Της Σύνταξης


ΚΟΜΕΠ

Στην περίοδο που διανύουμε εκδηλώνεται η νέα διεθνής συγχρονισμένη κρίση υπερσυσσώρευσης κεφαλαίου. Τα περιοριστικά μέτρα για την αντιμετώπιση της πανδημίας, οι περιορισμοί στην παραγωγή, στις μεταφορές, στο εμπόριο επιτάχυναν της εκδήλωση της κρίσης. Το σύνολο των αστικών κυβερνήσεων ερμηνεύει τις εξελίξεις με το βολικό σχήμα του «αόρατου εχθρού» της πανδημίας. Ωστόσο, δεν είναι καινούργιο φαινόμενο η προσπάθεια της αστικής ανάλυσης να συγκαλύψει τη βαθύτερη αιτία της κρίσης. Το 1973 μιλούσαν για «πετρελαϊκή κρίση», το 2008 για τον «καζινοκαπιταλισμό».

Όμως η επιβράδυνση της οικονομίας που προϋπήρχε της εμφάνισης του κορονοϊού στα ιμπεριαλιστικά κέντρα, η πτώση της βιομηχανικής παραγωγής, η έκρηξη του κρατικού χρέους και των κόκκινων δανείων, τα μηδενικά και αρνητικά επιτόκια τραπεζών φωτίζουν το μέγεθος της υπερσυσσώρευσης κεφαλαίου που δεν μπορεί να επανεπενδυθεί με ικανοποιητικό ποσοστό κέρδους.

Οι ουρές των ανέργων στις ΗΠΑ και στην ΕΕ, ο αριθμός των θανάτων λόγω ελλείψεων του συστήματος υγείας, η επίθεση στους μισθούς και στα δικαιώματα φωτίζουν τον ορατό εχθρό των εργαζόμενων, το καπιταλιστικό σύστημα.

Η Απόφαση της ΚΕ που περιλαμβάνεται σε αυτό το τεύχος της ΚΟΜΕΠ αναλύει όλες τις βασικές εξελίξεις της περιόδου και σε αυτήν τη βάση παρουσιάζει την προσαρμογή και τις στοχεύσεις της παρέμβασης του Κόμματος. Ακριβώς γι’ αυτόν το λόγο, αυτό το σημείωμα δε θα εστιάσει στη διεξοδική παρουσίαση αυτών των εξελίξεων, αλλά σε κάποια βασικά ιδεολογικά-πολιτικά ζητήματα που απορρέουν από την πρωτόγνωρη κατάσταση στην οποία βρέθηκε ο λαός το τελευταίο διάστημα, αναδεικνύοντας παράλληλα σε κάποιο βαθμό και μερικές πλευρές της επικαιρότητας.

Παρά τις διαφορές στον τρόπο χειρισμού της κατάστασης, κοινή πολιτική συνισταμένη όλων των αστικών κρατών την περίοδο της κρίσης και της πανδημίας ήταν και είναι η προσπάθεια να μη διαμορφωθούν συνθήκες αποσταθεροποίησης της αστικής εξουσίας.

Βασική επιδίωξη, άλλωστε, του αστικού κράτους είναι η περιφρούρηση με όλα τα μέσα (ιδεολογικά, πολιτικά, οικονομικά κλπ.) του συστήματος της καπιταλιστικής εκμετάλλευσης.

Προϋπόθεση αυτής της στόχευσης είναι η απόκρυψη του θεμελιώδους –για την κατανόηση της ουσίας των εξελίξεων και την υιοθέτηση αντίστοιχης στάσης από τους εργαζόμενους– γεγονότος ότι η κοινωνία μέσα στην οποία εργαζόμαστε και ζούμε, η καπιταλιστική, είναι μια κοινωνία που αποτελείται από κοινωνικές τάξεις με αντικρουόμενα μεταξύ τους συμφέροντα. Και ακριβώς επειδή σε έκτακτες συνθήκες υπάρχει πάντα ο κίνδυνος μεγαλύτερα τμήματα εκμεταλλευόμενων ανθρώπων να συνειδητοποιήσουν το παραπάνω γεγονός, αυτές οι περίοδοι είναι ακριβώς εκείνες στις οποίες το κράτος αναπτύσσει ακόμα βαθύτερη ­–σε σχέση με τη συνήθη– ιδεολογική-πολιτική παρέμβαση.

Έτσι, κατά την περίοδο της έξαρσης της πανδημίας φούντωνε ολοένα και περισσότερο η επίκληση στην «εθνική ομοψυχία», που σε πολιτικό επίπεδο εκφράστηκε ως ανάγκη «υπεύθυνης» αντιπολίτευσης κι ευρύτερων συναινέσεων των πολιτικών κομμάτων στα «αυτονόητα». Από τη μία, ο πρωθυπουργός διαμήνυε ότι «ο κορονοϊός δεν ξεχωρίζει σύνορα ή έθνη, εισοδήματα ή κοινωνικές ομάδες. Απέναντί του, είμαστε όλοι ίσοι» ή «με πειθαρχία στεκόμαστε δίπλα στην πολιτεία (...) χτίζουμε μια νέα εμπιστοσύνη στο κράτος, που στα δύσκολα δείχνει ότι στέκεται στο ύψος των περιστάσεων». Από την άλλη, ο Α. Τσίπρας δήλωνε: «Αυτό που προέχει τούτη την ώρα είναι να δώσουμε όλοι μαζί τη μάχη, ενωμένοι σε ένα μέτωπο ζωής (...) τώρα είναι η ώρα της ευθύνης και όχι της αντιπαράθεσης», ενώ η Φ. Γεννηματά σημείωνε ότι «ενωμένοι οι Έλληνες και οι Ελληνίδες ξεπερνάμε τις δυσκολίες. Η ενότητα και η ομοψυχία δεν είναι δρόμος, είναι μονόδρομος. Η διχόνοια δεν έχει θέση πια». Όλοι μαζί υφαίνουν προς όφελος της αστικής τάξης τον ιστό της «εθνικής ομοψυχίας», στον οποίο ελπίζουν να πιαστεί ο λαός.

Παράλληλα, μέσα στην πανδημία αυξήθηκαν οι αναφορές στην αποτελεσματικότητα του κράτους προς όφελος του δημόσιου συμφέροντος, αλλά και οι πανηγυρισμοί ότι επιτέλους διαμορφώνεται στην Ελλάδα ένα «νέο πολιτικό προσωπικό» που διακρίνεται από τεχνοκρατική επάρκεια κι επαγγελματισμό, κόντρα σε «λαϊκισμούς» και «πολιτικαντισμούς» του παρελθόντος. Γενικότερα προωθείται η εμπέδωση μιας «αποπολιτικοποίησης» του κρατικού μηχανισμού, δηλαδή της αντίληψης ότι το κράτος δεν έχει ταξικό πρόσημο, αλλά κρίνεται από το κατά πόσο λειτουργεί «αποτελεσματικά» κλπ. Σε αυτό το ιδεολογικό έδαφος, επιχειρείται να αξιοποιηθεί η ανάγκη αντιμετώπισης της πανδημίας για την ενίσχυση της εκτελεστικής εξουσίας και τον περιορισμό πολιτικών και συνδικαλιστικών ελευθεριών σε «έκτακτες» συνθήκες, για τη διευκόλυνση της πρόσβασης του αστικού κράτους και μιας σειράς εταιριών σε προσωπικά δεδομένα και την ιχνηλάτηση επαφών μέσω εφαρμογών κλπ.

Επιπλέον, εντείνεται η προσπάθεια ενστερνισμού της λογικής της «ατομικής υπευθυνότητας» του πολίτη προς το κράτος. Η «νέα εμπιστοσύνη» συνοδεύεται από την επιδίωξη δημιουργίας της «νέας κοινωνικής ταυτότητας» του πειθαρχικού και υπάκουου πολίτη, που θα ακολουθεί χωρίς αμφισβήτηση τις εκάστοτε κυβερνητικές οδηγίες και πολιτικές. Σήμερα για την πανδημία και την κρίση, αύριο για τον ιμπεριαλιστικό πόλεμο.

Αλήθεια όμως, πόσο αταξικές είναι οι συνέπειες της καπιταλιστικής κρίσης και του κορονοϊού από τη μία και η αντίδραση του αστικού κράτους από την άλλη;

Πλήττονται άραγε εξίσου ένας άνεργος κι ένας βιομήχανος από την υποβάθμιση του δημόσιου συστήματος υγείας; Σήμαινε άραγε το ίδιο ο λεγόμενος «εγκλεισμός» για έναν εργαζόμενο που αναγκάστηκε να ζει και να δουλεύει όλη μέρα μαζί με ολόκληρη την οικογένειά του μέσα σε λίγα τετραγωνικά, και ήταν το ίδιο για κάποιον που έχει την άνεση να ζει σε μια πολυτελή μονοκατοικία σ’ ένα πράσινο προάστιο; Είναι άραγε ίδιο το πλήγμα για έναν εργαζόμενο που θα απολυθεί, θα παίρνει το μισό μισθό ή θα δουλέψει, π.χ., για 2-3 μήνες αντί για ολόκληρη σεζόν, με τον τραπεζίτη, το μεγαλέμπορο, το βιομήχανο, ακόμα κι αν μειώθηκαν τα κέρδη των τελευταίων αυτήν την περίοδο (πόσο μάλλον για τους καπιταλιστές σε συγκεκριμένους κλάδους που εκτίναξαν τα κέρδη τους); Ή ποιος ωφελείται και ποιος ζημιώνεται από τους περιορισμούς στη συνδικαλιστική δράση που επήλθαν αυτήν την περίοδο;

Όλο το πλέγμα της πολύμορφης κρατικής παρέμβασης στόχευε, από τη μία, στην επανεκκίνηση της οικονομίας, στην υποβοήθηση της ασθμαίνουσας στους περισσότερους κλάδους καπιταλιστικής κερδοφορίας και, από την άλλη, στην προσπάθεια μιας στοιχειώδους διατήρησης της «κοινωνικής συνοχής» με μέτρα προσωρινής και περιορισμένης επιδοματικής πολιτικής προς τα λαϊκά στρώματα. Πέρα από την πολύμορφη οικονομική στήριξη προς τους καπιταλιστές, την οποία θα κληθεί να πληρώσει ο λαός, η κυβέρνηση πέρασε αυτήν την περίοδο μια σειρά μέτρα (π.χ. εξ αποστάσεως εργασία, δυνατότητα αναστολής εργασίας με κρατική στήριξη, δυνατότητα εκ περιτροπής απασχόλησης και μειωμένου μισθού με μειωμένο ωράριο), που «λύνουν τα χέρια» στους καπιταλιστές έτσι ώστε να αντιμετωπίσουν την πίεση των κερδών τους. Στην ουσία, η κυβέρνηση νομοθέτησε βασιζόμενη στις επιταγές του ΣΕΒ, ο οποίος σε σχετική έκθεσή του τον Απρίλη σημείωνε: «Η ευελιξία και η καινοτομία είναι κρίσιμες τόσο για την αντιμετώπιση κρίσεων όσο και για τη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας.»

Ταυτόχρονα, μέσα σε συνθήκες lockdown, η κυβέρνηση έφερε και δύο εμβληματικά για το επόμενο διάστημα νομοσχέδια, το πρώτο από τα οποία έχει ήδη ψηφιστεί. Το –κατ’ ευφημισμόν και μόνο– «περιβαλλοντικό» νομοσχέδιο αίρει ακόμα και τις ελάχιστες ρήτρες προστασίας και υποτυπώδεις ελέγχους που είχαν απομείνει με στόχο την ενίσχυση των καπιταλιστικών επενδύσεων, ενώ το νομοσχέδιο για την Παιδεία εμβαθύνει περαιτέρω την προσαρμογή της εκπαίδευσης στις ανάγκες του κεφαλαίου με την ενίσχυση των «δεξιοτήτων» σε βάρος των μορφωτικών δικαιωμάτων των μαθητών, την περαιτέρω προώθηση της αξιολόγησης ως μέτρου του βαθμού προσαρμογής όλων των πλευρών λειτουργίας του σχολείου στις ανάγκες της αγοράς, αλλά και την κατάπτυστη Υπουργική Απόφαση για τις κάμερες στις σχολικές αίθουσες.

Εκτός των παραπάνω, τα κυβερνητικά στελέχη δεν κουράζονται να δηλώνουν ότι μέχρι τα τέλη Ιούλη σχεδιάζονται 26 νομοσχέδια που θα περιλαμβάνουν αντιδραστικές προσαρμογές στον κρατικό μηχανισμό και τη Δικαιοσύνη, αλλά και ένταση της καταστολής, με χαρακτηριστική την προετοιμασία του εδάφους και για το νομοθετικό περιορισμό των διαδηλώσεων.

Ιδιαίτερη σημασία έχει και το γεγονός ότι πολλά από τα μέτρα που πάρθηκαν την περίοδο των περιοριστικών μέτρων λόγω πανδημίας θα επιδιωχτεί να μείνουν και το επόμενο διάστημα. Όπως δήλωσε, π.χ., ο υπουργός Eργασίας: «Θα σας πω κάτι και κρατήστε τη μέρα που σας το λέω: Η πανδημία έφερε την τηλεργασία και την τηλεκπαίδευση. Αυτά θα μείνουν για πάντα, θα καλλιεργηθούν και θα ενισχυθούν. Είναι πολύ θετικές εξελίξεις.»

Ιδιαίτερα όσον αφορά την τηλεργασία, αξίζει να σημειώσουμε ότι, ακριβώς επειδή γίνεται στο πλαίσιο καπιταλιστικών εταιριών, συνεπάγεται προοπτικά –ακόμα κι αν σε ορισμένους φαίνεται βολική για ένα μικρό διάστημα– μεγάλες επιβαρύνσεις για τους εργαζομένους. Καταρχάς, γίνεται πολύ θολή η διάκριση ανάμεσα στον εργάσιμο και το μη εργάσιμο χρόνο, αυξάνοντας αντικειμενικά τα περιθώρια πίεσης της εργοδοσίας για (απλήρωτη πολλές φορές) υπερεργασία. Ακόμα πιο θολή γίνεται όμως και η διάκριση χώρου εργασίας και προσωπικού χώρου, κάτι που έχει σημαντικές συνέπειες, αν υπολογίσουμε ότι στα περισσότερα σπίτια εργαζόμενων δεν υπάρχουν καν περιθώρια για ξεχωριστό δωμάτιο γραφείου. Για να μην αναφερθούμε στα κόστη τα οποία με αυτόν τον τρόπο η εργοδοσία μετακυλίει στους ίδιους τους εργαζόμενους –αναγκάζοντάς τους να δουλεύουν πολλές φορές με το δικό τους υπολογιστή, ο οποίος πρέπει να έχει συγκεκριμένες προδιαγραφές και ο οποίος, όπως είναι λογικό, θα φθείρεται ταχύτατα– στα εξαιρετικά σημαντικά κόστη που προκύπτουν, όπως το ρεύμα, η θέρμανση, το air condition για ένα οχτάωρο κλπ. Και, τέλος, εννοείται ότι με αυτόν τον τρόπο ο καπιταλιστής βάζει πολύ σημαντικά εμπόδια στην προσωπική επαφή ανάμεσα στους εργαζόμενους και κατ’ επέκταση στις διεκδικήσεις τους.

Αξίζει να αναφερθεί, μάλιστα, ότι σε καταγγελία σε τηλεοπτικό σταθμό παρουσιάστηκε μέχρι και προτεινόμενη σύμβαση εργασίας –σε μεγάλη εταιρία με εκατοντάδες εργαζόμενους– που προβλέπει ακόμα και τη δυνατότητα της εργοδοσίας να κάνει ξαφνικούς ελέγχους στο σπίτι των εργαζόμενων ή να παρακολουθεί μέσω κάμερας την εργασία τους στο σπίτι!

Το συνολικό νομοθετικό πλαίσιο που φτιάχνει η κυβέρνηση παίρνει υπόψη και ότι η ελληνική όπως και η διεθνής καπιταλιστική οικονομία εισέρχονται σε μια οικονομική κρίση πρωτόγνωρου –τουλάχιστον για τις τελευταίες δεκαετίες– βάθους και βαθμού συγχρονισμού. Το ΔΝΤ προβλέπει για πρώτη φορά στην ιστορία του μείωση σε ετήσια βάση του παγκόσμιου ΑΕΠ κατά 3%, ενώ ακόμα πιο δυσοίωνες από το μέσο όρο είναι οι προβλέψεις για την πορεία της ελληνικής οικονομίας το 2020, για την οποία τόσο το ΔΝΤ όσο και η Κομισιόν προβλέπουν –παρά τις μεγάλες διαφορές ανά κλάδο– μείωση του ΑΕΠ γύρω στο 10%!

Είναι φανερό ότι το βάθος της επερχόμενης κρίσης δημιουργεί σημαντικές προκλήσεις στα αστικά κράτη τόσο σε οικονομικό όσο και σε ιδεολογικό-πολιτικό επίπεδο. Καταρχάς σε οικονομικό επίπεδο, παρά τις επιμέρους διαφορές, αλλά και την αστική συζήτηση που υπάρχει, κοινή συνισταμένη αποτελεί η εκπόνηση σχεδίων μεγάλου εύρους παρεμβάσεων υποβοήθησης της καπιταλιστικής κερδοφορίας, που επεκτείνεται από την άμεση οικονομική στήριξη των επιχειρηματικών ομίλων μέχρι και τις σκέψεις για κρατικοποιήσεις ζημιογόνων επιχειρήσεων. Αυτήν την αγωνία των αστικών κρατών την εξέφρασε με τον πιο κυνικό, ενδεχομένως, τρόπο ο Γάλλος υπουργός Οικονομικών Μπ. Λεμέρ που δήλωσε: «Δε θα διστάσω να χρησιμοποιήσω όλα τα διαθέσιμα μέσα για να προστατεύσω μεγάλες γαλλικές εταιρίες. Αυτό μπορεί να γίνει με ανακεφαλαιοποίηση, μπορεί να γίνει με την απόκτηση ποσοστού, μπορώ ακόμα και να χρησιμοποιήσω τον όρο εθνικοποίηση, εάν χρειαστεί.»

Με άλλα λόγια, ακριβώς όπως όλες οι αστικές κυβερνήσεις (ανεξαρτήτως ιδεολογικής αφετηρίας) μείωναν την κρατική παρέμβαση στην οικονομία όταν αυτό επέτασσαν τα συμφέροντα του κεφαλαίου, έτσι και τώρα από κοινού αυξάνουν αυτήν την παρέμβαση με γνώμονα πάντα την υποβοήθηση της καπιταλιστικής κερδοφορίας. Το γεγονός αυτό αναδεικνύεται και από άρθρα που κατακλύζουν το τελευταίο διάστημα εφημερίδες σαν την Καθημερινή, στην οποία διατυπώνονται απόψεις όπως ότι, «όταν η ανάγκη καλεί, όλοι στο τέλος γίνονται κεϊνσιανοί» ή ότι «ο Μητσοτάκης ... πορεύεται χωρίς ιδεολογικά ταμπού. Χωρίς “δεξιόμετρο” ... Αν πετύχει, θα είναι ο πιο επιτυχημένος σοσιαλδημοκράτης πρωθυπουργός της Ελλάδας».

Στην Απόφαση της ΚΕ σκιαγραφούνται αναλυτικά τόσο η επίδραση της κρίσης στους ενδοϊμπεριαλιστικούς ανταγωνισμούς, με βασικό στοιχείο την τάση ενίσχυσης της Κίνας έναντι των βασικών ανταγωνιστών της και ιδιαίτερα των ΗΠΑ, όσο και οι ανταγωνισμοί στο εσωτερικό της ΕΕ για τη διαχείριση της κρίσης με αντίπαλους πρωταγωνιστές τη Γερμανία και την Ιταλία. Το νέο στοιχείο, που προέκυψε χρονικά μετά τη σχετική συνεδρίαση της ΚΕ, είναι το σχέδιο για τη δημιουργία ενός Ταμείου Ανάκαμψης ύψους 500 δισ. ευρώ, το οποίο βασίστηκε σε σχετική κοινή πρόταση Γερμανίας-Γαλλίας, που θα δίνει επιχορηγήσεις και δάνεια σε κράτη-μέλη της ΕΕ υπό τη δέσμευση της λήψης νέων αντιλαϊκών μέτρων. Σε κάθε περίπτωση, τα σπασμένα της κρίσης για μία ακόμη φορά φορτώνονται στις πλάτες των λαών, είτε μέσα από την αποπληρωμή των ακόμα πιο διογκωμένων κρατικών χρεών είτε μέσα από την παραπέρα προώθηση των καπιταλιστικών αναδιαρθρώσεων και «μεταρρυθμίσεων» που θα συνοδεύουν τις επιχορηγήσεις, οι οποίες έτσι κι αλλιώς αναμένεται να ενσωματωθούν στον υπό διαμόρφωση πολυετή προϋπολογισμό της ΕΕ της περιόδου 2021-2027.

Τα αστικά κράτη προσπαθούν να αθωώσουν τον καπιταλισμό για την κρίση και τις συνέπειές της και να φορτώσουν την περαιτέρω επιδείνωση της ζωής του λαού στον κορονοϊό. Αναδεικνύοντας τη σημαντική επίδραση της πανδημίας στην οικονομία, επιχειρούν να αποκρύψουν ότι πριν ακόμα από την πανδημία ήταν παραπάνω από εμφανή τα σημάδια υπερσυσσώρευσης του κεφαλαίου κι επιβράδυνσης σε όλες σχεδόν τις χώρες-κόμβους της διεθνούς οικονομίας (π.χ. «επενδυτικό κενό» σε μια σειρά κλάδους και χώρες, αρνητικά επιτόκια, «κόκκινα» δάνεια κλπ.). Ταυτόχρονα, αποκρύπτουν ότι φαινόμενα όπως το κλείσιμο παραγωγικών μονάδων, η ανεργία και η εργασιακή ανασφάλεια δεν απορρέουν από τον κορονοϊό, αλλά από τον καπιταλιστικό τρόπο οργάνωσης της οικονομίας. Όπως σημείωσε πρόσφατα και ο υπουργός Εσωτερικών Τ. Θεοδωρικάκος: «Καπιταλισμό έχουμε στην Ελλάδα, και οι επαγγελματίες και οι επιχειρηματίες καθορίζουν με ποιον τρόπο θα κινηθούν.»

Και στην περίοδο της πανδημίας, αναδεικνύεται η ανωτερότητα του επιστημονικού κεντρικού σχεδιασμού των κοινωνικοποιημένων μέσων παραγωγής και της εργατικής δύναμης. Ιδιαίτερα στο σημερινό επίπεδο ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων, υπάρχουν όλες οι προϋποθέσεις ώστε η οργανωμένη αντίδραση της κοινωνίας να ελαχιστοποιεί τις απώλειες μπροστά σε ένα έκτακτο γεγονός, υπάρχουν όλες οι προϋποθέσεις ώστε ο παραγωγικός και κοινωνικός ιστός να αναπροσαρμόζεται έγκαιρα στις εκάστοτε νέες συνθήκες με κριτήριο την κοινωνική ευημερία. Για να γίνουν, όμως, πράξη αυτές οι δυνατότητες, απαιτείται το ξερίζωμα του καπιταλιστικού κέρδους ως κριτηρίου παραγωγής και η ιδιοποίηση από την κοινωνία των μέσων εκείνων με τα οποία παράγει όσα χρειάζεται.

Ένας από τους πιο σημαντικούς τομείς στους οποίους αποτυπώνονται οι δραματικές συνέπειες της κυριαρχίας του καπιταλιστικού κέρδους είναι η έρευνα για το εμβόλιο και το φάρμακο για τον ιό. Σε πρόσφατη συνέντευξή του στο Ριζοσπάστη, καθηγητής Εφαρμοσμένων Μαθηματικών στο Πανεπιστήμιο της Νάπολης, ο οποίος ερευνά την ανάπτυξη μαθηματικών μοντέλων με διάφορες εφαρμογές, μεταξύ των οποίων και η πρόβλεψη της πορείας των επιδημιών, δήλωσε:

«Πριν μερικά χρόνια υπήρχε αυτή η επιδημία του SARS, “ξαδέρφου” του νέου κορονοϊού. Το 2016, μια ομάδα επιστημόνων στην Αμερική είχε φτάσει πολύ κοντά στην ανακάλυψη του εμβολίου, αλλά κόλλησε στη χρηματοδότηση, επειδή η έκταση εκείνης της επιδημίας το 2003 πριν δεν ήταν τόσο μεγάλη.

Επομένως, και το οικονομικό όφελος για τις φαρμακοβιομηχανίες από την παραγωγή, την έρευνα και τη διάθεση του εμβολίου δεν ήταν μεγάλο, οπότε η χρηματοδότηση κόλλησε. Το εμβόλιο αυτό, όμως, θα ήταν μεγάλο πρόκριμα για να φτιάξουμε σήμερα ένα καλό εμβόλιο και πολύ γρήγορα γι’ αυτήν τη μεγάλη, θανατηφόρα πανδημία.»

Αυτή η δήλωση είναι σε πλήρη αντιστοιχία με τη δήλωση, ήδη από το 2018, καθηγητή του Τμήματος Δημόσιας Υγείας του Χάρβαρντ ο οποίος, αναφερόμενος στο γενικότερο ζήτημα ότι οι φαρμακευτικές εταιρίες δεν επενδύουν εύκολα σε ανάπτυξη εμβολίων χαμηλής ζήτησης, κατέληγε στο εξής συμπέρασμα: «Το συμφέρον της κερδοφορίας δε συμβαδίζει καλά με το κοινωνικό συμφέρον του περιορισμού του ρίσκου που αποτελούν τέτοιες αρρώστιες.»

Δηλώσεις σαν τις παραπάνω καθιστούν αυτόματα τον υποτιθέμενα «αόρατο» εχθρό εντελώς ορατό. Το κριτήριο του κέρδους αποτελεί το καρκίνωμα της σημερινής κοινωνίας, λόγω του οποίου η ανθρωπότητα δεν μπόρεσε ούτε να περιορίσει έγκαιρα, ούτε να ανταποκριθεί όπως έπρεπε στην εξάπλωση του ιού.

Απέναντι στις στοχεύσεις του αστικού κράτους αυτήν την περίοδο, το ΚΚΕ κοντραρίστηκε –προσαρμόζοντας τις μορφές της δράσης του– με τη λογική της «εθνικής ομοψυχίας» και του «αόρατου εχθρού». Το ΠΑΜΕ, με τη σειρά του, ξεδίπλωσε μια πολύπλευρη δράση σε εργασιακούς χώρους που περιλάμβανε τη μέρα δράσης για την υγεία (7 Απρίλη), τη μέρα δράσης για τους εργαζόμενους στα σούπερ μάρκετ (15 Απρίλη), τη μέρα δράσης σε χώρους δουλειάς (28 Απρίλη) και φυσικά την Πρωτομαγιάτικη συγκέντρωση σε συνθήκες ισχύος των περιορισμών κυκλοφορίας.

Τέλος, την περίοδο του κορονοϊού αναπτύχθηκαν και αρκετές εστίες αντίστασης εργαζόμενων στα σχέδια της εργοδοσίας και του κράτους. Τέτοιοι αγώνες έγιναν ενάντια στην απόλυση 280 εργαζόμενων στην πολύ κερδοφόρα, κατά τα άλλα, εταιρία «ΤΕΡΝΑ Λευκόλιθοι ΑΕ» στο Μαντούδι, ενάντια στο κλείσιμο του εργοστασίου στα Οινόφυτα που αποφάσισε η εργοδοσία της «Schneider Electric», ενώ οι εργαζόμενοι στη ΛΑΡΚΟ συνεχίζουν τον αγώνα τους ενάντια στα σχέδια συρρίκνωσης και παράδοσης της μεταλλευτικής εταιρίας στους ιδιώτες καπιταλιστές, με βάση τα οποία προβλέπονται διαθεσιμότητες και απολύσεις εργαζόμενων. Ταυτόχρονα είχαμε και τις πρώτες κινητοποιήσεις σε συνθήκες τηλεργασίας, με τους πληροφορικάριους της εταιρείας Beat να προχωράνε σε στάση εργασίας από την τηλεργασία αντιδρώντας σε 18 απολύσεις και τους εκπαιδευτικούς στην Ιόνιο Σχολή και στα Εκπαιδευτήρια Ζηρίδη να προχωράνε σε απεργία από την εξ αποστάσεως εκπαίδευση, αντιδρώντας στην εργοδοτική προσπάθεια αναστολής συμβάσεων (παρόλο που η εργασία συνεχιζόταν κανονικά) και σε καθυστερήσεις πληρωμών.

Όσον αφορά τα κείμενα του τεύχους, περιλαμβάνεται καταρχάς η Απόφαση της ΚΕ του ΚΚΕ που παρουσιάζει όλο το πλέγμα των εξελίξεων της περιόδου και τη δράση του Κόμματος.

Στην ενότητα «Ιστορία» περιλαμβάνεται κείμενο του ΠΓ της ΚΕ του ΚΚΕ με τίτλο «Συμπεράσματα για το πέρασμα από τον καπιταλισμό στο σοσιαλισμό». Με αφορμή την 75η επέτειο από τη λήξη του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου, παρουσιάζονται καταρχάς οι αλλαγές στον παγκόσμιο συσχετισμό της ταξικής πάλης από τον Α΄ στο Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, που σφραγίστηκαν από την επικράτηση της Οκτωβριανής Επανάστασης αλλά και τις ήττες των υπόλοιπων σοσιαλιστικών επαναστάσεων. Στη συνέχεια, αναδεικνύεται με ποιον τρόπο αντανακλάται η συνθετότητα του διεθνούς συσχετισμού δύναμης στην εξωτερική πολιτική της ΕΣΣΔ, στην πορεία της στρατηγικής του Διεθνούς Κομμουνιστικού Κινήματος, αλλά και στη σχέση ανάμεσα σε αυτούς τους δύο παράγοντες. Τέλος, συνοψίζονται κάποιες εκτιμήσεις και συμπεράσματα για το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο.

Στην ενότητα «Β. Ι. Λένιν - 150 χρόνια από τη γέννησή του» δημοσιεύεται η σχετική Ανακοίνωση του ΠΓ της ΚΕ του ΚΚΕ και το β΄ μέρος του άρθρου του Χ. Άλραϊπ με τίτλο: «Η θεωρία του Λένιν για την επανάσταση». Σε αυτό το τελευταίο, παρουσιάζεται ο τρόπος με τον οποίο οι Μαρξ και Ένγκελς έφτασαν στο συμπέρασμα της αναγκαιότητας τσακίσματος του αστικού κράτους στη βάση της εμπειρίας των επαναστάσεων του 1848 και της Παρισινής Κομμούνας. Στη συνέχεια, παρουσιάζονται τα αντίστοιχα συμπεράσματα του Λένιν –σε αντιπαράθεση με τον Κάουτσκι– τόσο για την ανάγκη σύγκρουσης του ένοπλου λαού με τους θεσμούς του αστικού κράτους όσο και για τα βασικά χαρακτηριστικά του επαναστατικού σοσιαλιστικού κράτους.

Στην ενότητα «Παιδεία» περιλαμβάνεται κείμενο του Τμήματος Παιδείας της ΚΕ του ΚΚΕ με τίτλο: «Για την ολόπλευρη στήριξη της παρέμβασής μας στα σχολεία». Το κείμενο θίγει ζητήματα που σχετίζονται με τη συνεχή προσπάθεια αντανάκλασης των στρατηγικών επεξεργασιών του Κόμματος στο περιεχόμενο της καθοδήγησης των κομματικών και ΚΝίτικων δυνάμεων. Παρουσιάζοντας τις βασικές εξελίξεις στο χώρο της πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, προχωρεί στη συνοπτική κριτική των εξελίξεων στα σχολεία από τη σκοπιά των σύγχρονων αναγκών και δυνατοτήτων και σε ορισμένα κρίσιμα συμπεράσματα από την περίοδο της καραντίνας. Στη βάση των παραπάνω, απαντάει διεξοδικά στο ερώτημα: «Τι σημαίνει δουλειά με το Πρόγραμμα του Κόμματος;».

Στην ενότητα «Πολιτισμός» δημοσιεύεται το κείμενο με τίτλο: «Από το μακαρθισμό στην “πολιτιστική διπλωματία”. Από την καταστολή στην εξαγορά κι ενσωμάτωση». Το κείμενο παρουσιάζει τις διάφορες μορφές που πήρε η αστική παρέμβαση στην τέχνη μετά το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, έχοντας πάντα ως γνώμονά της και την απόκρουση της αυξανόμενης εκείνη την περίοδο επέκτασης της κομμουνιστικής επιρροής. Μέσα από το άρθρο αναδεικνύεται πώς συνδυαζόταν το «μαστίγιο» του μακαρθισμού με το «καρότο» της λεγόμενης «πολιτιστικής διπλωματίας» και της «Επιτροπής για την Πολιτιστική Ελευθερία», καθώς και οι αποκαλύψεις που έγιναν το 1966 για την εμπλοκή της CIA στις επιστήμες και τις τέχνες. Ταυτόχρονα βέβαια αποτυπώνεται και η ηρωική στάση πολλών καλλιτεχνών, οι οποίοι με μεγάλο προσωπικό κόστος στάθηκαν «στο ύψος τους».

Τέλος, στο τεύχος αυτό παρουσιάζονται τα κομματικά ντοκουμέντα από 19.3.2020 μέχρι 8.5.2020.