Ο Γκεόργκι Δημητρόφ σημειώνει στο ημερολόγιο του[1] υπό ημερομηνία 13 Μάη 1942 το εξής:
«13.5.1942 - Υπέδειξα στην αμερικανική ΚΕ να μην ασχοληθεί με τη στρατολογία ανθρώπων για την αγγλική και αμερικανική μυστική υπηρεσία μέσω της Επιτροπής Βολφ[2]. Οι άνθρωποι αυτοί πρόκειται δήθεν να χρησιμοποιηθούν για αποσυνθετική εργασία στα γερμανικά μετόπισθεν. Η αμερικανική ΚΕ οφείλει να διακόψει κάθε επαφή των Αμερικανών κομμουνιστών με αυτές τις υπηρεσίες, γιατί αυτό διευκολύνει τη διείσδυση πρακτόρων των μυστικών υπηρεσιών στο Κόμμα και βάζει σε κίνδυνο τη δουλιά του αμερικανικού και άλλων κομμουνιστικών κομμάτων»[3].
Για τις ιμπεριαλιστικές υπηρεσίες η κατάσταση έγινε ακόμα πιο ευνοϊκή όταν η Σοβιετική Ενωση, η Αγγλία, η Γαλλία και οι ΗΠΑ έγιναν σύμμαχοι στον αντι-χιτλερικό Συνασπισμό. Η συναδέλφωση εν όπλοις των στρατών ιμπεριαλιστικών κρατών με τον Κόκκινο Στρατό της Σοβιετικής Ενωσης στον αγώνα ζωής και θανάτου με τους φασίστες εισβολείς ήταν κατάλληλη να κάνει και στις γραμμές των κομμουνιστών και των πολιτών της Σοβιετικής Ενωσης να λησμονηθεί, ότι ο ιμπεριαλισμός ήταν ο ταξικός εχθρός, του οποίου ο στόχος έμενε αμετάβλητα η εξαφάνιση της σοσιαλιστικής Σοβιετικής Ενωσης. Γι’ αυτό είχε σημασία, παρά και ακριβώς λόγω της εν όπλοις συναδέλφωσης με τους ιμπεριαλιστές συμμάχους, να μην εξασθενίσει η ταξική επαγρύπνηση αλλά να δυναμώσει ακόμα πιο πολύ. Η αυστηρή τήρηση της προαναφερθείσας υπόδειξης του Δημητρόφ και η λήψη υπόψη της προειδοποίησής του για επαφές με τις ιμπεριαλιστικές μυστικές υπηρεσίες είχε γίνει ακριβώς τώρα ζωτική για τα κομμουνιστικά κόμματα.
Αλλά ο Δημητρόφ πολύ πιθανά δεν είχε μαντεύσει πόσο πολύ δικαιολογημένη και αναγκαία ήταν αυτή η προειδοποίηση ακριβώς προς τη διεύθυνση του ΚΚ των ΗΠΑ και του γενικού γραμματέα του Ιρλ Μπράουντερ (Earl Browder) ο οποίος, κατέχοντας από το 1929 αυτό το λειτούργημα, απολάμβανε τόση εμπιστοσύνη, ώστε η ΕΕΚΔ (Εκτελεστική Επιτροπή της Κομμουνιστικής Διεθνούς) τον είχε κάνει αντιπρόσωπό της στην Αμερική.
Το Γενάρη του 1940, με την πρόφαση «παραπτώματος διαβατηρίου» ο Μπράουντερ είχε συλληφθεί και καταδικαστεί σε τέσσερα χρόνια φυλάκιση, αλλά μετά από δύο χρόνια είχε αποφυλακιστεί, πράγμα για το οποίο ο Δημητρόφ στο Ημερολόγιό του παρατηρεί: «17.5.’42 – Είδηση από τη Νέα Υόρκη ότι ο Μπράουντερ αποφυλακίστηκε. Εξήγηση του «Λευκού Οίκου»… προς το συμφέρον της εδραίωσης της ενότητας του εθνικού μετώπου» (σ. 517).
Τότε η αποφυλάκιση του Μπράουντερ εκτιμήθηκε σαν επιτυχία της πλατιάς καμπάνιας του κόμματος για την απελευθέρωσή του[4]. Ομως οι κατοπινές δραστηριότητες του Μπράουντερ, που ανταποκρίνονταν τελείως στην εκδηλούμενη εμπιστοσύνη της κυβέρνησης, αφήνουν να υποτεθεί ότι οι αρχές προθυμοποιήθηκαν να τον απολύσουν, επειδή είχαν κάποιο λόγο να περιμένουν ότι ο Μπράουντερ μετά την απελευθέρωσή του θα συνεισφέρει ουσιαστικά στην «εδραίωση της ενότητας του εθνικού μετώπου». Σε αυτή την υπόθεση οδηγείται κανείς ακόμα περισσότερο, όταν θυμηθεί πόσο αναίσθητη είναι συνήθως η δικαιοσύνη των ΗΠΑ απέναντι σε μαζικές διαμαρτυρίες, και μάλιστα παγκόσμιες. Να σκεφτεί κανείς μόνο τις περιπτώσεις Σάκο και Βαντσέτι και Εθελ και Τζούλιους Ρόζενμπεργκ, και στις μέρες μας τον Μούμια Αμπού Τζαμάλ.
Τι ήταν αυτό, για το οποίο ο Μπράουντερ ανταποκρίθηκε στις επίσημες ελπίδες;
Από τη μια ότι - πολύ πριν από τον Τίτο, τον Χρουστσόφ και τον Γκορμπατσόφ - εισήγαγε στο κομμουνιστικό κίνημα «ιδέες», οι οποίες αργότερα ανήκαν στο κεντρικό περιεχόμενο του «αναθεωρητικού κομμουνισμού» του Τίτο, του Χρουστσόφ και του Γκορμπατσόφ: α) Απάρνηση της αντίληψης του Λένιν για το Κόμμα, β) προπαγάνδιση της απορρόφησης του κομμουνιστικού κόμματος από ένα εθνικό αντιφασιστικό μέτωπο, γ) άρνηση της ανταγωνιστικής αντίθεσης μεταξύ ιμπεριαλισμού και σοσιαλισμού και προσανατολισμός στη διαρκή παράλληλη ύπαρξή τους με συνεργασία εμπιστοσύνης και αμοιβαία βοήθεια.
Από την άλλη ότι χρησιμοποίησε συνεργαζόμενες αγαθοεργές οργανώσεις βοήθειας εξωτερικά μεν ιδιωτικές αλλά με κρατικές αρχές ανάμεσά τους, τις μυστικές υπηρεσίες των ΗΠΑ όπως τη διευθυνόμενη από τον Αλαν Ντάλες OSS (“Office of Strategic Services”), για τη διάδοση της αναθεωρητικής του αντίληψης στους κομμουνιστές πολιτικούς πρόσφυγες των ευρωπαϊκών χωρών, που είχαν ξεφύγει από το φασισμό. Ετσι ενεργούσε συνειδητά ενάντια στην προαναφερθείσα γραμμή, που είχε διαβιβαστεί από την ΕΕ της ΚΔ στην ηγεσία του ΚΚ των ΗΠΑ.
Πώς έγιναν όλα αυτά συγκεκριμένα; Μια αντικειμενική παρουσίαση των σχετικών γεγονότων βρίσκεται στο ήδη αναφερθέν βιβλίο του τότε προέδρου του ΚΚ των ΗΠΑ, Ουίλιαμ Ζ. Φόστερ. Μια άλλη, μεροληπτική παρουσίαση, που καιροσκοπικά διαστρεβλώνει αδίστακτα την αλήθεια, που ωστόσο παρά την πρόθεση του συγγραφέα περισσότερο αποκαλύπτει παρά συγκαλύπτει τον αληθινό ρόλο του Μπράουντερ και του κύριου ήρωά του, του Νόελ Φάιλντ[5] (Noel Fielf), γίνεται στο βιβλίο του Βόλφγκανγκ Κίσλινγκ[6].
Στις δύο αυτές εργασίες στηρίζονται οι απόψεις που ακολουθούν.
Σαν σημείο αφετηρίας για τις ρεβιζιονιστικές του επιθέσεις ο Μπράουντερ διάλεξε τη Διακήρυξη της Διάσκεψης της Τεχεράνης - 28 Νοέμβρη έως 1 Δεκέμβρη 1943 - στην οποία ο Ρούζβελτ, ο Στάλιν και ο Τσόρτσιλ είχαν δηλώσει ότι οι χώρες τους θα συνεργαστούν και μετά τον πόλεμο. Για την ερμηνεία της Διάσκεψης της Τεχεράνης από τον Μπράουντερ ο πρόεδρος του ΚΚ των ΗΠΑ, Φόστερ, έγραψε στο βιβλίο του:
«Ο Ιρλ Μπράουντερ, ο γενικός γραμματέας του Κομμουνιστικού Κόμματος, έβγαλε το εσπευσμένο συμπέρασμα ότι η μεταπολεμική ενότητα που οι «τρεις Μεγάλοι» στην Τεχεράνη τη χαρακτήρισαν σαν επιθυμητή, συμφωνήθηκε πραγματικά και ότι γι’ αυτό η ειρήνη και η συνεργασία μετά τον πόλεμο είναι εγγυημένες. Είχε τη γνώμη ότι οι κυρίαρχοι κύκλοι του αμερικανικού μονοπωλιακού κεφαλαίου ενδιαφέρονται για μια ειρηνική συνύπαρξη και φιλικό συναγωνισμό με την ΕΣΣΔ… Ο Μπράουντερ… ανέλαβε να συγκεκριμενοποιήσει το ουσιαστικό περιεχόμενο αυτής της φανταστικής συμφωνίας της Τεχεράνης. Αυτό το έκανε το Γενάρη του 1944, σε μια σύνοδο της Εθνικής Επιτροπής του Κομμουνιστικού Κόμματος στη Νέα Υόρκη. Αργότερα ανέπτυξε τη θέση του διεξοδικά στο βιβλίο του: «Τεχεράνη: Our Path in Piece and War…». «Ο καπιταλισμός και ο σοσιαλισμός» είπε ο Μπράουντερ «άρχισαν να βρίσκουν τον ίδιο δρόμο για την ειρηνική συνύπαρξη και για συνεργασία στον ίδιο κόσμο»… Ο Μπράουντερ ισχυρίστηκε ότι είναι το βλακωδέστερο λάθος να υποθέσει κανείς ότι τα αμερικανικά συμφέροντα, ακόμα και αυτά του αμερικανικού μονοπωλιακού κεφαλαίου, δε συμβιβάζονται καθόλου με την αναπόφευκτη λαϊκή επανάσταση στην Ευρώπη. Εξίσου εύκολο θεώρησε το ζήτημα της αντι-αποικιοκρατικής επανάστασης. Τα συμφέροντα του κέρδους, έτσι επιχειρηματολόγησε, εξανάγκασαν ολοφάνερα τον αμερικανικό καπιταλισμό να δημιουργήσει μεγάλες αγορές στις αποικιοκρατούμενες και ημιαποικιοκρατούμενες χώρες. Κατά συνέπεια μια συμφωνία μεταξύ των Ηνωμένων Πολιτειών και της Μεγάλης Βρετανίας για την απελευθέρωση, εκβιομηχάνιση και τον εκδημοκρατισμό αυτών των περιοχών θα είναι πραχτική (μάλιστα αναπόφευκτη)… Ο Μπράουντερ εξήγησε ότι οι «φρόνιμοι» καπιταλιστές θα προκαλούσαν την εθνική ενότητα στη βάση όλων των αντιλήψεών του – ανοχή των επαναστάσεων στην Ευρώπη και στις αποικίες, διπλασιασμός των ημερομισθίων, κατάργηση του αντισιμιτισμού και της δίωξης των Νέγρων – ανάλογα με τα δικά τους «αληθινά ταξικά συμφέροντα». Στον ενθουσιασμό του για μια εθνική ενότητα στη βάση της συνεργασίας των τάξεων εξήγησε σε λόγο του στο Bridgeport (του Κονέκτικατ) στις 12 Δεκέμβρη 1943: «Αν ο Τζ. Π. Μόργκαν (στο πνεύμα της Τεχεράνης) υποστηρίξει αυτόν τον συνασπισμό και κάνει ανάλογες παραχωρήσεις, εγώ σαν κομμουνιστής είμαι πρόθυμος να του σφίξω το χέρι και να συνοδοιπορήσω μαζί του για να τον πραγματοποιήσουμε».
Η εθνική ενότητα του Μπράουντερ προϋπόθετε επίσης ότι οι εργάτες θα συμβιβάζονταν χωρίς επιφύλαξη με το δικομματικό σύστημα στις εκλογές. Είπε: «Η εργατική τάξη συμμερίζεται σε πολύ μεγάλο ποσοστό τη γενικά διαδομένη στο έθνος άποψη ότι αυτό το «δικομματικό σύστημα» προσφέρει εύλογες δυνατότητες για να προστατεύσει ουσιαστικά τα δημοκρατικά δικαιώματα».
Μια και ο Μπράουντερ αποδέχτηκε τον καπιταλισμό, τη συνεργασία των τάξεων και το δικομματικό σύστημα και εγκατάλειψε τον εθνικό απελευθερωτικό αγώνα του νέγρικου λαού, ήταν λογικό ότι θεωρούσε το κομμουνιστικό κόμμα περιττό. Ετσι ζήτησε τη διάλυσή του και την ίδρυση μιας κομμουνιστικής οργάνωσης εκπαίδευσης. Αυτή η οργάνωση δε θα εξέθετε δικούς της υποψήφιους σε εκλογές και θα είχε «υπερκομματικό χαρακτήρα». Θα συνέχιζε να εργάζεται μέσα στις μάζες στο πνεύμα του «μαρξισμού». Για το λενινισμό, το μαρξισμό των καιρών μας, δεν γινόταν καθόλου πια λόγος.
Αυτός λοιπόν είναι ο χαρακτηρισμός των θεωριών και της πραχτικής του Μπράουντερ από τον Ουίλιαμ Ζ. Φόστερ. Και αυτά πληροφορούμαστε από τον Κίσλινγκ για το ίδιο αντικείμενο:
«Ο Μπράουντερ βρήκε τη Δήλωση (της Τεχεράνης) εξαρτημένη από τη στιγμή και το σκοπό και ευκολόπιστη. Αυτός που γνώριζε ακριβώς όχι μόνο τη χώρα του και τις κοσμοκρατορικές επιδιώξεις των ΗΠΑ αλλά και την οικονομία, το κράτος και το κόμμα της Σοβιετικής Ενωσης και την επιδίωξη του Στάλιν να διευρύνει τη Σοβιετική Ενωση καθαρά εξουσιαστικά με την προσάρτηση ξένων εδαφών, όπως της Πολωνίας, της Φινλανδίας, των Βαλτικών χωρών και στα Βαλκάνια και αυτό να το παραστήσει σαν σοσιαλιστικές νίκες, σαν λαϊκή επανάσταση, συλλογίστηκε τι έπρεπε να γίνει πραγματικά, ώστε να υλοποιηθεί η Δήλωση της Τεχεράνης, όχι μόνο με την άποψη της μιας από τις δύο πλευρές» (σελ. 100).
Με αυτή τη φράση ο Κίσλινγκ ξεκαθάρισε όχι μόνο το δικό του αναθεωρητισμό, αντισοβιετισμό, αλλά και του ήρωά του Μπράουντερ. Αλλά ας διαβάσουμε παρακάτω: «Ο Μπράουντερ… ήταν υπεύθυνος για το κομμουνιστικό κόμμα στην οικονομικά και στρατιωτικά ισχυρότερη καπιταλιστική χώρα στον ερχόμενο κόσμο μετά το Χίτλερ. Και ήταν έτοιμος να αναλάβει αυτή την ευθύνη ήδη τώρα και να μην περιμένει κατευθυντήριες γραμμές από τη Μόσχα οι οποίες, αυτό το είχαν δείξει οι εμπειρίες του με την Κομιντέρν, δίδονταν πάντα σύμφωνα με το σοβιετοκρατικό συμφέρον και όχι και το εθνικό κριτήριο των κομμουνιστών των ΗΠΑ. Ο Μπράουντερ δεν άφηνε πια να παραπλανηθεί από το γεγονός ότι ο ρωσικός εθνικισμός διακηρύσσεται σαν προλεταριακός διεθνισμός».
Το τι κρύβεται αληθινά πίσω από την επίκληση των «εθνικών κριτηρίων» από τους αναθεωρητές, ο Βόλφγκανγκ Κίσλινγκ ήξερε να το πει όταν, όντας ακόμα συνεργάτης του Ινστιτούτου Μαρξισμού-Λενινισμού της ΚΕ του ΕΣΚΓ, σε άρθρο του στην «Νόιες Ντόϊτσλαντ» στις 6 Σεπτέμβρη 1968 με τον τίτλο «Ο εθνικισμός σαν «εκρηκτικό μέσο», έγραφε πολύ πετυχημένα ενάντια στους «μεταρρυθμιστές της Πράγας»: «Οι αναθεωρητές και οι αντεπαναστάτες των ημερών μας θέλουν να σβήσουν από τη μνήμη των λαών ότι χάρη στη Σοβιετική Ενωση αποκαταστάθηκε η κρατική ανεξαρτησία της Τσεχοσλοβακίας και άλλων χωρών... Οταν το δηλητήριο του εθνικισμού διεισδύει στη συνείδηση ηγετικών στελεχών ενός σοσιαλιστικού κράτους, όταν μικροαστικοεθνική πνευματική στειρότητα κερδίζει επιρροή στην κρατική πολιτική, τότε προσφέρονται δυνατότητες στον εξωτερικό ιμπεριαλισμό και στην εσωτερική αντεπανάσταση. Οχι τυχαία ο Λένιν εξήρε την αναγκαιότητα του «ασυμφιλίωτου αγώνα ενάντια στην μόλυνση του προλεταριάτου με αστικό εθνικισμό, έστω κι αν είναι στην πιο εξευγενισμένη μορφή του».
Στο μεταξύ ο Κίσλινγκ άλλαξε μέτωπο και έγινε θαυμαστής του Μπράουντερ και γι’ αυτό μπόρεσε να συμμεριστεί πλήρως τα προβλήματα που αυτός διατυπώνει: «Η μέγιστη δυσκολία» έγραψε στο βιβλίο του, «ήταν γι’ αυτόν να δημοσιοποιήσει τα λεπτά προβλήματα και να τα παρουσιάσει έτσι, ώστε να μην μπορεί να παρερμηνευτεί ούτε στις ΗΠΑ ούτε στη Σοβιετική Ενωση» (σελ. 100). Αυτή είναι η δυσκολία μπροστά στην οποία βρίσκονται όλοι οι «ρεφορμοκομμουνιστές», από τον Τίτο στον Χρουστσόφ και τον Γκορμπατσόφ, ως αυτούς στις σημερινές μέρες, στο πώς δηλαδή οι «ρεφορμοσοσιαλιστές» το πέρασμά τους από τον αγώνα για το σοσιαλισμό και κατά του καπιταλισμού, στην προδοσία του σοσιαλισμού και την υπεράσπιση του καπιταλισμού «να τα παρουσιάσουν έτσι», ώστε να μην αναγνωρίζονται από τα απλά μέλη και τους συμπαθούντες σαν προδοσία και αλλαγή μετώπου.
Ο Μπράουντερ για ένα διάστημα το κατάφερε αυτό έξοχα. Οπως μαθαίνουμε από το Φόστερ, ο Μπράουντερ στις 7 Γενάρη 1944 εκφώνησε λόγο μπροστά σε 500 περίπου κομματικά στελέχη, όπου ανάπτυξε τις θέσεις του για τη σημασία της Διακήρυξης της Τεχεράνης[7]. Τρεις μέρες αργότερα στις 10 Γενάρη 1944, ο Μπράουντερ μίλησε σε μεγάλη συγκέντρωση στη Νέα Υόρκη, όπου προχώρησε πολύ περισσότερο - πράγμα που ο Κίσλινγκ το επαίνεσε σαν μεγάλη πρόοδο: «Εντυπωσιακό ήταν το συμπέρασμά του για το ΚΚ των ΗΠΑ, για την οργανωτική δομή του και την πολιτική του εντολή… Ο Μπράουντερ πρότεινε, η Κομμουνιστική οργάνωση οφείλει να σταματήσει να χαρακτηρίζεται σαν κόμμα και αντί γι’ αυτό να φέρει ένα όνομα «το οποίο θα χαρακτηρίζει καλύτερα το ρόλο του σαν τμήμα μιας μεγαλύτερης ενότητας του έθνους, ένα όνομα όπως Commounist Political Association (Κομμουνιστική Πολιτική Ενωση») (σελ. 101).
Αλλά και άλλα συστατικά των ιδεών του μπορούσε κανείς να τα ονομάσει «εντυπωσιακά» - σαν ιδέες ενός ηγέτη των κομμουνιστών των ΗΠΑ – δηλαδή τη φροντίδα του για την τοποθέτηση περίσσιων εμπορευμάτων και περίσσιου κεφαλαίου του «αμερικάνικου κοινωνικού κόσμου», που τη διατύπωσε με τα ακόλουθα λόγια: «Οταν τελειώσει ο πόλεμος, η Ευρώπη και η Ασία, περισσότερο παρά ποτέ, θα λαχταρούν αμερικανικά εμπορεύματα και αμερικανικό κεφάλαιο… Οι προοπτικές για εξαγωγές και για επενδύσεις για τον αμερικανικό εμπορικό κόσμο βρίσκονται σε άμεση σχέση με την εκπλήρωση του προγράμματος της Τεχεράνης».
Το σχόλιο του Κίσλινγκ γι’ αυτές τις ιδέες του Μπράουντερ είναι: «Χωρίς να ερωτηθεί γι’ αυτό από τη σοβιετική πλευρά, ο Αμερικανός διεθνιστής (;!) Ιρλ Μπράουντερ της έδωσε, ακόμα πριν το τέλος του πολέμου, έμμεσα τη σύσταση… για την ανοικοδόμηση της καταστραμμένης αυτής χώρας να πάρει αμερικανικές πιστώσεις» (σελ. 102, συνέχεια).
Για την προεξοφλημένη αποδοχή των περεστροϊκών ιδεών του Μπράουντερ, ο Κίσλινγκ αναφέρει:
«Στο 12ο Συνέδριο του ΚΚ ΗΠΑ το Μάη του 1944 οι προτάσεις του Μπράουντερ έγιναν αποδεκτές και η εργασία συνεχίστηκε με το νέο όνομα και με αλλαγμένη οργανωτική δομή. Η Κομμουνιστική Ενωση στις ΗΠΑ είχε αποσυνδεθεί από τις αρχές ενός μαρξιστικού-λενινιστικού κόμματος σταλινικής μορφής. Ο «δημοκρατικός συγκεντρωτισμός» με τις δικτατορικές του εξουσιοδοτήσεις της ηγεσίας σε όλα τα επίπεδα και η προσανατολισμένη στο ΚΚΣΕ ευθυγράμμιση της ενότητας και καθαρότητας της κομματικής ιδεολογίας είχαν αρθεί… Στο λόγο του στις 10 του Γενάρη ο Μπράουντερ είχε πει: « Ο καπιταλισμός και ο σοσιαλισμός άρχισαν να βρίσκουν το δρόμο της ειρηνικής συνύπαρξης και της συνεργασίας στον ίδιο κόσμο, χωρίς ο ένας να φοβάται τον άλλο. Οταν σκεφτεί κανείς ότι ήταν αυτός ο διαρκής φόβος του ενός από τον άλλο, που δημιούργησε εχθρότητα από τη στιγμή που δημιουργήθηκε η Σοβιετική Ενωση, τότε η νέα εποχή της συνεννόησης που ανοίχτηκε με την Τεχεράνη υπερέχει από όλες τις άλλες της ιστορίας… Γιατί τι θα ήταν η εναλλακτική της Τεχεράνης λύση; Θα ήταν ένα σκοτεινό, αβέβαιο μέλλον, που θα οδηγούσε σε εμφύλιο πόλεμο και σε διεθνείς πολέμους» (σελ. 101).
Οποιος θυμάται ακόμα τους λόγους του Χρουστσόφ και του Γκορμπατσόφ, θα αναγνωρίσει αμέσως ότι ο Μπράουντερ άφησε να ηχήσει επιτήδεια εκείνο το κύριο σύνθημα για το κέρδισμα της συμπάθειας και της εμπιστοσύνης των μαζών, το οποίο γνώριζαν να παίζουν με μαεστρία και οι δύο, ώστε στην αρχή να επευφημηθούν από τις μάζες με ενθουσιασμό σαν φορείς της ειρήνης - το σύνθημα: «Ποτέ πια πόλεμος! Ειρήνη για πάντα!».
Ετσι ο Μπράουντερ είχε κατ’ αρχήν μια αποφασιστική επιτυχία. Μάταια ο Φόστερ σε γράμμα του στην Εθνική Επιτροπή του κόμματος στις 20 Γενάρη 1944 υπέβαλε τις οπορτουνιστικές απόψεις του Μπράουντερ στον τομέα της εξωτερικής και εσωτερικής πολιτικής σε οξύτατη κριτική και χαρακτήρισε το κεντρικό περιεχόμενό τους ως εξής: «Σε αυτή την παρουσίαση ο αμερικανικός ιμπεριαλισμός πραχτικά εξαφανίζεται, από τον ταξικό αγώνα δεν μένει σχεδόν κανένα ίχνος και ο σοσιαλισμός πραχτικά δεν παίζει γενικά κανένα ρόλο»[8].
Από το 1956, από την έκδοση του βιβλίου του Φόστερ στη ΓΛΔ, μπορούσε κάθε ενδιαφερόμενος στη χώρα μας και έπρεπε ένας ιστορικός του ηγετικού επιστημονικού ινστιτούτου του ΕΣΚΓ, όπως ο Κίσλινγκ, που ασχολήθηκε με την ιστορία του Κομμουνιστικού Κόμματος των ΗΠΑ, να γνωρίζει ότι ο πρόεδρος του ΚΚ ΗΠΑ, Φόστερ, πήρε αποφασιστική και οξεία θέση ενάντια στις δηλώσεις του γενικού γραμματέα Μπράουντερ, αμέσως μετά τους λόγους του Μπράουντερ το Γενάρη του 1944.
Του Κίσλινγκ όμως φαίνεται να του ξέφυγε αυτό τελείως κατά τις μελέτες του, γιατί όχι μόνο δεν αναφέρει τίποτα γι’ αυτό αλλά και γράφει ρητά ότι και ο Φόστερ ενέκρινε τις θέσεις του Μπράουντερ. Και ότι μόνο τον Απρίλη του 1945, ισχυρίζεται, αφού ο Ζακ Ντικλό πολέμησε τις θέσεις του Μπράουντερ σαν επικίνδυνες αποκλίσεις, πήρε και ο Φόστερ θέση εναντίον τους (σελ. 103, 106).
Ας συγκρατήσουμε όμως τούτο: Ο ίδιος ο Κίσλινγκ λέει χωρίς περιστροφές και βρίσκει λόγια υψίστης αναγνώρισης για το γεγονός ότι ο Μπράουντερ στους λόγους του και στα γραπτά του συνειδητά και θελημένα ανάπτυξε αντισχέδια ενάντια στη μαρξιστικο-λενινιστική σύλληψη για το κόμμα και ενάντια στη μαρξιστική στοιχειώδη γνώση για την ανταγωνιστική αντίθεση μεταξύ καπιταλισμού και σοσιαλισμού και τα έθεσε σαν βάση για την πολιτική του ΚΚ των ΗΠΑ.
Οπως βλέπουμε, ο Μπραουντερισμός αποτελεί την αμερικανική αρχέτυπη μορφή του «μοντέρνου αναθεωρητισμού». […]