Της σύνταξης


ΚΟΜΕΠ

Η υποχώρηση του κλίματος της προεκλογικής περιόδου, καθώς και οι εξελίξεις που ακολούθησαν, προσφέρονται για την εξαγωγή συμπερασμάτων. Το ΚΚΕ προσπάθησε ν’ αξιοποιήσει και αυτήν τη μάχη –όπως και όλες τις υπόλοιπες– για την προώθηση της πολιτικής του πρότασης διεξόδου, για την ωρίμανση της εργατικής πολιτικής συνείδησης, για το βάθεμα της Λαϊκής Συμμαχίας. Ανέδειξε την αστική τάξη, το κράτος της και τις διεθνείς της συμμαχίες ως πηγή των δεινών των εργαζομένων. Σε συμφωνία με τα παραπάνω, πρόβαλε τον ενιαίο χαρακτήρα των εκλογών του Μάη και την ισχυροποίηση του ΚΚΕ ως προϋπόθεση ενδυνάμωσης της λαϊκής αντιπολίτευσης απέναντι στην αστική τάξη και τον πολυπλόκαμο διοικητικό-διαχειριστικό της μηχανισμό σε τοπικό, εθνικό και διεθνές επίπεδο.

Φυσικά, το περιεχόμενο που προσπάθησαν να δώσουν οι κομμουνιστές και σε αυτήν την εκλογική μάχη ερχόταν σε αντιπαράθεση με τον ίδιο το χαρακτήρα των αστικών εκλογών ως μηχανισμού επιλογής του πιο κατάλληλου διαχειριστή από τη μία και «ντυσίματος» της δικτατορίας της αστικής τάξης με δημοκρατικό μανδύα, από την άλλη. Το ΚΚΕ όμως έχει αποδείξει στην πράξη ότι έχει κατακτήσει την ικανότητα ν’ αξιοποιεί για την οργάνωση της εργατικής ταξικής πάλης οποιονδήποτε αγωγό προσφέρεται χωρίς να χάνει την «πυξίδα» του. Η βαθιά επίγνωση των ελπίδων που εναποθέτουν στις αστικές εκλογές μεγάλα τμήματα λαϊκών –ακόμα και αγωνιζόμενων– μαζών δεν το εμποδίζει να συγκρουστεί με αυταπάτες για λύση των λαϊκών προβλημάτων μέσω των εκλογών, με τις λογικές όπως αυτή του «μικρότερου κακού» ή της αντίληψης ότι «ψηφίζουμε για κυβέρνηση» κλπ. Αποκαλύπτει ότι, ακόμα κι αν αυτές οι λογικές είναι συμβατές με το χαρακτήρα των εκλογών στον καπιταλισμό, είναι επιζήμιες για την υπόθεση της εργατικής τάξης, για την ικανότητά της ν’ αντιπαλεύει την κυρίαρχη πολιτική, για την πολιτική ανεξαρτησία του κινήματός της.
Κινούμενο «κόντρα στο ρεύμα», το ΚΚΕ είχε κι έχει ν’ αντιμετωπίσει κι έναν καμουφλαρισμένο, στα μάτια του λαού, αντίπαλο. Έναν αντίπαλο ο οποίος φοράει την προβιά του φίλου, ο οποίος προβάλλει ιδεολογικές και πολιτικές θέσεις που στα μάτια πολλών εργαζομένων φαίνονται παρόμοιες με αυτές του ΚΚΕ. Αυτός ο αντίπαλος δεν είναι άλλος από τον οπορτουνισμό, ο οποίος αξιοποιεί τις αυταπάτες των εργαζομένων για λύση «εντός των τειχών», ως όχημα πίεσης στο ΚΚΕ για ενσωμάτωση στο αστικό πολιτικό σύστημα, για αθέτηση στην πράξη του Προγράμματός του, του ίδιου του λόγου ύπαρξής του. Ο οπορτουνισμός, ως επίδραση της αστικής ιδεολογίας στο εργατικό κίνημα, προσπαθεί ν’ αντιπαλέψει την επαναστατική πολιτική του ΚΚΕ προβάλλοντας στην ουσία την αναγκαιότητα και δυνατότητα συμβιβασμού της σύγκρουσης και της συμφιλίωσης με την αστική εξουσία. Αυτός είναι άλλωστε και ο χαρακτήρας των πολυποίκιλων μεταβατικών πολιτικών προτάσεων, οι οποίες, παρά την πολυχρωμία  και τις διαφορές τους, αξιοποιούνται στην πράξη για τη στερέωση της αστικής εξουσίας μέσω των συνεχόμενων κυβερνητικών αλλαγών. 
Ταυτόχρονα, το ΚΚΕ έχει επίγνωση των δυσκολιών που θ’ αντιμετωπίσει η εργατική τάξη το επόμενο διάστημα, και ιδιαίτερα σε περίοδο εθνικών εκλογών, στη χειραφέτησή της από την αστική πολιτική. Αυτό αποτυπώνεται άλλωστε και στις εκτιμήσεις του για τις εκλογές με την ανάδειξη του αντιφατικού χαρακτήρα των τάσεων επανασυσπείρωσης και συσπείρωσης νέων δυνάμεων γύρω από το Κόμμα. Ωστόσο διαθέτει όλα εκείνα τα ιδεολογικά και πολιτικά όπλα τα οποία του δίνουν τη δυνατότητα ν’ αντιπαλέψει αυτές τις δυσκολίες, να βοηθήσει το πρωτοπόρο τμήμα της εργατικής τάξης να ενισχυθεί και να διατηρήσει την αυτοτέλειά του απ’ όλες τις πτέρυγες της αστικής πολιτικής. 
Όσον αφορά το μετεκλογικό σκηνικό, οι εξελίξεις που ακολούθησαν αποδεικνύουν την ορθότητα της εκτίμησης του ΚΚΕ ότι το αποτέλεσμα των εκλογών σε Ελλάδα και Ευρώπη δε συνιστά ανατροπή του αρνητικού συσχετισμού δυνάμεων. Στην Ελλάδα, δε θα μπορούσε να προκύψει πιο εύστοχη και γρήγορη επικύρωση των παραπάνω, από τις δηλώσεις του ΣΕΒ για το εκλογικό αποτέλεσμα. Ο απερχόμενος πρόεδρος του ΣΕΒ, Δ. Δασκαλόπουλος, σχολίασε το εκλογικό αποτέλεσμα σημειώνοντας ότι «αποτύπωσε τη λαϊκή δυσφορία και την ανάγκη του λαού για ελπίδα ... απονομιμοποίησε τις πολιτικές της ύφεσης». 
Η παραπάνω δήλωση, πέρα από την περίτρανη επιβεβαίωση της εκτίμησης του ΚΚΕ, αναδεικνύει και τις αναζητήσεις των βιομηχάνων στην κατεύθυνση επιδίωξης αλλαγών στο ακολουθούμενο μίγμα αστικής διαχείρισης. 
Στη βάση αυτής της αναζήτησης συναντιέται με τμήμα των προτάσεων του ΣΥΡΙΖΑ, ο οποίος από τη μεριά του –ως επίδοξος διαχειριστής των γενικών συμφερόντων της αστικής τάξης– κάνει ό,τι μπορεί για να κερδίσει την εμπιστοσύνη των βιομηχάνων. Χαρακτηριστικά είναι τα διαπιστευτήρια του ΣΥΡΙΖΑ στην αστική τάξη με κάθε αφορμή, από τις υποσχέσεις για κρατική στήριξη της ανασυγκρότησης της καπιταλιστικής οικονομίας και την εξασφάλιση της απαραίτητης ταξικής ειρήνης (βλ. «νέα κοινωνική συμφωνία») στο συνέδριο του ΣΕΒ λίγες μόλις μέρες μετά από τις εκλογές, μέχρι τους ανοιχτούς όρκους πίστης στην επιχειρηματικότητα, την ανταγωνιστικότητα, την ΕΕ, το ΝΑΤΟ κλπ. 
Ταυτόχρονα με την παραπάνω προσπάθεια, ο ΣΥΡΙΖΑ προσπαθεί να οικοδομήσει πιο στενές σχέσεις και με συγκεκριμένα τμήματα του κεφαλαίου, τα οποία από τη δική τους σκοπιά αντιπολιτεύονται επιμέρους πλευρές της πολιτικής της κυβέρνησης ΝΔ-ΠΑΣΟΚ. Σε συνέχεια των αντίστοιχων προσεγγίσεων με τον Λαναρά, τους φαρμακοβιομήχανους κ.ά., ο ΣΥΡΙΖΑ επιχειρεί να εκφράσει σε πολιτικό επίπεδο και τα συμφέροντα του πυρήνα των βιομηχάνων της χώρας μας, των μελών της λεγόμενης Ένωσης Βιομηχανικών Καταναλωτών Ενέργειας. Ο ΣΥΡΙΖΑ εκμεταλλεύεται πολιτικά συγκλίσεις με αυτά τα τμήματα της αστικής τάξης στο έδαφος της πίεσής τους προς την κυβέρνηση για εξασφάλιση φθηνής ενέργειας. Χαρακτηριστικό είναι το γεγονός της ανάγνωσης επιστολής της παραπάνω Ένωσης στην εκδήλωση του ΣΥΡΙΖΑ με αφορμή το νομοσχέδιο για τη «μικρή ΔΕΗ».
Φυσικά, η αντίθεση τόσο του ΣΥΡΙΖΑ όσο και των βιομηχάνων στις κυβερνητικές ενέργειες για την περαιτέρω ιδιωτικοποίηση της ΔΕΗ δε γίνεται από τη σκοπιά της εξασφάλισης φθηνού ρεύματος για το λαό και υπεράσπισης των εργαζομένων στη ΔΕΗ. Και οι δύο άλλωστε αποδέχονται το πλαίσιο της απελευθέρωσης της αγοράς ενέργειας, της περαιτέρω εισόδου καπιταλιστών στον κλάδο. Ο ΣΥΡΙΖΑ μάλιστα έχει στηρίξει στην πράξη τη συγκεκριμένη εξέλιξη, τόσο αποδεχόμενος το γενικό νομοθετικό πλαίσιο της απελευθέρωσης σε ευρωπαϊκό κι εθνικό επίπεδο όσο και στηρίζοντάς την μέσω του εργοδοτικού-κυβερνητικού συνδικαλισμού της πλειοψηφίας της ΓΕΝΟΠ-ΔΕΗ (ΠΑΣΟΚ-ΝΔ-ΣΥΡΙΖΑ). Πέραν των άλλων, ιδιαίτερα διδακτικός είναι ο «σαματάς» που μπορεί να «σηκωθεί» μεταξύ δύο κομμάτων με αφορμή κάποια εξέλιξη στο έδαφος της στρατηγικής συμφωνίας τους και οι αντίστοιχοι κίνδυνοι για την εργατική-λαϊκή συνείδηση. 
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει και η επιλογή από το ΣΥΡΙΖΑ του συγκεκριμένου θέματος ως «πρόβας τζενεράλε» για το σχηματισμό του «νέου συνασπισμού εξουσίας». Η συγκεκριμένη εκδήλωση ανέδειξε –μέσω της συμμετοχής τους– και τους υποψήφιους συνοδοιπόρους της πορείας του ΣΥΡΙΖΑ προς την κυβερνητική εξουσία. Από ξεπεσμένους ΠΑΣΟΚους, πρώην υπουργούς και βουλευτές (μνημονιακούς και μη), μέχρι γνωστούς εργατοπατέρες, εκπροσώπους της «λαϊκής Δεξιάς» των ΑΝΕΛ και την ΑΝΤΑΡΣΥΑ. Επανειλημμένα άλλωστε στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ έχουν διατυπώσει την ανάγκη για τέτοια ανοίγματα, αν θέλει ο ΣΥΡΙΖΑ να διεκδικήσει με σοβαρούς όρους την αστική διακυβέρνηση. Τελευταίος εκφραστής της παραπάνω εκτίμησης, ο υπεύθυνος του πολιτικού γραφείου του Τσίπρα, Ν. Παππάς, ο οποίος ουσιαστικά απείλησε με «κεντροαριστερές συμμαχίες και οδυνηρές “δεξιές στροφές” και υποχωρήσεις» στην περίπτωση που δε σχηματίσει ο ΣΥΡΙΖΑ αυτοδυναμία στις επερχόμενες εκλογές.
Την ίδια στιγμή ξαναφούντωσε η φιλολογία περί «μεγάλου συνασπισμού», αν απαιτηθεί από τις συνθήκες. Θυμίζουμε ότι τα σχετικά σενάρια είχαν φουντώσει κάποιους μήνες πριν τις εκλογές από μερίδα του αστικού Τύπου και είχαν τροφοδοτηθεί από δηλώσεις στελεχών και των δύο πόλων (ενδεικτικά αναφέρουμε τους Γεωργιάδη, Γλέζο, Βούτση). Αφού τα σενάρια αυτά υποχώρησαν την προεκλογική περίοδο για προφανείς λόγους τεχνητής όξυνσης της πόλωσης, επανήλθαν μετεκλογικά από τις δηλώσεις του Δ. Αβραμόπουλου. Επανειλημμένα έχουμε ξεκαθαρίσει ότι, στο βαθμό που τα κόμματα αστικής διαχείρισης εκφράζουν διαφορετικές εκδοχές της ίδιας αστικής στρατηγικής, πάντα θα υπάρχει χώρος –αν το απαιτήσουν οι ανάγκες υπεράσπισης της καπιταλιστικής οικονομίας κι εξουσίας– να βάλουν στην άκρη τις επιμέρους –έτσι κι αλλιώς– διαφορές τους. Αυτό εκφράζουν άλλωστε και οι συνεχόμενες αναφορές και στους δύο πόλους περί «ανάγκης υπερβάσεων κι ευρύτερων συναινέσεων», περί «ξεπεράσματος των ιδεολογικών αγκυλώσεων», περί «συνεργατικού κοινοβουλευτισμού» κλπ. 
Η πρόσφατη επικαιρότητα προσφέρει άλλωστε κι άλλα παραδείγματα προς επίρρωση των παραπάνω: Τη δημοσίευση στην «Αυγή» άρθρου του πρωτοκλασάτου στελέχους της «σημιτικής διακυβέρνησης» Ν. Χριστοδουλάκη που ταυτίζεται με βασικές πλευρές της διαχειριστικής πρότασης του ΣΥΡΙΖΑ, τις δηλώσεις του Α. Ανδριανόπουλου, βασικού θεωρητικού του νεοφιλελευθερισμού στην Ελλάδα (και πρώην βουλευτή των ΝΔ και ΠΑΣΟΚ) ότι «αυτό που αποτελεί πλέον πραγματικό κίνδυνο είναι οι συνέπειες μας αποτυχίας της Αριστεράς στην εξουσία» και της ανάγκης «να προσπαθήσουμε όλοι ώστε η Αριστερά να μην καταρρεύσει αργότερα» («Εφημερίδα των Συντακτών», 4.6.2014), τα βήματα προσέγγισης του Γ. Παπανδρέου προς το ΣΥΡΙΖΑ ο οποίος τάχτηκε ανοιχτά υπέρ της συνεργασίας των Ελιά, Ποτάμι, ΔΗΜΑΡ με το ΣΥΡΙΖΑ (συνέντευξη στην «Deutsche Welle») κλπ. Το ίδιο συμπέρασμα απορρέει και από αντίστοιχες εξελίξεις σε διεθνές επίπεδο, όπως η στήριξη από το ΣΥΡΙΖΑ του Γιούνκερ, επίλεκτο της Μέρκελ, για την προεδρία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής.
Τόσο από τη διεθνή κι ελληνική ιστορική πείρα όσο και από τις παραπάνω διεργασίες, αποδεικνύεται ότι οι κυβερνητικές βλέψεις, η εξυπηρέτηση των αναγκαιοτήτων του καπιταλισμού είναι ικανές να «χωνεύουν» όλες τις ιδεολογικές αναφορές, ότι το ρυάκι των διαφορών μεταξύ των κομμάτων της αστικής διαχείρισης είναι αρκετά ρηχό ώστε να μπορούν να το περνάνε με σχετική ευκολία όταν προκύπτουν οι κατάλληλες συνθήκες. 
Η παραπάνω κινητικότητα ξεδιπλώνεται στο έδαφος της προοπτικής του περάσματος της ελληνικής οικονομίας στη φάση της σχετικής σταθεροποίησης και στη συνέχεια της αναιμικής καπιταλιστικής ανάπτυξης. Φυσικά, η καπιταλιστική ανάπτυξη είναι ανάπτυξη για το κεφάλαιο και ως εκ τούτου προϋποθέτει το προχώρημα των καπιταλιστικών αναδιαρθρώσεων σε όλους τους τομείς. Ωστόσο ο καπιταλισμός δεν είναι «ίσιωμα», η κάθε φάση του οικονομικού κύκλου έχει τα δικά της ιδιαίτερα χαρακτηριστικά τα οποία επηρεάζουν και πλευρές της αστικής διαχείρισης και κατ’ επέκταση την αντιπαράθεση μεταξύ των διάφορων αστικών κομμάτων. 
Η αστική πολιτική προσπαθεί να υποβοηθήσει την επαναφορά στην καπιταλιστική ανάπτυξη –πέρα από την εξασφάλιση φθηνής εργατικής δύναμης– μέσω της πολύμορφης στήριξης των επιχειρηματικών ομίλων από τον κρατικό προϋπολογισμό, της δημοσιονομικής θωράκισης και της διαχείρισης της ακραίας φτώχειας. Ταυτόχρονα προσπαθεί να ενισχύσει κατά προτεραιότητα τους κλάδους εκείνους οι οποίοι μπορούν να λειτουργήσουν ως μοχλοί ανάπτυξης για ολόκληρη την καπιταλιστική οικονομία. Φυσικά όλα τα παραπάνω γίνονται σε συνθήκες ισχυρών αντιθέσεων μεταξύ καπιταλιστικών κρατών (οι οποίες, για παράδειγμα, επηρεάζουν τον τρόπο διαχείρισης του ελληνικού κρατικού χρέους), κλάδων (χαρακτηριστική ήταν η ανοιχτή αντιπαράθεση μεταξύ των καπιταλιστών στη βιομηχανία και τον τουρισμό στα τέλη του 2013), αλλά κι επιχειρήσεων στο πλαίσιο του κάθε κλάδου (για παράδειγμα, η αντιπαράθεση μεταξύ επιχειρήσεων κρουαζιέρας και ξενοδοχείων στον κλάδο του τουρισμού).
Οι παραπάνω προτεραιότητες, αλλά και αντιθέσεις, εκφράζονται και στους προσανατολισμούς, την επιχειρηματολογία και την αντιπαράθεση των αστικών κομμάτων τα οποία διαχειρίζονται ή επιδιώκουν να διαχειριστούν από κυβερνητικές θέσεις την παραπάνω κατάσταση. 
Οι ενδοαστικές αυτές αντιθέσεις εκφράζονται όμως και στο εσωτερικό του εργατικού κινήματος ως πίεση συμπαράταξης με τον έναν ή τον άλλο πόλο της αστικής διαχείρισης. Σημαντικός είναι εδώ ο ρόλος του ΚΚΕ στην αναχαίτιση αυτής της πίεσης, στην ενίσχυση της ανεξαρτησίας του εργατικού κινήματος απ’ όλες τις πτέρυγες της αστικής πολιτικής, στην ενίσχυση του αντικαπιταλιστικού του προσανατολισμού. 
Σύμμαχος του ΚΚΕ σε αυτήν την προσπάθεια είναι η ανάδειξη-εκλαΐκευση των νόμων κίνησης του καπιταλιστικού συστήματος, των αναγκαίων και ουσιωδών σχέσεων που διέπουν την οικονομία του, το εποικοδόμημά του, τη σχέση μεταξύ της οικονομίας και του εποικοδομήματός του. Μόνο στο βαθμό που η πολιτική ενός κομμουνιστικού κόμματος αναδεικνύει αυτούς τους –ανεξάρτητους από την πολιτική βούληση των τάξεων, των κομμάτων και των κυβερνήσεων– νόμους θα μπορεί πραγματικά να συμβάλλει αποτελεσματικά στον αντικαπιταλιστικό προσανατολισμό του εργατικού κινήματος. Μόνο έτσι θα συμβάλλει στον απεγκλωβισμό λαϊκών μαζών από την ουτοπία της δημιουργίας ή επιβολής ενός ανθρώπινου καπιταλισμού. Μόνο έτσι θα βοηθιούνται οι εργαζόμενοι να επεξεργαστούν βαθύτερα την εμπειρία που συσσωρεύουν, να φτάσουν στο συμπέρασμα ότι ο καπιταλισμός αποτελεί πολύ «στενό κορσέ» για τη ζωή τους. 
Αν το εργατικό κίνημα δε γνωρίζει σε κάποιο βαθμό και δεν προβάλλει μέσα από τη δράση του αυτούς τους νόμους και τα όρια που θέτουν για τις ζωές των εργαζομένων, τότε δεν μπορεί ν’ αντιπαλέψει την –έτσι κι αλλιώς– κυρίαρχη αστική ιδεολογία και πολιτική, την έκφρασή της στις γραμμές του. Αν δε γνωρίζεις άλλωστε τον αντίπαλό σου, δεν μπορείς σε καμία περίπτωση να τον πολεμήσεις με επάρκεια.
Με βάση αυτούς τους νόμους, με βάση τη σχέση οικονομίας - πολιτικής, επιχειρείται στο τρέχον τεύχος της ΚΟΜΕΠ να παρουσιαστούν οι εξελίξεις στο αστικό πολιτικό σύστημα όπως αποτυπώνονται μετά από τις πρόσφατες εκλογές. Με αυτήν την έννοια, το περιεχόμενο αυτού του τεύχους της ΚΟΜΕΠ αποτελεί ενότητα με αυτό του προηγούμενου, το οποίο ήταν αφιερωμένο στις οικονομικές εξελίξεις στο έδαφος των οποίων ξεδιπλώνεται και η αντίστοιχη κινητικότητα στη σφαίρα της πολιτικής. 
Στο άρθρο με τίτλο «Η αναμόρφωση του αστικού πολιτικού συστήματος στο φόντο των εκλογικών αποτελεσμάτων - Τα καθήκοντα του ΚΚ» δίνεται το οικονομικό υπόβαθρο που προκάλεσε αυτή την ανάγκη. Αναδεικνύονται οι τάσεις σε αυτό το κοινωνικο-οικονομικό υπόβαθρο, που δε διαμορφώθηκαν στις συνθήκες της οικονομικής καπιταλιστικής κρίσης αλλά προϋπήρχαν και υπόβοσκαν από τη δεκαετία του 1990. Το άρθρο εστιάζει στην ανάδειξη των τάσεων ως προς την αναμόρφωση του αστικού πολιτικού συστήματος, συγκρίνοντας τ’ αποτελέσματα των τριών εκλογών του Μάη 2014 μ’ εκείνα των δυο εκλογών, Μάη και Ιούνη του 2012. Επίσης αναφέρεται στο γενικό αποτέλεσμα των ευρωεκλογών, στο πώς στέκονται τα ΚΚ απέναντι σε αυτή τη διαδικασία, πώς βλέπουν την ΕΕ και τελικά τι καθήκοντα απορρέουν γι’ αυτά.
Η κρίση αυτή του δικομματικού συστήματος και η αντικατάστασή του από το λεγόμενο διπολισμό προσεγγίζεται ιστορικά και στο άρθρο με τίτλο «Η ιστορική πείρα και οι σύγχρονες εξελίξεις στο αστικό πολιτικό σύστημα». Το άρθρο αναδεικνύει τη διαφοροποίηση στον τρόπο με τον οποίο εκφράζονται διαχρονικά οι ενδοαστικές αντιθέσεις σε πολιτικό επίπεδο, ξεχωρίζοντας ταυτόχρονα τις αναλογίες και τις ομοιότητες μεταξύ των διαφορετικών περιόδων του ελληνικού αστικού κράτους. Μαζί με την παραπάνω ιστορική παράθεση εστιάζει και στα καθήκοντα του εργατικού κινήματος, έτσι ώστε να ξεπεράσει τους σκοπέλους των ενδοαστικών πολιτικών αντιπαραθέσεων και να συμβάλει στη διαμόρφωση της εργατικής πολιτικής συνείδησης. 
Το άρθρο με τίτλο «Για τις εξελίξεις στο χώρο της σοσιαλδημοκρατίας στην Ελλάδα» προσπαθεί να κωδικοποιήσει τη μεγάλη κινητικότητα στο χώρο, που εκφράζεται με μια πανσπερμία κομμάτων, εκλογικών σχηματισμών και κινήσεων. Οι θέσεις των παραπάνω σχημάτων παρουσιάζονται σε συνάρτηση τόσο με τις ιστορικές αναφορές της σοσιαλδημοκρατίας όσο και με τις σχετικές προσαρμογές που επιφέρει η αλλαγή των αναγκαιοτήτων του καπιταλισμού σε κάθε περίοδο. Οι εξελίξεις αυτές παρουσιάζονται ως απόρροια της κρίσης της σοσιαλδημοκρατίας, η οποία άγγιξε με σχετική καθυστέρηση –σε σχέση με την Ευρώπη– την ελληνική σοσιαλδημοκρατία.
Το άρθρο με τίτλο «Η ΑΝΤΑΡΣΥΑ στην πορεία αναμόρφωσης του αστικού πολιτικού συστήματος» προσπαθεί να παρουσιάσει τις επεξεργασίες εκείνες της ΑΝΤΑΡΣΥΑ και του ΝΑΡ που βρίσκονται πίσω από την ουσιαστική ανάδειξή τους σε εφεδρεία του ενός πόλου διεκδίκησης της αστικής διακυβέρνησης, σε «όχημα» «αγωνιστικής» ενσωμάτωσης εργαζομένων στο σύστημα. Ιδιαίτερη θέση στις παραπάνω επεξεργασίες έχει το λεγόμενο «Μεταβατικό Πρόγραμμα», το οποίο αξιοποιείται και ως βάση αναμόρφωσης του οπορτουνιστικού χώρου στο έδαφος του κενού που αφήνει η ανάδειξη του ΣΥΡΙΖΑ σε διεκδικητή της αστικής διακυβέρνησης.
Το άρθρο «100 χρόνια από την έναρξη του Α΄ Παγκόσμιου Ιμπεριαλιστικού Πολέμου. Διδάγματα για την εργατική τάξη και το επαναστατικό κίνημά της» αναδεικνύει τη δυσκολία του πολιτικού εργατικού κινήματος της εποχής, του σοσιαλδημοκρατικού κινήματος, να διατηρήσει σε συνθήκες πολέμου την ανεξαρτησία του από τις επιδιώξεις των αστικών τάξεων των διάφορων καπιταλιστικών κρατών. Η προδοσία της υπόθεσης της εργατικής τάξης από τη σοσιαλδημοκρατία στον πόλεμο αποτέλεσε άλλωστε και τη θρυαλλίδα της ρήξης στην οποία προχώρησαν τα επαναστατικά τμήματά της, με το σχηματισμό επαναστατικών κομμουνιστικών κομμάτων. Το άρθρο διατυπώνει και τα σχετικά διδάγματα για τη στάση της εργατικής τάξης και του κινήματός της σε συνθήκες ιμπεριαλιστικού πολέμου.
 Τέλος, στο παρόν τεύχος της ΚΟΜΕΠ δημοσιεύεται η Απόφαση της ΚΕ του ΚΚΕ για τις «Βασικές εκτιμήσεις και συμπεράσματα από τις ευρωεκλογές, τις δημοτικές και περιφερειακές εκλογές της 18ης και 25ης Μάη 2014», καθώς και τα Κομματικά Ντοκουμέντα της περιόδου από 2.5.2014 έως 18.6.2014 .