Το φιλοσοφικό περιεχόμενο της διαπάλης για την ερμηνεία της κβαντομηχανικής: Μια απόπειρα διαλεκτικοϋλιστικής κριτικής (Β΄ μέρος)


του Δημήτρη Κοιλάκου*

Στο πρώτο μέρος του κειμένου επιχειρήσαμε να κάνουμε μια εισαγωγή στη συζήτηση για τη διαπάλη σχετικά με την ερμηνεία της κβαντομηχανικής, περιγράφοντας το πλαίσιο στο οποίο διεξάγεται ιστορικά και αναδεικνύοντας τους άξονες γύρω από τους οποίους συγκροτούνται οι διαφορετικές απόπειρες προσέγγισης στο ζήτημα. Σε αυτό το δεύτερο μέρος, θα επιχειρήσουμε να εξετάσουμε σε μεγαλύτερο βάθος κάποιες πλευρές της ερμηνείας της «Σχολής της Κοπεγχάγης», εστιάζοντας σε βασικά ζητήματα που έχουν επιστημολογική σημασία, στη βάση των οποίων θα προσπαθήσουμε να διατυπώσουμε μια διαλεκτικοϋλιστική κριτική θεώρηση της σχετικής διαπάλης.

Στο εγχείρημα αυτό, έχουμε ως πυξίδα τη θέση ότι τα ζητήματα που αφορούν τη φυσική ως επιστήμη που έχει το δικό της πεδίο δεν μπορεί να συγχέονται με τις φιλοσοφικές και κοσμοθεωρητικές προεκτάσεις που προσλαμβάνουν συχνά οι ερμηνείες της κβαντομηχανικής. Προφανώς, είναι δύσκολο να τραβήξουμε μια απόλυτη διαχωριστική γραμμή και να αποφύγουμε να καταπιαστούμε και με ζητήματα που προσιδιάζουν περισσότερο στην προβληματική της φυσικής παρά της φιλοσοφίας. Ως έναν βαθμό, αυτό έχει να κάνει και με την ικανότητα και γνωστική επάρκεια του γράφοντα. Όπως επίσης με αυτή έχουν να κάνουν και τυχόν αστοχίες και ανεπάρκειες στην προσπάθεια να αποδοθούν σύνθετες έννοιες και επεξεργασίες που αφορούν την επιστήμη της φυσικής με τρόπο προσβάσιμο και σε αναγνώστες που δε διαθέτουν σχετικές γνώσεις και εξοικείωση με αυτά τα πεδία.1 Αυτές οι δυσκολίες και οι αδυναμίες αφορούν, προφανώς, τόσο το πρώτο, όσο και το δεύτερο μέρος του κειμένου.

Στις σελίδες που ακολουθούν, κάνουμε μια προσπάθεια συμβολής στην πραγμάτευση σημαντικών επιστημολογικών ζητημάτων που αναδύονται στην πορεία εμβάθυνσης στη λογική της ανάπτυξης της επιστημονικής γνώσης, με το ενδιαφέρον μας εν προκειμένω να επικεντρώνεται στο πώς αυτή προχωρά στη μελέτη και κατανόηση των φαινομένων και των αλληλεπιδράσεων με τις οποίες ασχολείται η κβαντομηχανική. Σε αυτήν την πορεία, όπως καταδεικνύει και η μελέτη της διαπάλης γύρω από την ερμηνεία της κβαντομηχανικής, κομβικά ζητήματα όπως το πρόβλημα της μέτρησης, το ζήτημα της αιτιότητας και της τυχαιότητας κ.ά. συσχετίζονται και με τα υπόλοιπα θέματα που αναδεικνύονται στη σχετική συζήτηση ως πεδία αντιπαράθεσης.

Οι ενότητες που ακολουθούν είναι συγκροτημένες με γνώμονα το πώς θα κατορθώσουμε να παρουσιάσουμε με σχετικά εύληπτο και συνεκτικό τρόπο –με δεδομένους τους προαναφερθέντες αντικειμενικούς και υποκειμενικούς περιορισμούς– βασικές πλευρές της συζήτησης που αφορούν τη διαπάλη για την ερμηνεία της κβαντομηχανικής, με τους όρους που αυτή διεξάγεται. Γι’ αυτό και ξεχωρίζουμε κάποια πεδία συζήτησης, τα οποία, όμως, έχουν σχετική μόνο αυτοτέλεια, όπως θα προσπαθήσουμε να δείξουμε.

Η επεξεργασία μιας ολοκληρωμένης –και όχι εισαγωγικής, συνοπτικής και εκ των πραγμάτων ανίκανης να αναπτύξει το σύνολο των σχετικών ζητημάτων στο πλήρες εύρος και βάθος τους, όπως αυτή– συμβολής στη σχετική συζήτηση από τη σκοπιά της υλιστικής διαλεκτικής είναι στόχος που υπερβαίνει τις επιδιώξεις του κειμένου.

 

ΤΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ ΤΗΣ ΜΕΤΡΗΣΗΣ

Προτού προχωρήσουμε στα διάφορα θέματα που θα μας απασχολήσουν στις ενότητες που ακολουθούν, χρειάζεται να σταθούμε στον τρόπο με τον οποίο η Σχολή της Κοπεγχάγης προσεγγίζει το ζήτημα της αναφοράς της κυματοσυνάρτησης, δηλαδή το ποια είναι αυτή η οντότητα, τη συμπεριφορά της οποίας περιγράφει. Εκκινώντας από μια μαθηματική ιδιότητα της κυματοσυνάρτησης –τη γραμμικότητά2 της– η συγκεκριμένη ερμηνεία αποφαίνεται ότι ένα κβαντικό σωματίδιο δε βρίσκεται σε κάποια προκαθορισμένη κατάσταση, αλλά μπορεί να βρεθεί στις διάφορες πιθανές καταστάσεις με υπολογίσιμη την πιθανότητα να βρεθεί στην καθεμιά. Έτσι, αυτό που χαρακτηρίζει το περιγραφόμενο αντικείμενο είναι η ίδια η κατανομή των πιθανοτήτων.3

Αυτή η αφετηρία είναι κρίσιμη για να γίνει καλύτερα κατανοητό το θετικιστικό πνεύμα στην ερμηνεία της Κοπεγχάγης, το οποίο αναδεικνύεται με χαρακτηριστικό τρόπο στο πώς οι οπαδοί της προσεγγίζουν το ζήτημα της μέτρησης, την οποία, λίγο ως πολύ, θεωρούν ως γενεσιουργό παράγοντα των παρατηρούμενων αποτελεσμάτων της μέτρησης, μη αποδεχόμενοι έτσι κανένα προϋπάρχοντα της μέτρησης αντικειμενικό χαρακτήρα του παρατηρούμενου φυσικού συστήματος.

Το σημείο αυτό έχει λειτουργήσει ως αφετηρία για ακραίες ιδεαλιστικές ερμηνείες. Το γεγονός ότι η κατάσταση του κβαντικού συστήματος μεταβάλλεται κατά τη μέτρηση αποδεικνύει, σύμφωνα με την ιδεαλιστική κατανόηση της κβαντομηχανικής, ότι η γνώση μας για τον κόσμο είναι αμιγώς υποκειμενική και επομένως κάθε προσπάθεια να τον γνωρίσουμε, εφόσον προϋποθέτει την παρατήρηση και τη μέτρηση, θα σκοντάφτει στην ίδια την απόπειρα μέτρησής του. Ως εκ τούτου, δεν μπορούμε να γνωρίσουμε την αντικειμενική πραγματικότητα (ακόμα πιο «τραβηγμένες» ερμηνείες φτάνουν μέχρι και τη διατύπωση της άποψης ότι ο αντικειμενικός κόσμος δεν υπάρχει).

Ας παρακολουθήσουμε την πορεία της συλλογιστικής που καταλήγει σε τέτοια συμπεράσματα: Η διαδικασία της μέτρησης καθορίζει την κατάσταση του αντικειμένου ως προς τη μετρούμενη κατά τη διαδικασία μέτρησης παραμέτρου. Όμως, το υποκείμενο είναι αυτό που επιλέγει τον τύπο της μέτρησης. Επειδή, λοιπόν, είναι αδύνατο να γνωρίσουμε την κατάσταση του αντικειμένου ανεξάρτητα από το υποκείμενο, δεν μπορούμε να μιλάμε για ανεξάρτητη από το υποκείμενο ύπαρξη του αντικειμένου: Σε κάθε περίπτωση, το υποκείμενο είναι εκείνο που τελικά δημιουργεί την κατάσταση του αντικειμένου. Το συμπέρασμα αυτό οδηγεί όχι μόνο στην άρνηση κάθε αντικειμενικότητας στην επιστημονική γνώση, αλλά, τελικά, και στην απάρνηση του υλισμού.

Είναι προφανές και δεδομένο ότι η πειραματική συσκευή που χρησιμοποιείται για τη μέτρηση επιδρά στο κβαντικό σύστημα. Όμως, εξίσου προφανές και δεδομένο είναι ότι η συσκευή χρησιμοποιείται από τον παρατηρητή, αλλά δεν είναι ο ίδιος ο παρατηρητής, κι ακόμα περισσότερο δεν είναι η συνείδησή του: Η συσκευή είναι ένα πραγματικό, φυσικό σώμα, το οποίο υπάρχει αντικειμενικά, ενώ και η κάθε αλληλεπίδραση στην οποία εμπλέκεται το κβαντικό σύστημα είναι μια καθαρά υλική αλληλεπίδραση.

Άλλωστε, το ότι οι ιδιότητες των αντικειμένων φανερώνονται πάντα στην αλληλεπίδρασή τους με άλλα αντικείμενα (εν προκειμένω τα όργανα μέτρησης) είναι κάτι που ισχύει και στην κλασική φυσική.4

Έτσι, ισχύει πράγματι το ότι, σχεδιάζοντας και εκτελώντας τη διαδικασία της μέτρησης, καθορίζουμε ποια από τις δυνατές καταστάσεις του αντικειμένου θα μετρήσουμε. Όμως:

1) Πρόκειται για καταστάσεις του ίδιου του αντικειμένου, που αποτυπώνονται στο αποτέλεσμα της μέτρησης ως αποτέλεσμα της αλληλεπίδρασης του αντικειμένου με το όργανο μέτρησης.

2) Η μετρούμενη τιμή καθορίζεται από τα γνωρίσματα των υλικών αντικειμένων που αλληλοεπιδρούν στη διαδικασία της μέτρησης (δηλαδή του αντικειμένου της μέτρησης και του οργάνου) και, ως εκ τούτου, είναι ανεξάρτητη από το υποκείμενο της μέτρησης.

Εξάλλου, δεν μπορούμε να παραβλέψουμε ότι η κατάσταση που τελικά πραγματώνεται μετά τη μέτρηση –άρα και την κατάρρευση της κυματοσυνάρτησης5– αποτελεί ιδιοκατάσταση6 του μετρούμενου φυσικού μεγέθους.

Εν κατακλείδι, λοιπόν, μπορούμε να πούμε ότι οι τοποθετήσεις της Κοπεγχάγης σε σχέση με το ζήτημα της μέτρησης παραβλέπουν ότι η διαδικασία της μέτρησης αποτελεί αλληλεπίδραση αντικειμένων και ως εκ τούτου το αποτέλεσμά της δεν μπορεί παρά να έχει και αυτό αντικειμενικό χαρακτήρα. Η γνώση που αποκτούμε μέσω της υλικής αλληλεπίδρασης που λαμβάνει χώρα κατά τη διαδικασία της μέτρησης είναι γνώση που αφορά τον αντικειμενικό υλικό κόσμο και αναφέρεται σε αυτόν. Ακριβώς γι’ αυτό η κβαντομηχανική αποτελεί μια ανώτερου επίπεδου, σε σχέση με την κλασική φυσική, αντανάκλαση της αντικειμενικής πραγματικότητας, καθώς μας επιτρέπει να διεισδύσουμε σε περιοχές που ήταν απρόσιτες στην κλασική φυσική, να αποκτήσουμε γνώση επ’ αυτών, το αληθές περιεχόμενο της οποίας επιβεβαιώνεται από την ικανότητά μας, στη βάση αυτής της γνώσης, να εκμεταλλευόμαστε τα αποτελέσματα των ευρημάτων της.

Με αυτόν τον τρόπο, η κβαντομηχανική συμβάλλει στην προσπάθειά μας για απόκτηση μιας όλο και πιο εμπεριστατωμένης εικόνας του αντικειμενικού κόσμου, των υλικών συστημάτων και των διεργασιών που συντελούνται εντός και μεταξύ αυτών. Τα παραδείγματα από τα πολλαπλά οφέλη σε διάφορους τομείς που αποκομίζουμε από τη διαδικασία αυτήν είναι πάμπολλα. Αρκεί να σκεφτούμε τι έχουμε καταφέρει να φτιάξουμε αξιοποιώντας τα τρανζίστορ ή πόσο βελτιώθηκε η ικανότητά μας να εντοπίζουμε και να θεραπεύουμε παθήσεις με τις MRI τομογραφίες.

 

Η «ΑΡΧΗ ΤΟΥ ΜΗ ΔΙΑΧΩΡΙΣΙΜΟΥ»

Τοποθετήσεις όπως αυτές που συζητήθηκαν στην προηγούμενη ενότητα ως προς το ζήτημα της μέτρησης συχνά καταλήγουν στη διατύπωση ή υιοθέτηση της λεγόμενης «αρχής του μη διαχωρισμού (κβαντικού συστήματος - παρατηρητή)»: Το υπό μελέτη κβαντικό σύστημα, τα όργανα μέτρησης και ο παρατηρητής συνιστούν ένα ενιαίο και μη διαχωρίσιμο σύστημα. Επ’ αυτής της λεγόμενης «αρχής», μπορούμε να εντοπίσουμε τουλάχιστον 3 σημεία έναντι των οποίων μπορούν να εγερθούν σοβαρές ενστάσεις:

α) Η αποδοχή της «αρχής» συνεπάγεται την ταύτιση ποιοτικά διαφορετικών συστημάτων, καθώς τα υπό μελέτη συστήματα είναι κβαντικά, ενώ τα όργανα μέτρησης και ο παρατηρητής είναι μακροσκοπικά συστήματα και μάλιστα ο παρατηρητής, ως ενσυνείδητος άνθρωπος, διαφέρει ποιοτικά (ακόμα και από την άποψη της συμμετοχής και το ρόλου του στη διεργασία της παρατήρησης) από τα υπόλοιπα μακροσκοπικά συστήματα. Ακόμα, λοιπόν, κι αν επιβεβαιωθεί αυτό που φαίνεται να δείχνουν κάποια πρόσφατα πειράματα, ότι κβαντικού τύπου αλληλεπιδράσεις προσιδιάζουν και σε μακροσκοπικά συστήματα, παραμένει ότι η αρχή αντιμετωπίζει με τους ίδιους όρους ποιοτικά διαφορετικά συστήματα.

β) Ενώ το κβαντικό σύστημα με το όργανο μέτρησης αλληλοεπιδρούν άμεσα (δηλαδή σύγχρονα), ο παρατηρητής παρεμβαίνει μετά την αλληλεπίδραση του κβαντικού συστήματος με το όργανο μέτρησης, ως εκ τούτου, η αποδοχή της αρχής σημαίνει την ταύτιση μιας σύγχρονης συσχέτισης (μεταξύ του κβαντικού συστήματος και του οργάνου) με μια ύστερη (την παρέμβαση του παρατηρητή στη διαδικασία).

γ) Σύμφωνα με τους εισηγητές της, η «αρχή» ισχύει ακόμα και όταν το κβαντικό σύστημα αποτελείται από σωμάτια που απέχουν μεταξύ τους έτη φωτός. Όμως, σε μια τέτοια περίπτωση, για να ισχύσει ο μη διαχωρισμός θα έπρεπε να είχαμε αλληλεπιδράσεις άπειρης ταχύτητας. Αυτό, όμως, αντιτίθεται στη θεωρία της σχετικότητας. Αυτό είναι και ένα από τα αφετηριακά σημεία της κριτικής που ασκούσε ο Αϊνστάιν. Το συγκεκριμένο ζήτημα αναδεικνύεται έντονα στη σχετική διαπάλη εξαιτίας του φαινομένου της κβαντικής διεμπλοκής, το οποίο συχνά ερμηνεύεται σα να αφορά ακαριαία απόκριση μεταξύ των συσχετισμένων φωτονίων. Το ότι ο μηχανισμός του φαινομένου δεν έχει ακόμα γίνει πλήρως κατανοητός επιτείνει την ένταση που φαίνεται να υπάρχει μεταξύ κβαντομηχανικής και σχετικότητας. Στο συγκεκριμένο θέμα θα αναφερθούμε ξανά και στη συνέχεια, υπό μια άλλη οπτική.

 

ΑΠΡΟΣΔΙΟΡΙΣΤΙΑ/ΑΒΕΒΑΙΟΤΗΤΑ

Σύμφωνα με τη λεγόμενη «αρχή της απροσδιοριστίας (ή αβεβαιότητας)», η οποία πρωτοδιατυπώθηκε από τον Heisenberg –εξ ου και εναλλακτικά και ίσως ακριβέστερα λέγεται και ανισότητα Heisenberg– και σε ό,τι αφορά τα παρατηρήσιμα συζυγή μεγέθη7 που ξεχωρίζει η κβαντομηχανική (π.χ. θέση-ορμή, ενέργεια-χρόνος) ο ακριβής προσδιορισμός της τιμής του ενός καθιστά αδύνατη την ακριβή πρόβλεψη της τιμής του άλλου. Πιο συγκεκριμένα, το γινόμενο της διασποράς8 τους δεν μπορεί να είναι μικρότερο από μια συγκεκριμένη τιμή. Εφόσον προκύπτει αδύνατη η μέτρηση δυο συζυγών μεγεθών ενός σωματίου με ακρίβεια μεγαλύτερη απ’ όση επιτρέπουν οι σχέσεις απροσδιοριστίας, συνάγεται ότι υπάρχει φυσικό όριο στην ακρίβεια της ταυτόχρονης μέτρησης, π.χ., της ορμής και της θέσης ενός φυσικού αντικειμένου.

Από εδώ, με βάση την ερμηνεία της Σχολής της Κοπεγχάγης, συνάγονται αγνωστικιστικά συμπεράσματα, στο βαθμό που η σχέση απροσδιοριστίας (αβεβαιότητας) αντιμετωπίζεται ως φραγμός που τίθεται από τον ίδιο τον κόσμο στην ικανότητα του ανθρώπου να τον γνωρίσει.

Το ενδιαφέρον από φιλοσοφικής άποψης ερώτημα εδώ είναι το εξής: Αυτός ο φραγμός9, το όριο δηλαδή που αναδεικνύεται από την αρχή της απροσδιοριστίας (αβεβαιότητας), αφορά τη γνώση μας για τη φύση ή την ίδια τη φύση;

Αν απαντήσουμε θετικά ως προς το πρώτο, δεχτούμε δηλαδή ότι ένα τέτοιο ανυπέρβλητο όριο αφορά τη γνώση μας για τη φύση, τότε υπάρχουν δυο επιλογές σε σχέση με την ερμηνεία που θα υιοθετηθεί:

α) Η αρχή της απροσδιοριστίας (αβεβαιότητας) συνιστά ένα όριο που τίθεται από τον ίδιο τον κόσμο, τη φύση, απέναντι στις γνωστικές μας προσπάθειες ώστε να τον κατακτήσουμε. Σε αυτήν τη γραμμή σκέψης, ποτέ δε θα μπορέσουμε να δούμε πίσω από την κουρτίνα που υψώνει η απροσδιοριστία.

β) Η σχέση απροσδιοριστίας αποτελεί απλώς μια συνέπεια της μαθηματικής περιγραφής που επιλέγουμε –ελλείψει άλλης διαθέσιμης εξίσου ικανοποιητικής επιλογής– να εφαρμόζουμε στα κβαντικά συστήματα και εξαιτίας της οποίας είμαστε αναγκασμένοι να συσχετίζουμε κατ’ αυτόν τον τρόπο τις διασπορές των συζυγών μεγεθών. Σε αυτήν την περίπτωση, η αρχή της απροσδιοριστίας αποτελεί συνέπεια της περιγραφής μας για τα κβαντικά συστήματα και όχι απόρροια της φύσης αυτών.

Αν, από την άλλη, απαντήσουμε θετικά στο δεύτερο σκέλος, δεχτούμε δηλαδή ότι ένα τέτοιο όριο είναι ίδιον της ίδιας της φύσης, τότε, στην ερμηνεία που θα υιοθετήσουμε, αυτή η συσχέτιση μεταξύ των συζυγών μεγεθών θα αποτυπώνει τα χαρακτηριστικά μιας εγγενούς αλληλεπίδρασης, που αφορά τη φύση των υπό εξέταση συστημάτων και δεν απορρέει από τις δυνατότητες που προσφέρει ή τις αδυναμίες που ενέχει η εφαρμοζόμενη μαθηματική περιγραφή.10

Είναι λοιπόν καθαρό ότι, όπως κι αν απαντήσουμε, είτε δηλαδή με αναφορά στην οντολογική διάσταση είτε στη γνωσιολογική, η απάντηση που θα δώσουμε μας δεσμεύει και ως προς την άλλη. Κι εδώ βρίσκεται ακριβώς και το ζήτημα σε σχέση με τη λεγόμενη «αρχή της απροσδιοριστίας (ή αβεβαιότητας)»: Ο τρόπος με τον οποίο προσεγγίζεται το πρόβλημα που θέτει προαπαιτεί μια διάκριση κι αντιπαράθεση αυτών των δυο διαστάσεων, κάτι που όμως στερείται νοήματος από τη σκοπιά της μαρξιστικής φιλοσοφίας, αφού ο κόσμος είναι φύσει γνώσιμος και μόνο ως παροδικό στέκει κάθε όριο στη γνώση. Στην ανάπτυξή της, στο προχώρημά της μέσα από τις αντιφάσεις στις οποίες σκοντάφτει (και οι οποίες, αφού ανακαλύπτονται, δεν αποτελούν πια εμπόδια για τη γνώση, αλλά εφαλτήρια για την περαιτέρω ανάπτυξή της), η γνώση μας μπορεί δυνητικά να αγκαλιάσει την αλήθεια του κόσμου ως έχει, την αντιφατική του φύση. Υπ’ αυτήν την έννοια, κάθε προβληματισμός σε σχέση με την ίδια τη σχέση απροσδιοριστίας/αβεβαιότητας αφορά ουσιαστικά το πλαίσιο στο οποίο εντάσσεται η ερμηνεία της φύσης των εμπλεκόμενων συζυγών μεγεθών, της παρατηρησιμότητας και μετρησιμότητάς τους.

 

Η «ΑΡΧΗ ΤΗΣ ΣΥΜΠΛΗΡΩΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑΣ»

Αυτή η τοποθέτηση γίνεται ίσως καλύτερα κατανοητή αν εξετάσουμε ένα συναφές με την απροσδιοριστία/αβεβαιότητα ζήτημα: Αυτό της συμπληρωματικότητας. Η λεγόμενη «αρχή της συμπληρωματικότητας» τίθεται από τον Bohr και το περιεχόμενό της είναι το εξής: Οι συσκευές μέτρησης επιτρέπουν δύο τύπους μέτρησης που αλληλοαποκλείονται, για παράδειγμα, ο ένας δίνει τη θέση, ο άλλος την ορμή. Ταυτόχρονα, οι αλληλοαποκλειόμενοι τύποι μέτρησης προϋποθέτουν ο ένας τον άλλον, αφού μόνο από κοινού μπορούν να αποδώσουν πλήρως την κατάσταση του περιγραφόμενου συστήματος. Για τον Bohr, λοιπόν, συμπληρωματικά είναι τα μεγέθη που είναι παρατηρήσιμα, αλλά όχι μετρήσιμα την ίδια στιγμή. Έτσι, η συμπληρωματικότητα ανάγεται στην αλληλεπίδραση του μετρούμενου αντικειμένου με τη συσκευή μέτρησης και, με αυτήν την έννοια, αποτελεί γενίκευση της αρχής της απροσδιοριστίας (αβεβαιότητας) του Heisenberg.

Το ζήτημα της συμπληρωματικότητας έχει κεντρική θέση στη συζήτηση για την ερμηνεία της κβαντομηχανικής (ακόμα κι αν ως «αρχή» δε γίνεται αποδεκτή απ’ όλους τους οπαδούς της ερμηνείας της Σχολής της Κοπεγχάγης), γιατί συνδυάζει όλα τα προηγούμενα ζητήματα τα οποία συζητήσαμε. Εφόσον η συμπληρωματικότητα αφορά όλα τα ασύμβατα (ως προς τον ταυτόχρονο προσδιορισμό τους) μεγέθη, για τα οποία η μέτρηση του ενός διαταράσσει τη μετρούμενη τιμή του άλλου, τότε καθίσταται γενικό χαρακτηριστικό γνώρισμα της κβαντομηχανικής.

Γι’ αυτό, εξάλλου, την βλέπουμε να υιοθετείται, π.χ., σε σχέση με τον προσδιορισμό της φύσης του ατόμου. Χαρακτηριστικά, ο Weizsacker γράφει: «Το ίδιο άτομο συμπεριφέρεται σε ορισμένα πειράματα σα σωμάτιο συγκεντρωμένο στο χώρο και σε άλλα σαν κύμα που πληροί ολόκληρο το χώρο. Είναι, ωστόσο, γνωστό, ότι το ίδιο άτομο δεν μπορεί να είναι σωμάτιο και κύμα την ίδια στιγμή. Το λογικό παράδοξο αποφεύγεται από το γεγονός ότι είναι αδύνατο να πραγματοποιηθούν ταυτόχρονα πειράματα κατά τα οποία το άτομο θα αντιδρούσε με αυτούς τους δυο διαφορετικούς τρόπους. Έτσι, δε θα πω “το άτομο είναι σωμάτιο” ή “το άτομο είναι κύμα”, αλλά “είναι είτε σωμάτιο είτε κύμα, και αποφασίζω με την πειραματική μου διάταξη με ποιον από τους δύο τρόπους θα εκδηλωθεί”.» Αντίστοιχα, ο Heisenberg γράφει: «Οι δυο αυτές εικόνες αποκλείονται αμοιβαία, επειδή ένα πράγμα δεν μπορεί να είναι ταυτόχρονα σωμάτιο (…) και κύμα (…), αλλά τα δυο είναι συμπληρωματικά.»

Όμως, αν συνδυαστεί με τη θετικιστική αρχή της ανυπαρξίας των μη παρατηρήσιμων μεγεθών (σύμφωνα με την οποία η πραγματικότητα που δεν έχει μετρηθεί δεν υπάρχει), τότε από τη συμπληρωματικότητα συνάγεται η μη πραγματικότητα, αφού δυο ασύμβατα μεγέθη που είναι συμπληρωματικά δεν μπορεί να υπάρχουν την ίδια στιγμή, εφόσον δεν μπορούν να μετρηθούν την ίδια στιγμή.

Η σύνδεση της συμπληρωματικότητας με το θετικιστικό δόγμα περί ανυπαρξίας των μη παρατηρήσιμων μεγεθών δεν είναι αυθαίρετη. Κι αυτό γιατί η ίδια η εισαγωγή της συμπληρωματικότητας με αυτόν τον τρόπο έχει εγγενώς θετικιστική χροιά. Σύμφωνα με την αρχή της συμπληρωματικότητας, τα ασύμβατα συμπληρωματικά μεγέθη δίνουν από κοινού μια πλήρη και οριστική περιγραφή της συμπληρωματικότητας. Έτσι, η μεταξύ τους αντίθεση προσδιορίζεται ως εξωτερική. Στη θετικιστική αντίληψη, οι διάφορες όψεις της πραγματικότητας έχουν μόνο τυπική σχέση και οι μεταξύ τους αντιθέσεις είναι αμοιβαία εξωτερικές και δεν υπάρχει εσωτερικός δεσμός που να συνδέει τις αντίθετες όψεις.

Έτσι, το πρόβλημα που επιχειρείται να λυθεί με την επίκληση της αρχής της συμπληρωματικότητας απορρέει από τη βασική θετικιστική θέση, σύμφωνα με την οποία οι διάφοροι όροι που χρησιμοποιούνται στις επιστημονικές περιγραφές έχουν καθαρά τυπικό περιεχόμενο και αφορούν τις συνδέσεις ανάμεσα σε αποφάνσεις των επιστημόνων για τα παρατηρήσιμα φαινόμενα. Με αυτήν την έννοια, όροι όπως «σωμάτιο», «κύμα», «αιτιότητα» κλπ. δεν αφορούν τίποτε άλλο πέρα από λεκτικές κατασκευές που μας διευκολύνουν να οργανώσουμε την εμπειρία μας από την πρόσληψη των διάφορων φαινομένων και δεν έχουν κάνουν με οποιοδήποτε υπόβαθρο αυτής της εμπειρίας, το οποίο, αφού δεν μπορούμε να παρατηρήσουμε, δεν έχουμε λόγο να θεωρήσουμε ως υπαρκτό.

Αντίθετα, για τη διαλεκτική, που δέχεται την αντικειμενική ύπαρξη της ενότητας των αντιθέτων (τα οποία βρίσκονται, στο πλαίσιο αυτής της ενότητας, σε διαρκή διαπάλη μεταξύ τους), η ύπαρξη τέτοιων αντιθέσεων σαν κι αυτές που επιχειρείται να συμβιβαστούν με την αρχή της συμπληρωματικότητας όχι μόνο δεν αποτελεί επιστημολογικό εμπόδιο στην ανάπτυξης της επιστημονικής γνώσης, αλλά, ίσα-ίσα, αποτελεί γνώμονα για την ανάπτυξή της.

Σε αυτήν τη βάση, μπορούμε να ισχυριστούμε ότι η προσφυγή στην αποδοχή της αρχής της συμπληρωματικότητας έχει νόημα μόνο στο έδαφος της θετικιστικής θεώρησης, στο πλαίσιο της οποίας εγείρονται τα ζητήματα στα οποία επιχειρείται να δοθεί απάντηση με την επίκλησή της. Αν κανείς υιοθετήσει τη διαλεκτική υλιστική αντίληψη της πραγματικότητας και της γνώσης μας γι’ αυτήν, τότε δεν προκύπτει καν η ανάγκη θέσπισης της λεγόμενης «αρχής της συμπληρωματικότητας».

 

ΑΙΤΙΟΤΗΤΑ, ΤΥΧΑΙΟΤΗΤΑ ΚΑΙ ΠΙΘΑΝΟΚΡΑΤΙΑ ΣΤΗ ΜΙΚΡΟΦΥΣΙΚΗ

Στη βάση της συμπληρωματικότητας, ο Bohr καταλήγει στο συμπέρασμα ότι η κβαντική μηχανική είναι ασυμβίβαστη «με την ίδια την ιδέα της αιτιότητας». Όπως εξηγεί, «η οριστική άρνηση του κλασικού ιδεώδους της αιτιοκρατίας αποτυπώνεται με σαφήνεια στις σχέσεις συμπληρωματικότητας, οι οποίες αντιπροσωπεύουν τους όρους μονοσήμαντης εφαρμογής των βασικών εννοιών, των οποίων η χωρίς όρους και περιορισμούς εφαρμογή συνιστά τη βάση της κλασικής περιγραφής». Έτσι, σύμφωνα με την αντίληψη του Bohr, η ύπαρξη στο χρόνο και στο χώρο από τη μια (δηλαδή η βάση της κλασικής περιγραφής, που αποτυπώνεται στις σχέσεις χωροχρόνου και ενέργειας) και η αιτιότητα από την άλλη βρίσκονται σε σχέση συμπληρωματικότητας: Είτε ύπαρξη είτε αιτιότητα.

Πέραν των όσων είπαμε ήδη για τη συμπληρωματικότητα, μπορούμε να δούμε το ζήτημα της αιτιότητας σε σχέση με τις αιτιάσεις του Bohr κι από μια άλλη σκοπιά. Ακόμα κι αν γίνει αποδεκτός ο συμπληρωματικός χαρακτήρας της μέτρησης σχέσεων χωροχρόνου και ενέργειας, η ανάγκη επιλογής μεταξύ ύπαρξης μέσα στο χωρόχρονο και αιτιότητας προκύπτει μόνο αν γίνουν και δύο επιπλέον παραδοχές:

α) Η πλήρης περιγραφή της κατάστασης ενός κβαντικού συστήματος γίνεται με όρους κλασικής φυσικής (αφού, κατά τον Bohr, η διαφορά σε σχέση με το κβαντικό επίπεδο έγκειται στο ότι από τη χωρίς όρους και περιορισμούς εφαρμογή των βασικών εννοιών η συμπληρωματικότητα μας δεσμεύει σε μια μονοσήμαντη εφαρμογή τους και τίποτε πέραν αυτής).

β) Η κατάσταση του κβαντικού συστήματος ταυτίζεται με την κυματοσυνάρτηση ψ που το περιγράφει (βάσει της ερμηνείας της Σχολής της Κοπεγχάγης).

Κάνοντας αυτές τις δυο παραδοχές, όμως, δεσμευόμαστε στις απαιτήσεις μιας μηχανιστικής, ντετερμινιστικής προσέγγισης για την αιτιότητα, σύμφωνα με την οποία η πλήρης γνώση των τιμών ενός πεπερασμένου συνόλου παραμέτρων ενός συστήματος μια δεδομένη στιγμή μας επιτρέπει να υπολογίσουμε τις τιμές των παραμέτρων αυτών οποιαδήποτε μελλοντική στιγμή, στη βάση των νόμων που διέπουν το υπό εξέταση φαινόμενο. Εφόσον, λοιπόν, σύμφωνα με την αρχή της συμπληρωματικότητας, η ταυτόχρονη γνώση των παραμέτρων είναι αδύνατη (καθώς τα σχετικά μεγέθη είναι ασύμβατα μεταξύ τους κι ως εκ τούτου δεν μπορούν να μετρηθούν ταυτόχρονα και με απόλυτη ακρίβεια), τότε και κάθε κουβέντα περί αιτιότητας στερείται νοήματος, αφού δεν έχουμε τη δυνατότητα να κάνουμε υπολογισμό για τις τιμές που αυτές θα πάρουν σε κάποια δεδομένη μελλοντική στιγμή.

Στη συλλογιστική αυτή, η αιτιότητα γίνεται κατανοητή ως αυστηρή αιτιοκρατία (ντετερμινισμός), θεώρηση σύμφωνα με την οποία δεδομένες αιτίες παράγουν δεδομένα αποτελέσματα και αυτή η παραγωγή θα επαναλαμβάνεται κάθε φορά που θα επιδρούν οι αιτίες αυτές, εφόσον όλες οι άλλες συνθήκες είναι απαράλλακτες.

Όμως, η θέση ότι η απόλυτη γνώση των αιτιών αρκεί (αλλά και απαιτείται) για να προκαθοριστεί η επίδρασή τους, στη βάση των νόμων που διέπουν το υπό μελέτη σύστημα –που, όπως είδαμε, είναι αυτή στην οποία κατευθύνονται τα πυρά του Bohr– είναι απόρροια της μηχανιστικής αντίληψης που κυριαρχούσε στην κλασική Φυσική, σύμφωνα με την οποία η κίνηση είναι εξωτερική της ύλης. Αυτό σημαίνει ότι η κίνηση δίνεται στην ύλη κι ως εκ τούτου η ύλη μπορεί να υπάρχει χωρίς κίνηση. Πρόκειται ακριβώς για την αντίληψη που δέχτηκε ισχυρό πλήγμα ήδη από τη θεωρία της Σχετικότητας, η οποία, ακόμα και στο πεδίο μελέτης της Φυσικής, αναδεικνύει το αξεδιάλυτο της κινούμενης ύλης από το χωροχρονικό πλαίσιο στο οποίο συντελείται η κίνηση.

Τι σημαίνει όμως ότι η γνώση των αιτιών αρκεί για να προκαθοριστεί η επίδρασή τους; Σημαίνει ότι οι αιτίες προκαλούν με αναγκαίο τρόπο το αποτέλεσμά τους. Από εδώ απορρέει και μια βασική σύγχυση, που επιδρά και στην ερμηνεία της κβαντομηχανικής. Συγκεκριμένα, υπάρχει σύγχυση μεταξύ της διαλεκτικής σχέσης τυχαίου-αναγκαίου και δυνατού-πραγματικού.

Αν το καλοσκεφτούμε, ένα βασικό πρόβλημα στην ερμηνεία της κβαντομηχανικής απορρέει από τη δυσκολία ερμηνείας της φύσης της κβαντικής πιθανότητας, με αποτέλεσμα να αναδύεται ένα δίπολο αιτιοκρατίας-πιθανοκρατίας, του οποίου και οι δυο πόλοι γίνονται κατανοητοί με συγκεχυμένο και αντιδιαλεκτικό τρόπο, αφού στην ουσία η συζήτηση αφορά το θέμα αιτιότητα-αναιτιότητα και τη σχέση της αιτιότητας με την αναγκαιότητα.

Στην ιστορία της ανάπτυξης της διαλεκτικής σκέψης, η σημασία του κεντρικού ζητήματος που αφορά αυτή η συζήτηση έχει αναδειχτεί από νωρίς, προτού η διαλεκτική συνδεθεί οργανικά με τον υλισμό. Ήδη ο Σπινόζα είχε αναδείξει την κίνηση (αλληλεπίδραση) ως αιτία του εαυτού της (causa sui) και ο Χέγκελ είχε διαπιστώσει ότι η αλληλεπίδραση (κίνηση) των επιμέρους πλευρών, στιγμών, στοι­χείων των διάφορων διαδικασιών, αντικει­μένων και φαινομένων είναι η αληθινή τελική τους αιτία (causa finalis). Από την άποψη αυτή, έλλειψη αιτίου θα σήμαινε και έλλειψη αλληλεπίδρασης, δηλαδή άρνηση της κίνησης και σε οντολογικό επίπεδο.

Η διαλεκτικοϋλιστική τοποθέτηση αναδεικνύει ότι η αιτιότητα έχει αντικειμενικά πραγματικό χαρακτήρα, ως πτυχή της καθολικής αλληλοσυσχέτισης και όχι ως υποκειμενική σύνδεση μεταξύ πραγμάτων. Σε αυτήν τη βάση, ακόμα και το τυχαίο δεν προκύπτει αναίτια, αλλά μέσα από αντικειμενικού χαρακτήρα αιτιακές αλληλεπιδράσεις, που όμως δεν είναι μονοσήμαντα και ατομικά καθορισμένες. Με άλλα λόγια, αφού και τα τυχαία γεγονότα έχουν αιτία, η τυχαιότητα –η αντικειμενικότητα της οποίας δεν αμφισβητείται από την υλιστική διαλεκτική– δεν πρέπει να αντιπαραβάλλεται με την αιτιότητα, αλλά με την αναγκαιότητα.

Η φιλοσοφική κατηγορία του τυχαίου αναφέρεται σε συσχέτιση γεγονότων και ο αντικειμενικός του χαρακτήρας σημαίνει ότι δεν μπορεί να αλλάξει στο δοσμένο επίπεδο συσχέτισης. Από τη στιγμή που οι ιδιότητες των πραγμάτων εκδηλώνονται στη σχέση τους με τα υπόλοιπα πράγματα, έτσι και ο εγγενώς τυχαίος χαρακτήρας μιας συσχέτισης εκδηλώνεται ακριβώς στα πλαίσια αυτής της συσχέτισης. Με άλλα λόγια, μια τυχαία συσχέτιση είναι από τη φύση της τυχαία και δεν προσδιορίζεται ως τέτοια επειδή δεν έχουμε στη διάθεσή μας όλο εκείνο το πλήθος των παραγόντων που θα απαιτούνταν ώστε να μπορούμε να προδιαγράψουμε την έκβασή της και έτσι να την περιγράψουμε με πληρότητα. Δηλαδή το τυχαίο δεν είναι κατηγορία γνωσιολογικού χαρακτήρα.

Ο τυχαίος χαρακτήρας μιας διαδικασίας καθορίζεται από το συσχετισμό παραγόντων που είναι ανεξάρτητοι μεταξύ τους και βρίσκονται έξω από το πλαίσιο του θεμελιακού καθορισμού της συγκεκριμένης διαδικασίας. Επειδή οι παράγοντες αυτοί είναι ανεξάρτητοι μεταξύ τους, οι (αλληλ)επιδράσεις τους εξαρτώνται από τον τυχαίο σχηματισμό του συνόλου τους. Οι ίδιοι παράγοντες, ως προς κάποια άλλη διαδικασία, μπορεί να βρίσκονται σε αναγκαία σχέση.

Η συγκεκριμένη έκβαση μιας τυχαίας αλληλεπίδρασης επηρεάζεται ουσιαστικά και από αλληλεπιδράσεις που καθορίζονται από παράγοντες εντελώς ανεξάρτητους από αυτήν. Έτσι, αναδεικνύεται και ο αιτιακός χαρακτήρας μιας τυχαίας συσχέτισης, αφού αυτή δεν εκδηλώνεται παρά ως σύμπλεξη αλληλεπιδράσεων που είναι εξωτερικές ως προς το θεμελιακό καθορισμό του αντικειμένου.

Μπορούμε να βρούμε παραδείγματα που να αναδεικνύεται με πρακτικό τρόπο ο αιτιακός χαρακτήρας τέτοιων τυχαίων συσχετίσεων; Ναι, και μάλιστα η ίδια η κβαντομηχανική μπορεί να μας προσφέρει τέτοια. Στην ουσία, αυτό που ψάχνουμε είναι παραδείγματα που να δείχνουν ότι μπορούμε να «τιθασεύσουμε» αυτήν την «περίεργη» φύση των κβαντικών συστημάτων, και ως εκ τούτου να αναδεικνύεται ότι σε αυτά υπάρχει εγγενής αιτιακός χαρακτήρας (αφού κάτι τέτοιο προϋποτίθεται ώστε να μπορείς να δρομολογήσεις την εξέλιξη φαινομένων, παρεμβαίνοντας σε αφετηριακό της σημείο).

Ένα τέτοιο παράδειγμα στο οποίο είναι πρακτικά αξιοποιήσιμη με αιτιακά καθοριζόμενο τρόπο η τυχαιότητα, είναι η τεχνητή διάσπαση πυρήνων ατόμων, σε ελεγχόμενες από τον άνθρωπο συνθήκες. Ένα ακόμα πιο «προκλητικό» παράδειγμα αποτελούν οι κβαντικοί υπολογιστές –προκλητικό, γιατί η θεωρία στη βάση της οποίας γίνεται προσπάθεια να αναπτυχθούν επιχειρείται να εδραιωθεί στη βάση της απόρριψης της αιτιότητας, ως συνέπεια της απόρριψης της τοπικότητας, όπως θα δούμε και στη συνέχεια.

Οι κβαντικοί υπολογιστές είναι υπολογιστικά συστήματα, των οποίων η λειτουργία βασίζεται στις αρχές της κβαντομηχανικής και οι οποίοι μπορούν να επεξεργάζονται τεράστιο αριθμό πληροφοριών με εντυπωσιακή ταχύτητα. Η θεωρία λέει ότι η λειτουργία των κβαντικών υπολογιστών βασίζεται στην αξιοποίηση του φαινομένου της κβαντικής διεμπλοκής (quantum entanglement). Πρόκειται για ένα ιδιότυπο φαινόμενο που προσιδιάζει σε κβαντικά συστήματα, σύμφωνα με το οποίο κβαντικά σωματίδια τα οποία είναι συζευγμένα (δηλαδή οι κυματοσυναρτήσεις τους είναι συζευγμένες) μπορούν να αλληλοεπιδρούν σε οποιαδήποτε απόσταση κι αν βρεθούν μεταξύ τους, με αποτέλεσμα να εκφράζεται στο ένα ο αντίκτυπος οποιασδήποτε επίδρασης από εξωτερικό παράγοντα υποστεί το άλλο, χωρίς να μεσολαβεί διακριτό χρονικό διάστημα μεταξύ των δύο αυτών συμβάντων. Έτσι, ενώ οι ψηφιακοί υπολογιστές επεξεργάζονται πληροφορίες οι οποίες είναι κωδικοποιημένες μόνο ως αλληλουχίες των τιμών «0» ή «1» (bits), δηλαδή των δύο καταστάσεων στις οποίες μπορεί να βρεθεί ένα κλασικό φυσικό σύστημα, οι κβαντικοί υπολογιστές επεξεργάζονται πληροφορίες οι οποίες μπορούν να είναι κωδικοποιημένες σε όλες τις τιμές που μπορούν να προκύψουν από κάθε δυνατή επαλληλία των καταστάσεων «0» και «1» (quantum bits - qubits ή qbits11). Ας σημειωθεί, βέβαια, ότι οι σχετικές τεχνολογίες είναι σε σχετικά πρώιμα στάδια ανάπτυξης, με κύριο προς αντιμετώπιση πρόβλημα τον κίνδυνο πρόωρης κατάρρευσης της κυματοσυνάρτησης του κβαντικού συμβάντος που περιγράφεται από το qubit –ένας κίνδυνος που αυξάνεται κατακόρυφα όσο αυξάνεται το πλήθος των προς επεξεργασία qubits.

Αυτή η περιγραφή της λειτουργίας των κβαντικών υπολογιστών, έστω κι αν σκόπιμα είναι εξαιρετικά απλουστευμένη και όχι απόλυτα ακριβής, μας βοηθάει να αναδείξουμε μια αν μη τι άλλο ιδιαίτερα παράδοξη κατάσταση. Από τη μια, το φαινόμενο στο οποίο εδράζεται η ανάπτυξη των κβαντικών υπολογιστών επιχειρείται συχνά να αξιοποιηθεί στην επιχειρηματολογία όσων υποστηρίζουν ότι η κβαντική μηχανική είναι ασύμβατη με οποιαδήποτε έννοια αιτιότητας. Από την άλλη, όμως, η ανάδυση της πρακτικής δυνατότητας να αξιοποιείται σκόπιμα ακριβώς αυτό το φαινόμενο, ώστε ο χρήστης του κβαντικού υπολογιστή να εισάγει δεδομένα και οι υπολογισμοί επ’ αυτών να γίνονται ως μέρος μιας προδιαγεγραμμένης διαδικασίας (το εκάστοτε πρόγραμμα που «τρέχει» στον υπολογιστή) με στόχο να αξιοποιηθούν για συγκεκριμένο λόγο, μοιάζει μάλλον να καταδεικνύει πως έχουμε να κάνουμε με μια παραδειγματική περίπτωση εκδήλωσης μιας αιτιακής αλληλεπίδρασης, όποιος κι αν είναι ο συγκεκριμένος τρόπος με τον οποίο αυτή συντελείται.

Αν, μάλιστα, βάλουμε στη συζήτηση και το –στενά συνδεδεμένο με την ανάπτυξη των κβαντικών υπολογιστών– ζήτημα της κβαντικής κρυπτογραφίας, τότε η συλλογιστική αυτή οδηγεί εκ νέου, από άλλο δρόμο, στο ίδιο συμπέρασμα. Στον πυρήνα της κβαντικής κρυπτογραφίας βρίσκεται η δυνατότητα εκμετάλλευσης των ιδιοτήτων των κβαντικών συστημάτων ώστε να προκύψει ένα «κλειδί» κρυπτογράφησης που θα διασφαλίζει την ασφάλεια της επικοινωνίας μεταξύ των κατόχων του. Το ακόμα πιο ενδιαφέρον στοιχείο στην περίπτωση αυτή είναι ότι στις διάφορες μεθόδους κβαντικής κρυπτογραφίας οι φυσικές ιδιότητες του κβαντικού συστήματος χρησιμοποιούνται μόνο για την παραγωγή του «κλειδιού», ενώ η μεταφορά της κρυπτογραφημένης πληροφορίας γίνεται με κλασικό τρόπο.

Στην περίπτωση της κβαντικής κρυπτογραφίας έχουμε, λοιπόν, να κάνουμε με μια διαδικασία που αξιοποιεί τις φυσικές ιδιότητες των κβαντικών συστημάτων και τη γνώση μας επ’ αυτών, με στόχο να δώσει ένα αποτέλεσμα (το «κλειδί») το οποίο εκ των προτέρων γνωρίζουμε πώς και γιατί θέλουμε να το χρησιμοποιήσουμε για την επίτευξη ορισμένου σκοπού. Παρότι το αποτέλεσμα αυτό (το «κλειδί») προέκυψε από τη σκοπούμενη χειραγώγηση διαδικασιών που συντελούνται λόγω των κβαντικών ιδιοτήτων των φυσικών συστημάτων, είναι άμεσα και απευθείας αξιοποιήσιμο σε διαδικασίες που συντελούνται λόγω των μη κβαντικών ιδιοτήτων των φυσικών συστημάτων, ενώ τέτοια είναι και η φυσική διαδικασία που αφορά τη μεταφορά του κωδικοποιημένου μηνύματος. Σε όλα τα στάδια των διαδικασιών αυτών, η ίδια η φύση των αλληλεπιδράσεων και αλληλοσυσχετίσεων των συστημάτων που εμπλέκονται σε αυτές –είτε απορρέουν από κβαντικές είτε από μη κβαντικές ιδιότητες– και η γνωσιμότητα αυτών είναι που μας επιτρέπουν τη σκόπιμη παρέμβαση και τη σκοπούμενη πρακτική αξιοποίησή τους.

Υπό μια έννοια, με αντίστοιχο τρόπο μπορούμε να δούμε και το ίδιο το φαινόμενο της κβαντικής διεμπλοκής, στο οποίο έχουμε ήδη αναφερθεί, σε σχέση με την αιτιότητα. Παρότι γίνεται προσπάθεια να οικειοποιηθεί στα πλαίσια των ιδεαλιστικών ερμηνειών, αν το καλοσκεφτούμε, το φαινόμενο στην ουσία του συνίσταται στο ότι τα σωματίδια αλληλεπιδρούν κατά τρόπο ώστε κάθε μεταβολή που υφίσταται το ένα να επηρεάζει και το άλλο, ανεξάρτητα από τη μεταξύ τους απόσταση. Από τη σκοπιά αυτήν, ακόμα κι αν ακόμα δε γνωρίζουμε πλήρως τη φύση και τους μηχανισμούς μέσω των οποίων εκδηλώνεται το φαινόμενο, εύλογα μπορεί να υποστηριχτεί ότι αποτελεί εκδήλωση αιτιώδους συσχέτισης.

Ο προσεκτικός αναγνώστης ίσως εντόπισε ότι στη συζήτηση περί αιτιότητας και τυχαιότητας στην ενότητα αυτήν έχουμε συστηματικά αποφύγει να θέσουμε ως τώρα το ζήτημα του ρόλου των πιθανοτήτων στην περιγραφή των κβαντικών συστημάτων και διεργασιών.

Είναι σύνηθες στη σχετική συζήτηση, ανεξάρτητα από τις θέσεις που υιοθετούνται στη σχετική διαπάλη, να θεωρείται ότι η στατιστική και οι πιθανότητες αφορούν τη μαθηματική έκφραση του τυχαίου στις επιστημονικές θεωρίες. Όμως, μια τέτοια τοποθέτηση μόνο προφανής και αυτονόητη δεν είναι.

Το γεγονός ότι η θεωρία των πιθανοτήτων είναι μια μαθηματική θεωρία κι όχι ένας τομέας των εμπειρικών επιστημών δεν μπορεί να παραγνωρίζεται. Κι αυτό γιατί η αξία των μαθηματικών βρίσκεται ακριβώς στην ικανότητα που μας παρέχουν να χειριζόμαστε με ενιαίο τρόπο αντικείμενα και συστήματα που είναι ετερογενή ως προς την υλική τους φύση, επειδή μπορούμε να εστιάσουμε την προσοχή μας σε κοινές τους ιδιότητες, τις οποίες εντοπίζουμε μέσω αφαίρεσης και οι οποίες (και οι σχέσεις μεταξύ των οποίων) μπορούν να ποσοτικοποιηθούν.

Υπό το πρίσμα αυτό, η θεωρία των πιθανοτήτων είναι μια επιστημονική θεωρία που δεν αφορά μεμονωμένα αντικείμενα, αλλά πλήθη (συλλογές) αυτών. Για την ορθή επιστημονικά εφαρμογή της, προϋποτίθεται, ως αφετηρία, η ύπαρξη ενός πλήθους πραγματικών αντικειμένων (συστημάτων, σχηματισμών κλπ.), κάποια από τα στοιχεία των οποίων παρουσιάζουν κοινά χαρακτηριστικά, τέτοια που να μας επιτρέπουν να τα μελετήσουμε με όρους στατιστικής και πιθανοτήτων. Παρότι, δηλαδή, η υλική τους φύση είναι αδιάφορη για τις πιθανότητες και τη στατιστική, η ίδια η εφαρμογή αυτών των μαθηματικών θεωριών σε επιμέρους συλλογές τους την προϋποθέτει και βασίζεται σε αυτήν.

Εάν έτσι έχουν τα πράγματα, τότε ακόμα και ο πιθανοκρατικός χαρακτήρας της κβαντομηχανικής δεν αποκλείει την ύπαρξη και γνωσιμότητα αιτιακών σχέσεων μεταξύ των αντικειμένων/σχηματισμών/συστημάτων που τίθενται υπό διερεύνηση: Η αιτιότητα εκδηλώνεται στην αλληλεπίδραση συγκεκριμένων τέτοιων σχηματισμών μεταξύ τους, επιμέρους ιδιότητες των οποίων (ή μεγέθη που περιγράφουν πτυχές του τρόπου με τον οποίο συμμετέχουν σε αλληλεπιδράσεις) αποτελούν τα μέρη των συλλογών επί των οποίων εφαρμόζεται η στατιστική ανάλυση και η θεωρία των πιθανοτήτων. Ταυτόχρονα, η εφαρμογή τους είναι καθ’ όλα δόκιμη, καθώς πράγματι μπορούμε να προβούμε σε αφαιρέσεις γνωρισμάτων αυτών των σχηματισμών που να μας επιτρέπουν να τα μελετήσουμε ως σύνολα.

Από την άποψη αυτή, η κατανόηση της φύσης της θεωρίας των πιθανοτήτων και της σχέσης της με την πραγματικότητα των υλικών σχηματισμών των οποίων επιμέρους ιδιότητες και οι μεταξύ τους αλληλεπιδράσεις περιγράφονται από την κβαντομηχανική είναι ουσιώδης πλευρά της συζήτησης, που συχνά δεν τυγχάνει της δέουσας προσοχής.

Από τα παραπάνω αναδεικνύεται μια αντίφαση με την οποία καλείται να αναμετρηθεί η ανάπτυξη της επιστημονικής γνώσης στην προκειμένη περίπτωση. Ενώ οι προβλέψεις της κβαντομηχανικής είναι στατιστικής φύσης και αφορούν ιδιότητες και μεγέθη που περιγράφουν πτυχές του τρόπου με τον οποίο οι συγκεκριμένοι υλικοί σχηματισμοί συμμετέχουν στις υπό διερεύνηση αλληλεπιδράσεις (που περιγράφονται στατιστικά ως σύνολα δυνητικών καταστάσεων), η ίδια η θεωρία δεν ανάγεται στη στατιστική, μια και περιγράφει τις φυσικές διεργασίες που αφορούν αυτούς τους ίδιους τους σχηματισμούς.

Η αντίφαση αυτή αποτυπώνεται και στο γεγονός ότι, ενώ οι νόμοι της κβαντικής μηχανικής φαίνεται, εκ πρώτης όψεως, να θεμελιώνουν το αδύνατο της αντικειμενικής περιγραφής των φυσικών διεργασιών στο υποατομικό επίπεδο ως ανεξάρτητων από την παρατήρηση/μέτρηση, 
η κβαντική μηχανική καταπιάνεται με τη μελέτη αντικειμενικών διεργασιών και οι νόμοι της –στο βαθμό που είναι επιστημονικοί, θεωρητικά και πειραματικά-τεχνολογικά επιβεβαιωμένοι– αντανακλούν την ίδια τη φυσική πραγματικότητα και δεν απορρέουν από την ανθρώπινη φαντασία.

 

ΤΟΠΙΚΟΤΗΤΑ ΚΑΙ ΔΙΑΧΩΡΙΣΙΜΟΤΗΤΑ

Έχουμε ήδη αναφερθεί στο ζήτημα της κβαντικής διεμπλοκής. Στη σχετική συζήτηση, όπως είδαμε, τίθεται το ζήτημα της μετάδοσης αλληλεπιδράσεων με άπειρη ταχύτητα, το οποίο και συσχετίζεται με το ζήτημα του διαχωρίσιμου ή μη των φυσικών συστημάτων. Από το συνδυασμό αυτόν, προκύπτει το ζήτημα της τοπικότητας ως σημαντικό πεδίο αντιπαράθεσης σχετικά με την ερμηνεία της κβαντομηχανικής.

Στη γενική της διατύπωση, η αρχή της τοπικότητας εκφράζει την ιδέα ότι η κατάσταση ενός συστήματος δεν επηρεάζεται απ’ οτιδήποτε τυχόν συμβαίνει σε αποστάσεις τόσο μακριά από αυτό, ώστε το σύστημα και το συμβάν να μην μπορούν να συνδεθούν με κάποιο σήμα. Με την έννοια της τοπικότητας εκφράζεται η ιδέα ότι τα φαινόμενα είναι χωροχρονικές διαδικασίες, με τις συντελούμενες αλληλεπιδράσεις να λαμβάνουν χώρα με πεπερασμένη ταχύτητα. Στα πλαίσια της «ορθόδοξης» ερμηνείας, η αποδοχή της μη τοπικότητας των φυσικών αλληλεπιδράσεων συνεπάγεται το μη διαχωρίσιμο.

Δεδομένου ότι η θεωρία της σχετικότητας που εισήγαγε ο Αϊνστάιν και ο σχετικός φορμαλισμός που αναπτύχθηκε για τη διατύπωσή της συνηγορούν προς την αποδοχή της τοπικότητας, το ζήτημα έχει αποκτήσει κεντρική θέση στη διαπάλη για την ερμηνεία της κβαντομηχανικής. Και αυτό γιατί, σύμφωνα με την ειδική θεωρία της σχετικότητας, δεν μπορεί να υπάρξει διάδοση σήματος με ταχύτητα μεγαλύτερη από την ταχύτητα του φωτός, κάτι που θα ήταν απαραίτητο για να συνδεθούν αιτιακά οι αλληλεπιδράσεις διαχωρισμένων συστημάτων, όπως αυτές που συντελούνται στο φαινόμενο της κβαντικής διεμπλοκής.

Ας επισημανθεί εδώ ότι η θεωρία της σχετικότητας (ειδική και γενική) έχει αποδειχτεί, όπως και η κβαντομηχανική, εξαιρετικά επιτυχημένη, με τη σχετική της αλήθεια να επιβεβαιώνεται μέσα από ένα τεράστιο πλήθος επιστημονικών ευρημάτων και πορισμάτων, αλλά και πρακτικών εφαρμογών που έχουν αναπτυχθεί στη βάση των θεωρητικών της προβλέψεων.

Η διαφαινόμενη στη βάση των παραπάνω ένταση μεταξύ σχετικότητας και κβαντομηχανικής, που διαπιστώνεται με χαρακτηριστικό τρόπο στη συζήτηση περί τοπικότητας ήδη από τις πρώτες φάσεις της διαπάλης για την ερμηνεία της κβαντομηχανικής, έχει αφήσει το αποτύπωμά της τα χρόνια που ακολούθησαν μέχρι και σήμερα. Αποτύπωμα που μπορούμε να εντοπίσουμε σε διάφορα ζητήματα που αφορούν το θεωρητικό υπόβαθρο της σύγχρονης κατανόησης της πραγματικότητας του φυσικού κόσμου, όπως αυτή περιγράφεται από τις καλύτερες επιστημονικές θεωρίες που έχουμε σήμερα στη διάθεσή μας.

Στη συνέχεια αυτής της ενότητας, θα σταθούμε σε κάποιες σημαντικές από επιστημολογικής άποψης πλευρές που αφορούν τα (αλληλένδετα, όπως είδαμε) ζητήματα της διαχωρισιμότητας και της τοπικότητας.12

Σε ό,τι αφορά το ζήτημα της διαχωρισιμότητας, μπορεί να υποστηριχτεί ότι το πρόβλημα έγκειται στο ότι, χωρίς να γίνεται ρητά παραδεκτό, θεωρείται πως ένα σύνθετο σύστημα καθορίζεται πλήρως από τις διακριτές καταστάσεις και υποσυστήματα που συναπαρτίζουν την εκάστοτε δεδομένη κατάσταση στην οποία βρίσκεται. Όμως, δεν υπάρχει λόγος που να απορρέει από τη γνώση μας για τον κόσμο και την επιστημονική κατανόηση της φυσικής πραγματικότητας ο οποίος να μας αναγκάζει να δεσμευτούμε στην αντίληψη ότι οι καταστάσεις των χωροχρονικά διαχωρισμένων συστημάτων είναι αναγκαστικά χωριστές ή ότι είναι φύσει αδύνατο, υπό οποιαδήποτε συνθήκη, ένα σύστημα να συνίσταται από μέρη σε δύο απομακρυσμένες περιοχές του χωροχρόνου. Με άλλα λόγια, δεν προκύπτει ότι ο χωροχρονικός διαχωρισμός τους συνεπάγεται και την εξατομίκευση καταστάσεων και συστημάτων που, εάν δεν είχαν διαχωριστεί τα μέρη τους, θα αποτελούσαν αδιαχώριστα (αλλά όχι και αδιαφοροποίητα) αντικείμενα μελέτης. Σε κάθε περίπτωση, εξάλλου, η υλιστική διαλεκτική συνηγορεί στην άποψη ότι η κατάσταση ενός σύνθετου συστήματος δεν καθορίζεται από τις χωριστές καταστάσεις των διακριτών υποσυστημάτων του.13

Σε ό,τι αφορά το ζήτημα της τοπικότητας, στο επίκεντρο της συζήτησης βρίσκεται η περιορισμένη (δηλαδή όχι άπειρη) ταχύτητα των αλληλεπιδράσεων μέσω των οποίων εκφράζεται η αιτιακή σύνδεση και η κατεύθυνση της ροής του χρόνου, άρα και, συνακόλουθα, το μη αντιστρεπτό των φυσικών διαδικασιών.

Βλέποντας το ζήτημα στην ιστορικότητά του, θα πρέπει να επισημανθεί ότι τόσο το επιστημολογικό πλαίσιο όσο και ο μαθηματικός φορμαλισμός της κλασικής νευτώνειας φυσικής δεν αποκλείουν την ακαριαία δράση από απόσταση, η οποία, εξάλλου, είναι συμβατή και με το εννοιολογικό της οπλοστάσιο. Όμως, με την εισαγωγή της θεωρίας της σχετικότητας και την πειραματική της επιβεβαίωση, προκύπτει ότι υπάρχει ένα πεπερασμένο όριο ταχύτητας με την οποία μπορεί να μεταδοθεί η αλληλεπίδραση. Σε ό,τι αφορά την κλασική φυσική, το πρόβλημα αντιμετωπίζεται με την εισαγωγή των πεδίων, μέσω των οποίων εκδηλώνεται ο τοπικός χαρακτήρας των αλληλεπιδράσεων. Έτσι, για παράδειγμα, με την εισαγωγή του ηλεκτρομαγνητικού πεδίου στη θεωρία του Maxwell ή με την εισαγωγή του πεδίου μετρικής στη Γενική Θεωρία της Σχετικότητας, η –πειραματικά αποδεδειγμένη– τοπικότητα κατοχυρώνεται τόσο θεωρητικά όσο και επιστημολογικά.

Τα πράγματα, όμως, μοιάζουν να είναι διαφορετικά σε ό,τι αφορά την κβαντομηχανική, τουλάχιστον εκ πρώτης όψεως. Εδώ, αν δεχτούμε την έννοια της τοπικής αλληλεπίδρασης (δηλαδή μιας αλληλεπίδρασης εντοπισμένης σε ένα χωροχρονικό σημείο), ο φορμαλισμός και οι βασικές παραδοχές της θεωρίας μας οδηγούν σε καταστάσεις που στερούνται φυσικού νοήματος στο πλαίσιο της θεωρίας. Αντίθετα, η αποδοχή της μη τοπικότητας14 της θεωρίας συνάδει με την πρόβλεψη που απορρέει από τις παραδοχές της και μοιάζει να επιβεβαιώνεται και πειραματικά (εφόσον γίνει αποδεκτό ότι στο φαινόμενο της διεμπλοκής έχουμε ακαριαία αλληλεπίδραση από απόσταση –η οποία δυνητικά μπορεί να είναι ακόμα και άπειρη– των δύο συσχετισμένων σωματίων).

Οι συνέπειες της αποδοχής και γενίκευσης μιας τέτοιας δυνατότητας θα ήταν τεράστιες, αφού, για παράδειγμα, κάτι τέτοιο θα σήμαινε ότι η θεωρία δεν αποκλείει την κίνηση προς τα πίσω στο χρόνο σωματιδίων αρνητικής ενέργειας. Φυσικά, μια τέτοια πρόβλεψη της θεωρίας θα έπρεπε να μπορεί να αποκτήσει και φυσικό περιεχόμενο, να αναφέρεται, δηλαδή, σε μια δυνητικά πραγματική κατάσταση, που να αντιστοιχεί στην αντικειμενική πραγματικότητα, ειδάλλως πρόκειται απλά για μια αποτυχία της θεωρίας –ή, καλύτερα, των συνθηκών και προϋποθέσεων για την εφαρμοσιμότητά της– να περιορίσει το πεδίο εφαρμογής της στην αντικειμενική πραγματικότητα.

Το ένα θέμα που μπορεί να τεθεί εδώ αφορά το κατά πόσο ο μη τοπικός χαρακτήρας της κβαντικής περιγραφής απορρέει από το φορμαλισμό της θεωρίας και όχι από τη φύση των συστημάτων και των αλληλεπιδράσεων που αυτή περιγράφει. Στη βάση και των όσων έχουν ήδη αναφερθεί, η συσχέτιση των αποτελεσμάτων των μετρήσεων επί των σωματίων στο φαινόμενο της κβαντικής διεμπλοκής θα μπορούσε να υποστηριχτεί ότι προκύπτει από την κοινή ιστορία των σωματίων που συναπαρτίζουν το υπό μελέτη σύστημα και δεν καταδεικνύει τη συσχέτιση των μετρήσεων.

Ένα δεύτερο θέμα προκύπτει σχετικά με την κατανόηση του πιθανοκρατικού χαρακτήρα της κβαντομηχανικής, αλλά και της σχέσης απροσδιοριστίας/αβεβαιότητας, στη βάση των οποίων θεμελιώνεται η μη τοπικότητα της θεωρίας.15 Αν, δηλαδή, θα πρέπει ή όχι να θεωρηθεί ότι το σύνολο των δυνητικών καταστάσεων του συζευγμένου συστήματος πριν το διαχωρισμό των μερών του και τα σύνολα των καταστάσεων των δύο μερών μετά την παρέμβαση/αλληλεπίδραση που προκάλεσε το διαχωρισμό τους εκφράζουν, από την άποψη του φυσικού νοήματος, το ίδιο πράγμα στις δύο περιπτώσεις που μας ενδιαφέρουν: Κατά την αρχική μέτρηση και κατά τη μέτρηση από την οποία διαπιστώνεται η αναφερόμενη διάδοση της αλληλεπίδρασης με υπερφωτεινή ταχύτητα, απ’ όπου και συνάγεται η μη τοπικότητα της θεωρίας.

Από επιστημολογική άποψη όμως, το πλέον ενδιαφέρον ζήτημα που προκύπτει έχει να κάνει με την αποκατάσταση της τοπικότητας με μη πιθανοτικό τρόπο σε ό,τι αφορά αλληλεπιδράσεις μεταξύ υλικών σχηματισμών και συστημάτων σε διαστάσεις μεγαλύτερες από αυτές στις οποίες προσιδιάζει η μικροφυσική, κάτι που αδιαμφισβήτητα συμβαίνει. Δηλαδή, ακόμα κι αν δεν προκαλούσε προβληματισμό η αποδοχή της παραβίασης της τοπικότητας ως απόρροια της ίδιας της φύσης των αλληλεπιδράσεων στο μικρόκοσμο, το γεγονός ότι, περνώντας σε ανώτερο και πιο σύνθετο επίπεδο οργάνωσης της ύλης, η τοπικότητα αποκτά χαρακτήρα νόμου της φύσης, δεν μπορεί να ερμηνευτεί από καμία μη τοπική θεωρία.

Πέραν των παραπάνω, αυτό που έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον και σημασία σε ό,τι αφορά την υλιστική διαλεκτική είναι να δούμε το ζήτημα της τοπικότητας σε σχέση με τη θεμελίωση της υλιστικής κατανόησης της αντικειμενικής πραγματικότητας και του διαλεκτικού χαρακτήρα της ανάπτυξής της.

Είναι προφανές ότι η αντίληψη για το χώρο και το χρόνο που κατοχυρώνεται στο επίπεδο της φυσικής επιστήμης με τις ανακαλύψεις της θεωρίας της σχετικότητας δεν εξαντλεί το περιεχόμενο των φιλοσοφικών κατηγοριών του χώρου και του χρόνου. Η τεράστια σημασία τους έγκειται στο ότι μας επιτρέπουν να κατανοήσουμε το πώς εκδηλώνεται αυτό το περιεχόμενο στο συγκεκριμένο πεδίο της αντικειμενικής πραγματικότητας το οποίο περιγράφεται από τη θεωρία. Εξίσου σημαντικό είναι ότι, ταυτόχρονα, η θεωρία της σχετικότητας ωθεί στην περαιτέρω ανάπτυξη του περιεχομένου αυτών των φιλοσοφικών κατηγοριών. Το ίδιο ισχύει και με την κβαντομηχανική.

Το παράδειγμα της τοπικότητας, από την άποψη της ιστορικότητας του ζητήματος, είναι χαρακτηριστικό. Η νευτώνεια αντίληψη του απόλυτου χώρου και του απόλυτου χρόνου, ως ανεξάρτητων τόσο μεταξύ τους όσο και από τα όσα συντελούνται στο χώρο και το χρόνο, συντρίφτηκε από τη θεωρία της σχετικότητας και την επιβεβαίωσή της. Όμως, η ακαριαία δράση από απόσταση, που δεν αποκλειόταν στο νευτώνειο ερμηνευτικό πλαίσιο, προέκυψε ως απόρροια της ανάγκης να υπερβεί η γνώση τα όρια της αριστοτελικής αντίληψης περί αιθέρα ως μέσου διάδοσης των αλληλεπιδράσεων. Οι κλασικές θεωρίες πεδίου και η θεωρία της σχετικότητας, που αναπτύχθηκαν με την περαιτέρω ανάπτυξη της επιστημονικής γνώσης σύμφωνα με τις απαιτήσεις και τις δυνατότητες που προέκυπταν από το τότε επίπεδο ανάπτυξης της κοινωνικής παραγωγής και εν γένει κοινωνικής πρακτικής, ανέδειξαν την πεπερασμένη ταχύτητα διάδοσης των αλληλεπιδράσεων μεταξύ των διάφορων υλικών σχηματισμών ως ένα από τα θεμέλια της επιστημονικής γνώσης για την περιγραφή της αντικειμενικής πραγματικότητας. Η ανάπτυξη της κβαντομηχανικής έφερε στο προσκήνιο το ζήτημα της τοπικότητας ως ένα από αυτά στα οποία δοκιμάζονται οι αντοχές και η συνοχή του οικοδομήματος της κατακτημένης ως τότε επιστημονικής γνώσης, για την οποία το όριο της ταχύτητας του φωτός στο κενό είναι το αδιαπέραστο όριο στην ταχύτητα διάδοσης των υλικών αλληλεπιδράσεων. Οι σχετικιστικές κβαντικές θεωρίες, οι κβαντικές θεωρίες βαρύτητας και –δυνητικά– άλλες εξελίξεις στην περαιτέρω ανάπτυξη της επιστημονικής γνώσης προδιαγράφουν τον περαιτέρω εμπλουτισμό της γνώσης μας για τις χωροχρονικές αλληλεπιδράσεις και το πώς αυτές εκδηλώνονται στα διάφορα πεδία οργάνωσης της πραγματικότητας.

 

ΦΙΛΟΣΟΦΙΚΕΣ ΠΡΟΚΛΗΣΕΙΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΝΑΠΤΥΞΗ ΤΗΣ ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΗΣ ΚΑΤΑΝΟΗΣΗΣ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ

Είναι αδιαμφισβήτητο ότι κάθε νέα φάση ανάπτυξης της επιστημονικής γνώσης δεν καταλήγει σε άτακτη υποχώρηση από το έδαφος που κερδήθηκε με τα προηγούμενα βήματα προς τα μπρος που έχουν ήδη γίνει –η όποια οπισθοχώρηση είναι μόνο παροδική. Με πιο φιλοσοφικούς όρους, κάθε νέα διαλεκτική άρνηση, κάθε άρνηση της προηγούμενης άρνησης στην ανάπτυξη της επιστημονικής γνώσης, δεν εγκλωβίζει τη γνώση σε παλιές αντιφάσεις, αλλά ανοίγει το δρόμο για να αναμετρηθεί με νέες, που ήταν αδύνατο να εντοπιστούν χωρίς την υπέρβαση των προηγούμενων, με κάθε προηγούμενο βήμα στην ανάπτυξη της διαδικασίας αυτής να αφήνει το αποτύπωμά του στο προχώρημα της γνώσης.

Σε αυτό το πλαίσιο θα πρέπει να δούμε και την επιστημολογική πλευρά της συζήτησης περί τοπικότητας στη διαπάλη για την ερμηνεία της κβαντομηχανικής, όπως και όλες τις υπόλοιπες προκλήσεις που συνεπάγεται η ανάπτυξη της επιστημονικής αυτής θεωρίας (όπως ισχύει και για κάθε νέα επιστημονική θεωρία που τροφοδοτεί πετυχημένα την πρακτική δραστηριότητα, πολύ δε περισσότερο όταν πρόκειται για τόσο ρηξικέλευθες θεωρίες, όπως ισχύει και στην περίπτωση της θεωρίας της σχετικότητας). Δηλαδή, εν προκειμένω, να εστιάσουμε την προσοχή μας στην εμπλουτισμένη κατανόηση που μπορεί να μας προσφέρει η ανάπτυξη της κβαντικής θεωρίας στον τρόπο με τον οποίο εκδηλώνεται η αλληλεπίδραση μεταξύ μερών ενός συστήματος στο συγκεκριμένο επίπεδο οργάνωσης της ύλης, όπως αυτή καθορίζεται από τις εγγενείς ιδιότητες του χώρου και του χρόνου ως κατηγορημάτων της κινούμενης ύλης και αντανακλάται στη γνώση μας για την αντικειμενική πραγματικότητα, μέρος της οποίας –και της μετασχηματιστικής μας δραστηριότητας επ’ αυτής– αποτελούν.

Αυτό οφείλει να κάνει η φιλοσοφία, ώστε η ανάπτυξή της να ανταποκρίνεται στις προκλήσεις που της θέτει η ανάπτυξη της επιστημονικής κατανόησης του κόσμου, αλλά και για να μπορεί να ενισχύσει περαιτέρω το επιστημονικό εγχείρημα με τη δική της ιδιαίτερη συμβολή. Αυτό που δεν είναι σε θέση να κάνει –κι αν το προσπαθεί υποτιμά τον εαυτό της και τη διακριτή της επιστημονικότητα, ξεστρατίζοντας έτσι από το δρόμο της ανάπτυξής της, με την Ιστορία να μην είναι διόλου φειδωλή στην ανάδειξη τέτοιων παραδειγμάτων– είναι να επιχειρεί να χειραγωγήσει την ανάπτυξη των άλλων επιστημών. Το ίδιο ισχύει και αντίστροφα, σε ό,τι αφορά τις άλλες επιστήμες, όταν οι λειτουργοί τους εγείρουν στο όνομά τους κοσμοθεωρητικές αξιώσεις έναντι της φιλοσοφίας, παραγνωρίζοντας την επιστημονικότητά της.

Το συμπέρασμα αυτό επιβεβαιώνεται από την ίδια την ανάπτυξη της μαρξιστικής φιλοσοφίας, με εμβληματικά θετικά παραδείγματα τη Διαλεκτική της φύσης του Ένγκελς και τον Υλισμό και Εμπειριοκριτικισμό του Λένιν, καθώς και τεράστιο πλήθος σχετικών συμβολών του Μαρξ, του Ένγκελς, του Λένιν και κατοπινών τους φιλοσόφων που τροφοδότησαν τη σκέψη τους με όσα πρόσφερε η ανάπτυξη της επιστημονικής εικόνας του κόσμου. Αλλά και με πλήθος αρνητικών παραδειγμάτων, που επέδρασαν ανασχετικά στην ανάπτυξή της.

Στις σελίδες που προηγήθηκαν, επιχειρήθηκε να προσεγγιστεί το ζήτημα της φιλοσοφικής διαπάλης για την ερμηνεία της κβαντομηχανικής υπό αυτό ακριβώς το πρίσμα. Αν και οι αξιώσεις πληρότητας και επιτυχίας του εγχειρήματος δεν είναι ιδιαίτερα μεγάλες, λόγω κυρίως των αντικειμενικών και υποκειμενικών περιορισμών που έχουν ήδη αναφερθεί, είναι σίγουρο ότι η συζήτηση γι’ αυτές και άλλες πτυχές του θέματος χρειάζεται να αναπτυχθεί σε μεγαλύτερο εύρος και βάθος. Για παράδειγμα, στις σελίδες που προηγήθηκαν δεν είχαμε την ευκαιρία να αναπτύξουμε πλευρές που σχετίζονται με την επίδραση της ανάπτυξης της κβαντομηχανικής και της κυριαρχίας της ερμηνείας της «Σχολής της Κοπεγχάγης» στην ανάπτυξη της κοινωνικής θεωρίας. Όπως επίσης δεν εστιάσαμε στους κοινωνικούς, οικονομικούς, πολιτικούς και πολιτισμικούς παράγοντες που διαμόρφωσαν το έδαφος για την ανάπτυξη της κβαντομηχανικής, των διάφορων ερμηνειών της και την κυριαρχία της ερμηνείας της «Σχολής της Κοπεγχάγης».

Εν είδει επιλόγου, θα θέλαμε μόνο να υπογραμμίσουμε ότι πλευρές όπως αυτές που αναφέρονται σε αυτήν την ενότητα, καθώς και αυτές που έγινε προσπάθεια να αναπτυχθούν, έστω και εισαγωγικά, στα διάφορα μέρη του κειμένου, αλλά και άλλες που έχουν ήδη αποτελέσει αντικείμενο μελέτης –η οποία χρήζει συνέχειας και εμβάθυνσης και, κυρίως, επεξεργασίας από τη σκοπιά της υλιστικής διαλεκτικής– δεν είναι διόλου αμελητέας σημασίας όχι μόνο για την αναμέτρηση με τις φιλοσοφικές προκλήσεις που προκύπτουν από την ανάπτυξη της επιστημονικής κατανόησης του κόσμου, αλλά και για τις προκλήσεις για κάθε επιστήμη που προκύπτουν από την ίδια την ανάπτυξη αυτήν. Η αναμέτρηση με αυτές τις προκλήσεις είναι και το βασικό καθήκον στο οποίο καλούνται να ανταπεξέλθουν οι μαρξιστές επιστήμονες, τόσο στο πεδίο της φιλοσοφίας όσο και των άλλων επιστημών, ώστε με τη γνώση, στην κατάκτηση και ανάπτυξη της οποίας να συμβάλουν με το έργο τους, να τροφοδοτηθεί η δυναμική του επαναστατικού άλματος στην κομμουνιστική προοπτική της κοινωνίας.

 


ΣημειώσειςΣημειώσεις

* Ο Δημήτρης Κοιλάκος είναι μέλος της Ιδεολογικής Επιτροπής της ΚΕ του ΚΚΕ.

  1. Ως ένα βαθμό, καταβάλλεται προσπάθεια το μεγαλύτερο μέρος των ζητημάτων που άπτονται των εννοιών τις φυσικής και του μαθηματικού φορμαλισμού να αναπτύσσεται στις υποσημειώσεις και όχι στο κυρίως κείμενο. Ας επισημανθεί, όμως, ότι σε πολλά σημεία οι υποσημειώσεις μπορούν να συμβάλουν καθοριστικά στην κατανόηση των ζητημάτων που πραγματεύεται το κείμενο, εξ ου και επιχειρείται να αποδίδονται τα αναφερόμενα κι εκεί με τρόπο που δεν αποτρέπει απόλυτα τον αναγνώστη που διατίθεται να καταβάλει τη σχετική προσπάθεια, ενίοτε και σε βάρος της απόλυτης ακρίβειας κι ευστοχίας των διατυπώσεων.
  2. Από τη γραμμικότητα απορρέει ότι κάθε γραμμικός συνδυασμός λύσεων της κυματοσυνάρτησης αποτελεί επίσης λύση της.
  3. Χωρίς να επεκταθούμε περαιτέρω, σημειώνουμε ότι αυτό το γνώρισμα της εξίσωσης Schrödinger, σε συνδυασμό με την κατανόηση της πιθανοκρατικής φύσης της θεωρίας και της λειτουργίας της μέτρησης, αποτελούν και την αφετηρία για την επεξεργασία και άλλων ερμηνειών και τρόπων θεώρησης της κβαντομηχανικής. Για παράδειγμα, η λεγόμενη «θεωρία των πολλαπλών κόσμων» που προτάθηκε από τον Hugh Everett το 1957 υποστηρίζει ότι κάθε πιθανή κβαντική κατάσταση είναι πραγματική και πραγματοποιείται σε ένα από τα πολλαπλά προκύπτοντα αντίγραφα του σύμπαντος, καθένα από τα οποία λειτουργεί ανεξάρτητα και τα οποία δεν αλληλοεπιδρούν μεταξύ τους. Μια μετεξέλιξη αυτής της θεώρησης προτάθηκε από τον Bill Poirier με τη «θεωρία των πολλών αλληλοεπιδρώντων κόσμων», σύμφωνα με την οποία οι παρατηρήσιμες καταστάσεις στο σύμπαν προκύπτουν από την αλληλεπίδραση των παράλληλων κόσμων. Αν τέτοιες προσεγγίσεις διαμορφώνουν οντολογικές δεσμεύσεις, έχουν προταθεί κι άλλες θεωρήσεις, που αποφεύγουν να υιοθετήσουν τέτοιες παραδοχές. Για παράδειγμα, η θεώρηση που προτάθηκε από τους Ghiradi, Rimini και Weber το 1986 εισάγει έναν επιπλέον όρο στην εξίσωση Schrödinger, με τον οποίο αποδίδεται με μη αναγώγιμα πιθανοκρατικό τρόπο η θεωρούμενη ως αυθόρμητη κατάρρευση της κυματοσυνάρτησης. Η τιμή που παίρνει αυτή η παράμετρος σε ό,τι αφορά μεμονωμένα κβαντικά σωμάτια ή συστήματα που απαρτίζονται από μικρό πλήθος είναι εξαιρετικά μικρή, έτσι που δεν προκύπτει κάποια αξιοσημείωτη διαφορά σε σχέση με τη συνήθη περιγραφή τους με την εξίσωση Schrödinger. Στο μακροσκοπικό επίπεδο, όμως, τα πράγματα αλλάζουν, καθώς η κυματοσυνάρτηση ενός μακροσκοπικού αντικειμένου καταρρέει πολύ γρήγορα, γεγονός που εξηγεί το χωροχρονικό εντοπισμό του. Δραττόμενοι της ευκαιρίας, ας αναφερθούμε έστω και χωρίς ιδιαίτερη ανάλυση σε μία ακόμα θεώρηση της κβαντομηχανικής που έχει συγκεντρώσει ορισμένο ενδιαφέρον. Πρόκειται για τη λεγόμενη προσέγγιση συνεπών ιστοριών που αναπτύχθηκε από τους Griffiths, Gell-Mann, Hartle και Omnes, με την οποία επιχειρείται μια γενίκευση της κβαντικής θεωρίας προκειμένου αυτή να μπορεί να συμβάλει στην ανάπτυξη της κβαντικής κοσμολογίας. Σύμφωνα με αυτήν τη θεώρηση, η κβαντική κοσμολογία επιτάσσει την τροποποίηση της κβαντομηχανικής, αφού η ερμηνεία της Κοπεγχάγης αδυνατεί να αντιμετωπίσει τα ζητήματα που τίθενται, καθώς είναι αδύνατο να οριστεί ένας παρατηρητής για ολόκληρο το σύμπαν. Στην προσέγγιση των συνεπών ιστοριών κεντρική θέση έχει η έννοια της Ιστορίας, η οποία ορίζεται μέσω χρονικά διατεταγμένων προτάσεων που αφορούν χαρακτηριστικά μεγέθη του συστήματος, με τη θεωρία να δίνει υπολογίσιμα πιθανοτικά αποτελέσματα με την εισαγωγή μιας συνθήκης συνέπειας. Οι αναφορές στις διάφορες αυτές εναλλακτικές θεωρήσεις και ερμηνείες, που επιχειρούν να κινηθούν πέραν του δίπολου που συγκροτούν οι διάφορες παραλλαγές της ερμηνείας της Κοπεγχάγης και οι διάφορες παραλλαγές «ρεαλιστικών» θεωρήσεων, γίνονται για να υπογραμμιστεί ότι υπάρχουν πολλά ζητήματα που παραμένουν ανοιχτά και τροφοδοτούν τη συζήτηση για τη θεμελίωση και ερμηνεία της κβαντομηχανικής, τα οποία πυροδοτούν την επεξεργασία τέτοιων εναλλακτικών θεωρήσεων. Η σημασία του γεγονότος αυτού δεν μπορεί να υποβαθμιστεί μπροστά στη δεδομένη –προσώρας, τουλάχιστον– κυριαρχία της «Σχολής της Κοπεγχάγης». Από εκεί και πέρα, μέσα από αυτές τις θεωρήσεις τίθεται και σειρά άλλων εξαιρετικά ενδιαφερόντων και σημαντικών επιστημολογικών ζητημάτων και προβλημάτων, με τα οποία όμως δε θα καταπιαστούμε στο συγκεκριμένο κείμενο. Για κάποια από αυτά, βέβαια, η συζήτηση μπορεί να τροφοδοτηθεί από πλευρές των όσων αναφέρονται στις επόμενες σελίδες.
  4. Με όρους φυσικής, η διαφορά έγκειται στο ότι, στη μελέτη κβαντικών φαινομένων, η μέτρηση επηρεάζει καθοριστικά την κατάσταση του αντικειμένου επειδή η μετρική αλληλεπίδραση είναι της ίδιας τάξης μεγέθους με τη μετρούμενη παράμετρο.
  5. Με την ορολογία «κατάρρευση της κυματοσυνάρτησης» αποδίδεται στη φυσική το εξής: Ενώ πριν τη διαδικασία της μέτρησης η εξίσωση του Schrödinger μας δίνει τις πιθανότητες που υπάρχουν να βρεθεί το υπό μελέτη κβαντικό σύστημα στις διάφορες δυνατές καταστάσεις, αφότου «υποστεί» τη μέτρηση βρίσκουμε το κβαντικό σύστημα σε μία μόνο από αυτές τις δυνατές καταστάσεις. Σύμφωνα με αυτήν την ερμηνεία, η μέτρηση ωθεί το υπό μελέτη σύστημα να μετατραπεί από κβαντικά σε κλασικά περιγραφόμενο.
  6. Απλουστεύοντας αρκετά τα πράγματα, θα μπορούσαμε να πούμε ότι ένα σύστημα βρίσκεται σε μια ιδιοκατάσταση κάποιας μεταβλητής όταν όλες οι μετρήσεις αυτής της μεταβλητής δίνουν πάντα την ίδια ακριβώς τιμή. Αν θέλουμε να δώσουμε έναν κάπως πιο αυστηρό ορισμό, θα μπορούσαμε να πούμε ότι ένα σύστημα βρίσκεται σε μια ιδιοκατάσταση κάποιας μεταβλητής όταν χαρακτηρίζεται από μια ιδιοσυνάρτηση του αντίστοιχου τελεστή. Σε μια τέτοια περίπτωση, η αναμενόμενη τιμή της μεταβλητής είναι η αντίστοιχη ιδιοτιμή του τελεστή στην κατάσταση αυτή. Στα μαθηματικά, τελεστής λέγεται μια συνάρτηση που δρα πάνω σε μια άλλη συνάρτηση, μετασχηματίζοντάς την κατά καθορισμένο τρόπο. Αν το αποτέλεσμα της δράσης ενός τελεστή σε μια συνάρτηση είναι ανάλογο της συνάρτησης αυτής, τότε λέμε ότι η συνάρτηση είναι ιδιοσυνάρτηση του τελεστή. Ιδιοτιμή λέγεται η σταθερά αυτής της αναλογίας. Ας δούμε μέσα από ένα απόσπασμα από το έργο του Dirac τη σημασία αυτής της συζήτησης σε ό,τι αφορά την κβαντική μηχανική: «Η έκφραση ότι ένα παρατηρήσιμο μέγεθος “έχει μια συγκεκριμένη τιμή” για μια συγκεκριμένη κατάσταση είναι επιτρεπτή στην κβαντική μηχανική στην ειδική περίπτωση που μια μέτρηση του παρατηρήσιμου μεγέθους είναι βέβαιο πως θα οδηγήσει σε μια συγκεκριμένη τιμή, έτσι ώστε η κατάσταση να είναι μια ιδιοκατάσταση του παρατηρήσιμου μεγέθους. (...) Στη γενική περίπτωση δεν μπορούμε να λέμε ότι ένα παρατηρήσιμο μέγεθος έχει μια τιμή για μια συγκεκριμένη κατάσταση, αλλά μπορούμε να λέμε ότι έχει μια μέση τιμή γι’ αυτήν την κατάσταση. Μπορούμε να προχωρήσουμε και να μιλήσουμε για την πιθανότητα να έχει οποιαδήποτε καθορισμένη τιμή για την κατάσταση, εννοώντας την πιθανότητα αυτή η καθορισμένη τιμή να αποκτάται όταν κάνουμε μια μέτρηση του παρατηρήσιμου μεγέθους» (P. Dirac, The Principles of Quantum Mechanics, Clarendon Press, 4th ed., 1958, Oxford, σελ. 46-47).
  1. Συζυγή καλούνται τα μεγέθη που αντιστοιχούν σε μη μετατιθέμενους τελεστές.
  2. Η διασπορά δείχνει την κατανομή των τιμών ενός μεγέθους γύρω από τη μέση τιμή του. Δηλαδή καταδεικνύει το εύρος των τιμών που παρατηρούνται ως προς το συγκεκριμένο μέγεθος, τη διακύμανσή τους.
  3. Σύμφωνα με τις ανισότητες Heisenberg, το γινόμενο των διασπορών δύο συζυγών μεγεθών δεν μπορεί να είναι μικρότερο από την τιμή της ανηγμένης σταθεράς του Planck. Η σταθερά του Planck (h) χρησιμοποιείται για να περιγράψει το μέγεθος των κβάντα και θεωρείται μια από τις θεμελιώδεις φυσικές σταθερές. Η ανηγμένη σταθερά προκύπτει ως αποτέλεσμα της πράξης h/2π, η οποία αποτελεί μορφή χρήσιμη για τους υπολογισμούς της φυσικής.
  4. Εισάγοντας ένα θέμα που θα μας απασχολήσει και στη συνέχεια, ας σημειωθεί ότι μια τέτοια αλληλεπίδραση θα είναι μη τοπική, καθώς με τη διαδικασία της μέτρησης η κατάρρευση της κυματοσυνάρτησης συμβαίνει ταυτόχρονα σε όλο το χώρο Hilbert. Ο «χώρος Hilbert» είναι μια μαθηματική έννοια, που αποδίδει την ιδέα ενός χώρου δυνητικά άπειρων διαστάσεων (ως «διαστάσεις» εδώ εννοούνται ιδιότητες και μεγέθη του διανυσματικού χώρου στον οποίο «κινούνται» τα μαθηματικά αντικείμενα), η βάση και τα στοιχεία του οποίου αποτελούνται από συναρτήσεις και στον οποίο είναι εφαρμόσιμη η γραμμική άλγεβρα και ο διαφορικός λογισμός, με τρόπο που τον καθιστούν μετρήσιμο. Σε ό,τι αφορά όσα μας ενδιαφέρουν εν προκειμένω, είναι ο χώρος των συναρτήσεων που χρησιμοποιούνται στην κβαντική μηχανική ή, αν προτιμάτε, ο χώρος των καθαρών κβαντικών καταστάσεων.
  5. Αν θέλουμε να μιλήσουμε με κάπως πιο αυστηρή ορολογία, το qbit αποτελεί ένα καταστατικό διάνυσμα ενός κβαντικού συστήματος δύο καταστάσεων, το οποίο (σύστημα) μπορεί να παρασταθεί σαν ένα σημείο σε έναν διανυσματικό χώρο δύο διαστάσεων στο σώμα των μιγαδικών. Η κυματοσυνάρτηση ψ, που εκφράζει κάθε δυνατή κατάσταση του συστήματος, αποτελεί συνδυασμό των δύο βασικών καταστάσεων του συστήματος, κάτι που συμβολικά μπορεί να παρασταθεί ως εξής: |ψ>=α|0>+β|1>, {α,β}꜀ℂ. Επιπλέον, οι τιμές |α|^2 και |β|^2, που δίνουν την πιθανότητα εμφάνισης της κατάστασης |α> ή |β> αντίστοιχα κατά τη μέτρηση ενός qbit, θα πρέπει να ικανοποιούν τη σχέση κανονικοποίησης |α|^2+|β|^2=1. Από εδώ προκύπτει το εξής ενδιαφέρον συμπέρασμα: Παρότι η τιμή του qubit καθορίζεται πιθανοκρατικά κατά τη διαταραχή που προκύπτει στο σύστημα λόγω της διαδικασίας μέτρησης, ακόμα και η μαθηματική έκφραση της κβαντικής θεωρίας καθιστά τα όρια διακύμανσης των παραγόντων που επιδρούν στην τελική διαμόρφωση αυτής της τιμής δέσμια των ίδιων περιορισμών που ισχύουν και στην περίπτωση των μη κβαντικών συστημάτων, όπου η κλασική ντετερμινιστική προσέγγιση είναι πλήρως λειτουργική. Με δεδομένη την ουσιαστική διαφορά μεταξύ κβαντικών και μη κβαντικών συστημάτων, από την παρατήρηση αυτή εύλογα συνάγεται το συμπέρασμα ότι οι δύο φαινομενικά αντιφάσκουσες συμπεριφορές, δηλαδή η κλασική ντετερμινιστική και η κβαντική πιθανοκρατική, αποτελούν μάλλον συγκεκριμένες εκδηλώσεις, προσδιοριζόμενες από τη φύση των αντίστοιχων συστημάτων, μιας πιο γενικής φύσης αλληλοσυσχέτισης που ενυπάρχει στη φύση και εκδηλώνεται με διαφορετικούς κατά συνθήκη τρόπους. Κατά την άποψή μας, το γεγονός αυτό συντείνει στην εμπέδωση του συμπεράσματος ότι η αιτιακή αλληλεπίδραση δεν μπορεί να γίνεται κατανοητή με το «στενό» τρόπο του κλασικού ντετερμινισμού, αλλά ούτε και να απορρίπτεται η ύπαρξή της στο όνομα της πιθανοκρατικής θεώρησης σε ό,τι αφορά τη συμπεριφορά των κβαντικών συστημάτων.
  6. Υπογραμμίζεται ότι τα δύο ζητήματα είναι μεν αλληλένδετα, αλλά δεν ταυτίζονται. Μάλιστα, κατά τη γνώμη του γράφοντος, αυτή η σύγχυση βρίσκεται στη βάση της αντιπαράθεσης σχετικά με το λεγόμενο «παράδοξο EPR» (από τα αρχικά των επιθέτων των εισηγητών του, Einstein, Podolsky, Rosen) και το θεώρημα Bell. Το «παράδοξο EPR» είναι ένα νοητικό πείραμα που προτάθηκε προκειμένου να αναδειχτεί η μη πληρότητα της υφιστάμενης κβαντομηχανικής περιγραφής και το ατελέσφορο της πιθανοκρατικής θεώρησης της κβαντομηχανικής. Το θεώρημα Bell προτάθηκε για να θεμελιώσει τη θέση ότι κάθε θεωρία «κρυμμένων» μεταβλητών (λανθανουσών παραμέτρων) που διατηρεί τις παραδοχές της τοπικότητας και της αιτιοκρατίας δε συνάδει με τις στατιστικές προβλέψεις της κβαντικής μηχανικής. Οι διάφορες θεωρίες «κρυμμένων» μεταβλητών (ή λανθανουσών παραμέτρων) υποθέτουν ότι υπάρχουν πτυχές της φυσικής πραγματικότητας που δεν έχουμε ακόμα ανακαλύψει, τις οποίες αν τις συμπεριλάβουμε στη θεωρία μας μπορούμε να αναδιατυπώσουμε την κβαντική θεωρία με μη πιθανοκρατικό τρόπο και να καταστήσουμε έτσι πλήρη την περιγραφή μας. Αποτελούσαν –και, ως έναν βαθμό, εξακολουθούν να αποτελούν– τις πλέον προσφιλείς επιλογές των οπαδών της λεγόμενης «ρεαλιστικής σχολής». Στο νοητικό πείραμα του Bell υπήρχε μια ανισότητα, η παραβίαση της οποίας θα σήμαινε ότι είναι αδύνατο να ισχύει κάποια θεωρία «κρυμμένων» μεταβλητών (ή λανθανουσών παραμέτρων) που διατηρεί την τοπικότητα και την αιτιοκρατία. Πειράματα υπό τη διεύθυνση του Alan Aspect το 1982 και άλλα που ακολούθησαν τα επόμενα χρόνια αποτέλεσαν προσπάθειες υλοποίησης με φυσικό τρόπο του νοητικού πειράματος του Bell (ας σημειωθεί ότι έχει υπάρξει ισχυρός αντίλογος ως προς το κατά πόσο αυτό πράγματι επιτεύχθηκε στα συγκεκριμένα πειράματα) κι έδωσαν αποτελέσματα που συνήθως ερμηνεύονται ως επιβεβαίωση της μη τοπικότητας. Στα πλαίσια του παρόντος κειμένου, δε θα επεκταθούμε στις λεπτομέρειες του θέματος, καθώς έχει ιδιαίτερες τεχνικές απαιτήσεις που καθιστούσαν εξαιρετικά δύσκολο για κάποιον που δεν έχει εξοικείωση με το μαθηματικό φορμαλισμό της κβαντομηχανικής να παρακολουθήσει τη ροή των συλλογισμών. Όμως, τα επιστημολογικά ζητήματα που αναφέρονται στο κείμενο δίνουν το πρίσμα υπό το οποίο μπορεί να προσεγγιστεί το ζήτημα.
  7. Μια ακόμα ενδιαφέρουσα πτυχή της συζήτησης προκύπτει από το γεγονός ότι η διάκριση των καταστάσεων, που αποτελεί προϋπόθεση ώστε αυτές να θεωρηθούν εξατομικευμένες, επέρχεται με τη μέτρηση. Όμως, για να αποτελέσουν διακριτά αντικείμενα μέτρησης, θα πρέπει αυτές να θεωρηθούν εξατομικευμένες. Υπό την έννοια αυτήν, η συζήτηση που προηγήθηκε περί μέτρησης βρίσκει εφαρμογή και εδώ.
  8. Ας σημειωθεί ότι η μη τοπικότητα δεν προκύπτει μόνο στη βάση της ερμηνείας της «Σχολής της Κοπεγχάγης», αλλά και σε εναλλακτικές προσεγγίσεις που υιοθετούν κρυμμένες (λανθάνουσες) μεταβλητές και παραμέτρους.
  9. Ας σημειώσουμε, επίσης, ότι από διάφορους ερευνητές έχει προταθεί και αποδειχτεί με διάφορους τρόπους το λεγόμενο «no-signaling» θεώρημα, σύμφωνα με το οποίο δεν µπορούµε να χρησιµοποιήσουµε τις κβαντοµηχανικές συσχετίσεις για την αποστολή σήματος με ταχύτητα µεγαλύτερη από την ταχύτητα του φωτός. Aν τέτοια υπερφωτεινή δράση δεν είναι εφικτή, τότε η ουσία της αρχής της τοπικότητας δεν παραβιάζεται από την κβαντική μηχανική.