Βιβλιοπαρουσίαση - Β.Ι. Λένιν: «ΓΙΑ ΤΟ ΠΡΟΛΕΤΑΡΙΑΚΟ ΚΟΜΜΑ ΝΕΟΥ ΤΥΠΟΥ»


ΚΟΜΕΠ

Β.Ι. Λένιν: ΓΙΑ ΤΟ ΠΡΟΛΕΤΑΡΙΑΚΟ ΚΟΜΜΑ ΝΕΟΥ ΤΥΠΟΥ

Εκδόσεις «Σύγχρονη Εποχή», Αθήνα 2003

«Ο μπολσεβικισμός υπάρχει σαν ρεύμα πολιτικής σκέψης και σαν πολιτικό κόμμα από το 1903»[1] -έτσι χαρακτήρισε ο Β. Ι. Λένιν το κύριο αποτέλεσμα του 2ου Συνεδρίου του Σοσιαλδημοκρατικού Εργατικού Κόμματος της Ρωσίας. Πατρίδα του πρώτου προλεταριακού κόμματος νέου τύπου είναι η Ρωσία και ιδρυτής του ο Β.Ι. Λένιν.

Αναπτύσσοντας και πλουτίζοντας τις θεμελιακές ιδέες του Κ. Μαρξ και του Φ. Ενγκελς για το προλεταριακό κόμμα, ο Β. Ι. Λένιν για πρώτη φορά στην ιστορία του μαρξισμού δημιούργησε μια αρμονική και ολοκληρωμένη διδασκαλία για το Κομμουνιστικό Κόμμα - το κόμμα νέου τύπου, το οποίο χαρακτηρίζεται σαν κόμμα της σοσιαλιστικής επανάστασης και της δικτατορίας του προλεταριάτου, της σοσιαλιστικής οικοδόμησης. Δημιουργώντας τη διδασκαλία για το προλεταριακό κόμμα, ο Β. Ι. Λένιν έπαιρνε υπόψη του τη μεγάλη πείρα του επαναστατικού κινήματος στη Ρωσία και τις άλλες χώρες του κόσμου.

Στο δεύτερο μισό της τελευταίας δεκαετίας του 19ου αιώνα, ο μαρξισμός, σύμφωνα με το λόγια του Β. Ι. Λένιν, έγινε «ρεύμα της ρωσικής κοινωνικής σκέψης και συστατικό μέρος του εργατικού κινήματος...»[2]. Η ανάπτυξη του εργατικού κινήματος στη Ρωσία και η ταυτόχρονη επέκταση των μαρξιστικών κύκλων και ομάδων προετοίμασαν τους όρους για τη συνένωση του επιστημονικού σοσιαλισμού με το μαζικό εργατικό κίνημα, για τη δημιουργία προλεταριακού κόμματος στη Ρωσία. Το πρώτο βήμα στο δρόμο προς την ίδρυσή του υπήρξε η «Ενωση πάλης για την απελευθέρωση της εργατικής τάξης», που δημιουργήθηκε από τον Β. Ι. Λένιν το φθινόπωρο του 1895 στην Πετρούπολη. Με την καθοδήγηση του Β. Ι. Λένιν, η «Ενωση πάλης» για πρώτη φορά στη Ρωσία άρχισε να περνά από την προπαγάνδα των ιδεών του μαρξισμού σε στενούς κύκλους πρωτοπόρων εργατών στην πλατιά ζύμωση μέσα στις μάζες του προλεταριάτου, συνδέοντας την οικονομική πάλη των εργατών με την πολιτική πάλη κατά της απολυταρχίας. Κάτω από την επίδραση της «Ενωσης πάλης» της Πετρούπολης, δημιουργούνταν εργατικές οργανώσεις και σε άλλες πόλεις και περιφέρειες της Ρωσίας. Η ανάπτυξη των σοσιαλδημοκρατικών οργανώσεων σ’ όλη τη χώρα απαιτούσε την επεξεργασία κοινού προγράμματος και ενιαίας τακτικής και επαναστατικής πάλης των Ρώσων μαρξιστών. Πρόβαλε το πρόβλημα της συνένωσης των σοσιαλδημοκρατικών οργανώσεων σε κόμμα, εμφανίστηκε η ανάγκη της σύγκλησης συνεδρίου. Η σύλληψη και η εξορία του Λένιν δεν του επέτρεψαν να συμμετέχει στην πρακτική προετοιμασία του κομματικού συνεδρίου. Αλλά, όταν βρισκόταν στη φυλακή, ο Λένιν συνέχισε την εργασία για τη δημιουργία του κόμματος. Εγραψε το «Σχέδιο προγράμματος» του μελλοντικού κόμματος, την «Ερμηνεία του προγράμματος». Αργότερα, στην εξορία της Σιβηρίας, στην εργασία του Τα καθήκοντα των Ρώσων σοσιαλδημοκρατών, ο Λένιν γενίκευσε την πείρα της «Ενωσης πάλης» της Πετρούπολης, σαν εμβρύου του μαρξιστικού κόμματος, και θεμελίωσε το πολιτικό πρόγραμμα και την τακτική των Ρώσων σοσιαλδημοκρατών.

Το 1ο Συνέδριο του ΣΔΕΚΡ συνήλθε το Μάρτη του 1898. Το Συνέδριο πήρε απόφαση για τη συγχώνευση των τοπικών σοσιαλδημοκρατικών οργανώσεων στο ενιαίο Σοσιαλδημοκρατικό Εργατικό Κόμμα της Ρωσίας. Η κύρια ιστορική υπηρεσία του 1ου Συνεδρίου του ΣΔΕΚΡ συνίσταται στο ότι διακήρυξε τη δημιουργία προλεταριακού κόμματος στη Ρωσία, αν και στην πράξη δε συνένωσε τις οργανώσεις αυτές ούτε οργανωτικά ούτε ιδεολογικά. Η προσπάθεια που έκανε το 1ο Συνέδριο να συνενώσει τις σοσιαλδημοκρατικές οργανώσεις δε σημείωσε επιτυχία. Στις δυσκολίες που προκλήθηκαν από τη σύλληψη των επαναστατών σοσιαλδημοκρατών, προστέθηκαν η ιδεολογική διασπορά και οι διαφωνίες, που αμέσως επιχείρησαν να τις εκμεταλλευτούν τα αστικά και οπορτουνιστικά στοιχεία. Αγωνιζόμενος αποφασιστικά κατά του οπορτουνισμού, ο Β. Ι. Λένιν εργαζόταν εντατικά πάνω στο σχέδιο οικοδόμησης του κόμματος. Οταν ήταν εξορία στη Σιβηρία, είχε κιόλας καταλήξει στο συμπέρασμα ότι για τη δημιουργία μαρξιστικού κόμματος στη Ρωσία έπρεπε να γίνει η αρχή από την οργάνωση ενός «οργάνου του κόμματος που να βγαίνει τακτικά και να βρίσκεται σε στενή σύνδεση με όλες τις τοπικές ομάδες»[3]. Ενα τέτιο όργανο έγινε η εφημερίδα Ισκρα, άμεσος οργανωτής και καθοδηγητής της οποίας ήταν ο Β. Ι. Λένιν. Το πρώτο φύλο της λενινιστικής Ισκρα εκδόθηκε στη Λιψία στις 11 του Δεκέμβρη του 1900. Περί τις 60 εργασίες του Λένιν δημοσιεύτηκαν στην Ισκρα, που έπαιξε τεράστιο ρόλο στην επεξεργασία των βάσεων του κόμματος.

Πρώτ’ απ’ όλα, η πολιτική γραμμή της εφημερίδας, που επεξεργάστηκε ο Λένιν, προέβλεπε το αποφασιστικό ξεχώρισμα τόσο από τους Ρώσους όσο και από τους Δυτικοευρωπαίους αναθεωρητές. «Προτού ενωθούμε και για να ενωθούμε -έγραφε ο Λένιν- πρέπει πρώτα να χωρίσουμε αποφασιστικά και ξεκάθαρα. Διαφορετικά, η ένωσή μας θα ήταν μόνο πλασματική, θα συγκάλυπτε τις διαφορές που υπάρχουν και θα εμπόδιζε τη ριζική τους εξάλειψη»[4].

Η εφημερίδα Ισκρα προετοίμασε τη δημιουργία του κόμματος από ιδεολογική και οργανωτική άποψη. Συνδύαζε επιδέξια την προπαγάνδα και την επεξεργασία της θεωρίας. Ενώ στα δυτικοευρωπαϊκά σοσιαλδημοκρατικά κόμματα είχε αρχίσει να απομακρύνεται η πρακτική δράση από τις επαναστατικές αρχές του μαρξισμού, η εφημερίδα Ισκρα ενσάρκωνε την ενότητα της επαναστατικής σκέψης και της επαναστατικής πράξης. Το μαχητικό αυτό όργανο των Ρώσων μαρξιστών αποτελούσε θαυμάσιο σχολειό ανάπτυξης της ταξικής συνείδησης των εργατών, της επαναστατικής τους διαπαιδαγώγησης. Ο Λένιν σύγκρινε την εφημερίδα με τις σκαλωσιές, με τις οποίες οικοδομείται όλο το κτίριο του προλεταριακού κόμματος. «Η εφημερίδα» -έγραφε ο Β. Ι. Λένιν- δεν είναι μόνο συλλογικός προπαγανδιστής και συλλογικός διαφωτιστής, μα και συλλογικός οργανωτής»[5].

Η εφημερίδα Ισκρα δημιούργησε το γερό οργανωτικό σκελετό του μελλοντικού προλεταριακού κόμματος, διαπαιδαγώγησε ολόκληρη γενιά επαγγελματιών επαναστατών-ισκριστών. Εκτιμώντας αργότερα το ρόλο της εφημερίδας, ο Β. Ι. Λένιν έγραψε: «Στην τρίχρονη (1901-1903) δράση της, η Ισκρα επεξεργάστηκε και το πρόγραμμα του Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος και τις βάσεις της τακτικής του και τις μορφές συνένωσης του οικονομικού και του πολιτικού αγώνα των εργατών, με βάση το συνεπή μαρξισμό»[6].

Ετσι, η περίοδος εκείνη ήταν η περίοδος όπου, σύμφωνα με τα λόγια του Β. Ι. Λένιν, «έμπαιναν τα θεμέλια ενός μαζικού κόμματος του επαναστατικού προλεταριάτου»[7].

Στα τέλη του 1902 σχηματίστηκε οργανωτική επιτροπή για τη σύγκληση του 2ου Συνεδρίου του Σοσιαλδημοκρατικού Εργατικού Κόμματος της Ρωσίας. Το Συνέδριο πραγματοποιήθηκε τον Ιούλη-Αύγουστο του 1903 στην αρχή στις Βρυξέλλες και μετά στο Λονδίνο. Κύριο καθήκον του ήταν «να δημιουργήσει ένα πραγματικό κόμμα, στηριγμένο στις προγραμματικές και οργανωτικές αρχές που είχε προβάλει και επεξεργαστεί η Ισκρα»[8]. Στο Συνέδριο συγκεντρώθηκαν αντιπρόσωποι 26 οργανώσεων που ανήκαν σε διάφορες κατευθύνσεις της ρωσικής σοσιαλδημοκρατίας.

Στο Συνέδριο διεξήχθηκε σκληρή πάλη ανάμεσα στους συνεπείς προλεταριακούς επαναστάτες-ισκριστές, τους οπαδούς του Λένιν, και τους αντίπαλους της κατεύθυνσης της Ισκρα, τους οπορτουνιστές. Στην πάλη αυτή λυνόταν ένα σπουδαιότατο πολιτικό πρόβλημα: Θα δημιουργούνταν στη Ρωσία ένα ισχυρό, επαναστατικό προλεταριακό κόμμα νέου τύπου ή θα παράμενε στο κόμμα ένα κράμα τυπικά ενωμένων, αλλά ιδεολογικά διαχωρισμένων ομάδων και κύκλων; Ποιο δρόμο θα ακολουθούσε το ρωσικό εργατικό κίνημα; Θα έμπαινε, καθοδηγούμενο από το κόμμα αυτό και εξοπλισμένο με τη σοσιαλιστική ιδεολογία, στο δρόμο της θαρραλέας, της συνεπούς πάλης κατά του τσαρισμού και του καπιταλισμού, της πάλης για τη δικτατορία του προλεταριάτου, ή θα κατρακυλούσε στο δρόμο της υποταγής στην αστική ιδεολογία, στο δρόμο του ρεφορμισμού;

Το Συνέδριο απόκρουσε όλες τις απόπειρες των οπορτουνιστών να κάνουν στο ισκριστικό πρόγραμμα του κόμματος αλλαγές, σύμφωνες με το πνεύμα των προγραμμάτων των δυτικοευρωπαϊκών ρεφορμιστικών κομμάτων. Για πρώτη φορά στην ιστορία του διεθνούς εργατικού κινήματος, μετά το θάνατο του Κ. Μαρξ και του Φ. Ενγκελς, ψηφίστηκε ένα γνήσια επαναστατικό πρόγραμμα του προλεταριακού κόμματος. Στο πρόγραμμα που ψήφισε το Συνέδριο, καθορίστηκαν με σαφήνεια ο προλεταριακός χαρακτήρας του κόμματος και ο πρωτοποριακός του ρόλος στο εργατικό κίνημα, διατυπώθηκε η ιδέα της ηγεμονίας της εργατικής τάξης στην επανάσταση στη Ρωσία και προβλήθηκε το αίτημα της δικτατορίας του προλεταριάτου. Η θέση για τη δικτατορία του προλεταριάτου δεν περιλαμβανόταν σε κανένα πρόγραμμα των σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων της Δύσης, που στην πράξη είχαν εγκαταλείψει την πάλη για το σοσιαλισμό. Αυτή ακριβώς η θέση έκανε το πρόγραμμα του ΣΔΕΚΡ να διαφέρει ριζικά από τα προγραμματικά ντοκουμέντα των σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων της Δύσης. Η συνεπής εφαρμογή των μαρξιστικών θέσεων στο πρόγραμμα, δημιουργούσε τους όρους για την ιδεολογική ενότητα του κόμματος, σαν κόμματος νέου τύπου. Οπως είναι γνωστό, και τώρα βρίσκονται όχι λίγοι αναθεωρητές και παραχαράκτες του μαρξισμού, που επιχειρούν ν’ αρνηθούν την ανάγκη της δικτατορίας του προλεταριάτου σαν βασικού όρου της οικοδόμησης του σοσιαλισμού...

Το πρόγραμμα, που ψήφισε το 2ο Συνέδριο του ΣΔΕΚΡ, ήταν το μαχητικό καθοδηγητικό ντοκουμέντο του Μπολσεβίκικου Κόμματος. Από τις θέσεις αυτού του προγράμματος καθοδηγούνταν το κόμμα στη διάρκεια όλης της περιόδου της πάλης για τη νίκη της δημοκρατικής και της σοσιαλιστικής επανάστασης.

Το 2ο Συνέδριο ψήφισε επίσης και το Οργανωτικό Καταστατικό του ΣΔΕΚΡ. Το σχέδιό του είχε ετοιμαστεί από τον Λένιν, είχε προκαταβολικά συζητηθεί στη σύνταξη της Ισκρα και εγκριθεί από αυτήν. Εντούτοις, στο Συνέδριο όλα τα οπορτουνιστικά στοιχεία τάχθηκαν κατά των λενινιστικών οργανωτικών αρχών.

Αυτό εκδηλώθηκε ολοφάνερα κατά τη συζήτηση της 1ης παραγράφου του σχεδίου του Καταστατικού - για το μέλος του κόμματος.

Ο Λένιν αγωνιζόταν για ένα μονολιθικό, συσπειρωμένο, οργανωμένο και πειθαρχημένο κόμμα. «Το κάθε μέλος του κόμματος - τόνιζε ο Λένιν - είναι υπεύθυνο για το κόμμα, και το κόμμα είναι υπεύθυνο για το κάθε μέλος του»[9]. Και γι’ αυτό το λενινιστικό σχέδιο της πρώτης παραγράφου του Καταστατικού αναφέρει: «Μέλος του κόμματος θεωρείται ο καθένας που παραδέχεται το πρόγραμμά του και υποστηρίζει το κόμμα τόσο με υλικά μέσα όσο και με την προσωπική του συμμετοχή σε μια από τις κομματικές οργανώσεις»[10]. Η λενινιστική διατύπωση της πρώτης παραγράφου του Καταστατικού απαιτούσε ιδιαίτερα την προσωπική συμμετοχή του μέλους του κόμματος σε μια από τις κομματικές οργανώσεις, καθώς και την αυστηρή πειθαρχία, πράγμα που αποτελεί απαράβατο όρο της οργανωτικής συσπείρωσης και της δύναμης του κόμματος. Επαιρνε υπόψη ότι η πλατιά προσχώρηση στο κόμμα ξένων, από ταξική άποψη, στοιχείων, μπορεί να προκαλέσει σ’ αυτό ανεπανόρθωτη ζημιά.

Αλλά οι οπορτουνιστές που αποτελούσαν σημαντικό μέρος των συνέδρων, έβλεπαν το μελλοντικό κόμμα σαν μια παρδαλή, από την άποψη της κοινωνικής της σύνθεσης, και ασταθή ιδεολογικά οργάνωση του τύπου της ΙΙ Διεθνούς, που απαιτούσε από τα μέλη της μόνο την αναγνώριση του προγράμματός της και την υλική υποστήριξη με συνδρομές. Δεν ήθελαν να ανήκει υποχρεωτικά το μέλος του κόμματος σε μια από τις κομματικές οργανώσεις και να συμμετέχει στη δουλιά της.

Στις σημειώσεις του για τη συζήτηση της πρώτης παραγράφου του Καταστατικού, ο Λένιν έγραψε: «Διαχωρισμός εκείνων που φλυαρούν κι εκείνων που δουλεύουν: είναι προτιμότερο να μην ονομάσεις μέλη του κόμματος 10 από εκείνους που δουλεύουν, παρά να ονομάσεις μέλος έναν από εκείνους που φλυαρούν. Επαναλαμβάνω: δύναμη και ισχύς της ΚΕ, σταθερότητα και καθαρότητα του κόμματος - αυτή είναι η ουσία του ζητήματος»[11].

Συνολικά, στο 2ο Συνέδριο του κόμματος έγινε δεκτό το λενινιστικό σχέδιο του Καταστατικού. Μόνο η παράγραφος 1 ψηφίστηκε σύμφωνα με τη διατύπωση των οπορτουνιστών με ασήμαντη πλειοψηφία (28 «υπέρ», 22 «κατά»). Το 3ο κιόλας Συνέδριο του ΣΔΕΚΡ στα 1905, επέφερε αλλαγή στο Καταστατικό, αποδεχόμενο τη λενινιστική διατύπωση της πρώτης παραγράφου.Το Καταστατικό που ψήφισε το 3ο Συνέδριο, σήμαινε το πέρασμα από τη διασπορά και τη δουλιά κατά κύκλους, στο ενιαίο πανρωσικό κόμμα του προλεταριάτου.

Η εκλογή των κεντρικών οργάνων του κόμματος, της ΚΕ και της συντακτικής επιτροπής του Κεντρικού Οργάνου έδειξε ότι πίσω από το «παραπέτασμα» του για την ώρα τυπικά ενιαίου κόμματος, στην πραγματικότητα είχαν πλήρως διαμορφωθεί δύο κόμματα: οι υποψήφιοι που προτάθηκαν από την επαναστατική πτέρυγα του κόμματος, πήραν στο Συνέδριο την πλειοψηφία (24 ψήφοι), ενώ οι υποψήφιοι που προτάθηκαν από τους οπορτουνιστές - τη μειοψηφία (20) ψήφοι.

Το επαναστατικό κόμμα μ’ επικεφαλής τον Λένιν, άρχισε να ονομάζεται μπολσεβίκικο, ενώ το κόμμα των οπορτουνιστών και των συμβιβαστών - μενσεβίκικο.

Ετσι, το κύριο αποτέλεσμα του 2ου Συνεδρίου του ΣΔΕΚΡ ήταν η πραγματική δημιουργία ενός επαναστατικού μαρξιστικού κόμματος στη Ρωσία, ενός κόμματος νέου τύπου, του κόμματος των μπολσεβίκων. Το 2ο Συνέδριο του ΣΔΕΚΡ, αποτέλεσε σημείο στροφής στο ρωσικό και το διεθνές εργατικό κίνημα Το γεγονός αυτό εγκαινίασε το ξεχώρισμα της επαναστατικής πτέρυγας σε πολλά σοσιαλδημοκρατικά κόμματα, συνέβαλε στο παραπέρα προτσές της διαμόρφωσης κομμουνιστικών κομμάτων σε πολλές χώρες.

Το κόμμα των μπολσεβίκων ήταν επικεφαλής της πάλης των λαών της Ρωσίας στις τρεις ρωσικές επαναστάσεις και, 14 χρόνια μετά τη δημιουργία του, οδήγησε την εργατική τάξη και την αγροτιά της Ρωσίας στη νίκη της σοσιαλιστικής επανάστασης.

Στις συνθήκες του σοβιετικού καθεστώτος, όπου το κόμμα των μπολσεβίκων έγινε κυβερνητικό, ο Β. Ι. Λένιν το εξόπλισε με ένα νέο πρόγραμμα, με το πρόγραμμα της σοσιαλιστικής οικοδόμησης. Ο Β. Ι. Λένιν διατύπωσε και θεμελίωσε τη θέση για τον καθοδηγητικό ρόλο του Κομμουνιστικού Κόμματος στο σύστημα της δικτατορίας του προλεταριάτου, την οικοδόμηση του σοσιαλισμού.

Η λενινιστική διδασκαλία για το κόμμα, αποτελεί μια ενότητα θεωρητικών, πολιτικών και οργανωτικών αρχών, που είναι νομοτέλειες της ανάπτυξής του σαν κόμματος της επαναστατικής δράσης, σαν καθοδηγητικής δύναμης της σοσιαλιστικής οικοδόμησης. Μια από τις κύριες νομοτέλειες τη δράσης του λενινιστικού κόμματος, είναι να υιοθετεί ως θεωρητική βάση του την επαναστατική θεωρία του μαρξισμού-λενινισμού. Ο Β. Ι. Λένιν έγραψε: «Χωρίς επαναστατική θεωρία δεν μπορεί να υπάρξει και επαναστατικό κίνημα … το ρόλο του πρωτοπόρου αγωνιστή μπορεί να τον εκπληρώσει μόνο ένα κόμμα που καθοδηγείται από πρωτοπόρα θεωρία»[12].

Η μαρξιστική-λενινιστική θεωρία, σαν επαναστατική ιδεολογία της εργατικής τάξης, εμφανίστηκε και αναπτύσσεται σε σκληρή ανειρήνευτη πάλη ενάντια στην αστική ιδεολογία. Χαρακτηρίζοντας τις τρεις βασικές μορφές της πάλης του προλεταριάτου για την απελευθέρωσή του –την οικονομική, την πολιτική και την ιδεολογική- ο Β. Ι. Λένιν υπογράμμιζε ότι ο ιδεολογικός αγώνας κατά της αστικής τάξης είναι ο πιο μακρόχρονος και πολύπλοκος. Τη νίκη σ’ αυτή την πάλη το προλεταριάτο μπορεί να την κερδίσει μόνο με τον όρο ότι θα παραμείνει πάντα συνεπές στη μαρξιστική-λενινιστική θεωρία και θα ξεσκεπάζει αδιάκοπα ακόμα και τις πιο μικρές εκδηλώσεις της αστικής ιδεολογίας στο εργατικό κίνημα. Στο βιβλίο του Τι να κάνουμε; (1902), ο Β. Ι. Λένιν έγραφε κιόλας ότι: «… το ζήτημα μπαίνει μόνο έτσι: είτε αστική είτε σοσιαλιστική ιδεολογία. Μέσος όρος δεν υπάρχει… Για το λόγο αυτό, κάθε μείωση του ρόλου της σοσιαλιστικής ιδεολογίας, κάθε απομάκρυνση απ’ αυτή σημαίνει ταυτόχρονα και δυνάμωμα της αστικής ιδεολογίας»[13]. Να γιατί είχε και έχει σοβαρή σημασία η αποφασιστική πάλη όλων των κομμουνιστών για την καθαρότητα της μαρξιστικής-λενινιστικής θεωρίας, για το ξεσκέπασμα κάθε λογής προσπαθειών διαστρέβλωσής της από μέρους των αστών ιδεολόγων και των συμμάχων τους από το στρατόπεδο των αναθεωρητών, των σεχταριστών. Στην πάλη αυτή, όπως τόνιζε ο Λένιν, «ο μαρξισμός αναπτύχθηκε και άνδρωσε, γιατί δεν έκρυβε τις διαφωνίες, δεν έκανε διπλωματίες…»[14]. Η πίστη ακριβώς στη θεωρία του μαρξισμού-λενινισμού μετάτρεψε το κόμμα των μπολσεβίκων σε πανίσχυρη δύναμη – σε καθοδηγητή της Οκτωβριανής Επανάστασης, σε πρωτοπορία των οικοδόμων του σοσιαλισμού και του κομμουνισμού.

Αλλά μόνη της η ιδεολογική ενότητα δεν είναι αρκετή για το κόμμα. Στον Β. Ι. Λένιν ανήκει η ολόπλευρη επεξεργασία των οργανωτικών αρχών του κόμματος, των κανόνων της κομματικής ζωής και των αρχών της κομματικής καθοδήγησης...

Επεξεργαζόμενος τις οργανωτικές αρχές του κόμματος, ο Λένιν έγραψε ότι: «Το κόμμα… πρέπει να είναι ικανό να δημιουργήσει οργανωτικές σχέσεις τέτιες που να εξασφαλίζουν ένα ορισμένο επίπεδο συνειδητότητας και να ανεβάζουν συστηματικά αυτό το επίπεδο»[15]. Η δύναμη του μαρξιστικού κόμματος δε βρίσκεται μόνο στην ιδεολογική ενότητα, αλλά και στην ενότητα της πρακτικής δράσης όλων του των μελών, που επιτυγχάνεται με το υψηλό επίπεδο οργάνωσης.

Ο Λένιν δίδασκε ότι το Κομμουνιστικό Κόμμα είναι το πρωτοπόρο κα συνειδητό απόσπασμα της εργατικής τάξης. Το προλεταριάτο δεν είναι ομοιογενές στη σύνθεσή του. Υπάρχουν σ’ αυτό περισσότερο συνειδητά και λιγότερο συνειδητά στρώματα. Το κόμμα, σαν πρωτοπόρο απόσπασμα της εργατικής τάξης, μπορεί να περιλάβει στις γραμμές του μόνο τα πιο συνειδητά στοιχεία αυτής της τάξης. «Είμαστε το κόμμα μιας τάξης -έλεγε ο Λένιν- και γι’ αυτό σχεδόν όλη η τάξη (και σε καιρό πολέμου, σε καιρό εμφυλίου πολέμου, απόλυτα όλη η τάξη) πρέπει να δρα κάτω από την καθοδήγηση του κόμματός μας, πρέπει να σμίγει όσο μπορεί πιο σφιχτά με το κόμμα μας: θα ήταν όμως μανιλοφισμός και «χβοστισμός» αν νομίζαμε ότι μέσα στον καπιταλισμό σχεδόν όλη η τάξη ή όλη η τάξη είναι ποτέ σε θέση ν’ ανυψωθεί ως τη συνειδητότητα και τη δραστηριότητα του πρωτοπόρου της τμήματος, του σοσιαλδημοκρατικού κόμματός της»[16].

Το κόμμα είναι το οργανωμένο απόσπασμα της εργατικής τάξης. Μπορεί να εκπληρώσει το ρόλο της προλεταριακής πρωτοπορίας, μόνο με τον όρο ότι θα είναι εξοπλισμένο με ενότητα θέλησης, ενότητα δράσης, ενότητα αυστηρότατης πειθαρχίας. Το κόμμα, τόνιζε ο Λένιν, είναι σύνολο οργανώσεων, και γι’ αυτό πρέπει να δέχεται «στις γραμμές του μόνο στοιχεία που παραδέχονται έστω κι ένα ελάχιστο όριο οργάνωσης»[17]...

Μια από τις βασικές αρχές οικοδόμησης του κόμματος νέου τύπου, είναι η λενινιστική αρχή του δημοκρατικού συγκεντρωτισμού. Η ιδιομορφία του συγκεντρωτισμού έγκειται ακριβώς στο ότι είναι δημοκρατικός, γιατί τα ίδια τα μέλη του κόμματος εκλέγουν τα καθοδηγητικά τους όργανα και τα ελέγχουν, κατευθύνουν τη δουλιά, παίρνουν ενεργό μέρος στη ζωή του κόμματος, στη συζήτηση και τη λύση όλων των προβλημάτων που μπαίνουν μπρος στο κόμμα. Ο δημοκρατικός συγκεντρωτισμός, συνδυάζοντας οργανικά το συγκεντρωτισμό και τη δημοκρατία, μετατρέπει το κόμμα σε δημιουργική κολεκτίβα, στην οποία εκδηλώνεται η κατευθυνόμενη προς ένα σαφώς καθορισμένο σκοπό δραστηριότητα της κάθε οργάνωσης και όλων των μελών του κόμματος. Η ουσία του δημοκρατικού συγκεντρωτισμού έγκειται, πριν απ’ όλα, στο ότι η καθοδήγηση όλων των κομματικών οργανώσεων πραγματοποιείται από ένα κέντρο. Τη συγκεντροποίηση στο κόμμα ο Β. Ι. Λένιν τη συνέδεε αδιάσπαστα με την αρχή της κομματικής πειθαρχίας. «Η άρνηση υποταγής στην καθοδήγηση των κεντρικών οργάνων -έγραφε- ισοδυναμεί με άρνηση παραμονής στο κόμμα, ισοδυναμεί με καταστροφή του κόμματος...»[18].

Το κόμμα αποτελεί μια ενότητα θέλησης, και δράσης, που δε συμβιβάζεται με την ύπαρξη φραξιών και ομάδων. Απαιτεί από τα μέλη του σιδερένια πειθαρχία, το ίδιο υποχρεωτική για όλα χωρίς εξαίρεση. Ανώτατη αρχή της κομματικής καθοδήγησης είναι η συλλογικότητα. Η συλλογικότητα της κομματικής καθοδήγησης προϋποθέτει την προσωπική, ατομική ευθύνη του καθένα για την εκπλήρωση των συλλογικά παρμένων αποφάσεων. Η εσωκομματική δημοκρατία βρίσκει την έκφρασή της στην κριτική και την αυτοκριτική. Ο Β. Ι. Λένιν έδειξε ότι για το κόμμα νέου τύπου, η κριτική και η αυτοκριτική είναι ένα όπλο σε διαρκή δράση στο οπλοστάσιο των νόμων της κομματικής ζωής, βοηθώντας στη διαπαιδαγώγηση των κομμουνιστών, στο ξεπέρασμα των δυσκολιών και των αδυναμιών. Η αρχή του δημοκρατικού συγκεντρωτισμού είναι ενιαία και αδιάσπαστη. Δημοκρατισμός χωρίς συγκεντρωτισμό σημαίνει αποδιοργάνωση, αναρχία. Μόνο ο συγκεντρωτισμός σε συνδυασμό με το δημοκρατισμό, κάνει το κόμμα ενιαίο και μονολιθικό...

Στη λενινιστική διδασκαλία για το κόμμα, αποκαλύπτεται ο καθοδηγητικός ρόλος του κόμματος σε όλα τα στάδια του εργατικού κινήματος, η πίστη του στη θεωρία του μαρξισμού-λενινισμού, η αδιαλλαξία του απέναντι σε κάθε εκδήλωση ρεβιζιονισμού και οπορτουνισμού από τα «δεξιά» ή τ’ «αριστερά». Και δεν είναι τυχαίο ότι βρίσκονται αναθεωρητές, που θα ήθελαν να «διορθώσουν» τη λενινιστική διδασκαλία για το κόμμα, απορρίπτοντας τη θέση για το μεγάλωμα του καθοδηγητικού του ρόλου μετά την κατάκτηση της δικτατορίας του προλεταριάτου. Οι αναθεωρητές ισχυρίζονται ότι κατακτώντας την εξουσία, το κόμμα οφείλει τάχα να παραμένει σαν μια από τις «σοσιαλιστικές δυνάμεις» πλάι στα συνδικάτα, τις νεολαιίστικες και άλλες οργανώσεις.

Οι αναθεωρητές σ’ όλες τις εποχές ήταν οπαδοί της διάλυσης του κόμματος της εργατικής τάξης, βοηθοί της αστικής τάξης.

Το μαρξιστικό-λενινιστικό κόμμα νέου τύπου, σαν κόμμα της εργατικής τάξης, είναι από τη φύση του διεθνιστικό, αποτελεί αναπόσπαστο μέρος του παγκόσμιου κομμουνιστικού κινήματος. «Το κεφάλαιο είναι διεθνής δύναμη - έγραφε ο Λένιν. Για να νικηθεί, χρειάζεται η διεθνής συμμαχία των εργατών, η διεθνής αδελφοσύνη τους... Είμαστε διεθνιστές»[19]...

Από τη σοσιαλιστική οικοδόμηση κατά τον 20ό αιώνα και από την επικράτηση της αντεπανάστασης στις πρώην σοσιαλιστικές χώρες της Ευρώπης επιβεβαιώνεται, με αρνητική δυστυχώς πείρα, η λενινιστική θεωρία για το κόμμα.

Το ΚΚΕ ξεκίνησε τη μελέτη των αντεπαναστατικών ανατροπών με αφετηρία τον υποκειμενικό παράγοντα, το Κόμμα και το κρατικό σοσιαλιστικό σύστημα. Βασικά συμπεράσματα και προβληματισμούς του ΚΚΕ που αφορούν το ρόλο του ΚΚ κατά τη σοσιαλιστική οικοδόμηση παραθέτουμε στη συνέχεια.

«Η ανατροπή του σοσιαλισμού δεν επιβεβαιώνει τις κλασικές θεωρίες για το αναπόφευκτο της καπιταλιστικής παλινόρθωσης. Εγινε δυνατή αυτή, γιατί αδυνάτισαν, αλλοιώθηκαν και χτυπήθηκαν ορισμένα από τα θεμελιακά στοιχεία του σοσιαλισμού που αφορούν τον πρωτοποριακό ρόλο του Κόμματος και τη σχέση του με τις λαϊκές μάζες, που αποτελούν την ασφαλιστική δικλείδα για την υπεράσπιση του σοσιαλισμού από οποιαδήποτε λάθη και επιβολή είτε στο εσωτερικό είτε από το εξωτερικό. Ο προβληματισμός για τις βαθύτερες αιτίες οδηγεί στη μελέτη ενός πλέγματος παραγόντων, που επενέργησαν στις εξελίξεις και δημιούργησαν τις προϋποθέσεις για την κοινωνική και πολιτική καπιταλιστική οπισθοδρόμηση στις χώρες του σοσιαλισμού. Αφετηριακή επίσης ιδέα είναι ότι η σοσιαλιστική κοινωνία δεν είναι μια αυτοτελής κοινωνία, αλλά μεταβατική ανάμεσα στον καπιταλισμό και τον κομμουνισμό.

Η επιχείρηση καπιταλιστικής παλινόρθωσης στις σοσιαλιστικές χώρες ξεκίνησε από τα μέσα και από τα πάνω, χωρίς να προηγηθεί στρατιωτική ιμπεριαλιστική επέμβαση για την αποκατάσταση του καπιταλισμού ή λαϊκή εξέγερση και σύγκρουση στο εσωτερικό. Η ιστορία του εργατικού επαναστατικού κινήματος έχει γνωρίσει ήττες, σε διαφορετική όμως ιστορική στιγμή και φάση, όταν δεν είχε κριθεί η έκβαση του αγώνα. Σε τέτιες συνθήκες η σύγκρουση αναπτύχθηκε με καθαρά χαρακτηριστικά ανάμεσα στην αποφασιστική δράση των επαναστατικών λαϊκών μαζών αφενός και τις δυνάμεις της ντόπιας και διεθνούς αστικής τάξης αφετέρου.

Οι συνθήκες, οι μέθοδοι και οι τρόποι που πραγματοποιήθηκε η καπιταλιστική παλινόρθωση υποχρεώνουν να μελετηθεί το πρόβλημα με αφετηρία τον υποκειμενικό παράγοντα, δηλαδή το Κόμμα και το κρατικό σοσιαλιστικό σύστημα, καθώς και το σύνολο των εσωτερικών κυρίως αντιθέσεων που αναφέρονται στην περιοχή των κοινωνικών και οικονομικών σχέσεων. Στη συγκεκριμένη φάση που πραγματοποιήθηκε η καπιταλιστική παλινόρθωση η άλλη ομάδα των αντιθέσεων, που αφορά τις σχέσεις του σοσιαλισμού με τον καπιταλισμό, άσκησε σοβαρή επίδραση στην αλληλουχία και αλληλεξάρτηση των εσωτερικών γεγονότων, που οδήγησαν στην αντεπανάσταση, όμως δεν ήταν καθοριστική.

Χάθηκε εξελικτικά ο πρωτοποριακός καθοδηγητικός ρόλος του Κόμματος, ως κόμματος εξουσίας και πυρήνα του πολιτικού συστήματος. Επήλθε χαλάρωση και άμβλυνση των αρχών και κανόνων λειτουργίας του Κόμματος και της πολιτικής ανάδειξης στελεχών.

Το γεγονός ότι δε συνειδητοποιήθηκε η απειλή της αντεπανάστασης, αποδεικνύει ήδη από μόνο του την αλλοίωση της φυσιογνωμίας και του χαρακτήρα των κομμουνιστικών κομμάτων στις χώρες του σοσιαλισμού.

Υπήρξαν και συγκεκριμένα γεγονότα, και μάλιστα στο έδαφος της Ευρώπης, τα οποία έπρεπε να συνειδητοποιηθούν, ως «σήματα συναγερμού» (Ουγγαρία, Πολωνία, Τσεχοσλοβακία, τα προβλήματα της Γιουγκοσλαβίας, Ρουμανίας και Αλβανίας, καθώς και η αναθεωρητική επίθεση με αιχμή του δόρατος τον ευρωκομμουνισμό που «χτύπησε» το κομμουνιστικό κίνημα της καπιταλιστικής Ευρώπης). Φαινόμενα διασπάσεων σε κομμουνιστικά κόμματα της καπιταλιστικής Ευρώπης επίσης αποτελούσαν ισχυρή προειδοποίηση για την ιδεολογική πίεση που ασκούσε ο καπιταλισμός και η ιδεολογία του στις γραμμές του εργατικού και κομμουνιστικού κινήματος των καπιταλιστικών χωρών.

Τα κομμουνιστικά κόμματα, όπως δείχνουν πιο καθαρά οι τελευταίες εξελίξεις, θεώρησαν ως δεδομένο και αδιαμφισβήτητο τον ηγετικό, πρωτοποριακό ρόλο τους στην κοινωνία. Οι επιτυχίες στη σοσιαλιστική οικοδόμηση και στο διεθνή στίβο καλλιεργούσαν πνεύμα αυτάρκειας και αυταρέσκειας. Επαψαν να έχουν ενδιαφέρον να διατηρούν και να ανανεώνουν συνεχώς ό,τι πιο πολύτιμο και αναγκαίο για το σοσιαλισμό, την ενότητα με το λαό, τη δημοκρατική σχέση με τους εργαζόμενους, με τις κοινωνικές οργανώσεις.

Από ένα σημείο και μετά αποσπάστηκαν από την πραγματικότητα, έχασαν την ικανότητα να κατανοούν τις διαθέσεις του λαού, τα προβλήματα που τον απασχολούν, τις ανάγκες και τις αγωνίες του. Τα κομματικά όργανα και οι κομματικές οργανώσεις μετατράπηκαν σε υπηρεσίες γραφειοκρατικού τύπου με αποτέλεσμα την εξασθένηση της δημιουργικότητας, της πρωτοβουλίας των λαϊκών μαζών στην ενεργητική συμμετοχή στη σοσιαλιστική οικοδόμηση.

Αδυνάτισε σταδιακά και τελικά εξαφανίστηκε ο έλεγχος του κόμματος, των κομματικών οργανώσεων και των στελεχών από τις πλατιές λαϊκές μάζες. Με ευθύνη των καθοδηγητικών οργάνων των κομμουνιστικών κομμάτων υποσκάφθηκε η διαδικασία της κριτικής και αυτοκριτικής από τα κάτω και από τα πάνω, με αποτέλεσμα την τυπικότητα και σχηματικότητα στην εφαρμογή των αποφάσεων, την τάση απόκρυψης της πραγματικής κατάστασης, την ωραιοποίηση, την έλλειψη ανησυχίας για την ποιότητα της δουλειάς και των αποτελεσμάτων, το πνεύμα αλληλοκάλυψης. Καλλιεργήθηκε κλίμα ανοχής σε διαστρεβλώσεις της πολιτικής, στις παραβιάσεις της κρατικής πειθαρχίας, της ποιότητας της παραγωγής.

Παραβιάστηκε η εσωκομματική δημοκρατία, καλλιεργήθηκε το έδαφος για τον καριερισμό στελεχών, την αξιοποίηση της κομματικής και κυβερνητικής θέσης, υποκειμενισμός στην επιλογή των στελεχών. Παραβιάστηκε η αρχή ισότητας του κομμουνιστή, εμφανίστηκαν και δυνάμωσαν τα τελευταία χρόνια τα φαινόμενα περιφρόνησης της κομματικής συντροφικότητας.

Μια τέτια εξέλιξη έγινε η αιτία να ανοίξουν διάπλατα οι πόρτες σε στελέχη που είχαν ιδιοτελή κίνητρα ή έπασχαν από έλλειψη πολιτικών ικανοτήτων και διορατικότητας, δυνατότητας να συλλαμβάνουν τις υποδείξεις και παρατηρήσεις των εργαζομένων, να τις επιζητούν ή να ξεχωρίζουν τις διαφορετικές απόψεις από την αντισοσιαλιστική προπαγάνδα. Μειώθηκε η ικανότητα των κομμουνιστικών κομμάτων να στηρίζουν τις αποφάσεις τους σε επιστημονικά δεδομένα με συνέπειες γενικότερης σημασίας στη σοσιαλιστική οικοδόμηση και στην αντιμετώπιση πολύπλοκων και πολυσύνθετων φαινομένων.

Τα φαινόμενα αυτά, ασυμβίβαστα με το χαρακτήρα του κομμουνιστικού κόμματος, άνοιξαν το δρόμο για την υπονόμευση του κύρους του στο λαό.

Καλλιεργήθηκαν θεωρητικές απόψεις ή προτιμήθηκαν επιλογές που συνιστούσαν παρεκκλίσεις από τη θεωρία μας, παραβιάσεις των αρχών οικοδόμησης. Εξασθένησε το μέτωπο πάλης με τον ιμπεριαλισμό και τον αναθεωρητισμό.

Σε ορισμένες περιπτώσεις υιοθετήθηκαν λανθασμένες θεωρίες, που είτε δεν ανταποκρίνονταν στην πραγματικότητα είτε απλούστευαν τα θεωρητικά θέματα της οικοδόμησης του σοσιαλισμού, π.χ. θεωρίες που πρόβαλλαν τη γρήγορη μετάβαση στον αναπτυγμένο σοσιαλισμό και στον κομμουνισμό, υποτιμώντας το σύνθετο και μακροχρόνιο χαρακτήρα της μεταβατικής περιόδου (βλ. 20ό συνέδριο), οι θεωρίες για «παλλαϊκό κράτος» και «παλλαϊκό κόμμα», «παλλαϊκή δημοκρατία»[20].

Οι κατευθύνσεις του 20ού συνεδρίου για «ποικιλία μορφών μετάβασης των διάφορων χωρών στο σοσιαλισμό, κάτω από ορισμένες προϋποθέσεις», αξιοποιήθηκαν από ηγεσίες κομμουνιστικών κομμάτων ως θεωρητικό υπόβαθρο επίθεσης σε βάρος της επιστημονικής θεωρίας του σοσιαλισμού. Στο όνομα των εθνικών ιδιομορφιών και ιδιαιτεροτήτων αναθεωρούνται οι νομοτέλειες της σοσιαλιστικής επανάστασης. Προβάλλονται απόψεις ότι μέσω διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων και της «πολιτικής δημοκρατίας» είναι δυνατόν να μεταλλαγεί το καπιταλιστικό σύστημα σε σοσιαλιστικό, δίχως το επαναστατικό άλμα.

Τέτιες απόψεις υποτιμούν και υποβιβάζουν το γεγονός ότι οι εκμεταλλεύτριες τάξεις, στηριγμένες στη στρατοκρατία και στον αντιδραστικό γραφειοκρατικό μηχανισμό, προβάλουν αντίσταση, ότι η μια ή η άλλη μορφή μετάβασης υπάγεται σε γενικές νομοτέλειες, είναι αποτέλεσμα μιας ολόπλευρης κοινοβουλευτικής και εξωκοινοβουλευτικής πάλης.

Την επόμενη περίοδο, κάτω και από την επίδραση της πείρας της Χιλής και της Πορτογαλίας και την αλλαγή τακτικής του ιμπεριαλισμού, ορισμένες από τις αντιλήψεις και ιδέες του 20ού συνεδρίου παραμερίζονται. Οποιες αλλαγές προσανατολισμών έχουν γίνει, σε σχέση με το 20ό συνέδριο, πραγματοποιούνται σιωπηρά με την έννοια ότι δε συνοδεύονται από γενικότερη θεωρητική, ανοιχτή, συλλογική συζήτηση στο εσωτερικό των χωρών και στις γραμμές του κομμουνιστικού κινήματος.

Η στρατηγική της ιδεολογικής δολιοφθοράς -όπως φαίνεται σήμερα με την εκ των υστέρων πείρα- δε συνάντησε την αντίστοιχη επιθετική και μάλιστα ενιαία απάντηση του κομμουνιστικού κινήματος, από τα κόμματα και τις κυβερνητικές ηγεσίες των σοσιαλιστικών χωρών. Αν και στα ντοκουμέντα των κομμάτων, ιδιαίτερα του ΚΚΣΕ, γίνεται λόγος για τον επικίνδυνο χαρακτήρα της νέας τακτικής του ιμπεριαλισμού, στην πράξη δεν καταβάλλονται τόσες και τέτιες προσπάθειες, ώστε το κομμουνιστικό κίνημα να τεθεί σε συναγερμό και επαγρύπνηση, να αντιμετωπίσει επιθετικά και πειστικά τη νέα κατάσταση.

Η αστική τάξη με την πλούσια ιστορική πείρα που διέθετε από την πρώτη στιγμή της εμφάνισης του αυτοτελούς εργατικού κινήματος, με μεγάλη επιδεξιότητα μετέφερε το επίκεντρο του ιδεολογικού αγώνα από το εξωτερικό στο εσωτερικό του κομμουνιστικού κινήματος και του σοσιαλιστικού συστήματος. Αξιοποίησε στη στρατηγική και τακτική την πλούσια ιστορική πείρα προσαρμογής και αναπροσαρμογής που απέκτησε μέσα από την αντιπαράθεση και συνεργασία της με διαφορετικές τάξεις, στρώματα και πολιτικές δυνάμεις (απόλυτη μοναρχία, συνταγματική βασιλεία, κοινοβουλευτική δημοκρατία, φασιστική δικτατορία, στρατιωτικά πραξικοπήματα). Αξιοποίησε τα λάθη, τις αδυναμίες, τις φιλοδοξίες ηγετικών στελεχών, το κοινωνικό και πολιτικό έδαφος που καλλιεργούσε παρεκκλίσεις, δυσαρέσκειες.

Θεωρούμε επίσης, με βάση και την εκ των υστέρων πείρα, ότι σε ντοκουμέντα των ΚΚ των σοσιαλιστικών χωρών υπερεκτιμώνται οι αναμφισβήτητες νίκες του σοσιαλισμού, οι θεαματικές αλλαγές που έγιναν στον κόσμο μετά το δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο, με τρόπο που υποβαθμίζονται τα σύνθετα νέα προβλήματα τα οποία ανακύπτουν στην πορεία των εξελίξεων.

Σε ορισμένες περιπτώσεις απολυτοποιούνται τα φαινόμενα κρίσης του καπιταλισμού, καλλιεργείται μια απλουστευτική αντίληψη για πορεία αποσύνθεσης του καπιταλιστικού συστήματος. Υποτιμήθηκε η δυνατότητα του καπιταλισμού να εφαρμόζει τις νέες επιστημονικοτεχνικές επιτεύξεις στην παραγωγή, παρά τις αντιφάσεις και τα αρνητικά αποτελέσματα για τη ζωή και τα δικαιώματα των εργαζομένων.

Η παρέκκλιση δε γεννήθηκε αυτόματα, στο κενό. Νέα προβλήματα που δεν έβρισκαν απάντηση, λάθη που δεν αποκαλύπτονταν έγκαιρα ή δεν εντοπιζόταν η κύρια αιτία τους, υποκειμενικές και επιφανειακές εκτιμήσεις μετεξελίσσονταν, διολίσθαιναν σε παρέκκλιση.

Ορισμένες λαθεμένες ή ουτοπικές απόψεις που αφορούσαν τα προβλήματα της διεθνούς ζωής και της αντιπαράθεσης των δύο κοινωνικών συστημάτων εκφράζουν τάση υποχώρησης στην ιδεολογική πίεση της αστικής ιδεολογίας παρά το γεγονός ότι η Σοβιετική Ενωση και οι άλλες σοσιαλιστικές χώρες δε δίστασαν να συγκρουστούν με τον ιμπεριαλισμό σε κρίσιμες ώρες, προκειμένου να υπερασπιστούν το σοσιαλισμό και τις χώρες που έκαναν εθνικοαπελευθερωτικό πόλεμο. Είτε άμεσα είτε έμμεσα ο οπορτουνισμός ανοίγει το δρόμο για το αδυνάτισμα των κομμουνιστικών κομμάτων. Αποτελεί την ιδεολογική βάση για να ευοδωθούν οι προσπάθειες του ιμπεριαλισμού να υποσκάψει και να αδυνατίσει το σοσιαλισμό.

Το πρόβλημα δε λύνεται με ένα τυπικό εξορκισμό των αναθεωρητικών, οπορτουνιστικών, διαλυτικών απόψεων και την καταδίκη των φορέων τους. Οι αρχές της υλιστικής-διαλεχτικής ερμηνείας της ιστορίας οδηγούν στην αναζήτηση των αντικειμενικών δεδομένων της κοινωνικής, οικονομικής και πολιτιστικής ζωής στη βάση των οποίων δημιουργούνται προϋποθέσεις να εμφανιστούν οπορτουνιστικές θεωρίες και πρακτικές μέσα στο εργατικό κίνημα. Δε σημαίνει ότι η επικράτηση του οπορτουνισμού είναι αναπόφευκτη. Οταν υπάρχει συνείδηση των αντικειμενικών παραγόντων που ευνοούν το φαινόμενο, τότε είναι δυνατό το κομμουνιστικό κίνημα να αντιμετωπίσει τα προβλήματα, τις παρενέργειες, τις προσωρινές ακόμα ήττες.

Εξασθένησε η δημιουργική ιδεολογική πολιτική, η πολύπλευρη διαπαιδαγωγητική δράση για την ανάπτυξη της σοσιαλιστικής συνείδησης, για τη συνεχή ανάπτυξη και τελειοποίηση του νέου τύπου ανθρώπου που απαιτεί η οικοδόμηση της σοσιαλιστικής κοινωνίας.

Η σοσιαλιστική σκέψη μπορούσε και έπρεπε να αποτελεί το πηδάλιο της εξέλιξης της νέας αυτής κοινωνίας, που ήταν υποχρεωμένη να ανιχνεύσει νέους δρόμους μέσα σε συνθήκες έντονης αναμέτρησης με την αστική και μικροαστική ιδεολογία, με τον οπορτουνισμό και αναθεωρητισμό. Η οικοδόμηση του σοσιαλισμού

απαιτεί επαρκές μορφωτικό και πολιτικο-ιδεολογικό επίπεδο των πλατιών λαϊκών μαζών, ένα απαραίτητο επίσης επίπεδο γνώσεων και συνειδητότητας, για να μπορούν αυτές να ανταποκριθούν στη σύνθετη δημιουργική και πρωτόβουλη πολιτικο-οργανωτική διαδικασία.

Σε συνθήκες έντονης ιδεολογικής αναμέτρησης με τον καπιταλισμό, ιδιαίτερης αύξησης του ρόλου της ιδεολογικής δραστηριότητας στο εσωτερικό των σοσιαλιστικών κοινωνιών, παραμελήθηκε το σημαντικό αυτό μέτωπο δράσης. Δεν προσαρμόστηκε στις εξελισσόμενες συνθήκες, γιατί θεωρήθηκε δεδομένο ότι οι εργαζόμενοι είναι πεπεισμένοι υποστηρικτές του συστήματος. Υποτιμήθηκε η πολυπλοκότητα της διαδικασίας για την καλλιέργεια σοσιαλιστικής συνείδησης μέσα από την άμεση, ενεργητική συμμετοχή στην επίλυση των προβλημάτων της οικοδόμησης, της διεύθυνσης των κοινωνικών και πολιτικών υποθέσεων.

Η συζήτηση ιδεολογικών και πολιτικών προβλημάτων δε δραστηριοποίησε όλο το Κόμμα, τις κομματικές οργανώσεις, τα μέλη και τους εξωκομματικούς, ολόκληρη την κοινωνία. Ετσι θα δινόταν η δυνατότητα και πλατιάς έκφρασης των απόψεων και των προσανατολισμών, και αντιμετώπισης με ιδεολογικά μέσα και πειστικά επιχειρήματα λανθασμένων απόψεων.

Η εξέλιξη των ιδεών δε συμβαδίζει αυτόματα με την κοινωνική εξέλιξη, οι προοδευτικές και επαναστατικές ιδέες - σε συνθήκες άμβλυνσης, χαλάρωσης και μείωσης της λαϊκής πρωτοβουλίας και δημιουργικής δράσης, υποχωρούν, επανέρχονται και δυναμώνουν οι αναχρονιστικές επιβιώσεις, ο ατομισμός, ο υποκειμενισμός, ο τοπικισμός. Ετσι δημιουργήθηκαν προϋποθέσεις, ώστε οι αγωγοί

διείσδυσης και αναπαραγωγής της αστικής και μικροαστικής ιδεολογίας, του συμβιβασμού και της κόπωσης μπροστά στην πολυπλοκότητα των προβλημάτων, να λειτουργήσουν αποτελεσματικά. Οι ανεπάρκειες αυτές φαίνονται πιο έντονα σήμερα, σε συνθήκες γενικής οπισθοδρόμησης.

Καθυστέρησε η δημιουργική εξέλιξη, η ανάπτυξη και ο εμπλουτισμός της επαναστατικής θεωρίας από την πείρα της σοσιαλιστικής οικοδόμησης και της δράσης των επαναστατικών δυνάμεων. Χωρίς καμιά πρόθεση να ακυρωθεί η επιστημονική έρευνα και οι θεωρητικές αναζητήσεις στη Σοβιετική Ενωση και στις άλλες σοσιαλιστικές χώρες, οι εξελίξεις δείχνουν ότι με ευθύνη των κομμουνιστικών κομμάτων σημειώθηκε θεωρητική καθυστέρηση στη δημιουργική ανάπτυξη της μαρξιστικής-λενινιστικής θεωρίας στις συνθήκες της σοσιαλιστικής οικοδόμησης και του σύγχρονου κόσμου. Υποτιμήθηκαν ή παραγνωρίστηκαν επιστημονικές έρευνες που γίνονταν από ειδικά ερευνητικά κέντρα, ορισμένα από τα οποία ανήκαν στο ίδιο το Κόμμα.

Υποτιμήθηκε η ανάγκη να οικοδομείται ο σοσιαλισμός με τη συνεχή ανάπτυξη της θεωρίας, την ανανέωση της γνώσης, η οποία σε συνδυασμό με την ενεργητική συμμετοχή στη διαχείριση και διεύθυνση, καλλιεργεί το έδαφος για ανάπτυξη του νέου τύπου ανθρώπου.

Η μελέτη θεωρητικών και επιστημονικών προβλημάτων δεν προπορευόταν, ώστε να αντιμετωπίζονται έγκαιρα οι δυσκολίες, να εντοπίζονται οι νέες τάσεις, οι αντιφάσεις και νέες αντιθέσεις που έπρεπε να λυθούν με διαλεκτικό τρόπο. Η επιτυχία της Οκτωβριανής Επανάστασης, η άνοδος του επαναστατικού κινήματος που ακολούθησε, δείχνει ότι ένας από τους βασικούς παράγοντες επιτυχίας ήταν το γεγονός ότι αρκετά πριν είχαν μελετηθεί μια σειρά κρίσιμα θεωρητικά ζητήματα από τους κλασικούς. Η απολυτοποίηση της εμπειρίας χωρίς την προσφυγή στη θεωρητική και επιστημονική έρευνα είναι επιζήμια. Το Κόμμα ως πρωτοπόρο τμήμα του λαού οφείλει να αντιλαμβάνεται έγκαιρα τα νέα προβλήματα, να μπορεί να προβλέπει, να μη χάνει την ολική κίνηση, το όλο, μπροστά στο άμεσο, το καθημερινό, το μερικό»[21].


ΣημειώσειςΣημειώσεις

Το παρόν κείμενο είναι μέρος από τον Πρόλογο της επανέκδοσης της συλλογής αποσπασμάτων από έργα του Β. Ι. Λένιν, υπό τον τίτλο: «Για το προλεταριακό κόμμα νέου τύπου». Η επανέκδοση έγινε με την ευκαιρία των 100 χρόνων από το 2ο Συνέδριο του ΣΔΕΚΡ (1903), που υπήρξε σταθμός στην εξέλιξη του επαναστατικού εργατικού κινήματος.

[1] Β. Ι. Λένιν: Απαντα, 5η έκδ. τόμ. 41ος, σελ. 6.

[2] Β. Ι. Λένιν: Απαντα, 5η έκδ. τόμ. 17ος, σελ. 413.

[3] Β. Ι. Λένιν: Απαντα, 5η έκδ. τόμ. 4ος, σελ. 195.

[4] Β. Ι. Λένιν: Απαντα, 5η έκδ. τόμ. 4ος, σελ. 362-363

[5] Β. Ι. Λένιν: Απαντα, 5η έκδ. τόμ. 5ος, σελ. 11.

[6] Β. Ι. Λένιν: Απαντα, 5η έκδ. τόμ. 25ος, σελ. 98.

[7] Β. Ι. Λένιν: Απαντα, 5η έκδ. τόμ. 41ος, σελ. 15.

[8] Β. Ι. Λένιν: Απαντα, 5η έκδ. τόμ.8ος, σελ. 196.

[9] Β. Ι. Λένιν: Απαντα, 5η έκδ. τόμ. 7ος, σελ. 288.

[10] Στον ίδιο τόμο, σελ. 254.

[11] Β. Ι. Λένιν: Απαντα, 5η έκδ. τόμ. 7ος, σελ. 426.

[12] Β. Ι. Λένιν, Απαντα, 5η εκδ., τομ. 6ος, σελ. 24-25.

[13] Β. Ι. Λένιν, Απαντα, 5η εκδ., τομ. 6ος, σελ. 40.

[14] Β. Ι. Λένιν, Απαντα, 5η εκδ., τομ. 17ος, σελ. 413.

[15] Β. Ι. Λένιν, Απαντα, 5η εκδ., τομ. 8ος, σελ. 266.

[16] Β. Ι. Λένιν, Απαντα, 5η εκδ., τομ. 8ος, σελ. 250.

[17] Β. Ι. Λένιν, Απαντα, 5η εκδ., τόμ. 8ος, σελ. 247.

[18] Β. Ι. Λένιν, Απαντα, 5η έκδ., τομ. 8ος, σελ. 360.

[19] Β. Ι. Λένιν, Απαντα, 5η έκδ., τόμ. 40ος, σελ. 43.

[20] 21ο και 22ο Συνέδριο, που κατοχυρώθηκαν και στο Σύνταγμα της Σοβιετικής Ενωσης το 1977.

[21] Εκτιμήσεις και προβληματισμοί για τους παράγοντες που καθόρισαν την ανατροπή του σοσιαλιστικού συστήματος στην Ευρώπη. Η αναγκαιότητα και επικαιρότητα του σοσιαλισμού. Υλικά της Πανελλαδικής Συνδιάσκεψης, 15-16 Ιούλη 1995, έκδοση της Κεντρικής Επιτροπής του ΚΚΕ, Αθήνα, 1996.