Πρέπει ωστόσο να υπογραμμίσουμε ότι οι συγκεκριμένοι στόχοι για το 2010 δεν έχουν δεσμευτικό χαρακτήρα παρ’ ότι προς την κατεύθυνση της δέσμευσης του ενεργειακού σχεδιασμού των κρατών-μελών πιέζει συνεχώς η πλειοψηφία του Ευρωκοινοβουλίου (έγκριση σχετικής έκθεσης Mechtild Rothe τον Ιούλη 2001).
Ωστόσο και το ίδιο το Ευρωκοινοβούλιο με το πέρασμα του χρόνου εμφανίζεται να έχει μειωμένες προσδοκίες σχετικά με τις δυνατότητες κάλυψης των ενεργειακών αναγκών της ΕΕ από τις ΑΠΕ. Ετσι σε πρόσφατη Εκθεση σχετικά με τον ενεργειακό εφοδιασμό της ΕΕ αναφέρεται ότι: «Οι ανανεώσιμες πηγές ενέργειας (ΑΠΕ) αποτελούν εξ ορισμού ενδογενή αγαθά και ορθά επιδιώκεται η αύξηση του μεριδίου τους στη συνολική κατανάλωση και παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας. Ωστόσο, ας είμαστε ρεαλιστές, ακόμη κι αν επιτευχθούν οι φιλόδοξοι στόχοι για τις ΑΠΕ, οι πηγές αυτές δεν μπορούμε να αναμένουμε ότι θα αντικαταστήσουν απόλυτα οποιεσδήποτε άλλες ενεργειακές πηγές».
3. Η ελληνική κυβέρνηση προωθεί δυναμικά την είσοδο του ιδιωτικού κεφαλαίου στον τομέα των ΑΠΕ χρηματοδοτώντας τις ιδιωτικές επενδύσεις παραγωγής από ΑΠΕ με 40% της συνολικής δαπάνης (αγορά και εγκατάσταση εξοπλισμού κλπ.) και διασφαλίζοντας στη συνέχεια την κερδοφορία τους π.χ. το κράτος αγοράζει την παραγόμενη ενέργεια από τα ιδιωτικά αιολικά πάρκα της Εύβοιας προς 20,7δρχ/kwh τη στιγμή που το μέσο κόστος ηλεκτροπαραγωγής της ΔΕΗ στο διασυνδεδεμένο σύστημα είναι 12,12 δρχ./kwh. Αξιολογώντας την αποδοτικότητα κεφαλαίου για επενδύσεις αιολικών πάρκων στην Εύβοια το Κέντρο Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας (ΚΑΠΕ) αναφέρει σε πρόσφατη μελέτη του: «Η υψηλή τιμή του Εσωτερικού Βαθμού Απόδοσης (ΕΒΑ) για τα ίδια και δανειακά κεφάλαια (μέσος όρος 23,4% όταν οι τιμές της τάξεως του 14% - 18% είναι ήδη πολύ ελκυστικές) προσελκύει τους επενδυτές. Τα αρκετά ψηλά κέρδη στο τέλος της περιόδου και η γρήγορη ανάκτηση των κεφαλαίων (μέγιστη μέση τιμή 7 έτη) αντανακλούν τον επιχειρηματικό κίνδυνο που ενυπάρχει σε επενδύσεις αυτού του είδους». Ταυτόχρονα το ΔΣ της ΔΕΗ αδρανοποιεί τη Διεύθυνση Εναλλακτικών Μορφών Ενέργειας της ΔΕΗ (ΔΕΜΕ) και ματαιώνει την κατασκευή από τη ΔΕΗ έργων ΑΠΕ (π.χ. το υδροηλεκτρικό έργο του Τεμένους στη Β. Ελλάδα), παρά τις αντίθετες υπηρεσιακές εισηγήσεις.
Η κυβέρνηση εφαρμόζει σταδιακά αλλά με αποφασιστικότητα την πολιτική της αναδιάρθρωσης του τομέα ενέργειας με βασικούς σταθμούς:
- Το Ν. 1559/85 που επέτρεψε στους Οργανισμούς Τοπικής Αυτοδιοίκησης αλλά και σε ιδιώτες την εγκατάσταση μονάδων ΑΠΕ κυρίως για αυτοπαραγωγή.
- Το Ν. 2244/94 που καθιέρωσε ουσιαστικά την κρατική επιδότηση των ιδιωτικών επενδύσεων εγκατάστασης ΑΠΕ και την προνομιακή τιμολογιακή πολιτική υποχρεωτικής αγοράς ρεύματος των ιδιωτών παραγωγών από τη ΔΕΗ.
- Το Ν. 2773/99 που «απελευθέρωσε» συνολικά την αδειοδότηση της ιδιωτικής παραγωγής και προμήθειας ηλεκτρικής ενέργειας.
- Το Σχέδιο Ανάπτυξης 2000-2006 που εκτός από κίνητρα για προώθηση των ΑΠΕ προβλέπει και ενίσχυση του διασυνδεδεμένου συστήματος μεταφοράς ηλεκτρικής ενέργειας, ώστε να αυξηθεί η δυνατότητα δημιουργίας νέων αιολικών πάρκων. Π.χ. σήμερα στην Εύβοια έχουν πάρει άδεια εγκατάστασης μονάδες συνολικής ισχύος 264ΜW. Τόσο είναι περίπου και το όριο που επιτρέπει το σημερινό Σύστημα Μεταφοράς. Αρα αν δεν αναβαθμιστεί το σύστημα δεν μπορεί στην πράξη να προχωρήσει η αδειοδότηση άλλων μονάδων στην Εύβοια. Ηδη μάλιστα έχει οξυνθεί η διαμάχη των μονοπωλιακών ομίλων (π.χ. μεταξύ του ομίλου Κόκκαλη και της εταιρείας ΡΟΚΑΣ Α.Ε.) για το αν και από ποιόν θα κατασκευαστεί νέος υποθαλάσσιος αγωγός μεταφοράς ηλεκτρικής ενέργειας για τη σύνδεση της Εύβοιας λόγω του κομίστρου μεταφοράς που θα πληρώνουν οι ιδιώτες παραγωγοί στον υποψήφιο κατασκευαστή (HED & ABB).
- Τις χρηματοδοτήσεις του Β΄ ΚΠΣ (Υποπρόγραμμα 3 για ΑΠΕ του Επιχειρησιακού Προγράμματος Ενέργειας) και Γ΄ ΚΠΣ (Επιχειρησιακό Πρόγραμμα «Ανταγωνιστικότητα») κλπ. Στο συγκεκριμένο πρόγραμμα ΕΠΑΝ προϋπολογισμού 356 δισ. δρχ. περιλαμβάνονται έργα της τάξης των 260 δισ. δρχ. για κρατική χρηματοδότηση ιδιωτικών επενδύσεων ΑΠΕ.
Πρέπει να σημειώσουμε στο σημείο αυτό ότι η ΝΔ και ο ΣΥΝ στηρίζουν ανοιχτά την κυβερνητική πολιτική παράδοσης των ΑΠΕ στην ιδιωτική πρωτοβουλία. Πρόσφατα ο κ. Βουλγαράκης ζήτησε ελκυστικότερες τιμές αγοράς της ιδιωτικής παραγωγής από το κράτος και ο κ. Παπαδημούλης διαμαρτυρήθηκε για τα μικρά κονδύλια ενίσχυσης που διατίθενται για τους ιδιώτες παραγωγούς (φόρουμ ELFORES 24/5/2001).
4. Το αποτέλεσμα αυτής της πολιτικής είναι ήδη ορατό στην Εύβοια. Ηδη έχουν αδειοδοτηθεί μονάδες συνολικής ισχύος 264 ΜW (άδεια εγκατάστασης) και λειτουργούν μονάδες συνολικής ισχύος 142,3 ΜW.
Από το σύνολο των αδειοδοτημένων τη μερίδα του λέοντος έχουν λάβει δύο εταιρείες, ο ΡΟΚΑΣ (άδειες συνολικής ισχύος 117ΜW) και η ΤΕΡΝΑ (άδειες 79ΜW). Οι μεγαλύτερες μονάδες του ΡΟΚΑ που λειτουργούν είναι στην περιοχή Μακρυράχι στα Στύρα με ισχύ 24 και 11,5 ΜW, αλλά και στην Κάρυστο με ισχύ 24 και 12 MW. Την ίδια στιγμή η ΔΕΗ περιορίζεται σ’ ένα μικρό αιολικό πάρκο στο Μαρμάρι ισχύος 5,1 ΜW.
Στο σύνολο της Επικράτειας η Ρυθμιστική Αρχή Ενέργειας (ΡΑΕ) έχει ήδη εισηγηθεί θετικά προς τον υπουργό για αδειοδότηση μονάδων ΑΠΕ συνολικής ισχύος 1285ΜW (από τα οποία τα 912 ΜW θα αφορούν αιολικά πάρκα). Για να γίνουν αντιληπτά τα μεγέθη αναφέρουμε ότι η συνολική εγκατεστημένη ισχύς της ΔΕΗ δεν ξεπερνά τα 11.000 ΜW(10.990 MW το 2000). Είναι μάλιστα χαρακτηριστικό ότι οι αιτήσεις που υποβλήθηκαν στη ΡΑΕ για ιδιωτικά έργα ΑΠΕ ξεπέρασαν τα 10.000 MW! Αξίζει να σημειωθεί ότι ο ίδιος ο Πρόεδρος της ΡΑΕ καθηγητής κ. Κάπρος απέδωσε σε πρόσφατη συνέντευξή του την έκρηξη ιδιωτικού ενδιαφέροντος στην «υψηλή κρατική επιδότηση αφενός του κεφαλαιουχικού κόστους αφετέρου της παραγόμενης κιλοβατώρας, αλλά και στο φόβο ότι αυτή ίσως ήταν η τελευταία ευκαιρία για υψηλές επιδοτήσεις έργων ΑΠΕ».
5. Η κυβερνητική πολιτική για τις ΑΠΕ εντάσσεται στο πλαίσιο της γενικότερης πολιτικής της ΕΕ και της ελληνικής ολιγαρχίας για απελευθέρωση και ιδιωτικοποίηση του τομέα της ηλεκτρικής ενέργειας. Η άρχουσα τάξη προσπαθεί να διαμορφώσει προϋποθέσεις ώστε να συγκρατήσει την τάση πτώσης του μέσου ποσοστού κέρδους, να επιτύχει ένα νέο επίπεδο συγκέντρωσης του κεφαλαίου, να ανεβάσει την κερδοφορία των υπερσυσσωρευμένων κεφαλαίων. Η ΕΕ ιδιαίτερα επιχειρεί να μεγεθύνει την κερδοφορία των κοινοτικών μονοπωλίων και να οικοδομήσει μια «ενιαία ευρωπαϊκή αγορά ενέργειας» στο πλαίσιο της ΟΝΕ για να αντεπεξέλθει στον ανταγωνισμό με τις ΗΠΑ. Γι’ αυτό το μονοπωλιακό κεφάλαιο ακολουθεί την πολιτική των καπιταλιστικών αναδιαρθρώσεων, της εκτεταμένης ιδιωτικοποίησης κρατικών τομέων παραγωγής και της ισοπέδωσης των εργατικών και ασφαλιστικών κατακτήσεων των εργαζομένων.
Ποια είναι λοιπόν τα βασικά στοιχεία της νέας κυβερνητικής ρύθμισης:
α) Η παραγωγή, η μεταφορά και η διανομή της ηλεκτρικής ενέργειας διαχωρίζονται πλέον οικονομικά και νομικά.
β) Η παραγωγή και η προμήθεια της ηλεκτρικής ενέργειας μπορεί να γίνεται ελεύθερα από ιδιώτες με τη χορήγηση σχετικών αδειών.
γ) Οι ιδιώτες παραγωγοί και προμηθευτές μπορούν να χρησιμοποιούν σε ισότιμη βάση με τη ΔΕΗ το δημόσιο σύστημα μεταφοράς της ηλεκτρικής ενέργειας.
δ) Ορίζεται για την εξυπηρέτηση της ενεργειακής πολιτικής και τη διασφάλιση του ανταγωνισμού μια δήθεν ανεξάρτητη Ρυθμιστική Αρχή Ενέργειας (ΡΑΕ) που εποπτεύεται και τυπικά από τον Υπουργό Ανάπτυξης.
ε) Προωθείται η ιδιωτικοποίηση - μετοχοποίηση της ΔΕΗ με το ΠΔ 333/2000 και η μετατροπή της νέας ΔΕΗ Α.Ε. σε μοχλό προώθησης της καπιταλιστικής αναδιάρθρωσης. Πρόκειται για μια πολιτική που θα έχει αρνητικές επιπτώσεις:
Στη λαϊκή κατανάλωση (τιμή της kwh), αφού η παραγωγή του ηλεκτρικού ρεύματος θα στοχεύει στη διασφάλιση του μέγιστου δυνατού καπιταλιστικού κέρδους των ιδιωτικών ομίλων. Είναι ενδεικτική η πρόσφατη αύξηση των τιμολογίων της ΔΕΗ κατά 3,5% - 5% τον Ιούλη 2001 που συνοδεύτηκε στη συνέχεια με την αναγγελία του ΔΣ της ΔΕΗ Α.Ε. για νέα αύξηση των τιμολογίων μετά την πρώτη φάση μετοχοποίησης της ΔΕΗ Α.Ε.. Χαρακτηριστικά είναι και τα παραδείγματα της απότομης ανόδου των τιμών την πρώτη πενταετία της απελευθέρωσης στη Βρετανία και πιο πρόσφατα στην αμερικάνικη πολιτεία της Καλιφόρνια. Γενικότερα η άνοδος της παραγωγικότητας στην ηλεκτροπαραγωγή δε μεταφράζεται σε αντίστοιχη μείωση τιμών ηλεκτρικού ρεύματος στις ισχυρές καπιταλιστικές χώρες.
Στους εργαζόμενους στον ενεργειακό τομέα:
Είναι γνωστό το Σχέδιο του Επιχειρησιακού Προγράμματος της ΔΕΗ που προβλέπει μείωση εργαζομένων κατά 10.000, καθώς και η παραγραφή των περιουσιακών στοιχείων του ασφαλιστικού ταμείου της ΔΕΗ ύψους 3,2 δισ. δρχ. Πρόσφατα μάλιστα το ΔΣ της ΔΕΗ Α.Ε. σε ανακοίνωσή του (Νοέμβρης 2001) άφησε ανοιχτό αν θα συνεχιστεί και στο μέλλον η ανάληψη των ασφαλιστικών υποχρεώσεων της ΔΕΗ από το κράτος. Ταυτόχρονα το ΔΣ της ΔΕΗ Α.Ε. «νοίκιασε» ήδη 300 εργαζόμενους στον ΔΕΣΜΙΕ που έχει αναλάβει την κεντρική ευθύνη διαχείρισης και μεταφοράς ηλεκτρικής ενέργειας. Αυτό που γενικότερα πρέπει να τονίσουμε είναι ότι η επίθεση στις κατακτήσεις των εργαζομένων της ΔΕΗ είναι τμήμα του συνολικού σχεδίου κατεδάφισης των κατακτήσεων της εργατικής τάξης.
Στην αξιοποίηση των εγχώριων πηγών και στον ενεργειακό σχεδιασμό:
Είναι προφανές για παράδειγμα, ότι ένας ιδιώτης επενδυτής θα προτιμήσει τη δημιουργία ενός σταθμού φυσικού αερίου (δηλαδή με εισαγόμενο καύσιμο) αντί ενός λιγνιτικού σταθμού, γιατί ο πρώτος παρουσιάζει μικρότερο κόστος αρχικής επένδυσης και συντομότερο χρόνο απόσβεσης του κεφαλαίου. Αξίζει επίσης να αναφέρουμε ότι η ΡΑΕ έχει ήδη εισηγηθεί την αδειοδότηση ξένων ομίλων (ιταλική ΕNEL, αμερικάνικη CINERGY, γαλλική ATEL κλπ.) για εισαγωγές ρεύματος από μονάδες του εξωτερικού συνολικής ισχύος 1.100 ΜW, που ισοδυναμούν με το 10% της σημερινής εγχώριας ηλεκτροπαραγωγής.
6. Η συμβολή της αιολικής ενέργειας στην προστασία του περιβάλλοντος δεν μπορεί να αμφισβητηθεί. Αρκεί να σκεφτούμε για παράδειγμα ότι μια λιγνιτική μονάδα εκπέμπει περίπου 1,32kg CO2/kwh έναντι μηδενικής εκπομπής του αιολικού σταθμού. Στη χώρα μας ο τομέας της ηλεκτροπαραγωγής έχει τη μεγαλύτερη συμμετοχή στο σύνολο των εκπομπών CO2 (από 32% το 1970 σε 50% το 1990), οι οποίες θεωρούνται μια από τις κυριότερες παραμέτρους περιβαλλοντικής ρύπανσης και ευθύνονται για το φαινόμενο του θερμοκηπίου. Ωστόσο αυτό που πρέπει να επισημανθεί είναι ότι ακόμα και σ’ αυτή την πλευρά η όποια ευεργετική επίδραση μειώνεται στο βωμό του καπιταλιστικού κέρδους.
Ετσι το Υπουργείο Ανάπτυξης με Νόμο που πέρασε μέσα στο καλοκαίρι έδωσε ουσιαστικά τη δυνατότητα για εγκατάσταση αιολικών πάρκων μέσα σε δασικές εκτάσεις και ανέδειξε τη Ρυθμική Αρχή Ενέργειας σε ουσιαστικό διαχειριστή των δασικών εκτάσεων. Παρέκαμψε μάλιστα με φωτογραφικό τρόπο την ακύρωση αδειοδότησης σχετικών εγκαταστάσεων που είχε προκληθεί από αποφάσεις του Συμβουλίου Επικρατείας.
Ορισμένα άλλα περιβαλλοντικά προβλήματα που συχνά αναφέρονται (π.χ. ο θόρυβος από τη λειτουργία των ανεμογεννητριών, οι εκπεμπόμενες ακτινοβολίες από ηλεκτρομαγνητικά πεδία) μπορούν να αντιμετωπιστούν με την κατάλληλη επιλογή της θέσης και του μεγέθους της εγκατάστασης. Και εδώ δηλαδή το πρόβλημα είναι πολιτικής απόφασης. Π.χ. η στάθμη του θορύβου που προκαλεί μια μεμονωμένη ανεμογεννήτρια σε απόσταση 500 μέτρων από κατοικημένη περιοχή μπορεί να φτάσει τα 35 db (A), δηλαδή στο επίπεδο θορύβου ενός ήσυχου δωματίου. Η κατάσταση φυσικά θα μεταβληθεί, αν δημιουργηθεί ένα μεγάλο αιολικό πάρκο πολύ κοντά σε κατοικημένη περιοχή, επειδή αυτό συμφέρει τον ιδιώτη παραγωγό.
7. Το κόστος ηλεκτροπαραγωγής από αιολικές μονάδες παραμένει σε γενικές γραμμές υψηλότερο από το αντίστοιχο των λιγνιτικών μονάδων. Ενδεικτικά αναφέρουμε ότι το μέσο κόστος ηλεκτροπαραγωγής λιγνιτικού σταθμού της ΔΕΗ έφτανε τις 11,21 δρχ/kwh (στο διασυνδεδεμένο σύστημα το 1999), ενώ το αντίστοιχο κόστος για αιολικό πάρκο (σε περιοχή με ταχύτητα ανέμου 8m/sec) πλησίαζε τις 15 δρχ./kwh.
Μεγαλύτερη διαφορά κόστους ηλεκτροπαραγωγής κατά μέσο όρο έχει καταγράψει μελέτη του αρμόδιου Εργαστηρίου Ενεργειακής Οικονομίας του ΕΜΠ . Ωστόσο, η τιμή μπορεί να μεταβληθεί σημαντικά με βάση την χρησιμοποιούμενη τεχνολογία, το αιολικό δυναμικό κλπ. Ενα παράδειγμα: Η ουκρανική Wind Energo ισχυρίζεται ότι οι δικές της ανεμογεννήτριες μπορούν να πετύχουν μείωση κόστους έως και 40% σε σχέση με τι αντίστοιχες δυτικοευρωπαϊκές. Παρουσιάζει ένα μοντέλο (USW 56-10) με κόστος ηλεκτροπαραγωγής 2,9 cents/kwh, με ταχύτητα ανέμου 6 m/sec.
Αντίστοιχα εντυπωσιακά οικονομικά αποτελέσματα υπόσχονται τα νέα υβριδικά συστήματα για αυτόνομα δίκτυα (π.χ. μικρά νησιά), όπου αξιοποιούνται ενδιάμεσοι τρόποι αποθήκευσης της ενέργειας (μπαταρίες, λιμνοδεξαμενές βρόχινου νερού κ.ά.) και ο συνδυασμός ανεμογεννητριών και υδροστροβίλων.