Νιώθω την ανάγκη να πω κάτι που είναι αυτονόητο για ένα Κομμουνιστικό Κόμμα και για το Κομμουνιστικό Κόμμα Ελλάδας βεβαίως: Η υπόθεση του σοσιαλισμού είναι και επίκαιρη και αναγκαία, από την πρώτη στιγμή της ίδρυσής του. Αλλωστε, δε θα υπήρχε άλλο νόημα ύπαρξης του Κομμουνιστικού Κόμματος Ελλάδας. Ιδρύθηκε, ακριβώς γιατί είχε συνειδητοποιηθεί η αναγκαιότητα της πάλης για το σοσιαλισμό, η αναγκαιότητα της πάλης για την ανατροπή του καπιταλισμού. Αυτό σημαίνει κατ’ αρχήν Κομμουνιστικό Κόμμα. Ανεξαρτήτως βεβαίως από τη δυνατότητα πρόβλεψης και τη δυνατότητα υπολογισμού, του πότε μπορεί να κατακτηθεί ο σοσιαλισμός, πότε μπορεί να γίνει η σοσιαλιστική επανάσταση.
Αυτό δε σημαίνει, ωστόσο, ότι επειδή το Κομμουνιστικό Κόμμα ιδρύεται με σκοπό το σοσιαλισμό, είναι ξεκομμένο και αποσπασμένο από τα καθημερινά προβλήματα του λαού, είτε το 1918 είτε σήμερα, ότι είναι αποκομμένο από τις καθημερινές ανάγκες των ανθρώπων, όχι μόνο της χώρας που δρα, αλλά γενικότερα.
Ολη η ιστορία του Κομμουνιστικού Κόμματος Ελλάδας έχει αποδείξει ότι ακριβώς επειδή δημιουργήθηκε λόγω της αναγκαιότητας του σοσιαλισμού, ακριβώς γι’ αυτό είχε μια σταθερότητα, συνέπεια, αποφασιστικότητα και ευαισθησία, σε αυτά που λέμε καθημερινά και σύγχρονα προβλήματα, όπως αυτά ήταν πριν το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο ή μετά, ή στις ημέρες μας. Αλλωστε, η εμπειρία που έχει ο ελληνικός λαός είναι ότι το Κομμουνιστικό Κόμμα Ελλάδας καθημερινά ασχολείται με τα προβλήματα των εργαζομένων.
Η επικαιρότητα του σοσιαλισμού δεν είναι νέο ζήτημα. Και βεβαίως παραμένει και σήμερα, παρά το γεγονός ότι συνέβησαν οι δραματικές και απρόβλεπτες για όλους μας εξελίξεις στις αρχές της δεκαετίας του ’90, δηλαδή η ανατροπή των σοσιαλιστικών καθεστώτων της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης. Ο σοσιαλισμός είναι επίκαιρος, όπως στο 18ο και 19ο αιώνα ήταν επίκαιρη η αστική επανάσταση, η γαλλική επανάσταση και οι άλλες αστικές επαναστάσεις που έγιναν.
Σε τι συνίσταται η επικαιρότητα; Οχι στην επιθυμία των κομμουνιστών ούτε επειδή υπάρχουν οξυμένα προβλήματα. Γιατί οξυμένα προβλήματα είχε η ανθρωπότητα και το 15ο αιώνα και το 16ο και το 17ο και το 18ο και το 19ο. Τότε όμως, παρά το γεγονός ότι υπήρχαν οξύτατα προβλήματα και πείνα και φτώχεια, δεν μπορούσε κανείς το 17ο αιώνα να μιλήσει για την επικαιρότητα του σοσιαλισμού. Επίκαιρος ο σοσιαλισμός έγινε στα τέλη του 19ου και οπωσδήποτε τον 20ό αιώνα.
Πού βασίζεται η επικαιρότητα του σοσιαλισμού: Στο γεγονός ότι ο καπιταλισμός έχει αναπτυχθεί τόσο πολύ -κι αυτό βεβαίως έγινε από τις αρχές του 20ού αιώνα ιδιαίτερα- έχει φτάσει σ’ ένα ανώτατο στάδιο, όπου η ουσιαστική και πραγματική επίλυση των προβλημάτων δεν μπορεί να γίνει δίχως ν’ αντιμετωπιστεί το πρόβλημα της εξουσίας, δηλαδή το πρόβλημα της ανατροπής του καπιταλισμού.
Ο καπιταλισμός ξεκίνησε προοδευτικά σε σχέση με το προηγούμενο κοινωνικό σύστημα, το φεουδαρχικό. Αυτή η προοδευτικότητα κράτησε λίγο. Οταν νίκησε και κυριάρχησαν οι καπιταλιστικές σχέσεις, άρχισε η συντηρητική στροφή, για να φτάσουμε τώρα -και όταν λέω τώρα δεν εννοώ μόνο στις μέρες μας, τώρα στις μέρες μας φαίνεται πιο καθαρά- στην πλήρη αντίδραση.
Επομένως είναι αντικειμενικό το πρόβλημα και όχι δημιούργημα της επιθυμίας των κομμουνιστών. Αυτό που εμείς λέμε, είναι ότι ο καπιταλισμός έφτασε στο ανώτατό του στάδιο, στον ιμπεριαλισμό. Εφτασε σ’ αυτό όταν διαμορφώθηκε το μονοπώλιο και ο κρατικομονοπωλιακός καπιταλισμός. Τότε ωρίμασε και η αναγκαιότητα ανατροπής του.
Είναι γεγονός ότι τα τελευταία χρόνια αυτή η επικαιρότητα φάνηκε να μειώνεται εξ αιτίας των ανατροπών. Αυτό, αν το δούμε στην ιστορία της ανθρωπότητας -και ο καπιταλισμός είχε επίσης ανεπιτυχείς προσπάθειες- δεν είναι τίποτα άλλο, παρά μία προσωρινή ήττα και ανατροπή ενός συστήματος που έκανε τα πρώτα του και πρωτόγνωρα βήματα.
Βεβαίως στα όρια μιας γενιάς, της δικής μου και της δικής σας, αυτή η ήττα παίρνει δραματικές διαστάσεις και δημιουργεί -για όσους δε γνωρίζουν την ιστορία εξέλιξης της ανθρωπότητας και την προηγούμενη ιστορική πείρα- την εντύπωση, ότι αυτό που έγινε είναι τελεσίδικο, ότι αυτό που έγινε είναι κάτι που έδειξε ότι ο σοσιαλισμός δεν πατούσε στην πραγματικότητα. Δεν είναι έτσι.
Η γένεση ενός νέου κοινωνικού συστήματος δε γίνεται μια κι έξω. Και να σας πω και κάτι άλλο: Εμείς οι κομμουνιστές παραβλέψαμε την επισήμανση που έκαναν ο Μαρξ, ο Ενγκελς και ο Λένιν, ότι είναι άλλο πράγμα η αναγκαιότητα περάσματος στο σοσιαλισμό και άλλο πράγμα το αν ο σοσιαλισμός μπορεί να επιβιώσει σε μια ιστορική στιγμή, αν δε συντρέξουν και πολλές άλλες προϋποθέσεις. Επομένως, είναι μια μάχη που χάθηκε, όμως δε χάθηκε ο πόλεμος.
Γι’ αυτό θα ήθελα να σταθώ στο εξής ζήτημα, όχι αναλύοντάς το σε βάθος. Αν πάμε να συγκρίνουμε τον καπιταλισμό και το σοσιαλισμό, πώς επικράτησε ο καπιταλισμός, πώς αναπτύχθηκε ο καπιταλισμός, πώς επικράτησε ο σοσιαλισμός στο 1/3 της γης και πώς αναπτύχθηκε, αν πάμε να τα μετρήσουμε με την ίδια μεζούρα, με τα ίδια μέτρα και κριτήρια, θα πέσουμε έξω. Η μεθοδολογία πρέπει να είναι η ίδια, αλλά με διαφορετικό μέτρο και κριτήριο πρέπει να κρίνουμε το καπιταλιστικό και το σοσιαλιστικό σύστημα. Ξαναλέω ότι η μεθοδολογία πρέπει να είναι μία και μοναδική, επιστημονική μεθοδολογία.
Ας δούμε ένα παράδειγμα. Ο καπιταλισμός επικράτησε, επίσης επαναστατικά, σχετικά εύκολα με λιγότερα πισωγυρίσματα, γιατί αναδείχτηκε, γεννήθηκε μέσα από ένα κοινωνικό σύστημα εξίσου εκμεταλλευτικό: τη φεουδαρχία. Μέσα στις συνθήκες της ωρίμαζαν οι καπιταλιστικές σχέσεις, δηλαδή ωρίμαζε η βάση του επόμενου συστήματος.
Ο σοσιαλισμός είναι ένα σύστημα το οποίο γεννιέται κι αυτό επαναστατικά, αλλά οι σοσιαλιστικές σχέσεις στον τομέα της οικονομίας δεν υπάρχουν στο προηγούμενο σύστημα. Θα γεννηθούν μετά τη νίκη. Ενώ ο καπιταλισμός γεννήθηκε μέσα στο παλιό και επικράτησε βεβαίως μετά τη νίκη του.
Αυτό είναι ένα πάρα πολύ σημαντικό θέμα και μια σημαντική διαφορά. Γιατί ο σοσιαλισμός κληρονομεί μια οικονομική βάση δημιουργημένη από τον καπιταλισμό. Αυτή τη βάση πρέπει να την αλλάξει, πρέπει να δημιουργήσει κάτι εντελώς καινούριο. Αρα οι δυσκολίες και η συνθετότητα των καθηκόντων είναι πολύ πιο μεγάλη. Και επιπλέον, ο σοσιαλισμός δεν οικοδομήθηκε και ούτε και στο μέλλον θα οικοδομηθεί σ’ ένα δρόμο στρωμένο με ρόδα. Θα οικοδομείται για μεγάλο διάστημα συνυπάρχοντας με τον καπιταλισμό, τον ιμπεριαλισμό, μέσα σε συνθήκες οξυμένης αντιπαράθεσης και άρα δυσκολιών. Και οι συνθήκες νίκης του και οι συνθήκες οικοδόμησης δεν είναι οι ίδιες με του καπιταλισμού.
Εμείς θεωρούμε ότι πρέπει να αποκατασταθεί στα μάτια των εργαζομένων η αλήθεια για το σοσιαλισμό που γνωρίσαμε, το σοσιαλισμό του 20ού αιώνα. Αλήθεια απαλλαγμένη από την εξιδανίκευση, αντικειμενική, αλήθεια απαλλαγμένη από την λάσπη που ρίχτηκε.
Ομολογούμε ότι εμείς εξιδανικεύσαμε το σοσιαλιστικό σύστημα. Δεν είπαμε ψέματα. Το εξιδανικεύσαμε ως Κόμμα. Αυτή η εξιδανίκευση είχε λόγους. Και σε τελευταία ανάλυση, σε γενικές γραμμές -δε λέω για την εξιδανίκευση αυτή καθαυτή- η υπεράσπιση του σοσιαλισμού ήταν σωστή και μας βοηθά και σήμερα ως Κόμμα και ως κίνημα πρωτοποριακό, να στεκόμαστε σωστά. Αν είχαμε παρασυρθεί από την επίθεση κατά του σοσιαλισμού, θα μας είχε παρασύρει η λάσπη. Θα είχε χαθεί ο μπούσουλας. Ενώ σήμερα σε ποια φάση είμαστε; Υπερασπιζόμαστε το σοσιαλισμό και προσπαθούμε να βγάλουμε συμπεράσματα από τα λάθη που έγιναν, από τις παρεκκλίσεις που σημειώθηκαν, γιατί υπήρχαν και τέτιες, χωρίς όμως να απαρνούμαστε την ουσία, την αναγκαιότητά του. Μια τέτια στάση μας διαχωρίζει από την πολιτική της υπεράσπισης του καπιταλισμού. Αλλά και υποχρεώνει να βγούμε διδαγμένοι και να δούμε τα πράγματα αντικειμενικά, όσο μπορούμε.
Γνωρίζουμε, επίσης, ότι εμείς ως Κόμμα δε γίνεται να βγάλουμε μόνοι μας ολοκληρωμένα συμπεράσματα για το σοσιαλισμό του 20ού αιώνα. Αυτό πρέπει να γίνει σε συνεργασία με άλλα κόμματα, με άλλες δυνάμεις, με επιστήμονες. Δεν είναι δυνατόν ένα κόμμα, που έζησε μακριά από τις σοσιαλιστικές χώρες, να δει τα πράγματα πλήρως αντικειμενικά και πλήρως επιστημονικά.
Ομως να δούμε και γιατί εξιδανικεύσαμε το σοσιαλισμό. Οχι βεβαίως γιατί παίρναμε ρούβλια και μας πλήρωναν να κάνουμε προπαγάνδα. Οχι γιατί φοβόμασταν το ΚΚΣΕ ή τα άλλα κόμματα. Εξάλλου η ηρωική ιστορία του Κόμματος μας και σήμερα, που δεν υπάρχει το ΚΚΣΕ, έδειξε ότι δε φοβόμαστε τέτια πράγματα.
Γιατί υπήρχε εξιδανίκευση; Πρώτον γιατί η διαφορά ανάμεσα στον καπιταλισμό και το σοσιαλισμό ήταν τεράστια και μάλιστα σε μια Ελλάδα όπου το Κομμουνιστικό Κόμμα σε όλη του τη ζωή ήταν κυνηγημένο και πάρα πολλά χρόνια παράνομο, σε μια Ελλάδα όπου κάθε προοδευτική ιδέα χτυπιόταν, σε μια Ελλάδα της μεγάλης φτώχειας, είναι πολύ φυσικό, γνωρίζοντας τον άλλον κόσμο, να βλέπεις το θετικό και να μη μπορείς να δεις σε βάθος το αρνητικό.
Αυτή η εξιδανίκευση προερχόταν και από το γεγονός ότι για να πιάσεις δουλειά, για να ζήσεις, ενώ βρισκόσουν μπροστά στο εκτελεστικό απόσπασμα, σου έλεγαν να αποκηρύξεις το σοσιαλισμό, τη Σοβιετική Ενωση. Κι εμείς πολύ σωστά κάναμε, όποιες αδυναμίες και αν είχε το σοσιαλιστικό σύστημα, που δε δεχόμαστε αυτή την αποκήρυξη. Δηλαδή, όλη αυτή η κατάσταση οδηγούσε σε μια έξαρση των θετικών και σε μια μειωμένη ανάδειξη, συζήτηση των αδυναμιών του σοσιαλισμού, μέσα στη ζούγκλα που ζούσαμε εδώ στην Ελλάδα.
Επαιξε ρόλο και το χαμηλό θεωρητικό επίπεδο του Κόμματος και το υπόβαθρο των γνώσεων μας, κάτι που πρέπει κυρίως να μας απασχολήσει σήμερα, γιατί όταν ένα Κόμμα για διάφορους λόγους, ακόμα και εξηγήσιμους, δεν έχει υψηλό θεωρητικό επίπεδο, τότε είναι ευάλωτο σε λαθεμένες ή και επιφανειακές αντιλήψεις.
Η επικαιρότητα του σοσιαλισμού βασίζεται στο εξής πράγμα. Ο καπιταλισμός δεν μπορεί να λύσει ούτε ένα από τα προβλήματα που απασχολούν τους λαούς. Μπορεί να τα πολλαπλασιάσει και να τα οξύνει. Δε θα κάνω ανάλυση των προβλημάτων, είναι γνωστά. Τι έκανε ο καπιταλισμός σε μια ορισμένη φάση, ιδιαίτερα μετά το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, όπου έζησε μια μακρόχρονη υψηλή συγκυρία; Κατάφερε να παραχωρήσει ορισμένες κατακτήσεις στους εργαζόμενους που πάλευαν, οι οποίες κατακτήσεις -αλλού σχετικά, αλλού απόλυτα- βελτίωναν το βιοτικό επίπεδο των λαών. Πάντα όμως πίσω από τις δυνατότητες που είχαν οι λαοί να ζήσουν καλύτερα. Εδώ να δούμε και το εξής: Βεβαίως ανέβηκε το επίπεδο του λαού της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας. Ανέβαινε όμως, γιατί εκεί υπήρχε και η διαπάλη, η σύγκριση με τη Λαοκρατική Δημοκρατία της Γερμανίας. Ανέβαινε το βιοτικό επίπεδο στις Ηνωμένες Πολιτείες, αλλά ανέβαινε γιατί οι Ηνωμένες Πολιτείες είχαν ένα υψηλό επίπεδο συσσώρευσης, καθώς εκμεταλλεύονταν όχι μόνο την εργατική τάξη και τους εργαζόμενους μέσα στη χώρα, αλλά και γιατί εκμεταλλεύονταν οξύτατα όλους τους άλλους λαούς ή ένα μεγάλο μέρος των λαών και επομένως εισέπρατταν τέτια κέρδη από την εκμετάλλευση, ώστε είχαν τη δυνατότητα να ελίσσονται απέναντι στα αιτήματα των εργαζομένων. Αν πάμε δε από καπιταλιστική χώρα σε καπιταλιστική χώρα μπορούμε να δούμε ότι στην αντιπαράθεση με το σοσιαλισμό, οι κατακτήσεις του σοσιαλισμού λειτουργούσαν ως πίεση στο καπιταλιστικό σύστημα, ως παράγοντες για ένα τέτιο επίπεδο παροχών. Πάντα όμως αυτό το επίπεδο παροχών γινόταν με εξασφαλισμένη την πρόοδο της κερδοφορίας και με εξασφαλισμένη την υπερεκμετάλλευση των λαών.
Τα πράγματα έχουν αλλάξει και ο καπιταλισμός περνάει συνεχώς σε ακόμα μεγαλύτερη πολιτική αντίδραση. Περνάμε σήμερα στο καθεστώς της κατάργησης -εκεί θα πάμε- των γενικευμένων παροχών και πάμε αντί της διακηρυγμένης τυπικής κοινωνικής ισότητας, στη λογική των ευκαιριών για κάποιους και πάλι όχι για υψηλού επιπέδου παροχές.
Ορισμένοι ισχυρίζονται ότι σήμερα δεν υπάρχει κρατικομονοπωλιακός καπιταλισμός, γιατί το κράτος «αποκρατικοποιείται». Σήμερα υπάρχουν τάχα επιχειρήσεις οι οποίες δρουν ελεύθερα στην αγορά, ανταγωνίζονται ελεύθερα μεταξύ τους, άρα δεν είμαστε στο ιμπεριαλιστικό κρατικομονοπωλιακό στάδιο... Είτε το κράτος έχει άμεση επιχειρηματική δραστηριότητα είτε όχι, παραμένει κράτος των μονοπωλίων.
Δεν υπάρχουν λύσεις στα πλαίσια του καπιταλισμού. Τι μπορούν να υπάρξουν; Κατακτήσεις. Προσωρινές και πολύ λιγότερες, για λιγότερους και πολύ πιο αναιμικές σε σύγκριση με το παρελθόν.
Φαινομενικά έχουν ένα ατού στα χέρια τους. Την ανατροπή. Αλλά το σοσιαλισμό ποτέ δε θα τον θεωρήσουν επίκαιρο. Ποτέ. Δεν υπάρχει περίπτωση. Και καλά κάνουν οι αστοί. Πολύ καλά κάνουν. Γιατί υπερασπίζονται τα συμφέροντά τους. Σήμερα, λένε, ο σοσιαλισμός δεν είναι επίκαιρος γιατί ηττήθηκε. Μήπως τον θεωρούσαν επίκαιρο στις αρχές του 20ού αιώνα ή μετά το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο που διαμορφώθηκε ολόκληρο σοσιαλιστικό σύστημα; Μήπως για τους εχθρούς του ήταν επίκαιρος ο σοσιαλισμός τη δεκαετία του ’60; Ποτέ δεν ήταν επίκαιρος.
Ο καπιταλισμός είναι το τελευταίο εκμεταλλευτικό σύστημα. Δεν υπάρχει κάποιο άλλο ενδιάμεσο. Μετά από αυτόν υπάρχει ο σοσιαλισμός και ακριβώς σήμερα αυτό που έχει σημασία να συζητήσουμε είναι ορισμένα βασικά ζητήματα για το σοσιαλισμό, ζητήματα που απαντούν στα της ανατροπής του.
Να δούμε προηγουμένως και μια άλλη πλευρά. Εγώ καταλαβαίνω, ως πολύ εύλογο το ερώτημα: Μα αφού ο σοσιαλισμός είναι επίκαιρος, γιατί δε γίνεται τώρα;
Είπα, ότι πάντα η επικαιρότητα και η αναγκαιότητα προηγούνται της πραγματοποίησης, δε συμπίπτουν μεταξύ τους απόλυτα χρονικά. Γιατί η επανάσταση, είτε είναι αστική είτε είναι σοσιαλιστική, δε γίνεται μηχανικά και από μόνη της, αλλά με την επενέργεια, με τη δράση των λαϊκών μαζών.
Οι αντικειμενικοί νόμοι ενός συστήματος ισχύουν ανεξάρτητα από τη θέληση των μαζών. Και όσο το σύστημα λειτουργεί, επιταχύνεται η σήψη του ή επιταχύνεται η νίκη του νέου συστήματος με βάση τη δράση των μαζών. Επομένως, ενώ είναι ώριμος ο σοσιαλισμός σήμερα, αυτό που υστερεί είναι η ωριμότητα της πραγματοποίησης της σοσιαλιστικής επανάστασης. Θα μου πείτε, πότε θα γίνει; Δεν υπάρχει πρόβλεψη. Εμείς πρέπει να συμβάλλουμε στην ωρίμανση των υποκειμενικών προϋποθέσεων.
Η επανάσταση δεν μπορεί να γίνει ταυτόχρονα παγκόσμια. Θα γίνει σε μια χώρα, θα γίνει σε μια άλλη, σε ένα σύνολο χωρών, γειτονικών ίσως, θα γίνεται διαδοχικά, αλλά παγκόσμια δε γίνεται διαμιάς.
Για να γίνει η επανάσταση πρώτα - πρώτα πρέπει να έχουν οξυνθεί στο έπακρο οι αντιθέσεις, ώστε η άρχουσα τάξη να μην μπορεί να κυβερνήσει όπως πριν. Να έχει εξαντλήσει όλα τα περιθώρια άσκησης εξουσίας. Ομως εδώ πρέπει να προσέξουμε. Μπορεί παραδείγματος χάρη, κάποια κόμματα να μην μπορούν να σχηματίσουν αστική κυβέρνηση σε μια συγκυρία. Αυτό δε σημαίνει ότι η άρχουσα τάξη δεν έχει εναλλακτικές λύσεις, π.χ. συμμαχία με μικροαστικά κόμματα. Η λεγόμενη ακυβερνησία μπορεί να δείχνει και ύπαρξη οξυμένης κατάστασης και βαθύτερης πολιτικής κρίσης γενικότερα, μπορεί όμως να μην είναι έτσι. Η επανάσταση ωριμάζει όταν οι επάνω δεν μπορούν πια, δεν έχουν λύση.
Δεύτερον το κίνημα της εργατικής τάξης, το πολιτικό, εργατικό κίνημα, το λαϊκό κίνημα, πρέπει να έχει φθάσει σ’ ένα σημείο απίστευτα υψηλής δραστηριότητας και αν θέλετε, μέσα στο λαό να υπάρχει θέληση για βαθιά αλλαγή και αγνόηση και των θυσιών που απαιτούνται για τις αλλαγές. Δεν είναι απλώς να θέλουμε την αλλαγή, αλλά να έχει φτάσει ο λαός σε ένα υψηλό επίπεδο συνείδησης.
Πρέπει να υπάρχει συνολικά αυτό που λέμε επαναστατική κατάσταση. Και η επαναστατική κατάσταση δεν αποφασίζεται από τους κομμουνιστές. Η επαναστατική κατάσταση είναι μια αντικειμενική διαδικασία. Η επαναστατική κατάσταση, για να οδηγήσει σε επαναστατική πάλη, και αν θέλετε, για να οδηγήσει στη λαϊκή εξέγερση για την επανάσταση, χρειάζεται το κόμμα, το εργατικό κίνημα, να είναι σε θέση, να έχει δύναμη και ικανότητα, να βοηθήσει την ανάπτυξη και να πρωτοπορήσει στη διεξαγωγή αυτής της πάλης, σε συμπαράταξη με τους συμμάχους του.
Αν δεν υπάρχουν όλα αυτά, μπορεί και επαναστατική κατάσταση να έχεις και να μη φτάσεις σε αποτέλεσμα. Για δείτε την Αλβανία πριν από μερικά χρόνια. Οι επάνω δεν μπορούσαν. Οι από κάτω δεν τους ήθελαν. Αλλά εκεί τι δεν υπήρχε; Δεν υπήρχε η δύναμη, η οποία θα άνοιγε το δρόμο προς τα εμπρός. Δεν υπήρχε το υποκειμενικό, το οργανωμένο, μαχητικό, πρωτοποριακό κίνημα.
Θα ήθελα να συγκεντρώσετε την προσοχή σας, σε ορισμένα ζητήματα που έχουν σχέση, με το γιατί είχαμε ανατροπή. Δύσκολο το θέμα και εμείς σαν κόμμα -το επαναλαμβάνω- έχουμε δώσει μια πρώτη απάντηση, έχουμε αφήσει ανοιχτά ζητήματα. Αγια και καλά κάναμε που επιχειρήσαμε τολμηρά το ’95 να το συζητήσει το θέμα όλο το Κόμμα και να δημοσιοποιήσει τις απόψεις. Και αυτό έχει αποκρυφτεί. Μας λένε: δε λέτε τίποτα, δε μιλάτε, κρύβεστε. Μιλήσαμε ανοιχτά. Και αφήσαμε και ανοιχτά ζητήματα. Και τώρα, ειδικά αυτή την περίοδο, έχουμε αρχίσει μια προσπάθεια, να ξανασκύψουμε και να απαντήσουμε και στα καινούρια ερωτήματα που μπαίνουν ή στα ερωτήματα τα αναπάντητα. Να ανοίξει μια συζήτηση, ένας καινούργιος διάλογος. Οταν λέω καινούργιος, εννοώ επάνω σε μια ήδη μελετημένη βάση, νηφάλιος, ακριβώς για να δώσουμε περισσότερες απαντήσεις. Αυτό θα βοηθήσει και το ΚΚΕ να ωριμάσει περισσότερο, να δούμε λάθη μας. Εμείς δε φοβόμαστε να πούμε τα λάθη μας. Αρκεί όμως να είναι βγαλμένα, όχι κάτω από την πίεση και την προπαγάνδα του αντιπάλου, αλλά μέσα από την πραγματικότητα.
Τι ήταν αυτό που έγινε στις αρχές της δεκαετίας του ’90; Ηταν αντεπανάσταση, νίκη της αντεπανάστασης, ανεξάρτητα από τη μορφή που πήρε. Γιατί αυτοί που νίκησαν είναι αυτοί που ήθελαν την παλινόρθωση του καπιταλισμού. Και εδώ που τα λέμε, έγινε εύκολα και αναίμακτα. Οσα λέγονται και γράφονται, ότι ξεσηκώθηκαν και βγήκαν στους δρόμους οι λαοί και έδιωξαν τις κυβερνήσεις και τις ηγεσίες, είναι ψέματα. Βγήκαν μερικές δεκάδες χιλιάδες και αυτό αν θέλετε είναι το τραγικό και αυτό είναι που μας απασχολεί και αυτό είναι που συζητάμε: Ο περισσότερος κόσμος δεν κατάλαβε τι έγινε. Εκείνη τη στιγμή δεν κατάλαβε ακριβώς τι έγινε. Εμεινε απαθής. Οι λαοί δεν υπερασπίστηκαν το σοσιαλισμό. Ομως, από ουσιαστική άποψη είναι νίκη της αντεπανάστασης. Και σήμερα εκεί έχουμε παντού επικράτηση του καπιταλισμού.
Ποιο ήταν το ζήτημα που μπέρδεψε και έδωσε την αίσθηση της κατάρρευσης; Είναι ότι δεν υπήρξε αντίθεση, ότι δεν έγινε διαπάλη, εμφύλιος, συγκρούσεις μέσα στην κοινωνία. Αυτό το οποίο έγινε ήταν ότι η αντεπανάσταση οργανώθηκε από τα επάνω. Δεν είχαμε απευθείας και άμεση εξωτερική επέμβαση, να μπουν, όπως μπαίνουν τώρα στο Αφγανιστάν, οι Αμερικανοί και οι Βρετανοί. Φάνηκε σαν ένα φρούτο που έπεσε. Φάνηκε, δεν ήταν έτσι. Οργανώθηκε η αντεπανάσταση από τα επάνω. Από ένα τμήμα της κομματικής και κυβερνητικής και κρατικής ηγεσίας. Αυτή είναι η αλήθεια. Με τα συνθήματα της «επανάστασης μέσα στην επανάσταση», «περισσότερος σοσιαλισμός», «περισσότερη δημοκρατία», ένα μεγάλο μέρος του λαού, που ήθελε μεταρρυθμίσεις στα πλαίσια του σοσιαλισμού, καλύτερο σοσιαλισμό, παρασύρθηκε μέσα σ’ αυτή τη διαδικασία. Η ανατροπή έγινε σε συνθήκες πραγματικής ιμπεριαλιστικής επέμβασης που δε διεξαγόταν ανοιχτά και με τα όπλα. Και έγινε ό,τι έγινε. Και απ’ αυτή την άποψη, η περεστρόικα, που έχει μείνει και στην ιστορία, έγινε το όχημα της αντεπανάστασης, που οδήγησε στην επικράτησή της.
Ποιοι στήριξαν αυτή τη διαδικασία; Κατ’ αρχήν, οργανώθηκε από ένα σημαντικό μέρος της κομματικής και κρατικής ηγεσίας, που οπωσδήποτε δείχνει ότι αυτά τα κόμματα σταδιακά -όχι εκείνη τη στιγμή, αλλά πιο πριν- είχαν χάσει τον επαναστατικό, πρωτοποριακό τους ρόλο και είχαν υιοθετήσει απόψεις, κάτω από διάφορους παράγοντες και την πίεση του ιμπεριαλισμού, απόψεις αναθεωρητικές, οπορτουνιστικές, καιροσκοπικές, οι οποίες τα οδήγησαν σε μια ορισμένη μετάλλαξη και σε μια υπόκλιση και παράδοση - όχι με την έννοια της συνομωσίας και της προδοσίας, δεν το λέω με αυτή την έννοια. Με συνωμοτικά σχέδια και με όρους προδοσίας δεν εξηγούνται οι εξελίξεις αυτές. Ενα άλλο τμήμα βέβαια μπερδεύτηκε, ανέχτηκε, δε διαμαρτυρήθηκε. Ενώ υπήρχε και μια ορισμένη κοινωνική βάση σ’ αυτή την αντεπανάσταση. Υπήρχε τμήμα λαού δυσαρεστημένο, καθώς δεν έβλεπε να ικανοποιούνται οι σύγχρονες, διευρυνόμενες, κοινωνικές ανάγκες, ιδιαίτερα μέσα στη διανόηση, στη νεολαία, που είναι πιο μακριά από το παρελθόν, πιο άπειρη και πιο απαιτητική ταυτόχρονα. Στις σοσιαλιστικές χώρες της Ευρώπης υπήρχαν και τα παλιά τμήματα της αστικής τάξης, των τσιφλικάδων, τα τμήματα των πρώην κυρίαρχων τάξεων. Ηταν παρόντα στις περισσότερες χώρες. Και αυτά βεβαίως δεν είχαν συμφέρον από το σοσιαλισμό.
Θα μου πείτε, μπορούμε να ερμηνεύσουμε τη νίκη της αντεπανάστασης μόνο με το γεγονός ότι τα κομμουνιστικά κόμματα έχασαν τον πρωτοποριακό τους ρόλο, έκαναν λάθη και παρεκκλίσεις ή υπήρχε ένα τμήμα του λαού που ανέχτηκε αυτή την κατάσταση; Αυτό είναι ένα πρώτο επίπεδο εξήγησης, το οποίο ισχύει. Είμαστε υποχρεωμένοι όμως να εμβαθύνουμε πιο πέρα. Ενα ζήτημα είναι η συνύπαρξη, με όρους ανοιχτού ή συγκαλυμμένου πολέμου, ιμπεριαλισμού-σοσιαλισμού. Και επομένως κάθε επαναστατικό κίνημα, κάθε επαναστατική κυβέρνηση, να το πω έτσι, αυτό το πράγμα πρέπει να το παίρνει υπ’ όψη. Δεν οικοδομεί το σοσιαλισμό μόνη της, ελεύθερα. Η ιμπεριαλιστική κύκλωση, η ιμπεριαλιστική επενέργεια και ο πόλεμος θα είναι παρόντες. Ενα λοιπόν ζήτημα είναι πόση επαγρύπνηση έχουμε γι’ αυτά. Ετσι θα είναι και στο μέλλον, επομένως η απαίτηση για σωστή καθοδήγηση και οικοδόμηση είναι ακόμα μεγαλύτερη, γιατί τα λάθη τα αξιοποιεί ο αντίπαλος. Και τα λάθη δυσαρεστούν το λαό. Υπάρχουν πολλά αρνητικά που έγιναν, παρόλο που τα θετικά είναι πολύ περισσότερα.
Θέλω να σταθώ σε ορισμένα ζητήματα, για τα οποία πρέπει να υπάρχει προβληματισμός. Φαίνεται ότι ένα από τα βασικά, που εξηγεί τα προβλήματα στη σοσιαλιστική οικοδόμηση, είναι το θέμα της πλήρους αφομοίωσης, και στο επίπεδο της εξουσίας και διαχείρισης και διακυβέρνησης, του τι είναι η σοσιαλιστική κοινωνία. Εδώ έγιναν σοβαρά θεωρητικά λάθη και παραλείψεις ή υποτιμήθηκε τι είναι η σοσιαλιστική κοινωνία.
Στην ηλικία σας η γενιά μου ταύτιζε στη σκέψη της τις δυο βαθμίδες του κομμουνιστικού κοινωνικοοικονομικού σχηματισμού, την κατώτερη και την ανώτερη: το σοσιαλισμό και τον κομμουνισμό. Αυτό ήταν μια συναισθηματική κατάσταση. Μήπως έφταιγε όμως και η παιδεία που παίρναμε σε αυτά τα θέματα; Τα ιδεολογικά μαθήματα ή η κυρίαρχη άποψη;
Ο Μαρξ, ο Ενγκελς και ο Λένιν ξεκαθάριζαν ότι η σοσιαλιστική κοινωνία είναι μια μεταβατική κοινωνία προς τον κομμουνισμό. Είναι μια κοινωνία η οποία γεννιέται πάνω στο παλιό, με πάρα πολύ ισχυρά τα αποτυπώματά του. Εχει αντιθέσεις, δεν είναι μια αταξική κοινωνία. Δεν είναι ταξική εκμεταλλευτική, αλλά και οι τάξεις δεν καταργούνται με διατάγματα σε 5-10 ή 15 χρόνια. Μπορεί η εξάλειψη των τάξεων, της διαστρωμάτωσης και ιδιαίτερα των συνεπειών να είναι πολύ μακρόχρονη. Ιδιαίτερα όταν οι χώρες που οικοδομούν το σοσιαλισμό είναι περικυκλωμένες. Εάν π.χ. ο σοσιαλισμός κυριαρχήσει σ’ ένα μεγάλο μέρος της γης, στις υπόλοιπες χώρες που θα φτάσουν στο σοσιαλισμό αργότερα θα είναι πολύ πιο εύκολη η οικοδόμηση του σοσιαλισμού και πιο δύσκολη στις πρώτες χώρες. Το ζήτημα του χαρακτήρα της σοσιαλιστικής κοινωνίας, ως μεταβατικής προς τον κομμουνισμό, είναι σημείο κλειδί.
Επομένως έγιναν πάρα πολλές απλουστεύσεις, όχι από προδοσία και από συνωμοσία κλπ., αλλά από απειρία, από έλλειψη υψηλού θεωρητικού επιπέδου και συναίσθηση ότι η θεωρία πρέπει να γίνει το αντικείμενο γνώσης και επεξεργασίας και μετά τη νίκη, στο σοσιαλισμό. Και όχι τότε να τη βάλουμε στο χρονοντούλαπο. Δε λέω ότι την έβαλαν, αλλά απλώς εξηγώ το θέμα.
Να ένα πρόβλημα που έχει ν’ αντιμετωπίσει η σοσιαλιστική οικοδόμηση. Και εδώ θέλει πολύ να σκύψουμε στο πώς λύθηκε και να βγάλουμε πείρα όλα τα κομμουνιστικά κόμματα. Κανονικά στο σοσιαλισμό πρέπει η παραγωγή να εξασφαλίζει μια αυτάρκεια της χώρας, να μην είναι εξάρτημα ιδιαίτερα των καπιταλιστικών χωρών. Πρέπει αυτή η χώρα να εξασφαλίζει να παράγονται μέσα παραγωγής -αυτό που έλεγαν παλιά βαριά βιομηχανία- να παράγει μηχανήματα, και ταυτόχρονα να παράγει και προϊόντα λαϊκής κατανάλωσης γιατί ο κόσμος δεν μπορεί να ... τρώει μηχανήματα. Και μάλιστα, ιδιαίτερα μέσα στον 20ό αιώνα, μετά το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, ήταν αυξημένες οι ανάγκες στα είδη λαϊκής κατανάλωσης. Αλλες ανάγκες είχαμε το 19ο, άλλες στον 20ό αιώνα και άλλες στον 21ο αιώνα. Τώρα ο ελληνικός λαός έχει μάθει με διάφορα είδη κατανάλωσης, δέκα είδη αποσμητικά, σαράντα είδη κολόνιες και τα γνωστά. Και πάρα πολλά περιττά. Υπάρχει και η διαπαιδαγώγηση και η στρεβλή κατανάλωση. Ο σοσιαλισμός, θα μπορέσει να ανταποκριθεί και σε μέσα παραγωγής και σε μέσα κατανάλωσης με την άνοδο της παραγωγικότητας της εργασίας.
Ταυτόχρονα όμως ο σοσιαλισμός πρέπει να κάνει και εισαγωγές ειδών, που δεν τα έχει ο ίδιος, από καπιταλιστικές χώρες. Με αυτή την έννοια υπεισέρχονται και καπιταλιστικές σχέσεις. Πώς πρέπει να λειτουργεί μια οικονομία που έχει και εμπορευματικές σχέσεις, που δεν είναι ίδιες με τον καπιταλισμό, αλλά πολλές από αυτές έχουν σχέση με τον καπιταλισμό και ταυτόχρονα να υπάρχουν σχέσεις τέτιες, που να μην κυριαρχεί το κίνητρο κέρδος.
Αυτά τα πράγματα που φαίνονται αντιφατικά, μέσα σε μια σοσιαλιστική κοινωνία θέλουν υψηλό επίπεδο οργάνωσης της παραγωγής, όλων των μορφών ιδιοκτησίας που υπάρχουν στα πλαίσιά της και σωστή γνώση των νόμων της σοσιαλιστικής οικονομίας. Εδώ φαίνεται ότι υπήρχαν προβλήματα. Φαίνεται ότι αντιφάσεις και δυσκολίες που προέκυψαν από λάθη που έγιναν εκεί, ερμηνεύτηκαν στην πορεία λάθος ή αποτέλεσαν και το φυτώριο ιδεολογικών παρεκκλίσεων σε σχέση και με την πίεση του ιμπεριαλισμού.
Στάθηκα σ’ ένα θέμα που για τους φοιτητές και για τις φοιτήτριες της Φιλοσοφικής είναι ξένο, είναι το πεδίο της οικονομίας. Ζητήματα νόμων του σοσιαλισμού στο πεδίο της οικονομίας. Αλλά πρέπει να αναζητήσουμε τις αιτίες λαθών, παρεκκλίσεων και ό,τι άλλων παρουσιάστηκαν, ακριβώς στο ζήτημα ότι η σοσιαλιστική κοινωνία είναι μεταβατική, υπάρχουν αντιθέσεις. Και από εκεί και πέρα να δούμε και αν υπήρχε επαγρύπνηση απέναντι στις ιδεολογικές παρεκκλίσεις και στην ιμπεριαλιστική πίεση.
Εγιναν σοβαρά λάθη σε αυτόν τον τομέα που επέδρασαν και στην οικοδόμηση, όπως ότι στη Σοβιετική Ενωση ή σε άλλες σοσιαλιστικές χώρες έχουμε παλλαϊκό κράτος. Δηλαδή, προχώρησαν στην αντίληψη του μαρασμού του κράτους της δικτατορίας της εργατικής τάξης, που την ασκεί με τους συμμάχους της, προς το παλλαϊκό κράτος, ενός κράτους όλων. Μα η σοσιαλιστική κοινωνία δεν έπαψε να είναι ταξική κοινωνία, όχι εκμεταλλευτική. Και αυτά οδήγησαν στην υποβάθμιση του ρόλου της εργατικής τάξης, αφού αντί να έχουμε κράτος της εργατικής τάξης, είχαμε ένα κράτος γενικό, θολό. Χάθηκε ο πρωτοποριακός ρόλος της εργατικής τάξης και η σωστή ικανοποίηση των συμφερόντων της εργατικής τάξης.
Ετσι, η υποτίμηση του μεταβατικού χαρακτήρα της σοσιαλιστικής κοινωνίας, έπαιξε ρόλο. Εμείς λέμε πρέπει να παίρνουμε υπόψη ότι η σοσιαλιστική κοινωνία είναι μεταβατική προς τον κομμουνισμό, όχι προς τον καπιταλισμό. Ετσι αναπτύχθηκαν απόψεις όπου η μεταβατικότητα οδηγούσε προς τον καπιταλισμό. Ενώ εμείς τη μεταβατικότητα πρέπει να τη δούμε προς τον κομμουνισμό. Μπορεί αυτά τα πράγματα να είναι βαθιά νερά, όχι μόνο για σας που τα ακούτε, μα και για μας που τα λέμε και για μας που πρέπει να τα επεξεργαστούμε.
Αλλά για να ολοκληρώσω, όση λάσπη κι αν έπεσε στο σοσιαλισμό, είμαστε αποφασισμένοι να τη βγάλουμε. Είμαστε αποφασισμένοι ν’ αναδείξουμε ό,τι ο σοσιαλισμός πρόσφερε. Αν δεν υπήρχε ο σοσιαλισμός, ο 20ός αιώνας δε θα ήταν αυτός που ήταν. Η απώλεια του σοσιαλιστικού συστήματος οδηγεί εκτός των άλλων σε αυτό που είναι σήμερα ο 21ος αιώνας. Και είμαστε αποφασισμένοι ν’ ανοίξουμε διάλογο και συζήτηση, χωρίς εξιδανικεύσεις και περιορισμούς, για λάθη, παρεκκλίσεις που έγιναν, όχι όμως από τη σκοπιά της υπεράσπισης του καπιταλισμού. Δεν υπάρχει καμία σχέση ανάμεσα στον καπιταλισμό και στο σοσιαλισμό. Ακόμη κι αν κάνουμε κριτική στο πώς λειτούργησαν τα Σοβιέτ, πώς λειτουργούσαν οι εργατικές κολεκτίβες, πως λειτουργούσαν οι επιχειρήσεις, ποιο ρόλο είχαν οι εργαζόμενοι στις επιχειρήσεις, αυτά θα τα δούμε από τη σκοπιά του κομμουνισμού και όχι από τη σκοπιά της υπεράσπισης της αστικής δημοκρατίας.
Εμείς σήμερα, σε παγκόσμιο επίπεδο και στη χώρα μας, ζούμε μια περίοδο όπου ο καπιταλισμός είναι η δικτατορία των μονοπωλίων. Εχει συντελεστεί πολύ μεγάλη στροφή προς πλήρη αντίδραση. Και αυτή η στροφή έχει ακόμη κι άλλα σκαλοπάτια. Μη συγχέετε την ύπαρξη κοινοβουλίων, αστικών θεσμών μέσα στο καπιταλιστικό σύστημα, με την ίδια τη δικτατορία. Ακριβώς η στροφή στην αντίδραση γίνεται με όλο το μανδύα του κοινοβουλίου κι όλων των άλλων αστικών θεσμών που αποδυναμώνονται. Να ξέρουμε επίσης ότι ορισμένοι θεσμοί λειτούργησαν ως ένα βαθμό υπέρ του λαού, χάρη στην πάλη. Αυτό που υπάρχει σήμερα είναι οπωσδήποτε μια κατακτημένη μορφή δημοκρατίας, αλλά αυτό μπορεί να υπάρχει και στο μέλλον και ταυτόχρονα οι μηχανισμοί βίας, χειραγώγησης και εξαγοράς, να είναι τόσο πολύ ισχυροί, ώστε ο αντίπαλος να φτάσει να μη φοβάται μια ορισμένη δημοκρατική μορφή λειτουργίας.
Εμείς λέμε ότι έχει πάρα πολύ μεγάλη σημασία να σκύψει κανείς στη μελέτη του σοσιαλισμού, ακόμη κι αν θέλει να ξεκινήσει κάνοντας μόνο κριτική. Μόνο που επιμένουμε ότι αυτή η κριτική πρέπει να γίνει με μέτρο, με την εξέταση του τι είναι ο σοσιαλισμός και όχι με την τάση να φέρουμε το σοσιαλισμό στα μέτρα του καπιταλισμού. Αυτό δεν μπορεί να γίνει.
Θεωρώ ότι είναι ένα θέμα δύσκολο. Μπορεί να το συζητάμε και χρόνια και να μην το έχουμε εξαντλήσει. Ομως σήμερα η ελληνική νεολαία έχει τις προϋποθέσεις να συζητά τέτια θέματα και για τον καπιταλισμό, πέρα από τα τρέχοντα, γιατί η νεολαία είναι υποχρεωμένη να φύγει από την επιφάνεια των συζητήσεων και να μπει σε βάθος. Είναι το πιο επίκαιρο σήμερα. Καπιταλισμός - σοσιαλισμός, ιστορία, το σήμερα και η προοπτική, πρέπει να αποτελέσουν θέματα συζήτησης της νεολαίας. Είναι και δικά της θέματα. Να μην παρασυρόμαστε και να συζητάμε μόνο τα επιδερμικά και τα λεγόμενα μοντέρνα. Αν μοντέρνο είναι οι νέες τεχνολογίες, που είναι ένα σημαντικό θέμα, όμως κι αυτές για να τις συζητήσεις, πρέπει να τις συζητήσεις στη βάση της αντίθεσης καπιταλισμός - σοσιαλισμός. Αλλιώς οι συζητήσεις θα προσφέρουν πολλές γνώσεις και πληροφορίες, αλλά όχι βάθος σκέψης, πολιτικοποίηση και συνειδητές επιλογές.