Η παρουσίαση μιας κοινωνικοφιλοσοφικής θεωρίας ή ιδεολογικής αντίληψης σε ένα σύντομο άρθρο πολιτικοϊδεολογικού χαρακτήρα είναι πάντοτε ελλειπτική, βέβαια, καθώς ο χώρος είναι εξ ορισμού πολύ λίγος για την κριτική της. Ο Καρλ Πόπερ υπήρξε ένας σημαντικός επιστήμονας στη σφαίρα της θεωρίας της επιστήμης με συμβολή στη αντίστοιχη μεθοδολογία (ιδιαίτερα στον τομέα των προβλημάτων λογικής της επιστήμης και της επιστημονικής ανακάλυψης), ιδρυτής της αντίληψης-ρεύματος του κριτικού ορθολογισμού (ρασιοναλισμού) και της θεωρίας της ανάπτυξης της επιστημονικής γνώσης στη βάση της «αρχής της διαψευσιμότητας» των επιστημονικών προτάσεων και θεωριών (σε αντιπαράθεση προς την «αρχή της επαληθευσιμότητας» του λογικού εμπειρισμού)[8]. Επειδή ακριβώς πρόκειται για σημαντικό στοχαστή στο πεδίο του, στο πρόσωπό του γίνονται ακόμη πιο σαφή τα όρια των υστερο-νεοθετικιστικών (ή, πιο απλά, «μεταθετικιστικών») προσεγγίσεων στη θεωρία της επιστήμης και στις κοινωνικές επιστήμες (αν και ο ίδιος υποβάλλει σε σκληρή κριτική τις παλιότερες νεοθετικιστικές προσεγγίσεις και στη βάση αυτή ξεκινά η δική του συνεισφορά στο πεδίο της θεωρίας της επιστήμης). Η θεμελίωση της αντίληψης περί Ανοιχτής Κοινωνίας αντλεί τη λογική και τα επιχειρήματά της από τις επιστημολογικές αντιλήψεις του Πόπερ. Ας εξεταστούν εδώ σύντομα οι ιδιαιτερότητες αυτού του ρεύματος που θεμελίωσε ο Πόπερ στις δεκαετίες του 1930-1950.
Στη δεκαετία του 1930 η κυρίαρχη στην αστική σκέψη φιλοσοφία του λογικού θετικισμού αρχίζει να παρουσιάζει σοβαρές ρωγμές, οι οποίες οδήγησαν στην εγκατάλειψή της από τους περισσότερους αστούς επιστημολόγους και φιλοσόφους της επιστήμης στις αρχές της δεκαετίας του 1950. Τότε όλες οι βάσεις του προγράμματος της «θετικής γνώσης» αποδείχτηκαν αδύναμες να εξηγήσουν και να προωθήσουν περαιτέρω την ανάπτυξη της επιστήμης. Η κρίση αυτή ήταν αποτέλεσμα της εσωτερικής λογικής ανάπτυξης του λογικού θετικισμού. Η αρχή της αυστηρής επαληθευσιμότητας των θεωριών αντικαθίσταται, εξ ανάγκης από ένα σημείο και πέρα, από την αρχή της μερικής υποστηριξιμότητάς τους, κάτι που ήταν αντίθετο στη λογική του θετικισμού. Τέθηκε εξ αντικειμένου το ζήτημα του καθορισμού του γνωσιολογικού «στάτους» των επιστημονικών θεωριών, πράγμα που οδηγούσε στην επιστροφή της αντίληψης για τον εξηγητικό χαρακτήρα της επιστήμης, η οποία ήταν όμως αντίθετη στο βασικό δόγμα του θετικισμού σύμφωνα με το οποίο η επιστήμη οφείλει να είναι αυστηρά περιγραφική, δηλαδή να περιγράφει και όχι να εξηγεί τα φαινόμενα. Η επεξεργασία νέων ποσοτικών μεθόδων για τον έλεγχο της αλήθειας των επιστημονικών θεωριών έθεσε το ζήτημα της πιθανής ύπαρξης εξωεμπειρικών κριτηρίων για την ορθότητα των θεωριών, κάτι που ήταν ριζικά αντίθετο στη βασική θετικιστική αρχή του αυστηρού εμπειρισμού. Το θετικιστικό σχέδιο-προσπάθεια δημιουργίας μιας ουδέτερης αυστηρής επιστημονικής γλώσσας παρατήρησης απέτυχε επίσης. Εκτός αυτών των «εσωτερικών αιτίων» κατάρρευσης του θετικιστικού προγράμματος, πρέπει να σημειωθεί ότι έπαιξαν το ρόλο τους και οι νέες κοινωνικές και ιδεολογικές συνθήκες που είχαν διαμορφωθεί στις αναπτυγμένες καπιταλιστικές χώρες και τον κόσμο συνολικά μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, οι οποίες υπερκαθόριζαν το γενικό κοινωνικό περιβάλλον του επιστημονικού έργου (επιστημονικο-τεχνική επανάσταση και μετατροπή της επιστήμης σε κύρια παραγωγική δύναμη, δημιουργία του σοσιαλιστικού στρατοπέδου και πλατιά διάδοση του διαλεκτικού υλισμού μεταξύ των επιστημόνων, μαζικοποίηση και συγκέντρωση της επιστημονικής διανόησης και μισθωτοποίησή της, εκ των πραγμάτων ανάδειξη των κοσμοθεωρητικών ζητημάτων της επιστημονικής δραστηριότητας σε πρώτο πλάνο, όπως λ.χ. το πρόβλημα της επιστημονικής ηθικής ή το πρόβλημα της θέσης της επιστημονικής δραστηριότητας και του κοινωνικού στρώματος των επιστημόνων στη σύγχρονη κοινωνία, το πρόβλημα της σχέσης μεταξύ επιστήμης και κοινωνικής μεταβολής κ.ο.κ.). Ολα αυτά οδήγησαν στην εγκατάλειψη του λογικού θετικισμού (ή λογικού εμπειρισμού) και στην αναζήτηση νέων θεωρητικών σχημάτων και θεωριών ανάμεσα στους επαγγελματίες αστούς φιλοσόφους της επιστήμης, καταλήγοντας σε αυτό το ποικιλόμορφο σύνολο αντιλήψεων που αποδίδεται, ικανοποιητικά, κατά τη γνώμη μας, με τον όρο «μεταθετικισμός»[9].
Ενα από τα διάδοχα του λογικού θετικισμού ρεύματα είναι και αυτό που συνδέεται με το όνομα του Πόπερ και το οποίο θα μπορούσε να ονομαστεί κριτικός ρασιοναλισμός ή απλά «κριτικισμός». Τα κύρια προβλήματα που βρίσκονταν στο κέντρο του ενδιαφέροντος του θετικισμού (ξεκινώντας από τον Τζ. Σ. Μιλλ και μετά) ήταν το πρόβλημα της επιστημονικής μεθόδου και το -στενά συνδεδεμένο με αυτήν- πρόβλημα της εμπειρικής θεμελίωσης/τεκμηρίωσης της επιστήμης. Σε αυτά έδωσε το κύριο βάρος του και ο μεταθετικιστικός κριτικισμός, ο οποίος έθεσε τα προβλήματα του ρόλου της «μεταφυσικής» στην επιστήμη, της αύξησης της επιστημονικής γνώσης, το πρόβλημα της ορθολογικότητας, το πρόβλημα της αλληλοσχέσης μεταξύ της ιστορίας και μεθοδολογίας της επιστήμης, το πρόβλημα του ρόλου της θεωρητικής νόησης στην ανάπτυξη της επιστημονικής γνώσης, καθώς και το συναφές με αυτό πρόβλημα της σημασίας της φιλοσοφίας για την επιστημονική γνώση κλπ. Πολλά από αυτά τα θέματα τα θέτει και ο διαλεκτικός υλισμός. Ωστόσο, εντελώς διαφορετικά λύνουν αυτά τα προβλήματα οι δύο αυτές θεωρήσεις. Ο Πόπερ και οι μεταθετικιστές δεν ξεφεύγουν από τα πλαίσια της ιδεαλιστικής ερμηνείας της επιστήμης. Το σημαντικότερο κριτήριο εδώ αφορά την απάντηση στο ερώτημα περί της ύπαρξης ή μη της αντικειμενικής αλήθειας, ένα ερώτημα που, στη σφαίρα της φιλοσοφίας της επιστήμης και της γνωσιολογίας γενικά, αποτελεί το ανάλογο του βασικού οντολογικού ερωτήματος της φιλοσοφίας για τη σχέση μεταξύ ύλης και συνείδησης. Οι μεταθετικιστές αρνούνται την ύπαρξη αντικειμενικής αλήθειας. Ακόμη περισσότερο, προσπαθούν να αποκλείουν την έννοια «αλήθεια» από τις θεωρίες τους περί της επιστημονικής γνώσης. Αυτό με τη σειρά του σημαίνει ότι τοποθετούνται στους αντίποδες του διαλεκτικού υλισμού και αποτελούν μια ακόμη εκδοχή του ιδεαλισμού στη σφαίρα της φιλοσοφίας της επιστήμης και της κοινωνικής φιλοσοφίας. Το γεγονός ότι ασκούν έντονη κριτική στις κλασικές θετικιστικές θεωρήσεις είναι σημαντικό, συνδυάζεται όμως με το ότι αυτή η κριτική γίνεται από ιδεαλιστικές θέσεις.
Ο παραδοσιακός θετικισμός δεχόταν ως προνομιακό χώρο της επιστημονικής έρευνας τη φύση, τις φυσικές διαδικασίες και ως αυστηρή επιστήμη τη φυσική επιστήμη (εφ’ όσον εκεί μπορούσε να ισχύσει, κατά τη θετικιστική αντίληψη, ο εμπειρισμός συνδυασμένος με την «καθαρή» τυπική λογική, η αυστηρή εμπειρική τεκμηρίωση της επιστήμης και η αποφυγή των κοσμοθεωρητικών ή «μεταφυσικών» προβλημάτων, τα οποία «στερούνται νοήματος», αποτελούν «ψευδοπροβλήματα» για τα οποία δεν μπορεί να υπάρξει καμιά σίγουρη, «θετική», «επιστημονική» γνώση). Ο Πόπερ, αντίθετα (και καταρχήν σωστά), δεν κάνει διάκριση μεταξύ φύσης και κοινωνίας στην ανάλυσή του, αναγνωρίζει ως ισότιμα τα δύο πεδία και ως επιδεχόμενα επιστημονικής εξέτασης και ανάλυσης. Ταυτόχρονα όμως, τείνει να κατανοεί τις κοινωνικές διαδικασίες όπως τις φυσικές (και μάλιστα, όπως κατανοούνται οι φυσικές διαδικασίες σε μια ορισμένη τυπικολογική-εμπειριστική-προδιαλεκτική βαθμίδα ανάπτυξης και των ίδιων των φυσικών επιστημών). Και παρότι ξεκινά από τη σωστή θέση ότι δεν υπάρχει ούτε στη φύση ούτε στην κοινωνία κάποιος απόλυτα εννοούμενος, φαταλιστικός ντετερμινισμός (με την έννοια του προκαθορισμού, όπου τα πάντα είναι κατά κάποιο τρόπο ιστορικά προκαθορισμένα), καταλήγει να υποστηρίζει ότι η γνώση υπάρχει μόνο στη μορφή της υπόθεσης, της εικασίας[10], οπότε ο άνθρωπος δεν μπορεί να ανακαλύψει τους νόμους της κοινωνικής εξέλιξης (δεν έχει νόημα δηλαδή το «γιατί», αλλά αποκλειστικά το «πώς» κινούνται οι διαδικασίες, κοινωνικές και φυσικές – η αντίληψη αυτή φτάνει στο αποκορύφωμά της όταν αρνείται την κατηγορία της αναγκαιότητας και ιδιαίτερα της κοινωνικής αναγκαιότητας, κάτι που θα βρει την ακραία εξέλιξή του αργότερα με τον Φεϋεράμπεντ και την αντίληψη του «επιστημολογικού αναρχισμού»).
Η ανάλυση, ωστόσο, των κοινωνικών φαινομένων αποκλειστικά από τη σκοπιά της τυπικής λογικής είναι χρήσιμη μεν, αλλά μονόπλευρη. Η κατάληξη είναι η άρνηση της δυνατότητας κατανόησης των νόμων της κοινωνικής εξέλιξης, δηλαδή ένας «λογικός αρνητισμός» στη θέση του «λογικού θετικισμού». Αυτή την έννοια της «μεθοδολογικής αρνητικότητας» έχει ο «κριτικισμός» του Πόπερ, αποτελεί άρνηση της δυνατότητας να γνωρίσουμε κάτι σίγουρα, «θετικά», γιατί αυτό το θετικό κατανοείται ακριβώς με απόλυτο τρόπο, όπως κατανοούσαν οι θετικιστές την τεκμηριωμένη εμπειρικά γνώση (δηλαδή, γνώση που παρέχει βεβαιότητα, εμπειρική βεβαιότητα). Δεν μπορούμε όμως να κατανοήσουμε εμπειρικά ή τυπικά λογικά (όσο εκλεπτυσμένη και χρήσιμη και αν είναι η τυπικο-λογική ανάλυση) τα βαθύτερα στρώματα της πραγματικότητας. Αυτά μπορούν να κατανοηθούν μόνο με τη διαλεκτική μέθοδο, με τη χρήση κατηγοριών και εννοιών όπως της ουσίας, της αντίφασης, μεθόδων όπως η «ανάβαση από το αφηρημένο στο συγκεκριμένο» κ.ά.[11] Γενικά, είναι σαν στοχαστής βαθύτατα επηρεασμένος από τις κλασικές θετικιστικές και νεοθετικιστικές προσεγγίσεις που αναφέρθηκαν παραπάνω, οι οποίες στη Δ. Ευρώπη και Β. Αμερική ονομάζονται συχνά «αναλυτική φιλοσοφία». Με βάση τη φιλοσοφική του αντίληψη επομένως, κάθε θεωρία που διατείνεται ότι μπορεί να γίνουν γνωστές οι νομοτέλειες που διέπουν την ιστορική ανάπτυξη της κοινωνίας δεν είναι τίποτε άλλο από «προφητισμός», μια θρησκευτική απόπειρα να προβλέψουμε τα μελλούμενα (που είναι με «μοιραίο» τρόπο προκαθορισμένα), με τρόπο μάλιστα που να ικανοποιεί τις κοινωνικοψυχολογικές ανάγκες του σήμερα, ένα όνειρο δηλαδή βλαβερό σε τελική ανάλυση για την πραγματική μας δυνατότητα να οργανώσουμε καλύτερα τη ζωή και την κοινωνία μας. Ετσι, ο μαρξισμός ταυτίζεται με τον μεταφυσικό φαταλισμό-προκαθορισμό.
Οι θετικιστικές καταβολές όμως του Πόπερ έχουν και άλλες συνέπειες. Στην κοινωνική θεωρία, το αντίστοιχο της θετικιστικής επιστημολογίας είναι ο μεθοδολογικός ατομισμός. Ο Πόπερ δεν επιχειρεί κοινωνική ανάλυση με βάση τις κοινωνικές τάξεις και ομάδες. Η μεθοδολογική βάση στην ανάλυσή του είναι το άτομο. Και από αυτή την άποψη αναπόφευκτα παραμένει/επιστρέφει στο επίπεδο του ωφελιμισμού και του πολιτικού φιλελευθερισμού του Μπένθαμ και κυρίως του Μιλλ. Σύμφωνα με αυτούς, ο κάθε άνθρωπος έχει σκέψη, κρίνει και πράττει σύμφωνα με τα συμφέροντά του και αυτή η απομονωμένη ανεξάρτητη δράση των επιμέρους ατόμων οδηγεί στην αρμονία της κοινωνίας. Βέβαια, ο Πόπερ είναι υποχρεωμένος να αναγνωρίσει ότι με αυτή τη λογική η κοινωνία δεν πάει και πολύ μακριά, αλλά καταλήγει σε έναν «αχαλίνωτο καπιταλισμό», όπως ονομάζει τον καπιταλισμό «της εποχής του Μαρξ» (που τώρα ευτυχώς έχει σημαντικά «διορθωθεί», κατά τη γνώμη του), όπου η κοινωνική ανισότητα διογκώνεται και, εξαιτίας αυτής, εμφανίζεται ο κίνδυνος της επιστροφής στην «κλειστή κοινωνία». Για να μη συμβεί αυτό λοιπόν, είναι απαραίτητος ένας ορισμένος βαθμός «κρατικού παρεμβατισμού» με στόχο να περιοριστούν οι ανισότητες, να υπάρχει αλληλεγγύη και κοινή ανάπτυξη όλων κλπ. (σημαντικός είναι ο ρόλος που επιφυλάσσεται γι αυτό το σκοπό στο νομικό και δικαστικό σύστημα).[12]
Το κράτος έτσι ορίζεται ως η «γενική βούληση» του πληθυσμού, που μπορεί να λειτουργήσει υπερταξικά για το «γενικό καλό». Η μαγική λέξη όσον αφορά τον τρόπο που θα προωθηθεί η καταπολέμηση της ανισότητας και του ταξικού αγώνα ακούει στο όνομα «θεσμοί». Χρειάζεται λοιπόν να δημιουργηθούν θεσμοί ασφάλισης κατά της ανεργίας, εξασφάλισης στέγης, μόρφωσης για τους φτωχούς κ.ο.κ. Το κύριο μέσο χρηματοδότησης αυτών των πρακτικών και θεσμών είναι η προοδευτική φορολογία εισοδήματος. Το κράτος λοιπόν καταλαμβάνει και στον Πόπερ τη γνωστή και σήμερα, σύμφωνα με την αστική ιδεολογία, θέση του ως τού μεσολαβητή μεταξύ των κοινωνικών τάξεων, του εγγυητή της ευημερίας και της ανόδου του βιοτικού επιπέδου του λαού, της ταξικής ειρήνης και «ομαλότητας», όλα αυτά δηλαδή που ακούμε και σήμερα στην Ελλάδα, λ.χ. από ΠΑΣΟΚ, ΝΔ, ΣΥΝ. Η σκοπιά αυτή είναι η σκοπιά του αστικού ρεφορμισμού-φιλελευθερισμού, που άνθισε την εποχή του αμερικανικού «New Deal» και των σουηδικών πρακτικών του μεσοπολέμου, καθώς και στην περίοδο της «ένδοξης τριακονταετίας» των ανεπτυγμένων καπιταλιστικών χωρών μέχρι την κρίση της δεκαετίας του 1970 και δεν υπάρχει τίποτε άλλο να ειπωθεί εδώ πάνω σε αυτό.
Η θέση αυτή, στην περίπτωση του Πόπερ, απηχεί, εκτός από τα πάγια αστικορεφορμιστικά επιχειρήματα υπέρ της υπάρχουσας τάξης πραγμάτων, ενδεχομένως και τα αιτήματα και φιλοδοξίες συγκεκριμένων τμημάτων της αστικής διανόησης (κυρίως της ακαδημαϊκής και επιστημονικής διανόησης στις ανεπτυγμένες χώρες εκείνη την εποχή - στην Ελλάδα παρόμοιες τάσεις αναπτύχθηκαν στη δεκαετία του 1970 και μετά) για εξασφάλιση καλύτερης θέσης και δικαιοδοσίας στη διαχείριση των κοινωνικών διαδικασιών του καπιταλιστικού κράτους. Πραγματικά, που, σε ποιον κοινωνικό χώρο και τομέα θα μπορούσαν να ενισχύσουν τη θέση τους τα σύγχρονα αστικά και μεσοαστικά διανοούμενα στρώματα που είναι έτσι και αλλιώς εξαρτημένα από την καπιταλιστική οικονομική ανάπτυξη (και τα οποία έχουν αυξηθεί και στην Ελλάδα τις τελευταίες δεκαετίες); Μα φυσικά στο χώρο των αστικών «θεσμών», στον ευρύτερο χώρο των ιδεολογικών μηχανισμών του κράτους, που παράγουν διαρκώς νέες θέσεις εργασίας για αμφιβόλων προσόντων και αρμοδιοτήτων κοινωνικούς επιστήμονες-«ειδικούς» (δηλαδή, κάποιου είδους «κοινωνικούς μηχανικούς», ικανούς δήθεν ανά πάσα στιγμή «να φτιάξουν ομελέτα χωρίς να σπάσουν αυγά»: κοινωνιολόγους, «επικοινωνιολόγους», «ειδικούς επί των οικονομικών της κοινωνικής ασφάλισης», «ειδικούς σε κάθε είδους διοικητικής έρευνας», «εμψυχωτές», «αναλυτές» -αυτό κι αν είναι «επιστημονικό επάγγελμα»- κ.ο.κ.). Να λοιπόν ένα «πεδίο δόξης λαμπρόν» για την ακαδημαϊκή διανόηση. Εδώ ταιριάζει και η αντίληψη του Πόπερ περί «βήμα προς βήμα κοινωνικής μηχανικής» και «κοινωνικής τεχνολογίας». Το καπιταλιστικό «κοινωνικό κράτος», «κράτος πρόνοιας» και «κράτος δικαίου» προϋποθέτει την ύπαρξη ακριβώς μιας πλατιάς επιστημονικής, αλλά και «επιστημονικής», γραφειοκρατίας, ενός παρασιτικού στρώματος, στην πλειονότητά του (ως προς το δοσμένο κοινωνικό και πολιτικό του ρόλο), που χειρίζεται για λογαριασμό των καπιταλιστών σύγχρονες κοινωνικές διαδικασίες, με σκοπό τη διαιώνιση της υπάρχουσας κατάστασης και την αποσόβηση και απορρόφηση των κάθε είδους κοινωνικών κραδασμών (αυτών που εύλογα ονομάζουν «κοινωνικές εκρήξεις», δηλαδή την ανάπτυξη της ταξικής πάλης των εργαζομένων και των άλλων καταπιεζόμενων στρωμάτων του πληθυσμού). Πρόκειται για μια διαδικασία κοινωνικού και ιδεολογικού ελέγχου (δημιουργία των απαραίτητων ιδεολογικών αυταπατών τόσο για τους καπιταλιστές όσο και για τους εργαζόμενους) που από τους φορείς του κατανοείται ακριβώς ως μία «βήμα προς βήμα κοινωνική μηχανική» διαμέσου «θεσμών» και «κοινωνικού διαλόγου» («θεσμοθετημένου» επίσης).
Αυτή είναι η μια πλευρά των πηγών της αντίληψης του Πόπερ για την «Ανοιχτή Κοινωνία», με βάση το ρεύμα του κριτικού ρασιοναλισμού που ίδρυσε ο ίδιος, των θεωρητικών και κοινωνικών του προϋποθέσεων και συνεπειών του. Η άλλη πλευρά συνίσταται στην ανομολόγητη αλλά πραγματική αφομοίωση θέσεων που προέρχονται από αντιδραστικές φιλοσοφικές προσεγγίσεις, όπως της Χ. Αρεντ που αναφέρθηκε προηγουμένως. Βρισκόμαστε σε μια εποχή όπου οι αστοί διανοούμενοι είναι αναγκασμένοι να γίνονται εκλεκτικιστές, στον ένα ή στον άλλο βαθμό. Ετσι, διατηρώντας την ορολογία και την απόχρωση της θεώρησης που δέχονται οι ίδιοι, δανείζονται ταυτόχρονα, κατά περίπτωση, λογικές και προσεγγίσεις από θεωρήσεις πολύ διαφορετικές, με τις οποίες βρίσκονται σε αντιπαράθεση.
Αυτά για τις μεθοδολογικές αφετηρίες και τις πρακτικές εφαρμογές της θεώρησης του Πόπερ περί «Ανοιχτής Κοινωνίας». Κλείνοντας αυτό το θέμα, έχει σημασία να τονιστεί και πάλι ότι ακριβώς εξαιτίας της στρεβλής κατανόησης της ιστορικής αντίληψης του μαρξισμού, ο φιλόσοφος Πόπερ καταλήγει να μεταμορφωθεί σε απλό ιδεολόγο του αστικού ρεφορμισμού. Το αποτέλεσμα είναι η αυθαιρεσία ενός, αυστηρού κατά τα άλλα, στοχαστή ο οποίος μελετά την ιστορία ανιστορικά, δεχόμενος εντέλει ότι η μόνη ουσιώδης διάκριση στη δόμηση της κοινωνίας τις τελευταίες χιλιετίες είναι η διάκριση μεταξύ «κλειστής» και «ανοιχτής» κοινωνίας. Ακόμη και αυτή δε η διάκριση φαίνεται να είναι τυχαία, δε βασίζεται σε κάποιες εσωτερικές συνάφειες και σχέσεις-αντιθέσεις που συγκροτούν την ανθρώπινη κοινωνία. Ούτε η εμφάνιση της «Ανοιχτής Κοινωνίας» αποτελεί κάποιο είδος προόδου, γιατί «πρόοδος» δεν υπάρχει, αποτελεί θρησκευτική έννοια, σύμφωνα με τον Πόπερ (εφ’ όσον κατανοεί την έννοια της προόδου στη βάση αποκλειστικά ενός σχήματος προκαθορισμού της κοινωνικής εξέλιξης. Ο Πόπερ υπερασπίζεται την ελευθερία και το αυτεξούσιο του ανθρώπου, ισχυριζόμενος ότι «όλα εξαρτώνται από μας, όλα είναι ανοιχτά». Φυσικά, αυτό από μια άποψη είναι απόλυτα σωστό, αλλά παραβλέπει το γεγονός ότι ο άνθρωπος δημιουργεί μεν ο ίδιος την ιστορία του, αλλά τη δημιουργεί μέσα σε συνθήκες που δεν επέλεξε ο ίδιος, τις οποίες συνθήκες μπορεί να ανατρέψει μόνον αλλάζοντας ταυτόχρονα και ο ίδιος δια της επαναστατικής πράξης και αλλαγής του συνολικού τρόπου κοινωνικής δραστηριότητας, άρα το πρόβλημα δεν λύνεται με οποιουδήποτε είδους «κοινωνική τεχνολογία»)[13]. Μένει συνεπώς, σύμφωνα με τη λογική του Πόπερ, το τυχαίο μόνο του να καθορίζει τα ανθρώπινα πράγματα: πρέπει να υπερασπιστούμε την «Ανοιχτή Κοινωνία» απλώς γιατί είναι το καλύτερο πράγμα που μάς έτυχε ποτέ.