Στο παρόν κείμενο γίνεται μια κωδικοποιημένη καταγραφή των νομικών ενεργειών-επιχειρημάτων που έχουν προβληθεί από τις αστικές κυβερνήσεις Ελλάδας και Τουρκίας, τόσο για το ζήτημα της υφαλοκρηπίδας του Αιγαίου όσο και για τα υπόλοιπα ζητήματα που εγείρει η Τουρκία και σχετίζονται με το Διεθνές Δίκαιο.
Οι διεκδικήσεις από πλευράς της τουρκικής αστικής τάξης εκφράζονται με την αμφισβήτηση:
1. Των ορίων της ελληνικής υφαλοκρηπίδα στο Αιγαίο.
2. Του κυριαρχικού δικαιώματος της Ελλάδας να επεκτείνει την αιγιαλίτιδα ζώνη μέχρι τα 12 ν.μ.
3. Της ελληνικής κυριαρχίας επί νησιών του Ανατολικού Αιγαίου, ακόμα και κατοικημένων περιοχών, μέσω της θεωρίας των «γκρίζων ζωνών», αλλά και αμφισβήτηση συνολικά των θαλάσσιων συνόρων σε όλο το Ανατολικό Αιγαίο.
4. Της ύπαρξης ελληνικής υφαλοκρηπίδας στην Ανατολική Μεσόγειο που σχηματίζουν το σύμπλεγμα του Καστελόριζου, η Ρόδος, η Κάρπαθος, η Κάσος και η Κρήτη.
5. Την απαίτηση της Τουρκίας για αποστρατιωτικοποίηση των νησιών του Ανατολικού Αιγαίου.
6. Την αμφισβήτηση του εύρους του ελληνικού εθνικού εναέριου χώρου στα 10 μίλια.
7. Την αμφισβήτηση των αρμοδιοτήτων εντός του FIR Αθηνών που ασκεί η Ελλάδα βάσει αποφάσεων του ICAO.
8. Την αμφισβήτηση των αρμοδιοτήτων της Ελλάδας εντός της περιοχής ευθύνης της για θέματα έρευνας και διάσωσης.
Είναι γεγονός ότι η τουρκική αστική τάξη κλιμακώνει τις διεκδικήσεις της, κατά βάση από το 1973 και μετά, με σταθερό τρόπο, εκμεταλλευομένη όλες τις εξελίξεις σε κάθε φάση. Η επέκταση των διεκδικήσεων, έστω και από λίγο κάθε φορά, πραγματοποιούνταν κατά βάση μετά από στιγμές απότομης όξυνσης, όπως τα επεισόδια με το υδρογραφικό Candarli (1974), με το σεισμογραφικό Hora/Sismik (1976), με το ωκεανογραφικό «Piri Reis» (1987), με τα Ίμια (1996), και δεν αφορά μόνο το ζήτημα της υφαλοκρηπίδας, αλλά γενικότερα τα ζητήματα αμφισβήτησης των ελληνικών κυριαρχικών δικαιωμάτων στο Αιγαίο και ευρύτερα τη ΝΑ Μεσόγειο.
Από την πλευρά τους οι αστικές κυβερνήσεις της Ελλάδας υποστηρίζουν διακηρυκτικά τη μη ύπαρξη άλλου ζητήματος πλην της οριοθέτησης της υφαλοκρηπίδας και, συνακόλουθα, περί δικαιοδοτικής επίλυσης της διαφοράς, με μια μετατόπιση στο ότι στη συζήτηση για τη διαμόρφωση του συνυποσχετικού είναι ενδεχόμενο να συζητηθεί και το εφαρμοστέο Δίκαιο (όχι απαρέγκλιτα ο κανόνας της μέσης γραμμής όπως τιθόταν στην αρχή). Απαντώντας δε στην παραχώρηση αδειών εκμετάλλευσης από την Τουρκία (ρηματική διακοίνωση στον ΟΗΕ, 7 Φλεβάρη 1974), ανέπτυξε από την αρχή της διαφοράς τη σχετική νομική επιχειρηματολογία, που απέμεινε μέχρι σήμερα βασικά ίδια. Οφείλουμε επίσης να σημειώσουμε ότι διαχρονικά οι ελληνικές κυβερνήσεις κινούνταν στη γραμμή της ωραιοποίησης και του εφησυχασμού σε σχέση με την πορεία των διαπραγματεύσεων και τις διεκδικήσεις της Τουρκίας.
Το βασικό όμως είναι ότι, παρά τις διακηρύξεις ότι η οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας είναι η μόνη διαφορά μεταξύ των δύο κρατών, οι ελληνικές αστικές κυβερνήσεις, όλα τα προηγούμενα χρόνια, προχώρησαν σε εκτεταμένες συζητήσεις για τα περισσότερα από τα θέματα που έθεταν οι τουρκικές αστικές κυβερνήσεις, όπως προκύπτει από τις Συμφωνίες της Μαδρίτης (1997) και του Ελσίνκι (1999), με βάση τα όσα είδαν το φως της δημοσιότητας για τις διερευνητικές επαφές της περιόδου 2002-2007. Η στάση αυτή αποτέλεσε συνέχεια της πρακτικής και των προηγούμενων δεκαετιών και των τότε κυβερνήσεων
ΠΑΣΟΚ και ΝΔ (δεκαετία του ’80). Για παράδειγμα, στο Πρακτικό της Βέρνης που υπέγραψαν οι δύο χώρες το 1976 μετά από την κρίση λόγω της αποστολής του «Σισμίκ», προβλεπόταν η αποφυγή οποιωνδήποτε ενεργειών έρευνας κι εκμετάλλευσης της υφαλοκρηπίδας του Αιγαίου πέραν των χωρικών υδάτων μέχρι τη δικαστική επίλυση του θέματος. Ενώ οι συζητήσεις διακόπηκαν ήδη από το 1980 και από το 1987 η ελληνική κυβέρνηση δήλωσε ότι το Πρακτικό είναι πλέον παρωχημένο και ανενεργό, συνεχίζει μέχρι σήμερα την αναστολή άσκησης των δικαιωμάτων έρευνας κι εκμετάλλευσης στην περιοχή του Αιγαίου. Άλλωστε, στην πρόσφατη συζήτηση στη Βουλή ο πρωθυπουργός Κ. Μητσοτάκης είπε ότι η Ελλάδα είναι έτοιμη να συζητήσει για το σύνολο των θαλάσσιων ζωνών με την Τουρκία, ενώ ακολούθησαν και σχετικές δηλώσεις και από άλλα κυβερνητικά στελέχη.
1. Για την οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας του Αιγαίου.
Η αντιπαράθεση των δύο αστικών τάξεων για το συγκεκριμένο θέμα εκτείνεται σε τρεις άξονες: α) Την ύπαρξη υφαλοκρηπίδας στα νησιά του Ανατολικού Αιγαίου και την αναγνώριση των κυριαρχικών δικαιωμάτων επ’ αυτής, β) τον τρόπο οριοθέτησης της υφαλοκρηπίδας, στο τμήμα που αυτή αναγνωρίζεται ότι υπάρχει, γ) την υπαγωγή της διαφοράς στο Διεθνές Δικαστήριο. Για τα παραπάνω η τουρκική αστική τάξη:
α) Σε σχέση με το ζήτημα της υφαλοκρηπίδας, υποστηρίζει ότι υπάρχουν μεγάλες υποθαλάσσιες περιοχές πέρα από τις τουρκικές ακτές οι οποίες αποτελούν τουρκική υφαλοκρηπίδα, ως φυσική προέκταση της ακτής της Ανατολίας, καθώς και ότι ορισμένα από τα ελληνικά νησιά του Ανατολικού Αιγαίου που βρίσκονται κοντά στις τουρκικές ακτές δε διαθέτουν δική τους υφαλοκρηπίδα. Επίσης υποστηρίζει ότι, εφόσον δεν έχει γίνει οριοθέτηση μεταξύ των δύο χωρών, δεν υπάρχει ελληνική υφαλοκρηπίδα και άρα δεν παραβιάζεται οποιοδήποτε κυριαρχικό δικαίωμα της Ελλάδας. Ειδικά δε για τα νησιά Λήμνος, Χίος, Σάμος, Λέσβος, Άι-Στράτης, Ικαρία και Κως, στην πορεία στήριξε τον ισχυρισμό της ότι δεν έχουν υφαλοκρηπίδα πιο αναλυτικά σε δύο εναλλακτικά γεωλογικά επιχειρήματα: 1) Ότι αποτελούν απλά ανυψώματα της τουρκικής υφαλοκρηπίδας, 2) ότι σε πολύ απώτερο χρόνο αποτελούσαν τμήμα της ασιατικής ηπείρου.
β) Αμφισβήτησε εξαρχής ότι η οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας, τόσο στη θεωρία όσο και στην πράξη, βασίζεται στην αρχή της ίσης απόστασης. Αντίθετα, υποστηρίζει ότι ο κανόνας για τα παράκτια κράτη που οι ακτές τους αντίκεινται είναι η οριοθέτηση με συμφωνία, λόγω «ειδικών περιστάσεων» (εν προκειμένω, το ότι χαρακτηρίζεται το Αιγαίο ως «ημίκλειστη θάλασσα»). Στην πορεία πρόβαλε και το επιχείρημα ότι οι αρχές που θα εφαρμοστούν στην οριοθέτηση πρέπει να καθοριστούν μεταξύ των δυο πλευρών –όχι από διεθνές δικαστήριο.
γ) Αρχικά προέκρινε τη λύση της διμερούς συμφωνίας, αλλά αποδεχόταν και το ζήτημα της υπαγωγής στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης για το ζήτημα –αποκλειστικά– της υφαλοκρηπίδας. Στην πορεία, ως προς την υπαγωγή αποκλειστικά για το ζήτημα της υφαλοκρηπίδας, διαφοροποίησε τη στάση της με τη θέση ότι η υφαλοκρηπίδα αποτελούσε μέρος ενός ευρύτερου φάσματος προβλημάτων και ότι υπήρχαν διάφοροι τρόποι διακανονισμού τους, με το Διεθνές Δικαστήριο να αποτελεί τον έναν από αυτούς.
Από την πλευρά της, με βάση τους παραπάνω άξονες, η ελληνική αστική τάξη υποστηρίζει:
α) Για την υφαλοκρηπίδα και τα ελληνικά κυριαρχικά δικαιώματα, ότι η Ελλάδα προχώρησε τις δεκαετίες 1950 και 1960 σε διάφορες πράξεις εκμετάλλευσης και παροχής αδειών έρευνας στο βυθό γύρω από τα ελληνικά νησιά, αλλά έξω από την αιγιαλίτιδα ζώνη της στη βάση των διεθνών συνθηκών και της σχετικής ελληνικής νομοθεσίας, συμπεριλαμβανομένων των τμημάτων που αναφέρονται στις τουρκικές άδειες που εκδόθηκαν για εκμετάλλευση αργότερα, και ανήκουν κατά ένα πολύ μεγάλο μέρος στα ελληνικά νησιά Σαμοθράκη, Λήμνος, Άι-Στράτης, Λέσβος, Χίος, Ψαρά και Αντίψαρα. Η δε Τουρκία δεν πρόβαλε καμία επιφύλαξη ή διαμαρτυρία έως το 1973, παρότι αποδεδειγμένα γνώριζε αυτές τις ενέργειες. Βέβαια, το εν λόγω επιχείρημα επαναλαμβάνεται παρά το ότι ήδη έχουν συμπληρωθεί 45 χρόνια αμφισβητήσεων από πλευράς της Τουρκίας.
β) Για το ζήτημα της οριοθέτησης τονίζεται η θεωρία και πρακτική του Διεθνούς Δικαίου επί της αρχής της ίσης απόστασης και ότι ελλείψει συμφωνίας –εφόσον δε δικαιολογείται άλλη λύση λόγω ειδικών περιστάσεων– το όριο σύμφωνα με το Διεθνές Δίκαιο καθορίζεται από τη μέση γραμμή.
γ) Για την προσφυγή στο Διεθνές Δικαστήριο, εξαρχής προέκρινε τη σύναψη ειδικής συμφωνίας (συνυποσχετικό), επιφυλάσσοντας πάντως το δικαίωμα μονομερούς προσφυγής, όπως και έκανε τελικά, το 1976. Τελικά το Δικαστήριο απέρριψε την προσφυγή στις 19 Δεκέμβρη 1978, επικαλούμενο έλλειψη δικαιοδοσίας.
2. Αμφισβήτηση του κυριαρχικού δικαιώματος της Ελλάδας να επεκτείνει την αιγιαλίτιδα ζώνη μέχρι τα 12 ν.μ., υπό την απειλή πολέμου (casus belli). Για τη στάση της αυτή, η τουρκική αστική τάξη προβάλλει ως επιχειρήματα ότι:
– Το Αιγαίο αποτελεί ημίκλειστη θάλασσα και κατά συνέπεια μια τέτοια ενέργεια θα απαιτούσε την προηγούμενη συγκατάθεση της Τουρκίας ως όμορου παράκτιου κράτους.
– Η άνευ διακρίσεως εφαρμογή του κανόνα των 12 ν.μ. σε μια ημίκλειστη θάλασσα αποτελεί κατάχρηση δικαιώματος κατά παράβαση του άρθρου 300 της Σύμβασης.
– Η επέκταση των ελληνικών χωρικών υδάτων στα 12 ν.μ. θα καταστήσει το Αιγαίο μια «ελληνική λίμνη», με αποτέλεσμα να περιοριστεί η ελευθερία της ναυσιπλοΐας και να θιγεί το δικαίωμα της Τουρκίας για πρόσβαση στην ανοιχτή θάλασσα και, τέλος,
– θα δημιουργηθεί σοβαρή απειλή για τα συμφέροντα της Τουρκίας στην Περιοχή.
Η ελληνική αστική τάξη αντιπροβάλλει ότι:
– Καμία διάταξη στη Σύμβαση δεν προβλέπει υποχρέωση περιορισμού του εύρους της αιγιαλίτιδας ζώνης παράκτιου κράτους προκειμένου να αποφευχθεί ο «εγκλωβισμός» χωρικών υδάτων γειτονικού κράτους, με εξαίρεση την περίπτωση χάραξης ευθείων γραμμών βάσης, που δεν ισχύει εν προκειμένω.
– Η υποχρέωση συνεργασίας των παράκτιων κρατών σε κλειστές και ημίκλειστες θάλασσες περιορίζεται σε θέματα διαχείρισης κι εκμετάλλευσης των ζώντων πόρων, προστασίας του περιβάλλοντος και θαλάσσιας επιστημονικής έρευνας.
– Η Ελλάδα κατά την κύρωση της Σύμβασης για το Δίκαιο της Θάλασσας δήλωσε ρητά ότι επιφυλάσσεται να ασκήσει σε οιονδήποτε χρόνο το δικαίωμά της να επεκτείνει την αιγιαλίτιδα ζώνη της μέχρι τα 12 ν.μ., χωρίς να το έχει πράξει μέχρι σήμερα.
– Από την επέκταση των ελληνικών χωρικών υδάτων δεν πρόκειται να θιγούν τα δικαιώματα ναυσιπλοΐας τρίτων κρατών, συμπεριλαμβανομένης της Τουρκίας, εφόσον στην αιγιαλίτιδα ζώνη αναγνωρίζεται το δικαίωμα της αβλαβούς διέλευσης.
– Η Τουρκία με την απειλή πολέμου παραβιάζει θεμελιώδεις αρχές του Χάρτη των ΗΕ περί απαγόρευσης χρήσης ή απειλής χρήσης βίας (άρθρο 2, παρ. 4), περί ειρηνικής επίλυσης (άρθρο 2, παρ. 3) και περί καλής γειτονίας και ειρηνικής συνύπαρξης (Προοίμιο). Αντίστοιχα και βασικές αρχές για τις σχέσεις των κρατών που μετέχουν στο ΝΑΤΟ (άρθρα 1 και 2 του Βορειοατλαντικού Συμφώνου).
3. Αμφισβήτηση της ελληνικής κυριαρχίας επί νησιών του Ανατολικού Αιγαίου και παραβίασή της, ακόμα και στην περίπτωση κατοικημένων περιοχών, μέσω της θεωρίας των «γκρίζων ζωνών» που αναπτύχθηκε από την τουρκική πλευρά από τα μέσα της δεκαετίας του ’90, και επί της ουσίας αμφισβητεί συνολικά τα θαλάσσια σύνορα σε όλο το Ανατολικό Αιγαίο. Ειδικότερα, η τουρκική αστική τάξη ισχυρίζεται ότι η ελληνική κυριαρχία υφίσταται μόνο σε εκείνα τα νησιά του Αιγαίου τα οποία αναφέρονται ονομαστικά στα κείμενα των Συνθηκών με τις οποίες αυτά τα νησιά παραχωρήθηκαν στην Ελλάδα. Καταλυτικό ρόλο για την ανάπτυξη αυτών των διεκδικήσεων αποτέλεσε και η κρίση στα Ίμια (1996). Το τουρκικό ΥΠΕΞ με ρηματικές διακοινώσεις του επικαλείται τουρκική κυριαρχία επί των Ιμίων κι έχει θέσει θέμα διμερούς διαπραγμάτευσης για νήσους, νησίδες και βραχονησίδες στο Αιγαίο, το καθεστώς των οποίων είναι δήθεν αδιευκρίνιστο από νομικής απόψεως.
Η ελληνική αστική τάξη αντιπροβάλλει ότι το διεθνές νομικό πλαίσιο με το οποίο ρυθμίστηκαν τα θέματα κυριαρχίας στην περιοχή μετά από τους Παγκόσμιους Πολέμους (Συνθήκες Λοζάνης 1923 και Παρισίων 1947) είναι απολύτως σαφές και αδιαμφισβήτητο. Δυνάμει των νομικών αυτών τίτλων, η Ελλάδα ασκεί νομίμως, αδιαλείπτως, εμπράκτως και με ειρηνικό τρόπο την κυριαρχία της επί όλων των νήσων, νησίδων και βραχονησίδων που εμπίπτουν, κατά τα προαναφερόμενα, στο έδαφός της χωρίς να έχει υπάρξει ουδεμία αμφισβήτηση από άλλο κράτος, πλην των αβάσιμων όψιμων αμφισβητήσεων της Τουρκίας. Η δε Τουρκία παραιτήθηκε κάθε κυριαρχικού δικαιώματος επί όλων των νησιών που βρίσκονται πέραν των 3 μιλίων από την ασιατική ακτή, πλην της Ίμβρου, της Τενέδου και των Λαγουσών. Βάσει της Συνθήκης Ειρήνης των Παρισίων, η Ελλάδα διαδέχτηκε την Ιταλία, ασκούσα αυτή πλέον κυριαρχία επί των Δωδεκανήσων. Επίσης τη νομική επιχειρηματολογία συμπληρώνει το επιχείρημα ότι η Ελλάδα ασκεί έμπρακτη, ειρηνική και συνεχή κυριαρχία επί των Ιμίων αδιαλείπτως από το 1947, χωρίς η Τουρκία να την αμφισβητήσει ποτέ μέχρι την κρίση του 1995-1996. Επί της συνολικής αμφισβήτησης αντιπροβάλλει ότι τα θαλάσσια σύνορα μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας είναι σαφώς οριοθετημένα, εκτός των ήδη αναφερθέντων συνθηκών, και βάσει του Πρωτοκόλλου των Αθηνών της 26ης Νοέμβρη 1926, της Συμφωνίας της 4ης Γενάρη 1932 και του Πρωτοκόλλου της 28ης Δεκέμβρη 1932 μεταξύ Ιταλίας και Τουρκίας. Ενώ στη θαλάσσια περιοχή που εκτείνεται νοτίως του Έβρου μέχρι τη Σάμο και την Ικαρία, ελλείψει σχετικών συμβατικών ρυθμίσεων με την Τουρκία, εφαρμόζεται η αρχή της ίσης απόστασης / μέσης γραμμής, σύμφωνα με το εθιμικό Δίκαιο, εφόσον δεν υπάρχει συμφωνία οριοθέτησης και άρα κανένα κράτος δε δικαιούται να επεκτείνει την αιγιαλίτιδα του ζώνη πέραν της μέσης γραμμής.
4. Αμφισβήτηση της ύπαρξης ελληνικής υφαλοκρηπίδας στην Ανατολική Μεσόγειο, που σχηματίζεται από το σύμπλεγμα του Καστελόριζου, τη Ρόδο, την Κάρπαθο, την Κάσο και την Κρήτη.
Η τουρκική αστική τάξη σταθερά επιδιώκει να εμφανίσει ως απομονωμένο το σύμπλεγμα του Καστελόριζου από τα υπόλοιπα ελληνικά νησιά, ώστε να θεωρηθούν τα νησιά αυτά ότι βρίσκονται «στη λάθος πλευρά της γραμμής» κατά τη χάραξη της μέσης γραμμής, και άρα πρέπει να τους αποδοθεί μειωμένη –ή και μηδενική– επήρεια στη χάραξη των θαλάσσιων ζωνών. Ειδικότερα δε για το Καστελόριζο, για πρώτη φορά δημόσια, το Δεκέμβρη του 2019, η Τουρκία αμφισβήτησε ότι το Καστελόριζο έχει υφαλοκρηπίδα, επαναλαμβάνοντας τη θέση ότι τα ελληνικά νησιά δεν μπορούν να δημιουργήσουν περιοχές θαλάσσιας δικαιοδοσίας, και ζητάει να του αποδοθεί μόνο αιγιαλίτιδα ζώνη. Επίσης, σταθερά από το 2004 η Τουρκία διεκδικεί τις περιοχές δυτικά του 32ου Μεσημβρινού (ο οποίος εφάπτεται σχεδόν των δυτικών ακτών της Κύπρου), προχωρώντας ταυτόχρονα και στην παραχώρηση αδειών εκμετάλλευσης των σχετικών οικοπέδων. Το 2012 εκχωρήθηκαν στην κρατική τουρκική εταιρία πετρελαίου ΤΡΑΟ θαλάσσιες περιοχές στις οποίες περιλαμβάνονται τμήματα της υφαλοκρηπίδας της Ρόδου, της Καρπάθου, ολόκληρη σχεδόν η υφαλοκρηπίδα του Καστελόριζου και η κυπριακή ΑΟΖ δυτικά του νησιού. Συνέχεια των παραπάνω ενεργειών ήταν και η δημοσίευση διάφορων χαρτών, με αποκορύφωμα τους πιο πρόσφατους χάρτες, που απεικονίζουν τη στρατηγική της Τουρκίας για τη «Γαλάζια Πατρίδα» με την οποία φαίνεται, μεταξύ άλλων, να εκτείνεται η τουρκική υφαλοκρηπίδα μέχρι την Αίγυπτο και τη Λιβύη. Στη βάση αυτού του χάρτη υπογράφτηκε και το τουρκολιβυκό Σύμφωνο για την οριοθέτηση ΑΟΖ.
Στις ενέργειες εκχωρήσεων αδειών από τις τουρκικές κυβερνήσεις, οι ελληνικές κυβερνήσεις ανταπαντούσαν με διαμαρτυρίες προς τον ΟΗΕ, καταγγέλλοντας τις τούρκικες ενέργειες, χωρίς όμως να προσδιορίζουν τα όρια της ελληνικής υφαλοκρηπίδας. Βασική θέση της ελληνικής αστικής τάξης αποτελεί η πρόβλεψη του Δικαίου της Θάλασσας ότι τα νησιά δικαιούνται θαλάσσιες ζώνες όπως τα ηπειρωτικά εδάφη και ότι όλα τα νησιά του Αιγαίου μέχρι το Καστελόριζο συνιστούν ένα ενιαίο σύνολο. Στη βάση αυτή, προβλέπεται και στην ελληνική νομοθεσία ότι ως προς τον καθορισμό της υφαλοκρηπίδας λαμβάνεται υπόψη το κριτήριο της απόστασης στα 200 ν.μ., και ότι, σε περίπτωση έλλειψης συμφωνίας οριοθέτησης με τα γειτονικά κράτη, το εσωτερικό όριο της ελληνικής υφαλοκρηπίδας είναι η μέση γραμμή / γραμμή ίσης απόστασης που μετράται από τις ηπειρωτικές και τις νησιωτικές ακτές (άρθρο 156 Ν. 4001/2011). Σε αυτήν τη βάση, υπογράφηκαν τον Ιούλη του 2020 από την ελληνική κυβέρνηση και οι άδειες για έρευνα σε τεμάχια νότια της Κρήτης, στην κοινοπραξία Exxon-Mobil, Total και Energean.
5. Απαίτηση της τουρκικής αστικής τάξης για αποστρατιωτικοποίηση των νησιών του Ανατολικού Αιγαίου.
Η ελληνική αστική τάξη αντιπροβάλλει ότι το καθεστώς των ελληνικών νησιών του Αν. Αιγαίου διέπεται από διεθνείς Συνθήκες. Ειδικότερα: Για Λήμνο και Σαμοθράκη από τη Σύμβαση της Λοζάνης για τα Στενά του 1923, η οποία καταργήθηκε από τη Σύμβαση του Montreux του 1936, με την Τουρκία να αναγνωρίζει από τότε το δικαίωμα της Ελλάδας να εξοπλίσει τη Λήμνο και τη Σαμοθράκη. Για Μυτιλήνη, Χίο, Σάμο και Ικαρία από τη Συνθήκη Ειρήνης της Λοζάνης του 1923, στην οποία πουθενά δεν προβλέπεται ότι τα νησιά αυτά θα τελούν υπό καθεστώς αποστρατιωτικοποιήσης. Για το καθεστώς των Δωδεκανήσων από τη Συνθήκη Ειρήνης των Παρισίων του 1947. Οι διατάξεις της εν λόγω Συνθήκης προβλέπουν όντως την αποστρατιωτικοποίηση των νήσων αυτών: «Αι ανωτέρω νήσοι θα αποστρατιωτικοποιηθώσι και θα παραμείνωσιν αποστρατιωτικοποιημέναι.» Στα Δωδεκάνησα υφίστανται ορισμένες δυνάμεις Εθνοφυλακής, οι οποίες έχουν δηλωθεί σύμφωνα με τα προβλεπόμενα από τις διατάξεις της Συμφωνίας CFE. Όμως, η Τουρκία δεν αποτελεί συμβαλλόμενο μέρος σε αυτήν τη Συνθήκη του 1947, η οποία επομένως αποτελεί «res inter alios acta» γι’ αυτή, δηλαδή ζήτημα που αφορά άλλα κράτη. Επίσης, η Ελλάδα επικαλείται και το δικαίωμά της, ως κυρίαρχο κράτος, για άμυνα σε περίπτωση απειλής στρεφόμενης κατά των νησιών της ή οποιουδήποτε άλλου μέρους της επικράτειάς της, δικαίωμα που προβλέπεται από το άρθρο 51 του Χάρτη των ΗΕ.
6. Αμφισβήτηση του εύρους του ελληνικού εθνικού εναέριου χώρου στα 10 μίλια μέσω συνεχών παραβιάσεων από τουρκικά μαχητικά αεροσκάφη, με τον ισχυρισμό περί αντιθέσεως του εύρους του ελληνικού εθνικού εναερίου χώρου προς το Διεθνές Δίκαιο. Η ελληνική αστική τάξη αντιπροβάλλει ότι η κυριαρχία της Ελλάδας στον αέρα ασκείται εντός 10 ν.μ. από τις ακτές της (δυνάμει του Διατάγματος της 6ης Σεπτέμβρη 1931, σε συνδυασμό με τους Νόμους 5017/1931, 230/1936 και 1815/1988). Επίσης ότι, με βάση το Διεθνές Δίκαιο, η άσκηση κυριαρχίας στον εναέριο χώρο μέχρι τα 10 ν.μ. είναι απολύτως νόμιμη, αφού δεν υπερβαίνει τα 12 ν.μ. που ορίζει το Δίκαιο της Θάλασσας ως ανώτατο όριο του εύρους της αιγιαλίτιδας ζώνης και του εθνικού εναέριου χώρου και ότι έχει προχωρήσει στη γνωστοποίηση της ανωτέρω νομοθεσίας ήδη από το 1931 και η Τουρκία από τότε και για πολλές δεκαετίες αποδεχόταν το εύρος των 10 ν.μ. του ελληνικού εθνικού εναέριου χώρου χωρίς ουδεμία διαμαρτυρία ή αμφισβήτηση από πλευράς της. Παραμένει βέβαια ως πραγματικότητα ότι η ελληνική πρακτική αντιβαίνει σε βασικούς κανόνες του Διεθνούς Δικαίου, σύμφωνα με τους οποίους τα όρια του εθνικού εναέριου χώρου ταυτίζονται με τα όρια του εδάφους ή, για τα παράκτια κράτη, των χωρικών υδάτων του, που εξομοιώνονται με το έδαφος.
7. Αμφισβήτηση των αρμοδιοτήτων εντός του FIR Αθηνών που ασκεί η Ελλάδα βάσει αποφάσεων του Διεθνούς Οργανισμού Πολιτικής Αεροπορίας (ICAO), μέσω της συνεχούς άρνησης συμμόρφωσης της Τουρκίας προς τους κανόνες εναέριας κυκλοφορίας. Με το επιχείρημα ότι η Σύμβαση του Σικάγο, δυνάμει της οποίας ιδρύθηκε ο ICAO, δεν αφορά τα κρατικά αεροσκάφη, σταθερά αρνείται να υποβάλει σχέδια πτήσεων για τις εισόδους των στρατιωτικών αεροσκαφών της εντός του FIR Αθηνών.
Η Ελλάδα αντιπροβάλλει ότι ο Διεθνής Οργανισμός Πολιτικής Αεροπορίας (ICAO), από την ίδρυσή του το 1944, θέσπισε τα όρια των περιοχών ευθύνης για τον έλεγχο του εναέριου χώρου στις χώρες-μέλη του (Flight Information Region - FIR). Το FIR Αθηνών οριοθετήθηκε στο πλαίσιο των περιοχικών συνδιασκέψεων αεροναυτιλίας Ευρώπης των ετών 1950, 1952 και 1958. Η Τουρκία ήταν παρούσα στις παραπάνω συνδιασκέψεις και αποδέχτηκε τον καθορισμό του εναέριου χώρου για τον οποίο υπεύθυνη ορίστηκε η Ελλάδα που, σύμφωνα με τους κανόνες του ICAO και τη διεθνή πρακτική, απαιτεί, για λόγους ασφάλειας των πολιτικών πτήσεων, όλα τα αεροσκάφη, πολιτικά και στρατιωτικά, να υποβάλλουν σχέδια πτήσεως πριν την είσοδό τους στο FIR Αθηνών.
8. Αμφισβήτηση των αρμοδιοτήτων της Ελλάδας εντός της περιοχής ευθύνης της για θέματα έρευνας και διάσωσης. Το 1988, η Τουρκία εξέδωσε τον Κανονισμό 1988/13559 (όπως αυτός τροποποιήθηκε από τον Κανονισμό 2001/3275), με τον οποίο όρισε ως περιοχή ευθύνης της για παροχή υπηρεσιών έρευνας και διάσωσης, χωρίς να διευκρινίζει εάν πρόκειται για ναυτικά ή και για αεροπορικά ατυχήματα, περιοχή που, πέραν των FIRs Κωνσταντινούπολης και Άγκυρας, περιλαμβάνει τμήμα του FIR Αθηνών μέχρι το μέσο περίπου του Αιγαίου, εγκλωβίζοντας μεγάλο τμήμα της ελληνικής επικράτειας εντός της τουρκικής περιοχής έρευνας και διάσωσης.
Η Ελλάδα αντιπροβάλλει ότι τα ζητήματα έρευνας και διάσωσης στο Αιγαίο διέπονται από σειρά Συνθηκών/Συμφωνιών που έχει προσυπογράψει [Σύμβαση του Σικάγο του 1944, Κανόνες και Συστάσεις του ICAO, περιοχική συμφωνία αεροναυτιλίας στο πλαίσιο Συνδιάσκεψης του ICAO το 1952 και σχετικές συστάσεις του IMO και του ICAO, δηλώσεις –από το 1975– στο Διακυβερνητικό Ναυτιλιακό Συμβουλευτικό Οργανισμό (IMCO), προγενέστερο του Διεθνούς Ναυτιλιακού Οργανισμού (ΙΜΟ), Σύμβαση του Αμβούργου του 1979 που ενσωματώθηκε στην ελληνική έννομη τάξη με το Ν. 1844/1989, σειρά Συμφωνιών για συνεργασία σε θέματα ναυτικής έρευνας και διάσωσης τόσο με την Ιταλία (2000) όσο και με τη Μάλτα (2008) και την Κύπρο (2014)]. Επίσης η Ελλάδα, μέσω του αρμόδιου ελληνικού Ενιαίου Κέντρου Συντονισμού Έρευνας και Διάσωσης (Joint Rescue Coordination Center - JRCC) στον Πειραιά, συντονίζει όλες τις επιχειρήσεις έρευνας και διάσωσης, παρέχοντας εν προκειμένω υπηρεσίες σε όλα τα κινδυνεύοντα πλοία και αεροπλάνα εντός της ελληνικής περιοχής ευθύνης. Επομένως, η τουρκική ενέργεια να συμπεριλάβει ελληνικά νησιά, ελληνικά χωρικά ύδατα κι ελληνικό εναέριο χώρο στην τουρκική περιοχή έρευνας και διάσωσης παραβιάζει την κυριαρχία της Ελλάδας και τις σχετικές Διεθνείς Συμβάσεις, παραβιάζει ελληνικές αρμοδιότητες εκχωρημένες από τον ICAO. Επίσης, έρχεται σε αντίθεση με τη γενική διεθνή πρακτική, αλλά και τις συστάσεις του ΙΜΟ και ICAO, που περιλαμβάνονται στο Διεθνές Εγχειρίδιο Αεροναυτικής και Ναυτικής Έρευνας και Διάσωσης.
Από τα παραπάνω, αποτυπώνεται χαρακτηριστικά πώς η αστική τάξη της Τουρκίας, θέτοντας στο επίκεντρο τη διαφορά για την οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας, αναπτύσσει όλα αυτά τα χρόνια ένα πλαίσιο ευρύτερων διεκδικήσεων. Στην κατεύθυνση αυτή ενισχύεται και από το γεγονός ότι το ΝΑΤΟ, ήδη από το 1960, δεν αναγνωρίζει ελληνικό εναέριο χώρο 10 μιλίων για τους σκοπούς των ΝΑΤΟϊκών ασκήσεων. Επίσης, στο πλαίσιο του ΝΑΤΟ, για πάνω από δέκα χρόνια, το Αιγαίο αποτελεί ενιαίο επιχειρησιακό χώρο, χωρίς σύνορα μεταξύ των δύο κρατών.