Η ναζιστική εισβολή στην ΕΣΣΔ είχε σαν βασικό χαρακτηριστικό την ενίσχυση του αντεπαναστατικού, αντισοσιαλιστικού χαρακτήρα του πολέμου. Ωστόσο, τα αποτελέσματά της δεν περιορίστηκαν σ' αυτό. Είχε και άλλα, όχι λιγότερο σημαντικά:
α) Δημιουργεί ή τελικά διαμορφώνει διεθνείς συμμαχίες.
β) Διαμορφώνει οριστικά ένα βασικό χαρακτηριστικό του πολέμου, που δε θα πάψει να υπάρχει και να διευρύνεται ως το τέλος του: Τη συνύπαρξη δύο πολέμων μέσα σε ένα.
Εκείνο που θα μας απασχολήσει εδώ δεν είναι η πορεία του πολέμου και η διάταξη των δυνάμεων που δημιούργησε. Αυτά είναι λίγο-πολύ γνωστά. Θα μας απασχολήσουν κυρίως τα διπλά χαρακτηριστικά του πολέμου, τα οποία, όντας διπλά και ακριβώς επειδή είναι διπλά, αποτελούν έκφραση της διπλής ομάδας αντιθέσεων του πολέμου: Των αντιθέσεων μεταξύ των ιμπεριαλιστικών δυνάμεων, από τη μια, και των αντιθέσεων κεφαλαίου εργασίας, από την άλλη.
Ενα τέτοιο δείγμα εμφανίζεται στις παραμονές της επίθεσης ενάντια στην ΕΣΣΔ. Αν πιστέψουμε το στρατηγό Χάλντερ, στις 30 Μάρτη του 1941, ο ίδιος ο Χίτλερ αναλύει στην ανώτατη στρατιωτική ηγεσία τις βασικές κατευθυντήριες γραμμές της εκστρατείας ενάντια στην ΕΣΣΔ:
«Πάλη δύο ιδεολογιών. Ετυμηγορία συντριπτική σε βάρος του μπολσεβικισμού: Είναι σαν ένα αντικοινωνικό έγκλημα. Ο κομμουνισμός είναι ένας τρομαχτικός κίνδυνος για το μέλλον. Πρόκειται για αγώνα εκμηδένισης. Αν δε δούμε το θέμα κάτω από αυτή τη γωνία, θα νικήσουμε, βέβαια, τον εχθρό, αλλά, σε 30 χρόνια, ο κομμουνιστικός εχθρός θα μας αντιπαρατεθεί και πάλι. Πάλη ενάντια στη Ρωσία: Εξολόθρευση των μπολσεβίκων επιτρόπων και της κομμουνιστικής διανόησης.»
Εκείνο που προβάλλει καθαρά σ' αυτές τις γραμμές είναι ακριβώς αυτό που, δύο μήνες μετά, θα γίνει καθημερινή πραγματικότητα: Ενας πόλεμος πλήρους εξόντωσης.
Μια από τις αιτίες ήταν, αναμφίβολα, οι γενικά εξτρεμιστικές αντιλήψεις των εθνικοσοσιαλιστών. Ωστόσο, αυτό δεν μας απαλλάσσει από το κρίσιμο ερώτημα: Γιατί αυτή η τοποθέτηση γίνεται μόνο πριν από την εισβολή στην ΕΣΣΔ;
Η απάντηση είναι πολύ σαφής και βγαίνει από το ίδιο το κείμενο της ομιλίας του Χίτλερ: Η εξόντωση της επανάστασης, ώστε αυτή να πάψει να απειλεί ή με οποιονδήποτε τρόπο να ενοχλεί τους καπιταλιστές.
Το περιστατικό που αναφέρει ο στρατηγός Χάλντερ έχει και ένα ευρύτερο ιστορικό ενδιαφέρον: Αποτελεί επιπλέον απόδειξη της πραγματικής φύσης της ναζιστικής ηγεσίας.
Η σύνδεση ναζισμού-καταστροφής (και όχι απλώς ήττας) της ΕΣΣΔ φαίνεται πολύ καθαρά. Η ναζιστική ηγεσία το ξέρει πολύ καλά και όλη της η θητεία δεν είναι παρά η συστηματική οικονομική, στρατιωτική, τεχνική και ιδεολογική προετοιμασία γι' αυτό. Η διάσταση της ναζιστικής πολιτικής που αφορά στην αναδιανομή του κόσμου σε βάρος των άλλων δυνάμεων υποτάσσεται, από την πλευρά της μακροπρόθεσμης «τεχνικής», στο στόχο της καταστροφής της ΕΣΣΔ και έχει αξία, στα μάτια της αστικής τάξης, μόνο αν εξυπηρετεί αυτό το στόχο.
Αυτό θα φανεί πολύ καθαρά στη διάρκεια του πολέμου.
«Οταν μιλάμε για τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο, πρέπει πάντα να θυμόμαστε ότι, στην πραγματικότητα, δεν υπήρξε ένας μόνο πόλεμος αλλά πολλοί. Ο πόλεμος που έκαναν ο βρετανοαμερικανικός και ο γαλλικός ιμπεριαλισμός ενάντια στο γερμανικό ανταγωνιστή τους δεν είχε πολλά κοινά με τον εθνικό αντιφασιστικό πόλεμο που διεξήγαγε η ΕΣΣΔ. Ο πόλεμος στη Δύση ήταν ένας πόλεμος μεταξύ στρατών της αστικής τάξης. Ο πόλεμος στη Δύση παρέμενε, κατά κάποιο τρόπο, ένας πόλεμος περισσότερο ή λιγότερο "πολιτισμένος" μεταξύ "πολιτισμένων" αστών»[1].
Η άποψη αυτή του L. Martens έχει, αναμφίβολα, πολλά στοιχεία υπέρ της. Ενα από αυτά είναι, αναμφίβολα, η ίδια η διεξαγωγή του πολέμου.
Στο μέτωπο Γερμανίας-ΕΣΣΔ, ο πόλεμος παίρνει, από την αρχή, ένα χαρακτήρα συστηματικά εξοντωτικό. Κατ' αρχήν, οι ίδιες οι σοβιετικές δυνάμεις, καθώς αναδιπλώνονται προς την Ανατολή, κάνουν ό,τι μπορούν ώστε να μην αφήσουν τίποτα πίσω τους. Οι ναζιστικές δυνάμεις κάνουν το ίδιο και θα το επαναλάβουν ακόμα πιο εμπεριστατωμένα στη φάση της υποχώρησής τους.
Οι σφαγές είναι κάτι το σύνηθες. Οι ίδιες οι οδηγίες της Ανώτατης Στρατιωτικής Διοίκησης είναι σαφείς: Η χώρα πρέπει να σβήσει από το χάρτη, εκτός μόνο στο βαθμό που είναι «μίνιμουμ απαραίτητη» για αξιοποίηση.[2]
Τα ειδικά σώματα παίζουν ακόμα πιο συστηματικό ρόλο. Τα περιβόητα SS αποδείχνονται όργανα συστηματικής και εξοντωτικής υποδούλωσης της Ανατολής. Στα χέρια μας έχουν φτάσει υπεράφθονες οδηγίες, στις οποίες επισυνάπτονται και ειδικοί κατάλογοι, όπου ολόκληρες ειδικά επιλεγμένες κατηγορίες του πληθυσμού καταγράφονται συστηματικά για εξόντωση. Μια χαρακτηριστική λεπτομέρεια: Την πρώτη θέση κατέχουν τα μέλη και τα στελέχη του ΚΚΣΕ, που πρέπει να βρεθούν, να συλληφθούν και οπωσδήποτε να εξοντωθούν. Ο πρώτος χώρος όπου γίνεται αυτή η επιλογή είναι οι αιχμάλωτοι πολέμου.[3] Αντίθετα, στη Δύση δεν έχουμε τέτοια φαινόμενα σε συστηματική έκταση.
Η συγκριτική αντιπαράθεση των πολεμικών επιχειρήσεων είναι επίσης πολύ διδακτική.
Είναι πολύ γνωστό ότι οι μονάδες της Βέρμαχτ δεν παραδίδονταν με τίποτα στο σοβιετικό στρατό. Ακόμα και σε συνθήκες ανέλπιδα συντριπτικής υπεροχής δυνάμεων του αντιπάλου, ακόμα και ολοκληρωτικά περικυκλωμένες, οι ναζιστικές μονάδες προτιμούν την ολοκληρωτική εξόντωση από την παράδοση. Τέτοιο δείγμα ήταν, π.χ., η Μάχη του Στάλινγκραντ, αλλά υπάρχουν και πάρα πολλές άλλες. Τέτοια ήταν, π.χ., η πολιορκία του Κένιγκσμπεργκ, που χρειάστηκε 419 εφόδους για να καταληφθεί, η ίδια η Μάχη του Βερολίνου, όπου ήταν φανερό ότι οι Γερμανοί δεν είχαν από πουθενά να περιμένουν βοήθεια και όπου πολλοί Γερμανοί τραυματίες, νοσοκόμοι, γιατροί κλπ. σκοτώθηκαν (και, πολλές φορές, πνίγηκαν) όταν οι ναζιστικές μονάδες κατέστρεψαν τα νοσοκομεία εκστρατείας «για να μην πέσουν στα χέρια του εχθρού». Στο Βερολίνο, οι σοβιετικές δυνάμεις που προέλαυναν βρήκαν Γερμανούς στρατιωτικούς κρεμασμένους από δέντρα ή στήλες του ηλεκτρικού με πινακίδες που έγραφαν ΠΡΟΔΟΤΗΣ. ΛΙΠΟΤΑΚΤΗΣ κ.ά. παρόμοια. Μερικοί Σοβιετικοί στρατιωτικοί βεβαιώνουν ότι είδαν ιδίοις όμμασιν εκτελέσεις Γερμανών στρατιωτικών από γερμανικές μονάδες για λόγους που δεν έχουν διευκρινιστεί, αλλά που θεωρείται βέβαιο ότι αφορούσαν προτάσεις παράδοσης. Στη Βουδαπέστη, όπου γίνονται άγριες μάχες και στο υπέδαφος (σε υπόγειους χώρους που χρησιμοποιούνταν και χρησιμοποιούνται σαν χρηματοκιβώτια τραπεζών ή χώροι κατάψυξης και που έχουν μετατραπεί σε οχυρά), οι μονάδες των SS αρνούνται να παραδοθούν. Καθώς οι εκκλήσεις των Σοβιετικών επαναλαμβάνονται, τα SS προχωρούν σε ένα βήμα όχι μόνο κάπως αστείο, αν λάβει κανείς υπόψη του την τραγικότητα της κατάστασης, αλλά και που έρχεται σε ευθεία αντίθεση με το σημείο-κλειδί της ιδεολογικής ταυτότητας των SS, τον αντιδραστικό ελιτισμό: Οργανώνουν δημοψήφισμα, το οποίο, μάλιστα, καταλήγει στο ΟΧΙ.
Στο Πόζναν, Σοβιετικοί και Γερμανοί στρατιώτες σφάζονται όχι για κάθε δωμάτιο αλλά για κάθε γωνία ενός διακλαδωμένου συστήματος οχυρώσεων. Η ναζιστική διοίκηση, για να κλείσει το δρόμο της σοβιετικής εφόδου, επανδρώνει τις οχυρώσεις και με συντάγματα στρατιωτικοποιημένης αστυνομίας. Οι απώλειες είναι τρομακτικές και από τις δύο μεριές. Μόνο όταν φτάνουν το 80%, οι Γερμανοί αποφασίζουν να παραδοθούν.
Αντίθετα, στη Δύση η κατάσταση είναι τελείως διαφορετική. Οχι, βέβαια, ότι οι ναζιστικές δυνάμεις δεν προσπαθούν να ανακόψουν την προέλαση των Αμερικανών και των Βρετανών. Στις συγκρούσεις, όμως, δεν κυριαρχεί το πάθος. Μόλις η υπεροχή (πολύ φανερή για να την παραβλέψει κανείς) των αμερικανικών και βρετανικών μονάδων γίνει πια «απαράκαμπτη», οι ναζιστικές δυνάμεις σπεύδουν να υποχωρήσουν ή να παραδοθούν. Η «έλλειψη πάθους» έχει σοβαρές στρατιωτικές συνέπειες και από την άλλη μεριά. Το καλοκαίρι του 1944, οι βρετανικές δυνάμεις ηττώνται στην Ολλανδία από έναν εχθρό που δεν έχει καμιά μαχητική αξία και σχεδόν δε διαθέτει όπλα. Το Δεκέμβρη του 1944, στην περιοχή των Αρδεννών, οι αμερικανικές δυνάμεις, που διαθέτουν γιγαντιαία υπεροχή, υποχωρούν μπροστά σε γερμανικές τεθωρακισμένες μονάδες που αντιμετωπίζουν μεγάλα προβλήματα μετακίνησης λόγω ασφυκτικής έλλειψης καυσίμων.[4]
Η κατάσταση προχωράει ένα βήμα ακόμα όταν οι αμερικανικές και βρετανικές δυνάμεις μπαίνουν στο γερμανικό έδαφος. Εκεί, οι γερμανικές δυνάμεις τα αφήνουν όλα «σύξυλα» και παραδίνονται κατά μάζες. Μεγάλες πόλεις, όπως το Αμβούργο, το Εσεν, το Κάσελ, η Φραγκφούρτη, το Μόναχο παραδίνονται αμαχητί και συχνά από τηλεφώνου. Οι διοικητές των στρατιωτικών μονάδων (π.χ. στο Εσεν) αψηφούν τις διαταγές του Χίτλερ για αντίσταση μέχρις εσχάτων και παραδίνονται ή, τουλάχιστον, παραδίνουν τις δυνάμεις τους χωρίς καμιά μάχη. Οι απώλειες των ΗΠΑ στη Γερμανία ήταν 8.351 άνδρες, για ένα στρατό περίπου 3.000.000, ενώ μόνο η μάχη του Βερολίνου και μόνο στους Σοβιετικούς στοίχισε 300.000 νεκρούς και τραυματίες. Τα κινηματογραφικά ντοκουμέντα των ίδιων των ενόπλων δυνάμεων των ΗΠΑ δείχνουν στρατιωτικές μονάδες που παραδίνονται συντεταγμένες και με επικεφαλής τους διοικητές τους. Το μαζικό κύμα της παράδοσης φαίνεται από το ότι, μόνο στο Σλέσβιχ-Χόλσταϊν,[5] οι στρατιωτικές και ναυτικές δυνάμεις που παραδόθηκαν στους Βρετανούς υπολογίζονται σε 2.000.000 άνδρες. Κάθε άλλο παρά σπάνιες είναι οι περιπτώσεις όπου μεγάλες μονάδες παραδόθηκαν σε ολιγομελείς περιπόλους ή ακόμα και σε μεμονωμένους στρατιώτες. Εξίσου, ή και περισσότερο, συχνό υπήρξε το φαινόμενο των μαχών που μόνο στόχο είχαν να σπάσουν το σοβιετικό κλοιό όχι για λόγους διαφυγής αλλά για να εξασφαλιστεί η παράδοση σε αμερικανικές ή βρετανικές μονάδες. Τέτοιες μάχες έγιναν και μετά την υπογραφή της άνευ όρων συνθηκολόγησης.
Δεν είναι χωρίς ενδιαφέρον να σημειώσουμε ότι το ίδιο φαίνεται να συμβαίνει και με τον πολιτικό πληθυσμό. Ενώ στην Ανατολή, ο πολιτικός πληθυσμός βοηθά το στρατό και τον υποστηρίζει και όταν αυτός υποχωρεί, τον ακολουθεί, στη Δύση η εικόνα είναι εντελώς διαφορετική: Αν πιστέψουμε τις επίσημες εκθέσεις των ίδιων των ναζιστικών αρχών, στις δυτικές περιοχές της Γερμανίας, οι αγρότες όχι μόνο αρνούνται να ανεφοδιάσουν το στρατό, αλλά διώχνουν και τους στρατιώτες από τα σπίτια τους και τους παρακινούν να λιποτακτήσουν. Στους τοίχους, εμφανίζονται συνθήματα γραμμένα στην αγγλική γλώσσα - συνήθως, μάλιστα, με μεγάλα ορθογραφικά, γραμματικά και συντακτικά λάθη. Αν η εικόνα αυτή είναι αληθινή, πρόκειται, στην πραγματικότητα, για γενικευμένη εξέγερση. Πράγμα που συχνά οδηγεί σε μαζικές θηριωδίες των ναζιστών σε βάρος του γερμανικού άμαχου πληθυσμού.
Ακόμα πιο ενδιαφέρον είναι το γεγονός ότι η ίδια η ναζιστική κορυφή κάνει το ίδιο. Κανείς ηγέτης της ναζιστικής Γερμανίας δεν είναι γνωστό να επιδίωξε να παραδοθεί στο σοβιετικό στρατό. Αντίθετα, ηγέτες πρώτης γραμμής, όπως ο Χ. Γκέρινγκ, ο Χ. Χίμλερ κ.ά., παραδόθηκαν στις δυτικές δυνάμεις.[6]
Ο στρατός, άλλωστε, γενικεύει το παράδειγμα: Η OKW (Ανώτατη Διοίκηση της Βέρμαχτ) συνθηκολογεί στις 8 Μάη 1945 στην πόλη Ρεμς (Reims) της Ανατολικής Γαλλίας μόνο στους Αμερικανούς, αλλά, τελικά, αυτή η «συνθηκολόγηση χωρίς την ΕΣΣΔ» δεν γίνεται δεκτή από τους Αμερικανούς. Σήμερα, δεν υπάρχει πια αμφιβολία ότι ο ναζιστικός στρατός δε διαλύεται στη Δύση μόνο λόγω της (αναμφισβήτητης) υπεροχής των αμερικανικών και βρετανικών δυνάμεων: Διαλύεται και για να τους ανοίξει το δρόμο προς το Βερολίνο. Αυτό είναι σήμερα όχι μόνο φανερό, αλλά και γνωστό από τα σχέδια της OKW. Πολύ χαρακτηριστικό είναι το ότι τα σχέδια αυτά αναφέρονται και σε προκηρύξεις του Ν50ΑΡ που κυκλοφορούν στο ήδη πολιορκημένο από το σοβιετικό στρατό Βερολίνο, όπου διεξάγονται άγριες οδομαχίες.[7]
Στα στρατόπεδα αιχμαλώτων, η κατάσταση είναι όμοια. Οι συνθήκες ζωής ανάμεσα στους Βρετανούς και τους Αμερικανούς αιχμαλώτους, από τη μια, και τους Σοβιετικούς, από την άλλη, δεν είχαν τίποτα το κοινό - πράγμα που εξηγεί και την ανατριχιαστική θνησιμότητα ανάμεσα στους τελευταίους.[8] Ιδιαίτερα έντονη ήταν η προσπάθεια των ναζιστών να μετατρέψουν τους Σοβιετικούς αιχμαλώτους πολέμου σε προδότες. Γενικά, πάντως, τα ναζιστικά στρατιωτικά στρατόπεδα συγκέντρωσης παραμένουν ένα από τα πιο ενδιαφέροντα και τα λιγότερο ερευνημένα θέματα του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου.
Παράλληλα, δεν πρέπει και να υπερβάλλουμε, υπεραπλουστεύοντας το θέμα. Οπως ο Α΄, έτσι και ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος υπήρξε μια ένδειξη της γενικευμένης βαρβαρότητας της ιμπεριαλιστικής κοινωνίας.[9] Η ένδειξη αυτή ήταν ακόμα μεγαλύτερη στην κορυφή της κοινωνίας αυτής, δηλαδή στη ναζιστική Γερμανία. Π.χ. η στάση των ναζιστών απέναντι στους Βρετανούς και κυρίως τους Αμερικανούς αιχμαλώτους δίνει την εντύπωση ότι ήταν το αποτέλεσμα μιας πολύ έντονης και συνεχούς συγκράτησης που με δυσκολία επιβάλλεται. Οι αγριότητες σε βάρος αιχμαλώτων, αν και πολύ πιο σπάνιες, καθόλου δε λείπουν. Δείχνουν, μάλιστα, να εξαπλώνονται στην τελική φάση του πολέμου, όταν μια μερίδα της ναζιστικής κορυφής χάνει κάθε ελπίδα προσέγγισης με τις δυτικές δυνάμεις. Ετσι, π.χ., στις μάχες των Αρδεννών, οι Αμερικανοί αιχμάλωτοι εκτελούνται σχεδόν συστηματικά και, συχνά, ομαδικά.
Ενα ιδιόμορφο αλλά χαρακτηριστικό σημείο συγκέντρωσης των αντιθέσεων του πολέμου ήταν οι αεροπορικοί βομβαρδισμοί. Το θέμα παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον, καθώς ο Β' Παγκόσμιος Πόλεμος ήταν ο πρώτος πόλεμος τόσο εκτεταμένης χρήσης της αεροπορίας, της οποίας δοκιμή ήταν ο Ισπανικός Εμφύλιος Πόλεμος.
Η αφομοίωση αυτής της εμπειρίας από τη ναζιστική ηγεσία φάνηκε από την αρχή της δυτικής εκστρατείας και συγκεκριμένα στο Ρότερνταμ, το οποίο βομβαρδίζεται άγρια. Οι καταστροφές είναι μεγάλες. Υπάρχουν 814 νεκροί, χιλιάδες τραυματίες και 78.000 άστεγοι.[10]
Καθώς ο πόλεμος προχωρεί, οι βρετανικές πόλεις (συμπεριλαμβανομένων και των βορειοϊρλανδικών) γίνονται στόχοι της ναζιστικής αεροπορίας τον Ιούνη του 1940-Μάη του 1941, ενώ η βρετανική αεροπορία αντικαθιστά τις προκηρύξεις, που ως τότε έριχνε στη Γερμανία,[11] με βόμβες. Μετά το Μάρτη του 1942, οι βομβαρδισμοί γίνονται πιο συστηματικοί: Οι κοινοί βρετανοαμερικανικοί ιπτάμενοι στόλοι ισοπεδώνουν τις γερμανικές πόλεις, μετατρέποντας τις σε σωρούς ερειπίων. Το γεγονός ότι η ναζιστική Γερμανία δεν μπορεί να αντιτάξει κάτι ανάλογο, δείχνει το συσχετισμό των δυνάμεων.
Στο σημείο αυτό, αξίζει να υπογραμμιστούν δύο πράγματα: α) Οι αεροπορικοί αυτοί βομβαρδισμοί, που καταλήγουν να πάρουν γιγαντιαίες διαστάσεις, γίνονται αποκλειστικά στη Δύση. Στην Ανατολή, όπου συγκεντρώνονται κολοσσιαίες αεροπορικές δυνάμεις, οι αεροπορικοί βομβαρδισμοί λείπουν σχεδόν τελείως. Ο αεροπορικός βομβαρδισμός της γραμμής του πυρός και οι γιγαντιαίες αερομαχίες είναι φαινόμενα σχεδόν καθημερινά, αλλά οι βομβαρδισμοί των μετόπισθεν σχεδόν λείπουν τελείως. Μόνο στις πρώτες ημέρες του πολέμου, η σοβιετική αεροπορία βομβαρδίζει το Βερολίνο και το Ντάντσιχ. Σχεδόν αμέσως μετά, εγκαταλείπει αυτή την τακτική. Η γερμανική αεροπορία, της οποίας οι προωθημένες βάσεις απέχουν μόνο μερικά λεπτά πτήσης, δε βομβαρδίζει τη Μόσχα στις 7 Νοέμβρη του 1941. Η σοβιετική πρωτεύουσα που, για μια κρίσιμη στιγμή του πολέμου, βρίσκεται σχεδόν μέσα στη ζώνη των επιχειρήσεων, παθαίνει μόνο ασήμαντες ζημιές.
β) Οι βομβαρδισμοί αυτοί δεν έπαιξαν σχεδόν κανένα στρατιωτικό ρόλο. Τα θύματα τους ήταν, βέβαια, πάρα πολλά, αλλά δε φαίνεται να επηρέασαν σε τίποτα την πορεία των επιχειρήσεων.
Ετσι, βλέπουμε τη Γερμανία, που βομβαρδίζεται αμείλικτα, να αυξάνει συνεχώς την πολεμική της παραγωγή. Κάτω από τα ερείπια, βρίσκονται γεμάτες αποθήκες. Το 1944 είναι χρόνος-ρεκόρ για την παραγωγικότητα.[12] Το Γενάρη του 1945, η Γερμανία, δηλαδή μια χώρα που «πνέει τα λοίσθια», παράγει το διπλάσιο οπλισμό από το Γενάρη του 1940, όταν βρισκόταν σε κατάσταση ακράτητης επέκτασης.
Τι είχε συμβεί; Μα είναι πολύ απλό: Οι βομβαρδισμοί δεν έπλητταν, κατά κανόνα, βιομηχανικές εγκαταστάσεις αλλά χώρους κατοικίας. Γιατί, όμως, δεν έπλητταν βιομηχανικές εγκαταστάσεις;
Αυτό έχει πολλά και πολύπλοκα αίτια.
Ενας λόγος είναι, οπωσδήποτε, ότι οι χώροι των βιομηχανικών εγκαταστάσεων ήταν καλύτερα προστατευμένοι. Αυτό, όμως, είναι δύσκολο να δεχτούμε ότι τα συμμαχικά επιτελεία δεν το γνώριζαν.[13] Και, αφού το γνώριζαν, γιατί συνέχιζαν τους άχρηστους βομβαρδισμούς;
Ολα δείχνουν ότι τα χαρακτηριστικά των αεροπορικών αυτών βομβαρδισμών έχουν την εξήγηση τους στα εξής:
α) Στη χρήση των βομβαρδισμών σαν μέσου οικονομικής ανάκαμψης. Ολα δείχνουν ότι η καταστροφή των χώρων κατοικίας και λιγότερο των βιομηχανικών εγκαταστάσεων ήταν ένας τρόπος (και, πιθανότατα, ο μόνος που απέμενε) για τη δημιουργία του απαραίτητου «κενού» ώστε να μπορεί στη συνέχεια να κινηθεί ο οικονομικός μηχανισμός της κάλυψής του. Πρόκειται, στην ουσία, για μια από τις πιο φοβερές μορφές έκφρασης του «καπιταλισμού που σαπίζει».[14]
β) Στη χρήση των βομβαρδισμών σαν μέσον αντιπαράθεσης συμφερόντων μονοπωλιακών ομάδων. Αφθονούν, πράγματι, οι ενδείξεις ότι το πού θα έπεφταν οι βόμβες καθορίστηκε, σε πολύ μεγάλο βαθμό, και από τα συγκεκριμένα συμφέροντα που θα έθιγαν. Τα ακίνητα που θα πλήττονταν συχνά καθορίζονταν με βάση τη διαπάλη των μονοπωλίων για την εξασφάλιση πλεονεκτημάτων, τη διαφύλαξη συγκεκριμένων συμφερόντων κλπ. Εχει, π.χ., επισημανθεί ότι τα τεράστια κτίρια της IG Farben στη Φραγκφούρτη έμειναν άθικτα εν μέσω των καπνιζόντων ερειπίων. Σε ποιο, άραγε, βαθμό αυτό οφειλόταν στους πολύ γνωστούς δεσμούς της IG Farben με τα μονοπώλια των ΗΠΑ;
γ) Στη χρήση των βομβαρδισμών σαν ένα πολύπλοκο παιχνίδι αντιπαράθεσης και συμμαχίας. Η καταστροφή της γερμανικής βιομηχανίας, ιδιαίτερα της πολεμικής, θα μείωνε την ικανότητα της Γερμανίας να καταστρέψει την ΕΣΣΔ ή, τουλάχιστον, να της αντιτάξει «καταστροφική αντίσταση». Από την άλλη, καθώς ο πόλεμος προχωρεί και φαίνεται ότι ένα τμήμα της Γερμανίας θα καταληφθεί από το σοβιετικό στρατό, εντείνονται οι βομβαρδισμοί ακριβώς αυτών των περιοχών. Το Φλεβάρη του 1945, μια εκτεταμένη αεροπορική επιδρομή της αμερικανικής και βρετανικής αεροπορίας ερειπώνει το Βερολίνο - χωρίς, προφανώς, να θίξει καθόλου τη μαχητική ικανότητα των ναζιστικών στρατιωτικών μονάδων που έχουν ήδη συγκεντρωθεί εκεί.[15] Η περίπτωση της Δρέσδης, που σβήνει από το χάρτη χωρίς κανένα ουσιαστικό λόγο, είναι χαρακτηριστική και των αντιφάσεων αυτής της στρατηγικής. Καθώς τα γεγονότα τρέχουν όλο και πιο γρήγορα, η αδράνεια της προηγούμενης κατάστασης βαραίνει στη μετέπειτα εξέλιξη: Η Δρέσδη καταστρέφεται εκ θεμελίων, αλλά η γέφυρα της και μερικά εργοστάσια που διαθέτει δεν έπαθαν τίποτα.
Αλλωστε, αυτό γίνεται όχι μόνο στη Γερμανία αλλά και σε άλλες χώρες. Βλέπουμε, π.χ., τη συστηματική καταστροφή μέσω των βομβαρδισμών των εργοστασίων SKODA στην Τσεχοσλοβακία. Στη Ρουμανία, οι πετρελαιοπηγές του Πλοέστι βομβαρδίζονται συστηματικά. Και αυτά γίνονται ενώ ο πόλεμος τελειώνει και είναι πια φανερό ότι στις περιοχές αυτές πλησιάζει ο σοβιετικός στρατός. Εκτός αυτού, παίρνονται και άλλα μέτρα: Οσο είναι δυνατόν, οι περιοχές αυτές εκκενώνονται, συχνά με θεαματικό τρόπο, από ό,τι πολύτιμο διαθέτουν.[16]
Ετσι εξηγείται και η εξέλιξη στην Ανατολή. Από τη μια πλευρά, η ΕΣΣΔ παραιτείται από την αρχή από τους αεροπορικούς βομβαρδισμούς γιατί καταλαβαίνει ότι με αυτούς, ακόμα κι αν έχουν επιτυχία (όπως οι δικοί της), δεν πρόκειται να κερδίσει τίποτα. Εκτός αυτού, σε όλη τη διάρκεια του πολέμου είναι πολύ φανερή η (συνήθως, αποτυχημένη) προσπάθεια της ΕΣΣΔ να αποφύγει τις καταστροφές, ιδιαίτερα των αστικών κέντρων (μια από τις πολύ σπάνιες περιπτώσεις επιτυχίας, η Κρακοβία). Σ’ αυτό, εμφανίζεται, σε παραλλαγμένη μορφή, η αντίθεση κεφαλαίου-εργασίας: Εκείνο που για τις δυτικές δυνάμεις ήταν ένας παράγοντας οικονομικής ανάκαμψης, για την ΕΣΣΔ ήταν ένα δυσβάσταχτο οικονομικό βάρος.[17]
Από την άλλη πλευρά, και η ναζιστική Γερμανία αποφεύγει τους βομβαρδισμούς, ακόμα και στις ευνοϊκές στιγμές, γιατί καταλαβαίνει ότι οι απώλειες θα είναι τόσο μεγάλες ώστε κάθε επιτυχία θα έχανε την αξία της.
Σήμερα ξέρουμε ότι και οι δύο πλευρές έβλεπαν σωστά. Μετά τον πόλεμο, ειδική επιτροπή εμπειρογνωμόνων του Πεντάγωνου χαρακτήρισε τους αεροπορικούς βομβαρδισμούς «μεγαλύτερη και δαπανηρότερη γκάφα της στρατιωτικής ιστορίας». Πολύ ακριβής εκτίμηση, ιδιαίτερα αν σκεφτεί κανείς ότι, πέρα από τα πάμπολλα άλλα, στοίχισαν τη ζωή σε χιλιάδες (και, πιθανότατα, δεκάδες χιλιάδες) Βρετανούς και Αμερικανούς πιλότους, πλοηγούς, πυροβολητές κλπ.
Οσα είπαμε παραπάνω δείχνουν και κάτι που έχει ιδιαίτερη σημασία: τη συνέχιση των επαφών διαφόρων τύπων μεταξύ των δυτικών δυνάμεων και της Γερμανίας στη διάρκεια του πολέμου.
Τέτοιες επαφές είναι σήμερα γνωστό ότι έγιναν. Κέντρο, π.χ., των βρετανογερμανικών επαφών ήταν η Λισαβόνα. Μεταξύ Αμερικανών και Γερμανών, παρόμοιες συναντήσεις έχουμε, όπως όλα δείχνουν, πολύ συχνά στη Στοκχόλμη, συχνά με τη μεσολάβηση Σουηδών κρατικών και οικονομικών παραγόντων. Οι επαφές αυτές δεν έφεραν, βέβαια, την πλήρη γεφύρωση των αντιθέσεων, αλλά δεν έμειναν και χωρίς κανένα αποτέλεσμα. Επέτρεψαν, π.χ., κάποιο βρετανικό έλεγχο στη γερμανοκρατούμενη Ελλάδα, τη συμφωνία για την ανενόχλητη αποχώρηση των Γερμανών από αυτήν, μερικές ακόμα αδιευκρίνιστες διαβουλεύσεις για την Ιταλία κλπ.
Ακόμα πιο συστηματικές ήταν οι επαφές μεταξύ των τμημάτων του μονοπωλιακού κεφαλαίου, οι οποίες ουδέποτε σταμάτησαν και, όπως φαίνεται, ούτε καν επηρεάστηκαν από την έναρξη του πολέμου. Μια πρόγευση τέτοιων επαφών υπήρχε ακόμα από την εποχή των «εν ψυχρώ προσαρτήσεων» του 1938-39. Στη διάρκεια του πολέμου, το φαινόμενο πήρε συστηματική έκταση.[18]
Αυτό παρουσίασε συχνά και την προσωπική πλευρά του. Υπήρχε μια ολόκληρη μερίδα της ηγεσίας της ναζιστικής Γερμανίας που ήταν πάντα (και, όπως φαίνεται, δίκαια) ύποπτη για υπερβολική συμπάθεια προς τις δυτικές δυνάμεις. Η μερίδα αυτή βρισκόταν παντού, στον πολιτικό μηχανισμό, στο στρατό, στον οικονομικό τομέα, ακόμα και στο μηχανισμό πληροφοριών (ο περίφημος Κανάρις, που, τελικά, δεν γλίτωσε από την εκδικητική μανία του Χίτλερ των τελευταίων ημερών του πολέμου, είχε πάντα τη φήμη του «ανθρώπου των Αγγλων», φήμη μάλλον υπερβολική, αλλά όχι χωρίς κάποια βάση). Ακόμα πιο χαρακτηριστική υπήρξε η περίπτωση του Βάλτερ Σέλενμπεργκ, ενός από τα λαμπρότερα στελέχη του NSDAP. Προσχωρώντας στο ναζιστικό κόμμα στα 1933, ο Σέλενμπεργκ είχε μια λαμπρή και σχεδόν αστραπιαία άνοδο. Στις παραμονές του πολέμου, είναι κιόλας υπαρχηγός του Χάινριχ Χίμλερ. Σύμφωνα με ορισμένες πληροφορίες, υπήρξε μια σημαδιακή συζήτηση μεταξύ Χίμλερ και Σέλενμπεργκ την 1.1.1942, δηλαδή αμέσως μετά τις μάχες της Μόσχας και την εξάπλωση του πολέμου στην Ασία, που σήμαινε και κήρυξη πολέμου ΗΠΑ-Γερμανίας. Στη συζήτηση αυτή, ο Σέλενμπεργκ ανοιχτά και ο Χίμλερ καλυμμένα καταλήγουν στο συμπέρασμα ότι η ναζιστική Γερμανία είναι καταδικασμένη και δεν μπορεί σε καμιά περίπτωση να νικήσει. Δεν είναι, ίσως, χωρίς ενδιαφέρον το ότι το συμπέρασμα αυτό φαίνεται πασιφανές και στους δύο.
Ο Σέλενμπεργκ θεωρούνταν πάντα ένα από τα πιο «δυτικόφιλα» στελέχη του NSDAP. Ανήκοντας, όπως φαίνεται, στην ίδια ομάδα με τον Ες, ο Σέλενμπεργκ έχει το θάρρος να αντιταχτεί σε κάθε σκέψη εισβολής στη Βρετανία και τάσσεται υπέρ της επίθεσης ενάντια στην ΕΣΣΔ.
Σήμερα, ξέρουμε ότι ο Β. Σέλενμπεργκ ήταν πρόεδρος εταιρίας των ΗΠΑ και ότι έμεινε τέτοιος σε όλη τη διάρκεια του πολέμου.[19] Δεν είναι, ασφαλώς, τυχαίο το ότι ο Σέλενμπεργκ υπήρξε ο πρωταγωνιστής των επαφών, μέσω Σουηδίας, της ναζιστικής Γερμανίας και των δυτικών δυνάμεων. Η συνέχεια της εξέλιξής του δεν είναι λιγότερο θεαματική. Στις πρώτες ημέρες μετά το τέλος του πολέμου, ο Σέλενμπεργκ βρίσκεται ανεξήγητα στη Σουηδία. Εχει, μάλιστα, την άνεση να γράψει και βιβλίο με τον εύγλωττο τίτλο Στους διαδρόμους της εξουσίας. Το βιβλίο εκδίδεται το 1948 και, όπως φαίνεται, η πρωτότυπη έκδοσή του έγινε στην αγγλική γλώσσα.
Στην πραγματικότητα, η εικόνα αυτή (επαφές, αδέξιοι βομβαρδισμοί, ατελέσφορες στρατιωτικές κινήσεις, άγρια αντίσταση στην Ανατολή και μαλθακότητα στη Δύση, διαφορετική στάση του πολιτικού πληθυσμού κλπ.) δείχνει έναν παράγοντα που ξεπερνά πολύ τη συγκεκριμένη πολιτική και στρατιωτική συγκυρία: Δείχνει την, ας την πούμε έτσι, «ιστορική όσμωση» μεταξύ Γερμανίας και δυτικών δυνάμεων, σαν κρατών που συμμετέχουν σε ένα κοινό κοινωνικοϊστορικό σχηματισμό - που είναι, όπως είναι γνωστό, ο καπιταλιστικός.
Σε μερικές κρίσιμες στιγμές, η «όσμωση» αυτή φαίνεται σε όλο της το βάθος. Η διαφορετική στάση στα μέτωπα ήταν ένα τέτοιο δείγμα. Μια άλλη παράξενη και αγνοημένη περίπτωση μας δείχνει, ίσως πιο πολύ, το ίδιο.
Ο βομβαρδισμός της Δρέσδης έγινε σε δύο κύματα, που κράτησαν από ένα 24ωρο το καθένα. Στο πρώτο κύμα, συμμετείχαν κυρίως βρετανικά αεροπλάνα που βομβάρδισαν την κυρίως πόλη. Στο δεύτερο, συμμετείχαν κυρίως αμερικανικά αεροπλάνα που βομβάρδισαν τις γύρω από την πόλη περιοχές. Μεταξύ των δύο κυμάτων, βρετανικοί και αμερικανικοί ΡΣ προειδοποιούν τον πληθυσμό και του δίνουν οδηγίες να συγκεντρωθεί σε ορισμένες περιοχές για να αποφύγει τους βομβαρδισμούς, πράγμα που ο πληθυσμός κάνει. Βέβαια, το πρόβλημα είναι ότι το δεύτερο κύμα βομβαρδίζει ακριβώς αυτές τις περιοχές όπου υπάρχουν και τα πιο πολλά θύματα - ωστόσο, το θέμα δεν βρίσκεται εδώ: Βρίσκεται στο ότι ο πληθυσμός της Δρέσδης αποδεικνύεται ότι άκουγε (και «άκουγε») τους βρετανικούς και αμερικανικούς σταθμούς σε μαζική κλίμακα. Οι γερμανικές εκπομπές του ΡΣ της Μόσχας αποδείχτηκαν πολύ λιγότερο αποτελεσματικές...[20]
Υπάρχουν ενδείξεις ότι και οι ναζιστικοί βομβαρδισμοί παρουσίαζαν, συχνά, «συμμετρική» εικόνα.
Ενας κάτοικος του Μάντσεστερ, μιας από τις βρετανικές πόλεις που γνώρισαν τους χειρότερους βομβαρδισμούς, έδωσε στο γράφοντα την εξής εικόνα:
Τα γερμανικά αεροπλάνα πετούν πάνω από την πόλη σε σχετικά χαμηλό ύψος και με σχετικά μικρή ταχύτητα. Οι βόμβες τους χτυπούν άγρια την πόλη, προκαλώντας πολλά θύματα και εκτεταμένες καταστροφές. Ωστόσο, δεν χτυπούν τα εργοστάσια «Τσάμπερλεν», παρ' όλο που βρίσκονται στις όχθες του ποταμού Ιργουελ, που διασχίζει την πόλη και φωτίζεται και από το φως της σελήνης. Και ευτυχώς για την πόλη του Μάντσεστερ, η οποία τη γλιτώνει, κυριολεκτικά, πολύ φτηνά. Γιατί τα εργοστάσια αυτά είναι εργοστάσια πυρομαχικών και εργάζονται 24 ώρες το 24ωρο. Είναι γεμάτα εκρηκτικά. Μια μόνο βόμβα είναι αρκετή όχι για να καταστρέψει απλώς αλλά για να σβήσει τελείως από την επιφάνεια της γης όλη την πόλη και τα περίχωρα της. Και, όμως, αυτή η βόμβα, σε βομβαρδισμούς που κρατούν σχεδόν 10 μήνες, δεν πέφτει.
Πού οφειλόταν αυτή η παράδοξη αδεξιότητα των Γερμανών αεροπόρων; Δύσκολο να το πει κανείς. Δεν έχουμε, όμως, το δικαίωμα να υποψιαστούμε ότι έπαιξε κάποιο ρόλο το γεγονός ότι τα εργοστάσια Τσάμπερλεν ήταν μέρος του μεγάλου (και πολύ γνωστού και σήμερα) μονοπωλίου της χημείας ICI (Imperial Chemicals Industries), του οποίου η σύνδεση με γερμανικά συμφέροντα δεν ήταν μυστικό για κανένα;
Αλλωστε, αυτή η σύμφυση εξηγεί, σε μεγάλο βαθμό, και την επιδεικτική πολιτική του «κατευνασμού», δηλαδή της ανοχής ή και της υποκίνησης και ενίσχυσης των επιθετικών ενεργειών της ναζιστικής Γερμανίας.
«Ο (σ.σ., βρετανός πρωθυπουργός Νέβιλ) Τσάμπερλεν ήταν ένας από τους μεγαλομετόχους της ICI, συνεταιρικής εταιρίας της IG Farben, της οποίας ο Πρόεδρος Χέρμαν Σμιτς βρισκόταν στο ΔΣ της Τράπεζας Διεθνών Διακανονισμών».[21]
Αυτή η κατάσταση είχε και στρατιωτικές συνέπειες. Ετσι, π.χ., η βρετανική αεροναυπηγική βιομηχανία υπερκαλύπτει κανονικά, σε όλη τη διάρκεια της Μάχης της Αγγλίας, τις απώλειες της RAF. Οι αντιαεροπορικές πυροβολαρχίες δεν φαίνεται να αντιμετωπίζουν πρόβλημα έλλειψης πυρομαχικών και βλημάτων. Μια εκδήλωση του φαινομένου είναι και η περίφημη ναυτική υπεροχή, γιατί, για τη διατήρηση της, ακόμα και σε ειρηνική περίοδο (χωρίς καν να μιλήσουμε για τις καταστροφές και τις απώλειες των ναυμαχιών), απαιτείται μια κολοσσιαία βιομηχανική βάση σε κατάσταση λειτουργίας.
Τέλος, στο πολύπλοκο κουβάρι των αντιθέσεων του Β' Παγκόσμιου Πολέμου αξίζει να αναφέρουμε και το περίφημο θέμα του «Δεύτερου Μετώπου». Είναι γνωστό ότι, για δύο χρόνια, το μέτωπο αυτό δεν ανοίγει, αφήνοντας τη Γερμανία να πολεμά σχεδόν ανενόχλητη στην Ανατολή.
Σήμερα, τα στοιχεία που έχουμε είναι υπεραρκετά για να αποδειχτεί ότι η εξέλιξη αυτή δεν οφειλόταν σε στρατιωτικούς λόγους αλλά στο ότι «οι βρετανοαμερικανικοί κύκλοι, που είχαν, το 1938-39, προωθήσει την πολιτική του Μονάχου, ξανακερδίζουν επιρροή».[22]
Ακόμα περισσότερο, γνωρίζουμε το πλήρες σχέδιο. Το ανέπτυξε το 1943 στο Φράνκο ο πρεσβευτής της Βρετανίας στη Μαδρίτη σερ Σάμιουελ Χόαρ. Το σχέδιο πρόβλεπε ότι, όταν οι σοβιετικές δυνάμεις προωθηθούν, ύστερα από παρατεταμένη και δαπανηρή προσπάθεια, στην Κεντρική Ευρώπη, θα βρουν απέναντί τους (και, αν χρειαστεί, αντιμέτωπες) άφθαρτες και ετοιμοπόλεμες δυνάμεις των ΗΠΑ και της Βρετανίας. Προβλέπει, δηλαδή, ακριβώς εκείνο που έγινε.
Εδώ σημειώνουμε ότι η επιλογή και των προσώπων δεν ήταν τυχαία. Είναι προφανές ότι η Βρετανία θεωρεί τον σερ Σάμιουελ Χόαρ σαν τον πιο κατάλληλο πρεσβευτή στη Μαδρίτη για δύο λόγους:
α) Γιατί, σαν ειδικός σύμβουλος του πρωθυπουργού Ν. Τσάμπερλεν, υπήρξε ένας από τους πιο ένθερμους αρχιτέκτονες του Μονάχου.
β) Γιατί, αν εξαιρέσουμε το Χίτλερ, το Μουσολίνι και τους παρομοίους, ήταν αυτός που πιο πολύ συνετέλεσε στη νίκη του Φράνκο.