«Το Κεφάλαιο» στο στόχαστρο της «νέας ανάγνωσης του Μαρξ» (μέρος Α΄)


του Χρήστου Μπαλωμένου

«Έτσι, η έκδοση του Ένγκελς δεν μπορεί να θεωρείται πια ότι αποτελεί τον τόμο ΙΙΙ Του Κεφαλαίου του Μαρξ (…) Κάθε μελλοντική συζήτηση της οικονομικής θεωρίας του Μαρξ θα πρέπει να έχει αναφορά στο πρωτότυπο χειρόγραφο του Μαρξ. Αλλά και αυτό το χειρόγραφο δεν μπορεί να θεωρηθεί απλά ως ο τρίτος τόμος Του Κεφαλαίου, αν κρίνουμε με μέτρο την πλήρη επεξεργασία του πρώτου τόμου (…) Ο Μαρξ δε βρισκόταν καν κοντά στην επίλυση των εννοιολογικών προβλημάτων. Ακόμα και τα πλήρως αναπτυγμένα μέρη του έργου του, όπως η θεωρία για την αξία και το χρήμα στον πρώτο τόμο, περιλαμβάνουν μια σειρά αμφιταλαντεύσεις και καθιστούν αμφίβολο το αν ήταν γενικά δυνατό να ολοκληρωθεί Το Κεφάλαιο στη δοσμένη βάση.»1

Τι μπορεί να σημαίνουν άραγε αυτοί οι ισχυρισμοί του Μίκαελ Χάινριχ (Michael Heinrich), του πιο προβεβλημένου σύγχρονου εκπροσώπου του θεωρητικού ρεύματος που αυτοαποκαλείται Νέα Ανάγνωση του Μαρξ; Διαστρέβλωσε ο Ένγκελς τα χειρόγραφα του Μαρξ κατά την επιμέλεια και έκδοση του 3ου τόμου Του Κεφαλαίου; Είναι η οικονομική ανάλυση του Μαρξ γεμάτη «εννοιολογικά προβλήματα»; Είναι Το Κεφάλαιο, και μάλιστα «ακόμα και τα πλήρως αναπτυγμένα μέρη του», γεμάτα «αμφιταλαντεύσεις» και αντιφάσεις;

Εύκολα γίνεται κατανοητό ότι οι παραπάνω απόψεις αποτελούν μια κατά μέτωπο θεωρητική επίθεση απέναντι στο magnum opus του Μαρξ, Το Κεφάλαιο. Αποτελούν μια προσπάθεια ιδεολογικού αφοπλισμού της σύγχρονης εργατικής τάξης, μέσω της εξουδετέρωσης του πιο βασικού θεωρητικού-ιδεολογικού όπλου της στην πάλη της απέναντι στο κεφάλαιο και το κράτος του, στην πάλη για την κοινωνική απελευθέρωσή της.

Όπως και σε πολλές άλλες αντίστοιχες απόπειρες στο παρελθόν, έτσι κι εδώ το έδαφος για την επίθεση στον Μαρξ και την οικονομική ανάλυσή του προλειαίνεται από την επίθεση στον Ένγκελς. Σε κάθε περίπτωση, όπως φαίνεται και από το παραπάνω απόσπασμα, η Νέα Ανάγνωση δεν κρύβει την αντίθεσή της (αν και προσπαθεί εναγωνίως να αποκρύψει το βάθος και την έκτασή της) ούτε με τον Ένγκελς, ούτε με τον Μαρξ, ούτε με τις εκδόσεις και των τριών τόμων Του Κεφαλαίου, ούτε με τα χειρόγραφα στα οποία αυτές βασίστηκαν.

Παρ’ όλ’ αυτά, η Νέα Ανάγνωση δεν απεμπολεί, όπως μαρτυρά και το όνομά της, το μαρξιστικό προσωπείο. Αυτό άλλωστε είναι απαραίτητος όρος της διεισδυτικότητας αυτής της επίθεσης. Αντίστοιχα, οι απόψεις της βάζουν τη σφραγίδα τους (μέσω Προλόγων, σημειωμάτων των μεταφραστών, βιβλιοπαρουσιάσεων, εκδηλώσεων κλπ.) σε μια σειρά –χρήσιμες κατά τα άλλα– εκδόσεις υλικού και χειρογράφων του Μαρξ που συνδέονται με Το Κεφάλαιο. Με αυτόν τον τρόπο στρώνεται το έδαφος για μια διαστρεβλωμένη πρόσληψη της οικονομικής ανάλυσης του Μαρξ, για μια πρόσληψη η οποία στρέφει τον «προβολέα» μακριά από τη σφαίρα της παραγωγής, προς τη σφαίρα της κυκλοφορίας (ακολουθώντας σ’ αυτό το ζήτημα τη χυδαία αστική πολιτική οικονομία), και αποστεώνει αυτήν την ανάλυση από το επαναστατικό περιεχόμενό της.

Το γεγονός της αύξησης της ακαδημαϊκής, ερευνητικής και εκδοτικής παρουσίας των εκπροσώπων αυτού του θεωρητικού ρεύματος, με επίκεντρο τα γερμανόφωνα κράτη, καθιστά απαραίτητη τη σταθερή επαγρύπνηση των μαρξιστών θεωρητικών και των θεωρητικών-ιδεολογικών επιτελείων των επαναστατικών ΚΚ. Γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο, η Πολιτική Απόφαση του 21ου Συνεδρίου του ΚΚΕ εντάσσει την ανάγκη θεωρητικής-πολιτικής αντιπαράθεσης με τη Νέα Ανάγνωση στα καθήκοντά του για το επόμενο διάστημα.2

Από την αρχή αυτού του άρθρου πρέπει να σημειώσουμε ότι η Νέα Ανάγνωση του Μαρξ διέπεται από εσωτερικές διαφοροποιήσεις. Αυτό, άλλωστε, ισχύει συνολικά για το ρεύμα του «Δυτικού Μαρξισμού»3 και εν μέρει οφείλεται στο θεωρητικό εκλεκτικισμό που αποτελεί δομικό χαρακτηριστικό του. Ωστόσο, παρά την αναπόφευκτη συμπύκνωση λόγω του εισαγωγικού χαρακτήρα του, αυτό το άρθρο επιχειρεί να εστιάσει σε κάποιες θεμελιακές αποδοχές αυτού του ρεύματος, λαμβάνοντας ταυτόχρονα υπόψη τον τρόπο με τον οποίο έχει διαμορφωθεί το στίγμα του στην εποχή μας από τις θεωρητικές παρεμβάσεις τού πιο προβεβλημένου εκπροσώπου του, του Μίκαελ Χάινριχ.

Σε αυτό το άρθρο θα παρουσιάσουμε αρχικά κάποια στοιχεία της ιστορίας της έκδοσης Του Κεφαλαίου που είναι απαραίτητα για την κατανόηση της αντιπαράθεσης, καθώς και τα βασικά χαρακτηριστικά της αρχειακής «Συνολικής Έκδοσης του έργου των Μαρξ και Ένγκελς» (Marx-Engels Gesamtausgabe, MEGA) στην οποία περιλαμβάνεται, μεταξύ άλλων, και το σύνολο του (εκδομένου και ανέκδοτου) υλικού που συνδέεται με Το Κεφάλαιο. Στη συνέχεια θα αναδείξουμε κριτικά τις ρίζες της Νέας Ανάγνωσης, το θεωρητικό στίγμα της, την αντίληψή της για τις «αμφιταλαντεύσεις» του Μαρξ, τα βασικά στοιχεία της αντίληψής της (για την αξία, για το κεφάλαιο, για την Πίστη και για την καπιταλιστική κρίση), την επίθεσή της στη «λογικο-ιστορική μέθοδο», τον τρόπο με τον οποίο επιχειρεί να αξιοποιήσει τα οικονομικά χειρόγραφα του Μαρξ. Καθ’ όλη αυτήν την παρουσίαση, αλλά και σε διακριτή ενότητα στο τέλος του κειμένου, αναδεικνύονται πλευρές της πραγματικής σχέσης ανάμεσα στον Μαρξ και τον Ένγκελς και το έργο τους.

 

Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΕΚΔΟΣΗΣ "ΤΟΥ ΚΕΦΑΛΑΙΟΥ"

Ως γνωστόν, ο Μαρξ δεν ήταν από την αρχή οικονομολόγος. Οι σπουδές του ήταν στο Δίκαιο και τη Φιλοσοφία, ενώ η διδακτορική διατριβή που κατέθεσε στο Πανεπιστήμιο της Ιένας τον Απρίλη του 1841 είχε τίτλο «Διαφορά της Δημοκρίτειας και Επικούρειας Φυσικής Φιλοσοφίας». Μετά τη λήψη του διδακτορικού του, ο Μαρξ ήλπιζε να διοριστεί ως καθηγητής σε κάποιο γερμανικό πανεπιστήμιο, ωστόσο η πρωσική κυβέρνηση αρνήθηκε στον Μαρξ και σε άλλους ακαδημαϊκούς που της ασκούσαν κριτική (όπως ο Λουδοβίκος Φόιερμπαχ, ο Μπρούνο Μπάουερ κ.ά.) την ακαδημαϊκή σταδιοδρομία.

Ως συνέπεια, ο Μαρξ στράφηκε στη δημοσιογραφία, εργαζόμενος από το Φλεβάρη του 1842 στη ριζοσπαστική δημοκρατική Εφημερίδα του Ρήνου (Rheinische Zeitung). Κατά την εργασία του σε αυτήν, όπως σημειώνει και ο ίδιος για τον εαυτό του, «βρέθηκα για πρώτη φορά στη δύσκολη θέση να πρέπει να συμμετέχω στη συζήτηση για τα λεγόμενα υλικά συμφέροντα. Οι συζητήσεις στη Βουλή της Ρηνανίας για την παράνομη υλοτομία και τον τεμαχισμό της ιδιοκτησίας της γης, η επίσημη πολεμική που άνοιξε ο κύριος von Schaper, πρώτος πρόεδρος την εποχή εκείνη της επαρχίας της Ρηνανίας, ενάντια στην Εφημερίδα του Ρήνου για την κατάσταση των χωρικών της περιοχής του [ποταμού] Μοζέλα, οι συζητήσεις, τέλος, για το ελεύθερο εμπόριο και τους προστατευτικούς δασμούς στάθηκαν οι πρώτες αφορμές για την ενασχόλησή μου με τα οικονομικά ζητήματα»4.

Στα μέσα Οκτώβρη του 1842 ο Μαρξ έγινε αρχισυντάκτης της εφημερίδας, οξύνοντας το ριζοσπαστικό της χαρακτήρα, κάτι που κινητοποίησε την πρωσική λογοκρισία, οδηγώντας αρχικά στην απομάκρυνση του Μαρξ από την εφημερίδα και στη συνέχεια (την 1η Απρίλη 1843) στο κλείσιμό της. Το Νοέμβρη του 1843, ο Μαρξ εγκαταστάθηκε στο Παρίσι, όπου μαζί με τον Άρνολντ Ρούγκε εξέδωσε (το Φλεβάρη του 1844) το μοναδικό (διπλό) τεύχος του περιοδικού Γερμανογαλλικά Χρονικά (Deutsch-Französische Jahrbücher). Στο Παρίσι γνώρισε πιο καλά και τον Φρ. Ένγκελς, περιλαμβάνοντας στα Γερμανογαλλικά Χρονικά ένα άρθρο του –με τίτλο «Περίγραμμα μιας Κριτικής της Πολιτικής Οικονομίας»5– το οποίο θα έπαιζε καθοριστικό ρόλο στην εστίαση του θεωρητικού ενδιαφέροντος του Μαρξ σε ζητήματα πολιτικής οικονομίας.6

Έτσι, την 1η Φλεβάρη 1845, λίγο πριν την απέλασή του από το Παρίσι, ο Μαρξ υπέγραψε συμβόλαιο με τον εκδότη Λέσκε (Leske) για μια έκδοση που θα έφερε τον τίτλο Κριτική της πολιτικής και της πολιτικής οικονομίας (Kritik der Politik und der Nationalökonomie), η οποία τελικά δεν ευοδώθηκε. Ενώ αρχικά ο Μαρξ σκόπευε να περιορίσει τη θεωρητική ενασχόλησή του με την πολιτική οικονομία σε ένα σχετικά σύντομο χρονικό διάστημα,7 τελικά αποδείχτηκε ότι, παρά την ολοκλήρωση του θεωρητικού «πυρήνα» Του Κεφαλαίου, ολόκληρη η ζωή του δεν επαρκούσε για την πραγματοποίηση των μεγαλεπήβολων σχεδίων που είχε χαράξει για τις οικονομικές μελέτες του.8 Η ερευνητική και συγγραφική δραστηριότητα γύρω από τα ζητήματα της πολιτικής οικονομίας επιταχύνθηκε όταν ξέσπασε η κρίση του 1857-1858 και πρώτο προϊόν της υπήρξαν τα Οικονομικά Χειρόγραφα της περιόδου 1857-1858, τα οποία πολύ αργότερα, την περίοδο 1939-1941, εκδόθηκαν στην ΕΣΣΔ υπό τον τίτλο Βασικές Γραμμές της Κριτικής της Πολιτικής Οικονομίας (Grundrisse der Kritik der Politischen Ökonomie), αποτελώντας το πρώτο συνολικό προσχέδιο Του Κεφαλαίου. Ο Μαρξ επιδίωξε να δουλέψει περαιτέρω και να εκδώσει αυτό το υλικό στη μορφή διαδοχικών τευχών υπό τον τίτλο Κριτική της Πολιτικής Οικονομίας, στα οποία φιλοδοξούσε να μελετήσει το «σύστημα της αστικής οικονομίας» σε έξι βιβλία με την εξής διαδοχή: «Κεφάλαιο, γαιοκτησία, μισθωτή εργασία· κράτος, εξωτερικό εμπόριο, παγκόσμια αγορά».9 Τελικά, κυκλοφόρησε μόνο το πρώτο από τα σχεδιαζόμενα τεύχη, το οποίο φέρει τον τίτλο Κριτική της Πολιτικής Οικονομίας και το οποίο αποτελούσε μόνο την απαρχή της μελέτης για το κεφάλαιο.

Στην πορεία της έρευνάς του, ο Μαρξ εγκατέλειψε το σχέδιο των έξι βιβλίων και, αντί ενός δεύτερου τεύχους της Κριτικής της Πολιτικής Οικονομίας, έβαλε το στόχο της συγγραφής ενός τρίτομου έργου για το κεφάλαιο. Σε αυτό το νέο πλαίσιο, έγραψε το Οικονομικό Χειρόγραφο της περιόδου 1861-1863, το οποίο αποτέλεσε το δεύτερο προσχέδιο Του Κεφαλαίου. Μεγάλο μέρος αυτού του Χειρογράφου αποτελούνταν από το υλικό των μετέπειτα Θεωριών για την Υπεραξία, ενώ αρκετά τετράδια περιείχαν υλικό που αντιστοιχούσε στο μετέπειτα 1ο τόμο Του Κεφαλαίου. Το καλοκαίρι του 1863, ο Μαρξ ξεκίνησε ένα νέο γύρο επεξεργασίας του υλικού. Στην επιστολή του στον Ένγκελς στις 15.8.1863, ο Μαρξ χαρακτηρίζει την εργασία που έκανε εκείνη την περίοδο ως «προετοιμασία του χειρογράφου [σ.σ.: του 1861-1863] για τύπωμα»10. Τελικά, μέσα στην επόμενη διετία προέκυψε το Οικονομικό Χειρόγραφο 1863-1865, το οποίο θεωρήθηκε ως το τρίτο προσχέδιο Του Κεφαλαίου.

Από αυτήν την επεξεργασία εκδίδεται το Σεπτέμβρη του 1867 η 1η γερμανική έκδοση του 1ου τόμου Του Κεφαλαίου, ενώ την περίοδο 1872-1873 εκδόθηκε σε 9 τεύχη (και το 1873 σε ενιαίο τόμο) η –επίσης επεξεργασμένη από τον Μαρξ– 2η γερμανική έκδοση, η οποία περιλάμβανε κυρίως αλλαγές στον τρόπο παρουσίασης της θεωρίας της αξίας στο πλαίσιο του 1ου κεφαλαίου. Η 3η γερμανική έκδοση του 1ου τόμου έγινε από τον Ένγκελς (ο οποίος ενσωμάτωσε σε αυτήν κάποιες αλλαγές και προσθήκες που έκανε ο Μαρξ κατά την επιμέλεια της γαλλικής μετάφρασης και έκδοσης του 1ου τόμου) το 1883, αμέσως μετά το θάνατο του Μαρξ. Τέλος, ο Ένγκελς επιμελήθηκε και την 4η γερμανική έκδοση που έγινε το 1890, η οποία θεωρείται και η τελική έκδοση του 1ου τόμου. Αυτή η τελευταία βρίσκεται πίσω από το κείμενο που έχει μείνει γνωστό ως ο 1ος τόμος Του Κεφαλαίου και έχει μεταφραστεί σε πολλές γλώσσες, συμπεριλαμβανομένης της έκδοσής του στα ελληνικά από τη Σύγχρονη Εποχή.

Όσον αφορά τις μεταφράσεις του 1ου τόμου, κατά τη διάρκεια της ζωής του Μαρξ, το 1872 κυκλοφόρησε η «αριστουργηματική», κατά τον Μαρξ, ρωσική μετάφραση, ενώ το διάστημα 1872-1875 εκδόθηκε σε τεύχη η γαλλική μετάφραση την οποία επιμελήθηκε ο ίδιος ο Μαρξ, προχωρώντας και σε κάποιες τροποποιήσεις σχετικά με την 1η γερμανική έκδοση.

Μετά από την έκδοση του 1ου τόμου, ο Μαρξ σκόπευε να προχωρήσει σχετικά γρήγορα στην έκδοση του 2ου και του 3ου Βιβλίου Του Κεφαλαίου (από κοινού στο πλαίσιο του 2ου τόμου Του Κεφαλαίου) και σε έναν τρίτο τόμο με την ιστορία των οικονομικών θεωριών. Ωστόσο, μια σειρά παράγοντες, όπως τα διαρκή προβλήματα υγείας του Μαρξ, οι υπόλοιπες θεωρητικές και πολιτικές υποχρεώσεις του και η απίστευτη τελειομανία του, δεν του επέτρεψαν να ολοκληρώσει την έκδοση των υπόλοιπων τόμων Του Κεφαλαίου. Παρ’ όλ’ αυτά ωστόσο, η ανάλυση και η παρουσίαση του υλικού των μετέπειτα τόμων είχαν προχωρήσει σε σημαντικό βαθμό (με συγκεκριμένες εξαιρέσεις που αναφέρονται από τον Ένγκελς κυρίως στον Πρόλογο του 3ου τόμου), όπως φαίνεται και από τα χειρόγραφα που άφησε πίσω του ο Μαρξ και τα οποία εμπιστεύτηκε μέσω της κόρης του, Ελέανορ, στον Ένγκελς ως τον μόνο κατάλληλο να επιμεληθεί την έκδοσή τους.11

Όπως αναφέρει ο Ένγκελς σε μια επιστολή του στον Μπέμπελ στις 30.8.1883, λίγους μήνες μετά το θάνατο του Μαρξ και αφότου είχε παραλάβει τα σχετικά οικονομικά χειρόγραφα:

«Με ρωτάς πώς και κρατούσε μυστικό ακόμη κι από μένα πόσο είχε προχωρήσει με το έργο. Πολύ απλά: Αν το ήξερα, δε θα τον είχα αφήσει ήσυχο μέρα-νύχτα, μέχρι να το τελειώσει και να τυπωθεί. Και αυτό το ήξερε ο Μαρξ καλύτερα από τον καθένα. Ήξερε όμως επίσης ότι, ακόμη και στη χειρότερη περίπτωση, που είναι αυτή που ήρθε τώρα, το έργο του θα μπορούσε να εκδοθεί από μένα στο δικό του πνεύμα, κάτι που είπε και στην Τούσι.»12

Μετά το θάνατο του Μαρξ το 1883, ο Ένγκελς αποτελούσε αυτονόητα την αδιαμφισβήτητη αυθεντία της σκέψης του Μαρξ, τόσο συνολικά όσο και στα ζητήματα της πολιτικής οικονομίας. Όπως σημείωνε, άλλωστε, και ο ίδιος στην επιστολή του προς τον Μπέκερ στις 15.10.1884, από «δεύτερο βιολί» μετατράπηκε σε «πρώτο βιολί»13 ή, όπως εύστοχα σημειώνει ο Βρετανός ιστορικός Ότο Χέντερσον (William Otto Henderson), σε «διευθυντή της ορχήστρας» του διεθνούς μαρξισμού και σοσιαλισμού14. Πέρα από τα δικά του πολυποίκιλα ερευνητικά και πολιτικά καθήκοντα15, μετά από το θάνατο του Μαρξ, ο Ένγκελς, ο Διόσκουρος του Μαρξ, όπως χαρακτηρίζεται σε μια επιστολή του τελευταίου16, επωμίστηκε –στη μεγάλη, ιδιαίτερα για τα δεδομένα της εποχής, ηλικία των 63 ετών– και το τεράστιο καθήκον της έκδοσης των ανέκδοτων χειρογράφων Του Κεφαλαίου, αλλά και το καθήκον της μετάφρασης και έκδοσης του 1ου τόμου στα αγγλικά.

Αντί της έκδοσης του εναπομείναντος υλικού Του Κεφαλαίου σε δύο Βιβλία στο πλαίσιο ενός ενιαίου δεύτερου τόμου (όπως ήταν το αρχικό σχέδιο του Μαρξ), ο Ένγκελς εξέδωσε το 1885 το υλικό του δεύτερου Βιβλίου ως 2ο τόμο και –μετά από εξαιρετικά κοπιώδη προσπάθεια– το 1894, λίγους μήνες πριν το θάνατό του, το υλικό του τρίτου Βιβλίου ως 3ο τόμο Του Κεφαλαίου.

Επειδή η θεωρητική και αρχειογραφική αντιπαράθεση επικεντρώνεται στα ζητήματα του 3ου τόμου, πρέπει να παρουσιάσουμε εκείνα τα χειρόγραφα του Μαρξ που επιμελήθηκε ο Ένγκελς για την έκδοσή του. Αυτά ήταν:17

Τα κείμενα των Τετραδίων XVI μέχρι XVIII που γράφτηκαν την περίοδο 1862-1863, τα οποία ο Ένγκελς προσέγγισε σαν τις πρώτες εκδοχές του τρίτου Βιβλίου (MEGA ΙΙ/3.5 και 3.6).

Το χειρόγραφο του 1864/65, το οποίο χαρακτηρίστηκε από τον Ένγκελς ως το βασικό χειρόγραφο και αριθμοποιήθηκε ως «Χειρόγραφο Ι» (MEGA II/4.2).

Μια ομάδα μικρότερων κειμένων των ετών 1867/1868: Τέσσερα σχέδια του πρώτου κεφαλαίου «Μετατροπή της υπεραξίας σε κέρδος και του ποσοστού της υπεραξίας σε ποσοστό του κέρδους», τις δύο μεγαλύτερες από τις οποίες ο Ένγκελς χαρακτήρισε «Χειρόγραφο ΙΙ» και «Χειρόγραφο ΙΙΙ» αντίστοιχα, τρία σχέδια για τους «Νόμους του ποσοστού κέρδους», ένα χειρόγραφο για τη σχέση του ποσοστού υπεραξίας και του ποσοστού κέρδους, καθώς και μια τετρασέλιδη συλλογή αποσπασμάτων για τη διαφορική γαιοπρόσοδο (MEGA II/4.3).

Tα χειρόγραφα της περιόδου από το 1871 μέχρι το θάνατό του το 1883 –με βασικό αυτό που γράφτηκε το 1875 με τίτλο «Μαθηματική προσέγγιση του ποσοστού υπεραξίας και του ποσοστού κέρδους» (MEGA ΙΙ/14).

Τη συλλογή υλικού και βιβλιογραφίας για τα διάφορα ζητήματα του τρίτου Βιβλίου, που περιλαμβάνονται σε διάφορους τόμους της τέταρτης ενότητας της MEGA, κυρίως στους ΜΕGA IV/19 και 25.

Τι ακριβώς είναι όμως αυτή η έκδοση MEGA, την οποία, όπως θα δούμε, τόσο πολύ επικαλούνται οι εκπρόσωποι της Νέας Ανάγνωσης και ιδιαίτερα ο πιο προβεβλημένος από αυτούς, ο Χάινριχ; Ποια είναι η ιστορία και ο χαρακτήρας της;

 

Η ΕΚΔΟΣΗ MEGA

Πρόκειται για μια αρχειακή έκδοση του έργου των Μαρξ και Ένγκελς, με πολυκύμαντο παρελθόν σχεδόν ενός αιώνα και με μια πορεία που ακόμη δεν έχει ολοκληρωθεί.

Αυτή η έκδοση αποτελεί προϊόν της δημιουργίας του πρώτου εργατικού κράτους στην Ιστορία, της ΕΣΣΔ. Το 1919 ιδρύθηκε στη Μόσχα το Ινστιτούτο Μαρξ-Ένγκελς με επικεφαλής τον Ντέιβιντ Ριαζάνοφ (David Ryazanov) και με στόχο τη συλλογή ντοκουμέντων και τη στήριξη της ακαδημαϊκής ερευνητικής δραστηριότητας. Το γεγονός της ίδρυσης αυτού του Ινστιτούτου μέσα στο καμίνι του ταξικού «εμφύλιου» πολέμου στη Ρωσία δείχνει τον προσανατολισμό της νεαρής σοβιετικής εξουσίας από τη μία στη συγκέντρωση και αξιοποίηση του έργου των Μαρξ και Ένγκελς και από την άλλη στη θεωρητική-ιδεολογική δουλειά σε όλες τις συνθήκες. Το Γενάρη του 1921 και ενώ ο πόλεμος στη χώρα ακόμα μαινόταν, το Οργανωτικό Γραφείο της Κεντρικής Επιτροπής του Ρωσικού Κομμουνιστικού Κόμματος (Μπ.) αποφάσισε τη μετατροπή του Ινστιτούτου Μαρξ-Ένγκελς σε επιστημονικό Ινστιτούτο με διευθυντή και πάλι τον Ριαζάνοφ υπό την εποπτεία της Πανρωσικής Κεντρικής Εκτελεστικής Επιτροπής, με την απόφαση αυτή να εφαρμόζεται από τον Ιούλη του 1922. Επίσης, το 1924 επικυρώθηκε από το 13ο Συνέδριο του ΚΚΡ (Μπ.) και το 5ο Συνέδριο της Κομμουνιστικής Διεθνούς η απόφαση για την έκδοση από το Ινστιτούτο των Απάντων των Μαρξ και Ένγκελς.

Μετά από κοπιώδη προσπάθεια συγκέντρωσης του υλικού18, εκδίδεται το 1927 στην ΕΣΣΔ ο 1ος τόμος της MEGA, ενώ το διάστημα 1927-1935 εκδόθηκαν 12 από τους 42 προβλεπόμενους τόμους. Οι βασικές αρχές αυτής της «πρώτης MEGA» ήταν οι εξής:19

1) Απόλυτη πληρότητα, έτσι ώστε να αποφευχθεί η μεροληπτική επιλογή κειμένων που λάμβανε χώρα σε αντίστοιχες εκδόσεις του έργου των Μαρξ και Ένγκελς στις καπιταλιστικές χώρες.

2) Η πλήρης αναπαραγωγή όλων των προπαρασκευαστικών βαθμίδων των κειμένων (σχέδια, σχεδιαγράμματα, χειρόγραφα, εκδομένα κείμενα, διαφορετικές εκδόσεις).

3) Η παρουσίαση των κειμένων στη γλώσσα του πρωτότυπου (κατά κανόνα τα γερμανικά) και όχι σε μεταφράσεις.

4) Η ύπαρξη εκτεταμένου ιστορικού-κριτικού20 σχολιασμού και εκτεταμένου καταλόγου πηγών.

Η έκδοση MEGA διακόπηκε στη φάση της πολεμικής προετοιμασίας της ΕΣΣΔ για το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και συνεχίστηκε –για την ακρίβεια ξεκίνησε για δεύτερη φορά από την αρχή– αρκετά χρόνια μετά από αυτόν. Πιο συγκεκριμένα, μετά από πολυετείς διαβουλεύσεις ανάμεσα στα Ινστιτούτα Μαρξισμού-Λενινισμού της Γερμανικής Λαοκρατικής Δημοκρατίας (ΓΛΔ) και της ΕΣΣΔ αποφασίστηκε ένα κοινό πλαίσιο επανέναρξης της έκδοσης στη στροφή προς τη δεκαετία του 1970, ενώ αμέσως δημιουργήθηκαν ομάδες σε πανεπιστήμια και ερευνητικά κέντρα της ΓΛΔ. Αυτή η νέα εκδοχή της έκδοσης ονομάστηκε «δεύτερη MEGA» ή MEGA2. Με βάση αυτές τις αποφάσεις, η MEGA2 περιλαμβάνει τις εξής τέσσερις ενότητες:

α) Η πρώτη ενότητα αποτελείται από τα δημοσιευμένα κείμενα και τα προσχέδια κειμένων, πλην εκείνων που αφορούν Το Κεφάλαιο.

β) Η δεύτερη ενότητα αποτελείται από τα κείμενα και τα προσχέδια που αφορούν Το Κεφάλαιο.

γ) Η τρίτη ενότητα περιλαμβάνει την αλληλογραφία των Μαρξ και Ένγκελς.

δ) Η τέταρτη ενότητα περιλαμβάνει τα αποσπάσματα, τις σημειώσεις και τα σχόλια των Μαρξ και Ένγκελς.21

Μετά από επιστημονικές συζητήσεις και γνωμοδοτήσεις από μια σειρά ερευνητικά κέντρα της ΓΛΔ, της ΕΣΣΔ, μιας σειράς ευρωπαϊκών κρατών, των ΗΠΑ και της Ιαπωνίας, ο 1ος τόμος της MEGA2 εκδόθηκε το 1975. Μέχρι τις αντεπαναστατικές ανατροπές της περιόδου του 1990, είχαν εκδοθεί 43 τόμοι της έκδοσης, 4 βρίσκονταν στο πιεστήριο της Dietz Verlag, 16 τόμοι βρίσκονταν σε προχωρημένο στάδιο επεξεργασίας και κάποιοι ακόμα βρίσκονταν σε αρχικό στάδιο επεξεργασίας.22

Μετά την επάνοδο του καπιταλισμού, υπήρξε άμεσος κίνδυνος διακοπής της έκδοσης. Μετά από μια περίοδο διαπραγματεύσεων, στις 2.10.1990 ιδρύθηκε στο Άμστερνταμ –με πρωτοβουλία του Διεθνούς Ινστιτούτου Κοινωνικής Ιστορίας (Internationales Institut für Sozialgeschichte, IIS) στο Άμστερνταμ (το οποίο έχει στην κατοχή του μεγάλο μέρος των χειρογράφων)– το Διεθνές Ίδρυμα Μαρξ-Ένγκελς (Internationales Marx-Engels-Stiftung, IMES) στο οποίο προσχώρησαν, πέρα από το IIS, η Ακαδημία Επιστημών της ΓΛΔ (η οποία λίγο μετά αντικαταστάθηκε από την Ακαδημία Επιστημών του Βερολίνου-Βρανδεμβούργου), το Σπίτι-του-Καρλ-Μαρξ (Karl-Marx-Haus, ΚΜΗ) στο Τρίερ (το οποίο ανήκει στο Ίδρυμα-Φρίντριχ-Έμπερτ, δηλαδή στο ερευνητικό ίδρυμα του Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος Γερμανίας) και το Ινστιτούτο Μαρξισμού-Λενινισμού της ΕΣΣΔ (το οποίο λίγο μετά αντικαταστάθηκε από τα δύο διάδοχα ιδρύματα, το Ρωσικό Κρατικό Αρχείο για την Πολιτική και την Κοινωνική Ιστορία και το Ανεξάρτητο Ρωσικό Ινστιτούτο για την Έρευνα Κοινωνικών και Εθνικών Προβλημάτων). Μετά από πρόταση σχετικής επιστημονικής επιτροπής [υπό το φιλόσοφο Ντίτερ Χάινριχ (Dieter Heinrich)] για τη μέχρι τότε ποιότητα της έκδοσης, η Διάσκεψη των γερμανικών Ακαδημιών Επιστημών υπέγραψε το Φλεβάρη του 1992 συμβόλαιο συνεργασίας με το IMES, ενώ μετά την ίδρυσή της το 1993 η ευθύνη του όλου εγχειρήματος πέρασε στην Ακαδημία Επιστημών του Βερολίνου-Βρανδεμβούργου.

Τίθεται ωστόσο το εξής σημαντικό ερώτημα: Πώς επηρεάστηκε ο χαρακτήρας της έκδοσης μετά το πέρασμα της ευθύνης γι’ αυτήν σε θεσμούς των καπιταλιστικών κρατών;

Το Μάρτη του 1992 έλαβε χώρα μια συνδιάσκεψη στο Εξ-αν-Προβάνς (Γαλλία) όπου συζητήθηκαν και αποφασίστηκαν οι νέες εκδοτικές κατευθύνσεις, οι οποίες τέθηκαν σε ισχύ από το 1993. Ο Μαρξχάουζεν (Marxhausen), πρώην συνεργάτης και επιμελητής της έκδοσης MEGA, σημειώνει ότι αποφασίστηκαν δύο σημαντικές διαφοροποιήσεις σε σχέση με την προ του 1990 εποχή. Η πρώτη αφορά την εδραίωση των νέων εκδοτικών αρχών, δηλαδή «την ακαδημοποίηση της έκδοσης», την «αποϊδεολογικοποίηση», τη «διασφάλιση της προτεραιότητας της φιλολογίας», τη «διεθνοποίηση» της έκδοσης, καθώς και την «ιστορική συγκειμενοποίηση του έργου και της σκέψης των Μαρξ και Ένγκελς στη θέση της προηγούμενης ιδεολογικής αξιοποίησής [σ.σ.: τους]». Η δεύτερη μεταβολή αφορά τον «επανακαθορισμό των διαστάσεων» της έκδοσης, ο οποίος τρία χρόνια αργότερα, το 1995, συγκεκριμενοποιήθηκε στους 114 τόμους (122 βιβλία) από πάνω από 170 τόμους που ήταν ο σχεδιασμός των Ινστιτούτων της ΓΛΔ και της ΕΣΣΔ, με αυτήν την απόφαση να συνδέεται ρητά και με τους σχετικά περιορισμένους οικονομικούς πόρους του εγχειρήματος.23

Στις συζητήσεις αυτές τέθηκαν και δύο πολύ σημαντικά –όσον αφορά το χαρακτήρα της έκδοσης– ζητήματα. Το πρώτο ήταν αν θα συνεχιζόταν η από κοινού έκδοση του έργου των Μαρξ και Ένγκελς. Σε αυτό το ερώτημα, οι θεμελιωτές της Νέας Ανάγνωσης, Μπάκχαους (Backhaus) και Ράιχελτ (Reichelt), υποστήριξαν εμφατικά τη χωριστή έκδοση του έργου των δύο θεωρητικών, συνδέοντας αυτήν τη θέση τους με τη ρητή επίθεση στο «μαρξισμό-λενινισμό». Πιο συγκεκριμένα, ο Μαρξχάουζεν μας παραθέτει την άποψή τους, σύμφωνα με την οποία η χωριστή έκδοση του έργου των δύο θεωρητικών θα αποτελούσε «σύμβολο της απομυστικοποίησης της “μαρξιστικής-λενινιστικής κοσμοθεωρίας”, μιας επιστημονικά ανάξιας συζήτησης ιδεολογίας»24.

Τελικά, αποφασίστηκε η διατήρηση της από κοινού έκδοσης του έργου των Μαρξ και Ένγκελς, η οποία όμως δε συνοδεύτηκε από την υιοθέτηση της άποψης ότι δεν υπάρχει καμία απόδειξη ουσιαστικής διάστασης στη σκέψη των Μαρξ και Ένγκελς. Αυτό γίνεται κατανοητό από την παράθεση της παραγράφου στην οποία ο Μαρξχάουζεν παρουσιάζει τη λογική της απόφασης, παραθέτοντας και κάποια αποσπάσματά της:

«Κατά βάθος, η αντιπαράθεση περιστρέφεται γύρω από το τι είναι “Μαρξισμός”. Αφού η MEGA στη νέα αυτοαντίληψή της δε σκόπευε να αποτελέσει παρουσίαση, πόσο μάλλον προώθηση, του “Μαρξισμού”, αλλά την ακαδημαϊκή παρουσίαση τεκμηρίων τα οποία θα μπορούσαν να ερμηνευτούν με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, αποφασίστηκε –όπως αναμενόταν– η απόρριψη της διάσπασης της έκδοσης, και μάλιστα με την αιτιολόγηση ότι ναι μεν ήταν “αμφισβητούμενη” η “συμφωνία των απόψεων των Μαρξ και Ένγκελς που υποστηριζόταν (…) από τους προηγούμενους εκδότες”, ωστόσο δεν μπορεί να αμφισβητηθεί η “στενή συνεργασία των δύο συγγραφέων”. “Αν τα γραπτά τους εκδίδονταν χωριστά, θα έπρεπε μια σειρά κείμενα να περιλαμβάνονται και στις δύο εκδόσεις. Με αυτόν τον τρόπο δεν μπορεί να επιτευχθεί η συμπύκνωση του εγχειρήματος. Οι περισσότεροι τόμοι του πρώτου και του δεύτερου τμήματος έχουν ήδη κυκλοφορήσει· η εργασία στους περισσότερους από τους υπόλοιπους έχει ήδη ξεκινήσει. Η ενότητα της έκδοσης πρέπει να διατηρηθεί”.»25

Το δεύτερο ζήτημα ήταν αυτό της διατήρησης ή μη της έκδοσης των υλικών που σχετίζονται με Το Κεφάλαιο σε χωριστή ενότητα. Αυτή η απόφαση θεωρήθηκε από πολλούς ως ανεπίτρεπτη «ερμηνευτική προαπόφαση». Ενώ το Ινστιτούτο Μαρξισμού-Λενινισμού της ΚΕ του Ενιαίου Σοσιαλιστικού Κόμματος Γερμανίας (ΕΣΚΓ) είχε πάρει την απόφαση για τη δημιουργία ξεχωριστού τμήματος για τα υλικά Του Κεφαλαίου (με αφετηρία τα Grundrisse του 1857-1858) ήδη από το 1964, και αυτή η απόφαση θεωρούνταν αυτονόητη τόσο στη ΓΛΔ όσο και στην ΕΣΣΔ, τέθηκε υπό έντονη αμφισβήτηση στις συζητήσεις της περιόδου 1990-1992. Και εδώ το βασικό κριτήριο που έκλινε υπέρ της συνέχισης της έκδοσης του υλικού που σχετίζεται με Το Κεφάλαιο σε ξεχωριστή ενότητα ήταν το γεγονός ότι το 1992 είχε ήδη εκδοθεί στη ΓΛΔ και την ΕΣΣΔ το μεγαλύτερο μέρος της δεύτερης ενότητας, γεγονός που δεν άφηνε πρακτικά καμία άλλη εφικτή επιλογή, από την ολοκλήρωση αυτού του μέρους.

Παρά τη μεγάλη σημασία των κειμένων των Μαρξ και Ένγκελς που περιλαμβάνονται στους τόμους της MEGA που εκδίδονται και με τις νέες εκδοτικές αρχές, είναι σαφές ότι υπάρχει μια σημαντική αλλαγή του χαρακτήρα της έκδοσης, η οποία αποτυπώνεται κατά κύριο λόγο στα περιφερειακά στοιχεία της, με βασικότερο όλων τις ίδιες τις Εισαγωγές της έκδοσης, στις οποίες περιλαμβάνονται μέχρι και απόψεις ανοιχτής απόρριψης της οικονομικής ανάλυσης του Μαρξ.

Το πιο ακραίο ίσως παράδειγμα αποτελεί η Εισαγωγή στον τόμο ΙΙ/15 (που περιλαμβάνει τη γερμανική έκδοση του 3ου τόμου Του Κεφαλαίου) που γράφτηκε από τον Μπέρτραμ Σέφολντ (Bertram Schefold) και εκδόθηκε το 2004. Πρόκειται για μια Εισαγωγή η οποία όχι μόνο δεν έχει καμία σχέση με το περιεχόμενο του τόμου στον οποίο υποτίθεται ότι μας εισάγει, αλλά, αντίθετα, αποτελεί μια ανοιχτή επίθεση συνολικά στην οικονομική θεωρία του Μαρξ, και μάλιστα μέσα από τις γραμμές του τόμου που περιλαμβάνει τον 3ο τόμο Του Κεφαλαίου.

Ας δούμε κάποια σημεία τα οποία προκαλούν τουλάχιστον έκπληξη όταν περιλαμβάνονται στην Εισαγωγή ενός τόμου μιας έκδοσης που φέρει τον τίτλο Συνολική Έκδοση του έργου των Μαρξ και Ένγκελς. Εκεί διαβάζουμε, για παράδειγμα, ότι η θεωρητική ανάλυση των τιμών δε χρειάζεται καμία θεμελίωση στη θεωρία της αξίας (MEGA II/15, Apparat: 873), ότι «η μαρξική θεωρία για την αξία αποδείχτηκε αβάσιμη» (MEGA II/15, Apparat: 910), ότι «είναι αινιγματικό πως κάποιος θέλει να επιμένει ότι η εργασία ως αφηρημένη καθορίζει την αξία των εμπορευμάτων» (MEGA II/15, Apparat: σελ. 898), ότι «η θεωρία της υπεραξίας ήταν λοιπόν (…) περιττή» (MEGA II/15, Apparat: 896), ότι η θεωρία του Ρικάρντο για τις τιμές ήταν διαφορετική από αυτήν που υπέθετε ο Μαρξ (MEGAII/15, Apparat: 874), ότι ο Μαρξ «κρατούσε ακόμα και υπεροπτική απόσταση από την Ιστορική Σχολή, παρόλο που σήμερα θα μπορούσαμε να πούμε ότι μπορεί να θεωρηθεί ως ο πιο χαρακτηριστικός εκπρόσωπος της αριστερής πτέρυγας της Ιστορικής Σχολής» (MEGA II/15, Apparat: 875), ότι ο Μαρξ γνώριζε ελάχιστα τη νεοκλασική θεωρία (MEGA II/15, Apparat: 882), ότι «η θεωρία του [σ.σ.: Μαρξ] για την πτώση του γενικού ποσοστού κέρδους δεν είναι κατανοητή χωρίς την υπόθεση μιας δεδομένης κατανομής του εισοδήματος (…) την οποία μπορεί να αποδώσει κανείς καταρχάς στο συσχετισμό δύναμης» (MEGA II/15, Apparat: 903), ότι «ο Μαρξ διατήρησε λοιπόν την παλιά θεωρία του τόκου, την οποία μόλις ο Μπεμ-Μπαβέρκ ξεπέρασε με επιτυχία» (MEGA II/15, Apparat: 904), ότι για τον Μαρξ «ήταν σημαντικότερη η καταγγελία της πραγματικότητας παρά η ερμηνεία της» (MEGA II/15, Apparat: σελ. 905).

Επίσης, διαβάζουμε πως «σήμερα γνωρίζουμε ότι ο Μαρξ (…) έσφαλε» στο μετασχηματισμό των αξιών σε τιμές26 γιατί θεώρησε ότι το κέρδος είναι μόνο αδιανέμητη υπεραξία και ότι λόγω αυτού του σφάλματος Το Κεφάλαιο «δεν αποτελεί πια κανένα όλον» (MEGA II/15, Apparat: 872), καθώς και ότι «όποιος είχε μελετήσει πιο λεπτομερώς το πρόβλημα του μετασχηματισμού, ήταν ήδη σε θέση να γνωρίζει εκ των προτέρων ότι το σύστημα των τιμών δεν μπορούσε να εξαχθεί σύμφωνα με τις αντιλήψεις του Μαρξ με τέτοιο τρόπο ώστε να συμφωνούν μεταξύ τους τα ποσοστά του κέρδους μετρούμενα σε αξίες και σε τιμές, καθώς και ότι υπήρχαν τεχνικά προβλήματα όπως ο σωστός υπολογισμός της απόσβεσης» (MEGA II/15, Apparat: 895).

Τέλος, στην Εισαγωγή δηλώνεται ρητά ότι «η κριτική μας πρόσληψη των σημαντικών συμβολών του τρίτου τόμου στην οικονομική θεωρία βασίζεται στον Ρικάρντο, τον Σράφα, αλλά και στην κεϊνσιανή θεωρία με τους ποικίλους προδρόμους της» (MEGA II/15, Apparat: 909), ενώ η Εισαγωγή τελειώνει με την εξής πρόταση: «Η εδώ και πολλά χρόνια επιχειρούμενη σύνθεση του Σράφα και του Κέινς, που κάποτε ξεκίνησε για να υπερβεί τον Μαρξ, ούτε ολοκληρώθηκε, ούτε εγκαταλείφθηκε» (MEGA II/15, Apparat: 910)!

Το γεγονός ότι τα παραπάνω έφτασαν μέχρι το τυπογραφείο και εκδόθηκαν ως Εισαγωγή σε έναν από τους πιο βασικούς τόμους της MEGA δείχνει με ποιον τρόπο κατανοείται από ορισμένους ερευνητές της μετά το 1992 η «αξιακή ουδετερότητα», η «ακαδημοποίηση» και η «αποϊδεολογικοποίηση». Σε περιπτώσεις σαν και αυτήν της παραπάνω Εισαγωγής, η ίδια η MEGA αξιοποιείται ως εφαλτήριο της ανοιχτής επίθεσης στον ίδιο τον Μαρξ (αλλά και στον Ένγκελς). Αξίζει επίσης να σημειωθεί ότι ο Χάινριχ εξαίρει το περιεχόμενο του τόμου-βοηθήματος του MEGA II/15, στον οποίο περιλαμβάνεται και η Εισαγωγή με τα παραπάνω αποσπάσματα, χωρίς να κάνει κανένα σχόλιο γι’ αυτήν.27

Τόσο από το χαρακτήρα των νέων εκδοτικών αρχών όσο και από τις Εισαγωγές που πλαισιώνουν τους τόμους που εκδόθηκαν με τις νέες εκδοτικές αρχές, είναι φανερό ότι με βάση αυτές τις τελευταίες το μεγάλο λάθος αυτών των αναφορών είναι ότι παρουσιάζουν την πολιτική διάσταση του έργου του Μαρξ, παρουσιάζουν έναν «πολιτικό» και όχι έναν «απολίτικο», «αποϊδεολογικοποιημένο» Μαρξ. Οι αντιδράσεις αυτές είναι απόλυτα αναμενόμενες από τη στιγμή που οι όψιμοι εκδότες της MEGA δεν έχουν σκοπό να προσεγγίσουν τους Μαρξ και Ένγκελς ως τους θεμελιωτές μιας επαναστατικής θεωρίας που έχει στόχο και συνισταμένη την ανατροπή του καπιταλισμού και την οικοδόμηση της κομμουνιστικής κοινωνίας. Σε αντίθεση με την αυτοαντίληψη των Μαρξ και Ένγκελς, αυτοί προσεγγίζονται απλά ως δύο μεγάλοι διανοητές της Γερμανίας και της ανθρωπότητας δίπλα σε πολλούς ακόμα που έχει βγάλει η Ιστορία, ως «δύο μεγάλοι συγγραφείς του 19ου αιώνα»28, αποστεωμένοι από το επαναστατικό περιεχόμενο της σκέψης τους.

Όπως σημειώνει η Ρεγγίνα Ροθ (Regina Roth), μία από τις ερευνήτριες που εμπλέκονται στο εγχείρημα και μέλος της Ακαδημίας Επιστημών Βερολίνου-Βρανδεμβούργου, στη σύγχρονη MEGA δε θα συναντήσει κανείς τον Μαρξ κανενός μαρξισμού, ούτε καν του Μαρξισμού-Λενινισμού, αλλά ένα Γερμανό διανοούμενο, έναν επιστήμονα που έχει την ικανότητα να συναρπάζει τους αναγνώστες με την πνευματώδη ρητορική του, αλλά που ενίοτε προκαλεί την ενόχλησή τους με τις μακροσκελείς αναλύσεις του.29

Στη βάση των παραπάνω, θα συμφωνήσουμε με την εκτίμηση του Μαρξχάουζεν, σύμφωνα με την οποία, ενάντια στις προσδοκίες πολλών σε Ανατολή και Δύση, «δαπανούνται ένα σωρό χρήματα για να μετατοπιστούν οι Μαρξ και Ένγκελς στο μουσείο. Είναι σα να πίστευε κανείς ότι μπορεί να ξορκίσει ένα φάντασμα εξασφαλίζοντάς του έναν άνετο χώρο διαμονής»30. Εξίσου θα συμφωνήσουμε και με την εκτίμησή του ότι «η MEGA2 είναι από το 1990 ένα αστικό εγχείρημα»31.

Τέλος, πρέπει να τονίσουμε ότι τα τελευταία χρόνια έχει εκτοξευτεί η βαρύτητα της έκδοσης της MEGA στη θεωρητική-επιστημονική συζήτηση γύρω από Το Κεφάλαιο. Σε σημαντικό βαθμό, αυτό έχει αντικειμενικό χαρακτήρα, αφού μόλις το 1992 εκδόθηκε ο τόμος MEGA II/4.2 που περιλαμβάνει το βασικό χειρόγραφο του Μαρξ για τον 3ο τόμο Του Κεφαλαίου (καθιστώντας έτσι για πρώτη φορά δυνατή τη σύγκρισή του με την έκδοση του 3ου τόμου που επιμελήθηκε ο Ένγκελς), καθώς και το γεγονός ότι μόλις το 2012 ολοκληρώθηκε η έκδοση της δεύτερης ενότητας της ΜEGA32, καθιστώντας για πρώτη φορά στην Ιστορία διαθέσιμο στους ερευνητές το σύνολο του υλικού που συνδέεται με Το Κεφάλαιο.

 

ΟΙ ΦΙΛΟΣΟΦΙΚΕΣ ΡΙΖΕΣ ΤΗΣ ΝΕΑΣ ΑΝΑΓΝΩΣΗΣ

Η Νέα Ανάγνωση «γεννήθηκε» ως θεωρητικό ρεύμα στα μέσα της δεκαετίας του 1960 στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας, με προπύργιά της τις πόλεις της Φρανκφούρτης και δευτερευόντως του Δυτικού Βερολίνου.

Μιλώντας μεταφορικά, θα μπορούσαμε να πούμε ότι αποτέλεσε θεωρητικό «τέκνο» του φλερτ ανάμεσα στη θεωρία του Αλτουσέρ (Althusser) και στη λεγόμενη Σχολή της Φρανκφούρτης33. Αν θέλαμε να πάμε ακόμα πιο πίσω στο χρόνο, οι ρίζες της σκέψης της εντοπίζονται, όπως αναγνωρίζουν και οι ίδιοι, στο έργο των Λούκατς (Lukács) και Κορς (Korsch) κατά το Μεσοπόλεμο. Τα βασικά χαρακτηριστικά της φιλοσοφικής-μεθοδολογικής κληρονομιάς που παρέλαβε και ανέπτυξε η Νέα Ανάγνωση ήταν τα εξής:34

Πρώτον, η προσπάθεια «ανάγνωσης» και ερμηνείας του μαρξισμού με τα «γυαλιά» μιας σειράς αστών –κυρίως ιδεαλιστών– φιλοσόφων και κοινωνιολόγων35. Δεύτερον, η τάση άρνησης της προτεραιότητας του Είναι έναντι της συνείδησης και της διάκρισης ανάμεσα στον αντικειμενικό χαρακτήρα της πραγματικότητας και την ανθρώπινη δράση για την αλλαγή της. Τρίτον, η σχετικοποίηση –που σε κάποιους φτάνει μέχρι την ανοιχτή απόρριψη– της ανάλυσης του Μαρξ για τη σχέση ανάμεσα στην οικονομική βάση και το εποικοδόμημα, σε συνδυασμό με την απόρριψη της ύπαρξης αντικειμενικών νόμων κοινωνικής εξέλιξης. Τέταρτον, η υποτίμηση της ανάπτυξης των σχετικά –και όχι φυσικά απόλυτα– ανεξάρτητων επιμέρους θεωρητικών πεδίων (όπως η μαρξιστική πολιτική οικονομία, το μαρξιστικό Δίκαιο κλπ.) στο πλαίσιο του μαρξισμού. Πέμπτον, η αντιπαραβολή ενός μέρους του έργου του Ένγκελς απέναντι στο έργο του Μαρξ και στη συνέχεια ενός μέρους του έργου του Μαρξ απέναντι σε ένα άλλο μέρος του, σε συνδυασμό με την προβολή της ανάγκης μελέτης των διάφορων χειρογράφων για την ανάδειξη αυτών των διαφορών. Έκτον, η αντίληψη της διαλεκτικής ως στενά υποκειμενικής διαλεκτικής (ως «μεθόδου σκέψης», ως «τρόπου παρουσίασης του υλικού») που δεν αποτελεί αντανάκλαση μιας αντικειμενικής διαλεκτικής και, από αυτήν την άποψη, η άρνηση της ύπαρξης της διαλεκτικής στη φύση. Έβδομον, η απόρριψη του μαρξισμού ως κοσμοθεωρίας και (με βάση αυτό όσο και το προηγούμενο) η ανοιχτή επίθεση (σε κραυγαλέα αντίθεση με την ευρεία αποδοχή μιας σειράς καθαρόαιμα αστών φιλοσόφων) στα έργα του Ένγκελς Αντι-Ντίρινγκ36 και Διαλεκτική της Φύσης37. Τα παραπάνω χαρακτηριστικά αποτελούν ως σύνολο μια ιδεαλιστική νόθευση του μαρξισμού, η οποία, μεταξύ άλλων, εκφράζεται και στην ιδεαλιστική αντίληψη της πολιτικής ανθρώπινης δράσης. Αντίθετα με την ιδεαλιστική αποκοπή της υποκειμενικής δράσης από την αντικειμενική πραγματικότητα, ο μαρξισμός αποδέχεται ότι η (οποιασδήποτε μορφής) ανθρώπινη δράση δεν μπορεί παρά να εδράζεται στις αντικειμενικές –και ανεξάρτητες από τον άνθρωπο– νομοτέλειες που διέπουν την κίνηση της ύλης, της αντικειμενικής πραγματικότητας, σε όλες τις μορφές της. Η αντικειμενική πραγματικότητα και η υποκειμενική σκέψη και δράση συνδέονται στο μαρξισμό και μέσω της έννοιας της «ελευθερίας», όπως φαίνεται και στην ακόλουθη εμβληματική και αριστουργηματικά υλιστική διατύπωση του Ένγκελς από το Αντι-Ντίρινγκ:

«Συνεπώς, η ελευθερία της θέλησης δε σημαίνει τίποτε άλλο από την ικανότητα να μπορούμε να αποφασίζουμε με γνώση των πραγμάτων. Άρα, λοιπόν, όσο πιο ελεύθερη είναι η κρίση ενός ανθρώπου σε σχέση με κάποιο συγκεκριμένο ζήτημα, με τόσο μεγαλύτερη αναγκαιότητα θα έχει καθοριστεί το περιεχόμενο αυτής της κρίσης· ενώ η αβεβαιότητα που στηρίζεται στην αγνωσία, η οποία κάνει φαινομενικά αυθαίρετα την επιλογή της ανάμεσα σε πολλές και διάφορες αντιφατικές δυνατότητες απόφασης, αποδεικνύει την ανελευθερία της ακριβώς από το γεγονός ότι κυριαρχείται από το αντικείμενο, πάνω στο οποίο πρέπει, ίσα-ίσα, να κυριαρχεί.»38

Η ιδεαλιστική νόθευση του μαρξισμού είχε συνέπειες και στον τρόπο προσέγγισης Του Κεφαλαίου και συνολικά της οικονομικής σκέψης του Μαρξ. Το κέντρο βάρους της έρευνας γύρω από αυτήν μετατοπίστηκε σε μια σειρά καπιταλιστικά κράτη από τους νόμους κίνησης της καπιταλιστικής οικονομίας (όπως οι νόμοι της αξίας, της υπεραξίας, της τάσης του ποσοστού κέρδους να πέφτει κλπ.) στους ιδεολογικούς-πολιτικούς όρους αναπαραγωγής της καπιταλιστικής οικονομίας και κοινωνίας. Με άλλα λόγια, η συζήτηση μετατοπίστηκε από την εκμετάλλευση προς το φετιχισμό και την «πραγμοποίηση», κατά τον προσφιλή όρο του Λούκατς, των κοινωνικών σχέσεων. Το πρόβλημα, φυσικά, δε συνίσταται στη μελέτη αυτών των εξαιρετικά σημαντικών (θεωρητικά και πολιτικά) ζητημάτων, αλλά, πρώτο, στον τρόπο προσέγγισής τους και, δεύτερο, στην ουσιαστική απόρριψη του καθαυτού οικονομικού χαρακτήρα Του Κεφαλαίου.

Προϊόν των παραπάνω αποτελεί και η άρνηση της ύπαρξης του σχετικά διακριτού θεωρητικού πεδίου της «μαρξιστικής πολιτικής οικονομίας» και η στενή αντίληψη της οικονομικής σκέψης του Μαρξ ως «κριτική της πολιτικής οικονομίας», δηλαδή ως κριτικής των κατηγοριών της αστικής κλασικής πολιτικής οικονομίας. Πρόκειται για απομόνωση της κριτικής-«αρνητικής» πλευράς της οικονομικής ανάλυσης του Μαρξ και συνεπώς άρνηση της «θετικής» πλευράς της ως θεωρητικής ερμηνείας της καπιταλιστικής οικονομίας μέσω της ανακάλυψης νέων κατηγοριών, νόμων κλπ.

Η ιδεαλιστικά φιλοσοφίζουσα πρόσληψη του οικονομικού έργου του Μαρξ συνίσταται ουσιαστικά στη διάχυσή του στη φιλοσοφία και στην άρνηση της σχετικά αυτοτελούς ύπαρξής του. Αυτή σε τίποτα δεν έχει να κάνει με την –καθόλα θεμιτή και αναγκαία– υποστήριξη του μαρξικού οικονομικού έργου από μια σειρά φιλοσοφικά και μεθοδολογικά θεωρητικά ζητήματα, ενώ το πρόβλημα οξύνεται αν ληφθούν υπόψη οι πολύ ισχυρές ιδεαλιστικές επιρροές αυτής της πρόσληψης.

 

ΤΟ ΘΕΩΡΗΤΙΚΟ ΣΤΙΓΜΑ ΤΗΣ ΝΕΑΣ ΑΝΑΓΝΩΣΗΣ

Ο Έλμπε (Elbe), συγγραφέας ενός εκ των βασικών ιστοριογραφικών βιβλίων της Νέας Ανάγνωσης, μας μεταφέρει τον τρόπο με τον οποίο η ίδια κατανοεί τη σχέση της με τη μαρξιστική σκέψη. Βασικό «εργαλείο» του για την ανάδειξη του θεωρητικού στίγματος της Νέας Ανάγνωσης είναι η διάκριση ανάμεσα στον Μαρξ, το «Μαρξισμό» και τους «Μαρξισμούς».39 Η σκέψη του Μαρξ διαχωρίζεται από το «Μαρξισμό», ο οποίος κατανοείται ως εκείνο το σύστημα σκέψης που διαμορφώθηκε αρχικά από τον Ένγκελς και στη συνέχεια από τους θεωρητικούς της Β΄ και της Γ΄ Διεθνούς και γι’ αυτό χαρακτηρίζεται και ως Eνγκελσιανισμός40. Οι θεωρητικές αδυναμίες αυτού του ρεύματος οδήγησαν σύμφωνα με τον Έλμπε σε δύο βασικές κατηγορίες μαρξισμών, αρχικά στο «Δυτικό Μαρξισμό» και στη συνέχεια, ως ανάπτυξη του τελευταίου, στη Νέα Ανάγνωση.

Με δεδομένο ότι η Νέα Ανάγνωση αποδέχεται όμως σχεδόν όλες τις βασικές φιλοσοφικές-μεθοδολογικές αρχές του «Δυτικού Μαρξισμού», τίθεται το ερώτημα, πώς διαχωρίζεται από αυτόν και με ποιον τρόπο αποτελεί ανάπτυξή του; Ο Έλμπε δίνει την εξής απάντηση:

«Μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 1960 δε φαίνεται να υπάρχει κανένας δυτικός μαρξιστής ο οποίος να επέκτεινε την αντιπαράθεσή του με την παραδοσιακή κατανόηση του Μαρξ στο πεδίο της θεωρίας της αξίας. Ακόμα πιο πέρα από αυτήν τη σιωπηρή ορθοδοξία [σ.σ.: της Σχολής της Φρανκφούρτης] πηγαίνουν θέσεις οι οποίες –χωρίς να έχουν ασχοληθεί σοβαρά με την κριτική της πολιτικής οικονομίας– αντιπαραθέτουν τον “Μαρξ ως ανθρωπιστή κριτικό της κουλτούρας” με τον “οικονομολόγο Μαρξ” και μάλιστα θεωρούν ότι μπορεί να υπάρχει ένας “μαρξισμός” χωρίς κριτική της πολιτικής οικονομίας.»41

Το μοναδικό ουσιαστικά στοιχείο κριτικής της απέναντι στο «Δυτικό Μαρξισμό» είναι λοιπόν ότι, παρά την ορθότητα των αναλύσεών του, υποτίμησε τη μαρξιστική θεωρία για την οικονομία. Γι’ αυτό και ο Άλφρεντ Σμιτ (Alfred Schmidt), ο οποίος είναι ο πρώτος εκπρόσωπος της Σχολής της Φρανκφούρτης που στρέφει το ενδιαφέρον του σε τέτοια ζητήματα, αποτελεί το συνδετικό κρίκο ανάμεσα σε αυτήν τη Σχολή και τη Νέα Ανάγνωση. Συνεπώς, η Νέα Ανάγνωση αποτελεί ουσιαστικά μια μετατόπιση –στο εσωτερικό του «Δυτικού Μαρξισμού»– του ερευνητικού ενδιαφέροντος σε ζητήματα οικονομικής θεωρίας. Αποτελεί μια συμπλήρωση του «Δυτικού Μαρξισμού» ή, ακόμη καλύτερα, μια θεμελίωσή του σε πιο στέρεη πολιτικο-οικονομική θεωρητική βάση.

Ο Έλμπε προσδιορίζει το θεωρητικό στίγμα της Νέας Ανάγνωσης μέσω μιας «τριπλής απομάκρυνσης από κεντρικούς τόπους του παραδοσιακού μαρξισμού». Πιο συγκεκριμένα:

«Μια απομάκρυνση από τον ουσιοκρατισμό στη θεωρία της αξίας, μια απομάκρυνση από τις εργαλειακές-χειραγωγητικές θεωρητικές αντιλήψεις για το κράτος, καθώς και μια απομάκρυνση από επικεντρωμένες στο εργατικό κίνημα και “εργατο-οντολογικές” ή ακόμα και γενικά επαναστατικο-θεωρητικές ερμηνείες της κριτικής της πολιτικής οικονομίας.»42

Στη συνέχεια θα αποκωδικοποιήσουμε πλευρές της παραπάνω άποψης. Ωστόσο, δεν μπορούμε παρά να δηλώσουμε από τώρα τη συμφωνία μας με τον ακόλουθο σχολιασμό (από ένα άλλο άρθρο της ΚΟΜΕΠ) της παραπάνω άποψης: «Αν μεταφράσουμε από τη νεομαρξιστική αργκό του Έλμπε στα γερμανικά, τότε καταλαβαίνουμε ότι η Νέα Ανάγνωση του Μαρξ αποτελεί απομάκρυνση, πρώτον, από την εργασιακή θεωρία της αξίας, δεύτερον, από την αντίληψη ότι τα κράτη είναι ταξικά κράτη, κατά συνέπεια το αστικό κράτος είναι το κράτος της αστικής τάξης και, τρίτον, από το εργατικό κίνημα ή ακόμα και γενικά από την επιστημονικά θεμελιωμένη επαναστατική προοπτική. Αν αυτός είναι ο νέος Μαρξ, τότε εγώ προτιμώ τον παλιό.»43

Ας δούμε όμως πιο αναλυτικά κάποιες από τις θεμελιώδεις θέσεις της Νέας Ανάγνωσης.

 

Η ΓΕΝΙΚΗ ΑΝΤΙΛΗΨΗ ΤΗΣ ΝΕΑΣ ΑΝΑΓΝΩΣΗΣ ΓΙΑ "ΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ" ΚΑΙ ΤΙΣ «ΑΝΤΙΦΑΣΕΙΣ» ΤΟΥ

Πριν περάσουμε στην παρουσίαση και το σχολιασμό κάποιων συγκεκριμένων θεωρητικών οικονομικών αντιλήψεων της Νέας Ανάγνωσης, θα πρέπει πρώτα να παρουσιάσουμε τη γενική της αντίληψη για Το Κεφάλαιο και την οικονομική σκέψη του Μαρξ.44 Το ακόλουθο απόσπασμα από ένα βιβλίο του Χάινριχ συμπυκνώνει τη θέση της Νέας Ανάγνωσης:

«…ναι μεν ο Μαρξ πραγματοποίησε από τη μία πλευρά μια τομή με το θεωρητικό πεδίο της κλασικής πολιτικής οικονομίας, από την άλλη πλευρά όμως κατά έναν καθόλου ευκαταφρόνητο βαθμό παρέμεινε δέσμιος αυτού του πεδίου. Ακόμα και εντός του διανοιγμένου από τον Μαρξ θεωρητικού πεδίου παραμένει παρών ο λόγος της κλασικής πολιτικής οικονομίας και οδηγεί ήδη από τις θεμελιώδεις έννοιες σε αμφιταλαντεύσεις που στη συνέχεια δημιουργούν συγκεκριμένα προβλήματα στη μαρξική παρουσίαση (όπως, π.χ., το πολυσυζητημένο πρόβλημα του μετασχηματισμού) και δημιουργούν το έδαφος για αποκλίνουσες ερμηνείες και κριτικές.»45

Στη συνέχεια, θα δούμε πιο συγκεκριμένα τι μπορεί να σημαίνουν τα παραπάνω. Προς το παρόν τονίζουμε το γεγονός ότι τα στοιχεία συνέχειας και μη οριστικής ρήξης με το «θεωρητικό πεδίο» της κλασικής πολιτικής οικονομίας προσδιορίζονται ως αιτία του γεγονότος ότι «η επιχειρηματολογία του [σ.σ.: Μαρξ] παρουσιάζει ένα πλήθος ασαφειών και προβλημάτων»46. Με λίγα λόγια, ο Μαρξ κατηγορείται ότι είχε παλινδρομήσεις προς τα ερωτήματα του «θεωρητικού πεδίου» της (κλασικής) πολιτικής οικονομίας και δεν έμενε πάντα πιστός στο νέο «θεωρητικό πεδίο» της «κριτικής της πολιτικής οικονομίας» το οποίο αυτός είχε διανοίξει. Στη βάση μάλιστα της επίθεσης στην αστική κλασική πολιτική οικονομία, ο Χάινριχ φτάνει να την ομαδοποιεί μαζί με τη χυδαία οικονομική σχολή της οριακής θεωρίας.47

Με αυτόν τον τρόπο διαγράφεται το γεγονός ότι η κλασική πολιτική οικονομία αποτέλεσε μια από τις σημαντικές πηγές του μαρξισμού, ο οποίος προέκυψε όχι μόνο από τα λάθη, τα αδιέξοδα και τις μεθοδολογικές αδυναμίες της τελευταίας, αλλά και από τα δυνατά της σημεία, από τη θεωρητική τόλμη της, από τη σημαντική σε σχέση με το παρελθόν της τότε οικονομικής σκέψης διεισδυτικότητά της στην ουσία κάποιων οικονομικών φαινομένων της αντικειμενικής πραγματικότητας.

Όπως είναι φυσικό, η ιδεαλιστική προσέγγιση της κίνησης της κοινωνίας δεν αφήνει τη Νέα Ανάγνωση να δει ότι η πηγή της τεράστιας διαφοράς ανάμεσα στα δύο θεωρητικά ρεύματα, η πηγή της απώλειας αυτών των θετικών χαρακτηριστικών της κλασικής πολιτικής οικονομίας δεν είναι άλλη από τη διαφορετική ιστορική φάση στην οποία βρίσκεται η αστική τάξη, που αποτελεί τον κοινωνικό φορέα των δύο θεωρητικών ρευμάτων. Την περίοδο της κλασικής πολιτικής οικονομίας, η αστική τάξη είναι κοινωνικά ανερχόμενη, επαναστατική και παλεύει λυσσασμένα απέναντι στη φεουδαρχική εξουσία έχοντας συμφέρον από τη θεωρητική εμβάθυνση στην ανάλυσή της, ενώ την περίοδο της χυδαίας οριακής θεωρίας η αστική τάξη είναι ήδη κυρίαρχη τάξη και, λόγω της ανάγκης περιφρούρησης της εξουσίας της από την εργατική τάξη και τη θεωρία της (το μαρξισμό, ο οποίος αναπτυσσόταν ταχύτατα στα τέλη του 19ου αιώνα), χάνει αναγκαστικά κάθε κοινωνικό ενδιαφέρον και κίνητρο για τη διείσδυση στην (εκμεταλλευτική) ουσία των οικονομικών φαινομένων του καπιταλισμού και τσαλαβουτά στην επιφάνειά τους μετατρεπόμενη έτσι σε χυδαία –κατά το χαρακτηρισμό του Μαρξ48– θεωρία.

Όπως θα δούμε στην επόμενη ενότητα, μέσω του τσουβαλιάσματός της με την οριακή θεωρία, ο Χάινριχ δεν έχει ως στόχο να αναδείξει την αυτονόητη αδυναμία της κλασικής πολιτικής οικονομίας που συνίσταται στην έλλειψη της κατανόησης του ιστορικού χαρακτήρα των κατηγοριών της καπιταλιστικής εμπορευματικής παραγωγής και των μορφών της, αλλά να πετάξει και το χρήσιμο, το προοδευτικό κομμάτι στην ανάλυσή της, που δεν είναι άλλο από τον προσδιορισμό της εργασίας ως ουσίας της αξίας. Αυτό το θεωρητικό «διαμάντι» της κλασικής πολιτικής οικονομίας το «εξόρυξε» μετά ενθουσιασμού ο ίδιος ο Μαρξ, αναλαμβάνοντας ταυτόχρονα να το «λαξεύσει» έτσι ώστε να αναδείξει την πραγματική λάμψη του.

Στη βάση των παραπάνω, οι περισσότεροι εκπρόσωποι της Νέας Ανάγνωσης προτάσσουν την ανάγκη «ανακατασκευής» της οικονομικής (και όχι μόνο) θεωρίας του Μαρξ, με την οποία θα αναδειχτεί το πραγματικά νέο που επέφερε ο Μαρξ και θα ξεκαθαριστεί η θεωρία του από τα «υπολείμματα» των «ρικαρντιανών επιρροών»49. Για παράδειγμα, ο Μπακχάους (Backhaus), ένας εκ των ιδρυτών της Νέας Ανάγνωσης, προτάσσει ανοιχτά το καθήκον ανακατασκευής της κριτικής της πολιτικής οικονομίας ώστε «να αφαιρεθούν οι χυδαίες μαρξιστικές επιστρώσεις ενγκελσιανής-λενινιστικής καταγωγής, κυρίως όμως να αφαιρεθούν ορισμένα εξωτερικά στρώματα Του Κεφαλαίου, έτσι ώστε να μπορέσει να έρθει στο προσκήνιο ένα εσωτερικό βαθύ στρώμα»50.

Υπάρχουν όμως και άλλοι εκπρόσωποι της Νέας Ανάγνωσης, με πιο χαρακτηριστικό τον Χάινριχ, που θεωρούν ότι οι αντιφάσεις και οι παλινδρομήσεις Στο Κεφάλαιο είναι τόσο πολλές και μεγάλες, που είναι αδύνατη ακόμα και αυτή η «ανακατασκευή». Όπως γράφει ο Χάινριχ:

«Τα κενά [σ.σ.: στο χειρόγραφο του 3ου τόμου Του Κεφαλαίου], ωστόσο, δεν είναι απλώς ποσοτικής φύσης. Δεν είναι απλώς ότι ο Μαρξ δεν πρόλαβε να ολοκληρώσει μια ήδη πλήρως σχεδιασμένη ζωγραφιά. Για αρκετά σημεία ισχύει ότι δεν είναι καν καθαρό ποιες θα έπρεπε να είναι οι γενικές γραμμές που θα έπρεπε να χαραχτούν πάνω στη συγκεκριμένη βάση. Ο Μαρξ δεν ήταν ποτέ κοντά στην επίλυση όλων των εννοιολογικών προβλημάτων. Ακόμα και τα πλήρως αναπτυγμένα μέρη του έργου του, όπως οι θεωρίες για την αξία και το χρήμα στον 1ο τόμο, περιλαμβάνουν μια σειρά αμφιταλαντεύσεις που καθιστούν αμφισβητήσιμο αν ήταν έτσι κι αλλιώς δυνατό να ολοκληρωθεί Το Κεφάλαιο πάνω στη δοσμένη βάση.»51

 

Η «XΡΗΜΑΤΙΚΗ ΘΕΩΡΙΑ ΤΗΣ ΑΞΙΑΣ»

Έχοντας κατά νου τα παραπάνω, θα επιχειρήσουμε να δούμε τι ακριβώς σημαίνουν για τη θεωρία της αξίας, δηλαδή για τον «πυρήνα» της ανάλυσης του Μαρξ Στο Κεφάλαιο. Η ανοιχτή κριτική στη θεωρία της αξίας όπως διατυπώνεται Στο Κεφάλαιο αποτελεί, άλλωστε, το εφαλτήριο της επίθεσης της Νέας Ανάγνωσης σε πολλά ακόμη σημεία της ανάλυσης του Μαρξ και στους τρεις τόμους Του Κεφαλαίου.

Ο Χάινριχ σημειώνει ότι «η κριτική που ασκείται [σ.σ.: από τη Νέα Ανάγνωση] στη μαρξική θεωρία της αξίας αναφέρεται κυρίως στην παρουσίασή της στο πρώτο κεφάλαιο Του Κεφαλαίου»52. Αντίστοιχα, ο Μπάκχαους εκφράζει την άποψη ότι «ο Μαρξ δεν άφησε πίσω του μια ολοκληρωμένη μορφή της θεωρίας της αξίας».

Ο Μπάκχαους ξεχωρίζει τέσσερις εκδοχές της θεωρίας της αξίας με διαφορές μεταξύ τους, οι οποίες έγιναν από τον Μαρξ μετά από πιέσεις του Ένγκελς και του Κούγκελμαν (Kugelmann) για απλοποίηση του πρώτου μέρους Του Κεφαλαίου. Αυτές οι εκδοχές βρίσκονται στην Κριτική της Πολιτικής Οικονομίας, στην 1η έκδοση του 1ου τόμου Του Κεφαλαίου, στο εκλαϊκευμένο παράρτημα για την αξία σε αυτήν την πρώτη έκδοση και, τέλος, στη 2η έκδοση Του Κεφαλαίου. Το συμπέρασμά του είναι ότι «παραμένει λοιπόν για την έρευνα γύρω από τον Μαρξ το επιτακτικό καθήκον να ανακατασκευαστεί το όλον της θεωρίας της αξίας από τις περισσότερο ή λιγότερο αποσπασματικές παρουσιάσεις και τις πολυάριθμες, σε άλλα έργα διασκορπισμένες, μεμονωμένες σημειώσεις»53.

Αντίστοιχα, ο συνιδρυτής της Νέας Ανάγνωσης, Ράιχελτ, υποστηρίζει με τον εξής τρόπο την προτίμησή του για τα Grundrisse σε σχέση με το πιο ύστερο Κεφάλαιο: «Εδώ [σ.σ.: στα Grundrisse] φαίνεται πιο καθαρά απ’ ό,τι Στο Κεφάλαιο ότι ο “δυσνοητός χεγκελιανός τρόπος έκφρασης” αποτελεί συστατικό μέρος της μαρξικής κριτικής. Η διαπλοκή των θεμάτων τα οποία παραδοσιακά αποδίδονται στην οικονομική επιστήμη και μιας προσανατολισμένης στη χεγκελιανή λογική μορφής παρουσίασης αυτών των θεμάτων είναι εδώ τόσο στενή, που δεν μπορεί κανείς καν να διανοηθεί την αποκοπή του ενός από το άλλο. Η συνολική παρουσίαση του οικονομικού συστήματος επιδεικνύει έναν ανώτατο βαθμό εκλεπτυσμένων μεθοδολογικών και συστηματικών σκέψεων, ωστόσο είναι αδύνατο να διαχωρίσει κανείς έστω και μερικές σκέψεις και να τις παρουσιάσει χωριστά χωρίς να παραβιάσει την ουσία τους και να τους προσδώσει τη μορφή δογμάτων.»54

Σε τι συνίσταται όμως, σύμφωνα με τη Νέα Ανάγνωση, η παρανόηση της θεωρίας της αξίας όπως αυτή διατυπώνεται Στο Κεφάλαιο;

Ο Μπάκχαους διατυπώνει πρώτος μια θέση που θα στιγματίσει τη Νέα Ανάγνωση και θα αναπτύξει στη συνέχεια και ο Χάινριχ: «Η μαρξική θεωρία της αξίας συλλαμβάνεται ως κριτική των προχρηματικών θεωριών για την αξία –ουσιαστικά είναι χρηματική θεωρία, και αυτό ήδη από το επίπεδο παρουσίασης της απλής κυκλοφορίας.»55

Άρα, η βασική θέση της Νέας Ανάγνωσης για τη θεωρία της αξίας είναι ότι αυτή αποτελεί χρηματική θεωρία της αξίας. Τι μπορεί να σημαίνει αυτός ο προσδιορισμός της;

Με τον προσδιορισμό της ως χρηματικής, ο Χάινριχ βάζει ρητά στο στόχαστρο την αντίληψη της θεωρίας της αξίας ως εργασιακής θεωρίας της αξίας, δηλαδή την αντίληψη ότι «οι ανταλλακτικές αναλογίες των εμπορευμάτων καθορίζονται από το χρόνο εργασίας που ξοδεύτηκε για την παραγωγή τους»56. Όπως διευκρινίζει περαιτέρω: «Η παρουσίαση της ειδικά κοινωνικής μορφής της εργασίας, όπως αυτή εκφράζεται στις διάφορες οικονομικές εκφάνσεις από την εμπορευματική μορφή του εργασιακού προϊόντος μέχρι το κέρδος και τον τόκο, αποτελεί τον πραγματικό πυρήνα της μαρξικής εργασιακής θεωρίας της αξίας. Αν, αντίθετα, η μαρξική θεωρία της αξίας κατανοηθεί ως μια ποσοτική θεωρία της μάζας της εργασίας, της οποίας το ουσιαστικό καθήκον είναι να αποδείξει ότι το κέρδος μπορεί να αποδοθεί σε μια καθορισμένη ποσότητα απλήρωτης εργασίας (…), τότε ο Μαρξ μειώνεται στο θεωρητικό επίπεδο ενός “σοσιαλιστή ρικαρντιανού”. Ο Μαρξ θέτει όμως το πολύ πιο θεμελιώδες ερώτημα, με ποιον τρόπο παράγεται σε μια κοινωνία ατομικών παραγωγών μια συνεκτική κοινωνική σύνδεση.»57

Τι μπορεί να σημαίνουν αλήθεια όλα αυτά; Το γεγονός ότι η θεωρία της αξίας έχει πράγματι μια σειρά ποιοτικές πλευρές –που συνδέονται με τις διάφορες κοινωνικές μορφές (εμπόρευμα, κέρδος, τόκος κλπ.) που παίρνει η εργασία στον καπιταλισμό– εξαφανίζει την ποσοτική πλευρά της; Δεν αποτελεί το κέρδος μορφή εμφάνισης της υπεραξίας, δηλαδή μιας «καθορισμένης ποσότητας απλήρωτης εργασίας»; Δεν αποτελεί η εργασία (και η ποσότητά της) στον καπιταλισμό την ουσία των –τόσο σπουδαίων για τον Χάινριχ και τη Νέα Ανάγνωση– αξιακών μορφών; Αυτές οι μορφές είναι αυθυπόστατες;

Η απάντηση στα παραπάνω ερωτήματα βρίσκεται στο ότι ο Χάινριχ χαρακτηρίζει ως «εμπειρισμό» και «νατουραλισμό» την αποδοχή ότι αξία είναι ο κοινωνικά αναγκαίος χρόνος εργασίας που απαιτείται για την παραγωγή ενός εμπορεύματος. Σύμφωνα με αυτόν, ο προσδιορισμός της αφηρημένης εργασίας ως ξόδεμα ανθρώπινης εργατικής δύναμης είναι λαθεμένος γιατί, αν ίσχυε, θα ήταν οι φυσικές, και όχι οι κοινωνικές, ιδιότητες της εργασίας αυτές που θα βρίσκονταν πίσω από την αφηρημένη εργασία και συνεπώς από την αξία. Στη βάση αυτής της αντίληψης, στα δύο πρώτα υποκεφάλαια του πρώτου κεφαλαίου του 1ου τόμου Του Κεφαλαίου, ο Χάινριχ βλέπει «“νατουραλιστικά’’ στοιχεία στον ορισμό της αφηρημένης εργασίας»58.

Αυτή η απόλυτη διάκριση ανάμεσα στις φυσικές και στις κοινωνικές ιδιότητες της εργασίας αποτελεί μόνιμο συνοδοιπόρο της σκέψης του Χάινριχ. Ο Μαρξ, όμως, όχι μόνο δεν αντιπαραβάλλει, αλλά θέτει συμπληρωματικά αυτές τις δύο ιδιότητες, όπως φαίνεται και από τα αποσπάσματα που προκαλούν ξανά και ξανά την αντίδραση του Χάινριχ. Με άλλα λόγια, ο Μαρξ ισχυρίζεται ότι η δαπάνη εργασίας με τη φυσική («νατουραλιστική», κατά την ορολογία της Νέας Ανάγνωσης) έννοια αποτελεί πράγματι τη βάση της κοινωνικής ιδιότητας της παραγωγής αξίας, αλλά μόνο όταν αυτή λαμβάνει χώρα στο πλαίσιο της εμπορευματικής παραγωγής.

Ο στόχος της πλήρους αποκοπής από τον Χάινριχ της φυσικής από την κοινωνική πλευρά της αφηρημένης εργασίας είναι η πλήρης αποκοπή της έννοιας της αφηρημένης εργασίας από την παραγωγή. Όπως σημειώνει:

«Το ότι η αφαίρεση της εργασίας δεν αποτελεί φυσική ιδιότητα, αλλά μια κοινωνική ιδιότητα της εργασίας, το ότι πρόκειται για μια αφαίρεση από τη διαφορετικότητα των εργασιών που πραγματοποιείται στην ανταλλαγή (έμφαση Χ.Μ.), δεν είναι σαφές στα δύο πρώτα υποκεφάλαια του πρώτου κεφαλαίου Του Κεφαλαίου59

Ακόμα πιο συγκεκριμένα, αναφέρει για την αφηρημένη εργασία: «Αντίστοιχα, είναι η ανταλλαγή αυτή που πραγματοποιεί την αφαίρεση που βρίσκεται κάτω από την αφηρημένη εργασία (…). Αλλά τότε η αφηρημένη εργασία δεν μπορεί να μετρηθεί σε όρους ωρών εργασίας. Κάθε ώρα εργασίας που μετριέται με το ρολόι είναι μία ώρα μίας ιδιαίτερης συγκεκριμένης εργασιακής πράξης, που ξοδεύεται από ένα ιδιαίτερο άτομο, ανεξάρτητα από το αν το προϊόν ανταλλάσσεται. Η αφηρημένη εργασία, από την άλλη μεριά, δεν μπορεί καθόλου να “ξοδευτεί”. Η αφηρημένη εργασία είναι λοιπόν μια σχέση κοινωνικής επικύρωσης (Geltungsverhältnis) που συντελείται στην ανταλλαγή. Στην ανταλλαγή, οι συγκεκριμένες ενέργειες της δαπανημένης εργασίας μετράνε σα μια συγκεκριμένη ποσότητα αφηρημένης εργασίας που συγκροτεί την αξία ή επικυρώνονται ως μια συγκεκριμένη ποσότητα αφηρημένης εργασίας και έτσι ως ένα στοιχείο της συνολικής εργασίας της κοινωνίας.»60

Αντίθετα με τον Χάινριχ, ο Μαρξ σημείωνε:

«H ποσότητα της ίδιας της εργασίας όμως μετριέται με τη χρονική της διάρκεια, με το χρόνο εργασίας, και ο χρόνος εργασίας με τη σειρά του έχει για μέτρο ορισμένες υποδιαιρέσεις του χρόνου, όπως την ώρα, τη μέρα κλπ. (…) Επομένως το μέγεθoς της αξίας μιας ορισμένης αξίας χρήσης καθορίζεται μόνο από την ποσότητα της κοινωνικά αναγκαίας εργασίας ή από το χρόνο εργασίας που είναι κοινωνικά αναγκαίος για την παραγωγή της (…). Γι’ αυτό, τα εμπορεύματα που περιέχουν τις ίδιες ποσότητες εργασίας, ή που μπορούν να παραχθούν στον ίδιο χρόνο εργασίας, έχουν το ίδιο μέγεθoς αξίας.»61

Συνεπώς, αυτό που ο Χάινριχ διαβλέπει ως ασάφεια στα δύο πρώτα υποκεφάλαια του 1ου τόμου Του Κεφαλαίου δεν είναι τίποτε άλλο από τη σαφή διαφωνία του Μαρξ με την άποψη του Χάινριχ ότι η αφηρημένη εργασία δεν υπάρχει (και συνεπώς η αξία δεν παράγεται) στη σφαίρα της παραγωγής. Στα δύο πρώτα υποκεφάλαια ο Μαρξ μελετά την ουσία και το μέγεθος της αξίας, ενώ στο τρίτο υποκεφάλαιο μελετά τον «τρόπο έκφρασης» αυτής της ουσίας, δηλαδή τη μορφή της αξίας, δηλαδή την ανταλλακτική αξία και το χρήμα.

Ο Χάινριχ βλέπει λάθη και ανεπάρκειες στη σχέση ανάμεσα σε αυτά τα υποκεφάλαια ακριβώς επειδή ο ίδιος ταυτίζει την αξία με την ανταλλακτική αξία, ταυτίζει την αξία με την τιμή. Για τον Μαρξ είναι καθαρό ότι η αξία και η ανταλλακτική αξία δεν μπορούν να ταυτίζονται, ενώ κατά κανόνα αποκλίνουν και ποσοτικά μεταξύ τους (σε αυτήν την απόκλιση βασίζεται άλλωστε και ο σχηματισμός του μέσου ποσοστού κέρδους και των τιμών παραγωγής). Γι’ αυτόν είναι επίσης καθαρό ότι η εργασία είναι σε κάθε στιγμή ταυτόχρονα και συγκεκριμένη και αφηρημένη, και συνεπώς η αξία περιλαμβάνεται στην αξία χρήσης του εμπορεύματος πριν αυτό πραγματοποιηθεί ως ανταλλακτική αξία, δηλαδή πριν πωληθεί:

«Κάθε εργασία είναι, από τη μία, ξόδεμα ανθρώπινης εργατικής δύναμης με τη φυσιολογική έννοια, και με αυτήν την ιδιότητα, της όμοιας ανθρώπινης ή αφηρημένης ανθρώπινης εργασίας, αποτελεί την αξία του εμπορεύματος. Κάθε εργασία είναι, από την άλλη, ξόδεμα ανθρώπινης εργατικής δύναμης με την ιδιαίτερη καθορισμένα σκόπιμη μορφή και με την ιδιότητα αυτή, της συγκεκριμένης ωφέλιμης εργασίας, παράγει αξίες χρήσης.»62

Η παραπάνω ανάλυση του Χάινριχ αποκρυσταλλώνεται στην ξεκάθαρα διατυπωμένη θέση ότι η αξία δεν παράγεται στη σφαίρα της παραγωγής εμπορευματικών αξιών χρήσης:

«Ωστόσο, ακόμα και το ερώτημα αν η αξία και το μέγεθος της αξίας καθορίζονται στη σφαίρα της παραγωγής ή στη σφαίρα της κυκλοφορίας (τη σφαίρα των αγορών και των πωλήσεων) είναι το προϊόν μιας μοιραίας απλοποίησης. Η αξία δεν είναι απλώς “εκεί” αφότου “παράχθηκε” κάπου. Στην περίπτωση μιας φραντζόλας ψωμιού, μπορεί τουλάχιστον να τεθεί το ερώτημα (παρόλο που η απάντηση είναι κάπως προφανής) πού δημιουργήθηκε –στο φούρνο ή κατά την πράξη της αγοράς πάνω από τον πάγκο της πώλησης. Η αξία όμως δεν είναι πράγμα σαν τη φραντζόλα ψωμιού, αλλά κοινωνική σχέση που εμφανίζεται ως απτό χαρακτηριστικό του πράγματος. Η κοινωνική σχέση που εκφράζεται στην αξία και το μέγεθος της αξίας συγκροτείται στην παραγωγή και την κυκλοφορία, έτσι ώστε το ερώτημα του είδους “είτε/είτε” στερείται νοήματος. Το μέγεθος της αξίας δεν καθορίζεται ακόμα πριν την ανταλλαγή, αλλά και δεν αναδύεται συμπτωματικά κατά τη διάρκεια της πράξης της ανταλλαγής.»63

Αφού, κατά τον Χάινριχ, δεν υπάρχει αφηρημένη εργασία πριν τη σφαίρα της ανταλλαγής, τότε αυτονόητα δεν υπάρχει ούτε κοινωνική εργασία, ούτε καν εμπόρευμα πριν από αυτήν:

«Οι αξίες χρήσης μετατρέπονται σε εμπορεύματα μόλις μέσα στην ανταλλαγή και διαμέσου αυτής (…) Μόλις μέσα στην ανταλλαγή μετατρέπεται πραγματικά η ατομική εργασία σε κοινωνική εργασία, σε αξιοδημιουργό εργασία. Από αυτό απορρέει όμως, όπως ήδη έχει αναφερθεί πιο πάνω, ότι μόλις μέσα στην ανταλλαγή προσδίδεται στα εμπορεύματα αξία και αξιακό μέγεθος.»64

Τα βασικά επιχειρήματα του Χάινριχ είναι λοιπόν τα εξής: Πριν τη σφαίρα της κυκλοφορίας δεν υπάρχει αφηρημένη εργασία, ούτε κοινωνική εργασία, ούτε αξία, ούτε καν εμπόρευμα. Όλα αυτά εμφανίζονται στη σφαίρα της κυκλοφορίας, ενώ στη σφαίρα της παραγωγής υπάρχει μόνο συγκεκριμένη εργασία, ατομική εργασία, αξία χρήσης και προϊόν. Στη σφαίρα της παραγωγής δεν υπάρχει λοιπόν καμία κοινωνική συσχέτιση των εμπορευμάτων και των παραγωγών τους, αυτή εμφανίζεται μόλις στη σφαίρα της κυκλοφορίας. Συνεπώς, η αξία ταυτίζεται με την ανταλλακτική αξία, δεν υπάρχει διακριτά από τη μορφή εμφάνισής της και συνεπώς δεν μπορεί να γίνεται λόγος για αξία χωρίς να γίνεται λόγος για ανταλλακτική αξία και για χρήμα. Εξ ου και ο χαρακτηρισμός της μαρξικής θεωρίας από τον Χάινριχ και συνολικά τη Νέα Ανάγνωση ως «χρηματικής θεωρίας της αξίας».

Για τον Μαρξ, ωστόσο, είναι σαφές ότι «δεν κάνει το χρήμα σύμμετρα τα εμπορεύματα», αλλά και το γεγονός ότι αυτά αποτελούν «αντικειμενοποιημένη ανθρώπινη εργασία» και, συνεπώς, «το χρήμα σα μέτρο αξίας είναι η αναγκαία μορφή εμφάνισης του μέτρου της αξίας, του χρόνου εργασίας, που ενυπάρχει στα εμπορεύματα»65. Η ανάλυση του Μαρξ βασίζεται στο σαφή διαχωρισμό ανάμεσα στην ουσία της αξίας και την ποσότητά της που δημιουργείται στη σφαίρα της παραγωγής από τη μία, και στη μορφή της αξίας με την οποία εμφανίζεται αυτή η ουσία στη σφαίρα της κυκλοφορίας από την άλλη:

«Η ανάλυσή μας απέδειξε ότι η μορφή της αξίας ή η έκφραση του εμπορεύματος σαν αξία ξεπηδάει από τη φύση της αξίας του εμπορεύματος, και όχι αντίστροφα η αξία και το μέγεθος της αξίας από τον τρόπο της έκφρασής της σαν ανταλλακτική αξία. Και όμως, αυτή είναι η πλάνη και των εμποροκρατών και των σύγχρονων ζηλωτών τους, όπως του Φεριέ, του Γκανίλ κλπ., καθώς και των αντιπόδων τους, των σύγχρονων commis voyageurs [περιοδεύοντες πράκτορες] του ελεύθερου εμπορίου, όπως ο Μπαστιά και Σία (…) Γι’ αυτούς επομένως δεν υπάρχει ούτε αξία, ούτε μέγεθος της αξίας του εμπορεύματος έξω από την έκφραση που αποκτούν μέσα στην ανταλλακτική σχέση, δηλαδή μόνο στις στήλες του καθημερινού τιμολογίου των εμπορευμάτων (…) Γίνεται κατάδηλο ότι δε ρυθμίζει η ανταλλαγή το μέγεθος της αξίας του εμπορεύματος, αλλά αντίστροφα το μέγεθος της αξίας του εμπορεύματος ρυθμίζει τις ανταλλακτικές του σχέσεις.»66

Ταυτόχρονα, φυσικά, ο άναρχος χαρακτήρας της καπιταλιστικής αναπαραγωγής συνεπάγεται τη διαμεσολάβησή της από τη σφαίρα της κυκλοφορίας και, συνεπώς, την αμφίδρομη σχέση ανάμεσα στην ουσία και τη μορφή της αξίας. Σε κάθε περίπτωση, ο προσδιορισμός της θεωρίας της αξίας του Μαρξ με βάση όχι την ουσία της αξίας (εργασία), αλλά τη μορφή έκφρασης αυτής της ουσίας (χρήμα), δηλαδή η ίδια η προτίμηση του προσδιορισμού «χρηματική θεωρία της αξίας» έναντι του «εργασιακή θεωρία της αξίας», αποτελεί έκφραση της άρνησης της εργασίας κατά την παραγωγή των εμπορευμάτων ως ουσίας της αξίας.

Ο Σαντλ (Schandl) συνοψίζει με εύστοχο τρόπο τις απόψεις του Χάινριχ για την αξία. Σύμφωνα με αυτές, «στην αγορά δε θα εμφανίζονταν εμπορεύματα, αλλά προϊόντα. Σε εμπορεύματα θα μετατρέπονταν μόλις κατά την άμεση πράξη της ανταλλαγής. Το μόνο που θα μπορούσαν να κάνουν τα εμπορεύματα σύμφωνα με αυτήν την άποψη είναι να κυκλοφορούν και όχι πια να παράγονται. Η έννοια εμπορευματική παραγωγή δε θα είχε κανένα νόημα».

Αντίστοιχα, ο Σαντλ τονίζει τις εξής προεκτάσεις αυτής της άποψης:

«Η παραγωγή είναι σύμφωνα με τον Χάινριχ στην πραγματικότητα μια περιοχή ελεύθερη αξίας, μόνο στην αγορά φτιάχνεται το κεφάλαιο. Αφού ο εργαζόμενος αποκλείεται ως αξιοδημιουργός, τότε χάνει αναγκαστικά και η εργατική δύναμη την αξιοποιό της λειτουργία στην παραγωγική διαδικασία. Αν η αξία δεν έχει κανένα νόημα στην παραγωγή, τότε αυτό ισχύει και για την υπεραξία, και εξίσου για το κεφάλαιο ως αυτοαξιοποιούμενη αξία. Αυτό θα σήμαινε φυσικά ότι και η κατηγορία του εμπορευματοκατόχου καθίσταται αδύνατη, και μάλιστα παράλογη, αφού μόλις στην πράξη της πώλησης θα ανυψωνόταν αυτός σε τέτοιον για να χάσει αμέσως και πάλι αυτήν την ιδιότητα στην πράξη της ανταλλαγής. Με αυτόν τον τρόπο, ο καπιταλισμός ταυτίζεται με την οικονομία της αγοράς, η κυκλοφορία θα έπρεπε από εδώ και πέρα να γίνει το πραγματικό αντικείμενο της κριτικής του καπιταλισμού.» Πράγματι, η άρνηση της παραγωγής αξίας στη σφαίρα της παραγωγής δεν μπορεί να έχει άλλη κατάληξη από την εξάλειψη του ιδιαίτερου χαρακτηριστικού της καπιταλιστικής εκμετάλλευσης και δεν μπορεί παρά να καταλήξει στην εξίσωση «καπιταλισμός = οικονομία της αγοράς»67.

Πράγματι, προς τα κει τείνει η θεωρία του Χάινριχ για το κεφάλαιο. Πριν πάμε όμως στη θεωρία του για το κεφάλαιο, πρέπει να αναφερθούμε σε ένα –άμεσα συνδεόμενο με τη θεωρία της αξίας– ζήτημα, το ζήτημα της λογικής ή λογικο-ιστορικής ανάλυσης του κεφαλαίου.

 


ΣημειώσειςΣημειώσεις

* Ο Χρήστος Μπαλωμένος είναι μέλος της Ιδεολογικής Επιτροπής της ΚΕ του ΚΚΕ.

  1.  Michael Heinrich, «Engels’ Edition of the Third Volume of Capital and Marx’s Original Manuscripts», Science and Society, 60 (4), 1996-1997, σελ. 452-466.
  2. «7. Συμβολή στη διαπάλη µε την οπορτουνιστική και αστική προσπάθεια “σύγχρονων” ερμηνειών του μαρξισμού που συσκοτίζουν το επαναστατικό περιεχόμενό του, τη σημασία των αρχών του και τη μέθοδό του, µε βάση τη δήθεν “νέα” ανάγνωση του Μαρξ, που τον αντιπαραθέτουν στο έργο του Ένγκελς και του Λένιν» (Πολιτική Απόφαση 21ου Συνεδρίου του ΚΚΕ, σελ. 29).
  3. Με τον όρο «Δυτικός Μαρξισμός» δεν εννοείται εδώ συνολικά η μαρξιστική σκέψη στα δυτικά καπιταλιστικά κράτη, αλλά εκείνο το ρεύμα που έχει ως αφετηρία τους Λούκατς και Κορς στο Μεσοπόλεμο και φτάνει μέχρι την ανάλυση της λεγόμενης Σχολής της Φρανκφούρτης, του Αλτουσέρ και της Νέας Ανάγνωσης. Όπως θα γίνει κατανοητό και στη συνέχεια, παρά τις εσωτερικές διαφοροποιήσεις, πρόκειται για ένα ρεύμα με κοινές θεμελιακές αποδοχές. Ο όρος «Δυτικός Μαρξισμός» είναι εντελώς αδόκιμος, πρώτο, γιατί αυτός ο χώρος έχει θεμελιώδεις διαφοροποιήσεις από την ανάλυση του ίδιου του Μαρξ και, δεύτερο, γιατί οι περισσότεροι από τους ίδιους τους εκπροσώπους του θα θεωρούσαν το χαρακτηρισμό τους ως «μαρξιστές» ως εξαιρετικά στενό και άστοχο. Στο κείμενο, ο όρος αυτός θα χρησιμοποιείται μόνο στο βαθμό που είναι απαραίτητος για τον προσδιορισμό του συγκεκριμένου ρεύματος σκέψης και θα παρατίθεται πάντα σε εισαγωγικά για τους παραπάνω λόγους.
  4. Καρλ Μαρξ, Κριτική της Πολιτικής Οικονομίας, εκδ. Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα, 2010, σελ. 16-17.
  5. Μαρξ-Ένγκελς, Αλληλογραφία για «Το Κεφάλαιο», τόμ. Α΄, εκδ. Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα, 2019, σελ. 337-381.
  6. Ο Μαρξ χαρακτήρισε αυτό το άρθρο ως «μεγαλοφυές σχεδιάγραμμα για την κριτική των οικονομικών κατηγοριών» (Marx-Engels Werke, τόμ. 13, σελ. 10). Εκτός από αυτό το κείμενο του Ένγκελς, ιδιαίτερη εντύπωση προκάλεσε στον Μαρξ και το κείμενο του Ένγκελς που επίσης δημοσιεύτηκε στο μοναδικό πρώτο διπλό τεύχος του περιοδικού Γερμανογαλλικά Χρονικά και αφορούσε την κριτική του βιβλίου Past and Present του Τόμας Κάρλαϊλ (Thomas Carlyle). Το άρθρο αυτό γράφτηκε το 1843 και αποτέλεσε το προοίμιο της μελέτης του με τίτλο Η κατάσταση της εργατικής τάξης στην Αγγλία, την οποία ο Ένγκελς έγραψε το διάστημα Νοέμβρης 1844 - Μάρτης 1845.
  7. Ενδεικτικό είναι ότι τον Απρίλη του 1851 έγραφε: «Έχω ήδη προχωρήσει τόσο πολύ, που σε πέντε βδομάδες θα τελειώσω με όλες τις οικονομικές αηδίες (σ.σ.: εδώ εννοούνται τα έργα των χυδαίων αστών οικονομολόγων που διάβαζε στη βιβλιοθήκη του Βρετανικού Μουσείου και κρατούσε σημειώσεις). Et cela fait (σ.σ.: μόλις ξεμπερδέψω με αυτό), θα δουλέψω την Πολιτική Οικονομία στο σπίτι και στο Μουσείο θα ριχτώ σε κάποια άλλη επιστήμη» (Μαρξ-Ένγκελς, Αλληλογραφία για «Το Κεφάλαιο», τόμ. Α΄, εκδ. Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα, 2019, σελ. 64). Αντίστοιχα, σε μια άλλη επιστολή του τον Ιούνη του 1851 γράφει: «Βρίσκομαι συνήθως στο Βρετανικό Μουσείο από τις 9 το πρωί μέχρι τις 7 το βράδυ. Το υλικό που δουλεύω είναι τόσο διαβολικά εκτεταμένο, που, παρά την κοπιώδη προσπάθεια, δε θα καταφέρω να τελειώσω τη δουλειά πριν από 6-8 βδομάδες. Επιπλέον, προκύπτουν συνέχεια κάθε είδους πρακτικά εμπόδια, που είναι αναπόφευκτα στις άθλιες συνθήκες στις οποίες φυτοζωούμε εδώ. Όμως “παρ’ όλ’ αυτά και όλ’ αυτά”, η δουλειά προχωράει γρήγορα προς το τέλος» (Μαρξ-Ένγκελς, Αλληλογραφία για «Το Κεφάλαιο», τόμ. Α΄, εκδ. Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα, 2019, σελ. 65).
  8. Φυσικά, πρέπει να σημειώσουμε ότι, εκτός από την επικέντρωση στις οικονομικές μελέτες του, ο Μαρξ ασχολήθηκε κατά τη διάρκεια της ζωής του με μια πολύ ευρεία γκάμα θεωρητικών και πολιτικών ζητημάτων, ενώ για συγκεκριμένα χρονικά διαστήματα έπαιζε –κυρίως στο πλαίσιο της Διεθνούς Ένωσης Εργατών– και πρωταγωνιστικό ρόλο σε ζητήματα οργάνωσης της πάλης της διεθνούς εργατικής τάξης. Ενδεικτικά αναφέρουμε ότι το 1850 γράφει το έργο Οι ταξικοί αγώνες στη Γαλλία, το 1852 γράφει τη 18η Μπρυμαίρ του Λουδοβίκου Βοναπάρτη, από το 1852 έως το 1861 αρθρογραφούσε ως ευρωπαϊκός απεσταλμένος της αμερικανικής εφημερίδας New York Tribune, το 1871 γράφει τον Εμφύλιο πόλεμο στη Γαλλία, το 1875 γράφει την Κριτική στο Πρόγραμμα της Γκότα κλπ.
  9. Καρλ Μαρξ, Κριτική της Πολιτικής Οικονομίας, εκδ. Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα, 2010, σελ. 15.
  10. Μαρξ-Ένγκελς, Αλληλογραφία για «Το Κεφάλαιο», τόμ. Α΄, εκδ. Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα, 2019, σελ. 208.
  11. Βλ. Καρλ Μαρξ, Το Κεφάλαιο, τόμ. 3, εκδ. Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα, 1978, σελ. 4, και Μαρξ-Ένγκελς, Αλληλογραφία για «Το Κεφάλαιο», τόμ. Β΄, εκδ. Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα, 2020, σελ. 330-331.
  12. Μαρξ-Ένγκελς, Αλληλογραφία για «Το Κεφάλαιο», τόμ. Β΄, εκδ. Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα, 2020, σελ. 345.
  13. Marx-Engels Collected Works, τόμ. 47, σελ. 202.
  14. William Otto Henderson, The life of Friedrich Engels, Vol. 2, London: Routledge, 1976, σελ. 657.
  15. Την περίοδο που ακολούθησε το θάνατο του Μαρξ, ο Ένγκελς ολοκλήρωσε κι εξέδωσε τις μελέτες του για την Καταγωγή της οικογένειας, της ατομικής ιδιοκτησίας και του κράτους (1884), εξέδωσε το φιλοσοφικό του έργο Ο Λουδοβίκος Φόιερμπαχ και το τέλος της κλασικής γερμανικής φιλοσοφίας (1886), επιμελήθηκε την αγγλική μετάφραση του 1ου τόμου Του Κεφαλαίου (1887), παρακολουθούσε την «κολοσσιαία αύξηση της διεθνούς σοσιαλιστικής φιλολογίας», όπως έγραφε στον Πρόλογο του 3ου τόμου Του Κεφαλαίου, έγραψε δεκάδες άρθρα σε εφημερίδες και περιοδικά και Προλόγους σε εκδόσεις κειμένων του Μαρξ, ενώ είχε σταθερή επαφή μέσω αλληλογραφίας και διά ζώσης για θεωρητικά και πολιτικά ζητήματα με τους Λίμπκνεχτ, Μπέμπελ, Μπέρνσταϊν, Κάουτσκι στη Γερμανία, τον Άντλερ στην Αυστρία, τον Λαφάργκ στη Γαλλία, τον Τουράτι στην Ιταλία, την Ελέανορ Μαρξ και τον Άβελινγκ στην Αγγλία και τους Πλεχάνοφ, Ντάνιελσον και Βέρα Ζασούλιτς στη Ρωσία (William Otto Henderson, The life of Friedrich Engels, Vol. 2, London: Routledge, 1976, σελ. 657). Την ίδια περίοδο, ο Ένγκελς επιμελήθηκε την 3η και 4η γερμανική έκδοση του 1ου τόμου Του Κεφαλαίου, την αγγλική μετάφραση του 1ου τόμου, καθώς και μια σειρά μικρότερες εκδόσεις έργων του Μαρξ, όπως το Μισθωτή εργασία και κεφάλαιο και τη γερμανική έκδοση της Αθλιότητας της φιλοσοφίας (η οποία είχε γραφτεί από τον Μαρξ το 1847 στα γαλλικά).
  16. Μαρξ-Ένγκελς, ό.π., σελ. 246.
  17. Σε παρένθεση παρουσιάζονται οι τόμοι της έκδοσης MEGA στην οποία περιλαμβάνεται το κάθε χειρόγραφο.
  18. Η ιστορία των έργων και χειρογράφων των Μαρξ και Ένγκελς από το θάνατό τους μέχρι και τη συγκέντρωση μεγάλου μέρους τους από το Ινστιτούτο Μαρξ-Ένγκελς, αλλά και η πορεία τους κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου, έχει μια τεράστια και σχεδόν κινηματογραφική ιστορία, η οποία δεν μπορεί να παρουσιαστεί στο πλαίσιο αυτού του άρθρου.
  19. Jürgen Rojahn, «Publishing Marx and Engels after 1989: The fate of the MEGA», Critique, 29 (1), 2001.
  20. Ο «ιστορικός» χαρακτήρας μιας έκδοσης συνίσταται στην παράθεση του υλικού σε χρονολογική σειρά, ενώ ο «κριτικός» χαρακτήρας συνίσταται στην παρουσίαση της πορείας συγγραφής του κειμένου, των διορθώσεων και παραλλαγών σε διάφορες εκδόσεις και μεταφράσεις, καθώς και των ιδιόχειρων προσθηκών σε εκδομένα κείμενα. Μια «κριτική έκδοση» συμβάλλει στην καλύτερη κατανόηση της δημιουργίας και της ιστορικής μεταφοράς του κειμένου και των διάφορων εκδοχών του.
  21. Επίσης, κάθε τόμος της MEGA περιλαμβάνει –εκτός από το βασικό τόμο των σχετικών κειμένων– και έναν ακόμη τόμο-συμπλήρωμα (Apparat) με σχετική Εισαγωγή (σε όσους τόμους εκδόθηκαν πριν το 1993 η Εισαγωγή περιλαμβανόταν στο βασικό τόμο), στοιχεία για τις μαρτυρίες, καταλόγους παραλλαγών και μετατροπών του κειμένου, καταλόγους σχολίων ολοκλήρωσης και διορθώσεων, καταλόγους πηγών, άλλους καταλόγους κι ευρετήρια.
  22. Από εδώ και πέρα, όπου αναφέρουμε τη MEGA, θα εννοούμε τη MEGA2.
  23. Thomas Marxhausen, «“MEGA-MEGA” und kein Ende, UTOPIE kreativ», 189/190, 2006, σελ. 601-602.
  24. Ό.π., σελ. 602.
  25. Thomas Marxhausen, «“MEGA-MEGA” und kein Ende, UTOPIE kreativ», 189/190, 2006, σελ. 602-603.
  26. Στο δεύτερο μέρος αυτού του άρθρου θα γίνει μια σύντομη αναφορά στη συζήτηση γύρω από το λεγόμενο «πρόβλημα του μετασχηματισμού» (το οποίο στη διεθνή αρθρογραφία είναι γνωστό ως «transformation problem»), το οποίο αφορά την ανάλυση του Μαρξ για τη μετατροπή των αξιών σε τιμές παραγωγής, στον 3ο τόμο Του Κεφαλαίου.
  27. «Ο MEGA II/15 αποτελεί την πρώτη δημοσίευση της έκδοσης του [σ.σ.: τρίτου τόμου από τον] Ένγκελς που τεκμηριώνει στον τόμο-συμπλήρωμα σχεδόν πλήρως αυτές τις μεταβολές [σ.σ.: του Ένγκελς] και έτσι σημειώνει μια σημαντική πρόοδο σε σχέση με την έκδοση του τόμου 25 της MEW» (Michael Heinrich, «Begründungsprobleme. Zur Debatte über das Marxsche “Gesetz vom tendenziellen Fall der Profitrate”», Marx-Engels-Jahrbuch, 2006, σελ. 52). Ωστόσο, η έκδοση Marx Engels Werke (όπως και η έκδοση Marx Engels Collected Works) δεν έχει «ιστορικό-κριτικό» χαρακτήρα, δηλαδή δεν περιλαμβάνει τα μαρξικά χειρόγραφα του 3ου τόμου, δεν περιλαμβάνει τόμο-συμπλήρωμα και συνεπώς η οποιαδήποτε σύγκριση ανάμεσα στη MEW και τη MEGA όσον αφορά το βαθμό ανάδειξης των παρεμβάσεων του Ένγκελς είναι άνευ περιεχομένου.
  28. Riccardo Bellofiore και Roberto Fineschi, Re-reading Marx. New Perspectives after the Critical Edition, London: Palgrave Macmillan, 2009 σελ. 5.
  29. Ρεγγίνα Ροθ, «Η έκδοση Απάντων των Μαρξ-Ένγκελς (MEGA)», Ενθέματα (Κυριακάτικη Αυγή), 4.7.2010.
  30. Thomas Marxhausen, «MEGA-MEGA» und kein Ende, UTOPIE kreativ, 189/190, 2006, σελ. 597.
  31. Ό.π., σελ. 610.
  32. Ακόμα και σήμερα, η δεύτερη ενότητα της MEGA είναι η μοναδική από τις τέσσερις ενότητες της οποίας η έκδοση έχει ολοκληρωθεί.
  33. Οι δύο θεμελιωτές της Νέας Ανάγνωσης, Μπάκχαους και Ράιχελτ, υπήρξαν αμφότεροι μαθητές του Τ. Αντόρνο (Τ. Adorno), ο οποίος ήταν ένα από τα πιο επιφανή μέλη της λεγόμενης Σχολής της Φρανκφούρτης.
  34. Πρέπει να σημειωθεί ότι, παρά τις διαφορές ανάμεσα στη «χεγκελιανή» συνιστώσα του «Δυτικού Μαρξισμού» (βλ. κυρίως τη λεγόμενη Σχολή της Φρανκφούρτης) και την «αντιχεγκελιανή» συνιστώσα του [βλ. Αλτουσέρ, Ντελά Βόλπε (Della Volpe), Κολέτι (Colletti), κ.ά.], τα χαρακτηριστικά που ακολουθούν στο κείμενο αποτελούν –σχεδόν στο σύνολό τους– κοινές αποδοχές.
  35. Τέτοιοι ήταν οι Χέγκελ (Hegel), Καντ (Kant), Βέμπερ (Weber), Ζίμελ (Simmel), Κίρκεγκορ (Kierkegaard), Μπασλάρ (Bachelard), Κανγκίλ (Canguihem), Λακάν (Lacan) κ.ά. Φυσικά, το πρόβλημα δεν είναι οι επιρροές από άλλους, ακόμα και αστούς, φιλοσόφους (πουθενά άλλωστε δεν υπάρχει παρθενογένεση, ενώ και οι Μαρξ - Ένγκελς είχαν τέτοιες επιρροές), αλλά το γεγονός ότι αυτές οι επιρροές δε «χωνεύτηκαν» μονιστικά, αλλά συνυπάρχουν εκλεκτικιστικά δίπλα στο μαρξισμό κατά την προσέγγιση τόσο της μεθόδου όσο και άλλων επιμέρους θεωρητικών πεδίων ή, ακόμα χειρότερα, ότι αυτές οι –κατά κύριο λόγο ιδεαλιστικές– θεωρήσεις προβάλλονται ως «διόπτρα» μέσω της οποίας πρέπει να κατανοείται και να «αναγνώσκεται» ο μαρξισμός.
  36. Πρέπει να σημειώσουμε ότι, παρόλο που συγγραφέας του είναι ο Ένγκελς, το Αντι-Ντίρινγκ, που εκδόθηκε το 1878, φέρει στο μέγιστο βαθμό το στίγμα του Μαρξ. Ο Μαρξ είναι εκείνος που πίεσε τον Ένγκελς να το γράψει, συμμετείχε στο σχεδιασμό της έκδοσης, βοήθησε τον Ένγκελς να συγκεντρώσει το απαραίτητο υλικό, έγραψε ένα κεφάλαιο γι’ αυτό («Από την ‘‘Κριτική Ιστορία’’») και, τέλος, διάβασε κι ενέκρινε το χειρόγραφο (βλ. Φρ. Ένγκελς, Αντι-Ντίρινγκ, εκδ. Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα, 2006, σελ. 12). Επίσης, ο Μαρξ δεν υποστήριξε και συνέβαλε απλώς στην έκδοση του Αντι-Ντίρινγκ, αλλά και προλόγισε τη γαλλική έκδοση της Εξέλιξης του σοσιαλισμού από την ουτοπία στην επιστήμη, δηλαδή του έργου που αποτελεί μια εκλαϊκευμένη σύνοψη του Αντι-Ντίρινγκ και βασίζεται στο υλικό τριών από τα κεφάλαιά του. Εκεί, ο Μαρξ σημειώνει για το Αντι-Ντίρινγκ και για την Εξέλιξη του σοσιαλισμού από την ουτοπία στην επιστήμη: «Τη νέα σειρά άρθρων στην οποία [σ.σ.: ο Ένγκελς] έδωσε τον ειρωνικό τίτλο “Ο κύριος Ντίρινγκ και η ανατροπή της επιστήμης” (σε απάντηση των δήθεν νέων θεωριών του κυρίου Όιγκεν Ντίρινγκ για την επιστήμη γενικά αλλά και για το σοσιαλισμό ειδικά), την έστειλε στη Vorwärts. Αυτή η σειρά συγκεντρώθηκε σε έναν τόμο και είχε μεγάλη επιτυχία στους Γερμανούς σοσιαλιστές. Στην παρούσα μπροσούρα παρουσιάζουμε τα πιο σημαντικά αποσπάσματα από το θεωρητικό μέρος του βιβλίου, τα οποία αποτελούν κατά κάποιον τρόπο μια εισαγωγή στον επιστημονικό σοσιαλισμό» (Marx Engels Werke, τόμ. 19, σελ. 185).
  1. Το μεγαλύτερο μέρος των χειρόγραφων που το 1925 εκδόθηκαν για πρώτη φορά (στην ΕΣΣΔ) ως Διαλεκτική της Φύσης, ο Ένγκελς το είχε γράψει την περίοδο 1873-1883, δηλαδή την περίοδο που όχι απλά ζούσε ο Μαρξ, αλλά και ο Ένγκελς είχε μετακομίσει στο Λονδίνο, πολύ κοντά στο σπίτι του Μαρξ, με συνέπεια οι δύο φίλοι και συνεργάτες να έχουν καθημερινή επαφή και συζήτηση για όλα τα ζητήματα. Επίσης, από τη μεταξύ τους αλληλογραφία είναι επιβεβαιωμένο ότι ο Μαρξ γνώριζε αυτές τις εργασίες του Ένγκελς και –παρόλο που με βάση το μεταξύ τους καταμερισμό, ο Μαρξ δεν ασχολούνταν πάρα πολύ στην τελευταία περίοδο της ζωής του με αυτά τα ζητήματα– ανταποκρινόταν περιοδικά θετικά στις σχετικές έρευνες του Ένγκελς, ενώ δεν έχει διατυπώσει καμία ένσταση ενάντια στην «επέκταση», όπως θα έλεγαν οι εκπρόσωποι της Νέας Ανάγνωσης, της διαλεκτικής στη φύση.
  2. Φρ. Ένγκελς, Αντι-Ντίρινγκ, εκδ. Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα, 2006, σελ. 146-147.
  3. Ingo Elbe, Marx im Westen. Die neue Marx-Lektüre in der Bundesrepublik seit 1965, Akademie Verlag, Berlin, 2010, σελ. 12.
  4. Ingo Elbe, Marx im Westen. Die neue Marx-Lektüre in der Bundesrepublik seit 1965, Akademie Verlag, Berlin, 2010, σελ. 14.
  5. Ό.π., σελ. 28.
  6. Ingo Elbe, Marx im Westen. Die neue Marx-Lektüre in der Bundesrepublik seit 1965, Akademie Verlag, Berlin, 2010, σελ. 32.
  7. Holger Wendt, «Λογικά; Ιστορικά; Λογικο-ιστορικά!», Κομμουνιστική Επιθεώρηση, τεύχ. 6/2018, σελ. 129-148.
  8. Για μια σειρά σύγχρονες απόψεις για Το Κεφάλαιο που συνδέονται άμεσα ή έμμεσα με τη Νέα Ανάγνωση ή/και με τα πρόδρομά της ρεύματα, βλ. και Μαγγανάς Γιώργος, «Νέες περιπέτειες “Του Κεφαλαίου” στην Ελλάδα», ΚΟΜΕΠ, τεύχ. 4/2017.
  9. Michael Heinrich, Die Wissenschaft vom Wert. Die Marxsche Kritik der politischen Ökonomie zwischen wissenschaftlicher Revolution und klassischer Tradition, Westfälisches Dampfboot, Münster, 2006, σελ. 198.
  10. Ό.π., σελ. 198.
  11. «Τόσο η κλασική πολιτική οικονομία όσο και η οριακή θεωρία πραγματεύονται πάντα την ανταλλαγή εμπορευμάτων μόνο ως μία πράξη ανάμεσα σε δύο ατομικούς κατόχους εμπορευμάτων. Και για τα δύο [σ.σ.: θεωρητικά] παραδείγματα στο προσκήνιο βρίσκεται το ερώτημα του ποσοτικού προσδιορισμού της ανταλλακτικής σχέσης, και στα δύο αυτό το ερώτημα απαντιέται μέσω της προσφυγής στην ανθρωπολογία. Η ήδη προϋποτιθέμενη στην ανταλλαγή ισοδυναμία δεν αναγνωρίζεται ως θεωρητικό πρόβλημα, αλλά γίνεται απλά αποδεκτή ως εμπειρικό δεδομένο. Παρά τη διαφορά στο περιεχόμενό τους, η ‘‘αντικειμενική’’ θεωρία της αξίας των κλασικών και η ‘‘υποκειμενική’’ θεωρία της αξίας των οριακών ταυτίζονται στην ατομικιστική ανθρωπολογική δομή του λόγου τους» (Ό.π., σελ. 206). Η οριακή ανάλυση αποτελεί τη βάση μιας σειράς χυδαίων αστικών οικονομικών θεωριών όπως η –κυρίαρχη σήμερα– «νεοκλασική θεωρία» και η λεγόμενη «αυστριακή θεωρία». Θεμέλιό της αποτελεί η απόρριψη όλων των μορφών «εργασιακής θεωρίας της αξίας» (συμπεριλαμβανομένων αυτών της αστικής κλασικής πολιτικής οικονομίας) και η υποστήριξη της υποκειμενικής θεωρίας της αξίας, με βάση την οποία οι τιμές των εμπορευμάτων καθορίζονται στη βάση της «οριακής χρησιμότητας» που απορρέει από την κατανάλωσή τους.
  1. Για έναν εύστοχο προσδιορισμό του «χυδαίου» χαρακτήρα της αστικής πολιτικής οικονομίας από τα τέλη του 19ου αιώνα και έπειτα βλ. Καρλ Μαρξ, Το Κεφάλαιο, τόμ. 1, εκδ. Σύγχρονη Εποχή, σελ. 94 (υποσ. 32).
  2. Σε όλη αυτήν την εκτίμηση είναι παραπάνω από εμφανής η ανάλυση του Αλτουσέρ περί «επιστημολογικής τομής» ανάμεσα στον πρώιμο και τον ύστερο Μαρξ, περί νέας «προβληματικής» στον ύστερο Μαρξ, περί «επιφανειακής και διφορούμενης» κριτικής του Μαρξ στην κλασική πολιτική οικονομία, περί «ημιτελούς κρίσης του Μαρξ για τον ίδιο τον εαυτό του» (Λουί Αλτουσέρ, Για τον Μαρξ, εκδ. Γράμματα, Αθήνα, 1978, σελ. 304), περί της ανάγκης μιας «συμπτωματικής» ανάγνωσης του Μαρξ η οποία θα πηγαίνει πέρα από το ίδιο το γράμμα του έργου του και θα «φανερώνει το αφανές στο κείμενο» (Λουί Αλτουσέρ, ό.π., σελ. 35), θα το ανακατασκευάζει αναδεικνύοντας «ότι δεν μπορεί ακόμη να έχει παρά υπαινικτική και πρακτική μορφή ύπαρξης» (Λουί Αλτουσέρ, ό.π., σελ. 41). Επίσης, είναι εμφανής η ανάλυση του Αλτουσέρ περί των «θεωρητικών πεδίων», που βασίζεται σε μια καθαρά ιδεαλιστική γνωσιοθεωρία, σύμφωνα με την οποία το κάθε θεωρητικό πεδίο προσδιορίζεται ως προς κάποιες δικές του θεμελιώδεις θεωρητικές αποδοχές και όχι ως προς εκείνο το πεδίο της αντικειμενικής πραγματικότητας το οποίο προσπαθεί να ερμηνεύσει. Ως συνέπεια, η ορθότητα της γνώσης θεωρείται ότι δεν επιβεβαιώνεται από την πράξη, από την ενεργητική αλληλεπίδραση του ανθρώπου με τον κόσμο, αλλά από παράγοντες εσωτερικούς της γνώσης. Η υιοθέτηση από τη Νέα Ανάγνωση, και ακόμα περισσότερο από τον Χάινριχ, της ανάλυσης του Αλτουσέρ περί εσωτερικού κριτηρίου της αλήθειας μιας θεωρίας και η άρνηση του γεγονότος ότι κάθε θεωρία κρίνεται από την ικανότητά της να ερμηνεύει την αντικειμενική πραγματικότητα οδηγεί τη Νέα Ανάγνωση να βαφτίζει «εμπειρισμό» σχεδόν οτιδήποτε μπορεί να επιβεβαιωθεί από την ίδια την πράξη ή να μετρηθεί ποσοτικά.
  3. Hans-Georg Backhaus, Dialektik der Wertform. Untersuchungen zur Marxschen Ökonomiekritik, 1997, Freiburg: Ça Ira.
  4. Michael Heinrich, «Engels’ Edition of the Third Volume of “Capital” and Marx’s Original Manuscript», Science & Society, 60 (4), 1996-1997, σελ. 452-466.
  5. Michael Heinrich, Die Wissenschaft vom Wert. Die Marxsche Kritik der politischen Ökonomie zwischen wissenschaftlicher Revolution und klassischer Tradition, Westfälisches Dampfboot, Münster, 2006, σελ. 198.
  6. Hans-Georg Backhaus, Dialektik der Wertform. Untersuchungen zur Marxschen Ökonomiekritik, Freiburg: Ça ira, 1997, σελ. 42.
  7. Helmut Reichelt, Zur logischen Struktur des Kapitalbegriffs bei Karl Marx, Frankfurt am Main: Europäische Verlagsanstalt, 1973, σελ. 16.
  8. Hans-Georg Backhaus, ό.π., σελ. 94.
  9. Michael Heinrich, Die Wissenschaft vom Wert. Die Marxsche Kritik der politischen Ökonomie zwischen wissenschaftlicher Revolution und klassischer Tradition, Westfälisches Dampfboot, Münster, 2006, σελ. 202.
  10. Michael Heinrich, Die Wissenschaft vom Wert. Die Marxsche Kritik der politischen Ökonomie zwischen wissenschaftlicher Revolution und klassischer Tradition, Westfälisches Dampfboot, Münster, 2006, σελ. 208.
  11. Michael Heinrich, ό.π., σελ. 211.
  12. Michael Heinrich, Die Wissenschaft vom Wert. Die Marxsche Kritik der politischen Ökonomie zwischen wissenschaftlicher Revolution und klassischer Tradition, Westfälisches Dampfboot, Münster, 2006, σελ. 211-212.
  13. Michael Heinrich, An Introduction to the Three Volumes of Karl Marx’s Capital, Monthly Review Press, New York, 2012, σελ. 50-51.
  14. Καρλ Μαρξ, Το Κεφάλαιο, τόμ. 1, εκδ. Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα, 2002, σελ. 53-54.
  15. Ό.π., σελ. 60.
  16. Michael Heinrich, An Introduction to the Three Volumes of Karl Marx’s Capital, Monthly Review Press, New York, 2012, σελ. 54-55.
  17. Michael Heinrich, Die Wissenschaft vom Wert. Die Marxsche Kritik der politischen Ökonomie zwischen wissenschaftlicher Revolution und klassischer Tradition, Westfälisches Dampfboot, Münster, 2006, σελ. 232.
  18. Καρλ Μαρξ, Το Κεφάλαιο, τόμ. 1, εκδ. Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα, 2002, σελ. 107.
  19. Ό.π., σελ. 74-75 και 77.
  20. Franz Schandl, «Was Wert ist. Notizen zu Michael Heinrichs ‘‘Untergang des Kapitalismus?’’. Antikritik und Konkretisierung. Inklusive insistierender Marx-Exegese. Exklusive Gebrauchwert», Streifzüge, 2/1999.