ΚΟΣΜΟΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΑΣΤΑΣΗ ΣΤΗ ΣΗΨΗ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΩΝ ΚΑΙ ΚΡΑΤΙΚΩΝ ΔΟΜΩΝ


του Στέφανου Λουκά

Η αρχή έγινε με την αποκάλυψη γεγονότων σχετικών με την προσωπική ζωή (διασκέδαση σε κακόφημα μπαρ, σεξουαλικές προτιμήσεις) ορισμένων ιεραρχών της ορθόδοξης εκκλησίας της Ελλάδας που τυπικά δε συνάδουν με τους κανόνες και την «ηθική» της εκκλησίας. Συνεχίστηκε στην ίδια ρότα αλλά ενέπλεξε και γεγονότα που αποκάλυπταν τη διαπλοκή της εκκλησίας (μέσω ιερωμένων της) με την αστική δικαιοσύνη (περίπτωση αρχιμανδρίτη Γιοσάκη με την πρωτοδίκη Αντωνία Ηλία και άλλους δικαστικούς). Αποδόθηκαν κατηγορίες σχετικά με την ανάπτυξη παράνομων -με βάση τους αστικούς νόμους του ποινικού δικαίου - δραστηριοτήτων που οδήγησαν ως την προφυλάκιση Γιοσάκη για αρχαιοκαπηλία, καταχρήσεις κ.ά. Η Α. Ηλία κατηγορήθηκε ότι μεροληπτούσε δικαστικά υπέρ του Γιοσάκη, απαλλάσσοντάς τον από κατηγορίες. Βεβαίως στο φως της δημοσιότητας ήρθαν και περιπτώσεις διαπλοκής ιεραρχών, ακόμη και του αρχιεπισκόπου Χριστόδουλου, με ανθρώπους που επίσης εμφανίζονται ως ιερωμένοι, αλλά έχουν κατηγορηθεί και καταδικαστεί ερήμην για συμμετοχή σε εγκλήματα του ποινικού δικαίου (Βαβύλης για εμπόριο ναρκωτικών). Στη συνέχεια αποκαλύπτεται ότι υπάρχει και διαπλοκή με ελληνικές και ξένες μυστικές υπηρεσίες (Βαβύλης με ελληνική ΕΥΠ και Ισραηλινή Μοσάντ) και μάλιστα σε γνώση της ιεραρχίας της ελληνορθόδοξης εκκλησίας ή τουλάχιστον του αρχιεπισκόπου Χριστόδουλου και στενών συνεργατών του.

Αυτό το φαινομενικά παράξενο κουβάρι διαπλοκής προσώπων της ελληνορθόδοξης εκκλησίας, της αστικής δικαιοσύνης, των μυστικών υπηρεσιών και του εγκλήματος (οργανωμένου ή μη, δεν έχει σημασία) δεν πρέπει να εκλαμβάνεται και να αντιμετωπίζεται ως προσωπική επιλογή ή προσωπική παραβατικότητα των ανθρώπων που υπηρετούν τους συγκεκριμένους θεσμούς του αστικού νομικοπολιτικού εποικοδομήματος και ενέχονται σε αυτή τη διαπλοκή. Πρέπει να αντιμετωπίζεται ως μέρος της δράσης αυτών των θεσμών. Γιατί, όπως αποκαλύφθηκε, όλα αυτά ή κάποια από αυτά, ήταν σε γνώση των οργάνων αυτών των θεσμών ή σε ορισμένους εκπροσώπους τους τουλάχιστον. Για παράδειγμα, γνώριζε ο αρχιεπίσκοπος Χριστόδουλος (και όχι μόνον αυτός) και ενέχεται ο ίδιος σε πολλά από τα τεκταινόμενα. Ο ίδιος έστειλε το Βαβύλη στο Ισραήλ, για να συμβάλει στην εκλογή του Πατριάρχη Ειρηναίου στο Πατριαρχείο των Ιεροσολύμων. Αλλά και στα όργανα της Δικαιοσύνης φαίνεται να ήταν γνωστά, εκτιμώντας εκ των υστέρων ότι η πολιτική ηγεσία του Υπουργείου Δικαιοσύνης αναπτύσσει δραστήρια παρέμβαση στα όργανα της δικαιοσύνης, πριν ακόμη από τις αποκαλύψεις. Είναι δε τόσο έντονες οι δημόσιες τοποθετήσεις της για την αναγκαιότητα μεταρρυθμίσεων με στόχο την «εύρυθμη» λειτουργία της δικαιοσύνης, ώστε προκαλεί αντιδράσεις από διάφορες πλευρές, για κυβερνητική επέμβαση στη δήθεν «ανεξαρτησία» του συγκεκριμένου θεσμού.

Με την ευκαιρία δε όλων αυτών, θα λέγαμε ότι η Δικαιοσύνη δεν είναι «δίκαιη» όταν εφαρμόζει τον άδικο ταξικό νόμο. Είναι δίκαιη όταν κόντρα στις δυσκολίες καταφέρνει να αποφασίζει με βάση το δίκαιο του λαού. Ακόμη και σήμερα υπάρχουν περιθώρια.

Επανερχόμενοι στα γεγονότα, δε θα μπορούσαμε να τα θεωρήσουμε μεμονωμένα περιστατικά. Σε αυτή τη λογική προσανατολίζει η λεγόμενη «αυτοκάθαρση των θεσμών» από τα στοιχεία, δηλαδή τους ανθρώπους που κατηγορούνται ως παραβάτες των κανόνων λειτουργίας των θεσμών. Και αυτό σε συνδυασμό με την επεξεργασία και εφαρμογή πρόσθετων θεσμικών μέτρων που δήθεν να αποτρέπουν την παραγωγή και αναπαραγωγή ανάλογων φαινομένων. Αυτή η κατεύθυνση της «αυτοκάθαρσης» επιδιώκει να αποπροσανατολίσει τις λαϊκές δυνάμεις από την ουσία των φαινομένων, και τον ταξικό χαρακτήρα των θεσμών του αστικού νομικοπολιτικού εποικοδομήματος, παρουσιάζοντάς τους ως υπερταξικούς.

Πρόκειται, όμως, για θεσμούς που υπηρετούν την οργάνωση της κοινωνίας υπό την οικονομική κυριαρχία του κεφαλαίου, με ταξικότητα στη λειτουργία τους. Εκδηλώνεται και με την ιδιαίτερη διαπλοκή τους με τις μυστικές υπηρεσίες και το έγκλημα. Αλλά και γενικότερα, οι κατασταλτικοί μηχανισμοί και οι μυστικές υπηρεσίες πιο συγκεκριμένα, αποτελούν μηχανισμό για την ύψιστη ασφάλεια και προστασία της αστικής εξουσίας και των θεμελίων της, διαπλέκονται συνειδητά με το έγκλημα. Δεν μπορούν να κάνουν χωρίς αυτό. Οι υπηρεσίες, μυστικές και φανερές, συμμετέχουν συνειδητά στο έγκλημα, στο όνομα της πάταξής του και της δήθεν απαλλαγής της αστικής κοινωνίας από αυτό. Δηλαδή μιας κοινωνίας που το παράγει και το αναπαράγει, αναπαράγοντας τα οικονομικά της κύτταρα. Το χρειάζονται ακριβώς γιατί κάνουν «βρώμικες δουλιές».

Οι πρόσφατες αποκαλύψεις είναι αποτέλεσμα της αποστεγανοποίησης του καθενός θεσμού. Τα στεγανά στη λογική «τα εν οίκω μη εν δήμω» είναι στεγανά πρωταρχικά για το λαό, για να μπορούν να κάνουν τη δουλιά τους στα πλαίσια του καταμερισμού εργασίας της αστικής τάξης. Πράγματι, οι υπηρεσίες ή οι διάφοροι μηχανισμοί δράσης τους με πλοκάμια, πρωταρχικά απλωμένα στους θεσμούς του αστικού πολιτικού συστήματος, έχουν επίσης στεγανά ανάμεσά τους, μη γνωρίζοντας ο ένας τη δράση του άλλου. Γι' αυτό και κάποτε εμφανίζονται να δρουν αντιθετικά, δημιουργώντας προβλήματα καμιά φορά κρίσιμα για το ίδιο το αστικό πολιτικό σύστημα. ΄Η ωθούνται να δρουν αντιθετικά όταν το έχει ανάγκη το ίδιο το αστικό νομικοπολιτικό εποικοδόμημα. Τέτοια φαινόμενα αποκαλύπτονται από τη μπόχα που αναβλύζει η σαπίλα τους στην εποχή ιδιαίτερα του τελευταίου σταδίου του καπιταλισμού. Ο παρασιτισμός του καπιταλισμού που τραβά ολοένα και πιο βαθιά στην αντίδραση, αποτελεί και απότοκο της ίδιας της εξέλιξής του. Επομένως είναι φαινόμενο που αναπαράγεται σε ολοένα και μεγαλύτερη έκταση και με μεγαλύτερη ένταση. Ταυτόχρονα, στο εσωτερικό των θεσμών εκφράζονται αντιθέσεις κάποιες φορές και οξύτατες, που αντανακλούν τις ίδιες τις εσωτερικές αντιθέσεις της άρχουσας τάξης. Μερικές φορές είναι και αντιθέσεις λόγω των ιδιαίτερων συμφερόντων διαφορετικών μερίδων της άρχουσας τάξης, σε συνδυασμό και με σχέσεις με διαφορετικά ιμπεριαλιστικά συμφέροντα, π.χ. ΗΠΑ και ΕΕ, και έτσι μπορεί κατά περίπτωση να αντανακλούν και διαφορετικούς προσανατολισμούς. Ακριβώς γι’ αυτό, αποτελούν και έναν από τους κινδύνους υπονόμευσης των θεμελίων του συστήματος.

ΑΠΟΡΙΕΣ ΚΑΙ ΕΡΩΤΗΜΑΤΙΚΑ

Αυτή λοιπόν η υπόθεση που ξέσπασε και ακόμη διαρκεί, δημιούργησε αρχικά απορίες και ερωτηματικά - εύλογα θα έλεγε κανείς - ως προς το κίνητρο και το σκοπό της αποκάλυψης όλων αυτών των γεγονότων από αστικά Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης (ΜΜΕ). Γιατί όχι μόνο υπονόμευαν θεσμούς του αστικού νομικοπολιτικού εποικοδομήματος, αλλά δημιουργούσαν αντιθέσεις και αντιπαραθέσεις εντός του αστικού πολιτικού συστήματος, γεγονός αρνητικό για το ίδιο.

Γιατί λοιπόν και πώς ασχολήθηκε ξαφνικά ένας συγκεκριμένος δημοσιογράφος με το συγκεκριμένο «ρεπορτάζ» και με περιεχόμενο την ιεραρχία της ελληνορθόδοξης εκκλησίας της Ελλάδας; Βεβαίως κατά καιρούς ο ίδιος έχει αποκαλύψει διάφορα απόρρητα και άπλυτα για ανθρώπους που υπηρετούν αστικούς θεσμούς ή για τη δράση θεσμών και υπηρεσιών φανερών ή μυστικών, ξένων και ντόπιων. Γιατί όμως άρχισε να βγάζει στη φόρα τέτοιας φύσης γεγονότα από τα άδυτα της εκκλησίας; Στην πορεία τη σκυτάλη πήρε άλλος, επίσης συγκεκριμένος ρεπόρτερ που κατά καιρούς έχει ασχοληθεί με ανάλογα θέματα. Για παράδειγμα αποκαλύψεις για πρόσωπα «κλειδιά» σε υποθέσεις που έχουν ευρύτερες πολιτικές διαστάσεις και επιδράσεις στους προσανατολισμούς, στη λειτουργία και δράση του αστικού πολιτικού συστήματος, και μάλιστα με τρόπο που φανερώνει ότι «σπρώχνει» τα τεκταινόμενα σε συγκεκριμένη κατεύθυνση. Πάντως έτσι όπως παίρνουν τη σκυτάλη οι ρεπόρτερς, θα μπορούσε κάποιος να υποθέσει ότι υπάρχει καταμερισμός μεταξύ τους.

Η αποκάλυψη, όμως, τέτοιων φαινομένων φανερώνει δυνατότητα πρόσβασης σε θεσμούς με στεγανά. Αρα και το σπάσιμο των στεγανών αντανακλά συνδετικούς «κρίκους-ανθρώπους» στην αλυσίδα της διαπλοκής θεσμών, υπηρεσιών, ανθρώπων των ΜΜΕ, που κάποτε τους κάνουν «αδύνατους κρίκους», προκειμένου να σπάσουν, συνειδητά ή ασυνείδητα δεν έχει σημασία. Αντικειμενικά η αξιοποίηση τέτοιων φαινομένων με τη δημοσιότητα προκαλεί αλυσιδωτές αντιδράσεις. Δε γίνεται να μην το υπολογίζουν αυτοί που τα αξιοποιούν, όσο και αν καμμιά φορά η αποκάλυψη αυτών των φαινομένων έχει και τη δική της δυναμική, που ο έλεγχός της περνά στα χέρια του πλέον ισχυρού παράγοντα από αυτούς που βρίσκονται πίσω από τα γεγονότα και έχουν συμβάλλει στην εμφάνισή τους.

Δημοσιογραφικά, λοιπόν, απαντώντας στα πιο πάνω ερωτήματα, θα έλεγε κανείς πως αυτή είναι η δουλειά του ρεπόρτερ. Να διεισδύει και να αποκαλύπτει γεγονότα στην «κοινή γνώμη», όπως τη λένε στην αστική δημοσιογραφία - εμείς λέμε στα λαϊκά στρώματα - προκειμένου να γνωρίζουν το τι συμβαίνει στην κοινωνία που ζουν. Επομένως η αποκάλυψη σάπιων καταστάσεων στους κόλπους της εκκλησίας φαίνεται σαν πρόθεση και επιδίωξη συμβολής στην ανάγκη «σαρώματος της σαπίλας». Διότι «η κοινή γνώμη» έχει διαφορετική εικόνα για την εκκλησία, που με τη δημοσιοποίηση «τσαλακώνεται». Αλλά ταυτόχρονα η εκκλησία ωθείται στο ξεκαθάρισμα της σαπίλας, αποκαταθιστώντας την εικόνα της.

Το ίδιο βεβαίως ισχύει και για τη Δικαιοσύνη και τη διαπλοκή λειτουργών της με διάφορα ιδιαίτερα συμφέροντα (νόμιμα ή παράνομα σε σχέση πάντα με το δίκαιο του αστικού κράτους) για προσωπικό όφελος, δηλαδή πλουτισμό. Αυτή φαινόταν με μια πρώτη ματιά, ως μια βολική ερμηνεία των αρχικών δημοσιογραφικών αποκαλύψεων.

Βεβαίως, η προσωπική ζωή καθενός, επομένως και των ιεραρχών είναι δική τους υπόθεση. Αλλά όταν πρόκειται για δημόσια πρόσωπα που εκπροσωπούν αστικούς θεσμούς και έχουν ανάλογη δράση, η δημόσια εικόνα τους αποτελεί τη βιτρίνα της επιβολής τους στη συνείδηση των λαϊκών ανθρώπων. Η δημόσια εικόνα προσώπων αξιοποιείται για την αποδοχή θεσμών άδικων για τη λαϊκή πλειοψηφία. Η δημόσια εικόνα επίσης χρησιμοποιείται από τα αστικά ΜΜΕ ως μοχλός επίδρασης στις κοινωνικοπολιτικές εξελίξεις, στην κατεύθυνση ενίσχυσης του αστικού πολιτικού συστήματος, συνολικότερα υπέρ των γενικών συμφερόντων του κεφαλαίου. Αν οι εκπρόσωποι των θεσμών του αστικού νομικοπολιτικού εποικοδομήματος δεν λειτουργούν αποτελεσματικά προς αυτή την κατεύθυνση, τότε αναζητούνται λύσεις που αγκαλιάζουν πρόσωπα και λειτουργίες.

Φαίνεται, λοιπόν, πως η δράση της εκκλησίας και των ιεραρχών, σήμερα δεν είναι πλήρως ευθυγραμμισμένη με αυτές τις ανάγκες και απαιτήσεις.

Αντικειμενικά προκαλεί προβλήματα και η δημοσιοποίηση της πραγματικής προσωπικής ζωής των ιεραρχών, ή ορισμένων έστω εξ αυτών, που πάντως παίζουν κυρίαρχο και πρωταγωνιστικό ρόλο όχι μόνο στα της εκκλησίας αλλά και στη δημόσια κοινωνική ζωή. Υπάρχουν αποκαλύψεις και «αποκαλύψεις». Υπάρχουν καλές προθέσεις και σκοπιμότητες. Η αποκάλυψη υπαρκτών ή και ανύπαρκτων προβλημάτων «προσωπικής ζωής» χρησιμοποιείται ως μέσο πολιτικού εκβιασμού. Επομένως χρήζει κριτικής και το ζήτημα ποιο σκοπό υπηρετεί η αποκάλυψη.

ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ ΣΕ ΠΟΙΑ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗ;

Η πρώτη λοιπόν εντύπωση που μπορούσε κάποιος να αποκομίσει από αυτά τα τεκταινόμενα στη δημόσια κοινωνική ζωή της Ελλάδας ήταν αυτό που αυθόρμητα έβγαινε και προς τα εκεί προσανατόλιζαν τα ΜΜΕ: Στην ανάγκη της κάθαρσης των θεσμών. Ετσι εμφανίστηκε αποπροσανατολιστικά και η λεγόμενη «αυτοκάθαρση». Μόνο που «η γυναίκα του Καίσαρα» πρέπει όχι μόνο να είναι αλλά και να φαίνεται τίμια. Ετσι, η προσέγγιση της κάθαρσης και «αυτοκάθαρσης» έχει τα εξής εγγενή προβλήματα:

Το πρώτο είναι η απόσπαση της λειτουργίας και δράσης δυο βασικών θεσμών του αστικού νομικοπολιτικού εποικοδομήματος από το χαρακτήρα της αστικής πολιτικής, εσωτερικής και εξωτερικής, και την αλληλεπίδραση θεσμών και πολιτικής. Με την καπιταλιστική Ελλάδα να βρίσκεται και να συμμετέχει στο διεθνές ιμπεριαλιστικό σύστημα από ενδιάμεση και υποδεέστερη θέση και ταυτόχρονα με μια μακρόχρονη ιστορία διαπλοκής του κεφαλαίου στην Ελλάδα με το κεφάλαιο ισχυρών καπιταλιστικών κρατών. Αυτή η προσέγγιση επίσης αγγίζει την επιφάνεια του φαινομένου και όχι την ουσία του.

Το δεύτερο πρόβλημα έχει να κάνει ακριβώς με τις αιτίες που δημιουργούν και αναπαράγουν ανάλογα προβλήματα. Αυτός που αφαιρείται από την αναγκαιότητα αποκάλυψης των αιτιών ή την αρνείται, κινδυνεύει να χτυπά «το σαμάρι αντί το γάιδαρο». Στην προκειμένη περίπτωση επιδιώκει την αντιμετώπιση του αποτελέσματος και των συνεπειών από την αποκάλυψη του φαινομένου και χάνει το κύριο που είναι: Το πώς και σε ποια κοινωνικοοικονομική πραγματικότητα δε θα παράγεται και αναπαράγεται το φαινόμενο.

«Το μυστικό της υπόθεσης» βρίσκεται στην οικονομική βάση που δημιουργεί αυτά τα φαινόμενα. Στις σχέσεις παραγωγής αυτής της κοινωνίας. Γενικά η εμφάνιση κάθε κοινωνικού φαινομένου, προκειμένου να ερμηνευτεί ολοκληρωμένα, απαιτεί την αποκάλυψη της ουσίας που κρύβει στο εσωτερικό του για να κατανοηθεί και το γιατί εμφανίστηκε. Διαφορετικά η προσπάθεια ερμηνείας του είναι αντι-ιστορική και δε θα αποκαλύψει την ουσία του.

Και το ένα και το άλλο ζήτημα βρίσκονται σε διαλεκτική σχέση μεταξύ τους, αφού οικονομία και πολιτική συνδέονται. Μόνο σε αυτή την κατεύθυνση μπορεί και πρέπει να αναζητηθεί η ερμηνεία και η απάντηση στο γιατί αυτές οι αποκαλύψεις, σε συνδυασμό με την εξ αντικειμένου διαπλοκή της εκκλησίας με την πολιτική και το κράτος.

Η συμμετοχή της εκκλησίας στην άσκηση πολιτικής δε φαίνεται άμεσα, αφού συγκαλύπτεται από το θεσμικό της ρόλο. Αλλά ως θεσμός του αστικού νομικοπολιτικού εποικοδομήματος συμμετέχει στην άσκηση πολιτικής. Αλλωστε, το γεγονός της αποκάλυψης των σχέσεων με ντόπιες και ξένες μυστικές υπηρεσίες αντανακλά ακριβώς αυτή τη θεσμική σχέση που συγκαλύπτεται από το θεσμικό της ρόλο, την έμμεση πολιτικο-ιδεολογική της παρέμβαση, αφού είναι θεσμός θρησκευτικός. Επιδρά στη διαμόρφωση της πολιτικής συνείδησης των λαϊκών μαζών αλλά μέσω του θρησκευτικού αισθήματος το οποίο προϋπάρχει.

Εξετάζοντας, λοιπόν τις πρόσφατες εξελίξεις, δεν μπορούμε να αφαιρούμαστε από αυτή τη σχέση.

Στη συνέχειά της αυτή η υπόθεση προσέλαβε άλλα οικονομικά και πολιτικά χαρακτηριστικά, τα οποία ανέδειξαν οι ίδιοι οι εμπλεκόμενοι ιεράρχες. Αποκαλύψεις για τη διαπλοκή της εκκλησίας με μυστικές υπηρεσίες, για ιεράρχες με καπιταλιστική ιδιοκτησία, όπως ανώνυμες εταιρείες στο εξωτερικό, προβλήθηκαν ανάλογα από τα αστικά ΜΜΕ. Να θυμίσουμε μόνο ότι τόσο ο αρχιεπίσκοπος Χριστόδουλος, όσο και ο τέως νομικός σύμβουλος του Πατριαρχείου Ιεροσολύμων Α. Κούγιας, μιλώντας για την εμπλοκή Βαβύλη στην εκλογή του Πατριάρχη Ιεροσολύμων Ειρηναίου, ως απεσταλμένου μάλιστα του αρχιεπισκόπου Χριστόδουλου, πρόβαλαν τους λεγόμενους «εθνικούς λόγους», προκειμένου να μην αποκαλύψουν: Ο μεν πρώτος, το ποιος απέστειλε και για ποιους λόγους έναν πράκτορα της ΕΥΠ - με πλαστό όνομα και διαβατήριο - για να συμβάλλει στην αποδοχή του Ειρηναίου από τις Ισραηλινές αρχές (στο Ισραήλ, το άντρο της Μοσάντ). Γιατί δεν κατηγορήθηκε τυχαία ο αρχιεπίσκοπος Χριστόδουλος ανοιχτά από τον Ειρηναίο ότι αυτός απέστειλε το Βαβύλη. Ο δε δεύτερος, το λόγο που παραιτήθηκε από νομικός σύμβουλος του Πατριάρχη Ειρηναίου, διαφωνώντας με τους χειρισμούς του στο όλο ζήτημα που ανέκυψε σχετικά με το Βαβύλη και την ανοικτή κατηγορία προς τον αρχιεπίσκοπο Χριστόδουλο γι’ αυτό το γεγονός.

Να θυμίσουμε εδώ την αρχική άρνηση της Ισραηλινής κυβέρνησης να αποδεχτεί τον Ειρηναίο ως Πατριάρχη Ιεροσολύμων και διάδοχο του αποθανόντος Πατριάρχη Διοδώρου, αν και προκύπτουν ερωτηματικά: Ηταν πράγματι άρνηση ή χρόνος καθυστέρησης για διαπραγματεύσεις και ποιες; Μήπως για το πώς θα δρα ο Ειρηναίος, ώστε οι Αραβες ορθόδοξοι να υποτάσσονται στις επιδιώξεις του Ισραήλ και για το Παλαιστινιακό και για την ευρύτερη περιοχή; Πράγματι ο Ειρηναίος είχε αγαστές σχέσεις με το Χριστόδουλο. Αλλά ο Χριστόδουλος γιατί παρεμβαίνει εκτός των ορίων της «επικράτειάς» του; Μήπως γιατί πάνω στην κύρια αντίθεσή του με το Οικουμενικό Πατριαρχείο διαμόρφωνε συμμαχίες διεθνώς; Δεν έχει κατηγορηθεί από τους κόλπους της Ιεραρχίας ότι τα ίδια έκανε και με τον Πατριάρχη της Ρωσίας;

Γιατί λοιπόν οι αποκαλύψεις πήραν αυτές τις διαστάσεις; Αποκαλύφτηκαν τυχαία από ένα ρεπορτάζ για την αποκατάσταση της «ηθικής τάξης» στην εκκλησία με βάση πάντα τις δικές της αρχές και τους κανόνες της ή προκλήθηκαν; Από ποιους και γιατί; Ακόμη και το πρώτο ρεπορτάζ «αποκάλυψη» ήταν τυχαίο; Γιατί η συνέχεια αυτού του ρεπορτάζ που ξεκίνησε από και για την ελληνορθόδοξη εκκλησία της Ελλάδας έφτασε ως το Πατριαρχείο Ιεροσολύμων;

Η ΔΙΕΚΔΙΚΗΣΗ ΖΩΤΙΚΟΥ ΧΩΡΟΥ ΣΤΑ ΚΟΙΝΩΝΙΚΟΠΟΛΙΤΙΚΑ ΠΡΑΓΜΑΤΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΗΓΕΣΙΑ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ

Είναι γεγονός πως από την πρώτη στιγμή ανάδειξης του Χριστόδουλου στην κορυφή της ιεραρχίας της ελληνορθόδοξης εκκλησίας της Ελλάδας, στην Αρχιεπισκοπή έγινε στροφή στην τακτική της εκκλησίας ως προς την άσκηση και δράση του πραγματικού της ρόλου, ως θεσμού του αστικού νομικοπολιτικού εποικοδομήματος.

Δημοσίως ο αρχιεπίσκοπος δεν έκρυβε πως διεκδικεί - και τον τρόπο που διεκδικεί - την άσκηση αυτού του ρόλου στην κοινωνικοπολιτική ζωή της Ελλάδας, ανοικτά, ενίοτε και προκλητικά. Η σχετική αυτοτέλεια του θρησκευτικού θεσμού που εκπροσωπεί παρέχει μόνο επιφανειακή συγκάλυψη του ρόλου του ως δομικού στοιχείου του συστήματος. Εξασφαλίζει μόνο επιφανειακά υπερταξικό χαρακτήρα, υπεράνω πολιτικών κομμάτων και ιδεολογιών, αξιοποιώντας το θρησκευτικό αίσθημα ή τη θρησκευτική συνείδηση που δεν μπορεί αντικειμενικά να αποτελεί στοιχείο διαχωρισμού των λαϊκών ανθρώπων.

Ο Χριστόδουλος προσπάθησε να κατοχυρώσει στις λαϊκές συνειδήσεις αυτό που πραγματικά – αντικειμενικά - είναι και κάνει η εκκλησία ως θεσμός με τη δράση της και τη σχέση της με το κράτος και την πολιτική. Αλλά που ως τότε - τουλάχιστον στα χρόνια από την πτώση της χούντας και μετά - δε φαινόταν. Γιατί στη μετεμφυλιοπολεμική περίοδο και στην περίοδο της δικτατορίας η εκκλησία ασκούσε αυτό το ρόλο ανοιχτά, εμφανίζοντας την άρρηκτη διαπλοκή της δράσης της με αυτή του αστικού κράτους και των κυβερνήσεων.

Ο αρχιεπίσκοπος Χριστόδουλος άρχισε να δρα με τακτική τέτοια που έδειχνε ότι επιδιώκει να κατοχυρώσει ανοιχτά και ολοένα και πιο ενεργά το ρόλο του στην κοινωνικοπολιτική ζωή. Μάλιστα με μεγαλύτερη αυτοτέλεια από αυτήν που ορίζεται από το νομικοπολιτικό εποικοδόμημα για το θεσμό της εκκλησίας.

Αλλωστε, μπορούμε να πούμε πως οι συνθήκες ευνοούσαν μια τέτοια επιδίωξη αφού η αντεπανάσταση, η υποχώρηση του επαναστατικού κινήματος, η επίθεση του κεφαλαίου και οι διάφορες παραλλαγές άσκησης της πολιτικής διαχείρισης των υποθέσεων του κράτους, εθνικών και διεθνικών, πισωγύρισαν τις λαϊκές συνειδήσεις. Ο καπιταλισμός με δεδομένες τις ενδογενείς αντιφάσεις και αντιθέσεις του, εσωτερικές και διεθνείς και την όξυνση της βασικής του αντίθεσης που γεννά και αναπαράγει την οικονομική κρίση και οδηγεί στη σχετική και απόλυτη εξαθλίωση, απαιτούσε προσαρμογές για την ιδεολογική χειραγώγηση των λαϊκών μαζών, την υποταγή τους σε αυτό που ονομάστηκε «τέλος της ιστορίας». Δηλαδή στην αποδοχή του δόγματος ότι ο καπιταλισμός είναι το τελευταίο κοινωνικοοικονομικό σύστημα στην ιστορία της ανθρωπότητας.

Η όξυνση των ταξικών αντιθέσεων απαιτεί καταλάγιασμα της ταξικής πάλης, ακόμη και όταν είναι «αυθόρμητη», όταν δεν έχει προσλάβει συνειδητό χαρακτήρα, ούτε για τη βελτίωση των όρων πώλησης της εργατικής δύναμης, αντιμετωπίζοντας έστω και τις συνέπειες μιας γενικευμένης επίθεσης του κεφαλαίου. Και αυτό μπορεί να γίνεται μόνο με την αναπαραγωγή της αστικής ιδεολογίας, αναπαραγωγή που να φτάνει και ως τις αναπαλαιωμένες φιλοσοφικές αναζητήσεις αντιμετώπισης των αδιεξόδων της κοινωνικής ζωής των λαϊκών μαζών μέσω της μεταφυσικής. Βεβαίως η θρησκεία, άρα και η εκκλησία, πάντα ενεργούσε και προς αυτή την κατεύθυνση.

Το καινούργιο όμως με το Χριστόδουλο είναι η δημόσια δράση του ίδιου και της εκκλησίας, ως προς τα λαϊκά προβλήματα, τη μορφή της διαχείρισής τους που δείχνει τάση διαμόρφωσης άτυπου πολιτικού ηγέτη, υπεράνω κομμάτων. Διαπίστωνε τις κοινωνικές ανισότητες και τα λαϊκά προβλήματα, προβάλλοντας ταυτόχρονα ως αυθύπαρκτη τη σημερινή κοινωνικοοικονομική πραγματικότητα έξω από την οικονομική βάση της κοινωνίας, τις σχέσεις παραγωγής, δηλαδή την ατομική ιδιοκτησία στα μέσα παραγωγής που αποτελεί την πραγματική αιτία και των ανισοτήτων και των προβλημάτων.

Αλλά οι δημόσιες εμφανίσεις και η δράση του Χριστόδουλου δεν άργησαν να καλλιεργήσουν αντιθέσεις ανάμεσα στην κυβέρνηση και το κράτος από τη μια πλευρά και στην εκκλησία της Ελλάδας από την άλλη. Αιχμή ήταν ο ίδιος ή κυρίως ο ίδιος ο Χριστόδουλος και οι σύμμαχοί του στους κόλπους της εκκλησίας. Αφορμή ο πόλεμος της Γιουγκοσλαβίας.

Η ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΑ

Το 2000 άνοιξε η υπόθεση των ταυτοτήτων. Η κόντρα πήρε όχι μόνο ανοιχτές διαστάσεις, αλλά και μαζική δράση της εκκλησίας με τις διαβόητες «λαοσυνάξεις», τη συλλογή υπογραφών υπέρ της αναγραφής του θρησκεύματος στις ταυτότητες. Το ίδιο ζήτημα, σύμφωνα με πληροφορίες, ετοιμαζόταν να ξαναθέσει ο αρχιεπίσκοπος Χριστόδουλος. Η ιστορία με τις ταυτότητες ήταν μια αφορμή για την εμφάνιση μιας αντίθεσης κυβέρνησης και εκκλησίας. Πήρε διαστάσεις σύγκρουσης, αφού η ιεραρχία προχώρησε σε ανοιχτές συγκεντρώσεις. Και πάντως κανείς δεν μπορεί να αμφισβητήσει ότι ήταν μια ανοικτά οργανωμένη παρέμβαση με έντονη πολιτικοϊδεολογική χροιά και περιεχόμενο.

Πράγματι, με αφορμή το συγκεκριμένο ζήτημα των ταυτοτήτων, ο αρχιεπίσκοπος Χριστόδουλος εμφανίστηκε ούτε λίγο ούτε πολύ ως άτυπος ηγέτης με σαφή το σκοπό να παρέμβει στην κοινωνικοπολιτική πραγματικότητα και να τη διαμορφώσει σε μια ορισμένη συγκεκριμένη κατεύθυνση.

Δεν ήταν βεβαίως πρώτη φορά, αλλά τώρα ηγούνταν λαϊκών κινητοποιήσεων τις οποίες οργάνωνε η ίδια η εκκλησία με τους διάφορους μηχανισμούς της. Και δεν ήταν πρώτη φορά που ο Χριστόδουλος παρέμβαινε στα πολιτικά πράγματα της Ελλάδας, προβάλλοντας συγκεκριμένες θέσεις για κυβερνητικές επιλογές στρατηγικής σημασίας για το κεφάλαιο. Τέτοια ήταν η συμμετοχή της Ελλάδας στον πόλεμο του ΝΑΤΟ και της Ευρωπαϊκής Ενωσης κατά της Γιουγκοσλαβίας, στον οποίο εναντιώθηκε ο αρχιεπίσκοπος. Ερμηνεύοντας τη συγκεκριμένη τότε στάση του, στάση αντίθετη με την επιλογή του αστικού πολιτικού κόσμου και του κεφαλαίου, δεν πρέπει να τη θεωρήσουμε και τόσο περίεργη. Υπάρχει εδώ μια αντίφαση, ως προς την άρνηση της εκκλησίας να ευθυγραμμιστεί με τις συγκεκριμένες επιλογές, αλλά είναι ερμηνεύσιμη, αν θυμηθούμε πώς αιτιολόγησε την αντίθεσή του στο συγκεκριμένο πόλεμο ο Χριστόδουλος: Εναντιώθηκε στο όνομα της «αδελφοσύνης των ομοθρήσκων». Τάχτηκε ενάντια στον πόλεμο και όχι ενάντια στις αιτίες του. Αλλά και σε συνέντευξή του την ίδια περίοδο που άνοιξε το ζήτημα των ταυτοτήτων έκανε σαφείς αναφορές κατά της «νέας τάξης», της ισοπέδωσης πολιτισμών και πρόβαλε έντονα κινδύνους αφανισμού του «έθνους» και πολιτικής που προκαλεί κοινωνικά προβλήματα. Η πολιτική τοποθέτηση σ’ αυτά τα ζητήματα εμφανιζόταν ιδιαίτερα σε ανώριμες πολιτικά συνειδήσεις, ως διαφορετική από της κυρίαρχης πολιτικής. Φαινομενικά αντιστρατευόταν στη στρατηγική του κεφαλαίου και την ιδεολογία του κοσμοπολιτισμού του. Αυτό αντανακλούσε στη συγκεκριμένη περίοδο έναν εθνικιστικό αντιαμερικανισμό. Ο αντιαμερικανισμός είναι βαθιά ριζωμένος και ως συνείδηση και ως λαϊκό αίσθημα για συγκεκριμένους ιστορικούς λόγους που ξεκινούν από τον εμφύλιο πόλεμο και τα μετεμφυλιοπολεμικά χρόνια, αφού οι ΗΠΑ ήταν ο βασικός σύμμαχος του εγχώριου κεφαλαίου για τη στερέωση της εξουσίας του στην Ελλάδα.

Επομένως ήταν ευκαιρία να χρησιμοποιήσει και ο αρχιεπίσκοπος τον αντιαμερικανισμό στη δοσμένη στιγμή και για τις δικές του επιδιώξεις. Επιδιώξεις οι οποίες φανέρωναν υπεράσπιση του «έθνους» από τον υποτιθέμενο αφανισμό του λόγω «παγκοσμιοποίησης». Ομως η προβολή και υπεράσπιση του «εθνικού», έξω από το «ταξικό» και μάλιστα στην εποχή του ιμπεριαλισμού, ενισχύει τον εθνικισμό. Στη δοσμένη περίοδο έρχεται σε αντίθεση με την επιδίωξη διαμόρφωσης και ενίσχυσης της κοσμοπολίτικης συνείδησης στα λαϊκά στρώματα, αφού το κεφάλαιο στην Ελλάδα συμμετέχει ενεργά στη ιμπεριαλιστική δράση, γεγονός που αναδεικνύει την ιμπεριαλιστική φύση του καπιταλισμού και στην Ελλάδα (π.χ. ρόλος και δράση στα Βαλκάνια και όχι μόνο).

Ετσι παρουσιάστηκε τότε το εξής παράδοξο, η Εκκλησία, που ιστορικά έχει ως κύριο ιδεολογικό υπόβαθρο την «οικουμενικότητα», να αντιδρά στον κοσμοπολιτισμό του κεφαλαίου. Αλλά δεν είναι καθόλου παράδοξο. Γιατί την υπόθεση «οικουμενικότητα», ο Χριστόδουλος την πρόβαλλε ως «οικουμενικότητα της ορθοδοξίας». Το ρόλο του ηγέτη και «στην οικουμενικότητα της ορθοδοξίας» το θέλει κατ’ αποκλειστικότητα ως δικό του εργαλείο δράσης το Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως. Αλλωστε, τυπικά το Πατριαρχείο ως προς την ιεραρχία βρίσκεται πάνω από την αυτοκέφαλη ελληνορθόδοξη εκκλησία. Από αυτή την άποψη δεν είναι τυχαίες και οι έντονες αντιθέσεις της Αρχιεπισκοπής με το Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως. Βεβαίως η συμμετοχή της άρχουσας τάξης της Ελλάδας στην καπιταλιστική διεθνοποίηση και μέσω της ενσωμάτωσης στην Ευρωπαϊκή Ενωση και της συμμετοχής στην ιμπεριαλιστική τάξη πραγμάτων, στην επονομαζόμενη «ανεπίστρεπτη παγκοσμιοποίηση», ωθεί και την εκκλησία της Ελλάδας σε αναζήτηση ανάλογων ρόλων, που πασχίζει να τους επιβάλει σε επίπεδο Ευρώπης πλέον. Δεν ήταν τυχαίες οι αναφορές του αρχιεπισκόπου στις δυσκολίες της Δυτικής Εκκλησίας μπροστά στη λεγόμενη παγκοσμιοποίηση. Δεν ήταν επίσης τυχαία η αναφορά γενικά στη «χριστιανική Ευρώπη» (ουσιαστικά δεν αντιτίθεται στη συμμετοχή της Ελλάδας), ούτε στη δυνατότητα της ελληνορθόδοξης Εκκλησίας να παίξει θετικό ρόλο σε αυτή την πορεία. Αλλά αυτή η επιδίωξη απαιτούσε πρωτοβουλίες και ταυτόχρονα δυνατότητα λαϊκού ερείσματος της ορθοδοξίας σε επίπεδο ευρωπαϊκό. Δεν είναι τυχαία επίσης η αντίθεση της εκκλησίας της Ελλάδας με το Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως για το ποιος θα προλάβει να αποκτήσει πρόσβαση στις Βρυξέλλες μετά την ένταξη της Ελλάδας στην ΟΝΕ και να εγκαταστήσει δικό του μηχανισμό.

Επομένως, η ελληνορθόδοξη Εκκλησία διεκδικεί ρόλο και στα πλαίσια της «Ευρωπαϊκής Ενωσης» (χριστιανική Ευρώπη), αλλά της χρειάζονται συμμαχίες. Αυτές μπορούν να υπάρχουν μόνο αν προσεταιριστεί τις εκκλησίες και τα Πατριαρχεία της περιοχής του λεγόμενου «ορθόδοξου χριστιανικού τόξου» (Βαλκάνια, Ρωσία). Ο Χριστόδουλος έχει κατηγορηθεί πολλές φορές και μέσα από την Ιερά Σύνοδο για προσεταιρισμό του Πατριάρχη Ρωσίας ενάντια στο Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως, δηλαδή το Οικουμενικό Πατριαρχείο. Με άλλη «δύναμη» και δυναμική μπορεί να συμμετέχει και να δρα η ελληνορθόδοξη εκκλησία στα πλαίσια της Ευρωπαϊκής Ενωσης, έχοντας μαζί της και τους υπόλοιπους, εκτός Ευρωπαϊκής Ενωσης, ορθόδοξους χριστιανούς.

Ομως ο πόλεμος στα Βαλκάνια έφερε σε αντίθεση τους πληθυσμούς αυτού του «ορθόδοξου χριστιανικού τόξου» με την Ελλάδα. Και ώθησε το Χριστόδουλο στην έκφραση αντίθεσης στον πόλεμο στη Γιουγκοσλαβία, τον οποίο χρέωνε αποκλειστικά στους Αμερικανούς, εκφράζοντας τον ιδιότυπο εθνικιστικό αντιαμερικανισμό. Βεβαίως, αυτή η τακτική της Εκκλησίας, με την αταξική υπεράσπιση του «έθνους», άνοιγε δρόμο και στον εθνικισμό και από αυτή τη σκοπιά έκανε τότε κριτική στις συνέπειες της «νέας τάξης». Ετσι, δεν είχε συμβολή στην αντίσταση απέναντι στη «νέα τάξη» του ιμπεριαλισμού, αλλά στην παρεμπόδιση ωρίμανσης της αντιιμπεριαλιστικής συνείδησης. Και φαινόταν να «σπρώχνεται» ως προς αυτό η Εκκλησία με την υπόθεση των ταυτοτήτων. Το 1999 που έγινε ο πόλεμος ήταν πολύ κοντά στο 2000 που άνοιξε το ζήτημα των ταυτοτήτων. Βεβαίως, την κυβέρνηση και τους συμμάχους της θα τους βόλευε να μην αντιτάσσεται η Εκκλησία στον κοσμοπολιτισμό της. Γνώριζε όμως ότι αυτή η αντίθεση είναι υπαρκτή, και την εκμεταλλεύτηκε η τότε κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ, με διπλό στόχο. Αφενός να εμφανίσει ως προοδευτική και φιλολαϊκή την πολιτική της συμμετοχής στην Ευρωπαϊκή Ενωση, στην αναδόμηση του ΝΑΤΟ, στη «νέα τάξη» και ως αντιδραστική την αντιιμπεριαλιστική - αντιμονοπωλιακή πάλη, εστιάζοντας την αιχμή της στον εθνικιστικό αντιαμερικανισμό του Χριστόδουλου. Αφετέρου για να «σπρώξει» τα πράγματα προς τη δημιουργία συνθηκών προσαρμογής της εκκλησίας στα δεδομένα του κοσμοπολιτισμού του κεφαλαίου, γεγονός που έσπρωχνε στην αντιπαράθεση με την εκκλησία και το Χριστόδουλο. Εδώ χρειάζεται να υπενθυμίσουμε ότι τη διαπλοκή κράτους - εκκλησίας δεν πρέπει να την αντιλαμβανόμαστε έξω από τη σχετική αυτοτέλεια της εκκλησίας και ακόμη μεγαλύτερης ως προς της κυβέρνησης. Υπενθυμίζουμε ακόμη ότι ο Χριστόδουλος, ως νέα σχετικά ανάδειξη στην αρχιεπισκοπή (1997), δεν ήταν εύκολο να αντιμετωπιστεί. Χρειαζόταν ανοιχτή αντιπαράθεση για την επιβολή της προσαρμογής της εκκλησίας της Ελλάδας στον κοσμοπολιτισμό του κεφαλαίου. Από την άλλη, ο ρόλος του Οικουμενικού Πατριαρχείου, οι ιστορικές και παραδοσιακές αντιθέσεις ελληνικής εκκλησίας και Οικουμενικού Πατριαρχείου, στη σχετική τους αυτοτέλεια εκφρασμένες ως δύο θεσμοί, ήταν πρόβλημα στην επιδίωξη διεκδίκησης της ελληνικής άρχουσας τάξης να αναλάβει, στα πλαίσια της δράσης του ιμπεριαλισμού στην περιοχή, πρωταγωνιστικό περιφερειακό ρόλο. Γιατί υπάρχει ταυτόχρονα και η άρχουσα τάξη της Τουρκίας με τις ίδιες επιδιώξεις. Και το Οικουμενικό Πατριαρχείο βρίσκεται στην τουρκική επικράτεια, είναι κρίκος στις σχέσεις της καπιταλιστικής Ελλάδας με την καπιταλιστική Τουρκία. Οι αντιθέσεις ελληνικής εκκλησίας και Οικουμενικού Πατριαρχείου, λόγω διεκδίκησης ηγετικού ρόλου από το Χριστόδουλο, δημιουργούν επίσης προβλήματα στην ελληνική αστική τάξη, στην εξωτερική πολιτική της στην περιοχή.

Τέλος, δεν μπορούμε να ξεχνάμε πως υπάρχει και ο αμερικανοΝΑΤΟϊκός παράγοντας που δε «συγχωρεί», ακόμη και από ομοϊδεάτες του, τον όποιας μορφής και περιεχομένου - ακόμη και του πλέον ανώδυνου - αντιαμερικανισμού. Ακόμη, ότι την περιοχή μας στα πλαίσια των ενδοϊμπεριαλιστικών αντιθέσεων τη θεωρεί ως ένα κρίκο στην αλυσίδα των γεωστρατηγικών του επιδιώξεων που ξεκινά από τα Βαλκάνια και φτάνει ως τη Μέση Ανατολή και την Ασία, αλλά και τη Μεσόγειο και την Αφρική, ιδιαίτερα τη Βόρεια. Χωρίς όλα τα παραπάνω δεν μπορούμε να προσεγγίσουμε και να ερμηνεύσουμε το πρόβλημα που ξέσπασε και εμφανίζεται ως ένα κουβάρι μπερδεμένο ανάμεσα σε εκκλησία, Δικαιοσύνη, μυστικές υπηρεσίες, ακόμη και το έγκλημα.

ΚΑΙ Η ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΤΗΣ

Εχουμε ήδη αναφέρει ότι η εκκλησία της Ελλάδας είναι δομικό στοιχείο του καπιταλιστικού καθεστώτος, αλλά με τη μεγαλύτερη ίσως αυτοτέλεια στη δράση της, τόσο σε εθνικό επίπεδο όσο και σε διεθνικό. Μια δράση η οποία φαίνεται να ακολουθεί την κρατική πολιτική στις συνθήκες εξάπλωσης της ιμπεριαλιστικής τάξης πραγμάτων, αλλά σε συνδυασμό με τα ιδιαίτερα συμφέροντά της.

Σε αυτά ακριβώς τα πλαίσια πρέπει να αντιλαμβανόμαστε τις σχέσεις της Ελλαδικής εκκλησίας με τα άλλα ορθόδοξα Πατριαρχεία και πρώτα απ’ όλα το γεγονός ότι πατριάρχες των Ιεροσολύμων και της Αλεξανδρείας είναι Ελληνες. Υπάρχει επίσης ένα δεύτερο δεδομένο. Υπάρχουν ελληνορθόδοξες εκκλησίες σε κράτη όπου υπάρχει η «ομογένεια», π.χ. στις ΗΠΑ. Σε αυτές όμως εμπλέκονται και το Οικουμενικό Πατριαρχείο αλλά και οι κυβερνήσεις των κρατών στα οποία βρίσκονται τα άλλα Πατριαρχεία και οι Ελληνορθόδοξες εκκλησίες.

Ο Χριστόδουλος, από την αρχή της ανάδειξής του, φάνηκε ότι διεκδικεί ηγετικό ρόλο και ως προς τις σχέσεις με τις άλλες εκκλησίες, αφαιρώντας τον από το Οικουμενικό Πατριαρχείο. Εμφανίστηκε, π.χ. στην περίπτωση του Ειρηναίου, έντονα. Βεβαίως το Πατριαρχείο Ιεροσολύμων αποτελεί επίσης κρίκο στην πορεία των σχέσεων Ισραήλ-Παλαιστινίων. Σχέσεις που καθορίζονται από μια μακρόχρονη (από το 1947) σύγκρουση. Αλλά δεν πρέπει να αφαιρεθούμε και από το γεγονός ότι η περιοχή της Μέσης Ανατολής αποτελεί πεδίο εκδήλωσης ενδοϊμπεριαλιστικών αντιθέσεων, στις οποίες πρωταγωνιστούν οι ΗΠΑ, ενισχύοντας το Ισραήλ. Αυτό όμως στην πορεία έχει αποκτήσει την οικονομική και πολιτικοστρατιωτική δύναμη για να διεκδικεί μια σχετικά αυτοτελή ιμπεριαλιστική δράση στην περιοχή.

Το ελληνικό κράτος, εκ των πραγμάτων ενέχεται στους ιμπεριαλιστικούς σχεδιασμούς των ΗΠΑ για τη Μέση Ανατολή, αλλά διατηρεί και την ιδιαίτερη ιστορική του σχέση με ορισμένα αραβικά κράτη.

Ταυτόχρονα, ο Χριστόδουλος το ζήτημα «οικουμενικότητα» το περιορίζει στη Χριστιανική Θρησκεία και την Ορθοδοξία ιδιαίτερα, ενώ το Οικουμενικό Πατριαρχείο την αντιλαμβάνεται και ως αποδοχή όλων των άλλων Θρησκειών, ως πραγματικότητα που πρέπει να γίνει αποδεκτή. Αυτό βολεύει την ιδεολογία της λεγόμενης «παγκοσμιοποίησης».

Η υπενθύμιση των παραπάνω είναι απαραίτητη προκειμένου να αντιληφθούμε τη σχέση του φαινόμενου που ξέσπασε στους κόλπους της εκκλησίας, τους σκοπούς που ώθησαν διαφόρους μηχανισμούς να το προκαλέσουν, καθώς και το γιατί και πώς φαίνεται να αξιοποιείται. Και αυτό γιατί η αποκάλυψη των σχέσεων της εκκλησίας με την ΕΥΠ, με κεντρικό σημείο αναφοράς το Βαβύλη και τη δράση του στο Ισραήλ, δράση στην οποία δεν μπορεί να μην είναι εμπλεκόμενες και ξένες μυστικές υπηρεσίες, τουλάχιστον η Μοσάντ, εστιάζεται γεωγραφικά στο Ισραήλ, ενώ χτυπά γενικά την ηγεσία της ελληνικής εκκλησίας. Υπενθυμίζουμε το ρόλο του Πατριαρχείου Ιεροσολύμων στις αραβοϊσραηλινές αντιθέσεις και συγκρούσεις. Επίσης το γεγονός ότι του ανήκει ο Πανάγιος Τάφος με την τεράστια σε αξία περιουσία και τη διαχείρισή της. Περιουσία που είναι στο έδαφος του σημερινού Ισραήλ αλλά και σε Παλαιστινιακά εδάφη. Είναι γνωστό το γεγονός π.χ. ότι τόσο η Κνεσέτ (Ισραηλινό κοινοβούλιο), όσο και η πρωθυπουργική κατοικία στο Ισραήλ, αλλά και πολλές κυβερνητικές εγκαταστάσεις είναι ιδιοκτησία του Πατριαρχείου Ιεροσολύμων.

ΟΙ ΔΙΕΘΝΙΚΕΣ ΔΙΑΣΤΑΣΕΙΣ

Στη συγκεκριμένη χρονική περίοδο βρίσκεται σε εξέλιξη το αμερικανικό σχέδιο λύσης στα πλαίσια της ιμπεριαλιστικής τάξης πραγμάτων του Παλαιστινιακού προβλήματος και της διευθέτησης του προβλήματος του μακροχρόνιου πολέμου στην περιοχή. Πολέμου που, αν και όχι πάντα ανοιχτά, αγκαλιάζει και άλλα κράτη στην περιοχή όπως π.χ. το Λίβανο και τη Συρία που δεν έχουν «εκσυγχρονιστεί» προκειμένου να συμμετέχουν στην προώθηση των ιμπεριαλιστικών σχεδίων, στα οποία βεβαίως το Ισραήλ θα έχει τον πρωταγωνιστικό περιφερειακό ρόλο. Δεν είναι τυχαίο ως προς αυτά τα σχέδια το γεγονός ότι προκάλεσαν εξελίξεις και στο Λίβανο και στη Συρία με τη δολοφονία (αλήθεια ποιες υπηρεσίες βρίσκονται από πίσω;) του πρώην πρωθυπουργού του Λιβάνου. Δρομολογούνται επομένως εξελίξεις ή πιο σωστά επιδιώκεται διευθέτηση χρόνιων ανοικτών για τον ιμπεριαλισμό προβλημάτων, με πρώτο το Παλαιστινιακό και φαίνεται η δρομολόγησή τους, από την προσέγγιση της νέας Παλαιστινιακής ηγεσίας με το Ισραήλ. Λύση βεβαίως ενταγμένη στο πλαίσιο των επιδιώξεων των διεθνικών μονοπωλίων.

Σχετικά με αυτό ίσως να φαίνεται αντιφατική η εξέλιξη ως προς τον Πατριάρχη και την εμπλοκή του σ’ ένα πρόβλημα που φαίνεται να ξεκινά και να σχετίζεται με την εκκλησία της Ελλάδας. Γιατί η επιβολή του αλλά και η δράση του (π.χ. αποκαλύφθηκε ότι πούλησε εδάφη του παλαιστινιακού τμήματος της Ιερουσαλήμ στο Ισραήλ) δεν ερχόταν σε αντίθεση με το Ισραήλ. Αλλά φαίνεται να μη βολεύει, βλέποντας μακροπρόθεσμα τη δρομολόγηση του σχεδίου που οι ιμπεριαλιστές προωθούν από κοινού με το Ισραήλ για τη λύση του Παλαιστινιακού. Για παράδειγμα, Αραβας Πατριάρχης αλλά που να συναινεί ή να συμβάλλει στην προώθηση των όποιων σχεδίων στην περιοχή που εξυπηρετούν τα συμφέροντα των μονοπωλίων αποτελεί καλύτερη λύση. Γιατί η δράση του θα εξαπλώνεται σε ολόκληρο το αραβικό ορθόδοξο τόξο, υπονομεύοντας ίσως και το Πατριαρχείο Αντιοχείας. Θα είναι πιο εύκολη και η ανάλογη δράση στη Συρία. Με τον Ειρηναίο, αν και φάνηκε από την πρώτη στιγμή ότι εξυπηρετεί καλά το Ισραήλ, δείχνουν να μην αισθάνονται σιγουριά, ούτε οι Ισραηλινοί ούτε οι Αμερικανοί. Ο ίδιος βεβαίως κάνει ότι μπορεί, ακόμη και σε ρήξη με το Χριστόδουλο ήρθε με αφορμή την αποκάλυψη για το ρόλο του Βαβύλη. Αλλά η υπονόμευσή του συνεχίζεται με ένταση αφού στρέφονται οι Αραβες ορθόδοξοι ενάντιά του. Η δημόσια δήλωση ότι πλαστογραφήθηκε η υπογραφή του δεν μπορεί πλέον να αντιμετωπίσει τις τριβές και τις δυσκολίες του Πατριάρχη με τους Παλαιστίνιους ορθοδόξους. Μήπως ακριβώς αυτό επεδίωξε αυτή η αποκάλυψη; Να χάνει τα αραβικά και Παλαιστινιακά ερείσματά του ο Ειρηναίος; Ή μήπως ο υπερβάλλων ζήλος του υπέρ του Ισραήλ δυσκολεύει και το ίδιο το Ισραήλ και τη νέα Παλαιστινιακή αρχή ως προς την προοπτική που χαράσσουν για το Παλαιστινιακό; Μήπως επίσης δυσκολεύει τις παρεμβάσεις της ελληνικής κυβέρνησης στους Παλαιστίνιους για αποδοχή λύσης που βολεύει τους ευρωατλαντικούς; Η Κοντολίζα Ράις, Υπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ, δήλωσε μετά τη συνάντηση με τον Ελληνα ομόλογό της, ότι θα συνεργαστούν και γι’ αυτό το θέμα. Εδώ επίσης δεν πρέπει να ξεχνάμε τη διαχείριση της τεράστιας περιουσίας του Πανάγιου Τάφου στην περιοχή, αλλά και τη μεγάλης αξίας περιουσία του και στην Ελλάδα. Ποιος θα έχει στα χέρια του τη διαχείρισή της; Γιατί αποτελεί ένα συνδετικό κρίκο των σχέσεων ελληνικής εκκλησίας και Πατριαρχείου Ιεροσολύμων και ένα λόγο επιμονής του Χριστόδουλου για Πατριάρχη δικής του επιρροής. Εδώ εμπλέκονται και διαφορετικά επιχειρηματικά συμφέροντα από άποψη εθνικότητας. Ποια λύση τελικά θα δοθεί μετά και την παρέμβαση του ελληνικού Υπουργείου Εξωτερικών, που ζήτησε από τον Ειρηναίο να σταθεί στο ύψος των περιστάσεων;

Σχετικά με την εξέλιξη του προβλήματος που ανέκυψε με την εκκλησία της Ελλάδας και το γεγονός ότι μια εστία όξυνσής του επικεντρώθηκε στο Ισραήλ, πρέπει να πάρουμε υπόψη και την εξής σημαντική παράμετρο: Στη Σύνοδο του ΝΑΤΟ στην Κωνσταντινούπολη (Ιούνιος 2004) οριστικοποιήθηκε και αποφασίστηκε το σχέδιο ιμπεριαλιστικής δράσης για τη «Μεγάλη Μέση Ανατολή» που πυρήνας του είναι η υποταγή των Αραβικών κρατών και των κρατών της Βόρειας Αφρικής στα ιμπεριαλιστικά συμφέροντα. Ως ιδεολογικό υπόβαθρο χρησιμοποιείται η δράση για το λεγόμενο εκδημοκρατισμό αυτών των κρατών, δηλαδή για την προσαρμογή ή τη βίαιη αντικατάσταση των καθεστώτων τους από καθεστώτα που να αναπτύσσουν και να υπηρετούν το μονοπωλιακό καπιταλισμό. Το Ιράκ δίνει μια γεύση τι σημαίνει και πώς επιβάλλεται η «δημοκρατία» του ιμπεριαλισμού. Στην ίδια απόφαση τονίστηκε ο σημαντικός ρόλος του Ισραήλ στην προώθηση του συγκεκριμένου σχεδίου και η ενεργητική και οργανική συνεργασία του με το ΝΑΤΟ. Και υπ’ αυτό το πρίσμα, πέρα από την υπόθεση Μέση και Εγγύς Ανατολή και Περσικός, πρέπει να προσεγγίσουμε την προώθηση με γοργούς ρυθμούς της διευθέτησης του Παλαιστινιακού. Η δρομολόγηση λύσης σε αυτό διευθετεί υπέρ του Ισραήλ ένα παλιό πρόβλημα. Αλλά αυτό δεν απεγκλωβίζει το Ισραήλ από ένα μόνιμο πρόβλημα με στρατιωτικοπολεμικές διαστάσεις προκειμένου να αναλάβει δράση στα πλαίσια της προώθησης του ΝΑΤΟϊκού σχεδίου για τη «Μεγάλη Μέση Ανατολή»;

Επομένως και το Πατριαρχείο έχει ρόλο, στα πλαίσια βεβαίως του ρόλου του γενικά στις πολιτικοκοινωνικές και οικονομικές εξελίξεις. Αλλά πότε και πώς μπορεί να διαδραματίσει καλύτερα έναν τέτοιο ρόλο; Οντας με Ελληνα Πατριάρχη και μάλιστα με δεδομένες τις σχέσεις με την ελληνική εκκλησία; Μια εκκλησία η ηγεσία της οποίας έχει δημιουργήσει αντιθέσεις με το Οικουμενικό Πατριαρχείο (το οποίο δε φαίνεται να παρεμβάλλει εμπόδια στις εξελίξεις στην περιοχή, αντίθετα θέλει να αναπτύσσει σχέσεις στα πλαίσια της οικουμενικότητας με τ’ άλλα Πατριαρχεία, ανεχόμενο και τη συνύπαρξη άλλων Θρησκειών), καλλιεργεί τον εθνικιστικό αντιαμερικανισμό, εμποδίζοντας την εξάπλωση του κοσμοπολιτισμού με βάση τα σχέδια της ιμπεριαλιστικής τάξης πραγμάτων και μάλιστα σε μια ευρύτερη περιοχή όπου κυριαρχεί ο αραβικός πληθυσμός, τον οποίο θέλουν να υποτάξουν; Ο αραβικός πληθυσμός αποτελεί πλειοψηφία στα κράτη που θέλουν να «εκσυγχρονίσουν» ιμπεριαλιστικά με το σχέδιο «Μεγάλη Μέση Ανατολή».

Η ΚΑΠΙΤΑΛΙΣΤΙΚΗ ΕΠΙΧΕΙΡΗΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ ΠΡΟΚΑΛΕΙ ΑΝΤΑΓΩΝΙΣΜΟΥΣ

Το πρόβλημα της υποδαύλισης ζητημάτων τα οποία αντικειμενικά υπονομεύουν το κύρος της εκκλησίας της Ελλάδας, αποτελεί συνέχεια της σύγκρουσης με αφορμή το ζήτημα των ταυτοτήτων πριν από πέντε χρόνια, στα πλαίσια «εξαναγκασμού» προσαρμογής της δράσης της στην ιμπεριαλιστική τάξη πραγμάτων και τον κοσμοπολιτισμό του κεφαλαίου. Αλλά υπάρχει και μια ακόμη παράμετρος. Αναφερθήκαμε ήδη στη σχετική αυτοτέλεια στη δράση της εκκλησίας. Επιπροσθέτως σημειώνουμε τη διόλου ευκαταφρόνητη αυτοτελή οικονομική της δραστηριότητα.

Η εκκλησία γενικά αλλά και κάθε μητρόπολη ξεχωριστά αναπτύσσουν πολύπλευρη επιχειρηματική δραστηριότητα, προκειμένου να αξιοποιούν την εκκλησιαστική περιουσία. Και μπορεί να φαντάζει παράξενο το γεγονός, αλλά αυτή είναι η πραγματικότητα. Αλλωστε καπιταλισμό έχουμε. Η εκκλησία θεωρεί απαραβίαστη και «ευλογημένη από το Θεό», την ατομική ιδιοκτησία στα μέσα παραγωγής. Αναπτύσσει σχέσεις με τους μεγαλοεπιχειρηματίες, εφόσον βεβαίως δεν τους εμποδίζει στη δράση τους, γιατί τότε αυτοί έρχονται σε αντίθεση με την ηγεσία της, και ως θεσμός υπηρετεί το κράτος τους.

Βεβαίως η κάλυψη των αναγκών λειτουργίας της σε συνδυασμό με ένα σκέλος της δράσης της, αυτό της φιλανθρωπίας που δίνει «ανθρωπιστικό» άλλοθι στις αξίες και τη φιλοσοφία της, απαιτούν πράγματι οικονομική βάση. Αλλά αυτή αναπαράγεται στη βάση των καπιταλιστικών κερδών με μεγέθυνση του κεφαλαίου που διαχειρίζεται. Ετσι που να αποτελεί έναν από τους πλέον μεγάλους επιχειρηματικούς ομίλους, ενώ είναι άγνωστο γενικά το μέγεθος της αξίας του κεφαλαίου που βρίσκεται στην ιδιοκτησία της και η έκταση των επιχειρηματικών της δραστηριοτήτων. Ας το δούμε με συγκεκριμένα στοιχεία, τα οποία βεβαίως δεν απεικονίζουν το σύνολο της εκκλησιαστικής περιουσίας και επιχειρηματικότητας. Κάποιοι υποστηρίζουν ότι η εκκλησιαστική περιουσία αποτιμάται στα 15 δισ. ευρώ (περίπου 5 τρισ. δρχ.). Ωστόσο, οι πέντε μονές που προσέφυγαν στα ευρωπαϊκά δικαστήρια εναντίον του νόμου Τρίτση το 1987, αποτιμούσαν τα περιουσιακά τους στοιχεία στο αστρονομικό ποσό των 8 τρισ. δρχ. (!!!). Και μάλιστα τότε το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο τους επιδίκασε το ποσό των 3 τρισ. δρχ. Αν λοιπόν η περιουσία των 5 μονών άγγιζε πριν μια 20ετία τα 3 ή 8 τρισ. δρχ., τότε πώς μπορεί κανείς να υπολογίσει την περιουσία των 2.500 μοναστηριών και ναών σε όλη τη χώρα;

Επίσης, έχει στην ιδιοκτησία της συνολική έκταση 855.730 στρεμμάτων δασών, δασικών και χορτολιβαδικών εκτάσεων σύμφωνα με στοιχεία της Διεύθυνσης Ιδιωτικής Δασοπονίας του υπουργείου Γεωργίας, στοιχεία που καταγράφηκαν το 1995. Σε αυτά δεν περιλαμβάνονται τα ακίνητα περιουσιακά στοιχεία όλων των μητροπόλεων της Ελλαδικής Εκκλησίας, αλλά ούτε και ορισμένα δασοτεμάχια κάτω των 50 στρεμμάτων, τα οποία δεν έχουν καταγραφεί.

Ακόμη, είναι καταγραμμένα στην ιδιοκτησία της 57 καταστήματα, 146 γραφεία και 155 διαμερίσματα, συνολικής έκτασης 55.554 τετραγωνικών μέτρων τα οποία και εκμεταλλεύεται ως εισοδηματίας ενοικιάζοντάς τα ακόμη και στο κράτος. Για παράδειγμα το μεγαλύτερο εμβαδόν από τα ακίνητα της το ενοικιάζουν δύο υπουργεία, στην οδό Μητροπόλεως και στην πλατεία Κλαυθμώνος. Συγκεκριμένα, το υπουργείο Παιδείας (ολόκληρο το ακίνητο) εκτείνεται σε ένα κτίριο 7.000 περίπου τ.μ., ενώ το υπουργείο Εσωτερικών καταλαμβάνει χώρο 3.000 τ.μ. περίπου.

Ακόμη η εκκλησία αποτελεί έναν από τους βασικούς μετόχους της Εθνικής Τράπεζας, αφού έχει στην κατοχή της περίπου 4 εκατομμύρια μετοχές. Το ποσοστό που της αντιστοιχεί ανέρχεται περίπου στο 1,8% του συνόλου των μετοχών. Στο Δ.Σ. της Εθνικής Τράπεζας συμμετέχουν μόνιμα ο Μητροπολίτης Ιωαννίνων Θεόκλητος, και ο Κ. Πυλαρινός γενικός Διευθυντής Οικονομικών και Τεχνικών Υπηρεσιών της Εκκλησίας της Ελλάδος.

Ταυτόχρονα έχει συστήσει δύο Ανώνυμες Εταιρίες (Α.Ε.) προκειμένου να αποσπάσει κονδύλια από το Γ΄ Κοινοτικό Πλαίσιο Στήριξης και να διαχειριστεί κερδοφόρα την περιουσία της. Η πρώτη Α.Ε. έχει την επωνυμία «Υποστήριξη Επιχειρησιακών και Χρηματοδοτικών Προγραμμάτων Μελετών και Εργων, Ανώνυμη Εταιρία» και διαχειρίζεται τα κονδύλια από το Γ΄ ΚΠΣ, την ανέγερση ξενοδοχείου της εκκλησίας στην οδό Δεινοκράτους στο Λυκαβηττό και του συνοδικού συγκροτήματος στον Καρέα.

Η δεύτερη Α. Ε. αφορά την εκμετάλλευση των εκκλησιαστικών ακινήτων και ειδικότερα χώρων στάθμευσης αυτοκινήτων και πρατηρίων καυσίμων. Στο χαρτοφυλάκιο της ίδιας εταιρίας εμπίπτει και η διαχείριση του μεγάλου βενζινάδικου που βρίσκεται επί της λεωφόρου Αλεξάνδρας, δίπλα στο γήπεδο του ΠΑΟ και το οποίο ανήκει στην εκκλησία.

Το μετοχικό κεφάλαιο κάθε εταιρίας κυμαίνεται στα 60.000 ευρώ. Για την Α.Ε. που έχει σκοπό «την κατασκευή, αγορά, μίσθωση, εταιρική συμμετοχή και εκμετάλλευση χώρων σταθμεύσεως αυτοκινήτων, πρατηρίων καυσίμων και συναφών δραστηριοτήτων σε εκκλησιαστικά ή μη ακίνητα» το 98% του εταιρικού κεφαλαίου κατέχεται από την Εκκλησία της Ελλάδος, το 1% από τη Μονή Πετράκη και το υπόλοιπο 1% από τη Μονή Πεντέλης[1]. Και να σκεφτεί κανείς ότι είναι ανυπολόγιστα τα ποσά που προσφέρουν σε ναούς και μοναστήρια οι πιστοί και τα οποία δεν εμφανίζονται πουθενά.

Με δεδομένο αυτόν τον παράγοντα γίνεται φανερή και η διαπλοκή με τον επιχειρηματικό κόσμο. Αλλά η επιχειρηματική δράση της εκκλησίας αντικειμενικά την εμπλέκει στις αντιθέσεις και ιδιαίτερων μερίδων του κεφαλαίου. Αλλωστε η εκμετάλλευση αυτής της τεράστιας περιουσίας απαιτεί και άλλα κεφάλαια. Και αν παρθεί υπόψη ότι γενικά υπάρχουν αδιάθετα κεφάλαια για επενδύσεις, ότι οι ιδιωτικοποιήσεις κρατικής ιδιοκτησίας επιχειρήσεων και γης, αποτελούν βασικό πυλώνα της πολιτικής των κυβερνήσεων, τότε και η επιχειρηματική εμπλοκή της εκκλησίας είναι δεδομένη. Οπως επίσης και τα κεφάλαια ιδιοκτησίας της εκκλησίας αποτελούν πρόκληση για τη δράση μονοπωλιακών ομίλων που θα καλόβλεπαν τη δυνατότητα προσέλκυσής τους και αξιοποίησής τους σε κοινές επενδυτικές και άλλες δραστηριότητες. Αλλωστε η γη αποτελεί πεδίο επιχειρηματικής δραστηριότητας μεγαλοκατασκευαστικών επιχειρήσεων και φαίνεται πως και σε αυτόν τον τομέα ο Χριστόδουλος αισθάνεται υπεροχή, η οποία όμως μπορεί να δυσκολεύει τη συγκεντροποίηση κεφαλαίου λόγω της τάσης για ξεχωριστή επιχειρηματική δράση της εκκλησίας. Ζήτημα το οποίο χρειάζεται να διευθετηθεί. Μπορεί κανείς να αποκλείσει ότι και αυτός ο παράγοντας εμπλέκεται στις αιτίες αποκάλυψης προβλημάτων στους κόλπους της ιεραρχίας που να την εξαναγκάζουν να αντιστοιχηθεί «βίαια» με τις οικονομικές και πολιτικές επιδιώξεις του κεφαλαίου;

ΜΙΑ ΣΥΝΟΨΙΣΗ ΚΑΙ Ο ΔΙΑΧΩΡΙΣΜΟΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ - ΚΡΑΤΟΥΣ

Επομένως το αξεδιάλυτο κουβάρι των ζητημάτων που αναδείχτηκε φαίνεται πως έχει πολλές ίσως και ανεξάρτητες μεταξύ τους πτυχές ως προς το γιατί αναδείχτηκε. Πτυχές που ίσως και να μην εμπλέκονταν στις αρχικές επιδιώξεις αυτών που ώθησαν την κατάσταση ως εδώ. Πτυχές που έχουν σχέση και με την ιμπεριαλιστική δράση στα πλαίσια της «νέας τάξης» και ιδιαίτερα των επιδιώξεων και των σχεδίων των ΗΠΑ. Εχουν επίσης σχέση με τα ιδιαίτερα συμφέροντα του ελληνικού καπιταλισμού και μάλιστα με τη δράση του κεφαλαίου εκτός Ελλάδας. Εχουν σχέση και με περιφερειακές αντιθέσεις (Ελλάδας-Τουρκίας), για τα Βαλκάνια, την Παρευξείνια περιοχή αλλά και την περιοχή της Μέσης Ανατολής. Ας μην ξεχνάμε πως μερίδα του κεφαλαίου αναπτύσσει σημαντική δράση στην Τουρκία, εξ ου και η πολιτική προσέγγισης και από το ΠΑΣΟΚ και σήμερα από την κυβέρνηση της ΝΔ. Ως και ελληνοτουρκική τράπεζα ετοιμάζεται να ιδρυθεί[2]. Ισως δε το συγκεκριμένο ζήτημα να έχει σχέση και με τη συμμετοχή της Ελλάδας στη δράση για την προώθησή του σχεδίου «Μεγάλη Μέση Ανατολή». Βεβαίως αυτά φαίνονται να είναι μέρος ενός γενικότερου ζητήματος, πτυχές επίσης του οποίου να μη γίνονται τώρα φανερές ή και να αποκαλυφθούν σε χρονική στιγμή που ίσως να είναι δύσκολο να συσχετιστούν με τα σημερινά τεκταινόμενα. Αλλά το γεγονός ότι γενικά το κεφάλαιο στην Ελλάδα, δρώντας με μεγαλύτερη ένταση κοσμοπολίτικα, δε βολεύεται με τη σημερινή ηγεσία της εκκλησίας της Ελλάδας, το ίδιο και οι ιμπεριαλιστές σύμμαχοί του στα πλαίσια της καπιταλιστικής διεθνοποίησης και της «νέας τάξης», φαίνεται να ωθεί με αυτό τον τρόπο σε ανάλογη προσαρμογή την ελληνορθόδοξη εκκλησία.

Ολα τα παραπάνω ερμηνεύουν και τη στάση της ΝΔ, η οποία αποφεύγει μια πιο ανοικτή παρέμβαση. Με την υπόθεση των ταυτοτήτων ως αντιπολίτευση η ΝΔ πήρε θέση υπέρ της εκκλησίας. Κάποιοι εξηγούν την τότε στάση της ως ευκαιριακή λόγω εκλογών. Ο Χριστόδουλος πήγε να την αξιοποιήσει ως τέτοια, αλλά φαίνεται ότι υπερεκτίμησε τη δύναμή του. Τώρα η ΝΔ είναι κυβέρνηση. Διαχειρίζεται τις υποθέσεις του κεφαλαίου και πρέπει να τις διαχειρίζεται ασκώντας πολιτική για τα γενικά του συμφέροντα και όχι για τα επιμέρους. Θα ήταν δύσκολο να παρέμβει στην αντιμετώπιση της όξυνσης ενός προβλήματος και μάλιστα με τη χροιά που του προσέδωσαν, με την εμπλοκή και μυστικών υπηρεσιών, ξένων και ντόπιων. Οταν μάλιστα αυτό το πρόβλημα δημιουργεί αποστροφή μεγάλης μερίδας των λαϊκών μαζών. Εκφράζει ακαταλάγιαστες αντιθέσεις στους κόλπους ενός θεσμού που αποτελεί δομικό στοιχείο του εποικοδομήματος, αλλά δεν έχουν εναρμονισθεί πλήρως οι λειτουργίες και η ιδεολογική του παρέμβαση με τις σύγχρονες ανάγκες του κεφαλαίου. Με δεδομένη την υποδεέστερη θέση της Ελλάδας στο ιμπεριαλιστικό σύστημα και την αμεσότερη ανάμειξη ξένων υπηρεσιών, μια πιο ενεργητική παρέμβαση μπορεί να οξύνει αντιθέσεις. Ακόμα και η παρέμβαση του ελληνικού ΥΠΕΞ στην υπόθεση του Πατριαρχείου Ιεροσολύμων, όπου εμμέσως πλην σαφώς έδειξε ότι συμφωνεί με την αντικατάσταση του Ειρηναίου, φανερώνει πως ενδιαφέρεται για τα γενικότερα συμφέροντα του κεφαλαίου στην περιοχή, στα πλαίσια συμμετοχής της άρχουσας τάξης στην ιμπεριαλιστική δράση.

Υπάρχει ακόμη ένα σκέλος στην υπόθεση ως προς τη λεγόμενη αυτοκάθαρση. Η υπόθεση εδώ εμπλέκεται και με το ζήτημα της Δικαιοσύνης. Το πρώτο, το οποίο μπορεί κανείς έντονα να αντιληφθεί, είναι η αυταρχικοποίηση και η μεγαλύτερη εξάρτηση της Δικαιοσύνης από το κράτος, ως θεσμός του εποικοδομήματος, αναπροσαρμοσμένος στο πλαίσιο του ενιαίου χώρου ασφάλειας και δικαιοσύνης που προωθεί η Ευρωπαϊκή Ενωση. Η προσαρμογή φαίνεται οφείλει να παίρνει υπόψη και τον παράγοντα λαϊκό κίνημα και τα εμπόδια που μπορεί να ορθώσει (κίνημα για τις λαϊκές ελευθερίες).

Οσο για τις όψιμες κραυγές περί διαχωρισμού εκκλησίας - κράτους, αυτές από κάποιες δυνάμεις είναι υποκριτικές και σε τελευταία ανάλυση αποτελούν μέρος του προβλήματος επανακαθορισμού του ρόλου και της δράσης του θεσμού της εκκλησίας στα πλαίσια του συστήματος. Γιατί πραγματικός διαχωρισμός μπορεί να υπάρξει μόνο σε κοινωνικοοικονομικές και πολιτικές συνθήκες ικανές να περιορίσουν το ρόλο της εκκλησία μόνο ως θεσμό θρησκευτικού δόγματος. Επομένως η εξάλειψη των παραγόντων που προσδίδουν στην εκκλησία ρόλο οικονομικό-πολιτικό είναι διαλεκτικά δεμένη με την αναγκαιότητα ανατροπής του καπιταλιστικού καθεστώτος.


ΣημειώσειςΣημειώσεις

Ο Στέφανος Λουκάς είναι μέλος του ΠΓ της ΚΕ του ΚΚΕ.Το παρόν άρθρο γράφτηκε ενώ τα γεγονότα που αφορούν τους θεσμούς εκκλησίας - δικαιοσύνης βρίσκονται σε εξέλιξη. Γι’ αυτό στοιχεία του ρεπορτάζ ίσως υπολείπονται των τελευταίων εξελίξεων.

[1] Εφημερίδα «Ριζοσπάστης», 25.3.2005.

[2] Εφημερίδα «Κόσμος του Επενδυτή», 19.3.2005.