Στη βάση της συμπληρωματικότητας, ο Bohr καταλήγει στο συμπέρασμα ότι η κβαντική μηχανική είναι ασυμβίβαστη «με την ίδια την ιδέα της αιτιότητας». Όπως εξηγεί, «η οριστική άρνηση του κλασικού ιδεώδους της αιτιοκρατίας αποτυπώνεται με σαφήνεια στις σχέσεις συμπληρωματικότητας, οι οποίες αντιπροσωπεύουν τους όρους μονοσήμαντης εφαρμογής των βασικών εννοιών, των οποίων η χωρίς όρους και περιορισμούς εφαρμογή συνιστά τη βάση της κλασικής περιγραφής». Έτσι, σύμφωνα με την αντίληψη του Bohr, η ύπαρξη στο χρόνο και στο χώρο από τη μια (δηλαδή η βάση της κλασικής περιγραφής, που αποτυπώνεται στις σχέσεις χωροχρόνου και ενέργειας) και η αιτιότητα από την άλλη βρίσκονται σε σχέση συμπληρωματικότητας: Είτε ύπαρξη είτε αιτιότητα.
Πέραν των όσων είπαμε ήδη για τη συμπληρωματικότητα, μπορούμε να δούμε το ζήτημα της αιτιότητας σε σχέση με τις αιτιάσεις του Bohr κι από μια άλλη σκοπιά. Ακόμα κι αν γίνει αποδεκτός ο συμπληρωματικός χαρακτήρας της μέτρησης σχέσεων χωροχρόνου και ενέργειας, η ανάγκη επιλογής μεταξύ ύπαρξης μέσα στο χωρόχρονο και αιτιότητας προκύπτει μόνο αν γίνουν και δύο επιπλέον παραδοχές:
α) Η πλήρης περιγραφή της κατάστασης ενός κβαντικού συστήματος γίνεται με όρους κλασικής φυσικής (αφού, κατά τον Bohr, η διαφορά σε σχέση με το κβαντικό επίπεδο έγκειται στο ότι από τη χωρίς όρους και περιορισμούς εφαρμογή των βασικών εννοιών η συμπληρωματικότητα μας δεσμεύει σε μια μονοσήμαντη εφαρμογή τους και τίποτε πέραν αυτής).
β) Η κατάσταση του κβαντικού συστήματος ταυτίζεται με την κυματοσυνάρτηση ψ που το περιγράφει (βάσει της ερμηνείας της Σχολής της Κοπεγχάγης).
Κάνοντας αυτές τις δυο παραδοχές, όμως, δεσμευόμαστε στις απαιτήσεις μιας μηχανιστικής, ντετερμινιστικής προσέγγισης για την αιτιότητα, σύμφωνα με την οποία η πλήρης γνώση των τιμών ενός πεπερασμένου συνόλου παραμέτρων ενός συστήματος μια δεδομένη στιγμή μας επιτρέπει να υπολογίσουμε τις τιμές των παραμέτρων αυτών οποιαδήποτε μελλοντική στιγμή, στη βάση των νόμων που διέπουν το υπό εξέταση φαινόμενο. Εφόσον, λοιπόν, σύμφωνα με την αρχή της συμπληρωματικότητας, η ταυτόχρονη γνώση των παραμέτρων είναι αδύνατη (καθώς τα σχετικά μεγέθη είναι ασύμβατα μεταξύ τους κι ως εκ τούτου δεν μπορούν να μετρηθούν ταυτόχρονα και με απόλυτη ακρίβεια), τότε και κάθε κουβέντα περί αιτιότητας στερείται νοήματος, αφού δεν έχουμε τη δυνατότητα να κάνουμε υπολογισμό για τις τιμές που αυτές θα πάρουν σε κάποια δεδομένη μελλοντική στιγμή.
Στη συλλογιστική αυτή, η αιτιότητα γίνεται κατανοητή ως αυστηρή αιτιοκρατία (ντετερμινισμός), θεώρηση σύμφωνα με την οποία δεδομένες αιτίες παράγουν δεδομένα αποτελέσματα και αυτή η παραγωγή θα επαναλαμβάνεται κάθε φορά που θα επιδρούν οι αιτίες αυτές, εφόσον όλες οι άλλες συνθήκες είναι απαράλλακτες.
Όμως, η θέση ότι η απόλυτη γνώση των αιτιών αρκεί (αλλά και απαιτείται) για να προκαθοριστεί η επίδρασή τους, στη βάση των νόμων που διέπουν το υπό μελέτη σύστημα –που, όπως είδαμε, είναι αυτή στην οποία κατευθύνονται τα πυρά του Bohr– είναι απόρροια της μηχανιστικής αντίληψης που κυριαρχούσε στην κλασική Φυσική, σύμφωνα με την οποία η κίνηση είναι εξωτερική της ύλης. Αυτό σημαίνει ότι η κίνηση δίνεται στην ύλη κι ως εκ τούτου η ύλη μπορεί να υπάρχει χωρίς κίνηση. Πρόκειται ακριβώς για την αντίληψη που δέχτηκε ισχυρό πλήγμα ήδη από τη θεωρία της Σχετικότητας, η οποία, ακόμα και στο πεδίο μελέτης της Φυσικής, αναδεικνύει το αξεδιάλυτο της κινούμενης ύλης από το χωροχρονικό πλαίσιο στο οποίο συντελείται η κίνηση.
Τι σημαίνει όμως ότι η γνώση των αιτιών αρκεί για να προκαθοριστεί η επίδρασή τους; Σημαίνει ότι οι αιτίες προκαλούν με αναγκαίο τρόπο το αποτέλεσμά τους. Από εδώ απορρέει και μια βασική σύγχυση, που επιδρά και στην ερμηνεία της κβαντομηχανικής. Συγκεκριμένα, υπάρχει σύγχυση μεταξύ της διαλεκτικής σχέσης τυχαίου-αναγκαίου και δυνατού-πραγματικού.
Αν το καλοσκεφτούμε, ένα βασικό πρόβλημα στην ερμηνεία της κβαντομηχανικής απορρέει από τη δυσκολία ερμηνείας της φύσης της κβαντικής πιθανότητας, με αποτέλεσμα να αναδύεται ένα δίπολο αιτιοκρατίας-πιθανοκρατίας, του οποίου και οι δυο πόλοι γίνονται κατανοητοί με συγκεχυμένο και αντιδιαλεκτικό τρόπο, αφού στην ουσία η συζήτηση αφορά το θέμα αιτιότητα-αναιτιότητα και τη σχέση της αιτιότητας με την αναγκαιότητα.
Στην ιστορία της ανάπτυξης της διαλεκτικής σκέψης, η σημασία του κεντρικού ζητήματος που αφορά αυτή η συζήτηση έχει αναδειχτεί από νωρίς, προτού η διαλεκτική συνδεθεί οργανικά με τον υλισμό. Ήδη ο Σπινόζα είχε αναδείξει την κίνηση (αλληλεπίδραση) ως αιτία του εαυτού της (causa sui) και ο Χέγκελ είχε διαπιστώσει ότι η αλληλεπίδραση (κίνηση) των επιμέρους πλευρών, στιγμών, στοιχείων των διάφορων διαδικασιών, αντικειμένων και φαινομένων είναι η αληθινή τελική τους αιτία (causa finalis). Από την άποψη αυτή, έλλειψη αιτίου θα σήμαινε και έλλειψη αλληλεπίδρασης, δηλαδή άρνηση της κίνησης και σε οντολογικό επίπεδο.
Η διαλεκτικοϋλιστική τοποθέτηση αναδεικνύει ότι η αιτιότητα έχει αντικειμενικά πραγματικό χαρακτήρα, ως πτυχή της καθολικής αλληλοσυσχέτισης και όχι ως υποκειμενική σύνδεση μεταξύ πραγμάτων. Σε αυτήν τη βάση, ακόμα και το τυχαίο δεν προκύπτει αναίτια, αλλά μέσα από αντικειμενικού χαρακτήρα αιτιακές αλληλεπιδράσεις, που όμως δεν είναι μονοσήμαντα και ατομικά καθορισμένες. Με άλλα λόγια, αφού και τα τυχαία γεγονότα έχουν αιτία, η τυχαιότητα –η αντικειμενικότητα της οποίας δεν αμφισβητείται από την υλιστική διαλεκτική– δεν πρέπει να αντιπαραβάλλεται με την αιτιότητα, αλλά με την αναγκαιότητα.
Η φιλοσοφική κατηγορία του τυχαίου αναφέρεται σε συσχέτιση γεγονότων και ο αντικειμενικός του χαρακτήρας σημαίνει ότι δεν μπορεί να αλλάξει στο δοσμένο επίπεδο συσχέτισης. Από τη στιγμή που οι ιδιότητες των πραγμάτων εκδηλώνονται στη σχέση τους με τα υπόλοιπα πράγματα, έτσι και ο εγγενώς τυχαίος χαρακτήρας μιας συσχέτισης εκδηλώνεται ακριβώς στα πλαίσια αυτής της συσχέτισης. Με άλλα λόγια, μια τυχαία συσχέτιση είναι από τη φύση της τυχαία και δεν προσδιορίζεται ως τέτοια επειδή δεν έχουμε στη διάθεσή μας όλο εκείνο το πλήθος των παραγόντων που θα απαιτούνταν ώστε να μπορούμε να προδιαγράψουμε την έκβασή της και έτσι να την περιγράψουμε με πληρότητα. Δηλαδή το τυχαίο δεν είναι κατηγορία γνωσιολογικού χαρακτήρα.
Ο τυχαίος χαρακτήρας μιας διαδικασίας καθορίζεται από το συσχετισμό παραγόντων που είναι ανεξάρτητοι μεταξύ τους και βρίσκονται έξω από το πλαίσιο του θεμελιακού καθορισμού της συγκεκριμένης διαδικασίας. Επειδή οι παράγοντες αυτοί είναι ανεξάρτητοι μεταξύ τους, οι (αλληλ)επιδράσεις τους εξαρτώνται από τον τυχαίο σχηματισμό του συνόλου τους. Οι ίδιοι παράγοντες, ως προς κάποια άλλη διαδικασία, μπορεί να βρίσκονται σε αναγκαία σχέση.
Η συγκεκριμένη έκβαση μιας τυχαίας αλληλεπίδρασης επηρεάζεται ουσιαστικά και από αλληλεπιδράσεις που καθορίζονται από παράγοντες εντελώς ανεξάρτητους από αυτήν. Έτσι, αναδεικνύεται και ο αιτιακός χαρακτήρας μιας τυχαίας συσχέτισης, αφού αυτή δεν εκδηλώνεται παρά ως σύμπλεξη αλληλεπιδράσεων που είναι εξωτερικές ως προς το θεμελιακό καθορισμό του αντικειμένου.
Μπορούμε να βρούμε παραδείγματα που να αναδεικνύεται με πρακτικό τρόπο ο αιτιακός χαρακτήρας τέτοιων τυχαίων συσχετίσεων; Ναι, και μάλιστα η ίδια η κβαντομηχανική μπορεί να μας προσφέρει τέτοια. Στην ουσία, αυτό που ψάχνουμε είναι παραδείγματα που να δείχνουν ότι μπορούμε να «τιθασεύσουμε» αυτήν την «περίεργη» φύση των κβαντικών συστημάτων, και ως εκ τούτου να αναδεικνύεται ότι σε αυτά υπάρχει εγγενής αιτιακός χαρακτήρας (αφού κάτι τέτοιο προϋποτίθεται ώστε να μπορείς να δρομολογήσεις την εξέλιξη φαινομένων, παρεμβαίνοντας σε αφετηριακό της σημείο).
Ένα τέτοιο παράδειγμα στο οποίο είναι πρακτικά αξιοποιήσιμη με αιτιακά καθοριζόμενο τρόπο η τυχαιότητα, είναι η τεχνητή διάσπαση πυρήνων ατόμων, σε ελεγχόμενες από τον άνθρωπο συνθήκες. Ένα ακόμα πιο «προκλητικό» παράδειγμα αποτελούν οι κβαντικοί υπολογιστές –προκλητικό, γιατί η θεωρία στη βάση της οποίας γίνεται προσπάθεια να αναπτυχθούν επιχειρείται να εδραιωθεί στη βάση της απόρριψης της αιτιότητας, ως συνέπεια της απόρριψης της τοπικότητας, όπως θα δούμε και στη συνέχεια.
Οι κβαντικοί υπολογιστές είναι υπολογιστικά συστήματα, των οποίων η λειτουργία βασίζεται στις αρχές της κβαντομηχανικής και οι οποίοι μπορούν να επεξεργάζονται τεράστιο αριθμό πληροφοριών με εντυπωσιακή ταχύτητα. Η θεωρία λέει ότι η λειτουργία των κβαντικών υπολογιστών βασίζεται στην αξιοποίηση του φαινομένου της κβαντικής διεμπλοκής (quantum entanglement). Πρόκειται για ένα ιδιότυπο φαινόμενο που προσιδιάζει σε κβαντικά συστήματα, σύμφωνα με το οποίο κβαντικά σωματίδια τα οποία είναι συζευγμένα (δηλαδή οι κυματοσυναρτήσεις τους είναι συζευγμένες) μπορούν να αλληλοεπιδρούν σε οποιαδήποτε απόσταση κι αν βρεθούν μεταξύ τους, με αποτέλεσμα να εκφράζεται στο ένα ο αντίκτυπος οποιασδήποτε επίδρασης από εξωτερικό παράγοντα υποστεί το άλλο, χωρίς να μεσολαβεί διακριτό χρονικό διάστημα μεταξύ των δύο αυτών συμβάντων. Έτσι, ενώ οι ψηφιακοί υπολογιστές επεξεργάζονται πληροφορίες οι οποίες είναι κωδικοποιημένες μόνο ως αλληλουχίες των τιμών «0» ή «1» (bits), δηλαδή των δύο καταστάσεων στις οποίες μπορεί να βρεθεί ένα κλασικό φυσικό σύστημα, οι κβαντικοί υπολογιστές επεξεργάζονται πληροφορίες οι οποίες μπορούν να είναι κωδικοποιημένες σε όλες τις τιμές που μπορούν να προκύψουν από κάθε δυνατή επαλληλία των καταστάσεων «0» και «1» (quantum bits - qubits ή qbits11). Ας σημειωθεί, βέβαια, ότι οι σχετικές τεχνολογίες είναι σε σχετικά πρώιμα στάδια ανάπτυξης, με κύριο προς αντιμετώπιση πρόβλημα τον κίνδυνο πρόωρης κατάρρευσης της κυματοσυνάρτησης του κβαντικού συμβάντος που περιγράφεται από το qubit –ένας κίνδυνος που αυξάνεται κατακόρυφα όσο αυξάνεται το πλήθος των προς επεξεργασία qubits.
Αυτή η περιγραφή της λειτουργίας των κβαντικών υπολογιστών, έστω κι αν σκόπιμα είναι εξαιρετικά απλουστευμένη και όχι απόλυτα ακριβής, μας βοηθάει να αναδείξουμε μια αν μη τι άλλο ιδιαίτερα παράδοξη κατάσταση. Από τη μια, το φαινόμενο στο οποίο εδράζεται η ανάπτυξη των κβαντικών υπολογιστών επιχειρείται συχνά να αξιοποιηθεί στην επιχειρηματολογία όσων υποστηρίζουν ότι η κβαντική μηχανική είναι ασύμβατη με οποιαδήποτε έννοια αιτιότητας. Από την άλλη, όμως, η ανάδυση της πρακτικής δυνατότητας να αξιοποιείται σκόπιμα ακριβώς αυτό το φαινόμενο, ώστε ο χρήστης του κβαντικού υπολογιστή να εισάγει δεδομένα και οι υπολογισμοί επ’ αυτών να γίνονται ως μέρος μιας προδιαγεγραμμένης διαδικασίας (το εκάστοτε πρόγραμμα που «τρέχει» στον υπολογιστή) με στόχο να αξιοποιηθούν για συγκεκριμένο λόγο, μοιάζει μάλλον να καταδεικνύει πως έχουμε να κάνουμε με μια παραδειγματική περίπτωση εκδήλωσης μιας αιτιακής αλληλεπίδρασης, όποιος κι αν είναι ο συγκεκριμένος τρόπος με τον οποίο αυτή συντελείται.
Αν, μάλιστα, βάλουμε στη συζήτηση και το –στενά συνδεδεμένο με την ανάπτυξη των κβαντικών υπολογιστών– ζήτημα της κβαντικής κρυπτογραφίας, τότε η συλλογιστική αυτή οδηγεί εκ νέου, από άλλο δρόμο, στο ίδιο συμπέρασμα. Στον πυρήνα της κβαντικής κρυπτογραφίας βρίσκεται η δυνατότητα εκμετάλλευσης των ιδιοτήτων των κβαντικών συστημάτων ώστε να προκύψει ένα «κλειδί» κρυπτογράφησης που θα διασφαλίζει την ασφάλεια της επικοινωνίας μεταξύ των κατόχων του. Το ακόμα πιο ενδιαφέρον στοιχείο στην περίπτωση αυτή είναι ότι στις διάφορες μεθόδους κβαντικής κρυπτογραφίας οι φυσικές ιδιότητες του κβαντικού συστήματος χρησιμοποιούνται μόνο για την παραγωγή του «κλειδιού», ενώ η μεταφορά της κρυπτογραφημένης πληροφορίας γίνεται με κλασικό τρόπο.
Στην περίπτωση της κβαντικής κρυπτογραφίας έχουμε, λοιπόν, να κάνουμε με μια διαδικασία που αξιοποιεί τις φυσικές ιδιότητες των κβαντικών συστημάτων και τη γνώση μας επ’ αυτών, με στόχο να δώσει ένα αποτέλεσμα (το «κλειδί») το οποίο εκ των προτέρων γνωρίζουμε πώς και γιατί θέλουμε να το χρησιμοποιήσουμε για την επίτευξη ορισμένου σκοπού. Παρότι το αποτέλεσμα αυτό (το «κλειδί») προέκυψε από τη σκοπούμενη χειραγώγηση διαδικασιών που συντελούνται λόγω των κβαντικών ιδιοτήτων των φυσικών συστημάτων, είναι άμεσα και απευθείας αξιοποιήσιμο σε διαδικασίες που συντελούνται λόγω των μη κβαντικών ιδιοτήτων των φυσικών συστημάτων, ενώ τέτοια είναι και η φυσική διαδικασία που αφορά τη μεταφορά του κωδικοποιημένου μηνύματος. Σε όλα τα στάδια των διαδικασιών αυτών, η ίδια η φύση των αλληλεπιδράσεων και αλληλοσυσχετίσεων των συστημάτων που εμπλέκονται σε αυτές –είτε απορρέουν από κβαντικές είτε από μη κβαντικές ιδιότητες– και η γνωσιμότητα αυτών είναι που μας επιτρέπουν τη σκόπιμη παρέμβαση και τη σκοπούμενη πρακτική αξιοποίησή τους.
Υπό μια έννοια, με αντίστοιχο τρόπο μπορούμε να δούμε και το ίδιο το φαινόμενο της κβαντικής διεμπλοκής, στο οποίο έχουμε ήδη αναφερθεί, σε σχέση με την αιτιότητα. Παρότι γίνεται προσπάθεια να οικειοποιηθεί στα πλαίσια των ιδεαλιστικών ερμηνειών, αν το καλοσκεφτούμε, το φαινόμενο στην ουσία του συνίσταται στο ότι τα σωματίδια αλληλεπιδρούν κατά τρόπο ώστε κάθε μεταβολή που υφίσταται το ένα να επηρεάζει και το άλλο, ανεξάρτητα από τη μεταξύ τους απόσταση. Από τη σκοπιά αυτήν, ακόμα κι αν ακόμα δε γνωρίζουμε πλήρως τη φύση και τους μηχανισμούς μέσω των οποίων εκδηλώνεται το φαινόμενο, εύλογα μπορεί να υποστηριχτεί ότι αποτελεί εκδήλωση αιτιώδους συσχέτισης.
Ο προσεκτικός αναγνώστης ίσως εντόπισε ότι στη συζήτηση περί αιτιότητας και τυχαιότητας στην ενότητα αυτήν έχουμε συστηματικά αποφύγει να θέσουμε ως τώρα το ζήτημα του ρόλου των πιθανοτήτων στην περιγραφή των κβαντικών συστημάτων και διεργασιών.
Είναι σύνηθες στη σχετική συζήτηση, ανεξάρτητα από τις θέσεις που υιοθετούνται στη σχετική διαπάλη, να θεωρείται ότι η στατιστική και οι πιθανότητες αφορούν τη μαθηματική έκφραση του τυχαίου στις επιστημονικές θεωρίες. Όμως, μια τέτοια τοποθέτηση μόνο προφανής και αυτονόητη δεν είναι.
Το γεγονός ότι η θεωρία των πιθανοτήτων είναι μια μαθηματική θεωρία κι όχι ένας τομέας των εμπειρικών επιστημών δεν μπορεί να παραγνωρίζεται. Κι αυτό γιατί η αξία των μαθηματικών βρίσκεται ακριβώς στην ικανότητα που μας παρέχουν να χειριζόμαστε με ενιαίο τρόπο αντικείμενα και συστήματα που είναι ετερογενή ως προς την υλική τους φύση, επειδή μπορούμε να εστιάσουμε την προσοχή μας σε κοινές τους ιδιότητες, τις οποίες εντοπίζουμε μέσω αφαίρεσης και οι οποίες (και οι σχέσεις μεταξύ των οποίων) μπορούν να ποσοτικοποιηθούν.
Υπό το πρίσμα αυτό, η θεωρία των πιθανοτήτων είναι μια επιστημονική θεωρία που δεν αφορά μεμονωμένα αντικείμενα, αλλά πλήθη (συλλογές) αυτών. Για την ορθή επιστημονικά εφαρμογή της, προϋποτίθεται, ως αφετηρία, η ύπαρξη ενός πλήθους πραγματικών αντικειμένων (συστημάτων, σχηματισμών κλπ.), κάποια από τα στοιχεία των οποίων παρουσιάζουν κοινά χαρακτηριστικά, τέτοια που να μας επιτρέπουν να τα μελετήσουμε με όρους στατιστικής και πιθανοτήτων. Παρότι, δηλαδή, η υλική τους φύση είναι αδιάφορη για τις πιθανότητες και τη στατιστική, η ίδια η εφαρμογή αυτών των μαθηματικών θεωριών σε επιμέρους συλλογές τους την προϋποθέτει και βασίζεται σε αυτήν.
Εάν έτσι έχουν τα πράγματα, τότε ακόμα και ο πιθανοκρατικός χαρακτήρας της κβαντομηχανικής δεν αποκλείει την ύπαρξη και γνωσιμότητα αιτιακών σχέσεων μεταξύ των αντικειμένων/σχηματισμών/συστημάτων που τίθενται υπό διερεύνηση: Η αιτιότητα εκδηλώνεται στην αλληλεπίδραση συγκεκριμένων τέτοιων σχηματισμών μεταξύ τους, επιμέρους ιδιότητες των οποίων (ή μεγέθη που περιγράφουν πτυχές του τρόπου με τον οποίο συμμετέχουν σε αλληλεπιδράσεις) αποτελούν τα μέρη των συλλογών επί των οποίων εφαρμόζεται η στατιστική ανάλυση και η θεωρία των πιθανοτήτων. Ταυτόχρονα, η εφαρμογή τους είναι καθ’ όλα δόκιμη, καθώς πράγματι μπορούμε να προβούμε σε αφαιρέσεις γνωρισμάτων αυτών των σχηματισμών που να μας επιτρέπουν να τα μελετήσουμε ως σύνολα.
Από την άποψη αυτή, η κατανόηση της φύσης της θεωρίας των πιθανοτήτων και της σχέσης της με την πραγματικότητα των υλικών σχηματισμών των οποίων επιμέρους ιδιότητες και οι μεταξύ τους αλληλεπιδράσεις περιγράφονται από την κβαντομηχανική είναι ουσιώδης πλευρά της συζήτησης, που συχνά δεν τυγχάνει της δέουσας προσοχής.
Από τα παραπάνω αναδεικνύεται μια αντίφαση με την οποία καλείται να αναμετρηθεί η ανάπτυξη της επιστημονικής γνώσης στην προκειμένη περίπτωση. Ενώ οι προβλέψεις της κβαντομηχανικής είναι στατιστικής φύσης και αφορούν ιδιότητες και μεγέθη που περιγράφουν πτυχές του τρόπου με τον οποίο οι συγκεκριμένοι υλικοί σχηματισμοί συμμετέχουν στις υπό διερεύνηση αλληλεπιδράσεις (που περιγράφονται στατιστικά ως σύνολα δυνητικών καταστάσεων), η ίδια η θεωρία δεν ανάγεται στη στατιστική, μια και περιγράφει τις φυσικές διεργασίες που αφορούν αυτούς τους ίδιους τους σχηματισμούς.
Η αντίφαση αυτή αποτυπώνεται και στο γεγονός ότι, ενώ οι νόμοι της κβαντικής μηχανικής φαίνεται, εκ πρώτης όψεως, να θεμελιώνουν το αδύνατο της αντικειμενικής περιγραφής των φυσικών διεργασιών στο υποατομικό επίπεδο ως ανεξάρτητων από την παρατήρηση/μέτρηση,
η κβαντική μηχανική καταπιάνεται με τη μελέτη αντικειμενικών διεργασιών και οι νόμοι της –στο βαθμό που είναι επιστημονικοί, θεωρητικά και πειραματικά-τεχνολογικά επιβεβαιωμένοι– αντανακλούν την ίδια τη φυσική πραγματικότητα και δεν απορρέουν από την ανθρώπινη φαντασία.