Έχοντας κατά νου τα παραπάνω, θα επιχειρήσουμε να δούμε τι ακριβώς σημαίνουν για τη θεωρία της αξίας, δηλαδή για τον «πυρήνα» της ανάλυσης του Μαρξ Στο Κεφάλαιο. Η ανοιχτή κριτική στη θεωρία της αξίας όπως διατυπώνεται Στο Κεφάλαιο αποτελεί, άλλωστε, το εφαλτήριο της επίθεσης της Νέας Ανάγνωσης σε πολλά ακόμη σημεία της ανάλυσης του Μαρξ και στους τρεις τόμους Του Κεφαλαίου.
Ο Χάινριχ σημειώνει ότι «η κριτική που ασκείται [σ.σ.: από τη Νέα Ανάγνωση] στη μαρξική θεωρία της αξίας αναφέρεται κυρίως στην παρουσίασή της στο πρώτο κεφάλαιο Του Κεφαλαίου»52. Αντίστοιχα, ο Μπάκχαους εκφράζει την άποψη ότι «ο Μαρξ δεν άφησε πίσω του μια ολοκληρωμένη μορφή της θεωρίας της αξίας».
Ο Μπάκχαους ξεχωρίζει τέσσερις εκδοχές της θεωρίας της αξίας με διαφορές μεταξύ τους, οι οποίες έγιναν από τον Μαρξ μετά από πιέσεις του Ένγκελς και του Κούγκελμαν (Kugelmann) για απλοποίηση του πρώτου μέρους Του Κεφαλαίου. Αυτές οι εκδοχές βρίσκονται στην Κριτική της Πολιτικής Οικονομίας, στην 1η έκδοση του 1ου τόμου Του Κεφαλαίου, στο εκλαϊκευμένο παράρτημα για την αξία σε αυτήν την πρώτη έκδοση και, τέλος, στη 2η έκδοση Του Κεφαλαίου. Το συμπέρασμά του είναι ότι «παραμένει λοιπόν για την έρευνα γύρω από τον Μαρξ το επιτακτικό καθήκον να ανακατασκευαστεί το όλον της θεωρίας της αξίας από τις περισσότερο ή λιγότερο αποσπασματικές παρουσιάσεις και τις πολυάριθμες, σε άλλα έργα διασκορπισμένες, μεμονωμένες σημειώσεις»53.
Αντίστοιχα, ο συνιδρυτής της Νέας Ανάγνωσης, Ράιχελτ, υποστηρίζει με τον εξής τρόπο την προτίμησή του για τα Grundrisse σε σχέση με το πιο ύστερο Κεφάλαιο: «Εδώ [σ.σ.: στα Grundrisse] φαίνεται πιο καθαρά απ’ ό,τι Στο Κεφάλαιο ότι ο “δυσνοητός χεγκελιανός τρόπος έκφρασης” αποτελεί συστατικό μέρος της μαρξικής κριτικής. Η διαπλοκή των θεμάτων τα οποία παραδοσιακά αποδίδονται στην οικονομική επιστήμη και μιας προσανατολισμένης στη χεγκελιανή λογική μορφής παρουσίασης αυτών των θεμάτων είναι εδώ τόσο στενή, που δεν μπορεί κανείς καν να διανοηθεί την αποκοπή του ενός από το άλλο. Η συνολική παρουσίαση του οικονομικού συστήματος επιδεικνύει έναν ανώτατο βαθμό εκλεπτυσμένων μεθοδολογικών και συστηματικών σκέψεων, ωστόσο είναι αδύνατο να διαχωρίσει κανείς έστω και μερικές σκέψεις και να τις παρουσιάσει χωριστά χωρίς να παραβιάσει την ουσία τους και να τους προσδώσει τη μορφή δογμάτων.»54
Σε τι συνίσταται όμως, σύμφωνα με τη Νέα Ανάγνωση, η παρανόηση της θεωρίας της αξίας όπως αυτή διατυπώνεται Στο Κεφάλαιο;
Ο Μπάκχαους διατυπώνει πρώτος μια θέση που θα στιγματίσει τη Νέα Ανάγνωση και θα αναπτύξει στη συνέχεια και ο Χάινριχ: «Η μαρξική θεωρία της αξίας συλλαμβάνεται ως κριτική των προχρηματικών θεωριών για την αξία –ουσιαστικά είναι χρηματική θεωρία, και αυτό ήδη από το επίπεδο παρουσίασης της απλής κυκλοφορίας.»55
Άρα, η βασική θέση της Νέας Ανάγνωσης για τη θεωρία της αξίας είναι ότι αυτή αποτελεί χρηματική θεωρία της αξίας. Τι μπορεί να σημαίνει αυτός ο προσδιορισμός της;
Με τον προσδιορισμό της ως χρηματικής, ο Χάινριχ βάζει ρητά στο στόχαστρο την αντίληψη της θεωρίας της αξίας ως εργασιακής θεωρίας της αξίας, δηλαδή την αντίληψη ότι «οι ανταλλακτικές αναλογίες των εμπορευμάτων καθορίζονται από το χρόνο εργασίας που ξοδεύτηκε για την παραγωγή τους»56. Όπως διευκρινίζει περαιτέρω: «Η παρουσίαση της ειδικά κοινωνικής μορφής της εργασίας, όπως αυτή εκφράζεται στις διάφορες οικονομικές εκφάνσεις από την εμπορευματική μορφή του εργασιακού προϊόντος μέχρι το κέρδος και τον τόκο, αποτελεί τον πραγματικό πυρήνα της μαρξικής εργασιακής θεωρίας της αξίας. Αν, αντίθετα, η μαρξική θεωρία της αξίας κατανοηθεί ως μια ποσοτική θεωρία της μάζας της εργασίας, της οποίας το ουσιαστικό καθήκον είναι να αποδείξει ότι το κέρδος μπορεί να αποδοθεί σε μια καθορισμένη ποσότητα απλήρωτης εργασίας (…), τότε ο Μαρξ μειώνεται στο θεωρητικό επίπεδο ενός “σοσιαλιστή ρικαρντιανού”. Ο Μαρξ θέτει όμως το πολύ πιο θεμελιώδες ερώτημα, με ποιον τρόπο παράγεται σε μια κοινωνία ατομικών παραγωγών μια συνεκτική κοινωνική σύνδεση.»57
Τι μπορεί να σημαίνουν αλήθεια όλα αυτά; Το γεγονός ότι η θεωρία της αξίας έχει πράγματι μια σειρά ποιοτικές πλευρές –που συνδέονται με τις διάφορες κοινωνικές μορφές (εμπόρευμα, κέρδος, τόκος κλπ.) που παίρνει η εργασία στον καπιταλισμό– εξαφανίζει την ποσοτική πλευρά της; Δεν αποτελεί το κέρδος μορφή εμφάνισης της υπεραξίας, δηλαδή μιας «καθορισμένης ποσότητας απλήρωτης εργασίας»; Δεν αποτελεί η εργασία (και η ποσότητά της) στον καπιταλισμό την ουσία των –τόσο σπουδαίων για τον Χάινριχ και τη Νέα Ανάγνωση– αξιακών μορφών; Αυτές οι μορφές είναι αυθυπόστατες;
Η απάντηση στα παραπάνω ερωτήματα βρίσκεται στο ότι ο Χάινριχ χαρακτηρίζει ως «εμπειρισμό» και «νατουραλισμό» την αποδοχή ότι αξία είναι ο κοινωνικά αναγκαίος χρόνος εργασίας που απαιτείται για την παραγωγή ενός εμπορεύματος. Σύμφωνα με αυτόν, ο προσδιορισμός της αφηρημένης εργασίας ως ξόδεμα ανθρώπινης εργατικής δύναμης είναι λαθεμένος γιατί, αν ίσχυε, θα ήταν οι φυσικές, και όχι οι κοινωνικές, ιδιότητες της εργασίας αυτές που θα βρίσκονταν πίσω από την αφηρημένη εργασία και συνεπώς από την αξία. Στη βάση αυτής της αντίληψης, στα δύο πρώτα υποκεφάλαια του πρώτου κεφαλαίου του 1ου τόμου Του Κεφαλαίου, ο Χάινριχ βλέπει «“νατουραλιστικά’’ στοιχεία στον ορισμό της αφηρημένης εργασίας»58.
Αυτή η απόλυτη διάκριση ανάμεσα στις φυσικές και στις κοινωνικές ιδιότητες της εργασίας αποτελεί μόνιμο συνοδοιπόρο της σκέψης του Χάινριχ. Ο Μαρξ, όμως, όχι μόνο δεν αντιπαραβάλλει, αλλά θέτει συμπληρωματικά αυτές τις δύο ιδιότητες, όπως φαίνεται και από τα αποσπάσματα που προκαλούν ξανά και ξανά την αντίδραση του Χάινριχ. Με άλλα λόγια, ο Μαρξ ισχυρίζεται ότι η δαπάνη εργασίας με τη φυσική («νατουραλιστική», κατά την ορολογία της Νέας Ανάγνωσης) έννοια αποτελεί πράγματι τη βάση της κοινωνικής ιδιότητας της παραγωγής αξίας, αλλά μόνο όταν αυτή λαμβάνει χώρα στο πλαίσιο της εμπορευματικής παραγωγής.
Ο στόχος της πλήρους αποκοπής από τον Χάινριχ της φυσικής από την κοινωνική πλευρά της αφηρημένης εργασίας είναι η πλήρης αποκοπή της έννοιας της αφηρημένης εργασίας από την παραγωγή. Όπως σημειώνει:
«Το ότι η αφαίρεση της εργασίας δεν αποτελεί φυσική ιδιότητα, αλλά μια κοινωνική ιδιότητα της εργασίας, το ότι πρόκειται για μια αφαίρεση από τη διαφορετικότητα των εργασιών που πραγματοποιείται στην ανταλλαγή (έμφαση Χ.Μ.), δεν είναι σαφές στα δύο πρώτα υποκεφάλαια του πρώτου κεφαλαίου Του Κεφαλαίου.»59
Ακόμα πιο συγκεκριμένα, αναφέρει για την αφηρημένη εργασία: «Αντίστοιχα, είναι η ανταλλαγή αυτή που πραγματοποιεί την αφαίρεση που βρίσκεται κάτω από την αφηρημένη εργασία (…). Αλλά τότε η αφηρημένη εργασία δεν μπορεί να μετρηθεί σε όρους ωρών εργασίας. Κάθε ώρα εργασίας που μετριέται με το ρολόι είναι μία ώρα μίας ιδιαίτερης συγκεκριμένης εργασιακής πράξης, που ξοδεύεται από ένα ιδιαίτερο άτομο, ανεξάρτητα από το αν το προϊόν ανταλλάσσεται. Η αφηρημένη εργασία, από την άλλη μεριά, δεν μπορεί καθόλου να “ξοδευτεί”. Η αφηρημένη εργασία είναι λοιπόν μια σχέση κοινωνικής επικύρωσης (Geltungsverhältnis) που συντελείται στην ανταλλαγή. Στην ανταλλαγή, οι συγκεκριμένες ενέργειες της δαπανημένης εργασίας μετράνε σα μια συγκεκριμένη ποσότητα αφηρημένης εργασίας που συγκροτεί την αξία ή επικυρώνονται ως μια συγκεκριμένη ποσότητα αφηρημένης εργασίας και έτσι ως ένα στοιχείο της συνολικής εργασίας της κοινωνίας.»60
Αντίθετα με τον Χάινριχ, ο Μαρξ σημείωνε:
«H ποσότητα της ίδιας της εργασίας όμως μετριέται με τη χρονική της διάρκεια, με το χρόνο εργασίας, και ο χρόνος εργασίας με τη σειρά του έχει για μέτρο ορισμένες υποδιαιρέσεις του χρόνου, όπως την ώρα, τη μέρα κλπ. (…) Επομένως το μέγεθoς της αξίας μιας ορισμένης αξίας χρήσης καθορίζεται μόνο από την ποσότητα της κοινωνικά αναγκαίας εργασίας ή από το χρόνο εργασίας που είναι κοινωνικά αναγκαίος για την παραγωγή της (…). Γι’ αυτό, τα εμπορεύματα που περιέχουν τις ίδιες ποσότητες εργασίας, ή που μπορούν να παραχθούν στον ίδιο χρόνο εργασίας, έχουν το ίδιο μέγεθoς αξίας.»61
Συνεπώς, αυτό που ο Χάινριχ διαβλέπει ως ασάφεια στα δύο πρώτα υποκεφάλαια του 1ου τόμου Του Κεφαλαίου δεν είναι τίποτε άλλο από τη σαφή διαφωνία του Μαρξ με την άποψη του Χάινριχ ότι η αφηρημένη εργασία δεν υπάρχει (και συνεπώς η αξία δεν παράγεται) στη σφαίρα της παραγωγής. Στα δύο πρώτα υποκεφάλαια ο Μαρξ μελετά την ουσία και το μέγεθος της αξίας, ενώ στο τρίτο υποκεφάλαιο μελετά τον «τρόπο έκφρασης» αυτής της ουσίας, δηλαδή τη μορφή της αξίας, δηλαδή την ανταλλακτική αξία και το χρήμα.
Ο Χάινριχ βλέπει λάθη και ανεπάρκειες στη σχέση ανάμεσα σε αυτά τα υποκεφάλαια ακριβώς επειδή ο ίδιος ταυτίζει την αξία με την ανταλλακτική αξία, ταυτίζει την αξία με την τιμή. Για τον Μαρξ είναι καθαρό ότι η αξία και η ανταλλακτική αξία δεν μπορούν να ταυτίζονται, ενώ κατά κανόνα αποκλίνουν και ποσοτικά μεταξύ τους (σε αυτήν την απόκλιση βασίζεται άλλωστε και ο σχηματισμός του μέσου ποσοστού κέρδους και των τιμών παραγωγής). Γι’ αυτόν είναι επίσης καθαρό ότι η εργασία είναι σε κάθε στιγμή ταυτόχρονα και συγκεκριμένη και αφηρημένη, και συνεπώς η αξία περιλαμβάνεται στην αξία χρήσης του εμπορεύματος πριν αυτό πραγματοποιηθεί ως ανταλλακτική αξία, δηλαδή πριν πωληθεί:
«Κάθε εργασία είναι, από τη μία, ξόδεμα ανθρώπινης εργατικής δύναμης με τη φυσιολογική έννοια, και με αυτήν την ιδιότητα, της όμοιας ανθρώπινης ή αφηρημένης ανθρώπινης εργασίας, αποτελεί την αξία του εμπορεύματος. Κάθε εργασία είναι, από την άλλη, ξόδεμα ανθρώπινης εργατικής δύναμης με την ιδιαίτερη καθορισμένα σκόπιμη μορφή και με την ιδιότητα αυτή, της συγκεκριμένης ωφέλιμης εργασίας, παράγει αξίες χρήσης.»62
Η παραπάνω ανάλυση του Χάινριχ αποκρυσταλλώνεται στην ξεκάθαρα διατυπωμένη θέση ότι η αξία δεν παράγεται στη σφαίρα της παραγωγής εμπορευματικών αξιών χρήσης:
«Ωστόσο, ακόμα και το ερώτημα αν η αξία και το μέγεθος της αξίας καθορίζονται στη σφαίρα της παραγωγής ή στη σφαίρα της κυκλοφορίας (τη σφαίρα των αγορών και των πωλήσεων) είναι το προϊόν μιας μοιραίας απλοποίησης. Η αξία δεν είναι απλώς “εκεί” αφότου “παράχθηκε” κάπου. Στην περίπτωση μιας φραντζόλας ψωμιού, μπορεί τουλάχιστον να τεθεί το ερώτημα (παρόλο που η απάντηση είναι κάπως προφανής) πού δημιουργήθηκε –στο φούρνο ή κατά την πράξη της αγοράς πάνω από τον πάγκο της πώλησης. Η αξία όμως δεν είναι πράγμα σαν τη φραντζόλα ψωμιού, αλλά κοινωνική σχέση που εμφανίζεται ως απτό χαρακτηριστικό του πράγματος. Η κοινωνική σχέση που εκφράζεται στην αξία και το μέγεθος της αξίας συγκροτείται στην παραγωγή και την κυκλοφορία, έτσι ώστε το ερώτημα του είδους “είτε/είτε” στερείται νοήματος. Το μέγεθος της αξίας δεν καθορίζεται ακόμα πριν την ανταλλαγή, αλλά και δεν αναδύεται συμπτωματικά κατά τη διάρκεια της πράξης της ανταλλαγής.»63
Αφού, κατά τον Χάινριχ, δεν υπάρχει αφηρημένη εργασία πριν τη σφαίρα της ανταλλαγής, τότε αυτονόητα δεν υπάρχει ούτε κοινωνική εργασία, ούτε καν εμπόρευμα πριν από αυτήν:
«Οι αξίες χρήσης μετατρέπονται σε εμπορεύματα μόλις μέσα στην ανταλλαγή και διαμέσου αυτής (…) Μόλις μέσα στην ανταλλαγή μετατρέπεται πραγματικά η ατομική εργασία σε κοινωνική εργασία, σε αξιοδημιουργό εργασία. Από αυτό απορρέει όμως, όπως ήδη έχει αναφερθεί πιο πάνω, ότι μόλις μέσα στην ανταλλαγή προσδίδεται στα εμπορεύματα αξία και αξιακό μέγεθος.»64
Τα βασικά επιχειρήματα του Χάινριχ είναι λοιπόν τα εξής: Πριν τη σφαίρα της κυκλοφορίας δεν υπάρχει αφηρημένη εργασία, ούτε κοινωνική εργασία, ούτε αξία, ούτε καν εμπόρευμα. Όλα αυτά εμφανίζονται στη σφαίρα της κυκλοφορίας, ενώ στη σφαίρα της παραγωγής υπάρχει μόνο συγκεκριμένη εργασία, ατομική εργασία, αξία χρήσης και προϊόν. Στη σφαίρα της παραγωγής δεν υπάρχει λοιπόν καμία κοινωνική συσχέτιση των εμπορευμάτων και των παραγωγών τους, αυτή εμφανίζεται μόλις στη σφαίρα της κυκλοφορίας. Συνεπώς, η αξία ταυτίζεται με την ανταλλακτική αξία, δεν υπάρχει διακριτά από τη μορφή εμφάνισής της και συνεπώς δεν μπορεί να γίνεται λόγος για αξία χωρίς να γίνεται λόγος για ανταλλακτική αξία και για χρήμα. Εξ ου και ο χαρακτηρισμός της μαρξικής θεωρίας από τον Χάινριχ και συνολικά τη Νέα Ανάγνωση ως «χρηματικής θεωρίας της αξίας».
Για τον Μαρξ, ωστόσο, είναι σαφές ότι «δεν κάνει το χρήμα σύμμετρα τα εμπορεύματα», αλλά και το γεγονός ότι αυτά αποτελούν «αντικειμενοποιημένη ανθρώπινη εργασία» και, συνεπώς, «το χρήμα σα μέτρο αξίας είναι η αναγκαία μορφή εμφάνισης του μέτρου της αξίας, του χρόνου εργασίας, που ενυπάρχει στα εμπορεύματα»65. Η ανάλυση του Μαρξ βασίζεται στο σαφή διαχωρισμό ανάμεσα στην ουσία της αξίας και την ποσότητά της που δημιουργείται στη σφαίρα της παραγωγής από τη μία, και στη μορφή της αξίας με την οποία εμφανίζεται αυτή η ουσία στη σφαίρα της κυκλοφορίας από την άλλη:
«Η ανάλυσή μας απέδειξε ότι η μορφή της αξίας ή η έκφραση του εμπορεύματος σαν αξία ξεπηδάει από τη φύση της αξίας του εμπορεύματος, και όχι αντίστροφα η αξία και το μέγεθος της αξίας από τον τρόπο της έκφρασής της σαν ανταλλακτική αξία. Και όμως, αυτή είναι η πλάνη και των εμποροκρατών και των σύγχρονων ζηλωτών τους, όπως του Φεριέ, του Γκανίλ κλπ., καθώς και των αντιπόδων τους, των σύγχρονων commis voyageurs [περιοδεύοντες πράκτορες] του ελεύθερου εμπορίου, όπως ο Μπαστιά και Σία (…) Γι’ αυτούς επομένως δεν υπάρχει ούτε αξία, ούτε μέγεθος της αξίας του εμπορεύματος έξω από την έκφραση που αποκτούν μέσα στην ανταλλακτική σχέση, δηλαδή μόνο στις στήλες του καθημερινού τιμολογίου των εμπορευμάτων (…) Γίνεται κατάδηλο ότι δε ρυθμίζει η ανταλλαγή το μέγεθος της αξίας του εμπορεύματος, αλλά αντίστροφα το μέγεθος της αξίας του εμπορεύματος ρυθμίζει τις ανταλλακτικές του σχέσεις.»66
Ταυτόχρονα, φυσικά, ο άναρχος χαρακτήρας της καπιταλιστικής αναπαραγωγής συνεπάγεται τη διαμεσολάβησή της από τη σφαίρα της κυκλοφορίας και, συνεπώς, την αμφίδρομη σχέση ανάμεσα στην ουσία και τη μορφή της αξίας. Σε κάθε περίπτωση, ο προσδιορισμός της θεωρίας της αξίας του Μαρξ με βάση όχι την ουσία της αξίας (εργασία), αλλά τη μορφή έκφρασης αυτής της ουσίας (χρήμα), δηλαδή η ίδια η προτίμηση του προσδιορισμού «χρηματική θεωρία της αξίας» έναντι του «εργασιακή θεωρία της αξίας», αποτελεί έκφραση της άρνησης της εργασίας κατά την παραγωγή των εμπορευμάτων ως ουσίας της αξίας.
Ο Σαντλ (Schandl) συνοψίζει με εύστοχο τρόπο τις απόψεις του Χάινριχ για την αξία. Σύμφωνα με αυτές, «στην αγορά δε θα εμφανίζονταν εμπορεύματα, αλλά προϊόντα. Σε εμπορεύματα θα μετατρέπονταν μόλις κατά την άμεση πράξη της ανταλλαγής. Το μόνο που θα μπορούσαν να κάνουν τα εμπορεύματα σύμφωνα με αυτήν την άποψη είναι να κυκλοφορούν και όχι πια να παράγονται. Η έννοια εμπορευματική παραγωγή δε θα είχε κανένα νόημα».
Αντίστοιχα, ο Σαντλ τονίζει τις εξής προεκτάσεις αυτής της άποψης:
«Η παραγωγή είναι σύμφωνα με τον Χάινριχ στην πραγματικότητα μια περιοχή ελεύθερη αξίας, μόνο στην αγορά φτιάχνεται το κεφάλαιο. Αφού ο εργαζόμενος αποκλείεται ως αξιοδημιουργός, τότε χάνει αναγκαστικά και η εργατική δύναμη την αξιοποιό της λειτουργία στην παραγωγική διαδικασία. Αν η αξία δεν έχει κανένα νόημα στην παραγωγή, τότε αυτό ισχύει και για την υπεραξία, και εξίσου για το κεφάλαιο ως αυτοαξιοποιούμενη αξία. Αυτό θα σήμαινε φυσικά ότι και η κατηγορία του εμπορευματοκατόχου καθίσταται αδύνατη, και μάλιστα παράλογη, αφού μόλις στην πράξη της πώλησης θα ανυψωνόταν αυτός σε τέτοιον για να χάσει αμέσως και πάλι αυτήν την ιδιότητα στην πράξη της ανταλλαγής. Με αυτόν τον τρόπο, ο καπιταλισμός ταυτίζεται με την οικονομία της αγοράς, η κυκλοφορία θα έπρεπε από εδώ και πέρα να γίνει το πραγματικό αντικείμενο της κριτικής του καπιταλισμού.» Πράγματι, η άρνηση της παραγωγής αξίας στη σφαίρα της παραγωγής δεν μπορεί να έχει άλλη κατάληξη από την εξάλειψη του ιδιαίτερου χαρακτηριστικού της καπιταλιστικής εκμετάλλευσης και δεν μπορεί παρά να καταλήξει στην εξίσωση «καπιταλισμός = οικονομία της αγοράς»67.
Πράγματι, προς τα κει τείνει η θεωρία του Χάινριχ για το κεφάλαιο. Πριν πάμε όμως στη θεωρία του για το κεφάλαιο, πρέπει να αναφερθούμε σε ένα –άμεσα συνδεόμενο με τη θεωρία της αξίας– ζήτημα, το ζήτημα της λογικής ή λογικο-ιστορικής ανάλυσης του κεφαλαίου.