Ένα άμεσα συνδεόμενο –αλλά παρ’ όλ’ αυτά σχετικά ανεξάρτητο– με τη θεωρία της αξίας ζήτημα είναι αν η ανάλυση του Μαρξ Στο Κεφάλαιο έχει έναν αποκλειστικά λογικό (δηλαδή θεωρητικό), έναν αποκλειστικά ιστορικό ή ένα λογικο-ιστορικό χαρακτήρα. Από τα γεννοφάσκια της μέχρι και τον Χάινριχ, η Νέα Ανάγνωση δίνει τεράστια βαρύτητα σε αυτό το ζήτημα, ενώ εδώ βασίζει μεγάλο μέρος της υποστήριξης εκ μέρους της τής ύπαρξης σημαντικής αντίθεσης ανάμεσα στη σκέψη του Μαρξ και του Ένγκελς. Πρόκειται όμως για ένα ζήτημα που έχει ακόμα βαθύτερες ρίζες στο χρόνο.
Η δημοσίευση του τρίτου τόμου Του Κεφαλαίου το 1894 σήμαινε την ολοκλήρωση της θεμελιώδους ανάλυσης του Μαρξ. Στο δεύτερο Τμήμα αυτού του τόμου που φέρει τον τίτλο «Η μετατροπή του κέρδους σε μέσο κέρδος» παρουσιάζεται ο τρόπος μετατροπής των αξιών των εμπορευμάτων σε τιμές παραγωγής, στο τρίτο Τμήμα αυτού του τόμου παρουσιάζεται «ο νόμος της τάσης του ποσοστού κέρδους να πέφτει», ενώ σε επόμενα Τμήματα ακολουθεί η παρουσίαση των νόμων με τους οποίους διαμορφώνεται το εμπορικό και τραπεζικό κέρδος αλλά και η γαιοπρόσοδος. Με αυτόν τον τρόπο ολοκληρώνεται η σύνδεση ανάμεσα στη θεωρία της αξίας του πρώτου τόμου και της ερμηνείας της τάσης διαμόρφωσης ενός γενικού-μέσου ποσοστού κέρδους, η σύνδεση ανάμεσα στην υπεραξία και στις συγκεκριμένες μορφές που αυτή παίρνει, ενώ αναδεικνύονται και οι μακροχρόνιες τάσεις της καπιταλιστικής οικονομίας. Με αυτόν τον τρόπο αποδεικνύεται ότι η θεωρία της αξίας όχι μόνο δεν έρχεται σε αντίφαση με μια σειρά φαινόμενα που γίνονται αντιληπτά στην επιφάνεια της οικονομικής ζωής, αλλά αποτελεί τη βάση της ερμηνείας τους.
Ένα βασικό ερώτημα που τέθηκε στη θεωρητική συζήτηση αμέσως μετά την έκδοση του τρίτου τόμου είναι αν υπήρξε ποτέ στην πραγματικότητα η αξία ως τέτοια, δηλαδή χωρίς την τροποποίησή της σε τιμές παραγωγής, ή αν η έννοια της αξίας αποτέλεσε απλώς ένα θεωρητικό επινόημα του Μαρξ, το οποίο, παρόλο που ποτέ δεν υπήρξε ιστορικά, αποτελεί απαραίτητο «κρίκο» για την ερμηνεία των τιμών παραγωγής και κατ’ επέκταση των τιμών αγοράς. Επίσης, τέθηκε το ερώτημα αν η κίνηση από τα διαφορετικά ποσοστά κέρδους (που οφείλονται στη διαφορετική οργανική σύνθεση) προς το σχηματισμό του μέσου-γενικού ποσοστού κέρδους έχει απλώς λογικό (με την έννοια της αφαιρετικής αποδοχής για τις ανάγκες της παρουσίασης της θεωρίας) ή και ιστορικό (με την έννοια ότι στην ιστορία ανάπτυξης του καπιταλισμού αρχικά τα ποσοστά κέρδους ήταν ανάλογα με την οργανική σύνθεση του κεφαλαίου και αργότερα επιτεύχθηκε η εξίσωσή τους) χαρακτήρα.
Για παράδειγμα, στη βιβλιοκρισία του τρίτου τόμου Του Κεφαλαίου αμέσως μετά την έκδοσή του, ο Βέρνερ Ζόμπαρτ (Werner Sombart) υποστήριζε ότι «η αξία δεν υπάρχει στον κόσμο των φαινομένων (...) η αξία δεν είναι ένα εμπειρικό αλλά ένα νοερό γεγονός (...) η έννοια της αξίας είναι ένα εργαλείο της σκέψης μας το οποίο χρησιμοποιούμε για να κατανοούμε τα φαινόμενα της οικονομικής ζωής· είναι ένα νοερό γεγονός». Ταυτόχρονα, ο Ζόμπαρτ συμπληρώνει ότι στο βαθμό που ο Μαρξ ισχυρίζεται ότι η υπεραξία στις διάφορες σφαίρες παραγωγής με διαφορετική οργανική σύνθεση κεφαλαίου, αποτελεί όχι μόνο τη λογική αλλά και την εμπειρική-ιστορική αφετηρία της διαδικασίας εξίσωσης του ποσοστού κέρδους, δηλαδή στο βαθμό που ο Μαρξ στο κεφάλαιο 10 του τρίτου τόμου υπονοεί –αν και όχι καθαρά, σύμφωνα με τον Ζόμπαρτ– ότι υπάρχει εμπειρική-ιστορική κίνηση από το ποσοστό της υπεραξίας στο ποσοστό του κέρδους, τότε βασίζεται «σε ένα μεγάλο λάθος», τόσο θεωρητικό όσο και εμπειρικό.1
Στο ίδιο μήκος κύματος κινείται και ο Σμιτ, ο οποίος σε μια επιστολή του προς τον Ένγκελς σημειώνει ότι «ο νόμος της αξίας (αν θεωρηθεί ως ένας νόμος που ρυθμίζει την ανταλλαγή και όχι ως απλός ορισμός της αξίας) φαίνεται σε μένα να αποτελεί επινόημα, αν και φυσικά όχι λαθεμένο. Αντίθετα, ένα αναγκαίο επινόημα, δηλαδή μια υπόθεση την οποία πρέπει απαραιτήτως να κάνουμε για να φτάσουμε σε ανέφικτα αλλιώς αποτελέσματα»2.
Ο Ένγκελς θεώρησε επιτακτική ανάγκη να εμπλακεί (τους τελευταίους μήνες της ζωής του) πολύ δυναμικά σε αυτήν τη συζήτηση. Αυτή η παρέμβαση έλαβε χώρα τόσο μέσω της αλληλογραφίας με μια σειρά θεωρητικούς που είχαν λαθεμένες απόψεις στο ζήτημα3 όσο και μέσω της συγγραφής του σημειώματος που ενσωματώθηκε μετέπειτα στον τρίτο τόμο Του Κεφαλαίου με τον τίτλο «Συμπλήρωμα και επίλογος στο ΙΙΙ βιβλίο “Του Κεφαλαίου”», το οποίο περιλαμβάνει και το σχετικό κείμενο με τίτλο «Νόμος της αξίας και ποσοστό του κέρδους».
Σε αυτό το τελευταίο, και αφού επαινεί κατά τα άλλα τους Ζόμπαρτ και Σμιτ για την ουσιαστική κατανόηση των γενικών γραμμών της θεωρίας του Μαρξ, σημειώνει:
«Και ο Ζόμπαρτ και ο Σμιτ (…) δεν παίρνουν αρκετά υπόψη ότι εδώ δεν πρόκειται μόνο για ένα καθαρά λογικό προτσές, αλλά για ένα ιστορικό προτσές και για το διασαφηνιστικό αντικαθρέφτισμά του στη σκέψη, για τη λογική παρακολούθηση των εσωτερικών του συναρτήσεων.»4
Παράλληλα, παραθέτει αποσπάσματα του ίδιου του Μαρξ από τον τρίτο τόμο Του Κεφαλαίου που συνηγορούν στο ότι ο Μαρξ ήταν ακριβώς αυτής της άποψης.5 Σε αντιστοιχία με τις θέσεις του Μαρξ, ο Ένγκελς προχωράει στο «Συμπλήρωμα» σε μια ιστορική ανάλυση που συμπυκνώνεται στο συμπέρασμα ότι η ανταλλαγή των εμπορευμάτων στη βάση της αξίας τους λαμβάνει χώρα από τότε που εμφανίζεται η απλή εμπορευματική παραγωγή μέχρι την εμφάνιση της κεφαλαιοκρατικής παραγωγής, δηλαδή «κατά τη διάρκεια μιας περιόδου πέντε ως εφτά χιλιετηρίδων»6, ενώ με την ανάπτυξη της κεφαλαιοκρατικής παραγωγής τα εμπορεύματα ανταλλάσσονται μεταξύ τους στη βάση των τιμών παραγωγής.7
Ιδιαίτερα σχετικά με την άποψη του Σμιτ για την αξία ως επινόημα (Fiktion), o Ένγκελς γράφει στην επιστολή του προς αυτόν στις 12 Μάρτη 1895: «Επειδή μια έννοια, σύμφωνα με την ίδια τη βασική φύση του όρου, δεν ταυτίζεται αυτόματα και prima facie (με την πρώτη ματιά) με την πραγματικότητα από την οποία έπρεπε πρώτα να συνοψιστεί, γι’ αυτό η έννοια είναι πάντα κάτι περισσότερο από ένα επινόημα, εκτός αν θεωρείτε όλα τα προϊόντα της σκέψης επινοήματα επειδή η πραγματικότητα αντιστοιχεί σ’ αυτά μόνο μ’ έναν πολύ πλάγιο τρόπο, και ακόμα και τότε μόνο ως ασυμπτωματική προσέγγιση (…) θα παρερμηνεύαμε χονδροειδώς τη φύση του ποσοστού κέρδους και γενικά των οικονομικών νόμων, οι οποίοι δε γνωρίζουν καμία άλλη πραγματικότητα παρά μόνο ως προσέγγιση, ως τάση, ως μέσο όρο, αλλά όχι ως άμεση πραγματικότητα.»8
Πέρα όμως από τις σχετικές διατυπώσεις του Ένγκελς μετά το θάνατο του Μαρξ, υπάρχει και η καθαυτό τοποθέτηση του Ένγκελς στο ζήτημα, η οποία έγινε όσο ζούσε ακόμα ο Μαρξ και εν γνώσει του στο πλαίσιο μιας βιβλιοπαρουσίασης από τον Ένγκελς του έργου του Μαρξ Κριτική της Πολιτικής Οικονομίας:
«Η κριτική της πολιτικής οικονομίας, ακόμα και σύμφωνα με την καινούργια μέθοδο, μπορούσε να γίνει με δύο διαφορετικούς τρόπους: Ιστορικά ή λογικά (...) Η Ιστορία προχωράει συχνά με άλματα και με ζικ-ζακ και, αν θα έπρεπε να την παρακολουθεί κανείς παντού, θα ήταν υποχρεωμένος να συμπεριλάβει όχι μόνο πολύ υλικό δευτερεύουσας σημασίας, αλλά έπρεπε να διακόπτει συχνά την πορεία της σκέψης του (...) Έτσι, ο μόνος τρόπος προσέγγισης του ζητήματος που έχει τη θέση του εδώ είναι ο λογικός. Αυτός όμως στην πραγματικότητα δεν είναι τίποτε άλλο, παρά ο ιστορικός τρόπος απαλλαγμένος από την ιστορική μορφή και από τις ενοχλητικές συμπτώσεις. Με ό,τι αρχίζει αυτή η ιστορία, μ’ αυτό πρέπει ν’ αρχίσει και η πορεία της σκέψης και η παραπέρα συνέχισή της δε θα είναι τίποτε άλλο, από το καθρέφτισμα της ιστορικής πορείας σε αφηρημένη και θεωρητικά συνεπή μορφή. Ένα διορθωμένο καθρέφτισμα, διορθωμένο όμως σύμφωνα με τους νόμους που μας προσφέρει η ίδια η πραγματική ιστορική πορεία, όπου το καθένα μπορεί να εξεταστεί στο σημείο ανάπτυξης της πλήρους ωριμότητάς του, της κλασικής του μορφής.»9
Το απόσπασμα αυτό απαντάει στο ερώτημα «λογική ή ιστορική μέθοδος» Του Κεφαλαίου διά της αναίρεσης του ίδιου του τρόπου με τον οποίο τέθηκε το ερώτημα, θεωρώντας εντελώς λαθεμένη και μη διαλεκτική την αντιπαράθεση της ιστορικής και της λογικής μεθόδου, εξ ου και ο τίτλος «λογικο-ιστορική μέθοδος».
Το παραπάνω απόσπασμα συγκεντρώνει διαχρονικά τα πυρά της Νέας Ανάγνωσης, ενώ προβάλλεται ως βασικό τεκμήριο για την «ιστορική» διαστρέβλωση που υποτίθεται ότι έκανε ο Ένγκελς στη μέθοδο του Μαρξ. Το γεγονός αυτό προκαλεί μεγάλη εντύπωση αν υπολογίσουμε ότι η βιβλιοκρισία, στην οποία περιλαμβάνεται το συγκεκριμένο απόσπασμα, όχι μόνο ήταν εν γνώσει του Μαρξ αλλά έγινε μετά από έντονη πίεσή του προς τον Ένγκελς να την γράψει. Πιο συγκεκριμένα, ο Μαρξ ζήτησε με δύο συνεχόμενες επιστολές του από τον Ένγκελς να γράψει μια κριτική για το βιβλίο του, ενώ στη συνέχεια ο Ένγκελς έστειλε στον Μαρξ το κείμενο της βιβλιοκρισίας για έγκριση.10 Ο Μαρξ όχι μόνο δεν προχώρησε σε διορθώσεις, αλλά αμέσως μετά την αποστολή της από τον Ένγκελς εξέδωσε ο ίδιος αυτήν τη βιβλιοκρισία (με τη μορφή τριών άρθρων) στη γερμανόφωνη εφημερίδα της Μορφωτικής Ένωσης Γερμανών Εργατών, Das Volk, στην οποία ο Μαρξ έπαιζε πρωταγωνιστικό ρόλο. Επίσης, σε μια επιστολή του στον Ένγκελς στις 5 Οκτώβρη 1859, ο Μαρξ πανηγύριζε που αυτή η βιβλιοκρισία αναδημοσιεύτηκε σε μια σειρά εφημερίδες: «Τα άρθρα σου για τη δουλειά μου αναδημοσιεύτηκαν σε γερμανικές εφημερίδες από τη Νέα Υόρκη μέχρι την Καλιφόρνια (με μια τόσο μικρή εφημερίδα, όπως η Volk, γαντζώσαμε όλο το γερμανικό Τύπο της Αμερικής).»11
Το γεγονός ότι η παραπάνω ανάλυση του Ένγκελς περί «λογικο-ιστορικής» μεθόδου του Μαρξ είχε την πλήρη στήριξη του Μαρξ προκαλεί αναμενόμενα μεγάλη αμηχανία στους υποστηρικτές της ύπαρξης αντίθεσης ανάμεσα στον Μαρξ και στον Ένγκελς στο ζήτημα. Ένας εξ αυτών, ο Γιαν Χοφ (Jan Hoff), χαρακτηρίζει ως «αίνιγμα της έρευνας γύρω από τον Μαρξ» το γεγονός ότι ο Μαρξ δεν αντέδρασε σε αυτήν τη βιβλιοκρισία του Ένγκελς και μάλιστα παρόλο που, όπως λέει, η εφημερίδα Das Volk «διευθυνόταν στην πράξη από τον Μαρξ»12.
Η συζήτηση επανήλθε στο προσκήνιο πολλές δεκαετίες αργότερα. Ήδη από τα γεννοφάσκια της Νέας Ανάγνωσης, ο ένας εκ των δύο θεμελιωτών της στηλιτεύει την «προξενημένη από τον Ένγκελς παρερμηνεία των πρώτων τριών κεφαλαίων Του Κεφαλαίου ως αξιακή και χρηματική θεωρία της βαφτισμένης από αυτόν “απλής εμπορευματικής παραγωγής”. Μένει να δείξουμε ότι λόγω αυτού του θεμελιώδους λάθους η μαρξιστική θεωρία της αξίας μπλοκάρει αναγκαστικά την κατανόηση της μαρξικής θεωρίας της αξίας»13. Σε αυτήν τη βάση, η ανάλυση της Νέας Ανάγνωσης προσδιορίζεται ως «λογική» ανάγνωση Του Κεφαλαίου.14
Αντίστοιχα, και ο Χάινριχ κατηγορεί την «ιστορική ανάγνωση» Του Κεφαλαίου και το γεγονός, όπως λέει, ότι οι κατηγορίες του εμπορεύματος και του χρήματος στην αρχή του πρώτου τόμου μετατράπηκαν από τον Ένγκελς σε κατηγορίες των προκαπιταλιστικών συνθηκών παραγωγής. Από αυτήν την αφετηρία, στοχοποιεί ανοιχτά και το υποκεφάλαιο Ι στο «Συμπλήρωμα και επίλογο στο ΙΙΙ Βιβλίο “Του Κεφαλαίου”» του Ένγκελς.
Είναι εντελώς ανυπόστατη η κατηγορία απέναντι στον Ένγκελς ότι ερμήνευσε τα τρία πρώτα κεφάλαια του Κεφαλαίου σαν να αναφέρονται αποκλειστικά στην απλή εμπορευματική παραγωγή. Αυτά τα κεφάλαια αποτυπώνουν ταυτόχρονα τόσο τον τρόπο δράσης του νόμου της αξίας στην απλή, τη μη-καπιταλιστική εμπορευματική παραγωγή που, περισσότερο ή λιγότερο, αναπτύχθηκε στο περιθώριο των προκαπιταλιστικών κοινωνιών όσο και μια αρχική, αφαιρετική προσέγγιση της δράσης του νόμου της αξίας στην καπιταλιστική παραγωγή. Αυτό ξεκαθαρίζεται και στις πολυάριθμες σχετικές αναφορές του ίδιου του Μαρξ στον τόμο ΙΙΙ του Κεφαλαίου. Ούτε ο Ένγκελς ούτε ο Μαρξ υποστηρίζουν μια στενά ιστορική προσέγγιση του Κεφαλαίου και των κατηγοριών του και συνεπώς σε καμία περίπτωση η σειρά διαδοχής των κατηγοριών στο Κεφάλαιο δεν είναι καθαρά ή κυρίως ιστορική. Όπως αναδεικνύεται και από το παραπάνω απόσπασμα του Ένγκελς, η ιστορική και η λογική-θεωρητική πλευρά διαπλέκονται στενά Στο Κεφάλαιο υπό την κυριαρχία της λογικής πλευράς.
Για παράδειγμα, το γεγονός ότι η πρώτη πρόταση Του Κεφαλαίου15 υποδεικνύει ότι ο στόχος της ανάλυσης Του Κεφαλαίου ως συνόλου είναι η ανάλυση του κεφαλαιοκρατικού τρόπου παραγωγής, καθόλου δεν εμποδίζει τον Μαρξ να κάνει πάμπολλες αναφορές στην ύπαρξη του εμπορεύματος και του χρήματος πριν την κεφαλαιοκρατική κοινωνία (δηλαδή στην ύπαρξη μιας προκαπιταλιστικής χρηματικής εμπορευματικής παραγωγής και κυκλοφορίας)16, ούτε να μελετά πώς από τις προκαπιταλιστικές εμπορευματικές σχέσεις περάσαμε στις καπιταλιστικές σχέσεις. Ας ξεχωρίσουμε μια από αυτές:
«Το εμπόρευμα, ως η στοιχειώδης μορφή του αστικού πλούτου, ήταν το σημείο εκκίνησής μας, η προϋπόθεση για την εμφάνιση του κεφαλαίου. Από την άλλη, τα εμπορεύματα εμφανίζονται τώρα ως το προϊόν του κεφαλαίου.
Αυτή η κυκλική πορεία της παρουσίασής μας, από τη μια, ανταποκρίνεται στην ιστορική ανάπτυξη του κεφαλαίου. Η ανταλλαγή εμπορευμάτων, το εμπόριο εμπορευμάτων αποτελεί έναν από τους όρους για την εμφάνιση του κεφαλαίου, ενώ αυτός ο όρος μπορεί να διαμορφωθεί στη βάση διαφορετικών βαθμίδων παραγωγής, όλες εκ των οποίων έχουν ως κοινό χαρακτηριστικό ότι σε αυτές η καπιταλιστική παραγωγή ακόμη δεν υπάρχει καθόλου ή υπάρχει ακόμη μόνο σποραδικά. Από την άλλη, η αναπτυγμένη ανταλλαγή εμπορευμάτων και η μετατροπή της μορφής του εμπορεύματος σε γενικά αναγκαία κοινωνική μορφή του προϊόντος μπορεί να αναπτυχθεί μόνο ως αποτέλεσμα του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής.»17
Ο Χάινριχ και η Νέα Ανάγνωση αφαιρούν την ίδια την κίνηση από τη μελέτη του κεφαλαιοκρατικού τρόπου παραγωγής. Δεν τους απασχολεί ούτε από πού έρχεται ο καπιταλισμός, ποιο είναι το παρελθόν που τον «γέννησε», ούτε πώς συγκροτείται ιστορικά σε ένα δομημένο όλον, ούτε προς τα πού κατατείνει. Όπως δηλώνουν και οι ίδιοι, τους ενδιαφέρει μόνο η μελέτη της ανάπτυξής του «στον ιδεώδη μέσο όρο του»18. Πόσο είναι όμως δυνατό να μελετηθεί ουσιαστικά «ο ιδεώδης μέσος όρος» του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής, αν του «κλέψουμε» την κίνησή του; Πώς είναι δυνατό να αναδειχτεί η ουσία των φαινομένων του μελετώντας τον σε «εργαστηριακές» συνθήκες στασιμότητας και ακινησίας;
Πρέπει να σημειώσουμε, επίσης, ότι η αντιδιαλεκτική προσέγγιση του Χάινριχ και της Νέας Ανάγνωσης δε στρέφεται μόνο στην κατεύθυνση του παρελθόντος του κεφαλαιοκρατικού τρόπου παραγωγής, αλλά και προς την κατεύθυνση του μέλλοντος, της υπέρβασής του. Έτσι, ο Χάινριχ παραθέτει το γνωστό απόσπασμα του Μαρξ από Το Κεφάλαιο για την «απαλλοτρίωση των απαλλοτριωτών»19 και μια υποσημείωση του Μαρξ περί «αναπόφευκτης» νίκης του προλεταριάτου20 για να σχολιάσει στη συνέχεια: «Σε αυτήν την περιγραφή, η ανάπτυξη του προλεταριάτου σε επαναστατική τάξη και η ανατροπή της εξουσίας του κεφαλαίου παρουσιάζεται ως αναπόφευκτη διαδικασία (...) Ωστόσο, αυτές οι προβλέψεις δεν υποστηρίζονται από την έρευνα του ίδιου του Μαρξ (...) Στο κείμενο που παρατέθηκε παραπάνω, ο Μαρξ κατέληξε σε συμπεράσματα που ισοδυναμούν με ένα είδος ιστορικού ντετερμινισμού, τα οποία δε δικαιολογούνται από την απεικόνιση των κατηγοριών του.»
Οι παραπάνω θέσεις συνάδουν τόσο με την άρνηση ουσιαστικά από τη Νέα Ανάγνωση της ύπαρξης κοινωνικών νόμων όσο και με τη ρητή αποδοχή της αλτουσεριανής αποδοχής ότι η Ιστορία δεν έχει κανένα υποκείμενο, ούτε «τους ανθρώπους», ούτε «τις τάξεις»21, με λίγα λόγια ότι δεν είναι η μη κατέχουσα μέσα παραγωγής εργατική τάξη αυτή που δύναται υπό προϋποθέσεις να αποτελέσει τη βασική κοινωνική δύναμη ανατροπής του καπιταλισμού και οικοδόμησης της αταξικής κοινωνίας.22