚΚΕ ότι ο λαός θα βρισκόταν αντιμέτωπος με έναν αδυσώπητο πόλεμο εκ μέρους της κυβέρνησης των κεφαλαιοκρατών, των άλλων κομμάτων τους, των διεθνικών συμμαχιών τους, είτε ονομάζονται ΕΕ είτε ΔΝΤ είτε αγγλοαμερικάνικος ιμπεριαλισμός είτε αλλιώς.

Το ΚΚΕ πρόβλεψε, εκτίμησε, αποκάλυψε, προειδοποίησε για την ανάγκη να αναπτυχθεί η ατομική ταξική ευθύνη και συνείδηση μαζί με τη συλλογική, γιατί ο πόλεμος αντιμετωπίζεται μόνο με πόλεμο. Και ο πόλεμος των εργατοϋπαλλήλων, των συνταξιούχων, των βιοπαλαιστών αγροτοπαραγωγών και αυτοαπασχολουμένων, των μη εργαζόμενων γυναικών και παιδιών τους, είναι πόλεμος ταξικός σε όλα τα πεδία, πόλεμος ιδεολογικός-πολιτικός με στόχο την εξουσία.

Ολοι μαζί, αστική κυβέρνηση και αντιπολίτευση, κοινοτικοί και άλλων κέντρων εκπρόσωποι, μέσα μαζικής ενημέρωσης και άλλοι ιδεολογικοί - προπαγανδιστικοί μηχανισμοί, οι ίδιοι οι βιομήχανοι - εφοπλιστές - τραπεζίτες - μεγαλέμποροι παίζουν στην ίδια συγχορδία: «Πατριωτική στράτευση για την έξοδο της ελληνικής οικονομίας από τη χρεοκοπία. Θυσίες για να ανακτηθεί η εθνική περηφάνια, για την έξοδο από την κρίση, για να μπουν τα θεμέλια μιας “παραγωγικής ανάπτυξης”, χωρίς γραφειοκρατική σπατάλη, χωρίς να δαπανάμε περισσότερα από όσα παράγουμε, χωρίς αντιπαραγωγικές επιδοτήσεις».

Η συγχορδία δεν χάνει τη συνοχή της επειδή υπάρχουν δεξιοί και αριστεροί ψάλτες, επειδή οι μεν ισχυρίζονται ότι «η Ευρωζώνη είναι σωτήρια για την Ελλάδα ειδικά σε περίοδο οικονομικής κρίσης» και οι δε υποστηρίζουν ότι «η Ευρωζώνη θα μπορούσε να είναι σωτήρια χωρίς την ακαμψία του Συμφώνου Σταθερότητας, με ένα Σύμφωνο Ανάπτυξης, με περισσότερη οικονομική και πολιτική ένωση και όχι μόνο νομισματική». Η αλήθεια είναι ότι σε αυτούς τους ισχυρισμούς γίνεται μια μεγαλύτερη μίξη μεταξύ δεξιών και αριστερών ψαλτών. Ετσι, στην κριτική του Ευρωσυμφώνου Σταθερότητας συναντιούνται και οι ευρωσκεπτικιστικές φωνές που αφετηρία τους έχουν μια μεγαλύτερη προσέγγιση της Ελλάδας με την αγγλοσαξωνική συμμαχία, προκειμένου δε για το νόμισμα, μια μεγαλύτερη προσέγγιση με τα συμφέροντα του αμερικανικού δολαρίου και της αγγλικής λίρας - στερλίνας στην αγορά της Ανατ. Μεσογείου και της Ευρασίας. Αντίθετα, στους υποστηρικτές της Ευρωενωσιακής εμβάθυνσης συναντιούνται και ρεύματα οπορτουνιστών του κομμουνιστικού κινήματος, που μορφοποιήθηκαν και εκφράστηκαν σε διαφορετικές περιόδους. Πρόκειται για ρεύματα που συμμάχησαν ή και συγκρούσθηκαν μεταξύ τους, ανάλογα με την εξέλιξη της τακτικής τους απέναντι στο ΚΚΕ, όπως και απέναντι στο ΠΑΣΟΚ, ως αριστερή και δεξιά ζώνη επέκτασης της επιρροής τους.

Την επίθεση στο εισόδημα, στις κατακτήσεις και στις ανάγκες τους, οι εργατοϋπάλληλοι και οι οικογένειές τους, καθώς και οι βιοπαλαιστές αυτοαπασχολούμενοι τη δέχονται μέσα σε ένα σύννεφο ιδεολογικής και πολιτικής σύγχυσης. Και βέβαια δεν είναι μόνο η κυβερνητική πλευρά που προκαλεί αυτή τη σύγχυση. ΠΑΣΟΚ και ΝΔ, που εναλλάσσονται στη διακυβέρνηση επί 35 χρόνια, «το ένα χέρι νίβει το άλλο και τα δυο μαζί το πρόσωπο» της κεφαλαιοκρατίας. Ειδικότερα για τα χρόνια της προετοιμασίας - ένταξης της Ελλάδας στην Ευρωζώνη και τα δυο κόμματα άσκησαν «δημιουργική λογιστική», προκειμένου να ξεπεραστεί ο σκόπελος των δημοσιονομικών δεικτών - προϋποθέσεων, στο όνομα της πολιτικής σημασίας της ένταξης.

Και τα δυο κόμματα με συνέπεια υπηρέτησαν τους στόχους της ελληνικής κεφαλαιοκρατίας που ωφελήθηκε π.χ. από τη διεξαγωγή των Ολυμπιακών Αγώνων στην Ελλάδα, από τις υπέρογκες δαπάνες για εξοπλιστικά προγράμματα, ακατάλληλα και από γεωστρατηγική άποψη και από πολιτική, αφού οι πιο άμεσοι διεκδικητές ελληνικών εδαφών βρίσκονται στην ίδια στρατιωτικο-πολιτική συμμαχία (ΝΑΤΟ). ΠΑΣΟΚ και ΝΔ συναγωνίστηκαν ποιο θα δώσει περισσότερα στα πιο ισχυρά τμήματα του κεφαλαίου με τα «αναπτυξιακά προγράμματα» και ποιο θα μειώσει περισσότερο τους συντελεστές φορολόγησης των επιχειρηματικών κερδών, στο όνομα της βελτίωσης της ανταγωνιστικής τους θέσης στη διεθνή αγορά. Και τα κατάφεραν σε αυτό το στόχο, αφού δεκάδες επιχειρήσεις με έδρα την Ελλάδα έκαναν κερδοφόρες εξαγωγές κεφαλαίων άμεσων επενδύσεων. Και όχι μόνο αυτό, εξίσου ευνοήθηκε και η εκροή κεφαλαίων για έμμεσες επενδύσεις (π.χ. repos). Και τα δυο κόμματα συμπλήρωναν ό,τι παρελάμβαναν ως προς την κατεδάφιση της Κοινωνικής Ασφάλισης, των εργασιακών κατακτήσεων που αφορούσαν κλαδικές συμβάσεις, υπερωρίες, αργίες, όρια απολύσεων κ.ά. Και τα δυο κόμματα πιστά ακολουθούσαν την πολιτική των ιδιωτικοποιήσεων με διπλό στόχο: αφενός την απελευθέρωση των αγορών στον ευρωνωσιακό και διεθνή ανταγωνισμό, αφετέρου την αύξηση των εσόδων του κρατικού προϋπολογισμού, δηλαδή διαχειρίσθηκαν την κρατική περιουσία με τρόπο πιο ταιριαστό στις σημερινές ανάγκες της κεφαλαιοκρατίας.

Σε αυτή τη βάση της ενιαίας στρατηγικής του ΠΑΣΟΚ και της ΝΔ, διαμορφώθηκαν τα σημερινά δημοσιονομικά ελλείμματα. Γι’ αυτό δεν είναι υπόθεση της εργατικής τάξης και των λαϊκών στρωμάτων, αλλά υπόθεση του κεφαλαίου. Βεβαίως συνειδητά καλλιεργείται η κινδυνολογία, η καταστροφολογία, η δήθεν ανάγκη ενιαίας «πατριωτικής ευαισθησίας και συνοχής», ως μέσο χειραγώγησης. Αλλωστε δεν είναι κάτι το καινούργιο, ότι ουσιαστική πλευρά της εργατικής συνειδητοποίησης είναι η αντίληψη ότι μέσα σε μια κρατική οντότητα υπάρχουν δυο πατρίδες, η «πατρίδα του κεφαλαίου» και η «πατρίδα της εργατικής τάξης, του λαού».

Η εκδήλωση της οικονομικής κρίσης στην Ελλάδα, τα αστικά δημοσιονομικά ελλείμματα, οι δυσκολίες της αστικής διαχείρισης λόγω ενδοϊμπεριαλιστικών αντιθέσεων δε μας ενώνουν εργατοϋπάλληλους και αυτοαπασχολούμενους με τους καπιταλιστές, αλλά μας χωρίζουν ακόμα περισσότερο.

Οι δυσκολίες στην αστική πολιτική σημαίνει ότι φαίνεται μεγαλύτερη χαραμάδα φωτός για ν' αρχίσει να αλλάζει ο συσχετισμός δυνάμεων προς όφελος του εργατικού και λαϊκού κινήματος. Και πράγματι, δεν ήταν τυχαίες οι εργατοϋπαλληλικές απεργίες στις 17 Δεκέμβρη 2009, στις 10 και 24 Φλεβάρη 2010, οι αγροτικές κινητοποιήσεις στους δρόμους όλης της Ελλάδας.

Η συνεπής ταξική πάλη του ΚΚΕ -και μέσω του ΠΑΜΕ στο εργατικό συνδικαλιστικό κίνημα- πίεσε και ενσωματωμένες στο σύστημα συνδικαλιστικές ηγεσίες, όπως της ΑΔΕΔΥ και της ΓΣΕΕ, να προκηρύξουν απεργιακές κινητοποιήσεις. Βέβαια αυτές οι δυνάμεις αξιοποίησαν τις κινητοποιήσεις με σκοπό να αποτρέψουν τη δυναμική συσπείρωσης μαχόμενων πρωτοβάθμιων συνδικάτων και εργαζομένων με το ΠΑΜΕ. Από τα πράγματα, από τις ίδιες τις εξελίξεις, θα εντείνεται η ιδεολογική-πολιτική μάχη μέσα στο εργατικό συνδικαλιστικό κίνημα, η ανάγκη απόρριψης της ρεφορμιστικής και οπορτουνιστικής γραμμής.

Αν βγαίνει ένα συμπέρασμα από την τελευταία οικονομική κρίση, όχι μόνο στην Ελλάδα αλλά και στις περισσότερες καπιταλιστικές οικονομίες, είναι ότι το καπιταλιστικό σύστημα είναι τόσο παρασιτικό και ιστορικά ξεπερασμένο που δε σηκώνει έστω μια παροδική βελτίωση στους όρους αγοράς της εργατικής δύναμης από το κεφάλαιο. Εχει περάσει η εποχή που έστω και σε μεγάλα χρονικά διαστήματα η άνοδος της παραγωγικότητας της εργασίας αντανακλούνταν σε μια ορισμένη βελτίωση του βιοτικού επιπέδου για τις εργατικές δυνάμεις μαζικά. Σήμερα πλέον η ιστορική περίοδος του καπιταλισμού δεν αντέχει ρεφορμιστικές αυταπάτες για βελτίωση του μισθού, του ωραρίου, των όρων συνταξιοδότησης, των παροχών υγείας-πρόνοιας κλπ., ως στοιχείων ενσωμάτωσης στο σύστημα από τη στρατηγική του κεφαλαίου. Γι’ αυτό όσο βλαβερή και καταστροφική για τους σημερινούς μισθωτούς -σε αυτούς και οι μισθωτοί επιστήμονες- είναι η αστική πολιτική, η εξουσία του κεφαλαίου, τόσο βλαβερή είναι και η οπορτουνιστική αντίληψη ότι με τη συμμετοχή ενός εργατικού ή «αριστερού» κόμματος στη διακυβέρνηση μπορεί να επέλθει βελτίωση της θέσης των μισθωτών. Και είναι βλαβερή, γιατί στο όνομα των λαϊκών συμφερόντων προσφέρει στήριξη στο σύστημα, την ώρα που πρέπει ν’ αρχίσει η διαδικασία αποσταθεροποίησής του.

Δε θα κουραστούμε να επαναλαμβάνουμε το ιστορικό δίδαγμα που πρέπει να γίνει στοιχείο της εργατικής συνείδησης: Ο πονοκέφαλος για τη σωστή δοσολογία του «νέου μείγματος ανάμεσα στην αγορά και το κράτος», πάντα βέβαια μέσα στο πλαίσιο της οικονομίας της αγοράς, όπως ισχυρίζεται ο αμερικανός φιλελεύθερος Φράνσις Φουκουγιάμα, δεν είναι ούτε «αριστερό», «σοσιαλδημοκρατικό» προγραμματικό χαρακτηριστικό ούτε μπορεί να αφορά το εργατικό κίνημα. Αλλωστε και ο πρόεδρος του μονοπωλιακού ομίλου MIG μιλά για «κρατικό καπιταλισμό». Ηδη ζυμώνεται το αποπροσανατολιστικό για το εργατικό κίνημα δίλημμα: «με την ΕΕ ή με το ΔΝΤ».

Ο ιδεολογικός και πολιτικός μηχανισμός του συστήματος διαθέτει εφεδρείες και μακρόχρονη εμπειρία χειραγώγησης μιας σχετικά «αυθόρμητης» διαδικασίας εκδήλωσης της λαϊκής δυσαρέσκειας. Παρεμβαίνει οργανωμένα για να στρέψει σε προσανατολισμό εκτόνωσης και ενσωμάτωσης. Αυτό δεν εκφράστηκε μόνο στο εργατικό συνδικαλιστικό κίνημα με τη στάση των ΓΣΕΕ και ΑΔΕΔΥ. Εκφράσθηκε και στις αγροτικές κινητοποιήσεις όπου σε ορισμένες περιπτώσεις πρωτοστάτησαν δυνάμεις καθοδηγούμενες από το ΠΑΣΟΚ και τη ΝΔ, επιδίωξαν να στρέψουν τις διεκδικήσεις προς το συμφέρον των μεγάλων αγροτοπαραγωγών, σε βάρος των μικροκληρούχων ακόμα και μεσαίων. Ζύμωσαν αλλαγές στην κατεύθυνση της κοινοτικής πολιτικής, ορισμένους εκσυγχρονισμούς για λογαριασμό της καπιταλιστικής συσσώρευσης.

Γνωρίζουμε καλά τις δυσκολίες ιδιαίτερα με αυτά τα στρώματα που αντιπαλεύουν την πολιτική που εξωθεί στην καταστροφή τους, ελπίζοντας ότι μπορούν να επιβιώνουν ως ανεξάρτητοι μικροί παραγωγοί ή και να επιβιώσουν εάν εξελιχθούν σε μεγαλύτερους, αν κερδίσουν στην πίττα του ανταγωνισμού, αν κατορθώσουν να γίνουν αφεντικά σχετικά διευρυμένης ξένης εργατικής δύναμης.

Το ΚΚΕ δεν φοβήθηκε αυτές τις αντιφάσεις. Υπερασπίστηκε τους αγροτικούς αγώνες από τη σκοπιά των φτωχών αγροτοπαραγωγών. Τόλμησε, μέσα στα μπλόκα των τρακτέρ, πρόσωπο με πρόσωπο με τους αγρότες να αναδείξει τόσο τις αιτίες των προβλημάτων τους όσο και το πλαίσιο της οικονομίας, των σχέσεων ιδιοκτησίας και παραγωγής μέσα στο οποίο μπορούν να εξασφαλίσουν καλύτερη ζωή. Πάλεψε ενωτικά με διαχωριστική γραμμή την άρνηση της διάκρισης σε «κατά κύριο ή μη επάγγελμα αγρότη» που συμφέρει τους μεγαλοαγρότες. Ανέδειξε τη σημασία του αγροτικού συνεταιρισμού, σε συνθήκες κοινωνικής ιδιοκτησίας στη βιομηχανία, κεντρικού σχεδιασμού της παραγωγής και συνολικά της οικονομίας. Με συνέπεια και σταθερότητα αποκαλύψαμε ότι οι ανισομετρίες και οι ανορθολογισμοί στην αγροτική παραγωγή και όχι μόνο, δεν μπορούν να εκλείψουν με κίνητρο το κέρδος των μονοπωλίων, με την ευρωενωσιακή στρατηγική για τη μεγέθυνση των ευρωπαϊκών μονοπωλίων.

Το ΚΚΕ ανέδειξε το πόσο υλικά ώριμη και αναγκαία είναι η κοινωνικοποίηση της συγκεντρωμένης βιομηχανικής και αγροτικής παραγωγής, ο κεντρικός σχεδιασμός της οικονομίας με στόχο την ικανοποίηση των λαϊκών αναγκών. Σε αυτόν υπάγεται και η δυνατότητα παραγωγής αγροτικών προϊόντων για τις λαϊκές διατροφικές ανάγκες και για την κεντρικά σχεδιασμένη εγχώρια βιομηχανική παραγωγή, η δυνατότητα να ανεβαίνει η παραγωγικότητα της εργασίας με καλύτερους όρους δουλειάς και ζωής για όλους.

Αυτή είναι η βάση της συμμαχίας των αγροτών με την εργατική τάξη και τους αυτοαπασχολούμενους της πόλης.

Το περιεχόμενο αυτού του τεύχους της ΚΟΜΕΠ φωτίζει πλευρές των παραπάνω εξελίξεων.

Στην ενότητα Οικονομία - Πολιτική περιλαμβάνονται δυο κείμενα. Το πρώτο είναι κείμενο του Τμήματος Οικονομίας της ΚΕ του ΚΚΕ στο οποίο γίνεται εκτίμηση της πορείας της καπιταλιστικής οικονομικής κρίσης διεθνώς και στην Ελλάδα. Αυτό το κείμενο λειτουργεί συμπληρωματικά προς τα υλικά της ημερίδας της ΚΕ του ΚΚΕ για την κρίση, έκδοση «Σύγχρονη Εποχή» και σε προηγούμενη αρθρογραφία της ΚΟΜΕΠ στα τεύχη 3/2009 και 5/2009.

Το δεύτερο αφορά κείμενο του Φρ. Ενγκελς, γραμμένο πριν από 116 χρόνια. Ουσιαστικά αποτελεί παρατηρήσεις πάνω στο πρόγραμμα των γάλλων σοσιαλδημοκρατών στο μέρος του που αφορά τους αγρότες. Αυτό το κείμενο συμπεριλαμβανόταν σε ελληνική έκδοση συλλογής κειμένων των Μαρξ - Ενγκελς, που έχει εξαντληθεί. Εχει σημαντικότατη θεωρητική και μεθοδολογική αξία στο διαχωρισμό των αγροτών σε φτωχούς, μεσαίους, πλούσιους, καπιταλιστές και στο πώς ένα Κομμουνιστικό Κόμμα (στην εποχή του Ενγκελς σοσιαλιστικό) μπορεί να εκφράσει στο πρόγραμμά του τα μακροπρόθεσμα συμφέροντα ποιων τμημάτων των αγροτών, σε ποια προοπτική. Είναι ένα κείμενο στο οποίο γίνεται επεξεργασία της πολιτικής συμμαχίας της εργατικής τάξης με αγροτικές δυνάμεις, χρήσιμο για την εξειδίκευση των θέσεων του κόμματός μας στην ελληνική πραγματικότητα.

Στην ενότητα Ιδεολογία - Πολιτική περιλαμβάνεται κείμενο κριτικής προσέγγισης των πρόσφατων εξελίξεων στο ΣΥΝ και στο ΣΥΡΙΖΑ.

Καλόπιστα μπορεί να αναρωτηθεί κάποιος προβληματιζόμενος στον «αριστερό» χώρο: Τι εκφράζουν όλες αυτές οι αντιφάσεις μεταξύ των συνιστωσών του ΣΥΡΙΖΑ ή των τάσεων του ΣΥΝ; Μπορεί να προκύψει κάποια ομάδα, κάποια τάση σε κατεύθυνση κομμουνιστική ή έστω σε συνεπή αντιμονοπωλιακή - αντιιμπεριαλιστική γραμμή;

Το κείμενο, θέλοντας να κρίνει αντικειμενικά, προβάλλει δειγματοληπτικά αυτούσιες θέσεις των διαφορετικών ρευμάτων και τάσεων του ΣΥΝ/ΣΥΡΙΖΑ. Από αυτές αναδεικνύεται ότι παρά τις αντιθέσεις τους, συγκλίνουν στην ίδια οπορτουνιστική στρατηγική, όπως και την περίοδο που η συνένωση ή η συμμαχία τους φαινόταν πιο ισχυρή. Οι διαφωνίες μεταξύ τους εκφράζουν τις αντιφάσεις του εγχειρήματος ανασύνθεσής τους ως οπορτουνιστικού φορέα, την αποτυχία να κερδίσει ο ΣΥΡΙΖΑ έδαφος έναντι του ΚΚΕ, στόχος δηλωμένος για τις δύο εκλογικές μάχες του περασμένου χρόνου, στόχος που προβλήθηκε και ζυμώθηκε και από τους αστικούς προπαγανδιστικούς μηχανισμούς. Τόσο μέσα στο ΣΥΝ όσο και στο ΣΥΡΙΖΑ αντικειμενικά ερχόντουσαν σε σύγκρουση δύο αλληλένδετες τάσεις: Από τη μια η ανάγκη μιας οπορτουνιστικής προσαρμογής σε μια επιφανειακή αλλά φραστικά πιο αντικαπιταλιστική, ακόμα και φιλοσοσιαλιστική γραμμή, προκειμένου να εμφανίζεται πιο πειστική η αντι-ΚΚΕ πολεμική. Από την άλλη η ανάγκη να εμφανίζεται ως «αριστερή» δύναμη διαπραγμάτευσης και διεκδίκησης ρόλου στο έδαφος της αστικής διακυβέρνησης, στην αναζήτηση λύσεων διεξόδου από την κρίση και φραγμού μιας ενδεχόμενης πολιτικής αποσταθεροποίησης. Αντικειμενικά κάποιες ομάδες στελεχών εξέφραζαν περισσότερο ή λιγότερο το σκέλος της μιας ή της άλλης τάσης, χωρίς να διαχωρίζονται προγραμματικά, με βασικό κριτήριο τα μονοπώλια - ιδιωτικού και κρατικού κεφαλαίου, την ΕΕ ανεξάρτητα από συσχετισμούς μέσα σε αυτή, στο πώς αποτυπώνονται οι συσχετισμοί μεταξύ καπιταλιστικών κρατών-μελών της Ενωσης στις συμφωνίες της, συμπεριλαμβανομένου και του Συμφώνου Σταθερότητας.

Οι εξελίξεις στο ΣΥΝ/ΣΥΡΙΖΑ επιβεβαιώνουν το ρόλο του οπορτουνισμού: Να αναπροσαρμόζεται ανάλογα με τους συσχετισμούς, να λειτουργεί με πρόθεση ενσωμάτωσης δυνάμεων που τείνουν να ριζοσπαστικοποιηθούν σε συνθήκες εκδήλωσης της καπιταλιστικής οικονομικής κρίσης. Να αποσπά την οικονομία από την πολιτική. Να βλέπει την πολιτική συμμαχία ξεκομμένη από την κοινωνική συμμαχία κι επομένως να χρησιμοποιεί κατά το δοκούν την πολιτική - οργανωτική αυτοτέλεια των σύμμαχων πολιτικών δυνάμεων σε μια γενική τάση άρνησης της αυτοτέλειάς τους.

Σήμερα πλέον δε μας εκπλήσσουν αυτά τα φαινόμενα. Το ΚΚΕ έχει συγκεντρώσει ανάλογη θετική και αρνητική πείρα, έχει βγάλει τα συμπεράσματά του, τόσο από την περίοδο της ΕΔΑ όσο και του «Συνασπισμού της Αριστεράς και της Προόδου». Αυτό που χρειάζεται είναι η ενίσχυση του ιδεολογικού-πολιτικού αγώνα, ιδιαίτερα στις νεότερες και λιγότερο έμπειρες ηλικίες, σε διάφορα τμήματα των μισθωτών επιστημόνων, η διαρκής πάλη με τον οπορτουνισμό ανεξάρτητα από την αυτοτελή δυναμική του κύριου ή περισσοτέρων πολιτικών φορέων του.

Το 2010 συμπληρώνονται 100 χρόνια από την απόφαση της Συνδιάσκεψης Σοσιαλιστριών Γυναικών στην Κοπεγχάγη (1910) για την καθιέρωση της 8ης Μάρτη ως διεθνούς μέρας της γυναίκας, απόφαση που πάρθηκε μετά από πρόταση της Κλάρα Τσέτκιν. Με αφορμή αυτή την ιστορική επέτειο, οι κομμουνιστές και οι κομμουνίστριες, το ταξικά προσανατολισμένο εργατικό συνδικαλιστικό κίνημα, το ριζοσπαστικό γυναικείο κίνημα δραστηριοποιούνται με πολύμορφες εκδηλώσεις ανάδειξης των σύγχρονων εκδηλώσεων του γυναικείου ζητήματος, ως φυλετικού και ταξικού προβλήματος.

Η παρούσα έκδοση της ΚΟΜΕΠ, τεύχος 2/2010, Μάρτη - Απρίλη, προβάλλει το ζήτημα στην ενότητα με τίτλο «8 Μάρτη». Δημοσιεύει την ανάλογη διακήρυξη της ΚΕ του ΚΚΕ με τίτλο «Για τη διεθνή μέρα της γυναίκας».

Στην ίδια ενότητα δημοσιεύεται αρχειακό υλικό από τα υλικά της 3ης Συνδιάσκεψης του ΚΚΕ (1950). Πρόκειται για επιλεγμένα αποσπάσματα από την εισήγηση του ΠΓ προς τη Συνδιάσκεψη και από τις ομιλίες στο θέμα που εξέταζε τα προβλήματα προσαρμογής της ζωής και της δράσης των γυναικών πολιτικών προσφύγων. Στο εισαγωγικό που προλογίζει το αρχειακό υλικό δίνονται πληροφοριακά στοιχεία για τη συγκεκριμένη περίοδο, απαραίτητα για τους νεώτερης ηλικίας αναγνώστες μας. Η δημοσίευση αυτού του υλικού αποτελεί προδημοσίευση της συνολικής έκδοσης των υλικών της 3ης Συνδιάσκεψης που θα κυκλοφορήσει από τη «Σύγχρονη Εποχή» το επόμενο διάστημα.

Στην ενότητα Παιδεία - Επιστήμη δημοσιεύεται κείμενο του Τμήματος Παιδείας της ΚΕ του ΚΚΕ για τις εξελίξεις στο χώρο της έρευνας και των μεταπτυχιακών σπουδών, των υποψηφίων διδακτόρων. Αναδεικνύονται τα αποτελέσματα των καπιταλιστικών αναδιαρθρώσεων με μοχλό τον κατακερματισμό της Ανώτατης Εκπαίδευσης και την αμεσότερη σύνδεση των ιδρυμάτων της με το κεφάλαιο. Τα αποτελέσματα είναι η υποβάθμιση της επιστημονικής γνώσης για τους πολλούς, η αποσύνδεση του πτυχίου από την επαγγελματική αναγνώριση, ενώ οι μεταπτυχιακές σπουδές αποκτούν κυρίως χαρακτήρα παροχής καταρτισιακών γνώσεων. Με τις διδακτορικές διατριβές διαμορφώνεται μια ελίτ ερευνητών, που για τη συντριπτική πλειοψηφία η ανέλιξη σχετίζεται πιο άμεσα με την αστική ιδεολογία και πολιτική, με τις ανάγκες των μονοπωλίων, την πλήρη υποταγή του προσανατολισμού της έρευνας και των ερευνητικών αποτελεσμάτων στην υπεράσπιση συνολικά των συμφερόντων του κεφαλαίου. Το κείμενο αναφέρεται και στα καθήκοντα των νέων κομμουνιστών και κομμουνιστριών σε αυτό το χώρο τόσο στα ζητήματα της οργάνωσης και πάλης των νέων ερευνητών όσο και στην ανάγκη ενίσχυσης του ιδεολογικού και πολιτικού εξοπλισμού τους, έντασης της παρέμβασης των κομμουνιστών με όπλο τη διαλεκτική-υλιστική αντίληψη της κοινωνικής εξέλιξης, του προσανατολισμού της έρευνας και των επιστημονικών επιτευγμάτων στο σκοπό της γενικής ευημερίας.

Τέλος στο τεύχος 2/2010 της ΚΟΜΕΠ δημοσιεύονται Κομματικά Ντοκουμέντα της περιόδου από 5.1.2010 έως 25.2.2010.