Το Διεθνές Δίκαιο της θάλασσας κομμένο και ραμμένο στα μέτρα των ενδοϊμπεριαλιστικών αντιθέσεων


της Μαρίνας Λαβράνου

Οι ραγδαίες εξελίξεις του τελευταίου διαστήματος, μέχρι και την ώρα που γράφονταν αυτές οι γραμμές, αποκαλύπτουν με τον πιο γλαφυρό τρόπο τα σχέδια συνδιαχείρισης και συνεκμετάλλευσης στο Αιγαίο, στην Ανατολική Μεσόγειο, που εξυφαίνονται από ΗΠΑ-ΝΑΤΟ και ΕΕ, με την ενεργό συμμετοχή των αστικών τάξεων Ελλάδας και Τουρκίας.

Τα σχέδια αυτά αποτελούν μέρος των συνολικότερων ανταγωνισμών που αποτυπώνονται στην ευρύτερη περιοχή για τον έλεγχο των ενεργειακών κοιτασμάτων, των αγωγών και των δρόμων μεταφοράς, στο πλαίσιο της συνολικότερης αντιπαράθεσης των ΗΠΑ-ΝΑΤΟ και ΕΕ με Ρωσία και Κίνα, καθώς και τους ανταγωνισμούς στο εσωτερικό του ΝΑΤΟ, αλλά και των ΗΠΑ και της ΕΕ.

Σε αυτό το πλαίσιο, έχει έρθει στο προσκήνιο η συζήτηση σχετικά με:

– Τις προκλητικές διεκδικήσεις της τουρκικής αστικής τάξης στο Αιγαίο και την Ανατολική Μεσόγειο,

– τις συνέπειες από την υπογραφή των συμφωνιών για οριοθέτηση Αποκλειστικής Οικονομικής Ζώνης (ΑΟΖ) / υφαλοκρηπίδας με Ιταλία και Αίγυπτο,

– τις αντιλήψεις, οι οποίες πότε αποθεώνουν το Διεθνές Δίκαιο ως πανάκεια αποτροπής πολεμικής εμπλοκής, σε απόσπαση από τους ιμπεριαλιστικούς ανταγωνισμούς, και πότε το παραμερίζουν ανάλογα με τις πολιτικές σκοπιμότητες κι επιδιώξεις,

– τη θέση ότι ΗΠΑ - ΝΑΤΟ - ΕΕ πρέπει να παρέμβουν και μπορούν να «εγγυηθούν» την ειρηνική επίλυση των διαφορών προς όφελος των λαών, να ανακόψουν την τουρκική επιθετικότητα.

Από τις εξελίξεις του τελευταίου διαστήματος, αλλά και από τη μελέτη του Δικαίου της Θάλασσας και της σχετικής νομολογίας, γίνεται φανερό ότι μόνο δεινά θα φέρουν στους λαούς τα όποια σχέδια συνεκμετάλλευσης και συνδιαχείρισης στο Αιγαίο, που θα διαμορφωθούν στη βάση ευρύτερης μοιρασιάς που γίνεται στην περιοχή στο πλαίσιο των ενδοϊμπεριαλιστικών ανταγωνισμών, όπως στη Λιβύη, και που θα αποτελέσουν και «υπόδειγμα» για περαιτέρω διεκδικήσεις και σχετικές συμφωνίες μεταξύ των αστικών κρατών.

Το ΚΚΕ εδώ και πολλά χρόνια τονίζει ότι η αντιπαράθεση δεν περιορίζεται ανάμεσα στις αστικές τάξεις Ελλάδας και Τουρκίας, αλλά είναι μέρος της συνολικότερης αντιπαράθεσης ιμπεριαλιστικών κέντρων με επίκεντρο τα ενεργειακά και άλλα ζητήματα στην ευρύτερη περιοχή. Γι’ αυτό και από την πρώτη στιγμή προειδοποίησε ότι τα σχέδια ΝΑΤΟ και ΕΕ για συνδιαχείριση και συνεκμετάλλευση συνδέονται με εκχωρήσεις κυριαρχικών δικαιωμάτων από την αστική τάξη της Ελλάδας. Η δε διεθνής πείρα επιβεβαιώνει ότι, όταν τίθεται ζήτημα αλλαγής συνόρων, αυτό αντικειμενικά φέρνει πιο κοντά τον κίνδυνο στρατιωτικής αναμέτρησης, ακόμα και αν προβάλλεται στο όνομα της αποτροπής της. Γι’ αυτό, ακόμα και ένα «θερ-
μό επεισόδιο», που εκ των προτέρων κανείς δεν μπορεί να προδιαγράψει την έκταση που αυτό θα πάρει, πιθανά να λειτουργήσει ενισχυτικά προκειμένου οι δύο χώρες να κάτσουν στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων για την εξεύρεση μιας «κοινά αποδεκτής» συμφωνίας, καταλήγοντας σε απαράδεκτους συμβιβασμούς για τα εργατικά και λαϊκά συμφέροντα.

Η επίσημη πολιτική του ΝΑΤΟ είναι η με κάθε τρόπο διατήρηση της Τουρκίας στους κόλπους του, για να αποφευχθεί η περαιτέρω ενίσχυση στην περιοχή της επιρροής της Ρωσίας, αλλά και της Κίνας. Δεν είναι τυχαίο ότι το Μάρτη του 2020 το υπουργείο Εξωτερικών των ΗΠΑ προχώρησε στην επικαιροποίηση της Έκθεσης για την Τουρκία που 
είχε δώσει στη δημοσιότητα τον Απρίλη του 2018. Η μόνη αλλαγή είναι ότι έχει προστεθεί η εκτίμηση ότι στόχος για τις ΗΠΑ είναι η επέκταση της «εποικοδομητικής συνεργασίας» (με την Τουρκία) και στη Λιβύη, με την επισήμανση ότι «η Τουρκία είναι ένας κρίσιμος συνεταίρος στην προώθηση της σταθερότητας και της πολιτικής λύσης στη Λιβύη»1.

Η δε προσπάθεια της τουρκικής αστικής τάξης για αλλαγή συνόρων στο Αιγαίο και την Ανατολική Μεσόγειο ξεδιπλώθηκε με σταθερότητα όλες τις προηγούμενες δεκαετίες και εντάθηκε τα τελευταία χρόνια με βάση τη στρατηγική για τη «Γαλάζια Πατρίδα», διευρύνοντας συνεχώς το πλαίσιο των διεκδικήσεών της. Οι διεκδικήσεις από πλευράς της τουρκικής αστικής τάξης εκφράζονται, εκτός από το ζήτημα της οριοθέτησης της υφαλοκρηπίδας στο Αιγαίο και την όψιμη αμφισβήτηση της ελληνικής υφαλοκρηπίδας στην Ανατολική Μεσόγειο που σχηματίζουν τα νησιά Καστελόριζο, Ρόδος, Κάρπαθος, Κάσος και Κρήτη, με την αμφισβήτηση του κυριαρχικού δικαιώματος της Ελλάδας να επεκτείνει την αιγιαλίτιδα ζώνη μέχρι τα 12 ναυτικά μίλια, θεωρώντας το «αιτία πολέμου», με την αμφισβήτηση της ελληνικής κυριαρχίας επί νησιών του Ανατολικού Αιγαίου, μέσω της θεωρίας των «γκρίζων ζωνών», την αμφισβήτηση συνολικά των θαλάσσιων συνόρων σε όλο το Ανατολικό Αιγαίο. Αντίστοιχα αποτυπώνονται στις απαιτήσεις για αποστρατιωτικοποίηση των νησιών του Ανατολικού Αιγαίου, στην αμφισβήτηση του εύρους του ελληνικού εθνικού εναέριου χώρου στα 10 μίλια, των αρμοδιοτήτων εντός του FIR (Περιοχή Πληροφοριών Πτήσεων) Αθηνών που ασκεί η Ελλάδα βάσει αποφάσεων του Διεθνούς Οργανισμού Πολιτικής Αεροπορίας (ICAO), των αρμοδιοτήτων της Ελλάδας εντός της περιοχής ευθύνης της για θέματα έρευνας και διάσωσης.

Σε αυτό το πλαίσιο, η τουρκική αστική τάξη επιδιώκει την ακύρωση ή/ και επαναδιαπραγμάτευση διακρατικών συμφωνιών που είναι σε ισχύ για δεκαετίες, όπως η Συνθήκη της Λοζάνης, ενώ πολλαπλασίασε τις παραβιάσεις από το τούρκικο Πολεμικό Ναυτικό και την Αεροπορία, αξιοποίησε τις μεταναστευτικές και προσφυγικές ροές ως μοχλό πίεσης, υπέγραψε το παράνομο Σύμφωνο Τουρκίας-Λιβύης που εξαφανίζει κυριαρχικά δικαιώματα της Ελλάδας νότια της Κρήτης και των Δωδεκανήσων, παραχώρησε άδειες για έρευνες σε τουρκικές πετρελαϊκές εταιρίες εντός της ελληνικής και της κυπριακής υφαλοκρηπίδας. Τα δε γεγονότα με το Oruc Reis συνεπάγονται αναβάθμιση όχι απλά της τουρκικής επιθετικότητας, αλλά και δημιουργία τετελεσμένων, έμπρακτης αμφισβήτησης των κυριαρχικών δικαιωμάτων της Ελλάδας στη συγκεκριμένη περιοχή.

Την ίδια στιγμή, η αστική τάξη της Ελλάδας, διαμέσου της κυβέρνησης και του συνόλου των αστικών κομμάτων, ισχυρίζεται ότι μέσα στο πλαίσιο του ΝΑΤΟ και της ΕΕ οι διαπραγματεύσεις ή/ και η προσφυγή στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης μπορούν να εξασφαλίσουν τη διατήρηση της ειρήνης στην ευρύτερη περιοχή. Διαχρονικά οι ελληνικές αστικές κυβερνήσεις και το σύνολο των αστικών κομμάτων ακολουθούσαν τακτική εφησυχασμού απέναντι στις κλιμακούμενες τουρκικές διεκδικήσεις, εξωράιζαν το ρόλο λυκοσυμμαχιών όπως το ΝΑΤΟ και η ΕΕ, αθώωναν τις ευθύνες των ΗΠΑ, άλλων ιμπεριαλιστικών οργανισμών που υπέθαλπαν αυτές τις διεκδικήσεις στο πλαίσιο της «εθνικής στρατηγικής» και της συνακόλουθης εκχώρησης κυριαρχικών δικαιωμάτων μέσω της «συνεκμετάλλευσης» στο Αιγαίο και την ευρύτερη περιοχή. Αντίστοιχα, προχωρούσαν συστηματικά στην αναβάθμιση του ρόλου της αστικής τάξης της Ελλάδας ως «πυλώνα σταθερότητας» στην περιοχή, ως «κόμβου» για τη μεταφορά εμπορευμάτων και υπηρεσιών, για τη διέλευση αγωγών, ως «εύφορου εδάφους» για εξορύξεις, επενδύσεις κ.ο.κ., ως «πολύτιμου εταίρου» για τους ιμπεριαλιστικούς οργανισμούς, με τις αμερικανοΝΑΤΟϊκές βάσεις να φυτρώνουν σαν τα μανιτάρια, ως «υπεύθυνης δύναμης», που θεωρεί την Τουρκία σύμμαχο-μέλος στο ΝΑΤΟ και συμφωνεί με την παραμονή της στο ευρω-
ΝΑΤΟϊκό στρατόπεδο, αρθρώνοντας κατά καιρούς ορισμένες ενστάσεις.

Και γι’ αυτόν το σκοπό επιστρατεύονται πάσης φύσεως ακαδημαϊκοί, αναλυτές, δημοσιογράφοι, πανεπιστήμια και ινστιτούτα, με την επίκληση στο Διεθνές Δίκαιο να αξιοποιείται συστηματικά για την προβολή αστικών κρατών και ιμπεριαλιστικών οργανισμών ως «φιλειρηνικών», που δήθεν υπερασπίζονται το Διεθνές Δίκαιο και κινούνται στις κατευθύνσεις του. Συμβάλλει στην καλλιέργεια και άλλων ψεύτικων διαχωριστικών γραμμών, μεταξύ των «φιλειρηνικών», «δημοκρατικών» δυνάμεων, που σέβονται το Διεθνές Δίκαιο, και των «φιλοπόλεμων», «ολοκληρωτικών», που το παραβιάζουν.

Συνειδητά αποκρύπτεται ότι οι διακρατικές συμφωνίες μεταξύ των ιμπεριαλιστικών κρατών διατηρούνται ανάλογα με την εξέλιξη του συσχετισμού δύναμης στη βάση της ανισόμετρης ανάπτυξης και του ανελέητου ανταγωνισμού. Συνειδητά αποκρύπτεται ότι το Διεθνές Δίκαιο και τα δικαστήρια μπορούν να συμβάλλουν στην αθώωση των ιμπεριαλιστικών εγκλημάτων και στην ενίσχυση της ποινικοποίησης της κομμουνιστικής ιδεολογίας και δράσης, κάθε ριζοσπαστικής σκέψης και πάλης των λαών.

Το παρόν άρθρο στοχεύει, φωτίζοντας το νομικό πλαίσιο της διαπάλης, να συμβάλει στην καλύτερη παρακολούθηση και μελέτη των εξελίξεων και της τάσης τους, ώστε να κατανοούνται συγκεκριμένα οι επικίνδυνοι αστικοί σχεδιασμοί, να αναδεικνύονται οι κίνδυνοι που κυοφορούν για τους λαούς. Να φωτιστεί και από αυτήν την πλευρά ότι η ιμπεριαλιστική ειρήνη είναι η άλλη όψη του ιμπεριαλιστικού πολέμου, με την εργατική τάξη και το λαό να υπόκεινται σε όλο και μεγαλύτερες θυσίες και βάσανα. Ότι σε κάθε πατρίδα υπάρχουν δύο πατρίδες, από τη μια η πατρίδα της αστικής τάξης, και από την άλλη η πατρίδα της μεγάλης πλειοψηφίας, της εργατικής τάξης και των συμμάχων της. Και την εδαφική ακεραιότητα αυτής της πατρίδας θα υπερασπιστούν οι εργαζόμενοι και τα λαϊκά στρώματα, αν χρειαστεί, κόντρα στις αστικές τάξεις, τις ιμπεριαλιστικές ενώσεις και τους σχεδιασμούς τους. Γι’ αυτό και με το άρθρο επιδιώκεται:

– Να φωτιστούν βασικές έννοιες του Δικαίου της Θάλασσας (αιγιαλίτιδα ζώνη, ΑΟΖ, υφαλοκρηπίδα, ανοιχτή θάλασσα, στενά διεθνούς ναυσιπλοΐας) και της διαδικασίας οριοθέτησης (γραμμές βάσης, καθεστώς των νήσων κλπ.).

– Να αναδειχτεί η προσαρμογή των αποφάσεων των διεθνών δικαστηρίων για τις οριοθετήσεις των θαλάσσιων ζωνών στον κάθε φορά συσχετισμό δύναμης μεταξύ των αντιτιθέμενων ιμπεριαλιστικών συμφερόντων.

– Να δοθούν κωδικοποιημένα οι διεκδικήσεις της τουρκικής αστικής τάξης με τα βασικά αντεπιχειρήματα από πλευράς της ελληνικής αστικής τάξης.

– Να επισημανθούν τα βασικά σημεία σχετικά με τις εξελίξεις για την οριοθέτηση θαλάσσιων ζωνών στην Ανατολική Μεσόγειο και τους κινδύνους που αυτές συνεπάγονται για τους λαούς της περιοχής (ΤουρκοΛιβυκό Σύμφωνο, Συμφωνία Ελλάδας-Ιταλίας για ΑΟΖ/υφαλοκρηπίδα, Συμφωνία Ελλάδας-Αιγύπτου για ΑΟΖ, εξελίξεις με Κυπριακή ΑΟΖ κ.ο.κ.).

 

Α. ΒΑΣΙΚΕΣ ΕΝΝΟΙΕΣ ΤΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ ΤΗΣ ΘΑΛΑΣΣΑΣ ΚΑΙ Η ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ

Το Διεθνές Δίκαιο της Θάλασσας αποτελεί το σύνολο των αρχών, των συμβατικών και των εθιμικών κανόνων που διέπουν τις σχέσεις των κρατών σχετικά με τις χρήσεις της θάλασσας, συμπεριλαμβανομένου του θαλάσσιου υπεδάφους, καθώς και την εκμετάλλευση των θαλάσσιων πόρων. Αναπτύσσεται στη βάση των γενικών αρχών του Διεθνούς Δικαίου, συγκεκριμένων συνθηκών (Σύμβαση της Γενεύης για την υφαλοκρηπίδα του 1958, Σύμβαση για το Δίκαιο της Θάλασσας του 1982 κλπ.), αλλά και της σχετικής νομολογίας (των αποφάσεων ή γνωμοδοτήσεων διεθνών δικαστηρίων και διαιτητικών οργάνων).

Η κωδικοποίηση του Δικαίου της Θάλασσας μέσω της Σύμβασης για το Δίκαιο της Θάλασσας, που υπογράφηκε το 1982, αποτελεί το πιο μακροσκελές κείμενο στην ιστορία των κωδικοποιητικών διεθνών συνθηκών. Αποτυπώνει δε χαρακτηριστικά τη συνθετότητα των ανταγωνισμών των αστικών κρατών γύρω από τα ζητήματα της εκμετάλλευσης των θαλασσών, αφού, ενώ η 1η Συνδιάσκεψη των Ηνωμένων Εθνών για το Δίκαιο της Θάλασσας συνήλθε το 1958, η 3η Συνδιάσκεψη ήταν τελικά εκείνη που κατέληξε σε κοινή απόφαση και διήρκεσε από το Δεκέμβρη του 1973 έως τον Απρίλη του 1982. Όμως, άφησε ανοιχτό το Μέρος ΧΙ της Σύμβασης που περιέχει τις ρυθμίσεις για την εκμετάλλευση του βυθού των θαλασσών πέρα από τα όρια της εθνικής κυριαρχίας, γιατί οι ρυθμίσεις, όπως προβλέπονταν αρχικά στη Σύμβαση, συναντούσαν την αντίδραση των ισχυρών καπιταλιστικών κρατών. Έτσι, μόλις το 1994 η Σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών για το Δίκαιο της Θάλασσας (στο εξής: Σύμβαση ΔΘ) τέθηκε σε ισχύ, αφού προέβλεπε ότι, για να τεθεί σε ισχύ, έπρεπε να επικυρωθεί από 60 κράτη τουλάχιστον και αφού υιοθετήθηκε «η Συμφωνία της Νέας Υόρκης» ειδικά για το Μέρος ΧΙ, που προσαρτήθηκε στη Σύμβαση ΔΘ.

Σημειώνουμε ότι οι ΗΠΑ, ενώ υπέγραψαν τη Σύμβαση ΔΘ, δεν την έχουν επικυρώσει ακόμα και άρα δε θεωρούνται συμβαλλόμενο κράτος-μέλος2. Επίσης η Τουρκία είναι από τα λίγα πλέον κράτη που δε συμμετέχουν στη Σύμβαση (167 κράτη και η ΕΕ μέχρι στιγμής την έχουν υπογράψει). Γι’ αυτό και οι σχέσεις μεταξύ ενός κράτους συμβαλλόμενου στη Σύμβαση ΔΘ και ενός κράτους μη συμβαλλόμενου (Τουρκία) τυπικά διέπονται από τους γενικούς κανόνες του Δικαίου της Θάλασσας, από τυχόν πολυμερείς συμβάσεις που τα δεσμεύουν, καθώς και από τις μεταξύ τους διεθνείς πράξεις.

Σύμφωνα με τη Σύμβαση ΔΘ και με το Διεθνές Δίκαιο γενικά, οι θαλάσσιες και υποθαλάσσιες ζώνες διακρίνονται με βάση ένα «πραγματικό» (γεωγραφικό) και ένα νομικό κριτήριο. Το «πραγματικό» κριτήριο αφορά την απόσταση μιας θαλάσσιας περιοχής από την ακτή και το νομικό είναι η αρμοδιότητα που απονέμει το Διεθνές Δίκαιο στα κράτη για τη δεδομένη περιοχή. Αντίστοιχα, απαραίτητο στοιχείο για τον προσδιορισμό του εύρους των θαλάσσιων ζωνών είναι η οριοθέτηση της εσωτερικής γραμμής βάσης.

Εσωτερική γραμμή βάσης είναι η νοητή ή φυσική γραμμή που αποτελεί το σύνολο των σημείων κατά μήκος της ακτογραμμής από τα οποία θα μετρηθούν τα εξωτερικά όρια της αιγιαλίτιδας ζώνης, τα όρια της εξωτερικής γραμμής βάσης. Υπάρχουν τρεις μέθοδοι προσδιορισμού των γραμμών βάσης, που στηρίζονται στη μορφολογία των ακτών και ορίζονται ως κανονικές γραμμές βάσης3.

Επιπλέον, προβλέπεται και η περίπτωση χάραξης ευθείας γραμμής βάσης, σύμφωνα με ορισμένους κανόνες. Χαράσσεται δηλαδή μια νοητή γραμμή η οποία ενώνει διάφορα σημεία της φυσικής ακτογραμμής. Ως ευθεία γραμμή νοείται η γραμμή της συντομότερης απόστασης μεταξύ των δύο σημείων.

Ανάμεσα στα κράτη που έχουν υιοθετήσει ευθείες γραμμές χάραξης είναι η Τουρκία, η Ιταλία και η Λιβύη. Στην πράξη, τα κράτη που έχουν εφαρμόσει το σύστημα αυτό έχουν προχωρήσει σε μια ιδιαίτερα ελαστική εφαρμογή των κανόνων χάραξης, που στηρίζεται και στις ιδιαίτερα γενικές και ασαφείς διατυπώσεις του Δικαίου της Θάλασσας (π.χ. δεν προβλέπεται ανώτατο όριο μήκους των ευθειών γραμμών βάσης, ούτε προσδιορίζεται η μέγιστη επιτρεπτή απόσταση των νησιών που αποτελούν «συστάδα νήσων», τόσο από την ακτή όσο και μεταξύ τους)4.

Η Ελλάδα δεν έχει υιοθετήσει ευθείες γραμμές βάσης, αλλά με βάση τον ΑΝ 230/1936 για τη μέτρηση του εύρους της αιγιαλίτιδας ζώνης χρησιμοποιείται η κανονική γραμμή βάσης. Εκτιμάται ότι μια τυπική εφαρμογή του συστήματος των ευθειών γραμμών στην Ελλάδα επαυξάνει την ελληνική αιγιαλίτιδα ζώνη κατά 5% (με ορισμένους μελετητές να ανεβάζουν την αύξηση αυτή ακόμα και στο 25%).

Στο Χάρτη 1 που ακολουθεί δίνονται με γραφική αναπαράσταση οι θαλάσσιες και υποθαλάσσιες ζώνες, ενώ, στη συνέχεια, στον πίνακα δίνονται κωδικοποιημένα τα βασικά τους χαρακτηριστικά.

 

2020-4-5-Lavr-1

Επισημαίνουμε εξαρχής ότι υπάρχει νομική διαφορά στους όρους κυριαρχία και κυριαρχικό δικαίωμα στο Διεθνές Δίκαιο. Με τον όρο κυριαρχία αποτυπώνεται η «αποκλειστική δικαιοδοσία», που στο Διεθνές Δίκαιο σημαίνει ότι το κράτος έχει τον πλήρη έλεγχο των υποθέσεών του εντός των ορίων του δίχως να λογοδοτεί για τον τρόπο που ασκεί τον έλεγχο αυτό. Ο όρος κυριαρχικό δικαίωμα δημιουργείται ως έννοια το 1953 από την Επιτροπή Διεθνούς Δικαίου για να γεφυρώσει τη βρετανική άποψη περί «κυριαρχίας» και την αμερικανική περί «δικαιοδοσίας και ελέγχου». Τα κυριαρχικά δικαιώματα έχουν τα εξής χαρακτηριστικά: α) Είναι αποκλειστικά και, ακόμη και αν δεν ασκηθούν από το παράκτιο κράτος, δεν μπορούν να ασκηθούν από τρίτο χωρίς τη συναίνεσή του. β) Υπάρχουν από τότε που υφίσταται η κυριαρχία στο παράκτιο έδαφος (άρα είναι παράγωγα της κυριαρχίας). γ) Αφορούν την εξερεύνηση και εκμετάλλευση των φυσικών πόρων, καθώς και μια σειρά συναφή δικαιώματα του παράκτιου κράτους, όπως το δικαίωμα των γεωτρήσεων και της τοποθέτησης τεχνητών νήσων, εγκαταστάσεων και άλλων κατασκευών στην υφαλοκρηπίδα.

Επομένως, σε ό,τι αφορά τις θαλάσσιες ζώνες, κυριαρχία του παράκτιου κράτους αναγνωρίζεται εντός των ορίων της αιγιαλίτιδας ζώνης του (εξ ου και ο όρος χωρικά ύδατα, όπως αλλιώς ονομάζονται). Κυριαρχικά δικαιώματα του παράκτιου κράτους αναγνωρίζονται εντός της ΑΟΖ και της υφαλοκρηπίδας του. Τα κυριαρχικά δικαιώματα επί της υφαλοκρηπίδας υπάρχουν άσχετα από το αν το κράτος τα ασκεί ή όχι, και δε χρειάζονται ανακήρυξη. Αντίθετα, τα κυριαρχικά δικαιώματα επί της ΑΟΖ αρχίζουν να υφίστανται από τη στιγμή που αυτή θα κηρυχτεί.

Ο νομικός διαχωρισμός μεταξύ των εννοιών κυριαρχία και κυριαρχικά δικαιώματα συνεπάγεται ότι τα κυριαρχικά δικαιώματα που αναγνωρίζονται αποκλειστικά στο παράκτιο κράτος είναι για συγκεκριμένα ζητήματα και όχι για κάθε ζήτημα, όπως στο πλαίσιο της άσκησης της κυριαρχίας. Σε κάθε περίπτωση επισημαίνουμε, ειδικά για τα κυριαρχικά δικαιώματα επί της υφαλοκρηπίδας (αλλά και επί της ΑΟΖ από τη στιγμή που αυτή θα κηρυχτεί), ότι πρόκειται για δικαιώματα που αναγνωρίζονται σε κάθε παράκτιο κράτος και σχετίζονται άρρηκτα με τα δεδομένα σύνορά του. Επομένως, ο συγκριμένος νομικός διαχωρισμός δεν επιτρέπει καμία υποβάθμιση της σημασίας των κυριαρχικών δικαιωμάτων κάθε κράτους.

 

2020-4-5-Lavr-pin1

 

ΑΙΓΙΑΛΙΤΙΔΑ ΖΩΝΗ

Αιγιαλίτιδα Ζώνη (ή χωρική θάλασσα ή χωρικά ύδατα) είναι η θαλάσσια ζώνη η οποία εκτείνεται πέρα από την ξηρά και από τα εσωτερικά ύδατα, επί της οποίας το παράκτιο κράτος έχει πλήρη κυριαρχία, όπως ακριβώς στο χερσαίο έδαφος. Η αιγιαλίτιδα ζώνη περιλαμβάνει το βυθό, το υπέδαφος, καθώς και τον υπερκείμενο εναέριο χώρο. Το Διεθνές Δίκαιο καθορίζει ανώτατο όριο εύρους της στα 12 ν.μ. Στη Μεσόγειο τα περισσότερα κράτη έχουν υιοθετήσει αιγιαλίτιδα ζώνη 12 ν.μ. με εξαίρεση τη Συρία (που έχει θεσπίσει ζώνη 35 ν.μ.), την Ελλάδα (με αιγιαλίτιδα ζώνη 6 ν.μ. με βάση τον ΑΝ του 1936) και την Τουρκία (με 6 ν.μ. στο Αιγαίο και με 12 ν.μ. στη Μαύρη Θάλασσα, ήδη από το 1964).

Η κυριαρχία του παράκτιου κράτους στην αιγιαλίτιδα ζώνη του είναι πλήρης, με την έννοια ότι δεν περιορίζεται σε ορισμένα μόνο δικαιώματα, αλλά περιλαμβάνει το σύνολο των αρμοδιοτήτων (νομοθετική, δικαιοδοτική, εκτελεστική) για το σύνολο των δυνατών δράσεων. Ωστόσο το Διεθνές Δίκαιο της Θάλασσας περιορίζει την πλήρη αυτή κυριαρχία με το θεσμό της αβλαβούς διέλευσης των αλλοδαπών πλοίων.

Το δικαίωμα της αβλαβούς διέλευσης συνίσταται στη διέλευση πλοίων τρίτων κρατών μέσα από τα χωρικά ύδατα παράκτιου κράτους χωρίς την προηγούμενη συγκατάθεσή του, προβλέποντας ορισμένη νομοθετική αρμοδιότητα του παράκτιου κράτους (όπως, π.χ., η χάραξη θαλάσσιων διαδρόμων). «Διέλευση» σημαίνει συνεχής και ταχεία ναυσιπλοΐα μέσα από την αιγιαλίτιδα ζώνη με σκοπό το διάπλου αυτής χωρίς είσοδο στα εσωτερικά ύδατα ή προσορμισμό σε αγκυροβόλιο ή σε λιμενικές εγκαταστάσεις. Ενώ «αβλαβής» ορίζεται όταν το αλλοδαπό πλοίο δεν επιχειρεί ενέργειες οι οποίες στρέφονται κατά της ειρήνης, της ασφάλειας και της δημόσιας τάξης του παράκτιου κράτους. Στο παράκτιο κράτος αναγνωρίζεται ποινική και αστική δικαιοδοσία έναντι του πλοίου τρίτου κράτους που παραβιάζει το καθεστώς της αβλαβούς διέλευσης.

Στο άρθρο 19 της Σύμβασης ΔΘ απαριθμούνται οι δραστηριότητες εντός της αιγιαλίτιδας ζώνης που συνιστούν παραβίαση της «αβλαβούς» διέλευσης κι επιτρέπουν στο παράκτιο κράτος να λάβει μέτρα και να εκδιώξει το αλλοδαπό πλοίο από τα χωρικά του ύδατα.5 Αναστολή του δικαιώματος της αβλαβούς διέλευσης επιτρέπεται εφόσον είναι προσωρινή, εφαρμόζεται σε καθορισμένες περιοχές της αιγιαλίτιδας ζώνης, είναι απαραίτητη για την ασφάλεια του παράκτιου κράτους, αφορά όλα τα αλλοδαπά πλοία.

 

Η περίπτωση της Ελλάδας

Η Ελλάδα αποτελεί μοναδική περίπτωση στο Διεθνές Δίκαιο, με την εξής έννοια: Έχει δικαίωμα να επεκτείνει την αιγιαλίτιδα ζώνη στα 12 ν.μ., την έχει οριοθετήσει, μέχρι στιγμής, στα 6 ν.μ., και ταυτόχρονα έχει οριοθετήσει εναέριο χώρο στα 10 ν.μ. (ΠΔ 6ης/18ης Σεπτέμβρη 1931, ΦΕΚ Α΄325), με την αιτιολογία της δυνατότητας επέκτασης της αιγιαλίτιδας ζώνης στα 12 ν.μ., παρόλο που κατά κανόνα δε νοείται κυριαρχία επί του αέρος χωρίς αντίστοιχη κυριαρχία επί του εδάφους ή επί της θάλασσας.

Ορισμένα σημεία της ελληνικής επικράτειας απέχουν από αλλοδαπές ακτές απόσταση μικρότερη από 24 ναυτικά μίλια, και άρα δεν μπορούν να οριοθετηθούν οι αιγιαλίτιδες ζώνες των απέναντι ακτών στα 12 ναυτικά μίλια η καθεμία. Τα σημεία αυτά είναι από τη μια μεριά το βορειοανατολικό στενό της Κέρκυρας σε σχέση με την Αλβανία και από την άλλη οι ανατολικές ακτές των νησιών του Ανατολικού Αιγαίου σε σχέση με την Τουρκία. Μέχρι στιγμής συμφωνία οριοθέτησης δεν υπάρχει ούτε με την Αλβανία, ούτε με την Τουρκία. Και στις δύο αυτές περιπτώσεις, προκειμένου να οριοθετηθούν τα θαλάσσια σύνορα, εφαρμόζεται ο κανόνας της μέσης γραμμής, κάθε σημείο της οποίας βρίσκεται σε ίση απόσταση από τα εγγύτερα σημεία των γραμμών βάσης από τα οποία μετράται το εύρος της αιγιαλίτιδας ζώνης των αντίστοιχων κρατών.

Ειδική ρύθμιση ισχύει για την αιγιαλίτιδα ζώνη ορισμένων από τις νήσους της Δωδεκανήσου, που η ακτή τους απέχει ελάχιστα από τις τουρκικές ακτές, και το εύρος της αιγιαλίτιδας ζώνης μπορεί να είναι μικρότερο και από 6 ναυτικά μίλια. Οι ρυθμίσεις αυτές είναι αποτέλεσμα διμερών και διεθνών συνθηκών που υπογράφηκαν πριν και μετά το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο (Συμφωνία 4ης Γενάρη 1932 μεταξύ Ιταλίας και Τουρκίας, Πρακτικό της 28ης Δεκέμβρη 1932 μεταξύ Ιταλίας και Τουρκίας, Συνθήκη Ειρήνης των Παρισίων του 1947).

 

Το ζήτημα της επέκτασης των ορίων της αιγιαλίτιδας ζώνης

Με δεδομένο ότι το ανώτατο επιτρεπτό εύρος της αιγιαλίτιδας ζώνης καθορίζεται από το άρθρο 3 της Σύμβασης ΔΘ στα 12 ναυτικά μίλια, η Ελλάδα δικαιούται να επεκτείνει την αιγιαλίτιδα ζώνη της μέχρι το ανώτατο αυτό επιτρεπτό όριο. Με το Νόμο 2321/1995 η Ελλάδα επικύρωσε τη Σύμβαση ΔΘ και στο άρθρο 2 διατύπωνε ρητά το δικαίωμα επέκτασης στα 12 ν.μ. και παρείχε την εξουσιοδότηση για την έκδοση των σχετικών προεδρικών διαταγμάτων.

Η δυνατότητα αυτή καθορίζεται επίσης από το εθιμικό Δίκαιο και, μάλιστα, το γεγονός ότι το όριο των 12 ν.μ. αποτελεί κανόνα του εθιμικού δικαίου, το έχει αναγνωρίσει και η Τουρκία ήδη από το 1956 με ρηματική διακοίνωση στον ΟΗΕ, και το εφάρμοσε με την επέκταση της αιγιαλίτιδας ζώνης της στα 12 ν.μ. στη Μαύρη Θάλασσα.

Η επέκταση, σύμφωνα με το Διεθνές Δίκαιο, μπορεί να γίνει με μονομερή γνωστοποιητέα εσωτερική πράξη και να καλύπτει όλες τις θαλάσσιες περιοχές της Ελλάδας, δηλαδή, δε χρειάζεται προηγούμενη συμφωνία με τα παράκτια κράτη της περιοχής για την επέκταση της αιγιαλίτιδας ζώνης της Ελλάδας. Βέβαια, ειδικά για τις περιοχές όπου η απόσταση με τις αντικείμενες ακτές είναι μικρότερη των 24 ν.μ. απαιτείται προηγούμενη συμφωνία για την οριοθέτηση της αιγιαλίτιδας ζώνης, αλλά, όταν αυτή δεν υπάρχει, επιτρέπεται μονομερώς η επέκταση μέχρι τη μέση γραμμή. Ο Ν. Κοτζιάς κατά την αποχώρησή του από το υπουργείο Εξωτερικών, τον Οκτώβρη του 2018, δήλωνε ότι είναι έτοιμα προς υπογραφή τα σχετικά διατάγματα, ενώ ο Κ. Μητσοτάκης, κατά τη συζήτηση στη Βουλή για τις Συμφωνίες Ελλάδας - Ιταλίας και Ελλάδας - Αιγύπτου, εξήγγειλε την επέκταση της αιγιαλίτιδας ζώνης στα 12ν.μ. στην περιοχή του Ιονίου.

Με απόφαση της τουρκικής Βουλής από το 1995, η επέκταση της ελληνικής αιγιαλίτιδας ζώνης θεωρείται «αιτία πολέμου». Από την άλλη, επέκταση της αιγιαλίτιδας ζώνης μόνο σε ένα τμήμα της επικράτειας και όχι στο σύνολό της μπορεί να ερμηνευτεί, κυρίως από την πλευρά της Τουρκίας, ως αποδοχή από την ελληνική πλευρά της ύπαρξης «γκρίζων ζωνών» στο Αιγαίο. Πρέπει να συνυπολογίσουμε επίσης ότι η Συμφωνία Ελλάδας-Ιταλίας, μεταξύ άλλων, έχει δημιουργήσει το εξής «προηγούμενο»: Η ελληνική πλευρά έχει συμφωνήσει στη διατήρηση των δικαιωμάτων του ιταλικού αλιευτικού στόλου στη θαλάσσια περιοχή μεταξύ των 6 και των 12 ν.μ., όπως αυτά ίσχυαν όταν η συγκεκριμένη περιοχή τελούσε υπό το καθεστώς της ανοιχτής θάλασσας, πριν τη Συμφωνία. Αυτό σημαίνει ότι η ελληνική πλευρά έχει αποδεχτεί την εκχώρηση κυριαρχικών δικαιωμάτων –σίγουρα ως προς τα δικαιώματα στην αλιεία– για το τμήμα που θα προστεθεί στην ελληνική αιγιαλίτιδα ζώνη.

Γίνεται φανερό λοιπόν ότι η επέκταση της αιγιαλίτιδας ζώνης από μόνη της δεν μπορεί να λειτουργήσει υπέρ των λαϊκών συμφερόντων, ούτε φυσικά συνιστούν «πατριωτικό καθήκον» κι «επιθετική διπλωματία» προς όφελος του λαού οι σχετικές εξαγγελίες. Ενδεχομένως μπορεί να αποτελέσει λόγο όξυνσης των ανταγωνισμών και των αντιθέσεων, να πυροδοτήσει νέες εντάσεις και απειλές ιμπεριαλιστικού πολέμου, καθώς μπλέκεται στο κουβάρι των αντιθέσεων και των ανταγωνισμών των αστικών τάξεων, κρατών και κυβερνήσεων και είναι μέρος των ενδιαφερόντων και σχεδιασμών των ΗΠΑ, του ΝΑΤΟ και της ΕΕ, γενικότερα των ιμπεριαλιστικών συμμαχιών.

 

2020-4-5-Lavr-2

 

Στενά Διεθνούς Ναυσιπλοΐας

Η επέκταση της αιγιαλίτιδας ζώνης στα 12 ν.μ. θα επιδράσει και στα «διεθνή στενά», όπως λέγονται τα θαλάσσια περάσματα στα οποία ισχύει το καθεστώς του «πλου διέλευσης». Η σημερινή διαμόρφωση του ελληνικού θαλάσσιου χώρου, με βάση αιγιαλίτιδα ζώνη των 6 μιλίων, επιτρέπει την ύπαρξη μεγάλου αριθμού στενών6.

Ένα θαλάσσιο στενό, προκειμένου να υπαχθεί στο συγκεκριμένο ειδικό νομικό καθεστώς, θα πρέπει να ανήκει στην αιγιαλίτιδα ζώνη παράκτιου κράτους, να συνδέει ορισμένες θαλάσσιες ζώνες, όπως ανοιχτή θάλασσα ή ΑΟΖ με ανοιχτή θάλασσα ή ΑΟΖ, ανοιχτή θάλασσα με αιγιαλίτιδα ζώνη τρίτου κράτους, να είναι χρήσιμο στη διεθνή ναυσιπλοΐα. Οι οριστικές ρυθμίσεις για το καθεστώς στα στενά αποτελούν προϊόν συμβιβασμού μεταξύ των κρατών που υποστήριζαν ότι στα διεθνή στενά πρέπει να ισχύει το καθεστώς της αβλαβούς διέλευσης, και εκείνων που υποστήριζαν ότι από τα διεθνή στενά η διέλευση θα πρέπει να είναι παντελώς ελεύθερη, χωρίς περιορισμούς. Έτσι, καθιερώθηκε ένας νέος θεσμός, ο «πλους διέλευσης», που αποσυνδέει το καθεστώς και τις ρυθμίσεις διέλευσης στα στενά από το θεσμό της αβλαβούς διέλευσης που ισχύει στην αιγιαλίτιδα ζώνη.

Ως «πλους διέλευσης» νοείται η άσκηση της ελευθερίας της ναυσιπλοΐας και της υπερπτήσης με σκοπό το συνεχή και ταχύ διάπλου των διεθνών στενών. Ο διάπλους αυτός πρέπει να είναι απρόσκοπτος, να μην παρεμποδίζεται δηλαδή ή να διακόπτεται από το παράκτιο κράτος, ούτε για λόγους ασφαλείας. Η Σύμβαση ΔΘ προβλέπει ότι όλα τα πλοία, τόσο τα εμπορικά όσο και τα κρατικά/πολεμικά, απολαμβάνουν το δικαίωμα του πλου διέλευσης. Τα υποβρύχια μπορούν να διέλθουν μόνο εν καταδύσει, ενώ στα πολεμικά πλοία επιτρέπεται η είσοδος στα διεθνή στενά χωρίς υποχρέωση προηγούμενης ειδοποίησης και τους δίνεται η δυνατότητα να διαπλέουν χωρίς να υπόκεινται στο ενδεχόμενο διακοπής της πορείας τους από την παρέμβαση του παράκτιου κράτους.

Αναγνωρίζονται ορισμένα δικαιώματα στα παράκτια κράτη σε σχέση με τα πλοία και αεροσκάφη που ασκούν το δικαίωμα του πλου διέλευσης. Μπορούν να νομοθετούν αρχικά: α) Για την ασφάλεια της ναυσιπλοΐας και τη ρύθμιση της θαλάσσιας κυκλοφορίας, β) για την αποφυγή, μείωση, και έλεγχο της ρύπανσης, γ) για την παρεμπόδιση της αλιείας, συμπεριλαμβανομένης της στοίβασης αλιευτικού εξοπλισμού επί αλιευτικών σκαφών και δ) τη φόρτωση ή εκφόρτωση οποιουδήποτε εμπορεύματος, χρημάτων ή προσώπων, κατά παράβαση της παράκτιας τελωνειακής, δημοσιονομικής, μεταναστευτικής ή υγειονομικής νομοθεσίας. Σε σχέση με την άσκηση αστικής ή ποινικής δικαιοδοσίας η Σύμβαση δεν αναφέρεται ρητά, οπότε γίνεται δεκτό ότι ισχύουν αναλογικά οι σχετικές διατάξεις περί αβλαβούς διέλευσης στην αιγιαλίτιδα ζώνη. Επίσης τα παράκτια κράτη έχουν το δικαίωμα να προσδιορίζουν θαλάσσιους διαδρόμους και να καθορίζουν σχέδια διαχωρισμού κυκλοφορίας για τη ναυσιπλοΐα σε στενά, όπου αυτό είναι αναγκαίο για την ασφαλή διέλευση των πλοίων.

Αντίστοιχα, τόσο τα παράκτια κράτη όσο και τα πλοία και τα αεροσκάφη κατά την άσκηση του δικαιώματος πλου διέλευσης υπόκεινται σε συγκεκριμένες υποχρεώσεις. Τα παράκτια κράτη οφείλουν να εξασφαλίζουν τον απρόσκοπτο πλου διέλευσης, να δίνουν τη δέουσα δημοσιότητα για οποιονδήποτε κίνδυνο για τη ναυσιπλοΐα ή την υπερπτήση στο στενό, καθώς και να συνεργάζονται με τα κράτη που χρησιμοποιούν το στενό για ζητήματα ασφάλειας ή/και αποτροπής της ρύπανσης. Τα πλοία και τα αεροσκάφη οφείλουν να διέρχονται ή να υπερίπτανται των στενών χωρίς καθυστέρηση, να απέχουν από την απειλή ή χρήση βίας εναντίον της κυριαρχίας, της εδαφικής ακεραιότητας ή της πολιτικής ανεξαρτησίας των παράκτιων στα στενά κρατών κ.ο.κ., καθώς και να συμμορφώνονται με τους γενικώς αποδεκτούς κανονισμούς σχετικά με την ασφάλεια στη θάλασσα, όπως και τους κανόνες εναέριας κυκλοφορίας. Σε περίπτωση που παραβιαστούν τα παραπάνω, τότε το κράτος της σημαίας του πλοίου θα φέρει διεθνώς ευθύνη για οποιοδήποτε απώλεια ή βλάβη που μπορεί να έχει προκληθεί στα παράκτια κράτη. Τέλος, για τη διενέργεια θαλάσσιας επιστημονικής έρευνας και υδρογραφικών εργασιών κατά τη διάρκεια του πλου διέλευσης απαιτείται η προηγούμενη άδεια του παράκτιου κράτους.

Στο καθεστώς των Στενών Διεθνούς Ναυσιπλοΐας δεν περιλαμβάνονται: α) Τα στενά που διέπονται από το καθεστώς της αβλαβούς διέλευσης, είτε όταν πρόκειται για στενά που ενώνουν την αιγιαλίτιδα ζώνη ενός κράτους με τμήμα της ανοιχτής θάλασσας ή με την ΑΟΖ άλλου κράτους, είτε όταν πρόκειται για στενά που σχηματίζονται από το ηπειρωτικό έδαφος ενός κράτους και ενός νησιού που του ανήκει, εφόσον υπάρχει ανοιχτά του νησιού δυνατότητα πλου μέσα από την ανοιχτή θάλασσα ή από ΑΟΖ, παρόμοιας καταλληλότητας. Το δικαίωμα αβλαβούς διέλευσης μέσα από τις παραπάνω κατηγορίες στενών δεν επιτρέπεται να ανασταλεί ούτε για λόγους ασφαλείας. β) Στενά που διέπονται από ειδικό καθεστώς (π.χ. τα Στενά των Δαρδανελίων7, το Στενό του Γιβραλτάρ, τα Στενά του Μαγγελάνου, στη Νότια Αμερική που ενώνουν τον Ατλαντικό με τον Ειρηνικό Ωκεανό, τα Στενά της Δανίας που συνδέουν τη Βαλτική με τη Βόρεια Θάλασσα, τα Στενά της Μάλαγα στη Μαλαισία). γ) Ορισμένες διώρυγες που εξυπηρετούν τη διεθνή ναυσιπλοΐα, οι οποίες υπάγονται σε ειδικό διεθνές καθεστώς σχετικά με την ακώλυτη ναυτιλιακή χρήση τους (όπως η Διώρυγα του Σουέζ, η Διώρυγα του Παναμά και η Διώρυγα του Κιέλου).

 

ΑΝΟΙΧΤΗ ΘΑΛΑΣΣΑ

Στο καθεστώς της ανοιχτής θάλασσας (ή αλλιώς «διεθνή ύδατα») υπάγονται τα ύδατα και ο αντίστοιχος εναέριος χώρος των θαλάσσιων περιοχών που βρίσκονται πέρα από το εξωτερικό όριο της αιγιαλίτιδας ζώνης ή, στην περίπτωση που το παράκτιο κράτος έχει υιοθετήσει ΑΟΖ, πέρα από το εξωτερικό όριο της ΑΟΖ. Όσον αφορά το έδαφος και το υπέδαφος της ανοιχτής θάλασσας, υπάγονται είτε στην υφαλοκρηπίδα του δεδομένου παράκτιου κράτους είτε στην Περιοχή (δηλαδή στο διεθνή βυθό).

Τα διεθνή ύδατα διέπονται από την αρχή της ελευθερίας των θαλασσών, που περιλαμβάνει, μεταξύ άλλων:

α) Την ελευθερία της ναυσιπλοΐας, δηλαδή την ελεύθερη κυκλοφορία πλοίων που φέρουν τη σημαία δεδομένου κράτους, το οποίο ασκεί αποκλειστική αρμοδιότητα, δηλαδή έχει συγκεκριμένες υποχρεώσεις και δικαιώματα ως «κράτος σημαίας». Η απονομή της εθνικότητας στο πλοίο επιφέρει τις εξής έννομες συνέπειες: i) Το πλοίο υπόκειται στην ανοιχτή θάλασσα στην αποκλειστική αρμοδιότητα του κράτους σημαίας, ii) δεν μπορεί να αλλάξει σημαία κατά τη διάρκεια του πλου ή κατά την προσέγγιση σε λιμάνι, εκτός από την περίπτωση της πραγματικής μεταβίβασης της ιδιοκτησίας ή αλλαγής νηολογίου, iii) το κράτος σημαίας είναι το μόνο που νομιμοποιείται να ασκήσει διπλωματική προστασία υπέρ του πλοίου, iv) για το κράτος σημαίας δημιουργούνται μια σειρά διοικητικές υποχρεώσεις.

β) Την ελευθερία της αλιείας, όπου τίθενται δύο βασικοί περιορισμοί στην κατεύθυνση της διατήρησης των ζώντων πόρων της ανοιχτής θάλασσας, καθορισμού επιτρεπτού όγκου αλιεύματος και άλλων μέτρων προστασίας, διατήρησης και αποκατάστασης των αποθεμάτων των αλιευόμενων ειδών, προστασίας των θαλάσσιων θηλαστικών, αλλά και ρύθμισης για τα «αλληλοεπικαλυπτόμενα» αποθέματα.

γ) Δικαίωμα σε όλα τα αεροσκάφη, στρατιωτικά και πολιτικά, υπερπτήσης στην ανοιχτή θάλασσα. Γι’ αυτό, στο πλαίσιο της Σύμβασης του Σικάγου το 1944 για τη Διεθνή Πολιτική Αεροπορία αναγνωρίζονται ορισμένες αρμοδιότητες ελέγχου σε επίγεια κέντρα και ως προς την πτήση πάνω από την ανοιχτή θάλασσα. Η Ελλάδα με το κέντρο των Αθηνών ελέγχει και συντονίζει τις πτήσεις που διέρχονται σε μια περιοχή, η οποία περιλαμβάνει συνοπτικά την αιγιαλίτιδα ζώνη της Ελλάδας, καθώς και τα διεθνή ύδατα του Αιγαίου, του Λιβυκού Πελάγους, τμήματος της Ανατολικής Μεσογείου και του Ιονίου Πελάγους.

δ) Την τοποθέτηση υποβρύχιων καλωδίων και αγωγών, με την επιφύλαξη των διατάξεων που αφορούν την υφαλοκρηπίδα (βλ. παρακάτω), ενώ η Σύμβαση ΔΘ προβλέπει και συγκεκριμένες υποχρεώσεις για τα κράτη που τα τοποθετούν.

ε) Την τοποθέτηση τεχνητών νήσων και άλλων εγκαταστάσεων, υπό την επιφύλαξη των διατάξεων για την υφαλοκρηπίδα (βλ. παρακάτω).

στ) Την επιστημονική έρευνα. Όλα τα κράτη και οι διεθνείς οργανισμοί έχουν το δικαίωμα να διεξάγουν θαλάσσια επιστημονική έρευνα πέρα από το εξωτερικό όριο της ΑΟΖ, δηλαδή σε περιοχές της ανοιχτής θάλασσας. Δεν περιλαμβάνεται η αρχαιολογική έρευνα ή η μελέτη της εκμετάλλευσης των ζώντων πόρων, αλλά η φυσική ωκεανογραφία, η θαλάσσια βιολογία και η θαλάσσια γεωφυσική και γεωλογία.

Προβλέπονται βέβαια και περιορισμοί στην άσκηση των παραπάνω ελευθεριών, όπως η υποχρεωτική συνεκτίμηση των συμφερόντων των άλλων κρατών και η χρήση αποκλειστικά για ειρηνικούς σκοπούς, ενώ απαγορεύεται τυπικά η απειλή και χρήση βίας «κατά της εδαφικής ακεραιότητας και της πολιτικής ανεξαρτησίας οποιουδήποτε κράτους». Βέβαια, τα ναυτικά στρατιωτικά γυμνάσια δεν απαγορεύονται από τη Σύμβαση ΔΘ, με την αιτιολογία ότι αποτελούν μία από τις παραδοσιακές χρήσεις της ανοιχτής θάλασσας, με δεδομένους ορισμένους περιορισμούς όπως η γενική υποχρέωση για αποχή από την απειλή ή χρήση βίας κατά της εδαφικής ακεραιότητας οποιουδήποτε κράτους.

Εκτός του γενικού κανόνα της αποκλειστικής αρμοδιότητας του κράτους σημαίας υπάρχει η εξαίρεση της οικουμενικής δικαιοδοσίας στην ανοιχτή θάλασσα. Αυτή συνεπάγεται αρμοδιότητα όλων των κρατών, χωρίς να εξετάζεται κατά πόσον ή όχι υπάρχει σύνδεσμος αρμοδιότητας προς ορισμένο κράτος, ειδικά για περιπτώσεις διάπραξης ορισμένων εγκλημάτων τα οποία αποκαλούνται «διεθνή», όπως η πειρατεία, η γενοκτονία, το δουλεμπόριο, καθώς και ορισμένα εγκλήματα πολέμου. Φυσικά, στο όνομα της καταπολέμησης των «διεθνών» εγκλημάτων παίρνονται και μέτρα περαιτέρω καταστολής, που μπορούν να στραφούν κατά του εργατικού-λαϊκού κινήματος. Όπως, για παράδειγμα, η Σύμβαση της Ρώμης της 10ης Μάρτη 1988 για την Καταστολή Παράνομων Πράξεων Κατά της Ασφάλειας της Θαλάσσιας Ναυσιπλοΐας, με την οποία συμπεριλαμβάνονται στις κολαστέες πράξεις και οι οριζόμενες ως «τρομοκρατικές» (με το δεδομένο εύρος που έχει ως ορισμός).

Τέλος, στη Σύμβαση ΔΘ προβλέπεται και έκτακτη δικαιοδοσία ορισμένων κρατών σε ζητήματα όπως το δικαίωμα νηοψίας και το δικαίωμα συνεχούς καταδίωξης. Ιδιαίτερη σημασία έχει το δικαίωμα νηοψίας, το οποίο δίνει τη δυνατότητα σε πολεμικό πλοίο να παρέμβει στην ελεύθερη ναυσιπλοΐα αλλοδαπών πλοίων, για λόγους νόμιμης άμυνας. Αντίστοιχα, συνεχής καταδίωξη στο Δίκαιο της Θάλασσας είναι η νόμιμη καταδίωξη ενός αλλοδαπού πλοίου στην ανοιχτή θάλασσα, λόγω παραβίασης των νόμων του παράκτιου κράτους που διαπράχτηκε μέσα σε θαλάσσιες ζώνες της δικαιοδοσίας του. Συνεχής καταδίωξη μπορεί να υπάρχει στο χερσαίο έδαφος, στη θάλασσα και στον αέρα.

Παρά τις διακηρύξεις του Διεθνούς Δικαίου για «ειρηνική χρήση» της ανοιχτής θάλασσας, η πραγματικότητα αποτυπώνει την ελευθερία στη χρήση της για πολεμικούς-στρατιωτικούς σκοπούς (που φυσικά δεν κατονομάζονται ως τέτοιοι) και που, σε συνδυασμό με τις παραπάνω ελευθερίες, καθιστά πιο εμφανές και το γιατί εκφράζονται μεγάλες αντιθέσεις στην υπαρκτή τάση περιορισμού του καθεστώτος της ανοιχτής θάλασσας.8

 

ΥΦΑΛΟΚΡΗΠΙΔΑ

Σύμφωνα με το άρθρο 76 παρ. 1 της Σύμβασης ΔΘ, η υφαλοκρηπίδα του παράκτιου κράτους αποτελείται «από το θαλάσσιο βυθό και το υπέδαφός του που εκτείνεται πέραν της χωρικής του θάλασσας καθ’ όλη την έκταση της φυσικής προέκτασης του χερσαίου εδάφους, μέχρι του εξωτερικού ορίου του υφαλοπλαισίου ή σε μια απόσταση 200 ναυτικών μιλίων από τις γραμμές βάσης από τις οποίες μετράται το πλάτος της χωρικής θάλασσας, όπου το εξωτερικό όριο του υφαλοπλαισίου δεν εκτείνεται μέχρι αυτήν την απόσταση».

Τη δεκαετία του ’40, και στη βάση της θεαματικής ανάπτυξης της τεχνολογίας σχετικά με την άντληση πετρελαίου και μεταλλευμάτων από περιοχές με μεγαλύτερο βάθος, πέρα από την αιγιαλίτιδα ζώνη, οι ΗΠΑ, προκειμένου να κατοχυρωθούν τα δικαιώματά τους στο ζήτημα της εκμετάλλευσης του βυθού, εξέδωσαν, στις 28 Σεπτέμβρη 1945, Διακήρυξη με τίτλο: «Πολιτική των Ηνωμένων Πολιτειών σχετικά με τους φυσικούς πόρους του υπεδάφους και του θαλάσσιου βυθού της υφαλοκρηπίδας». Θεωρείται η ιστορική αφετηρία της νομικής ρύθμισης της υφαλοκρηπίδας, στη βάση της αντίληψης ότι θεμέλιο του δικαιώματος της εκμετάλλευσης αποτελεί η γεωλογική εγγύτητα του παράκτιου κράτους, η φυσική προέκταση του χερσαίου εδάφους δηλαδή στο βυθό· αντίληψη που επιβεβαιώθηκε από την 1η Συνδιάσκεψη των ΗΕ για το Δίκαιο της Θάλασσας, το 1958, οπότε και υπογράφτηκε η Σύμβαση της Γενεύης για την Υφαλοκρηπίδα που καθιέρωσε το νομικό ορισμό, την έννοια των κυριαρχικών δικαιωμάτων του παράκτιου κράτους, ως αποκλειστικών δικαιωμάτων έρευνας και εκμετάλλευσης, καθώς και τα συναφή δικαιώματα. Οι διατυπώσεις της Σύμβασης της Γενεύης διατηρήθηκαν στη Σύμβαση του ΟΗΕ για το Δίκαιο της Θάλασσας το 1982.

Σύμφωνα λοιπόν με τη Σύμβαση ΔΘ, τα κυριαρχικά δικαιώματα του παράκτιου κράτους στην υφαλοκρηπίδα: α) Είναι αποκλειστικά, υπό την έννοια ότι το παράκτιο κράτος έχει το δικαίωμα να ρυθμίζει, να επιτρέπει και να πραγματοποιεί το ίδιο θαλάσσια επιστημονική έρευνα επί της υφαλοκρηπίδας, ενώ τα τρίτα κράτη μπορούν να αναλάβουν τέτοιες δραστηριότητες μόνο με τη συναίνεσή του (άρθρο 77 παρ. 2) και β) δεν εξαρτώνται από την πραγματική ή ιδεατή κατοχή ή απ’ οποιαδήποτε ρητή διακήρυξη (άρθρο 77 παρ. 3). Αυτό σημαίνει ότι υπάρχουν χωρίς να απαιτείται άσκησή τους ή ανακήρυξη της υφαλοκρηπίδας.

Τέλος, ως προς τα συναφή δικαιώματα: α) Το παράκτιο κράτος έχει το αποκλειστικό δικαίωμα να επιτρέπει και να ρυθμίζει τις γεωτρήσεις στην υφαλοκρηπίδα «για όλους τους σκοπούς» (δηλαδή όχι μόνο για έρευνα και εκμετάλλευση, αλλά, για παράδειγμα, και για τη διάνοιξη αγωγών), β) έχει το αποκλειστικό δικαίωμα να τοποθετεί και να ασκεί δικαιοδοσία σε εγκαταστάσεις για την εκμετάλλευση των φυσικών πόρων (εξέδρες, δεξαμενές αποθήκευσης κλπ.) και να καθιερώνει ζώνες ασφαλείας 500 μέτρων γύρω από τις εγκαταστάσεις αυτές, χωρίς να παρεμποδίζει βέβαια τη χρήση θαλάσσιων οδών απαραίτητων για τη διεθνή ναυσιπλοΐα, γ) έχει το δικαίωμα να εκμεταλλεύεται τους πόρους της υφαλοκρηπίδας μέσω υπόγειων σηράγγων. Σε περίπτωση που οι έρευνες τελικά διενεργούνται από τρίτο κράτος, το παράκτιο κράτος έχει δικαίωμα να συμμετάσχει σε αυτές και να λάβει γνώση των αποτελεσμάτων τους.

Σύμφωνα δε με τη Σύμβαση ΔΘ, η άσκηση των κυριαρχικών δικαιωμάτων δεν πρέπει να παραβιάζει ή να παρενοχλεί αδικαιολόγητα τη ναυσιπλοΐα ή άλλα δικαιώματα και ελευθερίες τρίτων κρατών. Το άρθρο 79 της Σύμβασης ΔΘ προβλέπει ότι όλα τα κράτη έχουν δικαίωμα να τοποθετούν υποβρύχια καλώδια και αγωγούς χωρίς να παρεμποδίζονται από το παράκτιο κράτος. Το παράκτιο κράτος όμως μπορεί να λαμβάνει πρόσφορα μέτρα ώστε η τοποθέτηση ή η συντήρησή τους να μην παρεμποδίζει τα δικαιώματά του στην έρευνα κι εκμετάλλευση της υφαλοκρηπίδας. Και φυσικά, το παράκτιο κράτος έχει τη γενική υποχρέωση να αποτρέπει τη ρύπανση του θαλάσσιου περιβάλλοντος από τη δραστηριότητα που αναπτύσσει.

 

ΑΠΟΚΛΕΙΣΤΙΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΖΏΝΗ ΚΑΙ ΖΩΝΗ ΑΛΙΕΙΑΣ

Ως ΑΟΖ ορίζεται η πέραν και παρακείμενη της αιγιαλίτιδας ζώνης θαλάσσια περιοχή, το πλάτος της οποίας μπορεί να φτάσει τα 200 μίλια από τις γραμμές βάσης από τις οποίες μετράται το εύρος της αιγιαλίτιδας ζώνης. Μέσα στην ΑΟΖ το παράκτιο κράτος ασκεί συγκεκριμένες αρμοδιότητες, κυρίως για οικονομικούς σκοπούς.9 Η ΑΟΖ εισήχθη ως νομική έννοια με τη Σύμβαση ΔΘ, ενώ προϋπήρχε ως καθεστώς η Ζώνη Αλιείας. Συγκρίνοντας τις δύο έννοιες, με την τάση βέβαια να είναι η σταδιακή απορρόφηση της αλιευτικής ζώνης από την ΑΟΖ, επισημαίνουμε: α) Στην αλιευτική ζώνη τα δικαιώματα του παράκτιου κράτους είναι «ειδικά» και αφορούν αποκλειστικά την αλιεία, οπότε ουσιαστικά παραμένει η ζώνη αλιείας τμήμα της ανοιχτής θάλασσας. Αντίθετα, η ΑΟΖ έχει ευρύτερο περιεχόμενο και αποτελεί ξεχωριστή κατηγορία, sui generis. β) Στην κλασική αλιευτική ζώνη το παράκτιο κράτος δεν έχει συμβατικές δεσμεύσεις για την αναγνώριση δικαιωμάτων αλιείας σε τρίτα κράτη και για τη διατήρηση των αλιευτικών αποθεμάτων, όπως συμβαίνει με την ΑΟΖ.

Το παράκτιο κράτος μέσα στην ΑΟΖ ασκεί κυριαρχικά δικαιώματα για την έρευνα και την εκμετάλλευση των πόρων της ΑΟΖ, ζώντων ή μη, των υδάτων, του βυθού της θάλασσας, καθώς και για την εξερεύνηση και οικονομική εκμετάλλευση υδάτων, ρευμάτων και υπερκείμενων της θάλασσας ανέμων για την παραγωγή ενέργειας. Υποχρεούται δε, να φροντίζει για τη διατήρηση των ζώντων πόρων, να κάνει την καλύτερη δυνατή εκμετάλλευσή τους και να τους προστατεύει.

Έχει επίσης δικαιοδοσία για τη λήψη όλων των απαραίτητων μέτρων για την προστασία και διατήρηση του θαλάσσιου περιβάλλοντος, τη θαλάσσια επιστημονική έρευνα και την εγκατάσταση τεχνητών νήσων ή άλλων κατασκευών. Στο παράκτιο κράτος αναγνωρίζεται αποκλειστική δικαιοδοσία και σχετικά με την τελωνειακή, δημοσιονομική, υγειονομική, μεταναστευτική νομοθεσία και τη νομοθεσία σε θέματα ασφαλείας, αλλά και αρμοδιότητα καθορισμού ζωνών ασφαλείας γύρω από τις εγκαταστάσεις / τεχνητές νήσους (κατά κανόνα δεν μπορούν να υπερβαίνουν τα 500 μέτρα), όπως και στην υφαλοκρηπίδα.

Από τη Σύμβαση ΔΘ προβλέπονται και άλλα δικαιώματα για το παράκτιο κράτος, όπως η καθιέρωση συνορεύουσας ζώνης και το δικαίωμα της συνεχούς καταδίωξης. Τέλος, έχει ευρύτατη ποινική δικαιοδοσία για την εφαρμογή της νομοθεσίας του σχετικά με την άσκηση των κυριαρχικών δικαιωμάτων (δυνατότητα επιβίβασης στα αλλοδαπά πλοία, επιθεώρησης, σύλληψης και κίνησης της σχετικής δικαστικής διαδικασίας), με δεδομένους συγκεκριμένους περιορισμούς [π.χ. ότι τα μέτρα αυτά αφορούν υπεράσπιση των κυριαρχικών δικαιωμάτων του για τους ζώντες οργανισμούς στην ΑΟΖ και όχι για τους μη ζώντες φυσικούς πόρους (υδρογονάνθρακες κλπ.)].

Από την άλλη μεριά, και τα τρίτα κράτη μέσα στην ΑΟΖ απολαμβάνουν τις ελευθερίες της ναυσιπλοΐας και της υπερπτήσης, της τοποθέτησης υποβρύχιων καλωδίων και αγωγών και άλλες διεθνείς νόμιμες χρήσεις της θάλασσας, συναφείς με αυτές τις ελευθερίες. Επίσης, εάν το παράκτιο κράτος δεν εκμεταλλεύεται τους ζώντες φυσικούς πόρους στην ΑΟΖ, τα τρίτα κράτη αποκτούν το δικαίωμα να τους εκμεταλλευτούν εκείνα, με συγκεκριμένες υποχρεώσεις, δικαιώματα και σχέσεις που δημιουργούνται. Ειδικές ρυθμίσεις υπάρχουν και για τα «αναπτυσσόμενα» (όπως αναφέρονται στη Σύμβαση ΔΘ) περίκλειστα και γεωγραφικώς μειονεκτούντα κράτη, που τους δίνεται η δυνατότητα να συμμετέχουν έπειτα από συμφωνία με τα παράκτια και άλλα ενδιαφερόμενα κράτη.10

 

Ειδικά για την οριοθέτηση Αποκλειστικών Οικονομικών Ζωνών στη Μεσόγειο

Πρέπει να επισημάνουμε ότι, δεδομένης της μορφολογίας της Μεσογείου, για κάθε χώρα απαιτείται συμφωνία οριοθέτησης με τα γειτονικά κράτη για την κήρυξη ΑΟΖ. Και αυτό, διότι σε κανένα σημείο οι ακτές δύο αντικείμενων χωρών δεν απέχουν πάνω από 400 ναυτικά μίλια (200 ν.μ για την ΑΟΖ της μιας χώρας και 200 ν.μ. για την ΑΟΖ της άλλης). Υπολογίζεται έτσι ότι απαιτούνται περίπου 32 διμερείς συμφωνίες για την πλήρη οριοθέτηση της Μεσογείου, ενώ, εάν υιοθετούνταν ΑΟΖ στο μέγιστο δυνατό πλάτος, θα εξαφανιζόταν πλήρως η ανοιχτή θάλασσα. Με βάση τα παραπάνω, και στη βάση των ευρύτερων ανταγωνισμών, μέχρι το 2000 η συντριπτική πλειοψηφία των χωρών της περιοχής δεν είχε προχωρήσει στην ανακήρυξη ΑΟΖ.

Η κατάσταση άρχισε να αλλάζει και λόγω της πιθανολόγησης για μεγάλα κοιτάσματα υδρογονανθράκων και φυσικού αερίου στην ευρύτερη λεκάνη της Ανατολικής Μεσογείου (για την εκμετάλλευση των οποίων αρκεί σε μεγάλο βαθμό και μόνη η οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας). Ως αποτέλεσμα, η Κύπρος κατέληξε σε συμφωνία για την κήρυξη ΑΟΖ με την Αίγυπτο το 2003, το 2010 με Ισραήλ και Λίβανο, δημιουργώντας ΑΟΖ συνολικής έκτασης άνω των 70.000 τετραγωνικών χιλιομέτρων, η οποία κατατμείται σε 13 θαλάσσια οικόπεδα. ΑΟΖ έχουν κηρύξει και η Αίγυπτος, το Ισραήλ και ο Λίβανος.11

 

2020-4-5-Lavr-3

 

Η Τουρκία πριν την υπογραφή του «μνημονίου κατανόησης» με τη Λιβύη το Νοέμβρη του 2019, δυνάμει του οποίου έχει ξεκινήσει η νομική διαδικασία με στόχο την οριοθέτηση της τουρκικής ΑΟΖ στη Μεσόγειο, είχε καθιερώσει ΑΟΖ μόνο στη Μαύρη Θάλασσα. Η ανακήρυξη ΑΟΖ με βάση τη διμερή Συμφωνία Τουρκίας-Λιβύης αγνοεί πλήρως την ελληνική υφαλοκρηπίδα νοτίως της γραμμής Κρήτης - Καρπάθου - Ρόδου - Καστελόριζου, αποκόπτοντας γεωγραφικά μια θαλάσσια περιοχή η οποία αποτελεί το δυτικό τμήμα μίας ενιαίας ζώνης που στα ανατολικά της τέμνεται με τις ΑΟΖ της Κύπρου και της Αιγύπτου. Η Ελλάδα, από την άλλη, δεν έχει προχωρήσει σε ανακήρυξη ΑΟΖ, προβλέπει μόνο νομοθετικά το πώς αυτή θα προσδιοριστεί εφόσον κηρυχτεί (άρ. 156, παρ. 1, Ν. 4011/2011)12.

Σε κάθε περίπτωση, η κατεύθυνση και από πλευράς ΕΕ είναι να προχωρήσουν οι ανακηρύξεις ΑΟΖ στη Μεσόγειο. Είναι χαρακτηριστική μελέτη της Ευρωπαϊκής Επιτροπής το 2013, που σημείωνε ότι «η θέσπιση θαλάσσιων ζωνών, συμπεριλαμβανομένων των ΑΟΖ, στη Μεσόγειο θα μπορούσε να ωφελήσει τη Γαλάζια Ανάπτυξη και τις γενικότερες πρωτοβουλίες βιωσιμότητας», ότι μπορεί να υπάρξει ανάπτυξη στους τομείς «γαλάζιας ενέργειας, υδατοκαλλιέργειες, θαλάσσιος, παράκτιος τουρισμός και κρουαζιέρες, θαλάσσιοι ορυκτοί πόροι και γαλάζια βιοτεχνολογία». Όπως σημειωνόταν στη σχετική έκθεση, «αυτοί οι οικονομικοί κλάδοι μπορούν να εξασφαλίζουν συνολική ακαθάριστη προστιθέμενη αξία περίπου 500 δισ. ευρώ το χρόνο» και «να συμβάλουν στην οικονομική ανάκαμψη της Ευρώπης».

Οι παραπάνω εξελίξεις συνδέονται και με την Οδηγία 2014/89 της ΕΕ περί θεσπίσεως πλαισίου για το θαλάσσιο χωροταξικό σχεδιασμό. Η Οδηγία εισάγει ως ορόσημο γι’ αυτόν το σκοπό την 31η Μάρτη 2021. Μέχρι εκείνη την ημερομηνία όλα τα κράτη-μέλη έχουν υποχρέωση να εκδώσουν θαλάσσια χωροταξικά σχέδια στις θαλάσσιες ζώνες τους, μετά από διαβούλευση με τις τοπικές κοινωνίες και αφού συνομιλήσουν με τα γειτονικά κράτη, «με απώτερο σκοπό την αποτελεσματική περιβαλλοντική προστασία της θάλασσας». Επομένως η Ελλάδα έχει πλέον υποχρέωση από το Ευρωπαϊκό Δίκαιο, προκειμένου να σχεδιάσει την ολοκληρωμένη προστασία του περιβάλλοντος, της αλιείας, του πολιτιστικού και φυσικού πλούτου των θαλασσών με ορίζοντα τουλάχιστον δεκαετίας, να δηλώσει ποια είναι τα χωρικά της ύδατα, πού θα οριοθετηθούν η υφαλοκρηπίδα και η ΑΟΖ της, με λεπτομερείς χάρτες για όλες τις θαλάσσιες ζώνες. Αν δεν προσδιοριστούν μέχρι τότε οι θαλάσσιες ζώνες της Ελλάδας, μπορεί να θεωρηθεί ως παραδοχή ότι το Αιγαίο είναι μια «ειδική» θάλασσα, όπου η Σύμβαση ΔΘ έχει μόνο μερική εφαρμογή, όπως ισχυρίζεται η Τουρκία.

 

2020-4-5-Lavr-4

 

Οι βασικές διαφορές υφαλοκρηπίδας και ΑΟΖ

Με βάση τα παραπάνω, γίνεται φανερό ότι υπάρχουν σαφείς διαφορές στις νομικές έννοιες της υφαλοκρηπίδας και της ΑΟΖ, με τη δεύτερη να είναι εξέλιξη της πρώτης, στο έδαφος των οικονομικών εξελίξεων με την αλματώδη ανάπτυξη της τεχνολογίας. Η διαφορά των δύο θεσμών είναι σημαντική. Τα κυριαρχικά δικαιώματα του παράκτιου κράτους στην υφαλοκρηπίδα υπάρχουν εξαρχής και εκ των πραγμάτων (δηλαδή δεν απαιτούν κήρυξη ή άσκησή τους), ενώ τα κυριαρχικά δικαιώματα στην ΑΟΖ αναγνωρίζονται μόνο από τη στιγμή που το παράκτιο κράτος την ανακηρύξει. Επομένως, η μη ανακήρυξη ΑΟΖ από πλευράς Ελλάδας δεν περιορίζει τα κυριαρχικά δικαιώματά της στον υποθαλάσσιο χώρο (βυθό και υπέδαφος), τα οποία είναι κατοχυρωμένα από το καθεστώς της υφαλοκρηπίδας. Γι’ αυτό και η παραμονή του τουρκικού σεισμογραφικού Oruc Reis εντός των ορίων της ελληνικής υφαλοκρηπίδας συνιστά έμπρακτη αμφισβήτηση των κυριαρχικών δικαιωμάτων της Ελλάδας.

Αντίστοιχα, το άρθρο 78 παρ. 1 της Σύμβασης αποσυνδέει τυπικά την έννοια της υφαλοκρηπίδας από εκείνη της ΑΟΖ, ορίζοντας ότι τα δικαιώματα του παράκτιου κράτους στην υφαλοκρηπίδα δε θίγουν το καθεστώς των υπερκείμενων υδάτων. Διαφορές εντοπίζονται και στην έκταση των ζωνών αυτών, καθώς στην περίπτωση της ΑΟΖ τα 200 μίλια αποτελούν το ανώτατο δυνατό εύρος, ενώ στην υφαλοκρηπίδα η απόσταση των 200 μιλίων αποτελεί το ελάχιστο εύρος (εφόσον το επιτρέπει και η σχετική γεωμορφολογία) και μπορεί να φτάσει τα 350 μίλια ή 100 μίλια από το ισοβαθές των 2.500 μέτρων.

Τέλος, ειδικά ως προς το ζήτημα της οριοθέτησης (βλ. αναλυτικά και παρακάτω, κεφάλαιο Β) και για τις δύο θαλάσσιες ζώνες επαναλαμβάνεται ακριβώς η ίδια διατύπωση στη Σύμβαση ΔΘ. Πιο συγκεκριμένα, η Σύμβαση ΔΘ, στα άρθρα 74 και 83, στην περίπτωση παρακείμενων ή αντικείμενων κρατών, προβλέπει την οριοθέτηση των θαλάσσιων ζωνών τους κατόπιν συμφωνίας ή, αν παρέλθει εύλογο χρονικό διάστημα, κατόπιν προσφυγής στην προβλεπόμενη, με βάση το μέρος ΧV της Σύμβασης, διαδικασία. Η διαφορά έγκειται στο εξής: Με την κήρυξη και την οριοθέτηση της ΑΟΖ στα παράκτια κράτη αποδίδονται και τα σχετικά κυριαρχικά δικαιώματα. Αντίθετα, τα κυριαρχικά δικαιώματα κάθε κράτους στην υφαλοκρηπίδα του προϋπάρχουν (αφού δεν απαιτείται ούτε ανακήρυξη, ούτε άσκησή τους), και με τη συμφωνία οριοθέτησης προσδιορίζεται το μέχρι πού εκτείνονται.

 

ΓΙΑ ΤΙΣ ΣΥΜΦΩΝΙΕΣ ΕΛΛΑΔΑΣ-ΙΤΑΛΙΑΣ ΚΑΙ ΕΛΛΑΔΑΣ-ΑΙΓΥΠΤΟΥ ΓΙΑ ΤΗΝ ΟΡΙΟΘΕΤΗΣΗ ΑΟΖ/ΥΦΑΛΟΚΡΗΠΙΔΑΣ

Η κυβέρνηση της ΝΔ υπέγραψε στις 9 Ιούνη 2020 Συμφωνία με την κυβέρνηση της Ιταλίας για την οριοθέτηση ΑΟΖ/υφαλοκρηπίδας και στις 6 Αυγούστου υπέγραψε αντίστοιχη Συμφωνία με την κυβέρνηση της Αιγύπτου.

Οι Συμφωνίες αυτές αποτελούν συνέχεια της Συμφωνίας των Πρεσπών που υπέγραψε ο ΣΥΡΙΖΑ τον Ιούνη του 2018 (τέθηκε σε ισχύ το Φλεβάρη του 2019) και συνιστούν έναν ακόμα κρίκο στην προώθηση των συμφερόντων ΗΠΑ-ΝΑΤΟ και ΕΕ στην ευρύτερη περιοχή των Βαλκανίων και της Αν. Μεσογείου. Η δε Συμφωνία με την Ιταλία φάνηκε γρήγορα ότι θα αποτελέσει τον μπούσουλα για μια σειρά τέτοιων διευθετήσεων στην ευρύτερη περιοχή, όπως έγκαιρα είχε επισημάνει εξαρχής το ΚΚΕ.

 

2020-4-5-Lavr-5

Φυσικά οι υπογραφές αυτών των Συμφωνιών παρουσιάστηκαν από κυβέρνηση και φίλα προσκείμενα ΜΜΕ ως τεράστια διπλωματική επιτυχία της Ελλάδας, που δήθεν αποτυπώνει την ενίσχυση του μπλοκ των χωρών που είναι στο πλευρό της Ελλάδας και θα λειτουργήσει αποτρεπτικά απέναντι στην τουρκική επιθετικότητα. Βέβαια, οι αναρίθμητες τουρκικές παραβιάσεις που ακολούθησαν τις υπογραφές των Συμφωνιών και, κυρίως, η έκδοση των τουρκικών NAVTEX και το βολτάρισμα του σεισμογραφικού Oruc Reis στην ελληνική υφαλοκρηπίδα, μαζί με τις χλιαρές αντιδράσεις των «εταίρων» στις τουρκικές παραβιάσεις, γρήγορα κατέρριψαν τους κυβερνητικούς πανηγυρισμούς. Αντίστοιχα, έωλος αποδείχτηκε πολύ γρήγορα και ο ισχυρισμός ότι οι Συμφωνίες αυτές, ειδικά η ελληνοαιγυπτιακή, «ακυρώνουν το τουρκολιβυκό Σύμφωνο». Πλέον η κυβέρνηση, μαζί με τα άλλα κόμματα, δεν κάνουν λόγο για «διεμβόλιση» του τουρκολιβυκού Συμφώνου. Όμως, η Τουρκία προχωράει σταθερά την κατοχύρωση των διεκδικήσεών της στη Μεσόγειο, στη βάση του Συμφώνου αυτού που παραβιάζει καταφανώς το Δίκαιο της Θάλασσας στέλνοντας συντεταγμένες στον ΟΗΕ, ζητώντας τη δημοσιοποίησή τους στους επίσημους χάρτες του Οργανισμού. Πραγματοποιούνται δηλαδή και περαιτέρω ενέργειες για την τυπική κατοχύρωση της συγκεκριμένης οριοθέτησης στον ΟΗΕ, χωρίς ο τελευταίος να τοποθετείται για την κατάφωρη αυτή παραβίαση κυριαρχικών δικαιωμάτων Ελλάδας, Κύπρου και Αιγύπτου.

Η οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας μεταξύ Ελλάδας και Ιταλίας έγινε το 1977. Είχε προηγηθεί η ελληνοτουρκική κρίση του 1976, ενώ ακολούθησε το 1982 η Σύμβαση του ΟΗΕ για το Δίκαιο της Θάλασσας, που έφερε νέα δεδομένα, κατοχυρώνοντας ρητά το δικαίωμα των νησιών σε θαλάσσιες ζώνες. Παρόλ’ αυτά, η Συμφωνία που υπογράφηκε τον Ιούνη του 2020 δεν προχώρησε σε επαναδιαπραγμάτευση στη βάση των νέων δεδομένων, καθώς αυτό δεν το ήθελε η ιταλική αστική τάξη και η ελληνική αστική κυβέρνηση επιδίωξε να κλείσει πάση θυσία το πρόβλημα αυτό. Η Συμφωνία προβλέπει μειωμένη επήρεια στα Διαπόντια Νησιά και τις Στροφάδες. Και μπορεί να λέγεται από κυβερνητικά στελέχη ότι ισοσταθμίστηκε η μειωμένη επήρεια με την απόδοση αυξημένης επήρειας στην Κεφαλονιά, αλλά εσκεμμένα αποκρύπτουν ότι, για παράδειγμα, τα Διαπόντια Νησιά έχουν κομβικό ρόλο στην οριοθέτηση με την Αλβανία, είναι στρατηγικής σημασίας δεδομένης της θέσης τους, όπως αντίστοιχα και οι Στροφάδες για την οριοθέτηση με Λιβύη και Ιταλία.

Η εκχώρηση κυριαρχικών δικαιωμάτων από την ελληνική κυβέρνηση αποτυπώθηκε στην υπογραφή της κοινής γνωστοποίησης προς την Ευρωπαϊκή Ένωση, σύμφωνα με την οποία η Ιταλία και η Ελλάδα ζητούν την τροποποίηση του κανονισμού περί κοινής αλιευτικής πολιτικής, ούτως ώστε, εφόσον η Ελλάδα αποφασίσει να επεκτείνει την αιγιαλίτιδα ζώνη της στα 12 ν.μ., θα διατηρηθούν τα δικαιώματα των ιταλικών αλιευτικών στην περιοχή μεταξύ 6 και 12 ν.μ., όπως ισχύουν σήμερα που το τμήμα αυτό αποτελεί ανοιχτή θάλασσα.

Αντίστοιχα, αποτέλεσμα απαράδεκτου συμβιβασμού είναι και η Συμφωνία Ελλάδας-Αιγύπτου με τη μερική οριοθέτηση της ΑΟΖ. Πατάει δε και στις προτάσεις περί τμηματικής επέκτασης της αιγιαλίτιδας ζώνης στα 12 ν.μ. που είχε δρομολογήσει, κατά τα λεγόμενα των ίδιων (βλ. Σχετικές δηλώσεις Κοτζιά), η προηγούμενη κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ.

Η μερική οριοθέτηση με άξονες τον 26ο και 28ο Μεσημβρινό μπλοκάρει το θαλάσσιο δρόμο Ελλάδας-Κύπρου, εξαιρεί το Καστελόριζο και τη μισή Ρόδο, ενώ είναι γνωστό πως η περιοχή από τον 28ο μέχρι τον 32ο Μεσημβρινό είναι στην πρώτη γραμμή του συνολικού παζαριού και των διεκδικήσεων της τουρκικής αστικής τάξης. Είναι πιθανό δε η συμφωνία κατά τμήματα να αξιοποιηθεί από την τουρκική πλευρά ως «επιβεβαίωση» της ύπαρξης «γκρίζων ζωνών» στο Αιγαίο.

Με τη Συμφωνία παραβιάζεται επίσης η μέση γραμμή σε βάρος της Ελλάδας, καθώς μετακινείται βορειότερα της μέσης γραμμής η γραμμή οριοθέτησης. Λαμβάνουμε δε υπόψη ότι η Αίγυπτος έχει θεσπίσει ευθείες γραμμές βάσης (από τις οποίες μετριούνται οι θαλάσσιες ζώνες) και άρα εξαρχής κερδίζει έδαφος έναντι της Ελλάδας που έχει κανονικές γραμμές βάσης. Άλλωστε, σύμφωνα με επίσημες δηλώσεις, η γραμμή της οριοθέτησης της Ελληνικής και Αιγυπτιακής ΑΟΖ, δεν καθορίστηκε με βάση τη μέση γραμμή, αλλά με «αναλογικό υπολογισμό» ώστε να υπογραφεί η συμφωνία και εδώ πάση θυσία. Αυτό οδήγησε σε μειωμένη επήρεια της Κρήτης, του μεγαλύτερου ελληνικού νησιού, και σε διαγραφή θαλασσιών ζωνών νησιών νότια της Κρήτης, αποδίδοντας ταυτόχρονα στην Αίγυπτο μεγαλύτερο μέρος της λεκάνης του Ηροδότου, για την οποία υπάρχουν μελέτες για ύπαρξη κοιτασμάτων υδρογονανθράκων.

 

2020-4-5-Lavr-6

Β. Η ΟΡΙΟΘΕΤΗΣΗ ΘΑΛΑΣΣΙΩΝ ΖΩΝΩΝ ΚΑΙ ΟΙ ΑΝΤΙΚΡΟΥΟΜΕΝΕΣ ΑΠΟΦΑΣΕΙΣ ΤΩΝ ΔΙΕΘΝΩΝ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΩΝ

Η Σύμβαση ΔΘ είναι η πρώτη που περιλαμβάνει σύστημα διακανονισμού των διαφορών. Ωστόσο, οι σφοδρές αντιπαραθέσεις των κρατών αποτυπώνονται και σε αυτό το ζήτημα, καθώς δύσκολα μπορεί να γίνει λόγος για ένα σύστημα, αλλά περισσότερο για διάφορες ομάδες συστημάτων. Ταυτόχρονα διαπιστώνεται έλλειψη επαρκούς νομοτεχνικής σαφήνειας, πληθώρα αλληλοπαραπομπών και γενικά δυσχέρεια στη διάγνωση των διάφορων διαδικασιών.

Χαρακτηριστικά, προβλέπονται οι εξής μηχανισμοί επίλυσης των διαφορών (δίνονται ονομαστικά): Διεξαγωγή έρευνας από ειδικό διαιτητικό δικαστήριο, συνδιαλλαγή, υποχρεωτική συνδιαλλαγή, διαιτησία, ειδική διαιτησία, διαδικασία Διεθνούς Δικαστηρίου Δικαίου της Θάλασσας (ΔΔΔΘ), διαδικασία του Τμήματος Επίλυσης Διαφορών Θαλάσσιου Βυθού, διαδικασία ad hoc Τμήματος του Τμήματος Επίλυσης Διαφορών Θαλάσσιου Βυθού, δεσμευτική εμπορική διαιτησία, διαδικασία ενώπιον του Διεθνούς Δικαστηρίου, διαδικασία ενώπιον της Επιτροπής για τα όρια της Υφαλοκρηπίδας.

Επίσης, για τις γενικού τύπου διαφορές (που αφορούν την εφαρμογή και την ερμηνεία της Σύμβασης σχετικά με όλες τις θαλάσσιες περιοχές) και πιο συγκεκριμένα σχετικά με το ποιο δικαστήριο θα κρίνει τη διαφορά, υιοθετήθηκε ένα σύστημα «αλά καρτ». Δηλαδή, από έναν κατάλογο διαφορετικών οργάνων και διαδικασιών τα κράτη έχουν τη δυνατότητα, κατά την προσχώρηση στη Σύμβαση ΔΘ, να δηλώσουν τι επιλέγουν, με βάση συγκεκριμένες αρχές, μεταξύ των παρακάτω: α) Διεθνές Δικαστήριο Δικαίου της Θάλασσας (ΔΔΔΘ), β) Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης, γ) Διεθνής Διαιτησία που προβλέπει το Παράρτημα VII της Σύμβασης, δ) Ειδική Διαιτητική Διαιτησία που προβλέπει το Παράρτημα VII για υποθέσεις σχετικά με την αλιεία, την προστασία και διατήρηση του περιβάλλοντος, τη θαλάσσια επιστημονική έρευνα και τη ναυσιπλοΐα. Αντίστοιχα προβλέπεται και η δυνατότητα των διεθνών οργανισμών για προσχώρηση στη Σύμβαση και επιλογή μεταξύ των οργάνων επίλυσης των διαφορών.

Για την επίλυση των παραπάνω διαφορών ισχύουν ορισμένες γενικές αρχές όπως η αρχή της προτεραιότητας των παράλληλων ρυθμίσεων υποχρεωτικού δικαιοδοτικού διακανονισμού (σε περίπτωση δηλαδή που δύο κράτη έχουν συμφωνήσει στο πλαίσιο άλλων διεθνών συνθηκών τον υποχρεωτικό διακανονισμό των μεταξύ τους διαφορών, τότε ισχύει η συμφωνία αυτή και δεν εφαρμόζονται οι διαδικασίες ειρηνικής επίλυσης της ίδιας της Σύμβασης). Αντίστοιχα προβλέπεται η υπεροχή της Σύμβασης ΔΘ έναντι των λοιπών κανόνων του Διεθνούς Δικαίου, αλλά μόνο μεταξύ των συμβαλλόμενων κρατών.

Επισημαίνουμε επίσης ότι οι διακρατικές διαφορές Δικαίου της Θάλασσας εκδικάζονται από τα αρμόδια όργανα, μόνο εφόσον έχουν εξαντληθεί τα εσωτερικά ένδικα μέσα (στις περιπτώσεις που αυτά απαιτούνται από το Διεθνές Δίκαιο). Ενώ, τέλος, τονίζεται η ισχύς δυο θεμελιωδών αρχών: α) Η αρχή της τελεσιδικίας και της δεσμευτικότητας των αποφάσεων που εκδίδονται από τα δικαιοδοτικά όργανα της Σύμβασης (οι αποφάσεις δηλαδή είναι οριστικές και αμετάκλητες και οι διάδικοι έχουν υποχρέωση συμμόρφωσης προς αυτές –χωρίς να προβλέπεται ωστόσο μηχανισμός αναγκαστικής εκτέλεσης των αποφάσεων) και β) η αρχή της σχετικότητας του δεδικασμένου, δηλαδή οι αποφάσεις ισχύουν μόνο μεταξύ των διαδίκων, που αποτελεί και τη βασική δικαιολογία για το πλήθος των αντικρουόμενων αποφάσεων.

Η ελληνική κυβέρνηση, στις 14 Γενάρη 2015, κατέθεσε στον ΟΗΕ δήλωση με την οποία επικαιροποιεί και συμπληρώνει τη δήλωση που είχε κάνει το 1994. Με βάση τη νέα Δήλωση, η Ελλάδα αποδέχεται μεν μονομερώς, αλλά αποκλειστικά έναντι των κρατών που έχουν προβεί σε αντίστοιχη Δήλωση, υπό τον όρο δηλαδή της αμοιβαιότητας, την υποχρεωτική δικαιοδοσία του Διεθνούς Δικαστηρίου της Χάγης σε σχέση με όλες τις νομικές διαφορές που αναφέρονται στην εν λόγω διάταξη. Η νέα Δήλωση εξαιρεί από τη δικαιοδοσία του Δικαστηρίου τις εξής δύο κατηγορίες διαφορών: α) Διαφορές σχετικές με στρατιωτικές δραστηριότητες και μέτρα που λαμβάνονται για «την προστασία της κυριαρχίας και της εδαφικής ακεραιότητας της χώρας, για σκοπούς εθνικής άμυνας, καθώς και για την προάσπιση της εθνικής ασφάλειας», β) διαφορές σχετικές με τα σύνορα της χώρας ή με ζητήματα εδαφικής κυριαρχίας, συμπεριλαμβανομένων των διαφορών για το εύρος και τα όρια της αιγιαλίτιδας ζώνης και του εθνικού εναέριου χώρου. Με την εξαίρεση αυτή αποκλείονται τυπικά από τη δικαιοδοσία του Δικαστηρίου όλες οι συνοριακές διαφορές και διαφορές σχετικές με την κυριαρχία επί ελληνικού εδάφους.

Παράλληλα με την κατάθεση της ανωτέρω δήλωσης, η Ελλάδα κατέθεσε στο Γενικό Γραμματέα των Ηνωμένων Εθνών δήλωση στο πλαίσιο της Σύμβασης του Δικαίου της Θάλασσας με την οποία εξαιρεί από τις δικαιοδοτικές διαδικασίες της εν λόγω Σύμβασης την επίλυση των διαφορών σχετικά με την οριοθέτηση θαλάσσιων ζωνών, οι οποίες στο εξής θα κρίνονται μόνο από το Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης. Η δυνατότητα εξαίρεσης των εν λόγω διαφορών προβλέπεται από την ίδια τη Σύμβαση ΔΘ, στο άρθρο 298, ενώ έχουν κάνει χρήση της και άλλες ευρωπαϊκές χώρες, όπως η Γαλλία, η Ιταλία, η Ισπανία και η Πορτογαλία. Επισημαίνεται ότι η Ελλάδα συνεχίζει να δεσμεύεται από τη δικαιοδοσία του Δικαστηρίου του Δικαίου της Θάλασσας, για άλλες, πλην των ανωτέρω, διαφορές, οι οποίες προβλέπονται από τη Σύμβαση ΔΘ.

 

ΕΙΔΙΚΑ ΓΙΑ ΤΙΣ ΟΡΙΟΘΕΤΗΣΕΙΣ ΘΑΛΑΣΣΙΩΝ ΖΩΝΩΝ

Οι γενικοί κανόνες των οριοθετήσεων, όπως αποτυπώνονταν και πριν την υπογραφή της Σύμβασης ΔΘ, περιλαμβάνουν α) την αρχή της ίσης απόστασης και β) την αρχή της ευθυδικίας.

Η αρχή της ίσης απόστασης (μέση γραμμή –για τα αντικριστά κράτη– και πλάγια γραμμή –για τα παρακείμενα), εφαρμόζεται γενικά για τις θαλάσσιες ζώνες, δηλαδή και για ΑΟΖ και υφαλοκρηπίδα. Με τις συμβάσεις δε της 1ης Συνδιάσκεψης για το Δίκαιο της Θάλασσας το 1958, η αρχή της ίσης απόστασης (μέση/πλάγια γραμμή) θεσπίστηκε ως ο βασικός κανόνας οριοθέτησης της αιγιαλίτιδας ζώνης με την εξαίρεση των ειδικών/σχετικών περιστάσεων. Η Επιτροπή Διεθνούς Δικαίου το 1954 έδωσε ενδεικτικά παραδείγματα σχετικών και ειδικών περιστάσεων (ναυσιπλοΐα, συμφέροντα αλιείας, εξαιρετικά γεωμορφολογικά δεδομένα, ζητήματα ασφάλειας των παράκτιων κρατών κλπ.), που αυξήθηκαν στη συνέχεια στη βάση της νομολογίας, καθιστώντας επί της ουσίας στην κρίση κάθε φορά του Δικαστηρίου αν θα υιοθετηθεί ο κανόνας της μέσης γραμμής ή όχι.

Καθοριστικό ρόλο έπαιξε η απόφαση για την οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας της Βόρειας Θάλασσας (1969), μεταξύ Γερμανίας από τη μια και Δανίας-Ολλανδίας από την άλλη, η οποία «υποβάθμισε» την αρχή της ίσης απόστασης σε κανόνα της διαδικασίας οριοθέτησης, τονίζοντας βέβαια την αντικειμενικότητά της ως μεθόδου: «(...) είναι αληθές ότι καμία άλλη μέθοδος οριοθέτησης δε διαθέτει τον ίδιο συνδυασμό πρακτικής διευκόλυνσης και βεβαιότητας εφαρμογής». Σε κάθε περίπτωση πάντως, φαίνεται ότι η πρακτική των κρατών έχει αναγάγει την ίση απόσταση σε πρωταρχικό κανόνα οριοθέτησης, έχοντας όμως προηγουμένως αξιολογήσει τις σχετικές περιστάσεις13.

Τόσο η «ευθυδικία» όσο και οι «δίκαιες αρχές» αποτελούν αόριστες έννοιες που περιλαμβάνονται στη Σύμβαση και η διαδικασία της ερμηνείας τους τόσο στη θεωρία όσο και στη νομολογία επιτρέπει ένα εύρος ερμηνειών. Σχετίζονται με την αρχή της «επιείκειας», που από ορισμένους μελετητές εξισώνεται με τις γενικές αρχές του δικαίου και συναντάται συχνά στη νομολογία και στη βάση αυτής έχει θεσμοθετηθεί και η «μισή (ή μειωμένη) επήρεια». Στο πλαίσιο της νομολογίας, έχουν διαμορφωθεί κάποιες γενικά παραδεκτές «δίκαιες αρχές»: α) Η κλασική αρχή ότι η ξηρά κυριαρχεί επί της θάλασσας, β) το κριτήριο ότι όπου δε συντρέχουν ειδικές περιστάσεις πρέπει να υπάρχει ίση διανομή των περιοχών που αλληλεπικαλύπτονται στις θαλάσσιες και υποθαλάσσιες ζώνες των αντίστοιχων ακτών γειτονικών κρατών, γ) το κριτήριο αποφυγής αποκοπής (cut-off) της θαλάσσιας προέκτασης των ακτών των ενδιαφερόμενων κρατών, δ) το κριτήριο της αναλογικότητας μεταξύ υφαλοκρηπίδας και μήκους ακτών της προς οριοθέτηση περιοχής κλπ.

Αντίστοιχα, προσδιορίστηκαν και αρχές που δεν ανήκουν στις παραπάνω «δίκαιες αρχές»: α) Η αρχή ότι δε νοείται ζήτημα να ανασκευαστεί η γεωγραφία ή να υπάρξει «αποζημίωση» για τις ανισότητες που προκαλεί η φύση, β) η αρχή της μη καταπάτησης από το ένα μέρος της φυσικής προέκτασης του άλλου, γ) η αρχή του σεβασμού των σχετικών περιστάσεων, δ) η αρχή ότι η ευθυδικία δεν υπονοεί απαραίτητα ισότητα, παρά το γεγονός ότι όλα τα κράτη είναι ίσα ενώπιον του δικαίου και δικαιούνται ίση μεταχείριση, ε) η αρχή ότι η ευθυδικία δεν επιζητεί να εξισώσει όποια είναι από τη φύση άνισα, στ) η αρχή ότι η οριοθέτηση δεν πραγματοποιείται με βάση τη διανεμητική δικαιοσύνη.

Στα σχετικά άρθρα της Σύμβασης ΔΘ για την οριοθέτηση των θαλάσσιων ζωνών ορίζεται ότι στην περίπτωση κρατών με έναντι ή παρακείμενες ακτές η οριοθέτηση της αιγιαλίτιδας ζώνης δεν μπορεί να υπερβαίνει τη μέση γραμμή, ελλείψει αντιθέτου συμφωνίας (εφόσον η μεταξύ τους απόσταση είναι μικρότερη των 24 ν.μ. και δεν μπορεί κάθε κράτος να έχει αιγιαλίτιδα ζώνη 12 ν.μ. όπως κατοχυρώνεται από το Διεθνές Δίκαιο).

Οι διατάξεις για την οριοθέτηση της ΑΟΖ συμπίπτουν με αυτές για την οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας (όπως εκτέθηκαν και παραπάνω), οι οποίες είναι επίσης αόριστες, καθώς ορίζουν ότι η οριοθέτηση στην περίπτωση κρατών με έναντι ή παρακείμενες ακτές πρέπει να γίνεται με συμφωνία ώστε να επιτευχθεί μια «δίκαιη λύση». Η συγκεκριμένη αοριστία οφείλεται και στο ότι στο πλαίσιο της 3ης Συνδιάσκεψης είχαν διαμορφωθεί δύο βασικές τάσεις, τελείως αντίθετες η μια από την άλλη. Η μία τάση υποστήριζε ότι η οριοθέτηση έπρεπε να γίνει με εφαρμογή της μέσης γραμμής ή της ίσης απόστασης, σε συνδυασμό με μία εξαίρεση για τις ειδικές περιστάσεις. Στην τάση αυτή ανήκε η Ελλάδα. Σύμφωνα με τη δεύτερη τάση, η οριοθέτηση έπρεπε να επιβάλλεται με την εφαρμογή αρχών ευθυδικίας / δίκαιων αρχών. Σε αυτήν ανήκε η Τουρκία, όπως και τα κράτη του λεγόμενου τότε Τρίτου Κόσμου, τα οποία ήταν γενικώς υπέρ της εφαρμογής της ευθυδικίας σε όλο το φάσμα των διεθνών έννομων σχέσεων.

Σε κάθε περίπτωση, προκύπτει ότι, όπου οι διεκδικήσεις στην υφαλοκρηπίδα μεταξύ γειτονικών κρατών αλληλεπικαλύπτονται, η οριοθέτηση δεν μπορεί να γίνει με μονομερή πράξη ενός από τα παράκτια κράτη, απαιτείται συμφωνία. Η συμφωνία όμως προσδιορίζει τα όρια της υφαλοκρηπίδας, δεν αναγνωρίζει τα κυριαρχικά δικαιώματα των κρατών σε αυτήν, αυτά προϋπάρχουν, προσδιορίζει το μέχρι πού εκτείνονται για κάθε κράτος. Σε περίπτωση που η συμφωνία οριοθέτησης δεν μπορεί να επιτευχθεί σε εύλογο χρονικό πλαίσιο, ορίζεται η προσφυγή των κρατών στις διαδικασίες που προβλέπει η Σύμβαση για την επίλυση των διαφορών.

 

ΤΟ ΚΑΘΕΣΤΩΣ ΤΩΝ ΝΗΣΩΝ

Στο σύγχρονο Διεθνές Δίκαιο, στο έδαφος της ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων που έδιναν τη δυνατότητα εκμετάλλευσης σε μεγαλύτερη απόσταση από την ακτή, τέθηκαν τα εξής ζητήματα:

α) Η κατανομή θαλάσσιων ζωνών στα νησιά, δηλαδή το ερώτημα εάν ένα νησί μπορεί να περιβάλλεται όχι μόνο από αιγιαλίτιδα ζώνη, αλλά και από συνορεύουσα ζώνη ή/και ΑΟΖ, καθώς επίσης και το να διαθέτει δική του υφαλοκρηπίδα.

β) Η σημασία των νησιών στην οριοθέτηση θαλάσσιων ζωνών μεταξύ κρατών με απέναντι ή παρακείμενες ακτές.

γ) Κατά πόσο το μέγεθος ενός νησιού ή η πολιτική του γεωγραφία επηρεάζει ή όχι το νομικό του καθεστώς, το δικαίωμά του σε θαλάσσιες ζώνες.

δ) Η μεταχείρισή τους στο πλαίσιο των ρυθμίσεων για τη χάραξη των γραμμών βάσης.

Η Σύμβαση ΔΘ αφιερώνει το άρθρο 121 στο νομικό καθεστώς των νήσων. Σύμφωνα με αυτό, ορίζεται αφενός τι δε συνιστά, νομικά, νησί (τα νησιά που βρίσκονται σε λίμνες και ποταμούς, οι σκόπελοι, οι τεχνητές νήσοι) και αφετέρου ορίζεται ο γενικός κανόνας και οι εξαιρέσεις του.

Ο γενικός κανόνας ορίζει ότι όλα τα νησιά δικαιούνται πλήρως θαλάσσιες ζώνες (δηλαδή αιγιαλίτιδα ζώνη, συνορεύουσα ζώνη, ΑΟΖ και υφαλοκρηπίδα). Οι ζώνες αυτές καθορίζονται σύμφωνα με τις γενικές διατάξεις της Σύμβασης. Επίσης όλα τα νησιά μπορούν να χρησιμοποιηθούν ως σημεία για τη χάραξη ευθειών γραμμών βάσης, δεδομένων και των προϋποθέσεων που ορίζει η Σύμβαση.

Εισάγεται ως εξαίρεση η περίπτωση των βράχων, και πιο συγκεκριμένα: «Οι βράχοι οι οποίοι δεν μπορούν να συντηρήσουν ανθρώπινη διαβίωση ή δική τους οικονομική ζωή δε θα έχουν αποκλειστική οικονομική ζώνη ή υφαλοκρηπίδα.» Βέβαια, ως διάταξη, δημιουργεί πολλά ερμηνευτικά προβλήματα, καθώς δεν προσδιορίζει ούτε την έννοια του βράχου, ούτε επεξηγεί τη φράση «δεν μπορούν να συντηρήσουν ανθρώπινη διαβίωση ή δική τους οικονομική ζωή, δε θα έχουν αποκλειστική οικονομική ζώνη ή υφαλοκρηπίδα». Αντίστοιχα για τις τεχνητές νήσους ξεκαθαρίζεται ότι δεν έχουν το καθεστώς των (φυσικών) νήσων, άρα δεν έχουν αιγιαλίτιδα ζώνη, ούτε η παρουσία τους επηρεάζει την οριοθέτηση των θαλάσσιων ζωνών.

Άρα, εφόσον τα ελληνικά νησιά του Αιγαίου συνιστούν ένα σύνολο που συνέχεται με το ηπειρωτικό έδαφος με αδιάσπαστο τρόπο, δε χωρούν άλλες εξαιρέσεις, όπως αυτές που θέτει η Τουρκία με το επιχείρημα ότι τα νησιά που βρίσκονται σε κλειστές ή ημίκλειστες θάλασσες υπόκεινται σε ειδικό καθεστώς, ή το επιχείρημα ότι ελληνικά νησιά του Ανατολικού Αιγαίου δεν έχουν δική τους υφαλοκρηπίδα γιατί αποτελούν τμήμα της υφαλοκρηπίδας της Ανατολίας ως εξάρσεις του βυθού.

Σε μια προσπάθεια να κατοχυρωθούν και de jure οι παραπάνω διεκδικήσεις από την τούρκικη αστική τάξη, προχώρησε τόσο στην υπογραφή του «Μνημονίου Κατανόησης» με τη Λιβύη όσο και συνολικά στη δημοσιοποίηση χαρτών με το σχέδιο «Γαλάζια Πατρίδα», στη βάση των οποίων η Ελλάδα αποκόπτεται από την Ανατολική Μεσόγειο, αφού το Καστελόριζο χάνει κάθε επήρεια και –άρα– δικαίωμα σε θαλάσσιες ζώνες.

Βέβαια, οι αιτιάσεις της τουρκικής αστικής τάξης στηρίζονται και στο γεγονός ότι η προσπάθεια επαναχάραξης συνόρων και αμφισβήτησης κυριαρχικών δικαιωμάτων μεταξύ των αστικών κρατών, αποτυπώνεται και στην εξέλιξη της νομολογίας των διεθνών δικαστηρίων σχετικά με το καθεστώς των νήσων, αφού έχει δρομολογηθεί μια διαφοροποίηση σε σχέση με τις θαλάσσιες ζώνες που ανήκουν στα νησιά ανάλογα με τη θέση τους. Πιο συγκεκριμένα:

α) Στα νησιά που επηρεάζουν τον άξονα μέσης γραμμής / ίσης απόστασης, όπως εκτέθηκε παραπάνω.

β) Στα νησιά που βρίσκονται πάνω στη μέση γραμμή της οριοθέτησης, όπου και εντοπίζονται οι περισσότερες περιπτώσεις της απόδοσης μειωμένης επήρειας (συνήθως κατά το ήμισυ). Πρόκειται για νησιά που το Δικαστήριο θεωρεί ότι βρίσκονται σε ακατάλληλη θέση κοντά στη μέση γραμμή που θα μπορούσε να χαραχτεί αν είχε υποτεθεί ότι αυτά είχαν παντελώς αγνοηθεί. Οπότε, συνήθως, είτε χαράσσεται μια μέση γραμμή αγνοώντας πλήρως το νησί, στη συνέχεια μια μέση γραμμή αποδίδοντας πλήρως τις ζώνες στο νησί, και τελικά διαχωρίζεται σε ίσα μέρη η περιοχή μεταξύ των δύο αυτών μέσων γραμμών. Είτε παραχωρούνται στα νησιά που κείτονται πάνω στην υπό χάραξη μέση γραμμή μόνο ένα όριο αιγιαλίτιδας ζώνης προς την υφαλοκρηπίδα, αγνοώντας πλήρως τα νησιά που είναι κοντά στην απέναντι ακτή κατά το συνυπολογισμό της μέσης γραμμής.

γ) Και στα νησιά στη λάθος πλευρά της μέσης γραμμής. Εδώ υπάρχει η αντίφαση ότι κατά τη χάραξη της μέσης γραμμής της οριοθέτησης υπάρχουν νησιά που κείτονται κοντινότερα στην ακτή ενός γειτονικού κράτους παρά στη μέση γραμμή. Από ένα μέρος της νομολογίας λοιπόν γίνεται δεκτό ότι τα νησιά αυτά δε συνυπολογίζονται ως όριο για τη χάραξη της μέσης γραμμής. Ταυτόχρονα όμως παραμένει ισχυρή και η άποψη στη νομολογία ότι, εφόσον τα νησιά αυτά κατέχουν αυτοτελή τμήματα υφαλοκρηπίδας, δε χάνουν αυτόν τον τίτλο λόγω της θέσης τους σε σχέση με τη μέση γραμμή.14

Επομένως, το άρθρο 121 παρ. 2 της Σύμβασης ΔΘ ορίζει ότι όλα τα νησιά, με την εξαίρεση ορισμένης κατηγορίας βράχων, διαθέτουν όλες τις θαλάσσιες ζώνες. Ωστόσο, στη διεθνή νομολογία των οριοθετήσεων εμφανίστηκε η τάση να υπάρχει διακρίνουσα μεταχείριση των νήσων, να υπολογίζεται δηλαδή ότι τα νησιά έχουν, όπως αποκλήθηκε, «μειωμένη επήρεια» και ενίοτε «μισή επήρεια» στις οριοθετήσεις. Η θεωρία της μειωμένης επήρειας αναθεωρήθηκε με τη διαιτητική απόφαση στην υπόθεση για την Οριοθέτηση των Θαλάσσιων Ζωνών στα νησιά Saint-Pierre και Miquelon (βλ. παρακάτω).

 

ΟΙ ΑΝΤΙΚΡΟΥΟΜΕΝΕΣ ΑΠΟΦΑΣΕΙΣ ΤΩΝ ΔΙΕΘΝΩΝ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΩΝ ΚΑΙ Η ΕΠΙΛΕΚΤΙΚΗ ΠΡΟΒΟΛΗ ΤΟΥΣ

Όλο αυτό το διάστημα, τόσο από τμήματα της αστικής τάξης όσο και από τις οπορτουνιστικές δυνάμεις, γίνεται επιλεκτική προβολή συγκεκριμένων αποφάσεων των διεθνών δικαστηρίων, στη βάση των οποίων από τη μια εξάγουν περίπου το συμπέρασμα ότι είναι «τελειωμένη υπόθεση» η προσφυγή στο Διεθνές Δικαστήριο, ότι οπωσδήποτε θα δικαιωθούν οι θέσεις της ελληνικής αστικής τάξης ή ότι θα εφαρμοστεί υποχρεωτικά το αντικειμενικό κριτήριο της μέσης γραμμής. Από την άλλη, προβάλλοντας τις αντίθετες αποφάσεις, προδιαγράφουν ως καταδικαστική την απόφαση του Διεθνούς Δικαστηρίου, προκρίνοντας την υπογραφή διμερούς συμφωνίας με την τουρκική αστική τάξη, έστω και με «επώδυνους συμβιβασμούς».

Σύμφωνα με τα όσα εκτέθηκαν παραπάνω αλλά και με μια συνολικότερη ματιά στη νομολογία, διαπιστώνουμε ένα εύρος αντικρουόμενων αποφάσεων, για σχετικά ίδια ζητήματα, που επιβεβαιώνουν με τον πλέον περίτρανο τρόπο ότι αυτές καθορίζονται από τον κάθε φορά συσχετισμό δυνάμεων μεταξύ των ενδοϊμπεριαλιστικών αντιθέσεων.

Ενδεικτικά παραθέτουμε σύντομα του Διεθνούς Δικαστηρίου για την υπόθεση οριοθέτησης υφαλοκρηπίδας μεταξύ Τυνησίας και Λιβύης (1977) την υπόθεση οριοθέτησης υφαλοκρηπίδας μεταξύ Μάλτας και Λιβύης (1985), τις αποφάσεις για την υπόθεση οριοθέτησης θαλασσίων ζωνών στα νησιά Saint-Pierre και Miquelon, μεταξύ Καναδά και Γαλλίας (1986), την υπόθεση οριοθέτησης της θαλάσσιας περιοχής μεταξύ Γροιλανδίας και Jan Mayen (διαφορά Δανίας-Νορβηγίας, 1993) και την υπόθεση οριοθέτησης θαλάσσιων ζωνών μεταξύ Ερυθραίας και Υεμένης (1999).

• Για την υπόθεση οριοθέτησης υφαλοκρηπίδας μεταξύ των παρακείμενων κρατών Τυνησίας και Λιβύης (1977), το Δικαστήριο τόνισε ότι: «Είναι φανερό ότι κάθε υπόθεση διαφοράς επί υφαλοκρηπίδας πρέπει να αξιολογηθεί με βάση τα δικά της συστατικά με αναφορά στις ιδιάζουσες συνθήκες της. Γι’ αυτό, δε χρειάζεται εδώ να γίνεται ιδιαίτερη προσπάθεια για τη συγκεκριμενοποίηση αρχών και κανόνων που σχετίζονται με την υφαλοκρηπίδα.» Στην απόφασή του δε για την οριοθέτηση, το Δικαστήριο δεν αναγνώρισε καμία επιρροή στη νήσο Djerba (λόγω της κοντινής απόστασης από την ακτή, παρόλο που είναι το μεγαλύτερο νησί της Τυνησίας), ενώ απέδωσε μόνο μισό αποτέλεσμα στα νησιά Kerkennah από την ακτή της Τυνησίας, με την αιτιολογία ότι ένα πλήρες αποτέλεσμα θα απέδιδε υπερβολικό βάρος σε αυτά τα νησιά, αναφέροντας ταυτόχρονα ένα σημαντικό αριθμό περιπτώσεων από την πρακτική των οριοθετήσεων των κρατών, στις οποίες μόνο μερικό αποτέλεσμα μπορούσε να δοθεί σε νησιά που βρίσκονταν κοντά σε ακτές.

• Για την υπόθεση οριοθέτησης υφαλοκρηπίδας μεταξύ Μάλτας και Λιβύης (1985), με την απόφαση του Δικαστηρίου: α) Παραγκωνίζονται, όσον αφορά περιοχές μικρότερες από 200 μίλια από την ακτή, τα φυσικά χαρακτηριστικά τόσο ως θεμέλιο της νομικής έννοιας όσο και ως κριτήριο οριοθέτησης. β) Το κριτήριο της απόστασης θεωρήθηκε ότι αποτελεί τμήμα του εθιμικού δικαίου, δηλαδή εφαρμόζεται ανεξάρτητα από την τυπική εφαρμογή της Σύμβασης ΔΘ. Για τη σχέση υφαλοκρηπίδας και ΑΟΖ το Δικαστήριο υπογράμμισε ότι «…τα δικαιώματα στον υποθαλάσσιο χώρο (βυθό και υπέδαφος) της ΑΟΖ ορίζονται σε πλήρη αναφορά με το καθεστώς της υφαλοκρηπίδας» και συμπληρωματικά: «…Αν και είναι δυνατή η ύπαρξη υφαλοκρηπίδας χωρίς ΑΟΖ, δεν είναι δυνατό να υπάρξει ΑΟΖ χωρίς αντίστοιχη υφαλοκρηπίδα.»

Επίσης, για το ζήτημα της οριοθέτησης υποβλήθηκαν περισσότερες από 70 διακρατικές συμφωνίες με βάση τη μέση γραμμή. Ωστόσο το Δικαστήριο δέχτηκε ότι η πυκνή αυτή πρακτική «...δεν αποδεικνύει την ύπαρξη ενός κανόνα που να υπαγορεύει τη χρήση της ίσης απόστασης ή πράγματι οποιασδήποτε μεθόδου ως υποχρεωτικής». Στην πρώτη φάση όμως υιοθέτησε τη μέση γραμμή.

Στο ζήτημα εάν ένα νησί που έχει την ιδιότητα του ανεξάρτητου κράτους έχει πλήρη δικαιώματα σε υφαλοκρηπίδα και πώς αντιμετωπίζεται το θέμα όταν τίθεται ζήτημα επικάλυψης αυτής με την υφαλοκρηπίδα ενός άλλου κράτους με ακτές απέναντι από τις δικές του, το Δικαστήριο, χωρίς να λαμβάνει υπόψη το νησιωτικό χαρακτήρα της Μάλτας, μετατόπισε τη μέση γραμμή προς την πλευρά της αποδίδοντάς της μειωμένη υφαλοκρηπίδα, παρόλο που πρόκειται για νησί-κράτος στη Μεσόγειο, επικαλούμενο μεταξύ άλλων και «τη θέση των νησιών στο ευρύτερο γεωγραφικό πλαίσιο, ιδιαίτερα τη θέση τους σε μια ημίκλειστη θάλασσα».

• Για την υπόθεση οριοθέτησης θαλάσσιων ζωνών στα νησιά Saint-Pierre και Miquelon (1986), το Δικαστήριο αναθεώρησε τη θεωρία της «μειωμένης επήρειας». Τα δύο αυτά νησιά, υπό γαλλική κυριαρχία, βρίσκονται πολύ κοντά στις ακτές του Καναδά, χωρίς οποιαδήποτε συνάφεια με το γαλλικό έδαφος, αφού απέχουν από τη Γαλλία πάνω από 3.700 χλμ. Ο Καναδάς υποστήριξε ότι τα νησιά αυτά δε διαθέτουν δική τους υφαλοκρηπίδα, επειδή, από γεωλογική άποψη, επικάθονται στην υφαλοκρηπίδα του Καναδά. Το Δικαστήριο απέρριψε τον ισχυρισμό αυτό. Έκρινε ότι στην περιοχή εκείνη η υφαλοκρηπίδα αποτελεί μια τεράστια συνεχή υποθαλάσσια έκταση και συνεπώς δεν μπορεί να θεωρηθεί ως καναδική ή άλλου κράτους χωρίς οριοθέτηση, και αναγνώρισε στα νησιά αυτά θαλάσσιες και υποθαλάσσιες ζώνες 200 μιλίων προς τη γεωγραφική κατεύθυνση όπου δεν υπήρχε ζήτημα ίσης απόστασης με τις ακτές του Καναδά.

• Στην υπόθεση οριοθέτησης της θαλάσσιας περιοχής μεταξύ Γροιλανδίας και Jan Mayen (1993), το Δικαστήριο αναγνώρισε πλήρη δικαιώματα θαλάσσιων ζωνών στη νορβηγική νήσο Jan Mayen που βρίσκεται 540 μίλια από τις δυτικές ακτές της Νορβηγίας, παρόλο που δεν κατοικείται μόνιμα. Επίσης έκρινε ότι ούτε το μέγεθος του νησιού, ούτε ο περιορισμένος πληθυσμός του, ούτε οι άλλοι κοινωνικο-οικονομικοί παράγοντες ήταν παράγοντες σχετικοί με την οριοθέτηση. Για την οριοθέτηση, χάραξε ως προσωρινή οριοθετική γραμμή τη μέση γραμμή, προκειμένου στη συνέχεια να κάνει τις απαραίτητες προσαρμογές. Ωστόσο, αναγνώρισε τον κανονιστικό χαρακτήρα της μεθόδου της μέσης γραμμής, την ανακήρυξε σε αρχή και την υιοθέτησε τουλάχιστον στο προκαταρκτικό στάδιο της οριοθέτησης, χωρίς να προσφύγει σε κριτήρια ευθυδικίας.

• Η απόφαση για τη θαλάσσια οριοθέτηση μεταξύ Ερυθραίας και Υεμένης (1999) αφορά την οριοθέτηση θαλάσσιων ζωνών μεταξύ κρατών με αντικείμενες ακτές, με έντονη την παρουσία νησιών. Το Δικαστήριο εφάρμοσε «στο μέτρο του εφικτού» τη μέση γραμμή μεταξύ των αντικείμενων ηπειρωτικών ακτών των δύο κρατών. Στο πλαίσιο αυτό, αναγνώρισε πλήρη επήρεια σε νησιά που βρίσκονταν πλησίον της ακτής, ενώ δεν έλαβε καθόλου υπόψη τα νησιά της Υεμένης Jabal al-Tayr και al Zubayr (σύμπλεγμα νήσων), τα οποία βρίσκονται μεσοπέλαγα και είναι ακατοίκητα. Το Δικαστήριο αναγνώρισε ανεπιφύλακτα το δικαίωμα όλων των νησιών, νησίδων και βράχων σε αιγιαλίτιδα ζώνη 12 ν.μ., απορρίπτοντας μεταξύ άλλων το επιχείρημα της Υεμένης περί μειωμένης επήρειας των νησιών της Ερυθραίας που βρίσκονταν πέραν του ορίου των 12 ν.μ. από την ακτή. Το διαιτητικό όργανο διευκρίνισε ότι οι παράκτιες συμφωνίες πετρελαίου Ερυθραίας και Υεμένης ούτε δημιουργούσαν, ούτε ενίσχυαν σημαντικά τους σχετικούς ισχυρισμούς των κρατών για τα αμφισβητούμενα νησιά.

 

Γ. ΟΙ ΔΙΕΚΔΙΚΗΣΕΙΣ ΤΗΣ ΤΟΥΡΚΙΚΗΣ ΑΣΤΙΚΗΣ ΤΑΞΗΣ ΣΕ ΑΙΓΑΙΟ ΚΑΙ ΑΝΑΤΟΛΙΚΗ ΜΕΣΟΓΕΙΟ

Στο παρόν κείμενο γίνεται μια κωδικοποιημένη καταγραφή των νομικών ενεργειών-επιχειρημάτων που έχουν προβληθεί από τις αστικές κυβερνήσεις Ελλάδας και Τουρκίας, τόσο για το ζήτημα της υφαλοκρηπίδας του Αιγαίου όσο και για τα υπόλοιπα ζητήματα που εγείρει η Τουρκία και σχετίζονται με το Διεθνές Δίκαιο.

Οι διεκδικήσεις από πλευράς της τουρκικής αστικής τάξης εκφράζονται με την αμφισβήτηση:

1. Των ορίων της ελληνικής υφαλοκρηπίδα στο Αιγαίο.

2. Του κυριαρχικού δικαιώματος της Ελλάδας να επεκτείνει την αιγιαλίτιδα ζώνη μέχρι τα 12 ν.μ.

3. Της ελληνικής κυριαρχίας επί νησιών του Ανατολικού Αιγαίου, ακόμα και κατοικημένων περιοχών, μέσω της θεωρίας των «γκρίζων ζωνών», αλλά και αμφισβήτηση συνολικά των θαλάσσιων συνόρων σε όλο το Ανατολικό Αιγαίο.

4. Της ύπαρξης ελληνικής υφαλοκρηπίδας στην Ανατολική Μεσόγειο που σχηματίζουν το σύμπλεγμα του Καστελόριζου, η Ρόδος, η Κάρπαθος, η Κάσος και η Κρήτη.

5. Την απαίτηση της Τουρκίας για αποστρατιωτικοποίηση των νησιών του Ανατολικού Αιγαίου.

6. Την αμφισβήτηση του εύρους του ελληνικού εθνικού εναέριου χώρου στα 10 μίλια.

7. Την αμφισβήτηση των αρμοδιοτήτων εντός του FIR Αθηνών που ασκεί η Ελλάδα βάσει αποφάσεων του ICAO.

8. Την αμφισβήτηση των αρμοδιοτήτων της Ελλάδας εντός της περιοχής ευθύνης της για θέματα έρευνας και διάσωσης.

Είναι γεγονός ότι η τουρκική αστική τάξη κλιμακώνει τις διεκδικήσεις της, κατά βάση από το 1973 και μετά, με σταθερό τρόπο, εκμεταλλευομένη όλες τις εξελίξεις σε κάθε φάση. Η επέκταση των διεκδικήσεων, έστω και από λίγο κάθε φορά, πραγματοποιούνταν κατά βάση μετά από στιγμές απότομης όξυνσης, όπως τα επεισόδια με το υδρογραφικό Candarli (1974), με το σεισμογραφικό Hora/Sismik (1976), με το ωκεανογραφικό «Piri Reis» (1987), με τα Ίμια (1996), και δεν αφορά μόνο το ζήτημα της υφαλοκρηπίδας, αλλά γενικότερα τα ζητήματα αμφισβήτησης των ελληνικών κυριαρχικών δικαιωμάτων στο Αιγαίο και ευρύτερα τη ΝΑ Μεσόγειο.

Από την πλευρά τους οι αστικές κυβερνήσεις της Ελλάδας υποστηρίζουν διακηρυκτικά τη μη ύπαρξη άλλου ζητήματος πλην της οριοθέτησης της υφαλοκρηπίδας και, συνακόλουθα, περί δικαιοδοτικής επίλυσης της διαφοράς, με μια μετατόπιση στο ότι στη συζήτηση για τη διαμόρφωση του συνυποσχετικού είναι ενδεχόμενο να συζητηθεί και το εφαρμοστέο Δίκαιο (όχι απαρέγκλιτα ο κανόνας της μέσης γραμμής όπως τιθόταν στην αρχή). Απαντώντας δε στην παραχώρηση αδειών εκμετάλλευσης από την Τουρκία (ρηματική διακοίνωση στον ΟΗΕ, 7 Φλεβάρη 1974), ανέπτυξε από την αρχή της διαφοράς τη σχετική νομική επιχειρηματολογία, που απέμεινε μέχρι σήμερα βασικά ίδια. Οφείλουμε επίσης να σημειώσουμε ότι διαχρονικά οι ελληνικές κυβερνήσεις κινούνταν στη γραμμή της ωραιοποίησης και του εφησυχασμού σε σχέση με την πορεία των διαπραγματεύσεων και τις διεκδικήσεις της Τουρκίας.

Το βασικό όμως είναι ότι, παρά τις διακηρύξεις ότι η οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας είναι η μόνη διαφορά μεταξύ των δύο κρατών, οι ελληνικές αστικές κυβερνήσεις, όλα τα προηγούμενα χρόνια, προχώρησαν σε εκτεταμένες συζητήσεις για τα περισσότερα από τα θέματα που έθεταν οι τουρκικές αστικές κυβερνήσεις, όπως προκύπτει από τις Συμφωνίες της Μαδρίτης (1997) και του Ελσίνκι (1999), με βάση τα όσα είδαν το φως της δημοσιότητας για τις διερευνητικές επαφές της περιόδου 2002-2007. Η στάση αυτή αποτέλεσε συνέχεια της πρακτικής και των προηγούμενων δεκαετιών και των τότε κυβερνήσεων 
ΠΑΣΟΚ και ΝΔ (δεκαετία του ’80). Για παράδειγμα, στο Πρακτικό της Βέρνης που υπέγραψαν οι δύο χώρες το 1976 μετά από την κρίση λόγω της αποστολής του «Σισμίκ», προβλεπόταν η αποφυγή οποιωνδήποτε ενεργειών έρευνας κι εκμετάλλευσης της υφαλοκρηπίδας του Αιγαίου πέραν των χωρικών υδάτων μέχρι τη δικαστική επίλυση του θέματος. Ενώ οι συζητήσεις διακόπηκαν ήδη από το 1980 και από το 1987 η ελληνική κυβέρνηση δήλωσε ότι το Πρακτικό είναι πλέον παρωχημένο και ανενεργό, συνεχίζει μέχρι σήμερα την αναστολή άσκησης των δικαιωμάτων έρευνας κι εκμετάλλευσης στην περιοχή του Αιγαίου. Άλλωστε, στην πρόσφατη συζήτηση στη Βουλή ο πρωθυπουργός Κ. Μητσοτάκης είπε ότι η Ελλάδα είναι έτοιμη να συζητήσει για το σύνολο των θαλάσσιων ζωνών με την Τουρκία, ενώ ακολούθησαν και σχετικές δηλώσεις και από άλλα κυβερνητικά στελέχη.

 

1. Για την οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας του Αιγαίου.

Η αντιπαράθεση των δύο αστικών τάξεων για το συγκεκριμένο θέμα εκτείνεται σε τρεις άξονες: α) Την ύπαρξη υφαλοκρηπίδας στα νησιά του Ανατολικού Αιγαίου και την αναγνώριση των κυριαρχικών δικαιωμάτων επ’ αυτής, β) τον τρόπο οριοθέτησης της υφαλοκρηπίδας, στο τμήμα που αυτή αναγνωρίζεται ότι υπάρχει, γ) την υπαγωγή της διαφοράς στο Διεθνές Δικαστήριο. Για τα παραπάνω η τουρκική αστική τάξη:

α) Σε σχέση με το ζήτημα της υφαλοκρηπίδας, υποστηρίζει ότι υπάρχουν μεγάλες υποθαλάσσιες περιοχές πέρα από τις τουρκικές ακτές οι οποίες αποτελούν τουρκική υφαλοκρηπίδα, ως φυσική προέκταση της ακτής της Ανατολίας, καθώς και ότι ορισμένα από τα ελληνικά νησιά του Ανατολικού Αιγαίου που βρίσκονται κοντά στις τουρκικές ακτές δε διαθέτουν δική τους υφαλοκρηπίδα. Επίσης υποστηρίζει ότι, εφόσον δεν έχει γίνει οριοθέτηση μεταξύ των δύο χωρών, δεν υπάρχει ελληνική υφαλοκρηπίδα και άρα δεν παραβιάζεται οποιοδήποτε κυριαρχικό δικαίωμα της Ελλάδας. Ειδικά δε για τα νησιά Λήμνος, Χίος, Σάμος, Λέσβος, Άι-Στράτης, Ικαρία και Κως, στην πορεία στήριξε τον ισχυρισμό της ότι δεν έχουν υφαλοκρηπίδα πιο αναλυτικά σε δύο εναλλακτικά γεωλογικά επιχειρήματα: 1) Ότι αποτελούν απλά ανυψώματα της τουρκικής υφαλοκρηπίδας, 2) ότι σε πολύ απώτερο χρόνο αποτελούσαν τμήμα της ασιατικής ηπείρου.

β) Αμφισβήτησε εξαρχής ότι η οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας, τόσο στη θεωρία όσο και στην πράξη, βασίζεται στην αρχή της ίσης απόστασης. Αντίθετα, υποστηρίζει ότι ο κανόνας για τα παράκτια κράτη που οι ακτές τους αντίκεινται είναι η οριοθέτηση με συμφωνία, λόγω «ειδικών περιστάσεων» (εν προκειμένω, το ότι χαρακτηρίζεται το Αιγαίο ως «ημίκλειστη θάλασσα»). Στην πορεία πρόβαλε και το επιχείρημα ότι οι αρχές που θα εφαρμοστούν στην οριοθέτηση πρέπει να καθοριστούν μεταξύ των δυο πλευρών –όχι από διεθνές δικαστήριο.

γ) Αρχικά προέκρινε τη λύση της διμερούς συμφωνίας, αλλά αποδεχόταν και το ζήτημα της υπαγωγής στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης για το ζήτημα –αποκλειστικά– της υφαλοκρηπίδας. Στην πορεία, ως προς την υπαγωγή αποκλειστικά για το ζήτημα της υφαλοκρηπίδας, διαφοροποίησε τη στάση της με τη θέση ότι η υφαλοκρηπίδα αποτελούσε μέρος ενός ευρύτερου φάσματος προβλημάτων και ότι υπήρχαν διάφοροι τρόποι διακανονισμού τους, με το Διεθνές Δικαστήριο να αποτελεί τον έναν από αυτούς.

Από την πλευρά της, με βάση τους παραπάνω άξονες, η ελληνική αστική τάξη υποστηρίζει:

α) Για την υφαλοκρηπίδα και τα ελληνικά κυριαρχικά δικαιώματα, ότι η Ελλάδα προχώρησε τις δεκαετίες 1950 και 1960 σε διάφορες πράξεις εκμετάλλευσης και παροχής αδειών έρευνας στο βυθό γύρω από τα ελληνικά νησιά, αλλά έξω από την αιγιαλίτιδα ζώνη της στη βάση των διεθνών συνθηκών και της σχετικής ελληνικής νομοθεσίας, συμπεριλαμβανομένων των τμημάτων που αναφέρονται στις τουρκικές άδειες που εκδόθηκαν για εκμετάλλευση αργότερα, και ανήκουν κατά ένα πολύ μεγάλο μέρος στα ελληνικά νησιά Σαμοθράκη, Λήμνος, Άι-Στράτης, Λέσβος, Χίος, Ψαρά και Αντίψαρα. Η δε Τουρκία δεν πρόβαλε καμία επιφύλαξη ή διαμαρτυρία έως το 1973, παρότι αποδεδειγμένα γνώριζε αυτές τις ενέργειες. Βέβαια, το εν λόγω επιχείρημα επαναλαμβάνεται παρά το ότι ήδη έχουν συμπληρωθεί 45 χρόνια αμφισβητήσεων από πλευράς της Τουρκίας.

β) Για το ζήτημα της οριοθέτησης τονίζεται η θεωρία και πρακτική του Διεθνούς Δικαίου επί της αρχής της ίσης απόστασης και ότι ελλείψει συμφωνίας –εφόσον δε δικαιολογείται άλλη λύση λόγω ειδικών περιστάσεων– το όριο σύμφωνα με το Διεθνές Δίκαιο καθορίζεται από τη μέση γραμμή.

γ) Για την προσφυγή στο Διεθνές Δικαστήριο, εξαρχής προέκρινε τη σύναψη ειδικής συμφωνίας (συνυποσχετικό), επιφυλάσσοντας πάντως το δικαίωμα μονομερούς προσφυγής, όπως και έκανε τελικά, το 1976. Τελικά το Δικαστήριο απέρριψε την προσφυγή στις 19 Δεκέμβρη 1978, επικαλούμενο έλλειψη δικαιοδοσίας.

 

2. Αμφισβήτηση του κυριαρχικού δικαιώματος της Ελλάδας να επεκτείνει την αιγιαλίτιδα ζώνη μέχρι τα 12 ν.μ., υπό την απειλή πολέμου (casus belli). Για τη στάση της αυτή, η τουρκική αστική τάξη προβάλλει ως επιχειρήματα ότι:

– Το Αιγαίο αποτελεί ημίκλειστη θάλασσα και κατά συνέπεια μια τέτοια ενέργεια θα απαιτούσε την προηγούμενη συγκατάθεση της Τουρκίας ως όμορου παράκτιου κράτους.

– Η άνευ διακρίσεως εφαρμογή του κανόνα των 12 ν.μ. σε μια ημίκλειστη θάλασσα αποτελεί κατάχρηση δικαιώματος κατά παράβαση του άρθρου 300 της Σύμβασης.

– Η επέκταση των ελληνικών χωρικών υδάτων στα 12 ν.μ. θα καταστήσει το Αιγαίο μια «ελληνική λίμνη», με αποτέλεσμα να περιοριστεί η ελευθερία της ναυσιπλοΐας και να θιγεί το δικαίωμα της Τουρκίας για πρόσβαση στην ανοιχτή θάλασσα και, τέλος,

– θα δημιουργηθεί σοβαρή απειλή για τα συμφέροντα της Τουρκίας στην Περιοχή.

Η ελληνική αστική τάξη αντιπροβάλλει ότι:

– Καμία διάταξη στη Σύμβαση δεν προβλέπει υποχρέωση περιορισμού του εύρους της αιγιαλίτιδας ζώνης παράκτιου κράτους προκειμένου να αποφευχθεί ο «εγκλωβισμός» χωρικών υδάτων γειτονικού κράτους, με εξαίρεση την περίπτωση χάραξης ευθείων γραμμών βάσης, που δεν ισχύει εν προκειμένω.

– Η υποχρέωση συνεργασίας των παράκτιων κρατών σε κλειστές και ημίκλειστες θάλασσες περιορίζεται σε θέματα διαχείρισης κι εκμετάλλευσης των ζώντων πόρων, προστασίας του περιβάλλοντος και θαλάσσιας επιστημονικής έρευνας.

– Η Ελλάδα κατά την κύρωση της Σύμβασης για το Δίκαιο της Θάλασσας δήλωσε ρητά ότι επιφυλάσσεται να ασκήσει σε οιονδήποτε χρόνο το δικαίωμά της να επεκτείνει την αιγιαλίτιδα ζώνη της μέχρι τα 12 ν.μ., χωρίς να το έχει πράξει μέχρι σήμερα.

– Από την επέκταση των ελληνικών χωρικών υδάτων δεν πρόκειται να θιγούν τα δικαιώματα ναυσιπλοΐας τρίτων κρατών, συμπεριλαμβανομένης της Τουρκίας, εφόσον στην αιγιαλίτιδα ζώνη αναγνωρίζεται το δικαίωμα της αβλαβούς διέλευσης.

– Η Τουρκία με την απειλή πολέμου παραβιάζει θεμελιώδεις αρχές του Χάρτη των ΗΕ περί απαγόρευσης χρήσης ή απειλής χρήσης βίας (άρθρο 2, παρ. 4), περί ειρηνικής επίλυσης (άρθρο 2, παρ. 3) και περί καλής γειτονίας και ειρηνικής συνύπαρξης (Προοίμιο). Αντίστοιχα και βασικές αρχές για τις σχέσεις των κρατών που μετέχουν στο ΝΑΤΟ (άρθρα 1 και 2 του Βορειοατλαντικού Συμφώνου).

 

3. Αμφισβήτηση της ελληνικής κυριαρχίας επί νησιών του Ανατολικού Αιγαίου και παραβίασή της, ακόμα και στην περίπτωση κατοικημένων περιοχών, μέσω της θεωρίας των «γκρίζων ζωνών» που αναπτύχθηκε από την τουρκική πλευρά από τα μέσα της δεκαετίας του ’90, και επί της ουσίας αμφισβητεί συνολικά τα θαλάσσια σύνορα σε όλο το Ανατολικό Αιγαίο. Ειδικότερα, η τουρκική αστική τάξη ισχυρίζεται ότι η ελληνική κυριαρχία υφίσταται μόνο σε εκείνα τα νησιά του Αιγαίου τα οποία αναφέρονται ονομαστικά στα κείμενα των Συνθηκών με τις οποίες αυτά τα νησιά παραχωρήθηκαν στην Ελλάδα. Καταλυτικό ρόλο για την ανάπτυξη αυτών των διεκδικήσεων αποτέλεσε και η κρίση στα Ίμια (1996). Το τουρκικό ΥΠΕΞ με ρηματικές διακοινώσεις του επικαλείται τουρκική κυριαρχία επί των Ιμίων κι έχει θέσει θέμα διμερούς διαπραγμάτευσης για νήσους, νησίδες και βραχονησίδες στο Αιγαίο, το καθεστώς των οποίων είναι δήθεν αδιευκρίνιστο από νομικής απόψεως.

Η ελληνική αστική τάξη αντιπροβάλλει ότι το διεθνές νομικό πλαίσιο με το οποίο ρυθμίστηκαν τα θέματα κυριαρχίας στην περιοχή μετά από τους Παγκόσμιους Πολέμους (Συνθήκες Λοζάνης 1923 και Παρισίων 1947) είναι απολύτως σαφές και αδιαμφισβήτητο. Δυνάμει των νομικών αυτών τίτλων, η Ελλάδα ασκεί νομίμως, αδιαλείπτως, εμπράκτως και με ειρηνικό τρόπο την κυριαρχία της επί όλων των νήσων, νησίδων και βραχονησίδων που εμπίπτουν, κατά τα προαναφερόμενα, στο έδαφός της χωρίς να έχει υπάρξει ουδεμία αμφισβήτηση από άλλο κράτος, πλην των αβάσιμων όψιμων αμφισβητήσεων της Τουρκίας. Η δε Τουρκία παραιτήθηκε κάθε κυριαρχικού δικαιώματος επί όλων των νησιών που βρίσκονται πέραν των 3 μιλίων από την ασιατική ακτή, πλην της Ίμβρου, της Τενέδου και των Λαγουσών. Βάσει της Συνθήκης Ειρήνης των Παρισίων, η Ελλάδα διαδέχτηκε την Ιταλία, ασκούσα αυτή πλέον κυριαρχία επί των Δωδεκανήσων. Επίσης τη νομική επιχειρηματολογία συμπληρώνει το επιχείρημα ότι η Ελλάδα ασκεί έμπρακτη, ειρηνική και συνεχή κυριαρχία επί των Ιμίων αδιαλείπτως από το 1947, χωρίς η Τουρκία να την αμφισβητήσει ποτέ μέχρι την κρίση του 1995-1996. Επί της συνολικής αμφισβήτησης αντιπροβάλλει ότι τα θαλάσσια σύνορα μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας είναι σαφώς οριοθετημένα, εκτός των ήδη αναφερθέντων συνθηκών, και βάσει του Πρωτοκόλλου των Αθηνών της 26ης Νοέμβρη 1926, της Συμφωνίας της 4ης Γενάρη 1932 και του Πρωτοκόλλου της 28ης Δεκέμβρη 1932 μεταξύ Ιταλίας και Τουρκίας. Ενώ στη θαλάσσια περιοχή που εκτείνεται νοτίως του Έβρου μέχρι τη Σάμο και την Ικαρία, ελλείψει σχετικών συμβατικών ρυθμίσεων με την Τουρκία, εφαρμόζεται η αρχή της ίσης απόστασης / μέσης γραμμής, σύμφωνα με το εθιμικό Δίκαιο, εφόσον δεν υπάρχει συμφωνία οριοθέτησης και άρα κανένα κράτος δε δικαιούται να επεκτείνει την αιγιαλίτιδα του ζώνη πέραν της μέσης γραμμής.

 

4. Αμφισβήτηση της ύπαρξης ελληνικής υφαλοκρηπίδας στην Ανατολική Μεσόγειο, που σχηματίζεται από το σύμπλεγμα του Καστελόριζου, τη Ρόδο, την Κάρπαθο, την Κάσο και την Κρήτη.

Η τουρκική αστική τάξη σταθερά επιδιώκει να εμφανίσει ως απομονωμένο το σύμπλεγμα του Καστελόριζου από τα υπόλοιπα ελληνικά νησιά, ώστε να θεωρηθούν τα νησιά αυτά ότι βρίσκονται «στη λάθος πλευρά της γραμμής» κατά τη χάραξη της μέσης γραμμής, και άρα πρέπει να τους αποδοθεί μειωμένη –ή και μηδενική– επήρεια στη χάραξη των θαλάσσιων ζωνών. Ειδικότερα δε για το Καστελόριζο, για πρώτη φορά δημόσια, το Δεκέμβρη του 2019, η Τουρκία αμφισβήτησε ότι το Καστελόριζο έχει υφαλοκρηπίδα, επαναλαμβάνοντας τη θέση ότι τα ελληνικά νησιά δεν μπορούν να δημιουργήσουν περιοχές θαλάσσιας δικαιοδοσίας, και ζητάει να του αποδοθεί μόνο αιγιαλίτιδα ζώνη. Επίσης, σταθερά από το 2004 η Τουρκία διεκδικεί τις περιοχές δυτικά του 32ου Μεσημβρινού (ο οποίος εφάπτεται σχεδόν των δυτικών ακτών της Κύπρου), προχωρώντας ταυτόχρονα και στην παραχώρηση αδειών εκμετάλλευσης των σχετικών οικοπέδων. Το 2012 εκχωρήθηκαν στην κρατική τουρκική εταιρία πετρελαίου ΤΡΑΟ θαλάσσιες περιοχές στις οποίες περιλαμβάνονται τμήματα της υφαλοκρηπίδας της Ρόδου, της Καρπάθου, ολόκληρη σχεδόν η υφαλοκρηπίδα του Καστελόριζου και η κυπριακή ΑΟΖ δυτικά του νησιού. Συνέχεια των παραπάνω ενεργειών ήταν και η δημοσίευση διάφορων χαρτών, με αποκορύφωμα τους πιο πρόσφατους χάρτες, που απεικονίζουν τη στρατηγική της Τουρκίας για τη «Γαλάζια Πατρίδα» με την οποία φαίνεται, μεταξύ άλλων, να εκτείνεται η τουρκική υφαλοκρηπίδα μέχρι την Αίγυπτο και τη Λιβύη. Στη βάση αυτού του χάρτη υπογράφτηκε και το τουρκολιβυκό Σύμφωνο για την οριοθέτηση ΑΟΖ.

Στις ενέργειες εκχωρήσεων αδειών από τις τουρκικές κυβερνήσεις, οι ελληνικές κυβερνήσεις ανταπαντούσαν με διαμαρτυρίες προς τον ΟΗΕ, καταγγέλλοντας τις τούρκικες ενέργειες, χωρίς όμως να προσδιορίζουν τα όρια της ελληνικής υφαλοκρηπίδας. Βασική θέση της ελληνικής αστικής τάξης αποτελεί η πρόβλεψη του Δικαίου της Θάλασσας ότι τα νησιά δικαιούνται θαλάσσιες ζώνες όπως τα ηπειρωτικά εδάφη και ότι όλα τα νησιά του Αιγαίου μέχρι το Καστελόριζο συνιστούν ένα ενιαίο σύνολο. Στη βάση αυτή, προβλέπεται και στην ελληνική νομοθεσία ότι ως προς τον καθορισμό της υφαλοκρηπίδας λαμβάνεται υπόψη το κριτήριο της απόστασης στα 200 ν.μ., και ότι, σε περίπτωση έλλειψης συμφωνίας οριοθέτησης με τα γειτονικά κράτη, το εσωτερικό όριο της ελληνικής υφαλοκρηπίδας είναι η μέση γραμμή / γραμμή ίσης απόστασης που μετράται από τις ηπειρωτικές και τις νησιωτικές ακτές (άρθρο 156 Ν. 4001/2011). Σε αυτήν τη βάση, υπογράφηκαν τον Ιούλη του 2020 από την ελληνική κυβέρνηση και οι άδειες για έρευνα σε τεμάχια νότια της Κρήτης, στην κοινοπραξία Exxon-Mobil, Total και Energean.

 

5. Απαίτηση της τουρκικής αστικής τάξης για αποστρατιωτικοποίηση των νησιών του Ανατολικού Αιγαίου.

Η ελληνική αστική τάξη αντιπροβάλλει ότι το καθεστώς των ελληνικών νησιών του Αν. Αιγαίου διέπεται από διεθνείς Συνθήκες. Ειδικότερα: Για Λήμνο και Σαμοθράκη από τη Σύμβαση της Λοζάνης για τα Στενά του 1923, η οποία καταργήθηκε από τη Σύμβαση του Montreux του 1936, με την Τουρκία να αναγνωρίζει από τότε το δικαίωμα της Ελλάδας να εξοπλίσει τη Λήμνο και τη Σαμοθράκη. Για Μυτιλήνη, Χίο, Σάμο και Ικαρία από τη Συνθήκη Ειρήνης της Λοζάνης του 1923, στην οποία πουθενά δεν προβλέπεται ότι τα νησιά αυτά θα τελούν υπό καθεστώς αποστρατιωτικοποιήσης. Για το καθεστώς των Δωδεκανήσων από τη Συνθήκη Ειρήνης των Παρισίων του 1947. Οι διατάξεις της εν λόγω Συνθήκης προβλέπουν όντως την αποστρατιωτικοποίηση των νήσων αυτών: «Αι ανωτέρω νήσοι θα αποστρατιωτικοποιηθώσι και θα παραμείνωσιν αποστρατιωτικοποιημέναι.» Στα Δωδεκάνησα υφίστανται ορισμένες δυνάμεις Εθνοφυλακής, οι οποίες έχουν δηλωθεί σύμφωνα με τα προβλεπόμενα από τις διατάξεις της Συμφωνίας CFE. Όμως, η Τουρκία δεν αποτελεί συμβαλλόμενο μέρος σε αυτήν τη Συνθήκη του 1947, η οποία επομένως αποτελεί «res inter alios acta» γι’ αυτή, δηλαδή ζήτημα που αφορά άλλα κράτη. Επίσης, η Ελλάδα επικαλείται και το δικαίωμά της, ως κυρίαρχο κράτος, για άμυνα σε περίπτωση απειλής στρεφόμενης κατά των νησιών της ή οποιουδήποτε άλλου μέρους της επικράτειάς της, δικαίωμα που προβλέπεται από το άρθρο 51 του Χάρτη των ΗΕ.

 

6. Αμφισβήτηση του εύρους του ελληνικού εθνικού εναέριου χώρου στα 10 μίλια μέσω συνεχών παραβιάσεων από τουρκικά μαχητικά αεροσκάφη, με τον ισχυρισμό περί αντιθέσεως του εύρους του ελληνικού εθνικού εναερίου χώρου προς το Διεθνές Δίκαιο. Η ελληνική αστική τάξη αντιπροβάλλει ότι η κυριαρχία της Ελλάδας στον αέρα ασκείται εντός 10 ν.μ. από τις ακτές της (δυνάμει του Διατάγματος της 6ης Σεπτέμβρη 1931, σε συνδυασμό με τους Νόμους 5017/1931, 230/1936 και 1815/1988). Επίσης ότι, με βάση το Διεθνές Δίκαιο, η άσκηση κυριαρχίας στον εναέριο χώρο μέχρι τα 10 ν.μ. είναι απολύτως νόμιμη, αφού δεν υπερβαίνει τα 12 ν.μ. που ορίζει το Δίκαιο της Θάλασσας ως ανώτατο όριο του εύρους της αιγιαλίτιδας ζώνης και του εθνικού εναέριου χώρου και ότι έχει προχωρήσει στη γνωστοποίηση της ανωτέρω νομοθεσίας ήδη από το 1931 και η Τουρκία από τότε και για πολλές δεκαετίες αποδεχόταν το εύρος των 10 ν.μ. του ελληνικού εθνικού εναέριου χώρου χωρίς ουδεμία διαμαρτυρία ή αμφισβήτηση από πλευράς της. Παραμένει βέβαια ως πραγματικότητα ότι η ελληνική πρακτική αντιβαίνει σε βασικούς κανόνες του Διεθνούς Δικαίου, σύμφωνα με τους οποίους τα όρια του εθνικού εναέριου χώρου ταυτίζονται με τα όρια του εδάφους ή, για τα παράκτια κράτη, των χωρικών υδάτων του, που εξομοιώνονται με το έδαφος.

 

7. Αμφισβήτηση των αρμοδιοτήτων εντός του FIR Αθηνών που ασκεί η Ελλάδα βάσει αποφάσεων του Διεθνούς Οργανισμού Πολιτικής Αεροπορίας (ICAO), μέσω της συνεχούς άρνησης συμμόρφωσης της Τουρκίας προς τους κανόνες εναέριας κυκλοφορίας. Με το επιχείρημα ότι η Σύμβαση του Σικάγο, δυνάμει της οποίας ιδρύθηκε ο ICAO, δεν αφορά τα κρατικά αεροσκάφη, σταθερά αρνείται να υποβάλει σχέδια πτήσεων για τις εισόδους των στρατιωτικών αεροσκαφών της εντός του FIR Αθηνών.

Η Ελλάδα αντιπροβάλλει ότι ο Διεθνής Οργανισμός Πολιτικής Αεροπορίας (ICAO), από την ίδρυσή του το 1944, θέσπισε τα όρια των περιοχών ευθύνης για τον έλεγχο του εναέριου χώρου στις χώρες-μέλη του (Flight Information Region - FIR). Το FIR Αθηνών οριοθετήθηκε στο πλαίσιο των περιοχικών συνδιασκέψεων αεροναυτιλίας Ευρώπης των ετών 1950, 1952 και 1958. Η Τουρκία ήταν παρούσα στις παραπάνω συνδιασκέψεις και αποδέχτηκε τον καθορισμό του εναέριου χώρου για τον οποίο υπεύθυνη ορίστηκε η Ελλάδα που, σύμφωνα με τους κανόνες του ICAO και τη διεθνή πρακτική, απαιτεί, για λόγους ασφάλειας των πολιτικών πτήσεων, όλα τα αεροσκάφη, πολιτικά και στρατιωτικά, να υποβάλλουν σχέδια πτήσεως πριν την είσοδό τους στο FIR Αθηνών.

 

8. Αμφισβήτηση των αρμοδιοτήτων της Ελλάδας εντός της περιοχής ευθύνης της για θέματα έρευνας και διάσωσης. Το 1988, η Τουρκία εξέδωσε τον Κανονισμό 1988/13559 (όπως αυτός τροποποιήθηκε από τον Κανονισμό 2001/3275), με τον οποίο όρισε ως περιοχή ευθύνης της για παροχή υπηρεσιών έρευνας και διάσωσης, χωρίς να διευκρινίζει εάν πρόκειται για ναυτικά ή και για αεροπορικά ατυχήματα, περιοχή που, πέραν των FIRs Κωνσταντινούπολης και Άγκυρας, περιλαμβάνει τμήμα του FIR Αθηνών μέχρι το μέσο περίπου του Αιγαίου, εγκλωβίζοντας μεγάλο τμήμα της ελληνικής επικράτειας εντός της τουρκικής περιοχής έρευνας και διάσωσης.

Η Ελλάδα αντιπροβάλλει ότι τα ζητήματα έρευνας και διάσωσης στο Αιγαίο διέπονται από σειρά Συνθηκών/Συμφωνιών που έχει προσυπογράψει [Σύμβαση του Σικάγο του 1944, Κανόνες και Συστάσεις του ICAO, περιοχική συμφωνία αεροναυτιλίας στο πλαίσιο Συνδιάσκεψης του ICAO το 1952 και σχετικές συστάσεις του IMO και του ICAO, δηλώσεις –από το 1975– στο Διακυβερνητικό Ναυτιλιακό Συμβουλευτικό Οργανισμό (IMCO), προγενέστερο του Διεθνούς Ναυτιλιακού Οργανισμού (ΙΜΟ), Σύμβαση του Αμβούργου του 1979 που ενσωματώθηκε στην ελληνική έννομη τάξη με το Ν. 1844/1989, σειρά Συμφωνιών για συνεργασία σε θέματα ναυτικής έρευνας και διάσωσης τόσο με την Ιταλία (2000) όσο και με τη Μάλτα (2008) και την Κύπρο (2014)]. Επίσης η Ελλάδα, μέσω του αρμόδιου ελληνικού Ενιαίου Κέντρου Συντονισμού Έρευνας και Διάσωσης (Joint Rescue Coordination Center - JRCC) στον Πειραιά, συντονίζει όλες τις επιχειρήσεις έρευνας και διάσωσης, παρέχοντας εν προκειμένω υπηρεσίες σε όλα τα κινδυνεύοντα πλοία και αεροπλάνα εντός της ελληνικής περιοχής ευθύνης. Επομένως, η τουρκική ενέργεια να συμπεριλάβει ελληνικά νησιά, ελληνικά χωρικά ύδατα κι ελληνικό εναέριο χώρο στην τουρκική περιοχή έρευνας και διάσωσης παραβιάζει την κυριαρχία της Ελλάδας και τις σχετικές Διεθνείς Συμβάσεις, παραβιάζει ελληνικές αρμοδιότητες εκχωρημένες από τον ICAO. Επίσης, έρχεται σε αντίθεση με τη γενική διεθνή πρακτική, αλλά και τις συστάσεις του ΙΜΟ και ICAO, που περιλαμβάνονται στο Διεθνές Εγχειρίδιο Αεροναυτικής και Ναυτικής Έρευνας και Διάσωσης.

Από τα παραπάνω, αποτυπώνεται χαρακτηριστικά πώς η αστική τάξη της Τουρκίας, θέτοντας στο επίκεντρο τη διαφορά για την οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας, αναπτύσσει όλα αυτά τα χρόνια ένα πλαίσιο ευρύτερων διεκδικήσεων. Στην κατεύθυνση αυτή ενισχύεται και από το γεγονός ότι το ΝΑΤΟ, ήδη από το 1960, δεν αναγνωρίζει ελληνικό εναέριο χώρο 10 μιλίων για τους σκοπούς των ΝΑΤΟϊκών ασκήσεων. Επίσης, στο πλαίσιο του ΝΑΤΟ, για πάνω από δέκα χρόνια, το Αιγαίο αποτελεί ενιαίο επιχειρησιακό χώρο, χωρίς σύνορα μεταξύ των δύο κρατών.

 

Δ. ΟΡΙΣΜΕΝΑ ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ

Η αντιπαράθεση για τις θαλάσσιες ζώνες αντικειμενικά αφορά την ελληνική επικράτεια, υπό την έννοια ότι στην ουσία η ελληνική επικράτεια είναι ενιαία, εκτείνεται σε στεριά και θάλασσα, αφού η Ελλάδα είναι παράκτιο κράτος, και άρα η αμφισβήτηση της ύπαρξης ή του εύρους θαλάσσιων ζωνών, σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό, ανοίγει ζητήματα αλλαγής συνόρων. Οποιαδήποτε συζήτηση για αλλαγή συνόρων φέρνει ακόμα πιο κοντά το ενδεχόμενο μικρότερης ή μεγαλύτερης στρατιωτικής σύγκρουσης στο πλαίσιο του ενδοϊμπεριαλιστικού ανταγωνισμού (για αγορές, δρόμους μεταφοράς, πηγές ενέργειας).

Τα κυριαρχικά δικαιώματα της Ελλάδας μπαίνουν στο κρεβάτι του Προκρούστη, τόσο από την επιθετικότητα της τούρκικης αστικής τάξης, που αποτυπώνεται στην προβολή ευρύτερων διεκδικήσεων, όσο και από την ελληνική αστική τάξη που με γνώμονα τη «γεωπολιτική αναβάθμιση» της χώρας και την κατοχύρωσή της ως «εταίρου-κρίκου», διαπραγματεύεται στο πλαίσιο των ιμπεριαλιστικών συμμαχιών ΕΕ και ΝΑΤΟ. Άλλωστε η γενικότερη εκχώρηση κυριαρχικών δικαιωμάτων είναι ήδη μια πραγματικότητα για τα κράτη στο πλαίσιο των ιμπεριαλιστικών οργανισμών, έχει αποτυπωθεί και στο ελληνικό Σύνταγμα15, με τις γνωστές και βαρύτατες συνέπειες για τους εργαζόμενους και τα λαϊκά στρώματα. Προετοιμάζεται έτσι το έδαφος για απαράδεκτες για το λαό συμφωνίες, προκειμένου να εξυπηρετηθούν συμφέροντα ξένων, αλλά και εγχώριων μονοπωλίων, προκειμένου να διευκολυνθούν οι σχεδιασμοί ΗΠΑ-ΝΑΤΟ και ΕΕ στην ευρύτερη περιοχή, με βάση και τη συνεχόμενη όξυνση του ανταγωνισμού με Ρωσία και Κίνα και με δεδομένο το διακηρυγμένο στόχο της ελληνικής αστικής τάξης για αναβάθμιση της γεωστρατηγικής της θέσης στην ευρύτερη περιοχή.

Γι’ αυτό και αποτελεί επικίνδυνη αυταπάτη η άποψη περί εξασφάλισης της ειρήνης και της σταθερότητας στην περιοχή, για δίκαιη επίλυση των διαφορών προς όφελος των λαών της περιοχής, με τη μεσολάβηση των ΗΠΑ-ΝΑΤΟ και ΕΕ. Η όξυνση του ενδοϊμπεριαλιστικού ανταγωνισμού και η προώθηση των συμφερόντων της κάθε αστικής τάξης είναι ο βασικός μπούσουλας των αστικών κυβερνήσεων στο πλαίσιο των διεθνών συναντήσεων και συμφωνιών, όπως και των διεκδικήσεων. Η δε συζήτηση στα αστικά επιτελεία για την ανάγκη δήθεν διαμόρφωσης «εθνικής στρατηγικής», ενώ αυτή ήδη υπάρχει και με την οποία συμφωνούν ΝΔ, ΣΥΡΙΖΑ, ΚΙΝΑΛ και διαγκωνίζονται για το ποιος μπορεί καλύτερα να την εξασφαλίσει, στόχο έχει να υποτάξει την εργατική τάξη και το λαό στα συμφέροντα της αστικής τάξης, να αποδεχτούν τα δικά της συμφέροντα ως «εθνικά», ως συμφέροντα όλης της κοινωνίας. Προβάλλουν το επιχείρημα ότι η «εθνική στρατηγική» μπορεί να αποτρέψει την τουρκική επιθετικότητα, ότι σε συνθήκες εντάσεων και προκλήσεων πρέπει να υπάρχει συναίνεση στα «μεγάλα θέματα», όπως της εξωτερικής πολιτικής. Έχουν στόχο, σε συνθήκες που οξύνεται ο ανταγωνισμός, που η ένταση της εκμετάλλευσης των εργαζόμενων και των λαϊκών στρωμάτων είναι προαπαιτούμενο, όχι μόνο να αποδεχτεί ο λαός τις νέες θυσίες που θα υποστεί, αλλά ενεργητικά να τις υπερασπίζεται.

Αποτελεί επίσης αυταπάτη ότι η εφαρμογή του Διεθνούς Δικαίου, και ειδικά του Δικαίου της Θάλασσας, αρκεί για να λυθούν οι διαφορές στο πλαίσιο των ενδοϊμπεριαλιστικών αντιθέσεων. Το Δίκαιο της Θάλασσας ως τμήμα του Διεθνούς Αστικού Δικαίου καθορίζεται από τις ανάγκες της καπιταλιστικής οικονομίας. Άλλωστε, οι «διπλωματικές ενέργειες» κατά την προπαρασκευή των διεθνών κανόνων, η ίδια η μακρόχρονη κωδικοποιητική προσπάθεια του Δικαίου της Θάλασσας, το γενικό και αφηρημένο περιεχόμενο της πλειοψηφίας των άρθρων, η νομολογία που προηγήθηκε της συγκρότησης των κανόνων, αλλά και η νομολογία που ακολούθησε, με τις σε πολλά σημεία αντιφατικές αποφάσεις για ίδια ζητήματα, όχι μόνο αποτυπώνουν τους σφοδρούς ανταγωνισμούς που εξελίσσονται σε συνθήκες ιμπεριαλιστικής ειρήνης μέχρι να συμφωνήσουν τα αντιμαχόμενα μέρη, αλλά αξιοποιούνται και ως μέσο πίεσης στην εντεινόμενη ενδοϊμπεριαλιστική αντιπαράθεση. Πόσο μάλλον που το Δίκαιο της Θάλασσας αφορά ένα νευραλγικό κομμάτι της παγκόσμιας καπιταλιστικής οικονομίας, που περιλαμβάνει το θαλάσσιο δίκτυο μεταφορών, την εκμετάλλευση των φυσικών και ζώντων πόρων των βυθών, την εκμετάλλευση των υδάτων, των ρευμάτων και των υπερκείμενων ανέμων για την παραγωγή ενέργειας. Συγκρούονται λοιπόν τόσο μονοπωλιακοί όμιλοι μεγαθήρια (εφοπλιστικό κεφάλαιο, ενεργειακοί κολοσσοί κ.ο.κ.) όσο και η πλειοψηφία των καπιταλιστικών κρατών (ακόμα και κάποια που δε βρέχονται από θάλασσα). Η δε οριοθέτηση θαλάσσιων ζωνών αποτελεί κρίσιμο ζήτημα όχι μόνο για τα τμήματα του κεφαλαίου εκείνα που επιδιώκουν την εκμετάλλευση του ορυκτού πλούτου και τον έλεγχο των δρόμων μεταφοράς τους, αλλά και για τα τμήματα εκείνα που προωθούν την ενίσχυση του «Πράσινου New Deal», καθώς τα θαλάσσια ύδατα και οι υπερκείμενοι σε αυτά άνεμοι είναι «ζωτικός χώρος», π.χ. για την παραγωγή ηλεκτρικού ρεύματος (μέσω της δημιουργίας αιολικών πάρκων στη θάλασσα κλπ.).

Ψευδεπίγραφη είναι και η «υπόσχεση» αποτροπής του πολέμου μέσω της προσφυγής στο Διεθνές Δικαστήριο, αφού οι αποφάσεις του, όπως εκτέθηκαν αναλυτικότερα παραπάνω, καθορίζονται από τον κάθε φορά συσχετισμό δύναμης μεταξύ των αντιπαρατιθέμενων αστικών τάξεων, όχι μόνο όσων προσφεύγουν σε αυτό, αλλά και των συμμάχων τους. Γι’ αυτό είναι ανεδαφική κι επικίνδυνη η προβολή της προσφυγής στα διεθνή δικαστήρια ως λύσης για την αποτροπή πολεμικής σύγκρουσης με την Τουρκία, για την οριστική διευθέτηση της διαφοράς. Αντίστοιχα και η επιλεκτική παρουσίαση αποφάσεων των διεθνών δικαστηρίων, που τάχα είτε δικαιώνουν τις θέσεις της ελληνικής αστικής τάξης είτε τις καταδικάζουν είτε αποτελούν δήθεν παράδειγμα απονομής «πραγματικής δικαιοσύνης», «χρυσής τομής» που θα επιλύσει τις διαφορές των δύο χωρών. Μια αναλυτική ματιά στη νομολογία αποκαλύπτει ότι οι αποφάσεις των διεθνών δικαστηρίων είναι αποτέλεσμα σφοδρότατων ανταγωνισμών μεταξύ καπιταλιστικών κρατών, με κανόνα την επικράτηση του ισχυρότερου, που αποτυπώνεται και στις εκ διαμέτρου αντίθετες αποφάσεις για γενικά όμοιες διαφορές.

Εξίσου επικίνδυνη είναι και η λογική που εκφράζεται από φορείς του οπορτουνισμού ότι οι διαφορές αυτές δεν αφορούν το λαό και τα παιδιά του, αφού εκφράζουν ενδοϊμπεριαλιστικές αντιθέσεις. Η λογική αυτή αδιαφορεί για την υπεράσπιση των συνόρων από τη σκοπιά των εργατικών-λαϊκών δυνάμεων και των μελλοντικών δυνατοτήτων της εργατικής εξουσίας. Αφήνει αθωράκιστο το εργατικό-λαϊκό κίνημα απέναντι στα προωθούμενα σχέδια συνδιαχείρισης και συνεκμετάλλευσης στο Αιγαίο προς όφελος των μονοπωλιακών ομίλων, στα σχέδια αλλαγής συνόρων που θα σηματοδοτήσουν νέο κύκλο εντάσεων, προκλήσεων, διεκδικήσεων, φέρνοντας έτσι ακόμα πιο κοντά το ενδεχόμενο και στρατιωτικής εμπλοκής. Η λογική αυτή τελικά εγκλωβίζει το εργατικό-λαϊκό κίνημα στους σχεδιασμούς της αστικής τάξης. Το ίδιο και η φαινομενικά αντίθετη λογική που, αναπαράγοντας τη χρεοκοπημένη θεωρία της υποταγμένης σε ξένα κέντρα ελληνικής αστικής τάξης, καλεί το λαό να αντιταχτεί στους ιμπεριαλιστικούς σχεδιασμούς και να αποδεσμευτεί η χώρα από ιμπεριαλιστικές συμμαχίες, ξεκόβοντας την πάλη αυτή από την πάλη για την εργατική εξουσία, ενώ μόνο με την κατάκτηση της εξουσίας από την εργατική τάξη, με την προωθητική δύναμη της σοσιαλιστικής οικοδόμησης μπορούν να αντιμετωπιστούν αποτελεσματικά προς όφελος του λαού οι ιμπεριαλιστικοί σχεδιασμοί.

Αντίστοιχα, επικίνδυνη είναι και η άποψη που διακινείται από μερίδα του οπορτουνισμού ότι η οριοθέτηση ΑΟΖ και υφαλοκρηπίδας δεν αφορά την επικράτεια, τα σύνορα της χώρας, ότι «πρόκειται για τη δεύτερη φάση της ιμπεριαλιστικής/καπιταλιστικής εποχής, με έμφαση αυτήν τη φορά όχι στη στεριά, αλλά στη θάλασσα»16, με στόχο μεταξύ άλλων «να ελέγξει και τις περιοχές που αποτελούν “ανοιχτή θάλασσα”». Συνειδητά αποκρύπτουν ότι καταρχήν το καθεστώς της ανοιχτής θάλασσας είναι άρρηκτα δεμένο με την εξυπηρέτηση των οικονομικών συμφερόντων των μονοπωλίων και των αστικών τάξεων, πρόκειται για ένα συμβιβασμό προκειμένου να υλοποιούνται μια σειρά ζωογόνες για το κεφάλαιο «ελευθερίες», όπως αυτή της ναυσιπλοΐας. Προφανώς αυτός ο συμβιβασμός διατηρείται όσο εξυπηρετεί τα αντικρουόμενα συμφέροντα αστικών τάξεων και ιμπεριαλιστικών οργανισμών.

Το ΚΚΕ από την πρώτη στιγμή κάλεσε σε επαγρύπνηση κι ετοιμότητα το λαό, να μη δείξει καμιά εμπιστοσύνη στην αστική τάξη και τα κόμματά της, στις αστικές κυβερνήσεις, και να αντιπαρατεθεί με την «εθνική στρατηγική» των ιμπεριαλιστικών σχεδίων συνεκμετάλλευσης την οποία προωθούν διαχρονικά ΝΔ, ΣΥΡΙΖΑ και τα υπόλοιπα αστικά κόμματα. Να ορθώσει το ανάστημά του απέναντι στα σχέδια καταλήστευσης από μονοπωλιακούς ομίλους του θαλάσσιου πλούτου της χώρας μας. Να παλέψει ενάντια στα σχέδια που προετοιμάζουν το αιματοκύλισμα των λαών της περιοχής μας.

Το ΚΚΕ πρωτοστατεί στην αποκάλυψη αυτών των σχεδιασμών, στην ανάδειξη των συνολικότερων σχεδίων που προωθούνται στην περιοχή από ΗΠΑ-ΝΑΤΟ και ΕΕ, στην οργάνωση της πάλης ενάντια στο σύστημα που γεννά πολέμους, προσφυγιά, ανεργία, κρίσεις. Πρωτοστατεί για να ανοίξει ο δρόμος της πραγματικής ειρήνης και φιλίας των λαών, όταν σε κάθε χώρα την εξουσία θα την έχει η εργατική τάξη και οι συμφωνίες θα έχουν ως αφετηρία την αλληλεγγύη και την ευημερία των λαών της περιοχής και η εκμετάλλευση του θαλάσσιου πλούτου θα γίνεται με κριτήριο τις λαϊκές ανάγκες. Τα σύνορα θα χαράσσονται σε αυτήν τη βάση, με αντικειμενικά κριτήρια, όπως η μέση γραμμή. Και για να ανοίξει αυτός ο δρόμος, χρειάζεται να γίνει βαθιά συνείδηση ότι καμία επιδιαιτησία του ΝΑΤΟ και της ΕΕ, καμία προσωρινή συμφωνία μεταξύ των αστικών τάξεων δεν αποτρέπει τον κίνδυνο πολεμικής σύγκρουσης.

Άλλωστε, όπως επισήμανε ο Λένιν μιλώντας σε κοινή συνεδρίαση της Πανρωσικής Κεντρικής Εκτελεστικής Επιτροπής και του Σοβιέτ Μόσχας για την εξωτερική πολιτική, το Μάη του 1918: «(Σύντροφοι), εσείς ξέρετε τι αξία έχουν οι συνθήκες και τι αξία έχουν οι νόμοι μπροστά στο ξέσπασμα των διεθνών συγκρούσεων –δεν είναι παρά ένα κομμάτι χαρτί. (...) Συνήθως αυτά τα λόγια τα αναφέρουμε και τα θυμόμαστε σα δείγμα του κυνισμού της εξωτερικής πολιτικής του ιμπεριαλισμού, ο κυνισμός όμως αυτός δε βρίσκεται σ’ αυτές τις λέξεις, αλλά στον αμείλικτο και βασανιστικό αμείλικτο ιμπεριαλιστικό πόλεμο, όπου όλες οι συνθήκες ειρήνης και όλοι οι νόμοι ουδετερότητας ποδοπατούνταν, ποδοπατούνται και θα ποδοπατούνται, όσο θα υπάρχει καπιταλισμός.»17

Μόνο η εργατική εξουσία, η οικοδόμηση του σοσιαλισμού μπορεί να εξασφαλίσει την υπεράσπιση της ειρήνης, της πατρίδας και των δικαιωμάτων της εργατικής τάξης και του λαού, να εκμεταλλευτεί προς όφελος των κοινωνικών αναγκών τις πλουτοπαραγωγικές πηγές, να συνάψει σχέσεις ειλικρινούς αλληλεγγύης, αμοιβαίου οφέλους με τους γείτονες λαούς, να εξασφαλίσει τελικά την ειρήνη στην περιοχή.

 


ΣημειώσειςΣημειώσεις

* Η Μαρίνα Λαβράνου είναι μέλος του Τμήματος Δικαιοσύνης και Λαϊκών Ελευθεριών της ΚΕ του ΚΚΕ.

1. Bλ. US Department of State, Integrated Country Strategy, For public release, reviewed and updated March 31 2020.

2. Στις ΗΠΑ συνεχίζεται η έντονη συζήτηση σχετικά με την επικύρωση της Σύμβασης. Οι ΗΠΑ, με το να μην έχουν επικυρώσει (ουσιαστικά προσχωρήσει) στη Σύμβαση ΔΘ, αντιμετωπίζουν τυπικά προβλήματα (ζητήματα νομιμοποίησης) ως προς το δικαίωμα πρόσβασης, για παράδειγμα, στην Αρκτική. Η Γεωλογική Υπηρεσία των ΗΠΑ έχει υπολογίσει ότι ο Αρκτικός Ωκεανός έχει το 22% των παγκόσμιων κοιτασμάτων υδρογονανθράκων, της τάξης των 412 δισεκατομμυρίων βαρελιών πετρελαίου.

3. Οι τρεις μέθοδοι χάραξης των κανονικών γραμμών βάσης είναι:

α) Η μέθοδος του ημικυκλίου, αμερικανικής επινόησης, σύμφωνα με την οποία για τη χάραξη της γραμμής που ορίζει το εξωτερικό όριο της αιγιαλίτιδας ζώνης λαμβάνονται υπόψη όλα τα σημεία τα οποία απέχουν από την ακτή απόσταση ίση με το εύρος της αιγιαλίτιδας ζώνης (π.χ. 6 μίλια). Για να εντοπιστούν τα σημεία αυτά, χαράσσονται με βάση τα διάφορα σημεία της ακτογραμμής συνεχόμενα ημικύκλια, με ακτίνα το εύρος της χωρικής θάλασσας. Οι κορυφές των ημικυκλίων ενώνονται με μία νοητή γραμμή, η οποία αποτελεί το εξωτερικό όριο.

β) Η παράλληλη χάραξη, δηλαδή η χάραξη μιας γραμμής παράλληλης προς τις ακτές σε έκταση ανάλογη με το εύρος της αιγιαλίτιδας ζώνης. Η μέθοδος αυτή είναι η απλούστερη, αλλά μπορεί να εφαρμοστεί μόνο όταν η ακτή είναι ευθύγραμμη.

γ) Η πολυγωνική μέθοδος, με την οποία χαράσσονται ευθείες γραμμές παράλληλες προς τις γραμμές βάσης που ενώνουν ακρωτήρια. Η μέθοδος αυτή δέχεται κριτική λόγω πιθανότητας μεγάλης αυθαιρεσίας, καθώς είναι δυνατό να περιέλθουν στο παράκτιο κράτος μεγάλες περιοχές της ανοιχτής θάλασσας.

4. Είναι χαρακτηριστική ως προς αυτό η περίπτωση της Λιβύης. Η Λιβύη το 1973 χάραξε ευθείες γραμμές βάσης στον Κόλπο της Σύρτης από τη Μισράτα έως τη Βεγγάζη. Δεν αναγνωρίστηκαν από ΗΠΑ, Ελλάδα, Γαλλία, Ισπανία και ΕΕ. Το 2005 προσδιόρισε το σύνολο των θαλάσσιων ζωνών της με βάση ευθείες γραμμές βάσης σε όλη την ακτογραμμή της. Ως αποτέλεσμα, μεταξύ άλλων, οριοθέτησε αποκλειστικές αλιευτικές ζώνες (βλ. παρακάτω) εύρους 62 ναυτικών μιλίων, παραβιάζοντας τη μέση γραμμή νοτίως της Γαύδου.

5. Ως τέτοιες περιπτώσεις αναφέρονται: α) Η απειλή ή χρήση βίας κατά της κυριαρχίας, της εδαφικής ακεραιότητας ή της πολιτικής ανεξαρτησίας του παράκτιου κράτους, β) η διεξαγωγή πολεμικών ασκήσεων, γ) πράξεις που αποσκοπούν στη συλλογή πληροφοριών προς βλάβη της άμυνας ή της ασφάλειας του παράκτιου κράτους, δ) οποιαδήποτε αντίστοιχη προπαγανδιστική ενέργεια, ε) η απονήωση, προσνήωση ή φόρτωση σε πλοίο αεροσκαφών (πολιτικών ή στρατιωτικών), στ) η εκτόξευση, εκφόρτωση ή φόρτωση οποιασδήποτε στρατιωτικής συσκευής, ζ) η φόρτωση ή εκφόρτωση οποιουδήποτε εμπορεύματος, χρημάτων ή προσώπων, κατά παράβαση των τελωνειακών, δημοσιονομικών, μεταναστευτικών ή υγειονομικών νόμων και κανόνων του παράκτιου κράτους, η) οποιαδήποτε εκ προθέσεως σοβαρή ρύπανση, αλιευτική δραστηριότητα, διεξαγωγή έρευνας ή υδρογραφικών εργασιών, οποιαδήποτε πράξη που αποσκοπεί στην παρεμβολή σε σύστημα επικοινωνίας ή εγκαταστάσεις του παράκτιου κράτους, οποιαδήποτε δραστηριότητα δεν έχει άμεση σχέση με τη διέλευση.

Στη θεωρία γίνεται ολόκληρη συζήτηση για το αν η απαρίθμηση αυτή είναι ενδεικτική ή εξαντλητική. Παρόλ’ αυτά, χωρίς να αναφέρεται ρητά στη Σύμβαση ΔΘ, γίνεται δεκτό ότι δεν τίθεται ζήτημα αποκλεισμού ούτε των πολεμικών πλοίων από το δικαίωμα της αβλαβούς διέλευσης. Ειδικοί κανόνες προβλέπονται για υποβρύχια και άλλα καταδυόμενα σκάφη, καθώς και για πυρηνοκίνητα πλοία ή πλοία που μεταφέρουν ραδιενεργές ή άλλες εγγενώς επικίνδυνες ή επιβλαβείς ουσίες.

6. Σύμφωνα με κείμενο της ελληνικής αντιπροσωπίας στην 3η Συνδιάσκεψη των ΗΕ για το Δίκαιο της Θάλασσας, στον ελληνικό θαλάσσιο χώρο σχηματίζονται συνολικά 340 στενά διάφορων κατηγοριών, χωρίς να εντάσσονται όλα στο καθεστώς του πλου διέλευσης.

7. Το ισχύον καθεστώς των Στενών των Δαρδανελίων διέπεται τυπικά από τη Σύμβαση του Μοντρέ της 20ής Ιούλη 1936. Ήδη από το Γενάρη του 1994, η Τουρκία υιοθέτησε νέο κανονισμό για τη ναυσιπλοΐα στα Στενά, ο οποίος, μεταξύ άλλων, αναγνωρίζει το δικαίωμα της Τουρκίας να αρνείται τη διέλευση ή να κλείνει τα Στενά κατά την κρίση της για θέματα προστασίας του περιβάλλοντος, κατά παράβαση διατάξεων του Διεθνούς Δικαίου για την ελεύθερη ναυσιπλοΐα και της Σύμβασης του Μοντρέ. Τον ίδιο χρόνο, μετά από την παρέμβαση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Οργανισμού Συνεργασίας Ευξείνου Πόντου, της Διαρκούς Κοινοβουλευτικής Επιτροπής Εξωτερικών Υποθέσεων της Κοινοπολιτείας των Ανεξάρτητων Κρατών και του Διεθνούς Οργανισμού Ναυσιπλοΐας (ΙΜΟ), υιοθετήθηκε ομόφωνα, και από την Τουρκία, κείμενο με «Κανόνες και Συστάσεις για τη Ναυσιπλοΐα», βάσει των οποίων όμως η Τουρκία πραγματοποίησε δευτερεύουσες αλλαγές στον κανονισμό χωρίς να αλλάζει τις ρυθμίσεις που είχαν απορριφθεί κι έπρεπε να τροποποιηθούν. Μετά από διαδοχικές ενασχολήσεις με το θέμα, η Επιτροπή Ναυτικής Ασφάλειας του ΙΜΟ το Μάη του 1999 αποφάσισε να κλείσει προσωρινά το θέμα.

8. Για παράδειγμα, χαρακτηριστικές περιπτώσεις επίκλησης του δικαιώματος νόμιμης άμυνας για νηοψίες στην ανοιχτή θάλασσα, που αποτυπώνουν και την πραγματική στόχευσή τους, είναι οι 5.000 περίπου νηοψίες που έκαναν γαλλικά πολεμικά σε αλλοδαπά πλοία, κατά τη διάρκεια του πολέμου στην Αλγερία, μεταξύ των ετών 1956-1962 με την αιτιολογία της αποτροπής μεταγωγής πολεμοφοδίων στους Αλγερινούς επαναστάτες. Αντίστοιχη περίπτωση εκείνη του αποκλεισμού της Κούβας το 1962 από τα πλοία των ΗΠΑ, της Δομινικανής Δημοκρατίας και της Βενεζουέλας, και οι νηοψίες που ασκούνταν σε αλλοδαπά πλοία κατευθυνόμενα προς την Κούβα προκειμένου να διαπιστωθεί κατά πόσο μετέφεραν «επιθετικό στρατιωτικό υλικό». Αντίστοιχα, σε γνωμοδότησή του το 1996 σχετικά με τη Νομιμότητα της Απειλής ή της χρήσης πυρηνικών όπλων, το Διεθνές Δικαστήριο δεν κατέληξε σε απόφαση, αφού με ψήφους 7 έναντι 7 έκρινε ότι «...ενόψει του παρόντος σταδίου του διεθνούς δικαίου και των πραγματικών στοιχείων που είχε στη διάθεσή του, το Δικαστήριο δεν μπορεί να συμπεράνει με οριστικό τρόπο κατά πόσο η απειλή ή χρήση πυρηνικών όπλων θα είναι νόμιμη ή παράνομη σε μία ακραία περίπτωση άμυνας, η οποία θα αφορά αυτήν την ίδια την επιβίωση ενός κράτους».

9. Η 3η Συνδιάσκεψη και η Σύμβαση του Δικαίου της Θάλασσας όρισε και ρύθμισε το θεσμό της Αποκλειστικής Οικονομικής Ζώνης (ΑΟΖ), στα άρθρα 55-75. Ήδη, βέβαια, η διεθνής νομολογία είχε αναγνωρίσει ότι η ΑΟΖ αποτελεί θεσμό του διεθνούς εθιμικού δικαίου, αποτυπώνοντας και τη σφοδρή αντιπαράθεση που βρισκόταν σε εξέλιξη, με τις διεκδικήσεις των κρατών για ζώνες δικαιοδοσίας πέρα από την αιγιαλίτιδα ζώνη και μέσα στην ανοιχτή θάλασσα να έχουν ποικίλα αντικείμενα. Το Μάρτη του 1983, ο Πρόεδρος των ΗΠΑ Ρόναλντ Ρέιγκαν ανακήρυξε μια Αποκλειστική Οικονομική Ζώνη 200 ν.μ. Το Δεκέμβρη του 1988 επέκτεινε τα χωρικά ύδατα των ΗΠΑ από 3 ν.μ. σε 12 ν.μ. για σκοπούς εθνικής ασφάλειας. Η Αμερική, όταν ανακήρυξε και μετά οριοθέτησε την ΑΟΖ της, έδωσε πλήρη δικαιώματα ΑΟΖ στα νησιά της και οριοθέτησε την ΑΟΖ της με αυτή της Κούβας και των νησιών Μπαχάμες βάσει της μέσης γραμμής.

10. Στη βάση αυτή προβλέπονται και ειδικά δικαιώματα, σύμφωνα με το άρθρο 13 της Συμφωνίας των Πρεσπών για τη Β. Μακεδονία, που χαρακτηρίζεται ως περίκλειστο κράτος, [μεταξύ άλλων, δικαιώματα πρόσβασης στη θάλασσα, δικαιώματα σύνδεσης (transit) με γειτονικά παράκτια κράτη, προτεραιότητα σε τυχόν αλιευτικό πλεόνασμα εντός της Αποκλειστικής Οικονομικής Ζώνης (ΑΟΖ) γειτονικών παράκτιων κρατών, συμμετοχή σε ερευνητικά προγράμματα τρίτων κρατών ή διεθνών οργανισμών στην ελληνική υφαλοκρηπίδα ή ΑΟΖ -αφ’ ης κηρυχτεί]. Σύμφωνα δε με τα όσα προκύπτουν από τη διαπραγμάτευση και την υπογραφή της Συμφωνίας των Πρεσπών, τα δικαιώματα αυτά αναγνωρίστηκαν στη Β. Μακεδονία χωρίς να έχουν ζητηθεί, χωρίς να έχουν τεθεί ως προαπαιτούμενα για την υπογραφή της.

11. Ισπανία και Γαλλία έχουν υιοθετήσει ΑΟΖ μόνο για τον Ατλαντικό και / ή τις υπερπόντιες κτήσεις τους, π.χ. η Γαλλία στον Ινδικό Ωκεανό με τα νησιά Ρεουνιόν και Τρόμελιν (2009), στον Ειρηνικό Ωκεανό με τα νησιά Κλίπερτον (2010) και Νέα Καληδονία (2011). Η Ισπανία, παράλληλα, το 1997 προχώρησε στην ανακήρυξη Ζώνης Προστατευόμενης Αλιείας στη θαλάσσια περιοχή της Βορειοδυτικής Μεσογείου. Η Ιταλία, αντίθετα, έχει προχωρήσει μόνο στη χάραξη υφαλοκρηπίδας με την Αλβανία (1992), την Ελλάδα (1977), την Ισπανία (1974), την Τυνησία (1971) και με Κροατία, Σλοβενία και Σερβία Μαυροβούνιο ως μέρη της Ενιαίας τότε Γιουγκοσλαβίας (1968). Από τις χώρες της Βόρειας Αφρικής, πέραν της Αιγύπτου, ΑΟΖ έχει κηρύξει και το Μαρόκο (στις ακτές του Ατλαντικού), το οποίο παράλληλα έχει προβεί και στη δημιουργία Ζώνης Προστατευόμενης Αλιείας (1975). Η Τυνησία έχει προχωρήσει μόνο σε διμερείς συμφωνίες με την Ιταλία (1971) και τη Λιβύη (1977) για τον καθορισμό υφαλοκρηπίδας, ενώ η Λιβύη από το 2005 διαθέτει Ζώνη Προστατευόμενης Αλιείας, όπως και υφαλοκρηπίδα με τη Μάλτα (1982) και την Τυνησία (1977). Ζώνη Προστατευόμενης Αλιείας, τέλος, έχει κηρύξει και η Κροατία –από την πλευρά των βαλκανικών χωρών.

12. «Το δικαίωμα αναζήτησης, έρευνας και εκμετάλλευσης των υδρογονανθράκων που υπάρχουν στις χερσαίες, στις υπολίμνιες και υποθαλάσσιες περιοχές στις οποίες η Ελληνική Δημοκρατία ασκεί αντιστοίχως κυριαρχία ή κυριαρχικά δικαιώματα (...) ανήκει αποκλειστικά στο Δημόσιο και η άσκησή του αφορά πάντοτε τη δημόσια ωφέλεια. (...) Ως “υποθαλάσσιες περιοχές” νοούνται ο βυθός και το υπέδαφος των εσωτερικών υδάτων, της αιγιαλίτιδας ζώνης, της υφαλοκρηπίδας και της αποκλειστικής οικονομικής ζώνης (αφ’ ης κηρυχθεί) μέχρι την απόσταση των 200 ν.μ. από τις γραμμές βάσης από τις οποίες μετράται το εύρος της αιγιαλίτιδας ζώνης. Ελλείψει συμφωνίας οριοθέτησης με γειτονικά κράτη των οποίων οι ακτές είναι παρακείμενες ή αντικείμενες με τις ελληνικές ακτές, το εξωτερικό όριο της υφαλοκρηπίδας και της αποκλειστικής οικονομικής ζώνης (αφ’ ης κηρυχθεί) είναι η μέση γραμμή, κάθε σημείο της οποίας απέχει ίση απόσταση από τα εγγύτερα σημεία των γραμμών βάσης (τόσο ηπειρωτικών όσο και νησιωτικών) από τις οποίες μετράται το εύρος της αιγιαλίτιδας ζώνης.»

13. Υπάρχει μεγάλη αοριστία και στον προσδιορισμό των εννοιών ειδικές/σχετικές περιστάσεις, που αναγνωρίζονται ως μια ειδικότερη συνισταμένη της «δίκαιης λύσης». Η ύπαρξή τους δε σημαίνει αυτόματη απομάκρυνση από τον εφαρμοστέο κανόνα (της ίσης γραμμής), αλλά προϋποθέτει τη συνεκτίμησή τους. Από την άλλη, η έννοια των σχετικών περιστάσεων είναι ευρύτερη εκείνης των ειδικών και δυνητικά υπάρχουν σε όλες τις περιπτώσεις οριοθετήσεων.

14. Βλ. παρακάτω, χαρακτηριστικά, την περίπτωση του νησιού Jan Mayen και, αντίθετα, την υπόθεση της υφαλοκρηπίδας της Μάγχης.

15. Το Άρθρο 27 του Συντάγματος επιτρέπει υπό προϋποθέσεις τη μεταβολή στα όρια του ελληνικού κράτους και δίνει τη δυνατότητα παρουσίας, παραμονής και διέλευσης ξένης στρατιωτικής δύναμης στο ελληνικό έδαφος. Το Άρθρο 28 του Συντάγματος κατοχυρώνει την άμεση ενσωμάτωση του διεθνούς κι ευρωπαϊκού δικαίου και των διεθνών συμβάσεων στο ελληνικό Δίκαιο, ενώ «υπερισχύουν από κάθε άλλη αντίθετη διάταξη νόμου» (παρ. 1). Επίσης, επιτρέπει την παραχώρηση αρμοδιοτήτων του ελληνικού κράτους σε ξένα κέντρα και ιμπεριαλιστικούς οργανισμούς (παρ. 2). Αντίστοιχα, προβλέπει και τη δυνατότητα περιορισμών ως προς την άσκηση της εθνικής κυριαρχίας της Ελλάδας (παρ. 3), ενώ, με τη σχετική ερμηνευτική δήλωση, κατοχυρώνεται σε συνταγματικό επίπεδο η βασική επιδίωξη της αστικής τάξης για συμμετοχή της Ελλάδας στην ΕΕ.

Το ΚΚΕ είναι το μόνο κόμμα που προτείνει σταθερά την κατάργηση των άρθρων αυτών.

16. Βλ. Μαυροειδής Π., «Ποιος ο χαρακτήρας του ανταγωνισμού για τις ΑΟΖ και ποια η στάση της Αριστεράς;», 27.8.2020, prin.gr

17. Β. Ι. Λένιν, Άπαντα, τόμ. 36, σελ. 331, εκδ. Σύγχρονη Εποχή.