Της Σύνταξης


ΚΟΜΕΠ

Βγαίνοντας από ένα καλοκαίρι που στιγματίστηκε από τις εφιαλτικές συνέπειες των εκτεταμένων πυρκαγιών σε πολλά σημεία της χώρας, το φθινόπωρο «μπαίνει» με φανερή πια την απειλή μιας νέας όξυνσης της πανδημίας, με τις γενικευμένες ανατιμήσεις στο σύνολο σχεδόν των εμπορευμάτων που αγοράζει το λαϊκό νοικοκυριό και με την ιδιωτικοποίηση της επικουρικής ασφάλισης. Σε διεθνές επίπεδο, η πρόσφατη επικαιρότητα σημαδεύεται από τις εξελίξεις στο Αφγανιστάν και τις ευρύτερες ανακατατάξεις στην περιοχή. Παρά τη μεγάλη ετερογένειά τους, το «κόκκινο νήμα» που συνδέει όλες αυτές τις εξελίξεις είναι στην πραγματικότητα η κρατική στήριξη της αύξησης της καπιταλιστικής κερδοφορίας και η όξυνση των πολυεπίπεδων ανταγωνισμών ανάμεσα στους μονοπωλιακούς ομίλους και τα ιμπεριαλιστικά κέντρα.

Την ώρα που γράφονταν αυτές οι γραμμές, έγινε γνωστός ο θάνατος του Μίκη Θεοδωράκη και η επιστολή του με την οποία τόνιζε ότι, κρατώντας τα «μεγάλα μεγέθη και σβήνοντας τις λεπτομέρειες», θεωρεί ότι «τα πιο κρίσιμα, δυνατά και ώριμα χρόνια του» τα πέρασε «κάτω από τη σημαία του ΚΚΕ». Το ΚΚΕ ανέδειξε και θα συνεχίσει να αναδεικνύει την πολύτιμη παρακαταθήκη που αφήνει το ανεπανάληπτο έργο του, το οποίο στήριξε και αντανακλούσε τους μεγάλους αγώνες του λαού σ’ όλες τις κρίσιμες στιγμές. Το έργο που «έφερε την ποίηση στο τραπέζι του λαού», την αληθινά προοδευτική τέχνη που ξεπέρασε τα σύνορα της χώρας μας κι έφτασε σε κάθε γωνιά της Γης.

Με μεγάλη θλίψη πληροφορηθήκαμε, επίσης, ότι έφυγε από τη ζωή η συντρόφισσα Ταμίλα Γιαμπρόβα, οικονομολόγος, Πρόεδρος της Ένωσης Κομμουνιστών Ουκρανίας, αρχισυντάκτρια του ρωσόφωνου θεωρητικού και πολιτικού περιοδικού Μαρξισμός και Σύγχρονη Εποχή, με σημαντική συμβολή στη συγκρότηση της Διεθνούς Κομμουνιστικής Επιθεώρησης και της Ευρωπαϊκής Κομμουνιστικής Πρωτοβουλίας.

Η ΚΟΜΕΠ θα επανέλθει σε επόμενα τεύχη για να αναδείξει τη σημαντική προσφορά των δύο αυτών μεγάλων προσωπικοτήτων.

Ξεκινώντας από τις μεγάλες πυρκαγιές σε Εύβοια, Αττική, Πελοπόννησο και αλλού, ο αχός της αντιπαράθεσης ανάμεσα στα αστικά κόμματα και η επικέντρωσή της σε ζητήματα διαχειριστικής ικανότητας αφήνει «εκτός κάδρου» εκείνους τους παράγοντες που βρίσκονται πίσω από το διαχρονικό πρόβλημα των μεγάλων πυρκαγιών στη χώρα μας, αλλά και σε πολλές ακόμα καπιταλιστικές χώρες: Από τη μία το γεγονός ότι η γη αποτελεί –ένα δυνητικά εξαιρετικά επικερδές– εμπόρευμα και από την άλλη το γεγονός ότι η ιεράρχηση της πολύμορφης υποβοήθησης της καπιταλιστικής κερδοφορίας από τα αστικά κράτη περιορίζει ολοένα και περισσότερο τα περιθώρια των κρατικών δαπανών για την προληπτική και κατασταλτική προστασία των δασών και γενικότερα του περιβάλλοντος (όπως και των υπόλοιπων κοινωνικών αναγκών).

Φυσικά, τα τελευταία χρόνια όλες οι κυβερνήσεις στοχοποιούν, κατά πολύ βολικό γι’ αυτές τρόπο, την κλιματική αλλαγή ως βασική υπεύθυνη για τις οδυνηρές συνέπειες των κάθε είδους φυσικών καταστροφών. Ωστόσο, πέρα από την εξαιρετικά αρνητική επίδραση στο περιβάλλον της ίδιας της παραγωγής με κριτήριο το κέρδος (με το μανδύα είτε της «μαύρης» είτε της «πράσινης» ανάπτυξης), αυτό που αποκρύπτεται είναι ότι οι πιο ευνοϊκές για το ξέσπασμα πυρκαγιών κλιματολογικές συνθήκες δε συνεπάγονται από μόνες τους την έκταση των καταστροφών που βιώσαμε αυτό το καλοκαίρι, αφού αυτή καθορίστηκε από παράγοντες όπως η ανεπάρκεια μέσων και προσωπικού για την αποτροπή τους, για την έγκαιρη και αποτελεσματική καταστολή τους. Οι οδυνηρές συνέπειες των ιεραρχήσεων του αστικού κράτους αποκαλύπτονται και στη στάση του απέναντι στα αιτήματα των πυρόπληκτων, που είδαν τις περιοχές τους μαζί με τις κατοικίες και τις πηγές των εισοδημάτων τους να γίνονται (κυριολεκτικά και μεταφορικά) στάχτη. Οι μαζικές κινητοποιήσεις τους σε Στροφυλιά Εύβοιας, Πύργο κ.α. για διεκδίκηση αποζημιώσεων στο 100% της ζημιάς, για αναπλήρωση του χαμένου εισοδήματος, για επαρκή αντιδιαβρωτικά και αντιπλημμυρικά έργα βρίσκουν απέναντί τους τις διαχρονικές κυβερνητικές επωδούς περί ανεπάρκειας χρημάτων.

Πριν ακόμα κατακάτσουν καλά-καλά οι στάχτες των πυρκαγιών, η κυβέρνηση προσπαθεί να τις αξιοποιήσει για την περαιτέρω εμπορευματοποίηση των δασών, πολλές φορές μάλιστα με την επίκληση της προστασίας τους, ανάγοντας τον «εμπρηστή», δηλαδή το επιχειρηματικό συμφέρον, σε προστάτη των δασών στο πλαίσιο και της λεγόμενης «πράσινης ανάπτυξης». Χαρακτηριστικό είναι το γεγονός ότι η κυβέρνηση εκδήλωσε μέσα στην περίοδο των πυρκαγιών την πρόθεσή της να θεσπίσει εισιτήριο εισόδου στον Όλυμπο και να εκχωρήσει αρμοδιότητες ελέγχου σε ιδιωτικές εταιρίες, γεγονός που θύμισε την πρόταση της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ να αναλάβει επιχείρηση εμπορίας ξύλου τη διαχείριση κρατικού δασικού συμπλέγματος και μάλιστα δωρεάν, με τον ισχυρισμό ότι, αφού το κράτος δε διαχειρίζεται το δάσος, θα το κάνει η ίδια και, αντί οποιασδήποτε χρηματικής δαπάνης, το όφελος του κράτους θα είναι η δωρεάν διαχείριση.

Σχεδόν μετά από κάθε πυρκαγιά, άλλωστε, μέρος της καμένης γης μετατρέπεται σε ένα πεδίο ποικίλων επενδύσεων μέσω της αξιοποίησης και των αποχαρακτηρισμών εδαφών που λαμβάνουν χώρα (αν και με μια μικρή χρονική υστέρηση από την περίοδο των πυρκαγιών, για ευνόητους λόγους) με την επίκληση «λόγων εθνικής οικονομίας και γενικά δημόσιου συμφέροντος», όπως αναφέρει και σχετικός νόμος. Αυτήν τη φορά, μάλιστα, πολλές από αυτές τις επενδύσεις θα ενταχτούν στις χρηματοδοτήσεις του περιβόητου Ταμείου Ανάκαμψης ως «πράσινες» επενδύσεις. Όπως σημειώνεται και σε πρόσφατη εκτίμηση του Παγκόσμιου Οικονομικού Φόρουμ: «Η διατήρηση, αποκατάσταση και βιώσιμη διαχείριση των δασών θα μπορούσε να δημιουργήσει 190 δισ. ευρώ σε επιχειρηματικές ευκαιρίες.»

Στη βάση τέτοιων εκτιμήσεων, η «Ευρωπαϊκή Δασική Στρατηγική της ΕΕ έως το 2030» αναφέρει: «Η Στρατηγική επιδιώκει να αναπτύξει, μεταξύ άλλων, οικονομικά κίνητρα, ιδίως για ιδιώτες ιδιοκτήτες και διαχειριστές δασών, για την παροχή αυτών των οικοσυστημικών υπηρεσιών.» Έτσι, η στρατηγική της ΕΕ προτείνει ένα σύστημα «αποκεντρωμένης δασικής διακυβέρνησης (...) που προάγει συνέργειες (...) χωρίς αποκλεισμούς για τα κράτη-μέλη, τους ιδιοκτήτες και διαχειριστές δασών, τη βιομηχανία, τους ακαδημαϊκούς και την κοινωνία των πολιτών (...) αποφεύγοντας παράλληλα τις επικαλυπτόμενες δομές». Με λίγα λόγια, τον πρώτο λόγο για το κουμάντο στα δάση θα έχουν –«χωρίς να έχουν κανέναν στο κεφάλι τους»– οι ιδιοκτήτες δασών που εμφανίζονται ως «ανάδοχοι» για την αποκατάσταση και την προστασία τους, οι επιχειρηματικοί όμιλοι της Ενέργειας, της Υλοτομίας, του Τουρισμού, μάνατζερς φορέων διαχείρισης κ.ά.

Οι ίδιες ιεραρχήσεις βρίσκονται πίσω και από τον τρόπο με τον οποίο τα αστικά κράτη και οι διακρατικές ενώσεις τους διαχειρίζονται την πανδημία. Με τις συνεχείς επικλήσεις της περιβόητης ατομικής ευθύνης, αποκρύπτουν ότι, παρά το γεγονός πως το εμβόλιο είναι πράγματι ένα πολύ σημαντικό όπλο απέναντι στην πανδημία (όπως και όλα τα υπόλοιπα εμβόλια που έχουν συμβάλει στην καταπολέμηση, ακόμα και εξαφάνιση μιας σειράς ασθενειών), από μόνο του δεν αρκεί. Ακόμα και η ίδια η πορεία του εμβολιασμού άλλωστε εξαρτάται από μια σειρά παράγοντες που συνδέονται με την επάρκεια και την ποιότητα του δημόσιου συστήματος υγείας. Καθοριστικοί είναι εδώ παράγοντες όπως η εξαιρετικά αδύναμη Πρωτοβάθμια Φροντίδα Υγείας, η έλλειψη εξειδικευμένης ανά άτομο προληπτικής εξέτασης κι εμβολιαστικής καθοδήγησης, η απουσία ενός συστήματος παρακολούθησης των ενδεχόμενων παρενεργειών σε τμήματα του πληθυσμού κλπ. Όλοι αυτοί οι παράγοντες από τη μία καθυστερούν την εμβολιαστική πορεία και από την άλλη τροφοδοτούν σκοταδιστικές αντιεπιστημονικές αντιλήψεις, τις οποίες με μεγάλη ανακούφιση επιλέγει η κυβέρνηση ως βολικό αντίπαλο.

Παράλληλα με τον εμβολιασμό, η καταπολέμηση της πανδημίας προϋποθέτει και μια σειρά άλλα μέτρα, όπως μέτρα πρόληψης και προστασίας σε χώρους εργασίας, αύξηση της πυκνότητας των δρομολογίων των ΜΜΜ, μείωση του ποσοστού πληρότητας σε καράβια, αεροπλάνα και τουριστικές υποδομές, μαζικά επαναλαμβανόμενα δωρεάν τεστ σε εμβολιασμένους και ανεμβολίαστους. Χαρακτηριστικοί είναι επίσης οι φόβοι που υπάρχουν για την επίδραση του ανοίγματος των σχολείων στην εξέλιξη της πανδημίας, δεδομένου και ότι η μετάλλαξη «Δέλτα» έχει αποδείξει τη μεγάλη διεισδυτικότητά της στις μικρές ηλικίες. Το γεγονός ότι τα σχολεία ανοίγουν χωρίς κανένα ουσιαστικά μέτρο και με πολύ πιο χαλαρά πρωτόκολλα σε σχέση με προηγούμενες χρονιές είναι εξαιρετικά επικίνδυνο, με δεδομένο ότι τα ποσοστά εμβολιασμού των εφήβων μαθητών αποκλείεται να φτάσουν σε επίπεδα που θα αποτρέψουν τη μετατροπή των σχολείων σε μεγάλες εστίες μετάδοσης της πανδημίας. Σε αυτές τις συνθήκες, η ικανοποίηση αιτημάτων, όπως μείωση μαθητών ανά τάξη και επαναλαμβανόμενα τεστ στα σχολεία από μονάδες του ΕΟΔΥ, αποτελούν βασικά όπλα καταπολέμησης της κλιμάκωσης της πανδημίας. Η υλοποίηση, ωστόσο, όλων των παραπάνω αναγκαίων μέτρων βρίσκει το «τείχος» είτε της ίδιας της καπιταλιστικής κερδοφορίας είτε των κρατικών ιεραρχήσεων από την επιδίωξη υποβοήθησής της.

Tην ίδια στιγμή που η κυβέρνηση αρνείται πεισματικά να πάρει τα αναγκαία μέτρα, προσπαθεί να μεταφέρει τις κυβερνητικές ευθύνες στους υγειονομικούς και γενικότερα στους εργαζόμενους, μετατρέποντας τον απαραίτητο εμβολιασμό τους σε μέσο διαχωρισμού τους, χτυπήματος των εργασιακών δικαιωμάτων τους κι επιτάχυνσης της ιδιωτικοποίησης πλευρών λειτουργίας του «νέου ΕΣΥ». Έτσι, οι αναστολές των ανεμβολίαστων υγειονομικών συνδυάστηκαν με την «ανάθεση υπηρεσιών» των νοσοκομείων σε επιχειρήσεις και με την κάλυψη των ελλείψεων με τη μέθοδο του «outsourcing», δηλαδή με εκχώρηση σε εργολάβους.

Μια άλλη πολύ σημαντική πρόσφατη εξέλιξη είναι αυτή της ψήφισης του νομοσχεδίου για την ιδιωτικοποίηση της επικουρικής ασφάλισης. Αυτό το νομοσχέδιο βασίστηκε στον εμβληματικό νόμο Κατρούγκαλου της προηγούμενης κυβέρνησης, σύμφωνα με τη «νέα αρχιτεκτονική» του οποίου οι εφ’ όρου ζωής εισφορές των εργαζόμενων αποσυνδέθηκαν από το ύψος των παροχών, ενώ εδραιώθηκε περαιτέρω η αντιλαϊκή στρατηγική της ΕΕ για τους «τρεις πυλώνες» ασφάλισης. Με βάση το νέο νόμο, οι παροχές των νέων ασφαλισμένων θα συνδέονται και θα εξαρτώνται από μια σειρά ρευστούς δείκτες και συγκεκριμένα από την πορεία της οικονομίας, από την κερδοφορία των επιχειρηματικών ομίλων, από τη δημοσιονομική σταθερότητα και φυσικά από τα χρηματιστηριακά παιχνίδια. Το γεγονός μάλιστα ότι η ίδια η κυβέρνηση κάνει λόγο για «επενδύσεις» των ασφαλισμένων και για επιλογές χαμηλού, μεσαίου ή υψηλού ρίσκου αναδεικνύει τους κινδύνους γι’ αυτούς, αλλά και για τους συνταξιούχους. Βροντερές χρεοκοπίες, άλλωστε, όπως αυτές της Enron στις ΗΠΑ ή της ΑΣΠΙΣ στην Ελλάδα, τονίζουν ακόμα πιο εμφατικά αυτούς τους κινδύνους.

Μεγάλη είναι η απειλή και για τους σημερινούς ή μελλοντικούς συνταξιούχους, αφού οι σημερινές συντάξεις χρηματοδοτούνται από τις εισφορές που εισπράττονται από τους εν ενεργεία ασφαλισμένους. Από το 2022 και μετά, όμως, οι εισφορές των εν ενεργεία θα πηγαίνουν –σύμφωνα με το νέο νόμο– στους ατομικούς λογαριασμούς τους, και όχι για την πληρωμή των συντάξεων. Αν συνυπολογιστεί και η σταδιακή απόσυρση του κράτους από τη χρηματοδότηση της Κοινωνικής Ασφάλισης, προκύπτει σοβαρό ζήτημα χρηματοδότησης των σημερινών συντάξεων και όσων ασφαλισμένων είναι ενταγμένοι στο «παλιό» σύστημα και πρόκειται να βγουν στη σύνταξη τα επόμενα χρόνια.

Στόχος όλων των κυβερνήσεων είναι η πλήρης εξατομίκευση της Κοινωνικής Ασφάλισης, η αναίρεση του κοινωνικού της χαρακτήρα, με «φερετζέ» την «κρατική εγγύηση» και την «καταβολή ελάχιστης μηνιαίας σύνταξης» στα όρια της ανέχειας. Στόχος τους αποτελεί επίσης η διοχέτευση των τεράστιων ποσών που δημιουργούνται από το άθροισμα των «ατομικών κουμπαράδων» των ασφαλισμένων στους μεγάλους «κουμπαράδες» των κεφαλαιοκρατών-διαχειριστών, οι οποίοι –ακριβώς λόγω της εξάρτησής τους από την «αγορά»– δεν έχουν καμία υποχρέωση να τα επιστρέψουν στο ακέραιο. Επίσης, μπορεί να γίνει κατανοητό πόσο νόημα έχουν ακόμα και αυτές οι ελάχιστες κρατικές εγγυήσεις που δίνει μια αστική κυβέρνηση για μια σύνταξη που υποτίθεται θα δοθεί μετά από 40 χρόνια, όταν μόλις μέσα σε 30 χρόνια έχουν νομοθετηθεί περίπου 10 αντιασφαλιστικοί νόμοι και πολλές περικοπές συντάξεων, αναιρώντας πλειάδα παλιότερων κρατικών «εγγυήσεων».

Αυτός ο κίνδυνος αυξάνεται, αν υπολογιστεί ότι με την επίκληση της «γήρανσης του πληθυσμού» και της βιωσιμότητας των συστημάτων Κοινωνικής Ασφάλισης, η ΕΕ και τα επιμέρους αστικά κράτη απεργάζονται σενάρια περαιτέρω επέκτασης του εργάσιμου βίου (προοπτικά μέχρι και τα 74 έτη). Άλλωστε, η Έκθεση της Επιτροπής Απασχόλησης και Κοινωνικών Υποθέσεων της ΕΕ «σχετικά με τη γήρανση του πληθυσμού της γηραιάς ηπείρου - δυνατότητες και προκλήσεις σε συνάρτηση με την πολιτική για το γήρας μετά το 2020», που εγκρίθηκε τον Ιούλη από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, προβλέπει, μεταξύ άλλων, παράταση του εργάσιμου βίου, απόσυρση του κράτους από την όποια ευθύνη φροντίδας των ηλικιωμένων, ανάπτυξη κερδοφόρων δραστηριοτήτων για την πώληση αγαθών και υπηρεσιών που έχουν ανάγκη οι ηλικιωμένοι.

Ταυτόχρονα, η υποβοήθηση της καπιταλιστικής κερδοφορίας από το ελληνικό κράτος παίρνει και άλλες μορφές. Το νομοσχέδιο με τίτλο «Στρατηγικές επενδύσεις και βελτίωση του επενδυτικού περιβάλλοντος μέσω της επιτάχυνσης διαδικασιών στις ιδιωτικές και στρατηγικές επενδύσεις», το οποίο δόθηκε πριν λίγες μέρες στη διαβούλευση, κωδικοποιεί τους «αναπτυξιακούς νόμους» της σημερινής και της προηγούμενης κυβέρνησης, αλλά και άλλες, διάσπαρτες διατάξεις που έχουν στόχο την προσέλκυση νέων κερδοφόρων επενδύσεων με φοροαπαλλαγές, ελαφρύνσεις, κρατικές ενισχύσεις, επιδοτήσεις και λοιπά προνόμια. Αναδεικνύοντας αυτήν τη συνέχεια, η ίδια η σχετική ανακοίνωση του υπουργείου Ανάπτυξης ξεκαθαρίζει ότι με τις νέες διατάξεις γίνονται βελτιωτικές παρεμβάσεις για να καταστούν «περισσότερο ελκυστικά τα καθεστώτα ενισχύσεων του Νόμου 4399/2016», δηλαδή του αναπτυξιακού νόμου της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ. Στην ουσία, το νομοσχέδιο αναπροσαρμόζει τα επενδυτικά κίνητρα και πεδία με βάση και τα κονδύλια από το Ταμείο Ανάκαμψης. Προβλέπει τη στήριξη «εμβληματικών επενδύσεων εξαιρετικής σημασίας», ιδιαίτερα στους τομείς της «πράσινης» και «ψηφιακής» οικονομίας μέσω φορολογικών απαλλαγών, παραχωρήσεων χρήσης αιγιαλού και παραλιών, πολεοδομικών ρυθμίσεων, επιτάχυνσης των αδειοδοτήσεων κλπ.

Οι αναμενόμενες πρωθυπουργικές εξαγγελίες στις 11 Σεπτέμβρη στη ΔΕΘ, αλλά και η κατάθεση του κρατικού προϋπολογισμού του 2022 στις αρχές Οκτώβρη θα επισφραγίσουν, απ’ ό,τι φαίνεται, τη μονιμοποίηση και παγίωση από τη μία των φοροελαφρύνσεων των επιχειρηματικών ομίλων και από την άλλη των αντιλαϊκών αναδιαρθρώσεων και παρεμβάσεων. Η μείωση των ασφαλιστικών εισφορών της εργοδοσίας κατά 3 ποσοστιαίες μονάδες που εισήχθη το 2021 θα ισχύει και για το 2022, η φορολόγηση των επιχειρηματικών κερδών θα μειωθεί το 2022 περαιτέρω κατά 2 ποσοστιαίες μονάδες (από 24% σε 22%) και θα παραμείνει σε αυτά τα χαμηλά επίπεδα και τα επόμενα χρόνια, ενώ μέχρι το 2023 θα παραμείνει και το καθεστώς των υπεραποσβέσεων στο 200% για ψηφιακές και «πράσινες» επενδύσεις. Επίσης, το υπουργείο Οικονομικών σχεδιάζει τη μείωση των φορολογικών συντελεστών μέχρι και 50% (δηλαδή στο 11%) για τις επιχειρήσεις που συγχωνεύονται, την περαιτέρω μείωση του φορολογικού συντελεστή των «πράσινων» επιχειρήσεων που είναι εισηγμένες στο Χρηματιστήριο της Αθήνας, τη θέσπιση φορολογικών κινήτρων (όπως μειωμένος φόρος στα μερίσματα) για την αγορά «πράσινων» ομολόγων και μετοχών. Παράλληλα, θέμα χρόνου είναι η κατάθεση στη Βουλή της νέας νομοθετικής ρύθμισης για το λεγόμενο αναβαλλόμενο φόρο των εγχώριων τραπεζικών ομίλων. Ο «αναβαλλόμενος φόρος» συνιστά το ήδη στην πράξη κατοχυρωμένο δικαίωμα των τραπεζών στην πλήρη φοροασυλία (μηδενικές καταβολές φόρου) μέχρις ότου αναπληρώσουν τη χασούρα τους από το «κούρεμα» των ελληνικών κρατικών ομολόγων το 2012.

Από την άλλη πλευρά, παρά τις παραπάνω μειώσεις στη φορολόγηση του κεφαλαίου, η συνολική μάζα των φόρων αναμένεται το 2022 να φτάσει στα 49,4 δισ. ευρώ από 45,5 δισ. φέτος, σημειώνοντας αύξηση 8,5%. Μεταξύ άλλων, με βάση τις εκτιμήσεις και τις προβλέψεις του Μεσοπρόθεσμου Πλαισίου Δημοσιονομικής Στρατηγικής, ο φόρος εισοδήματος φυσικών προσώπων (μισθωτοί, συνταξιούχοι κ.ά.) αναμένεται να ενισχυθεί φτάνοντας στα 11,4 δισ. (από 10,1 δισ. φέτος), σημειώνοντας δηλαδή μια αύξηση της τάξης του 12,8%. Ταυτόχρονα, εκτός από το αστικό κράτος βαθιά στην τσέπη των λαϊκών στρωμάτων βάζει το χέρι της και η «ελεύθερη», δηλαδή η καπιταλιστική, αγορά με τις ανατιμήσεις να «χτυπάνε κόκκινο» αντί να μειώνουν, όπως υπόσχονται τα αστικά επιτελεία (π.χ. στην περίπτωση της «απελευθέρωσης της αγοράς Ενέργειας»), τις τιμές. Και όλα αυτά, σε συνθήκες που η κυβέρνηση πανηγυρίζει για τους μεγάλους ρυθμούς ανάπτυξης που σημείωσε η ελληνική καπιταλιστική οικονομία κατά το δεύτερο τρίμηνο του 2021. Και με αυτόν τον τρόπο επιβεβαιώνεται ότι το τσάκισμα των εργατικών-λαϊκών δικαιωμάτων αποτελεί το καλύτερο «λίπασμα» για την τόνωση της καπιταλιστικής κερδοφορίας.

Επιβεβαιώνεται ότι η επεκτατική δημοσιονομική και νομισματική πολιτική που εφαρμόζεται σήμερα στην ΕΕ και στην Ελλάδα δε συνιστά προοδευτική στροφή, αλλά οδηγεί σε νέο πλήγμα στο λαϊκό εισόδημα με την αύξηση του πληθωρισμού, της ακρίβειας, αλλά και με τα υψηλά φορολογικά βάρη για την αποπληρωμή των νέων κρατικών δανείων.

Η προκλητική στήριξη όμως του αστικού κράτους απέναντι στους καπιταλιστές δεν περιορίζεται στην εσωτερική οικονομική πολιτική, αλλά επεκτείνεται και στην εξωτερική πολιτική. Προς χάριν της επιδίωξης αναβάθμισης της θέσης της ελληνικής αστικής τάξης, το κράτος δεν τσιγκουνεύεται καθόλου. Για παράδειγμα, μόνο για τη συμμετοχή των ελληνικών στρατευμάτων στην ιμπεριαλιστική επέμβαση στο Αφγανιστάν, το ελληνικό κράτος (με όλα τα κυβερνητικά «προσωπεία» του) πλήρωνε τα τελευταία 20 χρόνια 300 εκατομμύρια ευρώ το έτος. Συνολικά, μάλιστα, το ελληνικό κράτος κέρδισε το 2021 μία ακόμη παγκόσμια πρωτιά, αυτή στις στρατιωτικές (κατ’ ευφημισμόν «αμυντικές») δαπάνες ως ποσοστό του ΑΕΠ, ξεπερνώντας ακόμα και τις ΗΠΑ!

Όσον αφορά τις ίδιες τις εξελίξεις στο Αφγανιστάν, τα ΜΜΕ σε όλη την καπιταλιστική Δύση κάνουν λόγο για «ιστορική αποτυχία της Δύσης», ενώ υποκριτικά αναφέρονται στο πραγματικό δράμα του αφγανικού λαού και ιδιαίτερα των Αφγανών γυναικών. Όταν, όμως, ο λαός του Αφγανιστάν, συμπεριλαμβανομένων των γυναικών, κατέκτησε τη δεκαετία του 1980 κάτω από πολύ δύσκολες συνθήκες μια σειρά λαϊκά δικαιώματα, όλος ο καπιταλιστικός κόσμος ήταν απέναντι και στήριξε ποικιλοτρόπως και αδρά τους Μουτζαχεντίν (από τους οποίους προέκυψαν οι Ταλιμπάν), για να «απελευθερώσουν» το Αφγανιστάν από αυτά τα δικαιώματα και να του αποδώσουν την «ελευθερία» της σαρίας και της μπούρκας.

Με την ιμπεριαλιστική επέμβαση και την εγκαθίδρυση των δυνάμεών του στο «μαλακό υπογάστριο» της Ρωσίας και της Κίνας, το ΝΑΤΟ καθυστέρησε και ανέστειλε μια σειρά σχεδιασμούς των ανταγωνιστών του, ενώ απέκτησε ευνοϊκή θέση ανάμεσά τους. Στο Αφγανιστάν δε συγκρούονται ο πολιτισμός της Δύσης με την καθυστέρηση των Ταλιμπάν, αλλά μια σειρά ανταγωνιστικοί σχεδιασμοί μονοπωλίων και κρατών για τους αγωγούς μεταφοράς ενέργειας κι εμπορευμάτων, για το πολύ πλούσιο σε μεταλλεύματα (και ιδιαίτερα σε λίθιο) υπέδαφός της, για την κατάκτηση ευνοϊκής γεωστρατηγικής θέσης στο σκληρό ενδοϊμπεριαλιστικό ανταγωνισμό. Έτσι, τα συνθήματα περί «καταπολέμησης της τρομοκρατίας» και «εξαγωγής της δημοκρατίας» δεν είναι παρά προσχήματα των παραπάνω επιδιώξεων. Αυτές οι επιδιώξεις, άλλωστε, υπηρετούνται όπως φαίνεται και από την αποχώρηση των ΝΑΤΟϊκών δυνάμεων από τη χώρα, η οποία έχει το διττό στόχο της συγκέντρωσης δυνάμεων στον Ινδο-Ειρηνικό (απέναντι κυρίως στην Κίνα που απειλεί την πρωτοκαθεδρία των ΗΠΑ στο παγκόσμιο ιμπεριαλιστικό σύστημα) και της δημιουργίας ενός βολικού γι’ αυτούς «κλίματος αστάθειας» στην ευρύτερη περιοχή της Κεντρικής Ασίας. Αυτή η τελευταία επιδίωξη αποκαλύπτεται τόσο από το γεγονός ότι η προέλαση των Ταλιμπάν και η κατάληψη της Καμπούλ έγινε στην ουσία ως προϊόν της συμφωνίας που υπογράφτηκε ανάμεσα στις ΗΠΑ και τους Ταλιμπάν το 2020 στη Ντόχα, όσο και από το γεγονός ότι κατά την αποχώρησή τους οι ΗΠΑ παρέδωσαν σχεδιασμένα τον εξοπλισμό τους στους Ταλιμπάν και σε άλλες αντίστοιχες ομάδες. Σε κάθε περίπτωση, και μετά την αποχώρηση των ΝΑΤΟϊκών, συνεχίζεται η παρέμβαση στη χώρα μιας σειράς πανίσχυρων καπιταλιστικών κρατών (ΗΠΑ, Κίνα, Ρωσία, Ιράν, Πακιστάν κλπ.), η οποία διαπλέκεται με εσωτερικούς ανταγωνισμούς και αντιθέσεις. Η αναγκαστική προσαρμογή της πολιτικής των ΗΠΑ αναδεικνύει επίσης ότι κανένα ιμπεριαλιστικό κέντρο δεν είναι παντοδύναμο και δεν μπορεί να επιβάλλει μακροπρόθεσμα τους σχεδιασμούς του, ανεξάρτητα από τη λαϊκή θέληση.

Σε αυτούς τους σκληρούς ιμπεριαλιστικούς ανταγωνισμούς, το ελληνικό αστικό κράτος παίρνει διαχρονικά σαφή θέση στο στρατόπεδο των αμερικανοΝΑΤΟϊκών επιδιώξεων, ελπίζοντας με αυτόν τον τρόπο να συμβάλει στην αναβάθμιση της διεθνούς θέσης της ελληνικής αστικής τάξης. Αυτή η σχέση, μάλιστα, συνεχώς βαθαίνει, με το τελευταίο επεισόδιο αυτής της εμβάθυνσης να είναι οι προεργασίες για την υπογραφή τις αμέσως επόμενες βδομάδες της επέκτασης της περιβόητης Συμφωνίας Αμοιβαίας Αμυντικής Συνεργασίας (MDCA), η οποία, εκτός από την αναβάθμιση της Σούδας, θα περιλαμβάνει και νέες αμερικανικές στρατιωτικές εγκαταστάσεις, με πάνω από 20 πιθανές περιοχές και υποδομές να βρίσκονται στο τραπέζι. Πρόκειται για παρεμβάσεις που σκοπεύουν να ενισχύσουν ακόμα περισσότερο το ρόλο της Ελλάδας ως μεγάλου πολεμικού ορμητηρίου της ευρύτερης περιοχής. Αυτήν την προετοιμασία υπηρέτησε, μεταξύ άλλων, και η πρόσφατη επίσκεψη στην Ελλάδα του επικεφαλής της Επιτροπής Εξωτερικών Σχέσεων της Γερουσίας των ΗΠΑ Ρόμπερτ Μενέντεζ, στον οποίο μάλιστα απονεμήθηκε από την Πρόεδρο της Δημοκρατίας και ο Μεγαλόσταυρος του Τάγματος της Τιμής για τη συμβολή του στην «ενίσχυση των διαρκώς αναπτυσσόμενων διμερών σχέσεων μεταξύ της Ελληνικής Δημοκρατίας και των ΗΠΑ». Επίσης, στην Αθήνα συνεδριάζει στις 17 με 19 Σεπτέμβρη η λεγόμενη Στρατιωτική Επιτροπή του ΝΑΤΟ, που συνιστά την ανώτατη στρατιωτική αρχή του.

Οι κίνδυνοι αυτής της επιλογής για τον ελληνικό λαό είναι φανεροί. Υπενθυμίζουμε τη δήλωση Πούτιν, που έγινε με αφορμή την ανάπτυξη αμερικανικών πυραύλων στην Ευρώπη, σύμφωνα με την οποία «οι ευρωπαϊκές χώρες που συμφωνούν με αυτό θα πρέπει να αντιληφθούν ότι εκτίθενται σε απειλή πιθανού ανταποδοτικού χτυπήματος» ή την πρόσφατη δήλωση του Αμερικανού ανθρωπολόγου, Ντέιβιντ Βάιν, στο πλαίσιο της έρευνάς του με τίτλο «Base Nation: How US Military Bases Abroad Harm America and the World» («Πώς οι αμερικανικές στρατιωτικές βάσεις στο εξωτερικό βλάπτουν την Αμερική και τον κόσμο»), στην οποία αναφέρει χαρακτηριστικά: «Υπάρχουν ερωτήματα σχετικά με το βαθμό στον οποίο οι βάσεις αυξάνουν πραγματικά την ασφάλεια των χωρών υποδοχής. Η παρουσία αμερικανικών βάσεων μπορεί να μετατρέψει μια χώρα σε στόχο ξένων δυνάμεων.»

Σε κάθε περίπτωση, η στοίχιση της Ελλάδας στο αμερικανοΝΑΤΟϊκό στρατόπεδο αποτελεί στρατηγική επιλογή της ελληνικής αστικής τάξης, η οποία υπηρετείται με ακλόνητο τρόπο απ’ όλες τις κυβερνήσεις. Αυτός ο αναβαθμισμένος ρόλος της Ελλάδας επί ημερών τόσο της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ όσο και της σημερινής κυβέρνησης στην προώθηση των επικίνδυνων ευρωατλαντικών σχεδιασμών στην ευρύτερη περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου αναγνωρίστηκε για μια ακόμη φορά από τον Αμερικανό πρέσβη στην Αθήνα Τζ. Πάιατ, κατά τη διάρκεια της συμμετοχής του σε πάνελ της δεξαμενής σκέψης «Center for European Policy Analysis» στην Ουάσιγκτον.

Η εκκωφαντική σύμπλευση όμως του αστικού πολιτικού κόσμου, της ΝΔ και του ΣΥΡΙΖΑ, δεν εξαντλείται στην εξωτερική πολιτική. Επεκτείνεται σε όλα τα θεμελιώδη ζητήματα της ασκούμενης πολιτικής. Από τη διαχρονική περικοπή μισθών-συντάξεων-ασφαλιστικών δικαιωμάτων και δαπανών για υγεία, παιδεία, δασοπροστασία-δασοπυρόσβεση κλπ., μέχρι το πρόσφατο Ταμείο Ανάκαμψης που αποτελεί το εγχειρίδιο των σημερινών αντιλαϊκών ανατροπών. Και η αιτία αυτής της σύμπλευσης δεν είναι άλλη από το γεγονός ότι κριτήριο των ασκούμενων πολιτικών όλων των κυβερνήσεων που διαχειρίζονται τον καπιταλισμό είναι η ευημερία της καπιταλιστικής κερδοφορίας.

Σε αυτό το έδαφος, καθόλου εντύπωση δεν προκάλεσαν οι εξελίξεις γύρω από την υπουργοποίηση του Ευ. Αποστολάκη στο πλαίσιο του πρόσφατου κυβερνητικού ανασχηματισμού. Ο Κ. Μητσοτάκης επιδίωξε με αυτήν την υπουργοποίηση να επισφραγίσει τη συναίνεση των δύο κομμάτων, ενώ ο Α. Τσίπρας, ο οποίος είχε κάνει άλλωστε και πρόταση στην κυβέρνηση για συναίνεση στα ζητήματα της Πολιτικής Προστασίας, δήλωσε με αφορμή τη φασαρία με την υπουργοποίηση Αποστολάκη ότι περίμενε «μία κίνηση, ένα νεύμα από την πλευρά του κ. Μητσοτάκη ότι ενδιαφέρεται να πάμε σε μια συνεννόηση πολιτική, σε μια συναινετική επιλογή για το πρόσωπο που θα ηγηθεί της Πολιτικής Προστασίας», την οποία τελικά δεν είδε. Υπενθυμίζουμε ότι, πέρα από τα παζάρια για κοινό υπουργό Πολιτικής Προστασίας, ο ΣΥΡΙΖΑ είχε προτείνει και κοινό υπουργό Υγείας. Αλήθεια, όμως, ποιος μπορεί να αμφισβητήσει ότι, αν δεν έμπαιναν εμπόδιο οι ανάγκες της ενδοαστικής πολιτικής αντιπαράθεσης και του εγκλωβισμού του λαού στο σύστημα, δε θα μπορούσαν να ξεπεραστούν οι υπαρκτές δευτερεύουσες διαφορές και να προκύψουν κοινοί υπουργοί Εξωτερικών, Άμυνας, Οικονομικών κλπ.; Αυτή η «συναντίληψη» άλλωστε ανάμεσα σε ΝΔ και 
ΣΥΡΙΖΑ, ιδιαίτερα όσον αφορά την οικονομική πολιτική και την «πράσινη» και «ψηφιακή μετάβαση», επικροτήθηκε εμφατικά από τον πρόεδρο του ΣΕΒ στην τελευταία Γενική Συνέλευσή του.

Απέναντι στον αστικό πολιτικό κόσμο και τη «συναντίληψή» του, βρίσκεται το ΚΚΕ. Εξοπλισμένο με τις αποφάσεις του πρόσφατου 21ου Συνεδρίου του, το ΚΚΕ δίνει τη σκληρή μάχη αποκάλυψης των πραγματικών αιτιών των δεινών του λαού και στοχοποίησης του πραγματικού αντιπάλου, της αστικής τάξης, που κρύβεται πίσω από τα εναλλασσόμενα κυβερνητικά «προσωπεία». Παλεύει για την αναζωογόνηση του εργατικού-λαϊκού κινήματος, πρωτοστατεί στη δημιουργία εστιών αντίστασης που θα βάζουν εμπόδια στην αντιλαϊκή πολιτική, ενώ και μέσα απ’ όλες αυτές τις μάχες συμβάλλει στη συγκέντρωση δυνάμεων για τη ριζική ανατροπή, για την Ελλάδα της κοινωνικής ιδιοκτησίας των μέσων παραγωγής και του επιστημονικού κεντρικού σχεδιασμού, με κριτήριο την ικανοποίηση των σύγχρονων κοινωνικών αναγκών.

Όσον αφορά το περιεχόμενο, αυτό το τεύχος περιλαμβάνει καταρχάς την ομιλία του ΓΓ της ΚΕ του ΚΚΕ Δημήτρη Κουτσούμπα, στη συζήτηση σε επίπεδο πολιτικών αρχηγών στη Βουλή για τις καταστροφικές πυρκαγιές.

Το κείμενο με τίτλο «Ο χρεοκοπημένος μύθος της προοδευτικής διακυβέρνησης και οι νέες προγραμματικές θέσεις του ΣΥΡΙΖΑ» παρουσιάζει και σχολιάζει τις θέσεις που διατυπώθηκαν στην Προγραμματική Συνδιάσκεψη του ΣΥΡΙΖΑ στις αρχές Ιούλη. Αναδεικνύει τη διαφορετική φάση στην οποία περνά η ενδοαστική πολιτική αντιπαράθεση, με το ΣΥΡΙΖΑ να προσπαθεί να αξιοποιήσει το πιο ευνοϊκό έδαφος που δημιουργείται από τη δυσαρέσκεια απέναντι στη ΝΔ προς όφελος της αναζωπύρωσης των δηλητηριωδών, όπως έχουν αποδειχτεί, αυταπατών περί «προοδευτικής διακυβέρνησης» του καπιταλισμού. Επίσης, παρουσιάζονται οι τρόποι με τους οποίους ο ΣΥΡΙΖΑ επαναφέρει (αν και μάταια) με τη βοήθεια του οπορτουνισμού το ζήτημα της στήριξης ή ανοχής του ΚΚΕ σε μια κυβέρνηση στην οποία θα συμμετέχει ο ΣΥΡΙΖΑ. Τέλος, το κείμενο ξεχωρίζει τους βασικούς άξονες στρατηγικής αντιπαράθεσης του ΚΚΕ με το ΣΥΡΙΖΑ ως απαραίτητη προϋπόθεση για τον απεγκλωβισμό του λαού από παλιές και νέες αυταπάτες.

Αυτό το τεύχος περιλαμβάνει αφιέρωμα στην Παρισινή Κομμούνα, στο πλαίσιο της επετείου των 150 χρόνων από την εκδήλωσή της. Στο πρώτο κείμενο του αφιερώματος με τίτλο «Από τη Γαλλική Επανάσταση στην Παρισινή Κομμούνα» παρουσιάζεται η πορεία των γεγονότων που οδήγησε στην πρώτη προσπάθεια των εργατών για «έφοδο στον ουρανό». Αναδεικνύεται ο τρόπος με τον οποίο η ανάπτυξη των νέων σχέσεων παραγωγής έβαλε τη σφραγίδα της στις περιόδους της Δυναστείας των Βουρβόνων, της Επανάστασης του 1830, της Ιουλιανής Μοναρχίας, της επανάστασης του 1848, της Δεύτερης Αυτοκρατορίας, αλλά και ο τρόπος με τον οποίο η διαπλοκή των οικονομικών και πολιτικών εξελίξεων οδήγησε σε αυτήν τη μεγάλη σύγκρουση ανάμεσα στην αστική και την εργατική τάξη.

Το δεύτερο κείμενο του αφιερώματος έχει τον τίτλο «Η χρεοκοπία του αναρχισμού και του μικροαστικού σοσιαλισμού μέσα από την πείρα της Κομμούνας». Στο κείμενο παρουσιάζεται η δράση του σοσιαλιστικού κινήματος και της Α΄ Διεθνούς την περίοδο πριν την Κομμούνα, καθώς και ο πολιτικός συσχετισμός μέσα στην Κομμούνα και η επίδρασή του στις εξελίξεις. Στο κείμενο διαβάζουμε για τη στάση της Κομμούνας απέναντι στην Τράπεζα της Γαλλίας, για το αποτυχημένο πραξικόπημα των μπλανκιστών στο Παρίσι για τη λεγόμενη «Δημοκρατία της Λιόν» του Μπακούνιν, για την αδυναμία της Κομμούνας να οργανώσει την άμυνά της. Μέσα απ’ όλες αυτές τις εξελίξεις διαφαίνεται η χρεοκοπία του αναρχισμού, ενώ σκιαγραφούνται τα βασικά συμπεράσματα σχετικά με το ζήτημα της εξουσίας.

Στην ενότητα «200 χρόνια Ένγκελς» περιλαμβάνεται κείμενο με τίτλο «Για την υπεράσπιση της “Διαλεκτικής της Φύσης” του Ένγκελς», για το οποίο υπάρχει ξεχωριστό προλογικό σημείωμα.

Τέλος, σε αυτό το τεύχος περιλαμβάνονται τα κομματικά ντοκουμέντα της περιόδου από 13.7.2021 μέχρι 5.9.2021.