«Το Κεφάλαιο» στο στόχαστρο της «νέας ανάγνωσης του Μαρξ» (Β΄ μέρος)


του Χρήστου Μπαλωμένου

ΛΟΓΙΚΗ, ΙΣΤΟΡΙΚΗ Ή ΛΟΓΙΚΟ-ΙΣΤΟΡΙΚΗ Η ΜΕΘΟΔΟΣ «ΤΟΥ ΚΕΦΑΛΑΙΟΥ»;

Ένα άμεσα συνδεόμενο –αλλά παρ’ όλ’ αυτά σχετικά ανεξάρτητο– με τη θεωρία της αξίας ζήτημα είναι αν η ανάλυση του Μαρξ Στο Κεφάλαιο έχει έναν αποκλειστικά λογικό (δηλαδή θεωρητικό), έναν αποκλειστικά ιστορικό ή ένα λογικο-ιστορικό χαρακτήρα. Από τα γεννοφάσκια της μέχρι και τον Χάινριχ, η Νέα Ανάγνωση δίνει τεράστια βαρύτητα σε αυτό το ζήτημα, ενώ εδώ βασίζει μεγάλο μέρος της υποστήριξης εκ μέρους της τής ύπαρξης σημαντικής αντίθεσης ανάμεσα στη σκέψη του Μαρξ και του Ένγκελς. Πρόκειται όμως για ένα ζήτημα που έχει ακόμα βαθύτερες ρίζες στο χρόνο.

Η δημοσίευση του τρίτου τόμου Του Κεφαλαίου το 1894 σήμαινε την ολοκλήρωση της θεμελιώδους ανάλυσης του Μαρξ. Στο δεύτερο Τμήμα αυτού του τόμου που φέρει τον τίτλο «Η μετατροπή του κέρδους σε μέσο κέρδος» παρουσιάζεται ο τρόπος μετατροπής των αξιών των εμπορευμάτων σε τιμές παραγωγής, στο τρίτο Τμήμα αυτού του τόμου παρουσιάζεται «ο νόμος της τάσης του ποσοστού κέρδους να πέφτει», ενώ σε επόμενα Τμήματα ακολουθεί η παρουσίαση των νόμων με τους οποίους διαμορφώνεται το εμπορικό και τραπεζικό κέρδος αλλά και η γαιοπρόσοδος. Με αυτόν τον τρόπο ολοκληρώνεται η σύνδεση ανάμεσα στη θεωρία της αξίας του πρώτου τόμου και της ερμηνείας της τάσης διαμόρφωσης ενός γενικού-μέσου ποσοστού κέρδους, η σύνδεση ανάμεσα στην υπεραξία και στις συγκεκριμένες μορφές που αυτή παίρνει, ενώ αναδεικνύονται και οι μακροχρόνιες τάσεις της καπιταλιστικής οικονομίας. Με αυτόν τον τρόπο αποδεικνύεται ότι η θεωρία της αξίας όχι μόνο δεν έρχεται σε αντίφαση με μια σειρά φαινόμενα που γίνονται αντιληπτά στην επιφάνεια της οικονομικής ζωής, αλλά αποτελεί τη βάση της ερμηνείας τους.

Ένα βασικό ερώτημα που τέθηκε στη θεωρητική συζήτηση αμέσως μετά την έκδοση του τρίτου τόμου είναι αν υπήρξε ποτέ στην πραγματικότητα η αξία ως τέτοια, δηλαδή χωρίς την τροποποίησή της σε τιμές παραγωγής, ή αν η έννοια της αξίας αποτέλεσε απλώς ένα θεωρητικό επινόημα του Μαρξ, το οποίο, παρόλο που ποτέ δεν υπήρξε ιστορικά, αποτελεί απαραίτητο «κρίκο» για την ερμηνεία των τιμών παραγωγής και κατ’ επέκταση των τιμών αγοράς. Επίσης, τέθηκε το ερώτημα αν η κίνηση από τα διαφορετικά ποσοστά κέρδους (που οφείλονται στη διαφορετική οργανική σύνθεση) προς το σχηματισμό του μέσου-γενικού ποσοστού κέρδους έχει απλώς λογικό (με την έννοια της αφαιρετικής αποδοχής για τις ανάγκες της παρουσίασης της θεωρίας) ή και ιστορικό (με την έννοια ότι στην ιστορία ανάπτυξης του καπιταλισμού αρχικά τα ποσοστά κέρδους ήταν ανάλογα με την οργανική σύνθεση του κεφαλαίου και αργότερα επιτεύχθηκε η εξίσωσή τους) χαρακτήρα.

Για παράδειγμα, στη βιβλιοκρισία του τρίτου τόμου Του Κεφαλαίου αμέσως μετά την έκδοσή του, ο Βέρνερ Ζόμπαρτ (Werner Sombart) υποστήριζε ότι «η αξία δεν υπάρχει στον κόσμο των φαινομένων (...) η αξία δεν είναι ένα εμπειρικό αλλά ένα νοερό γεγονός (...) η έννοια της αξίας είναι ένα εργαλείο της σκέψης μας το οποίο χρησιμοποιούμε για να κατανοούμε τα φαινόμενα της οικονομικής ζωής· είναι ένα νοερό γεγονός». Ταυτόχρονα, ο Ζόμπαρτ συμπληρώνει ότι στο βαθμό που ο Μαρξ ισχυρίζεται ότι η υπεραξία στις διάφορες σφαίρες παραγωγής με διαφορετική οργανική σύνθεση κεφαλαίου, αποτελεί όχι μόνο τη λογική αλλά και την εμπειρική-ιστορική αφετηρία της διαδικασίας εξίσωσης του ποσοστού κέρδους, δηλαδή στο βαθμό που ο Μαρξ στο κεφάλαιο 10 του τρίτου τόμου υπονοεί –αν και όχι καθαρά, σύμφωνα με τον Ζόμπαρτ– ότι υπάρχει εμπειρική-ιστορική κίνηση από το ποσοστό της υπεραξίας στο ποσοστό του κέρδους, τότε βασίζεται «σε ένα μεγάλο λάθος», τόσο θεωρητικό όσο και εμπειρικό.1

Στο ίδιο μήκος κύματος κινείται και ο Σμιτ, ο οποίος σε μια επιστολή του προς τον Ένγκελς σημειώνει ότι «ο νόμος της αξίας (αν θεωρηθεί ως ένας νόμος που ρυθμίζει την ανταλλαγή και όχι ως απλός ορισμός της αξίας) φαίνεται σε μένα να αποτελεί επινόημα, αν και φυσικά όχι λαθεμένο. Αντίθετα, ένα αναγκαίο επινόημα, δηλαδή μια υπόθεση την οποία πρέπει απαραιτήτως να κάνουμε για να φτάσουμε σε ανέφικτα αλλιώς αποτελέσματα»2.

Ο Ένγκελς θεώρησε επιτακτική ανάγκη να εμπλακεί (τους τελευταίους μήνες της ζωής του) πολύ δυναμικά σε αυτήν τη συζήτηση. Αυτή η παρέμβαση έλαβε χώρα τόσο μέσω της αλληλογραφίας με μια σειρά θεωρητικούς που είχαν λαθεμένες απόψεις στο ζήτημα3 όσο και μέσω της συγγραφής του σημειώματος που ενσωματώθηκε μετέπειτα στον τρίτο τόμο Του Κεφαλαίου με τον τίτλο «Συμπλήρωμα και επίλογος στο ΙΙΙ βιβλίο “Του Κεφαλαίου”», το οποίο περιλαμβάνει και το σχετικό κείμενο με τίτλο «Νόμος της αξίας και ποσοστό του κέρδους».

Σε αυτό το τελευταίο, και αφού επαινεί κατά τα άλλα τους Ζόμπαρτ και Σμιτ για την ουσιαστική κατανόηση των γενικών γραμμών της θεωρίας του Μαρξ, σημειώνει:

«Και ο Ζόμπαρτ και ο Σμιτ (…) δεν παίρνουν αρκετά υπόψη ότι εδώ δεν πρόκειται μόνο για ένα καθαρά λογικό προτσές, αλλά για ένα ιστορικό προτσές και για το διασαφηνιστικό αντικαθρέφτισμά του στη σκέψη, για τη λογική παρακολούθηση των εσωτερικών του συναρτήσεων.»4

Παράλληλα, παραθέτει αποσπάσματα του ίδιου του Μαρξ από τον τρίτο τόμο Του Κεφαλαίου που συνηγορούν στο ότι ο Μαρξ ήταν ακριβώς αυτής της άποψης.5 Σε αντιστοιχία με τις θέσεις του Μαρξ, ο Ένγκελς προχωράει στο «Συμπλήρωμα» σε μια ιστορική ανάλυση που συμπυκνώνεται στο συμπέρασμα ότι η ανταλλαγή των εμπορευμάτων στη βάση της αξίας τους λαμβάνει χώρα από τότε που εμφανίζεται η απλή εμπορευματική παραγωγή μέχρι την εμφάνιση της κεφαλαιοκρατικής παραγωγής, δηλαδή «κατά τη διάρκεια μιας περιόδου πέντε ως εφτά χιλιετηρίδων»6, ενώ με την ανάπτυξη της κεφαλαιοκρατικής παραγωγής τα εμπορεύματα ανταλλάσσονται μεταξύ τους στη βάση των τιμών παραγωγής.7

Ιδιαίτερα σχετικά με την άποψη του Σμιτ για την αξία ως επινόημα (Fiktion), o Ένγκελς γράφει στην επιστολή του προς αυτόν στις 12 Μάρτη 1895: «Επειδή μια έννοια, σύμφωνα με την ίδια τη βασική φύση του όρου, δεν ταυτίζεται αυτόματα και prima facie (με την πρώτη ματιά) με την πραγματικότητα από την οποία έπρεπε πρώτα να συνοψιστεί, γι’ αυτό η έννοια είναι πάντα κάτι περισσότερο από ένα επινόημα, εκτός αν θεωρείτε όλα τα προϊόντα της σκέψης επινοήματα επειδή η πραγματικότητα αντιστοιχεί σ’ αυτά μόνο μ’ έναν πολύ πλάγιο τρόπο, και ακόμα και τότε μόνο ως ασυμπτωματική προσέγγιση (…) θα παρερμηνεύαμε χονδροειδώς τη φύση του ποσοστού κέρδους και γενικά των οικονομικών νόμων, οι οποίοι δε γνωρίζουν καμία άλλη πραγματικότητα παρά μόνο ως προσέγγιση, ως τάση, ως μέσο όρο, αλλά όχι ως άμεση πραγματικότητα.»8

Πέρα όμως από τις σχετικές διατυπώσεις του Ένγκελς μετά το θάνατο του Μαρξ, υπάρχει και η καθαυτό τοποθέτηση του Ένγκελς στο ζήτημα, η οποία έγινε όσο ζούσε ακόμα ο Μαρξ και εν γνώσει του στο πλαίσιο μιας βιβλιοπαρουσίασης από τον Ένγκελς του έργου του Μαρξ Κριτική της Πολιτικής Οικονομίας:

«Η κριτική της πολιτικής οικονομίας, ακόμα και σύμφωνα με την καινούργια μέθοδο, μπορούσε να γίνει με δύο διαφορετικούς τρόπους: Ιστορικά ή λογικά (...) Η Ιστορία προχωράει συχνά με άλματα και με ζικ-ζακ και, αν θα έπρεπε να την παρακολουθεί κανείς παντού, θα ήταν υποχρεωμένος να συμπεριλάβει όχι μόνο πολύ υλικό δευτερεύουσας σημασίας, αλλά έπρεπε να διακόπτει συχνά την πορεία της σκέψης του (...) Έτσι, ο μόνος τρόπος προσέγγισης του ζητήματος που έχει τη θέση του εδώ είναι ο λογικός. Αυτός όμως στην πραγματικότητα δεν είναι τίποτε άλλο, παρά ο ιστορικός τρόπος απαλλαγμένος από την ιστορική μορφή και από τις ενοχλητικές συμπτώσεις. Με ό,τι αρχίζει αυτή η ιστορία, μ’ αυτό πρέπει ν’ αρχίσει και η πορεία της σκέψης και η παραπέρα συνέχισή της δε θα είναι τίποτε άλλο, από το καθρέφτισμα της ιστορικής πορείας σε αφηρημένη και θεωρητικά συνεπή μορφή. Ένα διορθωμένο καθρέφτισμα, διορθωμένο όμως σύμφωνα με τους νόμους που μας προσφέρει η ίδια η πραγματική ιστορική πορεία, όπου το καθένα μπορεί να εξεταστεί στο σημείο ανάπτυξης της πλήρους ωριμότητάς του, της κλασικής του μορφής.»9

Το απόσπασμα αυτό απαντάει στο ερώτημα «λογική ή ιστορική μέθοδος» Του Κεφαλαίου διά της αναίρεσης του ίδιου του τρόπου με τον οποίο τέθηκε το ερώτημα, θεωρώντας εντελώς λαθεμένη και μη διαλεκτική την αντιπαράθεση της ιστορικής και της λογικής μεθόδου, εξ ου και ο τίτλος «λογικο-ιστορική μέθοδος».

Το παραπάνω απόσπασμα συγκεντρώνει διαχρονικά τα πυρά της Νέας Ανάγνωσης, ενώ προβάλλεται ως βασικό τεκμήριο για την «ιστορική» διαστρέβλωση που υποτίθεται ότι έκανε ο Ένγκελς στη μέθοδο του Μαρξ. Το γεγονός αυτό προκαλεί μεγάλη εντύπωση αν υπολογίσουμε ότι η βιβλιοκρισία, στην οποία περιλαμβάνεται το συγκεκριμένο απόσπασμα, όχι μόνο ήταν εν γνώσει του Μαρξ αλλά έγινε μετά από έντονη πίεσή του προς τον Ένγκελς να την γράψει. Πιο συγκεκριμένα, ο Μαρξ ζήτησε με δύο συνεχόμενες επιστολές του από τον Ένγκελς να γράψει μια κριτική για το βιβλίο του, ενώ στη συνέχεια ο Ένγκελς έστειλε στον Μαρξ το κείμενο της βιβλιοκρισίας για έγκριση.10 Ο Μαρξ όχι μόνο δεν προχώρησε σε διορθώσεις, αλλά αμέσως μετά την αποστολή της από τον Ένγκελς εξέδωσε ο ίδιος αυτήν τη βιβλιοκρισία (με τη μορφή τριών άρθρων) στη γερμανόφωνη εφημερίδα της Μορφωτικής Ένωσης Γερμανών Εργατών, Das Volk, στην οποία ο Μαρξ έπαιζε πρωταγωνιστικό ρόλο. Επίσης, σε μια επιστολή του στον Ένγκελς στις 5 Οκτώβρη 1859, ο Μαρξ πανηγύριζε που αυτή η βιβλιοκρισία αναδημοσιεύτηκε σε μια σειρά εφημερίδες: «Τα άρθρα σου για τη δουλειά μου αναδημοσιεύτηκαν σε γερμανικές εφημερίδες από τη Νέα Υόρκη μέχρι την Καλιφόρνια (με μια τόσο μικρή εφημερίδα, όπως η Volk, γαντζώσαμε όλο το γερμανικό Τύπο της Αμερικής).»11

Το γεγονός ότι η παραπάνω ανάλυση του Ένγκελς περί «λογικο-ιστορικής» μεθόδου του Μαρξ είχε την πλήρη στήριξη του Μαρξ προκαλεί αναμενόμενα μεγάλη αμηχανία στους υποστηρικτές της ύπαρξης αντίθεσης ανάμεσα στον Μαρξ και στον Ένγκελς στο ζήτημα. Ένας εξ αυτών, ο Γιαν Χοφ (Jan Hoff), χαρακτηρίζει ως «αίνιγμα της έρευνας γύρω από τον Μαρξ» το γεγονός ότι ο Μαρξ δεν αντέδρασε σε αυτήν τη βιβλιοκρισία του Ένγκελς και μάλιστα παρόλο που, όπως λέει, η εφημερίδα Das Volk «διευθυνόταν στην πράξη από τον Μαρξ»12.

Η συζήτηση επανήλθε στο προσκήνιο πολλές δεκαετίες αργότερα. Ήδη από τα γεννοφάσκια της Νέας Ανάγνωσης, ο ένας εκ των δύο θεμελιωτών της στηλιτεύει την «προξενημένη από τον Ένγκελς παρερμηνεία των πρώτων τριών κεφαλαίων Του Κεφαλαίου ως αξιακή και χρηματική θεωρία της βαφτισμένης από αυτόν “απλής εμπορευματικής παραγωγής”. Μένει να δείξουμε ότι λόγω αυτού του θεμελιώδους λάθους η μαρξιστική θεωρία της αξίας μπλοκάρει αναγκαστικά την κατανόηση της μαρξικής θεωρίας της αξίας»13. Σε αυτήν τη βάση, η ανάλυση της Νέας Ανάγνωσης προσδιορίζεται ως «λογική» ανάγνωση Του Κεφαλαίου.14

Αντίστοιχα, και ο Χάινριχ κατηγορεί την «ιστορική ανάγνωση» Του Κεφαλαίου και το γεγονός, όπως λέει, ότι οι κατηγορίες του εμπορεύματος και του χρήματος στην αρχή του πρώτου τόμου μετατράπηκαν από τον Ένγκελς σε κατηγορίες των προκαπιταλιστικών συνθηκών παραγωγής. Από αυτήν την αφετηρία, στοχοποιεί ανοιχτά και το υποκεφάλαιο Ι στο «Συμπλήρωμα και επίλογο στο ΙΙΙ Βιβλίο “Του Κεφαλαίου”» του Ένγκελς.

Είναι εντελώς ανυπόστατη η κατηγορία απέναντι στον Ένγκελς ότι ερμήνευσε τα τρία πρώτα κεφάλαια του Κεφαλαίου σαν να αναφέρονται αποκλειστικά στην απλή εμπορευματική παραγωγή. Αυτά τα κεφάλαια αποτυπώνουν ταυτόχρονα τόσο τον τρόπο δράσης του νόμου της αξίας στην απλή, τη μη-καπιταλιστική εμπορευματική παραγωγή που, περισσότερο ή λιγότερο, αναπτύχθηκε στο περιθώριο των προκαπιταλιστικών κοινωνιών όσο και μια αρχική, αφαιρετική προσέγγιση της δράσης του νόμου της αξίας στην καπιταλιστική παραγωγή. Αυτό ξεκαθαρίζεται και στις πολυάριθμες σχετικές αναφορές του ίδιου του Μαρξ στον τόμο ΙΙΙ του Κεφαλαίου. Ούτε ο Ένγκελς ούτε ο Μαρξ υποστηρίζουν μια στενά ιστορική προσέγγιση του Κεφαλαίου και των κατηγοριών του και συνεπώς σε καμία περίπτωση η σειρά διαδοχής των κατηγοριών στο Κεφάλαιο δεν είναι καθαρά ή κυρίως ιστορική. Όπως αναδεικνύεται και από το παραπάνω απόσπασμα του Ένγκελς, η ιστορική και η λογική-θεωρητική πλευρά διαπλέκονται στενά Στο Κεφάλαιο υπό την κυριαρχία της λογικής πλευράς.

Για παράδειγμα, το γεγονός ότι η πρώτη πρόταση Του Κεφαλαίου15 υποδεικνύει ότι ο στόχος της ανάλυσης Του Κεφαλαίου ως συνόλου είναι η ανάλυση του κεφαλαιοκρατικού τρόπου παραγωγής, καθόλου δεν εμποδίζει τον Μαρξ να κάνει πάμπολλες αναφορές στην ύπαρξη του εμπορεύματος και του χρήματος πριν την κεφαλαιοκρατική κοινωνία (δηλαδή στην ύπαρξη μιας προκαπιταλιστικής χρηματικής εμπορευματικής παραγωγής και κυκλοφορίας)16, ούτε να μελετά πώς από τις προκαπιταλιστικές εμπορευματικές σχέσεις περάσαμε στις καπιταλιστικές σχέσεις. Ας ξεχωρίσουμε μια από αυτές:

«Το εμπόρευμα, ως η στοιχειώδης μορφή του αστικού πλούτου, ήταν το σημείο εκκίνησής μας, η προϋπόθεση για την εμφάνιση του κεφαλαίου. Από την άλλη, τα εμπορεύματα εμφανίζονται τώρα ως το προϊόν του κεφαλαίου.

Αυτή η κυκλική πορεία της παρουσίασής μας, από τη μια, ανταποκρίνεται στην ιστορική ανάπτυξη του κεφαλαίου. Η ανταλλαγή εμπορευμάτων, το εμπόριο εμπορευμάτων αποτελεί έναν από τους όρους για την εμφάνιση του κεφαλαίου, ενώ αυτός ο όρος μπορεί να διαμορφωθεί στη βάση διαφορετικών βαθμίδων παραγωγής, όλες εκ των οποίων έχουν ως κοινό χαρακτηριστικό ότι σε αυτές η καπιταλιστική παραγωγή ακόμη δεν υπάρχει καθόλου ή υπάρχει ακόμη μόνο σποραδικά. Από την άλλη, η αναπτυγμένη ανταλλαγή εμπορευμάτων και η μετατροπή της μορφής του εμπορεύματος σε γενικά αναγκαία κοινωνική μορφή του προϊόντος μπορεί να αναπτυχθεί μόνο ως αποτέλεσμα του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής17

Ο Χάινριχ και η Νέα Ανάγνωση αφαιρούν την ίδια την κίνηση από τη μελέτη του κεφαλαιοκρατικού τρόπου παραγωγής. Δεν τους απασχολεί ούτε από πού έρχεται ο καπιταλισμός, ποιο είναι το παρελθόν που τον «γέννησε», ούτε πώς συγκροτείται ιστορικά σε ένα δομημένο όλον, ούτε προς τα πού κατατείνει. Όπως δηλώνουν και οι ίδιοι, τους ενδιαφέρει μόνο η μελέτη της ανάπτυξής του «στον ιδεώδη μέσο όρο του»18. Πόσο είναι όμως δυνατό να μελετηθεί ουσιαστικά «ο ιδεώδης μέσος όρος» του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής, αν του «κλέψουμε» την κίνησή του; Πώς είναι δυνατό να αναδειχτεί η ουσία των φαινομένων του μελετώντας τον σε «εργαστηριακές» συνθήκες στασιμότητας και ακινησίας;

Πρέπει να σημειώσουμε, επίσης, ότι η αντιδιαλεκτική προσέγγιση του Χάινριχ και της Νέας Ανάγνωσης δε στρέφεται μόνο στην κατεύθυνση του παρελθόντος του κεφαλαιοκρατικού τρόπου παραγωγής, αλλά και προς την κατεύθυνση του μέλλοντος, της υπέρβασής του. Έτσι, ο Χάινριχ παραθέτει το γνωστό απόσπασμα του Μαρξ από Το Κεφάλαιο για την «απαλλοτρίωση των απαλλοτριωτών»19 και μια υποσημείωση του Μαρξ περί «αναπόφευκτης» νίκης του προλεταριάτου20 για να σχολιάσει στη συνέχεια: «Σε αυτήν την περιγραφή, η ανάπτυξη του προλεταριάτου σε επαναστατική τάξη και η ανατροπή της εξουσίας του κεφαλαίου παρουσιάζεται ως αναπόφευκτη διαδικασία (...) Ωστόσο, αυτές οι προβλέψεις δεν υποστηρίζονται από την έρευνα του ίδιου του Μαρξ (...) Στο κείμενο που παρατέθηκε παραπάνω, ο Μαρξ κατέληξε σε συμπεράσματα που ισοδυναμούν με ένα είδος ιστορικού ντετερμινισμού, τα οποία δε δικαιολογούνται από την απεικόνιση των κατηγοριών του.»

Οι παραπάνω θέσεις συνάδουν τόσο με την άρνηση ουσιαστικά από τη Νέα Ανάγνωση της ύπαρξης κοινωνικών νόμων όσο και με τη ρητή αποδοχή της αλτουσεριανής αποδοχής ότι η Ιστορία δεν έχει κανένα υποκείμενο, ούτε «τους ανθρώπους», ούτε «τις τάξεις»21, με λίγα λόγια ότι δεν είναι η μη κατέχουσα μέσα παραγωγής εργατική τάξη αυτή που δύναται υπό προϋποθέσεις να αποτελέσει τη βασική κοινωνική δύναμη ανατροπής του καπιταλισμού και οικοδόμησης της αταξικής κοινωνίας.22

 

H «ΧΡΗΜΑΤΙΚΗ ΘΕΩΡΙΑ ΤΟΥ ΚΕΦΑΛΑΙΟΥ»

Κατ’ αναλογία προς το χαρακτηρισμό της θεωρίας της αξίας ως «χρηματικής», ο Χάινριχ κάνει λόγο για «χρηματική θεωρία του κεφαλαίου». Αυτό το αιτιολογεί με το σκεπτικό ότι το προτσές αξιοποίησης προϋποθέτει το χρήμα και καταλήγει πάλι σε χρήμα.23

Ωστόσο, ούτε αυτός ο χαρακτηρισμός είναι αντιπροσωπευτικός της θεωρίας του Μαρξ για το κεφάλαιο. Η ουσία του κεφαλαίου δεν είναι το αυτονόητο γεγονός ότι το κεφάλαιο ως αυτοαυξανόμενη αξία ξεκινά και καταλήγει στη χρηματική μορφή, αλλά το γεγονός ότι αναπαράγεται (διευρυμένα ή μη) μέσω της ιδιοποίησης απλήρωτης εργασίας, δηλαδή υπεραξίας, που έχει δημιουργηθεί κατά την παραγωγή των εμπορευμάτων. Σε αυτό ακριβώς το γεγονός εδράζεται και η καπιταλιστική μορφή της εκμετάλλευσης ανθρώπου από άνθρωπο.

Αυτό, ωστόσο, δεν μπορεί να γίνει αποδεκτό, όπως ήδη έχουμε αναφέρει, από τον Χάινριχ, γι’ αυτό και προσδιορίζει (και) τη θεωρία του κεφαλαίου με το επίθετο «χρηματική», δηλαδή με την αξιοποίηση του χρήματος το οποίο πράγματι διαμεσολαβεί, αλλά δεν αποτελεί την εκμεταλλευτική ουσία του κεφαλαίου. Αυτή η ουσία του κεφαλαίου δεν αναδεικνύεται ούτε από τον προσδιορισμό του κεφαλαίου ως «ορισμένη μορφή κίνησης της αξίας» ή ως «ένας περαιτέρω αναπτυγμένος μορφικός προσδιορισμός της κοινωνικής εργασίας»24 που χρησιμοποιεί ο Χάινριχ.

Όπως και στη θεωρία της αξίας, ο Χάινριχ διαπιστώνει πολλά προβλήματα στον τρόπο με τον οποίο εισάγεται η «κεφαλαιακή μορφή της αξίας» Στο Κεφάλαιο, σε αντιδιαστολή με τα Grundrisse και το αρχικό-προπαρασκευαστικό κείμενο (Urtext) της Κριτικής της Πολιτικής Οικονομίας που είχε γραφτεί το 1858. Πιο συγκεκριμένα, θεωρεί ότι o τρόπος που παρουσιάζεται Στο Κεφάλαιο το κύκλωμα Χ-Ε-Χ΄ της απλής κυκλοφορίας δεν ξεκαθαρίζει, όπως αυτός πιστεύει ότι θα έπρεπε, πως πρόκειται μόνο για την επιφάνεια του συνολικού καπιταλιστικού προτσές και όχι για μια αυτοτελή από το κεφάλαιο σφαίρα, δηλαδή για μια προκαπιταλιστική εμπορευματική παραγωγή και κυκλοφορία. Όπως γράφει: «Το ότι η μαρξική θεωρία της αξίας είναι θεωρία της αξίας μόνο ως θεωρία του κεφαλαίου, δεν είναι πια σωστά ορατό στη συντμημένη παρουσίαση Του Κεφαλαίου25 Πρόκειται για ένα ζήτημα που απορρέει άμεσα από την υπεράσπιση από τη Νέα Ανάγνωση μιας στενά λογικής μεθόδου του Μαρξ Στο Κεφάλαιο.

Επίσης, ο Χάινριχ επιτίθεται και στην ανάλυση του Μαρξ για τη μετατροπή των αξιών σε τιμές παραγωγής, όπως αυτή διατυπώνεται στο δεύτερο Τμήμα του τρίτου τόμου Του Κεφαλαίου:

«Στις αμφιταλαντεύσεις της χρηματικής θεωρίας της αξίας του πρώτου τόμου Του Κεφαλαίου ανήκει και η θεωρία των εργασιακών ποσοτήτων που βρίσκεται στη βάση του μετασχηματισμού των αξιών σε τιμές. Αυτό, όμως, που στον πρώτο τόμο Του Κεφαλαίου εμφανίζεται απλά ως αμφιταλάντευση της χρηματικής θεωρίας της αξίας, κατά τη συζήτηση της μετατροπής των αξιών σε τιμές παραγωγής στον τρίτο τόμο αναπτύσσεται σε μια –βασισμένη στην ποσότητα της εργασίας– θεωρία της αξίας, η οποία διαχωρίζεται καθαρά από τη χρηματική θεωρία της αξίας. Στην προσπάθεια ενός ποσοτικού μετασχηματισμού των αξιών σε τιμές παραγωγής συναντάμε ίσως το πλέον σημαντικό παράδειγμα της επίδρασης του θεωρητικού πεδίου της πολιτικής οικονομίας στο νέο επιστημονικό πεδίο που διάνοιξε ο Μαρξ.»26

Με λίγα λόγια, ο Χάινριχ ισχυρίζεται ότι αυτό που φαίνεται ως απλή αμφιταλάντευση και στιγμιαία απομάκρυνση από την –κατ’ αυτόν– «χρηματική θεωρία της αξίας» εξελίσσεται στον τρίτο τόμο σε μια θεωρία της αξίας που όχι μόνο δεν έχει καμία απολύτως σχέση με τη «χρηματική θεωρία της αξίας», αλλά αποτελεί και την ανοιχτή απόρριψή της. Ο Χάινριχ θεωρεί μάλιστα «ρικαρντιανό κατάλοιπο» το θεωρητικό ζήτημα της μετατροπής των αξιών σε τιμές παραγωγής κατά το σχηματισμό του μέσου ποσοστού του κέρδους.27

Φυσικά, από μόνο του, αυτό το γεγονός αποδεικνύει ότι αυτό που κατανοεί ο Χάινριχ ως αμφιταλαντεύσεις στην ανάλυση της θεωρίας της αξίας στον πρώτο τόμο δεν έχει σε τίποτα να κάνει, όπως εκείνος νομίζει, με την προσπάθεια εκλαΐκευσης της παρουσίασης της θεωρίας της αξίας, αλλά με μια σταθερή αντίληψη του Μαρξ για τη θεωρία της αξίας, η οποία διαφέρει ριζικά από αυτή του Χάινριχ και διαπερνά με συνέπεια όλη την ανάλυσή του από τον πρώτο μέχρι τον τρίτο τόμο Του Κεφαλαίου. Με άλλα λόγια, η αντίφαση δεν είναι ανάμεσα σε διάφορα σημεία της ανάλυσης του Μαρξ Στο Κεφάλαιο, αλλά ανάμεσα σε αυτήν την ανάλυση από τη μια και στη διαφορετική θεωρία της αξίας που υπερασπίζεται ο Χάινριχ από την άλλη.

Είναι αυτονόητο ότι στο πλαίσιο της λεγόμενης «χρηματικής θεωρίας της αξίας» του Χάινριχ δεν μπορεί να υπάρχει καμία συζήτηση για ποσοτική μετατροπή των αξιών σε τιμές παραγωγής, αφού τα προϊόντα γίνονται εμπορεύματα και αποκτούν αξία μόνο κατά την αμοιβαία ανταλλαγή τους μέσω του χρήματος, ενώ η αξία ταυτίζεται στην ουσία με τις χρηματικές τιμές. Επίσης, αφού πριν την κυκλοφορία δεν υπάρχει, σύμφωνα με τον Χάινριχ, καμία αξία, είναι λογικό να θεωρεί λαθεμένη και την ανάλυση του Μαρξ στο 10ο κεφάλαιο του τρίτου τόμου, σύμφωνα με την οποία ο ενδοκλαδικός ανταγωνισμός επιβάλλει την ενιαία αγοραία αξία και ο διακλαδικός ανταγωνισμός το ενιαίο ποσοστό κέρδους.28 Συνεπώς, για τον Χάινριχ, η μετάβαση από τις αξίες στις τιμές παραγωγής μπορεί να είναι μόνο (εννοιο)λογική-θεωρητική, μόνο μετάβαση ανάμεσα σε δύο διαφορετικές βαθμίδες της παρουσίασης.29

Αυτή η προσέγγιση του κεφαλαίου από τον Χάινριχ τον οδηγεί στη σαφή υποτίμηση του ζητήματος της υπεραξίας στην ανάλυσή του σε σχέση με την υπερπροβολή των ζητημάτων της αξίας (με όποιο περιεχόμενο προσδίδεται σε αυτήν από αυτόν). Αυτήν την υποτίμηση την δικαιολογεί, μάλιστα, με το επιχείρημα ότι πρόκειται για κάτι αυτονόητο που δεν αξίζει ιδιαίτερης θεωρητικής προσοχής:

«Η ύπαρξη μιας κυρίαρχης τάξης που αντιτίθεται σε μια “κυριαρχούμενη” και “εκμεταλλευόμενη” τάξη μπορεί να αποτελεί έκπληξη για ένα συντηρητικό δάσκαλο κοινωνικών σπουδών που γνωρίζει μόνο “πολίτες”, αλλά αυτό το γεγονός από μόνο του δε λέει πάρα πολλά. Όλες οι κοινωνίες που είναι γνωστές σε μας είναι “ταξικές κοινωνίες”. Η “εκμετάλλευση” συνίσταται καταρχάς μόνο στο ότι η κυριαρχούμενη τάξη δεν παράγει μόνο τα δικά της μέσα συντήρησης, αλλά και αυτά της κυρίαρχης τάξης (…) Αυτό που είναι αποφασιστικής σημασίας είναι πώς λειτουργεί η ταξική κυριαρχία και εκμετάλλευση σε μια κοινωνία.»30

Πέραν της λαθεμένης διαπίστωσης ότι «όλες οι κοινωνίες που είναι γνωστές σε μας είναι “ταξικές κοινωνίες”», πρέπει να εστιάσουμε στο τι εννοεί ο Χάινριχ όταν λέει ότι το σημαντικό είναι «πώς λειτουργεί η ταξική κυριαρχία και εκμετάλλευση». Ο Χάινριχ συμπυκνώνει την απάντηση σε αυτό το ερώτημα τονίζοντας δύο στοιχεία: Πρώτον, ότι η εκμετάλλευση στον καπιταλισμό δε βασίζεται σε μια σχέση προσωπικής κυριαρχίας και εξάρτησης, αλλά σε μια σχέση τυπικής ελευθερίας, ισοτιμίας και ισότητας ανάμεσα στους συμμετέχοντες στην αγορά. Δεύτερον, ότι η εκμετάλλευση της κυριαρχούμενης τάξης δεν υπηρετεί κυρίως την κατανάλωση της κυρίαρχης τάξης, αλλά την περαιτέρω αξιοποίηση του κεφαλαίου ως άμεσου σκοπού της παραγωγής.31

Είναι προφανές ότι πρόκειται για δύο σωστές πλευρές, απαραίτητες για την ανάδειξη του ιδιαίτερου χαρακτήρα της καπιταλιστικής μορφής της εκμετάλλευσης ανθρώπου από άνθρωπο. Ωστόσο, σε καμία περίπτωση δεν αναδεικνύουν την ουσία της εκμετάλλευσης, που δεν είναι άλλη από την ιδιοποίηση απλήρωτης εργασίας, δηλαδή υπεραξίας, και συνεπώς αφήνουν εντελώς εκτός ερευνητικού «οπτικού πεδίου» μια σειρά ποσοτικά ζητήματα που συνδέονται με την παραγωγή της υπεραξίας.

Φυσικά, μη αποδεχόμενος την παραγωγή αξίας και συνεπώς υπεραξίας πριν την κυκλοφορία των εμπορευμάτων, ο Χάινριχ και η Νέα Ανάγνωση δε θα μπορούσαν να θίξουν αυτά τα ζητήματα. Γι’ αυτό, ακόμα και όταν δεν ασχολείται με τα ζητήματα της αξίας αλλά καταπιάνεται με τα ζητήματα του κεφαλαίου, εστιάζει μονόπλευρα στην «εκμετάλλευση» δίνοντας ελάχιστο χώρο ακόμα και στην έκφραση της έννοιας «υπεραξία», ενώ και την ίδια την εκμετάλλευση την ορίζει, όπως φαίνεται από το παραπάνω απόσπασμα, με την εξαιρετικά γενική διατύπωση ότι «η κυριαρχούμενη τάξη δεν παράγει μόνο τα δικά της μέσα συντήρησης, αλλά και αυτά της κυρίαρχης τάξης».

Ωστόσο, η αποκάλυψη της υπεραξίας ως απλήρωτης εργασίας αποκαλύπτει την πραγματικότητα της εκμετάλλευσης που είναι καλά κρυμμένη κάτω από την επίφαση της ίσης ανταλλαγής και έτσι ανατρέπει τον πυρήνα της κυρίαρχης ιδεολογίας. Χωρίς την ανάδειξη της υπεραξίας ως απλήρωτης εργασίας δεν μπορούν να καταπολεμηθούν οι φετιχιστικές αντιλήψεις που καθημερινά και αυθόρμητα γεννά ο καπιταλιστικός τρόπος οργάνωσης της οικονομίας (και οι οποίες ενισχύονται και από την παρέμβαση των θεσμών του αστικού κράτους). Ενώ ο Χάινριχ και η Νέα Ανάγνωση δίνουν μεγάλη σημασία σε αυτό το τελευταίο ζήτημα, αρνούνται πεισματικά να επιστρατεύσουν γι’ αυτόν το σκοπό την ανάλυση και τα συμπεράσματα της θεωρίας της υπεραξίας ως απλήρωτης εργασίας.

Η ανάλυση του Μαρξ για την υπεραξία αποτελεί ένα τεράστιο θεωρητικό επίτευγμα, αφού ούτε ο Ρικάρντο, ούτε οι οπαδοί του είχαν καταφέρει να παρουσιάσουν μια ολοκληρωμένη και συνεκτική θεωρία της υπεραξίας ακριβώς λόγω των λογικών αντιφάσεων και ανεπαρκειών της θεωρίας της αξίας την οποία είχαν διατυπώσει. Επίσης, από τη θεωρία της υπεραξίας απορρέουν τα περισσότερα από τα βασικά συμπεράσματα του Μαρξ: Οι εγγενείς συγκρούσεις ανάμεσα στους καπιταλιστές και στους μισθωτούς εργαζόμενους για τη διάρκεια της εργάσιμης μέρας και για την εντατικότητα της εργασίας, ο ενδογενής χαρακτήρας των τεχνολογικών βελτιώσεων στην παραγωγή, η επιδίωξη αύξησης του ποσοστού της υπεραξίας, η αυξανόμενη οργανική σύνθεση του κεφαλαίου, η τάση μείωσης του μέσου ποσοστού κέρδους, οι περιοδικές κρίσεις.

Συνεπώς, πέρα από κοινωνική μορφή, το κεφάλαιο είναι και μια συγκεκριμένη ποσότητα απλήρωτης εργασίας. O Μαρξ δίνει έμφαση στο γεγονός ότι οι σχέσεις ανάμεσα στους ανθρώπους και ανάμεσα στις τάξεις διαμεσολαβούνται στον καπιταλισμό από τις σχέσεις ανάμεσα στα πράγματα και γι’ αυτό τόσο η αξία όσο και το κεφάλαιο έχουν διπλό χαρακτήρα, αποτελώντας ταυτόχρονα τόσο κοινωνική σχέση ανάμεσα σε ανθρώπους και τάξεις όσο και ποσοτικοποιημένη σχέση ανάμεσα σε πράγματα. Κατ’ επέκταση αποτελεί μοιραίο λάθος η οποιαδήποτε μονόπλευρη προσέγγισή τους.

Συμβατή με την παραπάνω προσέγγιση της καπιταλιστικής εκμετάλλευσης από τον Χάινριχ είναι και η αποκοπή του ομφάλιου λώρου ανάμεσα στην κριτική του συστήματος και το στιγματισμό της εκμεταλλεύτριας αστικής τάξης:

«Ο καπιταλισμός βασίζεται σε μια συστηματική σχέση κυριαρχίας που παράγει περιορισμούς στους οποίους υπόκεινται τόσο οι εργαζόμενοι όσο και οι καπιταλιστές. Γι’ αυτόν το λόγο, μια κριτική που στοχοποιεί την “υπερβολική επιδίωξη κέρδους” των ατομικών καπιταλιστών αλλά όχι το καπιταλιστικό σύστημα ως σύνολο είναι πολύ στενή.»32 Αντίστοιχα σημειώνει: «H εκμετάλλευση [όπως την χρησιμοποιεί ο Μαρξ – Χ.Μ.] (…) δεν προορίζεται λοιπόν να αποτελεί μια ηθική κατηγορία. Δεν πρόκειται για το ότι αφαιρείται από τους εργάτες κάτι που “πραγματικά” τους ανήκει, έτσι ώστε αυτή η πράξη της αφαίρεσης να είναι κάτι το αξιοκατάκριτο.»33

Πράγματι, ο Χάινριχ ακολουθεί πιστά τη δική του συμβουλή και στην ανάλυσή του δεν υπάρχει σχεδόν κανένας στιγματισμός της αστικής τάξης, αφού αποτελεί κι αυτή, με βάση την ανάλυσή του, εξίσου με την εργατική τάξη, θύμα των εξαναγκασμών του κεφαλαιοκρατικού τρόπου παραγωγής και των αντιλήψεων που αυτός γεννά. Αλήθεια, όμως, το γεγονός ότι με βάση τους νόμους κίνησης του καπιταλισμού ο εργάτης παίρνει ως μισθό μόνο ένα μέρος της συνολικής αξίας που αυτός παράγει δεν είναι «αξιοκατάκριτο»; Παρά το καταρχάς οικονομικό περιεχόμενο της έννοιας «εκμετάλλευση» στην ανάλυση του Μαρξ, δεν εμπεριέχει αυτή η έννοια και ηθικό περιεχόμενο; Το γεγονός ότι οι εργαζόμενοι δουλεύουν για τον πλουτισμό των καπιταλιστών, οι οποίοι ιδιοποιούνται ως υπεραξία ένα μεγάλο μέρος του προϊόντος της εργασίας τους, δεν είναι «αξιοκατάκριτο»;

Αυτή η πρόσδοση αξιακής και ηθικής ουδετερότητας στους καπιταλιστές συμβάλλει στην αποκοπή της σύνδεσης ανάμεσα στην κατανόηση των νομοτελειών του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής και στην επαναστατική πάλη για την ανατροπή του. Καμία στοχοποίηση του «συστήματος» δεν μπορεί να υπάρξει χωρίς τη στοχοποίηση και τον ηθικό στιγματισμό της κυρίαρχης και εκμεταλλεύτριας τάξης του «συστήματος», της αστικής τάξης, χωρίς να αναδειχτεί ότι –ανεξαρτήτως του βαθμού συνειδητοποίησης αυτού του γεγονότος από την ίδια την αστική τάξη– ο πλούτος μέσα στον οποίο ζει αλλά και τα μέσα παραγωγής που βρίσκονται στην ιδιοκτησία της αποτελούν προϊόν ιδιοποίησης της απλήρωτης εργασίας των εργαζόμενων. Ο Μαρξ χαρακτηρίζει το κεφάλαιο, μεταξύ άλλων, και ως σχέση κυριαρχίας, ακριβώς για να τονίσει ότι πρόκειται για μια σχέση ανάμεσα σε μια κυρίαρχη και σε μια κυριαρχούμενη τάξη και όχι ανάμεσα σε δύο τάξεις εξίσου κυριαρχούμενες από τους εξαναγκασμούς της καπιταλιστικής αγοράς.

Κανένας εξαναγκασμός του «συστήματος» δεν μπορεί να αποκοπεί από τις επιδιώξεις των καπιταλιστών, ως ενεργητικών –και όχι παθητικών– φορέων της εκμετάλλευσης ανθρώπου από άνθρωπο. Όπως αναφέρεται και σε ένα άρθρο κριτικής στον Χάινριχ: «Στο πρόσωπο των ανταγωνιζόμενων πρακτόρων του κεφαλαίου συμπίπτουν τόσο το ιδιωτικό συμφέρον όσο και ο σκοπός του συστήματος (...) Η κριτική του καπιταλισμού συνίσταται στην κατανόηση του ασυμφιλίωτου χαρακτήρα αυτού του ταξικού ανταγωνισμού· παρέχει στα θύματα [αυτού – Χ.Μ.] του τρόπου παραγωγής τους λόγους για να συμμετάσχουν σε αυτήν την πάλη αντί να παραπονιούνται αιωνίως για την άσχημη μεταχείρισή τους. Αντίθετα, η συστημική θεωρία του Χάινριχ τους διδάσκει ότι –ως εξαναγκαζόμενοι από το “σύστημα”– βρίσκονται στην ίδια βάρκα με τους εκμεταλλευτές τους.»34 Όπως σωστά ισχυρίζεται το ίδιο άρθρο, η θεωρία του Χάινριχ και των ακαδημαϊκών της Νέας Ανάγνωσης μετατρέπουν την κριτική της καπιταλιστικής εκμετάλλευσης σε μια φιλοσοφία της αποξένωσης.

Η διαφορά ανάμεσα στη στάση της αστικής και της εργατικής τάξης απέναντι στις καπιταλιστικές νομοτέλειες και τις νοητικές αντανακλάσεις της αποτυπώνεται, μεταξύ άλλων, και στο εξής απόσπασμα από το Χειρόγραφο 1861-1863 του Μαρξ:

«Επειδή σε αυτόν [στον καπιταλιστή –Χ.Μ.] εκφράζεται η θετική κυριαρχούσα πλευρά της σχέσης, αυτός αισθάνεται απλά άνετα μέσα σε αυτές τις αντιφάσεις, αντί αυτές να τον ενοχλούν, ενώ ο μισθωτός εργαζόμενος, ο οποίος είναι -αν και από μια άλλη θέση, από τη θέση του καταπιεσμένου μέρους- εγκλωβισμένος στην ίδια αντεστραμμένη αντίληψη, ωθείται από την πράξη στην αντίθεση προς τη συνολική σχέση, συνεπώς και προς τις αντιλήψεις, έννοιες και οπτική που αντιστοιχούν σε αυτήν»35.

 

Η ΑΝΤΙΛΗΨΗ ΤΟΥ ΧΑΪΝΡΙΧ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΡΙΣΗ ΚΑΙ ΤΗΝ ΠΙΣΤΗ

Η θεωρία για την Πίστη έχει ιδιαίτερη βαρύτητα στο θεωρητικό σύστημα του Χάινριχ και επιδρά καθοριστικά στις απόψεις του για την κρίση. Κατά την άποψη του:

«Στη μαρξική πραγμάτευση της Πίστης δεν τίθεται επομένως μόνο το ζήτημα των κατηγορικών ελλείψεων της παρουσίασης αλλά και το ερώτημα αν ο καπιταλιστικός τρόπος παραγωγής ήταν ήδη αρκετά αναπτυγμένος όσον αφορά το χρηματικό και πιστωτικό σύστημά του ώστε να ήταν γενικά δυνατή μια έρευνα στο επίπεδο αφαίρεσης που επιδίωκε ο Μαρξ [δηλαδή σε αυτό του “ιδεώδους μέσου όρου” – Χ.Μ.] (…) Η παρουσίαση της Πίστης στο σημείο 5 του πέμπτου κεφαλαίου [τα μετέπειτα κεφάλαια 25-35 του τρίτου τόμου – Χ.Μ.] παρουσιάζει σημαντικά προβλήματα τόσο σε επίπεδο περιεχομένου όσο και σε επίπεδο μεθοδολογίας»36.

Ο Χάινριχ υποστηρίζει στην ουσία ότι στο επίπεδο αφαίρεσης του «ιδεώδους μέσου όρου» του καπιταλισμού, δηλαδή στο επίπεδο αφαίρεσης Του Κεφαλαίου , είναι λογικό να μελετώνται τα ζητήματα του τοκοφόρου κεφαλαίου (δηλαδή τα κεφάλαια 21-24 του τρίτου τόμου), αλλά όχι τα ζητήματα της Πίστης γενικά, τα οποία περιλαμβάνονται στα υπόλοιπα κεφάλαια του μετέπειτα πέμπτου Τμήματος του τρίτου τόμου και τα οποία αποτελούν και το μεγαλύτερο, από άποψη όγκου, τμήμα των σχετικών χειρόγραφων του Μαρξ. Στην ουσία, ο Χάινριχ προσάπτει στον Μαρξ την κατηγορία ότι δεν έμεινε πιστός στην εξαίρεση των ζητημάτων της Πίστης από Το Κεφάλαιο, αλλά ανέπτυξε λαθεμένα μια σειρά συλλογισμούς γι’ αυτήν.

Εδώ προκύπτει ένα σημαντικό ερώτημα. Κατά πόσο μπορούν να αποκοπούν τα ζητήματα του τοκοφόρου κεφαλαίου από τα ζητήματα της Πίστης; Το γεγονός ότι υπάρχουν ιστορικές ιδιαιτερότητες όσον αφορά μια σειρά ζητήματα της Πίστης και του νομίσματος (όπως η εκάστοτε σχέση του νομίσματος με τα ευγενή μέταλλα ή ο ρόλος των Κεντρικών Τραπεζών), δε σημαίνει ότι η θεμελιώδης ανάλυση της Πίστης δεν αποτελεί απαραίτητο «κομμάτι» στο «παζλ» της ανάλυσης του κεφαλαιοκρατικού τρόπου παραγωγής. Η ανάλυση του Μαρξ άλλωστε αφορά την Πίστη και όχι συγκεκριμένα το νόμισμα ή τις τράπεζες, συμπέρασμα το οποίο δεν αλλάζει από τις εκτεταμένες αναφορές και παραδείγματα σε νομισματικά-πιστωτικά καθεστώτα και «εργαλεία» της εποχής του που δεν είναι σε ισχύ σήμερα.

Το πραγματικό ελατήριο της κριτικής του Χάινριχ στην πραγμάτευση της Πίστης από τον Μαρξ δεν είναι αυτό της δυνατότητας θεωρητικής πραγμάτευσής του στο πλαίσιο Του Κεφαλαίου αλλά η γενικότερη αντίληψή του για το ρόλο της Πίστης:

«Το πιστωτικό σύστημα δεν αποτελεί για τον Μαρξ κανένα απλό συμπληρωματικό στοιχείο, κανένα απλό εποικοδόμημα, το οποίο δείχνει την ισχύ του κυρίως ως παράγοντας διατάραξης [της κανονικότητας - Χ.Μ.]. Πολύ περισσότερο, είναι το πιστωτικό και τραπεζικό σύστημα εκείνο μέσω του οποίου διευθύνεται σε τελευταία ανάλυση η καπιταλιστική παραγωγή.»37

Ο Χάινριχ εξυψώνει το ρόλο της Πίστης στην καπιταλιστική παραγωγή στον ίδιο βαθμό που μειώνει το ρόλο της καθαυτό καπιταλιστικής παραγωγής και της παραγωγής υπεραξίας. Έτσι, η μετατόπιση της βαρύτητας που ήδη έχει φανεί στην αντίληψή του για την αξία από τη σφαίρα της παραγωγής προς τη σφαίρα της κυκλοφορίας συμπληρώνεται εδώ από την εξύψωση ενός ακόμα παράγοντα της κυκλοφορίας, της καπιταλιστικής Πίστης.

Ωστόσο, το γεγονός ότι πράγματι η Πίστη παίζει πολύ σημαντικό ρόλο στην καπιταλιστική οικονομία, δε συνεπάγεται ότι αυτός ο ρόλος είναι πιο σημαντικός από αυτόν της καθαυτό καπιταλιστικής παραγωγής, πόσο μάλλον ότι η πίστη διευθύνει την παραγωγή. Μόνο εκκινώντας από το ρόλο και τις αντιφάσεις της καπιταλιστικής παραγωγής και εν τέλει της παραγωγής αξίας και υπεραξίας, μπορούμε να μελετήσουμε το ρόλο και τα όρια της αντεπίδρασης της καπιταλιστικής Πίστης και όχι αντίστροφα. Η ίδια η πολύμορφη επέκταση της Πίστης συμβάλλει, άλλωστε, στην καπιταλιστική κρίση –και μάλιστα οξύνοντάς την– μόνο από το σημείο όπου η παραγωγή νέας αξίας και υπεραξίας στους παραγωγικούς τομείς δεν μπορεί να την υποστηρίξει και να την συντηρήσει. Ο Χάινριχ όμως δεν μπορεί να αποδεχτεί τα παραπάνω, αφού αφαιρεί από την παραγωγή την πρωτοκαθεδρία της όχι μόνο στο σύστημα των σφαιρών παραγωγής - κατανομής - ανταλλαγής - κατανάλωσης αλλά ακόμα και στην παραγωγή αξίας και υπεραξίας.

Η αντίληψη του Χάινριχ για την Πίστη αποτελεί «δομικό» στοιχείο της αντίληψής του για την κρίση. Οι ουσιαστικές διαφορές της ανάλυσής του από την ανάλυση του Μαρξ και σε αυτόν τον τομέα επιχειρείται να κρυφτούν –παρόλο που κάποιες πλευρές τους αναδεικνύονται από τον ίδιο– με την επίκληση των αντιφάσεων και των μετατοπίσεων της ίδιας της ανάλυσης του Μαρξ, αλλά και του τρόπου επιμέλειας των χειρογράφων του από τον Ένγκελς.

Όσον αφορά τη συνολική προσέγγιση της κρίσης από τον Μαρξ, ο Χάινριχ θεωρεί ότι, παρόλο που ο Μαρξ ανέπτυξε αρκετές σκέψεις για την κρίση στα διάφορα έργα και χειρόγραφά του, ωστόσο δεν παρέδωσε μια «συνεκτική παρουσίαση κάποιας θεωρίας για την κρίση» και ότι «η μαρξική θεωρία για την κρίση όχι μόνο δεν είναι ολοκληρωμένη, αλλά παρουσιάζει και απoκλίνουσες θέσεις στο περιεχόμενο», ενώ συμπληρώνει ότι, «ωστόσο, πολλές φορές επιχειρήθηκε η ενοποίηση αυτών των διαφορετικών διατυπώσεων σε μία ενιαία θεωρία».38

Επίσης, ισχυρίζεται ότι ακόμα και μια προσπάθεια ανακατασκευής μιας μαρξιστικής θεωρίας για τις κρίσεις από τα κείμενα του Μαρξ, η οποία θα ενσωμάτωνε αρμονικά τις διάφορες τοποθετήσεις του στο ζήτημα, δεν είναι εφικτή για τρεις λόγους: Πρώτο, γιατί δε μεταβάλλεται μόνο το περιεχόμενο των αναφορών του στην κρίση, αλλά και η θεωρητική βαρύτητα που αποδίδεται συνολικά στη θεωρία για την κρίση στο συνολικό οικοδόμημα της κριτικής της πολιτικής οικονομίας. Δεύτερο, γιατί οι ίδιες οι αμφιταλαντεύσεις της μαρξικής ανάλυσης ανάμεσα στη ριζική τομή και στον εγκλωβισμό στο θεωρητικό πεδίο της πολιτικής οικονομίας αποτυπώνονται και σε διάφορες αναφορές του Μαρξ για την κρίση στα διάφορα χειρόγραφα. Τρίτο, γιατί η ίδια η ανάπτυξη του καπιταλισμού δεν είχε προχωρήσει στην εποχή του Μαρξ αρκετά ώστε αυτός, και ο ρόλος της κρίσης σε αυτόν, να μπορεί να μελετηθεί στο επίπεδο του «ιδεώδους μέσου όρου» του, όπως δείχνουν και οι μεγάλες διαφορές στην εκδήλωση της κρίσης από την εποχή του μέχρι σήμερα.39

Κατ’ αντιστοιχία με την παραπάνω επιχειρηματολογία (και πολύ συνοπτικά), θα μπορούσαμε να απαντήσουμε τα εξής: Πρώτον, ο Μαρξ προσκρούει σε διάφορες πλευρές της κρίσης σχεδόν καθ’ όλη την άνοδο από το αφηρημένο στο συγκεκριμένο στους τρεις τόμους Του Κεφαλαίου. Αυτές οι πλευρές όμως έχουν θεωρητική συνοχή μεταξύ τους, ενώ ιδιαίτερα στον τρίτο τόμο (και κυρίως στο τρίτο Τμήμα που αφορά το «Νόμο της τάσης του ποσοστού του κέρδους να πέφτει» και ιδιαίτερα το 15ο κεφάλαιο) υπάρχουν συγκεντρωμένες πολλές πλευρές της ανάλυσης της καπιταλιστικής κρίσης. Δεύτερο, οι «αμφιταλαντεύσεις» του Μαρξ ανάμεσα στη «ριζική τομή» και στο «θεωρητικό πεδίο της πολιτικής οικονομίας» είναι λαθεμένη αντίληψη της Νέας Ανάγνωσης, στην οποία ήδη έχουμε αναφερθεί. Τρίτο, το γεγονός ότι πράγματι οι κρίσεις παρουσιάζουν σημαντικές ιστορικές ιδιαιτερότητες (ιδιαίτερα αν συγκρίνουμε την εποχή του Μαρξ με τη σημερινή) δεν αναιρεί τον αμετάβλητο χαρακτήρα του ρόλου τους στην κεφαλαιοκρατική παραγωγή και τα γενικά αίτια της περιοδικής εμφάνισής τους.

Η θεωρητική αφετηρία του Χάινριχ για τις παραπάνω αντιλήψεις φαίνεται από την εκτίμησή του ότι «[με την επιμέλεια του Ένγκελς, Χ.Μ.] ενισχύθηκε μια αντίληψη, σύμφωνα με την οποία οι βασικές κρισιακές τάσεις συνδέθηκαν αποκλειστικά με τα “πραγματικά” μεγέθη της οικονομίας και μειώθηκε η σημασία του χρήματος και της Πίστης. Και πράγματι, μια τέτοια μη χρηματική ερμηνεία αποτελεί το κοινό χαρακτηριστικό των περισσότερων θεωριών κρίσης που κατανοούν τον εαυτό τους ως “μαρξιστικές”»40.

Πέρα από το ζήτημα της επιμέλειας του Ένγκελς (στο οποίο θα κάνουμε σε λίγο μια αναφορά), η παραπάνω τοποθέτηση αναδεικνύει την αντίληψη του Χάινριχ για την κρίση. Ο Χάινριχ θεωρεί ότι οι «βασικές κρισιακές τάσεις» του συστήματος δεν απορρέουν από τα «“πραγματικά” μεγέθη» αλλά από τα νομισματικά μεγέθη και φαινόμενα της οικονομίας!

Πιο συγκεκριμένα θεωρεί ότι, κατά την ανάδειξη της αντίθεσης ανάμεσα στην τάση για απεριόριστη παραγωγή υπεραξίας και την τάση για περιορισμένη πραγματοποίησή της λόγω των «ανταγωνιστικών σχέσεων διανομής»41, ο ίδιος ο Μαρξ δεν αναδεικνύει τα όρια που τίθενται από την Πίστη στο κίνητρο για συσσώρευση, αλλά και τις συνέπειες για την αντίθεση ανάμεσα στο βιομηχανικό και το δανειστικό κεφάλαιο. Για τον ίδιο λόγο θεωρεί λαθεμένη την επιμέλεια του Ένγκελς που, όπως ισχυρίζεται, υπονοεί ότι μπορεί η θεωρία του Μαρξ για την κρίση να θεμελιωθεί στο έδαφος της τάσης του ποσοστού κέρδους να πέφτει, δηλαδή σε ένα σημείο της παρουσίασης στο οποίο δεν έχει μελετηθεί ακόμα το τοκοφόρο κεφάλαιο και η Πίστη. Έτσι, ο Χάινριχ επιτίθεται ανοιχτά στις μαρξιστικές προσεγγίσεις της κρίσης που «παραβλέπουν εντελώς τις πιστωτικές σχέσεις και θεωρούν ως βαθιές αιτίες της κρίσης φαινόμενα που δεν έχουν καμία σχέση με το χρήμα και την Πίστη»42.

Η σταθερή αντιστροφή της σχέσης ανάμεσα στη σφαίρα της παραγωγής και στη σφαίρα της κυκλοφορίας δε θα μπορούσε παρά να εκφράζεται και στην αντίληψη του Χάινριχ για την κρίση. Η αντίληψή του για την κρίση εδράζεται σε δύο πυλώνες που αμφότεροι ανήκουν στη σφαίρα της κυκλοφορίας, πρώτο, στην έλλειψη επαρκούς αγοραστικής ζήτησης για τα εμπορεύματα και, δεύτερο, στην επίδραση της Πίστης.

Φυσικά, είναι αυτονόητο ότι ο Μαρξ αποδέχεται την ύπαρξη μιας αντίθεσης ανάμεσα στην παραγωγή και την (ατομική και παραγωγική) κατανάλωση στον καπιταλισμό, ωστόσο από αυτήν την αποδοχή μέχρι την ανάδειξή της σε βασική αιτία της κρίσης (όπως κάνουν οι θεωρίες της υποκατανάλωσης) η απόσταση είναι πολύ μεγάλη. Όσον αφορά την έμφαση του Χάινριχ στα ζητήματα της Πίστης ως καθοριστικά για την οικονομική κρίση, σημειώνουμε ότι βασίζονται σε μια αντίληψη της Πίστης ως αυτοτελούς σφαίρας, η οποία όχι μόνο δεν καθορίζεται άμεσα ή έμμεσα από τις εξελίξεις στην παραγωγή αλλά αντίθετα καθορίζει αυτές τις εξελίξεις. Σε αυτό το σημείο είναι σαφής η σύγκλιση με θεωρίες περί χρηματιστικοποίησης του καπιταλισμού, οι οποίες θεωρούν το χρηματικό κεφάλαιο εντελώς αυτόνομο και –ακόμα περισσότερο– κυρίαρχο επί του παραγωγικού κεφαλαίου και το πιστωτικό σύστημα ως μια ανεξάρτητη σφαίρα δημιουργίας πλούτου. Ταυτόχρονα αυτονόητη είναι για τον Χάινριχ η διαφωνία του στην ανάλυση του Λένιν για το χρηματιστικό κεφάλαιο ως σύμφυση βιομηχανικού και τραπεζικού κεφαλαίου στο ιμπεριαλιστικό στάδιο.

Οι παραπάνω αντιλήψεις συνάδουν με την απόρριψη από τον Χάινριχ της δημιουργίας αξίας στη σφαίρα της παραγωγής. Η πραγματική αιτιακή σχέση ανάμεσα στην παραγωγή και στην Πίστη είναι εδώ πλήρως αντεστραμμένη. Ωστόσο, ο Μαρξ θεωρούσε την άποψη ότι οι αιτίες της κρίσης βρίσκονται στη σφαίρα του νομίσματος και της Πίστης ως την πιο επιφανειακή θεωρία κρίσης απ’ όλες. Αντίστοιχα, ο ίδιος ο Μαρξ σημείωνε μεταξύ άλλων ότι «η πίστη αίρει αυτούς τους φραγμούς στην αξιοποίηση του κεφαλαίου μονάχα υψώνοντάς τους στην πιο γενική τους μορφή»43. Συνεπώς, η Πίστη δεν αποτελεί την αρχική πηγή αυτών των φραγμών, η οποία δεν μπορεί παρά να βρίσκεται στη σφαίρα της παραγωγής, αλλά δρα ως πολλαπλασιαστής τους.

Με βάση τα παραπάνω είναι φυσικό ο Χάινριχ να ισχυρίζεται ότι «τα καθοριστικά επιχειρήματα του Μαρξ σχετικά με τη θεωρία της κρίσης είναι εντελώς ανεξάρτητα από αυτόν το νόμο [της πτωτικής τάσης του ποσοστού κέρδους - Χ.Μ.]»44, δηλαδή από την ικανότητα της καπιταλιστικής παραγωγής να παράγει επαρκή –για τη λειτουργία του συστήματος– υπεραξία. Υπενθυμίζεται ότι σύμφωνα με τον Μαρξ αυτός ο νόμος είναι «από κάθε άποψη ο σπουδαιότερος νόμος της σύγχρονης πολιτικής οικονομίας και ο πιο ουσιαστικός για την κατανόηση των δυσκολότερων σχέσεων»45.

Παρόλο που δεν μπορούμε στο πλαίσιο αυτού του άρθρου να παρουσιάσουμε όλη τη σχετική συζήτηση, θα επιχειρήσουμε να αναδείξουμε κάποιες βασικές πλευρές της. Ο Χάινριχ ξεκινά την επίθεσή του στο νόμο «ξηλώνοντας» τα εννοιολογικά του θεμέλια, αφού απορρίπτει την έννοια της «οργανικής σύνθεσης» και δηλώνει ρητά ότι στην ανάλυσή του αξιοποιεί μόνο τον όρο «αξιακή σύνθεση του κεφαλαίου»46.

Το βασικό όμως επιχείρημα του Χάινριχ, και όχι μόνο, με το οποίο υποστηρίζει ότι «η μαρξική αιτιολόγηση αυτού του νόμου είναι ανεπαρκής»47 είναι ότι ο Μαρξ, συνάγει –χωρίς να το αιτιολογεί– το συμπέρασμα ότι αυτή η άνοδος της οργανικής σύνθεσης υπερέχει σε σχέση με την άνοδο του βαθμού εκμετάλλευσης, με συνέπεια να οδηγεί στην πτωτική τάση του ποσοστού κέρδους. Κατά τον Χάινριχ, αυτό δεν ευσταθεί και δεν αποδεικνύεται, άρα δεν μπορεί να γίνεται λόγος για μια τάση είτε ανόδου είτε πτώσης του ποσοστού κέρδους.48 Επίσης, ο Χάινριχ διαφωνεί με τη μείωση του ρόλου της ανόδου του ποσοστού υπεραξίας σε έναν απλώς αντεπιδρώντα παράγοντα στην πτωτική τάση του ποσοστού κέρδους αφού, όπως ισχυρίζεται, αυτή αποτελεί μια από τις προϋποθέσεις εξαγωγής του ίδιου του μαρξικού νόμου, δεδομένου ότι η αύξηση του σταθερού κεφαλαίου λαμβάνει χώρα κατά την παραγωγή σχετικής υπεραξίας, η οποία οδηγεί εξ ορισμού σε ένα αυξανόμενο ποσοστό υπεραξίας.49

Αυτές οι δύο συμπληρωματικές ενστάσεις είναι λαθεμένες τόσο από ποιοτική όσο και από ποσοτική άποψη. Καταρχάς, ο Μαρξ πράγματι διαχωρίζει την επίδραση της ανόδου της οργανικής σύνθεσης του κεφαλαίου στο ποσοστό κέρδους. Και αυτό δεν το κάνει κυρίως επειδή θεωρούσε ότι η άνοδος της οργανικής σύνθεσης ξεπερνά ποσοτικά την άνοδο του ποσοστού υπεραξίας (που πράγματι θεωρούσε, όπως θα δείξουμε και στη συνέχεια). Σκοπός του ήταν αρχικά να απομονώσει θεωρητικά εκείνον τον παράγοντα που θεωρούσε ως τη βασική, ενδογενή πηγή αύξησης της παραγωγικότητας στον καπιταλισμό και να εξετάσει τις συνέπειές της στον «κινητήρα» αυτού του οικονομικού συστήματος που δεν είναι άλλος από το ποσοστό κέρδους. Γι’ αυτό και η ανάλυσή του είναι δομημένη στη βάση της διάκρισης ανάμεσα σε μια κεντρική κινητήρια τάση και σε μια σειρά παράγοντες οι οποίοι, παρόλο που πυροδοτούνται από αυτήν την κεντρική τάση, αντιστέκονται εν μέρει σε αυτή. Στη βάση της διάκρισης ανάμεσα στη βασική και τις αντεπιδρώσες τάσεις, ο Μαρξ εντόπισε ένα πολύ συγκεκριμένο ενδογενές «φρένο» στην καπιταλιστική οικονομική ανάπτυξη.

Μήπως όμως, παρ’ όλ’ αυτά, η άνοδος του βαθμού εκμετάλλευσης μπορεί με μια σχετική σταθερότητα να υπερκερά ποσοτικά την άνοδο της οργανικής σύνθεσης, με τελικό αποτέλεσμα την τάση ανόδου του ποσοστού κέρδους ή τουλάχιστον την απροσδιοριστία της μακροχρόνιας τάσης κίνησής του;

Η αύξηση του βαθμού εκμετάλλευσης γίνεται με δύο τρόπους, πρώτο με την προσπάθεια αύξησης της εντατικότητας της εργασίας ή/και της διάρκειας της εργάσιμης μέρας και, δεύτερο, με την (έμμεση και πιο μακροχρόνια) μείωση της αξίας της εργατικής δύναμης ως συνέπεια της γενικής αύξησης της παραγωγικότητας της εργασίας. Ας ξεκινήσουμε από αυτό το τελευταίο και στη συνέχεια θα δούμε και το πρώτο.

Η άνοδος της οργανικής σύνθεσης του κεφαλαίου προηγείται χρονικά της ανόδου του βαθμού εκμετάλλευσης που προκύπτει από μια μείωση της αξίας της εργατικής δύναμης. Όταν συντελείται δηλαδή μια αύξηση της τεχνικής σύνθεσης του κεφαλαίου, η αύξηση της αξιακής σύνθεσης του προκαταβεβληθέντος κεφαλαίου (και οι συνέπειες της στο ποσοστό κέρδους) είναι άμεση, ενώ η μείωση της αξίας των μέσων παραγωγής και μέσων συντήρησης (και συνεπώς η αύξηση του βαθμού εκμετάλλευσης) επέρχεται μόνο «σε δεύτερο χρόνο», αφού προϋποθέτει την ολοκλήρωση της παραγωγικής διαδικασίας που ξεκινά με την ψηλότερη αξιακή σύνθεση κεφαλαίου και συνεπώς με την ψηλότερη παραγωγικότητα. Με δεδομένο ότι ο καπιταλιστικός ανταγωνισμός και η αντίστοιχη τεχνολογική αλλαγή είναι συνεχείς, όταν αντεπιδράσει η πρώτη αύξηση του βαθμού εκμετάλλευσης, η οργανική σύνθεση του κεφαλαίου θα είναι ακόμα ψηλότερη από το σημείο που πυροδότησε αυτήν την αντεπίδραση. Το συμπέρασμα είναι ότι η άνοδος του βαθμού εκμετάλλευσης που οφείλεται στη μείωση της αξίας της εργατικής δύναμης δεν μπορεί παρά να κυνηγά συνεχώς «λαχανιασμένη» αυτήν την τελευταία ή, όπως πολύ εύστοχα το θέτει ο Τζορτζ (George)50, η τελευταία να αποτελεί συνεχώς έναν «κινούμενο στόχο» για την πρώτη. Η επίδραση της ανόδου της τεχνικής και της οργανικής σύνθεσης είναι πάντα άμεση τη στιγμή που η επίδραση της ανόδου του βαθμού εκμετάλλευσης που οφείλεται σε αυτήν είναι πάντα έμμεση και καθυστερημένη.

Ας δούμε, όμως, και την προσπάθεια άμεσης αύξησης του βαθμού εκμετάλλευσης μέσω της άμεσης προσπάθειας αύξησης του βαθμού «ξεζουμίσματος» των εργαζόμενων. O Μαρξ παραθέτει το εξής αριθμητικό παράδειγμα:

«Δύο εργάτες, που εργάζονται 12 ώρες τη μέρα, δεν μπορούν να δώσουν την ίδια μάζα υπεραξίας που δίνουν 24 εργάτες, που εργάζονται μόνο 2 ώρες ο καθένας, ακόμα κι αν μπορούσαν να ζουν με τον αέρα μόνο και δε θα χρειάζονταν επομένως να εργαστούν καθόλου για τον εαυτό τους. Έτσι λοιπόν η ισοστάθμιση του μειωμένου αριθμού των εργατών με την αύξηση του βαθμού εκμετάλλευσης της εργασίας έχει ορισμένα αξεπέραστα όρια. Γι’ αυτό μπορεί βέβαια να επιβραδύνει την πτώση του ποσοστού του κέρδους, όχι όμως και να την εξαλείψει.»51

Ο Μαρξ αναδεικνύει εδώ τα όρια που έχει η προσπάθεια ανόδου του βαθμού εκμετάλλευσης ως μέσου αντισταθμίσματος της μείωσης της παραγωγής υπεραξίας. Τα όρια αυτά γίνονται μάλιστα πολύ πιο στενά αν συνυπολογίσουμε τους βιολογικούς και κοινωνικούς παράγοντες που εμποδίζουν, π.χ., την άνοδο της εργάσιμης μέρας στις 24 ώρες.

Ο Χάινριχ προσπαθεί να απαντήσει σε αυτό το επιχείρημα του Μαρξ ισχυριζόμενος ότι, ενώ είναι σωστό ότι δύο εργάτες δεν μπορούν ποτέ να αποφέρουν σε μία μέρα 48 ώρες υπερεργασίας την οποία μπορούν να αποφέρουν 24 εργάτες με μόνο δύο ώρες υπερεργασία, ωστόσο αυτό δε συνεπάγεται τη μείωση του ποσοστού κέρδους, αφού, για να δούμε την κίνησή του, πρέπει να διαιρέσουμε την υπεραξία με το συνολικό προκαταβεβλημένο κεφάλαιο. Κατά συνέπεια, λέει ο Χάινριχ, το συμπέρασμα του Μαρξ ισχύει μόνο αν υποθέσουμε ότι παρέμεινε σταθερό το συνολικό προκαταβεβλημένο κεφάλαιο, κάτι όχι πολύ πιθανό όταν οι εργάτες μειώνονται από 24 σε 2.52

Καταρχάς, δεν αποκλείεται ακόμα και σε επίπεδο ατομικής επιχείρησης η μεγάλη μείωση των απασχολούμενων εργατών να υπερκεραστεί από μια ακόμα μεγαλύτερη άνοδο των επενδύσεων σε σταθερό κεφάλαιο, με τελικό αποτέλεσμα την αύξηση του προκαταβεβληθέντος κεφαλαίου. Ωστόσο, αυτό που μετράει για την πορεία του μέσου ποσοστού κέρδους δεν είναι η ατομική επιχείρηση, ούτε καν ο κλάδος, αλλά το συνολικό κοινωνικό κεφάλαιο. Συνεπώς, το παραπάνω επιχείρημα του Χάινριχ συνεπάγεται ότι, για να ξεπερνάει σε κοινωνικό επίπεδο η επίδραση της ανόδου της οργανικής σύνθεσης την επίδραση της ανόδου του βαθμού εκμετάλλευσης, προϋποτίθεται η αύξηση του κοινωνικού προκαταβεβλημένου κεφαλαίου. Στην ουσία, δηλαδή, ο Χάινριχ ισχυρίζεται ότι, για να ισχύει το συμπέρασμα του Μαρξ, πρέπει απλώς να υποθέσουμε ότι λαμβάνει χώρα η συσσώρευση, η οποία έτσι κι αλλιώς αποτελεί μόνιμο συνοδοιπόρο του κεφαλαιοκρατικού τρόπου παραγωγής (με εξαίρεση τις περιόδους των κρίσεων), αφού «το κεφαλαιοκρατικό προτσές παραγωγής είναι στην ουσία ταυτόχρονα προτσές συσσώρευσης»53.

Με δεδομένη, λοιπόν, τη συσσώρευση, δηλαδή την τάση συνεχούς αύξησης του συνολικού κοινωνικού κεφαλαίου, ο Μαρξ ισχυρίζεται ότι «το ποσοστό του κέρδους θα πέσει, παρά το αυξημένο ποσοστό υπεραξίας»54. Επίσης, ισχυρίζεται ότι «η πτώση του ποσοστού κέρδους και η επιταχυνόμενη συσσώρευση είναι απλώς διαφορετικές εκφράσεις του ίδιου προτσές, εφόσον και οι δύο εκφράζουν την ανάπτυξη της παραγωγικής δύναμης», για να συνεχίσει σημειώνοντας ότι η καθεμία από αυτές τις τάσεις επιταχύνει την άλλη.55

 

ΤΑ ΑΡΧΕΙΟΓΡΑΦΙΚΑ ΕΠΙΧΕΙΡΗΜΑΤΑ ΤΗΣ «ΝΕΑΣ ΑΝΑΓΝΩΣΗΣ»

Από την παραπάνω ανάλυση απορρέει ότι η Νέα Ανάγνωση από τη μια αποτελεί ένα θεωρητικό ρεύμα σε αντιπαράθεση με την ανάλυση του Μαρξ και Το Κεφάλαιο και από την άλλη μοχθεί κοπιωδώς να στηρίξει την ανάλυσή της σε κάποια τμήματα Του Κεφαλαίου και των οικονομικών χειρογράφων του Μαρξ.

Όταν αρκετά χρόνια αργότερα άρχισαν να δημοσιεύονται σταδιακά τα χειρόγραφα Του Κεφαλαίου στο πλαίσιο της δεύτερης ενότητας της MEGA, οι εκπρόσωποι αυτού του ρεύματος θεώρησαν ότι βρήκαν την ευκαιρία –η οποία δεν τους δινόταν με τις διάφορες εκδόσεις των τριών τόμων Του Κεφαλαίου– να αξιοποιήσουν κάποια από αυτά τα χειρόγραφα για την υποστήριξη των απόψεών τους. Το εγχείρημα φαινόταν ακόμα πιο υποσχόμενο λόγω του γεγονότος ότι η συντριπτική πλειοψηφία των χειρογράφων είναι στα γερμανικά, κάτι που από τη μια έδινε στους –κατά κανόνα Γερμανούς ή γερμανόφωνους– εκπροσώπους της Νέας Ανάγνωσης τη δυνατότητα να εμπλακούν στην εκδοτική δραστηριότητα της MEGA, ενώ από την άλλη εξασφαλιζόταν μια προνομιακή θέση στο πλαίσιο των σχετικών μαρξιστικών συζητήσεων, αφού η γερμανική γλώσσα αποτελούσε ένα αδιαπέραστο τις περισσότερες φορές εμπόδιο για τους μη γερμανόφωνους μαρξιστές οικονομολόγους.

Σε κάθε περίπτωση, με την ολοκλήρωση της δεύτερης ενότητας της έκδοσης MEGA, η συζήτηση γύρω από τις απόψεις της Νέας Ανάγνωσης απέκτησε σε σημαντικό βαθμό και έναν αρχειογραφικό χαρακτήρα. Εδώ είναι που υπεισέρχεται και η κριτική στον τρόπο με τον οποίο χειρίστηκε ο Ένγκελς τα οικονομικά χειρόγραφα του Μαρξ για την έκδοση του δεύτερου και, κυρίως, του τρίτου τόμου Του Κεφαλαίου. Ας δούμε τι σημαίνει αυτό όσον αφορά την επιμέλεια του τρίτου τόμου Του Κεφαλαίου, στον οποίο έτσι κι αλλιώς επικεντρώνεται η συζήτηση.

Ακολουθώντας την πάγια τακτική αυτών των επιθέσεων, ο Χάινριχ επιτίθεται αρχικά στην επιμέλεια του Ένγκελς για να περάσει αμέσως μετά στην επίθεση στο έργο του ίδιου του Μαρξ. Αρχικά σημειώνει για την επιμέλεια του Ένγκελς:

«Το 1993, κατέστη διαθέσιμo ως μέρος της Marx Engels Gesamtausgabe (MEGA), το χειρόγραφο του Μαρξ της περιόδου 1864-1865 το οποίο χρησιμοποιήθηκε από τον Ένγκελς ως βάση για τον Τόμο ΙΙΙ Του Κεφαλαίου. Έτσι, είναι πλέον δυνατό να συγκρίνουμε το αρχικό χειρόγραφο με την εκδοχή που δημοσίευσε ο Ένγκελς. Αυτή η σύγκριση αποκαλύπτει ότι ο Ένγκελς έκανε σημαντικές τροποποιήσεις, παρά το δικό του ισχυρισμό, σύμφωνα με τον οποίο περιορίστηκε στο ρόλο της πιστής παρουσίασης του έργου του ίδιου του Μαρξ. (...) Η σκέψη του Μαρξ ήταν πολύ πιο αμφιταλαντευόμενη και πολύ λιγότερο αναπτυγμένη απ’ ό,τι φαίνεται να είναι στην εκδοτική επιμέλεια του Ένγκελς και είναι αμφίβολο αν ήταν διαθέσιμo το απαραίτητο υλικό για την ολοκλήρωση Του Κεφαλαίου. Σε κάθε περίπτωση, η μελλοντική μελέτη της σκέψης του Μαρξ πρέπει να αναπροσανατολιστεί από τον Τόμο ΙΙΙ του Ένγκελς προς τα χειρόγραφα των MEGA.»56

Αφότου κατηγορήσει τον Ένγκελς για την επιμέλεια των χειρογράφων του Μαρξ, έρχεται το «κυρίως πιάτο» της επίθεσης στα ίδια τα χειρόγραφα του Μαρξ, αλλά και στον πρώτο τόμο Του Κεφαλαίου τον οποίο επιμελήθηκε κι εξέδωσε ο ίδιος:

«Αλλά και αυτό το χειρόγραφο δεν μπορεί να θεωρηθεί απλά ως ο τρίτος τόμος Του Κεφαλαίου, αν κρίνουμε με μέτρο την πλήρη επεξεργασία του πρώτου τόμου. Έτσι, αποτελεί πράγματι, ένα “πρώτο σχέδιο, που επιπλέον ήταν εξαιρετικά λειψό”, όπως λέει ο Ένγκελς στον Πρόλογο. Τα κενά, ωστόσο, δεν είναι απλώς ποσοτικής φύσης. Δεν πρόκειται απλώς για το ότι ο Μαρξ δεν είχε αρκετό χρόνο να αποπερατώσει μια ήδη πλήρως σχεδιασμένη εικόνα. (…) Ο Μαρξ δε βρισκόταν καν κοντά στην επίλυση όλων των εννοιολογικών προβλημάτων. Ακόμα και τα πλήρως αναπτυγμένα μέρη του έργου του, όπως η θεωρία για την αξία και το χρήμα στον πρώτο τόμο, περιλαμβάνουν μια σειρά αμφιταλαντεύσεις που καθιστούν αμφίβολο το αν ήταν γενικά δυνατό να ολοκληρωθεί Το Κεφάλαιο στη δοσμένη βάση.»57

Ο Χάινριχ χρησιμοποιεί μάλιστα και κάποια πιο συγκεκριμένα επιχειρήματα για να στηρίξει την άποψή του. Για παράδειγμα, ένα βασικό επιχείρημά του είναι ότι στα οικονομικά χειρόγραφα για τον τρίτο τόμο Του Κεφαλαίου που γράφτηκαν μετά το βασικό χειρόγραφο αυτού του τόμου (το οποίο είναι το Χειρόγραφο 1864-1865) αποδεικνύεται μια σημαντική θεωρητική μετατόπιση του Μαρξ, κατά την οποία ενισχύεται στη σκέψη του η σημασία της Πίστης και αμβλύνεται σημαντικά η πίστη του στο νόμο της τάσης του ποσοστού κέρδους να πέφτει.

Η αρχειογραφική διερεύνηση των επιχειρημάτων του Χάινριχ, στην οποία δεν μπορούμε να επεκταθούμε στο πλαίσιο αυτού του άρθρου παρόλο που μπορούμε να επανέλθουμε με συγκεκριμένη αρθρογραφία, οδηγεί ξεκάθαρα στην απόρριψή τους. Δεν αποδεικνύεται αρχειογραφικά ούτε η απομάκρυνση του Μαρξ από το βασικό χειρόγραφο του τρίτου τόμου (δηλαδή του «σκελετού» του μετέπειτα τρίτου τόμου), ούτε η παραποίηση από τον Ένγκλς αυτών των χειρογράφων κατά την επιμέλεια του δεύτερου και τρίτου τόμου Του Κεφαλαίου.

Κανείς, ούτε καν ο Χάινριχ, δεν μπορεί να ισχυριστεί άλλωστε ότι υπάρχει καμία αναφορά του Μαρξ σε μια τέτοια μετατόπιση στη σκέψη του και ανατροπή της προηγούμενης ανάλυσής του. Πώς γίνεται να είχε ο Μαρξ μια τόσο σημαντική μετατόπιση στη σκέψη του και να μην την έχει διατυπώσει σε κανένα έργο του, σε κανένα χειρόγραφό του, σε καμία επιστολή του; Πώς γίνεται να μην την είχε αναφέρει στον πιο στενό φίλο και συνεργάτη του, στον Ένγκελς, ο οποίος, σημειωτέον, από το 1870 μετακόμισε από το Μάντσεστερ στο Λονδίνο πολύ κοντά στο σπίτι του Μαρξ58 έτσι ώστε οι δύο συνεργάτες να έχουν τη δυνατότητα της καθημερινής επικοινωνίας και συζήτησης; Τονίζουμε εμφατικά το γεγονός ότι η καθημερινή διά ζώσης –και όχι κυρίως μέσω αλληλογραφίας όπως μέχρι τότε– επαφή των δύο συνεργατών ξεκίνησε το έτος 1870, δηλαδή ακριβώς στις απαρχές της περιόδου που ο Χάινριχ θεωρεί ότι συντελέστηκαν οι μετατοπίσεις στη σκέψη του Μαρξ. Το αδιέξοδο για το επιχείρημα του Χάινριχ γίνεται ακόμα μεγαλύτερο αν συνυπολογίσουμε το γεγονός ότι ο Μαρξ είχε την πρόθεση (την οποία τελικά έκανε και πράξη) ν’ αφήσει στον Ένγκελς τα χειρόγραφα των μετέπειτα δεύτερου και τρίτου τόμου για έκδοση και συνεπώς θα έπρεπε –αν υπήρχε μια τέτοια μετατόπιση– να τον ενημερώσει γι’ αυτήν, έτσι ώστε να ληφθεί υπόψη κατά την επιμέλεια των χειρογράφων.

Οι μελέτες του Μαρξ κατά την τελευταία 15ετία της ζωής του59, οι οποίες ήταν στα χέρια του Ένγκελς και αξιοποιήθηκαν από αυτόν κατά την επιμέλεια κι έκδοση του τρίτου τόμου, είχαν συμπληρωματικό ως προς το βασικό χειρόγραφο του τρίτου τόμου χαρακτήρα, κάτι που είναι καθαρό και από την αλληλογραφία του Μαρξ. Μέχρι και λίγο πριν το θάνατό του, ο Μαρξ θεωρούσε ότι ήταν κοντά στην έκδοση του δεύτερου τόμου Του Κεφαλαίου (δηλαδή του υλικού των μετέπειτα δεύτερου και τρίτου τόμου) και, όσον αφορά τον τρίτο τόμο, καμία ένδειξη δεν υπάρχει για κάποια πρόθεση αναθεώρησης του βασικού Χειρογράφου 1864-1865. Για παράδειγμα, ο Μαρξ έγραφε το Δεκέμβρη του 1881, δέκα μέρες μετά το θάνατο της γυναίκας του (προσπαθώντας να εξηγήσει γιατί δεν προλαβαίνει ν’ ασχοληθεί με μια τρίτη έκδοση του πρώτου τόμου):

«Πρώτο, πρέπει ν’ αποκατασταθεί η υγεία μου και, δεύτερο, θα ήθελα να ετοιμάσω το δεύτερο τόμο όσο το δυνατόν πιο γρήγορα (ακόμα κι αν έπρεπε να εκδοθεί στο εξωτερικό). Τώρα θα ήθελα ακόμα περισσότερο να τον ετοιμάσω, και για τον πρόσθετο λόγο ότι θέλω να περιλάβω σε αυτόν μια αφιέρωση στη γυναίκα μου.»60

Η αφετηρία της επίθεσης του Χάινριχ και της Νέας Ανάγνωσης στον Ένγκελς και, κυρίως, στον Μαρξ και Στο Κεφάλαιο δεν είναι αρχειογραφική (άλλωστε αυτή η επίθεση έχει εκδηλωθεί δεκαετίες πριν τη δημοσίευση των οικονομικών χειρογράφων του Μαρξ), αλλά συνίσταται στη ριζική διαφωνία τους με θεμελιώδη τμήματα της ανάλυσης του Μαρξ.

Επιχειρείται να ανατραπεί αυτό που είναι γνωστό από τα τέλη του 19ου αιώνα μέχρι τις μέρες μας ως ανάλυση Του Κεφαλαίου. Οι πολιτικές συνέπειες από αυτήν την εξέλιξη είναι προφανείς, αφού Το Κεφάλαιο αποτελεί το ισχυρότερο όπλο στην πάλη της εργατικής τάξης απέναντι στο κεφάλαιο. Χωρίς τη θεωρητική-ιδεολογική ανάδειξη των αντιφάσεων και της εκμεταλλευτικής φύσης του καπιταλισμού, όπως αυτές περιγράφονται Στο Κεφάλαιο, η πάλη της εργατικής τάξης θα περιορίζεται «εντός των τειχών» του καπιταλισμού και θα αδυνατεί να στοχοποιήσει τον πραγματικό αντίπαλο, που δεν είναι άλλος από την αστική τάξη, την ιδιοκτησία της και το κράτος της.

 

Η ΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΣΥΝΕΡΓΑΣΙΑ ΤΩΝ ΜΑΡΞ ΚΑΙ ΕΝΓΚΕΛΣ ΣΤΗΝ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ

Από τη στιγμή που ο Μαρξ διάβασε ενθουσιασμένος το 1844 το κείμενο του Ένγκελς «Περίγραμμα μιας κριτικής της Πολιτικής Οικονομίας», μέχρι το θάνατό του o Ένγκελς ήταν το μοναδικό άτομο που ο Μαρξ εμπιστευόταν σταθερά την επιστημονική του άποψη. Από κοινού άλλωστε διαμόρφωσαν τις πιο θεμελιώδεις απόψεις τους, από κοινού ξεκαθάρισαν τους λογαριασμούς τους με την «προηγούμενη φιλοσοφική συνείδησή» τους (με την από κοινού συγγραφή έργων όπως η Αγία Οικογένεια και η Γερμανική Ιδεολογία), από κοινού συνέγραψαν το Μανιφέστο του Κομμουνιστικού Κόμματος.

Η συγγραφή των κοινών έργων σταμάτησε μόλις τη δεκαετία του 1850, όταν, βρισκόμενοι πια στην Αγγλία και σε διαφορετικές πόλεις (ο Μαρξ στο Λονδίνο, ο Ένγκελς στο Μάντσεστερ), συνειδητοποιήθηκε ότι ο τεράστιος όγκος θεωρητικών ζητημάτων απαιτούσε τον καταμερισμό της θεωρητικής εργασίας ανάμεσά τους. Ο ίδιος ο Μαρξ γράφει στο έργο του Herr Vogt: «Αναφέρω τον Ένγκελς επειδή εμείς οι δύο δουλεύουμε σύμφωνα μ’ ένα κοινό πλάνο και κατόπιν προηγηθείσας συμφωνίας.»61 Και σε αυτόν τον καταμερισμό, τα ζητήματα της πολιτικής οικονομίας ενέπιπταν στην ευθύνη του Μαρξ, αφού και ο ίδιος ο Ένγκελς αναγνώριζε ότι αυτός μπορούσε να συμβάλει πολύ περισσότερο στην ανάλυση της κεφαλαιοκρατικής οικονομίας.

Ωστόσο, ακόμα και στις θεωρητικές επεξεργασίες στις οποίες προχωρούσαν μετά από αυτόν τον καταμερισμό της εργασίας, είναι παραπάνω από εμφανής η συνεχής αλληλοβοήθεια, συνεργασία και ανταλλαγή απόψεων. Οτιδήποτε εξέδιδε ο ένας από τους δύο περνούσε πρώτ’ απ’ όλα από την κρίση του άλλου. Και, όπως φαίνεται από τη σχετική αλληλογραφία τους, δεν υπάρχει έργο στο οποίο αυτό να ίσχυε σε μεγαλύτερο βαθμό απ’ ό,τι Στο Κεφάλαιο του Μαρξ και δευτερευόντως στο Αντι-Ντίρινγκ του Ένγκελς. Στη βάση αυτή, προκαλεί εντύπωση το γεγονός ότι οι βασικές κατηγορίες απέναντι στον Ένγκελς για διαστρέβλωση της σκέψης του Μαρξ αφορούν την επεξεργασία των χειρογράφων Του Κεφαλαίου και τη συγγραφή του Αντι-Ντίρινγκ!

Επίσης, εν μέρει και λόγω αυτού του καταμερισμού, ελάχιστα γνωστή είναι η συμβολή του ίδιου του Ένγκελς στην καθαυτό επιστήμη της πολιτικής οικονομίας, παρόλο που περισσότερο γνωστό είναι το γεγονός ότι ο Μαρξ στράφηκε στην επιστήμη της πολιτικής οικονομίας μετά από την ενθουσιώδη ανάγνωση των πρώτων οικονομικών κειμένων του Ένγκελς. Ο Ρόμπερτς (Roberts) παρουσιάζει αναλυτικά τη συμβολή του Ένγκελς στη μαρξιστική οικονομική σκέψη μέσα από μια σειρά κείμενα και βιβλία του, όπως το «Περίγραμμα μιας κριτικής της Πολιτικής Οικονομίας», η Κατάσταση της εργατικής τάξης στην Αγγλία, οι «Αρχές του κομμουνισμού», το Μανιφέστο του Κομμουνιστικού Κόμματος, το Αντι-Ντίρινγγκ, το Για το ζήτημα της κατοικίας.62

Μέσα από αυτήν την πορεία, αναδεικνύεται όχι μόνο ότι ο Ένγκελς ήταν ο πρώτος που παρουσίασε μια κριτική της κλασικής πολιτικής οικονομίας των Σμιθ, Ρικάρντο και Μάλθους από μια μαρξιστική οπτική (πριν ακόμα από τον ίδιο τον Μαρξ), αλλά και ότι ο Ένγκελς ήταν ο πρώτος που επινόησε πολλές έννοιες, κατηγορίες και θεωρητικές σκέψεις της μαρξιστικής οικονομικής θεωρίας που συνήθως συνδέονται με τον Μαρξ. Τέτοιες σκέψεις είναι, για παράδειγμα, η μετατόπιση της έμφασης από τον ανταγωνισμό στην παραγωγή, οι επαναστατικές συνέπειες της σύγχρονης βιομηχανίας, το γεγονός ότι οι οικονομικές κρίσεις είναι σύμφυτες με τον καπιταλισμό, η έμφαση στο ρόλο της περιστροφής του κεφαλαίου και ιδιαίτερα του παγίου κεφαλαίου. Αντίστοιχα, τέτοιες έννοιες είναι ο «εφεδρικός στρατός εργασίας» (που είχε κεντρική σημασία για την ανάλυση από τον Μαρξ των μισθών και της συσσώρευσης στις διάφορες φάσεις του οικονομικού κύκλου), το «πλασματικό κεφάλαιο» (στο οποίο ο Μαρξ προσέδωσε κεντρικό ρόλο κατά την πραγμάτευση των φαινομένων της Πίστης), η «συγκέντρωση» και η «συγκεντροποίηση» κλπ.

Επίσης, την περίοδο μετά το θάνατο του Μαρξ, o Ένγκελς συμπεριέλαβε στον τρίτο τόμο Του Κεφαλαίου πολύ σημαντικές κι εύστοχες σημειώσεις (οι οποίες είναι σαφώς προσδιορισμένες ως δικές του, αφού περιλαμβάνονται σε αγκύλες και φέρουν τα αρχικά του, Φ.Έ.), οι οποίες αποτελούν στην ουσία σύνδεσμο ανάμεσα στην ανάλυση Του Κεφαλαίου και στην ανάλυση του ιμπεριαλισμού από τον Λένιν, διατύπωσε πολύ σημαντικές σκέψεις κι εύστοχες προβλέψεις για την απώλεια της ηγεμονικής θέσης της Βρετανίας στον παγκόσμιο ανταγωνισμό και τις συνέπειές της, ενώ το 1887 (!) προέβλεψε με τρομακτική ακρίβεια το ξέσπασμα και τις συνέπειες του A΄ Παγκόσμιου Πολέμου.63

Ιδιαίτερα για Το Κεφάλαιο, αξίζει να αναφέρουμε κάποια ενδεικτικά αποσπάσματα από σχετικές επιστολές του Μαρξ προς τον Ένγκελς: «Δεν μπορείς να έρθεις εδώ για μερικές μέρες; Στην “Κριτική” μου ανέτρεψα τόσα πολλά από τα παλιά πράγματα, που υπάρχουν ορισμένα σημεία που θα ήθελα πρώτα να συζητήσω μαζί σου πριν προχωρήσω.»64 «Ελπίζω να είσαι ευχαριστημένος με τα 4 τυπογραφικά φύλλα. Η μέχρι τώρα ικανοποίησή σου είναι για μένα πιο σημαντική als anything (απ’ οτιδήποτε) μπορεί να πει γι’ αυτό ο υπόλοιπος κόσμος.»65 «Παρομοίως, και ο “Πρόλογος” στάλθηκε διορθωμένος χτες. Έτσι, αυτός ο τόμος είναι έτοιμος. Μόνο σ’ εσένα το χρωστάω που αυτό κατέστη δυνατό! Χωρίς τη δική σου αυτοθυσία για μένα, θα μου ήταν αδύνατο να κάνω την τεράστια δουλειά που απαιτείται για τους 3 τόμους. I embrace you full of thanks (Σε αγκαλιάζω γεμάτος ευγνωμοσύνη)!»66 Αντίστοιχα, σε μια επιστολή του προς τον Κούγκελμαν, ο Μαρξ σημειώνει: «Σήμερα έστειλα το 14ο διορθωμένο φύλλο ελέγχου. Τα περισσότερα από αυτά τα φύλλα τα έλαβα όσο ήμουν με τον Ένγκελς, ο οποίος είναι υπερβολικά ευχαριστημένος με αυτά και, με εξαίρεση τα φύλλα 2 και 3, τα βρίσκει πολύ εύκολα κατανοητά. Η κρίση του με καθησύχασε, γιατί εμένα δε μου αρέσουν ποτέ, καθόλου, τα δικά μου γραπτά, όταν τα βλέπω εκτυπωμένα, ειδικά στην πρώτη ανάγνωση.»67

Η συνεργασία τους όμως συνεχίστηκε –μεταφορικά μιλώντας– και μετά το θάνατο του Μαρξ, αφού τα περισσότερα έργα με τα οποία ασχολήθηκε ο Ένγκελς συνδέονταν με δικές του αναλύσεις. Είτε βασίζονταν σε εκτενείς προεργασίες του (όπως Η Καταγωγή της οικογένειας, της ατομικής ιδιοκτησίας και του κράτους) είτε αποτελούσαν συνέχεια παλαιότερων εργασιών του (όπως Ο Λουδοβίκος Φόιερμπαχ και το τέλος της κλασικής γερμανικής φιλοσοφίας το οποίο βασιζόταν σε κείμενα των χειρογράφων που μετέπειτα εκδόθηκαν ως Η Γερμανική Ιδεολογία) είτε αποτελούσαν σύνοψη κι επικαιροποίηση παλαιότερων εργασιών (όπως το κείμενο «Η εξωτερική πολιτική του ρωσικού τσαρισμού», που βασίστηκε σε μελέτες του Μαρξ για την ιστορία της ρωσικής διπλωματίας κι εξωτερικής πολιτικής).68

Τα παραπάνω ερμηνεύουν πλήρως τόσο γιατί ο Μαρξ θεωρούσε τον Ένγκελς το «alter ego» του69 όσο και γιατί του εμπιστεύτηκε την τύχη των χειρογράφων Του Κεφαλαίου.

 


ΣημειώσειςΣημειώσεις

* Ο Χρήστος Μπαλωμένος είναι μέλος της Ιδεολογικής Επιτροπής της ΚΕ του ΚΚΕ.

  1. Richard Day και Daniel Gaido (εκδ.), Responses to Marx’s “Capital”. From Rudolf Hilferding to Isaak Illich Rubin, Brill Publishers, Leiden, 2018, σελ. 163 και 199-201.
  2. Michael Howard και John King, A History of Marxian Economics, Vol. I, 1883-1929, Princeton, Princeton University Press, New Jersey, 1989, σελ. 47.
  3. Βλ. ενδεικτικά επιστολές του Ένγκελς στον Ζόμπαρτ στις 11 Μάρτη 1895 ή στον Σμιτ στις 12 Μάρτη 1895 και στις 6 Απρίλη 1895 (Μαρξ και Ένγκελς, Αλληλογραφία για «Το Κεφάλαιο», τόμ. Β΄, εκδ. Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα, 2020, σελ. 488-492, 492-500 και 504-505 αντίστοιχα).
  4. Καρλ Μαρξ, Το Κεφάλαιο, τόμ. 3, εκδ. Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα, 1978, σελ. 1.099.
  5. Το πιο χαρακτηριστικό ίσως σχετικό απόσπασμα του Μαρξ είναι το εξής: «Η ανταλλαγή εμπορευμάτων στις αξίες τους, ή περίπου στις αξίες τους, απαιτεί λοιπόν μια πολύ πιο χαμηλή βαθμίδα ανάπτυξης απ’ ό,τι η ανταλλαγή σε τιμές παραγωγής, για την οποία χρειάζεται ένα καθορισμένο ύψος κεφαλαιοκρατικής ανάπτυξης (...) Και αν ακόμα δεν παρθεί υπόψη ότι ο νόμος της αξίας εξουσιάζει τις τιμές και την κίνηση των τιμών, είναι λοιπόν πέρα για πέρα σωστό να θεωρούνται οι αξίες των εμπορευμάτων όχι μόνο θεωρητικά αλλά και ιστορικά σαν το prius των τιμών παραγωγής. Αυτό ισχύει για τις καταστάσεις εκείνες στις οποίες τα μέσα παραγωγής ανήκουν στον εργάτη, και αυτή η κατάσταση υπάρχει και στον αρχαίο και στο σύγχρονο κόσμο, στον αγρότη που ζει από τη δουλειά του και είναι κάτοχος της γης του και στο βιοτέχνη. Αυτό είναι σύμφωνο με την άποψη που εκφράσαμε προηγούμενα, ότι η εξέλιξη των προϊόντων σε εμπορεύματα προέρχεται από την ανταλλαγή ανάμεσα σε διάφορες κοινότητες και όχι ανάμεσα στα μέλη μιας και της αυτής κοινότητας. Αυτά ισχύουν τόσο για την πρωτόγονη αυτή κατάσταση όσο και για τις μετέπειτα κοινωνικές καταστάσεις που βασίζονται στη δουλεία και στη δουλοπαροικία, καθώς και για τη συντεχνιακή οργάνωσή της» (Καρλ Μαρξ, Το Κεφάλαιο, τόμ. 3, εκδ. Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα, 1978, σελ. 223-224).
  6. Ό.π., σελ. 1.105.
  7. Ο ίδιος ο Μαρξ αναφέρει σχετικά ότι «...είναι στην αρχή πολύ διαφορετικά τα ποσοστά κέρδους που επικρατούν σε διαφορετικούς κλάδους παραγωγής. Αυτά τα διαφορετικά ποσοστά κέρδους εξισώνονται με το συναγωνισμό σε ένα γενικό ποσοστό κέρδους...» (Καρλ Μαρξ, Το Κεφάλαιο, τόμ. 3, εκδ. Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα, 1978, σελ. 199). Επίσης αναφέρει ότι η εξίσωση των κερδών στο γενικό ποσοστό κέρδους «είναι ένα αποτέλεσμα και δεν μπορεί να είναι ένα σημείο αφετηρίας» (ό.π., σελ. 220).
  8. Μαρξ - Ένγκελς, Αλληλογραφία για «Το Κεφάλαιο», τόμ. Β΄, εκδ. Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα, 2020, σελ. 495-496.
  9. Καρλ Μαρξ, Κριτική της Πολιτικής Οικονομίας, εκδ. Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα, 2010, σελ. 370-371.
  10. Οι επιστολές του Μαρξ προς τον Ένγκελς έχουν ημερομηνία 19 και 22 Ιούλη 1859, ενώ η απαντητική επιστολή του Ένγκελς έχει ημερομηνία 3 Αυγούστου 1859 (Μαρξ-Ένγκελς, Αλληλογραφία για «Το Κεφάλαιο», τόμ. Α΄, εκδ. Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα, 2019, σελ. 153-155).
  11. Μαρξ - Ένγκελς, Αλληλογραφία για «Το Κεφάλαιο», τόμ. Α΄, εκδ. Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα, 2019, σελ. 157.
  12. Jan Hoff, Marx global. Zur Entwicklung des internationalen Marx-Diskurses seit 1965, Akademie Verlag, Berlin, 2009, σελ. 219.
  13. Hans-Georg Backhaus, Dialektik der Wertform. Untersuchungen zur Marxschen Ökonomiekritik, Ça ira, Freiburg, 1997, σελ. 69. Με το επίθετο «μαρξική» χαρακτηρίζεται η ανάλυση του ίδιου του Μαρξ, ενώ με το επίθετο «μαρξιστική» χαρακτηρίζονται μια σειρά απόψεις από θεωρητικούς που έχουν αναφορά στην ανάλυση του Μαρξ.
  14. Ταυτόχρονα, ο Μπάκχαους προσδιορίζει ως εξής το συνολικό στίγμα της «λογικής» ανάγνωσης Του Κεφαλαίου: «Η “νέα ανάγνωση Του Κεφαλαίου” δημιουργήθηκε στο περιβάλλον της Σχολής της Φρανκφούρτης και συνεπώς χρωστάει πολλά στην κριτική που αυτή άσκησε στη θεωρία της αντανάκλασης, στη διαλεκτική της φύσης, καθώς και στο θεώρημα της βάσης και του εποικοδομήματος. Η στάση της είναι ορθόδοξη ως προς τη μαρξική κριτική της οικονομίας και εντελώς αναθεωρητική ως προς ορισμένες βασικές ιδέες του Μαρξ και του Ένγκελς. Λόγω αυτής της διττής στάσης θα μπορούσαμε να χαρακτηρίσουμε τη “λογική” κατεύθυνση Του Κεφαλαίου ως νεοορθόδοξη» (Hans-Georg Backhaus, Dialektik der Wertform. Untersuchungen zur Marxschen Ökonomiekritik, Ça ira, Freiburg, 1997, σελ. 138).
  15. «Ο πλούτος των κοινωνιών όπου κυριαρχεί ο κεφαλαιοκρατικός τρόπος παραγωγής εμφανίζεται σαν ένας “τεράστιος σωρός από εμπορεύματα”, και το ξεχωριστό εμπόρευμα σαν η στοιχειώδικη μορφή του. Γι’ αυτό η έρευνά μας αρχίζει με την ανάλυση του εμπορεύματος» (Καρλ Μαρξ, Το Κεφάλαιο, τόμ. 1, εκδ. Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα, 1978, σελ. 49).
  16. Για παράδειγμα, τέτοια εδάφια –πέραν αυτού που περιλαμβάνεται στην υποσημείωση 5– υπάρχουν μεταξύ άλλων στο Κ. Μαρξ, Το Κεφάλαιο, τόμ. 1, εκδ. Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα, 2002, σελ. 182-183, καθώς και στον τόμ. 3, 1978, σελ. 11-12 και 1.015.
  17. Καρλ Μαρξ, Resultate des unmittelbaren Produktionsprozesses, Neue Kritik, Frankfurt am Main, 1968, σελ. 91.
  18. Για να στηρίξουν την άποψή τους περί στενά λογικής μεθόδου του Μαρξ Στο Κεφάλαιο, ο Χάινριχ και η Νέα Ανάγνωση παραθέτουν πολύ συχνά το εξής απόσπασμα: «Σκοπός μας είναι να παρουσιάσουμε μόνο την εσωτερική οργάνωση του κεφαλαιοκρατικού τρόπου παραγωγής, σα να λέμε τον ιδεώδη μέσο όρο του» (Κ. Μαρξ, Το Κεφάλαιο, τόμ. 3, εκδ. Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα, 1978, σελ. 1.020).
  19. «Μαζί με τη διαρκή ελάττωση του αριθμού των μεγιστάνων του κεφαλαίου, που σφετερίζονται και μονοπωλούν όλα τα οφέλη αυτού του προτσές μετατροπής, αυξάνει η μάζα της αθλιότητας, της καταπίεσης, της υποδούλωσης, του εκφυλισμού, της εκμετάλλευσης, αλλά αυξάνει μαζί της και η αγανάκτηση της εργατικής τάξης, που διαρκώς πληθαίνει και που διαπαιδαγωγείται, συνενώνεται και οργανώνεται από αυτόν τον ίδιο το μηχανισμό του κεφαλαιοκρατικού προτσές παραγωγής. Το μονοπώλιο του κεφαλαίου μετατρέπεται σε δεσμά του τρόπου παραγωγής που άνθισε μαζί του και κάτω από αυτόν. Η συγκεντροποίηση των μέσων παραγωγής και η κοινωνικοποίηση της εργασίας φτάνουν σε ένα σημείο όπου δε συμβιβάζονται με το κεφαλαιοκρατικό τους περίβλημα. Το περίβλημα αυτό σπάει. Σημαίνει το τέλος της κεφαλαιοκρατικής ατομικής ιδιοκτησίας. Οι απαλλοτριωτές απαλλοτριώνονται» (Κ. Μαρξ, Το Κεφάλαιο, τόμ. 1, εκδ. Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα, 2002, σελ. 787).
  20. Σε μια υποσημείωση στο τέλος του 24ου κεφαλαίου του τρίτου τόμου, ο Μαρξ παραθέτει ένα απόσπασμα από το Μανιφέστο του Κομμουνιστικού Κόμματος στο οποίο, μεταξύ άλλων, αναφέρεται: «Πριν απ’ όλα η αστική τάξη παράγει τους νεκροθάφτες της. Η πτώση της και η νίκη του προλεταριάτου είναι το ίδιο αναπόφευκτες» (ό.π., σελ. 788).
  21. Michael Heinrich, Die Wissenschaft vom Wert. Die Marxsche Kritik der politischen Ökonomie zwischen wissenschaftlicher Revolution und klassischer Tradition, Westfälisches Dampfboot, Münster, 2006, σελ. 152.
  22. Αξίζει επίσης να σημειωθεί ότι, στην επίθεσή του απέναντι στον «κοσμοθεωρητικό μαρξισμό», ο Χάινριχ χρεώνει στον Μαρξ την αντίληψη ότι «υπάρχει ένα κοινωνικό υποκείμενο (η εργατική τάξη) που στη βάση της ιδιαίτερης θέσης της στην αστική κοινωνία διαθέτει μια ειδική ικανότητα να βλέπει μέσα από τις κοινωνικές σχέσεις» (Michael Heinrich, An Introduction to the Three Volumes of Karl Marx’s “Capital”, Monthly Review Press, New York, 2012, σελ. 79). Ωστόσο, ο Μαρξ ποτέ δεν ισχυρίστηκε ότι η εργατική τάξη διαθέτει μια τέτοια «ειδική ικανότητα» ή με άλλα λόγια ότι μπορεί άμεσα, μέσω των αισθήσεων και της εμπειρίας της, να κατανοεί την ουσία των κεφαλαιοκρατικών σχέσεων παραγωγής και της καπιταλιστικής εκμετάλλευσης και ν’ αποφύγει την ιδεολογική κυριαρχία της αστικής ιδεολογίας ως απότοκο της οικονομικής κυριαρχίας της αστικής τάξης. O ιστορικός ρόλος της εργατικής τάξης δε θεμελιώνεται σε καμία «ειδική ικανότητα», αλλά στο γεγονός ότι –ως η μοναδική τάξη που δεν έχει μέσα παραγωγής στα χέρια της– είναι η μόνη η οποία μπορεί υπό (συγκεκριμένες αντικειμενικές και υποκειμενικές) προϋποθέσεις να παίξει επαναστατικό ρόλο με στόχο την οικοδόμηση μιας οικονομίας χωρίς ατομική ιδιοκτησία στα μέσα παραγωγής. Ο συνδυασμός των όρων ζωής της, της αγωνιστικής εμπειρίας της και πάνω απ’ όλα της θεωρητικής-ιδεολογικής και πολιτικής παρέμβασης ενός επαναστατικού ΚΚ μπορούν να δημιουργήσουν αντικαπιταλιστική συνείδηση στο πιο πρωτοπόρο τμήμα της.
  23. Michael Heinrich, Ό.π., σελ. 253.
  24. Michael Heinrich, Die Wissenschaft vom Wert. Die Marxsche Kritik der politischen Ökonomie zwischen wissenschaftlicher Revolution und klassischer Tradition, Westfälisches Dampfboot, Münster, 2006, σελ. 253.
  25. Michael Heinrich, Ό.π., σελ. 257.
  26. Michael Heinrich, Die Wissenschaft vom Wert. Die Marxsche Kritik der politischen Ökonomie zwischen wissenschaftlicher Revolution und klassischer Tradition, Westfälisches Dampfboot, Münster, 2006, σελ. 278.
  27. Οι πρώτοι που έκαναν λόγο για λάθη στον τρόπο με τον οποίο ο Μαρξ αναλύει τη μετατροπή των αξιών σε τιμές παραγωγής ήταν ο Μπεμ-Μπαβέρκ (Böhm-Bawerk) και κυρίως ο Μπορτκίεβιτς (Bortkiewicz), κανένας εκ των οποίων δεν ήταν, ούτε δήλωνε μαρξιστής. Ο τελευταίος ήταν και ο πρώτος που –βασιζόμενος στην ανάλυση του Ντμίτριεφ (Dmitriev) το 1897– έθεσε ρητά ως τέτοιο το λεγόμενο «πρόβλημα του μετασχηματισμού» (γνωστό στη διεθνή αρθρογραφία ως «transformation problem»). Η κατηγορία απέναντι στον Μαρξ είναι ότι είναι εσωτερικά ασυνεπής η ανάλυσή του στο δεύτερο Τμήμα του τρίτου τόμου, γιατί από εισροές που είναι υπολογισμένες σε αξίες (σταθερό και μεταβλητό κεφάλαιο) προκύπτουν εκροές που είναι υπολογισμένες σε τιμές (παραγωγής). Ο Μπορτκίεβιτς επιχείρησε μάλιστα να λύσει αυτό το «πρόβλημα» εντός του πλαισίου της ανάλυσης εισροών-εκροών υπολογίζοντας και τις εισροές (μηχανές, πρώτες ύλες, μισθοί κλπ.) σε τιμές και όχι σε αξίες. O Χάινριχ αποδέχεται πλήρως την κριτική των Μπεμ-Μπαβέρκ και Μπορτκίεβιτς στον Μαρξ. Φυσικά και ο ίδιος ο Μαρξ αναγνωρίζει ότι οι εισροές αγοράζονται στις τιμές παραγωγής και όχι στις αξίες τους, αλλά καταλήγει σε τελείως διαφορετικά συμπεράσματα, αφού την ίδια στιγμή αναγνωρίζει ότι η πιθανή απόκλιση αυτών των τιμών παραγωγής από τις αξίες των μέσων παραγωγής δεν έχει καμία σημασία για τον καπιταλιστή: «…Όσο και να παρεκκλίνει η τιμή κόστους του εμπορεύματος από την αξία των μέσων παραγωγής, που έχουν καταναλωθεί σε αυτό, για τον καπιταλιστή δεν έχει καμία σημασία αυτή η παρωχημένη πλάνη. Η τιμή κόστους ενός εμπορεύματος είναι κάτι το δοσμένο, είναι μια προϋπόθεση ανεξάρτητη από την παραγωγή του κεφαλαιοκράτη, ενώ το αποτέλεσμα της παραγωγής του είναι ένα εμπόρευμα που περιέχει υπεραξία, ένα περίσσευμα αξίας πάνω από την τιμή κόστους του» (Καρλ Μαρξ, Το Κεφάλαιο, τόμ. 1, εκδ. Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα, σελ. 208).
  1. Καρλ Μαρξ, Το Κεφάλαιο, τόμ. 1, εκδ. Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα, σελ. 283-284.
  2. Ό.π., σελ. 280.
  3. Michael Heinrich, An Introduction to the Three Volumes of Karl Marx’s Capital, Monthly Review Press, New York, 2012, σελ. 14.
  4. Ό.π., σελ. 14-16.
  5. Michael Heinrich, An Introduction to the Three Volumes of Karl Marx’s Capital, Monthly Review Press, New York, 2012, σελ. 16.
  6. Michael Heinrich, An Introduction to the Three Volumes of Karl Marx’s Capital, Monthly Review Press, New York, 2012, σελ. 96.
  7. «Wie man “Das Kapital” nicht schon wieder neu lessen sollte: Zur “Einführung in die Kritik der politischen Ökonomie” von Michael Heinrich», Gegenstandpunkt, 2/2008.
  8. Καρλ Μαρξ, MEGA2 II/3.4: 1604.
  9. Michael Heinrich, Die Wissenschaft vom Wert. Die Marxsche Kritik der politischen Ökonomie zwischen wissenschaftlicher Revolution und klassischer Tradition, Westfälisches Dampfboot, Münster, 2006, σελ. 285 και 289.
  10. Michael Heinrich, Die Wissenschaft vom Wert. Die Marxsche Kritik der politischen Ökonomie zwischen wissenschaftlicher Revolution und klassischer Tradition, Westfälisches Dampfboot, Münster, 2006, σελ. 299-300.
  11. Michael Heinrich, Die Wissenschaft vom Wert. Die Marxsche Kritik der politischen Ökonomie zwischen wissenschaftlicher Revolution und klassischer Tradition, Westfälisches Dampfboot, Münster, 2006, σελ. 341-342.
  12. Ό.π., σελ. 342-343.
  13. Michael Heinrich, Die Wissenschaft vom Wert. Die Marxsche Kritik der politischen Ökonomie zwischen wissenschaftlicher Revolution und klassischer Tradition, Westfälisches Dampfboot, Münster, 2006, σελ. 358-359.
  14. Καρλ Μαρξ, Το Κεφάλαιο, τόμ. 3, εκδ. Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα, 1978, σελ. 309.
  15. Michael Heinrich, «Crisis Theory, the Law of the Tendency of the Profit rate to Fall, and Marx’ Studies in the 1870s», Monthly Review, 64 (11), 2013.
  16. Καρλ Μαρξ, Grundrisse. Βασικές Γραμμές της Κριτικής της Πολιτικής Οικονομίας, τόμ. Β΄, εκδ. Στοχαστής, Αθήνα, 1990, σελ. 476.
  17. Michael Heinrich, An Introduction to the Three Volumes of Karl Marx’s Capital, Monthly Review Press, New York, 2012, σελ. 171.
  18. Καρλ Μαρξ, Grundrisse. Βασικές Γραμμές της Κριτικής της Πολιτικής Οικονομίας, τόμ. Β΄, εκδ. Στοχαστής, Αθήνα, 1990, σελ. 574.
  19. Michael Heinrich, Die Wissenschaft vom Wert. Die Marxsche Kritik der politischen Ökonomie zwischen wissenschaftlicher Revolution und klassischer Tradition, Westfälisches Dampfboot, Münster, 2006, σελ. 319. Είναι παράδοξο το γεγονός ότι ο Χάινριχ δε βλέπει την αναγκαιότητα της διάκρισης στην ανάλυση ανάμεσα σε αξιακή και οργανική σύνθεση του κεφαλαίου. Οι μεταβολές στην αξιακή και στην οργανική σύνθεση του κεφαλαίου έχουν εντελώς αντίθετες συνέπειες στο ποσοστό του κέρδους. Έτσι, μια αύξηση της αξιακής σύνθεσης που οφείλεται στη μείωση της αξίας της εργατικής δύναμης θα οδηγούσε ceteris paribus σε μια αύξηση του ποσοστού κέρδους. Αντίθετα, μια αύξηση της οργανικής σύνθεσης, η οποία εξ ορισμού οφείλεται στη μεταβολή της τεχνικής σύνθεσης του κεφαλαίου με σταθερή την αξία της εργατικής δύναμης και το βαθμό εκμετάλλευσης, οδηγεί στη μείωση του ποσοστού κέρδους και αποτελεί ακριβώς τον «κινητήρα» του νόμου της πτωτικής τάσης του ποσοστού κέρδους.
  20. Ό.π., σελ. 328.
  21. Ό.π., σελ. 331.
  22. Michael Heinrich, «Crisis Theory, the Law of the Tendency of the Profit rate to Fall, and Marx’ Studies in the 1870s», Monthly Review, 64 (11), 2013.
  23. Ed George, «But Still it Falls: On the Rate of Profit», July 4, http://gesd.free.fr/stillitf.pdf
  24. Καρλ Μαρξ, Το Κεφάλαιο, τόμ. 3, εκδ. Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα, 1978, σελ. 313. Σε άλλο σημείο του τρίτου τόμου ο Μαρξ σημειώνει στο ίδιο ακριβώς πνεύμα: «Για να βγει το ίδιο ποσοστό κέρδους, όταν δεκαπλασιάζεται το σταθερό κεφάλαιο που τίθεται σε κίνηση από έναν εργάτη, θα έπρεπε ο χρόνος υπερεργασίας να δεκαπλασιάζεται, οπότε πολύ γρήγορα ολόκληρος ο εργάσιμος χρόνος, και οι 24 ώρες του ημερονυκτίου, δε θα επαρκούσαν για το δεκαπλασιασμό του, ακόμα και στην περίπτωση που το κεφάλαιο θα τον ιδιοποιούνταν ολόκληρο» (Καρλ Μαρξ, Το Κεφάλαιο, τόμ. 3, εκδ. Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα, 1978, σελ. 502).
  25. Michael Heinrich, Die Wissenschaft vom Wert. Die Marxsche Kritik der politischen Ökonomie zwischen wissenschaftlicher Revolution und klassischer Tradition, Westfälisches Dampfboot, Münster, 2006, σελ. 334.
  26. Καρλ Μαρξ, ό.π., σελ. 275.
  27. Καρλ Μαρξ, Το Κεφάλαιο, τόμ. 3, εκδ. Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα, 1978, σελ. 286.
  28. Ό.π., σελ. 305.
  29. Michael Ηeinrich, «Engel’s edition of the Third Volume of Capital and Marx’s Original Manuscript», Science & Society, 60 (4), 1996-1997, Abstract.
  30. Michael Ηeinrich, «Engel’s edition of the Third Volume of Capital and Marx’s Original Manuscript», Science & Society, 60 (4), 1996-1997, Abstract.
  31. Από το 1870 που μετακόμισε στο Λονδίνο μέχρι το 1894 που πέθανε, ο Ένγκελς διέμενε στην 122 Regent’s Park Road. Από το 1856 μέχρι το 1875, ο Μαρξ διέμενε στην 9 Grafton Terrace, ενώ από το 1875 μέχρι το θάνατό του το 1883 στην 41 Maitland Park Road. Και τα δύο αυτά σπίτια του Μαρξ απείχαν από το σπίτι του Ένγκελς μόλις 1 με 1,5 χιλιόμετρο, κάτι που έγινε μετά από συνεννόηση των δύο φίλων έτσι ώστε να μπορούν να είναι σε καθημερινή επαφή και να συζητάνε τα ζητήματα που τους απασχολούσαν.
  32. Αυτές οι οικονομικές μελέτες του Μαρξ κατά την περίοδο 1868-1882 είχαν κατά κύριο λόγο εμπειρικό-ιστορικό και λιγότερο θεωρητικό χαρακτήρα. Περιλαμβάνουν αποσπάσματα και σημειώσεις για μια ευρεία γκάμα ζητημάτων, όπως το χρήμα και οι πιστωτικές σχέσεις στις ΗΠΑ, οι χρηματοοικονομικές αγορές σε Λονδίνο και Νέα Υόρκη, η εκβιομηχάνιση της αγροτικής παραγωγής στις Μεσοδυτικές ΗΠΑ, η εκβιομηχάνιση στη Ρωσία κλπ. Σε αυτές περιλαμβάνονται και μια σειρά μαθηματικά χειρόγραφα που γράφτηκαν στην προσπάθεια του Μαρξ ν’ αποτυπώσει με πιο εύστοχο μαθηματικά τρόπο τη σχέση ανάμεσα στο ποσοστό υπεραξίας και στο ποσοστό κέρδους, δηλαδή το περιεχόμενο του τρίτου κεφαλαίου του μετέπειτα τρίτου τόμου.
  33. Μαρξ-Ένγκελς, Αλληλογραφία για το Κεφάλαιο, τόμ. Β΄, εκδ. Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα, 2020, σελ. 296.
  34. Μarx Εngels Werke, τόμ. 14, σελ. 472.
  35. Michael Roberts, Engels 2020 - His contribution to Political Economy, Lulu.com, London, σελ. 9, 27, 136-137.
  36. «Και, τελικά, κανένας άλλος πόλεμος δεν είναι πια πιθανός για την Πρωσία-Γερμανία παρά ο παγκόσμιος πόλεμος, και μάλιστα ένας παγκόσμιος πόλεμος αδιανόητης μέχρι τώρα έκτασης και βιαιότητας. Οκτώ με δέκα εκατομμύρια στρατιώτες θα αλληλοσφαχτούν και με αυτόν τον τρόπο θ’ απογυμνώσουν την Ευρώπη περισσότερο απ’ ό,τι θα μπορούσε ποτέ να κάνει μια επίθεση από σμήνη ακρίδων. Οι καταστροφές του Τριακονταετούς Πολέμου συμπυκνωμένες σε τρία με τέσσερα χρόνια κι εκτεταμένες σε ολόκληρη την ήπειρο· πείνα, επιδημίες, γενική εξαχρείωση τόσο των στρατών όσο και των λαϊκών μαζών λόγω της οξείας εξαθλίωσης· ανεπανόρθωτη αναστάτωση του τεχνητού μας συστήματος εμπορίου, βιομηχανίας και Πίστης, που θα καταλήξει σε καθολική χρεοκοπία· κατάρρευση των παλιών κρατών και της παραδοσιακής κρατικής σοφίας τους σε τέτοιο βαθμό, που τα στέμματα θα κατρακυλούν κατά ντουζίνες στα χαντάκια χωρίς να βρίσκεται κανείς να τα σηκώσει· απόλυτη αδυναμία να προβλέψουμε πώς θα τελειώσουν όλα αυτά και ποιος θα βγει νικητής από τη μάχη· μόνο ένα αποτέλεσμα είναι απόλυτα σίγουρο: Η γενική εξάντληση και η δημιουργία των όρων για την τελική νίκη της εργατικής τάξης» (Marx - Engels Werke, τόμ. 21, σελ. 350-351).
  37. Μαρξ - Ένγκελς, Αλληλογραφία για το Κεφάλαιο, τόμ. Α΄, εκδ. Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα, 2019, σελ. 183.
  38. Ό.π., σελ. 266.
  39. Μαρξ - Ένγκελς, Αλληλογραφία για το Κεφάλαιο, τόμ. Α΄, εκδ. Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα, 2019, σελ. 283.
  40. Ό.π., σελ. 262.
  41. Krätke, Michael, «Marx und die MEGAlomanie», Internationaler Beirat MEGA-Studien, τεύχ. 1/1999, σελ. 42-61.
  42. Marx - Engels Collected Works, τόμ. 41, σελ. 215.