Το σπουδαίο βιβλίο του Ένγκελς


του Μπ. Μ. Κεντρόφ*

Οι φιλόσοφοι και οι φυσικοί επιστήμονες γνωρίζουν ότι πριν σχεδόν έναν αιώνα ο Ένγκελς καταπιάστηκε με τη σύνθεση, από τη σκοπιά της υλιστικής διαλεκτικής, των ευρημάτων των φυσικών επιστημών μέχρι τις μέρες του. Λίγοι ωστόσο γνωρίζουν το τίμημα που πλήρωσε, το πόσες φορές το έργο αυτό έφτασε κοντά στην ολοκλήρωσή του, αλλά για διάφορους λόγους αυτή αναβαλλόταν επανειλημμένα ως το θάνατό του. Ποια θέση να είχε άραγε, στο μυαλό του Ένγκελς, η Διαλεκτική της φύσης στο ευρύτερο οικοδόμημα της μαρξιστικής θεωρίας; Αυτό είναι το ερώτημα που πραγματεύομαι στο παρόν άρθρο. Προτού, ωστόσο, δώσω μια απάντηση, είναι απαραίτητη μια σύντομη ανασκόπηση της ιστορίας του βιβλίου, του πώς έγινε η αρχική σύλληψή του από τον Ένγκελς, πώς προχώρησε η συγγραφή του, πώς διακοπτόταν και πώς έφτασε σε μας το μη ολοκληρωμένο κείμενο.

 

Η ΠΟΡΕΙΑ ΤΟΥ ΕΡΓΟΥ

Ο Ένγκελς άρχισε να δείχνει ενδιαφέρον για τις φυσικές επιστήμες ήδη από τη δεκαετία του 1840. Στην αρχή, ωστόσο, δεν ήταν παρά ένα δευτερεύον ενδιαφέρον, που κατά βάση σχετιζόταν με το έργο του στην πολιτική οικονομία και στην ανάλυση της κατάστασης στην Αγγλία του 18ου αιώνα. Όταν στις αρχές της δεκαετίας του 1850 αναγκάστηκε να εργάζεται σε μια πολύ πληκτική δουλειά γραφείου, ξεκίνησε να μελετά φυσιολογία. Στα τέλη του 1850, έχοντας εξοικειωθεί με τις δύο πρώτες σπουδαίες επιστημονικές ανακαλύψεις των δύο προηγούμενων δεκαετιών, την ανακάλυψη του κυττάρου2 και της μετατροπής της ενέργειας3, ο Ένγκελς αποπειράθηκε να τις ερμηνεύσει φιλοσοφικά υπό το πρίσμα της διαλεκτικής. Στις 14 Ιούλη 1858 ζήτησε από τον Μαρξ να του στείλει τη Φιλοσοφία της φύσης του Χέγκελ, με σκοπό να συγκρίνει αυτά που είχε γράψει «ο γέρος» (o Χέγκελ) με τα πιο πρόσφατα επιτεύγματα των φυσικών επιστημών.

Το 1859 δημοσιεύτηκε η Καταγωγή των Ειδών του Δαρβίνου, την οποία οι Μαρξ και Ένγκελς διάβασαν και συζήτησαν τόσο μεταξύ τους όσο και με άλλους επιστήμονες και προσωπικότητες της δημόσιας και πολιτικής ζωής. Έτσι, και το τρίτο μεγάλο επιστημονικό επίτευγμα της εποχής τους συμπεριλήφθηκε στο πεδίο των ενδιαφερόντων τους.

Τη δεκαετία του 1860 εμφανίστηκε στο Μάντσεστερ όπου ζούσε ο Ένγκελς ένας νεαρός κομμουνιστής χημικός, ο K. Schorlemmer4. Ο Ένγκελς γρήγορα συνδέθηκε μαζί του και συζητούσαν τακτικά γύρω από θέματα των φυσικών επιστημών και της ιστορίας τους. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα ο Ένγκελς να αναπτύξει ενδιαφέρον για τους χημικούς ατομιστές5, καθώς και για τη διαχωριστική γραμμή μεταξύ χημείας και βιολογίας.

Φτάνουμε στις αρχές της δεκαετίας του 1870. Ο Ένγκελς μετακόμισε στο Λονδίνο, τερμάτισε τις επιχειρηματικές του ενασχολήσεις κι έπεσε με τα μούτρα στο πεδίο των φιλοσοφικών προβλημάτων των φυσικών επιστημών, που τον ενδιέφερε. Ήταν η περίοδος κατά την οποία στη Γερμανία ήταν ευρέως διαδεδομένες οι κάθε είδους απορρίψεις των προηγούμενων φιλοσοφικών συστημάτων.

Όπως φαίνεται, ο Ένγκελς άρχισε να φλερτάρει με την ιδέα να γράψει ένα Αντι-Μπίχνερ6 (κατά το Αντι-Ντίρινγκ) κι έκανε τις πρώτες σημειώσεις για ένα τέτοιο έργο ήδη από το Φλεβάρη του 1873. Στον πυρήνα του, το έργο επρόκειτο να αντιπαραβάλει τη διαλεκτική με τη μεταφυσική. Η φυσική επιστήμη την εποχή του Ένγκελς, μέσα απ’ όλες τις ανακαλύψεις της, μικρές και μεγάλες, καταδείκνυε την παρουσία της διαλεκτικής στη φύση. Η κυτταρική θεωρία αποκάλυπτε την ενότητα δομής και προέλευσης ολόκληρου του οργανικού κόσμου (πρώτιστα, φυτά, ζώα). Ο δαρβινισμός παρείχε τη γενετική σύνδεση όλων των ειδών. Η θεωρία για τις μετατροπές της ενέργειας συμπεριλάμβανε όλα τα πεδία των φυσικών επιστημών που ασχολούνταν με τον ανόργανο κόσμο και πραγματεύονταν τις μορφές κίνησης που κυριαρχούσαν στη σφαίρα της άψυχης φύσης. Έτσι, εδραιώθηκαν οι δεσμοί μεταξύ των μορφών της ενέργειας στην άψυχη φύση, όπως εδραιώθηκαν, ξεχωριστά, και οι δεσμοί μεταξύ των μορφών του οργανικού κόσμου στην έμψυχη φύση. Ωστόσο, η διαδοχική σύνδεση μεταξύ των δύο κύριων πεδίων της φύσης –της άψυχης και της έμψυχης– δεν είχε ακόμα κατανοηθεί από τους επιστήμονες. Ο Ένγκελς έκανε μια σπουδαία ανακάλυψη: Bρήκε το κλειδί για να εξαλείψει την προϋπάρχουσα ασυνέχεια μεταξύ άψυχης και έμψυχης φύσης. Η γενική ιδέα της ανάπτυξης έδωσε αυτό το κλειδί. Σε διάφορα επιμέρους επιστημονικά πεδία, όπως αστρονομία, φυσική, χημεία, γεωλογία, βιολογία, η ιδέα της ανάπτυξης είχε ήδη εδραιωθεί. Εν τούτοις, για τις φυσικές επιστήμες ως όλον, και πιο συγκεκριμένα σε ό,τι αφορά το σημείο επαφής μεταξύ οργανικού κι ανόργανου κόσμου, δεν είχε αναδυθεί ακόμα μια ενοποιημένη εικόνα της ανάπτυξης στη φύση που ν’ αγκαλιάζει τα πάντα. Από την άποψη αυτή, υπήρχε ένα κενό που δεν είχε συμπληρωθεί ακόμα, θα μπορούσαμε να πούμε ακόμα και ρήγμα. Με την ανακάλυψή του, ο Ένγκελς συμπλήρωσε αυτό το κενό, και χάριν αυτού έγινε κατορθωτό να ξεπεραστεί το χάσμα στο πιο κρίσιμο σημείο για τις φυσικές επιστήμες ως όλον, τουλάχιστον από την άποψη της βασικής αρχής.

Στη συνέχεια, υπήρξε η ανάγκη αυτή η ανακάλυψη του Ένγκελς να διατυπωθεί με τη μορφή εννοιών. Προς αυτήν την κατεύθυνση, ο Ένγκελς εισήγαγε μια έννοια ευρύτερη από αυτές που χρησιμοποιούσαν οι φυσικοί επιστήμονες ως τότε: Την έννοια της «μορφής της κίνησης», που περιλάμβανε τόσο τις διάφορες μορφές ενέργειας (μηχανική, φυσική και χημική) όσο και τις βιολογικές διεργασίες. Με τη βοήθειά της, ο Ένγκελς έθεσε το καθήκον να εντοπίσει όχι μόνο το πώς οι μηχανικές, φυσικές και χημικές μορφές κίνησης μετατρέπονται η μία στην άλλη, αλλά και το ότι η χημική μορφή της κίνησης μετατρέπεται σε βιολογική, μέσα από ένα συγκεκριμένο επίπεδο ανάπτυξης της φύσης –π.χ. πώς αναδύεται από αυτή η ζωή.

Η ανακάλυψη αυτή πλέον ξέφευγε κατά πολύ από τα στενά όρια της αρχικής σκέψης για ένα βιβλίο τύπου Anti-Büchner. Απέκτησε αυτοτελή σημασία, δείχνοντας το δρόμο για την πραγμάτευση θεμελιωδών προβλημάτων στη διαλεκτική της φύσης. Σε μια διερεύνηση τέτοιου μεγέθους, η κριτική στον Büchner δε θα μπορούσε να καταλαμβάνει παρά μόνο μια μικρή θέση. Ουσιαστικά, είναι αυτή η χρονική περίοδος που ο Ένγκελς ξεκίνησε να δουλεύει τη Διαλεκτική της φύσης. Αμέσως ενημέρωσε τον Μαρξ γι’ αυτά τα σχέδιά του, κι αυτός με τη σειρά του ενημέρωσε τον Schorlemmer.

Τα γεγονότα στη συνέχεια εκτυλίχτηκαν ως εξής: Από το Μάη του 1873 ως το Μάη του 1876 ο Ένγκελς δούλεψε πάνω στη Διαλεκτική της φύσης, συλλέγοντας δεδομένα και γράφοντας το πρώτο κεφάλαιο («Μια ιστορική αναδρομή»). Από το Μάη του 1876 ως τον Ιούνη του 1878 αφιέρωσε όλη του την ενέργεια στη συγγραφή του Αντι-Ντίρινγκ, διακόπτοντας για δυο χρόνια τη δουλειά πάνω στη Διαλεκτική της φύσης. Από τον Ιούνη του 1878 ως το Μάρτη του 1883, ο Ένγκελς ασχολήθηκε ξανά με τη Διαλεκτική της φύσης, ως και το θάνατο του Μαρξ, μετά από τον οποίο δεν επανήλθε συστηματικά στο βιβλίο, καθώς αφοσιώθηκε στην ολοκλήρωση του δεύτερου και τρίτου τόμου Του Κεφαλαίου που ο Μαρξ είχε άφησε ημιτελές.

Εν τούτοις, ακόμα και μετά το Μάρτη του 1883, ο Ένγκελς σποραδικά ασχολιόταν με το βιβλίο του. Ωστόσο, σε αυτό το στάδιο δεν έγραφε πια καινούργια κεφάλαια, μέρη ή σημειώσεις, παρά ξεκίνησε να προσαρτά άλλα αδημοσίευτα γραπτά του. Έτσι, συμπεριέλαβε έναν παλιό πρόλογο του Αντι-Ντίρινγκ, γραμμένο το 1878, και υλικό που είχε παραλειφθεί από το Λουδοβίκος Φόιερμπαχ, καθώς και άλλα κείμενα. Είναι ξεκάθαρο ότι ο Ένγκελς ακόμα ήλπιζε πως μετά την ολοκλήρωση των δυο τόμων Του Κεφαλαίου θα μπορούσε να επιστρέψει στο βιβλίο του για να το τελειώσει, αξιοποιώντας αδημοσίευτο υλικό.

Κάπου μέσα στη δεκαετία του 1890, όταν η δουλειά πάνω στον τρίτο τόμο Του Κεφαλαίου έβαινε προς ολοκλήρωση, ο Ένγκελς φαίνεται ότι αποφάσισε να ξεκινήσει την τελική επεξεργασία των γραπτών του για τη Διαλεκτική της φύσης. Διαχώρισε τα ολοκληρωμένα και σχεδόν ολοκληρωμένα κείμενα από τα καταφανώς ημιτελή, που είχαν γραφτεί μόνο αποσπασματικά, και από διάφορα σκόρπια μικρά σχόλια, ο αριθμός των οποίων έφτανε περίπου τα διακόσια. Ο Ένγκελς χώρισε όλο αυτό το υλικό σε τέσσερις ομάδες με διακριτές συλλογές κειμένων, γεγονός που καταδεικνύει ότι είχε την πρόθεση να συνεχίσει τη δουλειά του πάνω στη Διαλεκτική της φύσης, πράγμα που απέτρεψε ο θάνατός του στις 5 Αυγούστου του 1895.

 

ΕΝΑ ΜΕΡΙΚΟ ΔΙΑΓΡΑΜΜΑ

Σήμερα, είναι προφανές ότι είναι πολύ δύσκολο να αντιληφθούμε ποια θα ήταν η τελική μορφή του βιβλίου αν ο Ένγκελς το είχε ολοκληρώσει. Παρ’ όλ’ αυτά, για ένα πράγμα μπορούμε να είμαστε βέβαιοι: Θα ήταν ένα βιβλίο που θα πραγματευόταν τη διαλεκτική των φυσικών επιστημών, κεντρικός πυρήνας της οποίας θα ήταν η θεωρία των μορφών κίνησης της ύλης, καθώς και των υλικών φορέων των εν λόγω μορφών.

Ποιο θα ήταν όμως το εύρος των επιστημονικών πεδίων που θα ενέπιπταν σε αυτήν τη θεώρηση; Αυτό δεν είναι απλό ερώτημα και, όπως θα δούμε, συνδέεται με την αποσαφήνιση και κατανόηση της πρωταρχικής πρόθεσης του Ένγκελς. Το ερώτημα μπορεί κανείς να το απαντήσει αν πιάσει το νήμα από το περιεχόμενο των σημειώσεων που έκανε ο Ένγκελς για τη Διαλεκτική της φύσης και από τα γράμματα που αντάλλαζε επί του θέματος.

Στο γράμμα που έστειλε στον Μαρξ, στις 30 Μάη 1873, διαφαίνεται εξαρχής ότι ο Ένγκελς δεν είχε κατά νου να γράψει για τη διαλεκτική της έμβιας φύσης. Στην καλύτερη περίπτωση, αυτό που μπορούσε τότε να κάνει ήταν να καταπιαστεί με την αποκάλυψη της διαλεκτικής των μορφών κίνησης που διέπουν την άβια φύση, της οποίας η ανάπτυξη και ολοένα αυξανόμενη πολυπλοκότητα κορυφώνεται με τη μετατροπή της χημείας, μέσω ενός «άλματος», σε ζωή. Γι’ αυτό ο Ένγκελς τελείωνε το γράμμα του επισημαίνοντας: «Οργανισμός. Εδώ δε θα υπεισέλθω σε καμία διαλεκτική για την ώρα.» Ο Schorlemmer συμφωνούσε τονίζοντας: «Ούτε εγώ θα το έκανα»7.

Έτσι, έχοντας κάνει την ανακάλυψη κι έχοντας σκιαγραφήσει μια γενική κατευθυντήρια γραμμή για τη μετέπειτα έρευνα, ο Ένγκελς περιορίστηκε στα όρια των μορφών κίνησης που μελετά η μηχανική, η φυσική και η χημεία, αλλά όχι η βιολογία. Όπως θα δούμε αργότερα, αυτός ήταν ο βασικός άξονας, η βάση για το αρχικό διάγραμμα του υπό σχεδιασμό βιβλίου. Τα όρια που είχε θέσει στη θεματολογία του βιβλίου αντικατοπτρίζονται και σε επόμενα γραπτά του Ένγκελς. Στο κείμενό του Διαλεκτική της φυσικής επιστήμης, που γράφτηκε την ίδια περίοδο με το γράμμα του στον Μαρξ (30 Μάη 1873), το τελευταίο σημείο περί «Οργανικής φύσης» δεν αναπτύχθηκε, όπως είχε κάνει και με το γράμμα. Αργότερα, στο σημείωμα Αλληλεπίδραση (1874), ο Ένγκελς εκφράστηκε με παρόμοιο τρόπο: «Παρατηρούμε μια σειρά μορφές κίνησης: Μηχανική κίνηση, θερμότητα, ηλεκτρισμός, μαγνητισμός, χημική σύνθεση και αποσύνθεση, μετάβαση από μια κατάσταση συγκέντρωσης σε άλλη, ενόργανη ζωή, μορφές που όλες τους, αν εξαιρέσουμε για την ώρα ακόμα την οργανική ζωή, αλληλομετατρέπονται, καθορίζονται αμοιβαία (...).»8

Στις 28 Μάη 1876, ο Ένγκελς έγραψε στον Μαρξ ότι άρχισε να διαβλέπει την ολοκλήρωση του έργου. Είναι ξεκάθαρο όμως ότι εκείνη την περίοδο είχε αρχίσει να βλέπει το τέλος του βιβλίου μόνο και μόνο επειδή, προς ώρας τουλάχιστον, εξακολουθούσε να αποκλείει την οργανική φύση από τη διαλεκτική θεώρηση των φυσικών επιστημών της εποχής του.

Αμέσως μετά την ολοκλήρωση του Αντι-Ντίρινγκ, ο Ένγκελς καταπιάστηκε και πάλι με τη Διαλεκτική της φύσης. Αλλά σε αυτό το σημείο άρχισαν να προκύπτουν διάφορα ζητήματα, με τα οποία ο Ένγκελς καταπιανόταν παράλληλα με το βιβλίο. Συγκεκριμένα, προσπάθησε να διατυπώσει κριτική ενάντια σε επιθέσεις δαρβινιστών κατά του σοσιαλισμού, αναφερόμενος στο άρθρο του Γερμανού ζωολόγου O. Schmidt «Για τη σχέση του δαρβινισμού με τη σοσιαλδημοκρατία» και στην μπροσούρα Ελεύθερη επιστήμη και ελεύθερη διδασκαλία του Ε. Haeckel9. Στα γράμματά του προς τον O. Schmidt στις 19 Ιούλη και προς τον P. L. Lavrov10 στις 10 Αυγούστου 1878, ο Ένγκελς εξέφρασε την πρόθεσή του να απαντήσει στις αντίστοιχες δηλώσεις.11 Αλλά όλα αυτά παρέμεναν εκτός πλαισίου της δουλειάς του πάνω στη Διαλεκτική της φύσης. Αντίστοιχα, και το άρθρο «Ο ρόλος της εργασίας στη μετάβαση από τον πίθηκο στον άνθρωπο» γράφτηκε από τον Ένγκελς το 1876 ως μια προσπάθεια ξεχωριστή από τη Διαλεκτική της φύσης.

Στα χρόνια που ακολούθησαν, ο Ένγκελς έγραψε διάφορα κεφάλαια για τη Διαλεκτική της φύσης και συνέχισε να συγκεντρώνει υλικό υπό τη μορφή ξεχωριστών σημειώσεων και σχολίων, στα οποία δεν ξέφευγε από τη σφαίρα της άβιας φύσης, περιοριζόμενος στην αρχική οριοθέτηση της θεματολογίας του. Έτσι, το 1879 έγραψε το άρθρο «Διαλεκτική», όπου τόνιζε επανειλημμένα ότι το θεωρεί απαραίτητο να περιοριστεί αμιγώς στην άβια φύση χωρίς να αγγίζει την έμβια: «Εδώ ενδιαφερόμαστε μόνο για άζωα σώματα. Ο ίδιος νόμος ισχύει και για τα έμψυχα, αλλά σ’ αυτά λειτουργεί μέσα σε πολύ πολύπλοκες συνθήκες, και σήμερα είναι συχνά αδύνατη η ποσοτική μέτρηση.»12 Και στο τέλος του άρθρου: «Ο ίδιος νόμος επαληθεύεται σε κάθε βήμα στη βιολογία, καθώς και στην ιστορία της ανθρώπινης κοινωνίας, ο ίδιος νόμος ισχύει σε κάθε βήμα, αλλά θέλουμε να περιοριστούμε εδώ σε παραδείγματα παρμένα από τις θετικές επιστήμες, γιατί εδώ μπορούμε να μετρήσουμε και να παρακολουθήσουμε με ακρίβεια τις ποσότητες.»13

Το υπό συζήτηση θέμα ήταν ο νόμος της μετατροπής των ποσοτικών αλλαγών σε ποιοτικές και αντιστρόφως. Σε επόμενα άρθρα (1880-1881) ο Ένγκελς εξηγούσε το γιατί, στην εποχή του, ήταν ακόμα παντελώς αδύνατο να προσπαθήσει να ξεσκεπάσει τη διαλεκτική της έμβιας φύσης. Στο άρθρο του «Οι βασικές μορφές κίνησης» έγραφε ότι οι εξηγήσεις των βιολογικών φαινομένων συναρτώνται με την πρόοδο στη μηχανική, τη φυσική και τη χημεία. Ωστόσο, ισχυριζόταν ότι «το φυσικοχημικό βάθρο των άλλων φαινομένων της ζωής βρίσκεται ακόμα σχεδόν στο ξεκίνημά του. Αν λοιπόν θέλουμε να μελετήσουμε εδώ τη φύση της κίνησης, είμαστε υποχρεωμένοι να αγνοήσουμε τις οργανικές μορφές κίνησης. Θα περιοριστούμε υποχρεωτικά –εξαιτίας της κατάστασης της επιστήμης– στις μορφές κίνησης της άζωης ύλης»14.

Έτσι, το ένα έτος μετά το άλλο, το ένα γράμμα μετά το άλλο, το ένα σημείωμα μετά το άλλο, το ένα κεφάλαιο μετά το άλλο, ο Ένγκελς επέμενε στην ιδέα ότι, επεξεργαζόμενος τη Διαλεκτική της φύσης, όφειλε να περιορίζεται στην άβια φύση και να αποκλείει προσωρινά από την προετοιμασία του βιβλίου την έμβια φύση.

Με βάση αυτήν την προσέγγιση, ο Ένγκελς έγραψε το πρώτο σύντομο διάγραμμα του βιβλίου, το οποίο ξεκινούσε με το «Σημείο 1. Η κίνηση γενικά», ακολουθούμενο από το «Σημείο 2. Έλξη και άπωση. Μεταφορά της κίνησης» και έπειτα το «Σημείο 3. Εφαρμογή της αρχής διατήρησης της ενέργειας» κ.ο.κ. Τα σημεία αυτά ακολουθούνταν από τρία άλλα σημεία που αφιερώνονταν στη μηχανική (για γήινα και ουράνια σώματα), τη φυσική και τη χημεία. Στο τέλος υπήρχε το «Σημείο 7. Περίληψη»15.

Σε αυτό το πλάνο επέμενε ο Ένγκελς αταλάντευτα ως την αρχή του 1883. Κατά συνέπεια πρόκυπτε μια πολύ μικρή, περιορισμένη Διαλεκτική της φύσης, της οποίας την ολοκλήρωση οραματιζόταν ο Ένγκελς από το 1876. Το 1882 ολοκλήρωσε το κεφάλαιο για τη φυσική, «Θερμότητα» και «Ηλεκτρισμός», και απέμεναν μόνο η χημεία και η τελική περίληψη. Γι’ αυτό μπορούσε να γράψει με σιγουριά στον Μαρξ, στις 23 Νοέμβρη 1882: «Τώρα ωστόσο είναι απαραίτητο να τελειώσω τη Διαλεκτική της φύσης το συντομότερο δυνατό.» Είναι προφανές ότι, αν είχε στο πλάνο του ως στόχο ν’ ασχοληθεί και με την έμβια φύση, δε θα μπορούσε να γράψει αυτά τα λόγια στον Μαρξ. Μόνο υπό την προϋπόθεση ότι η θεματική του βιβλίου θα συνέχιζε να είναι περιορισμένη μπορούσε 
να υπάρχει η ελπίδα το 1882 ότι το βιβλίο πλησιάζει στην ολοκλήρωσή του.

Το γεγονός ότι κατά το 1882, όπως και νωρίτερα, ο Ένγκελς εξακολουθούσε να αποκλείει την έμβια φύση γίνεται εμφανές κι από ένα τμήμα κειμένου που καταλήγει: «Δυστυχώς, θα έχουμε δυσκολίες για τη μορφή κίνησης του λευκώματος, ή αλλιώς της ζωής, εφόσον δε θα είμαστε σε θέση να παρασκευάσουμε λεύκωμα.»16

Αυτή ήταν η κατάσταση σχετικά με τη συγγραφή της Διαλεκτικής της φύσης, όπως την αντιλαμβανόταν ο Ένγκελς στο πλαίσιο του σύντομου περιγράμματος το οποίο ακολουθούσε ως το 1883.

 

ΤΟ ΠΙΟ ΑΝΑΛΥΤΙΚΟ ΔΙΑΓΡΑΜΜΑ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΣΧΕΔΙΟΥ

Μετά το θάνατο του Μαρξ, ο Ένγκελς δούλεψε για δυο χρόνια στο δεύτερο τόμο Του Κεφαλαίου, τον οποίο ολοκλήρωσε το Μάη του 1885. Ταυτόχρονα, δούλευε πάνω στη δεύτερη έκδοση του Αντι-Ντίρινγκ, την οποία ολοκλήρωσε το Σεπτέμβρη του 1885. Στον πρόλογό της έγραφε: «Πρώτα, πρέπει να αρκεστώ στις υποδείξεις που βρίσκονται στο παρόν σύγγραμμα και να περιμένω μήπως αργότερα βρεθεί η ευκαιρία να συγκεντρώσω τα αποτελέσματα και να τα εκδώσω.»17

Αυτό δείχνει ότι ο Ένγκελς εκείνη την περίοδο δεν είχε εγκαταλείψει κάθε ελπίδα για ολοκλήρωση και δημοσίευση της Διαλεκτικής της φύσης, συνέχιζε να έχει το έργο στο μυαλό του και εξακολουθούσε να συλλέγει υλικό. Αλλά στο βαθμό που δεν είχε το χρόνο ν’ ασχοληθεί εκείνη τη χρονική περίοδο, άρχισε να ξεχωρίζει από άλλα έργα οτιδήποτε θα μπορούσε να ταιριάζει με τη Διαλεκτική της φύσης. Έτσι, ετοίμασε τρεις υποσημειώσεις για διάφορα χωρία του «Πρώτου Μέρους» του Αντι-Ντίρινγκ που πραγματεύονταν φιλοσοφικά προβλήματα των φυσικών επιστημών και των μαθηματικών, και στη συνέχεια άλλαξε γνώμη και τα ενέταξε στο κείμενο της Διαλεκτικής της φύσης. Για ποιον λόγο το έκανε αυτό; Ήταν επειδή δεν είχε χρόνο να επεξεργαστεί αυτές τις υποσημειώσεις καλύτερα ή επειδή το περιεχόμενό τους ταίριαζε στη Διαλεκτική της φύσης καλύτερα απ’ ό,τι ταίριαζε στο Αντι-Ντίρινγκ και άρα, εφόσον σκόπευε να δουλέψει πάνω σε αυτό το βιβλίο, επέλεξε να τους αλλάξει θέση; Υποστηρίζω ότι η δεύτερη εκδοχή είναι πιο πιθανή.

Για τον έναν ή τον άλλον λόγο, η Διαλεκτική της φύσης κατέληξε να περιλαμβάνει τρία εδάφια που πλέον δεν προορίζονταν για το Αντι-Ντίρινγκ, αλλά για ένα μελλοντικό, υπό συγγραφή ακόμα βιβλίο. Σε ποιο σημείο όμως αυτού του βιβλίου θα ήταν καταλληλότερο να προστεθούν; Προφανώς, για αρχή ήταν απαραίτητο να επιχειρηθεί μια ένταξή τους στο σύντομο διάγραμμα του βιβλίου. Αυτό ακριβώς έκανε ο Ένγκελς. Η πρώτη υποσημείωση αφορούσε τα μαθηματικά. Στο υπό διαμόρφωση κείμενο το βιβλίου είχε τον τίτλο «Στις σελίδες 17-18: Συμφωνία της νόησης και του είναι – Το άπειρο στα μαθηματικά»18. Αλλά προκύπτει η δυσκολία ότι, αν είναι να περιοριστεί κανείς στο αρχικό διάγραμμα, δεν υπάρχει θέση για μια τέτοια υποσημείωση. Έτσι ο Ένγκελς άρχισε να διορθώνει και να κάνει προσθήκες στο αρχικό του πλάνο. Στο τέλος, κάτω από ένα κείμενο σχεδίου που έκανε, έγραψε σχετικά με το «Σημείο 4» του διαγράμματος «α) πριν το 4: Μαθηματικά. Άπειρη ευθεία. Μια άπειρη γραμμή. + και - είναι ίσα». Έπειτα, ασχολούμενος με το «Σημείο 4» καθαυτό, έκανε μια επιπλέον προσθήκη: «β) στην αστρονομία: παραγωγή έργου από τις παλίρροιες»19, με την οποία προσπαθεί να εντάξει στη Διαλεκτική της φύσης το άρθρο «Παλιρροϊκή Τριβή, Καντ και Thomson-Tait», που έγραψε στις αρχές του 1880.

Έτσι ξεκίνησε η σταδιακή εγκατάλειψη του αρχικού σύντομου περιγράμματος του βιβλίου. Ενώ ωστόσο ήταν εφικτό να προστεθούν στοιχεία μαθηματικών στο βιβλίο, με μικροαλλαγές στο σύντομο διάγραμμα, αυτό ήταν αδύνατο να γίνει με τις άλλες δυο υποσημειώσεις που ο Ένγκελς ήθελε να εντάξει στο βιβλίο, για τις οποίες η προσθήκη ήταν ανέφικτη χωρίς την παράλληλη αποδέσμευση από τους περιορισμούς που αποτελούσαν τη βάση του σύντομου περιγράμματος. Το ίδιο ίσχυε και για το άρθρο «Ο ρόλος της εργασίας στη μετάβαση από τον πίθηκο στον άνθρωπο» και για την πρόθεση του Ένγκελς να ασκήσει κριτική στα όσα έγραφαν οι δαρβινιστές επί πολιτικών και κοινωνικών θεμάτων. Κατά μια έννοια, ο Ένγκελς δεν είχε άλλη επιλογή παρά να συμπεριλάβει αυτό το υλικό στο ετοιμαζόμενο βιβλίο, καθώς μόνο έτσι του δινόταν η ευκαιρία να στοχάζεται γύρω από αυτό και να κρατάει ανοιχτό το ενδεχόμενο να το επαναχρησιμοποιήσει στη συγγραφή του.

Οι προσθήκες καινούργιου υλικού στη Διαλεκτική της φύσης επέβαλαν να γραφτεί κι ένα νέο, πιο εκτεταμένο αυτήν τη φορά διάγραμμα του βιβλίου, κάτι που ο Ένγκελς ξεκίνησε να κάνει αυτήν την περίοδο περίπου (ή λίγο αργότερα). Το καινούργιο διάγραμμα20 περιείχε, σε διάφορες είναι η αλήθεια εκφάνσεις, όλα όσα είχε γράψει ο Ένγκελς για το πρώτο, πιο περιορισμένο διάγραμμα, συμπεριλαμβανομένων και των προσθηκών για τα μαθηματικά και την παλιρροϊκή τριβή. Τώρα, όμως, η αναφορά στα μαθηματικά ήταν πιο επεξεργασμένη: «Μαθηματικά: διαλεκτικά βοηθητικά μέσα και εκφράσεις – Το μαθηματικό άπειρο βρίσκεται μέσα στην πραγματικότητα».

Η δεύτερη υποσημείωση που αρχικά προοριζόταν για το Αντι-Ντίρινγκ εντάχτηκε στο νέο, πιο εκτενές διάγραμμα της Διαλεκτικής της φύσης ως «7. Η μηχανιστική θεωρία – ο Haeckel». Στο καθαυτό κείμενο του κυρίως βιβλίου τιτλοφορήθηκε ως «Σημείωση 2. στη σελ. 46: Οι διαφορετικές μορφές κίνησης και οι επιστήμες που τις πραγματεύονται»21. Πλέον αυτή η σημείωση θα αποτελούσε τμήμα ενός μελλοντικού κεφαλαίου του βιβλίου.

Η τρίτη υποσημείωση δεν έκανε αναφορά σε συγκεκριμένη σελίδα του Αντι-Ντίρινγκ (αν και μπορεί να υποτεθεί ότι θα ταίριαζε περισσότερο στο κεφάλαιο ΙΧ, μέρος 1ο, που πραγματεύεται την έννοια του απείρου). Τιτλοφορήθηκε «Νägeli22 σελ. 12-13» και αποτελεί μια κριτική στο άρθρο του Κ. Νägeli «Για τα όρια της επιστημονικής γνώσης». Αντιστοίχως, στο πιο αναλυτικό διάγραμμα της Διαλεκτικής της φύσης προστέθηκε ως «6. Τα όρια της γνώσης. Ντιμπουά-Ρεΐμόν23 και Νέγκελι. – Χέλμχολτς24, Καντ, Χιουμ»25. Αυτό δείχνει ότι ο Ένγκελς είχε κατά νου να εμπλουτίσει αυτήν τη σημείωση προσθέτοντας κι άλλους εκπροσώπους των αγνωστικιστικών ρευμάτων των φυσικών επιστημών. Επιπρόσθετα, ο Ένγκελς ήθελε να ασκήσει κριτική και σε άλλες ιδέες και στους εκφραστές τους (Haeckel, Nägeli και κυρίως Virchow26), αλλά αυτή η πρόθεση δεν υλοποιήθηκε. Ωστόσο η κριτική που είχε επεξεργαστεί τον Ιούλη και Αύγουστο του 1878, ανεξάρτητα από τη Διαλεκτική της φύσης, συμπεριλήφθηκε στο τέλος του εκτεταμένου περιγράμματος ως «11. Δαρβινική πολιτική και κοινωνική θεωρία – Ο Χέκελ και ο Σμιτ»27. Μετά θα ακολουθούσε η θεωρία του για το ρόλο της εργασίας στην εμφάνιση του ανθρώπου: «Διαφοροποίηση του ανθρώπου με την εργασία».

Και στο σημείο αυτό γεννιόταν το ερώτημα: Ήταν εφικτό, δεδομένης αυτής της μεγάλης επέκτασης του αρχικού πλάνου για το βιβλίο, να συνεχίζει να περιορίζεται αμιγώς στην άβια φύση αποκλείοντας την έμβια; Προφανώς όχι.

Καταρχάς, προτού ασχοληθεί με τον κοινωνικό δαρβινισμό ο συγγραφέας οφείλει να εξετάσει το δαρβινισμό πρωτίστως ως βιολογική θεωρία της ανάπτυξης, ως θεωρία της εξέλιξης ειδικά της έμβιας φύσης. Χωρίς αυτό, θα ήταν αδύνατο να διανοηθεί να ασκήσει κριτική στους κοινωνικούς δαρβινιστές. Αξίζει εδώ να τονιστεί ότι ίσως αυτός είναι ο λόγος που το 1878 ο Ένγκελς, όταν ακόμα επέμενε ακλόνητα στο αρχικό, σύντομο και περιορισμένο διάγραμμα της Διαλεκτικής της φύσης που απέκλειε τη βιολογία, ήθελε να παρουσιάσει μια κριτική στον κοινωνικό δαρβινισμό ανεξάρτητα από τη Διαλεκτική της φύσης. Εντάσσοντας όμως πλέον μια τέτοια κριτική στο υπό συγγραφή βιβλίο, απαιτούσε να προηγηθεί μια φιλοσοφική ανάλυση του δαρβινισμού αυτού καθαυτού, ως κεντρικής βιολογικής θεωρίας.

Δεύτερον, το ότι το άρθρο «Ο ρόλος της εργασίας στην εξανθρώπιση του πιθήκου» πλέον προοριζόταν για ενσωμάτωση στη Διαλεκτική της φύσης, απαιτούσε από το συγγραφέα να εντρυφήσει στο τμήμα του φυσικού κόσμου από το οποίο προερχόταν ο άνθρωπος, διαφοροποιούμενος από τα υπόλοιπα είδη μέσω της εργασίας. Και αυτό [το τμήμα του φυσικού κόσμου] θα αποτελούσε το ύψιστο επίπεδο ανάπτυξης της έμβιας φύσης, επίπεδο που καταλάμβαναν οι μακρινοί πιθηκόμορφοι πρόγονοι μας. Άρα, το υλικό που προοριζόταν για ενσωμάτωση στο βιβλίο απαιτούσε ανάμεσα στην άβια φύση (μηχανική, φυσική χημεία) και την ανθρωπογένεση (ως ολοκλήρωση της ανάπτυξης της έμβιας φύσης) να διατυπωθεί μια διαλεκτική ανάλυση της οργανικής φύσης, την οποία ως τότε ο Ένγκελς απέκλειε προσωρινά.

Αυτό είχε ως συνέπεια το ακόλουθο σημείο να προστεθεί μετά από τα τέσσερα πρώτα που συμπεριλάμβαναν πλέον και τα μαθηματικά: «5. Βιολογία: Δαρβινισμός. Αναγκαιότητα και τυχαίο»28. Αυτό το σημείο συνέδεσε την αρχή και τη μέση του βιβλίου με το τέλος του. Αυτός είναι ο τρόπος που, κατά τη γνώμη μου, και πρόκειται για καθαρά προσωπική άποψη, έγινε η σύλληψη του εκτεταμένου πλάνου για τη Διαλεκτική της φύσης.

Το πλάνο αυτό κατέληγε, στο διάγραμμα του βιβλίου, μετά από τη θεωρία για το ρόλο της εργασίας στην ανθρωπογένεση, ως εξής: «Εφαρμογή της πολιτικής οικονομίας στις φυσικές επιστήμες. Η έννοια του “έργου” [Arbeit] στον Χέλμχολτς. (“Λαϊκές Διαλέξεις” ΙΙ)»29.

Θα επανέλθουμε σε αυτό, όταν πραγματευτούμε τη νέα σύλληψη του Ένγκελς που είναι μακράν πιο αξιοσημείωτη από την αρχική του πρόθεση για το βιβλίο. Εδώ, ωστόσο, ας στρέψουμε την προσοχή στο γεγονός ότι, έχοντας γράψει ένα διευρυμένο διάγραμμα του βιβλίου, ο Ένγκελς μετέφερε σε αυτό ένα μεγάλο τμήμα του κειμένου που είχε γράψει το 1886 για τον Λουδοβίκο Φόιερμπαχ σχετικά με τις τρεις σπουδαίες ανακαλύψεις, αλλά αποφάσισε εν τέλει να αντικαταστήσει με μια σύντομη παρουσίαση του ίδιου ζητήματος30. Μπορούμε να υποθέσουμε ότι κι εδώ οι λόγοι αυτής της μεταφοράς κειμένου είναι ίδιοι με ανάλογες περιπτώσεις όπου σημειώσεις μεταφέρονταν από το Αντι-Ντίρινγκ στη Διαλεκτική της φύσης. Είναι πιθανόν ότι κάποια στιγμή αργότερα ή ενδεχόμενα την ίδια περίοδο με τις παραπάνω ανακατατάξεις κειμένων, ο Ένγκελς πρόσθεσε στο υλικό που είχε συσσωρεύσει για το μελλοντικό βιβλίο κι ένα ακόμα σημαντικό άρθρο που έγραψε το 1878, το «Οι φυσικές επιστήμες στον κόσμο των πνευμάτων».

Σε αυτό το σημείο, το συσσωρευμένο υλικό είχε πλέον φτάσει τον όγκο και τον προσανατολισμό με τον οποίο έφτασε στα χέρια μας. Αλλά όπως έχουμε ήδη δει, ήταν κάπου το 1890 που ο Ένγκελς, πιστεύοντας ότι πλησιάζει η στιγμή που για πολύ καιρό προσμονούσε, ότι θα έχει επιτέλους την ευκαιρία ν’ αφοσιωθεί στη Διαλεκτική της φύσης, οργάνωσε όλο το υλικό που είχε μαζέψει σε τέσσερις συλλογές κειμένων ώστε να του είναι ευκολότερο να το επεξεργαστεί. Επί του παρόντος εμείς εστιάζουμε κυρίως στις δύο ενδιάμεσες συλλογές (τη δεύτερη και την τρίτη, απλά επειδή σ’ αυτές εντοπίζεται το πιο ολοκληρωμένο και καλοδουλεμένο υλικό). Η δεύτερη συλλογή περιείχε κυρίως άρθρα γραμμένα για άλλα έργα: Τα τρία σημειώματα και τον παλιό πρόλογο του Αντι-Ντίρινγκ που δε συμπεριέλαβε στον Φόιερμπαχ, το «Ο ρόλος της εργασίας στη μετάβαση από τον πίθηκο στον άνθρωπο» και το «Φυσική επιστήμη και ο κόσμος των πνευμάτων». Μετέπειτα, για κάποιον λόγο, ο Ένγκελς μετέφερε το τελευταίο από τα παραπάνω από τη δεύτερη συλλογή κειμένων στην τρίτη. Αυτό το τρίτο πακέτο κειμένων περιείχε άρθρα γραμμένα για τη Διαλεκτική της φύσης σύμφωνα με το αρχικό διάγραμμα του βιβλίου, και το άρθρο «Οι φυσικές επιστήμες στον κόσμο των πνευμάτων» ως αργότερη προσθήκη.

Αυτό είναι το στάδιο στο οποίο η δουλειά του Ένγκελς πάνω στη Διαλεκτική της φύσης διακόπηκε. Ποιος ήταν ο καινούργιος σκοπός που αναπτύχθηκε στο μυαλό του Ένγκελς καθώς ετοίμαζε το πιο διευρυμένο διάγραμμα, και σε ποιον βαθμό μπορούμε να τον αποτιμήσουμε από το κείμενο της Διαλεκτικής αυτό καθεαυτό; Αυτό είναι το κεντρικό ερώτημα του παρόντος άρθρου.

 

Ο ΚΑΙΝΟΥΡΓΙΟΣ ΣΚΟΠΟΣ

Αναλύοντας το υλικό που αντιστοιχεί στα σημεία που προστέθηκαν στο διευρυμένο διάγραμμα, αποκαλύπτεται ο εξής σκοπός του Ένγκελς: Να γράψει τη Διαλεκτική της φύσης κατά τρόπο που να φέρνει την αντικειμενική διαλεκτική ανάπτυξη της φύσης κοντά στην οικονομική ανάπτυξη της ανθρώπινης κοινωνίας, καθιστώντας την πρώτη βάση της δεύτερης. Στο βαθμό δε που η δεύτερη μελετάται σε θεωρητικό επίπεδο από την πολιτική οικονομία και στο μέτρο που η μαρξιστική κριτική ανάλυση της γένεσης, της ουσίας και της προοπτικής της περαιτέρω πορείας της καπιταλιστικής κοινωνίας εκείνον τον καιρό αποδιδόταν από τα γραπτά του Μαρξ, ιδιαίτερα τη «Συμβολή στην κριτική της πολιτικής οικονομίας» και Το Κεφάλαιο, η ως άνω πρόθεση του Ένγκελς πήρε πιο συγκεκριμένη μορφή. Ήθελε να γράψει κάτι σαν ένα «Προ-Κεφάλαιο», μια προϊστορία της ανθρώπινης κοινωνίας κατά κάποιον τρόπο, και να αποκαλύψει ότι η αντικειμενική διαδικασία (της φυσικής) ανάπτυξης, διά των νόμων της, οδηγεί στην ανάδυση της ανθρώπινης κοινωνίας, μέσα από τους περιορισμούς της φύσης αυτής καθαυτής, στη σφαίρα της ιστορίας της ανθρώπινης κοινωνίας.

Υπό το πρίσμα ενός τέτοιου μεγαλειώδους σκοπού (ίδιας τάξης μεγέθους με αυτόν που κρύβεται πίσω από το ίδιο Το Κεφάλαιο του Μαρξ), το 11ο σημείο του εκτενέστερου διαγράμματος στο διευρυμένο πλάνο για το βιβλίο και το αντίστοιχο υλικό που ο Ένγκελς είχε συσσωρεύσει ως τότε (δηλαδή «Ο ρόλος της εργασίας στην εξανθρώπιση του πιθήκου» και οι συνοδευτικές σημειώσεις) αποκτούν εξαιρετική σημασία. Το σύνολο αυτού του υλικού, που αρχικά προοριζόταν ως κατακλείδα στη Διαλεκτική της φύσης, τώρα μετατρεπόταν σε συνδετικό κρίκο μεταξύ της Διαλεκτικής της φύσης και Του Κεφαλαίου, γινόταν γέφυρα μεταξύ των δύο αυτών θεμελιωδών έργων του μαρξισμού. Το μεν Κεφάλαιο είχε ήδη ολοκληρωθεί από τον Ένγκελς, ενώ η Διαλεκτική της φύσης ήταν ημιτελής και επιβαλλόταν να ολοκληρωθεί, ακριβώς επειδή όλοι οι τόμοι Του Κεφαλαίου είχαν πλέον δημοσιευτεί.

Κατά μία έννοια αυτό σημαίνει ότι το υλικό του επιλόγου της Διαλεκτικής της φύσης έπρεπε να είχε προηγηθεί Του Κεφαλαίου, ώστε με τη λογική της όλης παρουσίασης και ανάλυσης να οδηγήσει στη συστηματική παρουσίαση Του Κεφαλαίου και της «Συμβολής στην κριτική της πολιτικής οικονομίας»31.

Σε μια τέτοια περίπτωση, η Διαλεκτική της φύσης έπρεπε να ασκεί σφοδρότατη κριτική και να ξεσκεπάζει τα μεθοδολογικά, λογικά κι επιστημολογικά (με μια λέξη τα φιλοσοφικά) ελαττώματα των θέσεων των αστών φυσικών επιστημόνων, όπως ακριβώς έκανε ο Μαρξ για τους αστούς οικονομολόγους. Με άλλα λόγια, η Διαλεκτική της φύσης δε θα διέφερε ιδιαίτερα σε ύφος από Το Κεφάλαιο (που ως γνωστό είχε ως υπότιτλο «Μια κριτική της πολιτικής οικονομίας»). Ίσως είναι ακριβώς αυτή η πρόθεση που εξηγεί την εμφάνιση στο διευρυμένο σχέδιο μιας ειδικής πολεμικής ενότητας που διαβλέπει εκ των προτέρων την κριτική στον κοινωνικό δαρβινισμό και αφιερώνεται στην κριτική στον αγνωστικισμό, το μηχανικισμό, στην οποία, σύμφωνα με την υπόθεσή μας, θα είχαν αναγκαστικά συμπεριληφθεί η κριτική στο δισδιάστατο υλισμό, το χοντροκομμένο εμπειρισμό (αντι-θεωρητισμό) και το ξεμυάλισμα με τον πνευματισμό που πηγάζει απ’ όλ’ αυτά. Το τελευταίο εξ αυτών, βέβαια, είχε και τις ταξικές του ρίζες, αντιπροσωπεύοντας την αστική ιδεολογική αντίδραση στον υλισμό και τη διαλεκτική που ακολούθησε αμέσως μετά την Παρισινή Κομμούνα κατά το 1870.

Τέλος, στη Διαλεκτική της φύσης, όπως και Στο Κεφάλαιο, επρόκειτο να συνειδητοποιείται η ενότητα, η συγκεκριμένη ταυτότητα της διαλεκτικής, της λογικής, της υλιστικής θεωρίας της γνώσης που, σύμφωνα με την άποψη που διατύπωσε ο Λένιν στα Φιλοσοφικά Τετράδια, διέπει Το Κεφάλαιο και εφαρμόστηκε από τον Μαρξ σε μια συγκεκριμένη επιστήμη –την πολιτική οικονομία. Κατ’ αναλογία, ο Ένγκελς αξιοποίησε την ενότητα, τη συγκεκριμένη ταυτότητα της διαλεκτικής, στις φυσικές επιστήμες.

Το έργο του Ένγκελς να ολοκληρώσει τους δυο τελευταίους τόμους Του Κεφαλαίου συνήθως γίνεται αντιληπτό ως ξέχωρο από το έργο του πάνω στη Διαλεκτική της φύσης. Σύμφωνα με αυτήν την προσέγγιση, η εστίαση από τον Ένγκελς στην ολοκλήρωση Του Κεφαλαίου τον οδήγησε αναγκαστικά στο να διακόψει τη συγγραφή της Διαλεκτικής της φύσης, θυσιάζοντας τα προσωπικά του ενδιαφέροντα για το έργο του Μαρξ. Αλλά τώρα μπορούμε να δούμε την απόφαση του Ένγκελς υπό διαφορετικό πρίσμα. Αφοσιωνόμενος στην ολοκλήρωση Του Κεφαλαίου, ο Ένγκελς σε τελική ανάλυση παρέμενε προσηλωμένος στη γενική, ευρεία πρόθεση να δημιουργήσει ένα ενιαίο ολοκληρωμένο έργο του μαρξισμού (το «Προ-Κεφάλαιο» και Το Κεφάλαιο) που βρισκόταν στη βάση της αρχικής του σύλληψης για τη συγγραφή της Διαλεκτικής της φύσης. Αν είχε αφήσει Το Κεφάλαιο ημιτελές, θα καθιστούσε και άνευ ουσίας την προσπάθεια να γράψει μια εισαγωγή αυτού στη σφαίρα των φυσικών επιστημών. Πρώτιστη ανάγκη ήταν να ολοκληρωθεί αυτό, για το οποίο είχε εμπνευστεί τη Διαλεκτική της φύσης ως εισαγωγικό έργο. Μόνο τότε θα μπορούσε να ολοκληρώσει την εισαγωγή, ως ένα «Προ-Κεφάλαιο» (δυστυχώς ήταν αδύνατο να δουλεύει και για τα δύο έργα ταυτόχρονα).

Μπορούμε να φανταστούμε πόσες φορές ο Ένγκελς επανερχόταν στη σκέψη να γράψει μια τέτοια εισαγωγή Στο Κεφάλαιο, από τη σκοπιά των φυσικών επιστημών, κατά τη διάρκεια της πολύχρονης προετοιμασίας των δυο τελευταίων τόμων Του Κεφαλαίου για το τυπογραφείο.

Το αποτέλεσμα της εκπλήρωσης των δύο αυτών στόχων, της ολοκλήρωσης Του Κεφαλαίου και της Διαλεκτικής της φύσης, θα ήταν η παραγωγή μιας εγκυκλοπαίδειας του μαρξισμού κατά κάποιον τρόπο. Γιατί, στην πραγματικότητα, ολόκληρο το εύρος της ανθρώπινης γνώσης μπορεί να κατατμηθεί σε τρεις βασικές σφαίρες –φύση, κοινωνία και σκέψη– έτσι που οι θεμελιώδεις νόμοι της υλιστικής διαλεκτικής να διατυπώνονται ως οι πιο γενικοί νόμοι της φύσης, της κοινωνίας και της σκέψης.

Αν είχε ολοκληρωθεί η Διαλεκτική της φύσης, θα είχε υλοποιηθεί η ιδέα της συστηματικής και ολοκληρωμένης παρουσίασης ολόκληρου του κύριου φάσματος των προβλημάτων, ενσωματώνοντας την επιστήμη της φύσης με τους νόμους της (φυσική επιστήμη, που φιλοσοφικά συντίθεται στη Διαλεκτική της φύσης), την επιστήμη των αρχών της ζωής και της ανάπτυξης της κοινωνίας (μαρξιστική πολιτική οικονομία, όπως έχει τεθεί Στο Κεφάλαιο) και την επιστήμη της σκέψης, που αντιπροσωπεύεται σε δυο άλλα έργα των Μαρξ και Ένγκελς με τη μέθοδο που χρησιμοποιείται σε αυτά –τη διαλεκτική, με τις θεμελιώδεις λογικές, επιστημολογικές και μεθοδολογικές λειτουργίες (καταμαρτυρώντας τη σύμπτωσή της με τη λογική και τη θεωρία της γνώσης του υλισμού). Έτσι, η συγγραφή ενός «Προ-κεφαλαίου» και Του Κεφαλαίου θα έλυνε το πρόβλημα μιας ολοκληρωμένης παρουσίασης της μαρξιστικής διδασκαλίας ως συνόλου, στο επίπεδο της κοινωνικο-ιστορικής και επιστημονικής ανάπτυξης που είχε επιτευχθεί ως τα μέσα της δεκαετίας του 1890, στην παραμονή της μετάβασης του καπιταλισμού στη βαθμίδα του ιμπεριαλισμού.

Το Αντι-Ντίρινγκ ήταν ήδη ένα είδος εγκυκλοπαίδειας του μαρξισμού. Αλλά, ήταν, θα μπορούσαμε να πούμε, μια συμπυκνωμένη εγκυκλοπαίδεια συγκριτικά με αυτήν που θα μπορούσαν να αποτελούν η Διαλεκτική της φύσης και Το Κεφάλαιο από κοινού. Το Αντι-Ντίρινγκ περιέκλειε και τα τρία συστατικά μέρη του μαρξισμού –φιλοσοφία, πολιτική οικονομία και σοσιαλισμό– και ταυτόχρονα τις τρεις θεωρητικές πηγές από τις οποίες ιστορικά αναδύθηκε ο μαρξισμός. Ο Λένιν αυτό το κατέδειξε στο άρθρο του «Οι τρεις πηγές και τα τρία συστατικά μέρη του μαρξισμού».

Ο ίδιος ο Ένγκελς χαρακτήριζε το έργο του με όρους εγκυκλοπαίδειας. Καθώς προετοίμαζε το Αντι-Ντίρινγκ, έγραψε στις 11 Απρίλη 1884: «Παρά τον αναπόφευκτα βαρετό χαρακτήρα μιας πολεμικής προς έναν ασήμαντο αντίπαλο, το να παρασχεθεί μια εγκυκλοπαιδική επισκόπηση της κατανόησής μας γύρω από προβλήματα στη φιλοσοφία, τις φυσικές επιστήμες και την Ιστορία, ήταν μια προσπάθεια που άσκησε εν τέλει επιρροή.»32

Αυτή είναι η πτυχή στην οποία πρέπει να δοθεί έμφαση πάνω απ’ όλα, άσχετα με το δευτερεύοντα παράγοντα της συγκεκριμένης κριτικής επί ενός ασήμαντου αντίπαλου όπως ο Dühring.

Σε μια νεκρολογία για τον Ένγκελς, ο Λένιν έγραψε για το Αντι-Ντίρινγκ: «Εδώ εξετάζονται μέγιστα προβλήματα του τομέα της φιλοσοφίας, των φυσικών και των κοινωνικών επιστημών.»33 Συνεπώς και ο Λένιν σημειώνει τον εγκυκλοπαιδικό χαρακτήρα του έργου. Μάλιστα, ο Λένιν ανίχνευσε αυτό το στοιχείο στο γράμμα που έγραψε ο Ένγκελς στον Μαρξ στις 30 Μάη 1873, όπου προβάλλει την αρχική ιδέα για τη Διαλεκτική της φύσης τονίζοντας (ο Λένιν) ότι επρόκειτο για ένα έργο που παραπέμπει σε προσχέδιο του Αντι-Ντίρινγκ.

Όλα τα προαναφερθέντα σημαίνουν ότι ο Ένγκελς δε σκόπευε να γράψει ένα βιβλίο για τη διαλεκτική της φυσικής επιστήμης με τον τρόπο ενίοτε που γράφονται φτωχά εγχειρίδια και υλικά για μαθήματα φιλοσοφίας, στα οποία πρώτα διατυπώνεται ένα φιλοσοφικό αξίωμα –π.χ. μια αρχή ή ένας νόμος της διαλεκτικής ή κάποια κατηγορία της διαλεκτικής λογικής– και έπειτα παρατίθενται ένα σύνολο από παραδείγματα που απεικονίζουν αυτά τα αξιώματα, τους νόμους, τις αρχές ή τις κατηγορίες. Μια τέτοια προσέγγιση προϋποθέτει ότι το όποιο ερώτημα παρουσιάζεται ως προς τα βασικά του σημεία, έτσι ώστε ο σπουδαστής ή ο αναγνώστης να χρειάζεται μόνο να απομνημονεύσει τα παραδείγματα και ό,τι αυτά απεικονίζουν, και με αυτόν τον τρόπο καλύπτεται το θέμα.

Ασφαλώς, στο Αντι-Ντίρινγκ, λόγω της φύσης του έργου, ο Ένγκελς αναγκάστηκε να κάνει αναφορά σε συγκεκριμένα παραδείγματα, αλλά αυτό έγινε μόνο για λόγους εκλαΐκευσης και όχι για να υποβιβαστεί η διαλεκτική σ’ ένα σύνολο παραδειγμάτων. Ο Λένιν, στα Φιλοσοφικά Τετράδια, αντιδρώντας σ’ έναν τέτοιο υποβιβασμό της διαλεκτικής, παρατηρεί ότι στον Πλεχάνοφ η «ταυτότητα των αντιθέσεων παίρνεται σαν ένα άθροισμα παραδειγμάτων [«λόγου χάρη, ο σπόρος», «λόγου χάρη, ο πρωτόγονος κομμουνισμός». Το ίδιο και ο Ένγκελς. Αλλά αυτό «για την εκλαΐκευση»…] και όχι σαν νόμος της γνώσης (και νόμος του αντικειμενικού κόσμου)»34. Στη Διαλεκτική της φύσης ο ίδιος ο Ένγκελς τονίζει ότι ακόμα και το ζήτημα της αλληλοσύνδεσης των πρωταρχικών νόμων της διαλεκτικής δεν καλύπτεται, για τον εξής λόγο: «Δε σκοπεύουμε να συντάξουμε εδώ ένα εγχειρίδιο διαλεκτικής, αλλά μόνο να δείξουμε ότι οι νόμοι της διαλεκτικής είναι πραγματικοί νόμοι ανάπτυξης της φύσης και πως ισχύουν συνεπώς και για τις θεωρητικές φυσικές επιστήμες.»35

Γι’ αυτό, στο βιβλίο του Ένγκελς οι κατηγορίες της διαλεκτικής και η διαλεκτική λογική φιγουράρουν, όχι ως αξιώματα για τα οποία υπάρχει ανάγκη επιλογής κατάλληλων παραδειγμάτων από ποικίλους επιστημονικούς τομείς, αλλά ως λογικά «εργαλεία» για τη θεωρητική έρευνα, τα οποία μπορούν να «δουλέψουν» με συγκεκριμένο τρόπο σε οποιοδήποτε πεδίο γνώσης και τα οποία «δουλεύουν» ακριβώς επειδή απεικονίζουν συγκεκριμένες πτυχές της ίδιας της πραγματικότητας. Για παράδειγμα, οι κατηγορίες του τυχαίου και της αναγκαιότητας επ’ ουδενί δεν εμφανίζονται στον Ένγκελς ως αξιώματα που απαιτούν την προσαρμογή διάφορων παραδειγμάτων ώστε να εφαρμόζονται σε αυτά, αλλά ως θεωρητικά εργαλεία που «δουλεύουν» στη φυσική, την αστρονομία και τη βιολογία (για να μην αναφερθούμε στην ιστοριογραφία), όπως καταδεικνύεται για την τελευταία από τις επιστήμες αυτές στο διευρυμένο διάγραμμα της Διαλεκτικής της φύσης (σημείο 5, υποσημείο 5). Χωρίς τέτοια κατανόηση των στόχων της συγγραφής της Διαλεκτικής της φύσης, το συγκεκριμένο βιβλίο σε καμία περίπτωση δε θα μπορούσε να σταθεί στο ύψος του να συναποτελεί, μαζί με Το Κεφάλαιο, μια ενιαία, εσωτερικά συνεπή, πλήρη συστηματική παρουσίαση της μαρξιστικής θεωρίας.

Αυτή η ιδέα της συγγραφής μιας εκτεταμένης εγκυκλοπαίδειας του μαρξισμού, με προοίμιο Του Κεφαλαίου ένα «Προ-κεφάλαιο» (η Διαλεκτική της φύσης) φαίνεται ότι γεννήθηκε μετά το θάνατο του Μαρξ και η υλοποίησή της θα αποτελούσε ένα μνημείο για τον Μαρξ, εφάμιλλο σε σπουδαιότητα με την ολοκλήρωση Του Κεφαλαίου.

Τι θα αποτελούσε όμως, στα μάτια του Ένγκελς, τον πρωταρχικό συνδετικό κρίκο για την υλοποίηση αυτής της κολοσσιαίας ιδέας;

 

Ο ΠΡΩΤΑΡΧΙΚΟΣ ΣΥΝΔΕΤΙΚΟΣ ΚΡΙΚΟΣ

Εδώ αναφερόμαστε στην έννοια του έργου [Arbeit] ή εργασίας [labor]36, ως τη σκόπιμη πρακτική δραστηριότητα των ανθρώπων. Συνεπώς, είναι απαραίτητο να δούμε αμέσως την προσοχή που έδινε ο Ένγκελς στην ανάλυση της συγκεκριμένης έννοιας.

Καταρχάς, ας στραφούμε στο περιεχόμενο της εργασιακής θεωρίας της ανθρωπογένεσης, όπως την θεμελίωσε ο Ένγκελς. Ο Δαρβίνος, στη βάση αμιγώς βιολογικών προβληματισμών (με τα δεδομένα από τη συγκριτική ανατομία και όλη τη θεωρία της εξέλιξης όπως εφαρμόστηκε στην έμβια φύση, καθώς και με τα δεδομένα από την εμβρυολογία και την παλαιοντολογία), κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ο άνθρωπος αναπτύχθηκε από τα ζώα, αλλά δεν μπόρεσε να εντοπίσει το γιατί ένα ανώτερο θηλαστικό –οι ανθρωποειδείς πρόγονοί μας– μετατράπηκαν σε ανθρώπους. Μια νατουραλιστική, καθαρά βιολογική προσέγγιση δεν έδινε καμία δυνατότητα να απαντηθεί αυτό το ερώτημα.

Ο Ένγκελς όμως μπόρεσε να δει τους κοινωνικούς παράγοντες στην ανθρωπογένεση, που διέλαθαν της προσοχής ακόμα και του μεγαλύτερου και πιο οξυδερκούς των φυσιοδιφών, του ίδιου του Δαρβίνου. Ο κυρίαρχος κοινωνικός παράγοντας, έδειξε ο Ένγκελς, ήταν η εργασία. Η εργασία δημιούργησε τον άνθρωπο και την ανθρώπινη κοινωνία. «Η εργασία, λένε οι οικονομολόγοι, είναι η πηγή κάθε πλούτου.» Με αυτά τα λόγια ξεκινά το άρθρο του «Ο ρόλος της εργασίας στην εξανθρώπιση του πιθήκου». «Και είναι πράγματι τέτοια –πλάι στη φύση, που της δίνει το υλικό που το μετατρέπει σε πλούτο. Αλλά είναι επίσης άπειρα περισσότερο από αυτό. Είναι ο πρωταρχικός βασικός όρος κάθε ανθρώπινης ζωής, και αυτό σε τέτοιο βαθμό, που από μια άποψη πρέπει να πούμε: Η εργασία δημιούργησε τον ίδιο τον άνθρωπο.»37

Αργότερα, ο Ένγκελς δείχνει ότι το χέρι του ανθρωποειδούς που στην πορεία θα μετατρεπόταν σε άνθρωπο «τελειοποιήθηκε» υπό την επήρεια της εργασιακής δραστηριότητας, και πώς παράλληλα ο εγκέφαλος αναπτύχθηκε, δίνοντας γένεση στη σκέψη και τη γλώσσα που επίσης συνδέονται με την εργασία. «Έτσι το χέρι δεν είναι μονάχα το όργανο, παρά και το προϊόν της εργασίας38 Το χέρι δηλαδή ενός ανθρώπου είναι ταυτόχρονα υπηρέτης, αλλά και δάσκαλος του εγκεφάλου. Αυτό σημαίνει ότι η συνειδητή δραστηριότητα του ανθρώπου, η δυνατότητα να κατανοεί και να σχεδιάζει συγκεκριμένες ενέργειες, σε τελική ανάλυση προέρχεται από την πρακτική εργασία.

Σύμφωνα με τον Ένγκελς, η εργασία είναι ο αποφασιστικός εκείνος παράγοντας, κοινωνικού και όχι βιολογικού χαρακτήρα, χάρη στον οποίο η φύση έκανε ένα γιγαντιαίο άλμα, ξεφεύγοντας από τα αρχικά της όρια, εξυψωνόμενη στη σφαίρα της ανθρώπινης κοινωνίας και ιστορίας.

Αυτός είναι ο τρόπος με τον οποίο η φυσική ανάπτυξη κορυφώνεται και οι φυσικές επιστήμες φτάνουν στα λογικά τους όρια. Πώς όμως ξεκινάει η οικονομική ανάπτυξη της κοινωνίας των ημερών του Μαρξ και του Ένγκελς; Από πού «πηγάζει» και πώς γεννάται; Η απάντηση είναι: Από την εργασιακή δραστηριότητα του κοινωνικού ανθρώπου, την εργασία που γέννησε τον ίδιο τον άνθρωπο.

Όπως γνωρίζουμε, Το Κεφάλαιο ξεκινάει με την ανάλυση της έννοιας του εμπορεύματος, του «κυττάρου» της εμπορευματικής και κατά συνέπεια της καπιταλιστικής παραγωγής. Ο Μαρξ με την περαιτέρω ανάλυσή του δείχνει πώς από αυτό το «κύτταρο» προκύπτουν όλες οι αντιφάσεις που διέπουν τον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής, που είναι σύμφυτες με αυτόν, και στις οποίες αφιερώνεται Το Κεφάλαιο. Αλλά τι είναι εμπόρευμα; Από πού προέρχεται; Πάνω σε τι βασίζεται; Ο Μαρξ απαντά: Στην ανθρώπινη εργασία. Αυτό προτάσσεται με λεπτομέρεια από την αρχή του έργου «Συμβολή στην κριτική της πολιτικής οικονομίας», αλλά και Στο Κεφάλαιο. Η έννοια της συγκεκριμένης εργασίας και της αφηρημένης εργασίας είναι η βάση στην οποία ο Μαρξ χτίζει τη θεωρία του για την αξία. Σε αυτό το σημείο βλέπουμε καθαρά την άμεση σύνδεση ανάμεσα στο πώς τελειώνει η Διαλεκτική της φύσης και πώς αρχίζει Το Κεφαλαίο, μια σύνδεση οργανική που εκφράζει ένα άλμα στην ανάπτυξη του κόσμου από τη φύση στον άνθρωπο, το οποίο είναι ανάλογης σπουδαιότητας με το άλμα του περάσματος από την άβια στην έμβια φύση.

Δε θα πραγματευτώ με λεπτομέρεια τα όσα είπε ο Μαρξ για την εργασία ως πηγή όλου του πλούτου της ανθρώπινης κοινωνίας –αυτά είναι γνωστά. Εδώ μόνο ένα σημείο είναι σημαντικό –να καταδειχτεί ότι η εργασία παίζει το ρόλο της γέφυρας από τη φύση στον άνθρωπο, ενώ η έννοια της «εργασίας» είναι μεταβατική από τη φυσική επιστήμη στην Ιστορία και, πάνω απ’ όλα, στην πολιτική οικονομία. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο αυτή η έννοια, ή αυτή του «έργου» («Arbeit») ως συνώνυμή της, απαντάται με αναγκαίο τρόπο τόσο στις φυσικές επιστήμες (ως κατηγορία της φυσικής και της φυσιολογίας) όσο και στην πολιτική οικονομία (ως οικονομική κατηγορία). Εδώ προκύπτει ο κίνδυνος σύγχυσης εννοιών και νοημάτων μεταξύ φυσικών επιστημών και οικονομίας. Ο Ένγκελς συχνά σημειώνει περιπτώσεις τέτοιων συγχύσεων και προσπαθεί να τις αντιμετωπίσει στοχεύοντας να αναδεικνύει τη σημασία της διαλεκτικής σκέψης για την αποφυγή απλούστατων λογικών σφαλμάτων.

Ακριβώς αυτό το ζήτημα συναντά κανείς στην κατακλείδα του πιο εκτενούς διαγράμματος της Διαλεκτικής της φύσης, όπου επισημαίνεται η «εργασία»39, αλλά και στο γράμμα του Ένγκελς στον Μαρξ στις 19 Δεκέμβρη 1882, όπου σε συνδυασμό με ένα έργο του Podolinski εξετάζει τη σύγχυση μεταξύ έργου, με τη φυσική και φυσιολογική έννοια, με την εργασία ως οικονομική έννοια.

Το ζήτημα της σύγχυσης των εννοιών και το γεγονός ότι οι φυσικοί επιστήμονες καταφεύγουν στη μηχανική ή τη φυσιολογία για να αναλύσουν την εργασιακή δραστηριότητα του ανθρώπου ως κοινωνικού όντος, κέντριζε το ενδιαφέρον του Ένγκελς, ο οποίος καταπιανόταν με την ανάλυση των κειμένων φυσικών επιστημόνων. Αν δεν το λάβουμε αυτό υπόψη, μπορεί να σχηματιστεί η εντύπωση ότι ο Ένγκελς συμπεριλάμβανε στη Διαλεκτική της φύσης πληθώρα δεδομένων εντελώς περιστασιακά. Κι όμως, ήταν εκούσια και επί τη βάσει συγκεκριμένου σκεπτικού που ο Ένγκελς, για παράδειγμα, δε συμπεριέλαβε στη Διαλεκτική της φύσης τη σύντομη αναφορά στον χημικό Pauli με τον οποίο γνωριζόταν: «Κατά τη γνώμη μου, το να καθορίζεται η αξία οποιουδήποτε πράγματος μόνο στη βάση του χρόνου που δαπανήθηκε για την παραγωγή του, είναι παραλογισμός. Έτσι λέει ο Philip Pauli.» Είναι ξεκάθαρο ότι εδώ ο Ένγκελς καταπιάνεται με το ίδιο ζήτημα: Το πώς ένας φυσικός επιστήμονας προσανατολίζεται στο μεταίχμιο ανάμεσα στην επιστήμη του και στην πολιτική οικονομία.

Έτσι, η θεώρηση της ανθρώπινης εργασίας από τον Ένγκελς γίνεται από δύο οπτικές: Πρώτα ως κοινωνικός παράγοντας, χάρη στον οποίο ο ίδιος ο άνθρωπος και η κοινωνία του αναπτύχθηκαν και η διαλεκτική διαδικασία της ανάπτυξης της φύσης ολοκληρώνεται, καθώς η τελευταία ξεπερνάει τα όριά της. Και κατά δεύτερον ως οικονομικός παράγοντας, υπόστρωμα της ανάπτυξης της αξίας, που καθιστά εφικτή την ανάπτυξη της εργασιακής θεωρίας της αξίας, από την οποία ξεκινάει η διαλεκτική διαδικασία της ανάπτυξης της οικονομικής βάσης της κοινωνίας, αντικείμενο της πολιτικής οικονομίας. Εδώ εντοπίζεται το φυσικό όριο, και ταυτόχρονα η σύνδεση, μεταξύ φύσης και κοινωνίας (της οικονομικής της βάσης) και μεταξύ φυσικών επιστημών και κοινωνικών επιστημών (της πολιτικής οικονομίας, πρωτίστως).

Αυτός είναι ο τρόπος με τον οποίο εδραιώθηκε ο κύριος συνδετικός κρίκος που συνέδεε τη Διαλεκτική της φύσης του Ένγκελς με Το Κεφάλαιο του Μαρξ σε ενιαία αλυσίδα θεμελιακών έργων του μαρξισμού.

 

* * *

Αν και μπορεί να υποτεθεί ότι αυτός ο σκοπός, όπως αναπτύξαμε στις προηγούμενες σελίδες, διαμορφώθηκε στο μυαλό του Ένγκελς λίγο μετά το θάνατο του Μαρξ, η ουσία του προέκυψε αρκετά νωρίτερα, πιθανότατα όταν γράφτηκε η ιστορική εισαγωγή της Διαλεκτικής της φύσης, δηλαδή γύρω στο 1875 με 1876. Γιατί σε αυτήν την εισαγωγή καταδεικνύεται η κορύφωση της διαδικασίας της ανάπτυξης όλης της φύσης, πρώτα άβιας και μετέπειτα έμβιας, με το διαλεκτικό άλμα από τη φύση στην ανθρωπότητα, χάρη στην εργασία.

Όσο για τον Μαρξ, αναμφίβολα είχε επικροτήσει την πρόθεση του Ένγκελς να συγγράψει ένα έργο που θα ήταν ικανό να αποτελέσει εισαγωγή Στο Κεφάλαιο από τη σκοπιά των φυσικών επιστημών. Ακόμα και στα προκαταρκτικά γραπτά του για Το Κεφάλαιο, το 1863, ο Μαρξ διατύπωνε την πολύ σημαντική αξιολογική κρίση ότι «οι φυσικές επιστήμες είναι η βάση για όλη τη γνώση» (κεφάλαιο XIV). Από τη σκέψη αυτή έπεται ότι η φυσική επιστήμη, φιλοσοφικά γενικευμένη από θέσεις μαρξιστικής διαλεκτικής, θα μπορούσε να αποτελεί ένα τέτοιο θεμέλιο και για τη μαρξιστική πολιτική οικονομία.

Αλλά το συγκεκριμένο ζήτημα είναι κάτι βαθύτερο και πιο σημαντικό, που, σύμφωνα με τον Μαρξ, συνενώνει οργανικά τις φυσικές και κοινωνικές επιστήμες, συμπεριλαμβανομένης της πολιτικής οικονομίας. Αναφερόμαστε στο γεγονός ότι το κριτήριο της αυστηρής, ακριβούς, αντικειμενικής γνώσης που χαρακτήριζε πάντα τη φυσική επιστήμη μπορεί να εφαρμοστεί και στις κοινωνικές επιστήμες, συμπεριλαμβανομένης και πάλι και της πολιτικής οικονομίας. Έτσι, στη διάσημη «Εισαγωγή στην κριτική της πολιτικής οικονομίας» (1859), ο Μαρξ επισήμανε τον «υλικό μετασχηματισμό των υλικών συνθηκών της παραγωγής, ο οποίος μπορεί να οριστεί με την ακρίβεια των φυσικών επιστημών»40. Εδώ, η έκφραση «με την ακρίβεια των φυσικών επιστημών» καταμαρτυρά ότι ο Μαρξ αντιλαμβανόταν την κοινωνικοοικονομική ανάπτυξη ως ενέχουσα αυστηρή αντικειμενική κανονικότητα, όπως αυτή που αποκαλύπτεται σε οποιαδήποτε διαδικασία φυσικής ανάπτυξης. Ουσιαστικά, ο Μαρξ πραγματεύεται αυτήν την ιδέα και Στο Κεφάλαιο.

Συμπερασματικά, τονίζουμε ότι η ιδέα του Ένγκελς δεν έχει χάσει τη σημασία και την ελκυστικότητά της στις μέρες μας, όπου το ζήτημα της ενότητας όλης της ανθρώπινης γνώσης, της διείσδυσης της διαλεκτικής σε ολόκληρη την επιστήμη, είναι ακόμα πιο σημαντικό απ’ ό,τι έναν αιώνα πριν. Ενώ οι Μαρξ κι Ένγκελς έγραφαν στη Γερμανική Ιδεολογία ότι υπάρχει μόνο μία επιστήμη, η επιστήμη της Ιστορίας, σήμερα αυτή η θέση έχει ακόμα μεγαλύτερη ισχύ, τονίζοντας εμφατικά την ενότητα της ιστορίας της φύσης, της ιστορίας της κοινωνίας και της ιστορίας του ανθρώπινου πνεύματος, της σκέψης. Σήμερα οι κοινωνικές επιστήμες συγκλίνουν με τις φυσικές σε ασύγκριτα μεγαλύτερο βαθμό απ’ οποτεδήποτε στο παρελθόν. Με τη σειρά της, η φυσική επιστήμη συγκλίνει ολοένα και περισσότερο με τις κοινωνικές, και ιδιαίτερα τις οικονομικές, επιστήμες, παρουσιάζοντας τον εαυτό τους, όπως το έθεσε ο Μαρξ, ως άμεση παραγωγική δύναμη της κοινωνίας, και στις συνθήκες της τρέχουσας επανάστασης στην επιστήμη και στην τεχνολογία, αποκαλύπτοντας ακόμα πιο ξεκάθαρα τον κοινωνικό της χαρακτήρα, τη γένεση και τον τελικό της στόχο, που έχει τις ρίζες της στις επείγουσες ανάγκες της τρέχουσας κοινωνικο-ιστορικής ανάπτυξης. Η αξιοθαύμαστη ιδέα του Ένγκελς ήταν ουσιαστικά μια πρόβλεψη μιας ιδιοφυΐας, που διέβλεψε τη διαδικασία κατά την οποία οι φυσικές και οι κοινωνικές επιστήμες, συμπεριλαμβανομένης της πολιτικής οικονομίας, προσεγγίζουν αλάθητα η μία την άλλη, κάτι που επιβεβαίωνε τη σκέψη του να γραφτεί η Διαλεκτική της φύσης ως εισαγωγή, από την οπτική των φυσικών επιστημών, Στο Κεφάλαιο.

Το καθήκον με το οποίο είναι αντιμέτωποι σήμερα οι μαρξιστές είναι να εφαρμόσουν αυτήν τη σκέψη του Ένγκελς σε ό,τι αφορά τη σύγχρονη επιστήμη και να γράψουν μια νέα Διαλεκτική της φύσης ως φυσικοεπιστημονική εισαγωγή σε μια πολιτική οικονομία του σοσιαλισμού, που θα έχει σήμερα το ρόλο που είχε Το Κεφάλαιο στην εποχή του Μαρξ.

 


ΣημειώσειςΣημειώσεις

* Ο Μπονιφάτι Μιχάηλοβιτς Κεντρόφ (1903-1985) ήταν διακεκριμένος Σοβιετικός μαρξιστής φιλόσοφος και ιστορικός της επιστήμης. Τα ερευνητικά του ενδιαφέροντα και το πλούσιο συγγραφικό του έργο περιστρέφονταν κυρίως γύρω από φιλοσοφικά ζητήματα των φυσικών επιστημών, ζητήματα λογικής και μεθοδολογίας της επιστημονικής έρευνας και ιστορίας της χημείας. Το 1966 εκλέχτηκε μέλος της Ακαδημίας Επιστημών της ΕΣΣΔ. Από το 1962 μέχρι το 1973 ήταν διευθυντής του Ινστιτούτου Ιστορίας της Επιστήμης και της Τεχνολογίας της Ακαδημίας Επιστημών της ΕΣΣΔ και από το 1973 διευθυντής του Ινστιτούτου Φιλοσοφίας. Το 1983 τιμήθηκε με το Παράσημο του Τάγματος του Λένιν, μια από τις υψηλότερες τιμητικές διακρίσεις στην ΕΣΣΔ. Το συγκεκριμένο άρθρο δημοσιεύτηκε το 1970, στο τεύχος 11 του περιοδικού Ζητήματα Φιλοσοφίας (Voprosy Filosofii).

  1. Π.χ. K. Haber, Η «Διαλεκτική της φύσης» του Ένγκελς και η εποχή μας, μέρη Α΄ (τ. 2/2021) και Β΄ (τ. 3/2021), Μ. Kubi, Για την υπεράσπιση της «Διαλεκτικής της Φύσης» του Ένγκελς, τ. 5/2021 κ.ά.
  2. Σ.τ.Μ.: Για την ακρίβεια, ο όρος «κύτταρο» χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά από τον Robert Hook το 1865, για να περιγράψει τα αντίστοιχα ευρήματά του στις παρατηρήσεις του με μικροσκόπιο. Μέχρι τις αρχές του 19ου αι., αρκετοί επιστήμονες είχαν παρατηρήσει κύτταρα διάφορων ζωντανών οργανισμών. Το 1838, ο Γερμανός βοτανολόγος Matthias Jakob Schleiden κατέληξε στο συμπέρασμα ότι όλοι οι φυτικοί ιστοί αποτελούνται από κύτταρα και το 1839 ο Γερμανός γιατρός και φυσιολόγος Theodor Schwann δημοσίευσε ένα βιβλίο στο οποίο για πρώτη φορά διατυπωνόταν ρητά η θέση ότι όλοι οι ζωντανοί οργανισμοί αποτελούνται από κύτταρα, καθώς είχε διαπιστώσει ότι οι παρατηρήσεις του Schleiden για τα φυτά επεκτείνονταν και στα ζώα. Τέθηκαν έτσι οι βάσεις της κυτταρικής θεωρίας, οι οποίες συμπληρώθηκαν λίγα χρόνια αργότερα από το Γερμανό βιολόγο, γιατρό και ανθρωπολόγο Rudolf Virchow, ο οποίος παρατήρησε την κυτταρική διαίρεση και διατύπωσε τη θέση ότι όλα τα κύτταρα προέρχονται από κύτταρα. Η αναφορά εδώ έχει να κάνει με τις θεμελιώδεις ανακαλύψεις των Schleiden και Schwann.
  3. Σ.τ.Μ.: Σύμφωνα με την αρχή διατήρησης της ενέργειας, για την οποία γίνεται αναφορά εδώ, η ενέργεια σ’ ένα κλειστό σύστημα διατηρείται σταθερή, ούτε καταστρέφεται, ούτε δημιουργείται από το μηδέν, παρά μόνο αλλάζει από μορφή σε μορφή.
  4. Σ.τ.Μ.: Ο Καρλ Σόρλεμερ (1834-1892) ήταν σημαντικός χημικός της εποχής, μέλος του Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος της Γερμανίας. Ανέπτυξε στενές φιλικές σχέσεις με τους Μαρξ και Ένγκελς.
  5. Σ.τ.Μ.: Ο όρος αναφέρεται σε κάποιους χημικούς που ασχολούνταν με την οργανική χημεία και στο έργο τους έκαναν αναφορά στο λεγόμενο «χημικό άτομο», υιοθετώντας και αναπτύσσοντας ένα ιδιαίτερο είδος ατομικής θεωρίας. Στην αντίληψή τους, το «χημικό άτομο» ήταν εκείνο το σωματίδιο στο οποίο αποδίδονταν οι χημικές ιδιότητες του υλικού και θεωρούνταν ο θεμέλιος λίθος για την εξήγηση και ερμηνεία των χημικών αλληλεπιδράσεων. Ο χημικός ατομισμός θεωρείται βήμα στην εμβάθυνση της ατομικής θεωρίας στο πεδίο της χημείας, αφού προηγουμένως η μόνη ιδιότητα που αποδιδόταν στα άτομα και αφορούσε τη συμπεριφορά τους στις χημικές αλληλεπιδράσεις ήταν το σχετικό τους βάρος.
  6. Σ.τ.Μ.: Ο Λούντβιχ Μπίχνερ (1824-1899) ήταν Γερμανός γιατρός και φυσιοδίφης, χυδαίος υλιστής, οι απόψεις του οποίου και το εκλαϊκευτικό του έργο γνώρισαν απήχηση την εποχή εκείνη.
  7. Αλληλογραφία Μαρξ-Ένγκελς, εκδ. International Publishers, Νέα Υόρκη, 1934, σελ. 323.
  8. Φρ. Ένγκελς, Η διαλεκτική της φύσης, εκδ. Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα, 2001, σελ. 209.
  9. Ο Ερνστ Χέκελ (1834-1919) ήταν Γερμανός υλιστής βιολόγος και φυσιοδίφης, οι θέσεις και το έργο του οποίου είχαν μεγάλη επιδραστικότητα και προκάλεσαν επί μακρόν μεγάλες συζητήσεις.
  10. Σ.τ.Μ.: Ο Πιοτρ Λαβρόβτις Λαβρόφ (1823-1900) ήταν Ρώσος θεωρητικός του ναροντνικισμού, με σημαντικό ρόλο στη διαμόρφωση των θέσεων της ρωσικής εκδοχής του κοινωνιολογικού υποκειμενισμού, ο οποίος ασπάζοταν θετικιστικές φιλοσοφικές θέσεις.
  11. Κ. Μαρξ και Φρ. Ένγκελς, Άπαντα, (ρωσική έκδ.), τόμ. 34, σελ. 259-260 και 262-263.
  12. Φρ. Ένγκελς, Η διαλεκτική της φύσης, εκδ. Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα, 2001, σελ. 46.
  13. Φρ. Ένγκελς, Η διαλεκτική της φύσης, εκδ. Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα, 2001, σελ. 49.
  14. Ό.π., σελ. 51.
  15. Ό.π., σελ. 2.
  16. Φρ. Ένγκελς, Η διαλεκτική της φύσης, εκδ. Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα, 2001, σελ. 203-204.
  17. Φρ. Ένγκελς, Αντι-Ντίρινγκ, εκδ. Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα, 2006, σελ. 16.
  18. Φρ. Ένγκελς, Η διαλεκτική της φύσης, εκδ. Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα, 2001, σελ. 244.
  19. Ό.π., σελ. 2.
  20. Φρ. Ένγκελς, Η διαλεκτική της φύσης, εκδ. Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα, 2001, σελ. 1.
  21. Ό.π., σελ. 229. Σ.τ.Μ.: Η αναφερόμενη σελ. 46 αφορά την πρώτη έκδοση του Αντι-Ντίρινγκ. Είναι η πρώτη σελίδα του κεφαλαίου VII του μέρους Ι «Φυσική Φιλοσοφία. Ο οργανικός κόσμος».
  22. Σ.τ.Μ.: Ο Καρλ Βίλχελμ Νέγκελι (1817-1891) ήταν Γερμανός βοτανολόγος.
  23. Σ.τ.Μ.: Ο Εμίλ Χένριχ Ντιμπουά-Ρεϊμόν (1818-1896) ήταν Γερμανός φυσιολόγος.
  24. Σ.τ.Μ.: Ο Χέρμαν Χέλμχολτς (1821-1894) ήταν σημαντικός Γερμανός φυσικός και φυσιοδίφης.
  25. Φρ. Ένγκελς, ό.π., σελ. 1.
  26. Σ.τ.Μ.: Ο Ρούντολφ Βίρχοφ (1821-1902) ήταν σημαντικός Γερμανός παθολόγος και ανθρωπολόγος, με ζωηρή πολιτική παρουσία ως φιλελεύθερος και σφοδρός πολέμιος του σοσιαλισμού.
  27. Φρ. Ένγκελς, Η διαλεκτική της φύσης, εκδ. Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα, 2001, σελ. 1.
  28. Φρ. Ένγκελς, Η διαλεκτική της φύσης, εκδ. Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα, 2001, σελ. 1.
  29. Ό.π.
  30. Ό.π., σελ. 174-180.
  31. Από τη σκοπιά αυτή, μπορεί να γίνει κατανοητό ότι και το βιβλίο του Ένγκελς Η καταγωγή της οικογένειας, της ατομικής ιδιοκτησίας και του κράτους εντάσσεται σε αυτήν τη θεώρηση.
  32. Κ. Μαρξ και Φρ. Ένγκελς, Άπαντα (ρωσική έκδ.), τόμ. 36, σελ. 118-119.
  33. Β. Ι. Λένιν, Άπαντα, τόμ. 2, εκδ. Σύγχρονη Εποχή, σελ. 12.
  34. Β. Ι. Λένιν, Άπαντα, τόμ. 29, εκδ. Σύγχρονη Εποχή, σελ. 316.
  35. Φρ. Ένγκελς, Η διαλεκτική της φύσης, εκδ. Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα, 2001, σελ. 45.
  36. Σ.τ.Μ.: Ο συγγραφέας, όπως και ο Ένγκελς, χρησιμοποιεί το γερμανικό όρο «Arbeit» (όπως αναφέρεται και στο διάγραμμα, σε αναφορά για τον Χέλμχολτς) για να αναφερθεί στο φυσικό μέγεθος «έργο», που εκφράζει την ενέργεια που μετατρέπεται από μια μορφή σε άλλη ή μεταφέρεται από ένα σώμα σε άλλο, υπό την επίδραση μιας δύναμης, και τον αγγλικό όρο «labor» για να αναφερθεί στην εργασία. Όπως θα δούμε και στη συνέχεια, το επιχείρημα που παρουσιάζει ο συγγραφέας αφορά έναν παραλληλισμό μεταξύ του ρόλου του «έργου» στις φυσικές επιστήμες με την «εργασία» σε ό,τι αφορά τη μελέτη των κοινωνικών φαινομένων.
  37. Φρ. Ένγκελς, Η διαλεκτική της φύσης, εκδ. Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα, 2001, σελ. 149.
  38. Ό.π., σελ. 151.
  39. Φρ. Ένγκελς, Η διαλεκτική της φύσης, εκδ. Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα, 2001, σελ. 1.
  40. Καρλ Μαρξ, Πρόλογος, Κριτική της Πολιτικής Οικονομίας, εκδ. Σύγχρονη Εποχή.