Αναλύοντας το υλικό που αντιστοιχεί στα σημεία που προστέθηκαν στο διευρυμένο διάγραμμα, αποκαλύπτεται ο εξής σκοπός του Ένγκελς: Να γράψει τη Διαλεκτική της φύσης κατά τρόπο που να φέρνει την αντικειμενική διαλεκτική ανάπτυξη της φύσης κοντά στην οικονομική ανάπτυξη της ανθρώπινης κοινωνίας, καθιστώντας την πρώτη βάση της δεύτερης. Στο βαθμό δε που η δεύτερη μελετάται σε θεωρητικό επίπεδο από την πολιτική οικονομία και στο μέτρο που η μαρξιστική κριτική ανάλυση της γένεσης, της ουσίας και της προοπτικής της περαιτέρω πορείας της καπιταλιστικής κοινωνίας εκείνον τον καιρό αποδιδόταν από τα γραπτά του Μαρξ, ιδιαίτερα τη «Συμβολή στην κριτική της πολιτικής οικονομίας» και Το Κεφάλαιο, η ως άνω πρόθεση του Ένγκελς πήρε πιο συγκεκριμένη μορφή. Ήθελε να γράψει κάτι σαν ένα «Προ-Κεφάλαιο», μια προϊστορία της ανθρώπινης κοινωνίας κατά κάποιον τρόπο, και να αποκαλύψει ότι η αντικειμενική διαδικασία (της φυσικής) ανάπτυξης, διά των νόμων της, οδηγεί στην ανάδυση της ανθρώπινης κοινωνίας, μέσα από τους περιορισμούς της φύσης αυτής καθαυτής, στη σφαίρα της ιστορίας της ανθρώπινης κοινωνίας.
Υπό το πρίσμα ενός τέτοιου μεγαλειώδους σκοπού (ίδιας τάξης μεγέθους με αυτόν που κρύβεται πίσω από το ίδιο Το Κεφάλαιο του Μαρξ), το 11ο σημείο του εκτενέστερου διαγράμματος στο διευρυμένο πλάνο για το βιβλίο και το αντίστοιχο υλικό που ο Ένγκελς είχε συσσωρεύσει ως τότε (δηλαδή «Ο ρόλος της εργασίας στην εξανθρώπιση του πιθήκου» και οι συνοδευτικές σημειώσεις) αποκτούν εξαιρετική σημασία. Το σύνολο αυτού του υλικού, που αρχικά προοριζόταν ως κατακλείδα στη Διαλεκτική της φύσης, τώρα μετατρεπόταν σε συνδετικό κρίκο μεταξύ της Διαλεκτικής της φύσης και Του Κεφαλαίου, γινόταν γέφυρα μεταξύ των δύο αυτών θεμελιωδών έργων του μαρξισμού. Το μεν Κεφάλαιο είχε ήδη ολοκληρωθεί από τον Ένγκελς, ενώ η Διαλεκτική της φύσης ήταν ημιτελής και επιβαλλόταν να ολοκληρωθεί, ακριβώς επειδή όλοι οι τόμοι Του Κεφαλαίου είχαν πλέον δημοσιευτεί.
Κατά μία έννοια αυτό σημαίνει ότι το υλικό του επιλόγου της Διαλεκτικής της φύσης έπρεπε να είχε προηγηθεί Του Κεφαλαίου, ώστε με τη λογική της όλης παρουσίασης και ανάλυσης να οδηγήσει στη συστηματική παρουσίαση Του Κεφαλαίου και της «Συμβολής στην κριτική της πολιτικής οικονομίας»31.
Σε μια τέτοια περίπτωση, η Διαλεκτική της φύσης έπρεπε να ασκεί σφοδρότατη κριτική και να ξεσκεπάζει τα μεθοδολογικά, λογικά κι επιστημολογικά (με μια λέξη τα φιλοσοφικά) ελαττώματα των θέσεων των αστών φυσικών επιστημόνων, όπως ακριβώς έκανε ο Μαρξ για τους αστούς οικονομολόγους. Με άλλα λόγια, η Διαλεκτική της φύσης δε θα διέφερε ιδιαίτερα σε ύφος από Το Κεφάλαιο (που ως γνωστό είχε ως υπότιτλο «Μια κριτική της πολιτικής οικονομίας»). Ίσως είναι ακριβώς αυτή η πρόθεση που εξηγεί την εμφάνιση στο διευρυμένο σχέδιο μιας ειδικής πολεμικής ενότητας που διαβλέπει εκ των προτέρων την κριτική στον κοινωνικό δαρβινισμό και αφιερώνεται στην κριτική στον αγνωστικισμό, το μηχανικισμό, στην οποία, σύμφωνα με την υπόθεσή μας, θα είχαν αναγκαστικά συμπεριληφθεί η κριτική στο δισδιάστατο υλισμό, το χοντροκομμένο εμπειρισμό (αντι-θεωρητισμό) και το ξεμυάλισμα με τον πνευματισμό που πηγάζει απ’ όλ’ αυτά. Το τελευταίο εξ αυτών, βέβαια, είχε και τις ταξικές του ρίζες, αντιπροσωπεύοντας την αστική ιδεολογική αντίδραση στον υλισμό και τη διαλεκτική που ακολούθησε αμέσως μετά την Παρισινή Κομμούνα κατά το 1870.
Τέλος, στη Διαλεκτική της φύσης, όπως και Στο Κεφάλαιο, επρόκειτο να συνειδητοποιείται η ενότητα, η συγκεκριμένη ταυτότητα της διαλεκτικής, της λογικής, της υλιστικής θεωρίας της γνώσης που, σύμφωνα με την άποψη που διατύπωσε ο Λένιν στα Φιλοσοφικά Τετράδια, διέπει Το Κεφάλαιο και εφαρμόστηκε από τον Μαρξ σε μια συγκεκριμένη επιστήμη –την πολιτική οικονομία. Κατ’ αναλογία, ο Ένγκελς αξιοποίησε την ενότητα, τη συγκεκριμένη ταυτότητα της διαλεκτικής, στις φυσικές επιστήμες.
Το έργο του Ένγκελς να ολοκληρώσει τους δυο τελευταίους τόμους Του Κεφαλαίου συνήθως γίνεται αντιληπτό ως ξέχωρο από το έργο του πάνω στη Διαλεκτική της φύσης. Σύμφωνα με αυτήν την προσέγγιση, η εστίαση από τον Ένγκελς στην ολοκλήρωση Του Κεφαλαίου τον οδήγησε αναγκαστικά στο να διακόψει τη συγγραφή της Διαλεκτικής της φύσης, θυσιάζοντας τα προσωπικά του ενδιαφέροντα για το έργο του Μαρξ. Αλλά τώρα μπορούμε να δούμε την απόφαση του Ένγκελς υπό διαφορετικό πρίσμα. Αφοσιωνόμενος στην ολοκλήρωση Του Κεφαλαίου, ο Ένγκελς σε τελική ανάλυση παρέμενε προσηλωμένος στη γενική, ευρεία πρόθεση να δημιουργήσει ένα ενιαίο ολοκληρωμένο έργο του μαρξισμού (το «Προ-Κεφάλαιο» και Το Κεφάλαιο) που βρισκόταν στη βάση της αρχικής του σύλληψης για τη συγγραφή της Διαλεκτικής της φύσης. Αν είχε αφήσει Το Κεφάλαιο ημιτελές, θα καθιστούσε και άνευ ουσίας την προσπάθεια να γράψει μια εισαγωγή αυτού στη σφαίρα των φυσικών επιστημών. Πρώτιστη ανάγκη ήταν να ολοκληρωθεί αυτό, για το οποίο είχε εμπνευστεί τη Διαλεκτική της φύσης ως εισαγωγικό έργο. Μόνο τότε θα μπορούσε να ολοκληρώσει την εισαγωγή, ως ένα «Προ-Κεφάλαιο» (δυστυχώς ήταν αδύνατο να δουλεύει και για τα δύο έργα ταυτόχρονα).
Μπορούμε να φανταστούμε πόσες φορές ο Ένγκελς επανερχόταν στη σκέψη να γράψει μια τέτοια εισαγωγή Στο Κεφάλαιο, από τη σκοπιά των φυσικών επιστημών, κατά τη διάρκεια της πολύχρονης προετοιμασίας των δυο τελευταίων τόμων Του Κεφαλαίου για το τυπογραφείο.
Το αποτέλεσμα της εκπλήρωσης των δύο αυτών στόχων, της ολοκλήρωσης Του Κεφαλαίου και της Διαλεκτικής της φύσης, θα ήταν η παραγωγή μιας εγκυκλοπαίδειας του μαρξισμού κατά κάποιον τρόπο. Γιατί, στην πραγματικότητα, ολόκληρο το εύρος της ανθρώπινης γνώσης μπορεί να κατατμηθεί σε τρεις βασικές σφαίρες –φύση, κοινωνία και σκέψη– έτσι που οι θεμελιώδεις νόμοι της υλιστικής διαλεκτικής να διατυπώνονται ως οι πιο γενικοί νόμοι της φύσης, της κοινωνίας και της σκέψης.
Αν είχε ολοκληρωθεί η Διαλεκτική της φύσης, θα είχε υλοποιηθεί η ιδέα της συστηματικής και ολοκληρωμένης παρουσίασης ολόκληρου του κύριου φάσματος των προβλημάτων, ενσωματώνοντας την επιστήμη της φύσης με τους νόμους της (φυσική επιστήμη, που φιλοσοφικά συντίθεται στη Διαλεκτική της φύσης), την επιστήμη των αρχών της ζωής και της ανάπτυξης της κοινωνίας (μαρξιστική πολιτική οικονομία, όπως έχει τεθεί Στο Κεφάλαιο) και την επιστήμη της σκέψης, που αντιπροσωπεύεται σε δυο άλλα έργα των Μαρξ και Ένγκελς με τη μέθοδο που χρησιμοποιείται σε αυτά –τη διαλεκτική, με τις θεμελιώδεις λογικές, επιστημολογικές και μεθοδολογικές λειτουργίες (καταμαρτυρώντας τη σύμπτωσή της με τη λογική και τη θεωρία της γνώσης του υλισμού). Έτσι, η συγγραφή ενός «Προ-κεφαλαίου» και Του Κεφαλαίου θα έλυνε το πρόβλημα μιας ολοκληρωμένης παρουσίασης της μαρξιστικής διδασκαλίας ως συνόλου, στο επίπεδο της κοινωνικο-ιστορικής και επιστημονικής ανάπτυξης που είχε επιτευχθεί ως τα μέσα της δεκαετίας του 1890, στην παραμονή της μετάβασης του καπιταλισμού στη βαθμίδα του ιμπεριαλισμού.
Το Αντι-Ντίρινγκ ήταν ήδη ένα είδος εγκυκλοπαίδειας του μαρξισμού. Αλλά, ήταν, θα μπορούσαμε να πούμε, μια συμπυκνωμένη εγκυκλοπαίδεια συγκριτικά με αυτήν που θα μπορούσαν να αποτελούν η Διαλεκτική της φύσης και Το Κεφάλαιο από κοινού. Το Αντι-Ντίρινγκ περιέκλειε και τα τρία συστατικά μέρη του μαρξισμού –φιλοσοφία, πολιτική οικονομία και σοσιαλισμό– και ταυτόχρονα τις τρεις θεωρητικές πηγές από τις οποίες ιστορικά αναδύθηκε ο μαρξισμός. Ο Λένιν αυτό το κατέδειξε στο άρθρο του «Οι τρεις πηγές και τα τρία συστατικά μέρη του μαρξισμού».
Ο ίδιος ο Ένγκελς χαρακτήριζε το έργο του με όρους εγκυκλοπαίδειας. Καθώς προετοίμαζε το Αντι-Ντίρινγκ, έγραψε στις 11 Απρίλη 1884: «Παρά τον αναπόφευκτα βαρετό χαρακτήρα μιας πολεμικής προς έναν ασήμαντο αντίπαλο, το να παρασχεθεί μια εγκυκλοπαιδική επισκόπηση της κατανόησής μας γύρω από προβλήματα στη φιλοσοφία, τις φυσικές επιστήμες και την Ιστορία, ήταν μια προσπάθεια που άσκησε εν τέλει επιρροή.»32
Αυτή είναι η πτυχή στην οποία πρέπει να δοθεί έμφαση πάνω απ’ όλα, άσχετα με το δευτερεύοντα παράγοντα της συγκεκριμένης κριτικής επί ενός ασήμαντου αντίπαλου όπως ο Dühring.
Σε μια νεκρολογία για τον Ένγκελς, ο Λένιν έγραψε για το Αντι-Ντίρινγκ: «Εδώ εξετάζονται μέγιστα προβλήματα του τομέα της φιλοσοφίας, των φυσικών και των κοινωνικών επιστημών.»33 Συνεπώς και ο Λένιν σημειώνει τον εγκυκλοπαιδικό χαρακτήρα του έργου. Μάλιστα, ο Λένιν ανίχνευσε αυτό το στοιχείο στο γράμμα που έγραψε ο Ένγκελς στον Μαρξ στις 30 Μάη 1873, όπου προβάλλει την αρχική ιδέα για τη Διαλεκτική της φύσης τονίζοντας (ο Λένιν) ότι επρόκειτο για ένα έργο που παραπέμπει σε προσχέδιο του Αντι-Ντίρινγκ.
Όλα τα προαναφερθέντα σημαίνουν ότι ο Ένγκελς δε σκόπευε να γράψει ένα βιβλίο για τη διαλεκτική της φυσικής επιστήμης με τον τρόπο ενίοτε που γράφονται φτωχά εγχειρίδια και υλικά για μαθήματα φιλοσοφίας, στα οποία πρώτα διατυπώνεται ένα φιλοσοφικό αξίωμα –π.χ. μια αρχή ή ένας νόμος της διαλεκτικής ή κάποια κατηγορία της διαλεκτικής λογικής– και έπειτα παρατίθενται ένα σύνολο από παραδείγματα που απεικονίζουν αυτά τα αξιώματα, τους νόμους, τις αρχές ή τις κατηγορίες. Μια τέτοια προσέγγιση προϋποθέτει ότι το όποιο ερώτημα παρουσιάζεται ως προς τα βασικά του σημεία, έτσι ώστε ο σπουδαστής ή ο αναγνώστης να χρειάζεται μόνο να απομνημονεύσει τα παραδείγματα και ό,τι αυτά απεικονίζουν, και με αυτόν τον τρόπο καλύπτεται το θέμα.
Ασφαλώς, στο Αντι-Ντίρινγκ, λόγω της φύσης του έργου, ο Ένγκελς αναγκάστηκε να κάνει αναφορά σε συγκεκριμένα παραδείγματα, αλλά αυτό έγινε μόνο για λόγους εκλαΐκευσης και όχι για να υποβιβαστεί η διαλεκτική σ’ ένα σύνολο παραδειγμάτων. Ο Λένιν, στα Φιλοσοφικά Τετράδια, αντιδρώντας σ’ έναν τέτοιο υποβιβασμό της διαλεκτικής, παρατηρεί ότι στον Πλεχάνοφ η «ταυτότητα των αντιθέσεων παίρνεται σαν ένα άθροισμα παραδειγμάτων [«λόγου χάρη, ο σπόρος», «λόγου χάρη, ο πρωτόγονος κομμουνισμός». Το ίδιο και ο Ένγκελς. Αλλά αυτό «για την εκλαΐκευση»…] και όχι σαν νόμος της γνώσης (και νόμος του αντικειμενικού κόσμου)»34. Στη Διαλεκτική της φύσης ο ίδιος ο Ένγκελς τονίζει ότι ακόμα και το ζήτημα της αλληλοσύνδεσης των πρωταρχικών νόμων της διαλεκτικής δεν καλύπτεται, για τον εξής λόγο: «Δε σκοπεύουμε να συντάξουμε εδώ ένα εγχειρίδιο διαλεκτικής, αλλά μόνο να δείξουμε ότι οι νόμοι της διαλεκτικής είναι πραγματικοί νόμοι ανάπτυξης της φύσης και πως ισχύουν συνεπώς και για τις θεωρητικές φυσικές επιστήμες.»35
Γι’ αυτό, στο βιβλίο του Ένγκελς οι κατηγορίες της διαλεκτικής και η διαλεκτική λογική φιγουράρουν, όχι ως αξιώματα για τα οποία υπάρχει ανάγκη επιλογής κατάλληλων παραδειγμάτων από ποικίλους επιστημονικούς τομείς, αλλά ως λογικά «εργαλεία» για τη θεωρητική έρευνα, τα οποία μπορούν να «δουλέψουν» με συγκεκριμένο τρόπο σε οποιοδήποτε πεδίο γνώσης και τα οποία «δουλεύουν» ακριβώς επειδή απεικονίζουν συγκεκριμένες πτυχές της ίδιας της πραγματικότητας. Για παράδειγμα, οι κατηγορίες του τυχαίου και της αναγκαιότητας επ’ ουδενί δεν εμφανίζονται στον Ένγκελς ως αξιώματα που απαιτούν την προσαρμογή διάφορων παραδειγμάτων ώστε να εφαρμόζονται σε αυτά, αλλά ως θεωρητικά εργαλεία που «δουλεύουν» στη φυσική, την αστρονομία και τη βιολογία (για να μην αναφερθούμε στην ιστοριογραφία), όπως καταδεικνύεται για την τελευταία από τις επιστήμες αυτές στο διευρυμένο διάγραμμα της Διαλεκτικής της φύσης (σημείο 5, υποσημείο 5). Χωρίς τέτοια κατανόηση των στόχων της συγγραφής της Διαλεκτικής της φύσης, το συγκεκριμένο βιβλίο σε καμία περίπτωση δε θα μπορούσε να σταθεί στο ύψος του να συναποτελεί, μαζί με Το Κεφάλαιο, μια ενιαία, εσωτερικά συνεπή, πλήρη συστηματική παρουσίαση της μαρξιστικής θεωρίας.
Αυτή η ιδέα της συγγραφής μιας εκτεταμένης εγκυκλοπαίδειας του μαρξισμού, με προοίμιο Του Κεφαλαίου ένα «Προ-κεφάλαιο» (η Διαλεκτική της φύσης) φαίνεται ότι γεννήθηκε μετά το θάνατο του Μαρξ και η υλοποίησή της θα αποτελούσε ένα μνημείο για τον Μαρξ, εφάμιλλο σε σπουδαιότητα με την ολοκλήρωση Του Κεφαλαίου.
Τι θα αποτελούσε όμως, στα μάτια του Ένγκελς, τον πρωταρχικό συνδετικό κρίκο για την υλοποίηση αυτής της κολοσσιαίας ιδέας;