Της Σύνταξης


ΚΟΜΕΠ

Ένα χρόνο μετά από την «εισαγωγή» της πανδημίας στην Ελλάδα, η διαχείρισή της από το αστικό κράτος φέρει ανεξίτηλα τα –τραγικά για την υγεία και την ευημερία του λαού– σημάδια της διαχείρισής της με τους όρους, τις ιεραρχήσεις και τις επιδιώξεις που επιβάλλει ο καπιταλισμός. Η κατάσταση επιδεινώνεται ακόμα περισσότερο για τα λαϊκά στρώματα από τις συνέπειες της καπιταλιστικής κρίσης και τη διαχείρισή της με βασικό κριτήριο την πολύμορφη υποβοήθηση της κερδοφορίας των επιχειρηματικών ομίλων.

Οι Θέσεις της ΚΕ για το 21ο Συνέδριο του ΚΚΕ που περιλαμβάνονταν στο προηγούμενο τεύχος της ΚΟΜΕΠ αποτυπώνουν τόσο την ουσία των εξελίξεων της περιόδου όσο και τα ζητήματα που σχετίζονται με την πολύμορφη παρέμβαση του Κόμματος στο έδαφος αυτών των εξελίξεων. Σε αυτό το σημείωμα, θα σταθούμε στις πρόσφατες εξελίξεις.

Η διαχείριση της νέας καπιταλιστικής οικονομικής κρίσης από την ΕΕ και τις αστικές κυβερνήσεις γίνεται σε βάρος του λαού και προς όφελος της υποβοήθησης της καπιταλιστικής κερδοφορίας. Αυτό αντανακλάται τόσο στο λεγόμενο Ταμείο Ανάκαμψης που αποφάσισε η ΕΕ όσο και στο «Εθνικό Σχέδιο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας» που ετοίμασε η ελληνική κυβέρνηση και θα καταθέσει ως απαραίτητη προϋπόθεση για την εκταμίευση των πόρων από το λεγόμενο Ταμείο Ανάκαμψης.

Οι πηγές, η κατεύθυνση και οι όροι της εκταμίευσης που προβλέπει το Ταμείο Ανάκαμψης της ΕΕ, που όλα τα αστικά κόμματα παρουσιάζουν ως «μάννα εξ ουρανού», αποδεικνύουν του λόγου το αληθές. Τα χρήματα θα προέρχονται από τους προϋπολογισμούς των κρατών-μελών και από δάνεια με «εγγύηση» της ΕΕ, έναντι μελλοντικών εισπράξεων που θα φορτωθούν στις πλάτες των λαών με τη μορφή «ίδιων πόρων», αυξημένων «εθνικών εισφορών» κλπ. μέχρι το 2058, οπότε και προβλέπεται να αποπληρωθούν τα σχετικά κεφάλαια στις χρηματαγορές. Αυτά τα χρήματα, ωστόσο, δε θα διατεθούν για νέες ΜΕΘ, νοσοκομεία, γιατρούς, σχολεία, καθηγητές, Μέσα Μαζικής Μεταφοράς, μισθούς-συντάξεις, αλλά για τη στήριξη του κεφαλαίου. Πιο συγκεκριμένα, προβλέπεται ότι πάνω από το 60% θα πάνε υποχρεωτικά για «πράσινες» και «ψηφιακές» επενδύσεις (προκαλώντας «γκρίνιες από άλλα τμήματα του κεφαλαίου»), τη στιγμή που τα χρηματοδοτούμενα επενδυτικά πλάνα θα βασίζονται σε ενισχύσεις από το Ταμείο Ανάκαμψης κατά 50%, στον τραπεζικό δανεισμό κατά 30%, ενώ η ίδια συμμετοχή των ιδιωτών επενδυτών θα περιορίζεται στο υπόλοιπο 20%. Επίσης, κάθε εκταμίευση θα συνοδεύεται από νέα, δρομολογημένα αντιλαϊκά προαπαιτούμενα, με χαρακτηριστικές τις αναφορές στη «μεταρρύθμιση της αγοράς εργασίας», στη «μεταρρύθμιση στα συστήματα επαγγελματικής εκπαίδευσης και μαθητείας», σε «ειδικές ενισχύσεις για την προσέλκυση εμβληματικών επενδύσεων», στη «θέσπιση κινήτρων» για συγχωνεύσεις κι εξαγορές και σε μέτρα για την ενίσχυση της «κοινωνικής συνοχής», όπως αποκαλείται στην αστική ορολογία η προσπάθεια διαχείρισης της ακραίας φτώχειας.

Το «Εθνικό Σχέδιο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας» που θα υποβληθεί στην Κομισιόν στις 15 Απρίλη εξειδικεύει τις παραπάνω κατευθύνσεις στα δεδομένα του ελληνικού καπιταλισμού. Ευθυγραμμίζεται με τις προτεραιότητες της ΕΕ και τις απαιτήσεις του εγχώριου κεφαλαίου, όπως δείχνουν τόσο οι 4 άξονές του («πράσινη ανάπτυξη» και «ψηφιακές δράσεις», «απασχόληση» και «δεξιότητες», «ιδιωτικές επενδύσεις και μετασχηματισμός της οικονομίας») όσο και η κατανομή των συνολικά 32 δισ. ευρώ που προβλέπονται για την ελληνική οικονομία (18,2 δισ. άμεσες επιδοτήσεις στους ομίλους, συν 12,7 δισ. χαμηλότοκα δάνεια).

Ενσωματώνοντας τις δεσμεύσεις της «ενισχυμένης εποπτείας» (που φέρουν τη σφραγίδα και της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ), τις συστάσεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής στο πλαίσιο των Ευρωπαϊκών Εξαμήνων και βέβαια τα προβλεπόμενα στην «έκθεση Πισσαρίδη», προβλέπει οριζόντιες ενισχύσεις προς τους επιχειρηματικούς ομίλους κι επιμέρους ενισχύσεις σε κλάδους και τομείς της οικονομίας και της παραγωγής που μέσα στον ευρωπαϊκό και διεθνή ανταγωνισμό χαρακτηρίζονται για την εξωστρέφεια και τα «συγκριτικά πλεονεκτήματά» τους. Προβλέπει επίσης φορολογικά και άλλα μέτρα ενίσχυσης των επιχειρηματικών ομίλων, όπως, για παράδειγμα, επέκταση του καθεστώτος των υπεραποσβέσεων στο 200% για ψηφιακές και «πράσινες» επενδύσεις, σε συνέχεια των υπεραποσβέσεων που προβλέπονται στον ισχύοντα λεγόμενο «αναπτυξιακό» νόμο της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ. Σύμφωνα με τις σχετικές πληροφορίες, θα περιλαμβάνονται 150-170 έργα κι επενδύσεις, ενώ για την ώρα γίνεται ο έλεγχος του κόστους και των χρονοδιαγραμμάτων για την ολοκλήρωσή τους. Επίσης, προβλέπεται η προώθηση των Συμπράξεων Δημόσιου-Ιδιωτικού Τομέα (ΣΔΙΤ) σε νέα, μεγάλα έργα υποδομών (αρδευτικά έργα, εκσυγχρονισμός του σιδηροδρομικού δικτύου κλπ.).

Όσον αφορά τη δημιουργία των διαφημιζόμενων από την κυβέρνηση 200.000 νέων θέσεων εργασίας, αυτές αποτελούν ένα μικρό μόνο μέρος της αυξανόμενης ανεργίας, ενώ οι όροι και οι σχέσεις της εργασίας τους θα καθορίζονται από το πολυπλόκαμο νομοθετικό οπλοστάσιο που διαχρονικά έχει χτιστεί προς όφελος της διασφάλισης φθηνής εργατικής δύναμης για το κεφάλαιο. Και φυσικά, ο λαός στο σύνολό του θα πληρώσει το λογαριασμό τόσο με τις περίπου 60 «μεταρρυθμιστικές πρωτοβουλίες - προγράμματα» όσο και με νέες νομοθετικές πρωτοβουλίες όπως το γνωστό νομοσχέδιο –το οποίο βρίσκεται στην τελική ευθεία των προετοιμασιών για κατάθεσή του στη Βουλή– για τα Εργασιακά και το συνδικαλιστικό νόμο, που έχει στο επίκεντρό του την περαιτέρω ναρκοθέτηση του 8ώρου μέσω της διεύρυνσης της διευθέτησης του χρόνου εργασίας και τα πρόσθετα εμπόδια στη ζωντανή δράση των συνδικάτων. Σε αυτό το πλαίσιο γίνεται κατανοητό το πραγματικό περιεχόμενο της δήλωσης του πρωθυπουργού, σύμφωνα με την οποία «το υπουργείο Εργασίας επωμίζεται ένα πολύ μεγάλο μερίδιο της εθνικής πρόκλησης της ανάκαμψης, παραμερίζοντας εμπόδια που κρατούσαν την Ελλάδα πίσω για πολλές δεκαετίες».

Προσπαθώντας να περάσει αυτήν την πολιτική, η κυβέρνηση οξύνει την κρατική τρομοκρατία, όπως έδειξαν τα πρόσφατα κρούσματα αστυνομικής βίας, αξιοποιώντας μεταξύ άλλων και το νομοθετικό πλαίσιο και τις αύρες της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ. Όπως όλες οι αστικές κυβερνήσεις, προσαρμόζει την αναλογία στο μίγμα καταστολής κι ενσωμάτωσης στην εκάστοτε συγκυρία, έτσι ώστε να εξυπηρετείται η επιδίωξη ν’ αποδεχτεί ο λαός την αντιλαϊκή πολιτική. Ο συνδυασμός «μαστιγίου» και «καρότου» φαίνεται και πίσω από τη νέα «Λευκή Βίβλο για την ασφάλεια», που παρουσίασε ο υπουργός Προστασίας του Πολίτη και προδιαγράφει την κατεύθυνση και το «περιτύλιγμα» της καταστολής τον 21ο αιώνα.

Στο κρίσιμο ζήτημα της αντιμετώπισης της πανδημίας, μπροστά στη σταθεροποίηση πολύ υψηλού αριθμού ημερήσιων κρουσμάτων, η κυβέρνηση συνεχίζει να πιπιλίζει την επωδό της ατομικής ευθύνης με την ίδια επιμονή με την οποία αρνείται να πάρει ουσιαστικά μέτρα για την πανδημία. Η υπερπροβολή της ατομικής ευθύνης αποτελεί την άλλη όψη του «νομίσματος» της κυβερνητικής άρνησης, ακόμη και τώρα, της επίταξης του ιδιωτικού τομέα υγείας, της συνέχισης της κακής κατάστασης στα δημόσια νοσοκομεία και στα Μέσα Μαζικής Μεταφοράς, της πλήρους απουσίας μέτρων για την προστασία από τον ιό στους χώρους εργασίας και για την ασφαλή επαναλειτουργία σχολείων και πανεπιστημίων. Η υπόταξη της διαχείρισης της πανδημίας στα κριτήρια της κερδοφορίας των επιχειρηματικών ομίλων αποτελεί καθοριστικό παράγοντα τόσο για την κατάσταση που έχει δημιουργηθεί όσο και για τη σημαντική κόπωση που έχει υπάρξει στο λαό. Ταυτόχρονα, οι κυβερνητικές παλινωδίες στη διαχείριση της πανδημίας σε συνδυασμό με τις παλινωδίες που απορρέουν από τους πολυεπίπεδους εταιρικούς και διακρατικούς ανταγωνισμούς για τα εμβόλια αποτελούν το καλύτερο θερμοκήπιο για την ανάπτυξη σκοταδιστικών, αντιεπιστημονικών αντιλήψεων για την πανδημία και τα εμβόλια.

Όσον αφορά την εξωτερική πολιτική, ο Κ. Μητσοτάκης εκμεταλλεύτηκε τον ελλιμενισμό του αμερικανικού αεροπλανοφόρου «USS Dwight D. Eisenhower» στη ναυτική βάση της Σούδας για να διαλαλήσει τους «αξιακούς δεσμούς» της Ελλάδας με τις ΗΠΑ και την αποφασιστικότητα της κυβέρνησης για τη συστράτευση με τα σχέδια των ΗΠΑ και του ΝΑΤΟ στην ευρύτερη περιοχή. Αντίστοιχα, ο Αμερικανός πρέσβης Ρ. Πάιατ, που συνόδευε τον πρωθυπουργό, δήλωσε ότι «η στήριξη που προσφέρει η Ελλάδα είναι απαραίτητη για την παρουσία των ΗΠΑ στην Ανατολική Μεσόγειο». Αυτή η συστράτευση με τους αμερικανοΝΑΤΟϊκούς σχεδιασμούς αντανακλάται και στην τεράστια «απόβαση» αμερικανικοΝΑΤΟϊκών ένοπλων δυνάμεων –η πρώτη από τις επτά προγραμματισμένες(!)– που έγινε στη λεγόμενη «Σούδα του Βορρά», δηλαδή στο λιμάνι της Αλεξανδρούπολης, για την πραγματοποίηση της τεράστιας ΝΑΤΟϊκής άσκησης «Defender Europe 21» η οποία θα εκτείνεται από τη Βαλτική μέχρι και τη Μαύρη Θάλασσα, υλοποιώντας την ανάπτυξη και τοποθέτηση του στρατιωτικού δυναμικού με βάση το πιο πιθανό για το ΝΑΤΟ πολεμικό σενάριο, τη σύγκρουση με τη Ρωσική Ομοσπονδία. Η Αλεξανδρούπολη προτάθηκε και σε άρθρο της ελληνικής έκδοσης του Foreign Affairs και ως ιδανικό σημείο αποθήκευσης ΝΑΤΟϊκών πυρηνικών όπλων στην Ελλάδα, χωρίς ποτέ να έχει φύγει από το πεδίο των επιλογών και ο –έτσι κι αλλιώς «εκσυγχρονισμένος» για ένα τέτοιο ενδεχόμενο– Άραξος.

Είναι σαφές ότι προς όφελος της γεωστρατηγικής αναβάθμισης της ελληνικής αστικής τάξης όλες οι κυβερνήσεις εμπλέκουν όλο και περισσότερο την Ελλάδα στους επικίνδυνους ενδοϊμπεριαλιστικούς ανταγωνισμούς, με ό,τι αυτό σημαίνει τόσο για την ασφάλεια και την ειρήνη του λαού μας όσο και για τα κυριαρχικά δικαιώματά του. Ενδεικτικό των κινδύνων για τα τελευταία ήταν το ζήτημα που δημιουργήθηκε το Μάρτη με την ανακοίνωση από την Αιγυπτιακή Κρατική Εταιρία Πετρελαίου της έναρξης διεθνούς διαγωνισμού για εκχώρηση αδειών ερευνών για υδρογονάνθρακες σε θαλάσσια «οικόπεδα» ανατολικά του 28ου Μεσημβρινού (όπου σταμάτησε η οριοθέτηση ΑΟΖ Ελλάδας-Αιγύπτου), η οποία επί της ουσίας δέχεται τις συντεταγμένες που διεκδικεί στην περιοχή ως εξωτερικό όριο της ΑΟΖ της η Τουρκία, με βάση και τις αξιώσεις της περί μη ύπαρξης επήρειας των ελληνικών νησιών. Παρά το γεγονός ότι μετά από την τηλεφωνική επικοινωνία του Κ. Μητσοτάκη με τον ομόλογό του Σίσι και την επίσκεψη του Ν. Δένδια στο Κάιρο η ανακοίνωση πάρθηκε πίσω, είναι σαφείς τόσο οι κίνδυνοι για τα κυριαρχικά δικαιώματα όσο και τα κριτήρια και η ευελιξία των συμμαχιών ανάμεσα στα καπιταλιστικά κράτη, δεδομένου ότι η Αίγυπτος προβάλλεται τα τελευταία χρόνια ως μία από τις βασικές συμμάχους της Ελλάδας στην περιοχή.

Γίνεται όλο και πιο φανερή η σύμπλευση του ΣΥΡΙΖΑ με την κυβερνητική πολιτική, παρά τα κίβδηλα δίπολα που αμφότεροι προσπαθούν να λαξεύσουν, «πρόοδος-καθήλωση» ο ένας και «πρόοδος-συντήρηση» ο άλλος. Ο ΣΥΡΙΖΑ υπερψήφισε το νομοσχέδιο για το «Ταμείο Ανάκαμψης», υπερψήφισε την κύρωση της σύμβασης για το Ελληνικό, υπερψήφισε το κυβερνητικό νομοσχέδιο για τη «Βιώσιμη Αστική Κινητικότητα» που εξυπηρετεί τους επιχειρηματικούς ομίλους σε Τουρισμό, Logistics, Ενέργεια κλπ., υπερψήφισε το νομοσχέδιο του υπουργείου Δικαιοσύνης που αφορά τη λειτουργία της Ευρωεισαγγελίας (πρόκειται για ευρωενωσιακό κατασταλτικό μηχανισμό, τον οποίο ο ΣΥΡΙΖΑ ενσωμάτωσε στην ελληνική νομοθεσία το 2019 και «σφράγισε» με το σημερινό νόμο η ΝΔ). Αυτή η σύμπνοια στα θεμελιώδη αφήνει ελάχιστα περιθώρια για πολιτική αντιπαράθεση στα ουσιώδη, κάτι που αναδεικνύεται και από τη συνεχή αναβάθμιση είτε δευτερευόντων ζητημάτων είτε ζητημάτων ικανότητας, τιμιότητας κλπ. των διάφορων πολιτικών στελεχών, με πιο χαρακτηριστική ίσως την αναφορά του Αλ. Τσίπρα στην «κυβέρνηση αχρήστων».

Αλλά κι εκεί που ο ΣΥΡΙΖΑ εμφανίζεται να διαφωνεί με «αναπτυξιακά» νομοσχέδια της κυβέρνησης, η κριτική του δρούσε υποστηρικτικά ως προς την κεντρική λογική αυτών των νομοσχεδίων. Έτσι, ασκώντας κριτική στο νομοσχέδιο που ψηφίστηκε πριν δύο μήνες για τον «Εκσυγχρονισμό της Χωροταξικής και Πολεοδομικής Νομοθεσίας», με το οποίο η κυβέρνηση της ΝΔ παραχωρεί και εδώ «γην και ύδωρ» στους επιχειρηματικούς ομίλους, ο Αλ. Τσίπρας κατηγόρησε τον υπουργό Περιβάλλοντος και Ενέργειας ότι... χαρατσώνει τάχα τους «επενδυτές» στις ΑΠΕ! Αντίστοιχα, κατά την πρόσφατη τροποποίηση της εγκληματικής σύμβασης του Δημοσίου με την εταιρία «Ελληνικός Χρυσός» για την εξόρυξη του χρυσού στη Χαλκιδική, ο ΣΥΡΙΖΑ, ο οποίος εφάρμοσε ως κυβέρνηση κανονικότατα τη σύμβαση, καταψήφισε την τροποποίησή της επικαλούμενος την ανάγκη μιας καλύτερης διαπραγμάτευσης κλπ.

Και φυσικά η κορωνίδα του μορατόριουμ διαρκείας του ΣΥΡΙΖΑ και των υπόλοιπων αστικών κομμάτων με την κυβέρνηση δεν είναι άλλη από τη συστράτευση της χώρας με τους αμερικανοΝΑΤΟϊκούς σχεδιασμούς. Ο ΣΥΡΙΖΑ δεν ξεστόμισε κουβέντα ούτε για το αεροπλανοφόρο «Eisenhower», ούτε για την «απόβαση» στην Αλεξανδρούπολη. Και πώς θα μπορούσε άλλωστε; Ο ΣΥΡΙΖΑ εγκαινίασε το «Στρατηγικό Διάλογο Ελλάδας-ΗΠΑ», προετοίμασε την κατάπτυστη Στρατηγική Συμφωνία Ελλάδας-ΗΠΑ, για την επέκταση των αμερικανικών βάσεων στη χώρα που ψήφισε η κυβέρνηση της ΝΔ, υπέγραψε τη ΝΑΤΟϊκή Συμφωνία των Πρεσπών που τώρα εφαρμόζει η κυβέρνηση της ΝΔ κλπ. Αλλά και επί των ημερών αυτής της κυβέρνησης, ο ΣΥΡΙΖΑ υπερψήφισε την αγορά των 18 «Rafale», υπερψήφισε τις κυβερνητικές συμφωνίες με Ιταλία κι Αίγυπτο για την οριοθέτηση ΑΟΖ, ενώ εντελώς υποκριτικά ψήφισε «παρών» για την κατάπτυστη Στρατηγική Συμφωνία Ελλάδας-ΗΠΑ –την οποία προετοίμασε ο ίδιος ως κυβέρνηση– με το επιχείρημα ότι δεν εξασφαλίστηκαν αρκετά ανταλλάγματα…

Με αυτήν τη σύμπλευση στη στήριξη των αμερικανοΝΑΤΟϊκών σχεδιασμών, ο ελληνικός αστικός πολιτικός κόσμος παίρνει ανοιχτά θέση στις οξυμένες αντιπαραθέσεις στο παγκόσμιο ιμπεριαλιστικό σύστημα και στον ανταγωνισμό για την πρωτοκαθεδρία σε αυτό. Όσον αφορά αυτόν ακριβώς τον ανταγωνισμό, το τελευταίο διάστημα είχαμε μια σειρά εξελίξεις.

Μετά από την επανεκλογή Μπάιντεν έγινε καθαρή μια προσπάθεια επαναπροσέγγισης των ΗΠΑ και της ΕΕ, με στόχο την αντιμετώπιση καταρχάς της Κίνας και δευτερευόντως, αν και με διαφοροποιήσεις, της Ρωσίας. Η κυβέρνηση Μπάιντεν έχει ξεκαθαρίσει άλλωστε σε όλους τους τόνους ότι η αντιμετώπιση της ραγδαίας ανόδου της Κίνας είναι για τις ΗΠΑ «η μεγαλύτερη γεωπολιτική δοκιμασία του 21ου αιώνα» και ότι δίνει ιδιαίτερο βάρος στην «αναβίωση των σχέσεών μας με συμμάχους κι εταίρους», με τον Αμερικανό υπουργό Εξωτερικών Αντ. Μπλίνκεν να σημειώνει χαρακτηριστικά ότι «οι σχέσεις αυτές είναι πολλαπλασιαστής δύναμης και μοναδικός “άσος” για τις ΗΠΑ». Ακόμα και κατά την παρουσίαση του κυβερνητικού σχεδίου για το μεγάλο πακέτο κρατικών επενδύσεων ύψους 2,3 τρισ. δολαρίων, ο Μπάιντεν υπογράμμισε ότι στόχος είναι «να φέρουμε τις ΗΠΑ σε θέση να ξεπεράσουν στον ανταγωνισμό την Κίνα». Κατά το «Make America Great Again» («Κάνουμε ξανά μεγάλη την Αμερική») του Ντ. Τραμπ, η κυβέρνηση Μπάιντεν λανσάρει το επίμαχο πακέτο και το φορολογικό σχέδιο με το σύνθημα «Made in America», με στόχο, όπως λέει, «αγαθά και υλικά που θα φτιάχνονται στην Αμερική και θ’ αποστέλλονται με πλοία αμερικανικής σημαίας, με αμερικανικό πλήρωμα», ενώ κι εκεί, όπως και στην Ελλάδα με το «Εθνικό Σχέδιο Ανάκαμψης», το πακέτο πλασάρεται με υποσχέσεις για «εκατομμύρια καλοπληρωμένες θέσεις εργασίας», φέροντας και τον ευφημιστικό τίτλο «Αμερικανικό Σχέδιο Θέσεων Εργασίας».

Ο προσανατολισμός αυτός αποτυπώθηκε με εμφατικό τρόπο την προηγούμενη βδομάδα, στη Σύνοδο των υπουργών Εξωτερικών του ΝΑΤΟ –που εδώ και περίπου ένα χρόνο έχει αναδείξει την Κίνα ως τη μεγαλύτερη πρόκληση– αλλά και στη συνέχεια, στις συνομιλίες που είχαν ο Αμερικανός ΥΠΕΞ με αξιωματούχους της ΕΕ στις Βρυξέλλες και ο Πρόεδρος των ΗΠΑ με τους Ευρωπαίους ηγέτες στη Σύνοδο Κορυφής της ΕΕ στα τέλη Μάρτη. Όσον αφορά τη στάση της νέας κυβέρνησης των ΗΠΑ προς τη Ρωσία, ενδεικτικές είναι οι δηλώσεις Μπάιντεν ότι ο Πούτιν «είναι φονιάς», τις οποίες ακολούθησε η ανάκληση από τη Ρωσία του πρέσβη της στις ΗΠΑ.

Αυτή η προσπάθεια «αναθέρμανσης της διατλαντικής συμμαχίας» σε καμία περίπτωση δεν αναιρεί ωστόσο τις αντιθέσεις ανάμεσα σε ΗΠΑ και ΕΕ σε μια σειρά πεδία. Αυτές οι αντιθέσεις περιλαμβάνουν μια σειρά ανταγωνισμούς σε Εμπόριο, Ενέργεια, νέες τεχνολογίες κλπ., τον οξυμένο ανταγωνισμό για τις αγορές στην ανερχόμενη περιοχή Ασίας-Ειρηνικού, ενώ διαφοροποιημένη στάση υιοθετούν απέναντι στη Ρωσία, με πιο χαρακτηριστικό ίσως παράδειγμα τις ανοιχτές απειλές του Αμερικανού ΥΠΕΞ για ενεργοποίηση κυρώσεων απέναντι σε ευρωπαϊκές και ιδιαίτερα γερμανικές εταιρίες που συμμετέχουν στην κατασκευή του αγωγού φυσικού αερίου της Ρωσίας «Nord Stream 2». Ταυτόχρονα, η ΕΕ, με προεξέχουσα τη Γερμανία, επιδιώκει ν’ αυξήσει την ισχύ της ως «γεωπολιτικός παίκτης» και να χαράξει μια πιο «ανεξάρτητη» εξωτερική πολιτική. Επίσης, την ίδια ώρα που η Κίνα ξεπέρασε τις ΗΠΑ ως κορυφαίος εμπορικός εταίρος της ΕΕ το 2020, η πρόεδρος της Κομισιόν, Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν, υπενθύμισε πως διατηρούνται οι δασμοί στις εξαγωγές της ΕΕ προς τις ΗΠΑ.

Παρ’ όλ’ αυτά, οι ΗΠΑ και η ΕΕ προχώρησαν σε μια σειρά κυρώσεις σε βάρος της Κίνας και της Ρωσίας (επικαλούμενες τις αναφορές του BBC για τη Σιντζιάνγκ, την υπόθεση Ναβάλνι κλπ.), με την Κίνα ν’ απαντά με αντίστοιχες κυρώσεις στην ΕΕ και να την κατηγορεί μέχρι και για παραβιάσεις της Συμφωνίας Ελεύθερου Εμπορίου που η ΕΕ και η Κίνα υπέγραψαν τον περασμένο Δεκέμβρη. Πολλά ευρωπαϊκά υπουργεία Εξωτερικών αποφάσισαν με τη σειρά τους να καλέσουν τους Κινέζους πρεσβευτές για εξηγήσεις. Η οξύτητα της αντιπαράθεσης φαίνεται και από τις αναφορές της κινεζικής αγγλόφωνης εφημερίδας Global Times, σύμφωνα με τις οποίες «σήμερα η Δύση περιμένει ακόμα ότι η Κίνα θα υπομείνει τις προκλήσεις των δυτικών ελίτ όπως 20 χρόνια πριν;», όπως και ότι «καθώς η Κίνα σταδιακά μετατοπίζεται στο κέντρο της διεθνούς αρένας, αντιμετωπίζει τον κόσμο και μ’ έναν πιο σίγουρο, ισότιμο και ανεκτικό τρόπο (...) Παρακμάζει η δύναμη των ΗΠΑ και άλλων δυτικών χωρών; Κάθε χώρα θα κρίνει από μόνη της...».

Οι ΗΠΑ με τη σειρά τους επιδιώκουν ν’ αυξήσουν τις θέσεις τους στην περιοχή του λεγόμενου Ινδο-Ειρηνικού, τόσο στον τομέα των επενδύσεων όσο και στο στρατιωτικό τομέα σε μια περιοχή που βρίσκεται γύρω από την Κίνα. Οι Αμερικανοί υπουργοί Εξωτερικών και Άμυνας προχώρησαν το Μάρτη σε πολυήμερες επαφές σε Ιαπωνία, Νότια Κορέα και Ινδία, ενώ πρόσφατα έλαβε χώρα και η πρώτη τηλεσύνοδος των ηγετών του σχήματος Quad (ΗΠΑ, Ιαπωνία, Ινδία, Αυστραλία). Αντίστοιχα, Γερμανία και Γαλλία ανακοίνωσαν ότι θα στείλουν πολεμικά πλοία στο πλαίσιο περιπολιών για την «ελευθερία της ναυσιπλοΐας», αλλά και ασκήσεων με συμμάχους στην περιοχή, όπως η Ιαπωνία και η Αυστραλία.

Εξάλλου, με σαφή στόχευση σε Κίνα και Ρωσία, ο Μπάιντεν προτίθεται να συγκαλέσει το επόμενο διάστημα σύνοδο «συμμαχίας των δημοκρατιών», ενώ η κυβέρνηση της Βρετανίας, που ασκεί από την 1η Γενάρη την προεδρία του G7, σκοπεύει να προσκαλέσει στη Σύνοδο Κορυφής του 2021 τους ηγέτες της Ινδίας, της Αυστραλίας και της Νότιας Κορέας, με την Ουάσιγκτον και το Λονδίνο να προωθούν τη μετατροπή του G7 σε D10, ένα νέο οικονομικό και γεωπολιτικό μπλοκ των «δέκα ισχυρότερων δημοκρατιών του κόσμου».

Στο φόντο αυτών των εξελίξεων, αυξάνονται οι επαφές ανάμεσα σε Κίνα και Ρωσία. Ο Ρώσος ΥΠΕΞ, Σ. Λαβρόφ, επισκέφτηκε το Πεκίνο και συζήτησε με τον ομόλογό του, Γουάνγκ Γι, τη συνολική ενίσχυση της διμερούς συνεργασίας ανάμεσα στις δύο χώρες. Στην ίδια συνάντηση στο Πεκίνο, ο Λαβρόφ δήλωσε πως η Μόσχα δεν έχει πια σχέσεις με την ΕΕ συνολικά ως οργανισμό, ενώ επανήλθε και η συζήτηση για την παράκαμψη του δολαρίου στις διεθνείς συναλλαγές.

Παράλληλα εντείνονται οι απειλές, η στρατιωτική κινητικότητα και η αντιπαράθεση του άξονα ΗΠΑ - ΝΑΤΟ - ΕΕ με τη Ρωσία για το μέλλον της Ουκρανίας.

Με βάση τα παραπάνω, μάλλον δεν πρέπει να προκαλεί εντύπωση το γεγονός ότι συνεχίστηκε το 2020 –εν μέσω πανδημίας– η τάση των τελευταίων χρόνων για αύξηση των παγκόσμιων αμυντικών δαπανών, φτάνοντας σε δυσθεώρητα ύψη. Όπως αναφέρεται στην τελευταία έκθεση «Military Balance 2021» του Διεθνούς Ινστιτούτου Στρατηγικών Μελετών του Λονδίνου (IISS), παρά τη μείωση κατά 4,4% της παγκόσμιας οικονομικής παραγωγής, οι παγκόσμιες στρατιωτικές δαπάνες αυξήθηκαν το 2020 κατά 3,9%, σε 1,83 τρισ. δολάρια, οι υψηλότερες όλων των εποχών.

Όσον αφορά τα κείμενα της έκδοσης, περιλαμβάνεται καταρχάς η συνέντευξη του ΓΓ της ΚΕ του ΚΚΕ Δημήτρη Κουτσούμπα για το 21ο Συνέδριο του Κόμματος, που θα διεξαχθεί στις 24-27 Ιούνη 2021.

Αυτό το τεύχος της ΚΟΜΕΠ περιλαμβάνει αφιέρωμα στα 150 χρόνια από την Παρισινή Κομμούνα. Το κείμενο με τίτλο «Οι δίκες των Κομμουνάρων και η λυσσαλέα επίθεση της γαλλικής αστικής τάξης και του κράτους της» παρουσιάζει με γλαφυρό τρόπο τις αστικές θηριωδίες για την κατάπνιξη της Παρισινής Κομμούνας. Αναδεικνύει επίσης με ποιον τρόπο το γαλλικό αστικό κράτος αξιοποίησε προς αυτόν το σκοπό τόσο τη δικαιοσύνη όσο και τους ιδεολογικούς μηχανισμούς του, φτάνοντας να στοχοποιήσει την ίδια τη Διεθνή Ένωση Εργατών. Παρουσιάζει, τέλος, τη συμμαχία της γαλλικής αστικής τάξης με την –αντίπαλό της στο πλαίσιο του Γαλλοπρωσικού Πολέμου– Πρωσία με κοινό σκοπό την κατάπνιξη της Κομμούνας. Στο αφιέρωμα περιλαμβάνεται και αρχειακό υλικό που σχετίζεται με την Παρισινή Κομμούνα και συγκεκριμένα τα κείμενα με τους τίτλους «Η Κομμούνα των Παρισίων», «Από το Καταστατικό της Ένωσης Γυναικών για την υπεράσπιση του Παρισιού και τη βοήθεια στους τραυματίες» και «Έκκληση της Κεντρικής Γυναικείας Επιτροπής προς την Εκτελεστική Επιτροπή της Κομμούνας».

Στην ενότητα «200 χρόνια από την Επανάσταση του 1821» περιλαμβάνονται η Διακήρυξη της ΚΕ του ΚΚΕ και το κείμενο με τίτλο «Αντιλήψεις στην αστική και οπορτουνιστική ιστοριογραφία και σκέψη για την Επανάσταση του 1821». Σε αυτό το τελευταίο παρουσιάζεται ο τρόπος με τον οποίο προσέγγισαν τον εορτασμό τόσο παράγοντες του αστικού πολιτικού κι επιστημονικού κόσμου του εσωτερικού όσο και μια σειρά καπιταλιστικά κράτη, προσπαθώντας το καθένα από αυτά να την αξιοποιήσει για την προώθηση των δικών του σχεδιασμών. Επίσης, παρουσιάζονται ομαδοποιημένες οι αστικές ιστοριογραφικές προσεγγίσεις της Επανάστασης του 1821 και προβάλλονται οι παράγοντες που βρίσκονται πίσω από τις μεταξύ τους διαφοροποιήσεις.

Στην ενότητα «200 χρόνια Μαρξ - Ένγκελς» περιλαμβάνεται το α΄ μέρος της εργασίας του Κουρτ Χαγκερ με τίτλο «“Η διαλεκτική της φύσης” του Ένγκελς και η εποχή μας», μέσα από το οποίο παρουσιάζεται το περιβάλλον το οποίο παρακίνησε τον Ένγκελς ν’ ασχοληθεί πιο επισταμένα με τη μελέτη των φυσικών επιστημών και τη φιλοσοφική γενίκευση των συμπερασμάτων τους. Επίσης, παρουσιάζεται η ιστορία της έκδοσης στην ΕΣΣΔ των σχετικών χειρόγραφων του Ένγκελς σε βιβλίο με αυτόν τον τίτλο μετά από το θάνατό του.

Τέλος, αυτό το τεύχος της ΚΟΜΕΠ περιλαμβάνει άρθρα στο πλαίσιο του Προσυνεδριακού Διαλόγου, καθώς και τα κομματικά ντοκουμέντα από 13.1.2021 έως 15.4.2021.