Η αρθρογραφία του τεύχους αναδεικνύει το «κόκκινο νήμα» που διαπερνά το σύνολο των εξελίξεων, ότι αποτελούν διαφορετικές εκφάνσεις της αστικής πολιτικής που θυσιάζει τις κοινωνικές ανάγκες για να διασφαλίσει τη λειτουργία του καπιταλιστικού συστήματος που σαπίζει. Φωτίζει την ανάγκη να ανοίξει αγωνιστικά ο δρόμος στην πάλη για την ανατροπή της καπιταλιστικής βαρβαρότητας.
Στην περιοχή της Αν. Μεσογείου η κλιμάκωση της έντασης αναδεικνύεται από την τεράστια συσσώρευση στρατιωτικών μέσων στην περιοχή, η οποία μάλιστα έφτασε κάποιες φορές και κοντά σε θερμό επεισόδιο (επακούμβηση ελληνικής και τουρκικής φρεγάτας, επιθετική αντιμετώπιση γαλλικής φρεγάτας από τουρκικά πολεμικά πλοία κλπ.).
Σε κάθε περίπτωση, οι εξελίξεις στη περιοχή αναδεικνύουν τον τρόπο με τον οποίο διαπλέκονται τα συμφέροντα και οι επιδιώξεις των πλέον ισχυρών καπιταλιστικών κρατών και ενώσεων με αυτά των κρατών της περιοχής. Χαρακτηριστική του μεγέθους των συμφερόντων που κρίνονται στην περιοχή είναι η πρόσφατη ανταλλαγή δηλώσεων ανάμεσα στον Αμερικανό πρέσβη και τη ρωσική πρεσβεία στην Ελλάδα. Ο Τζ. Πάιατ δήλωσε ότι: «Η Ελλάδα αποτελεί πυλώνα σταθερότητας και σύμμαχο-κλειδί στο ΝΑΤΟ, ιδιαίτερα σε ό,τι αφορά την ανάσχεση της ρωσικής και της κινεζικής επιρροής, σε ένα συνεχώς πιο περίπλοκο στρατηγικό περιβάλλον», ενώ η ρωσική πρεσβεία απάντησε: «Είναι απορίας άξιο το σχόλιο του Αμερικανού πρέσβη στην Αθήνα (...) θα ήταν πολύ ενδιαφέρον να μάθουμε εάν συμφωνεί η ίδια η Ελλάδα με την ως άνω ψευδή “ανάλυση” του χαρακτήρα των ρωσο-ελληνικών σχέσεων.»
Βασικό χαρακτηριστικό και αυτής της φάσης κλιμάκωσης αποτελεί η όξυνση της τουρκικής επιθετικότητας και η συνεχής αμφισβήτηση των ελληνικών κυριαρχικών δικαιωμάτων σε όλα τα επίπεδα. Η τουρκική αστική τάξη εντάσσει αυτήν την αμφισβήτηση –μαζί με την παρέμβασή της στη Λιβύη, στη Συρία, ακόμα και στο Ιράκ– σε ένα μεγάλο παζάρι με ΗΠΑ - ΕΕ - ΝΑΤΟ αλλά και με τη Ρωσία, με βασική επιδίωξη την αναβάθμιση του ρόλου της στην ευρύτερη περιοχή.
Ταυτόχρονα, η ελληνική αστική τάξη προσπαθεί να οικοδομήσει τις αντίστοιχες συμμαχίες στην περιοχή, επενδύοντας στο ευρωατλαντικό στρατόπεδο και συνεχίζοντας προκλητικά –και κόντρα στις ίδιες τις εξελίξεις– να προβάλλει την παρέμβαση ΗΠΑ - ΕΕ - ΝΑΤΟ ως εγγύηση για την ειρήνη και για την προστασία των κυριαρχικών δικαιωμάτων της Ελλάδας.
Σε αυτό το πλαίσιο βαθαίνει και η στρατιωτική συνεργασία της Ελλάδας με τις ΗΠΑ, οι οποίες διαχρονικά κάνουν «πλάτες» στην τουρκική επιθετικότητα. Εκφάνσεις αυτής της εμβάθυνσης αποτελούν η συνεχής επέκταση του λεγόμενου «Στρατηγικού Διαλόγου ΗΠΑ-Ελλάδας», το πέρασμα των ναυπηγείων της Ελευσίνας στα χέρια της αμερικανικής ONEX, με διακηρυγμένο στόχο να μετατραπεί σε επισκευαστήριο του 6ου Στόλου, η συμφωνία ONEX και ισραηλινών ναυπηγείων για την κατασκευή κορβετών στη Σύρο, το πρόσφατο «τεστάρισμα» του λιμανιού της Αλεξανδρούπολης –με την πρόσδεση του γιγαντιαίων διαστάσεων αμερικανικού φορτηγού πλοίου «Endurance»– και των υπόλοιπων υποδομών της περιοχής, ως «κόμβου διεκπεραίωσης» των ΝΑΤΟϊκών προς τα Βαλκάνια, τη Μαύρη Θάλασσα, την Ανατολική Ευρώπη. Επίσης, πριν λίγες μέρες ανακοινώθηκε από την Ουάσιγκτον η απόφαση για άρση του εμπάργκο πώλησης αμερικανικών όπλων στην Κύπρο, με την Τουρκία να αντιδρά έντονα, απειλώντας ότι, αν δεν επανεξεταστεί, η Τουρκία «θα λάβει αποφασιστικά μέτρα», ως εγγυήτρια χώρα (στην Κύπρο).
Το δεύτερο «άλογο» στο οποίο ποντάρει στρατιωτικά η ελληνική αστική τάξη είναι η Γαλλία, με την οποία προετοιμάζει και την υπογραφή «στρατηγικής συμφωνίας».
Όσον αφορά την ΕΕ, το πρόσφατο έκτακτο συμβούλιο ΥΠΕΞ όσο και, λίγες μέρες πριν, το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο αρκέστηκαν σε γενικόλογες διατυπώσεις, αρνούμενοι να πάρουν οποιοδήποτε μέτρο ενάντια στις τουρκικές παραβιάσεις. Στο τελευταίο αποφασίστηκε μια ακόμα μετατόπιση της σχετικής συζήτησης στο μέλλον, αυτήν τη φορά στη Σύνοδο Κορυφής για την Ανατολική Μεσόγειο, που ορίστηκε για τις 24-25 Σεπτέμβρη. Ιδιαίτερα πρέπει να τονιστεί ο ρόλος επιδιαιτησίας που επιδιώκει να παίξει η Γερμανία –η οποία έχει αυτήν την περίοδο και την προεδρία της ΕΕ– στις διευθετήσεις στην περιοχή και στους όρους του διαλόγου ανάμεσα σε Ελλάδα και Τουρκία. Έτσι, πέρα από τη μυστική τριμερή συνάντηση Γερμανίας - Τουρκίας - Ελλάδας στο Βερολίνο, η οποία αποκαλύφτηκε από τον Τούρκο ΥΠΕΞ, Μ. Τσαβούσογλου, ο Γερμανός ΥΠΕΞ, Χ. Μάας, επισκέφτηκε πρόσφατα Αθήνα και Άγκυρα για την προετοιμασία του εδάφους γι’ αυτόν το διάλογο. Υπενθυμίζεται ότι όλο το τελευταίο διάστημα η Γερμανία ήταν από τα κράτη που σιγόνταρε την τουρκική επιθετικότητα.
Η –επικίνδυνη για την ειρήνη και τα κυριαρχικά δικαιώματα– αύξηση της εμπλοκής της Ελλάδας στους ευρωατλαντικούς σχεδιασμούς στην περιοχή αποτελεί διαχρονικά σταθερό άξονα της κυβερνητικής εξωτερικής πολιτικής στη χώρα μας. Όπως ανέφερε και ο Ν. Δένδιας, απευθυνόμενος στον Α. Τσίπρα: «Αδικείτε τη χώρα και τους εαυτούς σας, όσοι ισχυρίζεστε ότι δεν υπάρχει στρατηγική. Η χώρα έχει σαφή στρατηγική. Η Αμυντική Συμφωνία που υπογράψαμε πέρυσι το φθινόπωρο με τις ΗΠΑ είναι σταθμός αυτής της εθνικής στρατηγικής. Μιλάμε για ενεργητική συμμετοχή στο ευρωπαϊκό γίγνεσθαι, ενεργητική συμμετοχή στο ΝΑΤΟ (...) Αυτή δεν είναι η συμφωνημένη στρατηγική μας; Η υπεράσπιση του ευρωπαϊκού κεκτημένου δεν είναι η κοινή στρατηγική μας; (...) Η επαναφορά ευρέως στρατηγικού ορίζοντα στα Βαλκάνια, αλλά και προς τον Κόλπο (...) αυτή είναι η εθνική μας στρατηγική και είναι η στρατηγική την οποία ακολουθεί η χώρα όλα αυτά τα χρόνια.»
Η κλιμάκωση της έντασης στην Αν. Μεσόγειο οξύνει τις ήδη τεταμένες σχέσεις ανάμεσα στα κράτη-μέλη του ΝΑΤΟ. Χαρακτηριστικό είναι ότι ο γγ του ΝΑΤΟ, Γ. Στόλτενμπεργκ, ανακοίνωσε τη δημιουργία ενός μηχανισμού αντιμετώπισης και αποκλιμάκωσης των κρίσεων ανάμεσα σε κράτη-μέλη, μια πρωτοφανής εξέλιξη στην ιστορία της λυκοσυμμαχίας. Είχε προηγηθεί λίγες βδομάδες νωρίτερα (μετά από το περιστατικό μεταξύ Γαλλίας και Τουρκίας στη Μεσόγειο) η επαναφορά από το Γάλλο Πρόεδρο, Ε. Μακρόν, της δήλωσής του περί «εγκεφαλικά νεκρού» ΝΑΤΟ.
Σε αυτήν την περίοδο, όπου οι αντιθέσεις στο εσωτερικό του ΝΑΤΟ οξύνονται και οι ΗΠΑ αποχωρούν και επανεξετάζουν συνθήκες για τον «έλεγχο των εξοπλισμών», αναδιατάσσουν στρατιωτικές δυνάμεις στην Ευρώπη, στη Μέση Ανατολή και αλλού, ο Μακρόν είχε τηλεδιάσκεψη με τον Πούτιν, καλώντας την ΕΕ να επανεξετάσει τη στρατηγική της συνεργασία με τη Ρωσία, αξιοποιώντας την και ως μοχλό πίεσης στις διαπραγματεύσεις της με τις ΗΠΑ. Ο Μακρόν δήλωσε χαρακτηριστικά: «Η κρίση την οποία περνάμε και οι άλλες περιφερειακές κρίσεις δείχνουν τη σημασία του ευρωπαϊκού χώρου με την ευρεία έννοια αυτής της λέξης, από τη Λισαβόνα έως το Βλαδιβοστόκ.»
Και φυσικά αυτές οι αντιθέσεις δεν περιορίζονται στις σχέσεις ανάμεσα στα κράτη, αλλά διεισδύουν και στο εσωτερικό των καπιταλιστικών κρατών με πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτήν την περίοδο τις ΗΠΑ. Οι αντιθέσεις ανάμεσα σε ξεχωριστά τμήματα της αστικής τάξης των ΗΠΑ εκφράζονται σε πολιτικό επίπεδο –ενόψει και των εκλογών του φθινόπωρου– με την όξυνση της αντιπαράθεσης ανάμεσα σε μηχανισμούς του κράτους, ανάμεσα σε Ρεπουμπλικάνους και Δημοκρατικούς, ανάμεσα και σε τμήματα του κάθε κόμματος.
Άλλο μεγάλο μέτωπο της περιόδου είναι το πλέγμα των εξελίξεων που συνδέονται με την πανδημία του κορονοϊού. Οι εξελίξεις του καλοκαιριού επιβεβαίωσαν το γεγονός ότι οι συνέπειες του κορονοϊού δεν έχουν να κάνουν μόνο με την ίδια την πανδημία, αλλά και με τον τρόπο με τον οποίο διαχειρίζονται την κατάσταση τα καπιταλιστικά κράτη, τα οποία από την ίδια τους τη φύση υποτάσσουν τα πάντα στην υποβοήθηση της καπιταλιστικής κερδοφορίας.
Καταρχάς, μέσα στο καλοκαίρι γιγαντώθηκαν οι παλινωδίες και οι αντιφάσεις της κυβερνητικής υγειονομικής πολιτικής. Και τι δεν είδαμε και τι δεν ακούσαμε! Στις 31 Ιούλη η κυβέρνηση αύξησε την πληρότητα στα πλοία στο 80 και 85%, υποκύπτοντας, προφανώς, στις πιέσεις των εφοπλιστών, ενώ την προηγούμενη μέρα, στις 30 Ιούλη, ο υπουργός Τουρισμού Χ. Θεοχάρης δήλωνε ότι: «Η επιτροπή απέρριψε το αίτημα για αύξηση της πληρότητας των πλοίων. Έχουν φτάσει στα όριά τους οι ακτοπλοϊκές, όμως η Επιτροπή είναι αυστηρή.» Την ίδια στιγμή που ο Ν. Χαρδαλιάς δήλωνε –κόντρα σε κάθε λογική– «κατηγορηματικά» ότι δεν ευθύνεται ο τουρισμός για την αύξηση των κρουσμάτων, η κυβέρνηση αυστηροποιούσε τους ελέγχους στα σύνορα και στα αεροδρόμια της χώρας, αυξάνοντας τις χώρες από τις οποίες απαιτούνταν τεστ κορονοϊού μέχρι 72 ώρες πριν για την είσοδο στη χώρα κι έβαζε σε καραντίνα βασικούς νησιωτικούς τουριστικούς προορισμούς. Ενώ τον Ιούνη, με σχεδόν μηδενικά κρούσματα, η επαναλειτουργία των σχολείων έγινε με ανώτατο αριθμό τους 15 μαθητές ανά τάξη, τώρα, με πάνω από 200 κρούσματα τη μέρα μέσα στο δεύτερο κύκλο της πανδημίας, θα επιτρέπεται να λειτουργήσουν τάξεις με 20 και 25 μαθητές και μάλιστα χωρίς καμία προετοιμασία από την κυβέρνηση για τις κτηριακές σχολικές υποδομές.
Οι παραπάνω παλινωδίες αποτελούν μόνο λίγα παραδείγματα της αντιφατικότητας της κυβερνητικής πολιτικής. Στα παραπάνω πρέπει φυσικά να προστεθούν η παραδοχή από την κυβέρνηση ότι δεν ανακοινώνει σε ποια νησιά ακριβώς υπάρχει αύξηση κρουσμάτων, για να μη στοχοποιηθούν τουριστικά, η συνέχιση της δραματικής κατάστασης και του συνωστισμού στα Μέσα Μαζικής Μεταφοράς, η 100% πληρότητα στα αεροπλάνα, η μεταφορά του κόστους των διαγνωστικών τεστ στους εργαζόμενους κλπ. Μέχρι και από αντιδραστήρια για τεστ κορονοϊού ξέμεινε το Εθνικό Σύστημα Υγείας, με τον πρόεδρο του Εθνικού Κέντρου Αιμοδοσίας να δηλώνει ανερυθρίαστα ότι αυτό οφείλεται στην «αλόγιστη χρήση των εξετάσεων»!
Αυτό που πρέπει να κατανοηθεί είναι ότι αυτή η αντιφατικότητα απορρέει από το γεγονός ότι η κυβέρνηση υποτάσσει τα μέτρα που παίρνει στα εκάστοτε συμφέροντα του κεφαλαίου, αλλά και στην εξεύρεση δημοσιονομικών πόρων για την υποστήριξη της κερδοφορίας του. Με αυτά τα μέτρα και σταθμά η κυβέρνηση πετσοκόβει τα επιστημονικά δεδομένα (ακόμα και την ίδια την αριθμητική, την οποία διαστρεβλώνουν εξόφθαλμα με τις δηλώσεις τους μια σειρά κυβερνητικά στελέχη), την ίδια στιγμή που τα φορτώνει όλα στην ατομική ευθύνη, ιδιαίτερα των νέων.
Την ίδια περίοδο οξύνεται ο ανταγωνισμός ανάμεσα σε ΗΠΑ, Κίνα, ΕΕ και Ρωσία για την ανάπτυξη και εξασφάλιση του εμβολίου κατά του κορονοϊού. Πέρα από επιστημονικό και πολιτικό κύρος, το καπιταλιστικό κράτος (ή η διακρατική συμμαχία) που θα κερδίσει την κούρσα, θα αυξήσει την πιθανότητα να βγει πρώτο από την πανδημία, με τα τεράστια οικονομικά οφέλη που συνεπάγεται κάτι τέτοιο στο σκληρό διεθνή ανταγωνισμό. Οι σχετικές έρευνες γίνονται φυσικά με όρους καπιταλιστικού ανταγωνισμού –και όχι συνεργασίας– ανάμεσα στα διάφορα ερευνητικά κέντρα, γεγονός που συμβάλλει καθοριστικά τόσο στην καθυστέρηση της πορείας των ερευνών όσο και στους όρους της διάθεσης του εμβολίου, όταν περάσει επιτυχώς όλες τις προβλεπόμενες ερευνητικές φάσεις.
Οι προαναφερόμενες εξελίξεις καθορίζονται και αλληλοτροφοδοτούνται απ’ την εκδήλωση της νέας βαθιάς διεθνούς καπιταλιστικής κρίσης, την οποία το παρόν τεύχος καλύπτει με ειδικό αφιέρωμα.