Το παιδικό βιβλίο σήμερα*


του Νίκου Σοφιανού

Ο σπουδαίος Ιταλός κομμουνιστής συγγραφέας Τζάνι Ροντάρι έλεγε πως «τα παιδιά έχουν, από την ίδια τους τη φύση, το προνόμιο του οραματιστή. Έχουν διεκδικήσεις από τη ζωή απίστευτα επαναστατικές. Απαιτούν τη νίκη του καλού, θεαματική και την απονομή της δικαιοσύνης, εντυπωσιακά λειτουργική». Με αυτό το προνόμιο του οραματιστή και το αίσθημα του δικαίου, λοιπόν, κι εμείς οι κομμουνιστές παλεύουμε να δώσουμε στα παιδιά μια κοινωνία διαφορετική, όπου μόνη προνομιούχα «τάξη» θα είναι τα ίδια τα παιδιά, δηλαδή το αύριο όλης της ανθρωπότητας. Κι αυτό το αύριο της ανθρωπότητας έχουμε βαθιά επίγνωση ότι καθορίζεται από το σήμερα, ότι η παιδική ηλικία δεν είναι προετοιμασία για τη ζωή. Είναι η ίδια ζωή.

Είναι λοιπόν ανάγκη σήμερα η εργατική-λαϊκή οικογένεια, οι άνθρωποι των γραμμάτων και των τεχνών, να κάνουν υπόθεσή τους πώς θα μεγαλώσει ένα παιδί, σε ποιο πλαίσιο θα διαπαιδαγωγηθεί, με τι περιεχόμενο, αξίες και ιδανικά, τι μπαίνει στο μυαλό και στην καρδιά του. Ποια θα είναι η ποιότητα του ελεύθερου χρόνου του. Γι’ αυτό και απευθύνουμε κάλεσμα σε όλους τους εργαζόμενους με την πάλη τους να θέσουν ως στόχο την ικανοποίηση των σύγχρονων αναγκών όλων των παιδιών. Δεν αφορά απλά μια πρόσκληση σε συζήτηση, αλλά κάλεσμα για συμπόρευση και κοινή δράση σε όλα τα επίπεδα.

Στο μεγάλωμα, στη διαπαιδαγώγηση των παιδιών ξεχωριστή θέση κατέχει το βιβλίο. Το βιβλίο γενικά και το παιδικό βιβλίο ιδιαίτερα κλείνει μέσα του τεράστιες δυνάμεις πνευματικής και πολιτιστικής ανάπτυξης. Είναι ένα πνευματικό αγαθό που πρέπει να ανήκει σε όλους.

Το παιδικό βιβλίο μπορεί να γίνει πραγματικά ενδιαφέρον για το παιδί όταν το ψυχαγωγεί και διεγείρει την περιέργειά του. Όταν καλλιεργεί το πνεύμα του, ξεκαθαρίζει τα συναισθήματά του προσφέροντας ενθουσιασμούς, εξάρσεις, γέλιο, λύπες, αγωνίες, χαρά. Αντιλαμβάνεται τις δυσκολίες του και ταυτόχρονα προτείνει λύσεις στα προβλήματα που το συγκλονίζουν. Όταν, εμπλουτίζοντας και διεγείροντας τη φαντασία του παιδιού, ικανοποιεί σε φανταστικό επίπεδο τις πιο βαθιές επιθυμίες και ανάγκες του. Όταν βοηθά το παιδί να ανακουφίζεται από τις εντάσεις που βιώνει, να κατανοεί το γιατί και πώς προκαλούνται αυτές οι εντάσεις, να ηρεμεί και να γαληνεύει.

Όταν ικανοποιεί την περιέργειά του, ενισχύει τη συγκέντρωση της προσοχής του, συντελεί στη νοητική και γλωσσική του ανάπτυξη. Όταν φέρνει το παιδί σε επαφή με τη μητρική του γλώσσα, τις λέξεις της, τους τύπους της, τις δομές της, εξάπτοντας ταυτόχρονα το λεξιλόγιο και την αφηγηματική ικανότητά του. Και αυτό δεν είναι κάτι δευτερεύον. Οι έφηβοι που διαβάζουν λογοτεχνία εκτός σχολείου και εκείνοι που στο σπίτι τους είναι εκτεθειμένοι σε πλήθος βιβλίων είναι μακροπρόθεσμα πιθανότερο να έχουν διευρυμένο λεξιλόγιο και ενισχυμένες τις δεξιότητες της ανάγνωσης, της γραφής και της κριτικής σκέψης.1 Πρόκειται για μια σπουδαία συμβολή της παιδικής λογοτεχνίας στη διαμόρφωση των νέων ανθρώπων, που γενικά δεν έχουν και το πλουσιότερο λεξιλόγιο. Όμως δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι η γλωσσική ανάπτυξη σημαίνει πάνω απ’ όλα ανάπτυξη διανοητική, ικανότητα βαθύτερης και ακριβέστερης σκέψης. Γατί θα έχετε προσέξει ότι πίσω από μια κακή διατύπωση υπάρχει μια ανολοκλήρωτη, όχι καλά επεξεργασμένη σκέψη.

Το βιβλίο ανοίγει νέους ορίζοντες, που προσφέρουν απλόχερα μια συμπυκνωμένη πείρα από τη ζωή, μια πείρα που ποτέ δε θα μπορέσει από μόνο του το παιδί να την αποκτήσει στη διάρκεια της ζωής του. Η λογοτεχνία και η τέχνη γενικότερα αποτελεί ένα μέσο για να γνωρίσουμε τον κόσμο ζωντανά, βαθιά, μέσα στην κίνησή του. Και μάλιστα είναι το αποτελεσματικότερο μέσο, γιατί δύσκολες έννοιες μπορεί και τις εκφράζει με τρόπο ευχάριστο. Άλλωστε κρίσιμος ρόλος της είναι να βοηθήσει κι αυτή με τα δικά της μέσα τον άνθρωπο να ιδιοποιηθεί, να οικειοποιηθεί, να «εξανθρωπίσει» τη φύση, την κοινωνία και τον εαυτό του, να φέρει τον κόσμο στα ανθρώπινα μέτρα. Παίρνοντας υπόψη και το σημαντικό ρόλο του αφηγητή γονιού, εκπαιδευτικού κλπ. όταν πρόκειται για μικρά παιδιά που δε γνωρίζουν ανάγνωση, το παιδικό βιβλίο μπορεί να αποτελέσει βασική πηγή ερεθισμάτων που θα πυροδοτήσει τη συζήτηση και τη δραστηριότητα με το παιδί σε πολλά επίπεδα και άξονες.

Το βιβλίο αποκτά και επιπλέον ιδιαίτερη σημασία όταν απευθύνεται στο παιδί. Η επίδραση της λογοτεχνίας στο νοητικό και ψυχικό κόσμο του παιδιού είναι βαθύτερη και αποτελεσματικότερη απ’ ό,τι συμβαίνει στους μεγάλους. Μπορεί να συμβάλλει διακριτά στην ωρίμανση του παιδιού μέσα από τα διαφορετικά στάδια ανάπτυξής του, συμπληρώνοντας το ρόλο του παιχνιδιού και της φαντασίας. Έτσι, το βιβλίο, εκτός από 
τη χαρά και την καλλιτεχνική συγκίνηση που δίνει στο παιδί, βοηθάει στην πνευματική του ανάπτυξη και στην ηθική συγκρότηση της προσωπικότητάς του. Η «ονειροπόλος» παιδική ψυχή βιώνει με τη φαντασία, τις όψεις της ζωής που αποκαλύπτει η λογοτεχνία. Η δράση του ήρωα γεννά την επιθυμία να ζήσει στην πραγματικότητα όμοιες περιπέτειες, γεμάτες συγκινήσεις, μακρινές κι απρόσιτες για την ώρα, για τη μικρή του ηλικία.

Έτσι, το παιδικό βιβλίο διαπαιδαγωγεί ουσιαστικά, πλάθει χαρακτήρες. Σκοπός της παιδικής λογοτεχνίας είναι κυρίως η καλλιτεχνική διήγηση, από την οποία αυθόρμητα πηγάζει το ηθικό δίδαγμα. Ο συγκινητικός και ποιητικός τρόπος της παιδικής λογοτεχνίας είναι ο συντομότερος δρόμος για να ακουμπήσεις την καρδιά και το νου ενός παιδιού, γιατί είναι η εποχή που η φαντασία του καλπάζει με ξέφρενο ρυθμό σ’ έναν κόσμο –κι αυτό είναι το καλό– που όλα γίνονται και όλα είναι εφικτά… Μέσα στην ιστορία το παιδί ταυτίζεται, αναπτύσσει συναισθήματα συμπάθειας για τους ήρωες που δοκιμάζονται και αντιπάθειας για τους άδικους, καλλιεργεί την ηθική του, αφού ο καλός αμείβεται και ο κακός τιμωρείται, ενώ ταυτόχρονα βοηθιέται να γνωρίσει το περιβάλλον του δρώντας ενεργητικά πάνω σ’ αυτό.

Στο παιδικό βιβλίο, ειδικά στο παραμύθι αλλά και στη σύγχρονη και κλασική παιδική λογοτεχνία, συχνά αποδίδεται το χαρακτηριστικό της αναπλαστικής ικανότητας. Ένας όρος που δηλώνει την ικανότητα του ανθρώπου να μη δέχεται την πραγματικότητα που αντικρίζει ως έχει, αλλά να την αντιλαμβάνεται ως δικό του «δημιούργημα», «δημιούργημα» των επιλογών και των πράξεών του, και κατά συνέπεια να αντιλαμβάνεται πως είναι δυνατό ή πιθανό να τροποποιηθεί, να αλλάξει. Οι περισσότερες ιστορίες των παραμυθιών και των παιδικών βιβλίων μάς δίνουν τη δυνατότητα να παρακολουθήσουμε σε μικροεπίπεδο την παρέμβαση του ανθρώπου για να τροποποιήσει ή να αναδομήσει την πραγματικότητα που τον περιβάλλει. Ο Ροντάρι υποστήριζε πως τα παραμύθια και συνολικά η παιδική λογοτεχνία συμβάλλουν στην ανάπτυξη της δημιουργικότητας προσφέροντας ένα πλήθος δημιουργικών ερεθισμάτων και κινήτρων, από την αισθητική απόλαυση της ακρόασής τους έως τη μύηση στην τέχνη ή στην επιστήμη: «Τα παραμύθια χρησιμεύουν στα μαθηματικά, όπως και τα μαθηματικά χρησιμεύουν στα παραμύθια. Χρησιμεύουν στην ποίηση, στη μουσική, στην ουτοπία, στην πολιτικοποίηση: Κοντολογίς, στο σωστό άνθρωπο! Χρησιμεύουν, ακριβώς, επειδή φαινομενικά δε χρησιμεύουν σε τίποτα: Όπως η μουσική και η ποίηση, όπως το θέατρο και τα σπορ. Χρησιμεύουν στον ολοκληρωμένο άνθρωπο. Αν μια κοινωνία που στηρίζεται στο μύθο της παραγωγικότητας (και στην πραγματικότητα του κέρδους) έχει ανάγκη από μισούς ανθρώπους –πιστούς εκτελεστές, ικανούς αναπαραγωγούς, υπάκουα όργανα χωρίς θέληση– σημαίνει ότι είναι άσχημα φτιαγμένη και ότι πρέπει να την αλλάξουμε. Για να την αλλάξουμε, χρειάζονται άνθρωποι δημιουργικοί, που ξέρουν να χρησιμοποιούν την επινόησή τους.»

Πόσο διαφορετικοί και διαφορετικές θα ήμασταν εμείς σήμερα αν δεν είχαμε διαβάσει κάποια βιβλία;

Αν δεν είχαμε μαγευτεί από την ευφάνταστη, αλλά και υπαινικτική λεξιπλασία της Μυρτούς και της Μέλιας: ΕΥ-ΠΟ, ΛΥ-ΠΟ;

Αν δεν είχαμε πεισμώσει για να δέσουμε όλους τους νέους και τις νέες της Γης σ’ ένα τεράστιο γαϊτανάκι που θα κυκλώσει τη Γη;

Αν δεν είχαμε νιώσει το φόβο και την αγωνία να μη μας καταλάβουν οι φασίστες Γερμανοί κατακτητές, αλλά και την περηφάνια, την ευθύνη ότι συμμετείχαμε κι εμείς στον αγώνα και στη νίκη εναντίον τους, όπως τα Παιδιά της Αθήνας;

Αν δεν είχαμε εμπνευστεί από το σύνθημα «Ένας για όλους και όλοι για έναν» από τους τρεις σωματοφύλακες;

Αν δεν είχαμε νιώσει τη φλόγα και το ανώτερο ανάστημα των Ρώσων επαναστατών, κάπου κοντά στις ράγες…;

Αν δεν είχαμε ταυτιστεί με τον Δον Κιχώτη όταν έλεγε: «Ν’ αλλάξεις τον κόσμο, φίλε Σάντσο, δεν είναι τρέλα, ούτε ουτοπία. Είναι απλά αυτό που λέμε δικαιοσύνη!»;

Εύλογα θα σκεφτεί κανείς πως όλα τα παραπάνω αποτελούν μια πολύ συνοπτική, ίσως και ατελή αναφορά στη διαχρονική αξία του παιδικού βιβλίου. Σε τελική ανάλυση, εδώ και πολλά χρόνια οι επιστήμες της παιδαγωγικής και της ψυχολογίας έχουν αναδείξει την πολύ θετική συμβολή του παραμυθιού και της λογοτεχνίας στην ανατροφή και τη διαπαιδαγώγηση των παιδιών. Από πού, λοιπόν, προκύπτει η ανάγκη και η επιθυμία μας για μια εκ νέου συζήτηση;

Προκύπτει ακριβώς από τη λέξη «σήμερα», την τελευταία λέξη της σημερινής μας συζήτησης, «το παιδικό βιβλίο, σήμερα»: Χωρίς καμία αυταπάτη ότι μπορούμε να περιγράψουμε επαρκώς το σήμερα, το σημερινό κόσμο ενός παιδιού, θα επιχειρήσουμε να σταθούμε σε κάποια βασικά του στοιχεία, θέλοντας να υπογραμμίσουμε τον ακόμα πιο κρίσιμο και απαιτητικό ρόλο που καλείται να επιτελέσει η παιδική λογοτεχνία σήμερα. Γενικά από τα πιο επίσημα χείλη οι επικλήσεις στα οφέλη του βιβλίου περισσεύουν. Ποιο είναι όμως το συνολικότερο έδαφος στο οποίο οι δημιουργοί επιχειρούν να παράγουν και να μεταδώσουν το καλλιτεχνικό τους έργο και αντίστοιχα τα παιδιά και οι οικογένειες καλούνται να το προσεγγίσουν;

Ζούμε σ’ έναν κόσμο που έχει προ πολλού ξεπεράσει κάθε προοδευτικό στοιχείο και τώρα μας δείχνει το πιο στυγερό του πρόσωπο: Ιμπεριαλιστικοί πόλεμοι με χιλιάδες νεκρούς, εκατομμύρια πρόσφυγες, υπέρογκες δαπάνες σε εξοπλισμούς και νέες εστίες να μυρίζουν μπαρούτι, φτώχεια, ακρίβεια, ανεργία και κακοπληρωμένη δουλειά, ενεργειακή φτώχεια και καταστροφή του περιβάλλοντος, καταστροφικοί σεισμοί που βρίσκουν αβοήθητους εκατοντάδες χιλιάδες φτωχού λαού σε σαθρά κτήρια χωρίς προδιαγραφές, όλα στο βωμό των κερδών των μεγάλων κατασκευαστικών εταιριών και ο κατάλογος δεν έχει τελειωμό.

Από αυτήν την κοινωνία, λοιπόν, που μοναδικό της στόχο έχει το κέρδος των λίγων, δεν μπορεί παρά να γεννιούνται σάπιες «αξίες» και «ιδανικά», όπως ο ανταγωνισμός και ο άκρατος ατομισμός, ο «εύκολος» πλουτισμός με οποιοδήποτε τίμημα. Και ταυτόχρονα αυτή η κοινωνία έχει ανάγκη αυτές τις σάπιες «αξίες» και ιδανικά», γιατί και σ’ αυτές στηρίζει τη συνέχεια της ύπαρξής της. Το έδαφος, λοιπόν, είναι αρνητικό. Όμως μέσα στο αρνητικό αυτό πλαίσιο, η ταξική πάλη που αναπτύσσεται, οι ιδέες του Κομμουνιστικού Κόμματος και των αγώνων της εργατικής τάξης επιδρούν και γεννούν φωτεινές εξαιρέσεις: Δημιουργοί βρίσκουν το περιθώριο να καλλιεργήσουν όμορφα κι ελπιδοφόρα λουλούδια. Και δεν εννοούμε εδώ πως κάθε λογοτεχνικό έργο θα πρέπει να μιλάει για το σοσιαλισμό. Υπάρχουν έργα που επιτελούν το ρόλο τους, να δείχνουν στον άνθρωπο το δρόμο για ν’ αλλάξει τον εαυτό του και την πραγματικότητα, χωρίς κατ’ ανάγκη να αναφέρονται στην κοινωνική επανάσταση.

Ένα είναι το σίγουρο: Μέσα στον καταιγισμό των κυρίαρχων αρνητικών ιδεών που δέχονται οι ευάλωτες παιδικές ψυχές, προκύπτει ακόμα πιο επιτακτική η ανάγκη για τη διαπαιδαγώγηση των νέων ανθρώπων ως προσπάθεια να αναπτύξουν άμυνες απέναντι σ’ αυτήν τη ζοφερή πραγματικότητα και ως προσπάθεια και στόχος να αντεπιτεθούν. Και τα πρώτα χρόνια της ζωής του ανθρώπου είναι πολύτιμα, καθώς από άποψη ψυχολογική και βιολογική διαμορφώνεται ο χαρακτήρας και το περίγραμμα της προσωπικότητάς του.

Ας δούμε μία ακόμη πλευρά: Μεγάλη συζήτηση γίνεται τελευταία σχετικά με την ανάπτυξη και μεγαλύτερη έκταση φαινομένων νεανικής επιθετικότητας και παραβατικότητας. Φαινόμενα που σχετίζονται προφανώς και με όσα αναφέραμε παραπάνω, αυξάνοντας εντάσεις και άγχη παντού και με ιδιαίτερες συνθήκες όπως η πανδημία, η παρατεταμένη καραντίνα κλπ. Ποιος άλλος δρόμος όμως υπάρχει για την ουσιαστική αντιμετώπιση τέτοιων φαινομένων πέρα από τη διαμόρφωση ενός πλαισίου που προλαμβάνει, με ζωντανές και δραστήριες σχολικές κοινότητες που κάθε τους πτυχή ενισχύει το «ένας για όλους και όλοι για έναν», που ωθεί τα παιδιά και τους νέους να ζουν και να δρουν συλλογικά, που ενισχύει την αλληλεγγύη και την ενσυναίσθηση; Ένα πλαίσιο που εξασφαλίζει τις προϋποθέσεις ώστε ο αθλητισμός και η τέχνη να γίνονται κινητήριες δυνάμεις έκφρασης; Σε όλα τα παραπάνω ο ρόλος του καλού παιδικού βιβλίου είναι πολύτιμος και αναντικατάστατος. Ενδεικτικά είναι τα αποτελέσματα έρευνας του ΕΠΙΨΥ που πραγματοποιήθηκε το φθινόπωρο του 2022: Οι έφηβοι που διαβάζουν λογοτεχνία σε υψηλότερο ποσοστό νιώθουν συχνά ότι η δουλειά που έχουν για το σχολείο έχει νόημα και σημασία, συζητούν συχνά με τους γονείς τους για ζητήματα της κοινωνίας και της πολιτικής και δε βρίσκονται ψηλά στην κλίμακα παθολογικής ενασχόλησης με τα κοινωνικά δίκτυα.

Έντονος προβληματισμός επίσης υπάρχει και εκφράζεται διάσπαρτα ακόμα και από αστικά επιτελεία σχετικά με τη φαινομενική αντίφαση: Περισσότεροι νέοι ολοκληρώνουν όλο και ανώτερου επιπέδου σχολική και ακαδημαϊκή μόρφωση, όμως όλο και μεγαλώνει το ποσοστό όσων έρχονται αντιμέτωποι με το λειτουργικό αναλφαβητισμό, υπολείπονται σε κριτική σκέψη και συνθετική ικανότητα, δυσκολεύονται ή απεχθάνονται να διαβάσουν κάποιο εξωσχολικό βιβλίο.

Παγκόσμια έρευνα από το Πανεπιστήμιο της Νεβάδα πριν 10 χρόνια, η οποία άλλωστε επιβεβαιώνεται από την ίδια τη ζωή και την καθημερινή εκπαιδευτική πράξη, κατέληγε στο συμπέρασμα πως τα παιδιά που ζουν σε σπίτια όπου οι γονείς διαθέτουν πολλά βιβλία, έχουν συνήθως στη συνέχεια αυξημένο μορφωτικό επίπεδο, ενώ, αντίθετα, τα παιδιά που μεγαλώνουν σε ένα περιβάλλον χωρίς βιβλία γύρω τους, εμφανίζουν αργότερα χαμηλότερο επίπεδο εκπαίδευσης (αν και πάντα υπάρχουν οι εξαιρέσεις). Και είναι δυστυχώς γεγονός πως από τη ζωή, την καθημερινότητα των παιδιών λείπουν οι πλούσιες βιβλιοθήκες. Γονείς παραπονιούνται και εκφράζουν τους φόβους τους πως, όσο τα παιδιά είναι μικρά, τούς διαβάζουν βιβλία, όσο όμως μεγαλώνουν, δύσκολα συνεχίζουν μόνα τους. Ποια είναι η αιτία; Κάποιοι θα πουν η έλλειψη ελεύθερου χρόνου, άλλοι θα μιλήσουν για την κυριαρχία του εύκολου θεάματος ή για την επικράτηση της εικόνας και της πληροφορίας (μελέτες έχουν δείξει πως μια πνευματική εργασία μπορεί να καθυστερήσει έως και 400% όταν κάποια οθόνη βρίσκεται δίπλα, ακόμα κι αν φαινομενικά ο χρήστης προσπαθεί να αγνοήσει την ύπαρξή της) κλπ.

Όλα τα παραπάνω είναι σωστά. Είναι στοιχεία που υπάρχουν και θα συνεχίσουν να υπάρχουν ακόμα πιο έντονα. Πάντως την πιο ολοκληρωμένη απάντηση την είχε δώσει πριν πολλά χρόνια ο Μαρξ, όταν έγραφε πως το κεφάλαιο απεχθάνεται γενικά τα πιο πολύτιμα για τον άνθρωπο πράγματα, αυτά που δεν έχουν ανταλλακτική αξία. Και ένα τέτοιο πράγμα είναι η γενική μόρφωση. Για το κεφάλαιο η γενική μόρφωση για τους πολλούς είναι περιττή. Ωφέλιμη είναι μόνο «η γνώση που παράγεται και θα παράγεται για να πουληθεί», όπως υπογραμμίζει ένας από τους βασικούς θεωρητικούς του μεταμοντερνισμού, ο Λιοτάρ. Έτσι και στην εκπαίδευση η αστική τάξη παρέχει στην πλειονότητα των παιδιών –στα παιδιά των λαϊκών στρωμάτων– τόση γνώση όση είναι απαραίτητη για την αναπαραγωγή της καπιταλιστικής κοινωνίας στο σύνολό της, τόσες ικανότητες και δεξιότητες όσες απαιτούνται κάθε φορά για την εργασιακή ένταξη στην παραγωγή και τη διαιώνιση της ιδεολογικής κυριαρχίας της. Όμως σε κάθε κοινωνία κυρίαρχες αντιλήψεις είναι οι αντιλήψεις της κυρίαρχης τάξης. Σ’ αυτό το έδαφος δε χρειάζεται να απορεί κανείς γιατί ένα μεγάλο μέρος της νεολαίας απαξιώνει τη γνώση και τη μόρφωση. Οι πολλαπλές πηγές τον κάνουν να πιστεύει πως η αλήθεια κρύβεται πίσω από μια «καλή αναζήτηση» στο διαδίκτυο, υποτιμώντας τις στέρεα αποκτημένες γνώσεις, τη διαμόρφωση τρόπου σκέψης και κριτικής προσέγγισης. Ακόμα κι όταν ένας νέος αποφασίζει ότι πρέπει να διαβάσει κάτι, συνήθως το κάνει με μια χρησιμοθηρική αντίληψη για τη γνώση, που δεν του επιτρέπει να διαβάσει τίποτε άλλο πέρα απ’ όσα χρειάζονται για να μπει σε μια σχολή ή για να πάρει έναν καλό βαθμό στο πτυχίο... Στο έργο του Το μόνο δίδαγμα είναι ότι δε βγάζαμε κανένα δίδαγμα, ο φιλόσοφος Μποσένκο σημειώνει: «Κανένας δεν αντιλέγει στο ότι ο φυσικός επιστήμονας δεν μπορεί να μείνει χωρίς λογοτεχνία, τέχνη, φιλοσοφία κλπ. Ωστόσο συχνά σκέφτονται ότι τα χρειάζεται για μεγαλύτερη φώτιση, μόρφωση, διεύρυνση των οριζόντων, ανύψωση του επιπέδου του πολιτισμού του κλπ. Κάτι σαν γνώση μουσικού οργάνου. Αν κάποιος ξέρει εκτός από το επάγγελμά του να παίζει κιθάρα, είναι θετικό, εάν δεν ξέρει, δεν υπάρχει πρόβλημα για τη δουλειά του στον ειδικό τομέα του. Ωστόσο οι ανθρωπιστικές επιστήμες χρειάζονται στον φυσικό ως φυσικό, χωρίς αυτές δε θα είναι αποτελεσματικός ειδικός στον τομέα του. Οι φυσικοί σήμερα δεν μπορούν να κάνουν χωρίς αυτήν τη μορφή της γνώσης, όπως είναι η παραγωγική φαντασία, πόσο μάλλον όταν ασχολούνται όλο και πιο συχνά με μη άμεσα απτά πράγματα. Μα η φαντασία δεν παράγεται χωρίς τη βοήθεια της ποίησης, της τέχνης. Με τη σειρά του, είναι σημαντική για τον ανθρωπιστικό επιστήμονα στις μέρες μας η γνώση των φυσικών επιστημών, της τεχνικής, της οικονομίας κλπ. Και πάλι όχι στη μορφή της εκλεκτικίστικης συνένωσης “της φυσικής και της ποίησης”.»

Η διαπίστωση ότι στον καπιταλισμό δύσκολα –σε καιρούς σχετικής πάντα ηρεμίας– θα υπάρξει μαζική στροφή στο λογοτεχνικό βιβλίο δε σημαίνει φυσικά ότι δεν έχουμε δυνατότητα να διευρύνουμε το κοινό του, ιδιαίτερα ανάμεσα στους νέους ανθρώπους. Το ζήτημα είναι τι αντισώματα καλλιεργούνται με ευθύνη πρώτα και κύρια του σχολείου. Γιατί οι μεγάλες ποσότητες πληροφοριών δεν απαλλάσσουν τον άνθρωπο από τον κόπο, αντίθετα, απαιτούν ενισχυμένο κριτήριο για να ξεχωρίζει το χρυσάφι από το χώμα, να συνδέει βρίσκοντας συγκεκριμένες σχέσεις (π.χ. αιτίου-αποτελέσματος) μεταξύ γεγονότων, προσώπων κλπ. Κριτήρια που ήδη θα πρέπει να έχουν αποκτηθεί με συστηματική διδασκαλία κι επιστημονικές μεθόδους, με δραστηριότητα που θα δίνει τη δυνατότητα στους νέους να διακριβώνουν και να επαληθεύουν. Και το διάβασμα είναι η εξέχουσα τέτοια δραστηριότητα που χρειάζεται να γίνει συστατικό κομμάτι της ζωής του παιδιού από μικρή ηλικία.

Κι εδώ αντικειμενικά ερχόμαστε αντιμέτωποι με αυτό που ονομάζεται αστικό σχολείο και συνολικά εκπαιδευτική πολιτική των σύγχρονων καπιταλιστικών κρατών. Υπάρχει χώρος στο σημερινό σχολείο για αισθητική αγωγή και καλλιέργεια του παιδιού; Δυστυχώς είναι κοινός τόπος πως η αισθητική αγωγή –τόσο ως δομημένη και οργανωμένη διαδικασία μέσω της διδασκαλίας ορισμένων καλλιτεχνικών μαθημάτων ενταγμένων στο σχολικό πρόγραμμα, όσο και ως στοιχείο που διαπερνά όλη τη λειτουργία και το περιεχόμενο του σχολείου– είναι ιδιαίτερα υποτιμημένη.

Αντίστοιχα, υπάρχει χώρος στο σημερινό σχολείο για το βιβλίο; Αν ξεκινήσουμε από το βιβλίο - σχολικό εγχειρίδιο, θα δούμε ότι πολλές φορές είναι αυτό που με τον ανορθολογισμό και την αποσπασματικότητά του δυσκολεύει, δένει τα χέρια εκπαιδευτικών και μαθητών. Υπάρχουν εκπαιδευτικοί που δίνουν τη μάχη για να μορφώσουν τα παιδιά του λαού, να μεταδώσουν την επιστημονική αλήθεια με παιδαγωγικά συγκροτημένο τρόπο. Συναντούν, όμως, το τείχος των ασυνάρτητων και επιφανειακών πληροφοριών των σχολικών βιβλίων, των σοβαρών λαθών που υπάρχουν. Σκοντάφτουν ακόμα και στις οδηγίες που τους δίνει το υπουργείο «Παιδείας», το Ινστιτούτο Εκπαιδευτικής Πολιτικής, ότι η αλήθεια δεν είναι αντικειμενική, ότι ένα όμορφο λογοτεχνικό κείμενο έχει την ίδια παιδαγωγική αξία με μια διαφήμιση, ότι οι φυσικές επιστήμες μπορούν να διδάσκονται χωρίς πειράματα κ.ά. Οι γονείς βλέπουν τα παιδιά τους κολλημένα στην οθόνη, να μην μπορούν να εκφραστούν –άρα πολλές φορές και να σκεφτούν– δημιουργικά. Βλέπουν τα παιδιά τους να τρέχουν να καλύψουν μια διδακτική ύλη που ποτέ δεν αφομοιώνεται. Έχουν ζήσει κι αυτοί σαν μαθητές, όπως ζουν και τώρα τα παιδιά τους, το απαράδεκτο φαινόμενο της παπαγαλίας και του άγχους που ορθώνει εμπόδια στη δίψα των νέων να γνωρίσουν τον κόσμο, να δημιουργήσουν, να εκφραστούν, να πάρουν απαντήσεις στα μεγάλα «γιατί;» που τους απασχολούν.

Και όταν το μάθημα ζωντανεύει, όταν οι μαθητές σταματούν να χαζεύουν, να κάνουν φασαρία... είναι όταν οι εκπαιδευτικοί έχουν κάτι να τους πουν που βρίσκεται σε αντίθεση με τις ιδεολογικές κατευθύνσεις των σχολικών βιβλίων, εκτός του πλαισίου που υποτίθεται ότι κάνει φίλους τους μαθητές και ενεργούς στην αναζήτηση της αλήθειας, αλλά επί της ουσίας τους αφήνει μόνους στον ωκεανό των πληροφοριών και των ψεμάτων με το απαράδεκτο άλλοθι ότι η αλήθεια είναι ζήτημα οπτικής. Πόσο συχνά πλέον γονείς συζητούν μεταξύ τους για το ότι το παιδί τους επιτέλους αγάπησε την Ιστορία ή κατάλαβε τα μαθηματικά γιατί ο δάσκαλος δεν αξιοποιεί καθόλου το βιβλίο και κάνει τα δικά του; Και μπράβο του από εμάς! Πόσο προβληματικό είναι όμως αυτό συνάμα για το πώς μαθαίνει ο μαθητής, το παιδί από νωρίς να αγαπάει το βιβλίο, να μαθαίνει και όχι να μπερδεύεται διαβάζοντάς το;

Για παράδειγμα, ξεφυλλίζοντας κανείς τα βιβλία της Γλώσσας στο Δημοτικό Σχολείο, έρχεται αντιμέτωπος με μια πληθώρα χρησιμοθηρικών κειμένων, από συνταγές μαγειρικής και προσκλήσεις σε πάρτι μέχρι συνεντεύξεις, αγγελίες και διαφημιστικά φυλλάδια, οδηγίες επιτραπέζιων παιχνιδιών κ.ά., ενώ τα λογοτεχνικά κείμενα καταλαμβάνουν μόλις το 1/5 κάθε ενότητας. Τόσο ο μαθητής όσο και ο εκπαιδευτικός χάνονται σ’ έναν κυκεώνα πληροφοριακών κειμένων, φτωχών και αδύναμων, με αποτέλεσμα η πληροφορία να παρουσιάζεται ως γνώση και το κείμενο να δίνεται μόνο ως πεδίο άσκησης κάποιου γραμματικού ή συντακτικού φαινομένου.

Την ίδια στιγμή και καθώς η επιστήμη και η τεχνολογία έχουν κάνει άλματα, μαζί και η παιδαγωγική, υπάρχουν πολλά βιβλία γνώσεων που ανοίγουν ένα παράθυρο στην επιστημονική γνώση. Πολλές φορές αξιοποιώντας και άλλα μέσα, όπως εποπτικό υλικό, τρισδιάστατες εφαρμογές κ.ά. Γιατί όμως αυτό το βιβλίο δε βρίσκει θέση στο σημερινό αστικό σχολείο;

Ποιες είναι οι διακηρυγμένες δεξιότητες που έχει στόχο να καλλιεργήσει το σημερινό σχολείο στα παιδιά; Και τι σημαίνει τελικά κατακερματίζω την εκπαίδευση και τη διαπαιδαγώγηση σε δεξιότητες; Η φαντασία, η δημιουργικότητα, η επινόηση δεν είναι προσδιορισμοί της ευφυΐας; Πώς καλλιεργείται η αγάπη για τη γνώση όταν οι νεαροί μαθητές έρχονται αντιμέτωποι από όλο και πιο μικρή ηλικία με ένα ανταγωνιστικό κυνήγι του βαθμού και της επίδοσης στις εξετάσεις; Όταν από όλο και πιο νωρίς καλούνται να επιλέξουν τα μαθήματα που τους αρέσουν ή που υποτίθεται έχουν κλίση;

Η προσωπικότητα του ανθρώπου σχηματίζεται συνολικά και όχι τμηματικά. Οι ψυχικές του δυνάμεις αναπτύσσονται και οργανώνονται παράλληλα. Αρμονική διαπαιδαγώγηση σημαίνει ότι αναπτύσσονται αρμονικά όλες οι διαστάσεις της ανθρώπινης οντότητας, η γνωστική, η συναισθηματική, η βουλητική, η φυσική. Νόηση, συναίσθημα και βούληση εκφράζονται ενιαία κι αξεδιάλυτα στην ανθρώπινη συμπεριφορά. Η βούληση είναι το πέρασμα από το συναίσθημα και τη σκέψη στην ενέργεια. Η γνώση ξεκινάει από την επαφή με τα ίδια τα πράγματα και επαληθεύεται στην πρακτική δραστηριότητα του ανθρώπου. Οι νέοι άνθρωποι πρέπει να αναγνωρίζουν μέσα στην πράξη τη θεωρητική γνώση και, αντίστροφα, μέσα από τη θεωρητική γνώση να μπορούν να ερμηνεύσουν την πράξη.

Τελευταίο ζήτημα, αν και όχι ήσσονος σημασίας: Ποια είναι τα μέσα που διαθέτουν εκπαιδευτικοί και γονείς σήμερα στην προσπάθειά τους να φέρουν τα παιδιά σε επαφή με το βιβλίο; Σχολικές βιβλιοθήκες έχουν μόνο το 12% των Δημοτικών και το 38% των Γυμνασίων-Λυκείων της χώρας. Οι δανειστικές βιβλιοθήκες των δήμων στις γειτονιές είναι είδος προς εξαφάνιση και, όπου υπάρχουν, κατά πλειοψηφία, χαρακτηρίζονται από φτώχεια κι εγκατάλειψη. Κάθε χρόνο εκδίδονται εκατοντάδες τίτλοι παιδικών βιβλίων. Το ίδιο το βιβλίο έχει γίνει αναλώσιμο εμπόρευμα και συνολικά η ποιότητά του πέφτει. Οι δημιουργοί κατά κανόνα αμείβονται ισχνά, ενώ για την πλειοψηφία των λαϊκών οικογενειών με παιδιά το βιβλίο παραμένει ένα ακριβό εμπόρευμα στα ράφια. Κάτω από την αγωνία πολλών νέων γονιών να φέρουν σε επαφή το παιδί τους με το βιβλίο, επιλέγονται συχνά και τίτλοι πιο εμπορικοί με την προσδοκία πως, αν ξεκινήσει ένα παιδί να διαβάζει οτιδήποτε…, θα αγαπήσει το διάβασμα. Θέλουμε όμως, τελειώνοντας, να θέσουμε κι εδώ έναν προβληματισμό: Μπορεί οποιοδήποτε κείμενο, οποιοδήποτε βιβλίο να αποτελέσει κίνητρο για τα παιδιά ώστε να καταπιαστούν και με ένα δεύτερο κι ένα τρίτο βιβλίο και τελικά να αγαπήσουν το διάβασμα;

 

Φίλες και φίλοι.

Το ΚΚΕ πρεσβεύει το νέο, ό,τι πιο προοδευτικό για ένα όμορφο μέλλον. Τα σημερινά παιδιά θα φτάσουν στο μέλλον… Όσο πιο γερά έχουν δέσει τα φτερά τους με τις σελίδες των βιβλίων που σήμερα διαβάζουν, τόσο πιο ψηλά και σταθερά θα πετάξουν! Κι εμείς οφείλουμε να τα εξοπλίσουμε με τις πιο γεμάτες, ευφάνταστες, ριζοσπαστικές κι ανθρώπινες σελίδες που έχουν γραφτεί, αλλά και μ’ αυτές που δεν έχουν γραφτεί ακόμα.

 


ΣημειώσειςΣημειώσεις

 * Κείμενο βασισμένο στην ομιλία του Νίκου Σοφιανού, μέλους του ΠΓ της ΚΕ του ΚΚΕ, σε εκδήλωση-συζήτηση που οργάνωσε η Διατμηματική Επτιτροπή της ΚΕ του ΚΚΕ για τις μικρές ηλικές και η Σύγχρονη Εποχή, με θέμα «Το παιδικό βιβλίο σήμερα», στις 22.2.2023.

1. Ευρήματα της Πανελλήνιας Έρευνας του ΕΠΙΨΥ (2022) για τις Συμπεριφορές που Συνδέονται με την Υγεία των Εφήβων (HBSC/WHO).